Quantcast
Channel: EX LIBRIS
Viewing all 176 articles
Browse latest View live

Απορίες ψάλτου...

$
0
0
Οι μέ­ρες ε­πι­βάλ­λουν μία ε­πί τρο­χά­δην α­να­φο­ρά στα Ημε­ρο­λό­για του 2014. Εξάλ­λου, στον μα­κρύ βίο τού  Ex Libris αυ­τό συ­νι­στά κε­κτη­μέ­νη συ­νή­θεια. Μα­ζί με μία δεύ­τε­ρη σε­λί­δα α­φιε­ρω­μέ­νη στην α­πα­ρίθ­μη­ση και τον σχο­λια­σμό των ε­πε­τείων, α­πο­τε­λεί για ε­μάς τον κα­θιε­ρω­μέ­νο τρό­πο ει­σό­δου στο Νέο Έτος. Μό­νο που, ε­φέ­τος, ι­σχύει το γνω­μι­κό “ουκ αν λά­βοις πα­ρά του μη έ­χο­ντος”. Προ δέ­κα ε­τών, το υ­π’ α­ριθ­μό 610 Ex Libris ξε­κι­νού­σε με μία πλού­σια πα­ρου­σία­ση η­με­ρο­λο­γίων. “Δί­σε­κτο το 2004 και τα η­με­ρο­λό­για πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται, κα­λύ­πτο­ντας ό­λα τα γού­στα και τις ό­ποιες α­νά­γκες”, ση­μειώ­να­με τό­τε. Το 2014, που δεν τυγ­χά­νει δί­σε­κτο, αλ­λά το ο­ποίο – ο Θεός να μας βγά­λει ψεύ­τες – θα α­πο­βεί χει­ρό­τε­ρο α­πό δί­σε­κτο, το υ­π’ α­ριθ­μό 1035 Ex Libris δεν έ­χει τι να πα­ρου­σιά­σει.
Οι μο­να­δι­κές εν­δεί­ξεις μίας κά­ποιας φι­λο­φρό­νη­σης ε­νός εκ­δο­τι­κού οί­κου προς τους δη­μο­σιο­γρά­φους που σχο­λιά­ζουν τα βι­βλία του ή­ταν μέ­χρι πρό­σφα­τα οι ευ­χη­τή­ριες κάρ­τες και τα η­με­ρο­λό­για. Μέ­σα, ό­μως, στην οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση, συμ­ψη­φί­ζο­ντας οι εκ­δό­τες α­να­γκαία και πε­ριτ­τά έ­ξο­δα, αυ­τά κρί­θη­καν πε­ριτ­τή δα­πά­νη. Οι κάρ­τες α­ντι­κα­τα­στά­θη­καν α­πό τις η­λεκ­τρο­νι­κές ευ­χές, α­πρό­σω­πες, στε­ρεό­τυ­πες, χω­ρίς χρο­νι­κό α­πο­τύ­πω­μα. Ενώ, τα η­με­ρο­λό­για υ­πο­βι­βά­στη­καν σε α­πλούς η­με­ρο­δεί­κτες με κά­ποιες έν­θε­τες σε­λί­δες γύ­ρω α­πό έ­να ε­πί­και­ρο θέ­μα. Όσο για τα λο­γο­τε­χνι­κά η­με­ρο­λό­για, τα α­φιε­ρω­μέ­να σε έ­ναν συγ­γρα­φέα, που συν­δυά­ζο­νταν με τους ε­πε­τεια­κούς ε­ορ­τα­σμούς, αυ­τά ε­ξα­φα­νί­στη­καν. Αλλά, έ­τσι κι αλ­λιώς, πλή­θος α­πο­ρίες δη­μιουρ­γούν οι τα­κτι­κές των εκ­δο­τι­κών οί­κων, α­πό τα ε­πι­λε­γό­με­να προς έκ­δο­ση βι­βλία μέ­χρι τις δη­μό­σιες σχέ­σεις τους. 
Από τα λι­γο­στά ε­φε­τι­νά η­με­ρο­λό­για, λά­βα­με ε­νός μό­νο εκ­δο­τι­κού οί­κου. Ως γνω­στόν, οι α­πο­στο­λές στις “μι­κρές” ε­φη­με­ρί­δες ε­ξαρ­τώ­νται α­πό την κα­λή διά­θε­ση του ε­κά­στο­τε υ­πεύ­θυ­νου. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, η Ντό­ρα Τσα­κνά­κη, υ­πεύ­θυ­νη του Γρα­φείου Τύ­που των εκ­δό­σεων Με­ταίχ­μιο, ε­δώ και χρό­νια, μας τρο­φο­δο­τεί με η­με­ρο­λό­για και ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία. Εφέ­τος μας έ­στει­λε ό­χι έ­να αλ­λά δυο Ημε­ρο­λό­για. Το πρώ­το έ­χει τίτ­λο: «Δια­βά­ζου­με λοι­πόν. Αλλά για­τί;» Στο ε­ρώ­τη­μα α­πα­ντούν 118 συγ­γρα­φείς, Έλλη­νες και ξέ­νοι, με­τα­φρα­στές, ει­κο­νο­γρά­φοι, ε­πι­με­λη­τές κ.ά. Δεν εί­ναι λί­γες οι α­πα­ντή­σεις, που υ­περ­βαί­νουν τα τε­τριμ­μέ­να. Το δεύ­τε­ρο Ημε­ρο­λό­γιο τιτ­λο­φο­ρεί­ται «4 ε­πο­χές του ε­γκλή­μα­τος». Φι­λο­δο­ξεί να εί­ναι “έ­νας λο­γο­τε­χνι­κός ο­δη­γός στα μο­νο­πά­τια της α­στυ­νο­μι­κής λο­γο­τε­χνίας”. Συ­γκρα­τού­με την α­πά­ντη­ση του Ντά­σιελ Χά­μετ για το πώς ε­κτι­μά την συγ­γρα­φι­κή του συμ­βο­λή: “Υπήρ­ξα η χει­ρό­τε­ρη ε­πιρ­ροή στην α­με­ρι­κα­νι­κή λο­γο­τε­χνία που μπο­ρεί κα­νείς να φα­ντα­στεί.”

Άστεων γεύ­σεις

Το 2004, εί­χα­με λά­βει α­πό το Με­ταίχ­μιο το Λο­γο­τε­χνι­κό Ημε­ρο­λό­γιο Σο­λω­μού, σε ε­πι­μέ­λεια Νι­κή­τα Πα­ρί­ση. Ήταν το πρώ­το μίας Σει­ράς Λο­γο­τε­χνι­κών Ημε­ρο­λο­γίων, που δυ­στυ­χώς ε­γκα­τα­λεί­φθη­κε. Εκεί­νο εί­χε βρει τη θέ­ση του στη Βι­βλιο­θή­κη, δί­πλα στα Λο­γο­τε­χνι­κά Ημε­ρο­λό­για των Χαλ­κι­δαίων εκ­δό­σεων Διά­με­τρος, που ε­πί­σης ε­γκα­τα­λεί­φθη­καν. Κι ό­μως, με λι­γό­τε­ρο φι­λό­δο­ξες ε­πι­λο­γές, και οι δυο Σει­ρές θα μπο­ρού­σαν να μα­κρο­η­με­ρεύ­σουν.  Από το 2004 σώ­ζε­ται και το η­με­ρο­λό­γιο της Εύης Βου­τσι­νά, με τίτ­λο, «Άστεων γεύ­σεις», “250 συ­ντα­γές α­πό την α­στι­κή κου­ζί­να του Ελλη­νι­σμού”. Από μα­κριά δια­βά­σα­με τον τίτ­λο, “Άστε­γων γεύ­σεις”, κα­θώς ο ε­γκέ­φα­λος ε­πεμ­βαί­νει κα­λύ­πτο­ντας τα κε­νά μίας α­δύ­να­της ό­ρα­σης. Στις 10 Δεκ. η Βου­τσι­νά α­πε­βίω­σε. Λευ­κα­δί­τισ­σα ή­ταν μία ι­διαί­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση στο χώ­ρο της γα­στρο­νο­μίας. Εκεί­νο το Ημε­ρο­λό­γιο ά­νοι­γε με το κε­φά­λαιο, «Το ελ­λη­νι­κό τρα­πέ­ζι». Δυο δια­πι­στώ­σεις προσ­γείω­ναν τον τίτ­λο στο πα­ρό­ν: “Το ελ­λη­νι­κό τρα­πέ­ζι δεν εί­ναι πιά για­γιά, παπ­πούς, τρία παι­διά, δυο γο­νείς.” “Η μο­δά­τη και πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νη πυ­ρα­μί­δα της με­σο­γεια­κής δια­τρο­φής δεν εί­ναι πα­ρά το ε­τή­σιο πρό­γραμ­μα φα­γη­τού της για­γιάς μας.” Ενώ, στη συ­νέ­χεια, ξε­δι­πλω­νό­ταν μία βε­ντά­λια συ­ντα­γών της διά­ση­μης με­σο­γεια­κής κου­ζί­νας. Κα­λά η Βου­τσι­νά έ­φυ­γε νω­ρίς, πριν τη νό­θευ­ση του ελ­λη­νι­κού πιά­του με α­νοί­κειους συν­δυα­σμούς γεύ­σεων. Απο­ρεί κα­νείς πως κα­τά­φε­ρε η τά­ση μι­μη­τι­σμού να α­να­δει­χθεί ι­σχυ­ρό­τε­ρη α­κό­μη και της βα­θιά ρι­ζω­μέ­νης κα­λο­φα­γίας.

Νο­θεία προϊό­ντος

Πέρ­σι τον Μάρ­τιο, οι εκ­δό­σεις Με­ταίχ­μιο γιόρ­τα­σαν την ει­κο­σα­ε­τή πα­ρου­σία τους. Τε­λι­κά, οι εκ­δο­τι­κοί οί­κοι μα­κρο­η­με­ρεύουν. Με την οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση, δεν έ­κλει­σε κα­μία με­γά­λη πόρ­τα. Μό­νο για ο­ρι­σμέ­νους, κυ­κλο­φό­ρη­σαν κά­ποιες φή­μες σχε­τι­κά με δυ­σκο­λίες πλη­ρω­μών. Από την πλευ­ρά των συγ­γρα­φέων, πά­ντως, ι­σχύει στο α­κέ­ραιο το γνω­μι­κό, “τον πλού­τον πολ­λοί ε­μί­ση­σαν, την δό­ξαν ου­δείς”. Όλο και πε­ρισ­σό­τε­ροι εί­ναι ε­κεί­νοι που βά­ζουν το χέ­ρι στην τσέ­πη για την έκ­δο­ση ή έ­στω τη συμ­με­το­χή στην έκ­δο­ση του βι­βλίου τους. Την σή­με­ρον, οι εκ­δο­τι­κοί οί­κοι, α­κό­μη και οι γνω­στό­τε­ροι, βγά­ζουν, με­τά της α­παι­τού­με­νης ε­χε­μύ­θειας, πλη­ρω­μέ­νο βι­βλίο. Και μά­λι­στα, για να εί­ναι ελ­κυ­στι­κό το πα­κέ­το της προ­σφο­ράς, α­να­λαμ­βά­νουν και την προώ­θη­σή του - μία δυο κα­τα­χω­ρή­σεις στον Τύ­πο, ά­ντε και κα­μία μνη­μό­νευ­ση, α­πα­ραι­τή­τως βρα­διά πα­ρου­σία­σης με γνω­στό ό­νο­μα για ο­μι­λη­τή και έ­να δεύ­τε­ρο για την α­νά­γνω­ση. Βε­βαίως, αυ­τό ση­μαί­νει νό­θευ­ση του προϊό­ντος. Του­τέ­στιν ε­ξα­πά­τη­ση του κα­τα­να­λω­τή, που ε­πα­φίε­ται στη φίρ­μα του οί­κου και α­γο­ρά­ζει το βι­βλίο με κλει­στά μά­τια. Σι­γά τον πο­λυέ­λαιο. Ο κα­τα­να­λω­τής, με την κα­κο­με­τα­φρα­σμέ­νη λο­γο­τε­χνία που τον ταΐζουν, τεί­νει προς την α­γευ­σία. Σο­βα­ρή πά­θη­ση, που έ­χει, ω­στό­σο, το θε­τι­κό, ό­πως, κα­λή ώ­ρα, η ά­νοια, να μην γί­νε­ται α­ντι­λη­πτή α­πό το ί­διο το ά­το­μο. Κι ό­ταν πρό­κει­ται για ε­πι­δη­μι­κό φαι­νό­με­νο, ού­τε α­πό το πε­ρι­βάλ­λον του. Οπό­τε, και “η πί­τα ο­λό­κλη­ρη και ο σκύ­λος χορ­τά­τος”. 

Εν υ­πνώ­σει

Πά­ντως, σε α­ντί­θε­ση με τους εκ­δο­τι­κούς οί­κους, τα ποι­κί­λα Νο­μι­κά Πρό­σω­πα Ιδιω­τι­κού ή Δη­μο­σίου Δι­καίου μη κερ­δο­σκο­πι­κού χα­ρα­κτή­ρα ευ­κό­λως ι­δρύο­νται και α­κό­μη ευ­κο­λό­τε­ρα κα­ταρ­γού­νται. Του­λά­χι­στον ευ­κό­λως ε­ξαγ­γέλ­λε­ται η κα­τάρ­γη­σή τους, κα­θώς, στη συ­νέ­χεια, τα Ιδρύ­μα­τα φαί­νε­ται να ι­σορ­ρο­πούν ευ­στα­θώς σε κα­τά­στα­ση ύ­πνω­σης. Αντι­προ­σω­πευ­τι­κό πα­ρά­δειγ­μα συ­νι­στά το Εθνι­κό Κέ­ντρο Βι­βλίου. Εφέ­τος, θα μπο­ρού­σε να γιορ­τά­ζει τα ει­κο­σά­χρο­νά του. Και μά­λι­στα, στη βί­λα Μπό­τση, που του εί­χε πα­ρα­χω­ρη­θεί δω­ρεάν α­πό το αρ­μό­διο Υπουρ­γείο. Αλλά ο δεύ­τε­ρος στη σει­ρά διευ­θυ­ντής, πριν κα­λά κα­λά ο­λο­κλη­ρω­θεί η ε­γκα­τά­στα­σή του στην Εκά­λη, που εί­χε α­πο­φα­σί­σει ο προ­η­γού­με­νος, το ε­πα­νέ­φε­ρε στο κέ­ντρο της Αθή­νας. Αντί ε­ορ­τα­σμών, τον Φε­βρουά­ριο συ­μπλη­ρώ­νε­ται χρό­νος α­πό το διο­ρι­σμό του προ­σω­ρι­νού Δ.Σ., που εί­χε α­να­λά­βει την εκ­κα­θά­ρι­ση του Ιδρύ­μα­τος μέ­σα σε έ­να μή­να. 
Ενδια­μέ­σως, το Ε.ΚΕ.ΒΙ. ε­ξα­κο­λου­θεί να πλη­ρώ­νει α­δρά το πο­λυώ­ρο­φο κτί­ριο της Αθαν. Διά­κου στη μο­δά­τη πε­ριο­χή του Μα­κρυ­γιάν­νη. Όσο για τη βί­λα Μπό­τση, την ά­φη­σε να ρη­μά­ζει, α­γα­νά­κτη­σε έ­νας υ­πουρ­γός Πο­λι­τι­σμού – προ τε­τρα­ε­τίας, ο Μι­χά­λης Λιά­πης - και την πή­ρε πί­σω. Κα­τά τα άλ­λα, το Ίδρυ­μα, πλην της α­πο­στο­λής ε­πι­στο­λών δια­μαρ­τυ­ρίας προς τον Υπουρ­γό, α­δρα­νεί. Απο­ρεί κα­νείς τι θα στοί­χι­ζε η διορ­γά­νω­ση μίας Ημε­ρί­δας στην Αθή­να για τον τι­μώ­με­νο του 2013 Κα­βά­φη ή έ­στω και μία σει­ρά δια­λέ­ξεων στο χώ­ρο των γρα­φείων του. Αλλά και για το 2014, τι κό­στος θα εί­χε να α­να­κοι­νώ­σει το Ε.ΚΕ.ΒΙ. πρώ­το τον με­γά­λο τι­μώ­με­νο. Έτσι, για την τι­μή των ό­πλων. Κι ας μην υ­πάρ­χουν κον­δύ­λια. Πο­τέ δεν ξέ­ρεις. Με έ­να πα­ρό­μοιο ό­νο­μα θα μπο­ρού­σε να ευαι­σθη­το­ποιη­θεί ο Υπουρ­γός. Ει­δάλ­λως, αν πε­ρι­μέ­νουν α­πό τους συμ­βού­λους τού Υπουρ­γού να τον υ­πο­δεί­ξουν, πο­λύ φο­βό­μα­στε πως ο τι­μώ­με­νος θα μεί­νει α­μνη­μό­νευ­τος.  

Σαν μα­νι­τά­ρια

Ωστό­σο, και χω­ρίς τη σκέ­πη του Ε.ΚΕ.ΒΙ., εκ­δο­τι­κοί οί­κοι και βι­βλιο­πω­λεία ξε­φυ­τρώ­νουν σαν μα­νι­τά­ρια. Το πιο πρό­σφα­το πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι τα γεν­νη­τού­ρια της Εστίας. Η οι­κο­γέ­νεια της Εστίας, Κολ­λά­ρος - Σα­ρα­ντό­που­λος - Κα­ραϊτί­δη­δες, εί­χε έ­να ι­στο­ρι­κό βι­βλιο­πω­λείο, το έ­κλει­σε και πριν συ­μπλη­ρω­θεί το ε­ξά­μη­νο του πέν­θους, προέ­κυ­ψαν δί­δυ­μα. Δεν πρό­κει­ται, βε­βαίως για μο­νο­ζυ­γω­τι­κά δί­δυ­μα. Το έ­να πή­ρε τον τίτ­λο, Βι­βλιο­πω­λείο της Εστίας, χω­ρίς την ου­ρά “Ι. Δ. Κολ­λά­ρου και Σιας”, που έ­χει, ε­δώ και και­ρό, ε­ξα­λει­φθεί α­πό τις εκ­δό­σεις της Εστίας. Αυ­τήν τη φο­ρά, ο τίτ­λος κυ­ριο­λε­κτεί. Το νέο βι­βλιο­πω­λείο δεν θα εί­ναι γε­νι­κό, ό­πως το μη­τρι­κό, αλ­λά βι­βλιο­πω­λείο α­πο­κλει­στι­κά των εκ­δό­σεων της Εστίας. 
Το έ­τε­ρο, σύμ­φω­να πά­ντα με τα δη­μο­σιεύ­μα­τα, δεν πή­ρε το ό­νο­μα, εν­στερ­νί­στη­κε, ό­μως, το ό­ρα­μα μίας ε­στίας βι­βλίου. Αυ­τό το πή­ρε κλη­ρο­νο­μιά α­πό τον ι­δρυ­τή της Εστίας Γεώρ­γιο Κασ­δό­νη. Κα­τά τα άλ­λα, το δεύ­τε­ρο γεν­νη­τού­ρι, ό­πως τα υιο­θε­τη­μέ­να, α­πο­κρύ­βει τον γεν­νή­το­ρά του. Αυ­τό, για την οι­κο­νο­μι­κί­στι­κη ε­πο­χή μας, ση­μαί­νει τον χρη­μα­το­δό­τη. Συμ­βαί­νει, κά­πο­τε, η σκυ­τά­λη να περ­νά­ει σε μα­κρι­νό συγ­γε­νή. Κά­πως έ­τσι δεν πέ­ρα­σε και α­πό τον Κασ­δό­νη στον Κολ­λά­ρο; Χω­ρο­τα­ξι­κά, τα δί­δυ­μα βρί­σκο­νται ε­πί ευ­θείας γραμ­μής, που περ­νά­ει α­πό το ι­στο­ρι­κό βι­βλιο­πω­λείο και σε πε­ρί­που ί­ση α­πό­στα­ση α­πό αυ­τό. Το πρώ­το προς τα Β.Δ., στην αρ­χή της μπα­ρό­βιας Οδού Δελ­φών, με υ­πεύ­θυ­νο έ­ναν άρ­τι α­φι­χθέ­ντα εκ Μυ­κό­νου. Ο ί­διος, πριν α­πό έ­ξι χρό­νια, βρι­σκό­ταν και πά­λι στην Αθή­να, υ­πεύ­θυ­νος του νεό­τευ­κτου τό­τε ο­κταώ­ρο­φου Ελευ­θε­ρου­δά­κη της Πα­νε­πι­στη­μίου. Ας ελ­πί­σου­με, να μην φέ­ρει γρου­σου­ζιά. Το δεύ­τε­ρο προς τα Ν.Δ., στο τμή­μα της Ακα­δη­μίας με τα κα­τε­βα­σμέ­να ρο­λά. Ευελ­πι­στεί να α­να­στή­σει την πε­ριο­χή, κα­τά το πα­ρά­δειγ­μα της Μά­νιας Κα­ραϊτί­δη, που, πριν 35 χρό­νια, έ­φε­ρε την πιά­τσα του βι­βλίου, πα­ρα­δί­πλα, στη Σό­λω­νος. 
Όσο α­φο­ρά γε­νι­κώς την ο­νο­μα­το­λο­γία των νεό­τευ­κτων βι­βλιο­πω­λείων, μας θυ­μί­ζει την α­ντί­στοι­χη των και­νού­ριων φούρ­νων. Οι λέ­ξεις αρ­το­ποιείο και βι­βλιο­πω­λείο έ­χουν θεω­ρη­θεί πα­ρω­χη­μέ­νες και δο­κι­μά­ζο­νται ευ­φά­ντα­στα πα­ρά­γω­γα – bookloft, booktique, βι­βλιο­στά­σι κ.λπ. Όπως ο φούρ­νος δεν φουρ­νί­ζει πλέ­ον ψω­μά­κια αλ­λά αρ­το­ποιή­μα­τα, α­ντι­στοί­χως, το δι­σέγ­γο­νο του Κασ­δό­νη βα­φτί­στη­κε “Επί λέ­ξει”. Δη­λα­δή, κά­τι σαν να βα­φτί­ζεις σή­με­ρα έ­να α­γο­ρά­κι Λα­ο­κρά­τη ή Βλα­δί­μη­ρο. Σί­γου­ρα, τρε­λός νο­νός το βά­φτι­σε. Να δού­με, με τέ­τοιο ό­νο­μα, τι προ­κο­πή θα κά­νει.    

Φτω­χός συγ­γε­νής

Οι συγ­χορ­δίες του Τύ­που, με­λο­δρα­μα­τι­κές ή α­να­στά­σι­μες, συ­νό­δευ­σαν, α­ντί­στοι­χα, το κλεί­σι­μο και το ά­νοιγ­μα των Βι­βλιο­πω­λείων.  Με α­πο­ρία δια­πι­στώ­νου­με πως οι δη­μο­σιο­γρά­φοι έ­χουν α­πε­μπο­λή­σει τον ε­νη­με­ρω­τι­κό ρό­λο τους, α­να­λαμ­βά­νο­ντας ε­κεί­νον του δια­φη­μι­στή. Το πα­ρά­δειγ­μα των δη­μο­σιο­γρά­φων α­κο­λου­θούν οι βι­βλιο­πα­ρου­σια­στές. Η κρα­τού­σα λο­γι­κή εί­ναι ό­τι το βι­βλίο θέ­λει στή­ρι­ξη. Έτσι, ό­μως, που ά­νοι­ξε η ό­ρε­ξη των συγ­γρα­φέων και γεν­νούν σαν κου­νέ­λες, λί­γη κρι­τι­κή δεν θα έ­βλα­πτε. Ταυ­τό­χρο­να, ό­μως, λη­σμό­νη­σαν το σο­φό γνω­μι­κό, “αν δεν παι­νέ­σεις το σπί­τι σου θα πέ­σει να σε πλα­κώ­σει”. Ναι μεν στέ­κο­νται εν­θου­σιώ­δεις στις πα­ρου­σιά­σεις τους, αλ­λά α­πο­δει­κνύο­νται τσι­γκού­νη­δες στις ε­πι­λο­γές των προ­σώ­πων. Την ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία, γε­νι­κώς, την α­ντι­με­τω­πί­ζουν σαν φτω­χό συγ­γε­νή. Αυ­τός ο πα­ρα­με­ρι­σμός εί­ναι εμ­φα­νής στα έν­θε­τα βι­βλίου των με­γά­λων ε­φη­με­ρί­δων, ό­που το κε­ντρι­κό θέ­μα εί­ναι κα­τά κα­νό­να το ξέ­νο βι­βλίο. Προ­τί­μη­ση, που γί­νε­ται εμ­φα­νέ­στε­ρη στις ε­ορ­τα­στι­κές ε­πι­λο­γές.
Δί­κην πα­ρα­δείγ­μα­τος, το γαλ­λι­κό πε­ριο­δι­κό «Lire», στο τεύ­χος του Δε­κεμ­βρίου, πα­ρου­σιά­ζει “Les 20 meilleurs livres de l’ annee”. Ο κα­τά­λο­γος έ­χει δέ­κα γαλ­λι­κά και δέ­κα με­τα­φρα­σμέ­να (έ­να α­πό τα ρωσ­σι­κά και εν­νέα α­πό τα αγ­γλι­κά). Στις α­ντί­στοι­χες ε­πι­λο­γές των αρ­χαιό­τε­ρων έν­θε­των βι­βλίου, ο­σο­νού­πω συ­μπλη­ρώ­νουν 20ε­τία, τα Βι­βλία («Το Βή­μα») και το Βι­βλιο­δρό­μιο («Τα Νέ­α»), πα­ρου­σιά­ζο­νται 100 προ­τά­σεις για τα Χρι­στού­γεν­να στο πρώ­το και 120 στο δεύ­τε­ρο (με­τρη­μέ­να 78 και 103, α­ντί­στοι­χα), ό­που τα ελ­λη­νι­κά με­τά βίας φθά­νουν, α­ντί­στοι­χα, τα 32 και τα 44. Στο πρώ­το έν­θε­το, κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, πα­ρου­σιά­ζο­νται και ε­πτά βι­βλία ελ­λη­νι­κής ποίη­σης. Μό­νο που δεν πρό­κει­ται για νέες ποιη­τι­κές συλ­λο­γές, αλ­λά για έ­ξι συ­γκε­ντρω­τι­κές εκ­δό­σεις (Μ. Ελευ­θε­ρίου, Γ. Κο­ντού, Μ. Γκα­νά, Χ. Βλα­βια­νού, μία αν­θο­λο­γία ελ­λη­νι­κής ποίη­σης, Άπα­ντα Ρώ­μου Φι­λύ­ρα) και τη με­τα­θα­νά­τια συλ­λο­γή του Ρί­τσου. Η ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία έρ­χε­ται τε­λευ­ταία στην πα­ρά­θε­ση των ε­πι­λο­γών, με μό­λις 14 βι­βλία. Στο δεύ­τε­ρο έν­θε­το, η ποίη­ση α­που­σιά­ζει, αλ­λά η ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία προ­τάσ­σε­ται και ε­ξι­σορ­ρο­πεί την πα­ρά­λη­ψη με 23 βι­βλία. Στην πρώ­τη ε­πι­λο­γή φαί­νε­ται να δό­θη­κε βά­ρος στον εκ­δό­τη, στη δεύ­τε­ρη στον συγ­γρα­φέα, ε­νώ, και στις δυο, η σύ­ντο­μη πα­ρου­σία­ση του βι­βλίου αν­τλεί­ται α­πό τα πε­ρι­κει­με­νι­κά στοι­χεία. Κα­τά τα άλ­λα, με τό­σο πλού­σια πα­ρα­γω­γή ντό­πιου α­στυ­νο­μι­κού, προ­κα­λεί α­πο­ρία η μνη­μό­νευ­ση μό­νο των Γιάν­νη Μα­ρή και Αγγε­λι­κής Νι­κο­λού­λη. Όσο για τον δο­κι­μια­κό λό­γο, σχε­δόν τον μο­νο­πω­λούν Βία, Κρί­ση, και Αντι­ση­μι­τι­σμός.

Διή­γη­μα

Ο με­γά­λος, ό­μως, α­πών εί­ναι το διή­γη­μα. Οι υ­πεύ­θυ­νοι, ω­στό­σο, του πρώ­του έν­θε­του εί­χαν με­ρι­μνή­σει. Την ε­πό­με­νη Κυ­ρια­κή, στο έ­τε­ρο πο­λι­τι­στι­κό έν­θε­το της ε­φη­με­ρί­δας, υ­πήρ­χε “σα­λό­νι” α­φιε­ρω­μέ­νο στο διή­γη­μα. Στο ε­ξώ­φυλ­λο προσ­διο­ρί­ζε­ται πως πρό­κει­ται για “διη­γή­μα­τα γραμ­μέ­να ει­δι­κά για το «Βή­μα»”. Ως προ­πο­μπός η δή­λω­ση ό­τι πρό­κει­ται για πα­ραγ­γε­λία α­πο­τε­λεί μεν δια­φή­μι­ση για την ε­φη­με­ρί­δα, αλ­λά δεν κο­λα­κεύει τους συγ­γρα­φείς. Άντε και κα­λά οι κοι­νοί θνη­τοί. Μπο­ρεί, ό­μως, πο­τέ έ­νας Ακα­δη­μαϊκός να δέ­χε­ται πα­ραγ­γε­λία (!). Το έ­κα­νε βε­βαίως έ­νας Πα­πα­δια­μά­ντης, αλ­λά ε­κεί­νος δεν εί­χε ού­τε τις “τρεις και ε­ξή­ντα”. Όπως και να έ­χει, οι υ­πεύ­θυ­νοι κα­τά­φε­ραν να α­να­κα­τώ­σουν διη­γή­μα­τα και ι­στο­ρίες, που ση­μαί­νει, με το συ­μπά­θιο, πως “έ­μπλε­ξαν γρα­βά­τες με ε­σω­βρά­κια”. Αφού εί­χαν διη­γή­μα­τα α­πό τους δυο πρε­σβύ­τε­ρους και ση­μα­ντι­κό­τε­ρους συγ­γρα­φείς του συ­γκε­κρι­μέ­νου λο­γο­τε­χνι­κού εί­δους (Θ. Βαλ­τι­νός, Η. Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος), για­τί να τα α­να­κα­τώ­σουν με τις ι­στο­ρίες ε­νός ποιη­τή (Χρ. Λιο­ντά­κης) και μίας μυ­θι­στο­ριο­γρά­φου (Α. Μι­χα­λο­πού­λου). Με πρό­σθε­το ο­λί­σθη­μα, το κα­τα­χώ­νια­σμα του ε­νός εκ των δυο διη­γη­μά­των στην κά­τω α­ρι­στε­ρή γω­νία α­ντί της ε­πά­νω δε­ξιάς. Δυο τι­νά μπο­ρεί να δι­καιο­λο­γούν αυ­τό το τε­λευ­ταίο α­τό­πη­μα: εί­τε το διή­γη­μα με την υ­πο­δό­ρια ει­ρω­νεία δεν ε­κτι­μή­θη­κε α­πό τους υ­πεύ­θυ­νους εί­τε ο συγ­γρα­φέ­ας του δεν έ­χει γε­ρές πλά­τες. Διό­λου α­πί­θα­νο και τα δυο. Με τό­σες, ό­μως, α­πο­ρίες, ποιος ψάλ­της δεν θα πνι­γό­τα­νε στον βή­χα.


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 4/1/2014.

Στον αστερισμό των απατεώνων

$
0
0

Θέ­μης Πά­νου
«Vita Brevis
Ιστο­ρίες για α­χρείους»
Σκί­τσα: Θα­νά­σης Δή­μου
Εκδό­σεις Κα­στα­νιώ­τη
Δε­κέμ­βριος 2013

Ο Θε­μι­στο­κλής Πά­νου, δε­κα­τρία συ­να­πτά έ­τη με­τά την πρώ­τη εμ­φά­νι­σή του στην πε­ζο­γρα­φία, ε­πα­νέρ­χε­ται με μία δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή ι­στο­ριών. Πολ­λά έ­χουν αλ­λά­ξει στο εν­διά­με­σο. Κά­ποια δεί­χνουν σαν μι­κρές α­πι­στίες στον Κων­στα­ντι­νου­πο­λί­τη ε­αυ­τό του. Το Θε­μι­στο­κλής συ­ντο­μεύ­τη­κε σε Θέ­μης. Όπως φαί­νε­ται, προ του διε­θνούς κλέ­ους, το αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό του βα­πτι­στι­κού πε­ριτ­τεύει. Το βιο­γρα­φι­κό προ­σαρ­μό­στη­κε στις κρα­τού­σες α­ντι­λή­ψεις πε­ρί του τι συ­νι­στά προ­σόν και τι μειο­νέ­κτη­μα. Για πα­ρά­δειγ­μα, το έ­τος γέν­νη­σης α­πα­λεί­φθη­κε, πα­νε­πι­στη­μια­κές σπου­δές μα­ζί με θέ­σεις σε κρα­τι­κά ι­δρύ­μα­τα προ­τάσ­σο­νται, η θη­τεία της τε­λευ­ταίας δε­κα­ε­τίας στο ποιο­τι­κό θέ­α­τρο ε­ξαί­ρε­ται, ε­νώ η προ­η­γού­με­νη ει­κο­σα­ε­τία σε πα­ρα­στά­σεις του ε­μπο­ρι­κού θεά­τρου α­πο­σιω­πά­ται, και τέ­λος, οι βρα­βεύ­σεις στο χώ­ρο του κι­νη­μα­το­γρά­φου πα­ρα­τί­θε­νται α­να­λυ­τι­κά. Αφή­νο­ντας, δη­λα­δή, πί­σω την θάλ­λου­σα νεό­τη­τα, συμ­μορ­φώ­νε­ται και ό­λα τα φώ­τα ε­στιά­ζο­νται στην ει­κό­να του σταρ.

Το πρώ­το Βόλ­πι

Και δι­καίως. Το βρα­βείο κα­λύ­τε­ρης αν­δρι­κής ερ­μη­νείας στο 70ο Φε­στι­βάλ της Βε­νε­τίας, το Κύ­πελ­λο Βόλ­πι, ό­πως εί­ναι η ο­νο­μα­σία του προς τι­μή του ι­δρυ­τή τού Φε­στι­βάλ κό­μη­τα Τζου­ζέπ­πε Βόλ­πι, που α­πέ­σπα­σε ο Πά­νου, εί­ναι το πρώ­το που α­πο­νέ­με­ται σε Έλλη­να η­θο­ποιό. Από το 1935, ό­ταν το εν λό­γω βρα­βείο θε­σμο­θε­τή­θη­κε, στα 56 αν­δρι­κού ρό­λου που α­πο­νε­μή­θη­καν, 112 εάν συμ­ψη­φί­σου­με και τα γυ­ναι­κείου ρό­λου, αυ­τό εί­ναι το πρώ­το ελ­λη­νι­κό “Coppa Volpi”. Ενώ, Αργυ­ρός, αλ­λά και Χρυ­σός, Λέων σε Έλλη­να σκη­νο­θέ­τη εί­χε δο­θεί. Ήδη, α­πό τη δε­κα­ε­τία του ’80, στον Θό­δω­ρο Αγγε­λό­που­λο. Πρώ­τα, ο Χρυ­σός για τον «Μέ­γα Αλέ­ξαν­δρο», με­τά ο Αργυ­ρός, για το «Το­πίο στην ο­μί­χλη». Σε ε­κεί­νη την ται­νία, ο Αγγε­λό­που­λος έ­δι­νε ι­διαί­τε­ρη διά­στα­ση στην έν­νοια του πα­τέ­ρα, συμ­βο­λι­κή, έ­ξω α­πό τον ρε­α­λι­σμό. Ο Αγγε­λό­που­λος α­πε­βίω­σε στις 24 Ιαν. 2012 και μα­ζί του έ­σβη­σε ο κι­νη­μα­το­γρά­φος με τις συμ­βο­λι­κές προ­ε­κτά­σεις. Συ­μπτω­μα­τι­κά, στο φε­τι­νό Φε­στι­βάλ Βε­νε­τίας, α­φιε­ρω­μέ­νο σε ε­κεί­νον, ο Αργυ­ρός Λέων και το Κύ­πελ­λο Βόλ­πι α­πο­νέ­μο­νται σε μία ρε­α­λι­στι­κή ται­νία, ό­που τί­πο­τα δεν μέ­νει θο­λό, ό­λα εμ­φα­νί­ζο­νται γυ­μνά. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό το χά­σμα, που χω­ρί­ζει τους δυο τίτ­λους. Στην «Miss Violence», η οι­κο­γέ­νεια πα­ρου­σιά­ζε­ται ως ε­στία κα­κών, με  τον πα­τέ­ρα ε­ξου­σια­στή να φτά­νει στην αι­μο­μι­ξία. Πρό­κει­ται και ε­δώ για μία ελ­λη­νι­κή οι­κο­γέ­νεια, που προ­βάλ­λε­ται ως α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κή, α­σχέ­τως αν το σε­νά­ριο βα­σί­στη­κε στο ι­στο­ρι­κό μίας οι­κο­γέ­νειας Γερ­μα­νών.  
Ο Πά­νου, στο ρό­λο του πα­τέ­ρα, δεί­χνει την γκά­μα του τα­λέ­ντου του, με δο­μι­κό στοι­χείο την πει­θαρ­χία. Αντι­θέ­τως, στη συγ­γρα­φή, φαί­νε­ται να δια­τη­ρεί την α­ντι­συμ­βα­τι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά των νε­α­νι­κών του χρό­νων. Ήταν ο πιο κα­κός ο μα­θη­τής. Όπως ε­ξο­μο­λο­γεί­ται, δυο φο­ρές έ­κα­νε την ί­δια τά­ξη, αν και δεν μνη­μο­νεύει τις συν­θή­κες της α­πο­τυ­χίας του. Δυο φο­ρές την πρώ­τη γυ­μνα­σίου, που συ­νέ­πε­σε με την με­τε­γκα­τά­στα­ση α­πό την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη στα Πα­τή­σια. Δυο φο­ρές την έ­κτη, αρ­χές Με­τα­πο­λί­τευ­σης, ό­ταν έ­πνεε ε­πα­να­στα­τι­κός αέ­ρας. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα, έ­χο­ντας μεί­νει ε­κτός των ε­πί­ση­μων σχο­λών θεά­τρου, α­να­κά­λυ­ψε χά­ρις σε μία “θε­α­τρο­πα­ρέ­α”, τον θε­α­τρί­νο ε­ντός του. 

Ο κ. Διο­σκου­ρί­δης

Αλλά για να ε­πα­νέλ­θου­με στο βι­βλίο, ό­ταν πρό­κει­ται για το βιο­γρα­φι­κό στο “αυ­τά­κι”, η ι­διό­τη­τα του συγ­γρα­φέα έ­χει το με­γα­λύ­τε­ρο βά­ρος. Εδώ, ί­σα που μνη­μο­νεύε­ται ο τίτ­λος του πρώ­του βι­βλίου, «Αιφ­νι­δίως... και μία ε­πι­στρο­φή», και μά­λι­στα, με πα­ραλ­λαγ­μέ­νη τη χρο­νο­λο­γία έκ­δο­σης. Κά­τι σαν πα­λαιά α­μαρ­τία. Από μία ά­πο­ψη, αυ­τές εί­ναι α­να­με­νό­με­νες  α­πώ­λειες, ό­ταν ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πι­λέ­γει τον με­γά­λο εκ­δο­τι­κό οί­κο. Σε τε­λευ­ταία α­νά­λυ­ση, α­σή­μα­ντες, σε σχέ­ση με τα ό­ποια ο­φέ­λη ε­ξα­σφα­λί­ζει η με­τοι­κε­σία. Ο Πά­νου, πά­ντως, στον πρώ­το εκ­δό­τη του, “τον ε­ξαί­ρε­τον κ. Διο­σκου­ρί­δη”, ό­πως τον α­πο­κα­λεί, ο­φεί­λει μέ­ρος της πρω­το­τυ­πίας ε­κεί­νου του βι­βλίου. Για πα­ρά­δειγ­μα, το ε­μπρο­σθό­φυλ­λο να με­τα­τρέ­πε­ται σε ο­πι­σθό­φυλ­λο και τού­μπα­λιν. Άλλω­στε, χά­ρις σε ε­κεί­νον, γρά­φει τρία διη­γή­μα­τα. Το πρώ­το συ­νο­δεύει το βι­βλίο δί­κην δελ­τίου Τύ­που. Και­νο­το­μία του κ. Διο­σκου­ρί­δη προς α­ντι­κα­τά­στα­ση του στε­ρεό­τυ­που βιο­γρα­φι­κού. Ήθε­λε λευ­κό το “αυ­τά­κι” του βι­βλίου, για να α­πο­φεύ­γε­ται η χει­ρα­γώ­γη­ση του α­να­γνώ­στη. Το δεύ­τε­ρο υ­πο­τί­θε­ται ό­τι ή­ταν το πρώ­το του πε­ζό, που υ­πε­ρέ­βαι­νε τις δυο σε­λί­δες. Εί­ναι το κα­τα­λη­κτι­κό του βι­βλίου, σαν συ­μπλή­ρω­μα στα δε­καέ­ξι σύ­ντο­μα διη­γή­μα­τα, δε­κα­τρία της μίας σε­λί­δας και τρία της μίας και με­ρι­κών σει­ρών. 
Μέ­νει το τρί­το διή­γη­μα, που γρά­φτη­κε αρ­γό­τε­ρα και α­να­φέ­ρε­ται “στο με­γα­λείο του ε­λά­χι­στου”, κα­τά τον υ­πό­τιτ­λο. Σε ε­κεί­νο α­νι­στο­ρεί με­τά φα­ντα­σίας τα «Tragici minoris» της πρώ­της εκ­δο­τι­κής του ε­μπει­ρίας. Δη­μο­σιεύ­τη­κε Ιούν. 2004. Εί­ναι η μο­να­δι­κή συ­νερ­γα­σία του Πά­νου στο πε­ριο­δι­κό της γε­νιάς του, το «Να έ­να μή­λο», που έ­σβη­σε ά­δο­ξα, για­τί το βα­ρέ­θη­κε η μά­να του, του­τέ­στιν η εκ­δό­τρια και διευ­θύ­ντριά του. Σε α­ντί­θε­ση με άλ­λους διη­γη­μα­το­γρά­φους, οι συ­νερ­γα­σίες του Πά­νου σε λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, α­πό ό­σο του­λά­χι­στον γνω­ρί­ζου­με, εί­ναι μό­λις δυο. Του διη­γή­μα­τος εί­χε προ­η­γη­θεί, Δεκ. 2003, η δη­μο­σίευ­ση «Τριών πε­ζών ποιη­μά­των» στο πε­ριο­δι­κό της Εται­ρείας Με­λέ­της της κα­θ’  η­μάς Ανα­το­λής, «Η Κιν­στέρ­να». Το με­σαίο  ποίη­μα, «Θε­α­ταί», ξε­κι­νά­ει α­πο­λο­γι­στι­κά, “Ολί­γα πράγ­μα­τα. Ολί­γα ε­πρά­ξα­μεν. Σχε­δόν τα ε­λά­χι­στα, τα ει δυ­να­τό­ν.” και τε­λειώ­νει α­πο­λο­γη­τι­κά, “Βε­βαίως εις την πρώ­την σει­ράν, / εκ του σύ­νεγ­γυς, εις την πρώ­την γραμ­μή και τα / τοιαύ­τα... πα­ρό­λα αυ­τά... α­πλώς θε­α­ταί. / Τί­πο­τε άλ­λο.”
Κι ό­μως, δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ο ποιη­τής βρέ­θη­κε, σχε­δόν χω­ρίς να το ε­πι­διώ­ξει, στο κέ­ντρο της σκη­νής. Τε­λι­κά, “τα ει δυ­να­τό­ν” α­πο­δεί­χθη­καν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα. Όχι μό­νο πέ­τυ­χε έ­ναν κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό θρίαμ­βο, αλ­λά πα­ράλ­λη­λα, πα­ρου­σιά­ζε­ται με το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του ως μία ι­σχυ­ρή υ­πο­ψη­φιό­τη­τα για το βρα­βείο διη­γή­μα­τος 2013. Στα καθ’ η­μάς, μία ό­χι ευ­κα­τα­φρό­νη­τη διά­κρι­ση. Ισχυ­ρή υ­πο­ψη­φιό­τη­τα για το βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου εί­χε α­πο­τε­λέ­σει και το πρώ­το του βι­βλίο. Τό­τε α­κό­μη, δεν εί­χε τε­θεί η­λι­κια­κός φραγ­μός στους διεκ­δι­κη­τές του εν λό­γω βρα­βείου. Μπο­ρού­σε να α­πο­νε­μη­θεί και σε έ­ναν σα­ρα­ντά­ρη ό­πως ή­ταν ο Πά­νου. Εκεί­νη τη χρο­νιά εί­χε α­πο­νε­μη­θεί σε έ­ναν πρω­το­εμφ­νι­ζό­με­νο, που ή­ταν ε­πί­σης η­θο­ποιός. Μά­λι­στα, στε­γα­ζό­ταν και ε­κεί­νος στον εκ­δο­τι­κό οί­κο του κ. Διο­σκου­ρί­δη.

Δια­χρο­νι­κώς α­χρείοι

Δια­φο­ρε­τι­κό το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του Πά­νου, αλ­λά κι αυ­τό πρω­τό­τυ­πο ως σύλ­λη­ψη. Οι λα­τι­νι­κοί χα­ρα­κτή­ρες του τίτ­λου, σε συν­δυα­σμό με τον αγ­γλό­γλωσ­σο τίτ­λο της ται­νίας, δη­μιουρ­γούν αρ­χι­κά την ε­ντύ­πω­ση πως ο συγ­γρα­φέ­ας α­κο­λου­θεί τον συρ­μό και α­παρ­νεί­ται την ελ­λη­νι­κή. Λαν­θα­σμέ­νη ε­ντύ­πω­ση. Όσο ελ­λη­νι­κός εί­ναι ο τίτ­λος του πρώ­του βι­βλίου, με ε­κεί­νο το κα­θα­ρευου­σιά­νι­κο “αιφ­νι­δίως”, άλ­λο τό­σο εί­ναι και ο και­νού­ριος. Αντλεί­ται α­πό το πρώ­το πα­ράγ­γελ­μα των α­φο­ρι­σμών του Ιππο­κρά­τους, “ο βίος βρα­χύς η δε τέ­χνη μα­κρά”, αλ­λά α­ντε­στραμ­μέ­νο, ό­πως το α­πέ­δω­σαν οι Ρω­μαίοι, “Ars longa, vita brevis”. Ασχέ­τως αν ο συγ­γρα­φέ­ας, πα­ρό­τι γνω­ρί­ζει πως η εκ­μά­θη­ση μίας τέ­χνης α­παι­τεί μα­κρύ χρό­νο, ε­πι­δί­δε­ται σε δυο ταυ­το­χρό­νως. Κά­τι σαν το “α­πό δω η γυ­ναί­κα μου κι α­πό δω το αί­σθη­μά μου”.  
Το 2000, στα σα­ρά­ντα του, πριν σκά­σει μύ­τη στον κι­νη­μα­το­γρά­φο, εκ­δί­δει την πρώ­τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των. Τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα ξε­κι­νά­ει σπου­δές θε­α­τρο­λο­γίας. Στα 53 του, ε­πα­νεμ­φα­νί­ζε­ται με πο­λυ­σέ­λι­δες, του­λά­χι­στον για τα δι­κά του μέ­τρα, “ι­στο­ρίες για α­χρείους”. Ο πρώ­τος συ­νειρ­μός εί­ναι ό­τι πρό­κει­ται για τους ση­με­ρι­νούς α­χρείους. Με άλ­λα λό­για, για έ­να α­κό­μη βι­βλίο γύ­ρω α­πό την κρί­ση και τα τρέ­χο­ντα δει­νά. Κά­τι τέ­τοιο θα α­πο­τε­λού­σε μία σχε­δόν αυ­το­νό­η­τη με­τα­πή­δη­ση α­πό την οι­κο­γε­νεια­κή βία της βρα­βευ­μέ­νης ται­νίας, που ο­δη­γεί τα θύ­μα­τα στην αυ­το­κτο­νία, στην πο­λι­τι­κή και οι­κο­νο­μι­κή βία, με τις ί­διες συ­νέ­πειες για τους α­δύ­να­μους. Έτσι κι αλ­λιώς, και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις για α­χρείους πρό­κει­ται. Μό­νο που έ­νας συγ­γρα­φέ­ας της στό­φας του Πά­νου δεν κα­τα­φεύ­γει στην ρε­α­λι­στι­κή α­πό­δο­ση του ε­δώ και τώ­ρα. Αντί της η­θο­γρα­φί­ζου­σας συγ­χρο­νίας, συλ­λαμ­βά­νει τις μα­κρι­νές κα­τα­βο­λές της νοο­τρο­πίας των Νε­ο­ελ­λή­νων, που ε­πι­κρο­τεί την κα­πα­τσο­σύ­νη μέ­χρι και την με­τά δό­λου τε­λού­με­νη, α­φή­νο­ντας χα­λα­ρά τα ό­ρια προς την α­πα­τεω­νιά.
Οι ι­στο­ρίες του Πά­νου φέρ­νουν  στις αγ­γλι­κές χιου­μο­ρι­στι­κές ι­στο­ρίες, κυ­ρίως, τις πα­λαιό­τε­ρες. Μο­να­δι­κό κί­νη­τρο για ό­σα συμ­βαί­νουν εί­ναι το χρή­μα. Αμι­γώς αν­δρι­κός ο θία­σος, μό­νο κά­ποιες κό­ρες ε­μπλέ­κο­νται, λό­γω του δού­ναι και λα­βείν της προί­κας, κα­θώς και η ε­ρω­μέ­νη ε­νός α­χρείου, που αυ­το­κτο­νεί με­τά την ε­γκα­τά­λει­ψή της α­πό ε­κεί­νον. Πρό­κει­ται για τέσ­σε­ρις πε­ρί­που ι­σο­μή­κεις ι­στο­ρίες. Ακρι­βέ­στε­ρα, για τρεις, ό­που η πρώ­τη χω­ρί­ζε­ται σε δυο μέ­ρη, που ε­κτυ­λίσ­σο­νται σε δια­φο­ρε­τι­κούς χρό­νους και το­πο­θε­τού­νται στην αρ­χή και το τέ­λος του βι­βλίου. Επα­κρι­βώς, ο χρό­νος των δρώ­με­νων δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται. Σκόρ­πιες και έμ­με­σες α­να­φο­ρές το­πο­θε­τούν τη δρά­ση σε μία μα­κρά πε­ρίο­δο του 20ου αιώ­να, αρ­χής γε­νο­μέ­νης με τους Βαλ­κα­νι­κούς Πο­λέ­μους, α­πό τους ο­ποίους εί­ναι ε­μπνευ­σμέ­νη η πρώ­τη σκη­νή του βι­βλίου, μέ­χρι την αρ­χή της Με­τα­πο­λί­τευ­σης, ό­ταν α­νοί­γουν, με την πα­ρέ­λευ­ση ε­ξη­κο­ντα­ε­τίας, τα αρ­χεία των εν λό­γω Πο­λέ­μων. Αντί­στοι­χη α­σά­φεια χα­ρα­κτη­ρί­ζει και τον προσ­διο­ρι­σμό του τό­που. Εντός της ελ­λη­νι­κής ε­πι­κρά­τειας ε­δρά­ζο­νται οι ι­στο­ρίες. Πολ­λά, ό­μως, ε­πει­σό­δια δια­δρα­μα­τί­ζο­νται στην αλ­λο­δα­πή, κα­θό­σον οι ή­ρωες εί­ναι α­χρείοι πε­ριω­πής, με κο­σμο­πο­λί­τι­κο προ­φίλ και δρά­ση, που ε­ξα­πλώ­νε­ται α­νά τις η­πεί­ρους. 

Τα καρ­τά­λια

Όλα αυ­τά, αλ­λά, προ πά­ντων, ο τρό­πος της α­φή­γη­σης, δί­νουν δια­χρο­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα στις α­τι­μίες ή και τις ε­γκλη­μα­τι­κές πρά­ξεις που τε­λού­νται. Πα­ρά­δειγ­μα, η βε­βια­σμέ­νη ε­ξα­σφά­λι­ση μίας δια­θή­κης, στο ο­μό­τιτ­λο, τρί­το στη σει­ρά πα­ρά­τα­ξης, διή­γη­μα, για την ο­ποία ο ευ­νοού­με­νος κλη­ρο­νό­μος συ­νερ­γά­ζε­ται με πα­ρα­κα­τια­νούς, που κά­νουν τη βρώ­μι­κη δου­λειά, αλ­λά και με κοι­νω­νι­κούς λει­τουρ­γούς, ό­πως ο για­τρός και ο δι­κη­γό­ρος, πρό­σω­πα χω­ρίς η­θι­κούς φραγ­μούς. Επί­σης, το τρί­το στη σει­ρά διή­γη­μα, πα­ρό­τι ο τίτ­λος του, «Λί­μπερ­τι», το πε­ριο­ρί­ζει χρο­νι­κά στα με­θεόρ­τια του Β΄Πα­γκο­σμίου Πο­λέ­μου, ο α­φη­γη­μα­τι­κός χει­ρι­σμός του τρό­που που δό­θη­καν σε “ε­φο­πλι­στές της συ­φο­ράς” και στη συ­νέ­χεια, πέ­ρα­σαν δο­λίως σε “καρ­τά­λια”, με τη συ­νερ­γεία “υ­παλ­λή­λου του Υπουρ­γείου Εξω­τε­ρι­κώ­ν”, που πή­ρε “το δω­ρά­κι του”,  α­ντα­να­κλά το πρό­τυ­πο για στη­μέ­νες εκ­χω­ρή­σεις και α­γο­ρο­πω­λη­σίες. Όσο για τη δι­με­ρή ι­στο­ρία, «Ορντι­νά­τσα» - «Παν­σιόν», με το πρώ­το μέ­ρος στην με­σο­πο­λε­μι­κή Αλε­ξάν­δρεια, θυ­μί­ζει α­στυ­νο­μι­κό ε­πο­χής με ι­στο­ρι­κό βά­θος. Στην ε­μπό­λε­μη πε­ρίο­δο, κά­ποιοι α­χρείοι αυ­το­μο­λούν στον ε­χθρό και προ­δί­δουν μυ­στι­κά,  ε­νώ, οι ί­διοι, σε και­ρό ει­ρή­νης, κυ­νη­γούν τον εύ­κο­λο πλου­τι­σμό. 
Ο Πά­νου έ­χει προ­βλέ­ψει έ­να τε­λευ­ταίο μέ­ρος με­τα­μο­ντέρ­νας σύλ­λη­ψης, που ε­ξά­ρει την χιου­μο­ρι­στι­κή πλευ­ρά των ι­στο­ριών. Σε αυ­τό συ­γκε­ντρώ­νο­νται πληρο­φοριακές ση­μειώ­σεις, που συ­νο­δεύουν την κά­θε ι­στο­ρία, για πρό­σω­πα, συμ­βά­ντα και χώ­ρους, δί­νο­ντας έ­τσι ε­πί­χρι­σμα ντο­κου­μέ­ντου. Σύμ­φω­να με το κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου, διά χει­ρός συγ­γρα­φέα, πρώ­τα προέ­κυ­ψαν οι ή­ρωες και με­τά οι ι­στο­ρίες. Δη­λα­δή, πρώ­τα τους σκι­τσά­ρι­σε ο Θα­νά­σης Δή­μου, τους εί­δε ο Πά­νου, ξε­τρε­λά­θη­κε και έ­γρα­ψε τις ι­στο­ρίες του. Δεν πρέ­πει, ω­στό­σο, να δί­νει κα­νείς βά­ση στους ι­σχυ­ρι­σμούς του, κα­θώς α­ρέ­σκε­ται σε πα­ρό­μοιες α­ντι­στρο­φές της ορ­θό­δο­ξης σει­ράς των πραγ­μά­των. Η γε­λοιο­γρα­φι­κή, πά­ντως, α­πό­δο­ση των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών των προ­σώ­πων α­ντα­πο­κρί­νε­ται στα βιο­γρα­φι­κά τους. Από την άλ­λη, οι ή­ρωες προ­ε­ξάρ­χουν, με την α­φή­γη­ση, σε γρή­γο­ρο ρυθ­μό, να α­κο­λου­θεί την τυ­χο­διω­κτι­κή δρά­ση τους. 
Ήδη, α­πό το προ­η­γού­με­νο βι­βλίο του Πά­νου, εί­χα­με ε­πι­ση­μά­νει την ε­πί­νοια που δεί­χνει κα­τά την ο­νο­μα­το­θε­σία, με μο­να­δι­κούς συν­δυα­σμούς βα­πτι­στι­κού και ε­πι­θέ­του. Επί­σης, την λεια­σμέ­νη γλώσ­σα, πλού­σια σε λό­για στοι­χεία και πο­λί­τι­κο ι­διό­λε­κτο. Στις ι­στο­ρίες του, τους πρω­τα­γω­νι­στι­κούς ρό­λους τους δί­νει σε αν­θρώ­πους του θεά­μα­τος και της δια­σκέ­δα­σης. Ανά­με­σα σε αυ­τούς, έ­νας μο­να­δι­κός έ­ντι­μος, με ζωο­μορ­φι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, κα­θό­σον φύ­λα­κας ζωο­λο­γι­κού κή­που, αλ­λά ό­χι και ζωώ­δη έν­στι­κτα, που ε­πι­λέ­γε­ται ως ει­κό­να ε­ξω­φύλ­λου. Ενώ, έ­νας άλ­λος, ο­νό­μα­τι Αλέ­ξαν­δρος Βα­κά­φης, ε­μπο­ροϋπάλ­λη­λος, “ε­λάσ­σων ποιη­τής της Αι­γύ­πτου”, κά­ποιας η­λι­κίας, “με στρογ­γυ­λά γυα­λά­κια και μια χω­ρί­στρα έ­ντο­νη στο πλάι, με­γά­λη μύ­τη και ευ­γε­νι­κό πρό­σω­πο”, α­πο­τε­λεί την βλά­σφη­μη συμ­βο­λή του συγ­γρα­φέα στο εκ­πνεύ­σαν κα­βα­φι­κό έ­τος. Από μία ά­πο­ψη, ο ο­μο­φυ­λό­φι­λος Βα­κά­φης, που, πριν πα­τή­σει την σκαν­δά­λη, α­πο­χαι­ρε­τά­ει τον ε­ρα­στή του, που τον α­πά­τη­σε, με τον ε­παυ­ξη­μέ­νο στί­χο “βρώ­μα... α­πο­χαι­ρέ­τα την την Αλε­ξάν­δρεια που χά­νεις”, και ο αι­μο­μί­κτης πα­τέ­ρας του «Miss Violence», δεν εί­ναι πα­ρά οι α­κραίες εκ­φάν­σεις μίας αν­θού­σας, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, ε­λευ­θε­ριό­τη­τας.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 12/1/2014.

Στους λειμώνες τ’ ουρανού

$
0
0
Στις 25 Απρι­λίου 2004 α­πήλ­θε του βίου ο Γιώρ­γος Κα­ρα­βα­σί­λης. Πέ­ρα­σαν κιό­λας δέ­κα χρό­νια. Από τη γε­νιά του ’70, που, σύμ­φω­να με την πιο πρό­σφα­τη και γεν­ναιό­δω­ρη κα­τα­μέ­τρη­ση του Δη­μή­τρη Αλε­ξίου, φθά­νει τους 58 ποιη­τές, ή­ταν ο τέ­ταρ­τος που α­να­χω­ρού­σε. Την αρ­χή την εί­χε κά­νει νω­ρίς ο αυ­τό­χει­ρας Αλέ­ξης Τραϊα­νός, το 1980, ε­τών 36. Ακο­λού­θη­σαν, το 1987 ο Χρή­στος Μπρά­βος στα 39 και το 2003 ο Βα­σί­λης Στε­ριά­δης στα 56. Ο Κα­ρα­βα­σί­λης  πο­ρευό­ταν στα 55. Κα­τά την εν­διά­με­ση δε­κα­ε­τία, υ­πήρ­ξαν τρεις α­κό­μη α­πώ­λειες. Ανή­με­ρα Χρι­στού­γεν­να 2011, α­πε­βίω­σε ο Αργύ­ρης Χιό­νης και τον ε­πό­με­νο χρό­νο, ο Μί­μης Σου­λιώ­της, και οι δυο δια­νύο­ντας την ε­βδό­μη δε­κα­ε­τία του βίου. Εί­χε προ­η­γη­θεί, στις 25 Μαΐου 2011, ο Γιάν­νης Βαρ­βέ­ρης, ο Βε­νια­μίν της γε­νιάς, ε­τών 56. Ακρι­βέ­στε­ρα, έ­νας α­πό τους τρεις με έ­τος γέν­νη­σης το 1955, που α­πο­τε­λεί το γραμ­μα­το­λο­γι­κό ά­νω ό­ριο. Οι άλ­λοι δυο εί­ναι ο Γιώρ­γος Βέ­ης και ο Κώ­στας Γου­λιά­μος, ο ο­ποίος κο­ντά μία ει­κο­σα­ε­τία έ­χει σιω­πή­σει ποιη­τι­κά. Για την κα­τά­τα­ξη σε αυ­τήν την ποιη­τι­κή ο­μά­δα, την ο­ποία α­πο­κα­λούν, κα­τά τον Βά­σο Βα­ρί­κα, και γε­νιά της αμ­φι­σβή­τη­σης ή και της άρ­νη­σης, έ­χει ο­ρι­στεί πως θα πρέ­πει το έ­τος γέν­νη­σης να βρί­σκε­ται ε­ντός της πε­ριό­δου 1942 - 1955 και η πρώ­τη εμ­φά­νι­ση μέ­σα στην δε­κα­ε­τία του 1970.
Ο Κα­ρα­βα­σί­λης δεν συμ­φω­νού­σε με την ο­νο­μα­σία γε­νιά της αμ­φι­σβή­τη­σης. Πί­στευε πως, “σε με­γά­λο πο­σο­στό, εί­ναι γε­νιά του μάρ­κε­τιν­γκ, δη­λα­δή γρά­ψε μου να σου γρά­ψω, πα­ρά της αμ­φι­σβή­τη­σης”. Αυ­τά, το 1985, σε συ­νέ­ντευ­ξή του στον φί­λο του Νί­κο Λα­γκα­δι­νό, που τό­τε διηύ­θυ­νε τα πο­λι­τι­στι­κά της ε­φη­με­ρί­δας «Εξόρ­μη­ση». Ο Κώ­στας Πα­πα­γεωρ­γίου, ποιη­τής της ί­διας γε­νιάς και έ­νας α­πό τους πρώ­τους γραμ­μα­το­λό­γους της, πε­ρι­γρά­φει την ποίη­ση του Κα­ρα­βα­σί­λη: “Ο λό­γος του καλ­λιερ­γη­μέ­νος, α­πλός, τρυ­φε­ρός, προ­σή­νης, πε­ρι­βάλ­λει, ε­νίο­τε υ­πο­βάλ­λει αι­σθή­σεις, αι­σθή­μα­τα και συ­γκι­νή­σεις στην πλειο­νό­τη­τά τους ε­ρω­τι­κής υ­φής.” Ο ί­διος ο ποιη­τής συμ­φω­νεί και ε­παυ­ξά­νει: “Εί­ναι, κα­τά βά­ση, μια ε­ρω­τι­κή ποίη­ση και δεί­χνει μια πο­ρεία α­πό την α­γνή και μου­σι­κή Αρκα­δία μέ­χρι το ε­πώ­δυ­νο του έ­ρω­τα. Εί­ναι ύ­μνος και σχό­λια πά­νω στο γυ­ναι­κείο κορ­μί.” 
Πε­ρί του α­λη­θούς του λό­γου, κα­τα­φεύ­γου­με στην συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση «Ποιή­σεις», με η­με­ρο­μη­νία κο­λο­φώ­να Φε­βρουά­ριο του 2004, που ση­μαί­νει ό­τι ο ποιη­τής μό­λις που πρό­λα­βε να την πιά­σει στα χέ­ριά του. Αντι­γρά­φου­με με­ρι­κούς στί­χους: “Ανοί­γει σύρ­τη του πρωι­νού πε­λά­γου / Και ξε­πε­τά έ­να πλά­σμα – ό­λο για­σε­μί και στα­φύ­λι / - Ίσως να τ’ ο­νο­μά­ζει γυ­ναί­κα. // Η ντρο­πή της αυ­γής πα­φλά­ζει στα πό­δια μου / Στο πλήκ­τρο της φτε­ρού­γας α­νη­συ­χείς ώ η­λι­κία / Όπου περ­νά στο νυ­χτι­κό σου ο πρωι­νός νο­τιάς.” Εί­ναι α­πό το ποίη­μα «Άσκη­ση», το πρώ­το της πρώ­της ε­νό­τη­τας, στην ο­ποία στε­γά­ζο­νται πέ­ντε α­νέκ­δο­τα της πε­ριό­δου 1963-1970, δη­λα­δή α­πό τα ε­φη­βι­κά χρό­νια μέ­χρι την ε­νη­λι­κίω­ση. Ακο­λου­θούν οι εν­νέα ποιη­τι­κές συλ­λο­γές του, που “δια­τρέ­χουν την ε­πί­ση­μη προ­σω­πι­κή πο­ρεία του στον ποιη­τι­κό λό­γο”. Συ­νυ­πο­λο­γί­ζο­ντας τα α­νέκ­δο­τα,  ο Κα­ρα­βα­σί­λης κα­τά­φε­ρε να συ­μπλη­ρώ­σει ευ­δό­κι­μη υ­πη­ρε­σία στην ποίη­ση μίας σα­ρα­ντα­κο­ντα­ε­τίας, 1963-2003, πα­ρό­τι εκ­μέ­τρη­σε το ζην πο­λύ πριν το μέ­σο προσ­δό­κι­μο ε­πι­βίω­σης. Αναμ­φι­βό­λως ε­ξε­λισ­σό­με­νος, αλ­λά πα­ρα­μέ­νο­ντας “έ­νας γνή­σια σω­μα­τι­κός ποιη­τής”, σύμ­φω­να με τον Ηλία Κε­φά­λα, ο ο­ποίος θεω­ρεί ως δα­σκά­λους του τους αρ­χαίους ε­ρω­τι­κούς ποιη­τές. 
Eνας συγ­γρα­φέ­ας της ε­πό­με­νης ο­μά­δας, της γε­νιάς του ’80, κα­τά την γρα­φειο­κρα­τι­κή ο­νο­μα­το­θε­σία, ή και γε­νιάς του ι­διω­τι­κού ο­ρά­μα­τος, κα­τ’ έ­μπνευ­σιν Κε­φά­λα, ο Γιώρ­γος – Ίκα­ρος Μπα­μπα­σά­κης συ­νο­μι­λεί χρό­νια αρ­γό­τε­ρα με το φά­σμα του ποιη­τή. Σε χα­μη­λούς τό­νους ο Κα­ρα­βα­σί­λης, ερ­χό­με­νος α­πό τους με­σο­πο­λε­μι­κούς, Έλλη­νες και Γάλ­λους λυ­ρι­κούς, σε υ­ψη­λούς ο Μπα­μπα­σά­κης, ό­ντας “απ’ ευ­θείας πνευ­μα­τι­κός γό­νος της α­ντι­κομ­φορ­μί­ζου­σας γε­νιάς των α­με­ρι­κα­νών μπίτ­νι­κ”, σύμ­φω­να με τον Κω­στή Λιό­ντη, πρώ­το τα­ξι­νό­μο αυ­τής της ο­μά­δας. “Σου γρά­φω τώ­ρα δα το ποίη­μα / και σ’ το δω­ρί­ζω, / Κα­ρα­βα­σί­λη Γιώρ­γο, / το ποίη­μα ε­κεί­νο, / την Ωδή, που πή­ρες να συν­θέ­τεις. // Γρά­φω λοι­πόν / κα­θώς κι ε­σύ ο­μνύο­ντας / στους 47,6 βαθ­μούς του τζιν / μα και στους 37,2 του αι­δοίου / που ό­χι μο­νά­χα νύ­χτες πρό­στυ­χες / μα και της Ποίη­σης την ποίη­ση πο­τί­ζουν.” 
Η πε­ρί ου ο λό­γος Ωδή εί­ναι “Ωδή στον Malcolm Lowry”, του­τέ­στιν γρά­φε­ται εν ο­νό­μα­τι ε­νός με­γά­λου πό­τη. Από την ε­φη­βεία μέ­χρι την τε­λι­κή έ­ξο­δο, ο Λόου­ρυ έ­πι­νε και έ­γρα­φε. Με έ­να κο­κτέιλ αλ­κοό­λης και βαρ­βι­του­ρι­κών ε­πέ­σπευ­σε την α­να­χώ­ρη­σή του, στα 48. Αλλά και τον Κα­ρα­βα­σί­λη, “το αλ­κοόλ το μέ­γα πά­θος του τον πή­ρε σε άλ­λους κό­σμους”. Και συ­νε­χί­ζει η Ωδή: “Άκου, / ο Malcolm είν’ ε­δώ / και ο Arthur, και ο  Baudelaire, // και μας τρα­γου­δά­ει / τις «Λι­τα­νείες για μιαν Επι­στρο­φή» / ο τό­σον εύ­μορ­φος / Jacques Brel / και / πί­νου­με και πί­νου­με και πί­νου­με // ό­πως στην Πα­τη­σίων / στο Aurevoir / ό­πως στου Bukowski / τα ποιή­μα­τα ό­λα / ό­πως στου Debord / τον Πα­νη­γυ­ρι­κό / ό­πως στου Κα­ρό­λου το «Με­θύ­στε!» / ό­πως στου Lowry / το έ­πος / που τό­σο α­γά­πη­σες / που τό­σο δια­λά­λη­σες / ε­σύ που τις ώ­ρες σου α­φει­δώ­λευ­τα / στα κα­πη­λειά σπα­τά­λη­σες.” 
Το έ­πος του Λόου­ρυ, που μνη­μο­νεύει ο ποιη­τής, δεν χρειά­ζε­ται υ­πεν­θύ­μι­ση, εί­ναι τοις πά­σι γνω­στό. Όταν μία φο­ρά, στο ου­ζε­ρί της Εμμα­νουήλ Μπε­νά­κη, στέ­κι του Μπα­μπα­σά­κη και της με­ση­με­ριά­τι­κης ου­ζο­πα­ρέ­ας του, ήρ­θε στην κου­βέ­ντα ο Λόου­ρυ, “δη­μιουρ­γός του α­ρι­στουρ­γή­μα­τος «Κά­τω α­πό το η­φαί­στειο»”, ε­κεί­νος “πε­τά­χτη­κε στο βι­βλιο­πω­λείο της Γρα­βιάς και α­γό­ρα­σε ό­σα α­ντί­τυ­πα βρή­κε και τα χά­ρι­σε στην πα­ρέ­α”. Ήταν η τε­λευ­ταία φο­ρά που εί­δε τον Θω­μά Γκόρ­πα. Βιά­στη­κε ο Με­σο­λογ­γί­της να α­πο­χαι­ρε­τή­σει την ζωή πρω­τα­πρι­λιά­τι­κα, δεν πε­ρί­με­νε την 10η Οκτω­βρίου του τρέ­χο­ντος τό­τε 2003, να συ­μπλή­ρω­νε του­λά­χι­στον τα 68. Το πε­ρι­στα­τι­κό στην ου­ζε­ρί, ο Μπα­μπα­σά­κης το διη­γεί­ται σε ε­πε­τεια­κό κεί­με­νο για τον Γκόρ­πα, στα δυο χρό­νια α­πό τον θά­να­τό του. Ενδια­μέ­σως, εί­χε α­φαρ­πά­ξει ο θά­να­τος τον Κα­ρα­βα­σί­λη. Ενώ, τρεις μή­νες με­τά τον Γκόρ­πα, α­κο­λού­θη­σε ο Μά­ριος Μαρ­κί­δης. Ο Μπα­μπα­σά­κης θυ­μά­ται τις συ­ζη­τή­σεις του με τον Γκόρ­πα και τα κοι­νά τους πά­θη. Από την πε­ρι­γρα­φή του πα­ρου­σια­στι­κού του, περ­νά στην ποίη­σή του, συν­δέ­ο­ντάς την με τον ι­δε­ο­λο­γι­κό του α­ντι­κομ­φορ­μι­σμό. Τέ­λος, τον χρή­ζει κι αυ­τόν “μπητ­νί­κο”. Η διή­γη­σή του δεν έ­χει τον πα­ρα­μι­κρό πέν­θι­μο τό­νο. Οι­στρή­λα­τος, α­να­σταί­νει τους φί­λους του, δη­μιουρ­γώ­ντας γύ­ρω α­πό τα πρό­σω­πα μία μυ­θι­κή ά­λω. Δεν του φτά­νουν τα ε­πί­γεια πιό­μα­τά τους. Φα­ντα­σιώ­νει τη συ­νεύ­ρε­ση των α­γα­πη­μέ­νων του ποιη­τών “στους λει­μώ­νες τ’ ου­ρα­νού”. “Εί­θε να πί­νεις τα ουί­σκι σου με τον Μά­ριο Μαρ­κί­δη, να τσου­γκρί­ζεις το κρα­σο­πό­τη­ρό σου με τον Γιώρ­γο τον Κα­ρα­βα­σί­λη, ου­ζά­κι να σε τρα­τά­ρουν με τον Νί­κο τον Κα­ρού­ζο, κι α­γκα­λιά ό­λοι μα­ζί να τρα­γου­δά­τε με το χά­ρα­μα τα τρα­γού­δια που α­γα­πά­τε!”, εί­ναι το κα­τα­λη­κτι­κό κρε­σέ­ντο στο αυ­το­σχέ­διο ρέκ­βιεμ. Κά­τι σαν στερ­νή πρό­πο­ση.
Σε άλ­λο ε­πε­τεια­κό κεί­με­νο, για τα εί­κο­σι χρό­νια α­πό τον θά­να­το του Κα­ρού­ζου, συ­μπλη­ρώ­νει το “αγ­χοό­ρα­μα” του ποιη­τι­κού του κό­σμου, σχο­λιά­ζο­ντας θαυ­μα­στι­κά τον ι­διά­ζο­ντα τρό­πο που μι­λού­σε και στο­χα­ζό­ταν ο Ναυ­πλιώ­της ποιη­τής. Ήταν το 1980, ο Κα­ρού­ζος βρί­σκε­ται στο βι­βλιο­πω­λείο Άκμων της ο­δού Μαυ­ρο­μι­χά­λη. Ετοι­μά­ζε­ται η έκ­δο­ση αν­θο­λο­γίας ποιη­μά­των του, που θα α­πο­τε­λέ­σει τον τρί­το τό­μο στη Σει­ρά Σύγ­χρο­νοι Ποιη­τές των εκ­δό­σεων του Βι­βλιο­πω­λείου, με χρο­νο­λο­γία έκ­δο­σης 1981. Τη φω­το­γρα­φία για το ε­ξώ­φυλ­λο την τρα­βά­ει ο η­θο­ποιός Βα­σί­λης Τσι­μπί­δης. Από τό­τε πο­λυ­τε­χνί­της. Πέρ­σι το κα­λο­καί­ρι, στις 21 Ιου­λίου, πέ­θα­νε α­πό α­να­κο­πή. Τώ­ρα, θα τρα­βά­ει φω­το­γρα­φίες και θα τρέ­χει με τη μη­χα­νή του, αν ε­πι­τρέ­πο­νται τα ο­χή­μα­τα, “στους λει­μώ­νες τ’ ου­ρα­νού”. Αυ­τό το τε­λευ­ταίο εί­ναι δι­κό μας. Δεν το γρά­φει ο Μπα­μπα­σά­κης, αν και τρό­φι­μος “στο μπα­ρά­κι του Βα­σί­λη”, μια και το ε­πε­τεια­κό κεί­με­νό του για τον Κα­ρού­ζο γρά­φτη­κε το 2010.  
Σε­πτέμ­βριο του 2013, εκ­δό­θη­κε το βι­βλίο του Μπα­μπα­σά­κη, «Δώ­δε­κα Φυ­σιο­γνω­μίες» (Εκδ. Γα­βριη­λί­δης), με την ει­κό­να του Κα­ρα­βα­σί­λη στο ε­ξώ­φυλ­λο. Πρό­κει­ται για  πί­να­κα της ζω­γρά­φου Ελεάν­νας Μαρ­τί­νου. Εί­ναι η μό­νι­μη ει­κο­νο­γρά­φος του Μπα­μπα­σά­κη κα­τά την τε­λευ­ταία τριε­τία, που ο συγ­γρα­φέ­ας βρί­σκε­ται σε πε­ρίο­δο εκ­δο­τι­κού ορ­γα­σμού, φτά­νο­ντας και τις τρεις εκ­δό­σεις α­νά έ­τος. Στις ει­κα­στι­κές συν­θέ­σεις της, η φυ­σιο­γνω­μία προ­βάλ­λει μέ­σα α­πό έ­να χα­ο­τι­κό σύ­μπλεγ­μα γραμ­μών, που προ­κύ­πτουν ως το­μές των ε­πάλ­λη­λων ε­πι­φα­νειών α­πό στρώ­μα­τα ζω­γρα­φι­κής και κο­λάζ. Από τους πί­να­κες που προ­τάσ­σο­νται στα δώ­δε­κα κε­φά­λαια του βι­βλίου, ε­πι­λέ­χθη­κε για ε­ξώ­φυλ­λο ε­κεί­νος του Κα­ρα­βα­σί­λη. Πι­θα­νώς, για­τί δια­τη­ρεί πλέ­ον ευ­διά­κρι­τη την φυ­σιο­γνω­μία. Το γο­η­τευ­τι­κό πρό­σω­πο του ποιη­τή φαί­νε­ται ό­τι α­να­χαί­τι­σε την α­πο­δο­μη­τι­κή διά­θε­ση της ζω­γρά­φου. Οι πί­να­κες του βι­βλίου α­πο­τέ­λε­σαν το α­ντι­κεί­με­νο έκ­θε­σης, με τίτ­λο, «12 + 1 Φυ­σιο­γνω­μίες», ό­που στις δώ­δε­κα προ­στέ­θη­κε ο πί­να­κας του συγ­γρα­φέα. Πα­ρά­λη­ψη η μη συ­μπε­ρί­λη­ψή του στο βι­βλίο. 
Ει­δι­κά, για τον Κα­ρα­βα­σί­λη δεν πα­ρα­τί­θε­ται έ­να πε­ζό αλ­λά ποίη­μα. Ο πλή­ρης τίτ­λος εί­ναι «Ωδή στον Malcolm Lowry για τον Γιώρ­γο Κ. Κα­ρα­βα­σί­λη». Όσο α­φο­ρά τα πε­ζά του βι­βλίου, συ­νειρ­μι­κή και α­σθμαί­νου­σα η α­φή­γη­ση, σαν να βιά­ζε­ται να προ­λά­βει να κα­τα­γρά­ψει ό­σο μπο­ρεί με­γα­λύ­τε­ρο κομ­μά­τι α­πό τους εν­θου­σια­σμούς, κα­θρε­φτί­ζει κα­λει­δο­σκο­πι­κά τους πρω­τα­γω­νι­στές. Δια­φο­ρε­τι­κές η­λι­κίες, γκρό­σο μό­ντο τρεις γε­νιές. Με­τρού­με έ­ξι ποιη­τές: Δύο της πρώ­της, ο Κα­ρού­ζος και ο πρε­σβύ­τε­ρος “Μι­σέ­λ”, του­τέ­στιν Μι­χά­λης Κα­τσα­ρός. Δυο της δεύ­τε­ρης, οι κο­ντά συ­νο­μή­λι­κοι Γκόρ­πας και Τά­σος Δε­νέ­γρης. Και α­πό έ­νας για τις δυο ε­πό­με­νες γε­νιές, ο Κα­ρα­βα­σί­λης και ο ε­πι­στή­θιος φί­λος του συγ­γρα­φέα, Θά­νος Στα­θό­που­λος. Πολ­λα­πλά μνη­μο­νεύε­ται στο βι­βλίο ο Στα­θό­που­λος, ό­που και ε­ξαί­ρε­ται “ως μέ­γας αρ­χειο­θέ­της και χρο­νι­κο­γρά­φος της γε­νιάς τους”. Το κεί­με­νο συ­νι­στά βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση του περ­σι­νού βι­βλίου του Στα­θό­που­λου, το «Αυ­τό­μα­το». Το τέ­ταρ­το, σε μία μα­κρά πε­ρίο­δο 28 ε­τών και ε­νώ ο ποιη­τής έ­κλει­σε τα πε­νή­ντα του.
Στο άλ­λο μι­σό του βι­βλίου, οι ι­διό­τη­τες των προ­σώ­πων ποι­κίλ­λου­ν: Μία ι­διαί­τε­ρη πα­ρου­σία στον εκ­δο­τι­κό χώ­ρο, η Μά­νια Κα­ραϊτί­δη. Ο Κύ­πριος ζω­γρά­φος Κύ­ριλ­λος Σαρ­ρής, ό­που το κεί­με­νο του Μπα­μπα­σά­κη α­πο­τε­λεί εί­δος τε­χνο­κρι­τι­κής της έκ­θε­σης του Σαρ­ρή, με τίτ­λο, «Κα­τά­λο­γος Ανα­γνω­στών του Finnegans Wake / ση­μειώ­σεις για τον James Joyce», ο ο­ποίος και προϊδεά­ζει για την πρω­το­τυ­πία της. Ακό­μη, δυο ξέ­νοι μυ­θι­στο­ριο­γρά­φοι, Τό­μας Πύ­ντσον και Ρο­μπέρ­το Μπο­λά­νο. Και δυο Έλλη­νες πε­ζο­γρά­φοι, ως πρώ­το και τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, Χρή­στος Βακαλόπουλος και Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς.
Ο Μπα­μπα­σά­κης γρά­φει για ό­λους αυ­τούς, έ­χο­ντας συ­νε­χώς κα­τά νου την πα­ρέα του. “Μια πα­ρέα που ζού­σε και δρού­σε στο κέ­ντρο του κέ­ντρου του κα­λού κό­σμου, καί­τοι φή­μες την ή­θε­λαν πε­ρι­θω­ρια­κή. Μια πα­ρέα που πα­θιά­ζε­ται με τη λο­γο­τε­χνία, τους ποιη­τές, τα στέ­κια. Μια πα­ρέα αλ­κοο­λι­κή, που μι­λά με έ­παρ­ση για τα πά­θη της.” Με άλ­λη ευ­και­ρία, ε­ξο­μο­λο­γεί­ται: “Εί­μαι πο­λύ χω­μέ­νος μέ­σα σε αυ­τό που λέ­νε πα­ρέα, μό­νος σου δεν έ­χει νό­η­μα, οι ή­ρωές μου εί­ναι ο Θά­νος Στα­θό­που­λος, ο Ευ­γέ­νιος Αρα­νί­τσης, ο Χρή­στος Βα­κα­λό­που­λος, ο Νί­κος Κα­ρού­ζος, ο πα­τέ­ρας μου και διά­φο­ρες γυ­ναί­κες.” Να ση­μειώ­σου­με ό­τι το κεί­με­νο για τον Πύ­ντσον, α­ναρ­τή­θη­κε στο η­λεκ­τρο­νι­κό πε­ριο­δι­κό, το εξ ο­λο­κλή­ρου α­φιε­ρω­μέ­νο στον α­με­ρι­κα­νό συγ­γρα­φέα, Ιού­λιο 2012 και α­πο­δί­δε­ται α­πό τον Μπα­μπα­σά­κη στον “με­λε­τη­τή της Με­τα­πο­λε­μι­κής Λο­γο­τε­χνίας” Νί­κο Βε­λή. Εκεί­νος, τό­τε, εί­χε ε­ξα­φα­νι­στεί για να συγ­γρά­ψει μυ­θι­στό­ρη­μα με τίτ­λο «Δια­συρ­μός». Το μυ­θι­στό­ρη­μα κυ­κλο­φό­ρη­σε Σε­πτέμ­βριο 2012. “Ση­μείω­μα της εκ­δό­τριας” γνω­στο­ποιεί “τον α­δό­κη­το χα­μό του Νί­κου Βε­λή”. Απο­ρού­με, για­τί αυ­τήν τη μυ­θο­πλα­στι­κή ε­πι­νό­η­ση, κοι­νό­το­πη μεν αλ­λά έ­ντε­χνα σερ­βι­ρι­σμέ­νη, την κα­τα­στρέ­φει ο Μπα­μπα­σά­κης, α­πο­κα­λύ­πτο­ντας στα πε­ρι­κει­με­νι­κά στοι­χεία του βι­βλίου την ταυ­τό­τη­τα του συγ­γρα­φέα και τα ε­μπλε­κό­με­να πρό­σω­πα. Όπως και να έ­χει, το εν λό­γω μυ­θι­στό­ρη­μα θα το συ­στή­να­με σε πα­λαιούς Αθη­ναίους, ή­τοι ά­νω των πε­νή­ντα ε­τών. Επι­θυ­μη­τή, πά­ντως, η συ­ναί­νε­ση με έ­ναν μποέ­μι­κο τρό­πο ζωής, σή­με­ρα πλέ­ον ξε­πε­ρα­σμέ­νο. Κα­τά τα άλ­λα, το πρό­σφα­το βι­βλίο ε­ξοι­κειώ­νει κά­πως τον α­μύη­το με τον κό­σμο του συγ­γρα­φέα, βο­η­θώ­ντας την α­νά­γνω­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Μέ­νει, ω­στό­σο, ζη­τού­με­νο κα­τά πό­σο η πα­ρέα του Μπα­μπα­σά­κη μπο­ρεί να εν­δια­φέ­ρει τη γε­νιά του Starbucks. Το μό­νο που θα υιο­θε­τού­σαν αμ­φό­τε­ρες εί­ναι το σλό­γκαν του Μπα­μπα­σά­κη, “Δυο ει­δών άν­θρω­ποι υ­πάρ­χου­ν: Εμείς!” 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 19/1/2014.

Ένας ριζοσπάστης λόγιος

$
0
0
Γιώρ­γος Γ. Αλι­σαν­δρά­τος
«Με­λέ­τες για το­ν
Νι­κό­λαο Κο­νε­μέ­νο»     
Εκδο­τι­κή φρο­ντί­δα
Τα­σία Ευ­θυ­μιά­του-Αλι­σαν­δρά­του
Μου­σείο Μπε­νά­κη
Ιού­λιος 2013

Στις 7 Μαρ­τίου 2004 α­πε­βίω­σε ο Κε­φα­λή­νιος φι­λό­λο­γος και ε­ρευ­νη­τής Γ. Γ. Αλι­σαν­δρά­τος. Εντός της δε­κα­ε­τίας α­πό το θά­να­τό του έ­χουν εκ­δο­θεί τρία βι­βλία του, με φι­λο­λο­γι­κή ε­πι­μέ­λεια που α­ντα­πο­κρί­νε­ται στις υ­ψη­λές α­παι­τή­σεις του ί­διου. Και τα τρία α­πο­τε­λούν έρ­γο της Κε­φα­λή­νιας φι­λο­λό­γου Τα­σίας Ευ­θυ­μιά­του-Αλι­σαν­δρά­του. Λί­γοι εί­ναι ε­κεί­νοι που ευ­τυ­χούν τα κα­τά­λοι­πά τους και η φρο­ντί­δα τής με­τά θά­να­το μνη­μό­νευ­σής τους να βρε­θούν ε­να­πο­θε­τη­μέ­να σε φι­λό­στορ­γα και ι­κα­νά χέ­ρια. Ο κα­νό­νας εί­ναι οι α­διά­φο­ροι, κά­πο­τε ι­διο­τε­λείς, κλη­ρο­νό­μοι και τα α­νε­νερ­γά Αρχεία σε κού­τες ι­δρυ­μα­τι­κών και ι­διω­τι­κών α­πο­θη­κών. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, η συ­γκυ­ρία εί­ναι ευ­τυ­χής, κα­θώς ο κό­πος του φρο­ντι­στή δεν πά­ει στο τυ­χόν φι­λο­λο­γι­κό Αρχείο, αλ­λά σε πο­λύ­τι­μο α­πό­θε­μα α­πό μα­κρο­χρό­νιες έ­ρευ­νες και α­κό­μη, σε μία πα­ρα­κα­τα­θή­κη με­λε­τών, που εί­χαν μεί­νει σε προ­χω­ρη­μέ­νο στά­διο ε­τοι­μα­σίας προς έκ­δο­ση. Όπου το θε­μα­τι­κό φά­σμα τους δεν εί­ναι μό­νο ευ­ρύ, αλ­λά κα­λύ­πτει και έ­να σή­με­ρα πα­ρα­με­ρι­σμέ­νο τμή­μα των ελ­λη­νι­κών γραμ­μά­των. Αυ­τό που α­φο­ρά τα Επτά­νη­σα. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, τον Επτα­νη­σια­κό Ρι­ζο­σπα­στι­σμό, που α­πο­τέ­λε­σε το θέ­μα της πρώ­της με­τα­θα­νά­τιας συ­να­γω­γής με­λε­τη­μά­των του, τα ε­πτα­νη­σια­κά γράμ­μα­τα και α­κό­μη, το κί­νη­μα του δη­μο­τι­κι­σμού, στο ο­ποίο ε­ντάσ­σε­ται το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του, γύ­ρω α­πό τον Μα­νό­λη Τρια­ντα­φυλ­λί­δη και το έρ­γο του. Το πρό­σφα­το βι­βλίο, το τρί­το στη σει­ρά, ε­φά­πτε­ται και των τριών πε­ριο­χών, κα­θώς α­φο­ρά έ­ναν ποιη­τή, που θεω­ρεί­ται “πρό­δρο­μος κοι­νω­νι­κός ρι­ζο­σπά­στης” και “πρω­το­πό­ρος του δη­μο­τι­κι­σμού”. Τον πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νο Νι­κό­λαο Κο­νε­μέ­νο, ό­πως τον α­πο­κα­λού­σα­με σε έ­να πρώ­το κεί­με­νό μας, το 1997. “Αδι­καιο­λό­γη­τα πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νο”, κα­τά τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό του Άγγε­λου Δε­λη­βο­ριά, που γρά­φει το προ­λο­γι­κό ση­μείω­μα της πρό­σφα­της έκ­δο­σης.
Μπο­ρεί πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νη η συμ­βο­λή του Κο­νε­μέ­νου, με­τρά­ει, ω­στό­σο, μέ­σα στα τε­λευ­ταία εί­κο­σι χρό­νια, τέσ­σε­ρις εκ­δό­σεις βι­βλίων του: «Το ζή­τη­μα της γλώσ­σας» (εκδ. Φι­λό­μυ­θος, 1993). «Τα μα­το­γυά­λια», με ε­πι­μέ­λεια Διο­νύ­ση Βί­τσου (εκδ. Ωκε­α­νί­δα, 1997), δεύ­τε­ρος τό­μος σε σει­ρά, με τίτ­λο, «Οι Επτα­νή­σιοι», που ε­πι­βίω­σε μια τε­τρα­ε­τία, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας ε­πτά τό­μους, με τον πρώ­το α­φιε­ρω­μέ­νο στην Ελι­σά­βετ Μουτ­ζά­ν-Μαρ­τι­νέ­γκου. «Η Δια­θή­κη μου και δυο κεί­με­να για τη γυ­ναί­κα και την οι­κο­γέ­νεια», με ει­σα­γω­γή Πά­ρι Δά­γλα και ε­πι­μέ­λεια Δια­μα­ντή Κα­ρά­βο­λα (εκδ. Φαρ­φου­λάς, 2008).  Και το πρό­σφα­το, με ε­πτά κεί­με­να του Αλι­σαν­δρά­του, τέσ­σε­ρις με­λέ­τες και τρία άρ­θρα, που πα­ρου­σιά­στη­καν ε­ντός της ει­κο­σα­ε­τίας 1976-1996, συν έ­να δο­κί­μιο του Κο­νε­μέ­νου.

Κλέ­φτες και φο­νιά­δες

Ου­σια­στι­κά, το εν λό­γω δο­κί­μιο δη­μο­σιεύε­ται για πρώ­τη φο­ρά σε μία εύ­λη­πτη γλωσ­σι­κή μορ­φή και ε­πι­πλέ­ον, σε προ­σι­τή στο ευ­ρύ­τε­ρο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό έκ­δο­ση. Πρό­κει­ται για με­λέ­τη­μα γραμ­μέ­νο ι­τα­λι­κά, που εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει αυ­το­τε­λώς πριν 120 χρό­νια, α­πό κερ­κυ­ραϊκό τυ­πο­γρα­φείο. Ο πρω­τό­τυ­πος τίτ­λος εί­ναι «Ladri ed omicidi». Μέ­σα στο ί­διο έ­τος, το 1893, ο Κο­νε­μέ­νος το εί­χε με­τα­φρά­σει και δη­μο­σιεύ­σει σε συ­νέ­χειες στην «Εφη­με­ρί­δα των Ει­δή­σεων» της Κέρ­κυ­ρας, με τίτ­λο, «Κλέ­φτες και φο­νιά­δες». Η Ευ­θυ­μιά­του χα­ρα­κτη­ρί­ζει τη με­τά­φρα­ση του Κο­νε­μέ­νου “δύ­σβα­τη”. Όσο για την ε­φη­με­ρί­δα, ού­τε καν α­να­φέ­ρε­ται στους κα­τα­λό­γους ε­πτα­νη­σια­κών ε­ντύ­πων του 19ου αι. Το δο­κί­μιο α­να­δη­μο­σιεύ­θη­κε το 2006 στο πε­ριο­δι­κό «Ελευ­θε­ρια­κά χρο­νι­κά» του Ελευ­θε­ρια­κού Ιστο­ρι­κού Αρχείου. Αν δεν σφάλ­λου­με, πρό­κει­ται για έ­να βρα­χύ­βιο πε­ριο­δι­κό, που κυ­κλο­φό­ρη­σε μό­λις δυο τεύ­χη. Ο Κο­νε­μέ­νος πα­ρου­σιά­ζε­ται στο δεύ­τε­ρο, μα­ζί με τον Κι­νέ­ζο συγ­γρα­φέα και α­ναρ­χι­κό Μπα Τσιν. Η με­τά­φρα­ση εί­ναι “πρό­χει­ρη”, προ­τάσ­σε­ται, ό­μως, ει­σα­γω­γή του Τζέι­μς Σό­τρος, που α­σχο­λεί­ται συ­στη­μα­τι­κά με το α­ναρ­χι­κό κί­νη­μα. Οι ι­δέες, πά­ντως, του Κο­νε­μέ­νου δεν θα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν προ­δρο­μι­κές ε­νός ο­ποιου­δή­πο­τε τύ­που α­ναρ­χι­σμού. Ο Γιώρ­γος Βα­λέ­τας, που α­να­στή­λω­σε μέ­ρος του έρ­γου του, θεω­ρεί ό­τι με το εν λό­γω δο­κί­μιο πα­ρου­σιά­ζει το “αν­θρω­πι­στι­κό κή­ρυγ­μά” του. Πι­θα­νώς α­γνοώ­ντας τη δη­μο­σίευ­ση στα ελ­λη­νι­κά, το α­να­δη­μο­σιεύει στα ι­τα­λι­κά, ως κα­τα­κλεί­δα του πρώ­του τό­μου των Απά­ντων Κο­νε­μέ­νου. Αυ­τόν τον τό­μο τον εί­χε εκ­δώ­σει το 1965, υ­πο­σχό­με­νος έ­ναν δεύ­τε­ρο, με ό­σα δυ­σεύ­ρε­τα δεν εί­χε κα­τορ­θώ­σει να συ­γκε­ντρώ­σει. Το υ­λι­κό γι’ αυ­τόν τον δεύ­τε­ρο τό­μο, που δεν ε­ξέ­δω­σε τε­λι­κά, πι­θα­νώς και να δια­σώ­ζε­ται στο Αρχείο του. 
Στα κα­τά­λοι­πα του Αλι­σαν­δρά­του, η Ευ­θυ­μιά­του βρί­σκει “τις θε­τι­κές κρι­τι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις” του, πρό­χει­ρα ση­μειω­μέ­νες, μα­ζί με μία πρώ­τη με­τα­φρα­στι­κή εκ­δο­χή. Τη δι­κή της με­τά­φρα­ση την πα­ρου­σιά­ζει σαν πιο ε­πε­ξερ­γα­σμέ­νη μορ­φή αυ­τής της εκ­δο­χής. Πρό­κει­ται για μία άρ­τια γλωσ­σι­κά α­πό­δο­ση, η ο­ποία θα ι­κα­νο­ποιού­σε τό­σο τον συγ­γρα­φέα ό­σο και τον Αλι­σαν­δρά­το, που πρώ­τος έ­βγα­λε το δο­κί­μιο α­πό την α­φά­νεια. Προ­στέ­θη­καν με­σό­τιτ­λοι, πλή­θυ­ναν οι πα­ρά­γρα­φοι και το κυ­ριό­τε­ρο, ο λό­γος έ­γι­νε μι­κρο­πε­ρίο­δος. Σε αυ­τήν τη μορ­φή, το δο­κί­μιο δη­μιουρ­γεί την ε­ντύ­πω­ση πως γρά­φτη­κε σή­με­ρα, α­πό κά­ποιον, που πα­ρα­κι­νή­θη­κε α­πό την τρέ­χου­σα πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κή κα­τά­στα­ση. Κα­τά μία ά­πο­ψη, ο Κο­νε­μέ­νος δεν κά­νει τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό το να σχο­λιά­ζει τα αυ­το­νό­η­τα σχε­τι­κά με την αν­θρώ­πι­νη φύ­ση, τις κοι­νω­νι­κές συμ­βά­σεις, τους πο­λέ­μους, τον χρι­στια­νι­σμό, μέ­χρι και τον κομ­μου­νι­σμό. Μό­νο που αυ­τά τα αυ­το­νό­η­τα έ­χουν τό­σο στρε­βλω­θεί α­πό την κρα­τού­σα λο­γι­κή, ώ­στε η δια­τύ­πω­σή τους να η­χεί σχε­δόν πρω­τό­τυ­πη. Το δο­κί­μιο, στη με­τά­φρα­ση της Ευ­θυ­μιά­του, θα ά­ξι­ζε να εκ­δο­θεί σε α­νε­ξάρ­τη­το το­μί­διο, α­πό αυ­τά των τεσ­σά­ρων τυ­πο­γρα­φι­κών, που εί­ναι πο­λύ της μό­δας τα τε­λευ­ταία χρό­νια, ώ­στε ο Κο­νε­μέ­νος, έ­στω έ­ναν και πλέ­ον αιώ­να με­τά το θά­να­τό του, να βρει το με­γά­λο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό που του α­ντι­στοι­χεί. 
Το δο­κί­μιο α­πο­τε­λεί το θέ­μα της ει­σή­γη­σης του Αλι­σαν­δρά­του στο Συ­μπό­σιο για «Το Ιό­νιο. Οι­κο­λο­γία-Οι­κο­νο­μία-Ρεύ­μα­τα ι­δεών», το 1985, που, στον πρό­σφα­το τό­μο, πα­ρα­τί­θε­ται δεύ­τε­ρη στη σει­ρά. Ο με­λε­τη­τής διευ­κρι­νί­ζει ό­τι κα­τα­χρη­στι­κά το χα­ρα­κτή­ρι­σε δο­κί­μιο, κα­θώς πρό­κει­ται για συ­νε­χές κεί­με­νο, με πολ­λά ε­πι­μέ­ρους “άρ­θρα κοι­νω­νι­κού προ­βλη­μα­τι­σμού”. Το ε­ντάσ­σει σε μία σει­ρά δη­μο­σιευ­μά­των του Κο­νε­μέ­νου, στα ο­ποία ε­κεί­νος α­να­πτύσ­σει τις κοι­νω­νι­κές του α­πό­ψεις, με πρώ­το, το “βι­βλια­ρά­κι” του 1876, «Η Οι­κο­γέ­νεια», και τε­λευ­ταίο την “αυ­το­βιο­γρα­φι­κή και σα­τι­ρι­κή” έως και “πι­κρό­χο­λη” «Δια­θή­κη» του 1901. Πα­ρα­τη­ρεί, ε­πί­σης, ό­τι, ε­νώ οι α­σχο­λού­με­νοι με το γλωσ­σι­κό ζή­τη­μα πρό­σε­ξαν τα δυο γλωσ­σι­κά του δο­κί­μια, οι ι­στο­ρι­κοί των σο­σια­λι­στι­κών ι­δεών και του σο­σια­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος α­γνό­η­σαν τα κοι­νω­νι­κά του δο­κί­μια, ι­δίως το συ­γκε­κρι­μέ­νο. Σε με­τα­γε­νέ­στε­ρο άρ­θρο του, δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1993, στα ε­κα­τό χρό­νια α­πό τη γρα­φή του δο­κι­μίου, ο Αλι­σαν­δρά­τος ε­στιά­ζει στο κα­τα­λη­κτι­κό μέ­ρος του, ό­που ο Κο­νε­μέ­νος προ­τεί­νει την ί­δρυ­ση μίας “κομ­μου­νι­στι­κής κοι­νό­τη­τας χι­λίων α­τό­μω­ν”, ώ­στε να δο­κι­μα­στούν οι ι­δέες και να φα­νεί κα­τά πό­σο το σύ­στη­μα εί­ναι ε­φαρ­μό­σι­μο. Ορα­μα­τι­ζό­ταν μία κοι­νω­νία ου­σια­στι­κά πο­λι­τι­σμέ­νη και ό­χι μό­νο κα­τ’ ό­νο­μα, ό­πως ή­ταν η δι­κή του.

Φω­τει­νές α­πό­ψεις

Ο Αλι­σαν­δρά­τος, σε μία α­πό τις πρώ­τες με­λέ­τες του για τον Κο­νε­μέ­νο, α­σχο­λεί­ται με τις γλωσ­σι­κές α­πό­ψεις του, ό­πως ε­κεί­νος τις έ­χει δια­τυ­πώ­σει στα δυο βα­σι­κά γλωσ­σι­κά του με­λε­τή­μα­τα, του 1873 και του 1875. Συ­γκρα­τεί ως τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τρία ση­μεία: Πρώ­τον, “η κοι­νή νε­ο­ελ­λη­νι­κή εί­ναι γνή­σιο γέν­νη­μα της αρ­χαίας και έ­χει ί­σα δι­καιώ­μα­τα με αυ­τή­ν”. Δεύ­τε­ρον, εί­ναι “πο­λύ φυ­σι­κό η γλώσ­σα της ποίη­σης – και αυ­τή στα Επτά­νη­σα ή­ταν η δη­μο­τι­κή – να εί­ναι και γλώσ­σα της πε­ζο­γρα­φίας, έ­ντε­χνης και μη”. Και τρί­τον, “να πά­ρου­με α­πό την αρ­χαία (ε­πο­μέ­νως και α­πό την κα­θα­ρεύου­σα) ό­σα λό­για στοι­χεία μας χρειά­ζο­νται”. Στη συ­νέ­χεια, στα­χυο­λο­γεί κι άλ­λες εν­δια­φέ­ρου­σες α­πό­ψεις, με γνω­στό­τε­ρη, χά­ρις στον Λο­ρέ­ντζο Μα­βί­λη που την εκ­στό­μι­σε α­πό τα βου­λευ­τι­κά έ­δρα­να, την α­πό­φαν­ση ό­τι “υ­πάρ­χει χυ­δαίο ύ­φος και χυ­δαίος τρό­πος, ό­χι χυ­δαία γλώσ­σα”. Επι­ση­μαί­νει ό­τι αυ­τά τα δυο γλωσ­σι­κά με­λε­τή­μα­τα προ­η­γή­θη­καν κα­τά μία δε­κα­πε­ντα­ε­τία του βι­βλίου του Ψυ­χά­ρη, «Το τα­ξί­δι μου». 
Άξια σχο­λια­σμού εί­ναι η αμ­φι­λε­γό­με­νη στά­ση που κρά­τη­σε ο Χιώ­της λό­γιος α­πέ­να­ντι σε αυ­τές τις “φω­τει­νές α­πό­ψεις” του προ­δρό­μου του. Για χρό­νια τον α­γνό­η­σε, και μό­νο πο­λύ αρ­γά, με­τά το 1903 και τον ε­γκω­μια­στι­κό σχο­λια­σμό α­πό τον ελ­λη­νι­στή Καρλ Κρου­μπά­χε­ρ, άρ­χι­σε να τον μνη­μο­νεύει. Αν και με συ­γκα­τά­βα­ση, σαν “τον α­γα­θό μας γέ­ρο Κο­νε­μέ­νο και τη μι­σο­γλωσ­σιά του”. Πά­ντως, ο Κο­νε­μέ­νος, μέ­χρι τέ­λους, ε­πέ­μει­νε στο μέ­σο δρό­μο με­τα­ξύ κα­θα­ρεύου­σας και ψυ­χα­ρι­κής δη­μο­τι­κής. Όσο για τον Ψυ­χά­ρη, ευ­νοή­θη­κε α­πό τις συ­γκυ­ρίες. Ο Κο­νε­μέ­νος α­πε­βίω­σε την 1η Μαρ­τίου 1907, ε­νώ ο Ψυ­χά­ρης, 22 χρό­νια νεό­τε­ρος, α­πε­βίω­σε 22 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, κα­τέ­χο­ντας μέ­χρι τέ­λους την κα­θη­γη­τι­κή έ­δρα, πα­ρά τα 75 έ­τη του. Ήταν ά­ρα α­να­με­νό­με­νο να σβή­σει τον Επτα­νή­σιο α­πό τον γλωσ­σι­κό χάρ­τη. Ασχέ­τως αν εί­χε ο και­ρός γυ­ρί­σμα­τα για τον Κο­νε­μέ­νο. “Φω­στή­ρα της Επτα­νή­σου”, τον α­πο­κα­λεί ο Μα­λα­κά­σης στο νε­κρο­λό­γη­μά του. Ενώ, ο πρό­σφα­τος τό­μος ξε­κι­νά­ει με τις γλωσ­σι­κές του α­πό­ψεις. Το χρο­νο­λο­γι­κά πρώ­το κεί­με­νο του Αλι­σαν­δρά­του, του 1976, εί­ναι α­πό­σπα­σμα α­πό ε­κτε­νέ­στε­ρη με­λέ­τη του για την ποίη­ση τ῾῾ου Βα­λαω­ρί­τη. Ανα­φέ­ρε­ται σε μία α­πό τις ύ­στε­ρες, γλωσ­σι­κές α­πό­ψεις του Κο­νε­μέ­νου. Το 1905, υ­πο­στή­ρι­ζε πως η δη­μο­τι­κή εί­χε ε­πι­σή­μως κα­θιε­ρω­θεί ως η μό­νη γλώσ­σα της ποίη­σης α­πό την 25η Μαρ­τίου 1872, ό­ταν ο Βα­λαω­ρί­της, κα­τό­πιν προ­σκλή­σεως της Συ­γκλή­του του Πα­νε­πι­στη­μίου, α­πήγ­γει­λε τον «Ύμνον στον Πα­τριάρ­χη». Κα­τά τα άλ­λα, ο Κο­νε­μέ­νος θεω­ρού­σε την ποίη­ση του Βα­λαω­ρί­τη πα­ρω­χη­μέ­νη και το συ­γκε­κρι­μέ­νο ποίη­μα “τε­ρα­τώ­δες”. 
Ο Κο­νε­μέ­νος ή­ταν ο ί­διος ποιη­τής, α­σχέ­τως αν ι­στο­ρι­κοί και αν­θο­λό­γοι τον προ­σπερ­νούν. Στο Συ­μπό­σιο προς τι­μήν του, που διορ­γα­νώ­θη­κε στη γε­νέ­τει­ρά του, την Πρέ­βε­ζα, Σε­πτ. 1994, στις 15 ει­ση­γή­σεις, οι πέ­ντε α­φο­ρού­σαν τον ποιη­τή, με πρώ­το ο­μι­λη­τή τον Αλι­σαν­δρά­το. Στον πρό­σφα­το τό­μο α­να­δη­μο­σιεύε­ται η ει­σή­γη­σή του, ό­που, κα­τα­λή­γο­ντας, υ­πό­σχε­ται “ι­διαί­τε­ρη έκ­δο­ση των ποιη­μά­των με α­να­λυ­τι­κά σχό­λια”. Αυ­τή δεν πραγ­μα­το­ποιή­θη­κε, ό­πως και ο δεύ­τε­ρος τό­μος των Απά­ντων του, που ο Βα­λέ­τας κα­θυ­στε­ρού­σε, α­να­ζη­τώ­ντας, με­τα­ξύ άλ­λων, την ποιη­τι­κή συλ­λο­γή που ο Κο­νε­μέ­νος εί­χε εκ­δώ­σει το 1879, στην Αθή­να, με τα αρ­χι­κά του. Πρό­κει­ται για ε­πτά ποιή­μα­τα, που α­να­δη­μο­σιεύο­νται διορ­θω­μέ­να, ως ε­πι­λο­γή α­πό τα ποιή­μα­τα των τριών πρώ­των φυλ­λα­δίων της πε­ντα­ε­τίας 1863-67. Εκτός αυ­τών, στη με­λέ­τη του Αλι­σαν­δρά­του κα­τα­γρά­φε­ται το σύ­νο­λο της πε­ριο­ρι­σμέ­νης ποιη­τι­κής του σο­δειάς. Σχο­λιά­ζο­νται τα ε­κτε­νέ­στε­ρα, ε­νώ δια­τυ­πώ­νε­ται α­πε­ρί­φρα­στα η ε­τυ­μη­γο­ρία του με­λε­τη­τή: “Ο Κο­νε­μέ­νος δεν ή­ταν ποιη­τής. Η κρι­τι­κή του ο­ξυ­δέρ­κεια ή­ταν με­γά­λη, αλ­λά οι ποιη­τι­κές του δυ­νά­μεις πο­λύ μι­κρές”. Πε­ρισ­σό­τε­ρο γεν­ναιό­δω­ρος στέ­κε­ται ο Πα­λα­μάς στη νε­κρο­λο­γία του Κο­νε­μέ­νου, ό­που τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει, “τρυ­φε­ρό, πο­νε­μέ­νο, πλα­τω­νι­κό, δα­κρυο­στά­λα­χτο”. 
“Ηπει­ρώ­της με ε­πτα­νη­σια­κή καλ­λιέρ­γεια” ο Κο­νε­μέ­νος, δεν κά­νει την πρώ­τη του εμ­φά­νι­ση με ποίη­μα, πε­ζό ή δο­κί­μιο, αλ­λά με έ­να η­πει­ρώ­τι­κο γλωσ­σά­ρι, δη­μο­σιευ­μέ­νο στο πε­ριο­δι­κό «Παν­δώ­ρα». Ο Αλι­σαν­δρά­τος σκια­γρα­φεί τη γε­νο­λό­γιά του, τον βου­νί­σιο πα­τρι­κό κλά­δο και τον μη­τρι­κό, ό­πως με­τα­φυ­τεύ­τη­κε α­πό τη Σι­κε­λία στη Λευ­κά­δα, εξ ου και το ε­πί­θε­το Σι­κε­λια­νοί. Ετυ­μο­λο­γεί και το ε­πί­θε­το Κο­νε­μέ­νος, ε­νώ α­να­ζη­τά στο έρ­γο του την Πρέ­βε­ζα. Πα­ρα­δό­ξως εί­ναι πολ­λές οι σκόρ­πιες α­να­φο­ρές, πα­ρό­λο που έ­φυ­γε βρέ­φος και πο­τέ δεν ε­πέ­στρε­ψε. 

Ο αλ­λη­λο­γρά­φος

Στον πρό­λο­γο του πρώ­του τό­μου των Απά­ντων Κο­νε­μέ­νου, ο Βα­λέ­τας ση­μειώ­νει: “Πε­ρι­μέ­νω α­κό­μα να δο­θούν γρή­γο­ρα τα προς Λα­σκα­ρά­τον γράμ­μα­τα, για να τα πε­ρι­λά­βω στο Β΄ τό­μο.” Αυ­τά τα γράμ­μα­τα τα πρω­το­δη­μο­σίευ­σε ο Αλι­σαν­δρά­τος ως δεύ­τε­ρο τό­μο στη Σει­ρά Με­λε­τών της Εται­ρείας Κε­φαλ­λη­νια­κών Ιστο­ρι­κών Ερευ­νών, το 1996. Τό­τε εί­χα­με πα­ρου­σιά­σει την έκ­δο­ση, που τιτ­λο­φο­ρεί­ται, «Ανέκ­δο­τα γράμ­μα­τα του Ν. Κο­νε­μέ­νου προς Ανδρέα Λα­σκα­ρά­το (1860-1861, 1863)». Στον πρό­σφα­το τό­μο α­να­δη­μο­σιεύο­νται, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας το κε­φά­λαιο Κο­νε­μέ­νος. Το κυ­ρίως σώ­μα εί­ναι 24 γράμ­μα­τα της διε­τίας 1860-1861, τα ο­ποία α­ντα­να­κλούν την ο­ξύ­τα­τη πο­λι­τι­κή δια­μά­χη α­νά­με­σα σε “πα­λαιούς” ρι­ζο­σπά­στες και “ε­νω­τι­στές” ή και “ψευ­δο­ρι­ζο­σπά­στες” ε­κεί­νης της πε­ριό­δου. Αντι­θέ­τως, τα δυο της διε­τίας 1863-64 εί­ναι γύ­ρω α­πό τη “διε­στραμ­μέ­νη” στι­χουρ­γία του, ό­πως ο ί­διος την α­πο­κα­λεί. Απα­ραί­τη­το βοή­θη­μα για τον ση­με­ρι­νό α­να­γνώ­στη των ε­πι­στο­λών συ­νι­στούν η ει­σα­γω­γή και οι ε­κτε­νείς ση­μειώ­σεις του Αλι­σαν­δρά­του, κα­θώς και η συ­να­γω­γή με­λε­τη­μά­των του για τον Επτα­νη­σια­κό Ρι­ζο­σπα­στι­σμό. Πρό­κει­ται για μία φι­λία δι’ αλ­λη­λο­γρα­φίας, που κάρ­πι­σε πα­ρά την η­λι­κια­κή δια­φο­ρά μίας ει­κο­σα­ε­τίας χά­ρις στην ι­δε­ο­λο­γι­κή τους συ­στρά­τευ­ση ε­να­ντίον των “ψευ­δο­ρι­ζο­σπα­στώ­ν”. Και βε­βαίως, χά­ρις στις ε­φη­με­ρί­δες τους, τον «Εω­σφό­ρο» του Κο­νε­μέ­νου και τον «Λύ­χνο» του Λα­σκα­ρά­του, μέ­σω των ο­ποίων α­σκού­σαν την πο­λε­μι­κή τους.  
Συ­νο­ψί­ζο­ντας, χω­ρίς την “α­να­στύ­λω­ση” του Βα­λέ­τα και τις με­λέ­τες του Αλι­σαν­δρά­του, ο Νι­κό­λα­ος Κο­νε­μέ­νος ου­σια­στι­κά δεν θα υ­πήρ­χε. Θα πα­ρέ­με­νε μία θο­λή και ελ­λι­πής πα­ρου­σία. 

 Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 26/1/2014.

Συγ­γρα­φείς τα­χείας ω­ρί­μαν­σης

$
0
0
Γιάν­νης Τσίρ­μπας
«Η Βι­κτώ­ρια δεν υ­πάρ­χει»
Εκδό­σεις Νε­φέ­λη
Σε­πτέμ­βριος 2013

Προ­βλη­μα­τι­σμό ε­ξα­κο­λου­θεί να προ­κα­λεί η χρή­ση με­θό­δων γε­νε­τι­κής βελ­τίω­σης των φυ­τών, πα­ρά την συ­νε­χή, πα­γκο­σμίως, ε­ξά­πλω­σή τους. Το βα­σι­κό­τε­ρο πλε­ο­νέ­κτη­μα, κά­πο­τε α­κα­τα­μά­χη­το, μίας γε­νε­τι­κής ε­πέμ­βα­σης εί­ναι η τα­χύ­τη­τα με την ο­ποία προ­κύ­πτουν οι τρο­πο­ποιη­μέ­νοι ορ­γα­νι­σμοί. Ου­δε­μία σύ­γκρι­ση υ­πάρ­χει με την μα­κρο­χρό­νια δια­δι­κα­σία  των πα­ρα­δο­σια­κών τρό­πων βελ­τίω­σης. Όπως πέ­ραν πά­σης συ­γκρί­σεως εί­ναι και τα  εμ­φα­νι­σια­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των νέων φυ­τών, κυ­ρίως το μέ­γε­θος και το χρώ­μα, που α­ντα­πο­κρί­νο­νται στις α­παι­τή­σεις της α­γο­ράς. Ενώ, το βα­σι­κό­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, η ε­πι­τά­χυν­ση της ω­ρί­μαν­σης των φυ­τών, έ­χει ά­με­σο οι­κο­νο­μι­κό ό­φε­λος. Τώ­ρα, θα μου πεί­τε, τι μας εν­δια­φέ­ρουν τα με­ταλ­λαγ­μέ­να τρό­φι­μα. Αυ­τά βλά­πτουν μό­νο το σαρ­κίο. Ο βε­βια­σμέ­νος, ό­μως, τρό­πος, με τον ο­ποίο προ­κύ­πτουν, δεν δια­φέ­ρει και πο­λύ α­πό πρα­κτι­κές χει­ρα­γώ­γη­σης, που τα τε­λευ­ταία χρό­νια κερ­δί­ζουν έ­δα­φος στο χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας. 
Προ ει­κο­σα­ε­τίας, εί­χα­με δη­μο­σιεύ­σει έ­να κεί­με­νο με τίτ­λο «Ο βια­σμός του συγ­γρα­φέ­α», με α­φορ­μή, πα­ραγ­γε­λία ε­φη­με­ρί­δας σε γνω­στούς λο­γο­τέ­χνες για τη συγ­γρα­φή διη­γή­μα­τος 300 λέ­ξεων. Στο εν­διά­με­σο, αυ­τό που ε­μείς εί­χα­με α­πο­κα­λέ­σει βια­σμό κα­τέ­λη­ξε κυ­ρίαρ­χος κα­νό­νας. Οι συγ­γρα­φείς γρά­φουν κα­τά πα­ραγ­γε­λία διη­γή­μα­τα, ε­νώ οι α­να­γνώ­στες ε­θί­ζο­νται στην γρή­γο­ρη τρο­φή που τους σερ­βί­ρουν. Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, πά­ντως, δεν γεν­νά­ται θέ­μα με­τάλ­λα­ξης, δε­δο­μέ­νου ό­τι η συγ­γρα­φι­κή συ­νεί­δη­ση εί­ναι ή­δη δια­μορ­φω­μέ­νη και το κυ­ρίως έρ­γο, κα­τά κα­νό­να, δεν ε­πη­ρεά­ζε­ται. Η πα­ραλ­λη­λία με τις γε­νε­τι­κές ε­πεμ­βά­σεις στα φυ­τά α­πο­κα­θί­στα­ται στην πε­ρί­πτω­ση ε­πί­δο­ξων συγ­γρα­φέων, που άρ­χι­σαν να πλη­θαί­νουν ε­ντυ­πω­σια­κά. 
Το θέλ­γη­τρο της δη­μο­σιό­τη­τας, που ε­ξα­σφα­λί­ζει η ταυ­τό­τη­τα του συγ­γρα­φέως, ελ­κύει μία ευ­ρύ­τε­ρη ο­μά­δα, το συ­χνό­τε­ρο, με α­νώ­τα­τη παι­δεία και ε­ξα­σφα­λι­σμέ­νη ε­παγ­γελ­μα­τι­κή στα­διο­δρο­μία. Ιδιαί­τε­ρα σή­με­ρα, που τους νέ­ους συγ­γρα­φείς τους προω­θεί το στα­ρ-σύ­στεμ. Με α­πο­τέ­λε­σμα, οι πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νοι να παίρ­νουν στο πε­δίο της λο­γο­τε­χνίας δια­στά­σεις φαι­νο­μέ­νου. Κα­τά κα­νό­να ε­πεί­γο­νται, α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, κα­θώς η α­νά­δει­ξή τους στη­ρί­ζε­ται σε με­γά­λο βαθ­μό στη νεό­τη­τα. Κα­τά κά­ποιο τρό­πο, υ­πάρ­χει ό­ριο η­λι­κίας στην ταυ­τό­τη­τα του πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου. Γε­γο­νός που τους κα­θι­στά ε­πι­δε­κτι­κούς σε τα­χύρ­ρυθ­μες με­θό­δους βελ­τίω­σης, ό­πως οι Σχο­λές Δη­μιουρ­γι­κής Γρα­φής, που, με­τριο­πα­θέ­στε­ρα, α­πο­κα­λού­νται Εργα­στή­ρια ή και Σε­μι­νά­ρια. Το 2006 εμ­φα­νί­στη­κε το πρώ­το Εργα­στή­ριο υ­πό τη σκέ­πη του Ε.ΚΕ.ΒΙ., χά­ρις σε έ­ναν πρώ­το Έλλη­να δά­σκα­λο που με­τα­λα­μπά­δε­ψε τα φώ­τα α­πό τις Η­ΠΑ στα κα­θ’ η­μάς. Μέ­σα σε ε­πτά χρό­νια, οι Σχο­λές πολ­λα­πλα­σιά­στη­καν.
Συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά προς τις Σχο­λές λει­τουρ­γούν οι δια­γω­νι­σμοί διη­γή­μα­τος, που ε­πί­σης πλη­θαί­νουν. Σχε­δόν οι πά­ντες προ­κη­ρύσ­σουν δια­γω­νι­σμούς. ι­δρύ­μα­τα, εκ­δο­τι­κοί οί­κοι, πε­ριο­δι­κά, λέ­σχες α­νά­γνω­σης, δή­μοι, κοι­νό­τη­τες, ε­ται­ρείες πά­σης φύ­σεως. Αυ­τοί οι δια­γω­νι­σμοί πα­ρου­σιά­ζουν εν­δια­φέ­ρον για ε­πί­δο­ξους συγ­γρα­φείς, κα­θώς ε­ξα­σφα­λί­ζουν μία κά­ποια δη­μο­σιό­τη­τα και το κυ­ριό­τε­ρο, το διή­γη­μά τους, αν συ­μπε­ρι­λη­φθεί στη βρα­χεία λί­στα, εκ­δί­δε­ται σε συλ­λο­γι­κό τό­μο. Ταυ­τό­χρο­να, ό­μως, συ­νι­στούν μέ­θο­δο μα­θη­τείας στη γρα­φή συ­γκε­κρι­μέ­νου τύ­που διη­γή­μα­τος, με δο­σμέ­νο θέ­μα, συ­γκε­κρι­μέ­νο α­ριθ­μό λέ­ξεων και προ­δια­γε­γραμ­μέ­νο πε­ριε­χό­με­νο, ώ­στε να συ­νά­δει με το ε­πι­κρα­τούν πο­λι­τι­κώς ορ­θό και τα τρέ­χο­ντα γού­στα. Αυ­τό το πε­ριο­ρι­στι­κό πλαί­σιο φέρ­νει το υ­πο­βαλ­λό­με­νο διή­γη­μα εγ­γύ­τε­ρα στην έκ­θε­ση ι­δεών των πα­νελ­λή­νιων ε­ξε­τά­σεων. Όπως στις ει­σα­γω­γι­κές, βαθ­μο­λο­γεί­ται με ά­ρι­στα ο­ρι­σμέ­νος τύ­πος έκ­θε­σης, τον ο­ποίο ο μα­θη­τής έ­χει δι­δα­χθεί στο φρο­ντι­στή­ριο, πα­ρο­μοίως στον δια­γω­νι­σμό βρα­βεύε­ται διή­γη­μα συ­γκε­κρι­μέ­νων προ­δια­γρα­φών, για το ο­ποίο προ­ε­τοι­μά­ζουν τα σε­μι­νά­ρια γρα­φής.
Συ­χνά οι δια­γω­νι­σμοί προ­κη­ρύσ­σο­νται α­πό φο­ρείς, με στό­χο την αυ­το­δια­φή­μι­σή τους, ο­πό­τε ο προσ­διο­ρι­σμός του θέ­μα­τος γί­νε­ται α­κό­μη πιο πε­ριο­ρι­στι­κός. Άλλο­τε πά­λι, οι διορ­γα­νω­τές του δια­γω­νι­σμού, ε­πι­ζη­τώ­ντας πρω­τό­τυ­πα θέ­μα­τα, κα­τα­λή­γουν σε προ­κρού­στειες λύ­σεις. Ένα κα­λό πα­ρά­δειγ­μα προ­σφέ­ρει η­λεκ­τρο­νι­κός δια­γω­νι­σμός διη­γή­μα­τος, με τίτ­λο «Λό­γω Τέ­χνης», που ξε­κί­νη­σε το 2010. Σε αυ­τόν, α­ντί θέ­μα­τος, ο­ρί­ζε­ται το διή­γη­μα  να πε­ριέ­χει συ­γκε­κρι­μέ­νες λέ­ξεις. Λ.χ., στο δια­γω­νι­σμό του 2012, οι λέ­ξεις ή­ταν οι ε­ξής 11: θά­λασ­σα, χε­λι­δό­νι, άμ­μος, κου­τί, τρια­ντά­φυλ­λο, χώ­μα, ρο­λόι, η­συ­χία, σε­λί­δα, αέ­ρας, γά­λα. Τον ε­πό­με­νο χρό­νο, τα 40 κα­λύ­τε­ρα διη­γή­μα­τα, ε­πί συ­νό­λου 1911(!), εκ­δό­θη­καν σε βι­βλίο, με τίτ­λο, «11 λέ­ξεις». Από τους συγ­γρα­φείς αυ­τού του συλ­λο­γι­κού τό­μου, ε­νός μό­νο έ­χου­με πε­ζο­γρα­φι­κό δείγ­μα, ώ­στε να μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει κά­ποια σύ­γκρι­ση με το κα­τά πα­ραγ­γε­λία.
Πρό­κει­ται για τον Γιάν­νη Τσίρ­μπα, που πή­ρε στον εν λό­γω δια­γω­νι­σμό τον τρί­το έ­παι­νο, κα­τα­λαμ­βά­νο­ντας την έ­κτη θέ­ση, με το διή­γη­μα «Θερ­μο­κοι­τί­δα». Μέ­σα στο έ­τος, εκ­δό­θη­κε το πρώ­το ο­λι­γο­σέ­λι­δο βι­βλίο του. Σε αυ­τό συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται το διή­γη­μα, πα­ρό­λο που δεν πρό­κει­ται για συλ­λο­γή διη­γη­μά­των αλ­λά, κα­τά τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό του συγ­γρα­φέα, για νου­βέ­λα. Το διή­γη­μα συ­νί­στα­ται στην προ­φο­ρι­κή α­φή­γη­ση  μιας γυ­ναί­κας, που την ε­γκα­τέ­λει­ψε ο ά­ντρας της με τέσ­σε­ρις κό­ρες, με­τά την τε­λευ­ταία γέν­να. Για έ­να διά­στη­μα, ε­κεί­νος σπί­τω­σε άλ­λη, δυο δρό­μους  πα­ρα­κά­τω. Αργό­τε­ρα, ε­πέ­στρε­ψε στην οι­κο­γε­νεια­κή ε­στία. Στην πα­λαιό­τε­ρη η­θο­γρα­φία εί­ναι συ­νη­θι­σμέ­νο θέ­μα η γυ­ναί­κα, που γί­νε­ται θύ­μα συ­ζυ­γι­κής βίας και ε­γκα­τά­λει­ψης. Στην ι­στο­ρία, ό­μως, του Τσίρ­μπα προ­στί­θε­νται πα­ρά­ται­ρες πε­ρι­γρα­φές, ό­πως η ε­κτε­νής πε­ρί αυ­το­σχέ­διας θερ­μο­κοι­τί­δας για να σω­θεί η πρόω­ρα γεν­νη­μέ­νη τέ­ταρ­τη κό­ρη ή ε­κεί­νες για τη φυ­γή του μη­χα­νό­βιου συ­ζύ­γου και την εμ­φά­νι­ση του κου­μπά­ρου. Σε πα­ρό­μοιες η­θο­γρα­φί­ζου­σες ι­στο­ρίες, εμ­φα­νί­ζο­νται κου­μπά­ροι, προ­σφυώς ό­μως ε­μπλε­κό­με­νοι, ό­πως, λ.χ., στο διή­γη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη «Πα­τέ­ρας στο σπί­τι!». Βε­βαίως, ό­λα μπο­ρούν να χω­ρέ­σουν σε μια α­φή­γη­ση. Εδώ, πά­ντως, χά­ρις σε αυ­τά τα μέ­ρη, χρη­σι­μο­ποιού­νται οι συ­γκε­κρι­μέ­νες λέ­ξεις. Και πά­λι, μό­νο οι δέ­κα. Λεί­πει η λέ­ξη χε­λι­δό­νι. Αρχι­κά, υ­πο­θέ­σα­με ό­τι οι κρι­τές στά­θη­καν ε­πιει­κείς. Ότι, ί­σως και αρ­γά, κα­τά­λα­βαν πως έ­ντε­κα λέ­ξεις, ό­ταν, μά­λι­στα, δεν προέρ­χο­νται α­πό συ­γκε­κρι­μέ­νη εν­νοιο­λο­γι­κή ε­νό­τη­τα, εί­ναι δύ­σκο­λο σταυ­ρό­λε­ξο. Λαν­θα­σμέ­νη ει­κα­σία. Το διή­γη­μα στην πρώ­τη δη­μο­σίευ­σή του στο συλ­λο­γι­κό τό­μο έ­χει και μία πρό­τα­ση με τη λέ­ξη χε­λι­δό­νι. Την α­φαί­ρε­σε ο συγ­γρα­φέ­ας στο βι­βλίο και κα­λά έ­κα­νε. Πα­ραή­ταν γλα­φυ­ρή η πα­ρο­μοίω­ση της ε­πι­στρο­φής του ά­πι­στου συ­ζύ­γου με χε­λι­δό­νι. Αντ’ αυ­τής, συ­γκε­κρι­με­νο­ποίη­σε την οι­κο­γε­νεια­κή ε­στία στην ο­δό Φυ­λής, ώ­στε το διή­γη­μα να δέ­νει με τη θε­μα­τι­κή του βι­βλίου του. 
Αν δεν σφάλ­λου­με, ο Τσίρ­μπας εμ­φα­νί­στη­κε για πρώ­τη φο­ρά το 2007, στο δια­γω­νι­σμό διη­γή­μα­τος των εκ­δό­σεων Πα­τά­κη, με θέ­μα «Εί­μα­στε ό­λοι με­τα­νά­στες». Εκεί­νο το διή­γη­μά του, με τίτ­λο, «Ρου Που», δεν εν­σω­μα­τώ­θη­κε στο πρό­σφα­το βι­βλίο. Ού­τε το διή­γη­μα του ε­πό­με­νου δια­γω­νι­σμού, στον ο­ποίο έ­λα­βε μέ­ρος δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ε­κεί­νον του Βρε­τα­νι­κού Συμ­βου­λίου, που εί­χε ως θέ­μα, «Φα­ντα­στεί­τε το μέλ­λον σας σε μία πό­λη που αλ­λά­ζει». Ωστό­σο, το βι­βλίο του, του­λά­χι­στον ο βα­σι­κός κορ­μός, συ­νε­νώ­νει τα θέ­μα­τα των δυο δια­γω­νι­σμών, που, έ­τσι κι αλ­λιώς, εί­ναι αλ­λη­λέν­δε­τα. Η Βι­κτώ­ρια του τίτ­λου δεν εί­ναι κά­ποια γυ­ναί­κα, αλ­λά η Βα­σί­λισ­σα Βι­κτω­ρία της Με­γά­λης Βρε­τα­νίας, το ό­νο­μα της ο­ποίας δό­θη­κε στην πλα­τεία Κυ­ρια­κού. Συ­νοι­κία, δη­λα­δή διοι­κη­τι­κή πε­ριο­χή, Βι­κτώ­ρια δεν υ­πάρ­χει. Υπάρ­χει πε­ριο­χή Κυ­ρια­κού, στην ο­ποία α­νή­κει η με­το­νο­μα­σθεί­σα το 1943 πλα­τεία.
Άρα, κυ­ριο­λε­κτεί ο τίτ­λος του βι­βλίου, που αν­τλεί­ται α­πό τον ι­σχυ­ρι­σμό ε­νός α­πό τους δυο συ­νο­μι­λού­ντες ή­ρωες. Τρό­πος του λέ­γειν συ­νο­μι­λού­ντες. Ο έ­νας μι­λά­ει και ο άλ­λος α­κούει. Αυ­τός ο δεύ­τε­ρος εί­ναι ο α­φη­γη­τής. Μό­λις που πε­τά­ει κα­μία ε­ρώ­τη­ση, η ο­ποία με­τα­φέ­ρε­ται σε πλά­γιο λό­γο μα­ζί με τις σκέ­ψεις του. Από­πει­ρα συ­νο­μι­λίας γί­νε­ται με α­φορ­μή την ύ­παρ­ξη ή μη πε­ριο­χής Βι­κτώ­ριας. Για τον α­φη­γη­τή, που έ­χει με­γα­λώ­σει στην Αγία Πα­ρα­σκευή, πε­ριο­χή με αυ­τό το ό­νο­μα δεν υ­πάρ­χει. Για τον άλ­λο, ό­μως,  εί­ναι ο­λό­κλη­ρος ο κό­σμος των παι­δι­κών και ε­φη­βι­κών του χρό­νων. Γεν­νη­μέ­νος μέ­σα στη δε­κα­ε­τία του ’70, πρό­λα­βε τις γει­το­νιές, αυ­τές τις στε­νά δε­μέ­νες κοι­νω­νι­κές μο­νά­δες, που, σή­με­ρα, του­λά­χι­στον στο κέ­ντρο της Αθή­νας, έ­χουν ε­κλεί­ψει. Και η συ­γκε­κρι­μέ­νη γει­το­νιά έ­χει μα­κριά λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρου­σία, κυ­ρίως ως πλα­τεία Κυ­ρια­κού, χά­ρις στους συγ­γρα­φείς που με­γά­λω­σαν ε­κεί στη δε­κα­ε­τία του ’40 και τις πρώ­τες με­τα­πο­λε­μι­κές. Από αυ­τήν την ά­πο­ψη, πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον το βι­βλίο του Τσίρ­μπα, γέν­νη­μα θρέμ­μα της πλα­τείας, ό­πως ο Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας ή και ο Λευ­τέ­ρης Πα­πα­δό­που­λος. Απο­τε­λεί έ­να τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο στις ι­στο­ρίες του πρώ­του και τους στί­χους του δεύ­τε­ρου. 
Ο κε­ντρι­κός ή­ρωας α­να­φέ­ρει τον Πα­πα­δό­που­λο, με α­φορ­μή το ά­γαλ­μα της πλα­τείας, που ε­κεί­νος το έ­κα­νε τρα­γού­δι. Με να­του­ρα­λι­στι­κή πι­στό­τη­τα δί­νει τη ση­με­ρι­νή ει­κό­να, α­να­κα­λώ­ντας α­ντι­στι­κτι­κά πα­λαιό­τε­ρες ει­κό­νες α­πό τα α­γα­πη­μέ­να του στέ­κια. Ο οιο­νεί μο­νό­λο­γος, σε φω­νο­γρα­φι­κή α­πό­δο­ση της εκ­φο­ράς του τρέ­χο­ντος ι­διό­λε­κτου, στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό τους νέ­ους κα­τοί­κους που έ­φε­ραν τις με­γά­λες αλ­λα­γές. Με άλ­λα λό­για, τις αλ­λε­πάλ­λη­λες φυ­λές με­τα­ να­στών που ε­γκα­τα­στά­θη­καν α­πό το 1990 και ύ­στε­ρα, με τα εν­δυ­μα­το­λο­γι­κά και άλ­λα συ­νή­θειά τους  και τους ποι­κί­λους τρό­πους ε­πι­βίω­σης. Αντα­να­κλά τα αι­σθή­μα­τα του γη­γε­νούς, που πρέ­πει να ε­πι­βιώ­σει μέ­σα σε αυ­τό το ε­τε­ρό­κλη­το πλή­θος, τό­σο δια­φο­ρε­τι­κό πο­λι­τι­σμι­κά. Η στε­νο­χώ­ρια που νιώ­θει, προ­σο­μοιά­ζει με του Έλλη­να που βρί­σκε­ται α­να­γκα­σμέ­νος να κα­τοι­κή­σει στο α­σφυ­κτι­κό πε­ρι­βάλ­λον μιας ο­ποιασ­δή­πο­τε α­σια­τι­κής ή α­φρι­κά­νι­κης με­γα­λού­πο­λης, ό­πως, λ.χ., το Κάϊρο. Εδώ, προ­στί­θε­ται το αί­σθη­μα α­δι­κίας, για­τί αυ­τός πέ­νε­ται και οι ξέ­νοι στον δι­κό του τό­πο κα­λο­περ­νούν. Του έρ­χε­ται να τους δεί­ρει.
Μό­νο που ο ή­ρωας το κά­νει πρά­ξη. Όπως φτά­νει να σκε­φτεί τρό­πους ε­ξό­ντω­σης των ει­σβο­λέων. Άλλο, ό­μως, να νιώ­θεις δυ­στυ­χής στη γει­το­νιά σου, για­τί έ­κλει­σε το Λε Παλ­μιέ και το Μα­ξίμ της πλα­τείας και ά­νοι­ξε το Γκού­ντυς που θέ­λει κω­δι­κό για τη χρή­ση της τουα­λέ­τας, για­τί τα σκάμ­μα­τα με άμ­μο έ­γι­ναν τσι­μέ­ντο ή για­τί τον ρα­κο­συλ­λέ­κτη πα­λαιάς κο­πής ε­κτό­πι­σαν οι με­λαμ­ψοί με τα κα­ρο­τσά­κια που ψά­χνουν για μέ­ταλ­λα και άλ­λο να βλέ­πεις τον ξέ­νο σαν πο­ντι­κό και να ε­μπνέε­σαι τρό­πους θα­νά­τω­σής του, χω­ρίς χη­μι­κά και διά­φο­ρα άλ­λα που εί­ναι ευ­κό­λως α­νι­χνεύ­σι­μα. Την α­πό­στα­ση την α­ντι­λαμ­βά­νε­ται ο οιοσ­δή­πο­τε που βρί­σκε­ται στη θέ­ση του πα­ρα­τη­ρη­τή, ό­πως ο κυ­ρι­λέ Αγιο­πα­ρα­σκευιώ­της συ­ντα­ξι­διώ­της του. Μή­πως, ό­μως, αυ­τή η α­πό­στα­ση δεν εί­ναι και τό­σο με­γά­λη για τον γη­γε­νή κά­τοι­κο της πλα­τείας, που νιώ­θει α­πει­λού­με­νος και με τραυ­μα­τι­σμέ­νη την α­ξιο­πρέ­πειά του, κα­θώς δεν έ­χει ού­τε τα ε­λά­χι­στα, για βεν­ζί­νη, για έ­να πα­γω­τό ή και για τσι­γά­ρο ό­χι μαϊμού. Τον γη­γε­νή που με­γά­λω­σε, υ­πε­ρη­φα­νευό­με­νος για την πα­τρί­δα του, τη θρη­σκεία του και τον αν­δρι­σμό του. Ο μο­νό­λο­γος α­να­δει­κνύει αυ­τό το κομ­βι­κό ση­μείο, α­σχέ­τως αν το α­πο­τέ­λε­σμα πι­στεύου­με πως θα γι­νό­ταν πει­στι­κό­τε­ρο, με πε­ρισ­σό­τε­ρο δη­λω­τι­κούς και λι­γό­τε­ρο κραυ­γά­ζο­ντες α­φη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους. Αν ο ρε­α­λι­σμός δεν εί­χε τό­ση ω­μό­τη­τα, αν οι κα­τα­στά­σεις δεν σπρώ­χνο­νταν σε α­κραίες εκ­φάν­σεις, αν οι τό­νοι κλι­μα­κώ­νο­νταν. 
Οι δυο χα­ρα­κτή­ρες σκια­γρα­φού­νται σύμ­φω­να με το α­ντι­θε­τι­κό σχή­μα του άσ­πρου μαύ­ρου. Ο έν­δον λό­γος του συ­νε­πι­βά­τη – α­κρο­α­τή δεί­χνει τον πο­λι­τι­κώς ορ­θά σκε­πτό­με­νο σε θέ­μα­τα ό­πως οι ο­μο­φυ­λό­φι­λοι και οι με­τα­νά­στες. Σε έ­να ση­μείο, μά­λι­στα, που α­να­φέ­ρε­ται στο ρό­λο της τη­λεό­ρα­σης, μοιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο με α­πό­σπα­σμα α­πό κοι­νω­νιο­λο­γί­στι­κη α­νά­λυ­ση. Το βι­βλίο α­πο­τε­λεί­ται α­πό τον κυ­ρίως κορ­μό, που εί­ναι η ο­μό­τιτ­λη ι­στο­ρία, χω­ρι­σμέ­νη σε έ­ξη κε­φά­λαια, και πέ­ντε α­κό­μη, αυ­το­τε­λείς και με ι­διαί­τε­ρο τίτ­λο ι­στο­ρίες, που πα­ρεμ­βάλ­λο­νται με­τα­ξύ των κε­φα­λαίων. Ο συγ­γρα­φέ­ας, σε συ­νέ­ντευ­ξή του, δια­τεί­νε­ται πως τις συ­μπε­ριέ­λα­βε για να δεί­ξει ό­τι υ­πήρ­χαν κα­τα­στά­σεις ε­γκλει­σμού και υ­πό­γειας βίας και πριν ξε­κι­νή­σει η μα­ζι­κή ε­γκα­τά­στα­ση με­τα­να­στών και η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση. Από μία ά­πο­ψη, κά­τι αυ­το­νό­η­το. Όπως και να έ­χει, αυ­τό το δεί­χνει με μια ι­στο­ρία στην πε­ρίο­δο της Απρι­λια­νής Δι­κτα­το­ρίας,  και α­κό­μη τέσ­σε­ρις, για έ­ναν φυ­λα­κι­σμέ­νο, έ­ναν ε­σω­τε­ρι­κό με­τα­νά­στη της δε­κα­τιάς του ’60, έ­ναν ά­πο­ρο και την ε­γκα­τα­λει­φθεί­σα σύ­ζυ­γο. Εδώ, τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της γρα­φής, που α­να­φέ­ρα­με, με στα­θε­ρό τον πρω­το­πρό­σω­πο λό­γο (σε μία ι­στο­ρία δο­κι­μά­ζε­ται το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο), γί­νο­νται πε­ρισ­σό­τε­ρα έκ­δη­λα. 
Ο Τσίρ­μπας εί­ναι α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κός της ο­μά­δας των πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νων συγ­γρα­φέων. Άνθι­σε στα νεό­κο­πα φυ­τώ­ρια, που α­ντι­κα­τέ­στη­σαν ε­κεί­να των λο­γο­τε­χνι­κών πε­ριο­δι­κών, και οι α­φη­γη­μα­τι­κοί τρό­ποι του α­πο­τε­λούν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της πιο ευ­διά­κρι­της Σχο­λής γρα­φής, που προέ­κυ­ψε α­πό τα Σε­μι­νά­ρια και τους Δια­γω­νι­σμούς. Σε πε­ρι­πτώ­σεις ό­πως η δι­κή του, η χρή­ση με­θό­δων βελ­τίω­σης προ­βλη­μα­τί­ζει. Δε­δο­μέ­νου ό­τι έ­χει α­φη­γη­μα­τι­κές δυ­να­τό­τη­τες, μέ­νει ζη­τού­με­νο, διά της φυ­σιο­λο­γι­κής ω­ρί­μαν­σης, τι θα προέ­κυ­πτε.


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 2/2/2014.

Καβαφικά αφιερώματα

$
0
0
Κα­τά τη διάρ­κεια του ε­πε­τεια­κού 2013, κα­τα­βλή­θη­καν, για α­κό­μη μία φο­ρά, ποι­κί­λες προ­σπά­θειες προ­σέγ­γι­σης του Κα­βά­φη και του έρ­γου του δια της ει­κα­στι­κής, θε­α­τρι­κής, συγ­γρα­φι­κής ή και φι­λο­λο­γι­κής ο­δού. Πι­θα­νώς, ε­πί μα­ταίω. Πο­σο­τι­κώς, ό­μως, η συ­γκο­μι­δή υ­πήρ­ξε πλου­σιω­τά­τη. Πρω­τί­στως σε πί­να­κες ζω­γρα­φι­κής, δευ­τε­ρευό­ντως σε θε­α­τρι­κά έρ­γα, κυ­ρίως μο­νο­λό­γους, πα­ρε­μπι­πτό­ντως και σε βι­βλία. Πλου­σιο­πα­ρό­χως, πά­ντως, σε κεί­με­να, ε­γκα­τε­σπαρ­μέ­να ως με­μο­νω­μέ­νος μόχ­θος σε ποι­κί­λα έ­ντυ­πα, αλ­λά και συ­ντε­ταγ­μέ­να σε πρα­κτι­κά η­με­ρί­δων, συ­μπο­σίων, συ­νε­δρίων, που προ­σώ­ρας τυ­πώ­νο­νται, αλ­λά και σε α­φιε­ρώ­μα­τα πε­ριο­δι­κών. Δυ­στυ­χώς, αυ­τά τα τε­λευ­ταία στά­θη­καν ο­λί­γα. Εμείς με­τρού­με μό­λις τρία σε πε­ριο­δι­κά με έ­δρα την Αθή­να. Για την υ­πό­λοι­πη Ελλά­δα ή την Κύ­προ, έ­νας κά­τοι­κος του κλει­νού ά­στεως ε­λά­χι­στα γνω­ρί­ζει.
Εδώ, ο Τύ­πος και αυ­τά τα τρία α­φιε­ρώ­μα­τα μό­λις που τα ε­πε­σή­μα­νε. Αντι­θέ­τως, το έ­να μο­να­δι­κό της αλ­λο­δα­πής μνη­μο­νεύ­θη­κε δεό­ντως. Και ε­κεί­νο έρ­γο η­με­δα­πών, ό­μως μυ­ρω­μέ­νο εν Πα­ρι­σίοις. Και ως γνω­στόν, στο συλ­λο­γι­κό υ­πο­συ­νεί­δη­το τα Φώ­τα της Εσπε­ρίας εί­ναι ιε­ρά. Υπε­ρά­νω κρι­τι­κής το α­φιέ­ρω­μα του πε­ριο­δι­κού «Europe», που ί­δρυ­σε προ 90 ε­τών έ­νας Ρο­μαίν Ρο­λάν. Ού­τε καν σχο­λιά­στη­κε το τόλ­μη­μα του ε­πι­με­λη­τή, χω­ρίς συ­ναί­σθη­ση των δυ­σκο­λιών, να πα­ρου­σιά­σει Κα­βά­φη σε δι­κή του με­τά­φρα­ση. Τρία ποιή­μα­τα ως πρώ­τη γεύ­ση: «Souviens-toi, corps...», «Si seulement», «Jours de 1908». Απο­ρού­με, με τον τίτ­λο «Si seulement», πό­σοι α­να­γνώ­στες α­να­κα­λούν για ποιο κα­βα­φι­κό ποίη­μα πρό­κει­ται.
Τα τρία α­φιε­ρώ­μα­τα στε­γά­στη­καν, τα δυο σε λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, «Το Δέ­ντρο» και «Νέα Εστία», το τρί­το στα «Σύγ­χρο­να Θέ­μα­τα». Στο πρώ­το έ­χου­με ή­δη α­να­φερ­θεί. Το α­φιέ­ρω­μα κα­τα­λαμ­βά­νει 155 σε­λί­δες ε­πί συ­νό­λου 229. Με τίτ­λο, «Ξα­να­δια­βά­ζου­με τον Κα­βά­φη», τα 28 κεί­με­να α­πλώ­νο­νται σε ο­λό­κλη­ρο το κα­βα­φι­κό το­πίο. 25 οι ζώ­ντες συ­νερ­γά­τες, δυο α­πό το δυ­να­μι­κό του Αρι­στο­τε­λείου Πα­νε­πι­στη­μίου (Μ. Χρυ­σαν­θό­που­λος, Μ. Βα­σι­λειά­δη) συμ­με­τέ­χουν και στο α­φιέ­ρω­μα του έ­τε­ρου λο­γο­τε­χνι­κού πε­ριο­δι­κού, ε­νώ έ­νας (Δ. Αγγε­λής), και στο τρί­το.
Τον Ιού­λιο κυ­κλο­φό­ρη­σε το α­φιέ­ρω­μα του πε­ριο­δι­κού «Σύγ­χρο­να Θέ­μα­τα». Το δι­πλό τεύ­χος του δεύ­τε­ρου ε­ξα­μή­νου του 2013 α­νοί­γει με τον «Φά­κε­λο: Ο Κα­βά­φης του Τσίρ­κα», που α­πλώ­νε­ται σε 105 σε­λί­δες, κα­τα­λαμ­βά­νο­ντας κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό το μι­σό τεύ­χος. Βα­σι­κό α­τού του α­φιε­ρώ­μα­τος εί­ναι τα ντο­κου­μέ­ντα, που α­να­σύ­ρει α­πό δυο Αρχεία· του Στρα­τή Τσίρ­κα και του Μ. Μ. Πα­παϊωάν­νου. Γεν­νιέ­ται η α­πο­ρία, για­τί αυ­τά τα πο­λύ­τι­μα τεκ­μή­ρια δεν έ­τυ­χαν αυ­το­τε­λούς έκ­δο­σης. Δε­δο­μέ­νου, μά­λι­στα, ό­τι τα Αρχεία δεν βρί­σκο­νται στα χέ­ρια κλη­ρο­νό­μων αλ­λά α­πό­κει­νται στο Ε.Λ.Ι.Α.. Πρό­κει­ται για τα “η­με­ρο­λό­για ερ­γα­σίας”, που κρα­τού­σε ο Τσίρ­κας κα­τά τη συγ­γρα­φή των δυο κα­βα­φι­κών με­λε­τών, και για την αλ­λη­λο­γρα­φία του κυ­ρίως με τον Πα­παϊωάν­νου, αλ­λά και με τους Μάρ­κο Αυ­γέ­ρη και Τά­σο Βουρ­νά. Στο α­φιέ­ρω­μα πα­ρα­τί­θε­νται α­πο­σπά­σμα­τα α­πό 80 η­με­ρο­λο­για­κές κα­τα­γρα­φές, 45 α­πό το η­με­ρο­λό­γιο της πρώ­της με­λέ­της «Ο Κα­βά­φης και η ε­πο­χή του» και 25 α­πό ε­κεί­νο της δεύ­τε­ρης «Ο πο­λι­τι­κός Κα­βά­φης». Επί­σης, α­πο­σπά­σμα­τα α­πό 11 ε­πι­στο­λές Τσίρ­κα προς Πα­παϊωάν­νου, δυο Πα­παϊωάν­νου προς Τσίρ­κα, μία Τσίρ­κα προς Αυ­γέ­ρη, δυο Αυ­γέ­ρη προς Τσίρ­κα και μια Τσίρ­κα προς Βουρ­νά. Για τη μη έκ­δο­ση των τεκ­μη­ρίων δεν εί­ναι υ­πεύ­θυ­νοι οι με­λε­τη­τές. Εκεί­νο που θα α­να­με­νό­ταν α­πό αυ­τούς εί­ναι μία πε­ρι­γρα­φή των δυο η­με­ρο­λο­γίων και των ε­πι­στο­λι­κών σω­μά­των, για να δο­θεί ευ­κρι­νέ­στε­ρη ει­κό­να για “το ερ­γα­στή­ρι του κρι­τι­κού Τσίρ­κα”, ό­πως εί­ναι και ο τίτ­λος της πρώ­της ε­νό­τη­τας του τρι­με­ρούς α­φιε­ρώ­μα­τος.
Σύμ­φω­να με το προ­λο­γι­κό ση­μείω­μα των ε­πι­με­λη­τών του, Γιάν­νη Πα­πα­θε­ο­δώ­ρου και Μίλ­του Πε­χλι­βά­νου, ο συ­γκε­κρι­μέ­νος ε­πε­τεια­κός “α­να­στο­χα­σμός” στο­χεύει να α­να­δεί­ξει τον Τσίρ­κα ως κρι­τι­κό του Κα­βά­φη σε έ­να ευ­ρύ­τε­ρο πλαί­σιο α­πό ε­κεί­νο της Αρι­στε­ράς, στο ο­ποίο εί­χε ου­σια­στι­κά πε­ριο­ρι­στεί την ε­πο­χή που εκ­δό­θη­καν οι δυο με­λέ­τες. Μι­σό και πλέ­ον αιώ­να αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν η θέ­α­ση του Κα­βά­φη αλ­λά­ζει, χρειά­ζε­ται και “ο Κα­βά­φης του Τσίρ­κα” να ε­πα­να­προσ­διο­ρι­στεί με βά­ση τη ση­με­ρι­νή ο­πτι­κή. Το πρώ­το κεί­με­νο της Χρύ­σας Προ­κο­πά­κη και του Αγγε­λή εί­ναι έ­να εί­δος προ­λό­γου στα η­με­ρο­λο­για­κά πα­ρα­θέ­μα­τα, που συ­νο­δεύο­νται α­πό ση­μειώ­σεις βι­βλιο­γρα­φι­κού χα­ρα­κτή­ρα και κά­ποιες φι­λο­λο­γι­κού. Σε αυ­τόν, σχο­λιά­ζο­νται συ­νο­πτι­κά οι η­με­ρο­λο­για­κές κα­τα­γρα­φές του Τσίρ­κα, χω­ρίς να δια­τυ­πώ­νο­νται πα­ρα­τη­ρή­σεις και ε­ρω­τή­μα­τα προς την κα­τεύ­θυν­ση που στο­χεύει το α­φιέ­ρω­μα. Το δεύ­τε­ρο κεί­με­νο των δυο ε­πι­με­λη­τών ξε­δι­πλώ­νε­ται πα­ράλ­λη­λα με τα πα­ρα­θέ­μα­τα της αλ­λη­λο­γρα­φίας, α­πο­κα­θι­στώ­ντας μία α­φη­γη­μα­τι­κή ροή. Μέ­νου­με με την ε­ντύ­πω­ση πως ό­σοι α­να­γνώ­στες γνω­ρί­ζουν τη σχε­τι­κή φι­λο­λο­γία θα συ­μπλη­ρώ­σουν κε­νά, πι­θα­νώς και να εμ­βα­θύ­νουν λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο στην κρι­τι­κή υ­πο­δο­χή των με­λε­τών του Τσίρ­κα α­πό την Αρι­στε­ρά. Οι υ­πό­λοι­ποι, ό­μως, θα πρέ­πει μάλ­λον να πε­ρι­μέ­νουν το βι­βλίο που ε­τοι­μά­ζει ο Πα­πα­θε­ο­δώ­ρου. Πά­ντως, η χρή­ση του Άλλου Κα­βά­φη για τον “πο­λι­τι­κό Κα­βά­φη” του Τσίρ­κα, δη­μιουρ­γεί σύγ­χυ­ση, κα­θώς το Άλλος α­ντι­πα­ρα­τί­θε­ται προς το ε­κά­στο­τε ι­σχύον, ο­πό­τε σή­με­ρα, ει­δι­κό­τε­ρα κα­τά το έ­τος Κα­βά­φη, πα­ρα­πέ­μπει στον ε­ρω­τι­κό Κα­βά­φη.
Το δεύ­τε­ρο μέ­ρος του α­φιε­ρώ­μα­τος, τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Σε και­ρό και σε τό­πο», ε­πί­σης με δυο κεί­με­να. Ο Χρή­στος Χα­τζηιω­σήφ πα­ρου­σιά­ζει τον Τσίρ­κα ως ι­στο­ρι­κό, μη ε­παγ­γελ­μα­τία και γι’ αυ­τό δυο φο­ρές πιο προ­σε­κτι­κό, πρω­το­πο­ρια­κό για την ε­πο­χή του, κα­θώς, πέ­ραν των γρα­πτών πη­γών, χρη­σι­μο­ποίη­σε φω­το­γρα­φι­κό υ­λι­κό και προ­φο­ρι­κές μαρ­τυ­ρίες. Με βά­ση τη ση­με­ρι­νή γνώ­ση για την ελ­λη­νι­κή πα­ροι­κία της Αι­γύ­πτου, προ­σθέ­τει διορ­θω­τι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις στην πρώ­τη με­λέ­τη του Τσίρ­κα, φω­τί­ζο­ντας το ρό­λο της αι­γυ­πτιώ­τι­κης Αρι­στε­ράς με­τά το 1952. Ενώ, σχε­τι­κά με τη δεύ­τε­ρη με­λέ­τη, ε­πι­ση­μαί­νει τις ι­δε­ο­λο­γι­κές δια­φο­ρο­ποιή­σεις του ί­διου του Τσίρ­κα. Ακο­λου­θεί το κεί­με­νο του Αλέ­ξαν­δρου Κα­ζα­μία, με α­ντι­κεί­με­νο την πρώ­τη με­λέ­τη ως ι­στο­ρι­κό α­φή­γη­μα. Θυ­μί­ζου­με ό­τι, ως φι­λο­λο­γι­κή βιο­γρα­φία, έ­τυ­χε του α­ντί­στοι­χου κρα­τι­κού βρα­βείου λο­γο­τε­χνίας, που στά­θη­κε και το μο­να­δι­κό του Τσίρ­κα. Ο με­λε­τη­τής ε­πα­νέρ­χε­ται στην πα­ρα­τή­ρη­ση του Χα­τζηιω­σήφ για τον τα­ξι­κό δια­χω­ρι­σμό της ελ­λη­νι­κής πα­ροι­κίας σε “πρω­το­κλα­σά­τους” και “δευ­τε­ρο­κλα­σά­τους”. Αυ­στη­ρός κρι­τής αυ­τός, ε­πι­μέ­νει στις “α­τέ­λειες” αυ­τού του ι­στο­ρι­κού εγ­χει­ρή­μα­τος και στο “μα­νι­χαϊκό σχή­μα”, που, κα­τ’ αυ­τόν, υιο­θε­τεί ο Τσίρ­κας στην πα­ρου­σία­ση της ελ­λη­νι­κής πα­ροι­κίας. Όσο α­φο­ρά τον Άλλο Κα­βά­φη του Τσίρ­κα, δεν υιο­θε­τεί την ά­πο­ψη ό­τι ο Κα­βά­φης εί­χε εκ­δη­λώ­σει “α­ντια­πο­κια­κές πε­ποι­θή­σεις”.
Στο τρί­το και τε­λευ­ταίο μέ­ρος του α­φιε­ρώ­μα­τος, «Στις πο­λι­τείες της γρα­φής», α­να­ζη­τού­νται τα κα­βα­φι­κά ί­χνη στην τρι­λο­γία «Ακυ­βέρ­νη­τες Πο­λι­τείες» και ε­πι­χει­ρεί­ται ερ­μη­νεία των συγ­γρα­φι­κών προ­θέ­σεων. Η Μα­ρία Ια­τρού α­να­φέ­ρε­ται κυ­ρίως στον πρώ­το τό­μο, ο Ulrich Moennig ε­στιά­ζει στο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ή­ρωα Ρό­μπερτ Ρί­τσαρ­ντς και η Μα­ρία Το­πά­λη, στον τρί­το τό­μο, με έμ­φα­ση στον ί­διο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ή­ρωα. Ο Γερ­μα­νός με­λε­τη­τής τον πα­ρου­σιά­ζει, δα­νει­ζό­με­νος την πε­ρι­γρα­φή του Αλέξ. Αργυ­ρίου, “Ελλη­νι­στής, ου­το­πι­στής, με σε­ξουα­λι­κή ι­διαι­τε­ρό­τη­τα”. Η Το­πά­λη, μο­να­δι­κή λο­γο­τέ­χνις στους ε­πτά συ­νερ­γά­τες του α­φιε­ρώ­μα­τος, προ­τι­μά την τρέ­χου­σα γλώσ­σα. Τον α­να­φέ­ρει ως “οξ­φορ­δια­νό ο­μο­φυ­λό­φι­λο”, ει­σά­γο­ντας τα δί­πο­λα “Ρί­τσαρ­ντς-Σι­μω­νί­δης” (το κε­ντρι­κό πρό­σω­πο της τρι­λο­γίας) ό­πως “Κα­βά­φης-Τσίρ­κας”. Κα­τα­λη­κτι­κά δη­λώ­νει ό­τι την “ι­ντρι­γκά­ρου­ν” οι πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κές ταυ­τό­τη­τες, ό­πως η πι­θα­νο­λο­γού­με­νη αρ­με­νοϊρα­νι­κή κα­τα­γω­γή του Κα­βά­φη. Έτσι προ­σθέ­τει στο α­φιέ­ρω­μα μια πι­νε­λιά α­πό την πα­λέ­τα του τρέ­χο­ντος ε­πε­τεια­κού έ­τους.
Τον Δε­κέμ­βριο κυ­κλο­φό­ρη­σε το τρί­το α­φιέ­ρω­μα, της «Νέ­ας Εστίας». Πα­ρα­τάσ­σε­ται με­τά τις ει­σα­γω­γι­κές δη­μο­σιεύ­σεις ποιη­μά­των και διη­γη­μά­των, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­στών συγ­γρα­φέων (ση­μειω­τέ­ον ό­τι κα­ταρ­γή­θη­κε το υ­πο­σε­λί­διο σύ­ντο­μο βιο­γρα­φι­κό, που εί­χε κα­θιε­ρώ­σει ο προ­η­γού­με­νος διευ­θυ­ντής), και πριν τις ε­νό­τη­τες “τεκ­μή­ρια”, “δο­κί­μιο”, “κρι­τι­κή” (κα­ταρ­γή­θη­κε η βι­νιέ­τα “μη­νο­λό­γιο”). Λεί­πει πρό­λο­γος της σύ­ντα­ξης του πε­ριο­δι­κού, που να το­πο­θε­τεί το α­φιέ­ρω­μα. Απου­σιά­ζει α­κό­μη και μία δια­χω­ρι­στι­κή, έ­στω λευ­κή σε­λί­δα, ε­νώ η φω­το­γρα­φία του Κα­βά­φη, το­πο­θε­τη­μέ­νη στο τέ­λος του α­φιε­ρώ­μα­τος, σε α­ρι­στε­ρή σε­λί­δα, α­ντι­κρι­στά με την πρώ­τη σε­λί­δα της τρί­της ε­νό­τη­τας, δη­μιουρ­γεί την ε­ντύ­πω­ση πως ο Αλε­ξαν­δρι­νός γυ­ρί­ζει τα νώ­τα του σε αυ­τό.
Tο α­φιέ­ρω­μα κα­τα­λαμ­βά­νει 146 σε­λί­δες ε­πί συ­νό­λου 318. Από τις ο­ποίες το έ­να τρί­το, που α­ντι­στοι­χεί στα δυο τε­λευ­ταία κεί­με­να των Πιερ Μπε­ρεν­ζέ και Δη­μή­τρη Καρ­γιώ­τη, προ­στέ­θη­κε α­πό τη διεύ­θυν­ση του πε­ριο­δι­κού, ό­πως και η ει­κο­νο­γρά­φη­ση με σχέ­δια του κύ­πριου ζω­γρά­φου Ανδρέα Κα­ρα­γιάν. Αυ­τή η πλη­ρο­φο­ρία δί­νε­ται σε υ­πο­σε­λί­δια ση­μείω­ση με­τά τον πρό­λο­γο των δυο ε­πι­με­λη­τριών του α­φιε­ρώ­μα­τος, Λί­ζυς Τσι­ρι­μώ­κου και Ιωάν­νας Να­ού­μ, χω­ρίς πε­ραι­τέ­ρω διευ­κρί­νι­ση σε τι στο­χεύει αυ­τή η προ­σθή­κη, που δεν συ­νά­δει με το πνεύ­μα του κυ­ρίως α­φιε­ρώ­μα­τος. Πό­σω μάλ­λον ό­ταν αυ­τό θέ­λει να εκ­φρά­ζει την ε­πι­στη­μο­νι­κή κοι­νό­τη­τα του Αρι­στο­τε­λείου. Κα­τά τα άλ­λα, η ει­κο­νο­γρά­φη­ση συ­μπλη­ρώ­νει το κε­νό του ε­ρω­τι­κού Κα­βά­φη, ε­νώ το δεύ­τε­ρο κεί­με­νο φέρ­νει τον μο­δά­το αέ­ρα της κα­τε­δά­φι­σης. Κα­τά τη γνώ­μη μας, με το δι­καίω­μα του στα­θε­ρού α­να­γνώ­στη και σχο­λια­στή, τα πρώ­τα ση­μεία της πέ­μπτης πε­ριό­δου της Νέ­ας Εστίας δεν δεί­χνουν και τό­σο ευοίω­να.
Το αρ­χι­κώς προ­βλε­πό­με­νο α­φιέ­ρω­μα α­πο­τε­λεί­ται α­πό τέσ­σε­ρα κεί­με­να “πλά­γιας φι­λο­λο­γι­κής μα­τιάς”. Στον πρό­λο­γο, α­να­φέ­ρε­ται η σχέ­ση «Νέ­ας Εστίας» - Κα­βά­φη, με το σχό­λιο ό­τι το πε­ριο­δι­κό “δεν υ­πέ­κυ­ψε” στο “δί­λημ­μα Πα­λα­μάς ή Κα­βά­φης” και ό­τι σε αυ­τό “δη­μο­σιεύ­τη­καν έ­γκαι­ρα α­ξιό­λο­γες ερ­γα­σίες για τον Κα­βά­φη, πριν α­κό­μη α­πό το α­φιέ­ρω­μα, με α­φορ­μή τον θά­να­τό του”. Η πα­ρα­τή­ρη­ση δεν εί­ναι μεν ε­σφαλ­μέ­νη, δη­μιουρ­γεί, ό­μως, ε­σφαλ­μέ­νες ε­ντυ­πώ­σεις. “Ας α­να­λο­γι­στού­με ό­τι στα 1927 ο Ξε­νό­που­λος ί­δρυ­σε την Νέα Εστία, α­πό τις σε­λί­δες της ο­ποίας ο Κα­βά­φης α­που­σιά­ζει ως το 1930”, πα­ρα­τη­ρεί ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης. Εκεί­νος στη­ρι­ζό­ταν στα βι­βλιο­γρα­φι­κά δε­δο­μέ­να του Κα­τσί­μπα­λη, ε­μείς, με τα πρό­σθε­τα του Δα­σκα­λό­που­λου, μπο­ρού­με να ε­παυ­ξή­σου­με το σχό­λιό του. Πριν το 1930, ο Κα­βά­φης α­να­φέ­ρε­ται, κυ­ρίως στη στή­λη “Πε­ριο­δι­κά και ε­φη­με­ρί­δες”, με σα­φώς αρ­νη­τι­κή χροιά. Όπως το ει­ρω­νι­κό σχό­λιο για “τους κα­λούς λο­γίους της Αλε­ξάν­δρειας” και “την Νε­ο-α­λε­ξαν­δρι­νή Σχο­λή, η ο­ποία έ­χει ή­δη, με­τα­ξύ των άλ­λων, έ­ναν Κα­βά­φη ποιη­τήν κι’ έ­ναν Λε­ο­ντήν μυ­θι­στο­ριο­γρά­φο­ν”. Ενώ, άλ­λος σχο­λια­στής α­να­φε­ρό­με­νος στη αι­σθη­τι­κή της γλώσ­σας προ­τεί­νει να α­ντι­κα­τα­στα­θεί η τριά­δα “Κάλ­βος, Πα­πα­δια­μά­ντης, Κα­βά­φης” με τους “Σο­λω­μό, Καρ­κα­βί­τσα, Πα­λα­μά”. Ή, α­κό­μη, ο Κλέων Πα­ρά­σχος, σε κρι­τι­κή του για τον ποιη­τή Μιχ. Στα­σι­νό­που­λο, το­πο­θε­τεί τον Κα­βά­φη “στους πα­λαιούς που έ­δω­καν πιά ό,τι εί­χαν να δώ­σου­ν”. Οι ε­πι­με­λή­τριες, ως α­ξιό­λο­γες ερ­γα­σίες α­να­φέ­ρουν τρεις, των Άγρα, Νι­κο­λα­ρεΐζη και Πα­ρά­σχου. Αυ­τές, ό­μως, δη­μο­σιεύο­νται με­τά τη δη­μο­σίευ­ση του πρώ­του κα­βα­φι­κού ποιή­μα­τος, στο τεύ­χος της 1ης Ιαν. 1930, «Νέ­οι της Σι­δώ­νος (400 μ.Χ.)», που συ­νο­δεύε­ται α­πό ει­σα­γω­γι­κό ση­μείω­μα, α­νυ­πό­γρα­φο μεν, αλ­λά α­πο­δι­δό­με­νο στον Ξε­νό­που­λο. Ακό­μη, ό­μως, κι αν δεν το συ­νέ­τα­ξε ο ί­διος, το ε­νέ­κρι­νε, δί­νο­ντας το πρά­σι­νο φως. Αμέ­σως με­τά δη­μο­σιεύο­νται τα κεί­με­να Άγρα (30.5.1930) και Νι­κο­λα­ρεΐζη (1.11.1931), για να α­κο­λου­θή­σει ο Ξε­νό­που­λος, που πλη­ρο­φο­ρεί για τον ερ­χο­μό του Κα­βά­φη στην Αθή­να, κα­λο­καί­ρι 1932, και σε λι­γό­τε­ρο α­πό χρό­νο, για τον θά­να­τό του. Όσο για την α­να­φε­ρό­με­νη κρι­τι­κή του Πα­ρά­σχου στο βι­βλίο του Μα­λά­νου, αυ­τή δη­μο­σιεύ­θη­κε την 1η Ιου­λίου 1933, δη­λα­δή με­τά τον θά­να­το του Κα­βά­φη.
Οι τέσ­σε­ρις συ­νερ­γά­τες του κυ­ρίως α­φιε­ρώ­μα­τος εί­ναι ο Χρυ­σαν­θό­που­λος και τρεις νεό­τε­ρες με­λε­τή­τριες. Η κα­βα­φι­κή πε­ριο­χή στην ο­ποία ε­πι­κε­ντρώ­νο­νται εί­ναι πε­ριο­ρι­σμέ­νης έ­κτα­σης, κερ­δί­ζει, ό­μως, σε βά­θος. Οι δυο πρώ­τες με­λέ­τες, της Να­ούμ και του Χρυ­σαν­θό­που­λου, α­φο­ρούν στην πε­ρίο­δο 1891-1903 και τις δυο πρώ­τες “α­να­θεω­ρή­σεις” α­πό τον Κα­βά­φη της “ποιη­τι­κής του θεω­ρίας”, ό­πως τις α­νέ­δει­ξε ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης. Η Να­ούμ προ­σεγ­γί­ζει την κα­βα­φι­κή ει­ρω­νεία, ξε­κι­νώ­ντας α­πό το ποίη­μα, «Αλλη­λου­χία κα­τά τον Βω­δε­λαί­ρον», γραμ­μέ­νο το 1891, που έ­μει­νε στα «Κρυμ­μέ­να». Σε αυ­τό, στη με­τά­φρα­ση του σο­νέ­του «Αλλη­λου­χίες» του Μπων­τλέ­ρ, προ­στί­θε­νται πρό­λο­γος και ε­πω­δός. Η με­λε­τή­τρια θεω­ρεί πως η ε­πω­δός συ­νι­στά “ποιη­τι­κή πε­ρι­γρα­φή” του γερ­μα­νι­κού ό­ρου witz. Ωστό­σο, τό­σο ο Φρει­δε­ρί­κος Σλέ­γκε­λ, ό­σο και ο συ­νερ­γά­της του Λου­δο­βί­κος Τη­κ, έ­βλε­παν δυ­να­μι­σμό και θυ­μη­δία “στο γλί­στρη­μα α­πό την ει­ρω­νεία στο witz”, που α­που­σιά­ζουν στην ε­πω­δό. Ή μή­πως ό­χι;
Ο Χρυ­σαν­θό­που­λος σχο­λιά­ζει “την ε­μπλο­κή του Κα­βά­φη με την ι­στο­ριο­γρα­φία”, ε­νώ ε­πα­νέρ­χε­ται στο θέ­μα του πο­λι­τι­κού Κα­βά­φη, που τον έ­χει και πα­λαιό­τε­ρα α­πα­σχο­λή­σει, α­πο­τε­λώ­ντας το α­ντι­κεί­με­νο της συ­νερ­γα­σίας του στο α­φιέ­ρω­μα του «Δέ­ντρου». Η Βα­σι­λειά­δη α­να­φέ­ρε­ται “στις αυ­το­κρά­τει­ρες του Κα­βά­φη”, θέ­μα που α­πα­σχο­λεί και τον Πή­τερ Τζέ­φρυς στο α­φιέ­ρω­μα του «Δέ­ντρου». Τέ­λος, την κα­θη­γή­τρια γερ­μα­νι­κής φι­λο­λο­γίας Αλε­ξάν­δρα Ρα­σι­δά­κη, με­τά τη με­λαγ­χο­λία, την α­πα­σχο­λεί “η θε­μα­τι­κή της ταυ­τό­τη­τας και της ε­τε­ρό­τη­τας”, βρί­σκο­ντας πα­ραλ­λη­λία α­νά­με­σα στον Κα­βά­φη και την αυ­στρο­ε­βραία συγ­γρα­φέα Ίλζε Άι­χι­γκε­ρ, την ο­ποία έ­χει πα­ρου­σιά­σει στο ελ­λη­νι­κό κοι­νό.
Αυ­τά τα συ­νο­πτι­κά πε­ρί κα­βα­φι­κών α­φιε­ρω­μά­των. Ο χώ­ρος δεν ε­πι­τρέ­πει πε­ραι­τέ­ρω σχο­λια­σμό.


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δη­μο­σιεύ­θη­κε στην ε­φη­με­ρί­δα "Η Επο­χή"στις 9/2/2014.

Οι πρωτιές του «Κλόουν»

$
0
0
Πρώτη μετάφραση του «Κλόουν»,
έκδοση του 1973.


Ο Γιάν­νης Τσα­ρού­χης φέ­ρε­ται να εί­πε το σο­φό, “στην Ελλά­δα εί­σαι ό,τι δη­λώ­σεις”, χω­ρίς να α­πο­κλείε­ται να το εί­πε και κά­ποιος άλ­λος πριν α­πό αυ­τόν. Το σί­γου­ρο εί­ναι πως σή­με­ρα πλέ­ον η χρή­ση του έ­χει γε­νι­κευ­τεί, ε­νώ, στις η­μέ­ρες μας, κερ­δί­ζει έ­δα­φος και η πα­ραλ­λα­γή, “στην Ελλά­δα ι­σχύει ό,τι δη­λώ­σεις”. Οι πιο α­νυ­πό­στα­τοι και α­πί­θα­νοι ι­σχυ­ρι­σμοί, ό­ταν προέρ­χο­νται α­πό κά­ποιον που θεω­ρεί­ται ει­δή­μων ε­πί ε­νός θέ­μα­τος, υιο­θε­τού­νται α­πό τα ΜΜΕ και α­να­πα­ρά­γο­νται ως α­λη­θείς, χω­ρίς ι­διαί­τε­ρο ή και κα­νέ­να έ­λεγ­χο. Με την ί­δια ευ­κο­λία γί­νο­νται α­πο­δε­κτοί α­πό το κοι­νό, που τους ε­πα­να­λαμ­βά­νει ως θέ­σφα­τα. Την α­φορ­μή γι’ αυ­τές τις δια­πι­στώ­σεις δεν μας την έ­δω­σε ο χώ­ρος του βι­βλίου, αλ­λά ε­κεί­νος του θεά­τρου. Ας μη νο­μι­στεί, ό­μως, ό­τι αυ­θαί­ρε­τα μπαί­νου­με σε ξέ­να χω­ρά­φια. Αντι­θέ­τως, οι άν­θρω­ποι του θεά­τρου εί­ναι ε­κεί­νοι που έ­χουν αρ­χί­σει να ψω­μί­ζο­νται α­πό το πε­ζο­γρα­φι­κό βι­βλίο, με τις λε­γό­με­νες θε­α­τρο­ποιή­σεις πε­ζών έρ­γων. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, πε­ρί του και­νο­φα­νούς του φαι­νο­μέ­νου των θε­α­τρο­ποιή­σεων, συ­νη­γο­ρεί και το γε­γο­νός ό­τι πρό­κει­ται για α­θη­σαύ­ρι­στη λέ­ξη, κα­τά το θε­α­τρο­ποιός, που εί­ναι λέ­ξη κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη μεν, αλ­λά με ευ­ρύ­τε­ρη ση­μα­σία.
Πα­λαιό­τε­ρα χρη­σι­μο­ποιεί­το η λέ­ξη δρα­μα­το­ποίη­ση, που ο­ρι­ζό­ταν ως η τέ­χνη της σύν­θε­σης θε­α­τρι­κού έρ­γου α­πό έ­να πε­ζό. Ο δρα­μα­το­ποιός μπο­ρεί να ξε­κι­νού­σε α­πό κά­ποιο συ­γκε­κρι­μέ­νο  έρ­γο, ου­σια­στι­κά, ό­μως, το με­τα­μόρ­φω­νε σε κά­τι και­νού­ριο. Πε­ριό­ρι­ζε τη λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τα του πρω­τό­τυ­που, που δεν μπο­ρού­σε να α­πο­δο­θεί σκη­νι­κά, και ε­στία­ζε, ό­πως ο δρα­μα­τουρ­γός, με γνώ­μο­να τους δρα­μα­τι­κούς κώ­δι­κες, στη θε­α­τρι­κό­τη­τα. Σε α­ντί­θε­ση με την κρα­τού­σα σή­με­ρα τε­χνι­κή της θε­α­τρο­ποίη­σης, που συ­χνά τους πα­ρα­κά­μπτει, έ­χο­ντας ως κύ­ριο στό­χο την ε­πί­τευ­ξη της πα­ρα­στα­σι­μό­τη­τας, κα­τά έ­τε­ρο εν χρή­σει σή­με­ρα νε­ο­λο­γι­σμό. Η α­πό­στα­ση με­τα­ξύ τού τι εν­νο­εί­ται ως δρα­μα­το­ποίη­ση και τι ε­ξυ­πα­κούε­ται ως θε­α­τρο­ποίη­ση εί­ναι ση­μα­ντι­κή και δεν φαί­νε­ται μό­νο α­πό το α­πο­τέ­λε­σμα αλ­λά και α­πό την τα­χύ­τη­τα, που συ­χνά συ­νε­πά­γε­ται προ­χει­ρό­τη­τα, με την ο­ποία συ­νή­θως γί­νο­νται οι θε­τρο­ποιή­σεις. Κα­τά κα­νό­να, για θε­α­τρο­ποίη­ση ε­πι­λέ­γο­νται έρ­γα με λί­γα πρό­σω­πα, ώ­στε να ε­ξυ­πη­ρε­τούν τα θέ­α­τρα μι­κρών χώ­ρων, που έ­χουν αρ­χί­σει να κερ­δί­ζουν ό­λο και με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος α­πό το κοι­νό των με­γά­λων σκη­νών. Αλλά και να κα­λύ­πτουν την ό­λο και συ­χνό­τε­ρα εμ­φα­νι­ζό­με­νη τά­ση με­ρί­δας σκη­νο­θε­τών να εμ­φα­νί­ζο­νται σαν άν­θρω­ποι-ορ­χή­στρα, συ­γκε­ντρώ­νο­ντας πε­ρισ­σό­τε­ρες της μίας ι­διό­τη­τες. με­τα­φρα­στής αν πρό­κει­ται για ξέ­νο έρ­γο, δια­σκευα­στής, σκη­νο­θέ­της έως και η­θο­ποιός.
Όλες αυ­τές οι δια­φο­ρο­ποιή­σεις στο χώ­ρο του θεά­τρου συμ­βάλ­λουν σε οι­κο­νο­μι­κό­τε­ρα α­νε­βά­σμα­τα. Δεν γνω­ρί­ζου­με τι γί­νε­ται ε­κτός ελ­λα­δι­κών συ­νό­ρων, πά­ντως, στα κα­θ’ η­μάς, εμ­φα­νί­στη­καν σαν ε­πα­κό­λου­θο της κρί­σης. Ή, του­λά­χι­στον, τό­τε πή­ραν δια­στά­σεις φαι­νο­μέ­νου. Εμείς εί­χα­με α­να­φερ­θεί σε αυ­τήν την διό­γκω­ση των θε­α­τρο­ποιή­σεων, ό­ταν δια­πι­στώ­σα­με το εύ­ρος  που εί­χαν πά­ρει οι θε­α­τρο­ποιή­σεις του Πα­πα­δια­μά­ντη. Όπως σχο­λιά­ζου­με και στο βι­βλιά­ριό μας, «Πα­πα­δια­μα­ντι­κά 2011», κα­τά τη διάρ­κεια του ε­πε­τεια­κού έ­τους τα θε­α­τρι­κά α­νε­βά­σμα­τα “αυ­ξή­θη­καν και ε­πλη­θύν­θη­σαν, ό­πως τα μα­νι­τά­ρια με τον υ­γρόν και­ρό­ν”. Και αυ­τό συ­νε­χί­στη­κε τον ε­πό­με­νο και τον με­θε­πό­με­νο χρό­νο, φθά­νο­ντας αι­σίως στους πρώ­τους μή­νες του 2014, να παί­ζο­νται, σε πολ­λο­στή ε­πα­νά­λη­ψη, δυο α­πό τα θε­α­τρο­ποιη­μέ­να τό­τε έρ­γα. Ενώ, εμ­φα­νί­στη­κε και έ­να και­νού­ριο, «Οι Φό­νισ­σες της (sic!) Πα­πα­δια­μά­ντη», που δεν έ­χει μεν ου­δε­μία σχέ­ση με το ο­μό­τιτ­λο έρ­γο του Πα­πα­δια­μά­ντη, αλ­λά α­πέ­κτη­σε τίτ­λο με πα­πα­δια­μα­ντι­κές συν­δη­λώ­σεις, σκη­νο­θέ­τη θέ­λο­ντος. Εκεί­νος δή­λω­σε ό­τι δια­πνέε­ται παι­διό­θεν α­πό έ­ρω­τα προς τον Σκια­θί­τη και ου­δείς α­γα­νά­κτη­σε με την ε­μπλο­κή του ο­νό­μα­τος του Πα­πα­δια­μά­ντη σε κά­τι τό­σο πα­ντε­λώς ξέ­νο προς τους η­θι­κούς κώ­δι­κες του έρ­γου του. Όπως, άλ­λω­στε, έ­γι­ναν α­πο­δε­κτές οι ποι­κί­λες και συ­χνά μυ­θώ­δεις α­πο­φάν­σεις πε­ρί Πα­πα­δια­μά­ντη ό­σων κα­τα­πιά­στη­καν κα­τά το ε­πε­τεια­κό 2011 με θε­α­τρο­ποιή­σεις των διη­γη­μά­των του.
Εδώ, ό­μως, θέ­λου­με να σχο­λιά­σου­με κά­ποιες πρό­σφα­τες δη­λώ­σεις σχε­τι­κά με τη θε­α­τρο­ποίη­ση ε­νός ξέ­νου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, πα­σι­φα­νώς ε­σφαλ­μέ­νες, που ου­δείς αμ­φι­σβή­τη­σε. Αν το πρό­βλη­μα με τις θε­α­τρο­ποιή­σεις του Πα­πα­δια­μά­ντη ε­πι­τεί­νε­ται με την ε­πι­κρα­τού­σα τα­κτι­κή να μην πε­ριο­ρί­ζο­νται σε έ­να διή­γη­μα, αλ­λά να κά­νουν ποτ που­ρί α­πό πε­ρισ­σό­τε­ρα και συ­χνά, να α­να­κα­τώ­νουν τα βιο­γρα­φι­κά του στοι­χεία, στις θε­α­τρο­ποιή­σεις ξέ­νων πε­ζο­γρα­φη­μά­των ξε­κι­νά­ει α­πό τη μη α­να­φο­ρά της με­τά­φρα­σης, που α­πο­τε­λεί τη βά­ση της δια­σκευής. Πα­ρό­λο που η με­τά­φρα­ση, στην ο­ποία στη­ρί­ζε­ται η θε­α­τρο­ποί­ση α­πο­τε­λεί ση­μα­ντι­κό πα­ρά­γο­ντα, α­φού, χά­ρις στην ποιό­τη­τά της, θα δια­σω­θεί, ό­σο δια­σω­θεί, κά­τι α­πό τη λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τα του πρω­τό­τυ­που.
Ας γί­νου­με πιο συ­γκε­κρι­μέ­νοι. Στο ρε­περ­τό­ριο για το πε­ντά­μη­νο Σε­πτ. 2013-Ιαν. 2014, που εί­χε α­να­κοι­νώ­σει ο καλ­λι­τε­χνι­κός διευ­θυ­ντής του Εθνι­κού Θεά­τρου Σω­τή­ρης Χατ­ζά­κης, στις 9 Ιουλ. 2013, πα­ρό­τι πρό­κει­ται για την πρώ­τη σκη­νή της χώ­ρας, υ­πήρ­χαν και τέσ­σε­ρις θε­α­τρο­ποιή­σεις, δυο ελ­λη­νι­κών μυ­θι­στο­ρη­μά­των και δυο ξέ­νων. Στα καλ­λι­τε­χνι­κά ρε­πορ­τάζ των ε­φη­με­ρί­δων, δεν α­να­φέ­ρο­νταν στους συ­ντε­λε­στές της κά­θε πα­ρά­στα­σης οι με­τα­φρα­στές. Όπως, ό­μως, δια­πι­στώ­σα­με πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, τα ο­νό­μα­τα υ­πήρ­χαν στην ε­πί­ση­μη ι­στο­σε­λί­δα του Εθνι­κού Θεά­τρου.
Συμ­βου­λευ­θή­κα­με την εν λό­γω ι­στο­σε­λί­δα στις αρ­χές Δεκ., με α­φορ­μή το μυ­θι­στό­ρη­μα του Ιά­κω­βου Ανυ­φα­ντά­κη, «Αλε­πού­δες στην πλα­γιά», που φέ­ρε­ται να “συ­νο­μι­λεί” με το μυ­θι­στό­ρη­μα του Χάϊνριχ Μπελ­λ, «Ansichten eines clowns». Συ­μπτω­μα­τι­κά, αυ­τό α­κρι­βώς το μυ­θι­στό­ρη­μα, ελ­λη­νι­στί «Οι α­πό­ψεις ε­νός κλόουν», ή­ταν το δεύ­τε­ρο ξέ­νο που εί­χε ε­πι­λε­γεί και η πρε­μιέ­ρα του προ­γραμ­μα­τι­ζό­ταν για τις 24 Ιαν. 2014, ό­πως α­να­φέ­ρα­με και στη βι­βλιο­πα­ρου­σία­σή μας (22 Δεκ. 2013). Στην η­λεκ­τρο­νι­κή ταυ­τό­τη­τα της πα­ρά­στα­σης, με­τά­φρα­ση-δια­σκευή-σκη­νο­θε­σία α­πο­δί­δο­νταν στον Αργύ­ρη Ξά­φη. Στη συ­νέ­χεια, το α­νέ­βα­σμα με­τα­τέ­θη­κε για τις 15 Φεβ. 2014. Στις 31 Ιαν. 2014, σε συ­νέ­ντευ­ξη της Δέ­σποι­νας Κούρ­τη, που υ­πο­δύε­ται την κε­ντρι­κή η­ρωί­δα, Μα­ρί Ντέρ­κου­μ, πα­ρα­τί­θε­το η ταυ­τό­τη­τα της πα­ρά­στα­σης, στην ο­ποία η με­τά­φρα­ση α­πο­δι­δό­ταν στη Τζέ­νη Μα­στο­ρά­κη. Τρεις μέ­ρες αρ­γό­τε­ρα, δη­μο­σιεύ­τη­κε ε­πι­στο­λή της Μα­στο­ρά­κη, ό­που δή­λω­νε πως δεν έ­χει κα­μία σχέ­ση με την πα­ρά­στα­ση. Δή­λω­ση που προ­φα­νώς δεν α­πέ­κλειε την πι­θα­νό­τη­τα η με­τά­φρα­σή της να εί­χε χρη­σι­μο­ποιη­θεί για τη δια­σκευή. Τις ε­πό­με­νες δυο η­μέ­ρες, οι α­να­κοι­νώ­σεις, πρώ­τα του Ξά­φη και στη συ­νέ­χεια, του α­να­πλη­ρω­τή καλ­λι­τε­χνι­κού διευ­θυ­ντή Αντώ­νη Κού­φα­λη “έ­λυ­σαν την πα­ρε­ξή­γη­ση”, κα­τά τη δη­μο­σιο­γρα­φι­κή δια­τύ­πω­ση.
Για­τί, ό­πως θυ­μί­σα­με και ει­σα­γω­γι­κά, στην Ελλά­δα ι­σχύει ό,τι δη­λώ­σεις, αν τυγ­χά­νει να εί­σαι ο κα­θ’ ύ­λην αρ­μό­διος. Δή­λω­σε (α­ντι­γρά­φου­με α­πό δη­μο­σίευ­μα της Ι. Κλε­φτο­γιάν­νη 4/2/2014), λοι­πόν, ο Ξά­φης: “Πο­τέ δεν θα χρη­σι­μο­ποιού­σα τη με­τά­φρα­ση της Τζέ­νης. Θα έ­κα­να τη δι­κή μου, ει­δι­κά για τα κομ­μά­τια που θα ε­πέ­λε­γα στη δια­σκευή μου.” Επί­σης ι­σχυ­ρί­στη­κε: “Εί­μαι ο μο­να­δι­κός άν­θρω­πος που ε­ξα­σφά­λι­σε α­πό το 1963 (χρο­νο­λο­γία έκ­δο­σης του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος) τα δι­καιώ­μα­τα για μία δια­σκευή του βι­βλίου για το θέ­α­τρο”. Την ε­πο­μέ­νη δό­θη­κε η συ­νέ­ντευ­ξη Τύ­που του Χατ­ζά­κη για το κα­λο­και­ρι­νό ρε­περ­τό­ριο. Εκεί, ήρ­θε η δή­λω­ση Κού­φα­λη, “ό­τι το ό­νο­μα της με­τα­φρά­στριας μπή­κε στα αρ­χι­κά α­νε­πί­ση­μα δελ­τία Τύ­που ε­πει­δή το Εθνι­κό Θέ­α­τρο ή­θε­λε να την τι­μή­σει και να μην φα­νεί ό­τι πα­ρα­κά­μπτε­ται α­φού ε­κεί­νη πρώ­τη με­τέ­φρα­σε το μυ­θι­στό­ρη­μα.” Αντι­γρά­φου­με και πά­λι α­πό το ρε­πορ­τάζ των ε­φη­με­ρί­δων. Από ό­ποια, πά­ντως, πλη­ρο­φό­ρη­ση συλ­λέ­ξα­με, α­ναί­ρε­ση ή διόρ­θω­ση της δή­λω­σης δεν υ­πήρ­ξε. 
Για τη δεύ­τε­ρη δή­λω­ση, του α­να­πλη­ρω­τή καλ­λι­τε­χνι­κού διευ­θυ­ντή, δεν α­παι­τεί­ται ι­διαί­τε­ρη κα­τα­τό­πι­ση για να α­ντι­λη­φθεί κα­νείς, ό­τι δεν ευ­στα­θεί. Οπό­τε, και θα α­να­με­νό­ταν να δια­ψευ­στεί ε­πί τό­που, α­πό τους πα­ρευ­ρι­σκό­με­νους στη συ­νέ­ντευ­ξη Τύ­που. Όπως θυ­μί­ζα­με με α­φορ­μή το μυ­θι­στό­ρη­μα του Ανυ­φα­ντά­κη, η πρώ­τη με­τά­φρα­ση εκ­δό­θη­κε το 1973, δέ­κα χρό­νια με­τά την έκ­δο­ση του πρω­τό­τυ­που και έ­να έ­τος με­τά την α­πο­νο­μή του Νό­μπελ στον Μπελλ. Ο εκ­δό­της Δ. Κ. Ζάρ­βα­νος πα­ρα­κι­νή­θη­κε α­πό τη βρά­βευ­ση, κα­θώς ταυ­τό­χρο­να με­τα­φρά­στη­καν α­κό­μη δυο βι­βλία του Μπελ­λ, ό­λα α­πό τον ί­διο με­τα­φρα­στή, τον Γιάν­νη Λάμ­ψα. Αυ­το­ε­ξό­ρι­στος τα χρό­νια της Δι­κτα­το­ρίας, συ­νερ­γα­ζό­ταν τό­τε με τον Παύ­λο Μπα­κο­γιάν­νη στην εκ­πο­μπή της Deutsche Welle. Προσ­διο­ρί­ζε­ται ό­τι η με­τά­φρα­ση εί­ναι α­πό τα γερ­μα­νι­κά. Στη με­τά­φρα­ση της Μα­στο­ρά­κη, που έ­γι­νε το 1986 για τις εκ­δό­σεις Γράμ­μα­τα, δεν α­να­φέ­ρε­ται α­πό ποια γλώσ­σα έ­γι­νε. Το πι­θα­νό­τε­ρο, να έ­γι­νε και ε­κεί­νη α­πό τα γερ­μα­νι­κά, κα­θώς εί­ναι γνω­στές με­τα­φρά­σεις της έρ­γων των Μπρε­χτ και Κλάϊστ α­πό το πρω­τό­τυ­πο. Πρό­κει­ται για δυο ι­κα­νο­ποιη­τι­κές α­πο­δό­σεις, θα λέ­γα­με δια­φο­ρε­τι­κής σκό­πευ­σης. Ο Λάμ­ψας φαί­νε­ται να εί­χε κα­τά νου έ­να ευ­ρύ α­να­γνω­στι­κό κοι­νό. Επι­διώ­κει το σπά­σι­μο της μα­κρο­πε­ρίο­δης γερ­μα­νι­κής σύ­ντα­ξης, αλ­λά και γε­νι­κό­τε­ρα μία πιο στρω­τή α­φή­γη­ση, α­πο­δί­δο­ντας τους δια­λό­γους στην τρέ­χου­σα τό­τε  κα­θο­μι­λου­μέ­νη . Δεν εί­ναι τυ­χαίο, ό­τι ε­πι­λέ­γει και τον πε­ρισ­σό­τε­ρο ευ­θύ τίτ­λο, «Ο Κλόουν». Εί­ναι ο τίτ­λος της αγ­γλι­κής με­τά­φρα­σης του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, που έ­γι­νε το 1965 α­πό την Leila Vennewitz, μό­νι­μη με­τα­φρά­στρια στην αγ­γλι­κή γλώσ­σα του Μπελλ. Ενώ, η Μα­στο­ρά­κη κρα­τά τον πρω­τό­τυ­πο τίτ­λο, ό­πως δια­τη­ρεί και ευ­διά­κρι­τα ί­χνη της συ­ντα­κτι­κής δο­μής του γερ­μα­νι­κού πρω­τό­τυ­που, στο­χεύο­ντας, πι­θα­νώς, σε μία πε­ρισ­σό­τε­ρο λο­γο­τε­χνι­κή με­τα­γλώτ­τι­ση. 
Ο Ξά­φης, σε συ­νέ­ντευ­ξή του, έ­χει ε­ξο­μο­λο­γη­θεί ό­τι “δια­σκεύα­ζε το έρ­γο πολ­λά χρό­νια στο μυα­λό του, α­πό το 2005”, που το πρω­το­διά­βα­σε. Το πι­θα­νό­τε­ρο, στη με­τά­φρα­ση της Μα­στο­ρά­κη. Με­τά τη δή­λω­σή του, έ­φυ­γε α­πό την η­λεκ­τρο­νι­κή ταυ­τό­τη­τα της πα­ρά­στα­σης το ό­νο­μα του με­τα­φρα­στή και με­τά δυο-τρεις η­μέ­ρες ε­πα­νήλ­θε το δι­κό του. Οπό­τε μέ­νει η α­πο­ρία, κα­τά πό­σο πρό­κει­ται για κα­νο­νι­κή με­τά­φρα­ση ο­λό­κλη­ρου του έρ­γου α­πό ε­κεί­νον ή μό­νο για πα­ραλ­λαγ­μέ­νη α­πό­δο­ση των τμη­μά­των που χρεια­ζό­ταν για την θε­α­τρο­ποίη­ση. Το Σάβ­βα­το, 15/2/2014, θα γί­νει η πρε­μιέ­ρα και θα κυ­κλο­φο­ρή­σει το πρό­γραμ­μα, ο­πό­τε θα μά­θου­με πε­ρισ­σό­τε­ρα. Και μό­νο η α­πό­δο­ση της τε­λευ­ταίας κου­βέ­ντας των α­δελ­φών Σνη­ρ, του με­γα­λύ­τε­ρου Χα­νς, που δη­λώ­νει ε­πάγ­γελ­μα “κω­μι­κός καλ­λι­τέ­χνης”, και του Λεό, θα δώ­σει μία πρώ­τη ι­δέα. Όσο για τις δη­λώ­σεις, πα­ρό­τι γνω­ρί­ζου­με την ευ­κο­λία με την ο­ποία γί­νο­νται, δεν α­να­μέ­νο­νταν α­πό τα συ­γκε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα.
Η μέ­χρι σή­με­ρα καλ­λι­τε­χνι­κή πο­ρεία του Ξά­φη δεί­χνει έ­ναν άν­θρω­πο με τα­λέ­ντο και φι­λο­δο­ξίες, που δεν εν­δί­δει στις εύ­κο­λες λύ­σεις. Της γε­νιάς των η­θο­ποιών, που γεν­νή­θη­καν στη με­τα­πο­λί­τευ­ση και πα­ρου­σιά­στη­καν στις αρ­χές του 21ου, δο­κι­μά­στη­κε σε μία γκά­μα ρό­λων, δια­κρί­θη­κε και βρα­βεύ­τη­κε, τό­σο στο θέ­α­τρο (στη δρα­μα­το­ποίη­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Χέν­ρυ Τζαίη­μς «Το στρί­ψι­μο της βί­δας») ό­σο και στον κι­νη­μα­το­γρά­φο (στην ται­νία «Απ’ τα κόκ­κα­λα βγαλ­μέ­νη», που στη­ρί­χτη­κε στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Γιώρ­γου Δεν­δρι­νού). Ως σκη­νο­θέ­της εμ­φα­νί­στη­κε αρ­γό­τε­ρα. Τύ­ποις, αυ­τή εί­ναι η τέ­ταρ­τη σκη­νο­θε­σία που α­να­λαμ­βά­νει. Ου­σια­στι­κά, ό­μως, εί­ναι η πρώ­τη φο­ρά, που έ­χει το γε­νι­κό πρό­σταγ­μα. Για­τί, λοι­πόν, δεν διευ­κρι­νί­ζει το εί­δος της συμ­με­το­χής του στη με­τά­φρα­ση;
Επί­σης, θα α­να­με­νό­ταν κά­ποιο μέ­τρο στις δη­λώ­σεις του. Πώς εί­ναι δυ­να­τόν να εί­ναι ο πρώ­τος α­νά τον κό­σμο, που ε­ξα­σφά­λι­σε δι­καιώ­μα­τα δια­σκευής; Δη­λα­δή, ό­λα τα άλ­λα α­νε­βά­σμα­τα, α­κό­μη πριν την α­πο­νο­μή του Νό­μπε­λ, έ­γι­ναν χω­ρίς ά­δεια; Ή μή­πως τα α­γνο­εί; Αφού αυ­τή η δια­σκευή τον α­πα­σχο­λεί κο­ντά μία δε­κα­ε­τία, δεν μπο­ρεί να μην συμ­βου­λεύ­τη­κε τις λύ­σεις που έ­δω­σαν άλ­λοι πριν α­πό αυ­τόν. Εί­χα­με την ε­ντύ­πω­ση πως έ­τσι “χτί­ζε­ται” έ­νας ρό­λος, πό­σω μάλ­λον μία πα­ρά­στα­ση. Πά­ντως, για το α­λη­θές του δι­κού μας ι­σχυ­ρι­σμού α­ντι­γρά­φου­με α­πό τα βιο­γρα­φι­κά του Μπελ­λ: “1963 Verοffentlichung des Bestsellers «Ansichten eines Clowns», der sowohl als Theaterstuck inszeniert als auch verfilmt wird.”
Και ερ­χό­μα­στε στον μό­λις διο­ρι­σθέ­ντα α­να­πλη­ρω­τή καλ­λι­τε­χνι­κό διευ­θυ­ντή, που εκ­πλήσ­σει την τε­λευ­ταία τριε­τία με τις πο­λύ­πλευ­ρες ε­πι­δό­σεις του. Οι α­δελ­φοί Κού­φα­λη, ο Αντώ­νης και ο Κώ­στας, ε­ρα­σι­τέ­χνες, ό­πως δη­λώ­νουν, αλ­λά δό­κι­μοι θε­α­τρι­κοί συγ­γρα­φείς, ά­νοι­ξαν το θε­α­τρι­κό μέ­ρος του Έτους Πα­πα­δια­μά­ντη με έ­να πρώ­το ποτ που­ρί πέ­ντε σκια­θί­τι­κων διη­γη­μά­των. Στο Έτος Κα­βά­φη, μό­νος του ο πρε­σβύ­τε­ρος εί­χε τη μο­να­δι­κή τύ­χη να εί­ναι ε­κεί­νος που υ­πο­δύ­θη­κε σε έ­να μο­νά­κρι­βο θε­α­τρι­κό έρ­γο τον Κα­βά­φη. Τέ­λος, ως δυά­δα, ε­πάν­δρω­σαν το και­νού­ριο δυ­να­μι­κό ε­πι­φυλ­λι­δο­γρά­φων της «Ελευ­θε­ρο­τυ­πίας». Μέ­χρι τον πρό­σφα­το διο­ρι­σμό του, ο Αντώ­νης Κού­φα­λης ή­ταν μό­νι­μος κά­τοι­κος Κα­βά­λας, μία πό­λη με πο­λι­τι­στι­κή πα­ρά­δο­ση. Ένας ε­πι­πλέ­ον λό­γος να γνω­ρί­ζει τον Χάϊνριχ Μπελλ στις χαρ­τό­δε­τες εκ­δό­σεις πε­ρι­πτέ­ρου. Κα­τά συν­θή­κη ψεύ­δος, λοι­πόν, ο ι­σχυ­ρι­σμός ή α­δυ­να­μία μνή­μης λό­γω και πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νης; Γε­νι­κό­τε­ρα, πά­ντως, πα­ρό­μοιες δη­λώ­σεις στο­χεύουν να εί­ναι α­πο­στο­μω­τι­κές δια του ε­ντυ­πω­σια­σμού.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 16/2/2014.

Εκλεκτικές συγγένειες

$
0
0
 Λευ­τέ­ρης Κα­λο­σπύ­ρος
«Η μο­να­δι­κή οι­κο­γέ­νεια»
Εκδό­σεις Πό­λις
Σε­πτέμ­βριος 2013

 Αρι­στεί­δης Αντο­νάς
«Ο άλ­λος α­δερ­φός»
Εκδό­σεις Crap
Ιού­νιος 2013

Συ­μπτω­μα­τι­κά, με κα­θυ­στέ­ρη­ση με­ρι­κών μη­νών αλ­λά μέ­σα σε μία ε­βδο­μά­δα, δια­βά­σα­με το πρώ­το βι­βλίο του Λευ­τέ­ρη Κα­λο­σπύ­ρου και το εν­δέ­κα­το του Αρι­στεί­δη Αντο­νά. Στην πε­ρί­πτω­ση του δεύ­τε­ρου, με­τά ε­πι­φυ­λά­ξεως, κα­θώς την τε­λευ­ταία τριε­τία τα εκ­δο­τι­κά ί­χνη του Αντο­νά χά­νο­νται ε­κτός ελ­λα­δι­κών συ­νό­ρων. Εμείς ε­ντο­πί­σα­με δυο, σε Ζυ­ρί­χη και Βε­ρο­λί­νο. Η α­κρι­βής μέ­τρη­ση, πά­ντως, φτά­νει μέ­χρι το έ­να­το, που τυ­πώ­θη­κε το 2010 α­πό τις εκ­δό­σεις Άγρα, τον δεύ­τε­ρο εκ­δο­τι­κό οί­κο, που τον στέ­γα­σε ε­πί δε­κα­ε­τία, δια­δε­χό­με­νος ε­κεί­νον της Στιγ­μής, που ή­ταν ο εκ­δό­της του Δα­σκά­λου του, Ε. Χ. Γο­να­τά, και στον ο­ποίο ο ί­διος εί­χε πα­ρα­μεί­νει ε­πί ο­κτα­ε­τία. Αν και ως πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος ο Αντο­νάς βγή­κε α­πό το Μου­σείο. Προ­φα­νώς και δεν το εν­νοού­με αλ­λη­γο­ρι­κώς, α­φού το πρώ­το του βι­βλιά­ριο, «Ο Επί­σκο­πος», εί­ναι το εκ δια­μέ­τρου α­ντί­θε­το του μου­σεια­κού εί­δους. Ανα­φε­ρό­μα­στε στο Μαύ­ρο Μου­σείο, τις βρα­χύ­βιες εκ­δό­σεις του ο­μώ­νυ­μου, ο­λι­γό­ζωου ό­σο και ρη­ξι­κέ­λευ­θου, πε­ριο­δι­κού. Ήταν πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος του 1988, δη­λα­δή έ­να τέ­ταρ­το του αιώ­να πριν τον Κα­λο­σπύ­ρο. Τό­τε που τους πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους τους α­ντι­με­τώ­πι­ζαν με πε­ρισ­σό­τε­ρη πε­ρί­σκε­ψη. Ίσως και γι’ αυ­τό να πρό­κο­βαν. Όταν το παι­δί το πα­ρα­χαϊδεύεις, λέ­νε ό­τι χα­λά­ει. Έτσι πί­στευαν και α­ντι­στοί­χως έ­πρατ­ταν οι πα­λαιό­τε­ροι. Δι­καίως, α­δί­κως, μέ­νει ζη­τού­με­νο. Στην πε­ρί­πτω­ση των νε­ο­γνών στο χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας, θα το δεί­ξει και η πο­ρεία των ε­φε­τι­νών πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νων, στους ο­ποίους ε­πι­φυ­λά­χτη­κε ι­διαί­τε­ρη υ­πο­δο­χή. 
310 σε­λί­δες το βι­βλίο του Κα­λο­σπύ­ρου, 55 του Αντο­νά. Ση­μειω­τέ­ον ό­τι το δεύ­τε­ρο εί­ναι δί­γλωσ­ση έκ­δο­ση (γαλ­λι­κά/ελ­λη­νι­κά), ό­που το ελ­λη­νι­κό κεί­με­νο δεν φτά­νει τις 30. Αλλά και τα προ­η­γού­με­να του Αντο­νά εί­ναι ο­λι­γο­σέ­λι­δα. Τις 300 σε­λί­δες τις φθά­νει μό­νο το έ­βδο­μο, «Αριθ­μοί», ό­που συ­γκέ­ντρω­σε τα τέσ­σε­ρα πρώ­τα, προ­σθέ­το­ντας και ε­πί­με­τρο. Γε­νι­κό­τε­ρα, πά­ντως, με ο­λι­γο­σέ­λι­δα βι­βλία έ­γι­ναν οι πρώ­τες εμ­φα­νί­σεις της λε­γό­με­νης γε­νιάς του ’80. Στη συ­νέ­χεια, πλή­θυ­ναν οι σε­λί­δες των βι­βλίων τους, κα­θώς άρ­χι­σαν να ε­φορ­μούν οι δυ­νά­μεις της ε­πό­με­νης δε­κα­ε­τίας. Ο Αντο­νάς στά­θη­κε ε­ξαί­ρε­ση. Όσο α­φο­ρά το ά­νοιγ­μα α­νά­με­σα στις γε­νιές του Αντο­νά και του Κα­λο­σπύ­ρου, δεν έ­χει α­πο­κρυ­σταλ­λω­θεί το πό­σες γε­νιές χω­ρά­ει. Οι τα­ξι­νό­μοι, με νοο­τρο­πία γρα­φειο­κρά­τη, με­τρούν δυο, του ’90 και του 2000. Εμείς δεν βλέ­που­με στο με­ταίχ­μιο του 2000 και του 2010 τό­σο με­γά­λες α­συ­νέ­χειες, ώ­στε να δι­καιο­λο­γούν αλ­λα­γή γε­νιάς. Θα μπο­ρού­σε να κρα­τη­θεί η βιο­λο­γι­κή α­πό­στα­ση πα­τέ­ρα-γιου. Το 2013 ο Αντο­νάς έ­κλει­σε τα πε­νή­ντα, ο Κα­λο­σπύ­ρος τα 33.
Ένα πρώ­το κοι­νό ση­μείο των δυο πρό­σφα­των βι­βλίων τους εί­ναι η ε­ναλ­λα­γή  θε­α­τρό­μορ­φων και α­φη­γη­μα­τι­κών τμη­μά­των. Ένα δεύ­τε­ρο ση­μείο συγ­γέ­νειας θα μπο­ρού­σε να α­πο­δο­θεί σε σύ­μπτω­ση ή και να εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα κρυ­πτο­μνη­σίας. Πρό­κει­ται για το ό­νο­μα του κε­ντρι­κού ή­ρωα στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Κα­λο­σπύ­ρου, Ανδρέ­ας Αριθ­μέ­ντης, που πα­ρα­πέ­μπει στο Αρι­στεί­δης Αντο­νάς, αν λά­βου­με υ­πό­ψη πως ο Αντο­νάς έ­χει εμ­μο­νή με τους α­ριθ­μούς, ό­πως άλ­λω­στε δεί­χνει και το ο­μώ­νυ­μο βι­βλίο του. Αντι­θέ­τως, τον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ή­ρωα δεν τον α­πα­σχο­λούν οι α­ριθ­μοί. Ανή­κει, ό­μως, σε οι­κο­γέ­νεια συγ­γρα­φέων και αρ­χι­τε­κτό­νων, ό­πως και ο Αντο­νάς. Ει­δι­κό­τε­ρα, ο δεύ­τε­ρος ε­πα­νέρ­χε­ται συ­χνά στο δυα­δι­κό σχή­μα ως θε­μέ­λιο του ψη­φια­κού σύ­μπα­ντος, ό­πως προϊδεά­ζουν και οι τίτ­λοι των βι­βλίων του, α­πό το «Οι δυο μι­σοί» του 1995 μέ­χρι τα «Δύο δω­μά­τια» του 2011. Αν και πά­ντο­τε μέ­σα α­πό αλ­λη­γο­ρι­κές α­φη­γή­σεις. Στην ψη­φια­κή ε­πο­χή, έ­χει δια­μορ­φώ­σει τη συγ­γρα­φι­κή του ταυ­τό­τη­τα και ο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός ή­ρωας του Κα­λο­σπύ­ρου, που βρί­σκε­ται σε α­ντι­πα­λό­τη­τα με τον πα­τέ­ρα του, έ­ναν συγ­γρα­φέα πα­λαιάς κο­πής. Τέ­λος, στα πρό­σφα­τα βι­βλία και των δυο, ε­μπλέ­κε­ται “ο άλ­λος α­δελ­φός”.  
Εί­ναι προ­φα­νές, πά­ντως, ό­τι στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Κα­λο­σπύ­ρου υ­πε­ρι­σχύουν, σε συ­ντρι­πτι­κό βαθ­μό, τα δά­νεια α­πό ε­πί­λε­κτα πε­ζά της αγ­γλό­γλωσ­σης λο­γο­τε­χνίας. Το εύ­ρη­μα δυο α­δελ­φών συγ­γρα­φέων, που το διή­γη­μα του ε­νός έ­χει ως ή­ρωα τον άλ­λο, συ­νο­μι­λώ­ντας με αυ­το­βιο­γρα­φι­κό κεί­με­νο ε­κεί­νου, δεί­χνει πε­ρισ­σό­τε­ρο προς τις δί­δυ­μες νου­βέ­λες του Σά­λι­ντζερ. Θυ­μί­ζου­με πως α­πο­τε­λούν το τε­λευ­ταίο του βι­βλίο, που ε­ξέ­δω­σε το 1964 πριν σιω­πή­σει συγ­γρα­φι­κά. Στα ελ­λη­νι­κά εκ­δό­θη­καν, με τον τίτ­λο, «Ψη­λή ση­κώ­στε στέ­γη, ξυ­λουρ­γοί. Σί­μο­ρ, συ­στα­τι­κά στοι­χεία», σε με­τά­φρα­ση Α. Κορ­τώ, το 2010, που α­πε­βίω­σε. Άλλω­στε η οι­κο­γέ­νεια Αριθ­μέ­ντη του Κα­λο­σπύ­ρου έ­χει κι άλ­λα κοι­νά ση­μεία με την οι­κο­γέ­νεια Γκλας, που κυ­ριαρ­χεί στο μυ­θο­πλα­στι­κό κό­σμο του Σά­λι­ντζερ. Ο έ­νας α­πό τους δυο α­δελ­φούς, που εί­ναι αμ­φό­τε­ροι συγ­γρα­φείς, αυ­το­κτο­νεί, ε­νώ η ε­ρω­τι­κή ι­στο­ρία του ε­νός ε­μπνέει τον άλ­λο. Ακό­μη, υ­πάρ­χει το μο­τί­βο του παι­διού θαύ­μα­τος, που συμ­με­τέ­χει στα τη­λε­ο­πτι­κά - ρα­διο­φω­νι­κά στην ε­πο­χή του Σά­λιτ­ντζερ - παι­χνί­δια γνώ­σης.
Αλλά, ό­πως σχο­λιά­ζα­με και στην πε­ρί­πτω­ση του ε­πί­σης πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου Ιά­κω­βου Ανυ­φα­ντά­κη, η ευ­ρύ­τη­τα της δια­κει­με­νι­κό­τη­τας, ε­στια­σμέ­νης στην ξέ­νη λο­γο­τε­χνία, α­πο­τε­λεί βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στα  βι­βλία των νέων συγ­γρα­φέων, κα­θώς στη­ρί­ζο­νται στις α­να­γνω­στι­κές τους ε­μπει­ρίες. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Κα­λο­σπύ­ρου, πά­ντως, τα ό­ποια δά­νεια εί­ναι σε με­γα­λύ­τε­ρη έ­κτα­ση εν­σω­μα­τω­μέ­να, με α­πο­τέ­λε­σμα ο α­να­γνώ­στης, που α­γνο­εί τα πρω­τό­τυ­πα, να μην τα α­ντι­λαμ­βά­νε­ται ως ξέ­να στοι­χεία. Από την άλ­λη, αν­τλού­νται α­πό πο­λύ γνω­στά βι­βλία, σχε­τι­κά πρό­σφα­τα με­τα­φρα­σμέ­να στα ελ­λη­νι­κά, ώ­στε να μην περ­νούν α­πα­ρα­τή­ρη­τα α­πό ό­ποιον έ­χει α­ντί­στοι­χες α­να­γνω­στι­κές προ­τι­μή­σεις. Πα­ρά­δειγ­μα, το πο­λυ­σέ­λι­δο μυ­θι­στό­ρη­μα, «Μάο ΙΙ» του ΝτεΛίλ­λο, με κε­ντρι­κό πρό­σω­πο έ­ναν συγ­γρα­φέα, που α­φή­νει η­μι­τε­λές το βι­βλίο του, ό­πως και ο ή­ρωας του Κα­λο­σπύ­ρου. Με αυ­τήν την ε­πι­λο­γή, ο ΝτεΛίλ­λο δεί­χνει την α­πει­λή που συ­νι­στά για έ­ναν συγ­γρα­φέα το α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, με τον μα­ζι­κό χα­ρα­κτή­ρα, που αυ­τό άρ­χι­σε να παίρ­νει α­πό τα τέ­λη του 20ου αιώ­να. Από την πλευ­ρά του ο Κα­λο­σπύ­ρος, στις συ­νε­ντεύ­ξεις του, α­να­φέ­ρει μεν ως κύ­ριο θέ­μα του την πο­λι­τι­σμι­κή αλ­λα­γή και τον α­ντί­κτυ­πο που αυ­τή έ­χει στην ταυ­τό­τη­τα του συγ­γρα­φέα, αλ­λά οι α­νη­συ­χίες του δεν δη­λώ­νο­νται ευ­κρι­νώς με πα­ρό­μοια δια­κει­με­νι­κά στοι­χεία.       
Κα­τά τα άλ­λα, η μορ­φή του μυ­θι­στο­ρή­μα­τός του, ό­πως προσ­διο­ρί­ζε­ται α­πό την υ­πό­θε­ση, εί­ναι μία ε­γκε­φα­λι­κή κα­τα­σκευή του κε­ντρι­κού ή­ρωα-συγ­γρα­φέα. Ο Ανδρέ­ας Αριθ­μέ­ντης, σχε­διά­ζο­ντας την αυ­το­κτο­νία του, κα­ταρ­τί­ζει φά­κε­λο με φω­το­τυ­πίες πε­ζο­γρα­φι­κών έρ­γων, δι­κών του και τριών άλ­λων. Τα δι­κά του εί­ναι έ­να θε­α­τρι­κό έρ­γο, δύο διη­γή­μα­τα και α­πό­σπα­σμα α­πό μυ­θι­στό­ρη­μα, που θα α­φή­σει η­μι­τε­λές. Σε αυ­τά προ­στί­θε­νται, έ­να διή­γη­μα του α­δελ­φού του και α­πο­σπά­σμα­τα α­πό τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα δύο προ­σώ­πων του θε­α­τρι­κού έρ­γου. Αυ­τός ο φά­κε­λος, με το πε­ριε­χό­με­νό του σε ο­ρι­σμέ­νη πα­ρά­τα­ξη, α­πο­τε­λεί το μυ­θι­στό­ρη­μα του Κα­λο­σπύ­ρου. Μορ­φή που θυ­μί­ζει το μυ­θι­στό­ρη­μα της Λί­λας Κο­νό­μα­ρα, «Η Ανα­πα­ρά­στα­ση». Μό­νο που σε ε­κεί­νο, τον φά­κε­λο κα­ταρ­τί­ζει ο βιο­γρά­φος του ε­ξα­φα­νι­σθέ­ντος κε­ντρι­κού ή­ρωα και πε­ριέ­χει πο­λυει­δή κεί­με­να. Και οι δυο κα­τα­σκευές, πε­ρισ­σό­τε­ρο αυ­τή του Κα­λο­σπύ­ρου, πα­ρου­σιά­ζουν κα­τά την ε­κτέ­λε­σή τους μία δυ­σκο­λία, στην ο­ποία δεν φαί­νε­ται να δί­νε­ται ι­διαί­τε­ρο βά­ρος. Πα­ρό­τι οι συγ­γρα­φείς των κει­μέ­νων του φα­κέ­λου εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κοί, δεν υ­πάρ­χει α­ντί­στοι­χη υ­φο­λο­γι­κή δια­φο­ρο­ποίη­ση. Γε­νι­κό­τε­ρα, ό­μως, τις ο­μά­δες συγ­γρα­φέων, που εμ­φα­νί­ζο­νται με­τά τη γε­νιά του ’80, τους α­πα­σχο­λούν πε­ρισ­σό­τε­ρο οι ε­ξε­ζη­τη­μέ­νοι μορ­φι­κοί πει­ρα­μα­τι­σμοί και ο ε­πί­και­ρα α­να­τρε­πτι­κός χα­ρα­κτή­ρας του πε­ριε­χο­μέ­νου πα­ρά η αι­σθη­τι­κή και η οι­κο­νο­μία του συ­νό­λου.
Αυ­τή η τά­ση βρί­σκει α­ντα­πό­κρι­ση στην κρι­τι­κή υ­πο­δο­χή, που στέ­κε­ται ευ­νοϊκή, κά­πο­τε μά­λι­στα κα­θ’ υ­περ­βο­λή υ­πο­στη­ρι­κτι­κή. Αν και πά­ντο­τε, με γε­νι­κό­λο­γες α­πο­φάν­σεις. Θυ­μί­ζου­με τον εν­θου­σια­σμό, που εί­χε προ­κα­λέ­σει το μυ­θι­στό­ρη­μα του πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου το 2005 Σταύ­ρου Κρη­τιώ­τη, «Το μη­νο­λό­γιο ε­νός α­πό­ντος». Και ε­κεί­νο το μυ­θι­στό­ρη­μα ή­ταν μια α­πό­πει­ρα σχο­λια­σμού της δια­δι­κα­σίας της γρα­φής. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, και ε­κεί­νο στε­γα­ζό­ταν στον εκ­δο­τι­κό οί­κο Πό­λις. Δεν πρό­κει­ται για σύ­μπτω­ση, αλ­λά για συ­στη­μα­τι­κή προώ­θη­ση συ­γκε­κρι­μέ­νου εί­δους λο­γο­τε­χνίας, που στα κα­θ’ η­μάς εμ­φα­νί­ζει υ­στέ­ρη­ση. Ακρι­βώς, το και­νο­φα­νές πα­ρό­μοιων με­τα­μο­ντέρ­νων εγ­χει­ρη­μά­των α­παι­τεί εγ­γύ­τε­ρη α­νά­λυ­ση. Όπου, η δια­τύ­πω­ση ο­ρι­σμέ­νων ε­ρω­τη­μά­των, α­κό­μη κι αν δεν τύ­χουν ι­κα­νο­ποιη­τι­κής α­πά­ντη­σης, διευ­κο­λύ­νει την πρό­σβα­ση.
Όσο α­φο­ρά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα της μορ­φής του Κα­λο­σπύ­ρου, έ­να πρώ­το ζη­τού­με­νο εί­ναι η α­να­γνω­στι­κή αυ­το­τέ­λεια των ε­πι­μέ­ρους τμη­μά­των, κα­θώς και η νο­η­μα­το­δό­τη­σή τους δια της συσ­σω­μά­τω­σης. Ένα συ­να­κό­λου­θο ε­ρώ­τη­μα α­φο­ρά το κα­τά πό­σο η συ­γκε­κρι­μέ­νη πα­ρά­τα­ξη υ­πα­γο­ρεύε­ται α­πό την πλο­κή ή, λί­γο πο­λύ, εί­ναι αυ­θαί­ρε­τη. Ο Κα­λο­σπύ­ρος, ως κυ­ρίως κορ­μό του βι­βλίου, το­πο­θε­τεί το θε­α­τρι­κό έρ­γο του Ανδρέα Αριθ­μέ­ντη. Αυ­τό εί­ναι ο­μό­τιτ­λο του βι­βλίου, ω­στό­σο το ε­πί­θε­το “μο­να­δι­κή” στο θε­α­τρι­κό έρ­γο ση­μαί­νει “μία και μό­νη”, ε­νώ στο βι­βλίο α­πο­κτά την έν­νοια του “ξε­χω­ρι­στή”. Αυ­τήν την δεύ­τε­ρη, την ξε­χω­ρι­στή οι­κο­γέ­νεια των Αριθ­μέ­ντη, πα­ρου­σιά­ζουν τα τέσ­σε­ρα πε­ζά των α­δελ­φών Αριθ­μέ­ντη, των ο­ποίων η θέ­ση ε­ντός της κα­τα­σκευής δεί­χνει πε­ρισ­σό­τε­ρο αυ­θαί­ρε­τη. Πά­ντως, έ­τσι ό­πως πα­ρεμ­βάλ­λο­νται κα­τά μή­κος του θε­α­τρι­κού, α­πο­κα­λύ­πτουν στα­δια­κά τις εν­δοοι­κο­γε­νεια­κές συ­γκρού­σεις, σε πα­ραλ­λη­λία με ε­κεί­νες της θε­α­τρι­κής οι­κο­γέ­νειας. 
Το θε­α­τρι­κό εί­ναι τρί­πρα­κτο. Η πρώ­τη και η τρί­τη πρά­ξη, με μία μό­νο σκη­νή, δια­δρα­μα­τί­ζο­νται σε δια­φο­ρε­τι­κούς χώ­ρους. Η με­σαία χω­ρί­ζε­ται σε πέ­ντε σκη­νές, ό­λες στο ε­σω­τε­ρι­κό της οι­κίας “της μο­να­δι­κής ελ­λη­νι­κής οι­κο­γέ­νειας που δεν έ­παι­ξε στο χρη­μα­τι­στή­ριο”, ό­πως σχο­λιά­ζει ο πρω­τα­γω­νι­στής. Με βά­ση το σκη­νο­γρα­φι­κό ντε­κό­ρ, ε­ξυ­πα­κούε­ται πως εν­νο­εί με­σο­α­στι­κής οι­κο­γέ­νειας. Τα συ­νο­λι­κά έ­ξι έν­θε­τα πε­ζά το­πο­θε­τού­νται ως ε­ξής: Στο τέ­λος της πρώ­της πρά­ξης, τα δυο διη­γή­μα­τα, του Αλέ­ξη και του Ανδρέα Αριθ­μέ­ντη. Στο τέ­λος της πρώ­της σκη­νής της δεύ­τε­ρης πρά­ξης το διή­γη­μα του πρω­τα­γω­νι­στή του θε­α­τρι­κού έρ­γου, συ­νο­δευό­με­νο α­πό έ­να δεύ­τε­ρο διή­γη­μα του συγ­γρα­φέα του έρ­γου. Στο τέ­λος της τέ­ταρ­της σκη­νής της δεύ­τε­ρης πρά­ξης, α­πό­σπα­σμα α­πό το μυ­θι­στό­ρη­μα της α­δελ­φής της πρω­τα­γω­νί­στριας. Στο τέ­λος της δεύ­τε­ρης πρά­ξης, το α­πό­σπα­σμα α­πό το μυ­θι­στό­ρη­μα του συγ­γρα­φέα του έρ­γου. Πέ­ραν ό­λων αυ­τών, στο ξε­κί­νη­μα και το κλεί­σι­μο των σκη­νών, πα­ρα­τί­θε­νται γρα­πτά μη­νύ­μα­τα του συγ­γρα­φέα του έρ­γου εις ε­αυ­τόν, σταλ­μέ­να με το κι­νη­τό του, κα­τά μί­μη­ση των ση­μειώ­σεων σε “τε­φτε­ρά­κια”, που εί­θι­σται να κρα­τούν οι συγ­γρα­φείς. 
Το θε­α­τρι­κό έρ­γο με τα α­πο­σπά­σμα­τα α­πό τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα των δυο προ­σώ­πων, του πρω­τα­γω­νι­στή και της κου­νιά­δας του, με την ο­ποία εί­χε δε­σμό πριν γνω­ρί­σει την α­δελ­φή της, α­πο­τε­λούν έ­να αυ­το­τε­λές, ε­γκι­βω­τι­σμέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα. Σε αυ­τό, η οι­κο­γέ­νεια πα­ρου­σιά­ζε­ται στο δι­πλό ρό­λο ε­νός πε­ρι­βάλ­λο­ντος ε­πώα­σης α­τό­μου με ψυ­χι­κές δια­τα­ρα­χές, αλ­λά και ε­νός  πε­ρί­κλει­στου χώ­ρου, ό­που οι κρί­σεις μα­νίας του νευ­ρα­σθε­νή κρα­τού­νται υ­πό έ­λεγ­χο. Το θε­α­τρι­κό μέ­ρος δεί­χνει την κα­τα­πιε­στι­κή ε­ξου­σία της συ­ζύ­γου πά­νω σε έ­ναν τα­λα­ντού­χο συγ­γρα­φέα, που χω­ρίς αυ­τήν μπο­ρεί να κα­τέ­λη­γε σχι­ζο­φρε­νής αλ­λά με­γά­λος λο­γο­τέ­χνης. Όπως και πά­νω σε έ­να χα­ρι­σμα­τι­κό, πι­θα­νώς α­πό γο­νι­δια­κή κλη­ρο­νο­μιά, παι­δί, που το φου­σκώ­νει βε­βια­σμέ­να σε παι­δί θαύ­μα, ο­δη­γώ­ντας το στα πρό­θυ­ρα της πα­ρά­νοιας. Ο τρό­πος που ο συγ­γρα­φέ­ας χει­ρί­ζε­ται τον θε­α­τρι­κό λό­γο για να πα­ρου­σιά­σει τα πρό­σω­πα, α­πο­κα­λύ­πτο­ντας το βε­βα­ρη­μέ­νο τραυ­μα­τι­κό πα­ρελ­θόν τους, μέ­χρι την τε­λι­κή κα­τάρ­ρευ­ση, δεί­χνει τις συν­θε­τι­κές του ι­κα­νό­τη­τες.
Αντι­θέ­τως, τα πε­ζά του συγ­γρα­φέα Αριθ­μέ­ντη, συν το διή­γη­μα του α­δελ­φού του, συ­νυ­πο­λο­γί­ζο­ντας και τα γρα­πτά μη­νύ­μα­τα, μέ­νου­με με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι δεν κα­τορ­θώ­νουν να δώ­σουν πνοή σε μία ξε­χω­ρι­στή οι­κο­γέ­νεια ι­διο­φυών νευ­ρω­τι­κών. Εδώ, οι α­να­γνω­στι­κές ε­ντυ­πώ­σεις μάλ­λον στά­θη­καν πο­λύ έ­ντο­νες, μη ευ­νοώ­ντας τη δη­μιουρ­γι­κή α­φο­μοίω­ση. Λ.χ., το δεύ­τε­ρο διή­γη­μα του Ανδρέα Αριθ­μέ­ντη, με τον τίτ­λο «Βε­λου­δο­μά­τα», κοι­νώς μπε­κά­τσα, ό­που γί­νε­ται α­να­φο­ρά στον “Αλφ τον Εξω­γήι­νο”, γεν­νιέ­ται η α­πο­ρία, αν πα­ρα­τί­θε­ται ως ε­πί­δει­ξη α­φη­γη­μα­τι­κής δει­νό­τη­τας στο μα­κρο­πε­ρίο­δο λό­γο ή αν τυ­χόν “συ­νο­μι­λεί” με τα υ­πό­λοι­πα. Όπως και να έ­χει, για ε­μάς, μέ­νει ζη­τού­με­νο το πώς οι νεό­τε­ροι συγ­γρα­φείς ε­πι­λέ­γουν τις ε­κλε­κτι­κές τους συγ­γέ­νειες. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Αντο­νάς έ­δει­ξε ε­μπρά­κτως, δη­λα­δή με τα βι­βλία του, την ό­ποια συγ­γέ­νεια έ­χει με τον Γο­να­τά. Τι κοι­νό, ό­μως, έ­χουν οι ή­ρωες του Κα­λο­σπύ­ρου με ε­κεί­νους του ΝτεΛίλ­λο ή του Πύ­ντσον, που θα σή­μαι­νε μο­να­χι­κούς συγ­γρα­φείς πα­γι­δευ­μέ­νους στην πο­λι­τι­κή βία ή α­πο­ξε­νω­μέ­νους στο χαώ­δες ψη­φια­κό σύ­μπαν; Μή­πως την έλ­ξη την α­σκούν μό­νο και μό­νο τα βα­ριά ο­νό­μα­τα της α­με­ρι­κα­νι­κής λο­γο­τε­χνίας; 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 23/2/2014.

Οι έντιμοι της δημοσιογραφίας

$
0
0

Η προτομή του Βλάση Γαβριηλίδη στην πλατεία Καλυθμώνος. Έχει δεχθεί συντήρηση, μάλλον πρόχειρη, ύστερα από βανδαλισμό. Οι γκραφιτάδες, όμως, παντού παρόντες, την περιποιήθηκαν εκ νέου.


Στο Ex Libris της 16ης Δεκ. 2012, σχο­λιά­ζα­με πως ο Δη­μή­τριος Γρη­γο­ρίου Κα­μπού­ρο­γλου, ο ι­στο­ρι­κός των Αθη­ναίων, δεν έ­χει πά­ρει τη θέ­ση που του α­ντι­στοι­χεί στην Ιστο­ρία. Φέ­ρα­με ως έν­δει­ξη τη μη μνη­μό­νευ­ση κα­τά τη διάρ­κεια του έ­τους της δι­πλής ε­πε­τείου του, με τη συ­μπλή­ρω­ση 160 χρό­νων α­πό τη γέν­νη­σή του και 70 α­πό τον θά­να­τό του. Πι­θα­νώς και λί­γο ρο­μα­ντι­κά, α­να­μέ­να­με να θυ­μη­θούν αυ­τόν τον α­με­τα­νό­η­το α­θη­ναιο­λά­τρη τα πνευ­μα­τι­κά Ιδρύ­μα­τα, στων ο­ποίων την ί­δρυ­ση πρω­το­στά­τη­σε. Όπως η Ακα­δη­μία Αθη­νών, η Ιστο­ρι­κή και Εθνο­λο­γι­κή Εται­ρεία, η Χρι­στια­νι­κή Αρχαιο­λο­γι­κή Εται­ρεία, αλ­λά και η Ε­ΣΗΕ­Α, που τα τε­λευ­ταία χρό­νια ε­ορ­τά­ζει ε­πε­τείους ε­πι­φα­νών με­λών της. Δη­μο­σιο­γρά­φος ο Κα­μπού­ρο­γλου, α­πό τα 23 του χρό­νια μέ­χρι τον τε­λευ­ταίο Πό­λε­μο. Και θα συ­νέ­χι­ζε μέ­χρι τέ­λους – α­πε­βίω­σε στις 21 Φεβ. 1942 – αν δεν ερ­χό­ταν η Κα­το­χή. Στο πε­ριο­δι­κό της ι­τα­λι­κής προ­πα­γάν­δας, «Κουα­δρί­βιο», αρ­νή­θη­κε να δώ­σει συ­νερ­γα­σία, α­κό­μη και να ε­πι­τρέ­ψει α­να­δη­μο­σίευ­ση κει­μέ­νου του. Σύμ­φω­να με μαρ­τυ­ρία, πιε­ζό­με­νος α­πό Ιτα­λό υ­πεύ­θυ­νο και θέ­λο­ντας να τον ξε­φορ­τω­θεί, του πρό­τει­νε κυ­νι­κά την α­να­δη­μο­σίευ­ση πα­λαιό­τε­ρου κει­μέ­νου του με τίτ­λο «Πώς ο Μο­ρο­ζί­νης α­να­τί­να­ξε τον Παρ­θε­νώ­να». 
Εκτός α­πό δη­μο­σιο­γρά­φος και ε­πι­φυλ­λι­δο­γρά­φος με κα­τά και­ρούς μό­νι­μη στή­λη, ο Κα­μπού­ρο­γλου υ­πήρ­ξε εκ­δό­της δυο πε­ριο­δι­κών. Το πρώ­το, η «Εβδο­μάς», ξε­κί­νη­σε Μάρ. 1884, που ση­μαί­νει μία τρια­κο­ντα­ε­τία προ της ι­δρύ­σεως της Ε­ΣΗΕ­Α. Ένα χρό­νο μι­κρό­τε­ρος του Πα­πα­δια­μά­ντη, ο ο­ποίος δεν πρό­λα­βε να γρα­φτεί μέ­λος, ο Κα­μπού­ρο­γλου ή­ταν ο πρώ­τος εγ­γρα­φείς. Ήταν, δη­λα­δή, κά­το­χος δη­μο­σιο­γρα­φι­κής ταυ­τό­τη­τας με αύ­ξο­ντα α­ριθ­μό έ­να. Ο Διο­νύ­σιος Τρο­βάς, που τον γνώ­ρι­σε λί­γο πριν α­πό τον Πό­λε­μο και α­πο­τέ­λε­σε τη φι­λι­κή συ­ντρο­φιά του στα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζωής του, θυ­μά­ται να του δεί­χνει με κα­μά­ρι την ταυ­τό­τη­τά του. Το α­να­φέ­ρει στη βιο­γρα­φία του Κα­μπού­ρο­γλου, που ε­ξέ­δω­σε τέ­λη του 1981, ώ­στε να εί­ναι έ­τοι­μη κα­τά το ε­πό­με­νο, ε­πε­τεια­κό έ­τος. Τό­τε α­κό­μη, η Ακα­δη­μία Αθη­νών τι­μού­σε τον Κα­μπού­ρο­γλου, που ή­ταν το πρώ­το αι­ρε­τό μέ­λος της Τά­ξεως Γραμ­μά­των και Τε­χνών, το 1927, με συ­νυ­πο­ψή­φιους τους Νιρ­βά­να και Ξε­νό­που­λο. Οι προ­η­γη­θέ­ντες τρεις πρώ­τοι Ακα­δη­μαϊκοί (Σί­μος Με­νάρ­δος, Πα­λα­μάς, Δρο­σί­νης) εί­χαν διο­ρι­στεί το προ­η­γού­με­νο έ­τος κα­τά την ί­δρυ­σή της.
Σε ε­κεί­νο το δη­μο­σίευ­μα, εί­χα­με α­φή­σει α­νοι­χτό το εν­δε­χό­με­νο να τον θυ­μη­θεί το 2014 του­λά­χι­στον η Ε­ΣΗΕ­Α, κα­τά τον ε­ορ­τα­σμό της πρώ­της ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δας της. Βε­βαίως, η η­μέ­ρα της ε­πε­τείου, η 14η Δεκ., αρ­γεί α­κό­μη, ω­στό­σο εκ­δό­θη­κε το Ημε­ρο­λό­γιο 2014, με ε­ορ­τα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Όπως πά­ντα με μι­κρή κα­θυ­στέ­ρη­ση, ή­δη με τον τίτ­λο του υ­πο­γραμ­μί­ζει τα «Εκα­τό χρό­νια Ε­ΣΗΕ­Α». Δεν εί­ναι ω­στό­σο α­πο­κλει­στι­κά α­φιε­ρω­μέ­νο στην ε­πέ­τειο, ό­πως θα α­να­με­νό­ταν, αλ­λά συ­μπλη­ρώ­νε­ται με «Αφιέ­ρω­μα στον Βλά­ση Γα­βριη­λί­δη». Σύμ­φω­να με το ει­σα­γω­γι­κό ση­μείω­μα του Δ.Σ. του Μορ­φω­τι­κού Ιδρύ­μα­τος της Ε­ΣΗΕ­Α, στο Ημε­ρο­λό­γιο “πε­ρι­γρά­φε­ται διε­ξο­δι­κά η δια­δρο­μή της”, αλ­λά τό­σο αυ­τή ό­σο και το Μορ­φω­τι­κό Ίδρυ­μά της “α­πο­φά­σι­σαν να ε­στιά­σουν στον Βλά­ση Γα­βριη­λί­δη”. Με το σκε­πτι­κό, πως, “μο­λο­νό­τι εκ­δό­της-ε­πι­χει­ρη­μα­τίας, υ­πήρ­ξε πρω­το­πό­ρος, και­νο­τό­μος, α­να­μορ­φω­τής και δά­σκα­λος της δη­μο­σιο­γρα­φίας”. Μά­λι­στα, προ­στί­θε­ται, ως “εν­δει­κτι­κό της ε­ντι­μό­τη­τας και της α­δέ­κα­στης δη­μο­σιο­γρα­φι­κής του δια­δρο­μής, το γε­γο­νός ό­τι έ­φυ­γε α­πό τη ζωή πάμ­φτω­χος.”  Τέ­λος, στο ει­σα­γω­γι­κό, α­ναγ­γέλ­λε­ται “ε­κτε­νής α­να­φο­ρά στη ζωή και το έρ­γο του”. 
Οι πα­ρα­πά­νω δια­τυ­πώ­σεις δεν εί­ναι πα­ρά με­γά­λα λό­για, που τα υ­πα­γο­ρεύουν οι τρέ­χου­σες νοο­τρο­πίες. Οι α­πα­ραί­τη­τες ε­παγ­γελ­μα­τι­κές ι­διό­τη­τες ε­νός δη­μο­σιο­γρά­φου, σύμ­φω­να και με τις βα­σι­κές αρ­χές δη­μο­σιο­γρα­φι­κής δε­ο­ντο­λο­γίας, το να εί­ναι έ­ντι­μος και α­δέ­κα­στος, α­να­γο­ρεύο­νται σή­με­ρα σε ύ­ψι­στες α­ρε­τές. Όσο για ε­κεί­νο το “πάμ­φτω­χος”, έ­χει κα­τα­ντή­σει δη­μο­σιο­γρα­φι­κό κλι­σέ, που χρη­σι­μο­ποιεί­ται α­δια­κρί­τως για ό­ποιον δεν έ­κα­νε πε­ριου­σία ως δη­μο­σιο­γρά­φος, ως πο­λι­τι­κός ή ο­τι­δή­πο­τε άλ­λο. Αν  άρ­ρω­στος ο Γα­βριη­λί­δης ζή­τη­σε να με­τα­φέ­ρουν το κρε­βά­τι του στα γρα­φεία της «Ακρό­πο­λης», ας μην νο­μί­σει κά­ποιος ση­με­ρι­νός ό­τι του εί­χαν κα­τα­σχέ­σει την οι­κία. Πάμ­φτω­χος δεν θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν, πα­ρά τα οι­κο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα της ε­φη­με­ρί­δας του. Το ερ­γα­σιο­μα­νής ή το α­φο­σιω­μέ­νος μέ­χρις ε­σχά­των και πα­ρά τον καρ­κί­νο του ή­πα­τος στο έρ­γο του, θα α­πέ­δι­δε α­κρι­βέ­στε­ρα αυ­τόν τον “εκ­δό­τη-ε­πι­χει­ρη­μα­τία”. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός εκ­δό­της-ε­πι­χει­ρη­μα­τίας, καί­τοι α­κρι­βής για τη ση­με­ρι­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η­χεί στη δι­κή του πε­ρί­πτω­ση  πα­ρά­ται­ρος, αν ό­χι και μειω­τι­κός.              
Όπως και να έ­χει, φρού­δες α­πο­δεί­χτη­καν οι ελ­πί­δες μας πε­ρί μνη­μό­νευ­σης του Κα­μπού­ρο­γλου. Ακό­μη και πριν α­πό το Ει­σα­γω­γι­κό του Ημε­ρο­λο­γίου, θα έ­πρε­πε να μας εί­χαν προϊδεά­σει οι ευ­χα­ρι­στίες του Μορ­φω­τι­κού προς την ι­στο­ρι­κό Γιού­λα Κου­τσο­πα­νά­γου, για τη συμ­βο­λή της. Σε ε­κεί­νο το πα­λαιό­τε­ρο δη­μο­σίευ­μά μας, α­να­φέ­ρα­με ως μία πρώ­τη έν­δει­ξη της α­φά­νειας, στην ο­ποία έ­χει πε­ρι­πέ­σει ο δη­μο­σιο­γρά­φος Κα­μπού­ρο­γλου, ο Ανα­δρο­μά­ρης, ό­πως ή­ταν το ψευ­δώ­νυ­μο της μα­κρο­βιό­τε­ρης στή­λης του, την α­που­σία σχε­τι­κού λήμ­μα­τος στην τε­τρά­το­μη «Εγκυ­κλο­παί­δεια του ελ­λη­νι­κού Τύ­που 1784-1974», που εκ­δό­θη­κε το 2008. Σε αυ­τήν, “υ­πεύ­θυ­νη έρ­γου”, ως α­να­γρά­φε­ται, ή­ταν η Κου­τσο­πα­νά­γου, που εί­ναι η “ε­πι­στη­μο­νι­κή υ­πεύ­θυ­νη” και στο Εργα­στή­ριο Τεκ­μη­ρίω­σης και Με­λέ­της του Ελλη­νι­κού Τύ­που του Πά­ντειου Πα­νε­πι­στη­μίου. Ο Κα­μπού­ρο­γλου εμ­φα­νί­ζε­ται α­δι­κη­μέ­νος α­κό­μη και στα λήμ­μα­τα των ε­ντύ­πων, στα ο­ποία ή­ταν για χρό­νια συ­νερ­γά­της. Δεν α­να­φέ­ρε­ται ο­νο­μα­στι­κά, α­πο­μέ­νο­ντας στο κα­τα­λη­κτι­κό “και άλ­λοι”. Μόνο στη «Διάπλαση των Παίδων» υπάρχει αναφορά, αλλά και εκεί δεν του αποδίδεται η τι­μή  του ευ­ρέ­τη του τίτ­λου και συ­νερ­γά­τη α­πό ι­δρύ­σεως του γνω­στού νε­α­νι­κού πε­ριο­δι­κού. Ανα­φέ­ρε­ται, βε­βαίως, στο λήμ­μα του πε­ριο­δι­κού «Εβδο­μάς», ως ο πρώ­τος εκ­δό­της του, αλ­λά τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του πε­ριο­δι­κού σε αυ­τήν την πρώ­τη πε­ρίο­δο σχο­λιά­ζο­νται μάλ­λον σαν α­δυ­να­μίες πα­ρά ως α­ρε­τές. Για το δεύ­τε­ρο πε­ριο­δι­κό που ε­ξέ­δω­σε, το «Δί­πυ­λον», δεν υ­πάρ­χει λήμ­μα, ού­τε καν α­να­φο­ρά. 
Αλλά και πέ­ρα α­πό τον Κα­μπού­ρο­γλου, μά­ταιες α­πο­δεί­χθη­καν οι υ­πο­σχέ­σεις για “διε­ξο­δι­κή πε­ρι­γρα­φή της δια­δρο­μής της Ε­ΣΗΕ­Α”. Μό­λις με­ρι­κές σε­λί­δες, που μάλ­λον προ­κα­λούν πα­ρά λύ­νουν α­πο­ρίες. Η πε­ρι­γρα­φή φαί­νε­ται να ε­ξαν­τλεί­ται με την α­να­φο­ρά νό­μων, προ­ε­δρι­κών δια­ταγ­μά­των και έ­τε­ρων δη­μο­σιο­γρα­φι­κών ε­νώ­σεων, με ε­πι­λε­κτι­κή μνεία του ρό­λου της σε πε­ριό­δους ε­θνι­κών δο­κι­μα­σιών. Ως προς τα πρό­σω­πα, οι α­να­φο­ρές εί­ναι γε­νι­κό­λο­γες. Δί­νε­ται μό­νο η πλη­ρο­φο­ρία πως με­τρά σε 100 χρό­νια 30 προέ­δρους, ό­που και κα­τα­γρά­φο­νται 30 ο­νό­μα­τα. Απο­ρία προ­κα­λεί η σει­ρά με την ο­ποία πα­ρα­τί­θε­νται, κα­θώς μέ­νει με­τέω­ρο το πό­τε προή­δρευ­σε έ­κα­στος. Για πα­ρά­δειγ­μα, με­τά τον πρώ­το πρό­ε­δρο Ιωάν­νη Κον­δυ­λά­κη, α­να­φέ­ρε­ται ο Σπύ­ρος Με­λάς,  που α­νέ­λα­βε πρό­ε­δρος το 1958, ε­νώ ο 14ος στη σει­ρά, ο Τί­μος Μω­ραϊτί­νης, α­νέ­λα­βε κα­θή­κο­ντα το 1938. Ίσως, λε­πτο­μέ­ρειες. Όσα, ό­μως, στοι­χεία δί­νο­νται, υ­πάρ­χουν στο λήμ­μα της ο­ποια­σδή­πο­τε ε­γκυ­κλο­παί­δειας. Η προ­σφυ­γή σε Εργα­στή­ριο Τεκ­μη­ρίω­σης και Με­λέ­της του Ελλη­νι­κού Τύ­που ά­φη­νε ελ­πί­δες για κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο. 
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, α­φού, στις ό­λες κι ό­λες ε­πτά σε­λί­δες, που α­φιε­ρώ­θη­καν στην Ε­ΣΗΕ­Α, α­ξιο­λο­γή­θη­κε δι­σέ­λι­δο σα­λό­νι στον Πα­να­γιώ­τη Πα­τρί­κιο (α­ρι­στε­ρά, φω­το­γρα­φία, ό­που ει­κο­νί­ζε­ται να ξε­να­γεί Κ. Κα­ρα­μαν­λή και Απ. Κα­κλα­μά­νη στα Αρχεία της Ε­ΣΗΕ­Α και δε­ξιά, “μία μαρ­τυ­ρία του”), δεν θα χρεια­ζό­ταν και κά­ποια α­να­φο­ρά στο πρό­σω­πο, ε­κτός α­πό το ε­πι­γραμ­μα­τι­κό και ελ­λι­πές, “δη­μιουρ­γός της βι­βλιο­θή­κης της Ε­ΣΗΕ­Α”; Αλλά και η φω­το­γρα­φία εί­ναι χω­ρίς χρο­νο­λο­γία. Βε­βαίως, προσ­διο­ρί­ζε­ται πως αμ­φό­τε­ροι οι ει­κο­νι­ζό­με­νοι εί­ναι Πρό­ε­δροι, της Δη­μο­κρα­τίας και της Βου­λής α­ντί­στοι­χα. Σαν τε­στ μοιά­ζει. Μό­νο που η λύ­ση του δί­νει κο­ντά τριε­τία.  
Τε­λείως α­θε­τή­θη­κε και η έ­τε­ρη υ­πό­σχε­ση για “ε­κτε­νή α­να­φο­ρά στη ζωή και το έρ­γο του Γα­βριη­λί­δη”. Με­τά βίας τρεις σε­λί­δες. Οι δυο για την ε­φη­με­ρί­δα «Ακρό­πο­λις», με κα­τα­λό­γους των συ­νεκ­δι­δό­με­νων πε­ριο­δι­κών ε­ντύ­πων και των συ­νερ­γα­τών τους. Όπου, σε πρό­σθε­τη σε­λί­δα, πα­ρα­τί­θε­νται ει­κο­νί­δια εν­νέα εξ αυ­τών, με τη λε­ζά­ντα να α­να­φέ­ρει τον δεύ­τε­ρο στη ῾῾σει­ρά Αλέ­ξαν­δρο Μω­ραϊτί­δη ως Αλέ­ξαν­δρο Μω­ραΐτη. Πα­ρο­μοίως, ως έ­τος γεν­νή­σεως του Γα­βριη­λί­δη α­να­φέ­ρε­ται το 1849 α­ντί του 1848. Βε­βαίως, πρό­κει­ται για τυ­πο­γρα­φι­κά λά­θη, α­φού γρά­φο­νται ορ­θά σε άλ­λα ση­μεία του Ημε­ρο­λο­γίου. Δεν έ­χουν θέ­ση, ω­στό­σο, σε έ­να τό­σο μι­κρό σε έ­κτα­ση έρ­γο, με τό­σους φρο­ντι­στές. Κα­τά τα άλ­λα, κα­θώς πρό­κει­ται για συ­μπιε­σμέ­να ε­γκυ­κλο­παι­δι­κά λήμ­μα­τα, σε ο­ρι­σμέ­να ση­μεία κα­τα­λή­γουν δυσ­νό­η­τα. 
Με­γα­λύ­τε­ρη σύγ­χυ­ση προ­κα­λεί η δη­μο­σιο­γρα­φι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα του Γα­βριη­λί­δη στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη α­πό το 1868, που ε­πι­στρέ­φει α­πό τις σπου­δές του στην Λει­ψία, μέ­χρι το 1877, που διω­κό­με­νος κα­τα­φεύ­γει στην Ελλά­δα. Ανα­φέ­ρε­ται ό­τι “συμ­βάλ­λει φι­λο­λο­γι­κά στο πε­ριο­δι­κό «Επτά­λο­φος». Συ­ντά­κτης της ε­φη­με­ρί­δας «Ομό­νοια / Ομό­νοια και Νε­ο­λό­γος» (1862-1870) της Πό­λης και α­πό το 1870 διευ­θυ­ντής της.” Αν συμ­βου­λεύο­νταν την Εγκυ­κλο­παί­δεια Τύ­που, θα εί­χαν μία κα­θα­ρό­τε­ρη ει­κό­να, αν και ό­χι ορ­θή: “Πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται ... με φι­λο­λο­γι­κές με­λέ­τες στο π. «Επτά­λο­φος». Συ­νεκ­δό­της της εφ. «Κων­στα­ντι­νού­πο­λις» (1867), α­να­λαμ­βά­νει αρ­γό­τε­ρα, το 1871, τη διεύ­θυν­ση της εφ. «Ομό­νοια» και εκ­δί­δει την εφ. «Με­ταρ­ρύθ­μι­σις».” Σύμ­φω­να με το λήμ­μα της εφ. «Ομό­νοια», α­να­λαμ­βά­νει τη διεύ­θυν­σή της το 1870, ε­νώ “το 1871 στα­μα­τά ο­ρι­στι­κά η έκ­δο­σή της”. Η α­συμ­βα­τό­τη­τα των πλη­ρο­φο­ριών, που δί­νο­νται στα διά­φο­ρα λήμ­μα­τα, συ­νι­στά βα­σι­κή α­δυ­να­μία της εν λό­γω Εγκυ­κλο­παί­δειας. Φαί­νε­ται ό­τι ο α­ντί­στοι­χος έ­λεγ­χος κρί­θη­κε πε­ριτ­τός. Όσο για τις ε­πι­μέ­ρους πλη­ρο­φο­ρίες, την α­να­φο­ρά στο 1867 και τη συ­νέ­νω­ση της «Ομό­νοιας» και του «Νε­ο­λό­γου» του Σταύ­ρου Βου­τυ­ρά, το μεν 1867 εί­ναι το έ­τος που το π. «Επτά­λο­φος», α­φού εκ­δό­θη­κε ως ε­φη­με­ρί­δα με την ί­δια ο­νο­μα­σία, με­το­νο­μά­στη­κε σε «Κων­στα­ντι­νού­πο­λις», η δε συ­νέ­νω­ση των δυο ε­φη­με­ρί­δων κρά­τη­σε μό­λις τρεις μή­νες του ι­δίου έ­τους. 
Πριν, ό­μως, δο­θούν ό­λες αυ­τές οι δη­μο­σιο­γρα­φι­κές με­τα­κι­νή­σεις του Γα­βριη­λί­δη, θα ή­ταν α­πα­ραί­τη­τη κά­ποια υ­πεν­θύ­μι­ση πως ο Τύ­πος της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης βρι­σκό­ταν τό­τε με­τα­ξύ Σκύλ­λας και Χά­ρυ­βδης. Από τη μία υ­πήρ­χαν οι Οθω­μα­νοί και α­πό την άλ­λη το Πα­τριαρ­χείο, τό­τε α­ντι­μέ­τω­πο με το Σχί­σμα της Βουλ­γα­ρι­κής Εκκλη­σίας. Όπως και να έ­χει, ο Γα­βριη­λί­δης ή­ταν στο ε­πι­τε­λείο του π. Επτά­λο­φος, με­τά στην ο­μώ­νυ­μη ε­φη­με­ρί­δα και στη συ­νέ­χεια, στην  ε­φη­με­ρί­δα «Κων­στα­ντού­πο­λις» μέ­χρι το 1870, που α­νέ­λα­βε την «Ομό­νοια». Επέ­στρε­ψε, με το κλεί­σι­μο της δεύ­τε­ρης, στην «Κων­στα­ντι­νού­πο­λις», που το 1873 με­το­νο­μά­στη­κε σε «Θρά­κη». Έφυ­γε ο­ρι­στι­κά το 1876, που ξε­κί­νη­σε τη δι­κή του ε­φη­με­ρί­δα, «Με­ταρ­ρύθ­μι­σις». Αυ­τά, πε­ρί Γα­βριη­λί­δη στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη.  
Στο Ημε­ρο­λό­γιο α­να­φέ­ρε­ται πως προ­το­μή του Γα­βριη­λί­δη “φι­λο­τέ­χνη­σε και δώ­ρι­σε στην Ε­ΣΗΕ­Α ο γλύ­πτης Μι­χαήλ Τό­μπρος”. Επ’ αυ­τού κα­μία άλ­λη διευ­κρί­νι­ση. Προ­το­μή του, πά­ντως, βρί­σκε­ται στην πλα­τεία Κλαυθ­μώ­νος, α­κρι­βώς α­πέ­να­ντι α­πό τα  πα­ρά­θυ­ρα της ε­φη­με­ρί­δας του. Έργο του Τό­μπρου, του 1935, στή­θη­κε έ­να χρό­νο αρ­γό­τε­ρα με πρω­το­βου­λία των Αχέ­πα. Και βε­βαίως, δεν εί­ναι η μο­να­δι­κή προ­το­μή δη­μο­σιο­γρά­φου στην Αθή­να, ό­πως δια­τεί­νο­νται ό­ψι­μοι α­θη­ναιο­γρά­φοι. Υπάρ­χουν, αν ό­χι και άλ­λων, του­λά­χι­στον πολ­λών α­πό ε­κεί­νους που φέ­ρουν τη δι­πλή ι­διό­τη­τα δη­μο­σιο­γρά­φου-λο­γο­τέ­χνη. Με­τα­ξύ αυ­τών, ο Κα­μπού­ρο­γλου. Η προ­το­μή στή­θη­κε ε­πί­σης το 1936, μό­νο που ο τι­μώ­με­νος ή­ταν πα­ρών. Έργο του γλύ­πτη Νι­κο­λά­ου Γεωρ­γα­ντή, δεν υ­στε­ρεί μό­νο αι­σθη­τι­κά, αλ­λά και ως προς τη θέ­ση που στή­θη­κε, στην πλα­τεία της Πλά­κας. Ωστό­σο α­φα­νής, εν μέ­σω τρα­πε­ζο­κα­θι­σμά­των, γλί­τω­σε τον βαν­δα­λι­σμό του γκρά­φι­τι.  Άτσα­λα μουτ­ζου­ρω­μέ­νη η προ­το­μή του Γα­βριη­λί­δη, ό­πως πα­ρα­πά­νω ο Πα­λα­μάς του Φα­λη­ρέα, στη γω­νία Ακα­δη­μίας και Ασκλη­πειού, κο­ντά και ε­κεί­νος στα αλ­λο­τι­νά πα­ρά­θυ­ρα της οι­κίας του. 
Συ­νο­ψί­ζο­ντας τις ε­ντυ­πώ­σεις μας α­πό το φυλ­λο­μέ­τρη­μα, θα α­να­μέ­να­με α­πό έ­να Ημε­ρο­λό­γιο ε­στια­σμέ­νο θε­μα­τι­κά, α­ντί­στοι­χα ε­πι­κε­ντρω­μέ­νη ει­κο­νο­γρά­φη­ση. Αντί αυ­τού, ει­κο­νο­γρα­φεί­ται με ποι­κί­λα θέ­μα­τα, κυ­ρίως με φω­το­γρα­φι­κά στιγ­μιό­τυ­πα α­νώ­νυ­μων α­να­γνω­στών ε­φη­με­ρί­δων, ο­ρι­σμέ­να ε­πι­φα­νών φω­το­γρά­φων, ό­πως Δ. Χα­ρι­σιά­δη, Β. Πα­παϊωάν­νου κ. α. Πά­ντως, πρω­τό­τυ­πες ει­κό­νες, ό­πως και κεί­με­να με πρω­το­φα­νέ­ρω­τες λε­πτο­μέ­ρειες, αν­τλη­μέ­νες α­πό τους αρ­χεια­κούς θη­σαυ­ρούς, α­που­σιά­ζουν. Όπως και να το δού­με, α­πό μία έ­νω­ση δη­μο­σιο­γρά­φων, που έ­χει στο δυ­να­μι­κό της, ό­χι μό­νο την α­φρό­κρε­μα της δη­μο­σιο­γρα­φίας, αλ­λά και με­γά­λο με­ρί­διο α­πό τους ε­πι­φα­νείς της λο­γο­τε­χνίας,  οι α­παι­τή­σεις εί­ναι υ­ψη­λές.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 9/3/2014.

Στη σκιά δύ­σκο­λων και­ρώ­ν

$
0
0


Αστέ­ρης Ν. Μαυ­ρου­δής
«Η κλε­ψιά»
Εκδό­σεις Θερ­μαϊκός
Ια­νουά­ριος 2014

Το πρώ­το βι­βλίο του Αστέ­ρη Μαυ­ρου­δή εί­ναι μία δεύ­τε­ρη εν­δια­φέ­ρου­σα συλ­λο­γή διη­γη­μά­των α­πό τις εκ­δό­σεις Θερ­μαϊκός, που περ­νά­ει το φράγ­μα του Ολύ­μπου. Στο κλει­νόν ά­στυ, πα­ρό­μοιες εκ­πλή­ξεις δεν φαί­νε­ται να εί­ναι και τό­σο ευ­πρόσ­δε­κτες. Η πρω­τεύου­σα προ­τι­μά να εμ­φα­νί­ζε­ται ως αυ­τάρ­κης, α­σχέ­τως αν τρο­φο­δο­τεί­ται α­πό την ε­παρ­χία, εκ­με­ταλ­λευό­με­νη την ελ­κτι­κή δύ­να­μη των Φώ­των της δη­μο­σιό­τη­τας που συ­γκε­ντρώ­νει. Διό­τι Τύ­πος της Ελλά­δας ση­μαί­νει α­θη­ναϊκές ε­φη­με­ρί­δες, συν τις λοι­πές, που εί­ναι μι­κρής κυ­κλο­φο­ρίας και το­πι­κής εμ­βέ­λειας. Πα­ρο­μοίως, ο εκ­δο­τι­κός χώ­ρος εί­ναι οι εκ­δο­τι­κοί οί­κοι με έ­δρα την Αθή­να, συν οι λοι­ποί, που εί­ναι μι­κρής πα­ρα­γω­γής και το­πι­κής α­πή­χη­σης. Γι’ αυ­τό και ι­σχύει το ό­σοι πι­στοί προ­σέλ­θε­τε. Μό­λις έ­νας κά­τοι­κος της λοι­πής Ελλά­δας βρει “ά­κρες” σε α­θη­ναϊκό εκ­δο­τι­κό οί­κο, σπεύ­δει. Πρό­σφα­τα, με την ευ­ρύ­τε­ρη διά­δο­ση των εκ­δό­σεων “ι­δίοις α­να­λώ­μα­σι­ν”, σπεύ­δει και ό­ποιος στε­ρεί­ται δια­συν­δέ­σεων. Όπως και ο Αθη­ναίος συγ­γρα­φέ­ας, ζη­τά κι αυ­τός να πλη­ρο­φο­ρη­θεί τα “πα­κέ­τα προ­σφο­ρώ­ν” των α­θη­ναϊκών οί­κων. Σή­με­ρα πλέ­ον, πέ­ραν της ε­κτύ­πω­σης, έ­να πλή­ρες εκ­δο­τι­κό “πα­κέ­το” υ­πό­σχε­ται δια­φή­μι­ση του προϊό­ντος, με ό,τι αυ­τή προ­βλέ­πει, α­πό προ­βο­λή στα ΜΜΕ μέ­χρι βρα­διά με ε­πώ­νυ­μους ο­μι­λη­τές. Κά­πως έ­τσι ε­ξα­φα­νί­στη­καν οι συλ­λο­γι­κές έν­νοιες, ό­πως λο­γο­τε­χνία Θεσ­σα­λο­νί­κης, Κα­βά­λας, Επτα­νή­σου, και έ­μει­ναν μό­νο συγ­γρα­φείς Θεσ­σα­λο­νι­κείς, Κα­βα­λιώ­τες, Επτα­νή­σιοι. 
Μέ­χρι ε­πη­ρε­α­σμό των κρι­τι­κών ε­πι­τρο­πών βρα­βεύ­σεων μπο­ρεί να πε­ρι­λαμ­βά­νει αυ­τό το “πα­κέ­το”. Πα­λαιό­τε­ρα, ό­ταν κα­τήρ­τι­ζαν τις κρι­τι­κές ε­πι­τρο­πές των βρα­βείων λο­γο­τε­χνίας, προέ­βλε­παν και κά­ποιο Θεσ­σα­λο­νι­κιό για να υ­πο­στη­ρί­ζει Βο­ρειο­ελ­λα­δί­τες. Σή­με­ρα, αυ­τή η συ­νή­θεια έ­χει α­το­νή­σει. Ίσως για­τί οι νεό­τε­ροι Θεσ­σα­λο­νι­κείς εί­ναι μι­κρό­τε­ρου βε­λη­νε­κούς. Πά­ντως, η κα­τα­γω­γή ε­νός μέ­λους μίας οιασ­δή­πο­τε ε­πι­τρο­πής βρα­βεύ­σεων ή άλ­λων ε­πι­λο­γών κα­θί­στα­ται συ­χνά ευ­διά­κρι­τη α­πό τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα. Αιφ­νι­δια­στι­κά, εν μέ­σω των Αθη­ναίων, ξε­φυ­τρώ­νουν κά­τοι­κοι της άλ­φα ή της βή­τα πε­ριο­χής, ό­ταν ο λό­γος του δια­με­σο­λα­βη­τή δια­θέ­τει κύ­ρος. Αν και ο ε­πι­τε­τραμ­μέ­νος σε μία ο­ποια­δή­πο­τε ε­πι­τρο­πή βρί­σκε­ται, κα­τά κα­νό­να, προ δύ­σκο­λων α­πο­φά­σεων, κα­θώς έ­χει να συμ­βι­βά­σει δια­φο­ρε­τι­κές ρο­πές. Πέ­ραν της ε­ντο­πιό­τη­τας, έ­χουν αυ­ξη­θεί οι εκ­δο­τι­κές δο­σο­λη­ψίες, ε­νώ πα­ρα­μέ­νουν ι­σχυ­ρές οι ι­δε­ο­λο­γι­κές συ­νά­φειες και προ­φα­νώς, οι προ­σω­πι­κές σχέ­σεις. Ο τε­λευ­ταίος αυ­τός πα­ρά­γων, πολ­λές φο­ρές, λει­τουρ­γεί εμ­φα­νέ­στε­ρα στις πε­ρι­πτώ­σεις α­πο­κλει­σμού ε­νός υ­πο­ψη­φίου. Εί­ναι σχε­δόν α­πο­δε­δειγ­μέ­νο, ό­τι πολ­λα­πλώς ι­σχυ­ρό­τε­ρη μίας φι­λίας α­πο­βαί­νει μία σχέ­ση ε­μπά­θειας. Βε­βαίως, υ­πάρ­χουν και τα λο­γο­τε­χνι­κά κρι­τή­ρια, μό­νο που αυ­τά α­κο­λου­θού­νται σε έ­να μι­κρό­τε­ρο σύ­νο­λο υ­πο­ψη­φίων, το ο­ποίο έ­χει προ­κύ­ψει με βά­ση ό­λα τα προ­η­γού­με­να.
Τα διη­γή­μα­τα του Μαυ­ρου­δή έρ­χο­νται α­πό έ­ναν κά­πως ι­διό­μορ­φο εκ­δο­τι­κό οί­κο. Οι εκ­δό­σεις Θερ­μαϊκός, πα­ρό­τι πα­ρα­κλά­δι των εκ­δό­σεων Ια­νός, πα­ρα­μέ­νουν το­πι­κή υ­πό­θε­ση. Στη Θεσ­σα­λο­νί­κη κυ­κλο­φο­ρούν και ε­κεί πα­ρου­σιά­ζο­νται, με πα­ρου­σια­στές μπο­ρεί ε­πώ­νυ­μους και για τα α­θη­ναϊκά μέ­τρα, αλ­λά Βο­ρειο­ελ­λα­δί­τες. Ού­τε α­θη­ναϊκή βρα­διά προ­βλέ­πε­ται ού­τε προώ­θη­ση στους κρι­τές ε­φη­με­ρί­δων και βρα­βεύ­σεων. Κι ας συ­χνά­ζουν πολ­λοί α­πό αυ­τούς στο Κα­φέ Ια­νός, που λέ­γε­ται ό­τι εί­ναι το με­γα­λύ­τε­ρο εν Αθή­ναις εκ­δο­τι­κού οί­κου. Για πα­ρά­δειγ­μα, η συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του Στά­θη Κο­ψα­χεί­λη, που κυ­κλο­φό­ρη­σε προ διε­τίας α­πό τις εκ­δό­σεις Θερ­μαϊκός, έ­μει­νε στο ρά­φι του Ια­νού. Ού­τε κρι­τι­κές  έ­λα­βε ού­τε σε κα­μία βρα­χεία λί­στα διη­γή­μα­τος ή έ­στω, πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου συ­μπε­ρι­λή­φθη­κε. Πα­ρό­τι το 2011 δεν ή­ταν “μία ι­διαί­τε­ρα καρ­πο­φό­ρα χρο­νιά”, για να α­ντι­γρά­ψου­με μια φρά­ση κλι­σέ του σκε­πτι­κού κρι­τι­κών ε­πι­τρο­πών.
Παρ­θε­νι­κή θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν η πρώ­τη εμ­φά­νι­ση του Μαυ­ρου­δή, κα­θώς κα­νέ­να α­πό τα 17 πε­ζά του βι­βλίου δεν έ­χει δη­μο­σιευ­θεί σε κά­ποιο έ­ντυ­πο. Μό­νο το πρώ­το στη σει­ρά πα­ρά­τα­ξης, «Άζυ­μη κα­λα­μπο­κί­σια πί­τα», α­πέ­σπα­σε έ­παι­νο στον 5ο Πα­νελ­λή­νιο Δια­γω­νι­σμό Ποίη­σης και Διη­γή­μα­τος «Δη­μή­τριος Βι­κέ­λας», με έ­δρα τη Βέ­ροια, του 2012. Στον ί­διο Δια­γω­νι­σμό του 2008, το δεύ­τε­ρο βρα­βείο εί­χε α­πο­νε­μη­θεί στον Ιά­κω­βο Ανυ­φα­ντά­κη. Τα πε­ζά της συλ­λο­γής, ό­πως και ε­κεί­να του Κο­ψα­χεί­λη, το­πο­θε­τού­νται στον τό­πο του. Στα ΝΔ της Θεσ­σα­λο­νί­κης του Κο­ψα­χεί­λη, που γεν­νή­θη­κε στο Λι­τό­χω­ρο Πιε­ρίας, προς τα α­να­το­λι­κά του Μαυ­ρου­δή, που “με­γά­λω­σε στο Αδάμ και ζει στη Σου­ρω­τή”, σύμ­φω­να με τα βιο­γρα­φι­κά στα βι­βλία τους. Με α­θη­ναϊκά κρι­τή­ρια, αυ­τό το στοι­χείο ε­ντο­πιό­τη­τας συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στα μειο­νε­κτή­μα­τα. Και βε­βαίως, ε­πι­τεί­νε­ται, ό­ταν α­που­σιά­ζει η δια­κει­με­νι­κό­τη­τα με την ξέ­νη λο­γο­τε­χνία. Γε­γο­νός μη α­να­με­νό­με­νο στην πε­ρί­πτω­ση του Μαυ­ρου­δή, κα­θώς φοί­τη­σε σε Σχο­λή Δη­μιουρ­γι­κής Γρα­φής και μά­λι­στα, τη μό­νη πα­νε­πι­στη­μια­κού ε­πι­πέ­δου. Ευ­τυ­χώς, δεν μο­λύν­θη­κε. Ού­τε το ύ­φος δα­σκά­λου μι­μή­θη­κε ού­τε θεω­ρίες προ­σπά­θη­σε να ε­φαρ­μό­σει. Τα ί­χνη πε­ριο­ρί­στη­καν σε τρεις α­φιε­ρώ­σεις και ευ­χα­ρι­στίες, σύγ­γνω­στες α­να­σφά­λειες πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου.  
Το κυ­ρίως σώ­μα του βι­βλίου του το α­πο­τε­λούν διη­γή­σεις, στις ο­ποίες πα­ρεμ­βάλ­λο­νται τρία ι­στο­ρι­κο­φα­νή πε­ζά, μάλ­λον σαν α­φη­γη­μα­τι­κοί πει­ρα­μα­τι­σμοί πά­νω σε γνω­στό καμ­βά. Άλλες διη­γή­σεις μέ­νουν στη χα­λα­ρή μορ­φή της ι­στο­ρίας κι άλ­λες α­πο­κτούν την αρ­τιό­τη­τα του διη­γή­μα­τος. Σε ό­λες, ό­μως, υ­πάρ­χει α­φη­γη­μα­τι­κή οι­κο­νο­μία. Στις πε­ρισ­σό­τε­ρες, ο α­φη­γη­τής δεν με­τέ­χει στα α­νι­στο­ρού­με­να. Πα­ρα­μέ­νει στη θέ­ση του αυ­τό­πτη μάρ­τυ­ρα, που στο­λί­ζει την ε­ξι­στό­ρη­σή  του με κά­ποια πα­ρα­τή­ρη­ση, αλ­λά χω­ρίς να προ­δια­θέ­τει για τα δί­κια των ε­μπλε­κό­με­νων. Μι­κρές προ­τά­σεις, κο­φτές, με το βά­ρος στο ρή­μα και το ου­σια­στι­κό. Διε­ξο­δι­κές εί­ναι οι πε­ρι­γρα­φές πραγ­μά­των και κα­τα­στά­σεων. Ενώ, τα αι­σθή­μα­τα δεν κα­το­νο­μά­ζο­νται, υ­πο­δη­λώ­νο­νται ω­στό­σο έ­ντο­να, κα­θώς α­φο­ρούν ναυα­γι­σμέ­νους έ­ρω­τες και θα­νά­τους. Πα­ρα­στα­τι­κός λό­γος, αλ­λά κα­θό­λου γλα­φυ­ρός. Λεί­πουν τα ε­πί­θε­τα. Αντί αυ­τών, την ει­κό­να την συ­μπλη­ρώ­νουν οι πα­ρο­μοιώ­σεις. Το ρυθ­μό κρα­τούν οι στι­χο­μυ­θίες στη ντο­πιο­λα­λιά. Ο συγ­γρα­φέ­ας εκ­με­ταλ­λεύε­ται τις πα­ρα­νοή­σεις, που αυ­τή προ­κα­λεί, για να χρω­μα­τί­σει με νό­τες ευ­θυ­μίας την α­φή­γη­ση.   
Οι διη­γή­σεις ε­στιά­ζουν σε έ­ναν τό­πο μι­κρής σχε­τι­κά έ­κτα­σης, ε­νώ α­πλώ­νο­νται σε έ­να αρ­κε­τά με­γά­λο χρο­νι­κό βά­θος. Στις χα­μη­λές πλα­γιές της ο­ρει­νής ζώ­νης α­νά­με­σα σε Χορ­τιά­τη και Χο­λο­μώ­ντα, με κέ­ντρο το χω­ριό Αδάμ και τον γύ­ρω κά­μπο του, μέ­χρι το βάλ­το, που υ­πήρ­χε στα βο­ρειο­α­να­το­λι­κά. Ένα διή­γη­μα έ­χει τον τίτ­λο «Βάλ­τος» και το­πο­θε­τεί­ται στη Βάλ­τα, ό­πως α­πο­κα­λού­σαν τη μο­να­δι­κή λί­μνη του χω­ριού. Ήταν ο τρο­φο­δό­της τους σε ψά­ρια και πρώ­τες ύ­λες για τις ψά­θες, που ε­μπο­ρεύο­νταν. Ου­σια­στι­κά, πρό­κει­ται για α­φή­γη­ση της ζωής στο βάλ­το ή, α­κρι­βέ­στε­ρα, της ε­κεί δύ­σκο­λης δου­λειάς. Από τα κά­πως πρω­τό­γο­να, με μία ση­με­ρι­νή ο­πτι­κή, ρού­χα που χρη­σι­μο­ποιού­σαν, μέ­χρι τις ε­λο­γε­νείς τα­λαι­πω­ρίες· κου­νού­πια, βδέλ­λες, πα­γω­μέ­νο νε­ρό. Εύ­κο­λα θα μπο­ρού­σε κα­νείς να το πει λα­ο­γρα­φι­κό υ­λι­κό. Μά­λι­στα, το ει­σα­γω­γι­κό μέ­ρος του διη­γή­μα­τος θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν μέ­χρι και η­θο­γρα­φι­κό, κα­θώς α­να­φέ­ρε­ται στο πα­νη­γύ­ρι του Αγίου Πα­ντε­λεή­μο­να, που γι­νό­ταν ζευ­γα­ρω­τά με ε­κεί­νο της Αγίας Πα­ρα­σκευής. 
Ο συγ­γρα­φέ­ας, ό­μως, ξε­δια­λέ­γει τι θα χρη­σι­μο­ποιή­σει α­πό τον προ­σφε­ρό­με­νο πλού­το, που θα μπο­ρού­σε να τον ο­δη­γή­σει σε πλα­τεια­στι­κές, αλ­λά πι­θα­νώς και εν­δια­φέ­ρου­σες α­φη­γή­σεις. Μό­νο που ε­κεί­νες θα εί­χαν θέ­ση σε συλ­λο­γές προ­φο­ρι­κής Ιστο­ρίας. Το διή­γη­μα θέ­λει α­κρί­βεια στη δο­σο­λο­γία. Αυ­τό φαί­νε­ται να το κα­τορ­θώ­νει ο Μαυ­ρου­δής. Δη­μιουρ­γεί ευ­κρι­νείς ει­κό­νες, κα­θό­λου στα­τι­κές, που δέ­νο­νται σε μία δυ­να­μι­κή αλ­λη­λου­χία κα­τα­στά­σεων. Εκεί­νο που α­που­σιά­ζει, εί­ναι οι ε­ξάρ­σεις ε­νός πα­ρα­μυ­θά συγ­γρα­φέα, ό­ταν, λ.χ., α­ντι­κρί­ζει τα γρι­βά­δια της Βάλ­τας. Ανα­φέ­ρου­με τα γρι­βά­δια, για­τί τα έ­χου­με ταυ­τί­σει, ό­πως και τους γου­λια­νούς, με βο­ρειο­ελ­λα­δί­τι­κες διη­γή­σεις. Ας ό­ψο­νται τα διη­γή­μα­τα του συ­νο­μή­λι­κου του Μαυ­ρου­δή, Θεσ­σα­λο­νι­κιού Γιώρ­γου Σκα­μπαρ­δώ­νη, αλ­λά και το πρό­σφα­το «Αυ­το­κόλ­λη­το» του νεό­κο­που Γιάν­νη Πα­λα­βού α­πό το Βελ­βε­ντό Κο­ζά­νης. 
Στο χω­ριό του Μαυ­ρου­δή, το Αδά­μ, το­πο­θε­τού­νται τα πε­ρισ­σό­τε­ρα διη­γή­μα­τα, ό­μως ο τό­πος ε­κτεί­νε­ται μα­κρύ­τε­ρα,  μέ­χρι τον Αϊ-Αντώ­νη, α­κο­λου­θώ­ντας κα­τ’ α­ντί­στρο­φη πο­ρεία την τε­θλα­σμέ­νη Σου­ρω­τή, Ανθε­μού­ντας, Λι­βά­δι, Πε­τρο­κέ­ρα­σα, Αδάμ. Όπως συμ­βαί­νει στο διή­γη­μα «Το τα­ξί­δι». Εί­ναι η δια­δρο­μή που α­κο­λου­θεί ο δω­δε­κά­χρο­νος Νι­κο­λά­κης, “προ­στά­της οι­κο­γε­νείας” α­πό τα εν­νιά, που τα­ξι­δεύει με τη “γαϊδου­ρί­τσα” του στα γει­το­νι­κά χω­ριά για να που­λή­σει τις ψά­θες. Τον πιά­νει η βρο­χή και το πα­ρά­πο­νο μπαί­νο­ντας στη Σου­ρω­τή. Εκεί τον φι­λο­ξε­νούν Σα­ρα­κα­τσα­ναίοι. Ο νοι­κο­κύ­ρης προ­βάλ­λει σω­στός “γί­γα­ντας” και συ­μπο­νε­τι­κός, κα­θώς κα­τα­λύει τη νη­στεία, πα­ρα­μο­νή της Πα­να­γού­δας, χά­ρις στον ξε­νη­στι­κω­μέ­νο Νι­κο­λά­κη. Ο συγ­γρα­φέ­ας και ε­δώ, δεν α­πλώ­νει την α­φή­γη­ση με μία πα­ρέκ­βα­ση, εκ­με­ταλ­λευό­με­νος την α­να­φο­ρά στην Πα­να­γού­δα Σου­ρω­τής. Μέ­νει ελ­λει­πτι­κός, θυ­μί­ζο­ντας τα διη­γή­μα­τα με τα ο­ποία ξε­κί­νη­σαν κά­ποιοι άλ­λοι Βο­ρειο­ελ­λα­δί­τες, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, ο Βα­σί­λης Τσια­μπού­σης ή ο Χρή­στος Χαρ­το­μα­τσί­δης, που τε­λι­κά ξα­νοί­χτη­καν στα βα­θιά της μυ­θι­στο­ριο­γρα­φίας. 
Η λε­ζά­ντα της φω­το­γρα­φίας του ε­ξω­φύλ­λου του βι­βλίου α­να­φέ­ρει ό­τι ο ει­κο­νι­ζό­με­νος ά­ντρας με τη γαϊδου­ρί­τσα εί­ναι “ο πα­τέ­ρας του συγ­γρα­φέα, Νι­κο­λά­κης”, α­φή­νο­ντας ε­ντύ­πω­ση βιο­γρα­φι­κής α­φή­γη­σης. Όμως, έ­να δεύ­τε­ρο διή­γη­μα το­νί­ζει τη μυ­θο­πλα­στι­κή διά­στα­ση. Με τίτ­λο, «Το μό­νον της ζωής του», που συ­μπλη­ρώ­νει κα­τά Βι­ζυη­νό τον τίτ­λο του προ­η­γού­με­νου διη­γή­μα­τος, ε­ξι­στο­ρεί­ται έ­να άλ­λο τα­ξί­δι στα ί­δια μέ­ρη, πα­ρα­μο­νές Χρι­στου­γέν­νων, που ο Νι­κο­λά­κης ξε­πά­για­σε και πέ­θα­νε. Σε έ­να τρί­το διή­γη­μα, ο πα­τέ­ρας του Νι­κο­λά­κη έ­χει φύ­γει α­ντάρ­της, ε­νώ, σε έ­να άλ­λο, έ­χει πε­θά­νει. Ο χρό­νος των ι­στο­ριών α­να­τρέ­χει στην Κα­το­χή, με­τά πη­δά­ει στον Εμφύ­λιο. Μέ­νει κοι­νό μο­τί­βο, το “ά­γριες ε­πο­χές”. Θά­να­τοι α­πό σφαί­ρα, αλ­λά και α­πό κρύο και α­πό πεί­να. Τό­τε α­κό­μη δεν εί­χε α­πο­ξη­ραν­θεί η Βάλ­τα και το χω­ριό ε­πι­βίω­νε με τις ψά­θες και τα κα­πνά. Ένα δεύ­τε­ρο διή­γη­μα, συμ­με­τρι­κό με το «Βάλ­τος», τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Κα­πνός», κι αυ­τό εύ­θυ­μο κι ας α­νι­στο­ρεί τα δει­νά α­πό ε­μπό­ρους, τσι­ρά­κια και ε­φο­ρια­κούς. Θε­μα­τι­κά βρί­σκε­ται κο­ντά στα πε­ζά του Π. Χ. Μάρ­κο­γλου. Από ε­κεί­νον, που τα­ξι­νο­μεί­ται στη δεύ­τε­ρη με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά μέ­χρι τον Μαυ­ρου­δή, που οι ει­δή­μο­νες το πι­θα­νό­τε­ρο να τον ε­ντά­ξουν στη δεύ­τε­ρη του 21ου, το διή­γη­μα στη Βό­ρεια Ελλά­δα ε­ξα­κο­λου­θεί να μην έ­χει α­νά­γκη τις α­να­γνω­στι­κές ε­μπει­ρίες α­πό τη με­τα­φρα­σμέ­νη λο­γο­τε­χνία.
Ορι­σμέ­νες διη­γή­σεις στρέ­φο­νται γύ­ρω α­πό τα χαρ­μό­συ­να προ­εόρ­τια και τις τε­λε­τές αρ­ρα­βώ­να, γά­μου και βά­φτι­σης, αλ­λά κα­τα­λή­γουν με κα­βγά ή και θά­να­το. Σε δυο α­πό αυ­τές, «Ο αρ­ρα­βώ­νας» και «Τα μου­στλού­κια», που το θα­να­τι­κό συ­γκε­ντρώ­νε­ται σε μία, ό­λη και ό­λη, κα­τα­λη­κτι­κή φρά­ση, πλή­ρους α­να­τρο­πής του κλί­μα­τος, ε­ρω­τι­κού και ε­ορ­τά­σι­μου στο πρώ­το, παι­γνιώ­δους στο δεύ­τε­ρο, προ­κύ­πτουν εν­δια­φέ­ρο­ντα, α λα Πόε, διη­γή­μα­τα. Αν και η α­να­τρο­πή του τέ­λους δεν ευ­τυ­χεί πά­ντο­τε. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο πρώ­το και στο τε­λευ­ταίο της συλ­λο­γής, το σχή­μα της έλ­λει­ψης μέ­νει νο­η­μα­τι­κά λει­ψό. Σε ορισμένα διηγήματα, ο Μαυρουδής κατορθώνει να καλλιεργήσει ερωτική αύρα. Ένα α­πό αυ­τά εί­ναι «Ο ξου­ρι­σμέ­νος», με το συ­νοι­κέ­σιο στο Αϊδί­νι πριν το ’22 και την κα­τά­λη­ξη της ε­ρω­τι­κής πεί­νας του “α­πά­ντρευ­του”, ο­γδό­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στη Σου­ρω­τή. Όμως, την α­πο­θέω­ση του ε­ρω­τι­σμού την ε­πι­τυγ­χά­νει εκ­με­ταλ­λευό­με­νος έ­να πα­λαιό ε­θι­μι­κό συ­νή­θειο. Την κόκ­κι­νη κλω­στή που έ­δε­ναν οι κο­πέ­λες στα σο­σό­νιά τους. Ηθο­γρα­φι­κό ί­σως, αλ­λά δεί­χνει τι ά­γριοι και­ροί ή­ταν ε­κεί­νοι για τις κο­πέ­λες. Αλλά και για τους νέ­ους, που ξε­ρο­στά­λια­ζαν “για μια κλω­στή”. Αυ­τά τα μι­κρά πα­ρά­δο­ξα, που α­να­σύ­ρει και α­ξιο­ποιεί ο συγ­γρα­φέ­ας, δεί­χνουν αί­σθη­ση χιού­μορ.
Ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της δυά­δας Κο­ψα­χεί­λη-Μαυ­ρου­δή  εί­ναι ό­τι γρά­φει χω­ρίς να προ­τάσ­σει φι­λο­δο­ξίες. Πε­ριο­ρί­ζο­νται δη­λα­δή, στη χα­ρά της γέν­νας, α­δια­φο­ρώ­ντας ή κρα­τώ­ντας συ­νε­σταλ­μέ­νη στά­ση α­πέ­να­ντι στην πο­ρεία του νε­ο­γνού. Πρό­κει­ται για α­συ­νή­θη και για αυ­τό α­ξιο­ζή­λευ­τη στά­ση.

 Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 16/3/2014.

Οι φό­ροι και τα κόμ­μα­τα φέ­ραν αυ­τήν την κρί­ση

$
0
0
Αρκά­διος Λευ­κός
«Κρί­σις...» 
Εκδό­σεις Φαρ­φου­λάς
Δε­κέμ­βριος 2013

Η ση­με­ρι­νή κρί­ση θα μας κλη­ρο­δο­τή­σει αρ­κε­τά βι­βλία πε­ζο­γρα­φίας, ι­διαί­τε­ρα αν συ­νε­χι­στεί. Έτσι του­λά­χι­στον δεί­χνει η μέ­χρι σή­με­ρα συ­γκο­μι­δή, που δεν εί­ναι ευ­κα­τα­φρό­νη­τη. Το πό­σα α­πό αυ­τά θα σώ­ζο­νται με­τά με­ρι­κές δε­κα­ε­τίες θα ε­ξαρ­τη­θεί α­πό ποι­κί­λους πα­ρά­γο­ντες. Κυ­ρίως α­πό το πώς θα ε­ξε­λι­χθεί το εκ­δο­τι­κό το­πίο. Δεν α­πο­κλείε­ται, με την ε­πι­κρά­τη­ση του η­λεκ­τρο­νι­κού βι­βλίου, να μην εί­ναι πλέ­ον α­να­γκαία η πολ­το­ποίη­ση σχε­τι­κά πρό­σφα­των εκ­δό­σεων. Φαί­νε­ται, πά­ντως, α­πί­θα­νο να ε­πι­βιώ­σουν βι­βλία κο­ντά μα­θου­σά­λες, πλην πι­θα­νώς ο­ρι­σμέ­νων συγ­γρα­φέων που στο εν­διά­με­σο θα έ­χουν α­πο­τι­μη­θεί ως υ­ψη­λά α­να­στή­μα­τα. Αντι­θέ­τως, οι συν­θή­κες του Με­σο­πο­λέ­μου ή­ταν ευ­νοϊκό­τε­ρες. Μπο­ρεί να εκ­δί­δο­νταν λι­γό­τε­ρα βι­βλία, αλ­λά η τύ­χη τους ή­ταν κα­λύ­τε­ρη. Τό­τε, τα σπί­τια εί­χαν βι­βλιο­θή­κες. Άλλω­στε, η διά­λυ­σή τους ή­ταν αυ­τή που έ­φε­ρε με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά το πο­λύ­τι­μο α­πο­θε­μα­τι­κό των πα­λαιο­βι­βλιο­πω­λείων. Το πι­θα­νό­τε­ρο, χά­ρις σε κά­ποια με­σο­πο­λε­μι­κή βι­βλιο­θή­κη, να δια­σώ­θη­κε το μυ­θι­στό­ρη­μα του Αρκά­διου Λευ­κού, που εκ­δό­θη­κε πριν α­πό 80 χρό­νια.  Αν και οι πε­ρισ­σό­τε­ρες χά­ρι­τες ο­φεί­λο­νται στις εκ­δό­σεις Φαρ­φου­λάς, που α­πο­δει­κνύουν ό­τι δεν διά­λε­ξαν προς ε­ντυ­πω­σια­σμό την ο­νο­μα­σία τους. Με σή­μα κα­τα­τε­θέν τίτ­λο α­πό διή­γη­μα του Δη­μο­σθέ­νη Βου­τυ­ρά, στρέ­φο­νται προς την πα­λαιό­τε­ρη ξέ­νη αλ­λά και ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία, με εν­δια­φέ­ρου­σες ό­σο και α­ντιε­μπο­ρι­κές ε­πι­λο­γές, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας αι­σίως σε δυο μή­νες δω­δε­κά­χρο­νη πα­ρου­σία.
Να ση­μειώ­σου­με, ω­στό­σο, ό­τι η νε­κρα­νά­στα­ση αυ­τού του πο­λύ­τι­μου κα­τά­λοι­που α­πό την εκ­δο­τι­κή σο­δειά του 1934 δεν έ­γι­νε σε τυ­πο­γρα­φείο, αλ­λά σε έ­να θε­α­τρά­κι α­πό ε­κεί­να στα ο­ποία χτυ­πά η καρ­διά της χει­μα­ζό­με­νης αλ­λά πά­ντα θε­α­τρό­φι­λης Αθή­νας. Με άλ­λα λό­για, της ε­πα­νέκ­δο­σης προ­η­γή­θη­κε η θε­α­τρι­κή δια­σκευή α­πό τον Αντώ­νη Πα­παϊωάν­νου. Στην πα­ρά­στα­ση, τη σκλη­ρή γύ­μνια του λό­γου γλύ­κα­νε, δια φω­νής και μπου­ζου­κιού Θα­νά­ση Βα­λά­σκα, το τρα­γού­δι «Η Κρί­σης» του Σα­μιώ­τη ρε­μπέ­τη Κώ­στα Ρού­κου­να, που α­πο­δί­δει ε­πα­κρι­βώς και τα ση­με­ρι­νά δει­νά: “Οι φό­ροι και τα κόμ­μα­τα φέ­ραν αυ­τήν την κρί­ση / που κά­να­νε τον άν­θρω­πο να μη μπο­ρεί να ζή­σει. // Κι ό­λο τη φτώ­χια πο­λε­μά για να την α­δι­κή­σει / να βγά­λει το ψω­μά­κι του το σπί­τι του να ζή­σει...” Συ­μπτω­μα­τι­κά, ο Ρού­κου­νας και ο μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος Λευ­κός, ό­χι μό­νο εί­ναι σχε­δόν συ­νο­μή­λι­κοι, του 1903 ο πρώ­τος του 1905 ο δεύ­τε­ρος, αλ­λά και α­πε­βίω­σαν με με­ρι­κών μη­νών α­πό­στα­ση, 11.3.1984 και 2.8.1983 α­ντί­στοι­χα.
Για την Ιστο­ρία να α­να­φέ­ρου­με, πως ο μο­νο­λε­κτι­κός τίτ­λος “κρί­σις”, στα κα­θ’ η­μάς, πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε ως τίτ­λος θε­α­τρι­κού έρ­γου. Ένα δρά­μα, που πο­τέ δεν α­νέ­βη­κε στη σκη­νή, πα­ρά μό­νο δια­βά­στη­κε στο Λασ­σά­νειο Δια­γω­νι­σμό, έρ­γο του ι­στο­ρι­κού Σπυ­ρί­δω­να Λά­μπρου. Όσο α­φο­ρά το χώ­ρο της πε­ζο­γρα­φίας, το πι­θα­νό­τε­ρο εί­ναι να πρό­κει­ται για το μό­νο ελ­λη­νι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα με αυ­τόν τον τίτ­λο. Εκτός ελ­λα­δι­κών συ­νό­ρων, υ­πάρ­χει έ­να αγ­γλι­κό μπε­στ σέλ­λε­ρ, έκ­δο­ση του 1901, του γνω­στού πα­λαιό­τε­ρα μυ­θι­στο­ριο­γρά­φου Γουίν­στον Τσώρ­τσι­λ, που σβή­στη­κε α­πό τις δέλ­τους της Ιστο­ρίας λό­γω συ­νω­νυ­μίας με τον Βρε­τα­νό πο­λι­τι­κό. Το «Crisis» του Τσώρ­τσιλ δεν α­να­φέ­ρε­ται σε κά­ποια κρί­ση των αρ­χών του 20ου αιώ­να, αλ­λά στον α­με­ρι­κα­νι­κό εμ­φύ­λιο. Αντιθέτως, για το ελληνικό μυθιστόρημα «Κρίσις.. », αφορμή στά­θη­κε η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση του 1929. Το οι­κο­νο­μι­κό κραχ συ­νέ­βη μεν Οκτώ­βριο 1929 στη Νέα Υόρ­κη, αλ­λά οι με­γά­λες ε­πι­πτώ­σεις στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία ήλ­θαν δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Τον Σε­πτέμ­βριο του 1931, ό­ταν η Αγγλία ε­γκα­τέ­λει­ψε τον κα­νό­να του χρυ­σού και η δραχ­μή έ­γι­νε κα­ρυ­δό­τσου­φλο στην πλη­θω­ρι­στι­κή κα­ται­γί­δα. 
Το μυ­θι­στό­ρη­μα θα πρέ­πει να γρά­φτη­κε στους πρώ­τους μή­νες του 1932, πυ­ρο­δο­τού­με­νο α­πό τις οι­κο­νο­μι­κές δυ­σχέ­ρειες ε­κεί­νου του χει­μώ­να. Όταν εκ­δό­θη­κε, εν­θου­σία­σε και λό­γω του ε­πι­και­ρι­κού του χα­ρα­κτή­ρα. Οι κρι­τι­κοί της ε­πο­χής το ε­παί­νε­σαν για τη ζω­ντά­νια της α­φή­γη­σης, που δη­μιουρ­γεί την ε­ντύ­πω­ση μίας α­πό πρώ­το χέ­ρι μαρ­τυ­ρίας της κοι­νω­νι­κής ε­ξα­θλίω­σης. Κρά­τη­σαν, ό­μως, ε­πι­φυ­λά­ξεις, ση­μειώ­νο­ντας συγ­γρα­φι­κές α­δυ­να­μίες ή και “τε­χνι­κές ε­λατ­τω­μα­τι­κό­τη­τες”, κα­τά τη δια­τύ­πω­ση του Άλκη Θρύ­λου, τις ο­ποίες  α­πέ­δω­σαν στην α­πει­ρία και τη νεό­τη­τα του συγ­γρα­φέα. Κα­τ’ α­ντι­στοι­χία, η τω­ρι­νή ε­πα­νεμ­φά­νι­σή του, τό­σο η θε­α­τρι­κή ό­σο και η εκ­δο­τι­κή, προέ­κυ­ψε λό­γω της τρέ­χου­σας κρί­σης, που κα­θο­ρί­ζει προ­σώ­ρας κα­τά α­πο­κλει­στι­κό τρό­πο την ε­πι­και­ρό­τη­τά μας. Το εν­δια­φέ­ρον, ό­μως, εί­ναι ό­τι σή­με­ρα, τα ό­ποια υ­φο­λο­γι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά εί­χαν ε­κλη­φθεί ως α­δυ­να­μίες δεν κα­τα­με­τρού­νται πλέ­ον σαν ε­λατ­τώ­μα­τα ή α­τέ­λειες.
Αυ­τός ο μο­νό­λο­γος, που δεν εί­ναι α­κρι­βώς μο­νό­λο­γος ε­νός μό­νου αν­θρώ­που, αλ­λά μα­κρύς και συ­νε­χής λό­γος, τη πα­ρου­σία ε­νός βω­βού συ­νο­μι­λη­τή, προς τον ο­ποίο κα­τά δια­στή­μα­τα α­πευ­θύ­νε­ται, μας εί­ναι γνώ­ρι­μος. Πα­ρό­μοιοι μο­νό­λο­γοι, με υ­πο­τυ­πώ­δη πλο­κή και πα­ρα­τα­κτι­κή σύν­δε­ση συμ­βά­ντων και σκέ­ψεων, με ε­πα­να­λή­ψεις και θυ­μι­κές ε­κρή­ξεις, συ­να­κό­λου­θα  με “πλη­θώ­ρα ση­μείων στί­ξεως”, α­πα­ντώ­νται στη λε­γό­με­νη λο­γο­τε­χνία ντο­κου­μέ­ντου. Λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος, που, λό­γω κρί­σης, γνω­ρί­ζει τε­λευ­ταία άν­θι­ση. Οι ση­με­ρι­νοί συγ­γρα­φείς, ι­διαί­τε­ρα οι νεό­τε­ροι, που εί­ναι η­λι­κια­κά κο­ντά στον συγ­γρα­φέα του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, τρια­ντά­ρη την ε­πο­χή που το έ­γρα­φε, μη έ­χο­ντας βιω­μα­τι­κό α­πό­θε­μα α­πό στε­ρή­σεις και κα­κου­χίες, συλ­λέ­γουν μαρ­τυ­ρίες. Με δη­μο­σιο­γρα­φι­κό ε­ξο­πλι­σμό, του­τέ­στιν μα­γνη­το­φω­νά­κι και κι­νη­τό-φω­το­γρα­φι­κή μη­χα­νή - ό­λα δια­κρι­τι­κά, “pour ne pas excitez la curiosite du public” - α­να­ζη­τούν τους α­θλίους της πό­λης, σε Αθή­να ή Θεσ­σα­λο­νί­κη. Κά­ποιοι εξ αυ­τών, φθά­νουν και στα δι­κα­στή­ρια για προ­σβο­λή προ­σω­πι­κών δε­δο­μέ­νων, ό­που προ­βάλ­λουν το α­κα­τα­μά­χη­το ε­πι­χεί­ρη­μα της λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τας, κο­μί­ζο­ντας ως α­πο­δει­κτι­κά στοι­χεία βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις έ­γκρι­των κρι­τι­κών.  
Η υ­φο­λο­γι­κή ο­μοιό­τη­τα του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού μο­νο­λό­γου με τις ση­με­ρι­νές οιο­νεί ή τωό­ντι μαρ­τυ­ρίες ο­φεί­λε­ται στο ό­τι ο Λευ­κός δεν εί­χε α­νά­γκη τις α­φη­γή­σεις τρί­των για να α­νι­στο­ρή­σει τα βά­σα­νά τους, κα­θώς α­νή­κε στους δει­νο­πα­θού­ντες ε­κεί­νης της κρί­σης. Το πι­θα­νό­τε­ρο, την ε­πο­χή της κρί­σης, ή­ταν ο ί­διος έ­κτα­κτος δη­μό­σιος υ­πάλ­λη­λος, με γλί­σχρο μι­σθό, μό­λις έ­να χρό­νο πα­ντρε­μέ­νος και με βρέ­φος. Ή, μπο­ρεί α­κό­μη, ό­ταν ξε­κι­νά­ει να γρά­φει, να εί­χε μό­λις α­πο­λυ­θεί. Κά­τι πα­ρό­μοιο τεκ­μαί­ρε­ται α­πό τη δη­μο­σίευ­ση μίας πρώ­της μορ­φής του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, σε συ­νέ­χειες στη Νέα Εστία, το 1932. Ο Ξε­νό­που­λος, στη δια­φη­μι­στι­κή βι­νιέ­τα, χα­ρα­κτη­ρί­ζει ε­κεί­νο το πρώ­το κεί­με­νο νου­βέ­λα, πι­θα­νώς λό­γω μι­κρής έ­κτα­σης, α­φού ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε σε έ­ξη τεύ­χη. Ενδει­κτι­κός και ο αρ­χι­κός τίτ­λος, «Σε πό­λε­μο με τον ε­αυ­τό μου». Εκεί, ο συγ­γρα­φέ­ας υ­πο­γρά­φει με το ψευ­δώ­νυ­μο Αρκά­διος. Ο Ρε­θυ­μνιώ­της Κων­στα­ντί­νος Κω­στου­λά­κης θα πρέ­πει να κα­τέ­λη­ξε στο πλή­ρες ψευ­δώ­νυ­μο Αρκά­διος Λευ­κός μέ­σα στο 1933. Όπως προσ­διο­ρί­ζει ο Θω­μάς Γκόρ­πας, εί­χε γεν­νη­θεί στην Κρή­τη, αλ­λά κα­τα­γό­ταν α­πό τη Μεσ­σή­νη.           
Ο αυ­το­βιο­γρα­φι­κός χα­ρα­κτή­ρας φαί­νε­ται και α­πό τα ε­πό­με­να βι­βλία του, κα­θώς εμ­μέ­νει στον ί­διο τύ­πο βα­σι­κού ή­ρωα. Σύμ­φω­να με την πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ο ή­ρωάς του δια­πνέε­ται α­πό με­γα­λε­πή­βο­λα ο­ρά­μα­τα, βλέ­πο­ντας τον ε­αυ­τό του στο ρό­λο του “α­να­μορ­φω­τή της αν­θρω­πό­τη­τας”. Στην τε­λι­κή μορ­φή, αυ­τά μό­λις που α­να­φέ­ρο­νται, ως τρε­λές ι­δέες των εί­κο­σι χρό­νων. Ωστό­σο, έ­νας με­γα­λο­φυής, που σχε­διά­ζει μια ου­το­πία, με στό­χο την “ευ­τυ­χία της Ανθρω­πό­τη­τας”, α­πο­τε­λεί το κε­ντρι­κό πρό­σω­πο στο δεύ­τε­ρο μυ­θι­στό­ρη­μά του, «Κί­τρι­νο και γα­λά­ζιο», που εκ­δό­θη­κε το 1953. Πα­ρό­μοιες φι­λο­δο­ξίες εί­χε και ο ί­διος ο συγ­γρα­φέ­ας, σύμ­φω­να με τον συμ­μα­θη­τή του στην τε­λευ­ταία τά­ξη του Γυ­μνα­σίου Γιώρ­γο Βα­φό­που­λο.
Οι αλ­λα­γές α­πό την πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση στο βι­βλίο εί­ναι ου­σια­στι­κές. Η έ­κτα­ση υ­περ­δι­πλα­σιά­ζε­ται, η πλο­κή ε­μπλου­τί­ζε­ται και ό­πως δεί­χνει η αλ­λα­γή τίτ­λου, ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στην κρί­ση. Αντί­στοι­χα, δια­φο­ρο­ποιεί­ται ο χα­ρα­κτή­ρας του ή­ρωα. Από ευαί­σθη­τος αι­θε­ρο­βά­μων, με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε έ­ναν ορ­γι­σμέ­νο κυ­νι­κό, που α­πο­κα­λύ­πτει μύ­χιες ε­πι­θυ­μίες, δια­θέ­σεις και σκέ­ψεις, χω­ρίς η­θι­κούς φραγ­μούς. Ο συγ­γρα­φέ­ας πα­ρα­με­ρί­ζει τη αρ­χι­κή, στρω­τή α­φή­γη­ση, υιο­θε­τώ­ντας τους τρό­πους του λί­βε­λου ε­να­ντίον της ευη­με­ρού­σης κοι­νω­νίας. Χρη­σι­μο­ποιεί πλε­ο­να­στι­κά λε­κτι­κά σχή­μα­τα, ό­που οι πε­ρι­γρα­φές κα­τα­στά­σεων και συμ­βά­ντων σπρώ­χνο­νται, με υ­περ­βο­λι­κές δια­τυ­πώ­σεις, στα ά­κρα. Εντυ­πω­σια­κές εί­ναι οι α­ντι­στοι­χή­σεις που μπο­ρούν να γί­νουν, α­νά­με­σα στον ή­ρωα και τους πα­γι­δευ­μέ­νους στη ση­με­ρι­νή κρί­ση. Η δια­φο­ρά φαί­νε­ται να εί­ναι μό­νο θέ­μα με­γε­θών. Τον πα­λαιό­τε­ρο τον κυ­νη­γούν οι μα­γα­ζά­το­ρες της γει­το­νιάς, με κυ­ρίαρ­χο τον μπα­κά­λη. Τον ση­με­ρι­νό οι τρά­πε­ζες. Ο μπα­κά­λης γρά­φει στο τε­φτέ­ρι. Σε πε­ρί­πτω­ση κα­θυ­στέ­ρη­σης, δεν κό­βει τα δα­νει­κά, αλ­λά πα­ρε­νο­χλεί. Εκεί­νος με το μπα­κα­λό­παι­δο, οι τρά­πε­ζες με τις εισ­πρα­κτι­κές ε­ται­ρείες. Ο ή­ρωας βρί­σκει τρό­πους δια­φυ­γής. Δα­νεί­ζε­ται α­πό πε­ρισ­σό­τε­ρους του ε­νός μπα­κά­λη­δες, με εγ­γύη­ση το ε­πό­με­νο μη­νιά­τι­κο. Σή­με­ρα, δα­νεί­ζε­ται κα­νείς α­πό δυο - τρεις τρά­πε­ζες, με υ­πο­θή­κη έ­να και το αυ­τό σπί­τι.
Ο ή­ρωας του Λευ­κού πριν την κρί­ση εί­χε πνευ­μα­τι­κές α­νη­συ­χίες. Ανή­κε στη μι­κρή, αλ­λά υ­πάρ­χου­σα, α­πό τό­τε μέ­χρι σή­με­ρα, μειο­ψη­φία ε­κεί­νων που δεν θέ­λουν να βο­λευ­τούν στο Δη­μό­σιο, για να μπο­ρέ­σουν να πραγ­μα­το­ποιή­σουν κά­ποια φι­λό­δο­ξα σχέ­δια. Κι ό­μως, ό­ταν δεν έ­χει δεύ­τε­ρο ρού­χο να αλ­λά­ξει, ό­ταν κυ­κλο­φο­ρεί με μπα­λω­μέ­νο πα­ντε­λό­νι και τρύ­πια πα­πού­τσια, ό­ταν μέ­νει πει­να­σμέ­νος, οι πνευ­μα­τι­κές α­νη­συ­χίες ε­ξα­τμί­ζο­νται. Απο­μέ­νει η ορ­γή, που στρέ­φε­ται ε­νά­ντια στο σύ­στη­μα, με φθό­νο για τον πο­δε­μέ­νο και χορ­τά­το. Ενώ το έν­στι­κτο της ε­πι­βίω­σης κερ­δί­ζει συ­νε­χώς έ­δα­φος. Πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον η κρι­τι­κή του Πέ­τρου Χά­ρη, το 1935, που υ­πο­δει­κνύει στον συγ­γρα­φέα διορ­θώ­σεις του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα: “Μέ­νου­με με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι έ­πρε­πε να εί­ναι λι­γό­τε­ρο δυ­στυ­χής. Εί­χε έ­ναν κό­σμο, - τον ε­σω­τε­ρι­κό του κό­σμο, - που μπο­ρού­σε να γί­νει κα­τα­φύ­γιο”, σχο­λιά­ζει. Εδώ μάλ­λον ται­ριά­ζει η λαϊκή ρή­ση, “έ­ξω α­πό το χο­ρό πολ­λά τρα­γού­δια λες”.
Το μυ­θι­στό­ρη­μα χω­ρί­ζε­ται σε 25 κε­φά­λαια. Ως τίτ­λος στο πρώ­το, πά­νω α­πό την α­ρίθ­μη­ση, υ­πάρ­χει, ε­ντός πα­ρεν­θέ­σεως, η διευ­κρι­νι­στι­κή φρά­ση, “Ση­μειώ­μα­τα απ’ τη ζωή του Σταυ­ρου Σ...” Σε αυ­τά, πα­ρά τον φαι­νο­με­νι­κά ά­ναρ­χο ε­ξο­μο­λο­γη­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα της α­φή­γη­σης, πα­ρου­σιά­ζε­ται συ­στη­μα­τι­κά η κα­τά­στα­ση του δει­νο­πα­θού­ντος και τα κρα­τή­μα­τά του. Αυ­τός εί­ναι έ­νας τρό­πος να σαρ­κά­σει τη στά­ση των γύ­ρω του μέ­χρι και της Εκκλη­σίας. Πα­ρά τις με­γά­λες κοι­νω­νι­κές αλ­λα­γές, που μας χω­ρί­ζουν α­πό τον πε­ρί­γυ­ρο του Λευ­κού, οι νοο­τρο­πίες πα­ρα­μέ­νουν σχε­δόν ί­διες. Πα­ρά­δειγ­μα, το πώς α­ντι­με­τω­πί­ζουν τον δυ­στυ­χή οι έ­χο­ντες, κα­θώς προ­σποιού­νται τους πλη­γέ­ντες α­πό την κρί­ση, ώ­στε να μην τον συν­δρά­μουν. Εκεί που φαί­νε­ται να στα­μα­τούν οι α­να­λο­γίες εί­ναι στον σε­ξουα­λι­κό το­μέα. Παραδόξως, από αυτόν ξεκινούν οι η­θι­κής φύ­σεως εκ­τρο­πές του ή­ρωα και ό­χι α­πό την φτώ­χειά του. “Κά­νει κρα το μά­τι του για γυ­ναί­κα”. “Έχει γυ­ναί­κα με πα­πά και με κου­μπά­ρο, αλ­λά δεν του κά­θε­ται”. Απηρ­χαιω­μέ­νες φρά­σεις, που α­φο­ρού­σαν κά­ποιες κα­τα­στά­σεις, σή­με­ρα ε­ντε­λώς πα­ρω­χη­μέ­νες. Από την άλ­λη, τα ή­θη μπο­ρεί να άλ­λα­ξαν, οι κοινωνικές, όμως, αντιλήψεις καλ­λιερ­γούν ί­διας κλί­μα­κας φραγ­μούς.
Ο Γκόρ­πας χα­ρα­κτη­ρί­ζει το μυ­θι­στό­ρη­μα του Λευ­κού “μαύ­ρο α­φή­γη­μα”. Στον δεύτερο τόμο της αν­θο­λο­γίας του («Πε­ρι­πε­τειώ­δες κοι­νω­νι­κό και μαύ­ρο α­φή­γη­μα»), ε­πι­λέ­γει να αν­θο­λο­γή­σει τις σκη­νές, στις ο­ποίες πε­ρι­γρά­φο­νται οι ε­ρω­τι­κές πα­ρα­σπον­δίες του ή­ρωα. Σε α­ντί­θε­ση με τους κρι­τι­κούς, οι ο­ποίοι, ε­νώ σχο­λιά­ζουν ε­κτε­νώς το μυ­θι­στό­ρη­μα, ου­δό­λως α­να­φέ­ρο­νται στα ε­λευ­θε­ριά­ζο­ντα στοι­χεία της α­φή­γη­σης. Σχε­τι­κά με αυ­τήν την πτυ­χή του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, θα πα­ρου­σία­ζε εν­δια­φέ­ρον να γνω­ρί­ζα­με τις αλ­λα­γές, που ε­πέ­φε­ρε ο συγ­γρα­φέ­ας στις δυο ε­πα­νεκ­δό­σεις. Η δεύ­τε­ρη του 1956 φέ­ρει τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό “ξα­να­πλα­σμέ­νη”, ε­νώ η τρί­τη του 1972 α­να­πα­ρα­γά­γει τη δεύ­τε­ρη. 
Στην πρό­σφα­τη ε­πα­νέκ­δο­ση, σε υ­πο­σε­λί­δια ση­μείω­ση, α­να­φέ­ρε­ται “ό­τι έ­γι­νε με βά­ση την πρώ­τη έκ­δο­ση, λαμ­βά­νο­ντας υπ’ ό­ψη και στοι­χεία της δεύ­τε­ρης”. Η δια­τύ­πω­ση εί­ναι α­νε­παρ­κής. Στα συ­γκε­κρι­μέ­να ση­μεία, ό­που έ­γι­ναν δια­φο­ρο­ποιή­σεις με βά­ση τη δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση, χρειά­ζο­νται υ­πο­ση­μειώ­σεις. Δεν πρό­κει­ται βέ­βαια για φι­λο­λο­γι­κή έκ­δο­ση, αλ­λά το ό­ποιο “ξα­να­πλά­σι­μο” συ­νι­στά δο­μι­κό στοι­χείο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Μία κα­λή ι­δέα θα ή­ταν η έκ­δο­ση ε­νός με­τα­γε­νέ­στε­ρου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Λευ­κού, «Δαί­μο­νες και σταυ­ροί», ε­πί­σης ε­πί­και­ρου, κα­θώς προέ­κυ­ψε α­πό τον δη­μο­σιοϋπαλ­λη­λι­κό βίο του. Ας μην μας πτοούν οι αυ­στη­ρές α­πο­τι­μή­σεις των με­τα­πο­λε­μι­κών κρι­τι­κών πως “οι Σταύ­ροι Σ. σή­με­ρα φαί­νο­νται α­κό­μη πιο πα­θο­λο­γι­κοί και α­πί­θα­νοι” ή, α­κό­μη, των με­τα­πο­λι­τευ­τι­κών ό­τι ο ή­ρωας του Λευ­κού “αγ­γί­ζει τα ό­ρια της πα­θο­λο­γίας”. Σή­με­ρα, το με­γα­λύ­τε­ρο πο­σο­στό της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νίας αγ­γί­ζει, αν δεν άγ­γι­ξε κιό­λας, τα ό­ρια της πα­θο­λο­γίας.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 23/3/2014

Ηττημένος της ζωής

$
0
0
Γ. Μ. Βι­ζυη­νός
«Άπα­ντα τα διη­γή­μα­τα»
Σχό­λια: 
Ήρκου και Στά­ντη Ρ. Απο­στο­λί­δη
Εκδ. Τα Νέα Ελλη­νι­κά
Οκτώ­βριος 2013

Μέ­σα στο πε­ρα­σμέ­νο φθι­νό­πω­ρο εκ­δό­θη­καν δυο βι­βλία για τον Βι­ζυη­νό, που θα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν, α­πό δια­φο­ρε­τι­κές α­πό­ψεις, ση­μα­ντι­κά. Το πρώ­το, για­τί α­πο­κα­θι­στά φι­λο­λο­γι­κά το έρ­γο του, που δεν εί­χε μέ­χρι σή­με­ρα τις κα­λύ­τε­ρες τύ­χες. Ενώ, το δεύ­τε­ρο (Γ. Μ. Βι­ζυη­νός «Στους δρό­μους της λο­γιο­σύ­νης», Φι­λο­λο­γι­κή ε­πι­μέ­λεια Παν. Μουλ­λάς), που θα μας α­πα­σχο­λή­σει προ­σε­χώς, έρ­χε­ται να ο­λο­κλη­ρώ­σει την έκ­δο­ση του μη λο­γο­τε­χνι­κού, ε­πι­στη­μο­νι­κού έρ­γου του. Μέ­νει ζη­τού­με­νο κα­τά πό­σο οι πρό­σφα­τες εκ­δό­σεις δη­λώ­νουν α­να­νεω­μέ­νο εν­δια­φέ­ρον για τον Βι­ζυη­νό ή πρό­κει­ται πε­ρί συ­μπτώ­σεως. Ίσως και τα δυο, συν τις ε­πε­τεια­κές α­φορ­μές, τις πρώην και τις ε­πό­με­νες, αλ­λά και τις λαν­θά­νου­σες. Μία πρώην ή­ταν η συ­μπλή­ρω­ση, το 2009, 160 χρό­νων α­πό τη γέν­νη­σή του. Στις 30-31 Μαΐ. 2009, διορ­γα­νώ­θη­κε α­πό το Δη­μο­κρί­τειο Πα­νε­πι­στή­μιο Θρά­κης Διη­με­ρί­δα, με τίτ­λο, «Το εύ­ρος του έρ­γου του Γεωρ­γίου Βι­ζυη­νού. Πα­λαιό­τε­ρες α­να­γνώ­σεις και νέες προ­σεγ­γί­σεις». Ακο­λού­θη­σε η έκ­δο­ση των Πρα­κτι­κών, που, ό­πως πά­ντα με κα­θυ­στέ­ρη­ση, κυ­κλο­φό­ρη­σαν Μάρ. 2012. Η ε­πό­με­νη ε­πέ­τειος εί­ναι αυ­τή του 2016, που συ­μπλη­ρώ­νο­νται 120 χρό­νια α­πό το θά­να­τό του, για την ο­ποία έ­χουν ή­δη αρ­χί­σει σχε­δια­σμοί ε­πί χάρ­του.
Στις λαν­θά­νου­σες ε­πε­τεια­κές α­φορ­μές, θα μπο­ρού­σα­με να α­πο­δώ­σου­με το πρώ­το α­πό τα δυο βι­βλία. Συ­νε­πείς ο Ήρκος και ο Στά­ντης Απο­στο­λί­δης, “οι δυο Απο­στο­λί­δη­δες” ό­πως υ­πο­γρά­φουν, το εί­χαν έ­τοι­μο α­πό το φθι­νό­πω­ρο για την ι­διαί­τε­ρα προ­σφι­λή σε αυ­τούς δι­πλή ε­πέ­τειο του 2014. Εφέ­τος συ­μπλη­ρώ­νο­νται 90 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση και 10 α­πό το θά­να­το του Ρέ­νου Απο­στο­λί­δη. Για ό­σους γο­η­τεύουν οι συ­μπτώ­σεις, ο Ρέ­νος α­πώ­λε­σε για ο­κτώ ε­πι­πλέ­ον η­μέ­ρες ύ­παρ­ξης την κα­βά­φεια τύ­χη σύ­μπτω­σης η­με­ρο­μη­νίας γέν­νη­σης και θα­νά­του. Γεν­νή­θη­κε 2 Μαρ. 1924 και α­πε­βίω­σε 10 Μαρ. 2004. Παι­δί της Άνοι­ξης ό­πως και ο Βι­ζυη­νός αλ­λά πιο τυ­χε­ρός α­κό­μη και στο θά­να­το. Οξύ ε­γκε­φα­λι­κό ε­πει­σό­διο, μια κι έ­ξω, σε α­ντί­θε­ση με το αρ­γό ρο­κά­νι­σμα μιας τε­τρα­ε­τίας του Βι­ζυη­νού. Ο Θρα­κιώ­της φέ­ρε­ται γεν­νη­μέ­νος 8 Μαρ., η­μέ­ρα Δευ­τέ­ρα, για ε­μάς σή­με­ρα η­μέ­ρα των γυ­ναι­κών, που οι μαρ­τυ­ρίες θέ­λουν πο­λύ να τον α­πα­σχό­λη­σαν και πά­ντο­τε βα­σα­νι­στι­κά. Μέ­χρι που συ­νέ­τει­ναν στο τέ­λος του^ 13 Απρ. 1892 ε­γκλει­σμός στο Δρο­μο­καΐτειο, 15 Απρ., η­μέ­ρα Κυ­ρια­κή, θά­να­τος.
Συ­μπτω­μα­τι­κά, και η πρώ­τη εμ­φά­νι­ση του Βι­ζυη­νού ως πε­ζο­γρά­φου συ­ντε­λέ­στη­κε ά­νοι­ξη. Όχι, όμως, μήνα Απρίλιο, όπως συνήθως μνημονεύεται, αλλά Μάρτιο. Αυ­τή η πρώ­τη εμ­φά­νι­ση έ­γι­νε με τη δη­μο­σίευ­ση του διη­γή­μα­τος «Το α­μάρ­τη­μα της μη­τρός μου» στο πα­ρι­σι­νό πε­ριο­δι­κό «Nouvelle Revue» στο τεύ­χος Μαρ. - Απρ. Πό­τε, ό­μως, κυ­κλο­φό­ρη­σε το εν λό­γω δι­μη­νιαίο τεύ­χος; Ο Βι­ζυη­νός, σε ε­πι­στο­λή του προς τον Βι­κέ­λα α­πό το Λον­δί­νο με η­με­ρο­μη­νία 24.3.83, α­νη­συ­χεί μην και το τεύ­χος κυ­κλο­φο­ρή­σει με­τά τα μέ­σα Απρι­λίου. Σύμ­φω­να με πα­ρα­πο­μπή του Παν. Μουλ­λά, κυ­κλο­φό­ρη­σε την Πρω­τα­πρι­λιά, α­ντι­θέ­τως ο Βαγ. Αθα­να­σό­που­λος α­να­φέ­ρει πως κυ­κλο­φό­ρη­σε μή­να Μάρ­τιο. Έτσι κι αλ­λιώς, αν λά­βου­με υ­πό­ψιν ό­τι στην κα­θ’ η­μάς Ανα­το­λή ι­σχύει το πα­λαιό η­με­ρο­λό­γιο, σύμ­φω­να με το ο­ποίο και κα­τα­γρά­φο­νται η γέν­νη­ση και ο θά­να­τός του συγ­γρα­φέα, η πρώ­τη ευ­ρω­παϊκή εμ­φά­νι­σή του έ­γι­νε μή­να Μάρ­τιο. Ενώ, η ελ­λη­νι­κή, με τη δημοσίευση του ίδιου διηγήματος στην «Εστία», έ­γι­νε στα τεύ­χη της 10ης και 17ης Απρ. 1883. Αυ­τό ση­μαί­νει πως, αν πράγ­μα­τι αρ­γού­σε να κυ­κλο­φο­ρή­σει το γαλ­λι­κό πε­ριο­δι­κό, θα χα­λού­σαν τα σχέ­δια του Βι­ζυη­νού να προ­η­γη­θεί η γαλ­λι­κή δη­μο­σίευ­ση, γε­γο­νός που θα χα­ρο­ποιού­σε τον εκ­δό­τη της «Εστίας», τον Γεώρ­γιο Κασ­δό­νη, ο ο­ποίος εί­χε προ­α­ναγ­γεί­λει τη σύγ­χρο­νη δη­μο­σίευ­ση του διη­γή­μα­τος.
Συ­μπτω­μα­τι­κά, το διή­γη­μα του Βι­ζυη­νού εί­χε την τύ­χη να δη­μο­σιευ­τεί σε δυο ι­δε­ο­λο­γι­κά α­ντί­θε­τα πε­ριο­δι­κά. Το γαλ­λι­κό πε­ριο­δι­κό της Ιου­λιέτ­τας Λα­μπέ­ρ, χή­ρας του Εδμόν­δου Αντά­μ, ό­πως και το σα­λό­νι της, στο ο­ποίο σύ­χνα­ζε ο Βι­κέ­λας και ο Μαρ­κή­σιος Σαι­ντ-Χι­λαί­ρ, με­τα­φρα­στής στα γαλ­λι­κά του διη­γή­μα­τος του Βι­ζυη­νού, ή­ταν φί­λα κεί­με­νο στον φι­λέλ­λη­να Γαμ­βέ­τα και ξε­κί­νη­σε για να α­πο­τε­λέ­σει το α­ντί­πα­λο δέ­ος στη συ­ντη­ρη­τι­κή «Revue des deux mondes», που στά­θη­κε α­παρ­χής το πρό­τυ­πο της «Εστίας». Πό­σο εν­διέ­φε­ραν τον Βι­ζυη­νό οι ι­δε­ο­λο­γι­κές α­ντι­πα­λό­τη­τες; Κα­τά τον Μουλ­λά, στο σα­λό­νι της Λα­μπέ­ρ, τον έ­φε­ρε η α­να­ζή­τη­ση κο­σμι­κών ε­πα­φών. Σε ε­κεί­νη τη φά­ση της ζωής του, η τύ­χη του χα­μο­γε­λού­σε. Μέ­χρι τον ε­πό­με­νο Μάρ­τιο. Στις 14 Μαρ. 1884, πά­ντο­τε κα­τά το πα­λαιό η­με­ρο­λό­γιο, α­πε­βίω­σε ο προ­στά­της του, Γεώρ­γιος Ζα­ρί­φης. Στις τε­λευ­ταίες μέ­ρες του Μαρ­τίου, ο Βι­ζυη­νός ε­πι­στρέ­φει ο­ρι­στι­κά στην Αθή­να.  
Σύμ­φω­να με το μό­το στην Ει­σα­γω­γή της πρό­σφα­της έκ­δο­σης, “Οι ητ­τη­μέ­νοι της ζωής έ­χουν πά­ντο­τε να διη­γη­θούν τις ω­ραιό­τε­ρες ι­στο­ρίες”. Το βιο­γρα­φι­κό του α­πο­τε­λεί ι­κα­νή μαρ­τυ­ρία ό­τι α­νή­κε στους ητ­τη­μέ­νους α­πό γεν­νη­σι­μιού του, πα­ρά τις ε­κλάμ­ψεις της τύ­χης κα­τά την πρώ­τη του νεό­τη­τα. Και έ­χει διη­γη­θεί, αν ό­χι τις ω­ραιό­τε­ρες ι­στο­ρίες της πα­λαιό­τε­ρης πε­ζο­γρα­φίας μας, ό­πως υ­πο­στη­ρί­ζουν ο­ρι­σμέ­νοι, σί­γου­ρα, ό­μως, α­πό τις ω­ραιό­τε­ρες. Κι ό­μως, γι’ αυ­τές δεν υ­πάρ­χει α­ξιό­πι­στη έκ­δο­ση ού­τε “«Απά­ντων» των ευ­ρι­σκο­μέ­νω­ν”, ού­τε κα­μιά τμη­μα­τι­κή, ό­πως τεκ­μη­ριώ­νει ο Γιώρ­γος Κε­χα­γιό­γλου στην α­να­κοί­νω­σή του στη Διη­με­ρί­δα Βι­ζυη­νού. Ο Βι­ζυη­νός προ­σέλ­κυ­σε μεν πολ­λούς φρο­ντι­στές, αλ­λά αυ­τή η πολ­λα­πλή εκ­δο­τι­κή φρο­ντί­δα πα­ρέ­μει­νε ελ­λι­πής. Ταυ­τό­χρο­να δε­λέ­α­σε πλεί­στους ό­σους με­λε­τη­τές, που, ό­μως, το στρί­μω­ξαν σε ερ­μη­νευ­τι­κές α­τρα­πούς, κα­θώς φι­λο­δό­ξη­σαν ο­λι­στι­κές συλ­λή­ψεις. Έλει­πε η έ­γκυ­ρη φι­λο­λο­γι­κή έκ­δο­ση του έρ­γου του. Αυ­τήν μας προ­σφέ­ρουν “οι δυο Απο­στο­λί­δη­δες”. Στο υ­πο­κε­φά­λαιο της Ει­σα­γω­γής, με τίτ­λο, «Εκδο­τι­κά», με­τά την α­να­φο­ρά των αρ­χι­κών δε­δο­μέ­νων –τη μη διά­σω­ση των χει­ρο­γρά­φων, τις πρώ­τες δη­μο­σιεύ­σεις, με­ρι­κές εκ των ο­ποίων με θεώ­ρη­ση των τυ­πο­γρα­φι­κών δο­κι­μίων α­πό τον ί­διο τον Βι­ζυη­νό–, σχο­λιά­ζουν ε­κτε­νώς τις “αυ­θαι­ρε­σίες” κα­τά τις εκ­δό­σεις βι­βλίων και τέ­λος, πε­ρι­γρά­φουν τις δι­κές τους “σιω­πη­ρές” διορ­θω­τι­κές ε­πεμ­βά­σεις, ό­που, ως γνώ­μο­νας, φαί­νε­ται να λει­τουρ­γεί η «Ανθο­λο­γία διη­γή­μα­τος» πάπ­που  και πα­τρός. Δεν προ­βλέ­πο­νται α­ντί­στοι­χες υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις, αλ­λά οι δια­φο­ρο­ποιη­τι­κές αλ­λα­γές δί­νο­νται συ­γκε­ντρω­τι­κά σε προ­τασ­σό­με­νο κρι­τι­κό υ­πό­μνη­μα.  
Οι ε­κτε­νείς υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις ε­πι­μέ­νουν “στο ι­στο­ρι­κό και κοι­νω­νι­κό υ­πό­βα­θρο” της ε­πο­χής των ι­στο­ριών, ε­νώ διυ­λί­ζουν τους γλωσ­σι­κούς τύ­πους στην κα­θε­μία ι­στο­ρία χω­ρι­στά αλ­λά και σε συ­γκρι­τι­κή βά­ση. Αντι­θέ­τως, το συ­γκε­ντρω­τι­κό Γλωσ­σά­ριο πα­ρα­μέ­νει, α­κρι­βώς ό­πως χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται, “συ­νο­πτι­κώ­τα­το”. Ακό­μη, προ­βλέ­πο­νται, προς πε­ραι­τέ­ρω υ­πο­στή­ρι­ξη του υ­πο­μνη­μα­τι­σμού, έ­ξι θε­μα­τι­κά πα­ραρ­τή­μα­τα: Προσ­διο­ρι­σμός της α­κρι­βούς χρο­νο­λο­γίας γέν­νη­σης της μη­τέ­ρας του Βι­ζυη­νού Δέ­σποι­νας και ως προ­σθή­κη στο προ­τασ­σό­με­νο βιο­γρα­φι­κό του, που εί­ναι συ­νο­πτι­κό αλ­λά με ε­ξα­κρι­βω­μέ­νες χρο­νο­λο­γίες και συμ­βά­ντα. Σχο­λια­σμός της έ­κτα­σης των πε­ρι­γρα­φι­κών α­να­φο­ρών στο φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον, με το­νι­σμό της αλ­λη­γο­ρι­κής τους χρή­σης. Υπό τύ­πον λήμ­μα­τος, α­να­φο­ρές σε Νεό­τουρ­κους, τάγ­μα­τα δερ­βί­ση­δων και στην κα­τά Ρού­ντολφ Χέρ­μαν Λό­τσε έν­νοια της ψυ­χής. Πα­ρεν­θε­τι­κά να ση­μειώ­σου­με ε­δώ, πως το βα­σι­κό βι­βλίο του Λό­τσε, στο ο­ποίο στη­ρι­ζό­ταν ο Βι­ζυη­νός, δεν ή­ταν η «Ια­τρι­κή Ψυ­χο­λο­γία» του 1852, αλ­λά το ε­πό­με­νο, ο τρί­το­μος «Μι­κρό­κο­σμος», με “ι­δέες για την Φυ­σι­κή Ιστο­ρία και την Ιστο­ρία της Ανθρω­πό­τη­τας”. Και τέ­λος, το ε­ρευ­νη­τι­κά εν­δια­φέ­ρον κεί­με­νο για τις “ρο­μα­ντι­κές κα­τα­βο­λές του διη­γή­μα­τος «Αι συ­νέ­πειαι της πα­λαιάς ι­στο­ρίας»”. Το συ­νο­λι­κό έρ­γο συ­μπλη­ρώ­νουν, το γε­νε­α­λο­γι­κό δέ­ντρο Βι­ζυη­νού και τρεις χάρ­τες (το­πο­γρα­φι­κό Βι­ζύης, χάρ­της της πε­ριο­χής και χάρ­της Ανα­το­λι­κής Θρά­κης). Χρη­σι­μό­τε­ρος θα ή­ταν χάρ­της της Ανα­το­λι­κής Ρω­μυ­λίας. Αν μη τι άλ­λο, για να φαί­νε­ται η γειτ­νία­ση της Βι­ζύης με τον τό­πο των Απο­στο­λί­δη­δων, τον Πύρ­γο, ση­με­ρι­νό Μπουρ­γκάς.     
Αυ­τή η πο­λύ­πλευ­ρη και ε­κτε­τα­μέ­νη φι­λο­λο­γι­κή φρο­ντί­δα θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί μέ­χρι και τέ­λεια, α­φού κα­λύ­πτει α­πό τις πε­ριέρ­γειες του πα­ντε­λώς α­προσ­διό­νυ­σου ως προς τις χω­ρο­χρο­νι­κές συ­ντε­ταγ­μέ­νες των ι­στο­ριών, την Ανα­το­λι­κή Ρω­μυ­λία και τα μέ­σα του 19ου αι. σε Ελλά­δα, Οθω­μα­νι­κή Τουρ­κία και Γερ­μα­νία, μέ­χρι τις α­παι­τή­σεις των σχο­λα­στι­κώ­τε­ρων. Με βά­ση, ό­μως, το πώς ε­μείς του­λά­χι­στον α­ντι­λαμ­βα­νό­μα­στε πα­ρό­μοιες εκ­δό­σεις, θα μπο­ρού­σε να δια­τυ­πω­θεί μία έν­στα­ση. Κα­τά την α­κα­δη­μαϊκή ο­πτι­κή για τις πρό­τυ­πες φι­λο­λο­γι­κές εκ­δό­σεις, ο υ­πο­μνη­μα­τι­σμός έ­χει ως στό­χο να φω­τί­ζει το κεί­με­νο, κα­τά ό­σον το δυ­να­τόν α­ντι­κει­με­νι­κό­τε­ρο τρό­πο, που ση­μαί­νει να διευ­κο­λύ­νει τον α­να­γνώ­στη αλ­λά να μην τον χει­ρα­γω­γεί. Οι δη­μιουρ­γοί, ω­στό­σο, της συ­γκε­κρι­μέ­νης έκ­δο­σης δη­λώ­νουν εκ προοι­μίου ό­τι “αυ­τή α­ξιώ­νει νά­ναι ε­λε­γκτι­κή πά­ντα, και χει­ρα­γω­γός προς το ά­ξιο”. Δή­λω­ση με χροιά δι­δα­κτι­σμού, που μάλ­λον ξε­νί­ζει, ι­δίως σε μία ε­πο­χή κυ­ριαρ­χίας του α­να­γνώ­στη. Εκτός κι αν ε­κλη­φθεί ως α­πόρ­ροιά της, κα­θώς στη­ρί­ζε­ται σε έ­να συ­γκε­κρι­μέ­νο ερ­μη­νευ­τι­κό σχή­μα του πε­ζο­γρα­φι­κού έρ­γου του Βι­ζυη­νού κα­τά την πρόσ­λη­ψη ε­νός προ­νο­μιού­χου α­να­γνώ­στη. Άλλω­στε η έκ­δο­ση χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται “κρι­τι­κή – α­ξιο­λο­γι­κή”, με την α­ξιο­λό­γη­ση να πε­ριο­ρί­ζε­ται στην προ­τει­νό­με­νη πρόσ­λη­ψη. Πά­ντως, ό­ποιος έ­χει δια­βά­σει Ρέ­νο Απο­στο­λί­δη, ι­δίως τα προ ει­κο­σα­ε­τίας σε­μι­νά­ριά του για δη­μο­σιο­γρά­φους, που, προ­σφά­τως, πή­ραν τη μορ­φή βι­βλια­ρίων πε­ριο­δι­κής έκ­δο­σης, θα α­να­γνω­ρί­σει στον χει­ρα­γω­γό κά­τι α­πό τη συ­μπε­ρι­φο­ρά του Κέ­νταυ­ρου.
Για την ε­πί­τευ­ξη αυ­τού του σκο­πού, προ­βλέ­πο­νται δια­δο­χι­κά στά­δια. Πρώτον, η Εισαγωγή, με τίτλο, «Ποίος ή­τον και εί­ναι ο Γεώρ­γιος Βι­ζυη­νός». Δο­κι­μια­κό κεί­με­νο με λο­γο­τε­χνι­κό ύ­φος και ά­πο­ψη, τό­σο ε­πί του ει­δι­κού α­ντι­κει­μέ­νου, που εί­ναι τα διη­γή­μα­τα του Βι­ζυη­νού, ό­σο και ε­πί του γε­νι­κό­τε­ρου, που εί­ναι η ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία. Επί του ει­δι­κού, η ά­πο­ψη, ό­σο ρη­ξι­κέ­λευ­θη κι αν εί­ναι, υ­πο­στη­ρί­ζε­ται με ε­κτε­νή και πει­στι­κή ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία. Επί του γε­νι­κού, ό­μως, δί­νο­νται μό­νο χα­ρα­κτη­ρι­σμοί έρ­γων και προ­σώ­πων, που, έ­τσι ό­πως μέ­νουν α­στή­ρι­κτοι, δεί­χνουν του­λά­χι­στον ά­κομ­ψοι. Ασχέ­τως αν η ε­πι­στρά­τευ­ση κά­πως ε­ξε­ζη­τη­μέ­νων, ως σπα­νίως α­πα­ντώ­με­νων σή­με­ρα, ε­πι­θε­τι­κών χα­ρα­κτη­ρι­σμών, σε συν­δυα­σμό με τον α­πό­λυ­το χα­ρα­κτή­ρα των δια­τυ­πώ­σεων, προσ­δί­δουν ζω­ντά­νια στον δο­κι­μια­κό λό­γο. Αυ­τήν την έ­ντο­νη ε­ντύ­πω­ση της α­φή­γη­σης ε­παυ­ξά­νει η ευ­ρεία χρή­ση των θαυ­μα­στι­κών, τό­σο α­συ­νή­θων σε πα­ρό­μοιας φύ­σης κεί­με­να.  
Δεύ­τε­ρον, το ερ­μη­νευ­τι­κό σχή­μα κα­θο­ρί­ζει τη σει­ρά πα­ρά­τα­ξης των διη­γη­μά­των, κα­τά πα­ρά­βα­ση μίας φι­λο­λο­γι­κής έκ­δο­σης, που θα α­κο­λου­θού­σε τη σει­ρά δη­μο­σίευ­σης. Τα διη­γή­μα­τα, συ­νο­λι­κά ο­κτώ, δια­χω­ρί­ζο­νται σε δυο ο­μά­δες: “Τα ε­πί­λε­κτα” («Το α­μάρ­τη­μα της μη­τρός μου», «Το μό­νον της ζωής του τα­ξί­διον», «Ποίος ή­τον ο φο­νεύς του α­δελ­φού μου», «Μο­σκό­β-Σε­λίμ») και “Τα α­δύ­να­μα” («Αι συ­νέ­πειαι της πα­λαιάς ι­στο­ρίας», «Με­τα­ξύ Πει­ραίως και Νε­α­πό­λεως», «Πρω­το­μα­γιά», ό­που “δί­κην πα­ραρ­τή­μα­τος” πα­ρα­τί­θε­ται το «Δια­τί η μη­λιά δεν έ­γι­νε μη­λέ­α»). Η δεύ­τε­ρη ο­μά­δα δεν α­ξιώ­νε­ται υ­πο­μνη­μα­τι­σμού της ί­διας έ­κτα­σης με την πρώ­τη, ε­νώ ε­πα­να­λαμ­βά­νο­νται, πά­ντο­τε κα­τά έ­ναν α­πό­λυ­το τρό­πο που δεν ε­πι­τρέ­πει ού­τε χα­ρα­μά­δα αμ­φι­βο­λίας, οι α­δυ­να­μίες των εν λό­γω διη­γη­μά­των. Για πα­ρά­δειγ­μα, μία α­πό­φαν­ση της μορ­φής, “Το «Με­τα­ξύ Πει­ραίως και Νε­α­πό­λεως» δεν δια­θέ­τει την πα­ρα­μι­κρή λο­γο­τε­χνι­κή ποιό­τη­τα”, πι­στεύου­με ό­τι κα­τα­θλί­βει έ­ναν α­να­γνώ­στη. Και κα­λά, ό­ποιος προ­τί­θε­ται να το δια­βά­σει για πρώ­τη φο­ρά, αυ­τός α­πλώς θα το προ­σπε­ρά­σει, αλ­λά ε­κεί­νος, που έ­τυ­χε, πι­θα­νώς και για­τί εί­ναι ά­γευ­στος ποιή­σεως, να το α­πο­λαύ­σει σε πα­λαιό­τε­ρες α­να­γνώ­σεις, θα νιώ­σει του­λά­χι­στον κα­ταρ­ρα­κω­μέ­νος. 
Η σει­ρά πα­ρά­τα­ξης “των ε­πί­λε­κτω­ν” κα­θο­ρί­ζε­ται α­πό το ερ­μη­νευ­τι­κό σχή­μα, που τα “θεω­ρεί ως ε­νιαίο μυ­θι­στό­ρη­μα”. Σε υ­πο­κε­φά­λαιο της Ει­σα­γω­γής, με τίτ­λο, «Προ­γε­νέ­στε­ρη έ­ρευ­να και α­ναί­ρε­ση ερ­μη­νευ­τι­κών ι­δε­ο­λη­ψιών», α­να­φέ­ρο­νται συ­νο­πτι­κά ερ­μη­νείες, ορ­μώ­με­νες α­πό φροϋδι­κές ή και ψυ­να­να­λυ­τι­κές α­να­γνώ­σεις, κα­θώς και ό­σες ο­λι­σθαί­νουν προς τον βιο­γρα­φι­σμό, για να α­πορ­ρι­φθούν συλ­λή­βδην. Ασχέ­τως αν ο­ρι­σμέ­νες α­κο­λου­θούν τη μέ­ση ο­δό, χω­ρίς ψυ­χα­να­λυ­τι­κές υ­πε­ρερ­μη­νείες, α­φή­νο­ντας ως κα­τά­λοι­πο εν­δια­φέ­ρου­σες ε­πι­μέ­ρους πα­ρα­τη­ρή­σεις. Βε­βαίως, μία πα­ρό­μοια με­τριο­πα­θής α­νά­γνω­ση θα μείω­νε τον ε­πι­βλη­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα της σύλ­λη­ψης ε­νός “κύ­κλου αί­μα­τος”, ό­πως εύ­στο­χα α­πο­κα­λεί­ται, ο ο­ποίος και “οι­στρη­λα­τεί” τον Βι­ζυη­νό. Στα προ­λο­γι­κά ση­μειώ­μα­τα κα­θε­νός διη­γή­μα­τος, σε ε­κτε­νείς υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις, σχο­λιά­ζο­νται πε­ραι­τέ­ρω οι ση­μα­ντι­κό­τε­ρες ψυ­χα­να­λί­ζου­σες ερ­μη­νείες. Κι αυ­τό, “για να πα­ρα­με­ρι­στούν ε­φε­ξής α­πό το ε­ρευ­νη­τι­κό πε­δίο του α­να­γνώ­στη”.
Όσον α­φο­ρά τα αυ­το­βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία, “οι Απο­στο­λί­δη­δες” τα α­πο­δέ­χο­νται μέ­χρι κε­ραίας, ε­μπε­δώ­νο­ντας, μά­λι­στα, τις πραγ­μα­το­λο­γι­κές συ­νι­στώ­σες με τον υ­πο­μνη­μα­τι­σμό. Αλλά μέ­χρις ε­κεί, δεν α­πο­δί­δουν προ­θέ­σεις στον συγ­γρα­φέα, ού­τε πλά­θουν σε­νά­ρια. Σε α­ντί­θε­ση με άλ­λους με­λε­τη­τές, που εμ­μέ­νουν σε ο­λι­στι­κές θεω­ρή­σεις των έ­ξι ι­στο­ριών, με τυ­πι­κό­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα την υ­πό­θε­ση ερ­γα­σίας του Μιχ. Χρυ­σαν­θό­που­λου, που τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Με­τα­ξύ φα­ντα­σίας και μνή­μης». Ενδει­κτι­κές εί­ναι και ο­ρι­σμέ­νες ο­μι­λίες της Διη­με­ρί­δας, κα­τά την ο­ποία “τα α­δύ­να­μα διη­γή­μα­τα” δεί­χνουν να α­πα­σχο­λούν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο.   Ενδια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει η ο­μι­λία της Στ. Χε­λι­δώ­νη, η ο­ποία ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί υ­πέρ μίας α­νά­γνω­σης του «Με­τα­ξύ Πει­ραιώς και Νε­α­πό­λεως» “πά­νω στον ά­ξο­να της με­τα­φο­ράς” ό­πως και του Χρυ­σαν­θό­που­λου, μό­νο που η δι­κή της θα μπο­ρού­σε να έ­χει τον τίτ­λο, “Με­τα­ξύ ποιή­σεως και διη­γή­μα­τος”.
Ως γνω­στόν,  Κέ­νταυ­ρος δεν εί­ναι μό­νο το ό­νο­μα του μυ­θι­κού μύ­στη, αλ­λά και το ό­νο­μα α­στε­ρι­σμού, φω­τει­νό­τα­του τις α­νοι­ξιά­τι­κες νύ­χτες, καί­τοι χι­λιά­δες έ­τη φω­τός μα­κριά. Αυ­τήν, α­κρι­βώς, την ε­ντύ­πω­ση δη­μιουρ­γεί η πα­ρου­σία­ση “α­πά­ντων των διη­γη­μά­τω­ν” του Βι­ζυη­νού α­πό “τους Απο­στο­λί­δη­δες”. Συ­ναρ­πα­στι­κή μεν, αλ­λά έ­τη φω­τός μα­κράν του ι­σχύο­ντος “κα­νό­να” για τις γη­γε­νείς θεω­ρη­τι­κές συλ­λή­ψεις. Και έ­να τε­λευ­ταίο. Τυ­πο­τε­χνι­κά, πρό­κει­ται για ά­ψο­γη έκ­δο­ση, κα­θό­λου συ­νη­θι­σμέ­νη στις  μέ­ρες μας.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 30/3/2014.

Βιζυηνού μελετήματα

$
0
0
Γ. Μ. Βι­ζυη­νός
«Στους δρό­μους της λο­γιο­σύ­νης.
Κεί­με­να γνώ­σης,
θεω­ρίας και κρι­τι­κής»
Φι­λο­λο­γι­κή ε­πι­μέ­λεια
Παν. Μουλ­λάς
Επι­λε­γό­με­να-Υπό­μνη­μα
Βεν. Απο­στο­λί­δου-Μαί­ρη Μι­κέ
Μ.Ι.Ε.Τ.  Δε­κέμ­βριος 2013   

Εκκι­νώ­ντας α­πό τον τίτ­λο του βι­βλίου, να πα­ρα­τη­ρή­σου­με  ό­τι η λέ­ξη λο­γιο­σύ­νη α­που­σιά­ζει α­πό πολ­λά λε­ξι­κά της ελ­λη­νι­κής. Δεν την κα­τα­γρά­φει ού­τε του Δη­μη­τρά­κου ού­τε του Τρια­ντα­φυλ­λί­δη. Την α­πο­θη­σαυ­ρί­ζουν Κρια­ράς, Μπα­μπι­νιώ­της, με τη δι­πλή ση­μα­σία της πνευ­μα­τι­κής καλ­λιέρ­γειας και της λο­γιό­τη­τας, ό­που, αυ­τήν τη δεύ­τε­ρη, την ερ­μη­νεύουν ως την ι­διό­τη­τα του λο­γίου. Λέ­ξη, που, ως ε­πί­θε­το, ση­μαί­νει μορ­φω­μέ­νος, καλ­λιερ­γη­μέ­νος, και ως ου­σια­στι­κό, τον α­πα­σχο­λού­με­νο με τα γράμ­μα­τα. Ο Μπα­μπι­νιώ­της προ­σθέ­τει, ό­τι χρη­σι­μο­ποιεί­ται κυ­ρίως για την ε­πο­χή α­πό την Ανα­γέν­νη­ση μέ­χρι και τον 19ο αιώ­να, ε­νώ η ταυ­τό­ση­μη για την σύγ­χρο­νη ε­πο­χή εί­ναι το δια­νοού­με­νος. Ως προς τι, ό­μως, τό­σο σχο­λα­στι­κή ε­ξέ­τα­ση του τίτ­λου; Για­τί συμ­φω­νού­με με τον Βι­ζυη­νό, που διευ­κρι­νί­ζει: “Μη­δ’ υ­πο­θέ­ση τις η­μάς λίαν μι­κρο­λο­γού­ντας πε­ρί το ό­νο­μα και την ε­πι­γρα­φήν του βι­βλίου. Διό­τι [...] εί­ναι α­λάν­θα­στον τεκ­μή­ριον τού τε πο­σού και τού ποιού των προ­κα­ταρ­κτι­κών γνώ­σεων, α­φ’ ων οι συγ­γρα­φείς ορ­μώ­νται προς το έρ­γον αυ­τών [...]”. 
Ο τίτ­λος, α­κρι­βώς, του βι­βλίου του Παν. Μουλ­λά δεί­χνει πως α­φορ­μά­ται α­πό τα πα­ρι­σι­νά του χρό­νια στο πλευ­ρό του Κ. Θ. Δη­μα­ρά. Από τις εκ­δό­σεις του Μ.Ι.Ε.Τ., το 2013, εκ­δό­θη­καν δυο βι­βλία, τον Φεβ., του Δη­μα­ρά, «Σύμ­μι­κτα Δ΄. Λό­για πε­ρί με­θό­δου», και στα τέ­λη του έ­τους, του Μουλ­λά. Η Σει­ρά Σύμ­μι­κτα του Δη­μα­ρά εί­χε προ­γραμ­μα­τι­στεί, ζώ­ντος του ι­δίου, να α­πο­τε­λεί­ται α­πό τέσ­σε­ρις τό­μους με δι­κά του κεί­με­να, κα­τά ε­πι­λο­γή και φρο­ντί­δα τεσ­σά­ρων νεό­τε­ρων φί­λων του. Πρώ­τος εκ­δό­θη­κε ο τρί­τος τό­μος, «Πε­ρί Κα­βά­φη», σε ε­πι­μέ­λεια Γ. Π. Σαβ­βί­δη. Ο μό­νος, για τον ο­ποίο ο Δη­μα­ράς πρό­λα­βε να γρά­ψει τον πρό­λο­γο. Όταν κυ­κλο­φό­ρη­σε, Άνοι­ξη 1992,  ε­κεί­νος εί­χε α­πο­βιώ­σει. Ο φρο­ντι­στής του τό­μου έ­φυ­γε τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Ακο­λού­θη­σε το 2000, ο πρώ­τος τό­μος, «Από την παι­δεία στη λο­γο­τε­χνία», σε ε­πι­μέ­λεια του Βε­νια­μίν της τε­τρά­δας, Αλέ­ξη Πο­λί­τη. Αρχές 2004, ο Φί­λιπ­πος Ηλιού πα­ρέ­δω­σε το σώ­μα του τέ­ταρ­του τό­μου, κα­θώς ο δι­κός του ή­ταν έ­νας προ­α­ναγ­γελ­θείς θά­να­τος. Απε­βίω­σε στις 4 Μαρ. 2004. Δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ο τό­μος εκ­δό­θη­κε σε ε­πι­μέ­λεια Πό­πης Πο­λέ­μη. Λεί­πει ο δεύ­τε­ρος τό­μος, πε­ρί λο­γο­τε­χνίας, που εί­χε χρεω­θεί ο Αλέ­ξαν­δρος Αργυ­ρίου. Εκεί­νος δεν πρό­λα­βε, πα­ρό­λο που εί­χε το χρό­νο. Εί­ναι, ω­στό­σο, ο μό­νος που έ­φθα­σε στην η­λι­κία του Δη­μα­ρά και ο μό­νος που συ­νέ­γρα­ψε Ιστο­ρία της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. 
Ο Ηλιού εί­χε ε­πι­λέ­ξει 301 ε­πι­φυλ­λί­δες του Δη­μα­ρά. Δυο α­πό αυ­τές, δη­μο­σιευ­μέ­νες το 1968, φέ­ρουν τον τίτ­λο «Η λο­γιο­σύ­νη». Εκεί, ο Δη­μα­ράς πα­ρα­τη­ρεί ό­τι η λαϊκή γραμ­μα­τεία, με έμ­φα­ση “στην προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση, τα κα­θαυ­τό δη­μο­τι­κά”, ε­πε­σκία­σε τη λό­για. Ωστό­σο, ό­πως ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί, πολ­λά ο­φεί­λο­νται στην ελ­λη­νι­κή λο­γιο­σύ­νη και ο πα­ρα­με­ρι­σμός της α­νέ­τρε­ψε “την αρ­μο­νία στην ει­κό­να του ελ­λη­νι­κού κό­σμου”. Αυ­τήν την αρ­μο­νία στην ει­κό­να του κό­σμου, που έ­φε­ρε ε­ντός του ο Βι­ζυη­νός, θέ­λη­σε να α­πο­κα­τα­στή­σει ο Μουλ­λάς, α­να­ζη­τώ­ντας τον άν­θρω­πο στον κό­σμο του και τού­μπα­λιν. Πά­ντο­τε εύ­στο­χος στην ε­πι­λο­γή τίτ­λου, κα­θώς οι δρό­μοι της λο­γιο­σύ­νης πη­γαί­νουν α­πό Ανα­το­λάς προς Δυ­σμάς. Σε αυ­τούς πη­γαι­νοέρ­χε­ται ο Βι­ζυη­νός. Σε αυ­τούς βά­δι­σε λί­γο πο­λύ και ο Μουλ­λάς. Στη Σορ­βό­νη, το 1976, πα­ρου­σία­σε τη δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή του για τους ποιη­τι­κούς δια­γω­νι­σμούς του Αθή­νη­σι Πα­νε­πι­στη­μίου στην πε­ρίο­δο 1851-1877. Όταν έ­γρα­φε τα τε­λευ­ταία κε­φά­λαια, συ­νά­ντη­σε έ­ναν Θρα­κιώ­τη, που α­πο­σπά το πρώ­το βρα­βείο στον Βου­τσι­ναίο ποιη­τι­κό δια­γω­νι­σμό του 1874, και πά­λι πρω­τεύει σε ε­κεί­νον του 1876, ε­νώ, τον ε­πό­με­νο χρό­νο, στον τε­λευ­ταίο, παίρ­νει έ­παι­νο. Τον Γεώρ­γιο Βι­ζυη­νό, ει­κο­σι­πε­ντά­χρο­νο το 1874, που τε­λειώ­νει με “ά­ρι­στα” το γυ­μνά­σιο στο Β΄ Γυ­μνά­σιο της Πλά­κας και εγ­γρά­φε­ται στην Φι­λο­σο­φι­κή. Πα­ρα­δί­πλα, στο Βαρ­βά­κειο, παίρ­νει το α­πο­λυ­τή­ριο με “σχε­δόν κα­λώς” έ­νας ει­κο­σι­τριά­χρο­νος Σκια­θί­της, που εγ­γρά­φε­ται ε­πί­σης στην Φι­λο­σο­φι­κή. Εί­ναι ο Πα­πα­δια­μά­ντης, με τον ο­ποίο α­σχο­λεί­ται ο Μουλ­λάς, πα­ράλ­λη­λα με την ε­τοι­μα­σία της δια­τρι­βής. Το «Α. Πα­πα­δια­μά­ντης Αυ­το­βιο­γρα­φού­με­νος» ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται στο Πα­ρί­σι το 1974, δυ­σχε­ραί­νο­ντας, τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, την ε­κλο­γή του στο Αρι­στο­τέ­λειο. Στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, θα ξε­κι­νή­σει το βι­βλίο για τον Βι­ζυη­νό, με το ο­ποίο, το 1980, θα ε­κλε­γεί τα­κτι­κός κα­θη­γη­τής νε­ο­ελ­λη­νι­κής φι­λο­λο­γίας. Ει­ση­γη­τές, ο Απ. Σα­χί­νης, ο συ­νερ­γά­της του Δη­μα­ρά Άλκης Αγγέ­λου και ο Σαβ­βί­δης, που θα κρί­νουν αυ­τήν την ερ­γα­σία “θε­τι­κό­τε­ρη και με­στό­τε­ρη α­πό την α­ντί­στοι­χη για τον Πα­πα­δια­μά­ντη”. 
Το 1875, τη Φι­λο­σο­φι­κή Αθη­νών θα την ε­γκα­τα­λεί­ψουν και οι δυο. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης, χω­ρίς προ­στά­τη, θα προ­σπα­θή­σει να ε­πι­βιώ­σει στην Αθή­να, ε­νώ ο Βι­ζυη­νός, με χο­ρη­γό σπου­δών τον Γεώρ­γιο Ζα­ρί­φη, θα α­κο­λου­θή­σει “τους δρό­μους της λο­γιο­σύ­νης”. Ο Μουλ­λάς δεν θα ε­πι­στρέ­ψει πο­τέ στον πρώ­το. Αντί­θε­τα, θα ξα­να­γυ­ρί­σει στον Βι­ζυη­νό. Όπως ση­μειώ­νει στις 18 Δεκ. 2009, “ύ­στε­ρα α­πό 30 χρό­νια”. Συ­γκε­ντρώ­νει τα σκόρ­πια με­λε­τή­μα­τα του Βι­ζυη­νού με­τά την ο­ρι­στι­κή ε­πι­στρο­φή του στην Αθή­να, τέ­λη Μαρ. 1884. Αρχί­ζει τα Προ­λε­γό­με­να. Γρά­φει μέ­ρος της γε­νι­κής ει­σα­γω­γής και δυο α­πό τους ε­πι­μέ­ρους προ­λό­γους για τα πλη­σιέ­στε­ρα στα δι­κά του εν­δια­φέ­ρο­ντα με­λε­τή­μα­τα. Τα α­φή­νει η­μι­τε­λή, ε­γκα­τα­λεί­πο­ντας τα ε­γκό­σμια στις 11.9.2010. Όπως τα η­μι­τε­λή Σύμ­μι­κτα Δη­μα­ρά του Ηλιού, έ­τσι και τα η­μι­τε­λή Άπα­ντα τα με­λε­τή­μα­τα Βι­ζυη­νού του Μουλ­λά τα ο­λο­κλη­ρώ­νουν μα­θή­τριες και συ­νερ­γά­τριες, με ε­πι­λε­γό­με­να και υ­πό­μνη­μα. Όπως διευ­κρι­νί­ζε­ται, βα­σι­κός σκο­πός των ε­πι­λε­γο­μέ­νων εί­ναι η έ­ντα­ξη του βι­βλίου στο συ­νο­λι­κό έρ­γο του Μουλ­λά. Έτσι, ό­μως, δεν ο­λο­κλη­ρώ­νο­νται τα Προ­λε­γό­με­να. 
Γεν­νά­ται το ε­ρώ­τη­μα ποιους μπο­ρεί να εν­δια­φέ­ρει αυ­τό το πο­λυ­σέ­λι­δο βι­βλίο (σελ. 800), που φαί­νε­ται να εκ­δό­θη­κε, πρω­τί­στως, σαν χρέ­ος προς τον ε­κλι­πό­ντα. Η συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση, ω­στό­σο, του ε­πι­στη­μο­νι­κού έρ­γου του Βι­ζυη­νού ή­ταν α­πα­ραί­τη­τη, ως μέ­ρος των Απά­ντων του. Πό­σω μάλ­λον τώ­ρα, που ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ροι με­λε­τη­τές α­να­κα­λύ­πτουν γό­νι­μο έ­δα­φος στα με­λε­τή­μα­τά του. Ενδει­κτι­κές εί­ναι δυο σχε­τι­κές ο­μι­λίες στην τε­λευ­ταία Διη­με­ρί­δα του Δη­μο­κρί­τειου Πα­ν/μίου, με θέ­μα, «Το εύ­ρος του έρ­γου του Γεωρ­γίου Βι­ζυη­νού. Πα­λαιό­τε­ρες α­να­γνώ­σεις και νέες προ­σεγ­γί­σεις». Κα­τά τη γνώ­μη μας, με μία δια­φο­ρε­τι­κής σύλ­λη­ψης πα­ρου­σία­ση, θα μπο­ρού­σαν να κι­νή­σουν το εν­δια­φέ­ρον των ση­με­ρι­νών δια­νοού­με­νων. Θα πρέ­πει να λη­φθεί υ­πό­ψη, πως αυ­τοί οι τε­λευ­ταίοι, την μεν ε­πο­χή του Βι­ζυη­νού την γνω­ρί­ζουν, ό­σο την γνω­ρί­ζουν,  με την με­τα­μο­ντέρ­να, μάλ­λον α­πορ­ρι­πτι­κή εκ­δο­χή της, το δε έρ­γο του Δη­μα­ρά και του Μουλ­λά δεν το ε­κτι­μούν, κρί­νο­ντάς το α­πό ό­σα λί­γα γνω­ρί­ζουν και αυ­τά α­πό δεύ­τε­ρο χέ­ρι.
Ως κυ­ρίως ε­πι­στη­μο­νι­κό έρ­γο του Βι­ζυη­νού θεω­ρού­νται οι δυο δια­τρι­βές του. Η δι­δα­κτο­ρι­κή, «Το παι­δι­κό παι­χνί­δι σε σχέ­ση με την Ψυ­χο­λο­γία και την Παι­δα­γω­γι­κή», που υ­πέ­βα­λε το 1881 στην Αυ­γου­σταία Ακα­δη­μία της Γοτ­τίγ­γης, και η ε­πί υ­φη­γε­σία, «Η φι­λο­σο­φία του κα­λού πα­ρά Πλω­τί­νω», στο Αθή­νη­σι το 1885. Συ­γκε­κρι­μέ­να, α­να­κη­ρύ­χτη­κε υ­φη­γη­τής στις 6 Φεβ. 1885. Ο ε­πό­με­νος, που πή­ρε το χρί­σμα, ή­ταν έ­νας πα­λαιός γνω­στός του α­πό τη Γερ­μα­νία, ο Μαρ­γα­ρί­της Ευαγ­γε­λί­δης, στις 3 Ιουν. 1885. Στο εν­διά­με­σο και ε­νώ α­να­με­νό­ταν η κρί­ση, ο Βι­ζυη­νός δη­μο­σίευ­σε ε­κτε­νή βι­βλιο­κρι­σία για τη δια­τρι­βή του Ευαγ­γε­λί­δη. Στην α­να­δη­μο­σίευ­ση στον τό­μο, η κρι­τι­κή κα­τα­λαμ­βά­νει 50 σε­λί­δες, ό­που, στις 30, α­να­σκευά­ζο­νται σφάλ­μα­τα με σχο­λα­στι­κές διορ­θώ­σεις. Θυ­μί­ζει τις διορ­θώ­σεις του Κων­στα­ντί­νου Ασώ­πιου για το πό­νη­μα του Πα­να­γιώ­τη Σού­τσου, χω­ρίς ό­μως τη δι­κή του δρα­στι­κή δό­ση ει­ρω­νείας, που κα­θι­στά «Τα Σού­τσεια» συ­ναρ­πα­στι­κά. Ο Μουλ­λάς ε­ξαίρει τις ει­σα­γω­γι­κές ε­πι­ση­μάν­σεις του Βι­ζυη­νού πε­ρί αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κής φι­λο­σο­φίας, κυ­ρίως, την ε­κτε­νή σύ­γκρι­ση της κυ­ρίαρ­χης τό­τε κα­τά­στα­σης με ε­κεί­νης στην Ευ­ρώ­πη.
Όπως θα α­να­με­νό­ταν, ου­δό­λως ε­πη­ρέ­α­σε η βι­βλιο­κρι­σία τους κρι­τές. Ο Μαρ­γα­ρί­της α­να­κη­ρύ­χθη­κε υ­φη­γη­τής, ό­πως και ο Βι­ζυη­νός.  Μό­νο που ο πρώ­τος δί­δα­ξε στη Σχο­λή και το 1894 κα­τέ­λα­βε την α­ντί­στοι­χη έ­δρα, α­πό την ο­ποία α­πο­χώ­ρη­σε το 1924, λό­γω ο­ρίου η­λι­κίας. Το κεί­με­νο δια­τη­ρεί μέ­χρι και σή­με­ρα το ε­πι­στη­μο­νι­κό του εν­δια­φέ­ρον, κα­θώς η φι­λο­σο­φι­κή θεω­ρία για την αν­θρώ­πι­νη γνώ­ση ξε­κί­νη­σε α­πό τους Έλλη­νες και οι Γερ­μα­νοί κα­θη­γη­τές του Βι­ζυη­νού ή­ταν α­πό τους πρω­τερ­γά­τες της Επι­στη­μο­λο­γίας. Το ί­διο ι­σχύει και για τα δυο εγ­χει­ρί­δια, τα ο­ποία ο Βι­ζυη­νός ε­ξέ­δω­σε ως βο­η­θή­μα­τα στα μα­θή­μα­τα που δί­δα­σκε στο Βαρ­βά­κειο, τα «Στοι­χεία Λο­γι­κής» το 1885 και τα «Στοι­χεία Ψυ­χο­λο­γίας» το 1888, κα­θώς και για τη δί­το­μη ε­πι­στη­μο­νι­κή με­λέ­τη «Ψυ­χο­λο­γι­καί έ­ρευ­ναι ε­πί του κα­λού», σύμ­φω­να και με τον σχο­λια­σμό τους προ ει­κο­σα­ε­τίας α­πό την Ε. Πο­τα­μιά­νου-Παλ­λα­ντίου και πρό­σφα­τα, α­πό τον Ν. Μαυ­ρέ­λο.      
Σε ό­λα τα με­λε­τή­μα­τα, ο Βι­ζυη­νός πεί­θει ό­τι γνω­ρί­ζει σε βά­θος το θέ­μα του. Κά­τι κα­θό­λου αυ­το­νό­η­το, κα­θώς κι­νεί­ται α­πό χώ­ρους α­μι­γώς ε­πι­στη­μο­νι­κούς μέ­χρι τα πε­δία της αι­σθη­τι­κής και της λο­γο­τε­χνίας. Επι­προ­σθέ­τως, ε­πι­δει­κνύει σχε­δόν μυ­θο­πλα­στι­κή φα­ντα­σία στον τρό­πο που πα­ρου­σιά­ζει το πλη­ρο­φο­ρια­κό υ­λι­κό και α­να­πτύσ­σει την ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία. Ενώ, το ύ­φος των πε­ρισ­σό­τε­ρων, ι­δίως ό­ταν τον συ­νε­παίρ­νει το θέ­μα του, α­να­μι­γνύο­ντας προ­σω­πι­κές ε­μπει­ρίες, α­πο­κτά λο­γο­τε­χνι­κή πνοή. Ενδει­κτι­κός εί­ναι ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός α­πό τον Βάλ­τερ Πού­χνερ ε­νός με­λε­τή­μα­τος, γύ­ρω α­πό “το έ­θι­μο του Κα­λό­γε­ρου και τη λα­τρεία του Διο­νύ­σου στη Θρά­κη”, ως διή­γη­μα. Σε αυ­τό, δια­τυ­πώ­νε­ται ει­σα­γω­γι­κά η προ­κλη­τι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση, ό­τι “οι κα­λό­γη­ροι πα­ντός έ­θνους και πά­σης ε­πο­χής υ­πήρ­ξαν οι κα­τ’ ε­ξο­χήν θια­σώ­ται του Βάκ­χου”.   
Ένας α­πό τους τρό­πους βιο­πο­ρι­σμού του Βι­ζυη­νού ή­ταν και η συγ­γρα­φή λημ­μά­των για το ε­ξά­το­μο Λε­ξι­κόν Ε­γκυ­κλο­παι­δι­κόν των εκ­δο­τών Μπαρτ και Χιρ­στ, σε ε­πι­μέ­λεια Νι­κο­λά­ου Πο­λί­τη. Σύμ­φω­να με την Ελ. Κου­τριά­νου, α­πό το 1889 μέ­χρι το 1893, έ­γρα­ψε συ­νο­λι­κά 118 λήμ­μα­τα. Ού­τε η Κου­τριά­νου ού­τε στα Επι­λε­γό­με­να προσ­διο­ρί­ζε­ται πό­σα α­πό αυ­τά α­φο­ρού­σαν ελ­λη­νι­κά θέ­μα­τα. Ο Μουλ­λάς ε­πι­λέ­γει 28, με μο­να­δι­κό ελ­λη­νι­κό, ε­κεί­νο για τη γε­νέ­τει­ρά του, τη Βι­ζύη. Το 1892, υ­πό τύ­πον λήμ­μα­τος, δη­μο­σίευ­σε κεί­με­νο για τον Ίψεν, που φθά­νει μέ­χρι το 1886, που γρά­φτη­κε το «Ρο­σμερ­σχόλμ». Δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ο Πα­πα­δια­μά­ντης με­τα­φρά­ζει κεί­με­νο για το έρ­γο τού 1894, «Ο μι­κρός Έγιολφ». Εν κα­τα­κλεί­δι, ο Βι­ζυη­νός ε­πι­κρο­τεί τα και­νά δαι­μό­νια που ει­ση­γεί­ται ο Νορ­βη­γός, ό­ταν γρά­φει, “Ο ε­δι­κός μου ο Θεός εί­ναι Θεός νέ­ος, έ­χων μυε­λόν ε­ντός των ο­στών του”.
Στην «Ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νη Εστία» δη­μο­σιεύ­θη­κε το κεί­με­νο για τον Ίψεν σε δυο συ­νέ­χειες. Η δεύ­τε­ρη, Ιούν. 1892, δη­μο­σιεύε­ται ό­ταν ε­κεί­νος βρί­σκε­ται έ­γκλει­στος στο Ίδρυ­μα. Από ε­κεί θα στα­λεί(;) στο ί­διο έ­ντυ­πο το ε­πό­με­νο δη­μο­σίευ­μα, «Ανά τον Ελι­κώ­να (Βαλ­λί­σμα­τα)». Αυ­τό α­πο­τε­λεί συ­νέ­χεια α­ντί­στοι­χου  λήμ­μα­τος στο Λε­ξι­κό Μπαρτ και Χιρ­στ, με τίτ­λο «Βαλ­λι­στι­κόν ά­σμα». Η με­λέ­τη εί­ναι έ­νας εί­δος ει­σα­γω­γής στην ευ­ρω­παϊκή μπα­λά­ντα, ό­που ο Βι­ζυη­νός με­τα­φρά­ζει μπα­λά­ντες, πα­ρα­θέ­τει κά­ποιες ελ­λη­νι­κές και προ­σθέ­τει μία δι­κή του. Υιο­θε­τεί, μά­λι­στα, τη λέ­ξη βάλ­λι­σμα, που εί­χε πλα­στεί πα­λαιό­τε­ρα κα­τά ε­τυ­μο­λο­γι­κή α­πό­δο­ση της λέ­ξης μπα­λά­ντα. 
Το τρί­το και τε­λευ­ταίο μέ­ρος α­πό τα Προ­λε­γό­με­να, α­φο­ρά το ε­πε­τεια­κό δη­μο­σίευ­μα «Αι ει­κα­στι­καί τέ­χναι κα­τά την Α΄ ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τη­ρί­δα του Γεωρ­γίου Α΄». Ο Βι­ζυη­νός πα­ρου­σιά­ζει το ι­στο­ρι­κό της Σχο­λής των Τε­χνών, με α­να­φο­ρά στους καλ­λι­τε­χνι­κούς δια­γω­νι­σμούς και το ά­δο­ξο τέ­λος τους λό­γω της δια­μά­χης με­τα­ξύ λο­γίων για το κα­τά πό­σο ο καλ­λι­τέ­χνης γεν­νά­ται ή γί­νε­ται. Στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος αυ­τής της με­λέ­της α­να­φέ­ρε­ται στους α­πό­φοι­τους της Σχο­λής –γλύπτες και ζωγράφους– στην ε­πο­χή του, θεω­ρώ­ντας πως υ­στε­ρούν ως προς τη “γε­νι­κή δια­νο­η­τι­κή μόρ­φω­ση”. Στα δυο τε­λευ­ταία κε­φά­λαια σχο­λιά­ζει γλυ­πτά ο­δών και πλα­τειών της Αθή­νας, κά­νο­ντας εύ­στο­χες κρι­τι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις. 
Τα Επι­λε­γό­με­να ξε­κι­νούν με την πα­ρα­τή­ρη­ση, ό­τι το κεί­με­νο του Μουλ­λά, “κα­τά μία συμ­βο­λι­κή σύ­μπτω­ση, στα­μα­τά στο μέ­σο μίας πρό­τα­σης, στη λέ­ξη τά­φων”. Εκεί­νο, που πι­θα­νώς να διέ­φυ­γε της προ­σο­χής, εί­ναι ό­τι το α­πό­σπα­σμα α­πό το δη­μο­σίευ­μα του Βι­ζυη­νού, το ο­ποίο σχο­λιά­ζει αυ­τή η η­μι­τε­λής πρό­τα­ση και το ο­ποίο προ­η­γεί­ται, α­πο­τε­λεί­ται α­πό τρία μέ­ρη, που ο Μουλ­λάς δεν τα πα­ρα­θέ­τει κα­τά τη σει­ρά που α­πα­ντώ­νται, αλ­λά α­ντι­με­τα­θέ­τει το δεύ­τε­ρο με το τρί­το, ώ­στε να έ­χει α­κρι­βώς την ευ­και­ρία να σχο­λιά­σει τι εν­νο­εί ο Βι­ζυη­νός με “τους του νε­κρο­τα­φείου κα­τοί­κους”. Όπου και ε­πε­ξη­γεί με πρό­δη­λους τους πέν­θι­μους συ­νειρ­μούς: “α­πευ­θύ­νε­ται φυ­σι­κά στους μαρ­μα­ρά­δες-δια­κο­σμη­τές των τά­φων...”  


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 6/4/2014.

Βραβεία Λογοτεχνίας

$
0
0
Οι λε­γό­με­νοι μι­κροί εκ­δο­τι­κοί οί­κοι “σά­ρω­σα­ν” τα Κρα­τι­κά Βρα­βεία Λο­γο­τε­χνίας, μέ­χρι που ε­κτό­πι­σαν ο­λο­σχε­ρώς τους με­γά­λους. Κυ­ριάρ­χη­σαν οι εκ­δό­σεις Γα­βριη­λί­δης, α­πο­σπώ­ντας τρία α­πό τα ε­πτά βρα­βεία που α­πο­νε­μή­θη­καν. Ενώ, άλ­λοι τέσ­σε­ρις (Άγρα, Νε­φέ­λη, Πό­λις, Πο­λύ­τρο­πον) μοι­ρά­στη­καν τα υ­πό­λοι­πα. Εί­χε προ­η­γη­θεί η πλή­ρης ε­πι­κρά­τη­ση των μι­κρών και στα βρα­βεία του «Ανα­γνώ­στη» (τη συ­νέ­χεια των βρα­βείων του «Δια­βά­ζω»). Εί­ναι γε­γο­νός πως τα τε­λευ­ταία χρό­νια κέρ­δι­ζαν συ­νε­χώς έ­δα­φος και στα δυο αυ­τά λο­γο­τε­χνι­κά βρα­βεία, που εί­ναι και τα α­ξιο­λο­γό­τε­ρα υ­πάρ­χο­ντα. Απλώς, στις πρό­σφα­τες βρα­βεύ­σεις, για τις εκ­δό­σεις του 2012, στα συ­νο­λι­κά 10 βρα­βευ­μέ­να βι­βλία (ε­πτά των Κρα­τι­κών και πέ­ντε του «Ανα­γνώ­στη», ό­που δυο τι­μή­θη­καν με αμ­φό­τε­ρα) δεν υ­πήρ­ξε ού­τε έ­να α­πό εκ­δο­τι­κό οί­κο κα­τα­χω­ρη­μέ­νο στους με­γά­λους. Ακό­μη και στις βρα­χείες λί­στες, η πα­ρου­σία τους ή­ταν πε­ριο­ρι­σμέ­νη. Στα 36 προ­τει­νό­με­να των Κρα­τι­κών Βρα­βείων, μό­νο τα 10 κυ­κλο­φο­ρούν α­πό με­γά­λους, ε­νώ στα 48 των βρα­βείων του «Ανα­γνώ­στη», τα 17.  
Ίσως, οι χα­ρα­κτη­ρι­σμοί με­γά­λος και μι­κρός εκ­δο­τι­κός οί­κος, που α­να­φέ­ρο­νται στην ε­τή­σια πα­ρα­γω­γή βι­βλίου, να έ­χουν με­ρι­κή μό­νο ι­σχύ για τα βι­βλία ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Αυ­τό, για­τί οι με­γά­λοι εκ­δί­δουν ε­κεί­να που εν­δια­φέ­ρουν το πλα­τύ­τε­ρο κοι­νό, με άλ­λα λό­για τα ε­μπο­ρι­κά, ο­πό­τε δη­μιουρ­γεί­ται έλ­λει­ψη εκ­δό­τη για την ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία, ι­διαί­τε­ρα την ποίη­ση, αλ­λά και τους νέ­ους ε­πί­δο­ξους συγ­γρα­φείς, που συ­νε­χώς πλη­θαί­νουν. Το κε­νό κα­λύ­πτουν  οι μι­κρό­τε­ροι, α­πο­κτώ­ντας ο κα­θέ­νας συ­γκε­κρι­μέ­νο στίγ­μα και ό­νο­μα. Με βά­ση αυ­τά προ­σα­να­το­λί­ζο­νται οι συγ­γρα­φείς κα­τά την α­να­ζή­τη­ση εκ­δό­τη. Εκτός α­πό τους “ά­στε­γους”, στον μι­κρό­τε­ρο στρέ­φο­νται και γνω­στοί συγ­γρα­φείς, εί­τε για­τί τους ελ­κύει το κα­λό ό­νο­μά του εί­τε για­τί ε­πεί­γο­νται να εκ­δώ­σουν. Δεν δε­σμεύο­νται, πά­ντως, α­πό τις πα­λαιό­τε­ρα ι­σχύου­σες σχέ­σεις πί­στης με έ­ναν εκ­δο­τι­κό οί­κο. Κά­πως έ­τσι, προ­κύ­πτουν α­πό τους μι­κρούς ο­ρι­σμέ­νοι με­γά­λοι στο εί­δος τους. Όπως, ό­μως, έ­να παι­δί που το γνω­ρί­ζεις α­πό μι­κρό, ε­ξα­κο­λου­θείς κι ό­ταν με­γα­λώ­σει να το φω­νά­ζεις Γιαν­νά­κη, α­ντι­στοί­χως α­πο­κα­λού­με μι­κρό, λ.χ., τον Γα­βριη­λί­δη. 
Οι κρι­τι­κές ε­πι­τρο­πές των βρα­βεύ­σεων φρο­ντί­ζουν, στις βρα­χείες λί­στες, οι με­γά­λοι να έ­χουν ι­κα­νο­ποιη­τι­κή πα­ρου­σία, ώ­στε να μην δη­μιουρ­γεί­ται ε­ξαρ­χής η δυ­σά­ρε­στη ε­ντύ­πω­ση του α­πο­κλει­σμού. Ασχέ­τως αν τε­λι­κά προ­τι­μούν το βι­βλίο ε­νός μι­κρού εκ­δό­τη και με το σκε­πτι­κό, ό­τι έ­τσι προ­σθέ­τουν κύ­ρος στην ε­πι­λο­γή τους. Ο ε­φε­τι­νός πα­ρα­με­ρι­σμός των με­γά­λων α­κό­μη και α­πό τις βρα­χείες λί­στες των Κρα­τι­κών Βρα­βείων, συ­νι­στά σχε­δόν πρό­κλη­ση. Προϊδεά­ζει, ω­στό­σο, για το δια­φο­ρε­τι­κό προ­φίλ της νέ­ας ε­πι­τρο­πής. Πά­ντως, για να μην ω­ραιο­ποιού­με τις κα­τα­στά­σεις, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό τα μέ­λη της ε­κά­στο­τε ε­πι­τρο­πής έ­χουν σχέ­ση με του­λά­χι­στον έ­ναν εκ­δό­τη, που δεν ε­πι­θυ­μούν να δυ­σα­ρε­στή­σουν.   

Πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νοι

Μα­κρη­γο­ρή­σα­με πε­ρί εκ­δο­τών, που θεω­ρη­τι­κά δεν α­πο­τε­λούν κρι­τή­ριο σε μία βρά­βευ­ση. Στην πρά­ξη, ό­μως, α­πο­βαί­νει έ­νας ό­χι α­με­λη­τέ­ος πα­ρά­γο­ντας, που λαν­θά­νει. Δεν υ­πο­στη­ρί­ζου­με, ω­στό­σο, πως, αν το βρα­βευ­μέ­νο βι­βλίο μι­κρού εκ­δο­τι­κού οί­κου κυ­κλο­φο­ρού­σε α­πό έ­ναν με­γά­λο, θα εί­χε δια­φο­ρε­τι­κή α­ντι­με­τώ­πι­ση. Πα­ρά­δειγ­μα η Νί­κη Ανα­στα­σέα, που, με το τέ­ταρ­το μυ­θι­στό­ρη­μά της, α­πέ­σπα­σε και τα δυο βρα­βεία. Συγ­γρα­φέ­ας του εκ­δο­τι­κού οί­κου Κέ­δρος, θα μπο­ρού­σε να πα­ρα­μεί­νει σε αυ­τόν ή να α­κο­λου­θή­σει το ρεύ­μα ε­κεί­νων, που με­τα­πή­δη­σαν στο Με­ταίχ­μιο. Αντί αυ­τών, προ­τί­μη­σε έ­ναν μι­κρό με κα­λό ό­νο­μα, τις εκ­δό­σεις Πό­λις. Να ση­μειώ­σου­με, πα­ρε­μπι­πτό­ντως, μία πρω­τιά της εν λό­γω συγ­γρα­φέως, που δεν ε­πι­ση­μάν­θη­κε. Εί­ναι η πρώ­τη α­πό ό­σους έ­χουν δια­κρι­θεί με βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου συγ­γρα­φέα, που τι­μά­ται και με κυ­ρίως βρα­βείο και δη, εις δι­πλούν. Θυ­μί­ζου­με ό­τι, α­πό το 1996, που θε­σμο­θε­τεί­ται α­πό το «Δια­βά­ζω» βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου συγ­γρα­φέα, έ­χουν α­πο­νε­μη­θεί 17 βρα­βεία, ό­λα πλην δυο για βι­βλία πε­ζο­γρα­φίας. Ενώ, α­πό το 2011, που θε­σμο­θε­τεί­ται α­ντί­στοι­χο Κρα­τι­κό Βρα­βείο, έ­χουν δο­θεί πέ­ντε, κα­θώς τις δυο πρώ­τες χρο­νιές μοι­ρά­στη­κε σε δυο. Πα­ρα­δό­ξως, μό­νο έ­να μι­σό δί­νε­ται σε βι­βλίο πε­ζο­γρα­φίας. Δύο α­πό αυ­τά τα πέ­ντε συ­μπί­πτουν με βρα­βεύ­σεις του «Δια­βά­ζω». Έτσι, η Ανα­στα­σέα, που ή­ταν η δεύ­τε­ρη βρα­βευ­θεί­σα πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη, το 1998, εί­ναι η πρώ­τη α­πό τους 20 βρα­βευ­θέ­ντες, που φθά­νει 16 χρό­νια με­τά στο κυ­ρίως βρα­βείο. Ο πρώ­τος βρα­βευ­θείς, Τά­σος Χατ­ζη­τά­τσης, δεν πρό­λα­βε, ε­γκα­τα­λεί­πο­ντας νω­ρίς τα ε­γκό­σμια. 
Οι βρα­χείες λί­στες και των δυο βρα­βείων πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου συγ­γρα­φέα του 2013 (με πέ­ντε προ­τει­νό­με­νους του Κρα­τι­κού Βρα­βείου και ο­κτώ του «Ανα­γνώ­στη») α­παρ­τί­ζο­νταν α­πό ποιη­τι­κά βι­βλία, πλην ε­νός πε­ζού στη λί­στα του δεύ­τε­ρου. Όπου τέσ­σε­ρα βι­βλία α­πο­τε­λού­σαν προ­τά­σεις αμ­φο­τέ­ρων. Κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, ο τι­μη­θείς με το Κρα­τι­κό πα­ρου­σια­ζό­ταν μό­νο στη μία λί­στα. Εί­χε, ό­μως, ή­δη α­πο­σπά­σει το δεύ­τε­ρο βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου στο ε­φε­τι­νό, 33ο Συ­μπό­σιο Ποίη­σης στην Πά­τρα. Εκεί η κρι­τι­κή ε­πι­τρο­πή, ταυ­τι­ζό­με­νη με την ορ­γα­νω­τι­κή, ή­ταν εν­δε­κα­με­λής, ό­που συμ­με­τεί­χε ως μέ­λος ο πρό­ε­δρος της κρι­τι­κής ε­πι­τρο­πής των Κρα­τι­κών Βρα­βείων, Αλέ­ξης Ζή­ρας. Ο βρα­βευ­θείς εί­ναι ο Χρή­στος Αρμά­ντο Γκέ­ζος. Ήρθε στην Ελλά­δα οι­κο­γε­νεια­κώς α­πό την Αλβα­νία, το 1991, τριών ε­τών. Εί­ναι ο πρώ­τος με­τα­νά­στης, που τι­μά­ται με Κρα­τι­κό Βρα­βείο. Δεν υ­πήρ­ξε, ω­στό­σο, η λε­γό­με­νη “θύελ­λα α­ντι­δρά­σεω­ν”, πι­θα­νώς και για­τί η κρι­τι­κή ε­πι­τρο­πή το­νί­ζει στο σκε­πτι­κό της, ό­τι θέ­λη­σε “να τι­μή­σει έ­να νέο που γεν­νή­θη­κε στη Χει­μάρ­ρα της Βο­ρείου Ηπεί­ρου”. Δη­μιουρ­γεί­ται η α­πο­ρία, κα­τά πό­σο θα άλ­λα­ζε  η α­ξιο­λό­γη­ση της συ­γκε­κρι­μέ­νης ποιη­τι­κής συλ­λο­γής, αν η οι­κο­γέ­νεια Γκέ­ζου ερ­χό­ταν α­πό την λοι­πή Αλβα­νία. Ή και α­ντι­στρό­φως, μή­πως η ε­πι­θυ­μία προ­βο­λής ε­νός Βο­ρειο­η­πει­ρώ­τη πα­ρέ­καμ­ψε τα αι­σθη­τι­κά κρι­τή­ρια, κα­θώς το σκε­πτι­κό δεν α­να­φέ­ρε­ται στη στι­χουρ­γι­κή αλ­λά σε “σκλη­ρά βιώ­μα­τα και ο­δυ­νη­ρές ε­μπει­ρίες”. 
Ας μη με­τριά­ζου­με τη ση­μα­σία της α­πό­φα­σης. Εί­ναι μία ση­μα­ντι­κή πρώ­τη φο­ρά, που δεί­χνει τις εκ­συγ­χρο­νι­στι­κές α­ντι­λή­ψεις της νέ­ας κρι­τι­κής ε­πι­τρο­πής ή του­λά­χι­στον της πλειο­ψη­φίας της, κα­θώς, στα ο­κτώ βρα­βεία, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του Με­γά­λου Βρα­βείου Γραμ­μά­των, τα έ­ξι δό­θη­καν κα­τά πλειο­ψη­φία. Το 2010, ε­πί Γε­ρου­λά­νου, ό­ταν άλ­λα­ξε το νο­μο­θε­τι­κό πλαί­σιο των Κρα­τι­κών Βρα­βείων, με­τα­ξύ άλ­λων, ο­ρί­σθη­καν χρο­νι­κά πλαί­σια για τις ερ­γα­σίες της Επι­τρο­πής, κα­θώς και η υ­πο­χρέω­ση να τη­ρού­νται μα­γνη­το­φω­νη­μέ­να πρα­κτι­κά. Αμφό­τε­ρα α­θε­τή­θη­καν. Αντί των πρα­κτι­κών, ό­που θα πα­ρου­σιά­ζο­νταν συ­ζη­τή­σεις και μειο­ψη­φού­σες α­πό­ψεις, δη­μο­σιεύε­ται το σκε­πτι­κό για κά­θε βρα­βείο, δη­λα­δή οι λό­γοι για τους ο­ποίους προ­τι­μή­θη­κε το συ­γκε­κρι­μέ­νο βι­βλίο, κι αυ­τοί σε α­πό­λυ­τη και ό­χι συ­γκρι­τι­κή βά­ση. Μό­νες ε­ξαι­ρέ­σεις, το σκε­πτι­κό των βρα­βείων Δο­κι­μίου και Μαρ­τυ­ρίας-Βιο­γρα­φίας-Χρο­νι­κού-Τα­ξι­διω­τι­κής Λο­γο­τε­χνίας. Τη σύ­ντα­ξη ε­νός σκε­πτι­κού την α­να­λαμ­βά­νει μέ­λος, που υ­πε­ρα­σπί­στη­κε τη συ­γκε­κρι­μέ­νη υ­πο­ψη­φιό­τη­τα. Με βά­ση τους συ­ντά­κτες των σκε­πτι­κών, αλ­λά και τα εκ­πε­φρα­σμέ­να των με­λών, ει­κά­ζου­με πως κα­θο­ρι­στι­κός θα πρέ­πει να στά­θη­κε ο λό­γος των τεσ­σά­ρων, που, του­λά­χι­στον η­λι­κια­κά, ε­ντάσ­σο­νται στη γε­νιά του ’70. Ο πρε­σβύ­τε­ρος της Επι­τρο­πής (Διο­νύ­σης Μα­γκλι­βέ­ρας) και ε­κεί­νος της γε­νιάς του ’80 (Γιώρ­γος Ξε­νά­ριος) εν­δε­χο­μέ­νως να δια­φώ­νη­σαν (πά­ντως, σκε­πτι­κό δεν υ­πο­γρά­φουν). Αντί­στοι­χα, η τριά­δα των νεό­τε­ρων πα­νε­πι­στη­μια­κών δεί­χνει να κρά­τη­σε τα ί­σα (με τους δυο να υ­πο­γρά­φουν το σκε­πτι­κό δυο βρα­βεύ­σεων, που δεν ε­ντάσ­σο­νται σε αυ­τό το προο­δευ­τι­κών τά­σεων σκε­πτι­κό). 

Αδύ­να­μοι και α­δι­κη­μέ­νοι

Ένα δεύ­τε­ρο ση­μείο δια­φο­ρο­ποίη­σης της Επι­τρο­πής, το ο­ποίο εκ­φρά­ζει τις τρέ­χου­σες ι­δε­ο­λο­γι­κές πα­ρα­δο­χές της κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς, εί­ναι η α­πο­νο­μή του δεύ­τε­ρου νεό­τευ­κτου βρα­βείου, του «Ει­δι­κού βρα­βείου για την προ­α­γω­γή του δια­λό­γου σχε­τι­κά με ευαί­σθη­τα κοι­νω­νι­κά ζη­τή­μα­τα». Τα δυο πρώ­τα χρό­νια, η προ­η­γού­με­νη κρι­τι­κή ε­πι­τρο­πή δεν το α­πέ­νει­με. Ει­ση­γή­θη­κε, μά­λι­στα, να κα­ταρ­γη­θεί, με το σκε­πτι­κό, πως “ο ε­μπρό­θε­τος προ­βλη­μα­τι­σμός πά­νω σε ευαί­σθη­τα ζη­τή­μα­τα εκ­φεύ­γει της λο­γο­τε­χνι­κής λει­τουρ­γίας”, υ­πο­τάσ­σο­ντας τη μορ­φή στο θέ­μα. Εφέ­τος, α­πο­νε­μή­θη­κε και μά­λι­στα ο­μό­φω­να, στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Πα­τρι­νού Βα­σί­λη Λα­δά «Παι­χνί­δια κρί­κετ», που εί­χε συ­μπε­ρι­λη­φθεί στη βρα­χεία λί­στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Το σκε­πτι­κό, που συ­ντάσ­σει η Μα­ρία Στα­σι­νο­πού­λου,  το το­πο­θε­τεί στη “λο­γο­τε­χνία ντο­κου­μέ­ντο της ση­με­ρι­νής ε­πο­χής”, ό­πως και τα προ­η­γού­με­να βι­βλία του, “με ε­ρέ­θι­σμα τον κα­ταυ­λι­σμό με­τα­να­στών και φυ­γά­δων στο λι­μά­νι της Πά­τρας”. Με ό­ρους ε­πι­κοι­νω­νια­κούς, το τρέ­χον πο­λι­τι­κά ορ­θό δεν ά­φη­νε πε­ρι­θώ­ρια στα μέ­λη της Επι­τρο­πής να μην το ψη­φί­σουν, ό­ταν, κα­τά τα φαι­νό­με­να, άλ­λη πρό­τα­ση δεν υ­πήρ­ξε.
Γε­νι­κώς, η Επι­τρο­πή στά­θη­κε α­ρω­γός μι­κρών, α­δύ­να­μων και α­δι­κη­μέ­νων, α­πό τον μι­κρό εκ­δο­τι­κό οί­κο στον α­δύ­να­μο με­τα­νά­στη και τον α­δι­κη­μέ­νο λό­γω των λε­γό­με­νων ε­θνι­κι­στι­κών κα­θη­λώ­σεων. Ένα τρί­το ση­μείο α­ντι­δια­στο­λής συ­νι­στά η α­πο­νο­μή του βρα­βείου ποίη­σης στον Μάρ­κο Μέ­σκο, ο ο­ποίος θα α­να­με­νό­ταν να το εί­χε πά­ρει προ πολ­λού. Θυ­μί­ζου­με τις βρα­βεύ­σεις, Δη­μου­λά 1989, Λε­ο­ντά­ρης 1997, Μαρ­κί­δης 2001, Γα­λά­της 2006, Χρι­στια­νό­που­λος 2011, Ρουκ 2012. Άλλω­στε, ο Μέ­σκος βρί­σκε­ται ε­δώ και χρό­νια στους υ­πο­ψή­φιους για το Με­γά­λο Βρα­βείο. Ασφα­λώς και ε­φέ­τος θα συ­ζη­τή­θη­κε. Μέ­χρι προ­χτές, η μό­νη διά­κρι­ση που εί­χε λά­βει, ή­ταν το βρα­βείο ποίη­σης του «Δια­βα­ζω», την πρώ­τη χρο­νιά της θε­σμο­θέ­τη­σής του, το 1996. Σύμ­φω­να με το σκε­πτι­κό της Επι­τρο­πής, που υ­πο­γρά­φει ο πρό­ε­δρος, “με αυ­τήν την ε­πι­λο­γή εί­ναι μάλ­λον βέ­βαιο ό­τι θέ­λα­με να τι­μη­θεί έ­νας α­πό τους ση­μα­ντι­κούς ποιη­τές μας, που ε­πί πολ­λά χρό­νια ή­ταν πα­ρών αλ­λά και α­φα­νής”. Απο­ρού­με με ε­κεί­νο το “μάλ­λο­ν”. Όσο για “α­φα­νής”, ο Μέ­σκος πο­τέ δεν υ­πήρ­ξε, μό­νο α­βρά­βευ­τος α­πό τους κρα­τι­κούς φο­ρείς. Σε αυ­τό, συ­νε­τέ­λε­σε ό­τι έρ­χε­ται α­πό την πα­ρα­με­θό­ριο “μαύ­ρη γη” και στα γρα­πτά του, ι­δίως, τα πε­ζά, φύ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο δη­λω­τι­κά, α­κού­γο­νται “μα­κε­δο­νί­τι­κα που­λιά να λα­λούν μα­κε­δο­νί­τι­κα”.
Δύο βρα­βεύ­σεις, του Δο­κι­μίου και της Βιο­γρα­φίας, α­κο­λου­θούν την κα­θιε­ρω­μέ­νη γραμ­μή πλεύ­σης, ό­που τα σκε­πτι­κά εί­ναι δυο πα­νε­πι­στη­μια­κών. Η α­πο­νο­μή του πρώ­του στον Μι­χά­λη Χρυ­σαν­θό­που­λο α­ντα­πο­κρί­νε­ται στη συ­νή­θεια τα Κρα­τι­κά Βρα­βεία να έ­χουν και λί­γο θεσ­σα­λο­νι­κιώ­τι­κο ά­ρω­μα. Ο Χρυ­σαν­θό­που­λος εί­ναι μεν Αθη­ναίος, αλ­λά, σή­με­ρα, έ­χει τη θέ­ση του κα­θη­γη­τή του Αρι­στο­τε­λείου. Ήταν στη βρα­χεία λί­στα και των βρα­βείων του «Ανα­γνώ­στη», ό­που βρα­βεύ­θη­κε έ­τε­ρο, νεό­τε­ρο μέ­λος του εν λό­γω Ιδρύ­μα­τος, η Αλε­ξάν­δρα Ρα­σι­δά­κη. Αλλά και τα προ­η­γού­με­να Κρα­τι­κά Βρα­βεία στην ευ­ρύ­τε­ρη οι­κο­γέ­νεια πή­γα­ν· του 2012 στον Θεσ­σα­λο­νι­κιό με σπου­δές στο Αρι­στο­τέ­λειο Αντώ­νη Λιά­κο, σή­με­ρα κα­θη­γη­τή στο Αθή­νη­σι, και του 2011, κα­τά το ή­μι­συ, στην Θεσ­σα­λο­νι­κιά και κα­θη­γή­τρια του Αρι­στο­τε­λείου Βε­νε­τία Απο­στο­λί­δου.
Το δεύ­τε­ρο βρα­βείο θα α­να­με­νό­ταν να δο­θεί στον Νί­κο Θε­ο­το­κά για τον Μα­κρυ­γιάν­νη του, κα­θώς εκ­φρά­ζει τη με­τα­νεω­τε­ρι­κή ο­πτι­κή των ι­στο­ρι­κών. Αντί αυ­τού, προ­τι­μή­θη­κε μία αυ­το­βιο­γρα­φία με τις τα­λαι­πω­ρίες των Αρι­στε­ρών α­πό τον Εμφύ­λιο μέ­χρι τις αρ­χές του ’60. Οφει­λό­με­νο, α­πό μία ά­πο­ψη, το βρα­βείο στον Θο­δω­ρή Καλ­λι­φα­τί­δη, με­τα­νά­στη α­πό το 1964 στη Σουη­δία και ε­κεί, τι­μη­μέ­νο με βρα­βείο μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ή­δη α­πό το 1981. Κα­τά τα άλ­λα, τό­σο ευ­ρύ φά­σμα γε­νέ­θλιων τό­πων και τό­πων δια­μο­νής βρα­βευ­μέ­νων δύ­σκο­λα α­πα­ντά­ται. Με­τρά­με στη σει­ρά: Χει­μάρ­ρα, Έδεσ­σα, Κο­ζά­νη, Αθή­να, Πει­ραιάς, Πά­τρα, Μο­λα­οί Λα­κω­νίας, Στοκ­χόλ­μη. Ο Κο­ζα­νί­της εί­ναι ο Γιάν­νης Πα­λα­βός, που “σά­ρω­σε” τα βρα­βεία ό­πως και η Ανα­στα­σέα. Μό­νο που αυ­τός εί­ναι ε­τών 34 και α­πέ­σπα­σε το Βρα­βείο Διη­γή­μα­τος με το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του συν έ­να εξ η­μι­σείας. Εί­ναι ο νεό­τε­ρος που τι­μά­ται με το εν λό­γω βρα­βείο, που, μέ­χρι πρό­τι­νος, δι­νό­ταν σε ώ­ρι­μους συγ­γρα­φείς. Η πλη­σιέ­στε­ρη η­λι­κια­κά εί­ναι η Λέ­να Κι­τσο­πού­λου, που πή­ρε το βρα­βείο διη­γή­μα­τος του «Δια­βά­ζω» το 2007, στα 36.
Η κρι­τι­κή υ­πο­δο­χή του Πα­λα­βού, κυ­ρίως α­πό τους πρε­σβύ­τε­ρους, στά­θη­κε ά­κρως ε­παι­νε­τι­κή. Για­τί, ό­μως, τό­σος εν­θου­σια­σμός; Σύμ­φω­να με τον Γιώρ­γο Αρά­γη, που πλου­τί­ζει τα κρι­τι­κά του κεί­με­να με κοι­νω­νι­κής υ­φής πα­ρα­τη­ρή­σεις, “η α­νά­γνω­ση των συ­νο­λι­κά 33 διη­γη­μά­των α­φή­νει την ε­ντύ­πω­ση μιας φτυ­σιάς πά­νω στα πε­πραγ­μέ­να των προ­γε­νέ­στε­ρων η­λι­κιώ­ν”. Οπό­τε, κα­τά μία φροϋδι­κή ερ­μη­νεία, η “φτυ­σιά” ξύ­πνη­σε τις ε­νο­χές των πα­λαί­μα­χων. Επι­κρο­τώ­ντας, πά­ντως, η Επι­τρο­πή αυ­τήν την “αυ­θε­ντι­κή α­με­ρι­κά­νι­κη φω­νή”, ό­πως έ­χει χα­ρα­κτη­ρι­στεί, δεί­χνει πως πα­ρα­κο­λου­θεί την με­τα­μο­ντέρ­να αι­σθη­τι­κή. Σε μία ε­πο­χή α­πο­θέω­σης της νεό­τη­τας, κα­λό εί­ναι τα βρα­βεία να μην μυ­ρί­ζουν να­φθα­λί­νη. Το 2011, βα­σι­κό αί­τη­μα ή­ταν η ε­πάν­δρω­ση των ε­πι­τρο­πών με νε­α­ρής η­λι­κίας μέ­λη. Για πρώ­τη φο­ρά, ε­πι­λέ­χτη­κε πε­νη­ντά­ρης πρό­ε­δρος και τρια­ντά­ρη­δες κρι­τι­κοί.  Πά­ντως, το βρα­βείο διη­γή­μα­τος δεν α­πο­νε­μή­θη­κε ο­μό­φω­να.

Με­γά­λο Βρα­βείο

Ομό­φω­να α­πο­νε­μή­θη­κε, ως εί­θι­σται, το Με­γά­λο Βρα­βείο. Κα­τά κα­νό­να, δεν λεί­πουν οι συ­γκρού­σεις, αλ­λά αυ­τές γί­νο­νται κε­κλει­σμέ­νων των θυ­ρών. Υπε­ρι­σχύει η γνώ­μη ε­νός ι­σχυ­ρού, που δεν συ­νε­πά­γε­ται πά­ντα πλειο­ψη­φι­κή α­πο­δο­χή. Σπα­νίως, οι ό­ποιες α­ντιρ­ρή­σεις α­κού­γο­νται πα­ραέ­ξω, ό­πως προ τριε­τίας, ο­πό­τε και α­πο­τέ­λε­σαν ύ­βριν για το τι­μώ­με­νο πρό­σω­πο. Εφέ­τος α­πο­νε­μή­θη­κε στον Δη­μή­τρη Ραυ­τό­που­λο, που συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νό­ταν στη λί­στα Δο­κι­μίου των Κρα­τι­κών αλ­λά ό­χι του «Ανα­γνώ­στη». Το 1997, εί­χε τι­μη­θεί με το Βρα­βείο Δο­κι­μίου για το βι­βλίο του «Άρης Αλε­ξάν­δρου, ο ε­ξό­ρι­στος». Εί­ναι ο τρί­τος κρι­τι­κός λο­γο­τε­χνίας, που τι­μά­ται με το Με­γά­λο Βρα­βείο. Δεν εί­ναι λο­γο­τέ­χνης, ό­πως δεν ή­ταν ο Αλέξ. Αργυ­ρίου και η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη. Επει­δή οι κρι­τι­κοί θεω­ρού­νται α­δύ­να­μες υ­πο­ψη­φιό­τη­τες για το Με­γά­λο Βρα­βείο, πα­ρα­τη­ρεί­ται τά­ση ε­ξω­ραϊσμού του έρ­γου τους. Προ­σφά­τως, με το θά­να­το της Ανα­γνω­στά­κη, στις νε­κρο­λο­γίες κα­τα­βλή­θη­κε προ­σπά­θεια να α­να­δει­χθεί το έρ­γο της πλέ­ον πο­λυ­σέ­λι­δο του πραγ­μα­τι­κού. Κι ό­μως, μπο­ρεί και ο κρι­τι­κός, ό­πως ο ποιη­τής, να κα­τα­θέ­σει έ­να και μό­νο βι­βλίο και το ό­νο­μά του να γρα­φτεί στις δέλ­τους της Ιστο­ρίας, ε­νώ του μά­χι­μου των ε­κα­το­ντά­δων δη­μο­σιευ­μά­των να α­πο­θά­νει με­τ’ αυ­τού. Αντι­στοί­χως, πα­ραλ­λάσ­σουν κα­τά τα τρέ­χο­ντα πρό­τυ­πα το προ­φίλ α­ρι­στε­ρών, ό­πως ο Αργυ­ρίου και ο Ραυ­τό­που­λος, που διέ­τρε­ξαν ο­λό­κλη­ρο το ι­δε­ο­λο­γι­κό φά­σμα, α­πό πι­στοί “της μαρ­ξι­στι­κής κο­σμο­θεω­ρίας, παίρ­νο­ντας ο­ρι­σμέ­νες ε­λευ­θε­ριό­τη­τες α­πέ­να­ντί της, οι ο­ποίες, ό­μως, δεν α­πο­δέ­σμευαν την κρι­τι­κή τους ό­ρα­ση”, (ό­πως γρά­φει ο Βά­σος Βα­ρί­κας για τον Ραυ­τό­που­λο, με α­φορ­μή το πρώ­το βι­βλίο του, «Οι Ιδέες και τα Έργα», του 1965) μέ­χρι θια­σώ­τες ε­νός α­ντι­κομ­μου­νι­σμού, που μπο­ρεί να ε­νο­χλεί ή και να εν­θου­σιά­ζει τους η­λι­κια­κά νεό­τε­ρούς τους.  
Συ­νο­ψί­ζο­ντας, τα Κρα­τι­κά Βρα­βεία έ­δει­ξαν πως τα αι­σθη­τι­κά κρι­τή­ρια έρ­χο­νται σε δεύ­τε­ρη μοί­ρα. Το ί­διο συμ­βαί­νει και στις κρι­τι­κές της λο­γο­τε­χνίας, ό­που δια­χω­ρί­ζε­ται η μορ­φή του πε­ριε­χο­μέ­νου, το ο­ποίο συ­νή­θως α­πα­σχο­λεί. Ευ­χό­μα­στε του χρό­νου κα­λύ­τε­ρα και, κυ­ρίως, α­πο­φάν­σεις με πιο αυ­στη­ρούς λο­γο­τε­χνι­κούς όρους.


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 13/4/2014.

Τα­ξί­δι στα παι­δι­κά χρό­νια

$
0
0

Δι­σέ­λι­δο α­πό «Το σε­ντού­κι με τις πέ­ντε κλει­δα­ριές» του Ευ­γέ­νιου Τρι­βι­ζά, με ει­κο­νο­γρά­φη­ση Βαγ­γέ­λη Ελευ­θε­ρίου.








Τό­σα χρό­νια α­σχο­λού­μα­στε με τη βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση, αλ­λά παι­δι­κό βι­βλίο δεν εί­χα­με δια­βά­σει, ού­τε καν φυλ­λο­με­τρή­σει. Μέ­να­με στο θεω­ρη­τι­κό ε­ρώ­τη­μα, κα­τά πό­σο έ­χει υ­πό­στα­ση ο ό­ρος παι­δι­κή λο­γο­τε­χνία, με άλ­λα λό­για σε έ­να ά­γο­νο δί­λημ­μα, ό­πως, άλ­λω­στε, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι φι­λο­λο­γι­σμοί. Αυ­τά μέ­χρι προ­χτές, που μία βι­βλιό­φι­λος κυ­ρία α­πό το δρα­στή­ριο δυ­να­μι­κό του εκ­δο­τι­κού οί­κου Κέ­δρος εί­χε την κα­λή ι­δέα να μας στεί­λει μα­ζί με τα πα­σχα­λιά­τι­κα λο­γο­τε­χνι­κά βι­βλία και με­ρι­κά παι­δι­κά. Ήδη α­πό το πρώ­το ξε­φύλ­λι­σμα, μας έ­φτια­ξε τη διά­θε­ση η ει­κο­νο­γρά­φη­ση. Ιδιαί­τε­ρα, οι ει­κό­νες στα βι­βλία για παι­διά προ­σχο­λι­κής και πρω­το­σχο­λι­κής η­λι­κίας. Αλλά και στα βι­βλία για τα με­γα­λύ­τε­ρα παι­διά, ε­κεί­να των δυο τε­λευ­ταίων τά­ξεων του δη­μο­τι­κού και των πρώ­των γυ­μνα­σια­κών, κα­θώς ού­τε α­πό αυ­τά λεί­πουν οι ο­λο­σέ­λι­δες ει­κό­νες ή και τα ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­να “σα­λό­νια”. Από τα βι­βλία για 15 ε­τών και ά­νω, μέ­νει το κεί­με­νο χω­ρίς το ο­πτι­κό δε­κα­νί­κι, να κερ­δί­σει μό­νο του τον έ­φη­βο α­να­γνώ­στη. Ένα πρώ­το ό­νο­μα ει­κο­νο­γρά­φου, στα βι­βλία που έ­φθα­σαν στα χέ­ρια μας, κέρ­δι­σε την προ­σο­χή μας. Του Βαγ­γέ­λη Ελευ­θε­ρίου. Από την αρ­χι­κή του ε­να­σχό­λη­ση με τη γε­λοιο­γρα­φία φαί­νε­ται να κρά­τη­σε την κω­μι­κή πα­ρα­μόρ­φω­ση, προ­σθέ­το­ντας στις φι­γού­ρες ζω­γρα­φι­κό πλα­σμό και τις λε­πτές χρω­μα­τι­κές α­πο­χρώ­σεις της α­κουα­ρέ­λας. Εμφα­νείς εί­ναι ε­πί­σης και οι ε­πι­δρά­σεις α­πό τη ζω­γρα­φι­κή γκρά­φι­τι. Στο βιο­γρα­φι­κό του, ο α­πο­λο­γι­σμός α­να­φέ­ρει 130 βι­βλία μέ­σα σε μία ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία. Με­τα­ξύ αυ­τών, σε κά­ποια πρό­σφα­τα, εμ­φα­νί­ζε­ται και ως συγ­γρα­φέ­ας με οι­κο­λο­γι­κές ευαι­σθη­σίες, ό­πως τα «Έλα στη φύ­ση, έ­λα στο πρά­σι­νο», «Έλα στη φύ­ση, έ­λα στο μπλε». 
Αυ­τά τα δυο τε­λευ­ταία χω­ρίς αυ­το­ψία, πλη­ρο­φο­ρια­κά. Στο χέ­ρι κρα­τά­με έ­να πα­λαιό­τε­ρο βι­βλίο με δι­κή του ει­κο­νο­γρά­φη­ση, «Το σε­ντού­κι με τις πέ­ντε κλει­δα­ριές». Συγ­γρα­φέ­ας του εί­ναι ο Ευ­γέ­νιος Τρι­βι­ζάς “ο πα­ρα­μυ­θάς”. Αυ­τόν τον γνω­ρί­ζα­με ως ό­νο­μα, χω­ρίς να τον έ­χου­με δια­βά­σει. Ακρι­βέ­στε­ρα, τον εί­χα­με κα­τα­χω­ρη­μέ­νο στις α­πώ­λειες, αν ό­χι της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, σί­γου­ρα, πά­ντως, του α­στυ­νο­μι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Συ­νο­μή­λι­κος του Πέ­τρου Μαρ­τι­νί­δη, αυ­τός με σπου­δές, ό­χι αρ­χι­τε­κτο­νι­κής και ψυ­χο­λο­γίας ό­πως ο Θεσ­σα­λο­νι­κιός, αλ­λά τις χρη­σι­μό­τε­ρες για τη συγ­γρα­φή α­στυ­νο­μι­κών, νο­μι­κής και ε­γκλη­μα­το­λο­γίας, θα μπο­ρού­σε να α­να­δει­χθεί σε μαιτρ του εί­δους. Κά­τι α­νά­με­σα σε Μαρ­τι­νί­δη και στον κα­τά δέ­κα χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρό τους, Πέ­τρο Μάρ­κα­ρη. Με τον δεύ­τε­ρο έ­χει κοι­νό ση­μείο το χιού­μο­ρ, μό­νο που του  Τρι­βι­ζά εί­ναι αγ­γλι­κής γεύ­σης, πιο λε­πτό και λι­γό­τε­ρο α­ψύ. Τε­λι­κά, α­να­γκα­στή­κα­με να α­να­σκευά­σου­με τα πε­ρί α­πώ­λειας. Άρκε­σε η α­νά­γνω­ση ε­νός κε­φα­λαίου α­πό το παι­δι­κό βι­βλίο, σε ε­κεί­νο που “ο Τζιμ ο α­τρό­μη­τος θη­ριο­δα­μα­στής” συ­να­ντά “τον Τι­μό­θεο Πέ­περ­μιντ, Λον­δρέ­ζο κα­θη­γη­τή πιά­νου και κουρ­δι­στή”, για να πει­στού­με ό­τι δεν ε­πρό­κει­το για α­πώ­λεια αλ­λά για κέρ­δος στον δύ­σκο­λο το­μέα της δια­σκε­δα­στι­κής συγ­γρα­φής, που η­λι­κία δεν κοι­τά­ει. Βρί­σκε­ται, πά­ντως, στην κα­τάλ­λη­λη η­λι­κία, α­ντί να ε­φη­συ­χά­ζει στις δάφ­νες του, να δο­κι­μά­σει και κά­τι για το ε­νή­λι­κο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό.  
Αλλά ας ε­πα­νέλ­θου­με στους α­να­γνώ­στες μι­κρής η­λι­κίας. Στις πρό­σφα­τες εκ­δό­σεις, στα με­τα­φρα­σμέ­να παι­δι­κά βι­βλία, ε­ντυ­πω­σια­κό χά­ρις στον τίτ­λο και το έγ­χρω­μο ε­ξώ­φυλ­λο ι­τα­λι­κής αι­σθη­τι­κής, ό­πως και η ει­κο­νο­γρά­φη­ση του κει­μέ­νου, πρό­βα­λε έ­να χο­ντρό βι­βλίο, κο­ντά 400 σε­λί­δων, με σκλη­ρό ε­ξώ­φυλ­λο. Έχει τον ελ­κυ­στι­κό, για κά­θε η­λι­κία, τίτ­λο, «Τα­ξί­δι στο βα­σί­λειο της φα­ντα­σίας». Ενώ, στο ε­ξώ­φυλ­λο ει­κο­νί­ζε­ται έ­νας κου­στου­μα­ρι­σμέ­νος διο­πτρο­φό­ρος πο­ντι­κός, κα­βά­λα σε έ­να τέ­ρας προϊστο­ρι­κής ε­πο­χής. Δεν δεί­χνει φο­βι­σμέ­νος. Αντι­θέ­τως, εί­ναι μέ­σα στην κα­λή χα­ρά. Από συ­νή­θεια α­να­ζη­τή­σα­με το ό­νο­μα του με­τα­φρα­στή, αλ­λά δεν υ­πήρ­χε. Ού­τε ό­νο­μα συγ­γρα­φέα. Το Τζε­ρό­νι­μο Στίλ­τον, που α­να­γρά­φε­ται πά­νω α­πό τον τίτ­λο εί­ναι το ό­νο­μα του εν λό­γω πο­ντι­κού. Πρό­κει­ται για έ­ναν πο­λύ μορ­φω­μέ­νο “κά­τοι­κο της Πο­ντι­κο­νή­σου”, η ο­ποία το­πο­θε­τεί­ται κά­που στον “Νό­τιο Τρω­κτι­κό Ωκε­α­νό”. Ο Τζε­ρό­νι­μο τυγ­χά­νει “εκ­δό­της και διευ­θυ­ντής της με­γα­λύ­τε­ρης ε­φη­με­ρί­δας της νή­σου, με τον ε­πι­βλη­τι­κό τίτ­λο, «Ηχώ των τρω­κτι­κών»”. Στον ε­λεύ­θε­ρο χρό­νο του, για­τί ό­λα δεί­χνουν πως πρό­κει­ται για έ­ναν πο­λύ ερ­γα­τι­κό πο­ντι­κό, συγ­γρά­φει βι­βλία με τις πε­ρι­πέ­τειές του. Ωστό­σο, αυ­τός ο εκ­πο­λι­τι­σμέ­νος πο­ντι­κός εί­ναι πλά­σμα γυ­ναι­κείας φα­ντα­σίας. 
Η Ελί­ζα­μπεθ Ντά­μι εί­χε την έ­μπνευ­ση να γρά­ψει βι­βλία με ή­ρωα έ­ναν πο­ντι­κό. Ιτα­λί­δα, γεν­νη­μέ­νη στο Μι­λά­νο και κό­ρη εκ­δό­τη, άρ­χι­σε να γρά­φει α­πό τα 18 της, που ση­μαί­νει γύ­ρω στο 1976. Τις πο­ντι­κοϊστο­ρίες τις ξε­κί­νη­σε πο­λύ αρ­γό­τε­ρα. Το 2000, ε­ξέ­δω­σε την πρώ­τη της σει­ράς. Από τό­τε με­τα­φρά­ζο­νται σε πλεί­στες ό­σες γλώσ­σες και πω­λού­νται σε ε­κα­τομ­μύ­ρια α­ντί­τυ­πα. Στις τε­λευ­ταίες σε­λί­δες του βι­βλίου, μα­ζί με το ό­νο­μα της Ντά­μι, ε­ντο­πί­σα­με και ε­κεί­νο της μό­νι­μης με­τα­φρά­στριας των πε­ρι­πε­τειών του Τζε­ρό­νι­μο, Βί­κυς Λια­νού. Το τα­ξί­δι στη χώ­ρα της φα­ντα­σίας ε­ξε­λίσ­σε­ται σε πραγ­μα­τι­κή ο­δύσ­σεια, με τον πο­ντι­κοή­ρωα να περ­νά­ει ό­λων των ει­δών τις δο­κι­μα­σίες, αλ­λά να βγαί­νει πά­ντα σώος και α­βλα­βής, χά­ρις στις ι­στο­ρίες, τους μύ­θους και τα α­νέκ­δο­τα που ξέ­ρει τό­σο κα­λά να α­φη­γεί­ται. Μέ­χρι και λε­ξι­κό προ­βλέ­πε­ται γι’ αυ­τό το ε­ξω­τι­κό τα­ξί­δι, γραμ­μέ­νο α­πό τον ι­διαί­τε­ρα “μορ­φω­μέ­νο βά­τρα­χο Μου­ντζού­ρη”, σύ­ντρο­φο και ο­δη­γό του ή­ρωα σε ό­λη τη δια­δρο­μή. Όταν ο πο­λυ­μα­θής Τζε­ρό­νι­μο, ε­πι­στρέ­φο­ντας, α­φη­γεί­ται τις ι­στο­ρίες του, ε­ξη­γεί και τι τε­λο­σπά­ντων εί­ναι αυ­τό που α­πο­κα­λού­με  φα­ντα­σία. “Εί­ναι”, λέει, “η ι­κα­νό­τη­τα να βλέ­που­με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με δια­φο­ρε­τι­κή μα­τιά”, δη­λα­δή με αι­σιό­δο­ξα μα­το­γυά­λια, και “να βρί­σκου­με την Αρμο­νία ε­κεί που υ­πάρ­χει Δυ­σαρ­μο­νία, το Κα­λό ε­κεί που φαί­νε­ται να θριαμ­βεύει το Κα­κό, το Φως ε­κεί που φαί­νε­ται να κυ­ριαρ­χεί το Σκο­τά­δι”. Πα­ρό­μοιας δυ­να­μι­κής φα­ντα­σία θα πρέ­πει να δια­θέ­τουν ό­λοι αυ­τοί οι Άγγλοι, Γάλ­λοι, Πορ­το­γά­λοι, που πα­σχα­λιά­τι­κα τα­ξι­δεύουν στην τε­ρα­τού­πο­λη των Αθη­ναίων. Το βι­βλίο, πά­ντως, συ­νί­στα­ται για η­λι­κίες κά­τω των δώ­δε­κα.
Με στα­θε­ρό γνώ­μο­να τα λε­γό­με­να πε­ρι­κει­με­νι­κά στοι­χεία, μας τρά­βη­ξε την προ­σο­χή έ­να σχε­τι­κά ο­λι­γο­σέ­λι­δο βι­βλίο με­γά­λου σχή­μα­τος. Κα­θο­ρι­στι­κός πό­λος έλ­ξης, και πά­λι, ο τίτ­λος, αλ­λά και τα φω­τει­νά χρώ­μα­τα του ε­ξώ­φυλ­λου. Πα­ρό­τι συ­στή­νε­ται για παι­διά α­πό 5 έως 8 ε­τών, ο τίτ­λος του, «Μια βόλ­τα στα βυ­ζα­ντι­νά χρό­νια», θα συ­γκι­νή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο τον παπ­πού τους. Για­τί, έ­να τό­σο μι­κρό παι­δί, τι μπο­ρεί να γνω­ρί­ζει για το Βυ­ζά­ντιο. Γεν­νιέ­ται το ε­ρώ­τη­μα, κα­τά πό­σο έ­χει α­κου­στά α­κό­μη και τη λέ­ξη Βυ­ζά­ντιο. Αν δεν σφάλ­λου­με, το πρώ­το σχο­λι­κό βι­βλίο Ιστο­ρίας το πιά­νει στα χέ­ρια του στην Τρί­τη Δη­μο­τι­κού, ε­νώ εί­ναι ε­κεί­νο της Πέ­μπτης, που α­φιε­ρώ­νε­ται στα βυ­ζα­ντι­νά χρό­νια. Άρα, η συγ­γρα­φέ­ας Εύη Τσι­τι­ρί­δου α­να­μέ­νε­ται με το βι­βλίο της να ε­πι­τε­λέ­σει τον ά­θλο της πρώ­της γνω­ρι­μίας. Για­τί, βε­βαίως, οι παπ­που­δο­για­γιά­δες, που τους ά­ρε­σε να α­φη­γού­νται ι­στο­ρίες για “τον μαρ­μα­ρω­μέ­νο βα­σι­λιά” έ­χουν προ πολλού ε­κλεί­ψει. Το βι­βλίο ε­ντάσ­σε­ται σε μία σει­ρά με τον γε­νι­κό τίτ­λο «Με ξε­να­γό την Ιστο­ρία», που σκο­πό έ­χει να δεί­ξει σε παι­διά αυ­τής της η­λι­κίας την κα­θη­με­ρι­νή ζωή των αν­θρώ­πων σε διά­φο­ρες ι­στο­ρι­κές πε­ριό­δους. Θυ­μί­ζει τη σει­ρά για ε­νή­λι­κες, «Η κα­θη­με­ρι­νή ζωή στην τά­δε πε­ρίο­δο», ό­που, αν δεν σφάλ­λου­με, δεν υ­πάρ­χει βι­βλίο για την α­ντί­στοι­χη χρο­νι­κή πε­ρίο­δο.   
Τη “βόλ­τα” την κά­νουν δυο α­γα­πη­μέ­νοι φί­λοι α­πό το νη­πια­γω­γείο. Όχι, ό­μως, του ί­διου φύ­λου, αλ­λά ο Αστέ­ρης και η Βά­για, ώ­στε να α­ντα­να­κλώ­νται δυο δια­φο­ρε­τι­κές ο­πτι­κές. Αυ­τή η πε­ριή­γη­ση  σε αλ­λο­τι­νά χρό­νια και τό­πους γί­νε­ται χά­ρις σε έ­να φο­βε­ρό τε­τρά­πο­δο, τον Γκά­ρι. Πρό­κει­ται για “έ­να γαϊδου­ρά­κι, πού ό­χι μό­νο μι­λά­ει με αν­θρώ­πι­νη φω­νή”, ό­πως ό­λα τα κα­τοι­κί­δια στα ελ­λη­νι­κά σί­ρια­λ, “αλ­λά και τα­ξι­δεύει στο χρό­νο”, ό­χι με την τα­χύ­τη­τα του φω­τός, αλ­λά κα­τά τρό­πο μα­γι­κό. Το ό­νο­μα Αστέ­ρης θυ­μί­ζει τον τίτ­λο ε­νός προ­πέρ­σι­νου παι­δι­κού βι­βλίου, «Ο Αστέ­ρης το νε­α­ρό α­στέ­ρι», του Κώ­στα Ζα­φει­ρίου. Μό­νο που ε­κεί­νος ο Αστέ­ρης ξε­κί­νη­σε για α­στρι­κό τα­ξί­δι. Στο τα­ξί­δι στα χι­λιό­χρο­να βά­θη του χρό­νου, τα παι­διά ξε­κι­νούν τις ε­πι­σκέ­ψεις α­πό το βυ­ζα­ντι­νό σπί­τι. Δί­πα­το, με το πλυ­στα­ριό και τους στά­βλους για τα ζώα στον πρώ­το ό­ρο­φο, τα α­πο­γο­η­τεύει. Μάλ­λον θα έ­πρε­πε να προ­η­γη­θεί έ­να τα­ξί­δι πριν έ­ναν - ε­νά­μι­σι αιώ­να στην η­πει­ρω­τι­κή Ελλά­δα. Στο σπί­τι των Βυ­ζα­ντι­νών, βλέ­πουν με α­πο­ρία τη γυ­ναί­κα στον αρ­γα­λειό και το κο­ρι­τσά­κι της να την πα­ρα­κο­λου­θεί να υ­φαί­νει. Και πά­λι, έ­νας κά­ποιος προϊδε­α­σμός, πως ό­λα αυ­τά δεν συ­νέ­βαι­ναν μό­νο στα βυ­ζα­ντι­νά χρό­νια, θα ή­ταν μάλ­λον α­να­γκαίος. Με­τά οι δυο μι­κροί πε­ριη­γη­τές πη­γαί­νουν στο σχο­λείο. Εκεί, ό­μως, που ζωη­ρεύει η κου­βέ­ντα τους με το σο­φό υ­πο­ζύ­γιο εί­ναι στην βυ­ζα­ντι­νή κου­ζί­να. Ακο­λου­θούν κε­φά­λαια για την α­γο­ρά, την εκ­κλη­σία, το μο­να­στή­ρι, το λι­μά­νι, φθά­νο­ντας μέ­χρι και στο πα­λά­τι. Ο Γκά­ρυ δεν πα­ρα­λεί­πει να τους δεί­ξει τους αν­θρώ­πους ε­κεί­νης της ε­πο­χής σε χει­ρο­να­κτι­κές α­σχο­λίες ε­ντός και ε­κτός οι­κίας, κα­θώς και στις ώ­ρες της δια­σκέ­δα­σης. Με τις ζω­γρα­φιές της πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νης στο χώ­ρο του παι­δι­κού βι­βλίου Λέ­λας Στρού­τση, το τα­ξί­δι δί­νει μία πρώ­τη γεύ­ση α­πό την βυ­ζα­ντι­νή Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, την άλ­λο­τε πο­τέ α­πο­κα­λού­με­νη “βα­σι­λί­δα των πό­λεω­ν”.
Ένα βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό που δια­φο­ρο­ποιεί το ση­με­ρι­νό παι­δι­κό βι­βλίο α­πό ε­κεί­νο πα­λαιό­τε­ρων ε­πο­χών εί­ναι η έγ­χρω­μη ει­κο­νο­γρά­φη­ση, λό­γω κα­λύ­τε­ρων τυ­πο­τε­χνι­κών μέ­σων αλ­λά και με­γα­λύ­τε­ρης α­γο­ράς, που ε­πι­τρέ­πει πιο α­κρι­βές πα­ρα­γω­γές. Όπως δια­βε­βαιώ­νουν οι α­σχο­λού­με­νοι με το παι­δι­κό βι­βλίο, αυ­τό α­πο­βαί­νει πο­λύ πιο προ­σο­δο­φό­ρο α­πό τα α­να­γνώ­σμα­τα ε­νη­λί­κων. Συ­μπέ­ρα­σμα ό­χι τό­σο ευ­χά­ρι­στο, α­σχέ­τως αν οι πά­ντες το α­ντι­με­τω­πί­ζουν ως α­πο­λύ­τως φυ­σιο­λο­γι­κό. Βε­βαίως, ο ση­με­ρι­νός γο­νέ­ας κά­νει στε­ρή­σεις για να μην λεί­ψει τί­πο­τα α­πό το παι­δί του. Από μία άλ­λη ά­πο­ψη, ό­μως, μπο­ρεί και να δια­σκε­δά­ζει τις ε­νο­χές του, κα­θώς δεν έ­χει διά­θε­ση –χρό­νο ι­σχυ­ρί­ζε­ται– να δια­βά­σει ού­τε έ­να βι­βλίο το χρό­νο.  Φαι­νό­με­νο που α­πα­ντά­ται σε γο­νείς με α­νώ­τα­τη παι­δεία. Συ­χνά, μά­λι­στα, πρό­κει­ται για αν­θρώ­πους κοι­νω­νι­κούς και πο­λι­τι­κο­ποιη­μέ­νους, τους λε­γό­με­νους αν­θρώ­πους με υ­ψη­λή καλ­λιέρ­γεια. 
Ίσως γι’ αυ­τό να φταίει, που, στα παι­δι­κά τους χρό­νια, στά­θη­καν πα­θη­τι­κοί α­να­γνώ­στες. Όπως φαί­νε­ται, έ­να τε­λείως και­νού­ριο στοι­χείο της τρέ­χου­σας παι­δα­γω­γι­κής εί­ναι η προ­σπά­θεια δη­μιουρ­γίας ε­νερ­γη­τι­κών α­να­γνω­στών. Οι τε­λευ­ταίες σε­λί­δες των πε­ρισ­σό­τε­ρων παι­δι­κών βι­βλίων α­φιε­ρώ­νο­νται στο σχε­δια­σμό “εκ­παι­δευ­τι­κών δρα­στη­ριο­τή­τω­ν”, ό­πως α­πο­κα­λού­νται. Η Τσι­τι­ρί­δου, που έ­χει την ε­μπει­ρία μίας δε­κα­ε­τούς θη­τείας στη δη­μό­σια εκ­παί­δευ­ση, ε­ξη­γεί πως “η ε­μπέ­δω­ση της γνώ­σης ε­πι­διώ­κε­ται μέ­σα α­πό την ε­νερ­γη­τι­κή συμ­με­το­χή και την ά­σκη­ση των προ­σω­πι­κών τους δε­ξιο­τή­των, με τρό­πο παι­γνιώ­δη και συμ­βα­τό με την η­λι­κία τους, κα­θώς και με τις ι­διαί­τε­ρες α­νά­γκες και δυ­να­τό­τη­τές τους”. 
Κλεί­νο­ντας αυ­τά τα πρώ­τα παι­δι­κά βι­βλία του 21ου αιώ­να, που δια­βά­σα­με  –για­τί, τε­λι­κά, τα δια­βά­σα­με, μας κέρ­δι­σαν ο Τζε­ρό­νι­μο, ο Αργύ­ρης και η Βά­για, α­κό­μη και ο Τι­μό­θε­ος Πέ­περ­μι­ντ – μας κα­τέ­λα­βε θλί­ψη, με τη σκέ­ψη, πως αυ­τά θα εί­ναι τα πρώ­τα που θα χα­θούν κα­τά την πλή­ρη ε­πι­κρά­τη­ση της ψη­φια­κής ε­πο­χής. Ας σπεύ­σουν, λοι­πόν, οι γο­νείς με πι­τσι­ρί­κια, ό­σο α­κό­μη υ­πάρ­χουν. Αλλά και οι υ­πό­λοι­ποι. Υπάρ­χει πά­ντο­τε το πρό­σχη­μα για έ­να δω­ρά­κι σε παι­δί φί­λου. Με την ευ­και­ρία, το δια­βά­ζουν και αυ­τοί, για να μην ξε­χά­σουν τε­λείως και την α­νά­γνω­ση, με­τά τη γρα­φή, που έ­χουν ε­δώ και και­ρό ε­γκα­τα­λεί­ψει.   

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 27/4/2014.

Ιστορίες με καθαρό ψαχνό

$
0
0
Αλέ­ξαν­δρος Κυ­πριώ­της
«Μ’ έ­να κα­λά α­κο­νι­σμέ­νο μα­χαί­ρι.
Ιστο­ρίες αν­θρώ­πων»
Εκδό­σεις Ίνδι­κτος
Ιού­νιος 2013

Πα­ρά τον προϊδε­α­σμό του τίτ­λου του βι­βλίου, αλ­λά και σε πεί­σμα ο­ρι­σμέ­νων κρι­τι­κών πα­ρου­σιά­σεων, οι ή­ρωες στις ι­στο­ρίες του Αλέ­ξαν­δρου Κυ­πριώ­τη δεν σκο­τώ­νουν ε­κεί­νους που τους ε­νο­χλούν ού­τε για σο­βα­ρούς λό­γους ού­τε για α­σή­μα­ντους. Εξαι­ρού­νται δυο ι­στο­ρίες α­πό τις συ­νο­λι­κά δέ­κα του βι­βλίου, αν και στη μία μπο­ρεί να μην πρό­κει­ται για θα­να­τη­φό­ρο χτύ­πη­μα. Η άλ­λη έ­χει τον πα­ρα­πλα­νη­τι­κό τίτ­λο, «Ευ­τυ­χία». Και σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, πά­ντως, ο φό­νος δεν γί­νε­ται “μ’ έ­να κα­λά α­κο­νι­σμέ­νο μα­χαί­ρι”, ού­τε καν με ο­ποιο­δή­πο­τε άλ­λο αιχ­μη­ρό μέ­σο. Αλλά δια πνιγ­μού. Ο ή­ρωας πνί­γει τη γυ­ναί­κα με την ο­ποία “έ­βγαι­νε ε­πτά μή­νες και τρεις η­μέ­ρες”, πα­ρό­λο που λε­γό­ταν Ευ­τυ­χία και μό­λις του εί­χε α­ναγ­γεί­λει ό­τι θα γεν­νού­σε το δι­κό του παι­δί. Την πνί­γει με τα ί­δια του τα χέ­ρια, ό­ταν ε­κεί­νη “ση­κώ­νε­ται στις μύ­τες των πο­διών της να τον φι­λή­σει”. Από την πρά­ξη του, δη­λα­δή εκ του α­πο­τε­λέ­σμα­τος, συ­νά­γε­ται ό­τι πρό­κει­ται για ψυ­χα­σθε­νή. Κα­τά τα άλ­λα, τί­πο­τα στη συ­μπε­ρι­φο­ρά του δεν έ­δει­χνε ό­τι μπο­ρεί κά­τι να μην πη­γαί­νει κα­λά. Εί­ναι έ­νας α­πό τους πολ­λούς ψυ­χι­κά νο­σού­ντες, που βρί­σκο­νται ε­κτός ι­δρυ­μά­των. Δεί­χνουν φυ­σιο­λο­γι­κοί, ε­κτός α­πό τη στιγ­μή, που κα­τα­λαμ­βά­νο­νται α­πό σφο­δρά αι­σθή­μα­τα. Όλοι οι άν­θρω­ποι πέ­φτουν σε κρί­σεις ορ­γής και θυ­μού, μό­νο που αυ­τοί με τα­ραγ­μέ­νο ψυ­χι­σμό εμ­φα­νί­ζουν α­ντι­δρά­σεις υ­περ­βο­λι­κά έ­ντο­νες ως προς τα αί­τια που τις προ­κα­λούν. Στις συ­ναι­σθη­μα­τι­κές κα­ται­γί­δες με­τα­βάλ­λο­νται σε έρ­μαια των εν­στί­κτων τους, ό­πως ε­κεί­νος της εν λό­γω ι­στο­ρίας. Η γυ­ναί­κα δεν τον πρό­σβα­λε, ού­τε του φα­νέ­ρω­σε κά­τι ε­πι­λή­ψι­μο ή δυ­σά­ρε­στο. Απλώς, με την ε­γκυ­μο­σύ­νη της του α­πέ­κλειε τη δυ­να­τό­τη­τα να πραγ­μα­το­ποιή­σει το ό­νει­ρό του, που ή­ταν να α­πο­κτή­σει “έ­να δι­κό του σπί­τι στη Νί­συ­ρο”. Δεν γνώ­ρι­ζε το νη­σί, τυ­χαία το εί­χε ε­πι­λέ­ξει, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας μια ται­νία που ε­ξε­λισ­σό­ταν ε­κεί. Για να έ­χει κι αυ­τός, ό­πως ό­λοι οι φυ­σιο­λο­γι­κοί άν­θρω­ποι, έ­να σχέ­διο για το μέλ­λον που να του ζε­σταί­νει τα φυλ­λο­κάρ­δια, ό­ταν τον πά­γω­νε ο φό­βος. Εκεί­νη α­δια­φό­ρη­σε για την ε­πι­θυ­μία του, ε­πι­βάλ­λο­ντας τη δι­κή της προο­πτι­κή για το κοι­νό τους μέλ­λον. Τό­τε τον κα­τέ­κλυ­σε το αί­σθη­μα της α­δι­κίας και μα­ζί ο τρό­μος μπρο­στά στη δι­κή του εκ­μη­δέ­νι­ση.
Ο ψυ­χα­σθε­νής, ό­πως το παι­δί, τα αι­σθή­μα­τά του ού­τε να τα ε­λέγ­ξει μπο­ρεί, ού­τε να τα εκ­φρά­σει. Μο­να­δι­κό ό­πλο του η σω­μα­τι­κή βία α­πέ­να­ντι στον άλ­λο ή, αν αυ­τό εί­ναι α­δύ­να­το, η κα­τα­φυ­γή στην α­πο­μό­νω­ση. Όπως συμ­βαί­νει σε μία άλ­λη ι­στο­ρία, ό­που τον ή­ρωα “τον πιά­νουν κρί­σεις πα­νι­κού”. Ο τίτ­λος της ι­στο­ρίας, «Κά­θε φο­ρά», θα μπο­ρού­σε να α­να­φέ­ρε­ται σε ο­τι­δή­πο­τε κα­θη­με­ρι­νό. Εδώ, ό­μως, πρό­κει­ται για έ­ναν α­νε­ξέ­λε­γκτο φό­βο, που παίρ­νει “κά­θε φο­ρά” τις δια­στά­σεις μίας πρό­βας θα­νά­του. Μό­λις μία σε­λί­δα εί­ναι η έ­κτα­ση αυ­τής της δεύ­τε­ρης ι­στο­ρίας. Τό­σος χώ­ρος χρειά­στη­κε στον συγ­γρα­φέα για να πε­ρι­γρά­ψει την α­δυ­να­μία του ή­ρωα, κα­θώς φου­σκώ­νει το κύ­μα του πα­νι­κού, με α­κρι­βο­λό­γο α­να­φο­ρά των σω­μα­τι­κών συ­μπτω­μά­των, κα­τα­λή­γο­ντας με την α­νυ­πό­φο­ρη αί­σθη­ση θα­να­τε­ρής μο­να­ξιάς. 
Και στις δυο ι­στο­ρίες, η α­φή­γη­ση δεν δρα­μα­το­ποιεί. Σε αυ­τό συμ­βάλ­λει η χρή­ση σε ό­λες τις ι­στο­ρίες του τρί­του προ­σώ­που, πα­ρό­λο που η ε­στία­ση πα­ρα­κο­λου­θεί έ­ναν εν­διά­θε­το λό­γο. Αντι­θέ­τως, ε­πι­διώ­κε­ται α­πο­δρα­μα­το­ποίη­ση των τρα­γι­κών στοι­χείων, που ε­νυ­πάρ­χουν στις πε­ρι­γρα­φό­με­νες ψυ­χο­πα­θο­λο­γι­κές κα­τα­στά­σεις. Ιδίως, στη δεύ­τε­ρη, ό­που δεν ε­πι­τε­λεί­ται α­φη­γη­μα­τι­κά η α­πο­κλι­μά­κω­ση της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής έ­ντα­σης ό­πως στην πρώ­τη. Έτσι, ό­μως, σαν να χά­νε­ται κά­τι α­πό το “ψα­χνό” του θέ­μα­τος. Ίσως, να χρεια­ζό­ταν κι αυ­τή η ι­στο­ρία με­γα­λύ­τε­ρο κει­με­νι­κό χώ­ρο, ώ­στε να ο­λο­κλη­ρω­θεί η ει­κό­να της κρί­σης πα­νι­κού. Τα ο­ξεία συ­μπτώ­μα­τα να τα δια­δε­χό­ταν η πε­ρι­γρα­φή της ψυ­χο­λο­γι­κής βύ­θι­σης, που φθά­νει μέ­χρι την κα­τα­θλι­πτι­κή α­πά­θεια. Με άλ­λα λό­για, η αί­σθη­ση της μο­να­ξιάς του θα­νά­του να α­πο­τυ­πω­νό­ταν α­ντί να συ­νο­ψί­ζε­ται με την πα­ρά­θε­ση μίας α­φο­ρι­στι­κής σκέ­ψης. Πρό­κει­ται, ά­ρα­γε, για συγ­γρα­φι­κή α­δυ­να­μία λό­γω έλ­λει­ψης α­ντί­στοι­χης ε­μπει­ρίας ή πε­ρί αι­σθη­τι­κής ε­πι­λο­γής; Την α­πά­ντη­ση την δί­νει ο ί­διος ο συγ­γρα­φέ­ας στο βι­βλίο. 
Καί­τοι πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος ο Κυ­πριώ­της, φρο­ντί­ζει να εκ­θέ­σει την ποιη­τι­κή του, ε­νιαία, του­λά­χι­στον γι’ αυ­τήν την πρώ­τη δε­κά­δα ι­στο­ριών. Δεν την α­να­πτύσ­σει δο­κι­μια­κά, ως εί­θι­σται, αλ­λά πλά­θο­ντας ε­πί τού­του μία ι­στο­ρία. Συ­γκε­κρι­μέ­να, την ο­μό­τιτ­λη. Σε αυ­τήν πρω­τα­γω­νι­στεί έ­νας με­τα­φρα­στής α­πό την γερ­μα­νι­κή, ό­πως ο ί­διος, που α­να­κα­λύ­πτει έ­ναν διη­γη­μα­το­γρά­φο ο­νό­μα­τι Σλά­χτε­ρ, που “θα πει σφα­γέ­ας”. Αυ­τός γρά­φει ι­στο­ρίες “με κα­θη­με­ρι­νούς αν­θρώ­πους”. Ο με­τα­φρα­στής διευ­κρι­νί­ζει πως στις ι­στο­ρίες τού Σλά­χτε­ρ, το ση­μα­ντι­κό δεν εί­ναι το πε­ριε­χό­με­νο αλ­λά η μορ­φή. “Κά­θε του πρό­τα­ση εί­ναι α­κρι­βώς ό­ση πρέ­πει. Λες και εί­ναι κομ­μέ­νη με μπαλ­τά. Και ξε­κο­κα­λι­σμέ­νη.” Εκ πρώ­της ό­ψεως, η πα­ρο­μοίω­ση εί­ναι α­πω­θη­τι­κή, κα­θώς πα­ρα­πέ­μπει μάλ­λον σε χα­σά­πη πα­ρά σε λε­πτουρ­γό τε­χνί­τη, ό­πως φα­ντα­ζό­μα­στε στα κα­θ’ η­μάς έ­ναν διη­γη­μα­το­γρά­φο. Αλλά ο με­τα­φρα­στής της ι­στο­ρίας συ­νε­χί­ζει. “Μ’ έ­να κα­λά α­κο­νι­σμέ­νο μα­χαί­ρι. Κά­θε πρό­τα­ση έ­χει μό­νο ό,τι εί­ναι α­πα­ραί­τη­το. Μό­νο ψα­χνό.” Άλλω­στε, μό­νο με πα­ρό­μοιους δια­λο­γι­σμούς, που έ­χουν την πνοή σκο­τει­νών κέλ­τι­κων μύ­θων, τε­λεί­ται και στην ο­μό­τιτ­λη ι­στο­ρία έ­να φο­νι­κό πλήγ­μα. Έστω και κα­τά φα­ντα­σία, σαν κα­τά­λη­ξη της εκ­δο­χής α­πόρ­ρι­ψης που α­να­πτύσ­σει νο­ε­ρά ο με­τα­φρα­στής α­να­μέ­νο­ντας συ­νά­ντη­ση με τον εκ­δό­τη των ι­στο­ριών του Σλά­χτερ. Δεν α­πο­κλείε­ται, ω­στό­σο, να α­πο­βεί μία αυ­το­εκ­πλη­ρού­με­νη προ­φη­τεία, ό­πως στο γνω­στό α­νέκ­δο­το με τον γρύ­λο, αν κά­πο­τε η εμ­μο­νή του με­τα­φρα­στή με τον Σλά­χτερ ε­ξε­λι­χθεί σε νευ­ρα­σθέ­νεια. Υπάρ­χει και μία α­κό­μη ι­στο­ρία, η προ­τασ­σό­με­νη στο βι­βλίο, που ξε­κι­νά­ει ό­πως το εν λό­γω α­νέκ­δο­το. Εκεί, εί­ναι έ­νας άν­θρω­πος υ­πό ια­τρι­κή πα­ρα­κο­λού­θη­ση, που φα­ντα­σιώ­νε­ται τον φό­νο σαν ε­πα­νερ­χό­με­νο ε­φιάλ­τη.  
Ο Κυ­πριώ­της, σε συ­νέ­ντευ­ξή του, δια­τεί­νε­ται πως την ι­δέα για έ­να διή­γη­μα την πυ­ρο­δο­τεί μία ει­κό­να, μία φρά­ση, μία α­νά­μνη­ση, ο­τι­δή­πο­τε. Για­τί ό­χι και έ­να α­νέκ­δο­το ή και έ­να ό­νο­μα, ό­πως του ο­πα­δού της Ευαγ­γε­λι­κής Εκκλη­σίας Φρα­νς Όυ­γκεν Σλά­χτε­ρ, που, στις αρ­χές του 20ου αιώ­να με­τέ­φρα­σε και ε­ξέ­δω­σε υ­πό τη μορ­φή βι­βλίου τσέ­πης τη Βί­βλο στα γερ­μα­νι­κά. Όταν, πά­ντως, ζη­τή­θη­κε του Κυ­πριώ­τη, α­πό μία ε­φη­με­ρί­δα, να γρά­ψει έ­να κεί­με­νο προς δια­φή­μι­ση του βι­βλίου του, ε­κεί­νος συ­νέ­θε­σε μία εν­δέ­κα­τη ι­στο­ρία με τίτ­λο «Το τσε­κού­ρι». To θέ­μα της εί­ναι οι ε­ντυ­πώ­σεις, που δη­μιουρ­γούν σε υ­πο­ψή­φια α­γο­ρά­στρια του βι­βλίου του τα λε­γό­με­να πε­ρι­κει­με­νι­κά στοι­χεία, ό­πως τίτ­λος, ει­κό­να ε­ξω­φύλ­λου, βιο­γρα­φι­κό, κεί­με­νο ο­πι­σθό­φυλ­λου, και α­κό­μη, δυο τρεις φρά­σεις α­πό τις ι­στο­ρίες του, που ε­κεί­νη α­λιεύει στην τύ­χη, κα­θώς το ξε­φυλ­λί­ζει. Πε­ρι­γρά­φε­ται η πε­ρί­πτω­ση ι­διά­ζου­σας κλε­πτο­μα­νούς, που ο­ρι­σμέ­να βι­βλία της α­σκούν μία μο­να­δι­κή έλ­ξη. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, ο τίτ­λος του βι­βλίου της θυ­μί­ζει “το τσε­κού­ρι της Γώ­γου”, αλ­λά και “το τσε­κού­ρι του Κάφ­κα”.
Εδώ, ο συγ­γρα­φέ­ας θεω­ρεί γνω­στό τοις πά­σι τον στί­χο της Γώ­γου, “Μο­να­ξιά / η μο­να­ξιά μας λέω. Για τη δι­κή μας λέω / εί­ναι τσε­κού­ρι στα χέ­ρια μας / που πά­νω α­πό τα κε­φά­λια σας γυ­ρί­ζει γυ­ρί­ζει γυ­ρί­ζει γυ­ρί­ζει”, κα­θώς και την σχε­τι­κή ά­πο­ψη του Κάφ­κα, “Τα βι­βλία που χρεια­ζό­μα­στε εί­ναι αυ­τά που ε­πι­δρούν α­πά­νω μας σαν κα­κο­τυ­χία, αυ­τά που μας κά­νουν να υ­πο­φέ­ρου­με, ό­πως υ­πο­φέ­ρου­με για το θά­να­το κά­ποιου, που α­γα­πά­με πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τους ε­αυ­τούς μας, αυ­τά που μας κά­νουν να αι­σθα­νό­μα­στε σαν να εί­μα­στε στα ό­ρια της αυ­το­κτο­νίας, ή χα­μέ­νοι σ’ έ­να α­πό­με­ρο δά­σος - έ­να βι­βλίο πρέ­πει να χρη­σι­μεύει ως τσε­κού­ρι για την πα­γω­μέ­νη θά­λασ­σα ε­ντός μας.” Και οι δυο συγ­γρα­φείς φέ­ρο­νται ως πρό­σω­πα με τα­ραγ­μέ­νο ψυ­χι­σμό και νευ­ρω­τι­κές εμ­μο­νές, ά­ρα συγ­γε­νή με τους “κα­θη­με­ρι­νούς αν­θρώ­πους των ι­στο­ριώ­ν” του Κυ­πριώ­τη. 
Εμάς, πά­ντως, ο Σλά­χτερ και η αι­μα­τη­ρή πα­ρο­μοίω­ση πε­ρί συγ­γρα­φής μας θύ­μι­σαν το α­πό­φθεγ­μα του δη­μο­φι­λούς Γερ­μα­νού συγ­γρα­φέα Άρμιν Σέ­ν­γκμπους: “Εμείς οι συγ­γρα­φείς εί­μα­στε ό­πως οι χα­σά­πη­δες, μό­νο που ε­μείς προ­σπα­θού­με την α­γε­λά­δα να την ε­πα­να­συ­ναρ­μο­λο­γή­σου­με.” Αν δε­χθού­με τον πα­ραλ­λη­λι­σμό συγ­γρα­φέα και χα­σά­πη, τί­θε­ται το ε­ρώ­τη­μα κα­τά πό­σο στις ι­στο­ρίες του βι­βλίου έ­γι­νε κα­λή δου­λειά κα­τά την α­φαί­ρε­ση του λί­πους. Σε ποιες ι­στο­ρίες το ε­να­πο­μεί­ναν εί­ναι κα­θα­ρό “ψα­χνό”. Ή μή­πως, α­ντι­στρό­φως, κά­που ο μπαλ­τάς έ­φα­γε ξώ­φαλ­τσα και “ψα­χνό”, ό­πως έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι συ­νέ­βη, για πα­ρά­δειγ­μα, σε ε­κεί­νη γύ­ρω α­πό τις “κρί­σεις πα­νι­κού”; Αν, ε­πι­προ­σθέ­τως, δια­κρί­νου­με την ερ­γα­σία του συγ­γρα­φέα α­πό ε­κεί­νη του χα­σά­πη με βά­ση το ξα­να­μο­ντά­ρι­σμα της α­γε­λά­δας, ό­πως προ­τεί­νει ο Σέν­γκμπους, α­πο­κτού­με έ­να πρό­σθε­το α­ξιο­λο­γι­κό κρι­τή­ριο. Για να διευ­κο­λύ­νου­με τον ε­πί μέ­ρους σχο­λια­σμό των ι­στο­ριών, αυ­τές θα μπο­ρού­σαν να τα­ξι­νο­μη­θούν α­νά­λο­γα με το πε­ρι­βάλ­λον μέ­σα στο ο­ποίο κυο­φο­ρεί­ται και εκ­δη­λώ­νε­ται η εμ­μο­νή ή και η νεύ­ρω­ση των η­ρώων, σε οι­κο­γε­νεια­κές, υ­παρ­ξια­κές και σε ε­κεί­νες της ε­παγ­γελ­μα­τι­κής ή και ε­ρα­σι­τε­χνι­κής ε­να­σχό­λη­σης.
Πέ­ντε α­νή­κουν στην πρώ­τη κα­τη­γο­ρία: Το «Ευ­τυ­χία», που ή­δη α­να­φέ­ρα­με. Το «Barbie», ό­που η ε­ξαρ­χής φορ­τι­σμέ­νη α­φή­γη­ση, πυ­ρο­δο­τη­μέ­νη α­πό συμ­βά­ντα μίας βίαιης ε­πι­και­ρό­τη­τας, α­πο­βαί­νει ε­πι­σφα­λής ε­πι­λο­γή για το στή­σι­μο ε­νός διη­γή­μα­τος. Η ε­ρω­τι­κή ι­στο­ρία, «Η α­γά­πη κερ­δί­ζε­ται», που σκια­γρα­φεί με πρω­τό­τυ­πο τρό­πο τη σα­δο­μα­ζο­χι­στι­κή σχέ­ση δυο αν­δρών. Σε ό­λες τις ι­στο­ρίες του βι­βλίου, το κυ­ρίαρ­χο σχή­μα λό­γου και ως το πλέ­ον κα­τάλ­λη­λο για την α­νά­δει­ξη της νευ­ρω­τι­κής κα­τά­στα­σης των η­ρώων, εί­ναι η ε­πα­νά­λη­ψη. Εδώ, η εν λό­γω πει­ρα­μα­τι­κή μορ­φή μάλ­λον σπρώ­χνε­ται στα ό­ριά της, κα­θώς μία πα­ρά­γρα­φος των 58 λέ­ξεων ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται αυ­τού­σια 17 φο­ρές, για να α­κο­λου­θή­σει ως κα­τα­κλεί­δα, μια 18η φο­ρά σε πα­ραλ­λα­γή, κα­θώς  σε αυ­τήν α­ντι­στρέ­φο­νται οι ρό­λοι ε­νερ­γη­τι­κού και πα­θη­τι­κού μέ­χρι, πι­θα­νώς, και τε­λι­κής ε­ξό­ντω­σης του πρώ­του. Το διή­γη­μα θα μπο­ρού­σε να ε­κλη­φθεί και σαν αλ­λη­γο­ρία της σχέ­σης δυ­νά­στη και δυ­να­στευό­με­νου. Αν, ό­μως, α­πο­δώ­σου­με μία πα­ρό­μοια πρό­θε­ση στον συγ­γρα­φέα, τό­τε ε­κεί­νος θα πρέ­πει να βλέ­πει με α­παι­σιο­δο­ξία τις πά­σης φύ­σεως ε­ξε­γέρ­σεις. Το «Η α­χα­ρι­στία της ψυ­χής», που  εί­ναι η τέ­ταρ­τη, με την α­χα­ρι­στία να πε­ρι­γρά­φε­ται κά­τι σαν λέ­πρα της ψυ­χής, που ο­δη­γεί στην α­πο­μό­νω­ση. Αυ­τή α­πέ­χει μορ­φι­κών πει­ρα­μα­τι­σμών, εί­ναι ελ­λει­πτι­κή ό­σο χρειά­ζε­ται, με άλ­λα λό­για, κα­θα­ρό “ψα­χνό”. Τέ­λος, η ε­ντε­λέ­στε­ρη με θέ­μα την οι­κο­γέ­νεια ως νο­σο­γό­νο ε­στία, το «Και τοις εν τοις μνή­μα­σι ζωήν χα­ρι­σά­με­νος», στη­ριγ­μέ­νο στο λαϊκό λό­γο, α­να­δει­κνύει πα­ρα­δο­σια­κές γυ­ναι­κείες νοο­τρο­πίες. Ο πα­σχά­λιος τίτ­λος καλ­λιερ­γεί προσ­δο­κίες για μία ευοίω­νη κα­τά­λη­ξη, που α­να­τρέ­πο­νται α­πό το κα­λο­στη­μέ­νο “στρί­ψι­μο της βί­δας”. Εδώ, η ψυ­χα­σθέ­νεια της γυ­ναί­κας έ­χει μια πρώ­της τά­ξεως πα­θο­λο­γι­κή αι­τία, τις πολ­λές εκ­τρώ­σεις. Πά­ντως, ο φό­νος μέ­νει και πά­λι ως προο­πτι­κή. 
Τρεις ι­στο­ρίες υ­παρ­ξια­κού άγ­χους: «Τα κλει­διά του» και το «Κά­θε φο­ρά», που έ­χου­με σχο­λιά­σει, και το «Κόκ­κι­νο», ό­που ο συγ­γρα­φι­κός “μπαλ­τάς” θα μπο­ρού­σε να εί­χε α­φή­σει και μία ι­δέα “ψα­χνού”. Εί­ναι μάλ­λον προ­φα­νές πως το διή­γη­μα τύ­που μπον­ζάι δεν ται­ριά­ζει στον συγ­γρα­φέα. Μέ­νουν οι δυο ι­στο­ρίες της τρί­της κα­τη­γο­ρίας, δη­λα­δή ε­κεί­νες της ε­παγ­γελ­μα­τι­κής ή και ε­ρα­σι­τε­χνι­κής ε­να­σχό­λη­σης. Εί­ναι η ο­μό­τιτ­λη της συλ­λο­γής και το «Μία σκέ­ψη α­πλή». Στην πρώ­τη, η συ­ντα­γή του Σλά­χτερ τε­λε­σφό­ρη­σε. Η δεύ­τε­ρη εί­ναι η ε­κτε­νέ­στε­ρη και μά­λι­στα, με στο­χα­στι­κές φι­λο­δο­ξίες. Αφορ­μά­ται α­πό τον ζω­δια­κό κύ­κλο και τον α­στρο­λο­γι­κό χάρ­τη, α­να­συ­σταί­νο­ντας τους συ­νειρ­μούς ε­νός θια­σώ­τη των ε­πι­στη­μο­νι­κο­φα­νών θεω­ριών α­νά­λυ­σης της προ­σω­πι­κό­τη­τας, που κα­τέ­λη­ξε σκε­πτι­κι­στής. Εδώ η α­φή­γη­ση υ­πο­σκά­πτει τη λο­γι­κή ό­σων δί­νουν πί­στη στην ύ­παρ­ξη υ­πε­ραι­σθη­τών δυ­νά­μεων, αλ­λά και ό­σων πι­στεύουν στα πε­ρι­θώ­ρια ε­πί­τευ­ξης της α­πό­λυ­της γνώ­σης. Μό­νο που το μο­ντά­ρι­σμα ό­λου αυ­τού του γνω­στι­κού υ­λι­κού φαί­νε­ται σαν να έ­γι­νε για έ­ναν πο­λύ ει­δι­κό α­να­γνώ­στη. Όσο “ψα­χνό” κρα­τή­θη­κε, α­παρ­τί­ζε­ται α­πό έν­νοιες και ό­ρους ά­γνω­στους στους α­μύη­τους. Θα χρεια­ζό­ταν η έ­κτα­ση του­λά­χι­στον νου­βέ­λας για τη λι­γό­τε­ρο κρυ­πτι­κή α­φη­γη­μα­τι­κή α­νά­πτυ­ξη ε­νός πα­ρό­μοιου θέ­μα­τος.
Επι­τέ­λους, και έ­νας πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος του 2013, που δεν α­νε­μί­ζει ση­μαία τις σπου­δές δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής και τις δια­κρί­σεις στους ποι­κί­λους δια­γω­νι­σμούς διη­γή­μα­τος. Ού­τε πα­ρου­σιά­ζε­ται ταυ­το­χρό­νως, εν μία νυ­κτί, ως πε­ζο­γρά­φος και κρι­τι­κός. Μό­νο με­τα­φρα­στής γερ­μα­νι­κής λο­γο­τε­χνίας δη­λώ­νει. Όσο για τη δια­κει­με­νι­κό­τη­τα, που στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ση­μαί­νει πι­θα­νή “συ­νο­μι­λία” με τους με­τα­φρα­ζό­με­νους συγ­γρα­φείς, δεν δια­λα­λεί­ται και έ­τσι μέ­νει λαν­θά­νου­σα για τους πολ­λούς, που α­γνοούν τα πρω­τό­τυ­πα έρ­γα. Το βα­σι­κό­τε­ρο οι “ι­στο­ρίες αν­θρώ­πω­ν” του Κυ­πριώ­τη δεν μο­λύ­νο­νται με γλωσ­σι­κούς ξε­νι­σμούς. Αν εί­ναι κά­τω των 35 ε­τών, συ­νι­στά μίας πρώ­της τά­ξεως υ­πο­ψη­φιό­τη­τα για το βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "H Εποχή"στις 4/5/2011.

Το ερυθρόν ανθύλλιον

$
0
0
Β. Μ. Γκάρ­σι­ν
«Το κόκ­κι­νο λου­λού­δι»
Με­τά­φρα­ση:
Δημ. Β. Τρια­ντα­φυλ­λί­δης
Εκδό­σεις Πό­λις
Μάρ­τιος 2014    

Στη με­τά­φρα­ση ε­νός πε­ζού, κα­τά κα­νό­να, δεν δί­νε­ται η α­νά­λο­γη ση­μα­σία. Κι ό­μως, το με­τά­φρα­σμα εί­ναι αυ­τό που δια­βά­ζου­με. Για τη λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τα του πρω­τό­τυ­που στη­ρι­ζό­μα­στε α­να­γκα­στι­κά στις α­πό­ψεις των ο­μό­γλωσ­σων του συγ­γρα­φέα. Ιδίως, ό­ταν πρό­κει­ται για μία γλώσ­σα ό­πως τα ρω­σι­κά, που λι­γο­στοί, του­λά­χι­στον α­να­λο­γι­κά με τους αγ­γλο­μα­θείς ή και γαλ­λο­μα­θείς, κα­τέ­χουν στο βαθ­μό να εί­ναι σε θέ­ση να ε­κτι­μή­σουν το ύ­φος. Γι’ αυ­τό το λό­γο εί­ναι ευ­πρόσ­δε­κτες οι πέ­ραν της μίας με­τα­φρά­σεις στην πε­ρί­πτω­ση α­ξιό­λο­γων έρ­γων. Πό­σω μάλ­λον ό­ταν πρό­κει­ται για έ­να διή­γη­μα, που α­νή­κει στην πα­ρα­κα­τα­θή­κη των κλα­σι­κών, ό­πως «Το κόκ­κι­νο λου­λού­δι» του Βσέ­βο­λο­ντ Μι­χαή­λο­βι­τς Γκάρ­σιν. Δυ­στυ­χώς, μό­νο ε­πι­λε­κτι­κά γνω­ρί­ζου­με τις προ­η­γού­με­νες α­πο­δό­σεις του, κα­θώς οι ε­κά­στο­τε με­τα­φρα­στές και ε­πι­με­λη­τές δεν δί­νουν το ι­στο­ρι­κό τους. Δεν α­ξιο­λο­γούν να μνη­μο­νεύ­σουν ού­τε καν την πρώ­τη με­τά­φρα­ση. 
Πά­ντως, το εν λό­γω διή­γη­μα έ­χει α­πό πο­λύ νω­ρίς με­τα­φρα­στεί στα κα­θ’ η­μάς και δη­μο­σιευ­θεί σε πε­ριο­δι­κά. Επί­σης, έ­χει, κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη, συ­μπε­ρι­λη­φθεί σε συλ­λο­γές διη­γη­μά­των του Γκάρ­σιν, ό­που συ­νή­θως προ­τάσ­σε­ται και με αυ­τό τιτ­λο­φο­ρεί­ται η συλ­λο­γή. Μία, πι­θα­νώς, α­πό τις πρώ­τες, με έ­ξι διη­γή­μα­τα και τίτ­λο, «Το κόκ­κι­νο λου­λού­δι και άλ­λα διη­γή­μα­τα», κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1921, σε με­τά­φρα­ση Άννας Στα­μα­τε­λά­του, χω­ρίς να προσ­διο­ρί­ζε­ται α­πό ποια γλώσ­σα έ­γι­νε η με­τά­φρα­ση. Ενώ, στην τε­λευ­ταία συλ­λο­γή με αυ­τόν τον τίτ­λο, του 2006, η με­τά­φρα­ση της Τά­νιας Ια­κώ­βου-Ραχ­μα­τού­λι­να εί­ναι α­πό το πρω­τό­τυ­πο. Όπως και μία α­πό τις πρώ­τες με­τα­πο­λε­μι­κές, της Κο­ρα­λίας Μα­κρή. Μό­νο που σε αυ­τήν τη δεύ­τε­ρη, το προ­βά­δι­σμα δί­νε­ται σε έ­τε­ρο διή­γη­μα α­πό τα συ­νο­λι­κά τέσ­σε­ρα, που συ­στε­γά­ζο­νται, με τον τίτ­λο, «Καλ­λι­τέ­χνες». Στην έκ­δο­ση του 2006, πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται τα έ­ξι ε­κεί­νης του 1921 («Τέσ­σε­ρις μέ­ρες», «Ένα πο­λύ σύ­ντο­μο ρο­μά­ντζο», «Το κόκ­κι­νο λου­λού­δι», «Ένα πε­ρι­στα­τι­κό», «Νά­ντιαζ­ντα Νι­κο­λά­γιεβ­να», «Το πα­ρα­μύ­θι του βα­τρά­χου και του ρό­δου») και α­κό­μη τρία («Attalea princeps», «Αυ­τό που δεν έ­γι­νε», «Το σι­νιά­λο»), σε  αυ­τά, η με­τα­πο­λε­μι­κή προ­σθέ­τει μό­νο έ­να, το ο­μό­τιτ­λο. Έτσι, α­πό τα εί­κο­σι διη­γή­μα­τα, που ο Γκάρ­σιν φέ­ρε­ται να έ­χει συ­νο­λι­κά δη­μο­σιεύ­σει, ε­μείς γνω­ρί­ζου­με δη­μο­σιευ­μέ­να στη γλώσ­σα μας μό­λις τα μι­σά.  
Στην πρό­σφα­τη έκ­δο­ση, το διή­γη­μα δη­μο­σιεύε­ται μό­νο του. Ίσως εί­ναι η πρώ­τη ελ­λη­νι­κή του α­πό­δο­ση, που αυ­το­νο­μεί­ται σε βι­βλίο. Του α­ξί­ζει, κα­θώς πρό­κει­ται για μία α­πό τις πιο εν­δια­φέ­ρου­σες ι­στο­ρίες τρέ­λας της πα­λαιό­τε­ρης ρω­σι­κής λο­γο­τε­χνίας, η ο­ποία, ως γνω­στόν, έ­χει να ε­πι­δεί­ξει την ε­κλε­κτό­τε­ρη σο­δειά αυ­τής της ι­διά­ζου­σας θε­μα­τι­κά πε­ριο­χής. «Το κόκ­κι­νο λου­λου­δι», δη­μο­σιευ­μέ­νο για πρώ­τη φο­ρά το 1883, το­πο­θε­τεί­ται σε έ­να ευ­ρύ φά­σμα πα­ρό­μοιων ι­στο­ριών, που θα μπο­ρού­σε να ο­ριο­θε­τη­θεί με δυο α­πό τα γνω­στό­τε­ρα πε­ζά με ή­ρωες ψυ­χω­τι­κούς, «Το η­με­ρο­λό­γιο ε­νός τρε­λού» του Γκό­γκο­λ, δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1835, και το «Θά­λα­μος Νο 6» του Τσέ­χωφ, δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1892, που α­πο­τέ­λε­σε στρο­φή στη διη­γη­μα­το­γρα­φία του συγ­γρα­φέα του. Στο διή­γη­μα του Τσέ­χωφ υ­πάρ­χουν ε­πι­δρά­σεις α­πό «Το κόκ­κι­νο λου­λού­δι». Και τα δυο δια­δρα­μα­τί­ζο­νται σε έ­να ψυ­χια­τρι­κό ά­συ­λο, μό­νο που στου Τσέ­χωφ η έμ­φα­ση δί­νε­ται στην κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή. Κα­τά κα­λή σύ­μπτω­ση, τα δυο διη­γή­μα­τα μπο­ρούν να δια­βα­στούν πα­ράλ­λη­λα, κα­θώς το «Θά­λα­μος Νο 6» ε­πα­νεκ­δό­θη­κε πρό­σφα­τα σε με­τά­φρα­ση Άρη Αλε­ξάν­δρου. Επε­τεια­κή έκ­δο­ση για τα πε­νή­ντα χρό­νια α­πό την πρώ­τη έκ­δο­ση της εν λό­γω με­τά­φρα­σης του διη­γή­μα­τος. 
Ο Γκάρ­σιν α­φιε­ρώ­νει το διή­γη­μά του “στη μνή­μη του Ιβάν Σερ­γκέ­γιε­βι­τς Τουρ­γκέ­νιε­φ”, που τον γνώ­ρι­ζε και μά­λι­στα, σε μία κρί­σι­μη για ε­κεί­νον πε­ρίο­δο εί­χε βρει κα­τα­φύ­γιο στο κτή­μα του. Έτσι έ­χου­με εμ­μέ­σως μία α­κρι­βέ­στε­ρη χρο­νο­λό­γη­ση της πρώ­της δη­μο­σίευ­σης του διη­γή­μα­τος, για την ο­ποία δεν δί­νε­ται ού­τε το έ­ντυ­πο ού­τε η α­κρι­βής η­με­ρο­μη­νία. Ο Τουρ­γκέ­νιεφ α­πε­βίω­σε στις 3 Σεπ. 1883, σε η­λι­κία 65 ε­τών. Οπό­τε το διή­γη­μα θα πρέ­πει να δη­μο­σιεύ­τη­κε προς το τέ­λος ε­κεί­νης της χρο­νιάς, που α­να­φέ­ρε­ται ως μία α­πό τις λί­γες ευ­τυ­χι­σμέ­νες στο σύ­ντο­μο βίο του Γκάρ­σιν. Με μία δεύ­τε­ρη α­φιέ­ρω­ση συ­μπλη­ρώ­νε­ται η ά­λυ­σος α­πό­τι­σης φό­ρου τι­μής α­νά­με­σα στους τρεις Ρώ­σους διη­γη­μα­το­γρά­φους, τον πρε­σβύ­τε­ρο κα­τά μία και πλέ­ον γε­νιά Τουρ­γκέ­νιεφ και τους δυο νεό­τε­ρους. Ο Τσέ­χω­φ, πέ­ντε χρό­νια μι­κρό­τε­ρος του Γκάρ­σιν, ό­ταν ε­κεί­νος πε­θαί­νει, α­φιε­ρώ­νει στη μνή­μη του έ­να διή­γη­μά του. 
Συμ­με­τρι­κά, στο ευ­ρω­παϊκό στε­ρέω­μα της διη­γη­μα­το­γρα­φίας, πέ­ντε χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος του Γκάρ­σιν ο Γάλ­λος διη­γη­μα­το­γρά­φος Γκυ ντε Μω­πασ­σάν, συμ­βα­δί­ζει μα­ζί του. Με έ­να χρό­νο δια­φο­ρά δη­μο­σιεύουν το πρώ­το τους διή­γη­μα. Να θυ­μί­σου­με πως ο Μω­πασ­σάν εί­ναι συ­νο­μή­λι­κος της δι­κής μας δυά­δας, Βι­ζυη­νού - Πα­πα­δια­μά­ντη. Για ό­σους τους γο­η­τεύουν οι συ­μπτώ­σεις, αυ­τοί οι τρεις γεν­νή­θη­καν σε διά­στη­μα δυο ε­τώ­ν: Βι­ζυη­νός 8 Μαρ. 1849, Μω­πασ­σάν 24 Ιουλ. 1850, Πα­πα­δια­μά­ντης 4 Μαρ. 1851. Ο Μω­πασ­σάν, ό­πως και ο Γκάρ­σιν, έ­γρα­ψε με­ρι­κά ε­κλε­κτά διη­γή­μα­τα με θέ­μα την τρέ­λα. Σε α­ντί­θε­ση με τον Βι­ζυη­νό, ε­πί­σης νο­σού­ντα, που δεν ά­φη­σε ι­στο­ρίες τρέ­λας. Γε­νι­κό­τε­ρα στα κα­θ’ η­μάς, πα­ρό­τι δεν έ­λει­ψαν οι κα­τά και­ρούς θα­μώ­νες του Δρο­μο­καΐτειου, αυ­τοί “οι ω­ραίοι τρε­λοί”, με­ρι­κοί α­πό τους ο­ποίους έ­γρα­ψαν α­πό τις ω­ραιό­τε­ρες ι­στο­ρίες, δεν ά­φη­σαν ι­στο­ρίες τρέ­λας. Με­τα­ξύ Γκάρ­σιν και Βι­ζυη­νού, έ­να κοι­νό ση­μείο εί­ναι ο μι­κρός α­ριθ­μός διη­γη­μά­των τους. Γύ­ρω στα εί­κο­σι ο Ρώ­σος, ό­λα σε έ­κτα­ση διη­γή­μα­τος. Πέ­ντε ο Βι­ζυη­νός, αλ­λά ε­κτε­νή, θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ριστούν νου­βέ­λες. Όπως και να έ­χει, και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, έ­νας τό­μος αρ­κεί.
Αλλά ποιος εί­ναι αυ­τός ο μάλ­λον ά­γνω­στος σή­με­ρα Ρώ­σος συγ­γρα­φέ­ας, που η ι­στο­ρι­κός της ρω­σι­κής λο­γο­τε­χνίας Ρουθ Τσέρ­νο­βα χα­ρα­κτη­ρί­ζει, στο α­πό­σπα­σμα που ε­πι­λέ­γε­ται ως ε­πί­με­τρο του πρό­σφα­του βι­βλια­ρίου, ως “ε­λάσ­σο­να κλα­σι­κό”; Κι αυ­τός έ­νας ψυ­χα­σθε­νής. Όχι θύ­μα α­φρο­δί­σιου νο­σή­μα­τος ό­πως οι Βι­ζυη­νός και Μω­πασ­σάν, αλ­λά  λό­γω κλη­ρο­νο­μι­κό­τη­τας, α­πό την πλευ­ρά του πα­τέ­ρα του. Κα­τά μία εκ­δο­χή, ή­ταν πα­ρών, ο­κτώ ε­τών, ό­ταν ε­κεί­νος αυ­το­κτό­νη­σε. Οι μα­νιο­κα­τα­θλι­πτι­κές κρί­σεις άρ­χι­σαν να εμ­φα­νί­ζο­νται α­πό νω­ρίς, ή­δη α­πό την ε­φη­βεία. Οι πε­ρίο­δοι ε­γκλει­σμού σε ψυ­χια­τρι­κά ι­δρύ­μα­τα ε­ναλ­λάσ­σο­νταν με δια­στή­μα­τα κα­νο­νι­κού βίου, κα­τά τα ο­ποία έ­γρα­φε μα­νιω­δώς. Το γρά­ψι­μο, ό­μως, τον α­να­στά­τω­νε, τα­ρά­ζο­ντας  την ευαί­σθη­τη ι­σορ­ρο­πία του. 
Τα πρώ­τα του δη­μο­σιεύ­μα­τα εί­ναι τε­χνο­κρι­τι­κά άρ­θρα και ποιή­μα­τα. Ο Γκάρ­σιν, γεν­νη­μέ­νος το 1855, στά­θη­κε έ­νας μύ­θος για τους νεό­τε­ρους. Ο πρω­το­πό­ρος Ρώ­σος θε­α­τράν­θρω­πος Μέ­γερ­χολ­ντ, εί­κο­σι χρό­νια μι­κρό­τε­ρος του Γκάρ­σιν, άλ­λα­ξε το βα­πτι­στι­κό του, υιο­θε­τώ­ντας το δι­κό του. Γιος α­ξιω­μα­τι­κού ο Γκάρ­σιν, καί­τοι νε­α­ρός υ­πήρ­ξε ει­ρη­νι­στής, κα­τε­τά­γη ε­θε­λο­ντής, ως χρέ­ος στη μνή­μη του α­ξιω­μα­τι­κού πα­τέ­ρα του, στον ρω­σο­τουρ­κι­κό πό­λε­μο του 1877-78. Αί­σθη­ση προ­κά­λε­σε έ­να α­πό τα πρώ­τα διη­γή­μα­τά του, «Οι τέσ­σε­ρις μέ­ρες», ό­που ο ή­ρωάς του μέ­νει πλη­γω­μέ­νος στο πε­δίο της μά­χης ε­πί τέσ­σε­ρις η­μέ­ρες. Στον ε­σω­τε­ρι­κό μο­νό­λο­γο, α­ντα­να­κλώ­νται τα βιώ­μα­τα του συγ­γρα­φέα, που πλη­γώ­θη­κε σε μία α­πό τις τε­λευ­ταίες μά­χες ε­κεί­νου του Πο­λέ­μου, μέ­νο­ντας ε­πί τό­που α­βοή­θη­τος, πρό­σω­πο με πρό­σω­πο με τον Οθω­μα­νό στρα­τιώ­τη, που εί­χε πέ­σει νε­κρός α­πό δι­κή του σφαί­ρα. 
Ο Γκάρ­σιν μό­λις που πρό­λα­βε να συ­μπλη­ρώ­σει τα 33. Στις 19 Μαρ. 1888, στην Αγία Πε­τρού­πο­λη, πη­δά­ει στο κλι­μα­κο­στά­σιο, α­πό το κε­φα­λό­σκα­λο του δια­με­ρί­σμα­τός του στον πέ­μπτο ό­ρο­φο. Απο­βιώ­νει πέ­ντε η­μέ­ρες αρ­γό­τε­ρα. Τό­σο η αυ­το­κτο­νία του ό­σο και η πί­στη του στο κα­λό και το ω­ραίο γο­η­τεύουν τη ρω­σι­κή δια­νό­η­ση στο γύ­ρι­σμα προς τον 20ό αιώ­να  Η διά­χυ­τη α­παι­σιο­δο­ξία στα διη­γή­μα­τά του α­πη­χεί τα αι­σθή­μα­τα των πρώ­των Ρώ­σων σο­σια­λι­στών. Ενστερ­νι­ζό­με­νοι οι Να­ρό­ντνι­κοι, ό­πως α­πο­κα­λού­νται, μαρ­ξι­στι­κές ι­δέες, ε­πε­δίω­ξαν α­γρο­τι­κή κι­νη­το­ποίη­ση, αλ­λά προ­σέ­κρου­σαν στην πα­θη­τι­κό­τη­τα των μου­ζί­κων. Στα διη­γή­μα­τα, πο­λι­τι­κές και κοι­νω­νι­κές α­να­φο­ρές μέ­νουν λαν­θά­νου­σες στις πα­ρα­μυ­θι­κής υ­φής αλ­λη­γο­ρίες. Με α­πο­τέ­λε­σμα, κα­μία ερ­μη­νεία τους να μην εί­ναι τε­λε­σί­δι­κη, ό­πως και κα­μία ε­ξι­στό­ρη­ση της ζωής του α­ξιό­πι­στη. Για τον βίο και το έρ­γο του υ­πάρ­χουν πα­ρα­πλή­σιες, κά­πο­τε και α­ντι­κρουό­με­νες εκ­δο­χές, κά­τι που φαί­νε­ται εν μέ­ρει στον πρό­λο­γο και το ε­πί­με­τρο της πρό­σφα­της έκ­δο­σης.  
«Το κόκ­κι­νο λου­λού­δι» εί­ναι τυ­πι­κό του εί­δους διη­γή­μα­τος και του τύ­που του ε­σω­τε­ρι­κού μο­νό­λο­γου, που ο Γκάρ­σιν καλ­λιέρ­γη­σε. Ο ή­ρωάς του θυ­μί­ζει τον Δον Κι­χώ­τη, που ε­κλαμ­βά­νει τους α­νε­μό­μυ­λους για γί­γα­ντες και χυ­μά­ει ε­να­ντίον τους με α­κό­ντιο και α­σπί­δα. Αυ­τός ε­πι­τί­θε­ται σε δυο κα­τα­κόκ­κι­να λου­λού­δια, που εί­χαν φυ­τρώ­σει στον κή­πο του ψυ­χια­τρείου, κα­θώς σε αυ­τά βλέ­πει εν­σω­μα­τω­μέ­νο ό­λο το κα­κό της αν­θρω­πό­τη­τας. Αυ­το­προ­σώ­πως τον Αρι­μάν, τον θεό του θα­νά­του στη ζω­ρο­α­στρι­κή λα­τρεία, που φέ­ρε­ται ως μια μυ­στη­ριώ­δης ό­σο και τρο­μα­κτι­κή ύ­παρ­ξη, ε­χθρι­κή προς τον Θεό. Για τον ε­αυ­τό του, φα­ντα­σιώ­νει πως εί­ναι ο α­να­με­νό­με­νος Μεσ­σίας, ο αν­δρείος, που θα α­φα­νί­σει το κα­κο­ποιό πνεύ­μα. Εί­ναι έ­τοι­μος να θυ­σια­στεί. Με­τά την πρώ­τη μά­χη, ξε­ρι­ζώ­νο­ντας το έ­να λου­λού­δι, πέ­φτει ε­ξαν­τλη­μέ­νος. Συ­νέρ­χε­ται και συ­νε­χί­ζει. Το κό­ψι­μο ε­νός τρί­του λου­λου­διού, που μό­λις έ­χει προ­βάλ­λει, γί­νε­ται νύ­χτα, ό­ταν ο φύ­λα­κας α­πο­κοι­μιέ­ται. Η πε­ρι­γρα­φή του ά­θλου του εί­ναι ε­ξαι­ρε­τι­κή. Κα­τορ­θώ­νει να λύ­σει τα δε­σμά του, που ση­μαί­νει να α­παλ­λα­γεί α­πό τον ζουρ­λο­μαν­δύα. Να πε­ρά­σει μέ­σα α­πό το κα­γκε­λό­φρα­κτο πα­ρά­θυ­ρο, να πη­δή­ξει τον φρά­χτη, γρα­τσου­νι­σμέ­νος να κό­ψει το άν­θος και να ε­πι­στρέ­ψει. Το άλ­λο πρωί, στο νε­κρό πλέ­ον πρό­σω­πό του έ­χει α­πο­τυ­πω­θεί ο θρίαμ­βος του νι­κη­τή. Το κόκ­κι­νο λου­λού­δι εί­ναι το τρό­παιο μίας μά­χης, νο­ε­ρής μεν αλ­λά, ό­χι γι’ αυ­τό, λι­γό­τε­ρο ά­γριας. Κα­τά μία αλ­λη­γο­ρι­κή α­νά­γνω­ση, εί­ναι έ­νας ε­πα­να­στά­της, δέ­σμιος, που υ­φί­στα­ται βα­σα­νι­στή­ρια. Άλλω­στε, η νο­ση­λεία στα ψυ­χια­τρι­κά ά­συ­λα ε­κεί­νης της ε­πο­χής α­κο­λου­θού­σε τις κα­τα­σταλ­τι­κές με­θό­δους της φυ­λα­κής. 
Η α­ξία του διη­γή­μα­τος ε­ντο­πί­ζε­ται στη δύ­να­μη της υ­πο­βο­λής που δια­θέ­τει η α­φή­γη­ση. Πέ­ραν της σημασίας που έ­χει ως μαρ­τυ­ρία για το πώς έ­νας ψυ­χω­τι­κός συ­νει­δη­το­ποιεί την α­σθέ­νειά του. Λ.χ., πε­ρι­γρά­φει τη σύ­ντο­μη α­να­λα­μπή διαύ­γειας κα­τά το πρωι­νό ξύ­πνη­μα, προ­τού κα­τα­κλυ­σθεί α­πό τους ε­ρε­θι­σμούς των ε­ξω­γε­νών ε­ντυ­πώ­σεων, που ε­πα­να­φέ­ρουν την κα­τά­στα­ση της πα­ρά­νοιας. Ακό­μη, αι­σθη­το­ποιεί τις τε­ρά­στιες σω­μα­τι­κές δυ­νά­μεις, οι ο­ποίες δα­πα­νώ­νται με την υ­πε­ρε­νερ­γη­τι­κό­τη­τα, που προ­κα­λεί μία ψυ­χω­τι­κή κρί­ση. Τέ­λος, α­να­συ­σταί­νει κα­τά μο­να­δι­κό τρό­πο την α­πο­πνι­κτι­κή α­τμό­σφαι­ρα του ψυ­χια­τρι­κού α­σύ­λου, α­νυ­πό­φο­ρα κα­τα­πιε­στι­κή, ό­πως ε­κεί­νη που ε­πι­κρα­τεί σε χώ­ρους βα­σα­νι­σμού.
Η νέα με­τά­φρα­ση δεν ε­πι­διώ­κει την αυ­το­λε­ξεί α­πό­δο­ση αλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο φρο­ντί­ζει την αι­σθη­τι­κή της α­φή­γη­σης. Η προ­σπά­θεια εκ­συγ­χρο­νι­σμού κά­ποιων ό­ρων ξε­νί­ζει. Λ.χ., α­να­φέ­ρε­ται ό­τι “ο Γκάρ­σιν γεν­νή­θη­κε στην ε­παρ­χία Μπαχ­μού­τσκι” α­ντί σε κω­μό­πο­λη της πε­ρι­φέ­ρειας του Αι­κα­τε­ρί­νοσ­λα­β, το ση­με­ρι­νό Ντνι­προ­πε­τρόφ­σκ της Δυ­τι­κής Ου­κρα­νίας, στις ό­χθες του Δνεί­πε­ρου, που τό­τε α­πο­κα­λεί­το Μι­κρο­ρω­σία. Εκεί το­πο­θε­τεί­ται το ψυ­χια­τρι­κό ί­δρυ­μα του διη­γή­μα­τος, ο­πό­τε έ­νας γη­γε­νής θα έ­πρε­πε να α­πο­κλη­θεί Μι­κρο­ρώ­σος και ό­χι “χα­χό­λος”, που δεν κυ­ριο­λε­κτεί και φέ­ρει κα­κό­ση­μη φόρ­τι­ση. Επί­σης η αμ­φι­τα­λά­ντευ­ση του για­τρού, αν θα πρέ­πει να χο­ρη­γή­σει μορ­φί­νη ή χλω­ρά­λη, δεν θα έ­πρε­πε να α­πα­λει­φθεί. Ού­τε, ό­μως, η χλω­ρά­λη να α­πο­δο­θεί ως χλω­ρο­φόρ­μιο, ό­πως γί­νε­ται σε άλ­λες με­τα­φρά­σεις. Δεί­χνει τα αλ­λο­τι­νά φαρ­μα­κευ­τι­κά μέ­σα, ό­ταν η χλω­ρά­λη χρη­σι­μο­ποιεί­το ως η­ρε­μι­στι­κό. Ύστε­ρα, το γλωσ­σι­κό ύ­φος του με­τα­φρά­σμα­τος το μο­λύ­νουν κά­ποιες λέ­ξεις ξέ­νες προς τα συμ­φρα­ζό­με­να της ε­πο­χής. Λ.χ., η φρά­ση “ο­ρι­σμέ­νοι που α­κο­λου­θού­σαν βελ­τιω­μέ­νη δια­τρο­φή, έ­τρω­γαν χω­ρι­στά” δεν α­πο­δί­δει τη δια­φο­ρε­τι­κή με­τα­χεί­ρι­ση των α­σθε­νών με βά­ση τα τα­ξι­κά τους χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και τα χρή­μα­τα που διέ­θε­ταν οι οι­κείοι τους. 
Στις διάφορες μεταφράσεις, οι α­πο­δό­σεις του τίτ­λου ποι­κίλ­λουν. Το ε­πί­θε­το α­πο­δί­δε­ται ως κόκ­κι­νο, ε­ρυ­θρό ή και ά­λι­κο και το ου­σια­στι­κό ως λου­λού­δι ή και άν­θος. Ο γο­η­τευ­τι­κό­τε­ρος τίτ­λος εί­ναι ε­κεί­νος της πρώ­της ελ­λη­νι­κής με­τά­φρα­σης του διη­γή­μα­τος, χά­ρις στη ρο­μα­ντι­κή του α­χλή. Ο Γκάρ­σιν α­πο­βιώ­νει στις 24 Μαρ. 1888, στις 8 Μαΐ. δη­μο­σιεύε­ται στην ε­φη­με­ρί­δα «Ακρό­πο­λις», «Το ε­ρυ­θρόν αν­θύλ­λιον», σε με­τά­φρα­ση Θεό­δω­ρου Βελ­λια­νί­τη. Φοι­τη­τής τό­τε ο Βελ­λια­νί­της, μό­λις εί­χε ε­πι­στρέ­ψει  α­πό τη Ρω­σία κι εί­χε ξε­κι­νή­σει να γρά­φει στην ε­φη­με­ρί­δα του Γα­βριη­λί­δη πε­ρί ρω­σι­κής φι­λο­λο­γίας και να με­τα­φρά­ζει ρω­σι­κά έρ­γα, έμ­με­τρα και πε­ζά. Από τους Πα­ξούς η οι­κο­γέ­νεια Βελ­λια­νί­τη, κα­τα­χω­ρη­μέ­νη στο Λί­μπρο ντ’ Όρο, με τον παπ­πού Μι­χαήλ να στα­διο­δρο­μεί στον ρω­σι­κό στρα­τό. Έτσι, ο Πει­ραιώ­της Βελ­λια­νί­της βρέ­θη­κε παι­δί οι­κο­γε­νεια­κώς στην Οδησ­σό και α­πέ­κτη­σε η λο­γο­τε­χνία μας έ­ναν ά­ρι­στο με­τα­φρα­στή α­πό την ρω­σι­κή στην ελ­λη­νι­κή. Ο ε­πό­με­νος και πρε­σβύ­τε­ρος στην η­λι­κία με­τα­φρα­στής, ο Σκυ­ρια­νός Αγα­θο­κλής Κων­στα­ντι­νί­δης, με­τοί­κη­σε α­πό την Ρω­σία στην Αθή­να τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Εί­ναι ο πρώ­τος, που με­τα­φρά­ζει και δη­μο­σιεύει στο πε­ριο­δι­κό, «Εκλε­κτά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα», χει­μώ­να 1892, το έ­τε­ρο γνω­στό­τε­ρο διή­γη­μα του Γκάρ­σιν, «Τέσ­σα­ρες η­μέ­ραι ε­πί του πε­δίου της μά­χης». Αλλά ποιος έ­χει α­κου­στά και ποιος έ­χει πο­τέ α­σχο­λη­θεί με τον Μι­κρο­ρώ­σο Γκάρ­σιν και τους Έλλη­νες ο­μη­λί­κους με­τα­φρα­στές του! Αυ­τά θεω­ρού­νται φι­λο­λο­γι­κή πε­ριτ­το­λο­γία χω­ρίς κα­νέ­να στις μέ­ρες μας α­ντί­κρι­σμα. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 11/5/2014.

Σαν αυτοβιογραφικά

$
0
0
Κα­τε­ρί­να Σχι­νά
«Κα­λή και α­νά­πο­δη.
Ο πο­λι­τι­σμός του πλε­κτού»
Εκδ. Κί­χλη

Χά­ρης Βλα­βια­νός
«Το αί­μα νε­ρό.
Μυ­θι­στό­ρη­μα σε σα­ρά­ντα πέ­ντε
πρά­ξεις»
Εκδ. Πα­τά­κη

Eνα ζεύ­γος συγ­γρα­φέων αυ­το­βιο­γρα­φεί­ται. Ακρι­βέ­στε­ρα, πρώην ζεύ­γος, με συμ­βίω­ση που, αν δεν σφάλ­λου­με, κρά­τη­σε γύ­ρω στα εί­κο­σι χρό­νια. Και πά­λι, ό­μως, δεν α­κρι­βο­λο­γού­με, α­φού ο κα­θέ­νας αυ­το­βιο­γρα­φεί­ται - στο βαθ­μό που πρό­κει­ται για αυ­το­βιο­γρά­φη­ση - κα­τά μό­νας. Συ­νέ­βη, ό­μως, τα οιο­νεί αυ­το­βιο­γρα­φι­κά τους πο­νή­μα­τα να έρ­θουν ταυ­τό­χρο­να στο φως της δη­μο­σιό­τη­τας. Μάρτιος 2014. Και μά­λι­στα, στην κυ­ριο­λε­ξία ταυ­τό­χρο­να, την ί­δια η­μέ­ρα, την 21η Μαρτίου, η­μέ­ρα της ποίη­σης. Σύ­μπτω­ση; Μάλ­λον α­πί­θα­νο, κα­θώς, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, η η­με­ρο­μη­νία έκ­δο­σης του βι­βλίου ε­νός γνω­στού συγ­γρα­φέα έ­χει α­να­βαθ­μι­στεί σε πο­λι­τι­στι­κό γε­γο­νός, που δια­φη­μί­ζε­ται και­ρό νω­ρί­τε­ρα. Όπως και να έ­χει, τυ­χαίος ή σχε­δια­σμέ­νος ο συγ­χρο­νι­σμός, δεν α­πο­κλείε­ται να ξε­κι­νά­ει α­πό μία προ­η­γού­με­νη, γε­νε­σιουρ­γό σύ­μπτω­ση. Από ό­σο μπο­ρεί κα­νείς να ει­κά­σει, η κυο­φο­ρία των δυο βι­βλίων, ή του­λά­χι­στον η κυ­ρίως φά­ση της, ό­ταν το νε­φέ­λω­μα ι­δέ­ας και υ­λι­κού αρ­χί­ζει να μορ­φο­ποιεί­ται σε εμ­βρυα­κή εκ­δο­χή, θα πρέ­πει να ξε­κί­νη­σε πε­ρί­που την ί­δια ε­πο­χή. Οπό­τε, με βά­ση το μέ­σο ό­ρο διάρ­κειας της κυο­φο­ρίας ε­νός βι­βλίου –εν­νοού­με ε­νός σο­βα­ρού βι­βλίου, υ­ψη­λών α­παι­τή­σεων ό­πως τα εν λό­γω– που εί­ναι δυο με τρία χρό­νια, προ­κύ­πτει μία τρί­τη σύ­μπτω­ση. Οι δυο συγ­γρα­φείς πο­λύ πι­θα­νόν να ε­πι­δό­θη­καν στο συ­στη­μα­τι­κό­τε­ρο γρά­ψι­μο των προ­σω­πι­κών τους βι­βλίων, ταυ­τό­χρο­να με τη διά­λυ­ση του κοι­νού τους νοι­κο­κυ­ριού. 
Με αυ­τές, ό­μως, τις πα­ρα­τη­ρή­σεις πα­ρα­πλα­νού­με τον α­να­γνώ­στη, που με τον ό­ρο “πρώη­ν” θα σχη­μα­τί­σει την ε­ντύ­πω­ση ό­τι πρό­κει­ται για δυο ορ­γι­σμέ­νους που λύ­νουν δη­μο­σίως και ά­ρα, κα­τά τρό­πο με­λο­δρα­μα­τι­κό, τις δια­φο­ρές τους. Κα­λή ώ­ρα, ό­πως οι σταρ. Από μία ά­πο­ψη, με τα γη­γε­νή μέ­τρα και σταθ­μά, έ­να εί­δος σταρ στο χώ­ρο του βι­βλίου εί­ναι οι δυο συγ­γρα­φείς. Δεν α­πο­κλείε­ται, μά­λι­στα, μελ­λο­ντι­κά να γί­νουν και ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στοί. Του­λά­χι­στον Εκεί­νος, που προ­βάλ­λε­ται α­πό τώ­ρα ως υ­πο­ψή­φιος για διε­θνείς δια­κρί­σεις. Ο χρό­νος, έ­τσι κι αλ­λιώς, εί­ναι με το μέ­ρος και των δυο. Μπο­ρεί ο Τζου­ζέ­πε Το­μά­ζι ντι Λα­μπε­ντού­ζα να θεω­ρού­σε την αυ­το­βιο­γρά­φη­ση γε­ρο­ντι­κή ε­να­σχό­λη­ση έως και υ­πο­χρέω­ση, το συ­γκε­κρι­μέ­νο ζεύ­γος, ό­μως, α­πο­φά­σι­σε να αρ­χί­σει την αυ­το­βιο­γρα­φι­κή α­πέκ­δυ­ση σε ώ­ρι­μη φά­ση. Πά­ντως, στα βι­βλία τους δεν υ­πάρ­χουν α­να­φο­ρές προς αλ­λή­λους, ού­τε μνείες σε συμ­βά­ντα του κοι­νού τους βίου. Αμφό­τε­ροι, την ε­ρω­τι­κή και έγ­γα­μη ζωή τους, την κοι­νή ή με άλ­λους συ­ντρό­φους, την κρα­τούν α­πόρ­ρη­τη, α­κό­μη και στις συ­νε­ντεύ­ξεις τους. Δεί­χνουν μό­νο την τραυ­μα­τι­κή πε­ριο­χή, κά­τι σαν το παι­δί που δεί­χνει το χτυ­πη­μέ­νο του γό­να­το. Αυ­τή η με­ρι­κή έκ­θε­ση της ι­διω­τι­κής πε­ριο­χής γί­νε­ται σε δια­φο­ρε­τι­κή έ­κτα­ση και έ­ντα­ση, στα δυο βι­βλία, μά­λι­στα σε Εκεί­νης, σχε­δόν λαν­θά­νει.
Ένας φροϋδι­στής, ω­στό­σο, α­κό­μη και έ­τσι, θα εύ­ρι­σκε “ψα­χνό” σε αυ­τήν την συγ­χρο­νι­κή έκ­θε­ση παι­δι­κών τραυ­μά­των ή, έ­στω, ε­μπει­ριών. Οι σχέ­σεις με τα γο­νι­κά πρό­τυ­πα και τα, κα­τά και­ρούς, υ­πο­κα­τά­στα­τά τους ε­πα­νέρ­χο­νται και στα δυο βι­βλία. Με ό­σα α­να­κα­λούν, με τον τρό­πο που τα α­να­κα­λούν, αλ­λά και με ό­σα δεν μνη­μο­νεύουν, ως α­σή­μα­ντα ή και α­πό­κρυ­φα, α­πο­κα­λύ­πτο­νται δυο χα­ρα­κτή­ρες. Δεν πα­ρι­στά­νου­με τους ψυ­χο­λό­γους, κα­θώς δεν έ­χου­με ού­τε καν μια εκ του σύ­νεγ­γυς ει­κό­να των δυο συγ­γρα­φέων. Ωστό­σο, τα γρα­πτά εί­ναι έ­νας κα­θρέ­φτης. Άλλω­στε, ο­ρι­σμέ­νες συ­μπτώ­σεις και δια­φο­ρές δεν στε­ρού­νται εν­δια­φέ­ρο­ντος. Για πα­ρά­δειγ­μα, αμ­φό­τε­ροι ε­πι­λέ­γουν τίτ­λους, που α­να­κα­λούν λαϊκές ρή­σεις, πα­ρα­μέ­νο­ντας α­νοι­κτοί και σε άλ­λες ερ­μη­νείες. Εκεί­νου θυ­μί­ζει “το αί­μα νε­ρό δε γί­νε­ται”, πα­ρα­πέ­μπει, ό­μως, και στο “αί­μα νε­ρό” που α­νέ­βλυ­σε α­πό την “ζωο­ποιό” πλευ­ρά του Ιη­σού με­τά τον σταυ­ρι­κό του θά­να­το. Εκεί­νης, α­να­κα­λεί το “α­πό την κα­λή και α­πό την α­νά­πο­δη”. Αλλά «Η κα­λή και η α­νά­πο­δη» εί­ναι και ο τίτ­λος του πρώ­του βι­βλίου του Αλμπέρ Κα­μύ, για το ο­ποίο ι­σχυ­ρι­ζό­ταν ό­τι πε­ριεί­χε τους πυ­ρή­νες ό­λων των κα­το­πι­νών του έρ­γων. Έρχε­ται, ό­μως, ο υ­πό­τιτ­λος και πε­ριο­ρί­ζει τον τίτ­λο στο “μία κα­λή μία α­νά­πο­δη” ε­νός πλε­κτού.  
Αμφό­τε­ροι οι υ­πό­τιτ­λοι δεί­χνουν να έ­χουν και τον χα­ρα­κτή­ρα προ­κα­λύμ­μα­τος. Εκεί­νος τιτ­λο­φο­ρεί αυ­τό το πρώ­το πε­ζό του “μυ­θι­στό­ρη­μα” αλ­λά ταυ­τό­χρο­να, κά­νει λό­γο για “πρά­ξεις” και ό­χι για κε­φά­λαια. Αν προ­σώ­ρας πα­ρα­με­ρί­σου­με τις πι­θα­νές δια­κει­με­νι­κές συ­νο­μι­λίες του ποιη­τή, δεί­χνει να το πα­ρου­σιά­ζει σαν μυ­θι­στό­ρη­μα αλ­λά και σαν θε­α­τρι­κό, το­πο­θε­τώ­ντας το δί­πλα σε ποιή­μα­τά του, εκ­πο­ρευό­με­να α­πό το ί­διο βιω­μα­τι­κό υ­λι­κό. Κά­τι σαν λο­γο­τε­χνι­κές με­ταμ­φιέ­σεις μιας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας πο­λύ κο­ντι­νής για να κα­θρε­φτι­στεί α­κά­λυ­πτη. Εκεί­νη, που δεν έρ­χε­ται α­πό την ποίη­ση, βρί­σκει προ­κά­λυμ­μα στον οι­κείο της χώ­ρο του δο­κι­μίου. Επι­βλη­τι­κός, ί­σως και κά­πως με­γα­λε­πή­βο­λος, ο υ­πό­τιτ­λος, “ο πο­λι­τι­σμός του πλε­κτού”, έρ­χε­ται σε α­ντί­θε­ση με τους χα­μη­λούς τό­νους της α­φή­γη­σης, στην ο­ποία θα ταί­ρια­ζε και έ­νας πιο με­τριο­πα­θής τίτ­λος, ό­πως, λ,χ., η πα­ρά­δο­ση του πλε­κτού. Υπάρ­χει, ω­στό­σο, και στο δι­κό της βι­βλίο έ­να «Πα­ράρ­τη­μα ποιη­τι­κόν», ό­που στα­χυο­λο­γού­νται πέ­ντε ποιή­μα­τα ι­σά­ριθ­μων ποιη­τών γύ­ρω α­πό το πλε­κτό. Ο ποιη­τής, του ο­ποίου το ποίη­μα προ­τάσ­σε­ται, ή­ταν λεμ­βού­χος στον Τά­με­σι. Ποιη­τής του 17ου αιώ­να, α­να­φέ­ρε­ται ως ποιη­τής του νε­ρού. Κα­τά τα άλ­λα, με­τα­φρά­στρια κυ­ρίως μυ­θι­στο­ρη­μά­των, αυ­τές τις με­τα­φρα­στι­κές α­πό­πει­ρες ποίη­σης, τις κρύ­βει πί­σω α­πό το ψευ­δώ­νυ­μο Ει­ρή­νη Φω­κια­νού. Έτσι, μέ­νουν συν­δε­τι­κοί κρί­κοι των δυο βι­βλίων, το νε­ρό και μία Ει­ρή­νη, που εμ­φα­νί­ζε­ται στις α­φιε­ρώ­σεις αμ­φο­τέ­ρων.

Εκεί­νης

Και στα δυο βι­βλία, υ­πάρ­χει η μη­τέ­ρα. Στο βι­βλίο Εκεί­νης, λό­γω και του θέ­μα­τος, αυ­τό δεν εκ­πλήσ­σει. Άλλω­στε, ού­τε πα­τέ­ρας ού­τε παπ­πού­δες α­να­φέ­ρο­νται. Μό­νο μία τριών γε­νεών μη­τριαρ­χία ξε­δι­πλώ­νε­ται, ό­που οι ά­ντρες στη ζωή της α­φη­γή­τριας - ο α­δελ­φός και οι κα­λοί της για τους ο­ποίους πλέ­κει που­λό­βερ - έ­χουν φευ­γα­λέα μό­νο πα­ρου­σία. Ωστό­σο, στην πρώ­τη κιό­λας πα­ρά­γρα­φο συ­νο­ψί­ζε­ται η σχέ­ση με τη μη­τέ­ρα ως ελ­λεί­που­σα, α­φού “πο­τέ δεν κα­τορ­θώ­θη­κε”. Η α­φη­γή­τρια συ­νε­χί­ζει: “Κα­τά­φε­ρα να της μοιά­σω ό­σο η ί­δια δεν εί­χε πο­τέ ελ­πί­σει.” Από­φαν­ση, που θα την προέ­βλε­πε ο θείος Φρόυ­ντ. Το κυ­ρίως σώ­μα, πά­ντως, εί­ναι έ­να ε­κλαϊκευ­τι­κού τύ­που α­φη­γη­μα­τι­κό δο­κί­μιο, α­πό αυ­τά που αν­θούν σή­με­ρα στον υ­πό­λοι­πό, ε­κτός Ελλά­δος, Δυ­τι­κό κό­σμο. Τα κε­φά­λαια εκ­κι­νούν α­πό πυ­ρή­νες προ­σω­πι­κής υ­φής για να α­πλω­θούν α­φη­γη­μα­τι­κά με α­πό­ψεις άλ­λων και πο­λυ­συλ­λε­κτι­κές ι­στο­ρίες, ε­νώ α­να­φέ­ρο­νται βι­βλία ε­πί του θέ­μα­τος, συγ­γρα­φείς, καλ­λι­τέ­χνες και ε­πι­στή­μο­νες. 
Για πα­ρά­δειγ­μα, οι ε­ντυ­πώ­σεις της α­φη­γή­τριας α­πό έ­ναν πε­ρί­πα­το στο Βρα­ζι­λιά­νι­κο δά­σος, α­ντί να ο­δη­γούν συ­νειρ­μι­κά στον σύ­ντρο­φο αυ­τού του πε­ρι­πά­του, που ή­ταν το πι­θα­νό­τε­ρο Εκεί­νος, κα­τα­λή­γουν σε μια πε­ρι­γρα­φή των προ­σπα­θειών να δο­θούν ο­πτι­κές α­πει­κο­νί­σεις της θεω­ρίας του χά­ους με πλε­κτά. Οι μα­θη­μα­τι­κοί έ­φτια­χναν ο­πτι­κο­ποιή­σεις με κομ­μά­τια χαρ­τιού, που συ­γκολ­λού­σαν κα­ταλ­λή­λως. Αυ­τά τα φθαρ­τά χάρ­τι­να μο­ντέ­λα α­ντέ­γρα­ψαν γυ­ναί­κες μα­θη­μα­τι­κοί με ε­πι­δό­σεις στην πλε­κτι­κή. Εκεί­νη, ως δό­κι­μη με­τα­φρά­στρια, κα­τα­βάλ­λει συ­νε­πή προ­σπά­θεια να κο­λυ­μπή­σει στους το­πο­λο­γι­κούς χώ­ρους και τη γε­νι­κή θεω­ρία της σχε­τι­κό­τη­τας. Μέ­νει, ό­μως, ζη­τού­με­νο αν η α­ντί­στοι­χη ο­ρο­λο­γία –“αρ­νη­τι­κές” και “θε­τι­κές κυρ­τό­τη­τες”, “υ­περ­βο­λο­ει­δή” και “πα­ρα­βο­λι­κά πα­ρα­βο­λο­ει­δή”– λέει κά­τι στον α­μύη­το. Πό­σω μάλ­λον, ό­ταν οι ό­ροι, που έχουν υιοθετηθεί στα ελ­λη­νι­κά, είναι, ως ε­πί το πλεί­στον, α­δό­κι­μοι, με α­πο­τέ­λε­σμα να μην πα­ρά­γουν νό­η­μα ού­τε για τον ει­δι­κό. Δί­κην πα­ρα­δείγ­μα­τος, τα “manifolds”, το­πο­λο­γι­κοί χώ­ροι, που προ­κύ­πτουν ως λύ­σεις συ­στη­μά­των μη γραμ­μι­κών δια­φο­ρι­κών ε­ξι­σώ­σεων, έ­χουν α­πο­δο­θεί ως πολ­λα­πλό­τη­τες, λέ­ξη που δη­λώ­νει μό­νο την ι­διό­τη­τα του πολ­λα­πλού. Αντι­θέ­τως, ο ό­ρος “πο­λύ­πτυ­χο μόρ­φω­μα”, ό­λο και κά­τι πιο σα­φές θα υ­πο­δή­λω­νε.
“Η αυ­το­βιο­γρα­φία μιας πλέκ­τριας”, ό­πως χα­ρα­κτη­ρί­ζει το βι­βλίο της, α­πο­βαί­νει έν­θερ­μος λό­γος υ­πε­ρά­σπι­σης της πλε­κτι­κής. Το­νί­ζο­ντας κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη τις συμ­βο­λι­κές δια­στά­σεις της, α­πο­δί­δει στην εν λό­γω  ε­να­σχό­λη­ση πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σία α­πό ε­κεί­νη της α­πλής χει­ρω­να­κτι­κής ερ­γα­σίας. Ως προς το δο­κι­μια­κό εύ­ρος, σί­γου­ρα, δεν υ­στε­ρεί σε πο­σό­τη­τα δε­δο­μέ­νων, μό­νο σε ο­ρι­σμέ­να κε­φά­λαια, ό­πως ή­δη το υ­παι­νι­χθή­κα­με, πι­θα­νώς αυ­τά να χρειά­ζο­νταν με­γα­λύ­τε­ρη ε­κλαΐκευ­ση. Στην α­νά­γκη, α­κό­μη και πα­ρά­λει­ψη κά­ποιων στοι­χείων, κα­θώς, με την παν­σπερ­μία τους, ε­ντυ­πω­σιά­ζουν μεν αλ­λά μπο­ρεί κά­που και να δυ­σχε­ραί­νουν τον ειρ­μό της α­νά­γνω­σης. Πά­ντως, κα­τά τη γνώ­μη μας, ως δο­κί­μιο πλε­κτι­κής, κερ­δί­ζει με τα κε­φά­λαια α­νά­λα­φρου τό­νου, ό­πως, λ.χ., ε­κεί­νο για “τη φα­νέ­λα του στρα­τιώ­τη”. Αυ­τά για την “συ­ναρ­μο­λό­γη­ση”, σύμ­φω­να και με τον τίτ­λο του τε­λευ­ταίου κε­φα­λαίου. Σε αυ­τό, Εκεί­νη ξε­κι­νά­ει, α­πο­κα­λώ­ντας υ­πο­τι­μη­τι­κά το πό­νη­μά της, που το “κοι­λο­πο­νού­σε χρό­νια ο­λό­κλη­ρα”, “αυ­τό το βι­βλια­ρά­κι”, πα­ρα­δε­χό­με­νη ταυ­τό­χρο­να, ό­τι εί­ναι η δι­κή της αυ­το­βιο­γρα­φία. Πράγ­μα­τι, ε­γκι­βω­τι­σμέ­νο στο δο­κί­μιο πε­ρί πλε­κτι­κής υ­πάρ­χει έ­να “βι­βλια­ρά­κι” με ε­πτά ι­στο­ρίες μιας γυ­ναί­κας. Θα τις χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με λυ­πη­μέ­νες ι­στο­ρίες. Εί­ναι ο τρό­πος, ο πά­ντα πλά­γιος μέ­σω ε­νός πλε­κτού, που γί­νε­ται λό­γος για μα­ταιω­μέ­νες σχέ­σεις και α­νι­στο­ρού­νται κά­ποιες α­να­μνή­σεις. Το βι­βλίο συ­στή­νει την πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη δο­κι­μιο­γρά­φο, το “βι­βλια­ρά­κι” την δυ­νά­μει πε­ζο­γρά­φο. Στις στρο­φές της ζωής, γί­νο­νται οι ε­πι­λο­γές. Συ­νή­θως λαν­θα­σμέ­νες. Έτσι κι αλ­λιώς, ό­λα εί­ναι σχε­τι­κά ή και θέ­μα ο­πτι­κής.  

Εκεί­νου

Στο βι­βλίο Εκεί­νου, ο πρω­τα­γω­νι­στι­κός, ή έ­στω συ­μπρω­τα­γω­νι­στι­κός, ρό­λος της μη­τέ­ρας εκ­πλήσ­σει. Σε αυ­τό συμ­βάλ­λει η φω­το­γρα­φία ε­ξω­φύλ­λου, αλ­λά και οι συ­νε­ντεύ­ξεις του, που ε­πι­κε­ντρώ­νο­νται στην προ­σω­πι­κό­τη­τα του πα­τέ­ρα. Ο συγ­γρα­φέ­ας, συ­νά­μα κε­ντρι­κός ή­ρωας, στή­νει συ­νο­μι­λία με τον ε­αυ­τό του, ε­νώ­πιος ε­νω­πίω. Υπε­ρε­γώ και Εγώ, θα έ­λε­γε ο θείος Φρόυ­ντ, για να φα­νεί η μο­να­ξιά και η στέ­ρη­ση τρυ­φε­ρό­τη­τας, αλ­λά χω­ρίς δρα­μα­τι­κή φόρ­τι­ση. Λό­γος ελ­λει­πτι­κός, δί­κην η­με­ρο­λο­για­κών κα­τα­γρα­φών. Θα μπο­ρού­σε να ε­πι­γρά­φε­ται Ημε­ρο­λό­γιο 1960 – 2010 (Εκεί­νος α­πό τριών μέ­χρι 53). Ή μή­πως να λη­φθούν υ­πό­ψιν οι α­κραίοι α­να­φε­ρό­με­νοι στο κεί­με­νο χρό­νοι, κα­τά το πρό­τυ­πο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Θα­νά­ση Βαλ­τι­νού, «Ημε­ρο­λό­γιο 1836-2011». Πά­ντως, τα κε­φά­λαια-“πρά­ξεις”, μι­σής σε­λί­δας ή μο­νο­σέ­λι­δα, κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση δυο σε­λί­δων, εί­ναι μό­νο 45. Ωστό­σο, κρα­τιέ­ται στην πα­ρά­τα­ξη η χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά. 
Στην πρώ­τη και την τε­λευ­ταία “πρά­ξη”, Εκεί­νος εί­ναι μό­νος. Η πρώ­τη κλεί­νει με την εμ­φά­νι­ση της μη­τέ­ρας. Μια πο­λύ ό­μορ­φη γυ­ναί­κα, που πρω­τα­γω­νι­στεί στις ε­πό­με­νες έ­ντε­κα “πρά­ξεις”, ό­που ξε­δι­πλώ­νε­ται η τα­ρα­χώ­δης συμ­βίω­ση μα­ζί της α­πό το χω­ρι­σμό της με τον πα­τέ­ρα του, το 1961, μέ­χρι τα δώ­δε­κα, που ο πα­τέ­ρας τον βά­ζει ε­σω­τε­ρι­κό σε σχο­λείο. Σε αυ­τά τα κε­φά­λαια, ε­πί σκη­νής, πα­ρου­σιά­ζε­ται ο­λό­κλη­ρος ο θία­σος ε­ρω­τι­κών συ­ντρό­φων και συ­νο­λι­κά, τεσ­σά­ρων συ­ζύ­γων. Ενώ, σε τέσ­σε­ρις α­κό­μη “πρά­ξεις”, α­να­δει­κνύε­ται ο ά­στα­τος και σπά­τα­λος χα­ρα­κτή­ρας αυ­τής της ε­σα­εί α­κα­τα­στά­λα­κτης γυ­ναί­κας. Κο­μπάρ­σοι τα δυο παι­διά της α­πό δια­φο­ρε­τι­κούς γά­μους, ο πα­τέ­ρας και η μη­τέ­ρα της. Οι α­νιό­ντες και των δυο πλευ­ρών, μα­ζί με ε­ρω­μέ­νες και ε­ρα­στές, ω­ραίες γυ­ναί­κες και ά­ντρες με πολ­λά πά­θη, πρω­τα­γω­νι­στούν σε αυ­το­τε­λείς ι­στο­ρίες. 
Βα­σι­κός ή­ρωας σε ό­σες “πρά­ξεις” ε­να­πο­μέ­νουν εί­ναι ο πα­τέ­ρας, κά­νο­ντας γρή­γο­ρα πε­ρά­σμα­τα ή πρω­τα­γω­νι­στώ­ντας δια της α­που­σίας του. Στα λί­γα κε­φά­λαια, που πα­ρα­μέ­νει ε­πί σκη­νής, πα­ρου­σιά­ζε­ται ως α­μί­λη­τος σκα­κι­στής, ή ως σιω­πη­λός συν­δαι­τυ­μό­νας. Απο­κα­λύ­πτε­ται, ω­στό­σο, ο χα­ρα­κτή­ρας του, δυ­να­μι­κός και ε­πι­τυ­χη­μέ­νος. Σχε­τι­κά με το γιο του, πί­στευε ό­τι έ­πρατ­τε τα πρέ­πο­ντα. Όπως πι­στεύει και ο  κε­ντρι­κός ή­ρωας, ο γιος του, για τα παι­διά, που, με τη σει­ρά του, α­πό­κτη­σε α­πό δυο γά­μους. Επι­λο­γι­κά και εν συ­ντο­μία, αλ­λά με ό­λες τις κλι­νι­κής υ­φής λε­πτο­μέ­ρειες, πε­ρι­γρά­φο­νται οι θά­να­τοι μη­τέ­ρας-πα­τέ­ρα. Σε ό­λη τη διάρ­κεια αυ­τής της συ­νο­μι­λίας, το Εγώ δεί­χνει τα α­πω­θη­μέ­να ε­να­ντίον του πα­τρός, ε­νώ το Υπε­ρε­γώ δεν ε­πι­τρέ­πει ού­τε φαί­νε­ται να ε­πι­θυ­μεί την πα­τρο­κτο­νία. Το γο­νι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα κα­τα­λή­γει με τους στί­χους του Φί­λιπ Λάρ­κι­ν: “They fuck you up, your mum and dad. / They may not mean to, but they do.” Ο α­φη­γη­τής δεν συ­νε­χί­ζει με τους άλ­λους δυο του τε­τρά­στι­χου: “They fill you with the faults they had / And add some extra, just for you.” Ού­τε πα­ρα­θέ­τει τους κα­τα­λη­κτι­κούς: “Get out as early as you can, / And don’t have any kids yourself.” Πά­ντως, Εκεί­νος α­κο­λού­θη­σε τον πρώ­το, ε­νώ α­ψή­φη­σε τον δεύ­τε­ρο. 
Το βι­βλίο συ­στή­νει τον υ­πο­σχό­με­νο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νο πε­ζο­γρά­φο, πέ­ρα α­πό τη βα­ριά σκιά του ποιη­τή. Τώ­ρα, το πρό­βλη­μα που τί­θε­ται, εί­ναι ο ει­δο­λο­γι­κός χα­ρα­κτη­ρι­σμός των δυο βι­βλίων, ώ­στε την ώ­ρα των βρα­βεύ­σεων να μην συ­μπέ­σουν στη βρα­χεία λί­στα για το Βρα­βείο Μαρ­τυ­ρίας-Βιο­γρα­φίας-Χρο­νι­κού και δια­τα­ρα­χθεί η σχέ­ση των συγ­γρα­φέων τους, πά­ντο­τε α­στα­θής ό­ταν πρό­κει­ται για “πρώη­ν”.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 17/5/2014.

Αντικαθρέφτισμα μουσικού ειδώλου

$
0
0
Δη­μή­τρης Σω­τά­κης
«Η α­νά­στα­ση
του Μάι­κλ Τζάκ­σον»
Εκδό­σεις Κέ­δρος
Φε­βρουά­ριος 2014

Πέ­ντε χρό­νια με­τά το θά­να­το του δη­μο­φι­λούς α­με­ρι­κα­νού τρα­γου­δι­στή, συν­θέ­τη και χο­ρευ­τή Μάι­κλ Τζάκ­σον, ο Δη­μή­τρης Σω­τά­κης α­πο­φα­σί­ζει να τον α­να­στή­σει. Λά­τρης ο ί­διος της ποπ μου­σι­κής, ι­διαί­τε­ρα ε­κεί­νης της ε­φη­βείας του, στα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του ’80, δη­λα­δή τα χρό­νια που ο Τζάκ­σον με­σου­ρα­νού­σε, τι πιο φυ­σι­κό α­πό το να συ­ντά­ξει τη βιο­γρα­φία του α­πο­κα­λού­με­νου “βα­σι­λιά της πο­π”. Συ­νέ­πε­σε, μά­λι­στα, ό­ταν αυ­τός ξη­με­ρο­βρα­δια­ζό­ταν στο Λον­δί­νο, γρά­φο­ντας μου­σι­κή, με δι­κή του  μπά­ντα, ο Τζάκ­σον, με τις εκ­κε­ντρι­κό­τη­τές του, να γί­νε­ται η πέ­τρα του σκαν­δά­λου. Κι ό­μως, ό­ποιος έ­χει δια­βά­σει Σω­τά­κη, που ση­μαί­νει τα έ­ξι μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και τη μία συλ­λο­γή διη­γη­μά­των της πρώ­της του συγ­γρα­φι­κής δε­κα­πε­ντα­ε­τίας, έ­να πα­ρό­μοιο βι­βλίο θα το α­πέ­κλειε ως κα­τ’ ε­ξο­χήν ρε­α­λι­στι­κό και προ­βλέ­ψι­μο για να θέλ­ξει έ­ναν ορ­κι­σμέ­νο θια­σώ­τη του πα­ρά­δο­ξου. Το γε­γο­νός ό­τι τα πε­ρι­κει­με­νι­κά στοι­χεία, τίτ­λος και ε­ξώ­φυλ­λο, ε­στιά­ζουν σε μία προ­σω­πι­κό­τη­τα, της ο­ποίας τον βίο και την πο­λι­τεία, δη­λα­δή έ­να πλου­σιό­τα­το μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό υ­λι­κό, η α­φή­γη­ση πα­ρα­κά­μπτει, δεί­χνει τον προ­κλη­τι­κό τρό­πο με τον ο­ποίο ο συγ­γρα­φέ­ας γυ­ρί­ζει την πλά­τη στο συμ­βα­τι­κό στή­σι­μο ε­νός μυ­θι­στο­ρή­μα­τος.
Ο Σω­τά­κης, σε πρό­σφα­τη συ­νέ­ντευ­ξή του, ι­σχυ­ρί­ζε­ται, ό­τι θα μπο­ρού­σε να εί­χε δια­λέ­ξει και το ο­ποιο­δή­πο­τε άλ­λο με­γά­λο α­στέ­ρι της μου­σι­κής, α­να­φέ­ρο­ντας τους Έλβις Πρίσ­λεϋ και Τζων Λέν­νον. Κι ό­μως, ο­ρι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που ε­πι­λέ­γει να κρα­τή­σει α­πό τη βιο­γρα­φία του Τζάκ­σον δεί­χνουν πως η ε­πι­λο­γή δεν έ­γι­νε και τό­σο τυ­χαία. Τα στοι­χεία ταύ­τι­σης πραγ­μα­τι­κού και μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού Τζάκ­σον, συ­γκρι­νό­με­να με το μύ­θο που έ­χει καλ­λιερ­γη­θεί γύ­ρω α­πό το πρό­σω­πό του, θα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν λε­πτο­μέ­ρειες. Ωστό­σο, α­πο­βαί­νουν ση­μα­ντι­κά, κα­θώς φω­τί­ζουν τον άν­θρω­πο πί­σω α­πό τον σταρ. Ξε­κι­νούν με “τα δύ­σκο­λα παι­δι­κά χρό­νια”, που α­να­κα­λεί ο νε­κρα­να­στη­μέ­νος Τζάκ­σον. “Τον πα­τέ­ρα που τον έ­δερ­νε, την αλ­κοο­λι­κή μη­τέ­ρα, τα μαλ­λιά του, που πολ­λές φο­ρές άλ­λα­ζε”. Όταν ο Τζάκ­σον ε­πα­νέρ­χε­ται ε­πί γης, δη­λα­δή ο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας, δεί­χνει σε­μνός, ευαί­σθη­τος και α­γνός, ό­πως α­κρι­βώς πε­ρι­γρά­φουν τον σταρ οι δι­κοί του άν­θρω­ποι. Αδια­φο­ρεί για τη λα­μπρή στα­διο­δρο­μία του, έ­χο­ντας σαν μο­να­δι­κή έ­γνοια να α­να­γνω­ρι­στεί ως ποιη­τής. Αγά­πη στην ποίη­ση έ­τρε­φε και ο πραγ­μα­τι­κός Τζάκ­σον. Εί­χε εκ­δώ­σει και μία μο­να­δι­κή ποιη­τι­κή συλ­λο­γή, έ­να λυ­ρι­κό ποίη­μα για τον πλα­νή­τη Γη. Η ποιη­τι­κή συλ­λο­γή του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού θα εκ­δο­θεί, ό­ταν θα έ­χουν πια χα­θεί τα ί­χνη της γήι­νης πα­ρου­σίας του. 
Το βα­σι­κό­τε­ρο, ό­μως, στοι­χείο εί­ναι ό­τι ο Τζάκ­σον στά­θη­κε σε ό­λη του τη ζωή άρ­ρω­στα έμ­μο­νος, ό­πως οι προ­σφι­λείς στον Σω­τά­κη ή­ρωες. Ο κε­ντρι­κός ή­ρωας του πρό­σφα­του βι­βλίου του δια­κα­τέ­χε­ται κι αυ­τός α­πό μία έμ­μο­νη ι­δέα. Ο Τζάκ­σον φλέρ­τα­ρε με την αλ­λα­γή του προ­σώ­που του, που σή­μαι­νε, κα­τά μία εκ­δο­χή, της φυ­λε­τι­κής του ταυ­τό­τη­τας. Αλλά εί­τε ε­πε­δίω­κε να γί­νει λευ­κός εί­τε να α­πο­κτή­σει μία πλα­σμα­τι­κή παι­δι­κό­τη­τα, το ό­λο εγ­χεί­ρη­μα τού εί­χε γί­νει έμ­μο­νη ι­δέα, συ­ντε­λώ­ντας στον πρόω­ρο θά­να­τό του. Αντι­στοί­χως, ο και­νού­ριος ή­ρωας του Σω­τά­κη, βυ­θι­σμέ­νος στην κα­τά­θλι­ψη, η­δο­νί­ζε­ται με την ι­δέα της αυ­το­χει­ρίας. Κι αυ­τός μία μο­να­χι­κή ύ­παρ­ξη, ό­πως λέ­γε­ται ό­τι ή­ταν ο Τζάκ­σον, πα­ρά το πλή­θος που τον πε­ριέ­βα­λε.
Μέ­χρι που γεν­νά­ται το ε­ρώ­τη­μα· ο συγ­γρα­φέ­ας, α­πό ποιόν α­πό τους δυο, ξε­κί­νη­σε. Επέ­λε­ξε πρώ­τα τον Τζάκ­σον, πρό­σω­πο πά­ντα στην ε­πι­και­ρό­τη­τα, ε­πι­κου­ρώ­ντας έ­τσι τη συ­ζή­τη­ση, που καλ­λιερ­γούν τα ΜΜΕ γύ­ρω α­πό έ­να βι­βλίο και η ο­ποία α­πο­τε­λεί για έ­ναν συγ­γρα­φέα πρώ­τι­στο ζη­τού­με­νο. Και στη συ­νέ­χεια, με βά­ση αυ­τόν, δη­μιούρ­γη­σε μία συγ­γε­νι­κή ψυ­χή, ώ­στε να εί­ναι ο “ε­κλε­κτός”, τον ο­ποίο θα ε­πι­λέ­ξει ο Τζάκ­σον για να φα­νε­ρω­θεί κα­τά τη δεύ­τε­ρη ε­πί γης πα­ρου­σία του. Ή, α­ντι­στρό­φως, έ­πλα­σε τον πρω­το­πρό­σω­πο α­φη­γη­τή, που δεν ο­νο­μα­τί­ζε­ται αλ­λά α­να­δύε­ται ως ο “ε­κλε­κτός” για το μυ­θι­στό­ρη­μα ι­δεών, που ι­σχυ­ρί­ζε­ται ό­τι ή­θε­λε να γρά­ψει. Όπως και να έ­χει, εί­ναι έ­να δί­δυ­μο με τα­ραγ­μέ­νο ψυ­χι­σμό, που, αρ­χι­κά, οι για­τροί, τό­σο ε­κεί­νος που πα­ρα­κο­λου­θεί τον α­φη­γη­τή, ό­σο και ο θε­ρά­πων του πραγ­μα­τι­κού Τζάκ­σον, το­πο­θε­τούν στην πε­ριο­χή της ι­δε­ο­ψυ­χα­να­γκα­στι­κής νεύ­ρω­σης. Στη συ­νέ­χεια, ό­μως, ό­ταν ο α­φη­γη­τής πλη­ρο­φο­ρεί τον για­τρό του, ό­τι φι­λο­ξε­νεί στο σπί­τι του τον Μάι­κλ Τζάκ­σον αυ­το­προ­σώ­πως, ε­κεί­νος α­να­σκευά­ζει τη διά­γνω­σή του. Δια­πι­στώ­νει α­πώ­λεια ε­πα­φής με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ταυ­τό­χρο­να, μη συ­νει­δη­το­ποίη­ση α­πό τον α­σθε­νή της νο­ση­ρής του κα­τά­στα­σης, και κυ­ρίως, ε­πι­κρά­τη­ση “φα­ντα­σιω­σι­κών κα­τα­σκευώ­ν”. Προ­φα­νώς, αυ­τά τα συ­μπε­ρά­σμα­τα δεν τα συ­ζη­τά­ει μα­ζί του, δια­φαί­νο­νται, ό­μως, στην αλ­λα­γή πλεύ­σης της ια­τρι­κής υ­πο­στή­ρι­ξης. Ο συγ­γρα­φέ­ας πα­ρα­θέ­τει α­κρι­βο­λό­γο α­να­φο­ρά των χο­ρη­γού­με­νων φαρ­μά­κων για να δεί­ξει τη διά­γνω­ση με­τα­κύ­λι­σης α­πό την βα­ριά κα­τά­θλι­ψη στην σχι­ζο­φρέ­νεια, ό­που τα α­ντι­ψυ­χω­σι­κά παίρ­νουν τη θέ­ση της ο­μά­δας των α­ντι­κα­τα­θλι­πτι­κών, που δο­κί­μα­ζε μέ­χρι τό­τε. 
Ο Σω­τά­κης χρη­σι­μο­ποιεί ως ό­χη­μα την πε­ρί­πτω­ση ε­νός ψυ­χω­σι­κού για να κι­νη­θεί στο χώ­ρο του φα­ντα­στι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Αν, ό­μως, θέ­λου­με να πα­ρα­μεί­νου­με σε ρε­α­λι­στι­κά πλαί­σια, θα μπο­ρού­σα­με να το θεω­ρή­σου­με ως έ­να υ­παρ­ξια­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, που με­τεω­ρί­ζε­ται στα δυ­σκό­λως προ­σεγ­γί­σι­μα ό­ρια της ψυ­χο­πα­θο­λο­γίας. Από μία ά­πο­ψη, πό­σο δια­φέ­ρει ο κό­σμος του ψυ­χω­σι­κού α­πό ε­κεί­νον του φα­ντα­στι­κού α­φη­γή­μα­τος. Μό­νο που, στην πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση, τις α­να­τρε­πτι­κές κα­τα­στά­σεις τις γεν­νά η κα­τ’ ε­ξο­χήν γό­νι­μη φα­ντα­σία του πά­σχο­ντος. Το μυ­θι­στό­ρη­μα θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν “κα­τα­στα­σια­κό”, με την έν­νοια ό­τι ε­ξε­λίσ­σε­ται με βά­ση την δε­δο­μέ­νη ψυ­χο­λο­γι­κή διά­θε­ση του α­φη­γη­τή, χω­ρίς α­να­φο­ρές στο πα­ρελ­θόν του. Σε α­ντί­θε­ση με έ­να ψυ­χο­λο­γι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, που θα α­να­ζη­τού­σε κά­ποια φροϋδι­κή ερ­μη­νεία της κα­τα­θλι­πτι­κής εμ­μο­νής του ή, α­κό­μη, θα έ­κα­νε α­να­δρο­μή στην οι­κο­γε­νεια­κή και ε­ρω­τι­κή ζωή του. Εδώ, η κα­κή ή κα­λή διά­θε­σή του δεν ε­ξαρ­τά­ται α­πό την ερ­γα­σία του ή α­πό τους δυο γεί­το­νές του, τους μο­να­δι­κούς με τους ο­ποίους κά­νει πα­ρέα, αλ­λά α­πό την α­δή­ρι­τη α­νά­γκη της μό­νω­σης, που συ­νι­στά σύ­μπτω­μα της α­σθέ­νειάς του.  
Στο φα­ντα­στι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα του Σω­τά­κη, δια­πλέ­κο­νται δυο λό­γοι, σε ε­ναλ­λασ­σό­με­να κε­φά­λαια, που δια­κρί­νο­νται και με δια­φο­ρε­τι­κά τυ­πο­γρα­φι­κά στοι­χεία. Το α­φη­γη­μα­τι­κό μέ­ρος ή και κυ­ρίως σώ­μα, που χω­ρί­ζε­ται σε έ­ντε­κα α­ριθ­μη­μέ­να κε­φά­λαια, και το, σύμ­φω­να με μία ο­πτι­κή, αυ­το­α­να­λυ­τι­κής φύ­σεως, που με­τρά ο­κτώ κε­φά­λαια, κα­τά πο­λύ συ­ντο­μό­τε­ρα. Όλα ξε­κι­νούν μία κα­λο­και­ριά­τι­κη νύ­χτα με κα­ται­γί­δα, που προ­κρί­νε­ται ως το προ­σφυές σκη­νι­κό για ε­πι­σκέ­πτες α­πό το υ­περ­πέ­ραν. Όπως, κα­λή ώ­ρα, ο Τζάκ­σον, που χτύ­πη­σε την πόρ­τα του α­φη­γη­τή, ζη­τώ­ντας στέ­γη και τρο­φή. Εκτός κι αν πρό­κει­ται για δι­κή του πα­ραί­σθη­ση, που δι­καιο­λο­γεί­ται ως α­νε­πι­θύ­μη­τη πα­ρε­νέρ­γεια του νέ­ου ι­σχυ­ρό­τε­ρου α­ντι­κα­τα­θλι­πτι­κού, που α­νή­κει στην οι­κο­γέ­νεια των τε­τρα­κυ­κλι­κών. Αδιά­φο­ρο, α­φού ε­κεί­νο στο ο­ποίο ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται η α­φή­γη­ση εί­ναι οι κα­τα­στά­σεις που δη­μιουρ­γεί ο ερ­χο­μός του ξέ­νου, ό­πως μία πρώ­τη “βόλ­τα στην πό­λη” και κυ­ρίως, τα προ­βλή­μα­τα που δη­μιουρ­γεί η συ­γκα­τοί­κη­ση. 
“Η δια­χεί­ρι­ση του χρό­νου” α­πό τον ή­ρωα, που έ­χει πα­γι­δευ­θεί στη μο­να­ξιά του, στέ­κε­ται α­δύ­να­τη. Πα­ρό­λο που ο τό­πος, α­πό το σπί­τι του μέ­χρι την πό­λη, πε­ρι­γρά­φο­νται ως “χα­ρι­τω­μέ­να” και το φά­σμα του Τζάκ­σον σαν τέ­ρας δια­κρι­τι­κό­τη­τας. Εμμέ­σως, ο συγ­γρα­φέ­ας ει­ρω­νεύε­ται την αι­σιο­δο­ξία των αν­θρώ­πων πως μπο­ρεί να έ­χουν την ευ­και­ρία μίας και­νού­ριας αρ­χής, που θα τους δώ­σει τη δυ­να­τό­τη­τα να γί­νουν άλ­λοι άν­θρω­ποι. Η α­φή­γη­ση δεί­χνει πως κά­θε προ­σπά­θεια προς αυ­τήν την ευοίω­νη προο­πτι­κή α­ντί­κει­ται στην ί­δια την αν­θρώ­πι­νη συν­θή­κη.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                              
Ο Σω­τά­κης το­πο­θε­τεί το μυ­θι­στό­ρη­μά του σε μία πα­ρα­πο­τά­μια πρω­τεύου­σα α­με­ρι­κα­νι­κής πο­λι­τείας, θυ­μί­ζο­ντας πο­λι­τεία του Μισ­σι­σι­πή. Κι ό­μως, οι πε­ρι­γρα­φές της γέ­φυ­ρας, του κό­σμου που συρ­ρέει στα κα­φέ και βα­σι­κά, οι ε­πι­κρα­τού­σες “συν­θή­κες φω­τός και ρα­στώ­νης”, πα­ρα­μέ­νουν ελ­λη­νι­κές. Όπως, άλ­λω­στε, και άλ­λα μυ­θο­πλα­στι­κά ευ­ρή­μα­τα, σαν “την τρύ­πα ε­νός υ­πο­νό­μου την ο­ποία εί­χαν ξε­χά­σει α­κά­λυ­πτη οι ερ­γά­τες ε­νός δη­μο­τι­κού συ­νερ­γείου” και στοί­χι­σε τη ζωή μιας γυ­ναί­κας, σε συν­δυα­σμό με τις α­πα­νω­τές μη­νύ­σεις προς δι­καίω­ση του συ­ζύ­γου, που μέ­νουν ά­καρ­πες. Όλα α­ντα­να­κλούν το γνώ­ρι­μο α­θη­ναϊκό το­πίο. Ο συγ­γρα­φέ­ας στή­νει κω­μι­κές σκη­νές, α­κό­μη και πα­ρα­μορ­φώ­νο­ντας τους χα­ρα­κτή­ρες των η­ρώων του. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Μάι­κλ πα­ρου­σιά­ζε­ται, σε ο­ρι­σμέ­να κε­φά­λαια, ως μία γρα­φι­κή φι­γού­ρα, πλή­ρως χει­ρα­γω­γού­με­νη. Σαν να πρό­κει­ται πε­ρί σκύ­λου, που προ­σφέ­ρε­ται για υιο­θε­σία. Ασχέ­τως αν η χει­ρα­γώ­γη­ση ε­νός σταρ α­πό τους μά­νατ­ζερ δεν δια­φέ­ρει και πο­λύ α­πό τον τρό­πο που ε­πι­δει­κνύει κα­νείς έ­να κα­τοι­κί­διο. 
Κε­ντρι­κός ά­ξο­νας του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος εί­ναι ο στο­χα­σμός, που α­να­πτύσ­σει ο α­φη­γη­τής, πως τί­πο­τα στη ζωή, της ί­διας της ζωής συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης, δεν έ­χει α­ξία. Στις δια­τυ­πώ­σεις των σκέ­ψεών του, πα­ρα­σύ­ρε­ται σε κυ­νι­κές πα­ρα­δο­χές, που δεί­χνουν μάλ­λον κοι­νό­το­πες, κα­θώς ο­λι­σθαί­νουν προς εύ­κο­λα α­ξιώ­μα­τα. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο κε­φά­λαιο με τον τίτ­λο «Πό­λε­μος», οι κά­τοι­κοι της πό­λης δέ­χο­νται ε­πί­θε­ση α­πό έ­ναν ε­χθρό, που α­κούει στο γε­νι­κό­λο­γο, “φα­σί­στες”. Η πε­ρι­γρα­φή πα­ρα­μέ­νει α­σα­φής, πά­ντως α­φή­νουν πί­σω τους “κα­τα­φα­γω­μέ­να σώ­μα­τα”. Ένα α­ντί­στοι­χο κε­φά­λαιο συλ­λο­γι­κού πα­νι­κού, υ­πάρ­χει στο τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα του Θα­νά­ση Χει­μώ­να, «Ζού­με τις τε­λευ­ταίες μας μέ­ρες». Και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, το έ­ναυ­σμα έρ­χε­ται α­πό την πρό­σφα­τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Από τους “α­γα­να­κτι­σμέ­νους πο­λί­τες” στου Χει­μώ­να, α­πό τους Χρυ­σαυ­γί­τες στου Σω­τά­κη. Μό­νο που ο δεύ­τε­ρος α­φή­νει να φα­νεί, πλην της ορ­γής για τα κα­κώς κεί­με­να, και διά­θε­ση δι­δα­κτι­σμού. Στις πα­ρα­χω­ρή­σεις που κά­νει ο συγ­γρα­φέ­ας προς ά­γραν ε­νός πλα­τύ­τε­ρου κοι­νού, θα υ­πο­λο­γί­ζα­με και την σε­ξουα­λι­κή παν­δαι­σία ε­νός άλ­λου κε­φα­λαίου με τον τίτ­λο «Γιού­πι!».
Σαν ε­ξο­μο­λο­γη­τι­κά τα πα­ρεμ­βαλ­λό­με­να κε­φά­λαια, δεί­χνουν ε­τε­ρό­κλη­τα και συ­να­κό­λου­θα, μάλ­λον ά­νι­σα, του­λά­χι­στον ως προς την πρω­το­τυ­πία των ε­μπει­ριών που πο­λιορ­κούν. Το πιο εν­δια­φέ­ρον μέ­ρος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, σύμ­φω­να με τη δι­κή μας, πι­θα­νώς και έκ­κε­ντρη α­νά­γνω­ση, βρί­σκε­ται στα κε­φά­λαια και των δυο δια­πλε­κό­με­νων λό­γων, που  πε­ρι­γρά­φουν την αυ­το­κα­τα­στρο­φι­κή διά­θε­ση. Σε αυ­τά, το πώς βιώ­νε­ται ή και φα­ντα­σιώ­νε­ται η ά­φε­ση στην ε­νόρ­μη­ση του θα­νά­του α­πο­δί­δε­ται με την λε­πτο­με­ρή πε­ρι­γρα­φή του αι­σθή­μα­τος της βύ­θι­σης. Σαν μια τε­λε­τουρ­γία αυ­το­χει­ρια­σμού, που προ­χω­ρά­ει μέ­χρι την τα­φή και την ε­πα­να­φο­ρά στη ζωή. Συ­νο­ψί­ζο­ντας τη γε­νι­κό­τε­ρη ε­ντύ­πω­ση, ο Σω­τά­κης, στο και­νού­ριο του μυ­θι­στό­ρη­μα, κα­τορ­θώ­νει να δεί­ξει την ε­πι­σφα­λή γειτ­νία­ση νο­ση­ρού και υ­γιούς, φα­ντα­σια­κού και πραγ­μα­τι­κού. Από μία ά­πο­ψη, κά­νει μία πολ­λά υ­πο­σχό­με­νη εί­σο­δο στην η­λι­κια­κά πέ­μπτη δε­κα­ε­τία του. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 1/6/2014.

Ο Καβάφης του Ξενόπουλου

$
0
0
Στο Φι­λο­λο­γι­κό Μνη­μό­συ­νο του Κ. Θ. Δη­μα­ρά (17-19 Φε­βρ. 1993), έ­να χρό­νο με­τά το θά­να­τό του (18 Φε­βρ. 1992), ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης ε­πέ­λε­ξε να μι­λή­σει για τη σχέ­ση Κα­βά­φη-Ξε­νό­που­λου. Η “α­να­κοί­νω­σή” του δη­μο­σιεύ­τη­κε στο φθι­νο­πω­ρι­νό τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Πε­ρί­πλους». Πα­ρου­σιά­ζο­ντας στη σε­λί­δα του Ex Libris (17/10/1993) το δη­μο­σίευ­μα του πε­ριο­δι­κού, πα­ρα­τη­ρού­σα­με, ό­τι η ε­κτε­νέ­στε­ρη φι­λο­λο­γι­κή ερ­γα­σία, στην ο­ποία στη­ρί­χτη­κε η “α­να­κοί­νω­σή” του, θα ά­ξι­ζε αυ­το­τε­λούς δη­μο­σίευ­σης. Κα­τά τον συγ­γρα­φέα, το σχό­λιο έ­φε­ρε την ι­δέα του βι­βλίου. Κυ­κλο­φό­ρη­σε α­πό τις εκ­δό­σεις Ερμής, Ιούν. 1994, με τίτ­λο, «Κ. Π. Κα­βά­φης και Γρ. Ξε­νό­που­λος. Ανα­σύν­θε­ση μιας λο­γο­τε­χνι­κής σχέ­σης 1901-1944». Το μό­το του βι­βλίου εί­ναι α­πό το Ημε­ρο­λό­γιο (στην αγ­γλι­κή) του πρώ­του τα­ξι­διού του Κα­βά­φη στην Ελλά­δα (α­πό­πλους α­πό Αλε­ξάν­δρεια στις 5μ.μ. της 12ης Ιουν. 1901, η­μέ­ρα Πέ­μπτη – κα­τά­πλους ξη­με­ρώ­μα­τα της 5ης Αυγ. 1901, η­μέ­ρα Δευ­τέ­ρα, με το νέο η­με­ρο­λό­γιο, που ί­σχυε στην Αί­γυ­πτο). Οι ε­ντυ­πώ­σεις του κα­τά την ε­πι­στρο­φή α­πό την α­κτή της Αι­για­λείας, ό­πως την α­ντι­κρί­ζει α­πό το πα­ρά­θυ­ρο του τραί­νου στη δια­δρο­μή Πει­ραιά-Πά­τρα, το α­πό­γευ­μα της 29ης Ιουλ. 1901: “The country about Diacophto is one of the most beautiful sights I have ever seen – the gorges, the ravines, the fine mountains, the forest are magnificent.” 
Το μό­το φέ­ρει α­ντί κε­φα­λί­δος α­φιέ­ρω­ση: “Για τον Δη­μή­τρη και την Diana”. Πρό­κει­ται για την Diana Haas, συ­στη­μα­τι­κή με­λε­τή­τρια του Κα­βά­φη α­πό τα χρό­νια του δι­δα­κτο­ρι­κού της δί­πλα στον Δη­μα­ρά και με­τέ­πει­τα συ­νερ­γά­τρια του Σαβ­βί­δη στο Αρχείο Κα­βά­φη, και τον σύ­ζυ­γό της, ζω­γρά­φο Δη­μή­τρη Δια­μα­ντό­που­λο, με τό­πο κα­τοι­κίας τους τον Λόγ­γο Αι­για­λείας, 22 χλμ. α­πό το Δια­κο­φτό. Ένα χρό­νο με­τά την έκ­δο­ση του βι­βλίου, στις 11 Ιουν. 1995, βρά­δυ Κυ­ρια­κής, ο Σαβ­βί­δης α­πε­βίω­σε στο σπί­τι των φί­λων του, ε­πι­στρέ­φο­ντας α­πό την Λευ­κά­δα, ό­που την προ­η­γου­μέ­νη εί­χε α­να­κη­ρυ­χτεί ε­πί­τι­μος δη­μό­της. Στα “ει­σα­γω­γι­κά” του βι­βλίου, θυ­μί­ζει το εν­δια­φέ­ρον του Δη­μα­ρά για τον Κα­βά­φη και τον Ξε­νό­που­λο, το­νί­ζο­ντας  πως η σχέ­ση των δυο σχε­δόν ο­μη­λί­κων συγ­γρα­φέων πα­ρέ­με­νε “σε με­γά­λο βαθ­μό α­διε­ρεύ­νη­τη και α­σχο­λία­στη στο σύ­νο­λό της”. Η α­να­σύν­θε­ση στη­ρί­χτη­κε στα βι­βλιο­γρα­φι­κά δε­δο­μέ­να των αρ­χών της δε­κα­ε­τίας του 1990 (Βι­βλιο­γρα­φία Γ. Κ. Κα­τσί­μπα­λη) και το Αρχείο Κα­βά­φη, που βρι­σκό­ταν στην κα­το­χή του. Με­τά την έκ­δο­ση του βι­βλίου, συ­νέ­χι­ζε την πε­ρι­συλ­λο­γή στοι­χείων. Αν ο χρό­νος του δεν τε­λείω­νε τό­σο γρή­γο­ρα, το πι­θα­νό­τε­ρο να ε­πα­νερ­χό­ταν με μία πλη­ρέ­στε­ρη μορ­φή. 
Το 2001, στο α­θη­ναϊκό συ­νέ­δριο για τα πε­νή­ντα χρό­νια α­πό τον θά­να­το του Ξε­νό­που­λου, ο Δη­μή­τρης Δα­σκα­λό­που­λος εκ­φώ­νη­σε ο­μι­λία για “τον Γρη­γό­ριο Ξε­νό­που­λο ως κρι­τι­κό του Κ. Π. Κα­βά­φη”, σύμ­φω­να με τον υ­πό­τιτ­λο του κει­μέ­νου της ο­μι­λίας. Ει­σα­γω­γι­κά α­να­φέ­ρει ό­τι η σχέ­ση Κα­βά­φη-Ξε­νό­που­λου “έ­χει α­πο­τυ­πω­θεί με ο­ρι­στι­κό τρό­πο α­πό τον Γ. Π. Σαβ­βί­δη” και πως ο ί­διος, ως βι­βλιο­γρά­φος του Κα­βά­φη, “δεν βλέ­πει να υ­πάρ­χουν ου­σια­στι­κά συ­μπλη­ρώ­μα­τα ή λαν­θά­νου­σες πλη­ρο­φο­ρίες που θα μπο­ρού­σαν να αλ­λοιώ­σουν ε­ντυ­πω­σια­κά την πε­ρι­γρα­φή”. Άρα θεω­ρεί ό­τι “το θέ­μα εί­ναι κλει­σμέ­νο α­πό ε­ρευ­νη­τι­κής α­πό­ψεως” και η δι­κή του πρό­θε­ση εί­ναι “να ε­πι­μεί­νει στην πε­ρί­πτω­ση του Ξε­νό­που­λου ως λο­γο­τε­χνι­κού κρι­τι­κού και, ι­διαι­τέ­ρως, ως κρι­τι­κού του Κα­βά­φη”. 
Για τίτ­λο της ο­μι­λίας του, ε­πι­λέ­γει, α­πό το πρώ­το άρ­θρο του Ξε­νό­που­λου για τον Κα­βά­φη, το 1903, την ο­νο­μα­τι­κή πρό­τα­ση “η ι­σχνό­της του χαρ­το­φυ­λα­κίου”. Αι­τιο­λο­γεί το δά­νειο, υ­πο­στη­ρί­ζο­ντας πως υ­πάρ­χει α­ντι­στοι­χία α­νά­με­σα στον Ξε­νό­που­λο ως κρι­τι­κό της ποιη­τι­κής πα­ρα­γω­γής του Κα­βά­φη μέ­χρι το 1903 και στον ε­αυ­τό του ως κρι­τι­κό του συ­νό­λου των κρι­τι­κών δη­μο­σιευ­μά­των Ξε­νό­που­λου για Κα­βά­φη. Σε αμ­φό­τε­ρες τις περιπτώσεις, δυ­σχε­ραί­νει η πο­σο­τι­κή α­νε­πάρ­κεια του έρ­γου. Εκτός του τίτ­λου, α­κο­λου­θεί τη συλ­λο­γι­στι­κή του Ξε­νό­που­λου στην α­νά­πτυ­ξη του θέ­μα­τος. Ολί­γα μεν τα ποιή­μα­τα, ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί ε­κεί­νος, αλ­λά α­ξιό­λο­γα. Ασχέ­τως αν η ι­σχνό­της ο­φεί­λε­ται στο γε­γο­νός ό­τι δια­σώ­ζει ως ά­ξια μνη­μό­νευ­σης 13 α­πό τα 38 μέ­χρι τό­τε δη­μο­σιευ­μέ­να. Συμ­με­τρι­κά, σύμ­φω­να με τον Δα­σκα­λό­που­λο, σε σα­ρά­ντα χρό­νια, 1903-1943, “ο Ξε­νό­που­λος έ­γρα­ψε συ­νο­λι­κώς δώ­δε­κα κεί­με­να”, α­πό τα ο­ποία “μό­νο δυο μπο­ρούν να θεω­ρη­θούν ως πρω­το­γε­νείς προ­σεγ­γί­σεις”. Επι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί, ό­μως, ό­τι αυ­τά τα δυο έ­χουν την α­ξία τους. Η πα­ράλ­λη­λη α­νά­γνω­ση των κει­μέ­νων Ξε­νό­που­λου-Δα­σκα­λό­που­λου α­φή­νει την ε­ντύ­πω­ση πως αμ­φό­τε­ροι εί­δαν μεν το προς κρί­ση α­ντι­κεί­με­νό τους ι­σχνό­τε­ρο του πραγ­μα­τι­κού, αλ­λά, στην κρι­τι­κή τους, α­ντι­πα­ρέρ­χο­νται τις α­δυ­να­μίες, προ­βάλ­λο­ντας τα ι­σχυ­ρά ση­μεία. Βε­βαίως, στην πε­ρί­πτω­ση του Δα­σκα­λό­που­λου πρό­κει­ται για ο­μι­λία σε ε­πε­τεια­κό συ­νέ­δριο προς τι­μή του Ξε­νό­που­λου. Το κεί­με­νο, ό­μως, α­να­δη­μο­σιεύ­τη­κε σε δυο συ­να­γω­γές κει­μέ­νων του, το 2006 και το 2013, ο­πό­τε και θα μπο­ρού­σαν να γί­νουν κά­ποιες διορ­θω­τι­κές ε­πεμ­βά­σεις.
Εί­κο­σι χρό­νια με­τά την έκ­δο­ση του βι­βλίου του Σαβ­βί­δη, ε­μείς πι­στεύου­με πως η σχέ­ση Κα­βά­φη-Ξε­νό­που­λου ε­πι­δέ­χε­ται πε­ραι­τέ­ρω σχο­λια­σμού. Τα ση­με­ρι­νά βι­βλιο­γρα­φι­κά δε­δο­μέ­να α­φή­νουν το πε­ρι­θώ­ριο για μία α­να­λυ­τι­κό­τε­ρη πα­ρου­σία­ση του κε­φα­λαίου “ο Κα­βά­φης του Ξε­νό­που­λου”. Χω­ρίς, ω­στό­σο, να δια­φω­νού­με ως προς την “ι­σχνό­τη­τα του χαρ­το­φυ­λα­κίου”, αν ως α­ξιό­γρα­φα συ­γκρα­τού­με τα α­μι­γώς κρι­τι­κά κεί­με­να. Μό­νο που στην α­πο­τί­μη­ση του κρι­τι­κού έρ­γου, ο­ρι­σμέ­νες δευ­τε­ρο­γε­νείς προ­σεγ­γί­σεις, ό­πως έ­να σχό­λιο, μία α­πά­ντη­ση σε ε­πι­θε­τι­κό κεί­με­νο, ή η υιο­θέ­τη­ση συ­γκε­κρι­μέ­νης στά­σης, α­πο­βαί­νουν σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις πιο α­πο­κα­λυ­πτι­κές. Ο Σαβ­βί­δης α­να­φέ­ρει ό­τι, στην “α­να­κοί­νω­σή” του, ο Σπύ­ρος Ασδρα­χάς του εί­χε ε­πι­ση­μά­νει ό­τι χρη­σι­μο­ποιού­σε “τρεις με­θο­δο­λο­γι­κές κα­τη­γο­ρίες του Δη­μα­ρά”: τον οι­κο­νο­μι­κό πα­ρά­γο­ντα στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα των λο­γίων, την “δε­ξίω­ση” του λο­γο­τε­χνι­κού έρ­γου και την ση­μα­σία της ε­θι­μο­τυ­πίας στις σχέ­σεις των λο­γίων.
Εδώ, θα προ­σθέ­τα­με ως έ­ναν τέ­ταρ­το πα­ρά­γο­ντα, τις προ­σω­πι­κό­τη­τες των δυο ε­μπλε­κο­μέ­νων και τον ι­διω­τι­κό τους βίο, στον ο­ποίο ο Σαβ­βί­δης δεν ε­πέ­μει­νε, αρ­κού­με­νος σε νύ­ξεις. Αλλά α­κό­μη και έ­τσι, φαί­νε­ται πως ο­ρι­σμέ­νοι εί­χαν ε­νο­χλη­θεί. Ο Δα­σκα­λό­που­λος θεω­ρεί πως “η εν­δε­λε­χής ερ­γα­σία του Σαβ­βί­δη δεν πέ­ρα­σε α­πα­ρα­τή­ρη­τη ε­ξαι­τίας ο­ρι­σμέ­νων φρα­στι­κών α­κρο­τή­των και δυ­σμε­νών χα­ρα­κτη­ρι­σμών που πε­ριεί­χε εις βά­ρος του Ξε­νό­που­λου”. Σή­με­ρα, ό­πως έ­δει­ξε και το ε­πε­τεια­κό 2013, το κλί­μα έ­χει αλ­λά­ξει. Ευ­νο­εί τις ε­λευ­θε­ριά­ζου­σες α­πό­ψεις και α­πο­δέ­χε­ται τον βιο­γρα­φι­σμό. Θα ε­πω­φε­λη­θού­με, για να δεί­ξου­με τους δυο συγ­γρα­φείς α­πό μία δια­φο­ρε­τι­κή ο­πτι­κή γω­νία, ό­πως σε μα­γι­κή ει­κό­να, σαν δυο συγ­χρό­νους μας με τις α­δυ­να­μίες και τα πά­θη τους, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­στά στο σι­νά­φι. Από τη μία, έ­ναν πε­ζο­γρά­φο και “ντι­λε­τά­ντε” κρι­τι­κό, α­να­γνω­ρι­σμέ­νο στους α­θη­ναϊκούς κύ­κλους, και α­πό την άλ­λη, έ­ναν ποιη­τή, χω­ρίς γνω­ρι­μίες, που α­γω­νιά για την προ­βο­λή του έρ­γου του. Όπου το “ντι­λε­τά­ντε”, ό­πως αυ­το­α­πο­κα­λεί­ται ο Ξε­νό­που­λος, ση­μαί­νει ε­κεί­νον που α­σκεί την κρι­τι­κή ε­ρα­σι­τε­χνι­κά. Σή­με­ρα θα προ­σθέ­τα­με, α­κό­μη και χα­ρι­στι­κά, εκ­με­ταλ­λευό­με­νος την προ­νο­μιού­χο θέ­ση του ως συ­νερ­γά­τη σε ση­μα­ντι­κά έ­ντυ­πα. 

Φι­λο­φρο­νή­σεις

Ο Σαβ­βί­δης προ­τί­μη­σε την χρο­νο­λο­γι­κή πα­ρά­τα­ξη των στοι­χείων. Ως η­με­ρο­μη­νία εκ­κί­νη­σης παίρ­νει την η­μέ­ρα της γνω­ρι­μίας Κα­βά­φη-Ξε­νό­που­λου (2/15η Ιουλ. 1901) και ως κα­τα­λη­κτι­κή, την 16η Δεκ. 1944, τη νύ­χτα που α­να­τι­νά­χτη­κε η οι­κία Ξε­νό­που­λου, Ευ­ρι­πί­δου 38. Σα­ρά­ντα τέσ­σε­ρα έ­τη, που τα χω­ρί­ζει σε τέσ­σε­ρις πε­ριό­δους. Μία α­φη­γη­μα­τι­κή α­να­σύν­θε­ση της σχέ­σης θα έ­δι­νε τη δυ­να­τό­τη­τα α­να­δρο­μής σε προ­η­γού­με­να χρό­νια. Λ.χ., θα α­νέ­φε­ρε τις λο­γο­τε­χνι­κές “συ­να­ντή­σεις” τους στις σε­λί­δες των ε­ντύ­πων που συ­νερ­γά­ζο­νταν. Άλλω­στε, η γνω­ρι­μία δυο συγ­γρα­φέων ε­πη­ρεά­ζε­ται α­πό την ει­κό­να που έ­χει ή­δη σχη­μα­τί­σει ο έ­νας για τον άλ­λο, δη­λα­δή α­πό ό­σα έ­χει α­κού­σει και δια­βά­σει. Στην προ­κεί­με­νη πε­ρί­πτω­ση, το μό­νο που μπο­ρεί να εί­χαν δια­βά­σει ή­ταν δη­μο­σιεύ­σεις σε πε­ριο­δι­κά και ε­φη­με­ρί­δες, κα­θώς αμ­φό­τε­ροι δεν εί­χαν εκ­δώ­σει βι­βλίο. Η πρώ­τη σει­ρά διη­γη­μά­των του Ξε­νό­που­λου μό­λις εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει, Απρ. 1901. 
Ο Κα­βά­φης, στο Ημε­ρο­λό­γιό του, α­να­φέ­ρει ό­τι ο Ξε­νό­που­λος του εί­πε πως θαυ­μά­ζει τα ποιή­μα­τά του και ε­κεί­νος του α­ντα­πό­δω­σε, λέ­γο­ντας ό­τι θαυ­μά­ζει τις “ι­στο­ρίες” του (αγ­γλι­στί, “contes”). Τί­θε­ται το ε­ρώ­τη­μα, κα­τά πό­σο πρό­κει­ται για φι­λο­φρο­νή­σεις κα­τά το ε­θι­μο­τυ­πι­κό ευ­γε­νείας με­τα­ξύ ο­μο­τέ­χνων. Ο Κα­βά­φης, πά­ντως, συ­μπλη­ρώ­νει, “And I sincerely do”. Σε ποια, ό­μως, έ­ντυ­πα τα διά­βα­σαν; Κα­τ’ αρ­χήν, σε ε­κεί­να που αμ­φό­τε­ροι δη­μο­σιεύουν. Αυ­τά, κα­τά την δε­κα­πε­ντα­ε­τία (ει­κο­σα­ε­τία στην πε­ρί­πτω­ση του Ξε­νό­που­λου) α­πό την πρώ­τη δη­μο­σίευ­σή τους μέ­χρι την γνω­ρι­μία τους, εί­ναι τέσ­σε­ρα: Το Ημε­ρο­λό­γιο του Σκό­κου, ό­που ο Ξε­νό­που­λος δη­μο­σιεύει διη­γή­μα­τα και με­λε­τή­μα­τα α­πό τον δεύ­τε­ρο τό­μο, του 1887, ε­νώ ο Κα­βά­φης, α­πό τον 13ο, του 1898. Στη Βι­βλιο­θή­κη του δεύ­τε­ρου υ­πάρ­χουν, ε­κτός α­πό τους τό­μους της πε­ριό­δου που συ­νερ­γά­ζε­ται και στους ο­ποίους ο Ξε­νό­που­λος δεν δη­μο­σιεύει διη­γή­μα­τα, οι τό­μοι του 1892 και 1894. Στον πρώ­το, ο Ξε­νό­που­λος δη­μο­σιεύει με­λέ­τη για τον Γε­ρά­σι­μο Μαρ­κο­ρά, ό­που το α­ντί­τυ­πο της Βι­βλιο­θή­κης “φέ­ρει πε­ρι­θω­ρια­κές μο­λυ­βιές και υ­πο­γραμ­μί­σεις”. Στον δεύ­τε­ρο, την “ι­στο­ρία” «Το ό­νει­ρον», η ο­ποία συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στην πρώ­τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του. Με­τά εί­ναι η ε­φη­με­ρί­δα «Το Άστυ», στην ο­ποία ο Ξε­νό­που­λος πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται με άρ­θρο στις 2/12/1890 και ως έμ­μι­σθος συ­νερ­γά­της, α­να­λαμ­βά­νει το χρο­νο­γρά­φη­μα, αλ­λά δεν δη­μο­σιεύει διη­γή­μα­τα, ε­νώ ο Κα­βά­φης δη­μο­σιεύει δυο ποιή­μα­τα το 1896. Ακό­μη το πε­ριο­δι­κό «Τα Ολύ­μπια», στο ο­ποίο και οι δυο εμ­φα­νί­ζο­νται μέ­σα στο 1896. Ο Ξε­νό­που­λος, ό­μως, με θε­α­τρι­κό, «Ο Τρί­τος», σε συ­νέ­χειες (27/1-28/4/1896), ο Κα­βά­φης με ποίη­μα (8/9/1896). Απο­μέ­νει το πε­ριο­δι­κό, «Αττι­κόν Μου­σείον», στο ο­ποίο  για πρώ­τη φο­ρά δια­σταυ­ρώ­θη­καν, στο ί­διο τεύ­χος, τα ο­νό­μα­τά τους. Στο εν λό­γω πε­ριο­δι­κό, μέσα στη διετία 1891-92, ο Ξε­νό­που­λος δη­μο­σιεύει τέσ­σε­ρα διη­γή­μα­τα και ο Κα­βά­φης τρία ποιή­μα­τα. 
Βε­βαίως, ο Κα­βά­φης μπο­ρεί να εί­χε δια­βά­σει “ι­στο­ρίες” του Ξε­νό­που­λου σε τό­μους του Ημε­ρο­λο­γίου του Σκό­κου, που δεν δια­σώ­θη­καν στη Βι­βλιο­θή­κη του, α­κό­μη να πα­ρα­κο­λου­θού­σε την «Εστία», ό­που ο Ξε­νό­που­λος δη­μο­σίευε κυ­ρίως τα διη­γή­μα­τά του. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, μάλ­λον εί­χε μεί­νει με τις ε­ντυ­πώ­σεις μίας α­νά­γνω­σης “δια­γω­νίως”, ό­πως θα έ­λε­γαν οι αγ­γλό­φω­νοι με­λε­τη­τές του.

Συ­μπτώ­μα­τα κρυ­πτο­μνη­σίας

Ο Ξε­νό­που­λος, στο πρώ­το άρ­θρο του για τον Κα­βά­φη, α­να­φέ­ρει ποια ποιή­μα­τα εί­χε δια­βά­σει. Πα­ρό­τι πρό­κει­ται για άρ­θρο, που υ­πο­τί­θε­ται πως ε­τοί­μα­ζε α­πό και­ρό, εί­ναι προ­φα­νές ό­τι στη­ρί­ζε­ται στη μνή­μη του, μη α­να­τρέ­χο­ντας στις πη­γές. Στην πε­ρί­πτω­ση του πε­ριο­δι­κού «Αττι­κόν Μου­σείον», που στά­θη­κε γι’ αυ­τόν ση­μα­ντι­κό, κα­θώς ε­κεί, ε­κτός α­πό τα διη­γή­μα­τά του, δη­μο­σιεύ­τη­καν η αυ­στη­ρή κρι­τι­κή Μη­τσά­κη για το πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μά του και η δι­κή του α­πά­ντη­ση, εμ­φα­νί­ζει συ­μπτώ­μα­τα κρυ­πτο­μνη­σίας, συγ­χέ­ο­ντας πα­ρα­στά­σεις α­πό δια­φο­ρε­τι­κά έ­ντυ­πα. Ξε­κι­νά­ει, α­να­φε­ρό­με­νος αό­ρι­στα στο πρώ­το ποίη­μα του Κα­βά­φη που εί­χε δια­βά­σει: “Εί­ναι πο­λύς και­ρός, δέ­κα ί­σως και δώ­δε­κα χρό­νια, α­φό­του διά­βα­σα εις κά­ποιον Ημε­ρο­λό­γιον το πρώ­τον του ποίη­μα. Επε­γρά­φε­το «Τα­ρα­ντί­νοι».” Ακρι­βο­λο­γεί ως προς τα 12 χρό­νια, μό­νο που δεν ε­πρό­κει­το για Ημε­ρο­λό­γιο αλ­λά για το πε­ριο­δι­κό «Αττι­κόν Μου­σείον». Ού­τε για το ποίη­μα «Οι Τα­ρα­ντί­νοι δια­σκε­δά­ζουν». Αυ­τό εί­χε πράγ­μα­τι δη­μο­σιευ­τεί σε Ημε­ρο­λό­γιο, ε­κεί­νο του Σκό­κου, αλ­λά πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, στον τό­μο του έ­τους 1899. 
Και συ­νε­χί­ζει: “Το ό­νο­μα που εί­δα α­πό κά­τω, το νέ­ον και ό­λως διό­λου ά­γνω­στον – Κων­στα­ντί­νος Π. Κα­βά­φης – μου ε­καρ­φώ­θη α­πό τό­τε.” Μό­νο που σε ό­λα τα ποιή­μα­τα στο Ημε­ρο­λό­γιο του Σκό­κου, στην υ­πο­γρα­φή, το μικρό όνομα συ­γκό­πτε­ται σε Κων­στ. Ολο­γρά­φως το μι­κρό ό­νο­μα υ­πάρ­χει μό­νο στο δεύ­τε­ρο και το τρί­το ποίη­μα του πε­ριο­δι­κού «Αττι­κόν Μου­σείον». Τέ­λος, το­νί­ζει πως “πο­τέ δεν ε­γρά­φη άρ­θρον δι’ αυ­τόν εις ε­φη­με­ρί­δα, και πο­τέ δεν ε­φά­νη τ’ ό­νο­μά του αλ­λού, πα­ρά με­τρη­μέ­νες φο­ρές κά­τω α­πό τους ο­λί­γους στί­χους του.” Κι ό­μως, αυ­τό συ­νέ­βη στο «Αττι­κόν Μου­σείον» και μά­λι­στα, σε τεύ­χος που α­νοί­γει με δι­κό του διή­γη­μα, υ­πο­γε­γραμ­μέ­νο με α­κέ­ραιο το ό­νο­μά του, ού­τε ψευ­δώ­νυ­μο ού­τε συ­γκε­κομ­μέ­νο. Εί­ναι το τεύ­χος της 30ης Σεπ. 1891, ό­που δη­μο­σιεύε­ται η πρώ­τη κρι­τι­κή α­πο­τί­μη­ση για τον Κα­βά­φη α­πό τον Πο­λέ­μη. Εκεί το ό­νο­μά του εμ­φα­νί­ζε­ται συ­γκε­κομ­μέ­νο (Κ. Φ. Καβ.), κα­θώς κα­τα­χω­ρεί­ται στη στή­λη «Συ­ζη­τή­σεις». Ήδη, α­πό αυ­τήν την πρώ­τη “συ­νά­ντη­ση”, ο Κα­βά­φης υ­στε­ρεί σε α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τα, ό­πως λέ­νε σή­με­ρα. 

Η πρώ­τη συ­νά­ντη­ση

Στην πρώ­τη τους δια ζώ­σης συ­νά­ντη­ση, θα πρέ­πει να εί­χαν θο­λή ει­κό­να ο έ­νας για το λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο του άλ­λου, με κά­ποιες δεύ­τε­ρες σκέ­ψεις.  Ο Κα­βά­φης α­πο­κα­λεί μεν τον Ξε­νό­που­λο “conteur”, αλ­λά μάλ­λον σκέ­φτε­ται τον κρι­τι­κό. Ενώ ο Ξε­νό­που­λος μπο­ρεί να α­να­φέ­ρε­ται στον ποιη­τή, αλ­λά έ­χει κα­τά νου πε­ρισ­σό­τε­ρο τον Αι­γυ­πτιώ­τη, που ση­μαί­νει τον δίαυ­λο προς “μία πο­λυ­πλη­θή και φι­λό­μου­σο κοι­νό­τη­τα”. Και βε­βαίως, πά­ντο­τε υ­πει­σέρ­χο­νται οι αυ­θόρ­μη­τες α­ντι­δρά­σεις. Ο Κα­βά­φης, στο Ημε­ρο­λό­γιό του, συ­νο­ψί­ζει την πρώ­τη ε­ντύ­πω­ση με τη φρά­ση, “A very nice man”. Να ση­μειώ­σου­με πως, στο Ημε­ρο­λό­γιο, εί­ναι φει­δω­λός στους χα­ρα­κτη­ρι­σμούς προ­σώ­πων. Για άλ­λες γνω­ρι­μίες, ό­πως του Σκό­κου και του Μι­χα­η­λί­δη, δεν κά­νει κα­νέ­να σχό­λιο. Μό­νο για τον Πο­λέ­μη ση­μειώ­νει: “He looks a serious man, a little pompous. About 60.”  Επει­δή οι η­λι­κίες και συ­να­κό­λου­θα το πα­ρου­σια­στι­κό συμ­βάλ­λουν κα­θο­ρι­στι­κά στην πρώ­τη ε­ντύ­πω­ση, θυ­μί­ζου­με ό­τι ο 38ε­τής Κα­βά­φης έ­χει α­πέ­να­ντί του τον 47ε­τή Σκό­κο (σύμ­φω­να με πα­λαιό­τε­ρη πε­ρι­γρα­φή του Ξε­νό­που­λου, “στρογ­γυ­λό, κο­ντό, με γε­νά­κια και γυα­λιά”), τον 37ε­τή Μι­χα­η­λί­δη (πά­λι κα­τά Ξε­νό­που­λο, “ω­ραίο με­λα­χρι­νό ά­ντρα, ψη­λό, στι­βα­ρό, με γε­νά­κεια, που τρα­βού­σε τις γυ­ναί­κες ό­πως τον τρα­βού­σαν και ε­κεί­νες”), τον 39ε­τή Πο­λέ­μη, ό­πως τον πε­ρι­γρά­φει πα­ρα­πά­νω ο Κα­βά­φης, και τον 34ε­τή Ξε­νό­που­λο. 
Κα­τά τον Μποέ­μ, ο­κτώ χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, ο Ξε­νό­που­λος εί­ναι “υ­ψη­λός, συ­μπα­θούς φυ­σιο­γνω­μίας, με ζωη­ρούς ο­φθαλ­μούς, με ξαν­θί­ζο­ντα μύ­στα­κα...το μει­δία­μα δεν του λεί­πει α­πό τα χεί­λη και η φυ­σιο­γνω­μία του ε­νέ­χει τι το αν­θη­ρό­ν”. Εί­ναι προ­φα­νές ό­τι τον Κα­βά­φη τον γο­η­τεύει η προ­σω­πι­κό­τη­τα του Ζα­κύν­θιου, αν, μά­λι­στα, λά­βου­με υ­πό­ψη, ό­τι τον γνω­ρί­ζει ταυ­τό­χρο­να με τον Μι­χα­η­λί­δη, έ­χου­με μία έν­δει­ξη τι τον ελ­κύει σε μία α­ντρι­κή πα­ρου­σία. Εί­ναι και η μό­νη κα­τ’ οί­κον “βί­ζι­τα”, που κά­νει σε ε­κεί­νο το τα­ξί­δι, ε­ξαι­ρου­μέ­νων των συγ­γε­νι­κών του προ­σώ­πων. Και μά­λι­στα, προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη κα­τά τη συ­νά­ντη­σή τους. Τρί­τη έ­γι­νε η γνω­ρι­μία, Σάβ­βα­το η ε­πί­σκε­ψη. Βε­βαίως, η κα­τοι­κία του Ξε­νό­που­λου ταυ­τί­ζε­ται με τα γρα­φεία της «Δια­πλά­σεως». Αλλά για το πε­ριο­δι­κό “των παί­δω­ν”, ο Κα­βά­φης ου­δέν εν­δια­φέ­ρον εί­χε.
Τις ε­ντυ­πώ­σεις του Ξε­νό­που­λου α­πό τη γνω­ρι­μία του με τον Κα­βά­φη τις έ­χου­με μό­νο α­πό το πρώ­το άρ­θρο του. Εκεί, ό­μως, με την πε­ρι­γρα­φή του προ­σώ­που ε­πι­ζη­τά να ελ­κύ­σει το εν­δια­φέ­ρον του α­να­γνω­στι­κού κοι­νού, πι­θα­νώς και για­τί, ως κρι­τής των ποιη­μά­των του, αι­σθά­νε­ται μάλ­λον α­να­σφα­λής. Τον πα­ρου­σιά­ζει σαν κά­τι το α­ξιο­πε­ρίερ­γο. Τα­κτι­κή που α­κο­λου­θεί και ο Ε. Μ. Φόρ­στερ στο πρώ­το του άρ­θρο. Αυ­τά τα δυο άρ­θρα, που σή­με­ρα α­πο­κα­λού­νται “ι­στο­ρι­κά”, σκια­γρα­φούν τον Κα­βά­φη ως μία εκ­κε­ντρι­κή πα­ρου­σία. Ασχέ­τως αν η δια­τύ­πω­ση του Άγγλου εί­ναι ποιη­τι­κή, ε­νώ, του Ζα­κύν­θιου στο­χεύει στον ε­ντυ­πω­σια­σμό με εκ­φρά­σεις του συρ­μού, κα­θό­λου κο­λα­κευ­τι­κές για το πρό­σω­πο του Κα­βά­φη.  
Ο Σαβ­βί­δης πα­ρα­τη­ρεί ό­τι δί­νει “ά­φθαρ­το το πορ­ταί­το του αν­θρώ­που Κα­βά­φη”. Αυ­τό μπο­ρεί να ι­σχύει, ω­στό­σο ο Ξε­νό­που­λος πο­τέ δεν θα α­πο­τολ­μού­σε πα­ρό­μοια πε­ρι­γρα­φή για έ­ναν Ελλα­δί­τη. Ο Δα­σκα­λό­που­λος πα­ρα­τη­ρεί ό­τι ο Ξε­νό­που­λος “διαν­θί­ζει με α­νά­λο­γες πε­ρι­γρα­φές τις κρί­σεις του για λο­γο­τέ­χνες που γνώ­ρι­σε προ­σω­πι­κώς”. Ακρι­βέ­στε­ρα, α­ντι­στρό­φως α­νά­λο­γες, κα­θώς τους Ελλα­δί­τες τους ε­ξω­ραΐζει, α­κό­μη και τον “α­σχη­μάν­θρω­πο” Κον­δυ­λά­κη. Αντι­στι­κτι­κά ως προς τη συ­μπε­ρι­φο­ρά του Κα­βά­φη, α­πο­δί­δει στους “λο­γίους μας” “σε­μνήν α­πλό­τη­τα, δει­λήν α­φέ­λειαν και α­γα­θήν α­δε­ξιό­τη­τα”. Πριν, ό­μως, φτά­σει στη συ­μπε­ρι­φο­ρά του Κα­βά­φη, σκια­γρα­φεί το πα­ρου­σια­στι­κό. Ως προς την η­λι­κία, χρη­σι­μο­ποιεί την ει­ρω­νι­κής χροιάς έκ­φρα­ση “ό­χι εις την πρώ­την νεό­τη­τα”, ως προς τα φυ­λε­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά με το “βα­θειά με­λα­χρι­νός ως γη­γε­νής της Αι­γύ­πτου” υ­παι­νίσ­σε­ται ε­πι­μι­ξίες μάλ­λον μειω­τι­κές για έ­ναν αμ­φί­πλευ­ρα Κων­στα­ντι­νου­πο­λί­τη, προ­σθέ­το­ντας, “φυ­σιο­γνω­μία που δεν λέ­γει πολ­λά πράγ­μα­τα”, κοι­νώς α­διά­φο­ρη. Τέ­λος, ως προς την πε­ρι­βο­λή χρη­σι­μο­ποιεί την λέ­ξη “κομ­ψευό­με­νος”, το­νί­ζο­ντας τον ε­πι­τη­δευ­μέ­νο χα­ρα­κτή­ρα. Όσο α­φο­ρά την συ­μπε­ρι­φο­ρά του Κα­βά­φη, συ­γκρα­τού­με τους ε­πι­θε­τι­κούς προσ­διο­ρι­σμούς, που έ­χουν ως κοι­νό πα­ρο­νο­μα­στή την προ­σποίη­ση. Χα­ρα­κτη­ρί­ζει την ο­μι­λία του “σχε­δόν στομ­φώ­δη και υ­περ­βο­λι­κή”, τους τρό­πους του “πά­ρα πο­λύ α­βρούς”, ε­νώ σχο­λιά­ζει “ό­λες ε­κεί­νες τις ευ­γέ­νειές του και τις τσι­ρι­μό­νιες”. Βε­βαίως, α­πο­βλέ­πει στο ρη­το­ρι­κό σχή­μα της α­ντί­θε­σης, κα­τα­λή­γο­ντας με τις “α­στρα­πές των μαύ­ρων μα­τιών, α­πό τα γυα­λιά, που προ­δί­δουν τον άν­θρω­πο της ευ­ρείας σκέ­ψεως και της καλ­λι­τε­χνι­κής ι­διο­φυΐας”. Και συ­νε­χί­ζει, πε­ρι­γρά­φο­ντας με μία φρά­ση το πώς ο ί­διος εί­χε α­ντι­με­τω­πί­σει τον Κα­βά­φη: “Έκα­μα την ε­ρω­τι­κήν μου ε­ξο­μο­λό­γη­σιν προς τον ποιη­τήν μου α­μέ­σως, με την πρώ­την γνω­ρι­μίαν.” Προ­φα­νώς, χα­ρι­το­λο­γεί. Γεν­νά, ω­στό­σο, στον ση­με­ρι­νό α­να­γνώ­στη την α­πο­ρία κα­τά πό­σο εί­χε διαι­σθαν­θεί, σε ε­κεί­νη την πρώ­τη συ­νά­ντη­ση, τις ο­μο­φυ­λό­φι­λες προ­τι­μή­σεις “του ποιη­τή του”.  
Συ­νέ­χεια στο φύλ­λο της με­θε­πό­με­νης Κυ­ρια­κής.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 7/6/2014.
Viewing all 176 articles
Browse latest View live