Quantcast
Channel: EX LIBRIS
Viewing all 176 articles
Browse latest View live

Ιστορίες της Θεσσαλονίκης

$
0
0
Γιώρ­γος Γκό­ζης
«Αφή­στε με να ο­λο­κλη­ρώ­σω»
Εκδό­σεις Πό­λις
Μάρ­τιος 2014

Ακρι­βώς πριν δώ­δε­κα χρό­νια, Μάρ­τιο 2002, μία τριά­δα κρι­τι­κών χαι­ρέ­τι­ζε την πρώ­τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του Θεσ­σα­λο­νι­κιού Γιώρ­γου Γκό­ζη, που μό­λις εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει. Επρό­κει­το για την α­φρό­κρε­μα της κρι­τι­κής, ό­χι λό­γω των προ­σώ­πων, για τα ο­ποία ο κα­θέ­νας μπο­ρεί να έ­χει τη δι­κή του ά­πο­ψη, αλ­λά με βά­ση τις έ­γκρι­τες ε­φη­με­ρί­δες, στις ο­ποίες τό­τε δη­μο­σιεύο­νταν τα κεί­με­νά τους. Δεν ή­ταν μία α­πλώς ευ­με­νής υ­πο­δο­χή. Συ­νι­στού­σε ο­μό­φω­νη ε­πι­δο­κι­μα­σία, η ο­ποία συ­νε­χί­στη­κε με άλ­λες κρι­τι­κές που α­κο­λού­θη­σαν. Επρό­κει­το για ο­μο­βρο­ντία ε­παί­νων, που έ­θε­τε υ­ψη­λές     α­παι­τή­σεις για το ε­πό­με­νο βι­βλίο του. Τώ­ρα, κα­τά πό­σο το α­νέ­βα­σμα του πή­χη των προσ­δο­κιών συ­νέ­τει­νε στην κα­θυ­στέ­ρη­ση της δεύ­τε­ρης εμ­φά­νι­σης του εν λό­γω πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου, μέ­νει ζη­τού­με­νο. 
Υπάρ­χουν πε­ρι­πτώ­σεις που η κα­λή υ­πο­δο­χή ο­δή­γη­σε σε κα­θυ­στε­ρη­μέ­νη ε­πα­νεμ­φά­νι­ση ή, α­κό­μη, και σε σιω­πή. Ένα κα­λό πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση του Γιάν­νη Πα­τσώ­νη, που ε­ξέ­δω­σε στην ί­δια η­λι­κία με τον Γκό­ζη, αλ­λά εί­κο­σι χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, το 1982 και με­τά το 1984, δυο ο­λι­γο­σέ­λι­δες συλ­λο­γές και α­πό τό­τε σιώ­πη­σε. Χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει ό­τι στα­μά­τη­σε το πά­λε­μα με τη γρα­φή. Θεσ­σα­λο­νι­κιός κι ε­κεί­νος. Γε­νι­κό­τε­ρα, πα­ρό­μοιες συγ­γρα­φι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές α­πα­ντώ­νται σε ευαί­σθη­τους Βο­ρειο­ελ­λα­δί­τες. Σε α­ντί­θε­ση με τους Αθη­ναίους, που, ό­ταν τύ­χουν θερ­μής υ­πο­δο­χής, α­ντι­δρούν  “υ­γιώς”, εκ­δί­δο­ντας, στη συ­νέ­χεια, με στα­θε­ρή τα­κτι­κό­τη­τα. Μπο­ρεί να υ­πο­χω­ρούν ποιο­τι­κώς, αλ­λά εγ­γρά­φο­νται στους ε­παγ­γελ­μα­τίες συγ­γρα­φείς. Αν δια­θέ­τουν, ε­πι­προ­σθέ­τως, τις πλά­τες ε­νός δρα­στή­ριου εκ­δό­τη, γί­νο­νται μό­νι­μοι τρό­φι­μοι των ΜΜΕ. Αρχι­κά των πο­λι­τι­στι­κών σε­λί­δων και εκ­πο­μπών, αρ­γό­τε­ρα και με βά­ση τους ρυθ­μούς που αυ­ξά­νε­ται η α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τά τους, κοι­νώς η φα­σα­ρία που κά­νουν γύ­ρω α­πό το πρό­σω­πό τους, βγαί­νουν και στα τη­λε­πα­ρά­θυ­ρα. 
Ο τίτ­λος του πρώ­του βι­βλίου του Γκό­ζη, «Ο νυ­χτε­ρι­νός στο βά­θος», κρυ­πτι­κός στην πο­λυ­ση­μία του, προ­σι­διά­ζει σε ε­κεί­νη τη συλ­λο­γή των έ­ντε­κα διη­γη­μά­των. Εί­ναι έ­νας τίτ­λος τε­λείως δια­φο­ρε­τι­κός α­πό τον πρό­σφα­το. Δι­καιο­λο­γη­μέ­να, άλ­λω­στε, α­φού το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του εί­ναι ε­ντε­λώς άλ­λης σύλ­λη­ψης. Ου­δό­λως κρυ­πτι­κός ο νέ­ος τίτ­λος, κα­θώς πρό­κει­ται για την α­γα­να­κτι­σμέ­νη κραυ­γή των προ­σκε­κλη­μέ­νων στις πά­σης φύ­σεως τη­λε­ο­πτι­κές εκ­πο­μπές, που α­ντη­χεί στα αυ­τιά ό­λων μας. Ιδιαί­τε­ρα στις εκ­πο­μπές πο­λι­τι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου, στις ο­ποίες χρω­μα­τί­ζε­ται με υ­στε­ρι­κούς τό­νους, κα­θί­στα­ται, για τον μη ε­θι­σμέ­νο τη­λε­θε­α­τή, σχε­δόν ε­φιαλ­τι­κή. Με αυ­τόν τον εμ­φα­τι­κό τίτ­λο, ε­πι­λέ­γει ο Γκό­ζης να δη­λώ­σει την αλ­λα­γή συγ­γρα­φι­κής πλεύ­σης, που θα πρέ­πει  να α­πη­χεί και αλ­λα­γή ρό­τας στην προ­σω­πι­κή του ζωή. Σύμ­φω­να με τα βιο­γρα­φι­κά στο “αυ­τά­κι” των δυο βι­βλίων του, α­φού ο­λο­κλή­ρω­σε, με­τα­πτυ­χια­κού συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου, σπου­δές Θε­ο­λο­γίας, βρή­κε δου­λειά σε ναυ­τι­λια­κό γρα­φείο. Ίσως, βοή­θη­σε η κα­το­χή τριών ξέ­νων γλωσ­σών, που α­να­φέ­ρε­ται στο πρώ­το βιο­γρα­φι­κό. Οπό­τε, πι­θα­νώς, και λό­γω γλωσ­σο­μά­θειας, α­πω­λέ­σα­με έ­ναν δυ­νά­μει ε­πί­λε­κτο διη­γη­μα­το­γρά­φο και κερ­δί­σα­με έ­ναν καυ­στι­κό και χυ­μώ­δη πε­ζο­γρά­φο. Η δια­φο­ρε­τι­κή, πά­ντως, θυ­μι­κή διά­θε­ση, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει το πρό­σφα­το βι­βλίο, θα πρέ­πει να α­πο­δο­θεί στη γε­νι­κό­τε­ρη μό­λυν­ση της πα­γκο­σμιο­ποίη­σης, στην ο­ποία ο συγ­γρα­φέ­ας μέ­νει σή­με­ρα πε­ρισ­σό­τε­ρο έκ­θε­τος λό­γω των ε­παγ­γελ­μα­τι­κών του α­πα­σχο­λή­σεων. Ο και­νού­ριος Γκό­ζης φαί­νε­ται πως α­δυ­να­τεί “να λύ­σει τους κά­βους” και να α­νοι­χθεί στην υ­πε­ραι­σθη­τή “ρά­δα”, γρά­φο­ντας έ­να διή­γη­μα ό­πως το υ­πο­βλη­τι­κό «Κα­τά­φω­τη η Σύ­να­ξις», δη­μο­σιευ­μέ­νο το 2000, ό­ταν α­κό­μη, του­λά­χι­στον η Θεσ­σα­λο­νί­κη, διέ­σω­ζε την ψυ­χή της.  
Ου­σια­στι­κά, ο τίτ­λος του βι­βλίου α­πο­τε­λεί τον τίτ­λο του  κει­μέ­νου στο ο­πι­σθό­φυλ­λο, που έ­χει ως θέ­μα τα τη­λε­πα­ρά­θυ­ρα και την α­κα­τά­σχε­τη πο­λυ­λο­γία των προ­σκε­κλη­μέ­νων. Το λε­κτι­κό μα­στί­γω­μα, που τους ε­πι­φυ­λάσ­σει ο συγ­γρα­φέ­ας, προ­ε­τοι­μά­ζει για τη στρο­φή του στη σά­τι­ρα. Ο Γκό­ζης, με έ­να παι­χνί­δι­σμα αυ­το­σαρ­κα­σμού στο τέ­λος του εν λό­γω κει­μέ­νου, ζη­τά εμ­μέ­σως την α­νο­χή μας για το βι­βλίο που τε­λι­κά ο­λο­κλή­ρω­σε. Όχι, ό­μως, με δέ­κα ε­τών κα­θυ­στέ­ρη­ση, ό­πως α­να­φέ­ρει, αλ­λά με δώ­δε­κα. Εκτός κι αν α­παι­τού­νται δυο χρό­νια για την κά­θο­δο ε­νός Βο­ρειο­ελ­λα­δί­τη συγ­γρα­φέα στην α­θη­ναϊκή εκ­δο­τι­κή πα­λαί­στρα. Όπως και να έ­χει, πρό­κει­ται για μία συλ­λο­γή δέ­κα ο­κτώ ι­στο­ριών, χω­ρίς α­να­φο­ρά κα­μίας προ­δη­μο­σίευ­σης. Ενώ, στο πρώ­το βι­βλίο, τα εν­νέα α­πό τα έ­ντε­κα διη­γή­μα­τα εί­χαν δη­μο­σιευ­θεί μέ­σα σε μια τε­τρα­ε­τία πριν την έκ­δο­σή του. Συν τη βρά­βευ­ση ε­νός α­πό αυ­τά σε δια­γω­νι­σμό διη­γή­μα­τος του 2001, ό­που, σε α­ντί­θε­ση με τους ση­με­ρι­νούς, η κρι­τι­κή ε­πι­τρο­πή, του­λά­χι­στον ο­ρι­σμέ­να α­πό τα μέ­λη της, διέ­θε­τε αι­σθη­τι­κό κρι­τή­ριο. Άρα, η δη­κτι­κή δια­κω­μώ­δη­ση των δη­μό­σιων η­θών, που, σε κά­ποιες α­πό τις και­νού­ριες ι­στο­ρίες, μορ­φο­ποιεί­ται σε ορ­γί­λη σά­τι­ρα, για την ο­ποία ε­λά­χι­στα προϊδέ­α­ζε η υ­πο­νο­μευ­τι­κή ει­ρω­νεία σε ο­ρι­σμέ­να α­πό τα πα­λαιό­τε­ρα διη­γή­μα­τα, καλ­λιερ­γή­θη­κε, χω­ρίς έ­ξω­θεν εν­θάρ­ρυν­ση, κα­τά μό­νας.  
Από μία ά­πο­ψη, ο σα­τι­ρι­στής εί­ναι έ­νας α­νε­πι­θύ­μη­τος έως και α­πο­συ­νά­γω­γος, α­φού καυ­τη­ριά­ζει τρέ­χου­σες συ­μπε­ρι­φο­ρές. Πα­ρο­μοίως, ο νο­σταλ­γός πα­λαιό­τε­ρων ε­πο­χών συ­χνά κη­ρύσ­σε­ται α­πό­βλη­τος ως πα­ρω­χη­μέ­νος. Ο Γκό­ζης πε­ρι­σώ­ζε­ται, ι­δίως ό­ταν ε­πα­να­φέ­ρει μνή­μες της ε­φη­βείας με σκω­πτι­κό τό­νο. Αντι­θέ­τως, ό­ταν εν­δί­δει στη νο­σταλ­γι­κή ε­ντρύ­φη­ση, οι ι­στο­ρίες του βου­λιά­ζουν στο συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό. Ακό­μη και ι­στο­ρίες, που έ­γι­νε προ­σπά­θεια να α­να­δει­χθούν με μορ­φι­κές δια­φο­ρο­ποιή­σεις, ό­πως η ε­πι­στο­λι­κή «...και δε με λες, σ’ α­ρέ­σει ο που­ρές;» ή η πα­ρα­μυ­θι­κής υ­φής, σύμ­φω­να και με τον τίτ­λο της, «Πα­ρα­μύ­θι για έ­να Αγό­ρι».
Αυ­τή η δεύ­τε­ρη ι­στο­ρία θα πρέ­πει, κα­τά τις εν­δεί­ξεις, να έ­δω­σε την ι­δέα του ε­ξω­φύλ­λου. Ευ­ρη­μα­τι­κό ό­σο και ε­ντυ­πω­σια­κό, α­φού πρό­κει­ται για λε­πτο­μέ­ρεια φω­το­γρα­φίας του Γερ­μα­νού Άλφρε­ντ Αϊζεν­στά­ντ, που πο­λι­το­γρα­φή­θη­κε Αμε­ρι­κα­νός τις πα­ρα­μο­νές του τε­λευ­ταίου Πο­λέ­μου και στά­θη­κε ο δια­ση­μό­τε­ρος φω­το­γρά­φος του πε­ριο­δι­κού «Λάιφ». Κο­ντά ε­κα­τό χρό­νια έ­ζη­σε ο Αϊζεν­στά­ντ, την α­θα­να­σία ό­μως την κέρ­δι­σε με έ­να κλι­κ, ε­κεί­νο που α­πα­θα­νά­τι­σε τον εν­θου­σια­σμό για τη λή­ξη του Πο­λέ­μου με το φι­λί ε­νός ναύ­τη σε ά­γνω­στή του νο­σο­κό­μα, α­νά­με­σα στο πλή­θος, στο Τάι­μς Σκουέρ της Νέ­ας Υόρ­κης. Με βά­ση το ό­νο­μα του φω­το­γρά­φου, χω­ρίς ε­πε­ξη­γη­μα­τι­κή λε­ζά­ντα, η ε­πι­λο­γή της φω­το­γρα­φίας χρεώ­νε­ται στην τα­λα­ντού­χο μα­κε­τί­στρια Μα­ρία Τσου­μα­χί­δου. Με βά­ση, ό­μως, το θέ­μα, δεί­χνει τον συγ­γρα­φέα. Τα παι­διά με τα γε­μά­τα α­γω­νία, ί­σως και τρό­μο, μά­τια, που κοι­τά­ζουν με­τω­πι­κά τον φα­κό, πα­ρα­κο­λου­θούν, σε μία υ­παί­θρια πα­ρά­στα­ση, τον Άι-Γιώρ­γη να σκο­τώ­νει τον Δρά­κο. Όχι στη Θεσ­σα­λο­νί­κη αλ­λά στο Πα­ρί­σι, πριν πε­νή­ντα χρό­νια.      
Ανη­λεής δεί­χνε­ται ο σα­τι­ρι­κός λό­γος, ό­ταν ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται, ό­πως το κεί­με­νο του ο­πι­σθό­φυλ­λου, σε τύ­πους και κα­τα­στά­σεις πα­νελ­λη­νίως σή­με­ρα α­να­γνω­ρί­σι­μους. Λ.χ., στο διή­γη­μα, με τον εύ­στο­χο τίτ­λο, «Θε­ρά­πων υ­πουρ­γός», κα­τά το “θε­ρά­πων ια­τρός”, προ­βάλ­λε­ται έ­να πρό­τυ­πο υ­πουρ­γού, που προ­κύ­πτει α­πό τον δια­παι­δα­γω­γη­μέ­νο ως κομ­μα­τι­κό θε­ρά­πο­ντα, ε­νώ στο διή­γη­μα «Το Πλοίο της Αγά­πης», ό­πως α­πο­κα­λούν οι φα­ντά­ροι, προ­σπα­θώ­ντας να δια­τη­ρή­σουν το χιού­μορ τους, “το σκου­πι­διά­ρι­κο στο στρα­τό”, η σά­τι­ρα βρί­σκει πρό­σφο­ρο στό­χο στην ε­λεει­νή κα­τά­στα­ση, που ε­πι­κρα­τεί στο στρα­τό­πε­δο. Ασχέ­τως αν ο λό­γος, ε­πι­διώ­κο­ντας να γί­νει καυ­στι­κός, εκ­πί­πτει στον ω­μό ρε­α­λι­σμό, ε­ξαν­τλώ­ντας την πε­ρι­γρα­φι­κή του δει­νό­τη­τα στην λε­πτο­με­ρή α­πό­δο­ση α­η­δια­στι­κών σκη­νών. Και πά­λι, ό­μως, α­φη­γη­μα­τι­κά το α­πο­τέ­λε­σμα εί­ναι πιο ι­κα­νο­ποιη­τι­κό α­πό την ελ­λο­χεύου­σα πα­ρεκ­τρο­πή μίας δι­δα­κτι­κής τά­σης, που δεν α­πο­φεύ­γε­ται στη σκια­γρά­φη­ση ε­νός άλ­λου εί­δους αν­θρώ­που, που βγαί­νει στα τη­λε­πα­ρά­θυ­ρα. Του “αυ­τό­πτη” μάρ­τυ­ρα, στο ο­μό­τιτ­λο διή­γη­μα. Όχι του συ­μπτω­μα­τι­κά αυ­τό­πτη, αλ­λά του συ­στη­μα­τι­κού, που λα­χτα­ρά­ει την τη­λε­ο­πτι­κή δη­μο­σιό­τη­τα. Αυ­τός εί­ναι ι­κα­νός πολ­λές φο­ρές να πε­ρι­γρά­φει “και ό,τι δεν συμ­βαί­νει” ή αν στα­θεί τυ­χε­ρός και έ­χει συμ­βεί, να το διο­γκώ­νει, ώ­στε να κρι­θεί ά­ξιο για πε­ρισ­σό­τε­ρο τη­λε­ο­πτι­κό χρό­νο, ά­ρα και με­γα­λύ­τε­ρη δι­κή του δη­μό­σια έκ­θε­ση.
Εκτός α­πό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κούς τύ­πους, σε ο­ρι­σμέ­νες ι­στο­ρίες, στο στό­χα­στρο βρί­σκο­νται κά­ποιες κα­τα­στά­σεις, που, κα­τά μία ο­πτι­κή, αγ­γί­ζουν τα ό­ρια της νο­ση­ρό­τη­τας. Ο α­φη­γη­τής πα­ρι­στά­νει ό­τι ε­ξυ­μνεί τις συ­γκε­κρι­μέ­νες συν­θή­κες, ε­νώ, με τις υ­περ­βάλ­λου­σες λε­κτι­κές δια­τυ­πώ­σεις, που ε­πι­στρα­τεύει, το­νί­ζει τη γε­λοιό­τη­τα των προ­σώ­πων. Δυο ι­στο­ρίες με κω­μι­κά ευ­ρή­μα­τα α­φο­ρούν πε­ρι­στά­σεις, που έ­χουν σχε­τι­κά πρό­σφα­τα προ­κύ­ψει ως α­πό­το­κα της ψη­φια­κής τε­χνο­λο­γίας. Το «Τη­λε­κη­δείες live» και κυ­ρίως, το «Ακη­δία.com» δια­θέ­τουν την οι­κο­νο­μία του διη­γή­μα­τος και δια­σκε­δα­στι­κές α­τά­κες. Κά­τι που δεν ι­σχύει για δυο άλ­λα διη­γή­μα­τα, που κα­τα­πιά­νο­νται με το ε­πί­σης και­νο­φα­νές θέ­μα δι­δα­σκα­λίας της συγ­γρα­φι­κής τέ­χνης. Τα μα­θή­μα­τα δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής εί­ναι τό­σο της μό­δας, α­πό τό­τε που τα ει­σα­γά­γα­με, που α­πο­τε­λούν τα­μπού για τη σά­τι­ρα. Πό­σω μάλ­λον α­πό νεό­τε­ρο συγ­γρα­φέα. Ο Γκό­ζης το α­πο­τολ­μά στο «Ασκή­σεις Δη­μιουρ­γι­κής Αντί-Γρα­φής», αλ­λά αρ­κεί­ται σε μία ξε­δο­ντια­σμέ­νη πα­ρω­δία. Ενώ το «Συ­ντα­γή μα­γει­ρι­κής: Διη­γή­μα­τα ρο­λά­κι» τρα­βά­ει εις μά­κρος με ά­σφαι­ρα πυ­ρά και λο­γο­παί­γνια. Κι ό­μως, σε τέ­τοια θέ­μα­τα, που α­παι­τούν πνευ­μα­τώ­δη α­νά­πτυ­ξη, δο­κι­μά­ζε­ται ο σα­τι­ρι­στής και ό­χι στους εύ­κο­λους στό­χους, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, ο Έλλη­νας σύ­ζυ­γος που ε­ζή­λω­σε τις ε­πι­δό­σεις του Τούρ­κου “πη­δη­χτα­ρά” και υ­πο­βλή­θη­κε σε «Απο­κο­πή χα­λι­νού».    
Ως το μο­να­δι­κό, ί­σως, στα­θε­ρό ση­μείο στις μυ­θο­πλα­σίες του, τις πα­λαιές και τις πρό­σφα­τες, προ­βάλ­λει η Θεσ­σα­λο­νί­κη. Εί­ναι η ό­ψη της πό­λης α­πό την ο­πτι­κή γω­νία ε­νός που άρ­χι­σε να την περ­πα­τά­ει αρ­χές δε­κα­ε­τίας του ’80. Στις α­μι­γώς θεσ­σα­λο­νι­κιώ­τι­κες ι­στο­ρίες, ο Γκό­ζης δεί­χνει τη με­γά­λη α­φη­γη­μα­τι­κή του ά­νε­ση και το λε­κτι­κό εύ­ρος που δια­θέ­τει. Αυ­τές δεν στή­νο­νται, ό­πως οι πα­λαιό­τε­ρες της γε­νέ­τει­ρας, γύ­ρω α­πό κά­ποιο συμ­βάν ή τις κι­νή­σεις ε­νός χα­ρα­κτη­ρι­στι­κού προ­σώ­που. Εδώ α­φο­ρούν, σύμ­φω­να και με τον συ­γκε­ντρω­τι­κό τίτ­λο τριών εξ αυ­τών, “τις φυ­λές της πό­λης”, τις ο­ποίες ζω­ντα­νεύει μυ­θο­πλα­στι­κά με οί­στρο ο συγ­γρα­φέ­ας. Στη Θεσ­σα­λο­νί­κη του, μία αν­δρο­κρα­τού­με­νη πό­λη, το πα­ρε­μπό­ριο στις πλα­τείες το έ­χουν α­να­λά­βει “οι Πρί­γκι­πες”, τις ε­πι­κίν­δυ­νες σφή­νες οι “Πα­πό­βιοι Άγγε­λοι”, ε­νώ το ε­πί­λε­κτο κοι­νό, το πλέ­ον “εν­θου­σιώ­δες και εκ­δη­λω­τι­κό”, στα δυο α­νοι­χτά θέ­α­τρα του Κ.Θ.Β.Ε., το α­παρ­τί­ζουν οι “Εφο­πλι­στές του Βου­νού”, μία ό­λως ι­διαί­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση τζα­μπατ­ζί­δων. Σε μία άλ­λη τριά­δα ι­στο­ριών, α­ντα­να­κλά­ται η πό­λη σε ε­κεί­νη τη “με­τα­βα­τι­κή” για τη χώ­ρα δε­κα­ε­τία. Συμ­με­τέ­χου­με νο­ε­ρά σε δια­δρο­μές με το λεω­φο­ρείο και σε πε­ρι­πά­τους. Σαν σε μα­γι­κή ει­κό­να, προ­βάλ­λουν τα αλ­λο­τι­νά κα­φέ και τα μπα­ρά­κια, με τους θα­μώ­νες τους. Κά­θε στέ­κι και μία άλ­λη “φυ­λή”, με σή­μα κα­τα­τε­θέν τους ε­πώ­νυ­μους της ε­πο­χής. Λ.χ., τον Τά­κη Κα­νελ­λό­που­λο ή τον Κω­στή Μο­σκώφ.
Μία α­πό τις ι­στο­ρίες, το «Play Bouzouki», ξε­φεύ­γει α­πό την οι­κο­νο­μία που ε­πι­βάλ­λει η μυ­θο­πλα­στι­κή σύν­θε­ση. Αυ­τή στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό τις “φυ­λές” των η­με­ρή­σιων θε­ρι­νών εκ­δρο­μέων. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, των συ­νε­πι­βα­τών στο λεω­φο­ρείο με προο­ρι­σμό “την κοι­νο­τι­κή πλαζ Επα­νω­μής στο Κτή­μα του Κα­ρα­γκιό­ζη”. Υπαρ­κτό το το­πω­νύ­μιο, αν και α­γνώ­στου σε μας ε­τυ­μο­λο­γίας, δεί­χνει πε­ρισ­σό­τε­ρο ως μυ­θο­πλα­στι­κό εύ­ρη­μα. Η ε­ξι­στό­ρη­ση ό­σων συμ­βαί­νουν ε­ντός του λεω­φο­ρείου κα­τά τη δια­δρο­μή δια­στέλ­λε­ται, α­πο­τε­λώ­ντας το κυ­ρίως θέ­μα. Η ι­στο­ρία μα­κραί­νει, δο­κι­μά­ζο­ντας τις α­ντο­χές της, με την πε­ρι­γρα­φή της κα­σέ­τας, που α­πο­τε­λεί τη μία και μο­να­δι­κή μου­σι­κή υ­πό­κρου­ση. Πα­ρα­τί­θε­ται πλή­ρης α­να­φο­ρά τρα­γου­δι­στών και α­σμά­των. Ονό­μα­τα και στί­χοι που σή­με­ρα, του­λά­χι­στον για τον κά­τοι­κο πρω­τευού­σης, εί­ναι πα­ντε­λώς ά­γνω­στα. Κι ό­μως, α­κό­μη κι αν τα ο­νό­μα­τα δεν κου­βα­λούν το α­να­λο­γούν συ­γκι­νη­σια­κό φορ­τίο, ο σχο­λια­σμός της κά­θε πε­ρί­πτω­σης, πά­ντο­τε σε χιου­μο­ρι­στι­κή σύ­ζευ­ξη με τα λό­για των τρα­γου­διών, φτιά­χνει στο α­κέ­ραιο την α­τμό­σφαι­ρα. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, ό­ποιος γκά­γκα­ρος κρι­τι­κός α­πο­κα­λεί πα­ρό­μοιες ι­στο­ρίες η­θο­γρα­φία εί­ναι ά­γευ­στος ποιή­σεως.
Ο Γιώρ­γος Γκό­ζης ο­λο­κλή­ρω­σε, έ­στω και με κα­θυ­στέ­ρη­ση, το βι­βλίο του. Μό­νο που δεν ή­ταν αυ­τό που ε­μείς πε­ρι­μέ­να­με. Ωστό­σο, με τις πρό­σφα­τες ι­στο­ρίες του έ­δει­ξε κι άλ­λες εμ­μο­νές και δια­φο­ρε­τι­κές ι­κα­νό­τη­τες. Έτσι εμ­φα­νί­ζε­ται με­τέω­ρος μεν, αλ­λά εν­δια­φέ­ρων. Κά­που με­τα­ξύ Αγιο­λο­γίας και Ναυ­τι­λίας, με­τα­ξύ θεσ­σα­λο­νι­κιώ­τι­κης μυ­θο­λο­γίας και σά­τι­ρας, τον πε­ρι­μέ­νου­με να ξα­να­δώ­σει δυ­να­μι­κά το πα­ρόν. Όμως αυ­τή τη φο­ρά σε λι­γό­τε­ρο α­πό δώ­δε­κα χρό­νια.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημρίδα "Η Εποχή"στις 15/6/2014.

Ο Κα­βά­φης του Ξε­νό­που­λου ΙΙ

$
0
0
Επι­στο­λι­κές ε­πα­φές

Την ευ­χα­ρί­στη­ση της γνω­ρι­μίας, ο Κα­βά­φης την δια­τή­ρη­σε, ε­πι­στρέ­φο­ντας στην Αλε­ξάν­δρεια, ε­νώ του Ξε­νό­που­λου την έ­σβη­σαν οι βιο­τι­κές μέ­ρι­μνες. Αυ­τό του­λά­χι­στον τεκ­μαί­ρε­ται α­πό την αλ­λη­λο­γρα­φία τους, που ο Σαβ­βί­δης α­να­δη­μο­σιεύει στο βι­βλίο του.  Ακό­μη μία αλ­λη­λο­γρα­φία του Κα­βά­φη, με­τά ε­κεί­νη με τον Φόρ­στε­ρ, που δια­σώ­θη­κε χά­ρις στην ε­πι­μέ­λειά του. Ισχνή, πε­ριο­ρί­ζε­ται στην πε­ρίο­δο 1901-1908, με μό­νο μία ε­πι­στο­λή του Κα­βά­φη και έ­να ευ­χα­ρι­στή­ριο ση­μείω­μα του Ξε­νό­που­λου στα με­τα­γε­νέ­στε­ρα χρό­νια. Σε αυ­τήν την πε­ρίο­δο, σώ­ζο­νται τέσ­σε­ρις ε­πι­στο­λές Ξε­νό­που­λου, η μία προ της δη­μο­σίευ­σης του πρώ­του άρ­θρου του και τρεις με­τά (26/1/1906, 21/2/1906, 14/2/1907),  και τέσ­σε­ρα σχέ­δια ε­πι­στο­λών του Κα­βά­φη, ό­λα με­τά τη δη­μο­σίευ­ση. Στην πρώ­τη ε­πι­στο­λή Ξε­νό­που­λου, α­να­φέ­ρο­νται δυο, μη σω­ζό­με­νες, ε­πι­στο­λές Κα­βά­φη. Η αλ­λη­λο­γρα­φία πε­ριο­ρί­ζε­ται στις συγ­γρα­φι­κές ε­να­σχο­λή­σεις τους και την ε­κα­τέ­ρω­θεν α­πο­στο­λή των πο­νη­μά­των τους, κυ­ρίως των συλ­λο­γών του Ξε­νό­που­λου και των συν­δρο­μών που ο Κα­βά­φης μπο­ρεί να ε­ξα­σφα­λί­σει γι’ αυ­τές. Όπως και στην αλ­λη­λο­γρα­φία με τον Φόρ­στε­ρ, πλη­ρο­φο­ρίες προ­σω­πι­κού χα­ρα­κτή­ρα α­που­σιά­ζουν. Ενδει­κτι­κά, ο Ξε­νό­που­λος, στην πρώ­τη ε­πι­στο­λή του, με η­με­ρο­μη­νία 23 Φεβ. 1902, δεν α­να­φέ­ρει τη γέν­νη­ση της κό­ρης του, στις 5 Φε­βρ.
Η πρώ­τη ε­πι­στο­λή Κα­βά­φη θα πρέ­πει να στάλ­θη­κε κο­ντά στην η­με­ρο­μη­νία ε­πι­στρο­φής του στην Αλε­ξάν­δρεια, η δεύ­τε­ρη προς το τέ­λος του 1901, ό­ταν αρ­χί­ζει να α­πο­γο­η­τεύε­ται με τη σιω­πή του νέ­ου του φί­λου. Σε αυ­τές ε­σω­κλείει  χει­ρό­γρα­φα ποιή­μα­τα, κα­θώς και α­ντί­τι­μο 12 φρά­γκων για 4 συν­δρο­μές της δεύ­τε­ρης συλ­λο­γής διη­γη­μά­των του Ξε­νό­που­λου. Στην ε­πι­στο­λή του, ο Ξε­νό­που­λος δι­καιο­λο­γεί­ται για τη σιω­πή του, δια­βε­βαιώ­νο­ντας για τον θαυ­μα­σμό του. Για το α­λη­θές του λό­γου, α­να­φέ­ρει ό­τι έ­χει ή­δη πα­ρα­δώ­σει στον Μι­χα­η­λί­δη άρ­θρο για την ποίη­σή του, που θα δη­μο­σιευ­τεί στα «Πα­να­θή­ναια». Οι δι­καιο­λο­γίες, πως κω­λυ­σιέρ­γη­σε να δώ­σει το άρ­θρο, για­τί φο­βό­ταν άρ­νη­ση του εκ­δό­τη, δεί­χνουν μάλ­λον προ­σχη­μα­τι­κές. Το γε­γο­νός ό­τι το άρ­θρο δη­μο­σιεύ­θη­κε πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, στις 30 Νοε. 1903, α­φή­νει το εν­δε­χό­με­νο να μην εί­χε καν γρα­φεί. Ενδια­μέ­σως, μπο­ρεί να υ­πήρ­ξαν κι άλ­λες ε­πι­στο­λές Κα­βά­φη, ε­νώ πραγ­μα­το­ποιεί­ται το δεύ­τε­ρο τα­ξί­δι του στην Αθή­να (Αυγ.-Οκτ. 1903), και μία δεύ­τε­ρη ε­πί­σκε­ψη στην και­νού­ρια κα­τοι­κία του Ξε­νό­που­λου, που εν­δέ­χε­ται να μην ή­ταν η μο­να­δι­κή.
Αμέ­σως με­τά τη δη­μο­σίευ­ση του άρ­θρου, ο Κα­βά­φης τον ευ­χα­ρι­στεί με έ­να ο­λι­γό­λο­γο δελ­τά­ριο, στο ο­ποίο α­πα­ντά ο Ξε­νό­που­λος κι αυ­τός με δελ­τά­ριο. Αμφό­τε­ρα μη σω­ζό­με­να. Σώ­ζε­ται, ό­μως, σχέ­διο α­χρο­νο­λό­γη­της ε­πι­στο­λής του Κα­βά­φη, ό­που δια­βε­βαιώ­νει τον Ξε­νό­που­λο ό­τι “του ή­ρε­σε πο­λύ” το άρ­θρο, αλ­λά “ηρ­κέ­σθην εις δυο λέ­ξεις” δια να μη τον ε­νο­χλή­σει με ε­πι­στο­λή. Αυ­τές οι ε­πι­στο­λι­κές ε­πα­φές τους κα­θρε­φτί­ζουν τις σχέ­σεις συγ­γρα­φέ­α-κρι­τι­κού. Το άρ­θρο μάλ­λον α­πο­γοή­τευ­σε τον ποιη­τή, που θα το α­νέ­με­νε, ό­πως το εί­χε προ­α­ναγ­γεί­λει ο Ξε­νό­που­λος, στο ύ­ψος των ε­γκω­μίων του. Από την πλευ­ρά του ο κρι­τι­κός, πρέ­πει να θεώ­ρη­σε ό­τι στά­θη­κε γεν­ναιό­δω­ρος και να πε­ρί­με­νε α­ντί­στοι­χες ευ­χα­ρι­στίες. Πά­ντως, ο Κα­βά­φης, εί­τε α­πό ευ­γέ­νεια εί­τε α­πό σκο­πι­μό­τη­τα, δια­τη­ρεί το φι­λι­κό κλί­μα. Αν και η φρά­ση “να σας ε­πα­να­λά­βω πό­σην χα­ράν με προ­ξε­νεί το ό­τι ε­κτι­μά­τε – το ό­τι ε­κτι­μά κρι­τι­κός ως σείς – τα ποιή­μα­τά μου”, μάλ­λον ε­νέ­χει ει­ρω­νι­κή α­πό­χρω­ση. 

Το δεύ­τε­ρο τα­ξί­δι

Οι πλη­ρο­φο­ρίες για το δεύ­τε­ρο τα­ξί­δι του Κα­βά­φη στην Αθή­να εί­ναι λι­γο­στές. Στο χρο­νο­λό­γιο του Τσίρ­κα α­να­φέ­ρε­ται ό­τι στις 22 Ιουν. 1903 ζή­τη­σε ά­δεια για τα­ξί­δι στο ε­ξω­τε­ρι­κό και του δό­θη­κε τρί­μη­νη, αρ­χό­με­νη στις 3 Αυγ. Όπως και στο πρώ­το τα­ξί­δι, έρ­χε­ται με τον α­δελ­φό του Αλέ­ξαν­δρο. Γνω­ρί­ζε­ται με τον Λά­μπρο Πορ­φύ­ρα. Συ­νά­ντη­ση για την ο­ποία δεν δί­νε­ται κα­νέ­να στοι­χείο. Ενδε­χο­μέ­νως, ο Ξε­νό­που­λος να πα­ρευ­ρι­σκό­ταν, κα­θώς στο άρ­θρο του α­να­φέ­ρει τον Πορ­φύ­ρα ως πα­ρά­δειγ­μα λο­γίου των Αθη­νών με τον ο­ποίο  συ­γκρί­νει τον Κα­βά­φη. Πά­ντως, τον Ξε­νό­που­λο “τον ε­πι­σκέ­φθη­κε πα­ρά την πε­ρι­πα­θή ε­μπλο­κή του με τον ε­λάσ­σο­να ποιη­τή, και συ­νερ­γά­τη των «Πα­να­θη­ναίων», Αλέ­ξαν­δρο Μαυ­ρου­δή”, ό­πως σχο­λιά­ζει ο Σαβ­βί­δης. Μή­πως θα ή­ταν α­κρι­βέ­στε­ρο ό­τι τον ε­πι­σκέ­φθη­κε α­κρι­βώς λό­γω του Μαυ­ρου­δή ή έ­στω, λό­γω και ε­κεί­νου; 
Ο Μαυ­ρου­δής, ως συ­νερ­γά­της των «Πα­να­θη­ναίων», πα­ρου­σιά­ζε­ται μό­λις το 1905. Ως εκ­κο­λα­πτό­με­νος, ό­μως, θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, εί­ναι α­πό νω­ρίς μέ­λος της συ­ντρο­φιάς Ξε­νό­που­λου-Πο­λύ­βιου Δη­μη­τρα­κό­που­λου. Αργό­τε­ρα, “στα­διο­δρό­μη­σε ως ε­φή­με­ρος δρα­μα­τουρ­γός στο Πα­ρί­σι”, ό­πως α­να­φέ­ρει στο Χρο­νο­λό­γιο ο Δα­σκα­λό­που­λος. Όχι και τό­σο ε­φή­με­ρος, α­φού, ε­πί μία ει­κο­σα­ε­τία, θε­α­τρι­κά έρ­γα του πα­ρου­σιά­ζο­νταν στη σκη­νή και κά­ποια γυ­ρί­ζο­νταν ται­νίες σε δι­κό του σε­νά­ριο. Ο Ξε­νό­που­λος α­να­φέ­ρει την ε­πί­σκε­ψη του Κα­βά­φη σπί­τι του σε ε­πι­φυλ­λί­δα, που δη­μο­σιεύει μία ε­βδο­μά­δα με­τά το θά­να­τό του: “Ύστε­ρα ήλ­θε κ’ ε­κεί­νος στο σπί­τι μου, στο ί­διο σπί­τι, που ή­ξε­ρε και θυ­μό­ταν... Τι α­να­μνή­σεις, τι σπα­ραγ­μός, μα και τι ευ­τυ­χία! Έβλε­πα τον άν­θρω­πο που εί­χε ζή­σει τό­σο δυ­να­τά...” Ένα τα­ξί­δι και έ­νας έ­ρω­τας, λοι­πόν, που έ­δω­σαν α­φορ­μή για ποι­κί­λες ει­κα­σίες. Θα συμ­φω­νού­σα­με με την πα­ρα­τή­ρη­ση του Κώ­στα Ου­ρά­νη πως “ο Ξε­νό­που­λος δεν έ­ζη­σε δυ­να­τά” και ί­σως, η φρά­ση του να κρύ­βει και κά­ποιο φθό­νο.

Αφα­νείς θια­σώ­τες

Ο Ξε­νό­που­λος α­να­φέ­ρε­ται για πρώ­τη φο­ρά στον Κα­βά­φη με την ευ­και­ρία της πα­ρου­σία­σης του Ημε­ρο­λο­γίου του Σκό­κου του 1903, στο τεύ­χος της 30ης Νο­εμ. 1902 των «Πα­να­θη­ναίων». Τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει “ι­διόρ­ρυθ­μο”, “και­νό­τρο­πο” και “βα­θύ ποιη­τή”, ε­νώ το δη­μο­σιευ­μέ­νο ποίη­μα, «Το πρώ­το σκα­λί», “θαυ­μά­σιο­ν” μεν αλ­λά “μαλ­λια­ρό­ν”. Κο­ντά έ­να μή­να αρ­γό­τε­ρα, στις 25 Σεπ. 1903, δη­μο­σιεύε­ται το ποίη­μα, «Δέ­η­σις», του Κα­βά­φη στην ε­φη­με­ρί­δα του Δη­μή­τρη Κα­κλα­μά­νου «Το Νέ­ον Άστυ» και με­τά δυο μέ­ρες, α­κο­λου­θεί α­νυ­πό­γρα­φο δη­μο­σίευ­μα, με τίτ­λο «Η σπα­νία ποίη­σις». Ο Σαβ­βί­δης θεω­ρεί “την α­πό­δο­ση της πα­τρό­τη­τάς του στον Ξε­νό­που­λο εύ­λο­γη”, κα­θώς ε­κεί­νος, στην πρώ­τη ε­πι­στο­λή του, δια­τεί­νε­ται πως το άρ­θρο του ή­θε­λε αρ­χι­κά να το δη­μο­σιεύ­σει σε κά­ποια ε­φη­με­ρί­δα. Πι­στεύου­με, ω­στό­σο, ό­τι ο Ξε­νό­που­λος δεν θα το δη­μο­σίευε α­νυ­πό­γρα­φο. Ανε­πι­φύ­λα­κτα ε­γκω­μια­στι­κό αυ­τό το δη­μο­σίευ­μα, δια­φο­ρο­ποιεί­ται α­πό το γνω­στό άρ­θρο του Ξε­νό­που­λου στα «Πα­να­θή­ναια» σε ο­ρι­σμέ­νες ε­πι­μέ­ρους πα­ρα­τη­ρή­σεις: Εκεί­νος ε­γκω­μιά­ζει τον Πορ­φύ­ρα, το δη­μο­σίευ­μα τον ει­ρω­νεύε­ται – ε­κεί­νος α­πο­κα­λεί έ­μπο­ρο τον Κα­βά­φη, το δη­μο­σίευ­μα φι­λό­λο­γο – ε­κεί­νος α­πο­φεύ­γει τους υ­περ­θε­τι­κούς ε­πι­θε­τι­κούς προσ­διο­ρι­σμούς, το δη­μο­σίευ­μα χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον Κα­βά­φη “ε­ξαι­ρε­τι­κόν ποιη­τή­ν” και τα ποιή­μα­τά του “τέ­λεια”. Με­τά τη δη­μο­σίευ­ση του άρ­θρου του Ξε­νό­που­λου, α­κο­λου­θεί δεύ­τε­ρο α­νυ­πό­γρα­φο ση­μείω­μα στο «Νέ­ον Άστυ», στις 6 Δεκ. 1903, α­να­φε­ρό­με­νο στο άρ­θρο, το πι­θα­νό­τε­ρο α­πό τον ί­διο συ­ντά­κτη. Πι­στεύου­με πως και τις δυο φο­ρές πρό­κει­ται για τον Κα­κλα­μά­νο, που γνώ­ρι­ζε τα ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη του­λά­χι­στον α­πό το 1896, που δη­μο­σιεύ­θη­καν δυο στο «Άστυ».
Ενίο­τε, α­κό­μη και έ­νας ε­πι­θε­τι­κός προσ­διο­ρι­σμός μπο­ρεί να εί­ναι εν­δει­κτι­κός του συγ­γρα­φι­κού ύ­φους. Ο Ξε­νό­που­λος, α­πό το πρώ­το ση­μείω­μα μέ­χρι και την πρώ­τη πα­ρου­σία­ση στη «Νέα Εστία» 28 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον Κα­βά­φη “ι­διόρ­ρυθ­μο”, και αλ­λού, ε­ναλ­λα­κτι­κά,“πε­ρίερ­γο”. Ενώ, στο δη­μο­σίευ­μα α­να­φέ­ρε­ται ως “πα­ρά­δο­ξος ποιη­τι­κή προ­σω­πι­κό­της”. Όπως και να έ­χει, ο Κα­κλα­μά­νος, μα­ζί με τους Μι­χα­η­λί­δη και Σκό­κο, εί­ναι α­πό τους πρώ­τους θια­σώ­τες του Κα­βά­φη στην Αθή­να. Ο Μι­χα­η­λί­δης, στα «Πα­να­θή­ναια», δη­μο­σιεύει ποίη­μα του Κα­βά­φη στο τεύ­χος της 31ης Αυγ. 1901, δη­λα­δή έ­να μή­να με­τά την α­να­χώ­ρη­σή του ποιη­τή α­πό την Αθή­να, δυο ποιή­μα­τα μέ­σα στο 1904 και στην τε­τρα­ε­τία, 1905-1908, έ­να ποίη­μα κα­τ’ έ­τος. Αντί­στοι­χα, στο Ημε­ρο­λό­γιο του Σκό­κου δη­μο­σιεύο­νται ποιή­μα­τά του μέ­χρι και τον τό­μο του 1907. Και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις έ­χου­με μία κο­ντά δε­κα­ε­τή συ­νερ­γα­σία του Κα­βά­φη (στα «Πα­να­θή­ναια» 1901-1908, Σκό­κου 1898-1907). Σε α­ντί­θε­ση, ό­μως, με τον Ξε­νό­που­λο, αυ­τοί οι τρεις δεν το δια­λά­λη­σαν και η Κα­βα­φο­λο­γία τους προ­σπέ­ρα­σε. Όπως προ­σπέ­ρα­σε και τους διευ­θυ­ντές δυο άλ­λων πε­ριο­δι­κών, που τον κα­λο­συ­σταί­νουν στις α­να­μνή­σεις τους α­πό την Αί­γυ­πτο. Το 1894 ο Φρα­γκί­σκος Πρί­ντε­ζης, το 1896, ο Γεώρ­γιος Τσο­κό­που­λος.     

Βι­βλιο­γρα­φι­κά

Στο  Γε­νι­κό Ευ­ρε­τή­ριο της Βι­βλιο­γρα­φίας Κα­βά­φη, το ό­νο­μα του Ξε­νό­που­λου, α­πό το 1902 μέ­χρι τον θά­να­τό του, 24 Ιαν. 1951, α­να­φέ­ρε­ται σε 32 λήμ­μα­τα. Αν ε­πε­κτα­θού­με μέ­χρι και το ε­πε­τεια­κό 1953, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νου­με τέσ­σε­ρις α­να­δρο­μι­κές α­να­φο­ρές (το άρ­θρο του Δη­μα­ρά, «Ο τε­χνι­κός της κρι­τι­κής», στο με­τα­θα­νά­τιο α­φιέ­ρω­μα της «Νέ­ας Εστίας» στον Ξε­νό­που­λο, Χρι­στού­γεν­να 1951, ε­πι­στο­λή του Ξε­νό­που­λου προς την Κα­τί­να Πα­πά με η­με­ρο­μη­νία 12/5/1922, α­να­δη­μο­σίευ­ση του πρώ­του άρ­θρου του στο α­φιέ­ρω­μα της «Νέ­ας Εστίας» του 1953 και έ­να δη­μο­σίευ­μα, που αμ­φι­σβη­τεί τα πρω­τεία του στην α­να­κά­λυ­ψη του Κα­βά­φη). Τα λήμ­μα­τα φτά­νουν τα 36. Σε 24 α­πό αυ­τά, ο Ξε­νό­που­λος εί­ναι ο συγ­γρα­φέ­ας, ε­νώ στα υ­πό­λοι­πα μνη­μο­νεύε­ται.
Θα προ­σθέ­τα­με μία νε­κρο­λο­γία του Κα­βά­φη α­πό τον Ξε­νό­που­λο, στη «Διά­πλα­ση των παί­δων», που υ­πο­δει­κνύει ο Σαβ­βί­δης, αλ­λά πα­ρα­μέ­νει α­βι­βλιο­γρά­φη­τη. Ακό­μη, 12 α­νυ­πό­γρα­φα κεί­με­να στη «Νέα Εστία» (το ει­σα­γω­γι­κό ση­μείω­μα στο πρώ­το ποίη­μα Κα­βά­φη, που δη­μο­σιεύε­ται στις 1/1/1930, και  11 ση­μειώ­μα­τα της στή­λης «Πε­ριο­δι­κά και ε­φη­με­ρί­δες» κα­τά την πρώ­τη πε­ρίο­δο, με διευ­θυ­ντή τον Ξε­νό­που­λο, στα ο­ποία α­να­φέ­ρε­ται ο Κα­βά­φης και οι σύγ­χρο­νοί τους τα α­πέ­δι­δαν στον Ξε­νό­που­λο). Συ­νο­λι­κά, 37 εί­ναι του Ξε­νό­που­λου. Αριθ­μός που, σε συν­δυα­σμό με την χρο­νο­λο­γι­κή κα­τα­νο­μή τους, δη­μιουρ­γεί την ε­ντύ­πω­ση διαρ­κούς ε­να­σχό­λη­σης με τον Κα­βά­φη. Εν μέ­ρει, αυ­τό α­λη­θεύει. Το άρ­θρο του 1903 τον ε­μπλέ­κει στην υ­πό­θε­ση Κα­βά­φη, ι­δίως στις ε­πι­θέ­σεις ε­να­ντίον του. Εί­ναι εν­δει­κτι­κό ό­τι ε­πτά κεί­με­να (α­πό το 1906 έως το 1944) συ­νι­στούν α­πα­ντή­σεις σε δη­μο­σιεύ­μα­τα ε­χθρι­κά ή και α­πλώς αυ­στη­ρά για τον Κα­βά­φη, στις ο­ποίες ε­κεί­νος υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται τον Κα­βά­φη ή και ε­αυ­τόν, ό­που α­να­φέ­ρε­ται. 
Με­τά το πρώ­το άρ­θρο του Ξε­νό­που­λου, την ε­πο­μέ­νη του ε­γκω­μια­στι­κού ση­μειώ­μα­τος στο «Νέ­ον Άστυ», δη­μο­σιεύ­εται το πρώ­το πε­ρι­γε­λα­στι­κό σχό­λιο για την ποίη­ση του Κα­βά­φη στο πε­ριο­δι­κό «Ο Νου­μάς». Ένα τε­τρά­στι­χο του εκ­δό­τη Δ. Τα­γκό­που­λου: “Θαυ­μά­ζει ο Ξερ­νό­που­λος / τον Κώ­στα τον Κα­βά­φη / για­τί έ­να ποίη­μα / τον κά­θε χρό­νο γρά­φει”. Το θυ­μά­ται ο Ξε­νό­που­λος 40 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, α­πα­ντώ­ντας σε δη­μο­σίευ­μα του Γ. Ι. Φου­σά­ρα. Μέ­σα στην ε­πό­με­νη τριε­τία, με­τρού­με δυο πα­ρό­μοια σχό­λια, με έ­ναυ­σμα ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη στα «Πα­να­θή­ναια»: Στις 15/8/1904 δη­μο­σιεύ­εται το «Φω­νές», στις 17/8/1904, στην ε­φη­με­ρί­δα του Γεωρ­γίου Πωπ «Αθή­ναι» υπάρχει α­νώ­νυ­μο σχό­λιο, ε­στια­σμέ­νο στη γλώσ­σα, “Τό­σον μαλ­λια­ρή πλέ­ον, ώ­στε και να μη κτε­νί­ζε­ται καν εις ο­μοιο­κα­τα­λη­ξίας και μέ­τρο­ν”. Στις 15/6/1906, το «Bα­σι­λεύς Δη­μή­τριος», στις 24/9/1906, ψευ­δώ­νυ­μο κο­ροϊδευ­τι­κό σχό­λιο στο «Νου­μά», στο ο­ποίο σπεύ­δει να α­πα­ντή­σει, υ­πό μορ­φή ε­πι­στο­λής, ο Ξε­νό­που­λος, κα­θό­σον α­να­φέ­ρε­ται ο­νο­μα­στι­κά ως ε­κεί­νος που α­να­κή­ρυ­ξε τον Κα­βά­φη “βαρ­βά­το ποιη­τή”. Ο Σαβ­βί­δης χα­ρα­κτη­ρί­ζει την α­πά­ντη­ση μει­λί­χια, ε­πι­κα­λού­με­νος ε­παι­νε­τι­κό σχό­λιο του Δη­μα­ρά για τον Ξε­νό­που­λο, ό­τι “μας δι­δά­σκει πως να λέ­με το σω­στό χω­ρίς να γι­νό­μα­στε χυ­δαίοι”. Η α­πά­ντη­ση δεί­χνει πε­ρισ­σό­τε­ρο σαν α­να­δί­πλω­ση. Αρχι­κά, συ­μπλέει με τους χλευα­στές, ε­πα­να­λαμ­βά­νο­ντας στη συ­νέ­χεια το ε­πι­χεί­ρη­μα του άρ­θρου του, ό­τι ο Κα­βά­φης έ­χει γρά­ψει πέ­ντε-έ­ξη ποιή­μα­τα “με­γά­λα”, με κο­ρυ­φαίο, τα «Τεί­χη». 
Αραιό­τε­ρα, ό­πο­τε δί­νε­ται α­φορ­μή α­πό δη­μο­σίευ­μα ή βι­βλίο, ε­πα­νέρ­χε­ται. Τη συ­νε­χή α­νά­μι­ξή του στην υ­πό­θε­ση Κα­βά­φη δεί­χνουν και άλ­λες ε­νέρ­γειες, ό­πως η υ­πο­γρα­φή του σε δια­μαρ­τυ­ρία δια­νοου­μέ­νων (11/4/1924), αλ­λά και τρεις συ­νε­ντεύ­ξεις του (σε έ­ρευ­να για τον Κα­βά­φη του Μ. Βαϊά­νου 21/5/1924, στο πε­ριο­δι­κό «Πα­ναι­γύ­πτια» 29/2/1936, στην Τε­ρέ­ντσιο 1/5/1949), που έ­χουν κύ­ριο θέ­μα τον Κα­βά­φη. Ενδει­κτι­κή εί­ναι και  η κα­βα­φι­κή σχο­λιο­γρα­φία στο πε­ριο­δι­κό του. Με ε­ξαί­ρε­ση έ­να ει­ρω­νι­κό σχό­λιο γε­νι­κώς για τους λο­γίους της Αλε­ξάν­δρειας, ό­που οι βο­λές πιά­νουν και τον Κα­βά­φη, τα υ­πό­λοι­πα τάσ­σο­νται στο πλευ­ρό ό­σων τον θαυ­μά­ζουν, στρε­φό­με­να κα­τά υ­βρι­στών του, ό­πως ο Τα­γκό­που­λος, ή και διορ­θώ­νο­ντας αυ­στη­ρές κρι­τι­κές για ε­πι­μέ­ρους ποιή­μα­τα ό­πως του Μα­λά­νου. 
Ο Ξε­νό­που­λος δεν δη­λώ­νει μό­νο λο­γο­τε­χνι­κό εν­δια­φέ­ρον. Προ­βάλ­λει την προ­σω­πι­κή τους σχέ­ση, με κεί­με­να συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­να, ό­πως ε­κεί­νο για το τε­λευ­ταίο τα­ξί­δι του Κα­βά­φη στην Αθή­να και οι τρεις νε­κρο­λο­γίες. Ενδει­κτι­κή σχε­τι­κά εί­ναι και η ε­πι­στο­λή στην φί­λη του Κα­τί­να Πα­πά. Όσο για τα κεί­με­να του κρι­τι­κού Ξε­νό­που­λου, κα­τα­λαμ­βά­νουν 11 λήμ­μα­τα: Το πρώ­το σχό­λιο του 1902, δυο γε­νι­κό­λο­γες α­να­φο­ρές πε­ρί νε­ο­ελ­λη­νι­κής ποίη­σης και α­λε­ξαν­δρι­νής λο­γο­τε­χνίας, το ει­σα­γω­γι­κό ση­μείω­μα για το πρώ­το ποίη­μα Κα­βά­φη στη «Νέα Εστία», υ­πο­γε­γραμ­μέ­νο α­πό την σύ­ντα­ξη του πε­ριο­δι­κού, και ε­πτά λήμ­μα­τα, που α­ντι­στοι­χούν σε τρία κεί­με­να. Αυ­τά εί­ναι το πρώ­το άρ­θρο και δυο ο­μι­λίες, με τις α­να­δη­μο­σιεύ­σεις τους (τρεις φο­ρές δη­μο­σιεύ­τη­κε το πρώ­το άρ­θρο, 1903, 1933 και 1953 στα α­ντί­στοι­χα α­φιε­ρώ­μα­τα της «Νέ­ας Εστίας», ά­παξ η δεύ­τε­ρη ο­μι­λία και τρις η τρί­τη). Το ει­δο­λο­γι­κό φά­σμα των κει­μέ­νων συ­μπλη­ρώ­νε­ται με μία α­φιέ­ρω­ση διη­γή­μα­τος του Ξε­νό­που­λου στον Κα­βά­φη.

Λαν­θά­νον Ιω­βη­λαίο

Θυ­μί­ζου­με πως η πρώ­τη ο­μι­λία προο­ρι­ζό­ταν για τι­μη­τι­κή εκ­δή­λω­ση στην Αλε­ξάν­δρεια, το “Ιω­βη­λαίο” του κα­τά τον Ξε­νό­που­λο, πι­θα­νώς Απρ. 1923. Λαν­θά­νει στα Χρο­νο­λό­για. Ίσως την μα­ταίω­σε ο θά­να­τος του α­δελ­φού του, Τζων,  στις 9 Φε­βρ. 1923. Πα­ρό­τι ο Ξε­νό­που­λος εί­χε προ­σκλη­θεί α­πό την ορ­γα­νω­τι­κή ε­πι­τρο­πή, δεν σκό­πευε να πα­ρευ­ρε­θεί. Έστει­λε το κεί­με­νο της ο­μι­λίας του, που δη­μο­σιεύ­θη­κε δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα στο πε­ριο­δι­κό του Βαϊά­νου «Νέα Τέ­χνη». Φόρ­τος ερ­γα­σίας ή συ­ντη­ρη­τι­κή στά­ση; Ενώ, η δεύ­τε­ρη, με τίτ­λο, «Το αν­θρώ­πι­νο στην ποίη­ση του Κα­βά­φη», πραγ­μα­το­ποιή­θη­κε στο Ελλη­νι­κό Ωδείο στις 29/11/1933, ε­πα­να­λή­φθη­κε με αλ­λα­γές στις 30/4/1940 στο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης και στις 8/6/1943 στο Θέ­α­τρο Κυ­βέ­λη. Δη­μο­σιεύ­θη­καν τα κεί­με­να της πρώ­της και της τρί­της μορ­φής,  για την εν­διά­με­ση υ­πάρ­χουν α­να­φο­ρές στον Τύ­πο.   
Ο Ξε­νό­που­λος, στην πρώ­τη συ­να­γω­γή κρι­τι­κών κει­μέ­νων του, το 1923, δεν πε­ρι­λαμ­βά­νει το άρ­θρο του 1903. Στην δεύ­τε­ρη, το 1937, πε­ρι­λαμ­βά­νει το πρώ­το και ε­κεί­νο της δεύ­τε­ρης ο­μι­λίας. Και πράγ­μα­τι, το κεί­με­νο της πρώ­της ο­μι­λίας δεν συ­νι­στά κρι­τι­κή α­πο­τί­μη­ση. Μνη­μο­νεύει το πρώ­το άρ­θρο του, ε­ξο­μο­λο­γού­με­νος τους αλ­λο­τι­νούς φό­βους του για το πώς θα α­ντι­δρού­σε ο κύ­κλος του πε­ριο­δι­κού, οι α­να­γνώ­στες, α­κό­μη και ο ί­διος ο ποιη­τής, αλ­λά και για το κα­τά πό­σο ο χρό­νος θα δι­καίω­νε την κρί­ση του. Αυ­τή η πε­ρι­πό­θη­τη δι­καίω­ση ήρ­θε, ό­πως α­να­φέ­ρει, σε μία γιορ­τή προς τι­μή του Κα­βά­φη, που έ­γι­νε προ δυο χρό­νων στην Αθή­να. Τον δι­καίω­σαν ό­σα εί­πε ο ο­μι­λη­τής αλ­λά κυ­ρίως η α­ντί­δρα­ση του νε­α­ρού α­κρο­α­τη­ρίου. Δεν ο­νο­μα­τί­ζει τον ο­μι­λη­τή, μό­νο τον πε­ρι­γρά­φει: “Νέ­ος λο­γο­τέ­χνης, α­πό τους κα­λύ­τε­ρους, τους κρι­τι­κώ­τε­ρους της γε­νεάς του, – α­γέν­νη­τος ί­σως ό­ταν πρω­τό­γρα­φα ε­γώ στα «Πα­να­θή­ναια»”. Αγέν­νη­τος ό­χι, αλ­λά μό­λις τε­τρα­ε­τής. Πρό­κει­ται για τον Τέλ­λο Άγρα και την διά­λε­ξή του στο Ελλη­νι­κό Ωδείο στις 30 Μαρ. 1921. Συ­μπλη­ρώ­νει την ει­κό­να με την α­παγ­γε­λία ποιη­μά­των: “Δί­πλα του, μια νέα κο­πέ­λα, αι­σθα­ντι­κή, φι­λο­λο­γι­κά μορ­φω­μέ­νη και γυ­μνα­σμέ­νη στη θε­α­τρι­κή τέ­χνη, τ’ α­πάγ­γει­λε θαυ­μά­σια.” Εί­ναι η Μπα­τι­στά­του του θιά­σου του Βα­σι­λι­κού Θεά­τρου. Σε κρε­σέ­ντο η κα­τα­κλεί­δα: “Α, τι χα­ρά που μπο­ρώ τώ­ρα να φω­νά­ζω ως τ’ α­στέ­ρια την α­γά­πη μου και τον θαυ­μα­σμό μου για τον Κα­βά­φη!” 
Το α­ξιο­πε­ρίερ­γο για τους δύο αυ­τούς κρι­τι­κούς της κα­βα­φι­κής ποίη­σης εί­ναι το ε­ξής: Λί­γο αρ­γό­τε­ρα, στο κα­βα­φι­κό πε­ριο­δι­κό «Αλε­ξαν­δρι­νή Τέ­χνη» (1926 - 1931), ε­νώ ο Ξε­νό­που­λος α­που­σιά­ζει ως συ­νερ­γά­της, ο Άγρας, α­ντι­στρό­φως,  συ­να­ντά­ται α­νά­με­σα στους τα­κτι­κούς συ­νερ­γά­τες.  Η α­πά­ντη­ση στο για­τί ο Ξε­νό­που­λος ε­ξαι­ρεί­ται, μέ­νει με­τέω­ρη.
Συ­νέ­χεια και τέ­λος την ε­πό­με­νη Κυ­ρια­κή.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 22/6/2014.

Ο Κα­βά­φης του Ξε­νό­που­λου ΙΙI

$
0
0
Ο κρι­τι­κός Ξε­νό­που­λος

Ο Ξε­νό­που­λος α­κο­λου­θεί σε ό­λα τα κεί­με­νά του, συ­ντο­μό­τε­ρα και ε­κτε­νέ­στε­ρα, συ­γκι­νη­σια­κής ή κρι­τι­κής διά­θε­σης, την ί­δια ρη­το­ρι­κή. Αρχι­κά συμ­φω­νεί με τον αυ­στη­ρό κρι­τή, αν πρό­κει­ται για α­πα­ντή­σεις σε σχό­λια, ή με τις δια­τυ­πω­μέ­νες ε­πι­κρί­σεις για την ποίη­ση του Κα­βά­φη, αν πρό­κει­ται για τα κρι­τι­κά κεί­με­να, πα­ρα­θέ­το­ντας πα­ρελ­κυ­στι­κά σχό­λια και ε­πι­μέ­ρους υ­πε­ρα­σπι­στι­κές εν­στά­σεις. Στη συ­νέ­χεια, πε­ριο­ρί­ζει το κα­βα­φι­κό σώ­μα σε έ­να μι­κρό α­ριθ­μό ποιη­μά­των. Απα­ραί­τη­τη σε αυ­τό το ση­μείο, αν δεν έ­χει α­πο­τε­λέ­σει το ξε­κί­νη­μα, εί­ναι η υ­πό­μνη­ση της δι­κής του συμ­βο­λής με ε­κεί­νο το πρώ­το άρ­θρο του. Στα συ­ναι­σθη­μα­τι­κής φύ­σης κεί­με­να, α­να­φέ­ρε­ται και στις δυο πρώ­τες συ­να­ντή­σεις τους. Ως προς τα ποιή­μα­τα, εί­ναι πά­ντο­τε τα ί­δια. Τα ο­κτώ, που πα­ρα­θέ­τει στο πρώ­το άρ­θρο του, και τα άλ­λα εν­νέα στη δεύ­τε­ρη ο­μι­λία, 30 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ό­που τέσ­σε­ρα ε­πα­να­λαμ­βά­νο­νται. Σύ­νο­λο 13, γραμ­μέ­να τα 8 στην πε­ρίο­δο 1893-1901, δυο το 1910 και έ­να το 1917. Όσα ψευ­δοϊστο­ρι­κά και ι­στο­ρι­κο­φα­νή, τα προσ­λαμ­βά­νει, α­πό κοι­νού με τα υ­πό­λοι­πα που ξε­χω­ρί­ζει, ως ποιή­μα­τα υ­παρ­ξια­κής α­γω­νίας. Αυ­τά ε­γκω­μιά­ζει, αλ­λά και πά­λι, με­τά ε­πι­φυ­λά­ξεων.
Στα εν λό­γω δυο κεί­με­να, πα­ρα­θέ­τει τα ποιή­μα­τα με συ­νο­δευ­τι­κό σχο­λια­σμό. Έτσι πα­ρα­κά­μπτει την πά­για δυ­σκο­λία της κρι­τι­κής να εκ­φρα­στεί ε­πί του συ­νο­λι­κού έρ­γου. Δεν πα­ρα­λεί­πει να σχο­λιά­σει ρυθ­μό, στι­χουρ­γία και γλώσ­σα, αλ­λά ως πε­δία στα ο­ποία ο Κα­βά­φης δεν διεκ­δι­κεί μια α­ξιό­λο­γη θέ­ση. Αρε­τές βρί­σκει στην ει­κο­νο­ποιία και  την οι­κο­νο­μία του ποιή­μα­τος. Από ε­κεί και πέ­ρα, δια­βά­ζει τα ποιή­μα­τα ως δο­κί­μια, α­να­λύο­ντας θαυ­μα­στι­κά το στο­χα­στι­κό τους πε­ριε­χό­με­νο. Το πρώ­το άρ­θρο, που υ­πο­τί­θε­ται ό­τι στο­χεύει στην α­νά­δει­ξη του ποιη­τή, κα­τα­λή­γει με την α­πό­φαν­ση: “Θα ή­το δι­καιω­μα­τι­κώ­τε­ρα πο­λί­της εις των Ιδεών την Πό­λιν.” Και 30 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ξε­κι­νά τη μία και μο­να­δι­κή με­τά το θά­να­το του Κα­βά­φη, ε­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νη ο­μι­λία του,  α­κρι­βώς α­πό το ση­μείο που τε­λείω­νε το άρ­θρο, α­πό τη φι­λο­σο­φία και το σκο­πό της, “να συν­διαλ­λά­ξη τον Άνθρω­πο με το Θά­να­το.” Ο τίτ­λος της διά­λε­ξης, «Το αν­θρώ­πι­νο στην ποίη­ση του Κα­βά­φη», α­να­φέ­ρε­ται στην αν­θρώ­πι­νη δυ­στυ­χία, που, ό­πως α­να­πτύσ­σει, α­ντέ­χου­με εί­τε με τους λο­γι­κούς τρό­πους της φι­λο­σο­φίας εί­τε με τους συ­γκι­νη­σια­κούς της ποίη­σης. Να θυ­μί­σου­με ό­τι το Αρι­στείο του α­πο­νε­μή­θη­κε για το θε­α­τρι­κό έρ­γο του, «Το αν­θρώ­πι­νο», που εί­χε γρά­ψει ε­πη­ρε­α­σμέ­νος α­πό την αρ­ρώ­στια και το θά­να­το του φί­λου του Δη­μη­τρα­κό­που­λου α­πό καρ­κί­νο (28/7/1922). Με­τά μα­κριά ει­σα­γω­γή, με συ­γκα­τα­βα­τι­κή, χα­λα­ρά υ­πε­ρα­σπι­στι­κή, α­να­φο­ρά στα “α­νή­θι­κα” και τα ι­στο­ρι­κά ποιή­μα­τα, έρ­χε­ται στο αν­θρώ­πι­νο στοι­χείο που βρί­σκου­με στην ποίη­σή του. Στα ποιή­μα­τα που πα­ρα­θέ­τει υ­πο­δει­κνύει την αν­θρώ­πι­νη δυ­στυ­χία, στην ο­ποία έ­κα­στο α­να­φέ­ρε­ται. Επι­μέ­νει σε ε­κεί­να που τον αγ­γί­ζουν προ­σω­πι­κά, ε­πα­νερ­χό­με­νος για πολ­λο­στή φο­ρά στα πε­ρί­φη­μα «Τεί­χη». 

Μία α­φιέ­ρω­ση

Κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, έ­να λήμ­μα της Βι­βλιο­γρα­φίας α­φο­ρά α­φιέ­ρω­ση του Ξε­νό­που­λου στον Κα­βά­φη. Στη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, «Ο Μι­νώ­ταυ­ρος κι άλ­λα νέα διη­γή­μα­τα (1921-1924)», του α­φιε­ρώ­νει το ο­μό­τιτ­λο (στα Άπα­ντα Ξε­νό­που­λου α­πό τις εκδ. Βλάσ­ση η α­φιέ­ρω­ση έ­χει α­πα­λει­φθεί). Στομ­φώ­δης η α­φιέ­ρω­ση, “Στον ποιη­τή Κ. Π. Κα­βά­φη, τον με­γά­λο και α­γα­πη­μέ­νο μου, α­φιέ­ρω­μα”, γεν­νά το ε­ρώ­τη­μα, τυ­χόν σκο­πι­μό­τη­τας. Η συλ­λο­γή εκ­δό­θη­κε το 1925, ό­ταν ο Κα­βά­φης εί­ναι το πρό­σω­πο της η­μέ­ρας σε Αλε­ξάν­δρεια και Αθή­να, με πολ­λούς νέ­ους Απο­στό­λους του έρ­γου του. Ανα­με­νό­με­νο, ο Ξε­νό­που­λος να διεκ­δι­κεί δάφ­νες για την πρω­τιά της “α­να­κά­λυ­ψής” του. Ιδιαί­τε­ρα, ό­ταν πρό­κει­ται για μία έκ­δο­ση α­πό οί­κο της Αλε­ξάν­δρειας, τα Γράμ­μα­τα, που έ­χει ως πρώ­το κοι­νό τους Αι­γυ­πτιώ­τες. Ο κτη­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας της α­φιέ­ρω­σης συ­νι­στά κι αυ­τός έ­ναν τρό­πο διεκ­δί­κη­σης  των ο­φει­λό­με­νων στο κρι­τι­κό του αι­σθη­τή­ριο. Ύστε­ρα, δεν α­πο­κλείε­ται ο Κα­βά­φης να εί­χε με­σο­λα­βή­σει στον εκ­δό­τη Στέ­φα­νο Πάρ­γα για την έκ­δο­ση, κα­θώς ο αι­γυ­πτιώ­τι­κος κύ­κλος γνω­ρι­μιών του Ξε­νό­που­λου μάλ­λον πε­ριο­ρι­ζό­ταν σε κά­ποιες α­θη­ναϊκές φι­λίες. Δυο α­κό­μη βι­βλία, που τύ­πω­σε στην Αλε­ξάν­δρεια, το 1923 το μυ­θι­στό­ρη­μα «Ισα­βέλ­λα» και το 1926 «Ο τρελ­λός με τους κόκ­κι­νους κρί­νους» εί­ναι α­πό τον εκ­δο­τι­κό οί­κο του Άγγε­λου Κα­σι­γό­νη, τον ο­ποίο γνώ­ρι­ζε πριν ε­κεί­νος ε­γκα­τα­στα­θεί στην Αλε­ξάν­δρεια.
Σχε­τι­κά με το διή­γη­μα, ο Σαβ­βί­δης σχο­λιά­ζει πως πρό­κει­ται για “το πιο τολ­μη­ρό α­πό κοι­νω­νιο­λο­γι­κή, ψυ­χο­γρα­φι­κή, μα και σε­ξουα­λι­κήν ά­πο­ψη”, πα­ρο­τρύ­νο­ντας “να ε­ξε­τα­στεί κρι­τι­κά ως ποιόν βαθ­μό ο Ξε­νό­που­λος μπο­ρεί να ταύ­τι­ζε τον πρω­τα­γω­νι­στή του διη­γή­μα­τός του με τον Κα­βά­φη.”  Στη συλ­λο­γή συ­γκε­ντρώ­νο­νται 12 διη­γή­μα­τα, ό­που το ο­μό­τιτ­λο εί­ναι το ε­κτε­νέ­στε­ρο. Το διή­γη­μα «Ο Μι­νώ­ταυ­ρος» έ­χει μία μι­κρή προϊστο­ρία. Πρω­το­εκ­δό­θη­κε σε συ­νέ­χειες στην πρωι­νή κα­θη­με­ρι­νή ε­φη­με­ρί­δα «Ελεύ­θε­ρος Λό­γος», που ξε­κί­νη­σε στις 17 Ιουν. 1923, με τον Ξε­νό­που­λο να γρά­φει το φι­λο­λο­γι­κό χρο­νο­γρά­φη­μα. Συ­νο­λι­κά, 22 συ­νέ­χειες, 26/9/1923-17/10/1923, ό­που, στην τε­λευ­ταία, υ­πάρ­χει ση­μείω­ση ό­τι “γρά­φτη­κε τον Γε­νά­ρη του 1922”. Πα­ρό­τι στην ε­φη­με­ρί­δα δη­μο­σιεύο­νται, α­πό τον πρώ­το χρό­νο, ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη και άρ­θρα που κά­νουν α­να­φο­ρά στην ποίη­σή του, τα ο­ποία βι­βλιο­γρα­φού­νται, το διή­γη­μα δια­φεύ­γει. Και δι­καίως, α­φού σε αυ­τήν την πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση δεν υ­πάρ­χει η α­φιέ­ρω­ση στον Κα­βά­φη. Σε α­ντί­θε­ση με άλ­λα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής, κα­θώς και της τα­κτι­κής του Ξε­νό­που­λου να αν­θο­λο­γεί το ί­διο διή­γη­μα σε πε­ρισ­σό­τε­ρες συλ­λο­γές, αυ­τό δεν α­να­δη­μο­σιεύ­τη­κε. Ίσως, α­κρι­βώς, λό­γω του τολ­μη­ρού του χα­ρα­κτή­ρα. Το γε­γο­νός, πά­ντως, ό­τι γρά­φτη­κε τρία χρό­νια πριν την έκ­δο­ση της συλ­λο­γής, ε­πι­τρέ­πει την ει­κα­σία, με άλ­λες δια­θέ­σεις ο Ξε­νό­που­λος να έ­στη­σε την υ­πό­θε­ση του διη­γή­μα­τος και με άλ­λες να πρό­σθε­σε την α­φιέ­ρω­ση. Στις αρ­χές του 1922, εί­ναι νω­πή η διά­λε­ξη του Άγρα, που, αρ­χι­κά, θα πρέ­πει να τον δυ­σα­ρέ­στη­σε, κα­θώς έ­νας νεό­τε­ρος τον πα­ρα­γκώ­νι­ζε προ­βάλ­λο­ντας πρώ­τος σε έ­να νεό­τε­ρο κοι­νό τον Κα­βά­φη. Ασχέ­τως αν στο κεί­με­νο της ο­μι­λίας του, ά­νοι­ξη 1923, την πα­ρου­σιά­ζει εν­θου­σιω­δώς, δράτ­το­ντας της ευ­και­ρίας να υ­πεν­θυ­μί­σει το πρώ­το άρ­θρο του. Άλλω­στε, λει­τουρ­γώ­ντας με πε­ρί­σκε­ψη, δεν θα πα­ρευ­ρι­σκό­ταν στην εκ­δή­λω­ση. Δεν εί­χε πά­ρει α­κό­μη το πο­λυ­πό­θη­το Αρι­στείο, πρώ­το βή­μα προς τον α­κα­δη­μαϊκό θώ­κο. 
Το διή­γη­μα φέ­ρει τον υ­πό­τιτ­λο «Μια πο­λύ πα­λιά ζα­κυ­θι­νή ι­στο­ρία» και “α­ντί προ­λό­γου”, ση­μείω­μα, που το­πο­θε­τεί την ι­στο­ρία 130 χρό­νια πί­σω, δη­λα­δή στα 1792. Αλλη­γο­ρι­κός ο τίτ­λος, πα­ρα­πέ­μπει στο μύ­θο του Μι­νώ­ταυ­ρου και του Θη­σέα, ε­νώ, για το στή­σι­μο της υ­πό­θε­σης, ο συγ­γρα­φέ­ας πο­ρί­ζε­ται και α­πό το μύ­θο του Δού­ρειου Ίππου και του πο­νη­ρού Οδυσ­σέα. Ο Μι­νώ­ταυ­ρος του διη­γή­μα­τος εί­ναι “ο άρ­χο­ντας Κούρ­πας”, που ο­ρί­ζει μία ο­λό­κλη­ρη γει­το­νιά. Το πα­λά­τι του φρά­ζει με τον ψη­λό τοί­χο του πε­ρι­βο­λιού το κε­ντρι­κό κα­ντού­νι. “Αμπο­δά­ει τον αέ­ρα, τον ή­λιο, το φως, τη λευ­τε­ριά...”. “Απ’ ό,τι έ­κα­ναν, ό,τι έ­βγα­ζαν ή­ταν υ­πο­χρεω­μέ­νοι να στέλ­νουν και στο πα­λά­τι...”. “Άμα δεν έ­δι­νε κα­νείς το πρά­μα του ή το κο­ρί­τσι του με το κα­λό, του το ’παιρ­νε με τη βία.” “Ήταν ε­ν’ ά­γρα­φο αρ­χο­ντι­κό δι­καίω­μα, έ­να προ­νό­μιο πα­λιό, έ­να φέ­ου­δο αλ­λιώ­τι­κο, που η αρ­χή του χα­νό­ταν στα σκο­τά­δια του με­σαίω­να: έ­νας φό­ρος αί­μα­τος παρ­θε­νι­κού.”
Σε α­ντί­θε­ση με τη θυ­σία στον Μι­νώ­ταυ­ρο, που ή­ταν 14 α­γό­ρια και κο­ρί­τσια ευ­γε­νών οι­κο­γε­νειών, ο Ζα­κύν­θιος άρ­χο­ντας αρ­κεί­το σε “κο­ρα­σι­δού­λες, δε­κα­τεσ­σά­ρω χρο­νώ”, ά­ντε δε­κα­πέ­ντε. Με “πρό­σω­πο πο­λύ παι­διά­τι­κο, α­γνό, α­θώο”, που έ­δει­χναν α­κό­μη μι­κρό­τε­ρες. Ει­δάλ­λως, ο συγ­γρα­φέ­ας θα ξε­περ­νού­σε τα ό­ρια της ε­λευ­θε­ριό­τη­τας, που ε­πι­τρέ­πει “η πα­λιά ζα­κυ­θι­νή ι­στο­ρία”. Τον Αφέ­ντη τον πε­ρι­γρά­φει με τους χα­ρα­κτη­ρι­σμούς, “έ­νας έκ­φυ­λος, ά­σω­τος, λά­γνος”. Στο ε­ρώ­τη­μα του Σαβ­βί­δη, α­πα­ντά­ει η πε­ρι­γρα­φή του: “Ήταν ψη­λός, μάλ­λον α­δύ­να­τος, άσ­προς σα φιλ­ντι­σέ­νιος, γε­μά­τος φλε­βί­τες γα­λά­ζιες και μα­βιές, με μαύ­ρα μά­τια κά­τω α­πό πυ­κνά φρύ­δια και με μα­κρου­λό πρό­σω­πο ο­λωσ­διό­λου ξυ­ρι­σμέ­νο... Η λα­γνεία – το κυ­ριό­τε­ρό του χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό – ε­νέ­δρευε θα ’λε­γες στη μύ­τη, την πε­λώ­ρια, ευ­κο­λο­κί­νη­τη και φου­σκω­μέ­νη στα πλά­για...” Η μύ­τη του Κα­βά­φη α­πο­τέ­λε­σε το κα­τ’ ε­ξο­χήν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του, που ε­νέ­πνευ­σε τους γε­λοιο­γρά­φους.
Αντι­μέ­τω­πος με τον Αφέ­ντη βρί­σκε­ται έ­νας νιό­πα­ντρος “σκα­φτιάς”, ο Τζώρτ­ζης, που δεν βρή­κε τη γυ­ναί­κα του παρ­θέ­να και θέ­λει να εκ­δι­κη­θεί. Ο συγ­γρα­φέ­ας  δί­νει δι­δα­κτι­κό ε­πί­χρι­σμα στην ι­στο­ρία του. “Τρα­κό­σια χρό­νια πλα­κω­μέ­νοι”, που ση­μαί­νει α­να­δρο­μή στην αρ­χή της Ενε­το­κρα­τίας, “ο­ποια α­ντί­στα­ση κά­ποιος α­πο­τολ­μά κα­τα­πνί­γε­ται σαν α­νταρ­σία κι ε­πα­νά­στα­ση.” Το 1792, ό­μως, έρ­χο­νται τα νέα α­πό τη Φρά­ντζα. “Στα Πα­ρί­σια, οι ξυ­πό­λυ­τοι ση­κώ­σα­νε με­γά­λο ρε­μπε­λιό. Κά­να­νε γιου­ρού­σι στην Μπα­στίλ­λια”. Στην Ζά­κυν­θο, οι Γάλ­λοι έρ­χο­νται πέ­ντε χρό­νια αρ­γό­τε­ρα και γί­νο­νται δε­κτοί ως ε­λευ­θε­ρω­τές. Ο “σκα­φτιάς” θα βά­λει σε πρά­ξη το πα­ρά­δειγ­μά τους. Ως άλ­λος Οδυσ­σέ­ας, θα μπει με δό­λο στο πα­λά­τι και θα βά­λει φω­τιά. Ο ψη­λός τοί­χος θα γκρε­μι­στεί. Όλοι οι φο­βι­σμέ­νοι της γει­το­νιάς θα πι­στέ­ψουν ό­τι εί­ναι Θε­ού έρ­γο. Κα­τά τα άλ­λα, και τον Τζώρτ­ζη τον βά­ζουν σε πει­ρα­σμό οι κο­ρα­σί­δες. “Τις κα­θί­ζει στα γό­να­τά του.” “Το θερ­μό, το πο­νη­ρό σω­μα­τά­κι που κρα­τού­σε, δεν του ’κα­νε καρ­διά να τ’ α­φή­σει.” Πι­στεύει, ό­μως, πως μό­νο αν βρει τη δύ­να­μη να α­ντι­στα­θεί στον πει­ρα­σμό, θα μπο­ρέ­σει να εκ­δι­κη­θεί, να κά­ψει το πα­λά­τι και να γκρε­μί­σει τον τοί­χο που φρά­ζει το κα­ντού­νι. 
Άρα­γε, ως ποιο βαθ­μό ο “σκα­φτιάς” μπο­ρεί να α­ντα­να­κλά βιώ­μα­τα του συγ­γρα­φέα. Μή­πως ο Ξε­νό­που­λος, με το δί­πο­λο των η­ρώων, συ­νο­μι­λεί με τον ποιη­τή, δια­γκω­νι­ζό­με­νος μα­ζί του στο πε­δίο της ε­λευ­θε­ριό­τη­τας. Ο Αφέ­ντης έ­χει α­φε­θεί στην α­σέλ­γεια. Ο Τζώρτ­ζης πο­λε­μά­ει τον Διά­βο­λο. Τε­λι­κά, νι­κά­ει, ρί­χνει τα “Τεί­χη”. Ένας ε­ναλ­λα­κτι­κός τίτ­λος του διη­γή­μα­τος θα μπο­ρού­σε να εί­ναι, τα “Τεί­χη”, ο­πό­τε και η α­να­φο­ρά στον Κα­βά­φη θα γι­νό­ταν ευ­θεία. Μέ­νει ε­ρώ­τη­μα το πώς “ταί­ρια­ζε” στη ζωή του Ξε­νό­που­λου το εν λό­γω ποίη­μα. Σύμ­φω­να με “κου­σέ­λια της δε­κα­ε­τίας του ’60, που πρό­λα­βε” ο Σαβ­βί­δης, ο Ξε­νό­που­λος “έ­χει τη φή­μη του παι­δε­ρα­στή”. Βε­βαίως, οι φή­μες για τους συγ­γρα­φείς α­πο­τε­λούν συ­χνά α­πόρ­ροια ά­κρα­του ή, κα­μιά φο­ρά και ψευ­δούς βιο­γρα­φι­σμού. Όσο για σή­με­ρα, η ση­μα­σία ο­ρι­σμέ­νων λέ­ξεων με σε­ξουα­λι­κό πε­ριε­χό­με­νο έ­χει με­τα­κυ­λί­σει μάλ­λον σκο­πί­μως. Έτσι, ο παι­δό­φι­λος, που ση­μαί­νει ο α­γα­πών τα παι­διά, ταυ­τί­στη­κε με τον παι­δε­ρα­στή, και η ο­μο­φυ­λία με την ο­μο­φυ­λο­φι­λία, για να α­πο­κα­θαρ­θούν του κα­κό­ση­μου φορ­τίου τους οι δεύ­τε­ρες. Μό­νο που έ­τσι, οι πρώ­τες έ­μει­ναν χω­ρίς εν­νοιο­λο­γι­κό α­ντί­κρι­σμα. Δια­τη­ρώ­ντας τις λέ­ξεις μα­κριά α­πό στρε­βλω­τι­κές σκο­πι­μό­τη­τες, θα λέ­γα­με ό­τι ο Ξε­νό­που­λος στά­θη­κε δια βίου παι­δό­φι­λος, α­πό τα 27 του αρ­χι­συ­ντά­κτης της «Διά­πλα­σης των παί­δων» και με­τά το 1941 εκ­δό­της. Μο­να­δι­κή πα­ρα­χώ­ρη­ση προς μία οιο­νεί παι­δε­ρα­στία, ο έ­ρω­τάς του για την μι­κρού­λα Τί­τα, “το κο­ρι­τσά­κι της Δια­πλά­σεως”, που κα­τέ­λη­ξε σε γά­μο με την α­πό­λυ­τα συμ­βα­τή δια­φο­ρά η­λι­κίας των 13 χρό­νων.
Ένα πρό­χει­ρο συ­μπέ­ρα­σμα θα ή­ταν πως ο Ξε­νό­που­λος ως κρι­τι­κός του Κα­βά­φη  δεί­χνει α­νε­παρ­κής. Ένα δεύ­τε­ρο, πιο εν­δια­φέ­ρον για ε­μάς σή­με­ρα, εί­ναι πως η γνω­ρι­μία συγ­γρα­φέ­α-κρι­τι­κού κα­θι­στά α­δύ­να­τη την α­να­σύν­θε­ση της σχέ­σης τους με βά­ση μό­νο τα κρι­τι­κά κεί­με­να. Στοι­χεία δευ­τε­ρο­γε­νή, συ­χνά ε­ξω­λο­γο­τε­χνι­κά, ό­χι μό­νο συ­μπλη­ρώ­νουν την ει­κό­να, αλ­λά ε­πι­τρέ­πουν σω­στό­τε­ρη στάθ­μι­ση των κρι­τι­κών κει­μέ­νων. Αν ο Ξε­νό­που­λος α­σχο­λεί­το με τον Κα­βά­φη αρ­γό­τε­ρα, χω­ρίς γνω­ρι­μία και ε­πι­στο­λι­κές ε­πα­φές, α­πηλ­λαγ­μέ­νος α­πό τη διεκ­δί­κη­ση κρι­τι­κών πρω­τείων, η κρι­τι­κή του θα κό­μι­ζε πα­ρα­τη­ρή­σεις με α­ντο­χή στο χρό­νο. Ιδίως, αν δεν διηύ­θυ­νε το πε­ριο­δι­κό “των παί­δω­ν” και αν δεν ή­ταν Ακα­δη­μαϊκός, δη­λα­δή αν μπο­ρού­σε να εκ­φρα­στεί ε­λεύ­θε­ρα για το σύ­νο­λο των κα­βα­φι­κών ποιη­μά­των.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 29/6/2014.

Τα ποιητικά της Πολυδούρη

$
0
0
Μα­ρία Πο­λυ­δού­ρη
«Τα ποιή­μα­τα»
Φι­λο­λο­γι­κή ε­πι­μέ­λεια –ε­πί­με­τρο 
Χρι­στί­να Ντου­νιά
Εκδό­σεις Εστίας
Φε­βρουά­ριος 2014

Την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία, η πε­ρί­πτω­ση της Χρι­στί­νας Ντου­νιά ως με­λε­τή­τριας της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον, χά­ρις στις θε­μα­τι­κές με­τα­το­πί­σεις που α­πο­τολ­μά, πα­ρό­τι πα­ρα­μέ­νει στην ί­δια πά­ντο­τε χρο­νι­κή πε­ρίο­δο. Τις εκ­πλή­ξεις των πρό­σφα­των βι­βλίων της δεν τις προ­μή­νυε η α­κα­δη­μαϊκή της πο­ρεία, που θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν τυ­πι­κή. Θέ­μα της δια­τρι­βής της, που εκ­δό­θη­κε το 1996, ή­ταν “τα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά της α­ρι­στε­ράς στο Με­σο­πό­λε­μο”. Το 2000,  μία δεύ­τε­ρη με­λέ­τη για την πρόσ­λη­ψη του έρ­γου του Κα­ρυω­τά­κη α­πέ­σπα­σε βρα­βείο δο­κι­μίου. Στη συ­νέ­χεια, στρά­φη­κε σε πα­ρα­γκω­νι­σμέ­νους συγ­γρα­φείς, με κοι­νό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, το ε­κρη­κτι­κό τους τα­μπε­ρα­μέ­ντο και τις αι­ρε­τι­κές τους ε­πι­λο­γές, που προ­κά­λε­σαν θό­ρυ­βο στην ε­πο­χή τους. Όπως θό­ρυ­βο στον Τύ­πο του 21ου, προ­κα­λούν τα βι­βλία που τους α­φιε­ρώ­νει η Ντου­νιά. Η υ­πο­δο­χή εί­ναι το ί­διο θερ­μή, με ε­κεί­νη που ε­πι­φυ­λάσ­σε­ται σε μυ­θι­στο­ρή­μα­τα στρε­φό­με­να γύ­ρω α­πό αμ­φι­λε­γό­με­να ι­στο­ρι­κά θέ­μα­τα και πρό­σω­πα. Και τα μεν και τα δε α­ντα­πο­κρί­νο­νται στην τρέ­χου­σα διά­θε­ση α­να­σκευής της Ιστο­ρίας. Την ε­πι­τυ­χία που η Ντου­νιά δεν γνώ­ρι­σε ως πε­ζο­γρά­φος («Βρέ­χει σ’ αυ­τό το ό­νει­ρο», 1998), την α­πο­λαμ­βά­νει ως με­λε­τή­τρια. Κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο παί­ζει η χρο­νι­κή πε­ρίο­δος που έ­χει ε­πι­λέ­ξει· η δε­κα­ε­τία του ’20, με “τον χα­μη­λό­φω­νο λυ­ρι­σμό των ποιη­τών της και την α­ντι­κομ­φορ­μι­στι­κή στά­ση τους α­πέ­να­ντι στη ζωή”, ό­πως η ί­δια συ­νο­ψί­ζει. Συμ­βάλ­λει, ό­μως, και ο τρό­πος που χει­ρί­ζε­ται τα πρό­σω­πα, λί­γο σαν Ρο­μπέν των Δα­σών, υ­πε­ρα­σπι­στής των α­δυ­νά­των.
Αρχι­κά, την α­πα­σχό­λη­σε η ι­διό­τυ­πη πε­ρί­πτω­ση του Νί­κου Βέλ­μου και του πε­ριο­δι­κού του. Με­τά, Νοέ. 2005, προ­κά­λε­σε σά­λο, συ­γκρι­νό­με­νο σε το­πι­κό ε­πί­πε­δο με ε­κεί­νον της πρό­σφα­της ται­νίας «Η ζωή της Αντέλ», ε­πα­νεκ­δί­δο­ντας το μυ­θι­στό­ρη­μα «Η ε­ρω­μέ­νη της» της Ντό­ρας Ρω­ζέτ­τη. Ο σχο­λια­σμός της καλ­λιέρ­γη­σε την προ­σμο­νή πί­σω α­πό το ψευ­δώ­νυ­μο Ρω­ζέτ­τη να κρύ­βε­ται μία γνω­στή συγ­γρα­φέ­ας, ό­πως η Μέλ­πω Αξιώ­τη ή η Έλλη Πα­πα­δη­μη­τρίου. Μέ­χρι βρα­διά διορ­γα­νώ­θη­κε, με ε­ξέ­χο­ντες ο­μι­λη­τές, γι’ αυ­τό το λε­σβια­κό “ρο­μά­ντζο”, που η δη­μο­σιο­γρα­φι­κή υ­περ­βο­λή το ή­θε­λε να διεκ­δι­κεί θέ­ση στην ο­μό­λο­γη ευ­ρω­παϊκή λο­γο­τε­χνία. Όταν η Ελέ­νη Μπα­κο­πού­λου, γνω­στή α­πό τη δε­κα­ε­τία του 1970 με την α­γω­νι­στι­κή της πα­ρου­σία στο φε­μι­νι­στι­κό κί­νη­μα, α­πο­κά­λυ­ψε πως δεν πρό­κει­ται για κά­ποια γνω­στή συγ­γρα­φέα, ο Τύ­πος το α­ντι­πα­ρήλ­θε, ό­πως α­ντι­πα­ρήλ­θε και την με­τα­θα­νά­τια έκ­δο­ση του βι­βλίου της, το 2012.

Δί­το­μα Άπα­ντα

Στη διε­τία 2009-2010, η Ντου­νιά ε­πα­νέ­φε­ρε στο προ­σκή­νιο τον Πέ­τρο Πι­κρό, με ε­πι­μέ­λεια των τριών πρώ­των τό­μων των Απά­ντων του. Τέ­λος, ε­νώ α­να­με­νό­ταν η συ­νέ­χεια Πι­κρού, ήρ­θε η α­να­κοί­νω­ση δί­το­μων Απά­ντων Μα­ρίας Πο­λυ­δού­ρη,  συ­μπλη­ρω­μέ­να με τη βιο­γρα­φία της. Προ­σώ­ρας εκ­δό­θη­κε ο πρώ­τος τό­μος των Απά­ντων, με τα ποιή­μα­τα, ε­πί­με­τρο και ε­κτε­νές βιο­γρα­φι­κό σχε­δία­σμα. Μία πρώ­τη μορ­φή του σχε­διά­σμα­τος, με λι­γό­τε­ρα στοι­χεία α­πό το αρ­χεια­κό υ­λι­κό, εί­χε δη­μο­σιευ­τεί στο «Ημε­ρο­λό­γιο 2005: Μα­ρία Πο­λυ­δού­ρη», που εί­χε ε­τοι­μά­σει η Ντου­νιά. Εί­θε να υ­πάρ­ξει συ­νέ­χεια. Μό­νο που η Ντου­νιά δί­νε­ται μεν με πά­θος στους φι­λο­λο­γι­κούς της έ­ρω­τες, αλ­λά έ­χει δεί­ξει πως εί­ναι μάλ­λον ά­στα­τη. Ού­τε στον Βέλ­μο ού­τε στην Ρω­ζέτ­τη ε­πα­νήλ­θε, πα­ρό­λο που και στα δυο θέ­μα­τα υ­πάρ­χουν φι­λο­λο­γι­κά κε­νά. Ακό­μη και τον Πι­κρό, φαί­νε­ται να τον ε­γκα­τέ­λει­ψε.               
Οι α­παι­τή­σεις, πά­ντως, α­πό τον πρό­σφα­το τό­μο εί­ναι υ­ψη­λές, α­φού η με­λε­τή­τρια θέ­τει ως στό­χο “να βγά­λει την Πο­λυ­δού­ρη α­πό τη σκιά του Κα­ρυω­τά­κη”. Αυ­τό ση­μαί­νει νέα θεώ­ρη­ση του ποιη­τι­κού της έρ­γου, α­νε­ξάρ­τη­τη α­πό τον βίο της και α­πό το έρ­γο του Κα­ρυω­τά­κη. Ο πρό­λο­γος α­φή­νει την ε­ντύ­πω­ση ό­τι πρό­κει­ται για έ­να με­γα­λύ­τε­ρο ποιη­τι­κό σώ­μα α­πό το δη­μο­σιευ­μέ­νο στα προ τρια­κο­ντα­ε­τίας Άπα­ντα, που εί­χε κα­ταρ­τί­σει ο Τά­κης Μεν­δρά­κος. Η σύ­γκρι­ση, ω­στό­σο, δεί­χνει ό­τι έ­χουν προ­στε­θεί μό­λις δώ­δε­κα ποιή­μα­τα, α­πό τα ο­ποία τρία α­νή­κουν στα “η­μι­τε­λή”, και ε­πτά εί­ναι με­τα­φρά­σεις. Τα “η­μι­τε­λή”, μα­ζί με έ­να α­πό τα υ­πό­λοι­πα, «Απ’ τα Σο­νέ­τα του Κυ­νη­γού», και πέ­ντε α­πό τις με­τα­φρά­σεις, έ­χουν δη­μο­σιευ­τεί α­πό τον Κώ­στα Πα­πα­ντω­νό­που­λο, το 1989, που το Αρχείο Πο­λυ­δού­ρη ε­να­πο­τέ­θη­κε στο Ε.Λ.Ι.Α., στο πε­ριο­δι­κό του Ιδρύ­μα­τος. Μέ­νουν ο­χτώ ποιή­μα­τα και δυο με­τα­φρά­σεις, που έ­χουν δη­μο­σιευ­τεί σε διά­φο­ρα έ­ντυ­πα. Αθη­σαύ­ρι­στα ποιή­μα­τα δεν υ­πάρ­χουν, κα­θώς η έ­ρευ­να πε­ριο­ρί­στη­κε στο Αρχείο· το δι­κό της και ε­κεί­νο που βρέ­θη­κε σε συγ­γε­νι­κά ή και φι­λι­κά χέ­ρια. Στα πρό­σφα­τα Άπα­ντα, η τα­ξι­νό­μη­ση εί­ναι α­να­λυ­τι­κό­τε­ρη, ε­νώ έ­χει προ­στε­θεί φι­λο­λο­γι­κός σχο­λια­σμός. Στα προ­η­γού­με­να, με­τά τις δυο ποιη­τι­κές συλ­λο­γές της, του 1928 «Οι τρί­λλιες που σβή­νουν», ό­που συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται και με­τα­φρά­σεις, και του 1929 «Ηχώ στο χά­ος», πα­ρα­τί­θε­νται τα “α­νέκ­δο­τα”. Στα πρό­σφα­τα, αυ­τά κα­τα­με­ρί­ζο­νται, στα “πρώι­μα (1918-1920)”, σε ε­κεί­να της πε­ριό­δου 1922-1927 με τον προσ­διο­ρι­σμό “Αθή­να-Πα­ρί­σι”, στα ποιή­μα­τα της “«Σω­τη­ρίας»”, ό­που νο­ση­λεύ­τη­κε α­πό την 4η Απρ. 1928 μέ­χρι την 13η Φε­βρ. 1930, στα “η­μι­τε­λή” και στις “με­τα­φρά­σεις”.  

Μια α­φή­γη­ση

Αφού, ου­σια­στι­κά, το ποιη­τι­κό σώ­μα εί­ναι δε­δο­μέ­νο, η νέα θεώ­ρη­ση στη­ρί­ζε­ται στη με­λέ­τη, που δη­μο­σιεύε­ται ως ε­πί­με­τρο. Δεν πρό­κει­ται για έ­να α­μι­γώς δο­κι­μια­κό κεί­με­νο, αλ­λά για μία α­φή­γη­ση, με γλα­φυ­ρούς τό­νους και δο­μι­κό στοι­χείο τα πολ­λά και ε­κτε­νή α­πο­σπά­σμα­τα α­πό δη­μο­σιεύ­μα­τα άλ­λων. Η ε­πι­λο­γή των α­πο­σπα­σμά­των εί­ναι μεν α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κή, αλ­λά ό­χι και α­ξιο­λο­γι­κή. Ξε­δια­λέ­γο­νται ε­κεί­να που κρί­νο­νται πρό­σφο­ρα, ώ­στε η α­φή­γη­ση να α­να­σκευά­σει ό­σες πα­λαιό­τε­ρες α­πό­ψεις ε­κτι­μώ­νται ως ε­σφαλ­μέ­νες και να α­να­δια­τυ­πώ­σει ό­σες ε­ξαί­ρουν πτυ­χές της ποίη­σης της Πο­λυ­δού­ρη. Με τη βοή­θεια αυ­τών των ξέ­νων λό­γων, η Ντου­νιά αρ­θρώ­νει τον δι­κό της. Έτσι δί­νει ευ­κο­λό­τε­ρα υ­πό­στα­ση στη ρη­ξι­κέ­λευ­θη σύλ­λη­ψη της Πο­λυ­δού­ρη ως “της πιο συ­ναρ­πα­στι­κής ποιή­τριας του με­σο­πο­λέ­μου και μίας α­πό τις πιο εν­δια­φέ­ρου­σες ποιη­τι­κές φω­νές της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας του ει­κο­στού αιώ­να”. 
Η με­λέ­τη χω­ρί­ζε­ται σε εν­νέα κε­φά­λαια με­τά ει­σα­γω­γής. Το πρώ­το πε­ρι­γρά­φει τα δυο τε­λευ­ταία χρό­νια στη «Σω­τη­ρία», α­πο­τε­λώ­ντας κε­φά­λαιο βιο­γρα­φίας. Μέ­ρος του τίτ­λου, «Μα­τω­μέ­νος λυ­ρι­σμός», και το στίγ­μα της ε­πο­χής, τα παίρ­νει α­πό κεί­με­νο του Άγγε­λου Τερ­ζά­κη, δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1961 για τα πρώ­τα Άπα­ντα Πο­λυ­δού­ρη της Λι­λής Ζω­γρά­φου. Η α­φή­γη­ση συρ­ρά­πτει και σχο­λιά­ζει, με τη ση­με­ρι­νή ο­πτι­κή, σκαν­δα­λο­θη­ρι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα και κυ­ρίως, α­πο­σπά­σμα­τα α­πό μαρ­τυ­ρίες φί­λων της Πο­λυ­δού­ρη, ό­πως ο Ου­ρά­νης, ο Σι­κε­λια­νός, ο Ρί­τσος ή και η Γα­λά­τεια Κα­ζα­ντζά­κη. Πά­ντο­τε αυ­το­βιο­γρα­φι­κή στις μυ­θο­πλα­σίες της η Κα­ζα­ντζά­κη, πλά­θει μία συγ­γε­νι­κή της Πο­λυ­δού­ρη η­ρωί­δα στο μυ­θι­στό­ρη­μά της «Γυ­ναί­κες», που εκ­δί­δει το 1933. Με­γα­λύ­τε­ρο βά­ρος δί­νει η Ντου­νιά σε έ­να άλ­λο μυ­θι­στό­ρη­μα, την «Εκά­τη» του Κο­σμά Πο­λί­τη, που εκ­δίδεται το ί­διο έ­τος, α­φιε­ρώ­νο­ντάς του το τέ­ταρ­το κε­φά­λαιο της με­λέ­της. Σύμ­φω­να με νεό­τε­ρους με­λε­τη­τές, το μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό πρό­σω­πο της Έρσης, εί­ναι ε­μπνευ­σμέ­νο α­πό την Πο­λυ­δού­ρη. Επι­σή­μαν­ση, που δεν κά­νει η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη στην πα­λαιό­τε­ρη διε­ξο­δι­κή α­νά­λυ­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Μπο­ρεί, ό­μως, η ο­μοιό­τη­τα Έρσης-Πο­λυ­δού­ρη και οι πα­ραλ­λαγ­μέ­νοι ή αυ­τού­σιοι στί­χοι της, που χρη­σι­μο­ποιεί ο Πο­λί­της, να ε­κλη­φθούν ως ε­γκώ­μιο για την ποίη­σή της;  
Τα δυο εν­διά­με­σα κε­φά­λαια της με­λέ­της ε­πι­κε­ντρώ­νο­νται στην α­πο­τί­μη­ση του έρ­γου της Πο­λυ­δού­ρη α­πό κρι­τι­κούς και ι­στο­ρι­κούς της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Ανα­φέ­ρο­νται τα γνω­στά πε­ρί πε­ριο­ρι­σμέ­νης α­να­φο­ράς των ποιη­τριών στις Ιστο­ρίες και γε­νι­κό­τε­ρα, η φυ­λε­τι­κή συγ­γρα­φή της Ιστο­ρίας. Το ζη­τού­με­νο εί­ναι η θέ­ση μέ­σα σε αυ­τό το πε­δίο της Πο­λυ­δού­ρη. Υπο­τι­μη­μέ­νη τη θεω­ρεί η Ντου­νιά. Θα μπο­ρού­σε, ό­μως, να χα­ρα­κτη­ρι­στεί και υ­περ­τι­μη­μέ­νη. Λ.χ., μό­νο στην Ιστο­ρία του Αρί­στου Κα­μπά­νη δεν α­να­φέ­ρε­ται, ε­νώ, σε ε­κεί­νη του Ηλία Βου­τιε­ρί­δη, υ­πάρ­χει το ό­νο­μά της στον κα­τά­λο­γο της γε­νιάς του ’20. Αντι­θέ­τως, στην Ιστο­ρία του Νί­κου Παπ­πά, μνη­μο­νεύε­ται ως “η μο­να­δι­κή α­ξιό­λο­γη ποιή­τρια αυ­τής της γε­νιάς”. Επί­σης, ο Δημ. Τσά­κω­νας δια­τυ­πώ­νει την ά­πο­ψη ό­τι “η Πο­λυ­δού­ρη ε­ξε­λίσ­σει βαθ­μιαία την ποίη­σή της”. Αυ­τές τις Ιστο­ρίες, η Ντου­νιά δεν τις α­να­φέ­ρει. Εμμέ­νει στην υ­πο­τί­μη­ση της Πο­λυ­δού­ρη α­πό την τριά­δα Δη­μα­ράς - Βίτ­τι – Πο­λί­της, α­σχέ­τως αν σε αυ­τούς το στοι­χείο της πα­ρα­γνώ­ρι­σης α­φο­ρά γε­νι­κό­τε­ρα τη γε­νιά του ’20. Δη­λω­τι­κοί εί­ναι οι τίτ­λοι των α­ντί­στοι­χων κε­φα­λαίω­ν: «Το ά­τολ­μο ξε­κί­νη­μα του μο­ντερ­νι­σμού» στον Βίτ­τι, «Η ποίη­ση  ως το 1930» στον Πο­λί­τη.

Τρεις ι­στο­ρι­κοί

Η Ντου­νιά υ­περ­τι­μά ο­ρι­σμέ­νες Ιστο­ρίες, ό­πως του Πο­λί­τη, που θεω­ρεί ό­τι “α­πο­τυ­πώ­νει τον λο­γο­τε­χνι­κό κα­νό­να” ή του Ρό­ντρικ Μπή­τον, ό­τι συ­νι­στά “μία νεό­τε­ρη α­πο­τί­μη­ση της λο­γο­τε­χνίας μας”. Αντι­θέ­τως, ε­πι­τι­μά την Ιστο­ρία του Αλέξ. Αργυ­ρίου, με α­να­κρι­βείς α­να­φο­ρές. Λ.χ., στη λο­γο­τε­χνία του με­σο­πο­λέ­μου δεν α­φιε­ρώ­νει “έ­ναν τό­μο 556 σε­λί­δω­ν”  αλ­λά δυο συ­νο­λι­κά 1166 σε­λί­δων. Στον πρώ­το, συ­νο­ψί­ζει την ά­πο­ψή του ως κρι­τι­κός για τις δυο συλ­λο­γές της Πο­λυ­δού­ρη, την ο­ποία συ­μπλη­ρώ­νει στον δεύ­τε­ρο, ό­που “το ί­χνος της Πο­λυ­δού­ρη” φτά­νει τις δυό­μι­σι σε­λί­δες, με βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία και πα­ρά­θε­ση ποιη­μά­των πα­ρα­πλή­σιας έ­κτα­σης με ε­κεί­νη για τους άλ­λους της ο­μά­δας. Ού­τε θα συμ­φω­νού­σα­με πως ο λό­γος που την κρί­νει αυ­στη­ρά εί­ναι η σύ­γκρι­ση με τη γε­νιά του ’30. Μάλ­λον α­ξιο­λο­γεί πε­ρισ­σό­τε­ρο ο­ρι­σμέ­νους πα­ρα­γκω­νι­σμέ­νους α­ντί των προ­βε­βλη­μέ­νων, Πο­λυ­δού­ρη και Λα­πα­θιώ­τη. 
Ένα ση­μα­ντι­κό ση­μείο, που φαί­νε­ται να μη λα­βαί­νει υ­πό­ψη της η με­λε­τή­τρια, εί­ναι οι ό­ροι υ­πό τους ο­ποίους γρά­φε­ται μία κρι­τι­κή α­πο­τί­μη­ση. Για πα­ρά­δειγ­μα, α­πο­δέ­χε­ται τη θε­τι­κή γνώ­μη των τεσ­σά­ρων “ε­γκυ­ρό­τε­ρω­ν”, ό­πως τους χα­ρα­κτη­ρί­ζει, “κρι­τι­κών του με­σο­πο­λέ­μου”, Πα­ρά­σχου, Άγρα, Ου­ρά­νη, Κα­ρα­ντώ­νη, χω­ρίς να προ­σμε­τρά το στοι­χείο, ό­τι δη­μο­σιεύουν τις α­πο­τι­μή­σεις τους κο­ντά στο θά­να­το της Πο­λυ­δού­ρη, ε­πη­ρε­α­σμέ­νοι α­πό την συ­ναι­σθη­μα­τι­κή συ­γκυ­ρία. Ενώ, τις πα­ρα­τη­ρή­σεις μίας με­τα­γε­νέ­στε­ρης κρι­τι­κής του Κα­ρα­ντώ­νη, τις παίρ­νει ως ά­ξο­να της με­λέ­της της, λη­σμο­νώ­ντας πως πρό­κει­ται για πα­ρου­σία­ση των πρώ­των Απά­ντων Πο­λυ­δού­ρη του 1961. Οπό­τε το συ­μπέ­ρα­σμα της βιω­σι­μό­τη­τας της ποίη­σής της αλ­λά και η το­πο­θέ­τη­ση του ζεύ­γους Κα­ρυω­τά­κη-Πο­λυ­δού­ρη σε ε­ξέ­χου­σα θέ­ση μέ­σα στη γε­νιά, έ­στω και κά­πως στα­νι­κά για την δεύ­τε­ρη, έρ­χο­νται ως α­βρό­τη­τα προς υ­πο­στή­ρι­ξη του εγ­χει­ρή­μα­τος. 
Γε­νι­κό­τε­ρα, φαί­νε­ται να μην δί­νει την πρέ­που­σα ση­μα­σία στα πρό­σω­πα που δια­τυ­πώ­νουν μία ά­πο­ψη, εν­δια­φε­ρό­με­νη πε­ρισ­σό­τε­ρο για το θε­τι­κό ή αρ­νη­τι­κό πρό­ση­μο της κρι­τι­κής τους. Ιε­ραρ­χεί τους κρι­τι­κούς με βά­ση τις α­νά­γκες της ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γίας, πα­ρα­βλέ­πο­ντας το ε­κτό­πι­σμά τους. Λ.χ., ε­ξαί­ρει “τον κρι­τι­κό Κώ­στα Στα­μα­τίου”, για­τί αυ­τός, στα “α­να­βρύ­σμα­τα της στιγ­μής” μέ­σα στην ποίη­ση της Πο­λυ­δού­ρη,  ε­ντο­πί­ζει νεω­τε­ρι­κά στοι­χεία α­πό τον πα­ρι­σι­νό ντα­νταϊσμό και υ­περ­ρε­α­λι­σμό,  ή “τη φε­μι­νί­στρια κρι­τι­κό Καί­τη Ζέγ­γε­λη”, για­τί α­πο­φαί­νε­ται πως “η Πο­λυ­δού­ρη έ­χει στο­χα­στι­κό πνεύ­μα”. Την ά­πο­ψη, μά­λι­στα, της κρι­τι­κού ό­τι πρό­κει­ται για “μια δια­νοού­με­νη που την κυ­βερ­νά το έν­στι­κτο”, την χρη­σι­μο­ποιεί ως τίτ­λο στο έ­κτο κε­φά­λαιο, με θέ­μα τη στή­ρι­ξη της Πο­λυ­δού­ρη α­πό δυο φε­μι­νι­στι­κά πε­ριο­δι­κά, «Ο Αγώ­νας της γυ­ναί­κας» που ε­ξέ­δι­δε ο Σύν­δε­σμος για τα δι­καιώ­μα­τα της γυ­ναί­κας και το «Ελλη­νίς» του Εθνι­κού Συμ­βου­λίου Ελλη­νί­δων. Έχουν, ό­μως, α­ξία οι α­πό­ψεις της εν λό­γω κρι­τι­κού του δεύ­τε­ρου πε­ριο­δι­κού; Η Ντου­νιά α­πα­ντά κα­τα­φα­τι­κά, με τον μάλ­λον σα­θρό συλ­λο­γι­σμό, ό­τι “οι γυ­ναί­κες κρι­τι­κοί γνω­ρί­ζουν τον δύ­σκο­λο και πο­λυ­μέ­τω­πο α­γώ­να μιας νέ­ας γυ­ναί­κας”, χω­ρίς να λαμ­βά­νει υ­πό­ψη πως το 1930  τα εν λό­γω πε­ριο­δι­κά ζη­τού­σαν με α­γω­νι­στι­κή διά­θε­ση να α­να­βαθ­μί­σουν το γυ­ναι­κείο πρό­τυ­πο. 

Πα­ρα­δο­σια­κή ή μο­ντέρ­να

Πα­ρο­μοίως, στο ό­γδοο κε­φά­λαιο, ό­που πο­λιορ­κεί το ε­ρώ­τη­μα “πα­ρα­δο­σια­κή ή μο­ντέρ­να” η ποίη­ση της Πο­λυ­δού­ρη, α­να­φέ­ρε­ται “στον συ­σχε­τι­σμό των ποιη­μά­των της  με την ποίη­ση του Σο­λω­μού”, που δια­τυ­πώ­νει ο ε­ρω­τευ­μέ­νος μα­ζί της, α­φα­νής σή­με­ρα, Γιάν­νης Χον­δρο­γιάν­νης. Στο προ­η­γού­με­νο κε­φά­λαιο, έ­χουν ε­ντο­πι­στεί “ε­κλε­κτι­κές συγ­γέ­νειες” της Πο­λυ­δού­ρη με τους Γάλ­λους “κα­τα­ρα­μέ­νους” ποιη­τές, αν και κά­πως έμ­με­σες. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, η Ζέγ­γε­λη α­να­φέ­ρει ως πρό­γο­νό της την Γαλ­λί­δα ποιή­τρια του 19ου αιώ­να, Μαρ­σε­λίν Βαλ­μό­ρ, η ο­ποία, χά­ρις στο θαυ­μα­σμό του Μπων­τλαίρ και την με­γά­λη ε­κτί­μη­ση του Ρε­μπώ, συ­μπε­ρι­λή­φθη­κε α­πό τον Βερ­λαίν στους “κα­τα­ρα­μέ­νους” ποιη­τές. Από ε­κεί και πέ­ρα, ε­πι­ση­μαί­νε­ται συγ­γέ­νεια στα βιο­γρα­φι­κά Βαλ­μό­ρ-Πο­λυ­δού­ρη (έ­νας με­γά­λος έ­ρω­τας που τε­λείω­σε γρή­γο­ρα αλ­λά έ­δω­σε το ποιη­τι­κό υ­πο­κεί­με­νο των στί­χων τους), ε­νώ, στην ποίη­ση αμ­φο­τέ­ρων, υ­πάρ­χει “το χά­ρι­σμα της ε­ξο­μο­λό­γη­σης”. Κα­τά τη Ντου­νιά, το ό­τι “η Πο­λυ­δού­ρη πε­ριέ­λα­βε δυο ποιή­μα­τα της Βαλ­μόρ στις λι­γο­στές με­τα­φρά­σεις της έμ­με­σα υ­πο­γραμ­μί­ζει τη συγ­γέ­νειά της”. Ωστό­σο, να θυ­μί­σου­με πως αυ­τές οι με­τα­φρά­σεις έ­γι­ναν το 1929 και ό­τι η Πο­λυ­δού­ρη στά­θη­κε ε­τε­ρό­φω­τη στις με­τα­φρα­στι­κές ε­πι­λο­γές της. Επί­σης, ό­τι εί­χε προ­η­γη­θεί η εν­θου­σιώ­δης πα­ρου­σία­ση της Βαλ­μόρ α­πό τον Από­στο­λο Με­λα­χρι­νό στο «Φρα­γκέ­λιο», Ιαν. 1928, με ποίη­μά της με­τα­φρα­σμέ­νο α­πό τον Α. Σκου­ζέ και την α­δελ­φή του Βέλ­μου, Τα­τια­νή. Ενώ, στο ε­πό­με­νο φύλ­λο, προ­στί­θε­νται ποιή­μα­τα σε με­τα­φρά­σεις Ν. Γιο­κα­ρί­νη, Με­λα­χρι­νού και Μή­τσου Πα­πα­νι­κο­λά­ου. Αν και ο Βέλ­μος εί­χε πα­ρου­σιά­σει την Βαλ­μόρ πο­λύ νω­ρί­τε­ρα, ό­ταν η Πο­λυ­δού­ρη ή­ταν α­κό­μη μα­θή­τρια στην Κα­λα­μά­τα.
    Μέ­νει το πέ­μπτο κε­φά­λαιο, ό­που η Ντου­νιά πα­ρου­σιά­ζει κρι­τι­κά, χω­ρίς τους λό­γους των άλ­λων, τις δυο ποιη­τι­κές συλ­λο­γές της Πο­λυ­δού­ρη, ε­πι­κα­λού­με­νη ω­στό­σο και το γε­γο­νός ό­τι η δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή  “γνώ­ρι­σε την ο­μό­φω­νη κρι­τι­κή α­πο­δο­χή”. Πώς αλ­λιώς, Δεκ. 1929, ό­ταν κά­θε ελ­πί­δα για α­νά­καμ­ψη της υ­γείας της εί­χε ε­κλεί­ψει. Εδώ, η με­λε­τή­τρια α­να­φέ­ρει και το μυ­θι­στό­ρη­μα της Πο­λυ­δού­ρη, που θα α­πο­τε­λεί το κυ­ρίως μέ­ρος του δεύ­τε­ρου τό­μου των Απά­ντων, με τα Πε­ζά. Η πρώ­τη δη­μο­σίευ­σή του έ­γι­νε στα Άπα­ντα του Μεν­δρά­κου, η μελ­λο­ντι­κή θα πα­ρου­σιά­ζει δυο ε­ναλ­λα­κτι­κές γρα­φές και θα συ­νο­δεύε­ται α­πό σχό­λια. Το προ­α­ναγ­γέλ­λει ως “ε­ξαι­ρε­τι­κά εν­δια­φέ­ρον έρ­γο” λό­γω  “α­φη­γη­μα­τι­κής τόλ­μης” και  “μο­ντέρ­νας δο­μής”. Όπως πα­ρου­σία­ζε και ε­κεί­νο της Ρω­ζέτ­τη. Άλλη μία σύ­μπτω­ση, στο τέ­λος του 1926, η Πο­λυ­δού­ρη πα­ρα­δί­δει στον εκ­δό­τη Χρυ­σό­στο­μο Γαν­νιά­ρη το μυ­θι­στό­ρη­μά της, τέ­λη 1927 παίρ­νει την αρ­νη­τι­κή α­πά­ντη­ση. Φθι­νό­πω­ρο 1929, ο Γαν­νιά­ρης εκ­δί­δει το μυ­θι­στό­ρη­μα της Ρω­ζέτ­τη.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου 

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 6/7/2014.

Η Πόλη μιας Πολίτισσας

$
0
0
Ιώ Τσο­κώ­να
«Το Πέ­ρα των Ελλή­νω­ν
Στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη 
του χθες και του σή­με­ρα»
Εκδό­σεις Με­ταίχ­μιο
Απρί­λιος 2014

Ακό­μη σή­με­ρα, η Κων­στα­ντι­νού­πο­λη μας α­πα­σχο­λεί. Όχι σαν μία ση­μα­ντι­κή πό­λη του σύγ­χρο­νου κό­σμου, η με­γα­λύ­τε­ρη της γεί­το­νος χώ­ρας, ού­τε σαν έ­νας ε­πί­λε­κτος τα­ξι­διω­τι­κός προο­ρι­σμός. Αλλά σαν να πρό­κει­ται για μία δι­κή μας πό­λη. Δεν μας εν­δια­φέ­ρει ό­πως το Πα­ρί­σι ή το Λον­δί­νο, ού­τε, ό­μως, με τον τρό­πο της Αλε­ξάν­δρειας ή με ε­κεί­νον της “χα­μέ­νης πα­τρί­δας”, σαν την Σμύρ­νη. Θα λέ­γα­με πως μας α­πα­σχο­λεί ό­πως η Θεσ­σα­λο­νί­κη. Του­λά­χι­στον αυ­τό το συ­μπέ­ρα­σμα προ­κύ­πτει α­πό τον α­ριθ­μό των βι­βλίων γύ­ρω α­πό αυ­τήν, που εκ­δί­δο­νται τα τε­λευ­ταία χρό­νια. Κι αυ­τό, πα­ρό­λο που ό­λοι οι μύ­θοι της έ­χουν, προ πολ­λού, ξε­φτί­σει. Από την χι­λιό­χρο­νη πρω­τεύου­σα του Βυ­ζα­ντίου α­πο­μέ­νουν κά­ποιες σχε­δόν πα­ρα­μυ­θι­κές ο­νο­μα­σίες, ό­πως Βα­σι­λεύου­σα, Θε­ο­φρού­ρη­τος, Βα­σι­λί­δα των πό­λεων. Μα­ζί έ­χουν χα­θεί και οι θρύ­λοι της, ού­τε στα παι­δι­κά βι­βλία δεν δια­σώ­ζο­νται ί­χνη τους. “Χρω­μα­τι­σμέ­νους ζε­στά α­πό τα μη­τρι­κά χεί­λη” εί­χαν α­κού­σει οι άν­θρω­ποι της η­λι­κίας του Άγγε­λου Τερ­ζά­κη για τα ε­φτά μι­σο­τη­γα­νι­σμέ­να ψά­ρια στο Μπα­λου­κλί και για την βου­λιαγ­μέ­νη στη θά­λασ­σα του Μαρ­μα­ρά ά­για Τρά­πε­ζα της Αγια-Σο­φιάς. Με δε­σπό­ζο­ντα, τον θρύ­λο για τον μαρ­μα­ρω­μέ­νο βα­σι­λιά. 
Μέ­σα στους αιώ­νες, η Κων­στα­ντι­νού­πο­λη αλ­λά­ζει ο­νο­μα­σίες. Βυ­ζα­ντίς, Augusta Antonioni, Nova Roma, Με­γα­λό­πο­λις και Επτά­λο­φος, η ε­πί σχε­δόν εν­νια­κό­σια χρό­νια πρω­τεύου­σα του Βυ­ζα­ντίου, “το καύ­χη­μα των ζώ­ντων υ­πό την  του η­λίου α­να­το­λή­ν”, που έ­πε­σε την 29η Μαΐου 1453, “την τε­λευ­ταία μέ­ρα του κό­σμου για την χρι­στια­νι­κή Δύ­ση”. Η Πό­λη, με το κε­φα­λαίο πι, χω­ρίς έ­τε­ρο προσ­διο­ρι­στι­κό. Κέ­ντρο του κό­σμου πα­ρέ­μει­νε και για τους νέ­ους δι­καιού­χους της, που ε­ξά­λει­ψαν το ό­νο­μα Κων­στα­ντι­νού­πο­λη α­πό τον χάρ­τη, ο­νο­μα­το­ποιώ­ντας στη θέ­ση του τη φρά­ση “εις την Πό­λι­ν”, τουρ­κι­στί Ισταν­μπούλ. Όσο για τους έκ­πτω­τους νο­μείς της, η Κων­στα­ντι­νού­πο­λη στά­θη­κε η κε­ντρο­μό­λος, έ­στω και α­νο­μο­λό­γη­τα, ψυ­χή της Με­γά­λης Ιδέ­ας για τα κο­ντά 80 χρό­νια, που αυ­τή τους να­νού­ρι­σε. Από την 14η Ιαν. 1844, που ο Ιωάν­νης Κω­λέτ­της σο­φί­στη­κε και εκ­στό­μι­σε α­πό τα έ­δρα­να της Βου­λής αυ­τήν την η­χη­ρή αλ­λά και κρυ­πτι­κή έκ­φρα­ση, μέ­χρι την Κα­τα­στρο­φή του 1922. “Γεν­νη­θή­κα­με κά­τω α­πό τον α­στε­ρι­σμό της Με­γά­λης Ιδέ­ας και ζή­σα­με την Κα­τα­στρο­φή πε­ρισ­σό­τε­ρο σαν τα­πεί­νω­ση”, έ­γρα­φαν ε­κεί­νοι της γε­νιάς του ’30. 
Οι πα­λαιό­τε­ροι, της γε­νιάς του 1880, ό­ταν για πρώ­τη φο­ρά “πα­τούν τη Στα­μπού­λ”, ό­πως ο Ανδρέ­ας Καρ­κα­βί­τσας, τη Δευ­τέ­ρα, 4 του Γε­νά­ρη 1893, θλί­βο­νται, που τη θέ­ση του α­να­στη­λω­μέ­νου α­πό τον Μέ­γα Κων­στα­ντί­νο Σταυ­ρού τον έ­χει πά­λι πά­ρει το μι­σο­φέγ­γα­ρο. “Και ποιος η­ξέ­ρει για πό­σον και­ρόν α­κό­μη”, α­να­ρω­τιό­ταν. Πα­τριώ­της, συ­νε­παρ­μέ­νος με το ό­ρα­μα της Με­γά­λης Ιδέ­ας, εί­ναι σί­γου­ρος ό­τι θα συμ­βεί κά­πο­τε. Ο Καρ­κα­βί­τσας έρ­χε­ται προ­σκυ­νη­τής πε­ρα­στι­κός στην Πό­λη, δεν γνω­ρί­ζει την ελ­λη­νι­κή κοι­νό­τη­τα της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, ού­τε στρέ­φει σε αυ­τήν τις προ­σμο­νές του. Αντι­θέ­τως, ο Κων­στα­ντι­νου­πο­λί­της Σταύ­ρος Βου­τυ­ράς, 24 χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρός του, κι αυ­τός θερ­μός πα­τριώ­της, μπο­ρεί να μην ντύ­νε­ται στο χα­κί αλ­λά πο­λε­μά­ει σε έ­να ε­ξί­σου δύ­σκο­λο με­τε­ρί­ζι, ό­πως θα έ­λε­γαν οι ση­με­ρι­νοί δια­νοού­με­νοι που δια­σκε­δά­ζουν με ε­κεί­νους τους γρα­φι­κούς πα­τριώ­τες. Ο Βου­τυ­ράς εκ­δί­δει την ε­φη­με­ρί­δα, ο «Νε­ο­λό­γος». Ίσως, “το πιο εκ­φρα­στι­κό δη­μο­σιο­γρα­φι­κό όρ­γα­νο των Ελλή­νων της Πό­λης στο δεύ­τε­ρο μι­σό του 19ου”, ό­ταν θάλ­λει η Με­γά­λη Ιδέα. Αυ­τό, σύμ­φω­να με τον ι­στο­ρι­κό Κων­στα­ντί­νο Σβο­λό­που­λο, που δί­νει στην ελ­λη­νι­κή κοι­νό­τη­τα “την πρω­το­πο­ρία στα γράμ­μα­τα και τις ε­πι­στή­μες υ­πό την ο­θω­μα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρία”. “Κο­λυμ­βή­θρα δια την α­να­γέν­νη­σιν της Ανα­το­λής” α­πο­κα­λεί ο Βου­τυ­ράς στην ε­φη­με­ρί­δα του, εν έ­τει 1873, τους Ρω­μιούς της Πό­λης.
Ο Καρ­κα­βί­τσας και ο Βου­τυ­ράς πέ­θα­ναν και οι δυο σε κα­κή κα­τά­στα­ση, α­πό φυ­μα­τίω­ση του λά­ρυγ­γα ο πρώ­τος, τυ­φλός και πάμ­φτω­χος ο δεύ­τε­ρος. Μό­λις που πρό­λα­βαν να μά­θουν τα κα­κά μα­ντά­τα, το α­νε­πί­τευ­κτο της Με­γά­λης Ιδέ­ας. Ο Σταύ­ρος Βου­τυ­ράς, τον ο­ποίο έ­χου­με αρ­κε­τές φο­ρές μνη­μο­νεύ­σει, στά­θη­κε η α­φορ­μή να ξε­χω­ρί­σου­με έ­να α­πό τα και­νού­ρια βι­βλία για την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Θα πρέ­πει να ο­μο­λο­γή­σου­με πως η πα­ρα­πο­μπή της συγ­γρα­φέως σε σχε­τι­κό κεί­με­νό μας κο­λά­κε­ψε την λαν­θά­νου­σα φι­λαυ­τία μας. Ασχέ­τως αν μας στε­νο­χώ­ρη­σε, κα­θώς μας α­να­φέ­ρει ως α­νή­κο­ντες στο πρώ­το φύλ­λο. Από­λυ­τα δι­καιο­λο­γη­μέ­νη, με το αρ­χί­γραμ­μα του μι­κρού ο­νό­μα­τος, που έ­χου­με ε­πι­λέ­ξει ως υ­πο­γρα­φή, α­πό το φό­βο πως τα δι­σύλ­λα­βα  θη­λυ­κά υ­πο­κο­ρι­στι­κά στε­ρού­νται σο­βα­ρό­τη­τας. Όπως και να έ­χει, πρό­κει­ται για το πρώ­το βι­βλίο της Ιούς Τσο­κώ­να, το πιο πρό­σφα­το σε μία σει­ρά α­πό εν­δια­φέ­ρο­ντα βι­βλία συγ­γρα­φέων ποι­κί­λης προέ­λευ­σης, η­λι­κίας και ά­ρα, προο­πτι­κής. 
Επι­λε­κτι­κά, θα μπο­ρού­σα­με να α­να­φέ­ρου­με το φι­λό­δο­ξο ο­δοι­πο­ρι­κό του Αλέ­ξαν­δρου Μασ­σα­βέ­τα στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, “την Πό­λη των Από­ντω­ν”, που ση­μαί­νει ό­λων των “Άλλω­ν”, του­τέ­στιν Ελλή­νων, Λε­βα­ντί­νων, Εβραίων, Αρμε­νίων, Ρώ­σων. Το βι­βλίο α­πέ­σπα­σε το Βρα­βείο Χρο­νι­κού-Μαρ­τυ­ρίας για την εκ­δο­τι­κή σο­δειά του 2011. Επί­σης, το πα­λαιό­τε­ρο α­στυ­νο­μι­κό του Κων­στα­ντι­νου­πο­λί­τη Πέ­τρου Μάρ­κα­ρη, «Πα­λιά, πο­λύ πα­λιά», που, κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στην γε­νέ­τει­ρά του. Την ί­δια χρο­νιά, το 2008, εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει και το μυ­θι­στό­ρη­μα του Γιάν­νη Ξαν­θού­λη, αυ­τός γεν­νη­μέ­νος στην Αλε­ξαν­δρού­πο­λη με κα­τα­γω­γή α­πό την Ανα­το­λι­κή Θρά­κη, «Κων­στα­ντι­νού­πο­λη των α­σε­βών μου πό­θων». Το 2012, εκ­δό­θη­καν δυο α­κό­μη εν­δια­φέ­ρο­ντα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Το με­τα­μο­ντέρ­νας σύλ­λη­ψης, «Από­πει­ρα συ­νά­ντη­σης», της Ισμή­νης Κα­ρυω­τά­κη, που πλέ­κε­ται γύ­ρω α­πό την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη αλ­λά μνη­μο­νεύει μό­νο την Ισταν­μπού­λ, και το βρα­βευ­μέ­νο μπέ­στ σέ­λερ του Θω­μά Κο­ρο­βί­νη, το «’55». Όπως δη­λώ­νει ο τίτ­λος, ε­στιά­ζει στον Σε­πτέμ­βριο του 1955, ό­ταν οι Τούρ­κοι ε­ξα­πέ­λυ­σαν το με­γά­λο πο­γκρόμ ε­να­ντίον ό­σων Ρω­μιών α­πέ­με­ναν. 
Τέ­λος, πέ­ρυ­σι, εκ­δό­θη­κε το αυτοβιο­γρα­φι­κό, «Η πό­λη που γεν­νή­θη­κα. Ισταν­μπούλ 1926-1946», του Μά­ριο Βίτ­τι. Αυ­τός εί­ναι α­πό Ιτα­λό πα­τέ­ρα και Ρω­μιά μη­τέ­ρα, “με ση­μα­ντι­κούς Φα­να­ριώ­τες προ­γό­νους α­πό την πλευ­ρά της μη­τέ­ρας της και κα­λο­στε­κού­με­νους Καπ­πα­δό­κες α­πό την πλευ­ρά του πα­τέ­ρα της”. Τα πρώ­τα εί­κο­σι χρό­νια της ζωής του στην Πό­λη τα έ­ζη­σε στο Πέ­ραν ή και Πέ­ρα, τουρ­κι­στί Μπέ­γιο­γλου. Πε­ριο­χή, που άρ­χι­σε να παίρ­νει αυ­το­δύ­να­μη υ­πό­στα­ση με­τά την Άλω­ση, με την ε­γκα­τά­στα­ση σε αυ­τήν των ευ­ρω­παϊκών πρε­σβειών. Εκεί έ­ζη­σε τα α­ντί­στοι­χα πρώ­τα δέ­κα ε­πτά χρό­νια της ζωής του ο Γιώρ­γος Θε­ο­το­κάς, γι’ αυ­τό και στο μυ­θι­στό­ρη­μά του, «Ο Λεω­νής», πε­ρι­γρά­φει με τό­ση ζω­ντά­νια τον δη­μο­τι­κό κή­πο του Τα­ξι­μιού. Και α­κό­μη πα­λαιό­τε­ρα, τον 19ο αι., ε­κεί βρέ­θη­κε στα δε­κα­τέσ­σε­ρά του ο Ευ­ρυ­τά­νας Δη­μή­τριος Πα­πα­δό­που­λος, αρ­χι­κά ως μα­θη­τής και έ­μει­νε κο­ντά τριά­ντα χρό­νια. Το μυ­θι­στό­ρη­μά του, α­πό τα πρώ­τα μπέ­στ σέ­λερ της δε­κα­ε­τίας του 1920, «Η Ωραία του Πέ­ραν», που ε­ξέ­δω­σε με το ψευ­δώ­νυ­μο Τυμ­φρη­στός, συ­ναρ­πά­ζει τις ρο­μα­ντι­κές ψυ­χές με τον τρα­γι­κό έ­ρω­τα της ω­ραίας Ερμιό­νης για τον φτω­χό Αι­μί­λιο, αλ­λά και με τα ει­δυλ­λια­κά το­πία μέ­σα στα ο­ποία ε­κτυ­λίσ­σε­ται. 
Αυ­τό «Το Πέ­ρα των Ελλή­νων» πα­ρου­σιά­ζει η Τσο­κώ­να, ό­πως το έ­ζη­σε αυ­τή τα δέ­κα ο­κτώ πρώ­τα χρό­νια της ζωής της. 80 χρό­νια με­τά τον Τυμ­φρη­στό, 60 με­τά τον Θε­ο­το­κά και κο­ντά 40 με­τά τον Βίτ­τι, κα­θό­σον γεν­νη­μέ­νη το 1964. Ο Κο­ρο­βί­νης γρά­φει τον πρό­λο­γο στο βι­βλίο της με την οι­κειό­τη­τα του οι­κο­γε­νεια­κού φί­λου. Θεσ­σα­λο­νι­κιός αυ­τός, φι­λό­λο­γος στη Μέ­ση Εκπαί­δευ­ση, δί­δα­ξε κο­ντά μία δε­κα­ε­τία, α­πό το 1988 μέ­χρι το 1996, στο Ζάπ­πειο και το Κε­ντρι­κό Παρ­θε­να­γω­γείο της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης. Στον πρό­λο­γό του α­να­φέ­ρει δυο άλ­λα μέ­λη της οι­κο­γέ­νειας, τη μη­τέ­ρα της συγ­γρα­φέως Ολυ­μπία, διευ­θύ­ντρια της Αστι­κής Σχο­λής Κο­ντο­σκα­λίου, και τον α­δελ­φό της, Αρι­στο­τέ­λη, σή­με­ρα κα­θη­γη­τή του Ζω­γρα­φείου, με συγ­γρα­φι­κή δρά­ση. Και τα δυο α­δέλ­φια μας εί­ναι γνω­στά α­πό τα δη­μο­σιεύ­μα­τά τους στο πε­ριο­δι­κό «Κιν­στέρ­να». Στο βι­βλίο, υ­πάρ­χει ι­διαί­τε­ρο κε­φά­λαιο, με τίτ­λο «Ο “Άρης” και η “Ιώ”», σε α­νω­φε­ρή τα ο­νό­μα­τα, κα­θώς γί­νε­ται λό­γος για την προέ­λευ­σή τους. Με πλά­γιο τρό­πο, η συγ­γρα­φέ­ας διαν­θί­ζει τις α­να­μνή­σεις της με μύ­θους και ι­στο­ρι­κά στοι­χεία. Στο πρώ­το κε­φά­λαιο, συ­στή­νε­ται ως κό­ρη δα­σκά­λων, α­φιε­ρώ­νο­ντας το βι­βλίο στον πα­τέ­ρα της. Λη­σμο­νεί να α­να­φέ­ρει το ό­νο­μά του, τον ζω­ντα­νεύει ό­μως ως δά­σκα­λο στα Τα­ταύ­λα. Ενώ, σε έ­να άλ­λο κε­φά­λαιο, δί­νει το λι­γό­τε­ρο γνω­στό ι­στο­ρι­κό του σχο­λείου της μη­τέ­ρας της, ό­που φοί­τη­σε και η ί­δια. Η α­φή­γη­ση ξε­τυ­λί­γε­ται με χρο­νο­λο­γι­κή τά­ξη, δια­τη­ρώ­ντας έ­ναν α­νά­λα­φρα ευ­φρό­συ­νο τό­νο. Όλα συμ­βαί­νουν μέ­σα σε μία α­γα­πη­μέ­νη οι­κο­γέ­νεια και σε μία ευη­με­ρού­σα κοι­νό­τη­τα. Τα δυ­σά­ρε­στα, ω­στό­σο, δεν μέ­νουν στα πα­ρα­λει­πό­με­να. Ανα­φέ­ρο­νται στις ε­πι­μέ­ρους ι­στο­ρι­κές α­να­δρο­μές, με τον εν­δει­κνυό­με­νο για έ­να πα­ρό­μοιο βι­βλίο τρό­πο· α­κρι­βόλογα και χωρίς δραματικούς τόνους. Τα Σε­πτεμ­βρια­νά, οι α­πε­λά­σεις του ’64, με­τά τις τα­ρα­χές με­τα­ξύ Ελλη­νο­κυ­πρίων και Τουρ­κο­κυ­πρίων, και πά­λι το ’74. 
Η ι­στο­ρία της Τσο­κώ­να  ξε­κι­νά α­πό το Φα­νά­ρι ό­που γεν­νή­θη­κε, το Πα­τριαρ­χείο ό­που βα­φτί­στη­κε και τη Με­γά­λη του Γέ­νους Σχο­λή, ό­που ή­ταν μα­θη­τής ο α­δελ­φός της. Στο Φα­νά­ρι ή­ταν το σπί­τι των γο­νιών της μη­τέ­ρας της, που την κα­κό­μα­θαν μεν με τα χά­δια τους, ό­πως γρά­φει, αλ­λά  έ­πλα­σαν με τις ι­στο­ρίες τους μία Ελλη­νί­δα γνη­σιό­τε­ρη α­πό τις συ­νο­μή­λι­κές της Ελλα­δί­τισ­σες. Όταν αυ­τό το ξύ­λι­νο σπί­τι, πλάι στο Με­τό­χι του Αγίου Τά­φου, κά­η­κε, η μι­κρή Ιώ πα­ρα­θέ­ρι­ζε στην Πρώ­τη, στα Πρι­γκη­πό­νη­σα. Την ι­στο­ρία του και τη φρί­κη της φω­τιάς την πε­ρι­γρά­φει ο α­δελ­φός της σε βι­βλίο του. Οι δι­κές της α­να­μνή­σεις γί­νο­νται πιο ζωη­ρές με την ε­γκα­τά­στα­ση της οι­κο­γέ­νειας στο δια­μέ­ρι­σμα του Τζι­χαν­γκί­ρ, προά­στιου του Πέ­ρα. Αυ­τή ή­ταν η πρώ­τη γει­το­νιά και του Μασ­σα­βέ­τα, ο­πό­τε οι πε­ρι­γρα­φές των δυο συγ­γρα­φέων για τις πο­λυ­κα­τοι­κίες και τις γει­το­νιές τους βαί­νουν πα­ρα­λή­λως. Κε­ντρι­κό ση­μείο και στις δυο α­φη­γή­σεις εί­ναι ο Ίσιος ή Με­γά­λος Δρό­μος του Πέ­ρα. Από τα πρώ­τα ι­δρύ­μα­τα που πα­ρου­σιά­ζει η συγ­γρα­φέ­ας εί­ναι το Ζω­γρά­φειο, που λει­τουρ­γεί μέ­χρι σή­με­ρα έ­στω και με 40 μα­θη­τές. Ακο­λου­θούν το Ζάπ­πειο, που ή­ταν το σχο­λείο της και τα υ­πό­λοι­πα σχο­λεία του Πέ­ρα. Ως κα­τα­κλεί­δα, πε­ρι­γρά­φει την α­γα­πη­μέ­νη της Πρώ­τη, το νη­σί τους. Στις παι­δι­κές α­να­μνή­σεις, α­να­μι­γνύο­νται ι­στο­ρι­κές πλη­ρο­φο­ρίες, ό­πως ε­κεί­νο το με­γά­λο λευ­κό κιο­νό­κρα­νο στην α­λά­να έ­ξω α­πό την Παι­δό­πο­λη ή το νη­σί ως τό­πος ε­ξο­ρίας τα βυ­ζα­ντι­νά χρό­νια.  
Η Τσο­κώ­να, α­φού ο­λο­κλη­ρώ­νει, σε έ­να πρώ­το μέ­ρος του βι­βλίου, τις α­να­μνή­σεις των παι­δι­κών και ε­φη­βι­κών χρό­νων, α­πο­πει­ρά­ται μία συ­στη­μα­τι­κή πα­ρου­σία­ση “του Πέ­ρα των Ελλή­νω­ν”, κρα­τώ­ντας έ­τσι στο α­κέ­ραιο την υ­πό­σχε­ση του τίτ­λου. Με πλη­ρό­τη­τα, αλ­λά χω­ρίς κα­τα­γρα­φι­κό φι­λο­λο­γι­σμό, πα­ρου­σιά­ζει συ­στη­μα­τι­κά α­ξιο­θέ­α­τα και Ιδρύ­μα­τα. Εί­ναι πο­λύ­τι­μη αυ­τή η πε­ρι­γρα­φή, για­τί τις λε­πτο­μέ­ρειες που έ­χει συ­γκρα­τή­σει η μνή­μη, ο ε­ρευ­νη­τής δεν τις ε­ντο­πί­ζει, ό­σο κι αν κο­πιά­σει. Με­τα­φρά­στρια σή­με­ρα α­πό τα ελ­λη­νι­κά στα τουρ­κι­κά, πλου­τί­ζει πε­ραι­τέ­ρω την α­φή­γη­σή της. Δί­νει το προ­βά­δι­σμα στα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά έρ­γα και τις αί­θου­σες, χά­ρις στην “μα­νιώ­δη σι­νε­φί­λ” μη­τέ­ρα, α­κο­λου­θούν έ­να ε­κτε­νές κε­φά­λαιο για τις εκ­κλη­σίες και μι­κρό­τε­ρα, για τα προ­ξε­νεία και τα θέ­α­τρα, αυ­τά χά­ρις και στον θε­α­τρό­φι­λο πα­τέ­ρα. Ιδιαί­τε­ρα κε­φά­λαια α­φιε­ρώ­νο­νται στα α­ξιο­θέ­α­τα, την πλα­τεία Τα­ξί­μ, το κο­σμο­πο­λί­τι­κο Σταυ­ρο­δρό­μι και τον Γα­λα­τά. Η συγ­γρα­φέ­ας δεν λη­σμο­νεί να α­να­φερ­θεί στον ελ­λη­νι­κό Τύ­πο, κα­θώς και σε ο­ρι­σμέ­νες προ­σω­πι­κό­τη­τες του Πέ­ρα, αλ­λά και σε κά­ποιους γρα­φι­κούς τύ­πους.
Ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον έ­χει η α­να­φο­ρά της στην ό­γδοη Τέ­χνη, τη φω­το­γρα­φία. Κα­τά μία εκ­δο­χή, ε­πει­δή η Κων­στα­ντι­νού­πο­λη δεν εί­χε πολ­λούς ντό­πιους ζω­γρά­φους, πλή­θυ­ναν οι φω­το­γρά­φοι. Από το 1850 και ύ­στε­ρα, στον Ίσιο Δρό­μο α­νοί­γουν φω­το­γρα­φεία. Πρώ­τος ο Βα­σι­λά­κης Καρ­γό­που­λος, μετά ο γιος του Κων­στα­ντί­νος, αλ­λά κυ­ρίως, ο Αχιλ­λέ­ας Σα­μα­ντζής και ο γα­μπρός του Ευ­γέ­νιος Δα­λέ­ζιος, τους ο­ποίους πρω­το­γνω­ρί­σα­με πέ­ρυ­σι με την έκ­θε­ση των φω­το­γρα­φιών τους στην Αγιο­ρεί­τι­κη Εστία της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Η πα­ρου­σία­ση α­πό την Τσο­κώ­να του Σα­μα­ντζή συ­νι­στά μία μο­να­δι­κή μαρ­τυ­ρία γι’ αυ­τόν τον ε­ρα­σι­τέ­χνη φω­το­γρά­φο, “α­στό, πο­λύ­γλωσ­σο και κο­σμο­πο­λί­τη”. Το 1936 ε­γκα­τα­στά­θη­κε στην Αθή­να, ό­που και πέ­θα­νε το 1942, τυ­φλός και σε κα­κή οι­κο­νο­μι­κή κα­τά­στα­ση, ό­πως ο Βου­τυ­ράς. Αυ­τός δέ­κα χρό­νια νεό­τε­ρος, στα 72. Το βι­βλίο ει­κο­νο­γρα­φεί­ται  με 30 α­πό τις συ­νο­λι­κά 120 φω­το­γρα­φίες που τρά­βη­ξε ε­πί τού­του ο φί­λος της συγγραφέως, φω­το­γρά­φος Σα­μί Σολ­μάζ.


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 13/7/2014.

Περί ανθολογιών

$
0
0
«Το ελ­λη­νι­κόν διή­γη­μα
Η αν­θο­λο­γία
του Κων­στ. Φ. Σκό­κου»
Τό­μοι Α΄Β΄
Φι­λο­λο­γι­κή ε­πι­μέ­λεια
Κ. Κω­στίου – Ν. Φα­λα­γκάς
Ίδρυ­μα Ου­ρά­νη
Ια­νουά­ριος 2014

Πα­λαιό­τε­ρα, οι αν­θο­λο­γίες ποιη­μά­των και διη­γη­μά­των α­πο­τε­λού­σαν κα­θρέ­φτη της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας της ε­πο­χής τους. Σή­με­ρα, δεν έ­χουν πα­ρό­μοιο χα­ρα­κτή­ρα, ι­διαί­τε­ρα οι αν­θο­λο­γίες διη­γη­μά­των, που πλη­θαί­νουν και εί­ναι κυ­ρίως θε­μα­τι­κές. Σε αυ­τές, η ε­πι­λο­γή των συγ­γρα­φέων δεν γί­νε­ται με κρι­τή­ριο την α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό­τη­τα του συ­νό­λου, αλ­λά με βά­ση ει­δι­κό­τε­ρων πα­ρα­μέ­τρων, κά­πο­τε ε­ξω­λο­γο­τε­χνι­κών. Εξαί­ρε­ση α­πο­τε­λούν ο­ρι­σμέ­νες αν­θο­λο­γίες με α­ξιώ­σεις γραμ­μα­το­λο­γίας. Ως πιο πρό­σφα­τη μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί αυ­τή των εκ­δό­σεων Σο­κό­λη, που ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε το 1998. Στα εν­διά­με­σα χρό­νια, η εν λό­γω αν­θο­λο­γία-γραμ­μα­το­λο­γία, ό­ντας και η μο­να­δι­κή, δεν α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται μό­νο ως μία α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κή αν­θο­λό­γη­ση, αλ­λά έ­χει α­πο­κτή­σει την ε­γκυ­ρό­τη­τα της ο­ρι­στι­κής κα­τα­γρα­φής. Αυ­τή η α­πο­δο­χή, χω­ρίς να έ­χει προ­η­γη­θεί η βά­σα­νος της κρι­τι­κής ι­δίως σε ό­τι α­φο­ρά “την πα­λαιό­τε­ρη πε­ζο­γρα­φία μας”, εί­ναι ε­πι­σφα­λής, κα­θώς συ­ντεί­νει στο να α­το­νή­σουν οι πε­ραι­τέ­ρω ε­ρευ­νη­τι­κές προ­σπά­θειες. 
Τη δυ­να­τό­τη­τα ε­νός πρώ­του ε­λέγ­χου της γραμ­μα­το­λο­γι­κής α­ξίας της συ­γκε­κρι­μέ­νης αν­θο­λό­γη­σης προ­σφέ­ρουν οι ε­πα­νεκ­δό­σεις πα­λαιό­τε­ρων αν­θο­λο­γιών. Ανά­με­σα σε αυ­τές, τρεις δια­κρί­νο­νται, λό­γω και του σχε­τι­κά με­γά­λου α­ριθ­μού συγ­γρα­φέων που πε­ρι­λαμ­βά­νουν. Πέ­ραν, ό­μως, του πλή­θους των προ­σώ­πων, το εν­δια­φέ­ρον τους έ­γκει­ται στο ό­τι, καί­τοι έρ­γο ε­νός, το κυ­ρίως σώ­μα των αν­θο­λο­γού­με­νων κέρ­δι­σε το στοί­χη­μα της ε­πι­βε­βαίω­σης. Κα­τά χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά έκ­δο­σης, έ­χου­με την αν­θο­λο­γία του 1896, τα «Ελλη­νι­κά Διη­γή­μα­τα», με εκ­δό­τη τον Γεώρ­γιο Κασ­δό­νη, και δυο αν­θο­λο­γίες του 1920, τα «55 Ελλη­νι­κά Διη­γή­μα­τα», σε ε­πι­μέ­λεια Κώ­στα Ι. Καρ­ζή, με εκ­δό­τη τον Μι­χαήλ Σ. Ζη­κά­κη, και τη δί­το­μη «Το Ελλη­νι­κόν Διή­γη­μα», σε ε­κλο­γή και ε­πι­μέ­λεια του Κων­στ. Φ. Σκό­κου, με εκ­δό­τη τον Ιωάν­νη Κολ­λά­ρο, διά­δο­χο του Κασ­δό­νη στο Βι­βλιο­πω­λείον της Εστίας.
Χά­ρις στην ε­πι­μο­νή του Γ. Πα­πα­κώ­στα, οι δυο α­πό αυ­τές, του 1896 και η δεύ­τε­ρη του 1920, ε­πα­νεκ­δό­θη­καν μέ­σα στην τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία. Η πρώ­τη, το 2004, σε ε­πι­μέ­λεια του ι­δίου. Εί­χε προ­η­γη­θεί, το 1998, η ε­πα­νέκ­δο­σή της, σε ε­πι­μέ­λεια Β. Τω­μα­δά­κη, στη Σει­ρά με­λε­τη­μά­των του Ιδρύ­μα­τος Μα­νό­λη Τρια­ντα­φυλ­λί­δη, που δεν έ­τυ­χε πλα­τύ­τε­ρης πα­ρου­σία­σης. Η δεύ­τε­ρη εί­ναι αυτή που επανεκδόθηκε πρόσφατα. Η σύ­γκρι­ση των τριών αν­θο­λο­γιών με ε­κεί­νη του Σο­κό­λη θέ­τει έ­να διτ­τό ε­ρώ­τη­μα. Πρέ­πει να ε­παι­νέ­σου­με τους πα­λαιούς για το α­νε­πτυγ­μέ­νο αι­σθη­τή­ριό τους ή να ψέ­ξου­με τους νεό­τε­ρους για ε­ρευ­νη­τι­κή ο­κνη­ρία και ε­φη­συ­χα­σμό με τα έ­τοι­μα;
Να θυ­μί­σου­με πως το τμή­μα της αν­θο­λο­γίας-γραμ­μα­το­λο­γίας Σο­κό­λη, το α­φιε­ρω­μέ­νο “στην πα­λαιό­τε­ρη πε­ζο­γρα­φία μας”, ο­ρί­ζε­ται χρο­νι­κά “α­πό ι­δρύ­σεως ελ­λη­νι­κού κρά­τους ως τον πρώ­το πα­γκό­σμιο πό­λε­μο” και εί­ναι χω­ρι­σμέ­νο σε τρεις πε­ριό­δους: 1830-1880, 1880-1900, 1900-1914, ό­που α­ντι­στοί­χως αν­θο­λο­γού­νται, 26, 28, 24 συγ­γρα­φείς. Πρό­κει­ται για εν­νέα τό­μους, χω­ρι­σμέ­νους σε τρεις ε­νό­τη­τες, με ε­πί μέ­ρους ε­πι­με­λη­τές τους Ν. Βα­γε­νά, Κ. Στερ­γιό­που­λο, Γ. Δάλ­λα. Επί­σης, να διευ­κρι­νί­σου­με πως οι συ­γκρί­σεις α­φο­ρούν τους συγ­γρα­φείς της γε­νιάς του 1880 και της πρώ­της ο­μά­δας του 20ου αιώ­να. Εξαι­ρού­νται, δη­λα­δή, οι συγ­γρα­φείς της πρώ­της πε­ντη­κο­ντα­ε­τίας του ελ­λη­νι­κού κρά­τους, κα­θώς οι τρεις πα­λαιό­τε­ροι αν­θο­λό­γοι πε­ριο­ρί­ζο­νται σε με­τρη­μέ­νους ε­πι­φα­νείς, ή­δη α­πο­θα­νό­ντες το 1920: ο Κασ­δό­νης στους Α. Ρ. Ρα­γκα­βή, Δ. Βι­κέ­λα, Ε. Ροΐδη και Α. Βλά­χο, ο Σκό­κος προ­σθέ­τει σε αυ­τούς τους τέσ­σε­ρις, στον δεύ­τε­ρο τό­μο, τον Ν. Δρα­γού­μη, ε­νώ ο Καρ­ζής αν­θο­λο­γεί μό­νο τους Βι­κέ­λα και Ροΐδη. 
Αρχι­κά, θα πρέ­πει να δώ­σου­με μία ει­κό­να της αν­θο­λο­γίας Καρ­ζή, που δεν έ­χει ε­πα­νεκ­δο­θεί. Στην ει­σα­γω­γή της πρό­σφα­της ε­πα­νέκ­δο­σης της αν­θο­λο­γίας Σκό­κου, δί­νε­ται μία συ­γκρι­τι­κή πε­ρι­γρα­φή, στην ο­ποία ε­ντο­πί­ζο­νται οι ε­ξής α­να­κρί­βειες: Η εν λό­γω αν­θο­λο­γία 55 διη­γη­μά­των πε­ρι­λαμ­βά­νει 52 και ό­χι 50 συγ­γρα­φείς, που ση­μαί­νει ό­τι με δυο διη­γή­μα­τα αν­θο­λο­γού­νται τρεις (Δημ. Κα­μπού­ρο­γλου, Κ. Πα­λα­μάς, Μ. Μη­τσά­κης) και ό­χι πέ­ντε, ό­πως α­να­φέ­ρε­ται. Επί­σης, οι 52 του Καρ­ζή δεν αν­θο­λο­γού­νται ό­λοι στου Σκό­κου, πα­ρά μό­νο οι 48 (29 στον πρώ­το τό­μο, 19 στον δεύ­τε­ρο). Πα­ρα­λεί­πο­νται οι Γ. Ψυ­χά­ρης, Πολ. Δη­μη­τρα­κό­που­λος, Δημ. Τα­γκό­που­λος, Ηλίας Σταύ­ρου. Με το ί­διο διή­γη­μα στις δυο αν­θο­λο­γίες, Σκό­κου και Καρ­ζή, πα­ρου­σιά­ζο­νται ε­πτά και ό­χι έ­ξι (στους Ι. Πο­λυ­λά, Γ. Δρο­σί­νη, Μη­τσά­κη, Ι. Γκί­κα, Π. Βλα­στό, Ι. Ζερ­βό, που α­να­φέ­ρο­νται, προ­στί­θε­ται ο Εμμ. Λυ­κού­δης με το «Μα­ρα­σμός»). 
Για τις δυο εν­δια­φέ­ρου­σες πε­ριό­δους 1880-1900 και 1900-1914, α­φαι­ρώ­ντας τους πα­λαιό­τε­ρους, η αν­θο­λο­γία του Κασ­δό­νη αν­θο­λο­γεί 30 στους συ­νο­λι­κά 34, του Σκό­κου 63 στους συ­νο­λι­κά 68 (27 πρώ­το τό­μο, 36 δεύ­τε­ρο), του Καρ­ζή 50 στους συ­νο­λι­κά 52 και του Σο­κό­λη 52 ε­πί συ­νό­λου 78. Οι α­ριθ­μοί συ­γκλί­νουν μεν, αλ­λά δια­φο­ρο­ποιού­νται στα ε­πι­μέ­ρους πρό­σω­πα. Ορι­σμέ­νοι συγ­γρα­φείς α­πα­ντώ­νται σε μία ή και σε δυο αν­θο­λο­γίες, αλ­λά δεν δια­σώ­ζο­νται στου Σο­κό­λη. Μέ­νει ζη­τού­με­νο κα­τά πό­σο οι εν λό­γω συγ­γρα­φείς, οι, τρό­πον τι­νά, σή­με­ρα “ά­στε­γοι”, ε­πα­νε­ξε­τά­στη­καν και α­πορ­ρί­φθη­καν. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, πρό­κει­ται για 25 συγ­γρα­φείς, που αν­θο­λο­γού­νται ως ε­ξής: Δυο της γε­νιάς του 1880 (Αρι­στ. Ρού­κης, Θ. Βελ­λια­νί­της) α­πα­ντώ­νται μό­νο στου Κασ­δό­νη. Δυο α­πό τους νεό­τε­ρους (Αντώ­νης Σπη­λιω­τό­που­λος, Λ. Αστέ­ρης) αν­θο­λο­γού­νται στου Κασ­δό­νη και στον δεύ­τε­ρο τό­μο του Σκό­κου. Ενώ, ο δεύ­τε­ρος, που προ­χω­ρά­ει σε μια ευ­ρύ­τε­ρη αν­θο­λό­γη­ση, στον πρώ­το τό­μο συ­γκρα­τεί δυο νεό­τε­ρους (Μα­ρί­νος Σι­γού­ρος, Ευ­στρά­τιος Ευ­στρα­τιά­δης), στον δεύ­τε­ρο άλ­λους 18 (τέσ­σε­ρις πα­λαιό­τε­ρους Δημ. Πα­ντα­ζής, Σκό­κος, Αγαθ. Κων­στα­ντι­νί­δης, Γ. Στρα­τή­γης, και 14 νεό­τε­ρους Π. Αξιώ­της, Γ. Τσο­κό­που­λος, Π. Πα­να­γό­που­λος, Ι. Ζερ­βός, Ι. Γκί­κας, Γ. Αδρα­κτάς, Α. Πα­πα­δό­που­λος, Ν. Πε­τι­με­ζας, Δημ. Κα­λο­γε­ρό­που­λος, Κ. Μα­κρί­δης, Λ. Κα­νελ­λό­που­λος, Μ. Φι­λή­ντας, Σ. Σκί­πης, Γ. Πελ­λε­ρέν). Από αυ­τούς, ο Καρ­ζής συ­γκρα­τεί τους δυο του πρώ­του τό­μου και τους ε­πτά πρώ­τους του δεύ­τε­ρου, ε­νώ προ­σθέ­τει τον νεό­τε­ρο Ηλ. Σταύ­ρου.
Στην ει­σα­γω­γή της πρό­σφα­της ε­πα­νέκ­δο­σης της αν­θο­λο­γίας Σκό­κου, δια­τυ­πώ­νε­ται η ά­πο­ψη πως ο Σκό­κος βα­σί­στη­κε κα­τά πο­λύ στην αν­θο­λο­γία Κασ­δό­νη. Όπως φαί­νε­ται, ως δια­πί­στω­ση, θα πρέ­πει να γε­νι­κευ­θεί. Τό­σο οι δυο αν­θο­λο­γίες του 1920 ό­σο και του Σο­κό­λη υιο­θέ­τη­σαν σχε­δόν στο α­κέ­ραιο τις ε­πι­λο­γές του Κασ­δό­νη. Οι 26 συγ­γρα­φείς του Κασ­δό­νη (α­φού α­φαι­ρέ­σου­με τους 4 “ά­στε­γους”), οι 20 της γε­νιάς του 1880 (Α. Πα­πα­δια­μά­ντης, Α. Μω­ραϊτί­δης, Γ. Βι­ζυη­νός, Μ. Μη­τσά­κης, Ι. Κον­δυ­λά­κης, Αλεξ. Πα­πα­δο­πού­λου, Εμ. Λυ­κού­δης, Ι. Πο­λυ­λάς, Χαρ. Άννι­νος, Γ. Δρο­σί­νης, Δ. Κα­μπού­ρο­γλου, Ι. Δαμ­βέρ­γης, Α. Κουρ­τί­δης, Α. Εφτα­λιώ­της, Χ. Χρη­στο­βα­σί­λης, Α. Καρ­κα­βί­τσας, Κ. Κρυ­στάλ­λης, Γ. Βλα­χο­γιάν­νης, Κ. Πα­λα­μάς, Γ. Ψυ­χά­ρης) και οι έ­ξι της ε­πό­με­νης (Π. Νιρ­βά­νας, Γ. Ξε­νό­που­λος, Ν. Επι­σκο­πό­που­λος, Κώ­στας Πα­σα­γιάν­νης, Δ. Χατ­ζό­που­λος, Γ. Βώ­κος) υ­πάρ­χουν στις δυο αν­θο­λο­γίες του 1920 (με ε­ξαί­ρε­ση τον Ψυ­χά­ρη που α­που­σιά­ζει α­πό τον Σκό­κο και τον Βώ­κο που α­που­σιά­ζει και α­πό τις δυο, ό­που συμ­βάλ­λουν οι ι­διαί­τε­ρες συν­θή­κες του βίου του με­τά το 1913), ε­νώ στου Σο­κό­λη υ­πάρ­χει α­κέ­ραιο το σώ­μα των 26. Αν και στο λήμ­μα του Βώ­κου, το έργο του α­πα­ξιώ­νε­ται, σχε­δόν κα­θ’ ο­λο­κλη­ρία. Πα­ρό­μοιας διά­θε­σης λήμ­μα­τα, ό­που οι ση­με­ρι­νοί α­πορ­ρί­πτουν το έρ­γο του συγ­γρα­φέα που α­νέ­λα­βαν να πα­ρου­σιά­σουν, συ­νι­στούν βα­σι­κή α­δυ­να­μία της εν λό­γω αν­θο­λο­γίας α­πό την ο­πτι­κή του στά­τους τής γραμ­μα­το­λο­γίας που διεκ­δι­κεί. 
Σε αυ­τούς τους 26, του Σο­κό­λη προ­σθέ­τει 13 συγ­γρα­φείς α­πό το κοι­νό σώ­μα των αν­θο­λο­γιών Σκό­κου και Καρ­ζή, δυο της γε­νιάς του 1880 (Κ. Με­τα­ξάς-Βο­σπο­ρί­της, Α. Τραυ­λα­ντώ­νης) και 11 νεό­τε­ρους (Κ. Ρά­δος, Γ. Κα­μπύ­σης, Κ. Χατ­ζό­που­λος, Κ. Θε­ο­τό­κης, Κ. Πα­ρο­ρί­της, Δ. Βου­τυ­ράς, Π. Βλα­στός, Γ. Κα­ζα­ντζά­κη, Ζ. Πα­πα­ντω­νίου, Σπ. Με­λάς, Πλ. Ρο­δο­κα­νά­κης). Επί­σης, τρεις που αν­θο­λο­γού­νται μό­νο α­πό τον Σκό­κο, έ­ναν της γε­νιάς του 1880 (Αρ. Πα­πα­δο­πού­λου) και δυο νεό­τε­ρους (Γ. Κα­μπύ­σης, Σπ. Πα­σα­γιάν­νης). Ακό­μη, δυο που αν­θο­λο­γού­νται μό­νο α­πό τον Καρ­ζή, έ­ναν πα­λαιό­τε­ρο (Πολ. Δη­μη­τρα­κό­που­λος) και έ­να νεό­τε­ρο (Δημ. Τα­γκό­που­λος). Τε­λι­κά, μέ­νει να α­να­φέ­ρου­με ποιους συγ­γρα­φείς “α­να­κά­λυ­ψα­ν” οι γραμ­μα­το­λό­γοι, που δεν υ­πάρ­χουν στις πα­λαιό­τε­ρες αν­θο­λο­γίες. Τρεις της γε­νιάς του 1880 (Αλ. Πάλ­λης, Κ. Παρ­ρέν, Ν. Σπαν­δω­νής) και τέσ­σε­ρις α­πό τους νεό­τε­ρους (Ίων Δρα­γού­μης, Π. Δέλ­τα. Δ. Κόκ­κι­νος, Χρ. Χρη­στο­μά­νος). Πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι πρό­κει­ται για ση­μα­ντι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες, με έρ­γο ι­στο­ρι­κό, κοι­νω­νι­κό ή και μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό του τύ­που του α­να­γνώ­σμα­τος. Δηλαδή, όχι αμιγώς λογοτεχνικό. Άρα, αν η αν­θο­λο­γία-γραμ­μα­το­λο­γία Σο­κό­λη συ­νι­στά τον “λο­γο­τε­χνι­κό κα­νό­να” για την πε­ρίο­δο 1880-1914, αυ­τός εί­χε δια­μορ­φω­θεί εκ των ε­νό­ντων α­πό τις τρεις αν­θο­λο­γίες. Μό­νο για την πρώ­τη πε­ρίο­δο, 1830-1880, υ­πήρ­ξε έ­ρευ­να που α­πέ­φε­ρε νέα ο­νό­μα­τα. 
Να ση­μειώ­σου­με ό­τι στην ει­σα­γω­γή της πρό­σφα­της έκ­δο­σης έ­χουν πα­ρει­σφρύ­σει κά­ποιες λαν­θα­σμέ­νες α­να­φο­ρές, που μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σουν σύγ­χυ­ση. Λ.χ., ό­τι οι αν­θο­λο­γού­με­νοι του Σκό­κου εί­ναι 61 α­ντί 68 ή πως αν­θο­λο­γεί δυο πα­λαιό­τε­ρους α­ντί πέ­ντε. Επί­σης, τα πο­σο­στά της γυ­ναι­κείας πε­ζο­γρα­φίας που δί­νο­νται, 3,4% και 5,9% για τις αν­θο­λο­γίες α­ντι­στοί­χως Κασ­δό­νη και Σκό­κου, συ­σκο­τί­ζουν, δε­δο­μέ­νου ό­τι ο πρώ­τος αν­θο­λο­γεί μό­λις μία, πο­σο­στό 2,9%, και ο δεύ­τε­ρος τέσ­σε­ρις, πο­σο­στό 5,88%. Αλλά και σή­με­ρα, που δί­νου­με ι­διαί­τε­ρη προ­σο­χή στις α­φα­νείς του πα­ρελ­θό­ντος, στου Σο­κό­λη προ­στέ­θη­καν μό­λις τρεις (στην πρώ­τη πε­ρίο­δο η Μ. Μη­χα­νί­δου και οι νεό­τε­ρες Παρ­ρέν, Δέλ­τα), πο­σο­στό 8,97. Στον Σκό­κο, ω­στό­σο, α­πο­δί­δε­ται “με­ρο­λη­ψία και α­πο­δε­κα­τι­στι­κή λο­γι­κή”.  
Γε­νι­κό­τε­ρα, η ει­σα­γω­γή δεν κα­λο­συ­στή­νει τον Σκό­κο. Η ε­πι­λο­γή του να πα­ρα­θέ­σει βιο­γρα­φι­κά ση­μειώ­μα­τα των συγ­γρα­φέων χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται μεν “πο­λύ­τι­μη”, αλ­λά α­κυ­ρώ­νε­ται με την πα­ρα­τή­ρη­ση ό­τι “τα υ­περ­βο­λι­κά πολ­λά πραγ­μα­το­λο­γι­κά λά­θη υ­πο­νο­μεύουν τη χρη­σι­μό­τη­τα αυ­τών των βιο­γρα­φι­κών ση­μειω­μά­τω­ν”. Όπως α­να­φέ­ρε­ται ή­δη α­πό τον πρό­λο­γο, “η Ανθο­λο­γία βρί­θει λα­θώ­ν”, τα ο­ποία  “κρί­θη­κε σκό­πι­μο να διορ­θω­θού­ν”, αλ­λά “σιω­πη­ρώς”. Ωστό­σο, μό­νο τα προ­φα­νή τυ­πο­γρα­φι­κά λά­θη διορ­θώ­νο­νται σιω­πη­ρώς, ε­νώ τα λά­θη του αν­θο­λό­γου έ­χουν την ι­στο­ρι­κό­τη­τά τους. Πα­ρά­δειγ­μα, ο εκ­δη­μο­τι­κι­σμός και οι α­πλο­ποιή­σεις πολ­λών τίτ­λων α­πό τον Σκό­κο. Επί­σης, κά­ποια σφάλ­μα­τα, ό­πως, λ.χ., η α­να­φο­ρά της χρο­νο­λο­γίας έκ­δο­σης του βι­βλίου του Ν. Δρα­γού­μη, «Ιστο­ρι­καί Ανα­μνή­σεις», το 1874, ως η­με­ρο­μη­νία θα­νά­του του. Η σιω­πη­ρή διόρ­θω­ση α­πο­κα­θι­στά την ορ­θή χρο­νο­λο­γία θα­νά­του, το 1879, αλ­λά δεν α­να­φέ­ρει τις χρο­νο­λο­γίες των δυο πρώ­των εκ­δό­σεων του βι­βλίου, 1874 και 1879. Ή, α­κό­μη, η α­να­φο­ρά του 1890 ως χρο­νο­λο­γία έκ­δο­σης της «Πά­πισ­σας Ιωάν­νας» α­ντί του 1866, που, το πι­θα­νό­τε­ρο, ο­φεί­λε­ται σε lapsus του Σκό­κου, κα­θώς το 1890 με­τα­φρά­στη­κε το βι­βλίο, «Η α­λη­θής Πά­πισ­σα Ιωάν­να». 
Ύστε­ρα, με το “σιω­πη­ρώς”, φορ­τώ­νο­νται στον Σκό­κο και λά­θη της πρό­σφα­της ε­πα­νέκ­δο­σης. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Τσο­κό­που­λος για τον ελ­λη­νο­τουρ­κι­κό πό­λε­μο του 1912, δη­μο­σίευ­σε “φυλ­λά­διο”, με “α­κρι­βή ε­ξι­στό­ρη­ση των α­φορ­μών, προ­πα­ρα­σκευής, ε­ξε­λί­ξεως και α­πο­τε­λε­σμά­των του παμ­βαλ­κα­νι­κού κα­τά της Τουρ­κίας πο­λέ­μου”, αλ­λά και βι­βλίο, «Από τα πε­δία των μα­χών», ως “ε­πι­σκέ­πτης, ό­ταν α­κό­μη τα πτώ­μα­τα ή­ταν ά­τα­φα”. Εντυ­πώ­σεις, λοι­πόν, ό­χι Ιστο­ρία. Τώ­ρα, αν αυ­τές εν­σω­μα­τώ­θη­καν σε “Ιστο­ρία” στην α­ντί­πε­ρα ό­χθη του Ατλα­ντι­κού, θα έ­πρε­πε να διευ­κρι­νί­ζε­ται. Πα­ρο­μοίως, για τα θε­α­τρι­κά του Τσο­κό­που­λου, στου Σκό­κου δί­νε­ται η χρο­νο­λο­γία α­νε­βά­σμα­τος μίας πα­ρά­στα­σης, ε­νώ, οι διορ­θώ­σεις δί­νουν αυ­τήν της έκ­δο­σης βι­βλίου. Κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση και χω­ρίς διευ­κρί­νι­ση, για το έμ­με­τρο πα­ρα­μύ­θι “Της Ωριάς το κά­στρο”, τίτ­λος που συμ­φω­νεί με το δη­μο­τι­κό ά­σμα, δί­νε­ται η χρο­νο­λο­γία α­νε­βά­σμα­τος, με διορ­θω­μέ­νο τον τίτ­λο, «Το κά­στρο της Ωριάς». Όπως κι αν έ­χει, κα­τα­λή­γου­με με έ­να νό­θο βιο­γρα­φι­κό, που ού­τε το τό­τε α­ντι­κα­το­πτρί­ζει ού­τε για το σή­με­ρα εί­ναι ε­παρ­κές. Τέ­λος, για τους αν­θο­λο­γού­με­νους συγ­γρα­φείς, που δεν υ­πάρ­χουν τα έ­τοι­μα βιο­γρα­φι­κά του Σο­κό­λη, ε­κεί­να του Σκό­κου ε­λά­χι­στα δια­φο­ρο­ποιού­νται, με λαν­θα­σμέ­νες ο­ρι­σμέ­νες διορ­θώ­σεις.
Η πρώ­τη α­πό τις έ­ξι ε­νό­τη­τες της ει­σα­γω­γής α­ναγ­γέλ­λε­ται ό­τι “σκια­γρα­φεί το πορ­τρέ­το του εκ­δό­τη της Ανθο­λο­γίας”. Μό­νο που, για α­κό­μη μία φο­ρά, ο Σκό­κος μέ­νει με έ­να η­μι­τε­λές “πορ­τρέ­το”. Εκτε­νής, ως συ­νή­θως, εί­ναι η α­να­φο­ρά στο Ημε­ρο­λό­γιο, που ε­ξέ­δι­δε, ό­χι “ε­πί τριά­ντα δυο χρό­νια” αλ­λά ε­πί τριά­ντα τρία, α­πό το 1886 (συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου) έως το 1918. Ενώ, για τον βίο του, αν­τλού­νται πλη­ρο­φο­ρίες α­πό το Ημε­ρο­λό­γιο και κυ­ρίως, α­πό τα “αυ­το­βιο­γρα­φι­κά κεί­με­να” του Ξε­νό­που­λου. Μό­νο που αυ­τά γρά­φτη­καν για το πλα­τύ κοι­νό. Έτσι, μα­θαί­νου­με πε­ρισ­σό­τε­ρα για την σύ­ζυ­γο του Σκό­κου, Αδρια­νή, το γέ­νος Επι­σκο­πό­που­λου. Πα­ρά τα κε­νά, στα­χυο­λο­γώ­ντας α­πό­ψεις, η α­πό­φαν­ση εί­ναι κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή: “Ο Σκό­κος υ­πήρ­ξε έ­νας α­κα­τα­πό­νη­τος ερ­γά­της του πνεύ­μα­τος, μια ευ­φρό­συ­νη φω­νή, που α­ντα­πο­κρι­νό­ταν στο μέ­σο γού­στο της ε­πο­χής.” 
Να ση­μειώ­σου­με την ε­ρευ­νη­τι­κή ερ­γα­σία του Ν. Φα­λα­γκά, που πα­ρου­σιά­ζε­ται στο Επί­με­τρο: κρι­τι­κά κεί­με­να για την αν­θο­λο­γία Σκό­κου, συ­γκρι­τι­κός πί­να­κας πε­ριε­χο­μέ­νων με άλ­λες αν­θο­λο­γίες, κα­τά­λο­γος προ­η­γού­με­νων και πρώ­των δη­μο­σιεύ­σεων των διη­γη­μά­των. Μέ­νει ζη­τού­με­νο, κα­τά πό­σο πα­ρει­σφρέ­ουν, και ε­δώ, κά­ποια σφάλ­μα­τα. Λ.χ., ο Λυ­κού­δης εμ­φα­νί­ζε­ται να έ­χει δη­μο­σιεύ­σει δια­φο­ρε­τι­κό διή­γη­μα στις αν­θο­λο­γίες Σκό­κου και Καρ­ζή. Σε ει­σα­γω­γι­κό “ση­μείω­μα”, δί­νο­νται “οι εκ­δο­τι­κές αρ­χές” κα­τά τη διόρ­θω­ση. Διευ­κρι­νί­ζε­ται πως “έ­γι­νε προ­σπά­θεια να δια­τη­ρη­θεί μεν η ι­στο­ρι­κό­τη­τα της ορ­θο­γρα­φίας και της γλωσ­σι­κής μορ­φής των κει­μέ­νω­ν”, αλ­λά και να μην α­πο­θαρ­ρύ­νο­νται οι νέ­οι. Στην πρά­ξη, λ.χ., η γραία εκ­συγ­χρο­νί­ζε­ται  σε γριά. Βε­βαίως, αν εί­ναι να προ­σέλ­θουν οι νέ­οι, χα­λά­λι το συγ­γρα­φι­κό ύ­φος. 


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 20/7/2014

Τρελός από έρωτα

$
0
0
Ανδρέ­ας Μή­τσου

«Η ε­ξαί­σια γυ­ναί­κα
και τα ψά­ρια»
Εκδό­σεις Κα­στα­νιώ­τη
Μάρ­τιος 2014

Ο Ανδρέ­ας Μή­τσου θα α­νέ­με­νε κα­νείς να προ­βλη­θεί ευ­ρύ­τε­ρα με το τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μά του, το προ­πέρ­σι­νο, «Ο κί­τρι­νος στρα­τιώ­της». Άλλω­στε, ως μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος έ­χει α­πο­σπά­σει τις δυο ση­μα­ντι­κές βρα­βεύ­σεις της 33 ε­τών θη­τείας του στη γρα­φή. Η κρι­τι­κή, ό­μως, το προ­σπέ­ρα­σε, α­να­φε­ρό­με­νη κυ­ρίως στο ι­στο­ρι­κό του πε­ριε­χό­με­νο, το ο­ποίο α­νά­γε­ται στο Αφρι­κα­νι­κό Μέ­τω­πο του τε­λευ­ταίου Πο­λέ­μου, έ­ναν σχε­δόν παρ­θέ­νο χώ­ρο για την με­τά τον Τσίρ­κα και τις «Ακυ­βέρ­νη­τες πο­λι­τείες» πε­ζο­γρα­φία. Το βι­βλίο, βε­βαίως, προ­κά­λε­σε ι­κα­νό α­ριθ­μό συ­νε­ντεύ­ξεων και κρι­τι­κών, ό­πως συ­νή­θως συμ­βαί­νει  με τα βι­βλία του Μή­τσου, έ­χου­με, ω­στό­σο, την ε­ντύ­πω­ση ό­τι δεν ε­πι­ση­μάν­θη­καν  οι λο­γο­τε­χνι­κές του α­ξιώ­σεις.  Ίσως και για­τί εμ­φα­νί­στη­κε, α­φού η μό­δα του ι­στο­ρι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος με­τα-α­να­θεω­ρη­τι­κού  χα­ρα­κτή­ρα εί­χε υ­πο­χω­ρή­σει.
Την α­να­με­νό­με­νη κα­τα­ξίω­ση  φαί­νε­ται να την φέρ­νει η πρό­σφα­τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των. Γε­γο­νός, που, εκ πρώ­της ό­ψεως, ξε­νί­ζει, κα­θώς, μέ­χρι σή­με­ρα, ο Μή­τσου σχο­λιά­στη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο ως μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος πα­ρά ως διη­γη­μα­το­γρά­φος. Εί­ναι εν­δει­κτι­κό ό­τι, πα­ρό­λο που το κυ­ρίως έρ­γο του το α­παρ­τί­ζουν συλ­λο­γές διη­γη­μά­των, δεν έ­χει τι­μη­θεί με κά­ποιο βρα­βείο διη­γή­μα­τος, πέ­ραν του Βρα­βείου Ου­ρά­νη, το ο­ποίο λο­γα­ριά­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο ως γε­νι­κό­τε­ρη συγ­γρα­φι­κή α­να­γνώ­ρι­ση. Με το που κυ­κλο­φό­ρη­σε, ω­στό­σο, η πρό­σφα­τη έ­να­τη συλ­λο­γή του, η κρι­τι­κή κι­νή­θη­κε σε υ­ψη­λούς τό­νους, α­πο­δί­δο­ντάς του χα­ρα­κτη­ρι­σμούς, ό­πως “έ­ξο­χος δη­μιουρ­γός”, “μά­στο­ρας” και τα λοι­πά συ­να­φή. Κα­μιά α­πό τις προ­η­γού­με­νες συλ­λο­γές του δεν έ­τυ­χε τό­σο εν­θου­σιώ­δους υ­πο­δο­χής. Τα ευ­με­νή, μά­λι­στα, σχό­λια ήρ­θαν και α­πό κρι­τι­κούς, που, στο πα­ρελ­θόν, εί­χαν στα­θεί φει­δω­λοί σε ε­παί­νους. Ενώ, για την πρό­σφα­τη, ου­δείς ε­πε­σή­μα­νε πι­θα­νές α­δυ­να­μίες. Αντι­θέ­τως, φαί­νε­ται να υ­πάρ­χει ο­μο­φω­νία για το α­ψε­γά­δια­στο του εγ­χει­ρή­μα­τος. Μπο­ρεί και πά­λι κα­νείς να ει­κά­σει, ό­τι αυ­τό ο­φεί­λε­ται σε μία ό­ψι­μη λο­γο­τε­χνι­κή μό­δα, αυ­τήν του διη­γή­μα­τος.     
Πέ­ραν, ό­μως, α­πό τις τυ­χόν κρα­τού­σες μό­δες, κα­θο­ρι­στι­κά συμ­βάλ­λει η θε­μα­τι­κή πε­ριο­χή, στην ο­ποία κι­νού­νται τα διη­γή­μα­τα μίας ο­ποιασ­δή­πο­τε συλ­λο­γής. Το εν­δια­φέ­ρον ε­νός πλα­τύ­τε­ρου α­να­γνω­στι­κού κοι­νού, γα­λου­χη­μέ­νου με μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, συ­νή­θως κερ­δί­ζουν συλ­λο­γές με έ­να θε­μα­τι­κό κύ­κλο. Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, λοι­πόν, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, που η συλ­λο­γή εμ­φα­νί­ζε­ται με α­μι­γή θε­μα­τι­κό πυ­ρή­να, τον ε­ρω­τι­κό. Επι­προ­σθέ­τως, αυ­τός ο πυ­ρή­νας την τε­λευ­ταία πε­ρίο­δο βρί­σκε­ται σε υ­πο­χώ­ρη­ση, κα­θώς, στα χρό­νια της κρί­σης, οι πε­ζο­γρά­φοι μας έ­χουν στρέ­ψει την προ­σο­χή τους στα πά­θη των πά­σης φύ­σεως α­θλίων της χώ­ρας.
Εξαρ­χής, στα βι­βλία του Μή­τσου, το ε­ρω­τι­κό στοι­χείο εί­ναι έ­ντο­νο.  Διη­γή­μα­τα αλ­λά και μυ­θι­στο­ρή­μα­τα α­πο­πνέ­ουν έ­ναν ι­διό­μορ­φο ε­ρω­τι­σμό, που, εν πολ­λοίς, ο­φεί­λε­ται στον α­φη­γη­τή. Σαν έ­τοι­μο α­πό και­ρό, τον πα­ρου­σιά­ζει ο Μή­τσου στην πρώ­τη ο­λι­γο­σέ­λι­δη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του, «Ένα μή­λο, έ­να κυ­δώ­νι, έ­να κλω­νί βα­σι­λι­κό», και έ­κτο­τε μό­νο α­ραιά και πού τον α­πο­χω­ρί­ζε­ται. Μα­ζί του  ω­ρι­μά­ζει συγ­γρα­φι­κά, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας τον να χά­νει το κάλ­λος της νεό­τη­τας αλ­λά ό­χι και το σφρί­γος του. Το βα­σι­κό­τε­ρο, ο α­φη­γη­τής του πα­ρα­μέ­νει έ­νας “ε­ξαί­σιος” νάρ­κισ­σος. Στην πρό­σφα­τη συλ­λο­γή, του δί­νει το ρό­λο του ε­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­νου ε­ρα­στή. Ρό­λος, που α­πο­βαί­νει κο­ρυ­φαίος, α­φού η ε­γκα­τά­λει­ψη ήρ­θε με­τά α­πό έ­ναν με­γά­λο έ­ρω­τα. Επι­στρα­τεύου­με αυ­τόν τον υ­περ­θε­τι­κού βαθ­μού χα­ρα­κτη­ρι­σμό, ό­χι για­τί ο ε­ρω­τι­κός δε­σμός μα­κρο­η­μέ­ρευ­σε – έ­τσι κι αλ­λιώς, η διάρ­κειά του δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται – αλ­λά για δυο δια­φο­ρε­τι­κούς λό­γους: Πρώ­τον, εί­ναι έ­νας έ­ρω­τας πα­ρά­νο­μος και ως γνω­στόν ό­λοι οι έ­ρω­τες που μέ­νουν ε­κτός θρη­σκευ­τι­κών και θε­σμι­κών πλαι­σίων εί­ναι πλέ­ον συ­ντα­ρα­κτι­κοί. Δεύ­τε­ρον και ση­μα­ντι­κό­τε­ρο, το ο­ποίο α­να­φέ­ρε­ται στο κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου ώ­στε να λει­τουρ­γή­σει ως δέ­λε­α­ρ, εί­ναι έ­νας έ­ρω­τας “για μία πο­λύ μι­κρό­τε­ρή του γυ­ναί­κα”. Αν, μά­λι­στα, λά­βου­με υ­πό­ψη ό­τι ο ε­ρα­στής φέ­ρει το βά­ρος συ­ζύ­γου και τέ­κνων, γί­νε­ται κα­λύ­τε­ρα α­ντι­λη­πτό το πό­σο λυ­τρω­τι­κά αυ­τός βίω­σε τον έ­ρω­τα με “την ε­ξαί­σια γυ­ναί­κα”.
Η ε­ρω­τι­κή ι­στο­ρία, με την έν­νοια της πα­ρελ­θο­ντι­κής α­να­δρο­μής, λαν­θά­νει. Άλλω­στε, σε μία δο­κι­μα­σία, ό­πως αυ­τή της ε­γκα­τά­λει­ψης, τα πριν ό­πως και τα με­τά σκο­τει­νιά­ζουν. Οπό­τε η α­φή­γη­ση δια­γρά­φει κύ­κλους στο α­καν­θώ­δες πα­ρόν. Ο ε­γκα­τα­λει­φθείς, με πει­σι­θά­να­τους συ­νειρ­μούς, κλώ­θει τον ι­στό της χω­ρίς να κρα­τά συ­νέ­χεια και δια­δο­χή στο χρό­νο. Δεν α­να­κα­λεί τη σκη­νή της ε­γκα­τά­λει­ψης, αλ­λά α­φή­νε­ται σε φα­ντα­σιώ­σεις εκ­δί­κη­σης. Όπως γλεί­φεις έ­να πο­νε­μέ­νο δά­χτυ­λο για να μα­λα­κώ­σει ο πό­νος, έ­τσι και ε­κεί­νος πλά­θει ποι­κι­λία ευ­φά­ντα­στων ι­στο­ριών. Αλλά­ζει σε τέ­τοιο ση­μείο τα συμ­βά­ντα, ώ­στε σε μία ι­στο­ρία να εμ­φα­νί­ζε­ται ως θύ­της α­ντί για θύ­μα («Οι α­τμοί του κορ­μιού»), ε­νώ, κα­τά μία άλ­λη, φθά­νει στο ση­μείο να λοι­δο­ρεί την α­γα­πη­μέ­νη γυ­ναί­κα («Η ε­ξαί­σια γυ­ναί­κα και τα ψά­ρια»). Γί­νε­ται φα­νε­ρό μέ­σα α­πό τους α­φη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους, ό­τι νο­θεύει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που βίω­σε με τις ε­πι­θυ­μίες του, αλ­λά και δη­λη­τη­ριά­ζει τις η­μέ­ρες του με τα ε­φιαλ­τι­κά ό­νει­ρα που γεν­νούν οι ο­λι­γόυ­πνες νύ­χτες του.
Σε πεί­σμα των εκ­δο­τών, που ζη­τούν α­πό τους συγ­γρα­φείς μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, μέ­χρι να τα α­παι­τούν ό­ταν πρό­κει­ται για κά­ποιον νεό­τε­ρο, ο Μή­τσου, αυ­τήν τη φο­ρά, προ­σήλ­θε με διη­γή­μα­τα. Πα­ρό­τι διέ­θε­τε τα υ­λι­κά για έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα, προ­τί­μη­σε να στή­σει δέ­κα εν­νέα διη­γή­μα­τα. Όπως δη­λώ­νε­ται και με τον τίτ­λο της συλ­λο­γής, ό­λες οι α­φη­γή­σεις, που πλά­σθη­καν α­πό την “διά­σπα­ση” της ε­ρω­τι­κής ι­στο­ρίας,  στρέ­φο­νται γύ­ρω α­πό “την ε­ξαί­σια γυ­ναί­κα”. Ακό­μη και συμ­βά­ντα της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας του α­φη­γη­τή, λό­γω της ψυ­χο­λο­γι­κής του κα­τά­στα­σης, α­πο­κτούν αλ­λό­κο­τη προο­πτι­κή και έκ­βα­ση («Ο “Λα­μπρά­κης” κι ε­γώ»). Πα­ρο­μοίως, παι­δι­κές ή ε­φη­βι­κές α­να­μνή­σεις, κα­θώς φορ­τί­ζο­νται α­πό τα πρό­σφα­τα αι­σθή­μα­τα, φθά­νουν σε α­πρό­σμε­νες κο­ρυ­φώ­σεις («Το σερ­σέ­γκι», «Ο δί­χρω­μος λύ­κος»). Αλλά και ό­ταν ε­κεί­νος θυ­μά­ται την συγ­γρα­φι­κή του ι­διό­τη­τα και α­φη­γη­μα­τι­κά πα­ρα­χω­ρεί τη θέ­ση του σε άλ­λα πρό­σω­πα, ε­γκι­βω­τί­ζο­ντας, κα­τά μία ερ­μη­νεία, τις ι­στο­ρίες τους, οι πα­ρά­ται­ροι έ­ρω­τες που ε­κεί­να πλέ­κουν και οι α­κραίες συ­μπε­ρι­φο­ρές των  η­ρώων τους δεί­χνουν σαν α­ντι­κα­το­πτρι­σμοί του έμ­μο­νου πά­θους α­πό το ο­ποίο κα­τα­τρύ­χε­ται («Το τέ­ρας», «Ει­κα­σίες για τα ά­γρια ζώα», «Οι έ­ρω­τες των άλ­λων», «Κλη­ρο­νο­μι­κά συ­μπτώ­μα­τα»). Με άλ­μα­τα α­πό τις ξέ­νες ι­στο­ρίες στη δι­κή του, ε­πι­τα­χύ­νει τον ρυθ­μό της α­φή­γη­σης, ε­γκα­τα­λεί­πο­ντας το στέ­ρεο πλαί­σιο της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Εδώ, ο Μή­τσου α­να­μι­γνύει ει­κό­νες ε­νός εγ­γο­νο­που­λι­κού υ­περ­ρε­α­λι­σμού, που α­πα­ντώ­νται σε πα­λαιό­τε­ρα διη­γή­μα­τά του, με σκη­νές μα­γι­κού ρε­α­λι­σμού, μέ­σω των ο­ποίων α­πο­δί­δει τις με­τα­μορ­φώ­σεις “της ε­ξαί­σιας γυ­ναί­κας” και του α­φη­γη­τή.  Σε έ­να διή­γη­μα, ε­κεί­νη  παίρ­νει τη μορ­φή μίας με­γα­λό­σω­μης γί­δας με λευ­κό τρί­χω­μα και γα­λά­ζια μά­τια. Πα­ρα­μέ­νει, ό­μως, και ως γί­δα, ε­ρω­τι­κή και ά­πι­στη («Το πιο βο­λι­κό ψέ­μα»). Σε έ­να άλ­λο διή­γη­μα, εί­ναι ε­κεί­νος που με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε κά­τι “σαν δι­κέ­φα­λος α­ε­τός”, ε­γκα­τα­λεί­πο­ντας την οι­κο­γε­νεια­κή ε­στία, ό­πως θα ε­πι­θυ­μού­σε να κά­νει ο ά­τολ­μος α­φη­γη­τής («Το που­λί»). Επί­σης, σε έ­να δεύ­τε­ρο, ο α­φη­γη­τής, “κλη­ρο­νό­μος που­λιώ­ν”, πε­τά­ει, “έ­στω και με σπα­σμέ­να φτε­ρά”, ε­πα­λη­θεύο­ντας το στί­χο του Σα­χτού­ρη, που το­πο­θε­τεί­ται ως μό­το («Κων­στα­ντί­νος ο τε­τρα­δά­χτυ­λος»). Πα­ρεν­θε­τι­κά να ση­μειώ­σου­με, ό­τι τα πε­ρισ­σό­τε­ρα μό­το στα διη­γή­μα­τα εί­ναι ε­πι­λεγ­μέ­να ώ­στε να προ­ε­τοι­μά­ζουν για την έκ­βα­ση των ι­στο­ριών. 
Δε­δο­μέ­νου ό­τι η πο­σό­τη­τα ο­ρί­ζει την ποιό­τη­τα, κά­ποιοι ί­σως να α­πο­φαν­θούν, ό­τι το ε­ξαι­ρε­τι­κό των ευ­ρη­μά­των – πρω­τό­τυ­πων, α­να­κυ­κλού­με­νων α­πό πα­λαιό­τε­ρες διη­γή­σεις ή και δά­νειων – λει­τουρ­γεί πλη­θω­ρι­στι­κά. Μία προ­σε­κτι­κό­τε­ρη, ω­στό­σο, α­νά­γνω­ση δεί­χνει πως, στον κύ­κλο των συ­γκε­κρι­μέ­νων διη­γη­μά­των, τα ε­πα­να­λαμ­βα­νό­με­να μο­τί­βα, ό­πως η στά­χτη που κα­τα­κά­θε­ται με­τά την ε­ρω­τι­κή πυρ­κα­γιά ή η ε­ντύ­πω­ση του σά­πιου ε­κεί που έ­τρε­χαν τα ζωο­ποιά νε­ρά του έ­ρω­τα, σκια­γρα­φούν το ψυ­χι­κό το­πίο με­τά την ε­γκα­τά­λει­ψη.
“Την ε­ξαί­σια γυ­ναί­κα” ό­λα την θυ­μί­ζουν. Εκεί­νη ε­μπνέει στον α­φη­γη­τή τα αι­σθή­μα­τα κα­κε­ντρέ­χειας μέ­χρι και μί­σους, που τον ο­δη­γούν σε πρά­ξεις βίας. Με ε­κεί­νη α­να­με­τριέ­ται, ό­ταν βλέ­πει όρ­θια μπρο­στά του τη “με­γά­λη χε­λώ­να”, με το ό­νο­μά της χα­ραγ­μέ­νο α­πό τον ί­διο στο καύ­κα­λο της κοι­λιάς («Μια χε­λώ­να τον Δε­κα­πε­νταύ­γου­στο»). Ή α­γριε­μέ­νο το  “ο­λό­λευ­κο Λα­μπρα­ντό­ρ”, το σκυ­λί της, που ε­κεί­νη τού εί­χε δώ­σει το ό­νο­μά της («Φτη­νό τί­μη­μα»). Ανθρω­πό­μορ­φα τα ζω­ντα­νά στις φα­ντα­σιώ­σεις του,  τον πα­ρα­σύ­ρουν σε ά­γριους τρό­πους θα­νά­τω­σής τους. Τα δυο διη­γή­μα­τα, ι­διαί­τε­ρα το δεύ­τε­ρο, υ­πο­δη­λώ­νουν τα συ­γκρουό­με­να αι­σθή­μα­τα, που γεν­νά μία αιφ­νί­δια και α­ναί­τια ε­γκα­τά­λει­ψη. Μο­να­δι­κό σφάλ­μα του ε­ρα­στή στά­θη­κε το γε­γο­νός ό­τι α­γά­πη­σε πο­λύ και ε­πι­πλέ­ον, έ­κα­νε το λά­θος να το ε­ξο­μο­λο­γη­θεί. Έτσι δια­λύ­θη­κε η γο­η­τεία ε­νός με­γά­λου έ­ρω­τα, που φα­νε­ρώ­νε­ται και α­πό τις πρά­ξεις α­πο­κο­τιάς, στις ο­ποίες κα­τα­φεύ­γει. Μέ­χρι “μπου­κα­δό­ρος” σε ξέ­νους κή­πους έ­γι­νε, για να της προ­σφέ­ρει κά­θε μέ­ρα α­πό έ­να τρια­ντά­φυλ­λο («Ο μπου­κα­δό­ρος και οι ά­πι­στες γυ­ναί­κες»). Πι­στεύο­ντας ό­τι τα ρό­δα για­τρεύουν μέ­χρι και νε­ο­πλα­σίες, έ­φθα­σε να της προ­σφέ­ρει, ε­πί τριά­ντα μή­νες, κο­ντά χί­λια ρό­δα («Ο Αι­γύ­πτιος»). 
Μό­λις σε δυο διη­γή­μα­τα, ο χρό­νος γυ­ρί­ζει πί­σω, στον ευ­τυ­χι­σμέ­νο και­ρό πριν την διά­λυ­ση του ε­ρω­τι­κού δε­σμού. Στο ο­μό­τιτ­λο της συλ­λο­γής και στο «Άντρες ευά­λω­τοι το Πά­σχα». Το πρώ­το θα α­να­με­νό­ταν να εί­ναι έ­νας ύ­μνος, πλεγ­μέ­νος με την α­νά­μνη­σή της. Δεί­χνει, ω­στό­σο, πε­ρισ­σό­τε­ρο σαν μίας νο­ση­ρής έ­μπνευ­σης εκ­δί­κη­ση. Ο α­φη­γη­τής φα­ντα­σιώ­νε­ται έ­ναν έ­ρω­τα  της ε­φη­βείας, που πα­ρέ­μει­νε για δε­κα­ε­τίες α­νεκ­πλή­ρω­τος, με ε­κεί­νη να πα­ντρεύε­ται φί­λο του και ο ί­διος να αρ­κεί­ται στο ρό­λο του κου­μπά­ρου. Τριά­ντα χρό­νια χρειά­στη­κε να α­να­μέ­νει ο κου­μπά­ρος, μέ­χρι να έρ­θει η σει­ρά του. Στην πρώ­τη α­πό­πει­ρα συ­νεύ­ρε­σης, ε­κεί­νη, καί­τοι πλέ­ον σα­ρα­ντα­πε­ντά­ρα, τού φαί­νε­ται ως α­να­δυό­με­νη Αφρο­δί­τη. Μό­νο που “το υ­πέ­ρο­χο αι­δοίο” της α­νέ­δι­δε μία α­παί­σια μυ­ρω­διά “ψα­ρί­λας”. Μέ­σω της ε­ντέ­χνως στη­μέ­νης μυ­θο­πλα­σίας, ε­ξη­γεί­ται η αι­τία της α­δε­νι­κής α­νω­μα­λίας που την προ­ξε­νού­σε. Ωστό­σο, και μό­νο η α­να­φο­ρά της λέ­ξης “ψα­ρί­λα” πα­ρα­πέ­μπει σε μία α­πό τις χυ­δαίες α­να­φο­ρές στο γυ­ναι­κείο αι­δοίο, που συ­νη­θι­ζό­ταν πα­λαιό­τε­ρα και η ο­ποία ε­δώ λει­τουρ­γεί ε­ντε­λώς α­πο­μυ­θο­ποιη­τι­κά, υ­πο­βι­βά­ζο­ντας έ­ναν με­γά­λο έ­ρω­τα στο ε­πί­πε­δο συ­νεύ­ρε­σης με κοι­νή γυ­ναί­κα.
Στο δεύ­τε­ρο διή­γη­μα πε­ρι­γρά­φε­ται έ­νας πα­ρά­νο­μος έ­ρω­τας, μέ­σα α­πό τις τα­κτι­κές συ­νευ­ρέ­σεις του ζεύ­γους σε α­πό­με­ρο ξε­νο­δο­χείο. Το σκη­νι­κό εί­ναι γνώ­ρι­μο α­πό πα­λαιό­τε­ρα πε­ζά του Μή­τσου. Εδώ, ό­μως, προ­χω­ρά­ει σε μία εν­δια­φέ­ρου­σα α­πο­τύ­πω­ση της ψυ­χο­λο­γι­κής ε­ξάρ­τη­σης και της α­νά­γκης με­τά τον χω­ρι­σμό για υ­πο­κα­τά­στα­το. Εκεί­νος μέ­νει προ­σκολ­λη­μέ­νος στη ρου­τί­να των ε­πι­σκέ­ψεων στο ξε­νο­δο­χείο, ε­νώ α­γκι­στρώ­νε­ται στην πρώ­τη γυ­ναί­κα που τυ­χαί­νει να χτυ­πή­σει την πόρ­τα του δω­μα­τίου. Τε­λι­κά, ο α­φη­γη­τής, ού­τε και­νού­ρια ε­ρω­τι­κή σύ­ντρο­φο σταυ­ρώ­νει, α­φού ο αγ­χώ­δης ε­να­γκα­λι­σμός ε­νός α­πέλ­πι­δος α­πω­θεί, ού­τε τις ε­νο­χές του ξορ­κί­ζει. Αυ­τό το δεύ­τε­ρο φα­νε­ρώ­νε­ται σε έ­να άλ­λο διή­γη­μα, που κι­νεί­ται στο χώ­ρο του υ­περ­βα­τι­κού. Με­τα­ξύ πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και ε­νυ­πνίου, η φω­νή της μά­νας, δε­κα­τρία χρό­νια νε­κρής, α­να­κα­λεί τον μοι­χό υιό στον ορ­θό δρό­μο («Η φω­νή της»).
Αρη­τα σπον­δυ­λω­τό μυ­θι­στό­ρη­μα τα 19 διη­γή­μα­τα, συ­μπλη­ρώ­νο­νται με έ­να ύ­στα­το, το ει­κο­στό, γραμ­μέ­νο με εμ­φα­νώς δια­φο­ρε­τι­κή στό­χευ­ση. Εί­ναι το πρώ­το πε­ζό, στο ο­ποίο ο Μή­τσου α­πο­πει­ρά­ται α­να­νο­η­μα­το­δό­τη­ση των ι­στο­ρι­κών δε­δο­μέ­νων. Κά­πως κα­θυ­στε­ρη­μέ­να, α­κο­λου­θεί κι αυ­τός το πα­ρά­δειγ­μα άλ­λων συγ­γρα­φέων της ί­διας γε­νιάς, που έ­χουν υιο­θε­τή­σει τα με­τα-α­να­θεω­ρη­τι­κά α­νοίγ­μα­τα του Θα­νά­ση Βαλ­τι­νού.   Στο διή­γη­μα, ο προσ­διο­ρι­σμός του τό­που πα­ρα­μέ­νει αό­ρι­στος. Ανα­φέ­ρε­ται μία κω­μό­πο­λη στον Αμβρα­κι­κό, η ο­ποία  ε­πα­νέρ­χε­ται στα βι­βλία του και ταυ­τί­ζε­ται με την Αμφι­λο­χία. Η α­φή­γη­ση εκ­κι­νεί με την ε­κτέ­λε­ση Γερ­μα­νών α­πό α­ντάρ­τες χω­ρίς ο­νο­μα­στι­κές α­να­φο­ρές. Θα μπο­ρού­σε να συ­νι­στά ευ­θεία α­ντα­νά­κλα­ση της υ­πο­χώ­ρη­σης των α­νταρ­τών με­τά τη Μά­χη της Αμφι­λο­χίας, Ιού­νιο 1944.  Αφού ε­κεί­νοι εί­χαν κα­τα­λά­βει εξ ε­φό­δου την κω­μό­πο­λη, αιφ­νι­διά­ζο­ντας γερ­μα­νι­κή φρου­ρά και χω­ρο­φυ­λα­κή, με την ά­φι­ξη γερ­μα­νι­κών ε­νι­σχύ­σεων, ε­πα­νήλ­θαν στα ο­ρει­νά της Ευ­ρυ­τα­νίας, παίρ­νο­ντας μα­ζί τους Γερ­μα­νούς αιχ­μα­λώ­τους. Κα­τά τα ι­στο­ρι­κώς μαρ­τυ­ρη­μέ­να,  μό­λις έ­φθα­σαν σε α­σφα­λείς θέ­σεις, τους α­πε­λευ­θέ­ρω­σαν, α­φού τους α­φαί­ρε­σαν ο­πλι­σμό και ρου­χι­σμό. Τον τε­λευ­ταίο τον α­ντάλ­λα­ξαν με τον δι­κό τους. Μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­δεία, πρό­κει­ται για έ­να “τσούρ­μο” κα­κο­μού­τσου­νων και κο­ντό­χο­ντρων αν­δρών, πά­νο­πλων, που γυ­μνώ­νει ο­λο­σχε­ρώς τους Γερ­μα­νούς και η­δο­νι­ζό­με­νο σα­δι­στι­κά τους ε­κτε­λεί. 
Η α­φή­γη­ση α­να­πα­ρα­γά­γει την ι­στο­ρία μίας α­ντάρ­τισ­σας α­πό χω­ριό του Βάλ­του, τό­πο κα­τα­γω­γής του συγ­γρα­φέα, που στά­θη­κε μάρ­τυ­ρας της ε­κτέ­λε­σης, συν­δρά­μο­ντας έ­ναν Γερ­μα­νό κα­τά τη δια­φυ­γή του. Η γυ­ναί­κα εί­ναι το μο­να­δι­κό πρό­σω­πο, που α­πο­κτά ι­στο­ρι­κή υ­πό­στα­ση, κα­θώς α­να­φέ­ρε­ται πως ά­γαλ­μά της έ­χει στη­θεί σε πα­ρά­λια πλα­τεία της κω­μό­πο­λης. Υπάρ­χει πράγ­μα­τι ά­γαλ­μα α­ντάρ­τισ­σας σε πλα­τεία της Αμφι­λο­χίας και δη, ε­πώ­νυ­μης, που ε­κτε­λέ­στη­κε ως πλη­ρο­φο­ριο­δό­της των α­νταρ­τών. Η α­φή­γη­ση, ό­μως, ε­πι­φυ­λάσ­σει μία πιο πι­πε­ρά­τη εκ­δο­χή. Η γυ­ναί­κα δεν γυ­ρό­φερ­νε το Διοι­κη­τή­ριο των Γερ­μα­νών για να πα­ρα­κο­λου­θεί τις κι­νή­σεις τους, αλ­λά για να βλέ­πει, έ­στω και εκ του μα­κρό­θεν, τον δια­σω­θέ­ντα Γερ­μα­νό, τον ο­ποίο εί­χε ε­ρω­τευ­τεί κε­ραυ­νο­βό­λα. «Το θαύ­μα του έ­ρω­τα», ό­πως εί­ναι ο τί­λος του διη­γή­μα­τος, συ­ντε­λέ­στη­κε, ό­ταν τον εί­δε ο­λό­γυ­μνο και α­ντί­κρι­σε την “στη­τή κι ο­λόρ­θη” φύ­ση του. 
        Το διή­γη­μα έ­χει δη­μο­σιευ­τεί πριν την έκ­δο­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος «Ο   κί­τρι­νος στρα­τιώ­της». Μάλ­λον εκ πα­ρα­δρο­μής, δεν α­να­φέ­ρε­ται α­νά­με­σα στα δη­μο­σιευ­μέ­να της συλ­λο­γής. Εκ πρώ­της ό­ψεως, δεί­χνει σαν πα­ρεί­σα­κτο. Μπο­ρεί, ω­στό­σο, να το­πο­θε­τη­θεί κά­τω α­πό την ο­μπρέ­λα ε­νός τρε­λού, μέ­χρι θα­νά­του, έ­ρω­τα. Άλλω­στε και ο α­φη­γη­τής του κυ­ρίως σώ­μα­τος του βι­βλίου, κα­τά μία εκ­δο­χή («Κων­στα­ντί­νος ο τε­τρα­δά­χτυ­λος»), φθά­νει μέ­χρι την αυ­το­κτο­νία.
      Πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι οι συγ­γρα­φείς της γε­νιάς του ‘80 ό­χι μό­νο α­να­ζη­τούν ό­λο και συ­χνό­τε­ρα την έ­μπνευ­ση στα προ­σω­πι­κά τους βιώ­μα­τα, αλ­λά και το δη­λώ­νουν ευ­θαρ­σώς στις συ­νε­ντεύ­ξεις τους. Στην πε­ρί­πτω­ση του Μή­τσου, ό­πως και σε ο­ρι­σμέ­νες άλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις, μέ­νει ζη­τού­με­νο κα­τά πό­σο η με­τα­νε­ο­τε­ρι­κού χα­ρα­κτή­ρα α­να­διή­γη­ση ξε­κι­νά α­πό α­κού­σμα­τα ή εί­ναι α­πο­κύη­μα γό­νι­μης φα­ντα­σίας. Λ.χ., στο πρώ­το διή­γη­μα της συλ­λο­γής, «Πρό­βα­τα ε­πί σφα­γή», ε­μπνευ­σμέ­νο α­πό “την ε­ξαί­σια γυ­ναί­κα”, πα­ρα­τί­θε­ται ως κα­τα­κλεί­δα διή­γη­ση του “κί­τρι­νου στρα­τιώ­τη”, πα­τέ­ρα του α­φη­γη­τή, ό­που οι στρα­τιώ­τες στο Αλα­μέιν, ε­πι­τι­θέ­με­νοι στους Γερ­μα­νούς, α­ντί να κραυ­γά­ζουν “Αέ­ρααα!”, “βέ­λα­ζαν ως πρό­βα­τα ε­πί σφα­γή”. Έρω­τας - θά­να­τος, δη­λα­δή. 

 Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 31/8/2014.
Φωτογραφία:  Έργο του Σαλβαντόρ Νταλί.

Τύχες καβαφικού ποιήματος

$
0
0
Ο λό­γος για έ­να α­πό τα γνω­στό­τε­ρα κα­βα­φι­κά ποιή­μα­τα, τα «Τεί­χη». Δεν θεω­ρεί­ται το πιο διά­ση­μο, κα­θώς τα πρω­τεία τα κα­τέ­χει η «Ιθά­κη», εί­ναι, ό­μως, ε­κεί­νο με τις πλέ­ον α­συ­νή­θεις τύ­χες, εκ­δο­τι­κές και με­τα­φρα­στι­κές,  εάν κρί­νου­με με μέ­τρο την α­κο­λου­θού­με­νη α­πό τον Κα­βά­φη τα­κτι­κή. Αλλά και ε­κεί­νο, που, κα­τά την α­ξιο­λό­γη­σή του, έ­τυ­χε δια­φο­ρε­τι­κής, μάλ­λον μο­να­δι­κής α­ντι­με­τώ­πι­σης, κα­θώς α­πό την υ­ψη­λή α­πο­δο­χή πε­ριέ­πε­σε σχε­δόν σε α­φά­νεια.  Συ­γκα­τα­λε­γό­με­νο αρ­χι­κά στα “με­γά­λα” ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη, το 1963, που συ­μπλη­ρώ­νο­νται ε­κα­τό χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του, έ­χει ή­δη αρ­χί­σει η κα­θο­δι­κή του πο­ρεία. Στα δυο πο­λυ­σέ­λι­δα α­φιε­ρω­μα­τι­κά τεύ­χη της «Νέ­ας Εστίας» και της «Επι­θεώ­ρη­σης Τέ­χνης», αμ­φό­τε­ρα με αν­θο­λό­γιο  ποιη­μά­των, δεν πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στα 22 ποιή­μα­τα του πρώ­του, αλ­λά συ­γκρα­τεί­ται στα  41 του δεύ­τε­ρου. 
Εί­κο­σι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το 1983, με τη συ­μπλή­ρω­ση μι­σού αιώ­να α­πό τον θά­να­το του Κα­βά­φη, τεί­νει προς ε­ξα­φά­νι­ση. Στα πο­λυ­πλη­θή α­φιε­ρώ­μα­τα πε­ριο­δι­κών και τις α­κό­μη πο­λυ­πλη­θέ­στε­ρες εκ­δη­λώ­σεις του ε­πε­τεια­κού 1983, τα «Τεί­χη» ε­ξα­σφα­λί­ζουν μία και μο­να­δι­κή α­να­δη­μο­σίευ­ση, κι αυ­τή ε­κτός ελ­λα­δι­κού χώ­ρου. Τη συ­να­ντά­με στο έ­ντυ­πο πρό­γραμ­μα των εκ­δη­λώ­σεων του Πο­λι­τι­στι­κού Κέ­ντρου Δή­μου Λευ­κω­σίας, ό­που ε­πι­λέ­γο­νται δυο ποιή­μα­τα α­πό τα ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­να της πο­λυ­τε­λούς έκ­δο­σης των Απά­ντων του 1966. Με τα «Τεί­χη» ξε­κί­νη­σε ο Χατ­ζη­κυ­ριά­κος-Γκί­κας την ει­κο­νο­γρά­φη­ση των εν λό­γω Απά­ντων, ξε­χω­ρί­ζο­ντας να ει­κο­νο­γρα­φή­σει 44 ποιή­μα­τα α­πό τα συ­νο­λι­κά 154. Της γε­νιάς του ’30 ο Γκί­κας, προ­τί­μη­σε τα συμ­βο­λι­κά ποιή­μα­τα της πρώ­της πε­ριό­δου και ο­ρι­σμέ­να α­πό τα λε­γό­με­να ι­στο­ρι­κο­φα­νή, κρα­τώ­ντας και με­ρι­κά α­πό τα α­μι­γώς ε­ρω­τι­κά.
Βα­σι­κός λό­γος για τον πα­ρα­με­ρι­σμό του στά­θη­κε η σύν­δε­ση της τύ­χης του με τα προ­σω­πι­κά του Κα­βά­φη και μά­λι­στα, με την ευαί­σθη­τη πτυ­χή της ε­ρω­τι­κής του ζωής. Τα «Τεί­χη» ή­ταν το ποίη­μα που “συ­γκλό­νι­σε” τον Ξε­νό­που­λο πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό κά­θε άλ­λο. Στο πρώ­το άρ­θρο του στα «Πα­να­θή­ναια», Νοέ. 1903, ε­πα­να­λαμ­βά­νει πως ε­κεί­νος “έ­χει γρά­ψει πέ­ντε-έ­ξη ποιή­μα­τα τό­σο έμ­μορ­φα, τό­σο βα­θειά, τό­σο με­γά­λα, ό­σο λί­γοι ποιη­τά­δες. Κ’ έ­να μο­νά­χα θα έ­φθα­νε – π.χ., τα «Τεί­χη».” “Τα πε­ρί­φη­μα «Τεί­χη»”, ό­πως τα α­πο­κα­λεί στην τε­λευ­ταία του ο­μι­λία 40 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ε­ξα­κο­λού­θη­σαν μέ­χρι τέ­λους του βίου του “να τον κα­τέ­χου­ν”. Τα «Τεί­χη» δεν “ταί­ρια­ξαν στη ζωή” μό­νο του Ξε­νό­που­λου. Όσο το συμ­βο­λι­κό φορ­τίο τους έ­με­νε α­νοι­κτό σε δια­φο­ρε­τι­κές ερ­μη­νείες κέρ­δι­ζαν σε α­πή­χη­ση. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή πα­ρα­μέ­νει η δια­τύ­πω­ση του Άγρα ό­τι “τα «Τεί­χη» εί­ν’ έ­να σύμ­βο­λο πλα­τειάς έν­νοιας σε διά­φο­ρες σφαί­ρες”.
Αυ­τά μέ­χρι τον Απρ. 1958, που ο Γ. Πα­που­τσά­κης δη­μο­σίευ­σε την κα­βα­φι­κή “ση­μείω­ση” της 9ης Νοε. 1902, στην ο­ποία ο ποιη­τής, α­ντί ε­ξο­μο­λο­γή­σεως, αρ­κεί­το “να ση­μειώ­σει το γράμ­μα Τ ως σύμ­βο­λο του αι­σθή­μα­τός του”. Τό­τε δια­τυ­πώ­θη­καν διά­φο­ρες ερ­μη­νείες, υ­πε­ρί­σχυ­σε, ό­μως, ε­κεί­νη του Τί­μου Μα­λά­νου, ο ο­ποίος έ­σπευ­σε τον ε­πό­με­νο χρό­νο να εκ­δώ­σει βι­βλίο, υ­πό μορ­φή μα­κράς συ­νέ­ντευ­ξης προς τον Μαν. Για­λου­ρά­κη, με τίτ­λο, «Ο Κα­βά­φης του κε­φα­λαίου “Τ”». Σε αυ­τό, α­πο­κρούει την ερ­μη­νευ­τι­κή εκ­δο­χή του Πα­που­τσά­κη, πως πρό­κει­ται για το αρ­χι­κό του ο­νό­μα­τος α­γα­πη­μέ­νου προ­σώ­που, α­ντι­προ­τεί­νο­ντας το αρ­χι­κό τίτ­λου ποιή­μα­τος. Κα­τά τον Μα­λά­νο, το γράμ­μα “Τ” πα­ρα­πέ­μπει στο ποίη­μα «Τεί­χη», συμ­βο­λί­ζο­ντας τα κοι­νω­νι­κά τεί­χη, που α­πέ­κλειαν τον ποιη­τή “α­πό τον κό­σμο της ε­ρω­τι­κής ο­μα­λό­τη­τας”. “Από τό­τε που δη­μο­σιο­ποιή­θη­κε η ση­μείω­ση το γράμ­μα Τ ση­μαί­νει για τους α­να­γνώ­στες του τον ο­μο­φυ­λό­φι­λο Κα­βά­φη”, α­πο­φαί­νε­ται ο Ρό­μπερτ Λί­ντελ στη βιο­γρα­φία Κα­βά­φη, που εκ­δί­δει το 1974. Άρα, κα­τά τις α­πο­φάν­σεις Μα­λά­νου-Λί­ντε­λ, το ποίη­μα τα «Τεί­χη» ταυ­τί­ζε­ται με τον ο­μο­φυ­λό­φι­λο Κα­βά­φη. Μό­νο που αυ­τή η ερ­μη­νεία ο­δή­γη­σε αυ­τό­μα­τα στον εν­νοιο­λο­γι­κό πε­ριο­ρι­σμό του ποιή­μα­τος. Οπό­τε, με το στέ­νε­μα του βιω­μα­τι­κού ο­ρί­ζο­ντα, η τύ­χη του ποιή­μα­τος ή­ταν προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη. 
Αν δε­χτού­με πως τα «Τεί­χη» ση­μα­το­δο­τούν τον κοι­νω­νι­κό α­πο­κλει­σμό των ο­μο­φυ­λό­φι­λων, τό­τε έ­χουν χά­σει το νό­η­μά τους ε­δώ και και­ρό, α­φού, τα συ­να­φή κοι­νω­νι­κά τεί­χη έ­χουν προ πολ­λού πέ­σει. Ο τε­λευ­ταίος με­τα­φρα­στής α­πά­ντων των ποιη­μά­των του Κα­βά­φη στην αγ­γλι­κή, Ντα­νιέλ Μέ­ντελ­σον, το μό­νο σχό­λιο που κά­νει σχε­τι­κά με το ποίη­μα, εί­ναι πως πρό­κει­ται για έ­να α­πό τα πλέ­ον α­παι­σιό­δο­ξα. Δεί­χνει πα­ρά­δο­ξο, το ποίη­μα που συν­δέ­θη­κε με τον ο­μο­φυ­λό­φι­λο Κα­βά­φη, σή­με­ρα, που αυ­τή η πλευ­ρά του προ­βάλ­λε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο των άλ­λων, ε­κεί­νο να πα­ρα­γκω­νί­ζε­ται. Τα «Τεί­χη» δεν πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στα “ε­ρω­τι­κά” του Κα­βά­φη, που τα τε­λευ­ταία χρό­νια παίρ­νουν την πρώ­τη θέ­ση εν μέ­σω των ποιη­μά­των του στον αγ­γλό­φω­νο και γαλ­λό­φω­νο κό­σμο, κα­θώς συ­στή­νουν τον Κα­βά­φη που συ­γκι­νεί μία και­νού­ρια πλειο­ψη­φία. Ήδη α­πό τα τέ­λη της δε­κα­ε­τίας του ’60, για “τις γκέι κοι­νό­τη­τες της Μ. Βρε­τα­νίας και των Η.Π.Α.”, που γνω­ρί­ζουν τον Κα­βά­φη α­πό τα 14 “ε­ρω­τι­κά” του, τα ο­ποία ε­πέ­λε­ξε και ει­κο­νο­γρά­φη­σε ο Ντέι­βι­ντ Χό­κνεϋ, τα κοι­νω­νι­κά τεί­χη εί­χαν αρ­χί­σει να πέ­φτουν, ο­πό­τε και τα «Τεί­χη» τούς ή­ταν μάλ­λον α­διά­φο­ρα. Σή­με­ρα, φαί­νε­ται να δη­μιουρ­γούν έως και α­πώ­θη­ση στη διε­θνή κοι­νό­τη­τα των ο­μο­φύ­λων, ό­πως προ­τι­μούν να αυ­το­α­πο­κα­λού­νται.   
Το ποίη­μα «Τεί­χη» εί­χε ξε­χω­ρι­στή πο­ρεία, με κά­ποιες α­ξιο­μνη­μό­νευ­τες α­πο­κλει­στι­κό­τη­τες και πρω­τιές. Δεν δη­μο­σιεύ­τη­κε πρώ­τα σε κά­ποιο πε­ριο­δι­κό ή ε­φη­με­ρί­δα, αλ­λά τυ­πώ­θη­κε σε φυλ­λά­διο. Συ­γκε­κρι­μέ­να, α­πο­τέ­λε­σε μό­νο του το δεύ­τε­ρο στη σει­ρά φυλ­λά­διο, του 1897. Εί­χε προ­η­γη­θεί, το 1891, το μο­νό­φυλ­λο, ε­πί­σης με έ­να μό­νο ποίη­μα, το «Κτί­σται». Το τύ­πω­μα, ό­μως, του πρώ­του φυλ­λα­δίου συν­δέ­θη­κε με τη δη­μο­σίευ­ση του ποιή­μα­τος σε α­θη­ναϊκό πε­ριο­δι­κό. Εί­τε το φυλ­λά­διο εί­χε προ­η­γη­θεί της δη­μο­σίευ­σης εί­τε εί­χε α­κο­λου­θή­σει σε α­πό­στα­ση μη­νός (μέ­νει α­διευ­κρί­νι­στο), το τύ­πω­μά του ει­κά­ζε­ται πως ή­ταν α­πόρ­ροια της ι­κα­νο­ποίη­σης του Κα­βά­φη α­πό την πρώ­τη εμ­φά­νι­σή του σε ελ­λα­δι­κό έ­ντυ­πο. 
Το δεύ­τε­ρο φυλ­λά­διο εί­ναι δί­φυλ­λο χω­ρίς λευ­κές σε­λί­δες, ό­πως το ε­πό­με­νο, έ­να χρό­νο με­τά. Σε αυ­τό, το ποίη­μα συ­νο­δεύε­ται α­πό τη με­τά­φρα­σή του. Τα «Τεί­χη» εί­ναι το μο­να­δι­κό ποίη­μα, του­λά­χι­στον ζώ­ντος του Κα­βά­φη, που τυ­πώ­θη­κε αυ­το­τε­λώς και α­ντι­κρι­στά με τη με­τά­φρα­σή του. Όπου, αυ­τή, με τη σει­ρά της, ή­ταν η πρώ­τη δη­μο­σιευ­θεί­σα με­τά­φρα­ση κα­βα­φι­κού ποιή­μα­τος. Με­τα­φρα­στής ο Τζω­ν-Κων­στα­ντί­νος Κα­βά­φης, ο έ­βδο­μος γιος και το ό­γδοο παι­δί της οι­κο­γέ­νειας Κα­βά­φη, έ­να χρό­νο και ο­κτώ μή­νες με­γα­λύ­τε­ρος του βε­νια­μίν Κων­στα­ντί­νου. Εί­ναι ο πρώ­τος με­τα­φρα­στής του Κα­βά­φη. Στο Αρχείο Κα­βά­φη σώ­θη­καν οι με­τα­φρά­σεις του α­πό 63 ποιή­μα­τα, ό­λες, πλην της πρώ­της, πα­ρέ­μει­ναν α­δη­μο­σίευ­τες μέ­χρι την έκ­δο­σή τους, το 2003, σε βι­βλίο α­πό τον Μα­νό­λη Σαβ­βί­δη .  
Ο Γ.Π.Σαβ­βί­δης θέ­τει το διτ­τό ε­ρώ­τη­μα, για­τί ο Κα­βά­φης α­πο­φα­σί­ζει να εκ­δώ­σει έ­να δεύ­τε­ρο φυλ­λά­διο και για­τί ε­πι­λέ­γει το συ­γκε­κρι­μέ­νο ποίη­μα, ε­νώ υ­πάρ­χουν τα ή­δη δη­μο­σιευ­μέ­να ό­πως και αλ­λά α­δη­μο­σίευ­τα. Πο­λιορ­κεί το ε­ρώ­τη­μα α­πό την πλευ­ρά του Κα­βά­φη, θέ­το­ντας σε δεύ­τε­ρη μοί­ρα το ρό­λο του α­δελ­φού του. Το σκε­πτι­κό του στη­ρί­ζε­ται στη συ­νο­λι­κή ει­κό­να που έ­χει για τη συ­νερ­γα­σία τους, ό­που ο Τζων υ­στε­ρού­σε και λό­γω της α­πο­κλει­στι­κά αγ­γλό­γλωσ­σης παι­δείας του. Από­φοι­τος αγ­γλι­κού σχο­λείου στην Αγγλία, υ­πάλ­λη­λος αγ­γλι­κής ε­πι­χεί­ρη­σης στην Αλε­ξάν­δρεια, εμ­φα­νί­στη­κε ως ποιη­τής με αγ­γλι­κούς στί­χους α­πό το 1889 μέ­χρι τα τέ­λη του 1896. Η με­τά­φρα­ση στο φυλ­λά­διο με η­με­ρο­μη­νία 16 Ιαν. 1897 ή­ταν και η τε­λευ­ταία γνω­στή δη­μο­σίευ­σή του. Συ­νέ­χι­σε, πά­ντως, να με­τα­φρά­ζει ποιή­μα­τα του α­δελ­φού του μέ­χρι τέ­λους. Απε­βίω­σε στις 9 Φεβ. 1923. Από την πρώ­τη πε­ρίο­δο, μέ­χρι το 1899, που η συ­νερ­γα­σία τους ή­ταν στε­νό­τε­ρη, σώ­ζο­νται “με­τα­φρα­στι­κές υ­πο­δεί­ξεις” του Κα­βά­φη. Σύμ­φω­να πά­ντα με τον Σαβ­βί­δη, ε­κεί­νος “έ­λεγ­χε ε­ξο­νυ­χι­στι­κά τις με­τα­φρά­σεις”. Μάλ­λον πί­στευε πως “δεν σή­κω­ναν για­τρειά” και γι’ αυ­τό δεν έ­δω­σε τη συ­γκα­τά­θε­σή του ή δεν ε­πε­δίω­ξε άλ­λη δη­μο­σίευ­ση. Ο ε­πό­με­νος πά­ντως με­τα­φρα­στής του Κα­βά­φη στην αγ­γλι­κή θα αρ­γή­σει. Εί­ναι ο Γιώρ­γος Βα­λα­σό­που­λος, του ο­ποίου οι πρώ­τες κα­βα­φι­κές με­τα­φρά­σεις δη­μο­σιεύο­νται στο άρ­θρο του Φόρ­στερ το 1919. Στον “κα­τά­λο­γο ποιη­μά­των του Κα­βά­φη με­τα­φρα­σμέ­νων α­πό ε­κεί­νο­ν”, που πα­ρα­τί­θε­ται στην αλ­λη­λο­γρα­φία Φόρ­στε­ρ-Κα­βά­φη, τα «Τεί­χη» α­που­σιά­ζουν. 
Έχου­με την ε­ντύ­πω­ση πως αυ­τή η συ­νο­λι­κή ει­κό­να δια­φο­ρο­ποιεί­ται στο ξε­κί­νη­μα της συ­νερ­γα­σίας τους. Δεν α­πο­κλείε­ται να ή­ταν ο Τζων ε­κεί­νος που ο­δή­γη­σε τον Κα­βά­φη στην τα­κτι­κή των φυλ­λα­δίων. Το πι­θα­νό­τε­ρο, ε­κεί­νος βρί­σκει τα δυο τυ­πο­γρα­φεία, στα ο­ποία τυ­πώ­νο­νται τα πρώ­τα πέ­ντε φυλ­λά­δια. Το πρώ­το, γνω­ρί­ζου­με α­πό ση­μείω­ση του Κα­βά­φη, ό­τι τυ­πώ­θη­κε στου Πε­νασ­σών, ό­που τυ­πώ­νο­νταν τα αγ­γλι­κά πε­ριο­δι­κά στα ο­ποία δη­μο­σίευε ποιή­μα­τα  ο Τζων, αλ­λά και δι­κά του μο­νό­φυλ­λα. Πρό­κει­ται για το Τυ­πο­λι­θο­γρα­φείο του Β. Πε­νασ­σών, που ξε­κί­νη­σε το 1883. Στο τρί­το και το πέ­μπτο φυλ­λά­διο α­να­γρά­φε­ται το Τυ­πο­λι­θο­γρα­φείο Ι. Κ. Λα­γου­δά­κη. Στο ί­διο θα πρέ­πει να τυ­πώ­θη­καν και τα δυο άλ­λα, πα­ρό­τι δεν α­να­φέ­ρε­ται τυ­πο­γρα­φείο και για το δεύ­τε­ρο έ­χει δια­τυ­πω­θεί η ει­κα­σία πως τυ­πώ­θη­κε στου Πε­νασ­σών. Προς αυ­τό το συ­μπέ­ρα­σμα ο­δη­γεί η τυ­πο­τε­χνι­κή ει­κό­να των τεσ­σά­ρων φυλ­λα­δίων. Ο Ιωάν­νης Λα­γου­δά­κης εί­ναι ο πρώ­τος και ο μό­νος, που δια­τη­ρού­σε α­πό το 1889 Χρω­μο­λι­θο­γρα­φείο στην Αλε­ξάν­δρεια. Σε αυ­τό θα πρέ­πει να τυ­πώ­θη­κε και το α­πο­χαι­ρε­τι­στή­ριο φυλ­λά­διο του Τζων, μέ­σα στον Δε­κέμ­βριο του 1896. Ίσως, μά­λι­στα, οι κα­λαί­σθη­τες ε­πι­δό­σεις του νέ­ου τυ­πο­γρά­φου να τον πα­ρα­κί­νη­σαν σε αυ­τήν την πρώ­τη με­τα­φρα­στι­κή του α­πό­πει­ρα.
Κα­τά τον Σαβ­βί­δη, το πρω­τό­τυ­πο και η με­τά­φρα­ση δη­μο­σιεύο­νται “σχε­δόν ι­σό­τι­μα” στο φυλ­λά­διο. Θα υ­πο­στη­ρί­ζα­με ι­σό­τι­μα, αν, μά­λι­στα, δεν υ­περ­τε­ρεί η με­τά­φρα­ση. Επί­σης, θα υιο­θε­τού­σα­με την ει­κα­σία που κά­νει, ορ­μώ­με­νος και α­πό “την συ­γκρι­τι­κά ε­ξαι­ρε­τι­κή μορ­φο­λο­γι­κή εκ­ζή­τη­ση του φυλ­λα­δίου”, πως η έκ­δο­ση έ­γι­νε “με πρω­το­βου­λία ό­χι του ποιη­τή αλ­λά του με­τα­φρα­στή”. Ασχέ­τως αν ε­κεί­νος την θεω­ρεί α­πί­θα­νη, με βά­ση τη με­τέ­πει­τα μη ε­νερ­γό συμ­με­το­χή στα λο­γο­τε­χνι­κά του Τζων. Ας δού­με αυ­τό το καλ­λι­τε­χνι­κό­τε­ρο ό­λων κα­βα­φι­κό δί­φυλ­λο, που, το πι­θα­νό­τε­ρο, συ­νι­στά δι­κό του έρ­γο. Η πρώ­τη και η τέ­ταρ­τη σε­λί­δα ε­πέ­χουν θέ­ση ε­ξω­φύλ­λου και εί­ναι τυ­πω­μέ­νες με κε­φα­λαιο­γράμ­μα­τα κόκ­κι­νου χρώ­μα­τος. Επί­σης, με το ί­διο χρώ­μα εί­ναι τα αρ­χι­γράμ­μα­τα των στί­χων πρω­τό­τυ­που και με­τά­φρα­σης στις δυο ε­σω­τε­ρι­κές σε­λί­δες. Εί­ναι, ω­στό­σο, λί­γο με­γα­λύ­τε­ρα τα κόκ­κι­να κε­φα­λαιο­γράμ­μα­τα της με­τά­φρα­σης, με τα ο­ποία και  α­να­γρά­φε­ται στο ά­νω δε­ξιό ά­κρο της σε­λί­δας, δια­γώ­νια, η λέ­ξη “translation”.
Στην πρώ­τη σε­λί­δα, δί­νο­νται τα στοι­χεία του ποιή­μα­τος: «Τεί­χη» υ­πό Κων­στ. Κα­βά­φη, μό­το α­πό τον Αι­σχύ­λο, Αλε­ξάν­δρεια, 1η Σε­πτεμ­βρίου 1896.  Στην τέ­ταρ­τη σε­λί­δα, συμ­με­τρι­κά α­να­γρά­φο­νται ε­κεί­να της με­τά­φρα­σης. Εδώ, υ­πάρ­χουν δυο ου­σια­στι­κές πα­ρεμ­βά­σεις του με­τα­φρα­στή. Ο τίτ­λος πα­ραλ­λάσ­σει σε «My walls» και το μι­κρό ό­νο­μα του Κα­βά­φη πα­ρα­τί­θε­ται ο­λο­γρά­φως. Επί­σης, εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει ο τρό­πος γρα­φής της η­με­ρο­μη­νίας εκ­πό­νη­σης της με­τά­φρα­σης: January 16th. / MDCCCXCVII Με τε­λεία και σε χω­ρι­στή γραμ­μή α­πό κά­τω το έ­τος, θα μπο­ρού­σε να εί­ναι έ­νας τρό­πος να δη­λω­θεί ταυ­τό­χρο­να και το έ­τος έκ­δο­σης του φυλ­λα­δίου που λάν­θα­νε. Στο ποίη­μα, η διά­τα­ξη των στί­χων, α­ντί των τεσ­σά­ρων δί­στι­χων της τε­λι­κής μορ­φής, γί­νε­ται 2/1/2/1/2. Ανά­λο­γα χω­ρί­ζε­ται η με­τά­φρα­ση, μό­νο που τα α­κραία δί­στι­χα γί­νο­νται τρί­στι­χα. Αυ­τό λό­γω της πα­ρεμ­βο­λής δυο ε­ρω­τη­μα­τι­κών φρά­σεων ε­ντός πα­ρεν­θέ­σεως. Στο πρώ­το δί­στι­χο, εκ­φρά­ζε­ται α­πο­ρία για το ποιοι ή­ταν αυ­τοί που έ­χτι­σαν τα τεί­χη (who were they?), στο τε­λευ­ταίο, για το πό­τε αυ­τοί ύ­ψω­σαν τα τεί­χη (when were they there?). Να ση­μειώ­σου­με πως στην έκ­δο­ση των με­τα­φρά­σεων του Τζων δεν υ­πάρ­χουν ού­τε η αλ­λα­γή του τίτ­λου ού­τε οι εμ­βό­λι­μες φρά­σεις. Σύμ­φω­να με τα βι­βλιο­γρα­φι­κά δε­δο­μέ­να, η συ­γκε­κρι­μέ­νη με­τα­φρα­στι­κή εκ­δο­χή α­να­δη­μο­σιεύ­τη­κε ά­παξ στα «Κυ­πρια­κά Γράμ­μα­τα», Απρί­λιο 1954.
Αναμ­φι­βό­λως, “τί­πο­τα δεν θα έ­γι­νε πα­ρά την γνώ­μη του Κων­στα­ντί­νου”, ό­πως το­νί­ζει ο Σαβ­βί­δης. Ποιος, ό­μως, ή­ταν ο Κων­στα­ντί­νος το φθι­νό­πω­ρο του 1896; Τό­τε, α­κό­μη, τα δυο α­δέλ­φια συ­γκα­τοι­κού­σαν υ­πό τη σκέ­πη της μη­τέ­ρας τους, που α­πε­βίω­σε στις 4 Φεβ. 1899. Αν και α­πό τις αρ­χές του 1898, ο Τζων με­τα­κό­μι­σε σε ε­πι­πλω­μέ­νο δια­μέ­ρι­σμα, α­φή­νο­ντας τον Παύ­λο και τον Κων­στα­ντί­νο “στην γκρί­νια της Χα­ρί­κλειας”. Αργό­τε­ρα, θα α­πο­μα­κρυν­θεί α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, κα­θώς, α­πό το 1906, ε­γκα­τα­στά­θη­κε στο Κάι­ρο. Τα δυο α­δέλ­φια, α­πό τις 10 Μαΐου μέ­χρι τις 28 Ιου­νίου 1897, τα­ξί­δε­ψαν σε Πα­ρί­σι και Λον­δί­νο. Από τους μή­νες πριν και με­τά το τα­ξί­δι σώ­ζο­νται “ση­μειώ­σεις” του Κα­βά­φη, που α­ντι­κα­το­πτρί­ζουν την ά­σχη­μη ψυ­χο­λο­γι­κή του κα­τά­στα­ση. Από αυ­τές εί­ναι προ­φα­νές ό­τι τον α­πα­σχο­λεί πε­ρισ­σό­τε­ρο η υ­γεία του, που πι­στεύει ό­τι α­πει­λεί­ται α­πό τις σε­ξουα­λι­κές του συ­νή­θειες ε­κεί­νης της ε­πο­χής. Πολ­λά θα αλ­λά­ξουν στα α­μέ­σως ε­πό­με­να χρό­νια, με κα­τα­λύ­τη τον θά­να­το της Χα­ρί­κλειας.  
Με­τά την πρώ­τη πα­ρου­σία­ση στο φυλ­λά­διο, το ποίη­μα α­να­δη­μο­σιεύ­θη­κε σε ε­τή­σιο Ημε­ρο­λό­γιο του Καΐρου, του έ­τους 1901. Σε αυ­τό, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες συ­νερ­γα­σίες εί­ναι α­πό Ελλα­δί­τες.  Οι ε­πό­με­νες α­να­δη­μο­σιεύ­σεις γί­νο­νται σε άρ­θρα για τον Κα­βά­φη, με πρώ­το ε­κεί­νο του Ξε­νό­που­λου. Ακο­λου­θούν, μέ­χρι το 1925, ο Παύ­λος Πε­τρί­δης, η Γα­λά­τεια Κα­ζα­ντζά­κη, ο Γιώρ­γος Βρι­σι­μιτ­ζά­κης, ο Τέλ­λος Άγρας, ο Πέ­τρος Εκά­βης. Ο τε­λευ­ταίος, στη Βι­βλιο­γρα­φία Δα­σκα­λό­που­λου, α­να­φέ­ρε­ται ως α­ταύ­τι­στο ψευ­δώ­νυ­μο. Εδώ, το πα­ρά­ξε­νο εί­ναι ό­τι, ε­νώ ο Κα­βά­φης φαί­νε­ται να μην κυ­νη­γά την α­να­δη­μο­σίευ­σή του, οι ση­μα­ντι­κό­τε­ροι α­πό ό­σους α­να­φέ­ρο­νται στο έρ­γο του το πε­ρι­λαμ­βά­νουν σε ε­κεί­να που πα­ρα­θέ­τουν δί­κην πα­ρα­δείγ­μα­τος. Επί­σης, ε­πι­λέ­γε­ται σε δυο α­θη­ναϊκές αν­θο­λο­γίες νε­ο­ελ­λη­νι­κής ποίη­σης (1924, 1930), με 12 κα­βα­φι­κά ποιή­μα­τα η πρώ­τη και 13 η δεύ­τε­ρη. Ακό­μη, έ­χει δυο φο­ρές την τύ­χη να α­πο­τε­λέ­σει πρω­το­σέ­λι­δο ε­ντύ­που: Δε­κέμ­βριο 1916, στο α­λε­ξαν­δρι­νό πε­ριο­δι­κό «Προ­πύ­λαια», με ση­μείω­ση ό­τι πρό­κει­ται για την τε­λι­κή μορ­φή. Μάρ­τιο 1921, στην α­θη­ναϊκή ε­φη­με­ρί­δα «Ελεύ­θε­ρος Τύ­πος» (ε­πί μία ε­βδο­μά­δα, 8/3-14/3/1921, δη­μο­σιεύε­ται σε πρω­το­σέ­λι­δο κα­βα­φι­κό ποίη­μα). Ο Κα­βά­φης θυ­μά­ται τα «Τεί­χη» το 1926, ό­ταν ξε­χω­ρί­ζει 12 ποιή­μα­τα προς δη­μο­σίευ­ση στο πε­ριο­δι­κό του  «Αλε­ξαν­δρι­νή Τέ­χνη». Και βε­βαίως, οι δη­μο­σιο­γρά­φοι στις νε­κρο­λο­γίες τού 1933.
Τέ­λος, το ε­πε­τεια­κό 1943, καί­τοι “μέ­σα σε πό­λε­μο”, τα «Τεί­χη» εί­χαν την ε­ξαι­ρε­τι­κή τύ­χη να τα α­παγ­γεί­λει δη­μο­σίως ο Άγγε­λος Σι­κε­λια­νός σε α­θη­ναϊκή εκ­δή­λω­ση, μα­ζί με «Τα ά­λο­γα του Αχιλ­λέως». 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 7/9/2014.

Άλλοτε και τώρα

$
0
0
Νί­κη Τρουλ­λι­νού
«Το τε­λευ­ταίο κα­λο­καί­ρι
της α­θωό­τη­τας»
Εκδό­σεις Εστίας
Μάρ­τιος 2014

Η Νί­κη Τρουλ­λι­νού έ­χει ή­δη συ­μπλη­ρώ­σει εί­κο­σι συ­να­πτά έ­τη συγ­γρα­φι­κής πα­ρου­σίας, κα­θώς το πρώ­το βι­βλίο της εκ­δό­θη­κε το 1995 αλ­λά πε­ριεί­χε πε­ζά ή­δη δη­μο­σιευ­μέ­να. Τον Μάρ­τιο του 2007, ό­ταν συ­μπλή­ρω­νε μία δια­φο­ρε­τι­κή ει­κο­σα­ε­τία, ε­κεί­νη της μά­χι­μης δι­κη­γο­ρίας, και το γρά­ψι­μο α­να­βαθ­μι­ζό­ταν γι’ αυ­τήν α­πό ε­ρα­σι­τε­χνι­κή σε κύ­ρια ε­να­σχό­λη­ση, δή­λω­νε σε συ­νέ­ντευ­ξή της ό­τι “α­γα­πά το διή­γη­μα”. Πρό­σθε­τε, μά­λι­στα, πως νο­μί­ζει ό­τι ται­ριά­ζει στον χα­ρα­κτή­ρα της, το­νί­ζο­ντας, “Εί­ναι τα μι­κρά πράγ­μα­τα που προ­τι­μώ”. Κι ό­μως, πα­ρ’ ελ­πί­δα, το ε­πό­με­νο βι­βλίο, που εκ­δό­θη­κε Ια­νουά­ριο 2009, ή­ταν μυ­θι­στό­ρη­μα. Με αυ­τό φαί­νε­ται πως ά­νοι­ξαν οι πόρ­τες του με­γά­λου εκ­δο­τι­κού οί­κου, που “δύ­σκο­λα εκ­δί­δει διη­γή­μα­τα”, ό­πως πα­ρα­τη­ρού­σε στην προ­α­να­φερ­θεί­σα συ­νέ­ντευ­ξη. Οπό­τε, βρέ­θη­κε κι αυ­τή, έ­στω και λί­γο κα­θυ­στε­ρη­μέ­να, “στον α­στε­ρι­σμό του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος”, που τό­τε πί­στευε και ορ­θά ό­τι ζού­σα­με. Αν ως κρι­τή­ριο λη­φθεί η κρι­τι­κή υ­πο­δο­χή, αυ­τή η πρώ­τη με­τα­πή­δη­ση α­πό το διή­γη­μα στο μυ­θι­στό­ρη­μα θα μπο­ρού­σε να θεω­ρη­θεί ε­πι­τυ­χη­μέ­νη. 
Ωστό­σο, πα­ρό­τι το ε­πό­με­νο βι­βλίο της, με τα τρέ­χο­ντα στά­ντα­ρ, σχε­τι­κά αρ­γεί, εκ­δί­δε­ται ε­φέ­τος, δη­λα­δή με­τά πέ­ντε έ­τη, χρο­νι­κή α­πό­στα­ση που προοιω­νί­ζε­ται μυ­θι­στό­ρη­μα, αυ­τό εί­ναι συλ­λο­γή διη­γη­μά­των. Όπου, και πά­λι αλ­λά­ζει ο εκ­δό­της. Αυ­τήν τη φο­ρά, η  υ­πο­δο­χή υ­περ­βαί­νει σε θέρ­μη ό­λες τις προ­η­γού­με­νες, ε­κεί­νης του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης. Μέ­χρι που εκ­φρά­στη­κε η ά­πο­ψη ό­τι πρό­κει­ται για μα­κράν το κα­λύ­τε­ρο βι­βλίο της, ε­νώ η ί­δια α­να­φέ­ρε­ται πλέ­ον με­τα­ξύ των α­να­γνω­ρι­σμέ­νων μα­στό­ρων του εί­δους διή­γη­μα, διεκ­δι­κώ­ντας σχε­δόν τη μο­νο­κρα­το­ρία της θή­λειας μα­στό­ρισ­σας. Νεό­κο­πη κρι­τι­κός λο­γο­τε­χνίας, μά­λι­στα, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει τη συλ­λο­γή στις λι­γο­στές που “α­να­νεώ­νουν την ε­μπι­στο­σύ­νη μας στο εί­δος του διη­γή­μα­τος”. Βε­βαίως, στον και­ρό της κρί­σης, το κέ­λευ­σμα του “positive thinking” και ως έ­ξω­θεν ερ­χό­με­νο, βρί­σκει με­γά­λη α­πή­χη­ση, ι­διαί­τε­ρα ό­ταν πρό­κει­ται για συγ­γρα­φείς που έ­χουν ε­παι­νε­θεί στο πα­ρελ­θόν, ο­πό­τε ο βι­βλιο­πα­ρου­σια­στής που ε­πεί­γε­ται δια­βά­ζει τις κρι­τι­κές α­ντί του έρ­γου. Ωστό­σο, κα­τά μία άλ­λη α­νά­γνω­ση, η ε­πι­στρο­φή της Τρουλ­λι­νού στο διή­γη­μα, ό­πως ε­πι­γρά­φει τα πε­ζά της, προ­βλη­μα­τί­ζει. Κα­τ’ αρ­χήν, μπο­ρεί να μην πρό­κει­ται για ε­πι­στρο­φή αλ­λά πε­ρί α­γρα­νά­παυ­σης, εν α­να­μο­νή α­νά­κτη­σης της γο­νι­μο­ποιού δύ­να­μης, που α­παι­τεί έ­νας μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός διά­πλους. Άλλω­στε, α­πό τα συ­νο­λι­κά 21 πε­ζά, τα εν­νέα έ­χουν δη­μο­σιευ­τεί ε­ντός της εν­διά­με­σης πε­ντα­ε­τίας, αρ­χής γε­νο­μέ­νης α­πό την ε­πο­μέ­νη της έκ­δο­σης του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Εί­ναι κι αυ­τός έ­νας τρό­πος να δια­τη­ρεί κά­ποιος συγ­γρα­φέ­ας την α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τά του. 
Κυ­ρίως, ό­μως, προ­βλη­μα­τί­ζει το κα­τά πό­σο πρό­κει­ται για διη­γή­μα­τα, ό­πως ή­ταν τα προ­η­γού­με­να δι­κά της πε­ζά, και ό­χι για ι­στο­ρίες, α­πό αυ­τές που βγαί­νουν στα α­πό­νε­ρα ε­νός μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Οπό­τε α­να­φύε­ται και το γε­νι­κό­τε­ρο ε­ρώ­τη­μα, αν εί­ναι δυ­να­τόν έ­νας συγ­γρα­φέ­ας να πα­λιν­δρο­μεί α­νά­με­σα στις δυο φόρ­μες. Με το πρό­σφα­το βι­βλίο της, η Τρουλ­λι­νού α­ριθ­μεί 50 διη­γή­μα­τα και έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα. Τα 29 προ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, μοι­ρα­σμέ­να σε τρεις συλ­λο­γές, τα 21 με­τά, σε μία συλ­λο­γή. Θα δια­κιν­δυ­νεύα­με την ά­πο­ψη πως πρό­κει­ται για ι­στο­ρίες. Μά­λι­στα, θα προ­χω­ρού­σα­με στην υ­πό­θε­ση ερ­γα­σίας ό­τι αυ­τό εί­ναι ε­πα­κό­λου­θο της συγ­γρα­φής του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Με άλ­λα λό­για, δια­τει­νό­μα­στε, ό­τι ά­παξ και κά­ποιος εν­δώ­σει στη μυ­θι­στο­ριο­γρα­φία, η ε­πι­στρο­φή στο διή­γη­μα εί­ναι δύ­σκο­λη.
Η Τρουλ­λι­νού, ό­πως πα­ρα­τη­ρού­σα­με με α­φορ­μή την πρώ­τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των της, εί­χε δεί­ξει ό­τι δια­θέ­τει αί­σθη­μα α­φη­γη­μα­τι­κής οι­κο­νο­μίας διη­γη­μα­το­γρά­φου. Το κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ή­ταν ο βρα­χύς λό­γος, που δη­μιουρ­γεί α­τμό­σφαι­ρα και με­τα­κε­νώ­νει αι­σθή­μα­τα, έ­τσι ό­πως πυ­κνώ­νει τις πε­ρι­γρα­φές με το ρή­μα ή το ου­σια­στι­κό στα νοού­με­να, ή γέρ­νει προς τη με­τα­φο­ρι­κή ση­μα­σία των λέ­ξεων, α­φή­νο­ντας τε­λι­κά αί­σθη­ση έλ­λει­ψης. Με το μυ­θι­στό­ρη­μα πέ­ρα­σε σε έ­να λό­γο α­να­λυ­τι­κό. Η χρή­ση πα­ρό­μοιου λό­γου, που εί­ναι πλη­σιέ­στε­ρα στον κοι­νό τρό­πο δια­τύ­πω­σης, κα­τά κα­νό­να πα­γιώ­νε­ται και ως ευ­χε­ρέ­στε­ρη. Εξ ου, και οι α­πώ­λειες σε διη­γη­μα­το­γρά­φους, ε­φό­σον εν­δώ­σουν στις σει­ρή­νες της α­γο­ράς. Στη συ­νέ­χεια, μπο­ρεί να γρά­φουν σύ­ντο­μα πε­ζά, αλ­λά αυ­τά εί­ναι “short stories”, που δια­φέ­ρουν α­πό το μυ­θι­στό­ρη­μα μό­νο ως προς την έ­κτα­ση. 
Στα πρό­σφα­τα πε­ζά της Τρουλ­λι­νού, οι α­φη­γη­μα­τι­κοί τρό­ποι εί­ναι μεν δια­φο­ρε­τι­κοί, αλ­λά δεί­χνουν δου­λε­μέ­νοι. Με το κα­τάλ­λη­λο μο­ντά­ρι­σμα των ε­πι­μέ­ρους σκη­νών, α­πο­φεύ­γο­νται πλα­τεια­σμοί και συ­γκι­νη­σια­κά κρε­τσέ­ντα. Αυ­τή η συρ­ρα­φή, που ε­πι­τρέ­πει χρο­νι­κά πη­δή­μα­τα, δί­νει αί­σθη­ση πύ­κνω­σης, δια­φο­ρε­τι­κού, ό­μως, τύ­που α­πό ε­κεί­νη του διη­γή­μα­τος. Εδώ, πρό­κει­ται μάλ­λον για ε­πι­νοή­μα­τα μο­ντερ­νί­στι­κης μυ­θι­στο­ριο­γρα­φίας. Ένα πα­ρά­δειγ­μα ε­πι­τυ­χη­μέ­νου μο­ντα­ρί­σμα­τος συ­νι­στά το ο­μό­τιτ­λο, πρώ­το στην πα­ρά­τα­ξη, διή­γη­μα της συλ­λο­γής. Σε άλ­λα, ό­πως το «Σκο­τει­νός θά­λα­μος», η τε­χνι­κή δεί­χνει να πά­σχει στην ε­κτέ­λε­σή της. Αλλά και το σχή­μα λό­γου της με­τα­φο­ράς δια­φο­ρο­ποιεί­ται. Στο διή­γη­μα, εί­ναι σύν­δρο­μο στοι­χείο της ελ­λει­πτι­κής α­φή­γη­σης, ε­νώ, στο μυ­θι­στό­ρη­μα, συμ­βάλ­λει στην εκ­φρα­στι­κή δύ­να­μη των πε­ρι­γρα­φών, που κερ­δί­ζει έ­να πλα­τύ­τε­ρο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό. Ένα πα­ρά­δειγ­μα πα­ρό­μοιου φορ­τι­σμέ­νου λό­γου α­πό το «Πά­με μια βόλ­τα στο Κα­τίν»: “Οι ορ­γα­νώ­σεις, που εί­χαν α­λω­νί­σει κιό­λας τα στά­χυα της νιό­της τους”, γρά­φει για τις κομ­μα­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις με την ο­πτι­κή ε­νός, πε­ρα­σμέ­να τα πε­νή­ντα, “δρα­πέ­τη στον λει­μώ­να των ε­ξο­μο­λο­γή­σεων που α­να­μό­χλευε πα­λιές ι­στο­ρίες”. Τον ί­διο στό­χο έ­χουν και τα εμ­φα­τι­κά ξε­κι­νή­μα­τα ο­ρι­σμέ­νων ι­στο­ριών, ό­πως το “Ήταν ο θά­να­τος που μας έ­φε­ρε πά­λι κο­ντά” στο «Με­τα­φυ­σι­κές α­κρο­βα­σίες». Όσο για την αί­σθη­ση της έλ­λει­ψης, που α­φή­νει το διή­γη­μα, ου­δό­λως σχε­τί­ζε­ται με το “α­νοι­χτό τέ­λος”, κι αυ­τό έ­να μο­ντερ­νί­στι­κο στοι­χείο, που προ­τι­μά­ται σε  ο­ρι­σμέ­να πε­ζά της συλ­λο­γής. Κυ­ρίως ε­κεί­να που δεί­χνουν σαν α­φη­γη­μα­τι­κές πα­ρεκ­βά­σεις ή ε­πει­σό­δια του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ε­πι­κε­ντρω­μέ­να σε δευ­τε­ρεύο­ντες χα­ρα­κτή­ρες. Ή και κά­ποια άλ­λα, με δο­μή σκα­ρι­φή­μα­τος, που θα μπο­ρού­σαν να α­πλω­θούν σε νου­βέ­λα ή, α­κό­μη, και σε μυ­θι­στό­ρη­μα.
Πι­θα­νώς και να μα­κρη­γο­ρού­με γύ­ρω α­πό την ει­δο­λο­γι­κή δια­φο­ρά διη­γή­μα­τος και ι­στο­ρίας, αλ­λά ο σκο­πός εί­ναι κα­λός. Αν με­τρια­στεί ο μύ­θος πε­ρί νέ­ας άν­θη­σης του διη­γή­μα­τος, μπο­ρεί και να α­να­χαι­τι­στεί κά­πως η πρό­σφα­τη μό­δα της διη­γη­μα­το­γρα­φίας. Κι αυ­τό, ε­πει­δή, με τα ψέ­μα­τα και τα πες πες, τε­λι­κά θα πι­στέ­ψου­με ό­τι ζού­με στον φω­τει­νό α­στε­ρι­σμό του διη­γή­μα­τος. Κα­τά τα άλ­λα, έ­χουν και οι ι­στο­ρίες, ό­πως κά­θε άλ­λο λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος, ποιο­τι­κή δια­βάθ­μι­ση. Υπάρ­χουν ε­πι­τυ­χη­μέ­νοι μυ­θι­στο­ριο­γρά­φοι, που βρα­βεύ­τη­καν για τις ι­στο­ρίες τους. Λ.χ., ο Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας και η Ρέα Γα­λα­νά­κη. Το ί­διο μπο­ρεί να συμ­βεί με την πε­ρί­πτω­ση της Τρουλ­λι­νού, που με τις προ­η­γού­με­νες συλ­λο­γές, ε­κεί­νες με τα διη­γή­μα­τα, έ­μει­νε στους ε­πι­λα­χό­ντες της βρα­χείας λί­στας. Άλλω­στε, οι ι­στο­ρίες, τό­σο με τον τρό­πο γρα­φής ό­σο και με την σα­φώς δια­γε­γραμ­μέ­νη υ­πό­θε­ση, έ­χουν το α­τού να ελ­κύουν πλα­τύ­τε­ρο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό. Γε­γο­νός, που ε­πη­ρεά­ζει τους κρι­τές, κα­θώς ε­πι­ζη­τούν για τις ε­πι­λο­γές τους την έ­ξω­θεν κα­λή μαρ­τυ­ρία. Αν και τε­λι­κά, μία κα­θο­ρι­στι­κή πα­ρά­με­τρος εί­ναι το θέ­μα του προς βρά­βευ­ση βι­βλίου. 
Το θέ­μα στα βι­βλία της Τρουλ­λι­νού πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρό. Ού­τε στο πρό­σφα­το αλ­λά­ζει. Εί­ναι ο ε­πι­λε­κτι­κός και πε­ρί­πλο­κος τρό­πος που δου­λεύει η μνή­μη, με μό­νι­μο δρο­μο­δεί­χτη το συ­ναί­σθη­μα. Μό­νο που στην πρό­σφα­τη συλ­λο­γή, ό­πως και στο μυ­θι­στό­ρη­μα, η μνή­μη ε­στιά­ζει σε συ­γκε­κρι­μέ­νη χρο­νι­κή πε­ρίο­δο, τα τέ­λη της Δι­κτα­το­ρίας και την αρ­χή της Με­τα­πο­λί­τευ­σης. Ού­τε ο α­φη­γη­τής αλ­λά­ζει, πα­ρό­λο που η α­φή­γη­ση δια­φο­ρο­ποιεί­ται. Άλλο­τε σε πρώ­το και άλ­λο­τε σε τρί­το πρό­σω­πο, με τον λό­γο να μοι­ρά­ζε­ται σε δια­φο­ρε­τι­κές γυ­ναί­κες και άν­δρες, αυ­τοί λι­γό­τε­ροι, ό­λοι τους πα­ρα­πλή­σιας η­λι­κίας. Ωστό­σο, υ­πάρ­χει πά­ντα σαν προέ­κτα­ση της δι­κής τους φω­νής, ε­κεί­νη του α­φη­γη­τή, που α­πο­τι­μά και α­σκεί κρι­τι­κή. Αυ­τό το διευ­κο­λύ­νει η δο­μή αρ­κε­τών ι­στο­ριών σε δυο χρο­νι­κά ε­πί­πε­δα, το τό­τε της νεό­τη­τας και το τώ­ρα. Στο πρό­σφα­το βι­βλίο, ω­στό­σο, σαν να αλ­λά­ζει η σχέ­ση α­φη­γη­τή και προ­σώ­πων, κα­θώς ε­κεί­νος προ­βάλ­λει πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό­λυ­τος. Εί­τε ε­ξω­ραΐζει εί­τε κα­τα­δι­κά­ζει κα­τα­στά­σεις το κά­νει με­τ’ ε­πι­τά­σεως. Πα­ρά­δειγ­μα: Προς η­ρωο­ποίη­ση χρη­σι­μο­ποιεί­ται μία φρά­ση κλι­σέ, “Οι πα­λιοί, οι μπα­ρου­το­κα­πνι­σμέ­νοι του Πο­λυ­τε­χνείου”. Προς χλεύη ε­πι­στρα­τεύο­νται πε­ρι­γε­λα­στι­κά ε­πί­θε­τα, “Το άγ­γιγ­μα των Αγίων Ολυ­μπια­κών Αγώ­νων τα στρί­μω­ξε ό­λα στα με­τα­μο­ντέρ­να πα­πού­τσια.” Κα­τα­λή­γει, ω­στό­σο, ει­ρω­νεία, η κρι­τι­κή να έρ­χε­ται α­πό τη γε­νιά που πρω­τα­γω­νί­στη­σε στα χρό­νια της Με­τα­πο­λί­τευ­σης. 
Γνω­στά πρό­σω­πα, ό­πως “ο σκη­νο­θέ­της των με­γά­λων πλά­νων που ε­πέ­με­νε να χώ­νει τα δά­χτυ­λα στον τύ­πο των ή­λων της Ιστο­ρίας”, και κυ­ρίως, οι τό­ποι δεν κα­το­νο­μά­ζο­νται, αλ­λά δη­λώ­νο­νται πε­ρι­φρα­στι­κά πλην ό­μως πε­ντα­κά­θα­ρα. Στον α­να­γνώ­στη μυ­θι­στο­ρη­μά­των και ι­στο­ριών δεν α­ρέ­σουν οι λο­γο­τε­χνί­ζου­σες νύ­ξεις. Οι ε­κτε­νέ­στε­ρες πε­ρι­γρα­φές α­φο­ρούν τό­πους, με πρώ­τη και κα­λύ­τε­ρη την Κρή­τη, γε­νέ­τει­ρα της συγ­γρα­φέως. Εδώ, η α­φή­γη­ση γί­νε­ται μα­κρο­πε­ρίο­δη, μό­νο που δεν έ­χει τη φι­δί­σια χά­ρη των αλ­λο­τι­νών πε­ρι­γρα­φών. Η πα­ρά­τα­ξη των προ­τά­σεων έ­χει έ­ναν τυ­πο­ποιη­μέ­νο χα­ρα­κτή­ρα, σχε­δόν μη­χα­νι­στι­κό, με συν­δε­τι­κό τις ά­νω τε­λείες. Συ­νή­θως, και πά­λι προς με­γέ­θυν­ση των ε­ντυ­πώ­σεων, χρη­σι­μο­ποιεί­ται ο πλη­θυ­ντι­κός, κα­τα­λή­γο­ντας σε ξε­φτι­σμέ­νες φρά­σεις. Λ.χ., “κι η για­γιά, γυ­ναί­κα τα­λαι­πω­ρη­μέ­νη α­πό Κα­το­χές και Δι­κτα­το­ρίες, α­πό διώ­ξεις και συμ­βι­βα­σμούς...”
Εκτός α­πό τις ι­στο­ρίες, που συγ­γε­νεύουν με το μυ­θι­στό­ρη­μα, υ­πάρ­χει μία “σύ­ντο­μη ι­στο­ρία” γραμ­μέ­νη κα­τά πα­ραγ­γε­λία με δο­σμέ­νο το θέ­μα και αρ­κε­τές άλ­λες, που, εν μέ­ρει ή α­πο­κλει­στι­κά, α­ντα­να­κλούν την ο­πτι­κή του ση­με­ρι­νού ευαι­σθη­το­ποιη­μέ­νου πο­λί­τη. Στην κα­τά πα­ραγ­γε­λία, ζη­τή­θη­κε πε­ζό έως 300 λέ­ξεις που να στε­γά­ζε­ται κά­τω α­πό τον γε­νι­κό τίτ­λο «Η δι­κή μας Ελλά­δα». Κα­τά την συ­νο­δευ­τι­κή ε­πε­ξή­γη­ση του πα­ραγ­γε­λιο­δό­τη, που ή­ταν η Εται­ρεία Συγ­γρα­φέων, θα έ­πρε­πε, εν έ­τει 2012, “να δεί­χνει πως η χώ­ρα μας έ­χει και τις φω­τει­νές της πλευ­ρές, έ­χει δη­λα­δή τις α­ντι­στά­σεις της, την ι­διαί­τε­ρη ψυ­χή της”. Το πε­ζό της Τρουλ­λι­νού, «Τα πορ­το­κά­λια του Δαι­δά­λου», εί­ναι μια ου­το­πι­κή φα­ντα­σίω­ση αλ­λη­λέγ­γυας συ­μπε­ρι­φο­ράς. Την προ­κά­λε­σε έ­να τυ­χαίο συμ­βάν, που έ­κα­νε τους αν­θρώ­πους “να κοι­τα­χτούν χω­ρίς τε­θλα­σμέ­νες”. Έχει τη χροιά πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρα­μυ­θιού. Μό­νο που ού­τε καν μι­κρά παι­διά δεν θα το πί­στευαν. Βε­βαίως, το­πο­θε­τεί­ται σε ε­μπο­ρι­κό πε­ζό­δρο­μο της πό­λης του Ηρα­κλείου, που ο­δη­γεί στην πλα­τεία Λιο­ντα­ριών, ό­που μπο­ρεί οι άν­θρω­ποι να προ­στρέ­χουν α­κό­μη σε βοή­θεια.    
Κε­ντρι­κό πρό­σω­πο του κα­τά πα­ραγ­γε­λία πε­ζού εί­ναι έ­νας α­χθο­φό­ρος, πι­θα­νώς πα­ρα­γιός μα­νά­βη, που α­να­φέ­ρε­ται ως “παι­δί, χω­ρίς ό­νο­μα, χω­ρίς τό­πο προέ­λευ­σης”. Σε αυ­τήν τη συλ­λο­γή, κύ­ριο μέ­λη­μα της συγ­γρα­φέως φαί­νε­ται να εί­ναι τα κοι­νω­νι­κά προ­τάγ­μα­τα, α­πό την προ­στα­σία των ζώων μέ­χρι τη συ­μπα­ρά­στα­ση στους με­τα­νά­στες. Σε έ­να διή­γη­μα («Η Τό­ντο»), κυ­ριαρ­χεί το σοκ που προ­κα­λεί βιαιο­πρα­γία κα­τά γά­τας, α­νε­ξάρ­τη­τα αν αυ­τή κα­τού­ρη­σε τον θύ­τη. Σε έ­να άλ­λο («Σί­δε­ρα, πα­λιο­σί­δε­ρα και άλ­λα συ­να­φή»), σκύ­λος εμ­φα­νί­ζε­ται ως νοή­μο­νας σύ­ντρο­φος και τη­λε­θε­α­τής, πα­ρα­κα­θή­με­νος του α­φη­γη­τή. Με­γα­λύ­τε­ρη εί­ναι η πα­ρου­σία των με­τα­να­στώ­ν: σε τρία διη­γή­μα­τα πρω­τα­γω­νι­στούν και σε τέσ­σε­ρα εμ­φα­νί­ζο­νται ως δευ­τε­ρα­γω­νι­στές. Ο α­γλαϊσμός τους πλη­σιά­ζει ε­κεί­νον των η­ρώων του Πο­λυ­τε­χνείου, αν δεν τον υ­περ­βαί­νει, ό­ταν γί­νο­νται συ­γκρί­σεις με τη συ­μπε­ρι­φο­ρά των ντό­πιων, ό­πως στο «Ακορ­ντεόν α­νά­πη­ρο» ή στο «Η ξέ­νη», που έ­χουν στό­χο να ε­ξά­ρουν την α­ξιο­πρε­πή και φι­λι­κή στά­ση τους. Στην κα­τα­κλεί­δα ε­νός άλ­λου διη­γή­μα­τος («Μι­κρές ι­στο­ρίες για ό­νει­ρα»), δί­νο­νται σχε­δόν ε­πι­κές δια­στά­σεις στην “Αλβα­νή πα­ρα­δου­λεύ­τρα, που με τα πό­δια εί­χε πε­ρά­σει βου­νά και διά­σε­λα κά­που στα 1990” 
Σε αυ­τά τα διη­γή­μα­τα, η συ­γκί­νη­ση α­φή­νε­ται α­νε­ξέ­λε­γκτη, α­ντα­μεί­βο­ντας ό­σες α­γό­ρα­σαν το βι­βλίο χά­ριν του τίτ­λου του, που υ­πό­σχε­ται τη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή φόρ­τι­ση του μπε­στ σέ­λερ. Αν και το βούρ­κω­μα θα το φέ­ρει η ι­στο­ρία του τυ­φλού με­τα­νά­στη στη Γερ­μα­νία α­πό την Ανα­το­λία και της Γερ­μα­νί­δας πόρ­νης. Ένας λό­γος πα­ρα­πά­νω, για­τί αγ­γί­ζει μία άλ­λη ευαί­σθη­τη χορ­δή, κα­θώς τιτ­λο­φο­ρεί­ται «1989» και το­πο­θε­τεί­ται στο Κρόϊτ­σ­μπερ­γκ, προά­στιο του Δυ­τι­κού Βε­ρο­λί­νου που κυ­κλω­νό­ταν α­σφυ­κτι­κά α­πό το Τεί­χος. Κα­τά μία ά­πο­ψη, πα­ρό­μοιες ι­στο­ρίες εί­ναι α­να­με­νό­με­νες α­πό μία συγ­γρα­φέα α­ρι­στε­ρών κα­τα­βο­λών, ό­πως η Τρουλ­λι­νού. Με τον ε­ξό­φθαλ­μο, ό­μως, τρό­πο, που στή­νο­νται, α­φή­νουν την ε­ντύ­πω­ση ε­νός νέ­ου τύ­που δι­δα­κτι­σμού. Κά­πο­τε, φτά­νουν να α­πο­δυ­να­μώ­νουν και το λο­γο­τε­χνι­κό α­πο­τέ­λε­σμα. Μία α­πό τις πιο εν­δια­φέ­ρου­σες ι­στο­ρίες της πρό­σφα­της συλ­λο­γής, «Η φω­το­γρα­φία», θα μπο­ρού­σε να μεί­νει α­νοι­χτή σε δια­φο­ρε­τι­κές α­να­γνώ­σεις, αν δεν την πε­ριό­ρι­ζε η συγ­γρα­φέ­ας στο γέ­νος των Εβραίων, με το ό­νο­μα της η­ρωί­δας και μια κα­τα­κλεί­δια α­να­φο­ρά. Έτσι, πά­ντως, το θε­μα­τι­κό φά­σμα της συλ­λο­γής με­γα­λώ­νει, ε­ξι­σορ­ρο­πώ­ντας τα αλ­λο­τι­νά δει­νά με τις ση­με­ρι­νές ευαί­σθη­τες πε­ριο­χές α­ντι­πα­ρά­θε­σης.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 14/9/2014.
Φωτογραφία: Ηράκλειο. Η Πλατεία Λιονταριών, εδώ προβάλλει η οδός Δαιδάλου.

Από τις πλαγιές της Μουργκάνας

$
0
0
Τα­σία Βε­νέ­τη
«Τού χιο­νιού»
Εκδό­σεις Το Ρο­δα­κιό
Αύ­γου­στος 2013

Την πε­ρα­σμέ­νη Κυ­ρια­κή, στην πα­ρου­σία­ση του νέ­ου βι­βλίου της Νί­κης Τρουλ­λι­νού μας εί­χε προ­βλη­μα­τί­σει ο ει­δο­λο­γι­κός χα­ρα­κτη­ρι­σμός διη­γή­μα­τα, που συ­νό­δευε στο ε­ξώ­φυλ­λο τον τίτ­λο. Κι αυ­τό, για­τί εί­χα­με την ά­πο­ψη, πως το σύ­νο­λο των εί­κο­σι έ­να πε­ζών της συλ­λο­γής θα το α­ντι­προ­σώ­πευε κα­λύ­τε­ρα ο ό­ρος ι­στο­ρίες. Σή­με­ρα, ε­πα­νερ­χό­μα­στε στο δί­πο­λο διη­γή­μα­τα-ι­στο­ρίες, με α­φορ­μή μία άλ­λη συλ­λο­γή εί­κο­σι ο­κτώ πε­ζών, αυ­τήν της Τα­σίας Βε­νέ­τη. Εδώ έ­χει ε­πι­λε­γεί ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός ι­στο­ρίες, ε­νώ ε­μείς, αυ­τή τη φο­ρά,  θα προ­κρί­να­με ως προσ­διο­ρι­στι­κό ε­κεί­νον του διη­γή­μα­τος. Ακρι­βο­λο­γώ­ντας, και στις δυο συλ­λο­γές, ό­πως και σε με­ρι­κές α­κό­μη, ό­χι και πολ­λές, α­φού κα­τά κα­νό­να αρ­κεί ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός ι­στο­ρίες, πρό­κει­ται για ι­στο­ρίες και έ­ναν α­ριθ­μό με­τρη­μέ­νων διη­γη­μά­των. Το θέ­μα εί­ναι ποιο κρί­νε­ται ως το ου­σιώ­δες γνώ­ρι­σμα, που πρέ­πει να προ­βλη­θεί σε α­ντι­δια­στο­λή, εί­τε προς το προ­η­γού­με­νο έρ­γο του συγ­γρα­φέα, ό­πως εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση της Τρουλ­λι­νού, εί­τε ως προς την ε­ντύ­πω­ση, που μπο­ρεί να δη­μιουρ­γη­θεί σχε­τι­κά με το συ­γκε­κρι­μέ­νο βι­βλίο, ό­πως συμ­βαί­νει με την Βε­νέ­τη. 
Και οι δύο συγ­γρα­φείς εμ­φα­νί­στη­καν ό­ψι­μα, του­λά­χι­στον με τις ι­σχύου­σες σή­με­ρα εκ­δο­τι­κές συν­θή­κες, δεί­χνο­ντας πως θα μπο­ρού­σαν να έ­χουν ε­πι­τυ­χή πα­ρου­σία στη σύ­ντο­μη φόρ­μα. Η Τρουλ­λι­νού έ­χει ή­δη ε­πα­λη­θεύ­σει τις αι­σιό­δο­ξες προ­βλέ­ψεις με τέσ­σε­ρις συλ­λο­γές πε­ζών. Εκεί­νη πα­ρου­σιά­στη­κε με βι­βλίο στην α­θη­ναϊκή α­γο­ρά το 2002, σε η­λι­κία  πε­νή­ντα πα­ρά κά­τι. Εξαρ­χής ή­ταν φα­νε­ρό, πως διέ­θε­τε συγ­γρα­φι­κή συ­νεί­δη­ση και εί­χε τη φι­λο­δο­ξία να γρά­ψει διή­γη­μα. Η Βε­νέ­τη, ε­πτά χρό­νια μι­κρό­τε­ρη, πα­ρου­σιά­στη­κε πέ­ρυ­σι πλη­σιά­ζο­ντας τα  πε­νή­ντα πέ­ντε. Δια­θέ­τει συγ­γρα­φι­κό έν­στι­κτο και μάλ­λον κα­μία φι­λο­δο­ξία. Ού­τε καν αυ­τήν της έκ­δο­σης βι­βλίου. Εκτός, ί­σως, α­πό συλ­λο­γή ποιη­μά­των, κα­θώς την πα­ρό­τρυ­ναν, με­τά τη δη­μο­σίευ­ση ποιη­μά­των της στον Τύ­πο της γε­νέ­τει­ράς της, που ση­μαί­νει τα έ­ντυ­πα της ε­παρ­χίας Φι­λια­τών. 
Ο προσ­διο­ρι­σμός διη­γή­μα­τα, κα­τά προ­τί­μη­ση στο ε­ξώ­φυλ­λο και ό­χι στη σε­λί­δα τίτ­λου, θα σύ­σται­νε κά­πως το βι­βλίο αυ­τής της πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νης και πα­ντε­λώς ά­γνω­στης στο α­θη­ναϊκό κοι­νό συγ­γρα­φέως. Θα α­πο­μά­κρυ­νε εκ προοι­μίου τυ­χόν σύγ­χυ­ση με γυ­ναι­κείες α­φη­γή­σεις ι­στο­ρι­κού, λα­ο­γρα­φι­κού ή και η­θο­γρα­φι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Κα­τά την πά­για, ω­στό­σο, τα­κτι­κή του εκ­δο­τι­κού οί­κου, α­φή­νε­ται να κο­λυ­μπή­σει στα βα­θιά, χω­ρίς “αυ­τά­κι” με βιο­γρα­φι­κό ού­τε κει­με­νά­κι ο­πι­σθό­φυλ­λου, με ε­ξώ­φυλ­λο έ­ναν πί­να­κα του Αλέ­κου Κτε­νά. Εί­ναι έρ­γο δια­κο­σμη­τι­κού τύ­που, ε­νώ έ­να α­πό τα γυ­ναι­κεία γυ­μνά του, πα­ρό­τι εκ πρώ­της ό­ψεως δεν θα ταί­ρια­ζε στις ι­στο­ρίες, του­λά­χι­στον θα προϊδέ­α­ζε το με­γα­λύ­τε­ρο κομ­μά­τι του α­να­γνω­στι­κού κοι­νού, που εί­ναι οι γυ­ναί­κες, πως το βι­βλίο το α­φο­ρά. Ωστό­σο, πα­ρά την πε­ριο­ρι­σμέ­νη προ­βο­λή του βι­βλίου στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο, συ­μπε­ρι­λή­φθη­κε στα ε­πτά βι­βλία της βρα­χείας λί­στας πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου συγ­γρα­φέα του η­λεκ­τρο­νι­κού πε­ριο­δι­κού «Ο Ανα­γνώ­στης». Μό­νο που το βι­βλίο της Βε­νέ­τη δεί­χνει σαν πα­ρά­ται­ρο. Βρί­σκε­ται δη­λα­δή ε­κτός της αι­σθη­τι­κής α­ντί­λη­ψης πε­ρί λο­γο­τε­χνίας της κρι­τι­κής ε­πι­τρο­πής, ό­πως αυ­τή φά­νη­κε ευ­κρι­νέ­στε­ρα με τις βρα­βεύ­σεις. 
Εκεί­νο, πά­ντως, που κυ­ρίως μνη­μό­νευ­σαν οι κρι­τι­κοί, εί­ναι η “βου­νί­σια” γλώσ­σα του βι­βλίου. Όπως οι ι­θα­γε­νείς τρε­λαί­νο­νταν με κα­θρε­φτά­κια και φα­ντα­χτε­ρά μπι­χλι­μπί­δια, αυ­τοί εν­θου­σιά­ζο­νται με διη­γή­μα­τα και ντο­πιο­λα­λιές. Πό­σο μάλ­λον ό­ταν πρό­κει­ται για την η­πει­ρω­τι­κή και δη, της πε­ριο­χής Μουρ­γκά­νας Φι­λια­τών, κα­θώς, σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, μπο­ρούν να δεί­ξουν το εύ­ρος της λο­γο­τε­χνι­κής τους ε­πο­πτείας, α­να­φέ­ρο­ντας τα διη­γή­μα­τα του Σω­τή­ρη Δη­μη­τρίου. Ανε­ξάρ­τη­τα αν αυ­τά εί­ναι ξέ­να προς την α­τμό­σφαι­ρα και τον κό­σμο του βι­βλίου της Βε­νέ­τη. Ενώ, στα διη­γή­μα­τα του Δη­μή­τρη Χατ­ζή ή του Μι­χά­λη Γκα­νά, που συγ­γε­νεύουν με κά­ποιες ι­στο­ρίες της Βε­νέ­τη αλ­λά δεν γρά­φο­νται στη ντο­πιο­λα­λιά, δεν έ­γι­νε κα­μία μνεία. Σή­με­ρα, πά­ντως, η έν­νοια της ντο­πιο­λα­λιάς έ­χει πε­ριο­ρι­στεί στις ι­διω­μα­τι­κές λέ­ξεις, οι ο­ποίες και πε­ρι­σώ­ζο­νται, α­φού  γι’ αυ­τές προ­βλέ­πε­ται γλωσ­σά­ρι. Ενώ το πιο πο­λύ­τι­μο κομ­μά­τι, που πρώ­το χά­νε­ται με την ε­γκα­τά­λει­ψη μίας πε­ριο­χής, εί­ναι οι πα­ρεκ­κλί­νου­σες συ­ντα­κτι­κές δο­μές της. Αν και ε­κεί­νο που α­πο­βαί­νει α­κό­μη πιο ευά­λω­το στο χρό­νο εί­ναι η με­τα­φο­ρι­κή χρή­ση των λέ­ξεων. 
Σε αυ­τές τις  πτυ­χές της γλώσ­σας, δια­φο­ρο­ποιού­νται δυο συγ­γρα­φείς που ε­πι­στρα­τεύουν λό­για της ί­διας ντο­πιο­λα­λιάς. Αλλά και σε αυ­τές φα­νε­ρώ­νε­ται ε­κεί­νος που δια­θέ­τει γλωσ­σι­κό αι­σθη­τή­ριο και δεν εί­ναι α­πλός κα­τα­γρα­φέ­ας, ή­τοι συλ­λέ­κτης α­φη­γή­σεων. Η Βε­νέ­τη το δια­θέ­τει. Επι­προ­σθέ­τως, η δι­κή της α­πό­δο­ση της ντο­πιο­λα­λιάς δεν θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν δω­ρι­κή, ό­πως α­ντρών συγ­γρα­φέων α­πό την ί­δια πε­ριο­χή. Ού­τε κο­φτός εί­ναι ο ρυθ­μός, ού­τε βρα­χείς οι προ­τά­σεις, και τα ε­πί­θε­τα δεν λεί­πουν. Πα­ρα­μέ­νει, ω­στό­σο, λι­τός λό­γος της κα­θη­με­ρι­νής κου­βέ­ντας. Στις ι­στο­ρίες γί­νε­ται με­ρι­κές φο­ρές μέ­χρι και γλα­φυ­ρός. Ακό­μη, ό­μως, και στα σύ­ντο­μα διη­γή­μα­τα, της μίας σε­λί­δας ή και της μίας πα­ρα­γρά­φου, δεν α­φυ­δα­τώ­νε­ται. Η πύ­κνω­ση του διη­γή­μα­τος, αυ­τή η και­νού­ρια δη­μο­σιο­γρα­φι­κή κα­ρα­μέ­λα, γί­νε­ται ε­δώ κυ­ρίως με την ε­στία­ση. 
Γρά­φτη­κε στο συ­νο­δευ­τι­κό Δελ­τίο Τύ­που πως εί­ναι η δύ­να­μη της γλώσ­σας, με την πα­λαιό­τη­τα του ι­διώ­μα­τος ό­πως πρό­σθε­σαν άλ­λοι, που κά­νει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα λο­γο­τε­χνία. Πι­στεύου­με πως πα­ρό­μοιες α­πο­φάν­σεις συ­νι­στούν υ­περ­βο­λές μιας ε­πο­χής, ό­που η γλώσ­σα αλ­λοιώ­νε­ται και πολ­λοί τρο­μά­ζουν πως θα εκ­φυ­λι­στεί. Δεν αρ­κεί, ό­μως, μό­νο η γλώσ­σα. Για να με­τα­μορ­φω­θεί η πε­ρα­σμέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σε λο­γο­τε­χνία χρειά­ζο­νται “μύ­θια” και ι­στο­ρίες. Αλλά ποια εί­ναι η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του βι­βλίου της Βε­νέ­τη; Εκ πρώ­της ό­ψεως, ε­κεί­νη σε κά­ποιο α­πό τα 34 χω­ριά της Μουρ­γκά­νας. Δεν κα­το­νο­μά­ζε­ται, ό­πως δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται και ο γε­νέ­θλιος τό­πος της, πέ­ραν του ε­ντο­πι­σμού του στο Νο­μό της Θεσ­πρω­τίας. Ο χρό­νος εί­ναι α­κό­μη πιο αό­ρι­στος, κα­θώς α­πλώ­νε­ται σε μια τρια­κο­ντα­ε­τία, α­πό τη γερ­μα­νι­κή Κα­το­χή μέ­χρι πε­ρί­που το 1975. Όπως ε­ξο­μο­λο­γεί­ται η συγ­γρα­φέ­ας σε συ­νέ­ντευ­ξή της, η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των ι­στο­ριών της εί­ναι ο α­ντι­κα­το­πτρι­σμός α­πό τις α­φη­γή­σεις ε­κεί­νων που έ­ζη­σαν Κα­το­χή-Εμφύ­λιο-πο­λι­τι­κή προ­σφυ­γιά ή κα­τέ­φυ­γαν προς ε­πι­βίω­ση στη με­τα­νά­στευ­ση των δε­κα­ε­τιών ’50-’60. Λό­γω η­λι­κίας λεί­πει το βιω­μα­τι­κό α­πό­θε­μα του βίαιου εκ­πα­τρι­σμού, που στοι­χειο­θε­τεί το «Μη­τριά Πα­τρί­δα» του Γκα­νά, όπως, βε­βαίως, και το ι­δε­ο­λο­γι­κό φορ­τίο των διη­γη­μά­των του Χατ­ζή. 
“Με τις κου­βέ­ντες των για­γιά­δων της”  έ­στη­σε η Βε­νέ­τη τον αλ­λο­τι­νό κό­σμο. Εί­ναι έ­νας κό­σμος γυ­ναι­κών, που έ­δει­ξαν την δύ­να­μή τους ό­χι ε­πα­να­στα­τώ­ντας, αλ­λά α­ντέ­χο­ντας. Εί­ναι Ρω­μιές, ό­πως οι Ηπει­ρώ­τισ­σες του Χατ­ζή και οι γραίες του Πα­πα­δια­μά­ντη, κυ­ρίως αυ­τές οι δεύ­τε­ρες μα­ζί με τις εγ­γό­νες τους. Όταν υ­πάρ­χουν στην οι­κο­γέ­νεια ά­ντρες, αυ­τοί α­πο­τε­λούν α­πει­λή, εί­τε για και­ρό πο­λέ­μου πρό­κει­ται εί­τε για τα­ραγ­μέ­νες ε­πο­χές αλ­λά χω­ρίς ε­χθρο­πρα­ξίες. Το ί­διο συμ­βαί­νει και ό­ταν ε­μπλέ­κο­νται στη διή­γη­ση ά­ντρες ο­μα­δι­κά. Γερ­μα­νοί ή α­ντάρ­τες φέρ­νουν την κα­τα­στρο­φή^ καί­νε σπί­τια, παίρ­νουν ο­μή­ρους, ε­πι­στρα­τεύουν. Το 1974, που η δε­κα­τε­τρά­χρο­νη τό­τε συγ­γρα­φέ­ας βρέ­θη­κε “μό­νι­μος κά­τοι­κος Αμε­ρι­κής” και “οι κου­βέ­ντες των για­γιά­δων της” δεν μπο­ρού­σαν πια να την φτά­σουν και να την συ­ντρο­φέ­ψουν, διά­βα­ζε τα γράμ­μα­τα α­πό την οι­κο­γέ­νεια και έ­γρα­φε. Πό­τε γρά­φτη­καν οι ι­στο­ρίες του βι­βλίου δεν το α­πο­κα­λύ­πτει. Το μό­νο που ε­ξο­μο­λο­γεί­ται, εί­ναι πως ξε­κί­νη­σε, ό­ταν οι πό­νοι της δι­κής της ζωής την πα­ρα­ζό­ρι­σαν. Τό­τε θυ­μή­θη­κε μια πα­λιά συμ­βου­λή, που πα­ρό­τρυ­νε, ό­ταν κά­τι σε βα­σα­νί­ζει, να το γρά­φεις, μέ­χρι να πά­ψει να πο­νά­ει.
Η κά­θαρ­ση έρ­χε­ται με ι­στο­ρίες, που εί­ναι ε­στια­σμέ­νες στις τρα­γι­κές κα­τα­στά­σεις των αν­θρώ­πων, αλ­λά κα­τα­λή­γουν με μία θυ­μό­σο­φη α­πο­στρο­φή, πα­ρη­γο­ρη­τι­κή, συ­χνά σαν βγαλ­μέ­νη α­πό πα­ρα­μύ­θι. Ήδη, στους τίτ­λους υ­πάρ­χει μία νό­τα κα­θη­συ­χα­στι­κή, α­κό­μη κι αν η ι­στο­ρία α­να­φέ­ρε­ται στις πιο ο­δυ­νη­ρές πλευ­ρές του Εμφυ­λίου, ό­πως το «Για έ­να κα­λύ­τε­ρο αύ­ριο» και το «Μη, ψυ­χού­λες, μη». Τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές τα ξε­κι­νή­μα­τα εί­ναι χα­μη­λό­φω­να πε­ρι­γρα­φι­κά, συ­χνά δια­λο­γι­κά. Με­τά, σι­γά-σι­γά, σω­ρεύο­νται τα “πά­θια”, α­το­μι­κά, πε­ρισ­σό­τε­ρα της οι­κο­γέ­νειας, α­κό­μη, λό­γω ε­πο­χής, της κοι­νό­τη­τας ή και του λα­ού ο­λό­κλη­ρου.
Σε μια ε­πο­χή, που θάλ­λει η δια­κει­με­νι­κό­τη­τα, η Βε­νέ­τη συ­μπλη­ρώ­νει την προ­φο­ρι­κή ι­στο­ρία, που έ­μα­θε παι­δί δί­πλα στο τζά­κι α­κού­γο­ντας ι­στο­ρίες “του χιο­νιού”, με α­να­γνω­στι­κές ε­μπει­ρίες α­πό Αί­σω­πο και Άντερ­σεν, αλ­λά και α­πό τα ε­πί­λε­κτα της γε­νιάς του 1880, του συ­ντο­πί­τη της τρα­γου­δι­στή Κρυ­στάλ­λη συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου, στην προ πε­ντη­κο­ντα­ε­τίας αν­θο­λό­γη­ση των εκ­δό­σεων Πε­χλι­βα­νί­δη. Μιας μορ­φής παρ­θε­νο­γέ­νε­ση κα­τορ­θώ­νει η Βε­νέ­τη, ό­ντας, ό­πως φαί­νε­ται, α­κό­μη και με­τά την έκ­δο­ση του βι­βλίου α­μό­λυ­ντη α­πό τον συγ­γρα­φι­κό ιό, που σκο­τώ­νει α­κό­μη και τις κα­λύ­τε­ρες γρα­φί­δες, κυ­ριο­λε­κτι­κά α­φα­νί­ζο­ντας φε­ρέλ­πι­δες και πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους. Αν και η α­θωό­τη­τα στο αρ­χι­πέ­λα­γος της ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας, ό­που κο­λυ­μπούν καρ­χα­ρίες, μπο­ρεί να α­πο­δει­χθεί ε­ξαι­ρε­τι­κά ε­πι­κίν­δυ­νη. Στραγ­γί­ζο­ντας τις υ­πο­θέ­σεις α­πό τα πε­ζά της, για την κα­θε­μία θυ­μά­σαι να έ­χεις δια­βά­σει πε­ρισ­σό­τε­ρες της μίας ι­στο­ρίες. Κι ό­μως, οι δι­κές της έ­χουν δια­φο­ρε­τι­κή υ­φή, έ­τσι ό­πως ξε­τυ­λί­γο­νται μέ­σα α­πό το λό­γο των γυ­ναι­κών για άλ­λες γυ­ναί­κες, συ­μπά­σχο­ντας σαν να εί­ναι κοι­νός ο φόρ­τος των δει­νών. Υστε­ρούν ε­κεί­νες, που δη­μιουρ­γούν την ε­ντύ­πω­ση πως έ­χουν αυ­το­βιο­γρα­φι­κό υ­πό­βα­θρο («Μιά Κα­το­χή», «Η κού­κλα»). Δια­σκε­δα­στι­κές νό­τες υ­πάρ­χουν στις τρεις τέσ­σε­ρις με ή­ρωα έ­να α­γό­ρι, που πρέ­πει να τα βγά­λει πέ­ρα με τα γί­δια, την πεί­να, την εξ ου­ρα­νού βοή­θεια σε τρο­φή και έν­δυ­ση, μέ­χρι και με το τέ­ρας της κα­θα­ρεύου­σας που έκανε την εμφάνισή του με το πρώ­το Πά­τερ η­μών.
Αυ­τές, ό­μως, που ε­ντυ­πώ­νο­νται εί­ναι οι ι­στο­ρίες των γυ­ναι­κών, πα­ρό­λο που στις πε­ρι­γρα­φές δεν δια­κρί­νε­ται κα­μία τά­ση η­ρωο­ποίη­σης. Προ­βάλ­λει μό­νο η βα­θιά σχέ­ση τους με τη γη, σαν α­πό ε­κεί να αν­τλούν τη δύ­να­μή τους. Στο «Ένα σω­ρό πα­λι­κά­ρια», υ­πάρ­χει μια πνοή α­γιό­τη­τας, που ευ­φραί­νει κι ας κα­τα­λή­γει με τον θρή­νο και τον κο­πε­τό κη­δείας. Η γυ­ναί­κα εί­χε χά­σει στη σει­ρά ά­ντρα, μά­να, πα­τέ­ρα, γα­μπρό, α­δερ­φή, α­δερ­φό, νύ­φη και έ­μει­νε με ε­φτά παι­διά, έ­να το δι­κό της. Εκεί­νο βρή­καν να πά­ρουν ό­μη­ρο οι Γερ­μα­νοί, ε­κεί­νη η ο­μά­δα έ­τυ­χε να πέ­σει σε ε­νέ­δρα και πή­γαν ό­λοι πλην ε­νός α­πό σφαί­ρες ελ­λη­νι­κές. Κι ό­μως, ή­ταν γλυ­κιά, “το α­γα­θό της πλεό­να­ζε, α­γιού­λα ή­τα­ν”. Από την ί­δια αν­θε­κτι­κή στό­φα εί­ναι η γυ­ναί­κα του Αλέ­ξη, που δού­λευε το φουρ­νέ­λο στο ά­νοιγ­μα του δρό­μου προς το χω­ριό. “Γκα­στρω­μέ­νη” η Αλέ­ξαι­να, έ­ρι­ξε στη φω­τιά ει­σι­τή­ρια και δια­βα­τή­ρια, α­πο­τρέ­πο­ντας ο­ρι­στι­κά τη με­τα­νά­στευ­ση στη μα­κρι­νή Αυ­στρα­λία. Για την α­πο­κο­τιά της έ­φται­γαν οι «Κου­βέ­ντες α­πό δω ως τον ή­λιο», προ­ει­δο­ποιεί ο τίτ­λος. Σω­στή η­ρωί­δα η κο­πέ­λα που πή­ρε ο Κί­τσιος, “δεν εί­χε φο­βη­θεί ζω­ντα­νό και πε­θα­μέ­νο”, αλ­λά η πε­θε­ρά την έ­ρι­ξε «Στο βα­θύ» του πο­τα­μιού. Ακό­μη πιο ά­γριος ο πα­τέ­ρας του γα­μπρού που προ­ξέ­νε­ψαν στην ορ­φα­νή με τα μά­τια τα «Τό­σο μαύ­ρα». Πά­ντως, και στις τρεις έ­τυ­χε κα­λός ά­ντρας. Για­τί υ­πάρ­χουν άλ­λες ά­τυ­χες, ό­πως ε­κεί­νη στο «Πό­σο ά­τυ­χη!!» ή η άλ­λη που την ά­φη­σε με α­νή­λι­κα στη Νυ­ρεμ­βέρ­γη. Αυ­τή εί­ναι η “γι­γα­ντό­ψυ­χη” Θα­να­σού­λα, στο «Έτσι χο­ρεύουν τα βου­νά», η κο­ρυ­φαία των η­ρωί­δων της Βε­νέ­τη. Ένας θη­λυ­κός Ζορ­μπάς.
Το φά­σμα των Ρω­μιών γυ­ναι­κών της Μουρ­γκά­νας το συ­μπλη­ρώ­νουν οι για­γιά­δες. Όλες τους προ­στα­τευ­τι­κές, που στην α­νά­γκη υ­ψώ­νουν α­νά­στη­μα για να προ­στα­τέ­ψουν τα κο­ρί­τσιά τους. Με «Το μα­χαί­ρι» πά­ντο­τε ορ­θό, πή­γε η για­γιά και γύ­ρι­σε στο πα­ρα­πέ­τα­σμα, για να δει έ­να κομ­μά­τι α­πό τη δια­με­λι­σμέ­νη οι­κο­γέ­νειά της. Υπάρ­χουν, ό­μως, και οι πα­ρα­λο­γι­σμέ­νες α­πό έ­ρω­τα. Στο «Πα­λιά ι­στο­ρία» με ά­ρω­μα Βι­ζυη­νού, που η συγ­γρα­φέ­ας τον έ­χει δια­βά­σει, και στο «Τι ’ναι, μά­να», συ­μπλή­ρω­μα στου Θε­ο­τό­κη το «Πί­στο­μα», που μπο­ρεί και να μην το έ­χει δια­βά­σει. Συ­να­ντά­με, πά­ντως, στη συλ­λο­γή έ­να άλ­λο διή­γη­μα που α­να­με­τριέ­ται με ε­κεί­νο του Κερ­κυ­ραίου, το «Εδώ κοι­τάξ­τε». Για βι­βλία σαν της Βε­νέ­τη, λυ­πά­ται κα­νείς, που ο βίος τους εί­ναι τό­σο βρα­χύς. Με τα ό­ριο η­λι­κίας που θέ­σπι­σαν οι ει­δή­μο­νες των κρα­τι­κών βρα­βεύ­σεων, χά­νε­ται μια α­κό­μη ευ­και­ρία μνη­μό­νευ­σής του.


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 21/9/2014.

Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας, 1965.

Ψυχής παραμυθία

$
0
0
Γιώρ­γος Σκα­μπαρ­δώ­νης
«Νοέμ­βριος»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Απρί­λιος 2014

«Μπαί­νω την νύ­χτα μέ­σα εις την εκ­κλη­σιά του Αι­γιάν­νη και κλειώ την πόρ­τα κι αρ­χι­νώ τα κλά­μα­τα με με­γά­λες φω­νές και με­τά­νοιες: “τ’ εί­ναι αυ­τό ο­πού ’γι­νε σ’ ε­μέ­ναν, γο­μά­ρι εί­μαι να με δέρ­νουν;” Και τον πε­ρι­κα­λώ να μου δώ­ση άρ­μα­τα κα­λά κι α­ση­μέ­νια και δε­κα­πέ­ντε πουγ­γιά χρή­μα­τα και ε­γώ θα του φκιά­σω έ­να με­γά­λο κα­ντή­λι α­ση­μέ­νιον. Με τις πολ­λές φω­νές κά­μα­μεν τις συμ­φω­νίες με τον ά­γιον...» Αυ­τά γρά­φει ο Μα­κρυ­γιάν­νης εν­θυ­μού­με­νος τη ντρο­πή και το πα­ρά­πο­νό του στα δε­κα­τέσ­σε­ρα για το ξυ­λο­φόρ­τω­μα α­πό το πρώ­το α­φε­ντι­κό του “ο­μπρός σε ό­λον τον κό­σμο­ν”. Κο­ντεύει να τε­λειώ­σει το 2014, που κά­ποιοι πα­λαιό­τε­ροι – κα­λή ώ­ρα ο Σε­φέ­ρης – θα πρό­τει­ναν να α­να­κη­ρυ­χτεί Έτος Μα­κρυ­γιάν­νη, χω­ρίς να τον μνη­μο­νεύ­σου­με. Η φε­τι­νή ε­πέ­τειος των 150 χρό­νων α­πό τον θά­να­τό του ε­ορ­τά­στη­κε μό­νο το­πι­κά, σε Κρο­κύ­λειο και Λι­δω­ρί­κι, χω­ρίς να υ­περ­βεί τα ό­ρια της ο­ρει­νής Δω­ρί­δος, ά­ντε και της Φω­κί­δας. Υπήρ­ξαν, βε­βαίως, οι θε­α­τρο­ποιή­σεις των «Απο­μνη­μο­νευ­μά­των» του. Αυ­τή η μό­δα, που σα­ρώ­νει κυ­ριο­λε­κτι­κά τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία, α­πέ­δει­ξε, για α­κό­μη μία φο­ρά, ό­τι προ ου­δε­νός ορ­ρω­δεί.  
Η μνη­μό­νευ­ση του Μα­κρυ­γιάν­νη δεν έ­χει ε­δώ ε­πε­τεια­κό χα­ρα­κτή­ρα. Μας τον θύ­μι­σε ο Γιώρ­γος Συ­μεω­νί­δης, που, α­νή­με­ρα στη γιορ­τή του α­να­τρέ­χει στους Αι­γιώρ­γη­δες, τον Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρα και τον Νε­ο­μάρ­τυ­ρα των Ιωαν­νί­νων. Με τον δεύ­τε­ρο, τον φου­στα­νε­λο­φό­ρο, ο­κτώ χρό­νια μι­κρό­τε­ρο του Μα­κρυ­γιάν­νη, “εί­χε προ­σω­πι­κή σχέ­ση ο παπ­πούς του”. Όταν το κτή­μα του έ­πια­σε φω­τιά, μια μέ­ρα που ε­κεί­νος έ­λει­πε, μό­λις γύ­ρι­σε, έ­τρε­ξε κα­τευ­θείαν “στην ει­κό­να του, κρε­μα­σμέ­νη στο χα­γιά­τι”. Όρθιος μπρο­στά του, “με υ­ψω­μέ­νο το δά­χτυ­λο, έ­ξαλ­λος του λέει”: «...Εσύ, κοτ­ζάμ ά­γιος, για­τί δεν έ­τρε­ξες να βο­η­θή­σεις να σβή­σου­νε τη φω­τιά πριν προ­χω­ρή­σει και κά­ψει το κτή­μα; Για­τί, ρε, δεν έ­τρε­ξες να ρί­ξεις ού­τε έ­να κου­βά νε­ρό, ε; Αφο­ρε­σμέ­νε! Τρεις μή­νες θα κά­νω να σ’ α­νά­ψω το κα­ντή­λι. Που να χέ­σω τη φου­στα­νέ­λα σου...» Πώς του ’ρθε του εγ­γο­νού και αρ­χί­ζει να ψά­χνει τη δι­κή του φου­στα­νέ­λα α­πό τον Φοι­τη­τι­κό Χο­ρευ­τι­κό Σύλ­λο­γο Ηπει­ρω­τών «Η Σα­μα­ρί­να». Την α­να­σύ­ρει, την φο­ρά­ει και θυ­μά­ται φευ­γα­λέα μια πα­νέ­μορ­φη Ιωάν­να α­πό το χο­ρευ­τι­κό. 
Οσοι ά­κου­σαν τον Γιώρ­γο Σκα­μπαρ­δώ­νη να δια­βά­ζει το διή­γη­μα, «Ού­τε έ­ναν κου­βά νε­ρό», τον Μάιο, στο Βυ­ζα­ντι­νό Μου­σείο Πο­λι­τι­σμού, θα πρέ­πει να ε­ξε­πλά­γη­σαν ευ­χά­ρι­στα με την ε­νη­μέ­ρω­σή του γύ­ρω α­πό τους με­τα­βυ­ζα­ντι­νούς α­γιο­γρά­φους. Ταυ­τό­χρο­να, θα με­λαγ­χό­λη­σαν, κα­θώς το διή­γη­μα δέ­νει “το λυ­κό­φως του Βυ­ζα­ντίου” με ε­κεί­νο της ζωής. Ο συγ­γρα­φέ­ας, ό­μως, δια­σκε­δά­ζει τις ε­ντυ­πώ­σεις, κλεί­νο­ντας το διή­γη­μα με έ­να τρα­γού­δι, ό­χι το «Παι­διά της Σα­μα­ρί­νας» που θα α­να­με­νό­ταν, αλ­λά έ­να δι­κό του, πα­ρα­φρά­ζο­ντας το «Κού­ρο Σί­βο» του Καβ­βα­δία: «Η Σα­μα­ρί­να, η Σα­μα­ρί­να ό­λα τα σβή­νει...». Σε ε­κεί­νη την εκ­δή­λω­ση, εί­χε ξε­κι­νή­σει δια­βά­ζο­ντας έ­να άλ­λο διή­γη­μα για ει­κό­νες και α­γιο­γρά­φους, α­κρι­βέ­στε­ρα, για έ­ναν α­γιο­γρά­φο, πα­λαιό­τε­ρο και πε­ριώ­νυ­μο, τον υ­στε­ρο­βυ­ζα­ντι­νό Μα­νουήλ Παν­σέ­λη­νο. Το «Ο κυρ Μα­νουήλ Παν­σέ­λη­νος δε­σπό­ζει» εί­ναι το τέ­ταρ­το διή­γη­μα του Σκα­μπαρ­δώ­νη, που ε­μπνέε­ται α­πό τον μυ­στη­ρια­κό χώ­ρο του Αγίου Όρους. 
Εί­χε πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό δέ­κα χρό­νια να θυ­μη­θεί το Όρος. Όπως ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ο α­φη­γη­τής στο τε­λευ­ταίο διή­γη­μα της συλ­λο­γής, το «Πά­ρε το τραν­ζί­στορ στη βάρ­κα», ό­που ψα­ρεύει με τον πα­πα-Θεό­φι­λο στη σκιά του Άθω­να, έ­χει δέ­κα πέ­ντε χρό­νια να μπει στο Όρος. Πά­ντως, η πρώ­τη συλ­λο­γή του α­νοί­γει με το α­γιο­ρεί­τι­κο διή­γη­μα, «Το α­σπι­δό­νε­ρο». Εκεί­νο το πρώ­το και το τε­λευ­ταίο της πρό­σφα­της έ­χουν το ί­διο θέ­μα, την α­ντα­πό­κρι­ση των ζώων στο μου­σι­κό ε­ρέ­θι­σμα. Εκεί εί­ναι το πιο φαρ­μα­κε­ρό φί­δι, η α­σπί­δα, ε­δώ τα δελ­φί­νια, που, για α­κό­μη μία φο­ρά, συ­ντε­λού­ν  στην ευ­φρα­ντι­κή α­τμό­σφαι­ρα των θα­λασ­σι­νών του διη­γη­μά­των. Αντι­θέ­τως, υ­πο­βλη­τι­κή εί­ναι η α­τμό­σφαι­ρα στα δυο α­γιο­ρεί­τι­κα, ε­νώ στα εν­διά­με­σα δυο που δια­δρα­μα­τί­ζο­νται στο Όρος («Ιχθύος κα­τά­λυ­σις», «Πρωι­νό ρό­φη­μα»), πε­ρι­γρά­φο­νται πε­ρι­στα­τι­κά με εύ­θυ­μη διά­θε­ση. Πά­ντως, στο πρώ­το και το τε­λευ­ταίο, δεν ο­νο­μα­τί­ζει τους Γέ­ρο­ντες ού­τε τις Μο­νές που α­σκη­τεύουν, πι­θα­νώς θέ­λο­ντας να προϊδεά­σει για την δια­φυ­γή προς το φα­ντα­στι­κό. Πράγ­μα­τι, σύμ­φω­να και με τον τίτ­λο, δε­σπό­ζει ο Παν­σέ­λη­νος. Όχι, ό­μως, μό­νο στο Πρω­τά­το, ό­που οι γνω­στές τοι­χο­γρα­φίες του, αλ­λά και σε μια υ­πό­γεια εκ­κλη­σία, κρυμ­μέ­νη κά­τω α­πό το κε­λά­κι ε­νός πα­ρά­ξε­νου Γέ­ρο­ντα, α­πο­κύη­μα συγ­γρα­φι­κής φα­ντα­σίας ε­ρε­θι­σμέ­νης α­πό τη μα­κρό­χρο­νη κα­τά Διο­νυ­σίου του εκ Φουρ­νά α­νά­γνω­ση. 
Γε­νι­κό­τε­ρα, σε αυ­τήν τη συλ­λο­γή, η φα­ντα­σία του Σκα­μπαρ­δώ­νη α­να­δει­κνύε­ται πλέ­ον ο­ξυμ­μέ­νη στο να συν­θέ­τει ι­στο­ρίες, κα­θώς ε­πι­νο­εί δαι­μο­νι­κές συ­μπτώ­σεις και α­κραίες συ­γκυ­ρίες. Ανα­φέ­ρα­με τρία α­πό τα 33 διη­γή­μα­τα της πρό­σφα­της συλ­λο­γής. Για ό­σους κα­τα­γρά­φουν και α­ριθ­μη­τι­κά την πα­ρου­σία ε­νός συγ­γρα­φέα, εί­ναι η ε­νά­τη συλ­λο­γή, φτά­νο­ντας το σύ­νο­λο των στε­γα­σμέ­νων σε αυ­τές διη­γη­μά­των στα 187 μέ­σα σε μία ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία. Αυ­τά, ό­μως, μπο­ρεί να μην ταυ­τί­ζο­νται με την συ­νο­λι­κή πα­ρα­γω­γή του. Ο Σκα­μπαρ­δώ­νης κά­νει δύ­σκο­λη τη ζωή μελ­λο­ντι­κών γραμ­μα­το­λό­γων, μη α­να­φέ­ρο­ντας α­πό το 2003 και ύ­στε­ρα, ό­πως εί­ναι φι­λο­λο­γι­κά ε­πι­βε­βλη­μέ­νο, πρώ­τες δη­μο­σιεύ­σεις διη­γη­μά­των. Οπό­τε δεν εί­ναι γνω­στά τα ή­δη δη­μο­σιευ­μέ­να, ού­τε αν υ­πάρ­χουν δη­μο­σιευ­μέ­να που δεν έ­χουν συ­μπε­ρι­λη­φθεί. Όσο για τη συγ­γρα­φι­κή πα­ρου­σία, αυ­τή δεν με­τριέ­ται α­πό την έκ­δο­ση βι­βλίου, αλ­λά δη­μο­σίευ­σης διη­γή­μα­τος. Και ο Σκα­μπαρ­δώ­νης, αν δεν σφάλ­λου­με, συ­μπλη­ρώ­νει του χρό­νου τρια­κο­ντα­ε­τία. Κα­τά τα άλ­λα, η πρό­σφα­τη συλ­λο­γή έ­χει τα πε­ρισ­σό­τε­ρα διη­γή­μα­τα ό­λων, αλ­λά λι­γό­τε­ρες σε­λί­δες σε σχέ­ση με τις τρεις προ­η­γού­με­νες. Αρχι­κά, οι πέ­ντε πρώ­τες συλ­λο­γές ή­ταν ο­λι­γο­σέ­λι­δες, 130 σε­λί­δες η ε­κτε­νέ­στε­ρη. Με το ξε­κί­νη­μα, με­τά το 2000, της μυ­θι­στο­ριο­γρα­φίας, αυ­ξή­θη­καν σε σε­λί­δες και οι συλ­λο­γές. 
Κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, σε αυ­τήν τη συλ­λο­γή, ο α­ριθ­μός του πλή­θους των διη­γη­μά­των α­να­γρά­φε­ται και στο ε­ξώ­φυλ­λο, δί­κην υ­πό­τιτ­λου. Το 33 θεω­ρεί­ται μα­γι­κός α­ριθ­μός, ο με­γα­λύ­τε­ρος σε δύ­να­μη σα­γή­νης, ό­πως και ο Νοέμ­βριος, που ε­κλαμ­βά­νε­ται ως ο πλέ­ον μυ­στη­ριώ­δης μή­νας, αλ­λά και ο μή­νας ει­σό­δου στον χει­μώ­να. Χά­ρις σε αυ­τό το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό και το συμ­βο­λι­κό του φορ­τίο ε­πι­λέ­γε­ται ως τίτ­λος. Δη­λώ­νε­ται, άλ­λω­στε, στο κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου, που εκ­πέ­μπει με­λαγ­χο­λία, αλ­λά και προϊδεά­ζει για το θε­μα­τι­κό φά­σμα των νέων διη­γη­μά­των. Πλα­γίως ο Σκα­μπαρ­δώ­νης μνη­μο­νεύει την α­πο­χώ­ρη­σή του α­πό τη μά­χι­μη δη­μο­σιο­γρα­φία: “Τώ­ρα που πέ­ρα­σαν οι πα­λιές Πα­ρα­σκευές”. Προ­σθέ­το­ντας: “ντα­για­ντώ μ’ αυ­τά”, που ση­μαί­νει υ­πο­φέ­ρω αλ­λά βα­στώ με την α­νά­κλη­ση πα­λαιών ι­στο­ριών. Ακρι­βέ­στε­ρα, δί­νει μια ποιη­τι­κή ει­κό­να για τη σχέ­ση α­φη­γη­τή και μνή­μης, που προ­βάλ­λει την ευαί­σθη­τη ι­σορ­ρο­πία μίας μυ­θο­πλα­σίας με αυ­το­βιο­γρα­φι­κή διά­στα­ση. Ο συγ­γρα­φέ­ας φαί­νε­ται να δια­θέ­τει πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο στο λε­κτι­κό ρα­φι­νά­ρι­σμα, κα­θώς αυ­ξά­νει ο πλού­τος των ε­πί μέ­ρους στο­λι­διών, ε­νώ πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται οι πλά­γιες νύ­ξεις και οι πο­λύ­ση­μες α­να­φο­ρές. Συ­χνά γί­νε­ται κρυ­πτι­κός, κλεί­νο­ντας έ­να διή­γη­μα με στί­χο του Θέ­μη Τζού­λη, ή γρά­φο­ντας έ­να άλ­λο τύ­που μπον­ζάϊ, ό­πως το «Σχε­δόν που­θε­νά», με ποιη­τι­κή σκο­τει­νό­τη­τα και ι­σό­πο­ση ει­ρω­νεία. Μας δί­νει, ε­πί­σης, την ε­ντύ­πω­ση, ό­τι στο βά­θος των πε­ρισ­σό­τε­ρων διη­γη­μά­των α­να­σαί­νει έ­νας ι­διό­τυ­πος ρο­μα­ντι­σμός. 
Τε­λι­κά, ο Σκα­μπαρ­δώ­νης έ­χει κα­τορ­θώ­σει να χει­ρί­ζε­ται τρεις δια­φο­ρε­τι­κού τύ­που λό­γους, χω­ρίς να νο­θεύει τον έ­να με τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του έ­τε­ρου, ό­που με­ρι­κά α­πό αυ­τά εν­δέ­χε­ται να λει­τουρ­γούν ως α­δυ­να­μίες. Πα­ρά­δειγ­μα, ως κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στο διή­γη­μά του επισημαίνεται η πύ­κνω­ση, ε­νώ το πε­ζο­γρα­φι­κό του έρ­γο δεν έ­χει πο­τέ χα­ρα­κτη­ρι­στεί χρο­νο­γρα­φι­κό. Σε αυ­τήν τη συλ­λο­γή, ρι­ψο­κιν­δυ­νεύει α­πό­πει­ρα και στον ποιη­τι­κό λό­γο. Στο διή­γη­μα «Στο 
Α­ΤΜ που δί­νει ποιή­μα­τα» ε­γκι­βω­τί­ζει πο­λύ­στι­χο ποίη­μα ως ύ­μνο οι­στρή­λα­της έ­μπνευ­σης προς την Ία, τη γυ­ναί­κα των α­φιε­ρω­μα­τι­κών μό­το των βι­βλίων του. Στις συλ­λο­γές διη­γη­μά­των, εμ­φα­νί­ζε­ται ά­παξ μό­νη της, τριά­κις με­τά άλ­λων προ­σώ­πων και σκύ­λων, ε­νώ στην πρό­σφα­τη α­πο­μέ­νει μό­νη με­τά ε­πτά­δας σκύ­λων συν τα μο­νί­μως ε­πα­νερ­χό­με­να α­δέ­σπο­τα. Ακό­μη και ο Πε­ρι­κλής Σφυ­ρί­δης, που στα 12 ζωο­φι­λι­κά του τα ο­κτώ εί­ναι για σκύ­λους, διή­γη­μα δεν τους έ­χει α­φιε­ρώ­σει. Και σε αυ­τήν τη συλ­λο­γή του Σκα­μπαρ­δώ­νη υ­πάρ­χει διή­γη­μα για σκύ­λο, «Το λου­ρί που πά­ει βόλ­τα», σε υ­ψη­λούς τό­νους συ­γκι­νη­σια­κής φόρ­τι­σης. Κα­τά τα άλ­λα, προ­τι­μά το ε­ξαι­ρε­τι­κό στην ε­πι­λο­γή των ζω­ντα­νών. Αυ­τό διακρίνεται ε­ξαρ­χής με το «Μία χε­λώ­να α­νά­σκε­λα», το πρώ­το δη­μο­σιευ­μέ­νο διή­γη­μά του στο πρώ­το τεύ­χος του θεσ­σα­λο­νι­κιώ­τι­κου πε­ριο­δι­κού, «Πα­ρα­φυά­δα».
Στην πρό­σφα­τη συλ­λο­γή, σε δέ­κα διη­γή­μα­τα πρω­τα­γω­νι­στούν ή έ­στω δευ­τε­ρα­γω­νι­στούν ζω­ντα­νά. Σε έ­να α­πό αυ­τά, «Ώσπερ πε­λε­κάν», ξε­προ­βάλ­λει στον αν­δρο­κρα­τού­με­νο κό­σμο του συγ­γρα­φέα μια μο­να­δι­κή γυ­ναί­κα α­φη­γη­τής. Ίσως, την υ­πο­βάλ­λει το θέ­μα, η στορ­γή του πε­λε­κά­νου για τα νιο­γέν­νη­τα. Αυ­τή τη φο­ρά, πά­ντως, υ­πε­ρι­σχύουν τα ζώα της ξη­ράς, έ­να­ντι ε­κεί­νων του αέ­ρος, κυ­ρίως της θα­λάσ­σης, που έρ­χο­νταν για έ­να διά­στη­μα πρώ­τα στις προ­τι­μή­σεις του. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή δια­φο­ρά στα πρό­σφα­τα εί­ναι ο έ­ντο­νος αν­θρω­πο­μορ­φι­σμός. Πα­ρά­δειγ­μα τα τρία που τα ζω­ντα­νά έ­χουν τον πρώ­το ρό­λο: Το «Θα­μπό φα­νά­ρι», γύ­ρω α­πό τη σφα­γή των χοί­ρων και τον πα­ζο­λι­νι­κής πνοής ορ­γα­σμό που προ­η­γεί­ται. Θε­μα­τι­κά συγ­γε­νεύει με το «Μα­ρία» του Γιάν­νη Πα­λα­βού, το υ­περ­βαί­νει, ό­μως, στις προ­θέ­σεις κοι­νω­νι­κής κρι­τι­κής, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας για το ζευ­γά­ρω­μα των ζώων το ρή­μα γα­μώ, α­να­φε­ρό­με­νο κα­τά τα λε­ξι­κά μό­νο στη συ­νεύ­ρε­ση αν­δρός, αλ­λά και υ­παι­νισ­σό­με­νος ό­τι ο κό­σμος των χοί­ρων έ­να­ντι ε­κεί­νου των αν­θρώ­πων εί­ναι ευ­γε­νι­κός. Ηπιό­τε­ρος ο αν­θρω­πο­μορ­φι­σμός στο «Ο κύ­ριος Cri­­-cket ί­πτα­ται», ό­που την πα­ρά­στα­ση την κλέ­βει το γνω­στι­κό εύ­ρος του συγ­γρα­φέα σχε­τι­κά με τις μου­σι­κές προ­τι­μή­σεις και ε­πι­δό­σεις του κρί­κε­τ, ελ­λη­νι­στί γρύ­λος, στην κοι­νή τρι­ζό­νι.
Πά­ντως, στα ζωο­φι­λι­κά του Σκα­μπαρ­δώ­νη δεν υ­πάρ­χει ο έρ­πων με­τα­μο­ντέρ­νος δι­δα­κτι­σμός. Υπε­ρέ­χει ό­λων το συ­ναι­σθη­μα­τι­κό δέ­σι­μο. Ενδει­κτι­κό το πιο ευ­φά­ντα­στο «Ταΐζο­ντας τα μυρ­μή­γκια». Θε­α­τρι­κό ή­θε­λε να γρά­ψει ο α­φη­γη­τής για τον Άρη Βε­λου­χιώ­τη, ό­πως ε­ξο­μο­λο­γεί­ται στο πα­λαιό­τε­ρο διή­γη­μα «Φω­το­γρα­φία με τον Άρη». Προ­σώ­ρας, έ­γρα­ψε έ­να δεύ­τε­ρο διή­γη­μα, προ­βι­βά­ζο­ντας την ο­μά­δα των 50-60 αν­δρών του Άρη σε τάγ­μα και ε­ξι­σώ­νο­ντάς το  α­ριθ­μη­τι­κά με ε­κεί­νο που τους κα­τα­δίω­κε. Πα­ρεν­θε­τι­κά να ση­μειώ­σου­με, ό­τι η ό­λη δύ­να­μη που ρί­χτη­κε ε­να­ντίον τους, έ­φτα­νε τους 1500. Όταν κι­νεί­ται κα­νείς με­τα­ξύ ντο­κου­μέ­ντου και μυ­θο­πλα­σίας, κα­τά κα­νό­να η ι­στο­ρι­κή α­λή­θεια θυ­σιά­ζε­ται στο βω­μό της λο­γο­τε­χνι­κής. Μέ­νου­με, ω­στό­σο, με την ε­ντύ­πω­ση, ό­τι αυ­τή η ε­ξο­μοίω­ση εί­ναι μία πρώ­τη α­δι­κία του α­φη­γη­τή σε βά­ρος του μυ­θο­πλα­στι­κού Βε­λου­χιώ­τη. Η δεύ­τε­ρη  εί­ναι η κε­ντρι­κή ι­δέα του διη­γή­μα­τος, που θέ­λει έ­ναν Μαυ­ρο­σκού­φη ε­κεί­νης της ο­μά­δας να ζει 68 χρό­νια ταΐζο­ντας μυρ­μή­γκια, για­τί τον έ­σω­σαν τό­τε, ξυ­πνώ­ντας τον ε­γκαί­ρως, α­πό την ε­νέ­δρα των Εθνο­φυ­λά­κων. Μάλ­λον  δεν δεί­χνει και με­γά­λη ε­κτί­μη­ση α­πέ­να­ντι στο α­νά­στη­μα ε­κεί­νων των α­γρίως κα­τα­διω­κό­με­νων αν­δρών.
Από άλ­λους χρό­νους και τον βο­ρειο­ελ­λα­δί­τι­κο τό­πο έρ­χο­νται τα ι­στο­ρι­κά πρό­σω­πα που τον πα­θιά­ζουν. Για­τί, ε­κτός α­πό διη­γή­μα­τα για γυ­ναί­κες, σκύ­λους και λοι­πά ζω­ντα­νά, ο κορ­μός της συλ­λο­γής α­φο­ρά πρό­σω­πα. Ήρωες, σαν αλ­λο­παρ­μέ­νοι, που ζού­νε στον κό­σμο τους. Σε αυ­τήν τη συλ­λο­γή, “τρε­λά­ρες”, έμ­μο­νοι και θερ­μό­αι­μοι του πα­ρό­ντος χρό­νου υ­πο­λεί­πο­νται α­ριθ­μη­τι­κά σε σχέ­ση με τα πρό­σω­πα του πα­ρελ­θό­ντος. Ο Σκα­μπαρ­δώ­νης, αλ­λά­ζο­ντας α­νά­λο­γα με το πρό­σω­πο α­φη­γη­μα­τι­κό τρό­πο, ποι­κίλ­λο­ντας τους τό­νους και την ο­πτι­κή γω­νία, δί­νει μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή χροιά στο α­πεί­κα­σμα μυ­θι­κών μορ­φών της πό­λης του και  των χώ­ρων με τους ο­ποίους ταυ­τί­στη­καν (Ν. Γ. Πε­ντζί­κης, Τ. Κα­νελ­λό­που­λος, Σο­λο­μών Μόλ­χο). Δί­πλα σε αυ­τούς, πλά­θει δυο εκ­κε­ντρι­κούς ή­ρωες, που πα­ρου­σιά­ζο­νται ως υ­ψη­λό­βαθ­μοι στρα­τιω­τι­κοί, θείος ο έ­νας και νου­νός ο άλ­λος του α­φη­γη­τή. Τό­σο ε­ξω­ραϊστι­κή η μνή­μη του βα­φτι­σι­μιού, που θέ­λει τον νου­νό του, ως λο­χα­γό στον Εμφύ­λιο, να κυ­νη­γά­ει α­ντάρ­τες σε Νά­ου­σα, Κερ­δύλ­λια, Ρε­ντί­να, με ά­δειο πι­στό­λι.
Η μνή­μη ω­ραιο­ποιεί αλ­λά και υ­πο­νο­μεύει. Την πε­ρι­γρα­φή του Μα­κε­δο­νο­μά­χου Στέρ­γιου-Τσιού­μα, πρω­το­πα­λί­κα­ρου του Κα­πε­τάν Κώτ­τα, μπο­ρεί να την ζή­λευε α­κό­μη και ο Γεώρ­γιος Μό­δης, ω­στό­σο οι υ­ψη­λοί τό­νοι, κά­ποια  ε­πί­θε­τα, μια φρα­σού­λα προ­σθέ­τουν ει­ρω­νι­κές α­νταύ­γειες. Κι αν υ­περ­βάλ­λου­με ως προς την ει­ρω­νεία, μέ­νει σί­γου­ρα αί­σθη­ση μα­ταιό­τη­τας, ευ­κρι­νέ­στε­ρη στην σχε­δόν ε­πι­κή μνεία της «Απολ­λω­νίας Ίλης», ό­που ο Μέ­γας Αλέ­ξαν­δρος βυ­θί­ζε­ται στο η­μί­φως μέ­σα σε σκη­νι­κό τύ­που Ταρ­κόφ­σκι. Έτσι κι αλ­λιώς, αυ­τή η αί­σθη­ση υ­φέρ­πει σε ο­λό­κλη­ρη τη συλ­λο­γή. Από το πρώ­το διή­γη­μα, με τον α­πο­κα­λυ­πτι­κό τίτ­λο, «Ο αυ­τό­λυ­κος». Σαν μο­να­χι­κός λύ­κος νιώ­θει ε­δώ ο α­φη­γη­τής – μά­ταιος αυ­τό­λυ­κος. Ψυ­χής παραμυθία, λοι­πόν, οι διη­γή­σεις του Σκα­μπαρ­δώ­νη.  

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 28/9/2014.

Τιμής ένεκεν

$
0
0
«Γα­λη­νο­τά­τη
Τι­μή στη Χρύ­σα Μαλ­τέ­ζου»
Επι­μέ­λεια:
Γ.Κ.Βαρ­ζε­λιώ­τη-Κ.Γ.Τσι­κνά­κης
Ε.Κ.Π.Α. Τμή­μα
Θε­α­τρι­κών Σπου­δών
Μου­σείο Μπε­νά­κη
Δε­κέμ­βριος 2013



Τα ση­μα­ντι­κά πρό­σω­πα των Γραμ­μά­των και των Τε­χνών α­πα­σχο­λούν τον Τύ­πο μό­νο ό­ταν κα­τα­λαμ­βά­νουν μία υ­ψη­λή θέ­ση ή τι­μώ­νται με κά­ποια διά­κρι­ση, ό­πως έ­να βρα­βείο, και βε­βαίως, με την τε­λευ­τή τους. Αλλά και σε αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις οι δη­μο­σιο­γρά­φοι στέ­κο­νται φει­δω­λοί. Δεν μπο­ρεί κα­νείς να τους ψέ­ξει, δε­δο­μέ­νου ό­τι κα­τά την κα­τάρ­τι­ση της ύ­λης προέ­χουν τα εν­δια­φέ­ρο­ντα του πλα­τύ­τε­ρου κοι­νού. Λ.χ., η εί­δη­ση του θα­νά­του ή α­κό­μη και του α­τυ­χή­μα­τος νε­α­ρού ζεν πρε­μιέ, έ­στω και του ε­νός σί­ρια­λ, α­πλώ­νε­ται ο­λο­σέ­λι­δη. Αν, μά­λι­στα, το σί­ριαλ “τρέ­χει” α­κό­μη, γί­νε­ται σα­λό­νι, με “χτύ­πη­μα” στο ε­ξώ­φυλ­λο. Ενώ, για μία πνευ­μα­τι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα αρ­κεί το μο­νό­στη­λο. Με αυ­τήν τη λο­γι­κή, το γε­γο­νός ό­τι η Χρύ­σα Μαλ­τέ­ζου α­πέ­σπα­σε το δη­μο­σιο­γρα­φι­κό εν­δια­φέ­ρον δυο φο­ρές, κρί­νε­ται ως ι­κα­νο­ποιη­τι­κό. Η πρώ­τη ή­ταν το 1998, ό­ταν η Ακα­δη­μία Αθη­νών την ε­ξέ­λε­ξε στη θέ­ση της Διευ­θύ­ντριας του Ελλη­νι­κού Ινστι­τού­του Βυ­ζα­ντι­νών και Με­τα­βυ­ζα­ντι­νών Σπου­δών Βε­νε­τίας και η δεύ­τε­ρη, τον Δε­κέμ­βριο του 2011, ό­που και πά­λι η Ακα­δη­μία την ε­ξέ­λε­ξε μέ­λος της. 
Λα­κω­νι­κή η πρώ­τη μνεία, κα­θώς α­κό­μη και οι εμ­φο­ρού­με­νοι α­πό το πνεύ­μα της πα­γκο­σμιο­ποίη­σης, που παί­ζουν στα δά­χτυ­λα, για πα­ρά­δειγ­μα, τα α­νά την υ­φή­λιο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά φε­στι­βά­λ, με­τά βίας και εάν έ­χουν α­κου­στά το εν λό­γω Ινστι­τού­το, καί­τοι του χρό­νου συ­μπλη­ρώ­νει αι­σίως ε­ξη­κο­ντα­ε­τή ε­πι­στη­μο­νι­κή δια­δρο­μή. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γνω­ρί­ζουν για το Ιτα­λι­κό Μορ­φω­τι­κό Ινστι­τού­το, α­νε­ξάρ­τη­τα αν η ά­δεια ε­πα­να­λει­τουρ­γίας του με­τά τον Πό­λε­μο, εί­χε ως α­ντί­δω­ρο, στο πλαί­σιο α­μοι­βαιό­τη­τας των δυο χω­ρών, την ί­δρυ­ση τού Ελλη­νι­κού Ινστι­τού­του στη Βε­νε­τία. Από μία ά­πο­ψη, α­να­με­νό­με­νο και ου­δό­λως κα­τα­κρι­τέο, α­φού οι α­να­φο­ρές στην Ελλη­νι­κή Κοι­νό­τη­τα της Βε­νε­τίας και τα ε­πι­τεύγ­μα­τά της α­ραιώ­νουν ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο, θεω­ρού­με­νες ως ελ­λη­νο­κε­ντρι­κές. Όσο για την Μαλ­τέ­ζου, τέ­ταρ­τη κα­τά σει­ρά διευ­θύ­ντρια του Ινστι­τού­του ε­πί 14 έ­τη, πολ­λά έ­κα­νε για την α­νά­δει­ξή του σε πό­λο έλ­ξης για τις σπου­δές της ελ­λη­νο­λα­τι­νι­κής Ανα­το­λής, για τα ο­ποία και βρα­βεύ­τη­κε. Μό­νο που η ε­κεί θέ­ση της δεν της πρό­σφε­ρε με­γα­λύ­τε­ρη α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τα α­πό ό­ση εί­χε α­πο­κτή­σει με την 25ε­τη θη­τεία στο Εθνι­κό Ίδρυ­μα Ερευ­νών και με την πα­ράλ­λη­λη 20ε­τή ως πα­νε­πι­στη­μια­κός δά­σκα­λος σε Κρή­τη και Αθή­να. 
Κά­πως πε­ρισ­σό­τε­ρο μνη­μο­νεύ­θη­κε στον Τύ­πο κα­τά την α­να­γό­ρευ­σή της σε Ακα­δη­μαϊκό. Όπως και να το κά­νου­με, το να α­πο­κα­λεί­σαι Αθά­να­τος, ι­διαί­τε­ρα τα τε­λευ­ταία χρό­νια που το προ­φίλ των Ακα­δη­μαϊκών ε­ξω­ραΐζε­ται, δεν εί­ναι και μι­κρό πράγ­μα. Πό­σω μάλ­λον ό­ταν εί­σαι γυ­ναί­κα. Από ι­δρύ­σεως της Ακα­δη­μίας, στους συ­νο­λι­κά - αν δεν σφάλ­λου­με - 241 α­κα­δη­μαϊκούς, εμ­φα­νί­στη­καν μό­λις τέσ­σε­ρις γυ­ναί­κες, με την πρώ­τη, την πε­ζο­γρά­φο Γα­λά­τεια Σα­ρά­ντη, να ε­κλέ­γε­ται το 1997, ό­ταν το Ίδρυ­μα διή­νυε το 71ο έ­τος ύ­παρ­ξής του. Και πά­λι, ο μέ­γι­στος α­ριθ­μός γυ­ναι­κών στα έ­δρα­να ή­ταν τρεις, κι αυ­τό μό­νο για μία πε­ντα­ε­τία. Η Μαλ­τέ­ζου ε­κλέ­χτη­κε με­τά το θά­να­το της συ­νο­μή­λι­κής της Αγγε­λι­κής Λαΐου, τη δεύ­τε­ρη σε σει­ρά Ακα­δη­μαϊκό, που εί­χε ε­κλε­γεί το 1998, νε­α­ρό­τα­τη για Ακα­δη­μαϊκός, μό­λις 57 ε­τών. Και οι δυο ι­στο­ρι­κοί, η πρώ­τη βυ­ζα­ντι­νο­λό­γος, η δεύ­τε­ρη του Νέ­ου Ελλη­νι­σμού της πε­ριό­δου 1453-1821. Ενδια­μέ­σως, το 2002, ει­σέρ­χε­ται η πρώ­τη ποιή­τρια, η Κι­κή Δη­μου­λά, κα­θό­λα μά­χι­μη, τό­τε στα 70 της. Για ό­σους τους α­ρέ­σουν οι στα­τι­στι­κές, το πο­σο­στό των γυ­ναι­κών Ακα­δη­μαϊκών υ­πο­λεί­πε­ται του 1.4% και πο­λύ πι­θα­νόν έ­τσι να πα­ρα­μεί­νει, αν δεν αλ­λά­ξει το σύ­στη­μα πρι­μο­δό­τη­σης των υ­πο­ψη­φίων.   
Κα­τά τα άλ­λα, η Μαλ­τέ­ζου, πα­ρά τις δια­κρί­σεις, τις βρα­βεύ­σεις και τις 364 δη­μο­σιευ­μέ­νες ερ­γα­σίες, δεν συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στους διά­ση­μους της α­κα­δη­μαϊκής κοι­νό­τη­τας. Κι αυ­τό, για πλεί­στους ό­σους λό­γους. Συ­ντεί­νει, πι­θα­νώς, ό­τι α­πέ­χει της ε­πι­φυλ­λι­δο­γρα­φίας, ό­τι δεν δί­νει συ­νε­ντεύ­ξεις, ε­κτός κι αν δεν της ζη­τεί­ται, ή α­κό­μη, ό­τι δεν έ­χει φρο­ντί­σει να πλου­τί­σει την ερ­γο­γρα­φία της με αυ­το­τε­λείς εκ­δό­σεις. Στην ε­πο­χή της ει­κό­νας, πα­ρα­μέ­νει μία ά­γνω­στη. Το γε­γο­νός, μά­λι­στα, ό­τι συ­νυ­πάρ­χει στα α­κα­δη­μαϊκά έ­δρα­να με μια προ­σφι­λή βε­ντέ­τα των ΜΜΕ, το­νί­ζει την ε­ντύ­πω­ση αν­θρώ­που χα­μη­λών τό­νων. Το α­πο­τέ­λε­σμα εί­ναι η πρό­σφα­τη έκ­δο­ση του τό­μου προς τι­μή της να μνη­μο­νευ­θεί μό­νο α­πό τους φο­ρείς που τον ε­ξέ­δω­σαν. Όσο, ό­μως, κα­τα­νοού­με τη δη­μο­σιο­γρα­φι­κή λο­γι­κή, τό­σο δεν α­ντι­λαμ­βα­νό­μα­στε τη νοο­τρο­πία της α­κα­δη­μαϊκής κοι­νό­τη­τας. Γε­νι­κό­τε­ρα, και ει­δι­κό­τε­ρα, κα­τά την κα­τάρ­τι­ση αυ­τών των πο­λυ­σέ­λι­δων τό­μων. Υπο­τί­θε­ται ό­τι α­πο­τε­λούν έν­δει­ξη τι­μής προς ο­μό­τι­μους κα­θη­γη­τές, αλ­λά οι τι­μώ­με­νοι δεν συμ­με­τέ­χουν. Από ό­σο γνω­ρί­ζου­με μό­νο έ­νας τι­μώ­με­νος α­ντέ­δρα­σε σε αυ­τό το κα­θε­στώς εκ­πα­ρα­θύ­ρω­σης, α­πο­κα­θι­στώ­ντας την σω­στή τά­ξη πραγ­μά­των. Ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης, προ ει­κο­σα­ε­τίας, ό­ταν υ­πέ­δει­ξε ο δι­κός του “τι­μής έ­νε­κε­ν” τό­μος να πε­ρι­λαμ­βά­νει δι­κές του ερ­γα­σίες. Έτσι, προέ­κυ­ψε η πο­λύ­τι­μη «Τρά­πε­ζα Πνευ­μα­τι­κή» με 33 με­λέ­τες του, τις ά­στε­γες μίας τρια­κο­ντα­ε­τίας, που στά­θη­κε δυ­στυ­χώς με­τα­θα­νά­τια έκ­δο­ση.

Ο τό­μος της Μαλ­τέ­ζου φτά­νει τις 836 σε­λί­δες. Τυ­πώ­θη­κε, ό­πως ό­λοι αυ­τοί οι α­φιε­ρω­μα­τι­κοί τό­μοι, σε 500 α­ντί­τυ­πα, και βε­βαίως, στη συ­να­γω­γή δεν υ­πάρ­χει δι­κό της κεί­με­νο. Εκεί­νη α­που­σιά­ζει α­κό­μη και α­πό τον τίτ­λο. Με το ε­πί­θε­το Γα­λη­νο­τά­τη, προ­φα­νώς ε­ξυ­πα­κούε­ται το κυ­ρίαρ­χο ε­ρευ­νη­τι­κό της α­ντι­κεί­με­νο, η Γα­λη­νο­τά­τη Δη­μο­κρα­τία της Βε­νε­τίας, χω­ρίς να α­πο­κλείε­ται η ί­δια σαν προ­σω­πι­κό­τη­τα να εί­ναι γα­λη­νή έως και γα­λη­νο­τά­τη. Οπό­τε μπο­ρεί και να της ται­ριά­ζει ο τίτ­λος, ό­πως τα «Τρια­ντά­φυλ­λα και για­σε­μιά» του τι­μη­τι­κού τό­μου για την ε­πί­σης ο­μό­τι­μη κα­θη­γή­τρια Ελέ­νη Πο­λί­του-Μαρ­μα­ρι­νού. Εκεί, γί­νε­ται εμ­μέ­σως α­να­φο­ρά στον Πα­λα­μά και τους «Πε­ντα­συλ­λά­βους» του. Αντι­θέ­τως, στον τό­μο του Πα­να­γιώ­τη Μα­στρο­δη­μή­τρη, ο τίτ­λος, «Ευ­καρ­πίας έ­παι­νος», στρέ­φε­ται ε­γκω­μια­στι­κά προς τον τι­μώ­με­νο. Ο τό­μος της Μαρ­μα­ρι­νού πε­ρι­λαμ­βά­νει 35 με­λέ­τες, της Μαλ­τέ­ζου 46 και του Μα­στρο­δη­μή­τρη φτά­νει τις 56, ι­σά­ριθ­μων, κά­θε φο­ρά, μα­θη­τών, συ­νερ­γα­τών, συ­να­δέλ­φων. Οι τι­μώ­με­νοι και το έρ­γο τους προ­βάλ­λο­νται στα προ­λο­γι­κά κεί­με­να, ε­νώ προ­τάσ­σε­ται ερ­γο­γρα­φία τους. Στον τό­μο της Μαλ­τέ­ζου, την συ­ντάσ­σει ο Κώ­στας Τσι­κνά­κης, που ε­πω­μί­στη­κε εξ η­μι­σείας και την ε­πι­μέ­λεια του τό­μου. Πα­ρα­μέ­νει, ω­στό­σο, το ε­ρώ­τη­μα, για­τί ο τι­μώ­με­νος να μη συμ­με­τέ­χει, λ.χ., με έ­να αυ­το­βιο­γρα­φι­κού χα­ρα­κτή­ρα κεί­με­νο, το ο­ποίο να προ­η­γεί­ται της ερ­γο­γρα­φίας. Στον πα­ρό­ντα τό­μο, η τι­μώ­με­νη έρ­χε­ται α­πό την Αλε­ξάν­δρεια. Μέ­λος της ε­κεί Ελλη­νι­κής Κοι­νό­τη­τας, α­πό­φοι­τος του Αβε­ρώ­φειου Γυ­μνα­σίου, έ­ζη­σε τη δύ­σκο­λη με­τα­πο­λε­μι­κή πε­ρίο­δο, που στα­δια­κά ο­δή­γη­σε τον αι­γυ­πτιώ­τι­κο ελ­λη­νι­σμό σε α­με­τά­κλη­τη πα­ρακ­μή. Μπο­ρεί το 1964, νε­α­ρά τό­τε ι­στο­ρι­κός,  να την α­πω­θού­σε ως ε­ρευ­νη­τι­κό α­ντι­κεί­με­νο η σχέ­ση Βυ­ζα­ντίου και Αρά­βων, αλ­λά το 1992, στους Δελ­φούς μί­λη­σε για το γυ­μνά­σιό της “έ­ναν μι­κρό­το­πο αι­γυ­πτιώ­τι­κης ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νίας”. Αυ­το­βιο­γρα­φι­κό κεί­με­νό της πά­ντως,  ως γνώ­στη δυο α­πό τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες ελ­λη­νι­κές κοι­νό­τη­τες, Αλε­ξάν­δρειας και Βε­νε­τίας, θα εί­χε ε­ξαι­ρε­τι­κό εν­δια­φέ­ρον. 
Στους α­φιε­ρω­μα­τι­κούς τό­μους, η πα­ρά­τα­ξη των κει­μέ­νων α­κο­λου­θεί την αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά των συ­νερ­γα­τών. Αυ­τός μπο­ρεί να εί­ναι ο αυ­το­νό­η­τος κα­νό­νας στις συ­να­γω­γές κει­μέ­νων, ω­στό­σο, ε­δώ, α­πο­συν­θέ­τει τις θε­μα­τι­κές ε­νό­τη­τες, που έ­χουν προ­κύ­ψει α­πό τα ε­ρευ­νη­τι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα του τι­μώ­με­νου, στα ο­ποία οι συμ­με­τέ­χο­ντες ε­πι­λέ­γουν τι­μής έ­νε­κεν να ε­πι­κε­ντρώ­σουν τα κεί­με­νά τους. Ύστε­ρα, στην πε­ρί­πτω­ση της Μαλ­τέ­ζου, κα­θώς αυ­τοί προέρ­χο­νται α­πό τους συ­γκε­κρι­μέ­νους χώ­ρους στους ο­ποίους ε­κεί­νη κα­τά δια­στή­μα­τα ερ­γά­στη­κε, οι συ­νερ­γα­σίες τους, α­κό­μη κι αν εί­ναι ε­κτός του φά­σμα­τος των δι­κών της εν­δια­φε­ρό­ντων, συγ­γε­νεύουν α­να­με­τα­ξύ τους. Έτσι, για πα­ρά­δειγ­μα, προ­κύ­πτουν τρία θε­α­τρο­λο­γι­κά α­πό την τριε­τή πα­ρα­μο­νή της στο Τμή­μα Θε­α­τρι­κών Σπου­δών του Κα­πο­δι­στρια­κού. Κα­τά τη γνώ­μη μας, αυ­τά θα μπο­ρού­σαν να ο­μα­δο­ποιη­θού­ν: Η αρ­νη­τι­κή α­πό­φαν­ση του Σπύ­ρου Ευαγ­γε­λά­του σχε­τι­κά με πι­θα­νο­λο­γού­με­να α­νε­βά­σμα­τα έρ­γων του Κρη­τι­κού Θεά­τρου στην Κρή­τη κα­τά την ο­γδο­η­κο­ντα­ε­τή ε­νε­το­κρα­τία. Η κα­τα­φα­τι­κή α­πά­ντη­ση του Ιω­σήφ Βι­βι­λά­κη στο κα­τά πό­σο συμ­με­τεί­χαν Έλλη­νες στις πά­σης φύ­σεως πα­ρα­στά­σεις, του Κα­ρα­γκιό­ζη συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου, που δί­νο­νταν τον 17ο αιώ­να στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Αλιεύου­με, πα­ρε­μπι­πτό­ντως, την εν­δια­φέ­ρου­σα πλη­ρο­φο­ρία, ό­τι α­πο­κα­λού­σαν τους Ρω­μιούς “κω­μι­κούς”, ό­που ο με­λε­τη­τής δια­τυ­πώ­νει το ε­ρώ­τη­μα: Άρα­γε, αυ­τό το ι­διαί­τε­ρο κω­μι­κό τα­λέ­ντο των ορ­θό­δο­ξων Ελλή­νων ή­ταν ζή­τη­μα φυ­λε­τι­κής ι­διο­συ­γκρα­σίας ή κά­ποιας ει­δι­κής εκ­παί­δευ­σης; Και τρί­το το κεί­με­νο του Πλά­τω­να Μαυ­ρο­μού­στα­κου «Πα­ρα­στά­σεις Αρχαίου Δρά­μα­τος, ι­στο­ρία και ε­πι­και­ρό­τη­τα», ό­που προ­κύ­πτει μια άλ­λη πτυ­χή της φυ­λε­τι­κής ι­διο­συ­γκρα­σίας, που α­να­φέ­ρε­ται στη σχέ­ση του ση­με­ρι­νού Έλλη­να με το αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό θέ­α­τρο.
Κα­τά τα άλ­λα, στον τό­μο δη­μο­σιεύο­νται με­λέ­τες σε πέ­ντε γλώσ­σες: ελ­λη­νι­στί 26, στα ι­τα­λι­κά 12, γαλ­λι­κά 4, αγ­γλι­κά 2, γερ­μα­νι­κά 2. Όλες συ­νο­δεύο­νται α­πό πε­ρί­λη­ψη στα αγ­γλι­κά. Πα­ρα­δό­ξως, δεν προ­βλέ­πε­ται ελ­λη­νι­κή πε­ρί­λη­ψη. Απου­σία, που συ­νυ­πο­λο­γι­ζό­με­νη με την πα­ρά­λει­ψη ε­νός κα­τα­λό­γου στοι­χειώ­δους σύ­στα­σης ό­σων συμ­με­τέ­χουν, δεί­χνει  σαν ε­σω­στρε­φής α­να­δί­πλω­ση της κοι­νό­τη­τας στον ε­αυ­τό της. Κι ό­μως, πλην των 500 τό­σων ε­πι­φα­νών για τους ο­ποίους φαί­νε­ται να κα­ταρ­τί­στη­κε ο τό­μος, υ­πάρ­χει έ­να α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, που θα εν­δια­φε­ρό­ταν να τον φυλ­λο­με­τρή­σει και να δια­βά­σει ε­πι­λε­κτι­κά κά­ποια κεί­με­να. Για πα­ρά­δειγ­μα, θα ε­πι­θυ­μού­σε να γνω­ρί­ζει ποιος εί­ναι αυ­τός ο Τζί­νο Μπεν­ζό­νι, που, σύμ­φω­να με τον τίτ­λο τού σχε­τι­κά σύ­ντο­μου κει­μέ­νου του, θεω­ρεί ό­τι «La Grecia e necessaria». Ο λό­γος ε­νός τα­κτι­κού κα­θη­γη­τή σε ι­τα­λι­κό πα­νε­πι­στή­μιο έ­χει δια­φο­ρε­τι­κή βα­ρύ­τη­τα. Ή, ε­πί­σης, έ­νας τίτ­λος, ό­πως «Βυ­ζα­ντι­νοί αυ­το­κρά­το­ρες στη Βε­νε­τία», ό­ταν προέρ­χε­ται α­πό έ­ναν συ­νο­μή­λι­κο της Μαλ­τέ­ζου βυ­ζα­ντι­νο­λό­γο, που διηύ­θυ­νε πε­ρισ­σό­τε­ρο της δε­κα­ε­τίας το πε­ριο­δι­κό του Καρλ Κρου­μπά­χερ «Byzantinische Zeitschrift», τον Πή­τερ Σράϊνε­ρ, κα­θί­στα­ται πλέ­ον ελ­κυ­στι­κός. Μό­νο που το κεί­με­νο εί­ναι στην ι­τα­λι­κή και οι ι­τα­λο­μα­θείς πα­ρα­μέ­νουν μειο­ψη­φία. Οπό­τε γεν­νά­ται η δεύ­τε­ρη α­πο­ρία, αν ο τό­μος δεν α­πευ­θύ­νε­ται στους Έλλη­νες κα­τό­χους τεσ­σά­ρων ξέ­νων γλωσ­σών, για­τί δεν πα­ρα­τί­θε­νται οι με­τα­φρά­σεις α­ντί του πρω­τό­τυ­που. Αν και με­γα­λύ­τε­ρη εί­ναι η α­πο­γοή­τευ­ση, ό­ταν σε ελ­λη­νι­κό κεί­με­νο πα­ρεμ­βάλ­λο­νται ξε­νό­γλωσ­σες πε­ρι­κο­πές, με τις υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις να δί­νουν μό­νο τις πα­ρα­πο­μπές στις πη­γές χω­ρίς την α­να­γκαία ελ­λη­νι­κή α­πό­δο­ση. Πα­ρά­δειγ­μα, το γε­νι­κό­τε­ρου εν­δια­φέ­ρο­ντος κεί­με­νο του ση­με­ρι­νού διευ­θυ­ντή του Ινστι­τού­του Γεωρ­γίου Πλου­μί­δη, «Βε­νε­τία και το Ανα­το­λι­κό Ζή­τη­μα». Στο ση­μείο που α­να­φέ­ρε­ται στην εκ­στρα­τεία των Ορλώφ στο Αι­γαίο, η ο­ποία προ­ε­τοι­μα­ζό­ταν στη Βε­νε­τία, πα­ρα­θέ­τει στα ι­τα­λι­κά τη σύ­νο­ψη των στό­χων της γαλ­λι­κής πο­λι­τι­κής έ­να­ντι Οθω­μα­νών και Ρώ­σων.
Μία με­γά­λη σε έ­κτα­ση ε­νό­τη­τα α­πο­τε­λούν τα κεί­με­να γύ­ρω α­πό την Κρή­τη, αν και αυ­τά δεν υ­πο­γρά­φο­νται α­πό τους συ­να­δέλ­φους στο ε­κεί Πα­νε­πι­στή­μιο, αλ­λά κυ­ρίως α­πό υ­πό­τρο­φους στο Ινστι­τού­το της Βε­νε­τίας και συ­νερ­γά­τες στο Εθνι­κό Ίδρυ­μα Ερευ­νών. Τα θέ­μα­τα ποι­κίλ­λουν, συ­νή­θως ο ε­ρευ­νη­τής ε­ξε­τά­ζει μία συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση για να ε­ξά­γει γε­νι­κό­τε­ρα συ­μπε­ρά­σμα­τα. Λ.χ., α­πό έ­ναν Κα­τα­λα­νό, που βρέ­θη­κε στην Αστυ­πά­λαια και με­τά στον Χάν­δα­κα, τεκ­μαί­ρε­ται η κι­νη­τι­κό­τη­τα στο Νό­τιο Αι­γαίο και την Κρή­τη κα­τά τον 14ο αιώ­να (Χ. Γά­σπα­ρης). Αντί­στοι­χα, α­πό έ­να κρη­τι­κό βη­μό­θυ­ρο, που ε­ντο­πί­στη­κε στην Κε­φαλ­λο­νιά, δια­φαί­νε­ται η κι­νη­τι­κό­τη­τα των κρη­τι­κών προ­σφύ­γων (Μ. Κα­ζα­νά­κη). Ενώ αυ­τοί κα­τα­φεύ­γουν στα Επτά­νη­σα, ταυ­τό­χρο­να, α­πό τις εκ­θέ­σεις των βε­νε­τών διοι­κη­τών, α­να­δει­κνύο­νται σε μή­λον της έ­ρι­δος με­τα­ξύ Βε­νε­τών και Οθω­μα­νών (Α. Πα­νο­πού­λου). Ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει η με­λέ­τη της Μα­ρίας Πα­τρα­μά­νη, που πα­ρα­κο­λου­θεί την πο­ρεία μιας θε­ο­μη­το­ρι­κής ει­κό­νας, της Με­σο­πα­ντί­τισ­σας, α­πό τα Σφα­κιά στα Κύ­θη­ρα, ε­πι­στρα­τεύο­ντας ως μπού­σου­λα και την ε­τυ­μο­λο­γία των λέ­ξεων. Αλλά οι Βε­νε­τοί, ε­κτός α­πό τε­χνί­τες για τα ναυ­πη­γεία και ά­γιες ει­κό­νες, ε­πο­φθαλ­μιού­σαν και το κρη­τι­κό μάρ­μα­ρο ό­πως και ελ­λη­νι­κούς κίο­νες του νη­σιού. Αυ­τό τεκ­μαί­ρε­ται με βά­ση έγ­γρα­φα, που α­πο­σπά­σμα­τά τους πα­ρα­τί­θε­νται στα ι­τα­λι­κά και μέ­νει το πε­ριε­χό­με­νό τους να ει­κά­ζε­ται α­πό τα συμ­φρα­ζό­με­να (Κ. Τσι­κνά­κης).
Συ­νο­ψί­ζο­ντας, πρό­κει­ται για ευ­ρύ­τε­ρα εν­δια­φέ­ρου­σες με­λέ­τες, κα­θώς πα­ρου­σιά­ζουν ε­πί μέ­ρους στοι­χεία μιας ε­πο­χής, που α­κό­μη ε­ρευ­νά­ται και για την ο­ποία δεν υ­πάρ­χουν πρό­σφο­ρα βι­βλία, ού­τε δο­κι­μια­κής υ­φής ού­τε μυ­θο­πλα­στι­κής. Για πα­ρά­δειγ­μα, ποιος γνω­ρί­ζει το γκρε­γκέ­σκο που χρη­σι­μο­ποιού­σαν οι Έλλη­νες της Βε­νε­τίας, κά­τι σαν τα γκρή­κλις (Γ. Βαρ­ζε­λιώ­τη); Ή ποιος θα φα­ντα­ζό­ταν πως τα α­φο­ρε­στο­χάρ­τια του Πα­τριάρ­χη βο­η­θού­σαν στην ε­πί­λυ­ση ή και την α­πο­φυ­γή ε­μπο­ρι­κών α­ντι­δι­κιών (Π. Μι­χα­η­λά­ρης);  Λι­γό­τε­ρη έκ­πλη­ξη προ­κα­λεί η πα­ρα­ποίη­ση ε­νός ε­πι­σή­μου εγ­γρά­φου για λό­γους θρη­σκευ­τι­κής πί­στης. Όπως φαί­νε­ται, ο Πα­πα­δια­μά­ντης δεν ή­ταν ο πρώ­τος δι­δά­ξας. Προ­η­γή­θη­καν άλ­λοι, με­τα­ξύ αυ­τών ο Μα­νουήλ Γε­δεών. Προ αυ­τού, έγ­γρα­φο και δη πα­τριαρ­χι­κό, αλ­λοίω­σε ο Δο­σί­θε­ος Β΄Ιε­ρο­σο­λύ­μων. Μό­νο που αυ­τός εί­ναι λι­γό­τε­ρο γνω­στός, καί­τοι πα­ρέ­μει­νε στον πα­τριαρ­χι­κό θρό­νο ε­πί 38 έ­τη, δη­λα­δή πε­ρισ­σό­τε­ρο του η­μί­σεως του βίου του (Δ. Απο­στο­λό­που­λος). 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Φωτογραφία: Ο Άγιος Γεώργιος της ορθόδοξης κοινότητας στη Βενετία (κέντρο) και (αριστερά) η Φλαγγίνειος Σχολή, όπου στεγάστηκε το Ελληνικό Ινστιτούτο, σε χαρακτικό εποχής.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 5/10/2014.

Συγγραφικά ήθη

$
0
0
Κά­θε φθι­νό­πω­ρο και ά­νοι­ξη οι εκ­δό­τες κοι­νο­ποιούν μέ­σω του Τύ­που τους και­νού­ριους τίτ­λους των βι­βλίων, που θα εκ­δώ­σουν το αρ­γό­τε­ρο μέ­χρι τα Χρι­στού­γεν­να για να προ­λά­βουν τα δώ­ρα των ε­ορ­τών και α­ντι­στοί­χως, μέ­χρι τον Ιού­λιο για τις α­γο­ρές των κα­λο­και­ρι­νών δια­κο­πών. Σε αυ­τούς τους κα­τα­λό­γους, υ­περ­τε­ρεί μεν στα­θε­ρά το με­τα­φρα­σμέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα, αλ­λά και η γη­γε­νής πε­ζο­γρα­φία κερ­δί­ζει συ­νε­χώς έ­δα­φος. Εφέ­τος τον Σε­πτέμ­βριο, μά­λι­στα, η σο­δειά του ελ­λη­νι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος α­ναγ­γέλ­θη­κε αυ­ξη­μέ­νη με­τά την κάμ­ψη, που έ­φε­ρε η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση. Στα σχε­τι­κά ρε­πορ­τάζ των ε­φη­με­ρί­δων, α­να­κοι­νώ­θη­καν προ­σώ­ρας 32 τίτ­λοι, ό­που δεν συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται οι πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νοι. Αυ­τοί οι τε­λευ­ταίοι, λό­γω του εν­δια­φέ­ρο­ντος που προ­κα­λούν, κα­θιε­ρώ­θη­κε να ο­μα­δο­ποιού­νται και να προ­βάλ­λο­νται ε­πι­λε­κτι­κά σε χω­ρι­στά ρε­πορ­τάζ. Σε μία πρώ­τη ε­ξά­δα, που πα­ρου­σιά­στη­κε, πε­ριέρ­γως συ­μπε­ρι­λή­φθη­κε και ο Χει­μαρ­ριώ­της Χρή­στος Αρμάν­δος Γκέ­ζος, που εί­χε εκ­δώ­σει το πρώ­το βι­βλίο του το 2012, μία ποιη­τι­κή συλ­λο­γή που τι­μή­θη­κε με το κρα­τι­κό βρα­βείο για πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους. Το να θεω­ρεί­ται ως πρώ­τη εμ­φά­νι­ση το πρώ­το πε­ζο­γρα­φι­κό βι­βλίο συ­νι­στά μία α­κό­μη έν­δει­ξη της κυ­ριαρ­χίας της πε­ζο­γρα­φίας ε­πί της ποίη­σης, πέ­ραν α­πό την συ­νή­θη α­που­σία των ποιη­τι­κών βι­βλίων α­πό τα ρε­πορ­τάζ για τις νέες εκ­δό­σεις. 
Αλλά ας πα­ρα­μεί­νου­με στους 32 νέ­ους τίτ­λους της ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας και την έκ­πλη­ξη που μας προ­κά­λε­σαν. Όχι αυ­τοί α­κρι­βώς οι τίτ­λοι, ού­τε η ε­πι­κρά­τη­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος έ­να­ντι μό­λις έ­ξι συλ­λο­γών διη­γή­μα­τος, αλ­λά οι συγ­γρα­φείς των βι­βλίων. Μεί­να­με με την αί­σθη­ση ό­τι ή­ταν προ­χτές που δια­βά­σα­με φρε­σκο­τυ­πω­μέ­νο βι­βλίο τους. Στα ρε­πορ­τά­ζ, ό­μως, δεν υ­πήρ­χε κα­μία α­να­φο­ρά σχε­τι­κή με τους συγ­γρα­φι­κούς και εκ­δο­τι­κούς χρό­νους. Ενώ, σχο­λιά­στη­καν οι με­τα­στε­γά­σεις σε άλ­λο εκ­δό­τη, πα­ρό­τι τε­λι­κά το μό­νο που αυ­τές δεί­χνουν εί­ναι την α­δη­μο­νία των συγ­γρα­φέων για την έκ­δο­ση βι­βλίου. Όσο για την πυ­κνή εκ­δο­τι­κή πα­ρου­σία, αυ­τή ε­πι­κρο­τεί­ται, κα­λο­δε­χού­με­νη α­πό ό­λους σαν ευοίω­νο ση­μείο α­νά­καμ­ψης. Τε­λι­κά, ό­μως, σε ποιο βαθ­μό έ­χουν οι συγ­γρα­φείς πυ­κνώ­σει τις εκ­δό­σεις τους; Για­τί η μνή­μη πα­ρα­σύ­ρε­ται κα­μιά φο­ρά α­πό τις ε­ντυ­πώ­σεις που α­φή­νει έ­να βι­βλίο. Υπάρ­χουν βι­βλία που τα θυ­μά­σαι χρό­νια και άλ­λα που έ­χεις δυ­σκο­λία να α­να­κα­λέ­σεις α­κό­μη και μέ­σες ά­κρες το θέ­μα τους την ε­πο­μέ­νη της α­νά­γνω­σης. Μία σύ­ντο­μη α­να­ζή­τη­ση μας έ­δω­σε τα ε­ξής: Μέ­σα στο 2014, τρεις συγ­γρα­φείς έ­χουν ή­δη εκ­δώ­σει μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και με μυ­θι­στό­ρη­μα ε­πα­νέρ­χο­νται (Β. Ρα­πτό­που­λος, Γ.-Ι. Μπα­μπα­σά­κης, Α. Κορ­τώ). Το 2013, ε­ξέ­δω­σαν βι­βλίο ο­κτώ (Μ. Κου­μα­ντα­ρέ­ας, Α. Κυ­ρια­κί­δης, Μ. Μο­δι­νός, Α. Στα­μά­της, Λ. Χρη­στί­δης, Ν. Μά­ντης, Δ. Πο­τα­μιά­νος και ο πε­ρυ­σι­νός πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος Γιάν­νης Πλιά­γκος). Το 2012, εν­νέα (Δ. Χα­ρι­τό­που­λος, Δ. Πε­τσε­τί­δης, Ν. Ανα­στα­σέα, Μ. Μαρ­κό­που­λος, Χ. Χρυ­σό­που­λος, Ε. Μπο­γιά­νου, Ε. Σουρ­λέ­γκα, Α. Νι­κο­λής, Δ. Μα­ρί­νος). Το 2011, έ­ξι (Σ. Δη­μη­τρίου, Λ. Πα­πα­στά­θης, Η. Πα­πα­μό­σχος, Α. Σμυρ­λή, Ι. Μπου­ρα­ζο­πού­λου, Γ. Μη­τάς). Το 2010, τρεις (Σ. Κα­ρυ­δά­κης, Μ. Γε­νά­ρης, Χ. Οι­κο­νό­μου). Το 2008, δυο (Τ. Αβέ­ρω­φ, Μ. Μή­τσο­ρα). Το 2004, έ­νας (Χ. Βού­που­ρας). 
Όπως φαί­νε­ται, δεν πρό­κει­ται για μνη­μο­νι­κή α­πά­τη. Πράγ­μα­τι, οι  ρυθ­μοί συγ­γρα­φής α­πο­βαί­νουν α­ξιο­θαύ­μα­στοι. Το 62,5% του φε­τι­νού δείγ­μα­τος εκ­δί­δει βι­βλίο σε α­πό­στα­ση μι­κρό­τε­ρη της διε­τίας, ε­νώ το 34,4% κα­τορ­θώ­νει την ε­τή­σια έκ­δο­ση βι­βλίου. Ίσως, αυ­τή η κά­ψα να εί­ναι έ­νας λό­γος για τις με­τα­στε­γά­σεις που α­να­κοι­νώ­θη­καν. Μη βρί­σκο­ντας έ­ναν α­ντί­στοι­χα εν­θου­σιώ­δη εκ­δό­τη, ο συγ­γρα­φέ­ας χτυ­πά­ει άλ­λη πόρ­τα, ει δυ­να­τόν  και με­γα­λύ­τε­ρη. Ιδιαί­τε­ρα για τους βρα­βευ­θέ­ντες, η αύ­ρα μιας πρό­σφα­της διά­κρι­σης α­νοί­γει εύ­κο­λα πόρ­τες. Τρεις α­πό τους βρα­βευ­θέ­ντες για το προ­η­γού­με­νο βι­βλίο τους, του 2012, ε­πα­νέρ­χο­νται, με τον Μά­ντη, που α­πέ­σπα­σε βρα­βείο μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, να πα­ρου­σιά­ζει και­νού­ριο μυ­θι­στό­ρη­μα. Αυ­τός ο τε­λευ­ταίος συ­νι­στά ι­διαί­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση. Πα­ρου­σιά­ζο­ντας το υ­πό έκ­δο­ση μυ­θι­στό­ρη­μα, α­πο­κα­λύ­πτει το πραγ­μα­τι­κό του ό­νο­μα. Εί­ναι ο Νί­κος Λα­μπρό­που­λος, που πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται, με τη συλ­λο­γή «Το μά­τι του άν­θους», ως ποιη­τής το 2003 και τον ε­πό­με­νο χρό­νο ως με­τα­φρα­στής. Το 2006, χαι­ρε­τί­σα­με την πρώ­τη εμ­φά­νι­ση του Νί­κου Μά­ντη ως πολ­λά υ­πο­σχό­με­νου διη­γη­μα­το­γρά­φου. Τε­λι­κά, προέ­κυ­ψε μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος και μά­λι­στα, πα­ρα­γω­γι­κό­τα­τος, με τρία μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ε­ντός πε­ντα­ε­τίας.
Αλλά για­τί, με­τά τη δη­μο­σιό­τη­τα που α­πο­φέ­ρει μία έκ­δο­ση, α­κό­μη και αν δεν τύ­χει διά­κρι­σης, οι συγ­γρα­φείς να φλέ­γο­νται για την ε­πό­με­νη; Μια πρώ­τη ερ­μη­νεία θα ή­ταν ό­τι έ­χουν αρ­χί­σει να λει­τουρ­γούν ως α­μι­γείς ε­παγ­γελ­μα­τίες. Για­τί δεν μας πα­ρα­ξε­νεύει, λ.χ., η Λέ­να Μα­ντά, που δη­λώ­νει ό­τι κά­θε μή­να Μάη, πά­ει στον εκ­δό­τη της και­νού­ριο βι­βλίο; Αλλά για ε­κεί­νη το κί­νη­τρο εί­ναι κυ­ρίως οι­κο­νο­μι­κό, κα­θώς η συγ­γρα­φή α­πο­τε­λεί βιο­πο­ρι­στι­κή α­σχο­λία. Κά­τι που οι ε­ντασ­σό­με­νοι στο χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας, κα­τά κα­νό­να, δεν το κα­τορ­θώ­νουν. Αυ­τοί ε­πι­κα­λού­νται ως κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη την α­φο­σίω­σή τους στο γρά­ψι­μο. Εδώ, ό­μως, υ­πάρ­χει μία α­ντί­φα­ση. Αφο­σίω­ση στο γρά­ψι­μο θα σή­μαι­νε μεν συ­νε­χή α­πα­σχό­λη­ση, αλ­λά χω­ρίς στα­θε­ρούς ρυθ­μούς έκ­δο­σης. Ενώ, αυ­τοί, με τις συ­νε­ντεύ­ξεις τους και τα βι­βλία τους, δεί­χνουν πως ε­πεί­γο­νται. Ακό­μη και μία συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, που θεω­ρεί­ται δια­κε­κομ­μέ­νη και α­πλω­μέ­νη σε χρό­νο ε­να­σχό­λη­ση, γρά­φε­ται μέ­σα σε τρεις μή­νες, ό­πως ε­ξο­μο­λο­γεί­ται η Μή­τσο­ρα. “Σε μια κα­θι­σιά”, κα­τά την έκ­φρα­ση της Βά­σιας Τζα­να­κά­ρη, που εμ­φα­νί­στη­κε το 2008 και ε­φέ­τος ε­ξέ­δω­σε το τέ­ταρ­το βι­βλίο της, κα­λύ­πτο­ντας στο εν­διά­με­σο τρία πε­ζο­γρα­φι­κά εί­δη, διή­γη­μα, μυ­θι­στό­ρη­μα, παι­δι­κό. Ίχνη αυ­τής της σπου­δής μέ­νουν στα βι­βλία, πι­θα­νώς και για­τί υ­στε­ρού­με σε rewriters, που συ­χνά ση­μαί­νει α­νεν­δοία­στους ως προς το εύ­ρος των πα­ρεμ­βά­σεων. Αλλά και οι συγ­γρα­φείς, α­πό την πλευ­ρά τους, δεν πει­θαρ­χούν στις υ­πο­δεί­ξεις των ε­πι­με­λη­τών. Εξαί­ρε­ση α­πο­τε­λούν οι έ­χο­ντες α­με­ρι­κα­νι­κή κουλ­τού­ρα, ό­πως, λ.χ., η Σώ­τη Τρια­ντα­φύλ­λου, που α­φή­νο­νται στα χέ­ρια ε­νός έ­μπει­ρου ε­πι­με­λη­τή. Τα ση­μά­δια ε­σπευ­σμέ­νης γρα­φής θα μπο­ρού­σαν να θεω­ρη­θούν και λε­πτο­μέ­ρειες. Για πα­ρά­δειγ­μα, μία πλη­ρο­φο­ρία, που α­λιεύε­ται στο Δια­δί­κτυο, πα­ρα­τί­θε­ται λε­κτι­κά α­νε­πε­ξέρ­γα­στη ή τα γλωσ­σι­κά ο­λι­σθή­μα­τα προς α­κυ­ρο­λε­ξίες και α­δό­κι­μες εκ­φρά­σεις πλη­θαί­νουν. Κυ­ρίως, ό­μως, η σπου­δή φαί­νε­ται στην ε­πι­λο­γή του θέ­μα­τος, που γί­νε­ται ο­λοέ­να πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­πι­και­ρι­κή, ό­ταν δεν α­να­κυ­κλώ­νει γνω­στό α­πό προ­η­γού­με­να βι­βλία υ­λι­κό. 
Οπό­τε πα­ρα­μέ­νει η α­πο­ρία, ως προς τι η τό­ση βια­σύ­νη; Μή­πως συμ­βάλ­λει το αλ­κοο­λί­κι της προ­βο­λής; Μή­πως η α­νά­γκη κά­ποιων να βρί­σκο­νται, αν ό­χι στο κέ­ντρο, αλ­λά, έ­στω και στις πα­ρυ­φές της ε­πι­και­ρό­τη­τας, πα­ρα­κι­νεί τη συγ­γρα­φή, φτά­νο­ντας, με τον τρό­πο που γί­νε­ται, στη στρέ­βλω­ση; Για­τί πε­ρί στρέ­βλω­σης πρό­κει­ται ό­ταν ε­φαρ­μό­ζεις πει­θα­να­γκα­στι­κά ο­ρι­σμέ­νο ω­ρά­ριο, με γρά­ψι­μο κα­θο­ρι­σμέ­νης διάρ­κειας σε συ­γκε­κρι­μέ­νες ώ­ρες, ό­ταν ε­πι­διώ­κεις με­γα­λύ­τε­ρη πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα, με ο­ρι­σμέ­νο α­ριθ­μό σε­λί­δων η­με­ρη­σίως, ό­ταν πα­σχί­ζεις να συ­νται­ριά­ζεις πλο­κή και τρέ­χο­ντα “must”, ό­πως σύγ­χρο­νο προ­φίλ με  έ­να τσι­τά­το του τά­δε α­με­ρι­κα­νού συγ­γρα­φέα ή έ­να στί­χο του δεί­να ποιη­τή, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να, ε­πι­ζη­τάς οι­κο­λο­γι­κή φυ­σιο­γνω­μία, με την α­πα­ραί­τη­τη μνεία στα δι­καιώ­μα­τα κά­ποιου ζω­ντα­νού, και βε­βαίως, δεν λη­σμο­νείς την ε­πί­δει­ξη πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κού πνεύ­μα­τος με την α­νά­μι­ξη του κα­λού με­τα­νά­στη και του ρέ­πο­ντα προς τον ρα­τσι­σμό εγ­χώ­ριου και άλ­λα συ­να­φή. Αν και ε­δώ, θα μπο­ρού­σε να γί­νει λό­γος πε­ρί  δια­στρο­φής της συγ­γρα­φής, για να θυ­μη­θού­με και το κεί­με­νο «Η δια­στρο­φή της α­νά­γνω­σης», που δη­μο­σίευ­σε η Ήντιθ Ουώρ­τον στο «North American Review» πριν 111 χρό­νια (στα ελ­λη­νι­κά: Άγρα, 2009). 
Μή­πως το ζη­τού­με­νο για μια του­λά­χι­στον με­ρί­δα συγ­γρα­φέων εί­ναι οι συ­νε­ντεύ­ξεις και οι βρα­διές πα­ρου­σιά­σεων του βι­βλίου, τα ε­πι­στο­λι­κά ε­γκώ­μια και οι δη­μο­σιευ­μέ­νες “α­γα­πη­σιά­ρι­κες” κρι­τι­κές; Για­τί οι νέες συγ­γρα­φι­κές τα­κτι­κές, πέ­ραν της με­γα­λύ­τε­ρης πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας, τεί­νουν να γε­νι­κεύ­σουν τη διτ­τή ι­διό­τη­τα συγ­γρα­φέ­α-κρι­τι­κού, ώ­στε να μπο­ρεί να λει­τουρ­γεί α­π’ ευ­θείας έ­να σύ­στη­μα α­μοι­βαιό­τη­τας, χω­ρίς την πα­ρεμ­βο­λή τρί­του, ό­πως γι­νό­ταν πα­λαιό­τε­ρα. Η Ουώρ­τον, έ­χο­ντας κα­τά νου την α­νώ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή τά­ξη των Νε­οϋορ­κέ­ζων στις αρ­χές του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να, έ­κα­νε λό­γο για τον “μη­χα­νι­κό α­να­γνώ­στη”, που θεω­ρεί κα­θή­κον του να δια­βά­ζει κά­θε βι­βλίο που συ­ζη­τιέ­ται. Εκεί­νη πί­στευε πως “ό­ταν αυ­τός ει­σβάλ­λει στην ε­πι­κρά­τεια της λο­γο­τε­χνίας – συ­ζη­τά, κρι­τι­κά­ρει, κα­τα­δι­κά­ζει ή, α­κό­μα χει­ρό­τε­ρα, ε­παι­νεί – τό­τε η δια­στρο­φή της α­νά­γνω­σης γί­νε­ται α­πει­λή για τη λο­γο­τε­χνία”. Ένας πα­ρό­μοιος α­να­γνώ­στης, που εί­ναι μεν “κα­τα­να­λω­τής βι­βλίω­ν” αλ­λά με ά­πο­ψη, δη­μιουρ­γεί ή έ­στω, εν­θαρ­ρύ­νει τον “μη­χα­νι­κό συγ­γρα­φέ­α”, που α­νοί­γει το δρό­μο στον “μη­χα­νι­κό κρι­τι­κό”. Αυ­τός ο τε­λευ­ταίος δια­μορ­φώ­νε­ται κα­τ’ ει­κό­να και ο­μοίω­σιν του “μη­χα­νι­κού α­να­γνώ­στη”, στο ση­μείο, σή­με­ρα, χά­ρις και στις δυ­να­τό­τη­τες που προ­σφέ­ρει το Δια­δί­κτυο, να υ­πο­κα­θι­στά τον συ­στη­μα­τι­κό κρι­τι­κό, κά­πο­τε και τον ε­παγ­γελ­μα­τία. Αυ­τό το αλ­λη­λο­ε­ξαρ­τώ­με­νο τρί­πτυ­χο, που σκια­γρα­φεί η Ουώρ­τον, ό­χι μό­νο δεν έ­χει ε­κλεί­ψει, αλ­λά, α­ντι­θέ­τως, μέ­σα στα πρώ­τα χρό­νια του 21ου έ­χει πα­γιω­θεί και με τη δη­μιουρ­γία θε­σμών. 
Το να ε­δραιω­θεί ή­ταν α­να­με­νό­με­νο. Ήδη, η Ουώρ­τον πα­ρα­τη­ρού­σε πως “οι δια­στρο­φές οι πιο δύ­σκο­λες να ξε­ρι­ζω­θούν εί­ναι ε­κεί­νες που α­πό τον πο­λύ κό­σμο θεω­ρού­νται α­ρε­τές”. Εί­ναι προ­φα­νές πως ο χώ­ρος του βι­βλίου έ­χει α­νά­γκη αυ­τήν την τρια­δι­κή πα­ρου­σία. Σή­με­ρα πλέ­ον α­πο­τε­λεί τη ρα­χο­κο­κα­λιά του, γι’ αυ­τό και προέ­κυ­ψαν τρό­ποι α­να­πα­ρα­γω­γής και στή­ρι­ξής του. Ένας πρώ­τος εί­ναι οι ε­π’ α­μοι­βή α­να­γνώ­στες, στους ο­ποίους οι εκ­δό­τες ε­μπι­στεύο­νται το έρ­γο της δια­λο­γής. Ένας δεύ­τε­ρος, οι Λέ­σχες Ανά­γνω­σης, που αλ­λοιώ­νουν τον χα­ρα­κτή­ρα της α­νά­γνω­σης ως κα­τά μό­νας η­δο­νή, δια­μορ­φώ­νο­ντας “μη­χα­νι­κούς α­να­γνώ­στες”. Ακό­μη κι ό­ταν προ­κύ­πτει στην ο­μά­δα έ­νας αυ­τό­βου­λος α­να­γνώ­στης, η συ­να­να­στρο­φή του με πα­θη­τι­κούς α­να­γνώ­στες α­πο­βαί­νει μο­λυ­ντι­κή. Αλλά και γε­νι­κό­τε­ρα, η με­τα­τρο­πή της α­νά­γνω­σης σε συ­ζή­τη­ση, που γί­νε­ται σε πα­ρεΐστι­κη α­τμό­σφαι­ρα δυ­σχε­ραί­νει τη συ­γκέ­ντρω­ση. Ο ε­νερ­γός α­να­γνώ­στης έ­χει α­νά­γκη τη μό­νω­ση, θέ­λει χρό­νο για να συλ­λο­γι­στεί, α­κό­μη και για να α­να­ζη­τή­σει συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά κεί­με­να, α­πα­ραί­τη­τα για μία νο­ε­ρή συ­νο­μι­λία με το βι­βλίο. Αντ’ αυ­τού, θα γνω­ρί­σει τον συγ­γρα­φέα του, που θα προ­σκα­λέ­σει η Λέ­σχη. 
Ένας άλ­λος θε­σμός εί­ναι οι Σχο­λές Δη­μιουρ­γι­κής Γρα­φής, ό­που ου­σια­στι­κά εκ­παι­δεύε­ται με τα­χύ ρυθ­μό ο “μη­χα­νι­κός συγ­γρα­φέ­ας”. Μπο­ρεί ο ε­πω­μι­ζό­με­νος την δι­δα­σκα­λία να συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στους λο­γο­τέ­χνες, ό­μως η δια­δι­κα­σία κα­νο­νι­κο­ποίη­σης της ε­μπει­ρίας της συγ­γρα­φής, το κα­λύ­τε­ρο που φέρ­νει εί­ναι έ­ναν μέ­τριο συγ­γρα­φέα. Όσο για τον “μη­χα­νι­κό κρι­τι­κό”, αυ­τός μπο­ρεί να προ­κύ­ψει εν μία νυ­κτί α­πό τους ε­πι­κρα­τέ­στε­ρους μιας Λέ­σχης, αλ­λά και α­πό τους τα­λα­ντού­χους των Σχο­λών, ό­που προ­βλέ­πε­ται και ει­δι­κός κύ­κλος μα­θη­μά­των. Και βε­βαίως, ο Τύ­πος προ­βάλ­λει τις α­ρε­τές του τρί­πτυ­χου. Ανα­φέ­ρει θαυ­μα­στι­κά ό­τι τα κα­λύ­τε­ρα βι­βλία πά­νε α­πό στό­μα σε στό­μα, ε­νώ ε­ξά­ρει τα βρα­βεία που στη­ρί­ζο­νται στην ψή­φο των α­να­γνω­στών. Επί­σης, ο­λο­σέ­λι­δες φι­λο­ξε­νού­νται οι συ­νε­ντεύ­ξεις συγ­γρα­φέων, έ­στω και του ε­νός βι­βλίου, ό­ταν εί­ναι α­πό­φοι­τοι Σχο­λών Δη­μιουρ­γι­κής Γρα­φής. 
Όπως ε­πι­ση­μαί­νει η Ουώρ­τον, ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πι­ζη­τά να βα­δί­σει “στη φαρ­διά λεω­φό­ρο που ο­δη­γεί στην έ­γκρι­ση του μη­χα­νι­κού α­να­γνώ­στη”. “Ευ­κο­λο­διά­βα­τη”, ελ­κύει α­κό­μη και δη­μιουρ­γι­κά τα­λέ­ντα, κα­θώς, μά­λι­στα, εί­ναι “γε­μά­τη με ακ­μαίους συ­νο­δοι­πό­ρους, α­πορ­ρο­φά νέ­ους προ­σκυ­νη­τές και μό­νο α­πό λα­χτά­ρα για συ­ντρο­φι­κό­τη­τα”. Αυ­τή η σπου­δή του συγ­γρα­φέα ση­μαί­νει σπα­τά­λη χρό­νου, δυ­νά­μεων, ε­νέρ­γειας και βε­βαίως, χρη­μά­των για τον εκ­δό­τη, αλ­λά συ­χνά και για τον ί­διο, κα­θώς οι αυ­το­χρη­μα­το­δο­τού­με­νες εκ­δό­σεις αυ­ξά­νο­νται. Μια σπα­τά­λη, ό­μως, νέ­ου τύ­που, που, σε α­ντί­θε­ση με τις πα­λαιό­τε­ρες, ε­γκω­μιά­ζε­ται α­πό το κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Αυ­τές οι ε­παι­νε­τές σπα­τά­λες τεί­νουν να γί­νουν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της κα­θη­με­ρι­νής ζωής. Ένα κα­λό πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι η ά­θλη­ση στα γυ­μνα­στή­ρια, που πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται. Ας πά­ρου­με την ά­σκη­ση στο δη­μο­φι­λέ­στε­ρο α­ε­ρο­βι­κό μη­χά­νη­μα, τον διά­δρο­μο. Από τις ο­κτώ το πρωί μέ­χρι τις έ­ντε­κα το βρά­δυ, νε­α­ρά ά­το­μα περ­πα­τούν ε­πί αυ­τού, δια­σκε­λί­ζουν ή και τρέ­χουν. Ξο­δεύουν χρή­μα­τα, κα­τα­να­λώ­νουν δυ­νά­μεις και ε­νέρ­γεια, και βε­βαίως, σπα­τα­λούν χρό­νο. Όπως α­κρι­βώς οι συγ­γρα­φείς, ε­πι­διώ­κουν, αυ­τοί δια της κα­λής εμ­φα­νί­σεως, την προ­βο­λή και ε­πεί­γο­νται να την ε­ξα­σφα­λί­σουν. Ένας πε­ρί­πα­τος, που θα ά­φη­νε και το πε­ρι­θώ­ριο πε­ρι­συλ­λο­γής, δεν προ­σφέ­ρε­ται, για­τί αρ­γεί να φέ­ρει το ε­πι­θυ­μη­τό α­πο­τέ­λε­σμα. 
Αυ­τές οι σπα­τά­λες, ως ευά­ρε­στες στον κοι­νω­νι­κό χώ­ρο, α­πο­φέ­ρουν κα­λές α­πο­λα­βές. Μα­κρο­χρό­νια, ω­στό­σο, έ­χουν κό­στος. Ως γνω­στόν, τα βι­βλία πολ­το­ποιού­νται γρη­γο­ρό­τε­ρα, ό­σο για μία σι­λουέ­τα μέ­σω γυ­μνα­στη­ρίου, αυ­τή α­ντέ­χει μό­νο έ­να κα­λο­καί­ρι. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 12/10/2014.

Πατρίκ Μοντιάνο - 50 χρόνια μετά Σαρτρ

$
0
0
Παρίσι. Έφιππο τμήμα της Βέρμαχτ με φόντο την Αψίδα του Θριάμβου.









“Αρχή σο­φίας ο­νο­μά­των ε­πί­σκε­ψις”, κα­τά τον Αντι­σθέ­νη, που ση­μαί­νει, αν θες να κα­τα­νοή­σεις το εί­δος ε­νός αν­θρώ­που ή και να εμ­βα­θύ­νεις σε μία κα­τά­στα­ση, αλ­λά και σε έ­να τυ­χόν πράγ­μα, α­νέ­τρε­ξε στο ό­νο­μά του και με­τά προ­χώ­ρα. Για­τί, λοι­πόν, το ε­πώ­νυ­μο του ε­φε­τι­νού Νο­μπε­λί­στα, α­πό την σε­φα­ρα­δί­τι­κη οι­κο­γέ­νεια των Μο­διά­νο, να εί­ναι Μο­ντια­νό, κα­τά η­χο­μι­μη­τι­κή α­πό­δο­ση στα ελ­λη­νι­κά του γαλ­λι­κού ε­πι­θέ­του του, και ό­χι Μο­διά­νο ή, έ­στω, Μο­ντιά­νο, αν υιο­θε­τή­σου­με την ε­τυ­μο­λό­γη­σή του α­πό την πό­λη Μο­ντι­λιά­νο, γει­το­νι­κή της Φλω­ρε­ντίας, ό­που κα­τέ­φυ­γαν πολ­λές οι­κο­γέ­νειες με­τά το διωγ­μό τους α­πό την Ισπα­νία; Το ό­νο­μα δια­σώ­ζε­ται στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, χά­ρις σε κά­ποια ε­ξέ­χο­ντα μέ­λη της οι­κο­γέ­νειας, εξ ου η Αγο­ρά Μο­διά­νο, το Γη­ρο­κο­μείο Μο­διά­νο, η Βίλ­λα Μο­διά­νο. Άλλω­στε, ο βρα­βευ­θείς εί­ναι εγ­γο­νός του Ντα­γιάν Γιά­κο­μπ Μο­ντιά­νο και γιος του Αλμπέρ­το Μο­ντιά­νο, αμ­φό­τε­ροι γεν­νη­θέ­ντες στην Θεσ­σα­λο­νί­κη. Με αυ­τό το ό­νο­μα εί­ναι κα­τα­χω­ρη­μέ­νοι στα ελ­λη­νι­κά αλ­λά και τα αι­γυ­πτια­κά αρ­χεία, με­τά την με­τοι­κε­σία τους στην Αλε­ξάν­δρεια. 
Ο μό­νι­μος γραμ­μα­τέ­ας της Σουη­δι­κής Ακα­δη­μίας, Πή­τερ Ένγκλου­ντ, στην α­να­κοί­νω­ση της βρά­βευ­σης, υ­πο­γράμ­μι­σε ό­τι στο έρ­γο του Πα­τρίκ Μο­ντιά­νο κυ­ριαρ­χεί το θε­μα­τι­κό τρί­πτυ­χο^ χρό­νος, μνή­μη, ταυ­τό­τη­τα. Εκεί­νο, ό­μως, που βά­ρυ­νε στην ε­πι­λο­γή εί­ναι το τρί­πτυ­χο^ ο κα­θο­ρι­σμέ­νος χρό­νος της γερ­μα­νι­κής κα­το­χής, η συ­γκε­κρι­μέ­νη μνή­μη των ε­βραϊκών διώ­ξεων, ο ο­ρι­σμέ­νος τό­πος, το Πα­ρί­σι. Επί­σης, ο ί­διος, στην σουη­δι­κή τη­λεό­ρα­ση, α­πο­κά­λε­σε τον βρα­βευ­θέ­ντα “Μαρ­σέλ Πρου­στ της ε­πο­χής μας”, ε­νώ, πέρ­σι, εί­χε χα­ρα­κτη­ρί­σει την Αλίς Μον­ρό “Τσέ­χωφ του Κα­να­δά”. Σε πα­ρό­μοιες α­πο­φάν­σεις εί­ναι προ­φα­νής η διά­θε­ση των θε­σμο­θε­τών να με­γα­λύ­νουν τους νέ­ους Νο­μπε­λί­στες. Όσο για τη συ­γκε­κρι­μέ­νη α­να­φο­ρά στον Πρου­στ, θα λέ­γα­με ό­τι υ­πάρ­χει κά­ποια α­ντι­στοι­χία α­νά­με­σα στο «Ανα­ζη­τώ­ντας τον χα­μέ­νο χρό­νο» και το “έρ­γο εν προό­δω” του Μο­ντιά­νο. Μό­νο που ο δεύ­τε­ρος α­να­ψη­λα­φεί το Πα­ρί­σι της Κα­το­χής και τα με­θεόρ­τιά του. Έτσι, το μό­νο που μπο­ρού­σε να α­να­ζη­τή­σει ή­ταν τον χα­σμα­τώ­δη χρό­νο θη­τών και θυ­μά­των μέ­σα α­πό την ο­πτι­κή των παι­διών των ε­μπλε­κο­μέ­νων, ως ε­νή­λι­κων στις ε­πό­με­νες δυο δε­κα­ε­τίες.  
Σαν έ­να Βρα­βείο Νό­μπελ α­μι­γώς λο­γο­τε­χνι­κό, χαι­ρέ­τη­σε ο γαλ­λι­κός Τύ­πος τη βρά­βευ­ση του Μο­ντιά­νο. Οι ε­φη­με­ρί­δες τού α­φιέ­ρω­σαν ο­λο­σέ­λι­δα σα­λό­νια, με φω­το­γρα­φίες και κα­τα­χω­ρή­σεις στα ε­ξώ­φυλ­λα. Στη Λι­μπε­ρα­σιόν, μά­λι­στα, η φω­το­γρα­φία κα­λύ­πτει ο­λό­κλη­ρο το πρω­το­σέ­λι­δο. Του 2007 η φω­το­γρα­φία, κο­λα­κεύει τον τι­μώ­με­νο, που πο­ζά­ρει σε στά­ση σταρ. Η Φι­γκα­ρό προ­τι­μά έ­να κά­πως κω­μι­κό εν­στα­ντα­νέ, που τον δεί­χνει έκ­πλη­κτο, σαν να “του έ­πε­σε το Νό­μπελ στο κε­φά­λι”, ό­πως υ­πο­γραμ­μί­ζει ο τίτ­λος. Ενώ, η Μο­ντ ε­πι­λέ­γει φω­το­γρα­φία α­πό τι­μη­τι­κή εκ­δή­λω­ση του 2010, την ο­ποία στε­φα­νώ­νει με τον τίτ­λο, “ο Μο­ντιά­νο στις δέλ­τους της Ιστο­ρίας”. 
Όπως φαί­νε­ται, ε­φέ­τος, στη Σουη­δι­κή Ακα­δη­μία πα­ρα­κάμ­φθη­καν τα ε­ξω­λο­γο­τε­χνι­κά κρι­τή­ρια, που, με­τά την πτώ­ση του Τεί­χους, έ­χουν α­πο­βεί κα­θο­ρι­στι­κά στις ε­πι­λο­γές της. Από το 1990 και ύ­στε­ρα, κο­ντά έ­να τέ­ταρ­το του αιώ­να, η κρι­τι­κή ε­πι­τρο­πή στρέ­φε­ται ό­λο και συ­χνό­τε­ρα σε γυ­ναί­κες και στους προ­ερ­χό­με­νους α­πό χώ­ρες ε­κτός Ευ­ρώ­πης και Η­ΠΑ. Με­τά, ό­μως, την περ­σι­νή βρά­βευ­ση της Κα­να­δής Αλίς Μον­ρό, μάλ­λον θα ε­κλεί­ψει για με­ρι­κά χρό­νια ο πα­ρά­γων φύ­λο. Επί­σης, και ο δεύ­τε­ρος πα­ρά­γο­ντας έ­χει κα­λυ­φθεί, κα­θώς,  μέ­σα στην τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία, τα μι­σά πε­ρί­που βρα­βεία δό­θη­καν σε χώ­ρες ε­κτός του α­πο­κα­λού­με­νου Δυ­τι­κού Κό­σμου και μά­λι­στα, το προ­πέρ­σι­νο στον Κι­νέ­ζο Μο Γιαν. Υπήρ­χε, βε­βαίως, σε α­να­μο­νή η Ια­πω­νία με τον Χα­ρού­κι Μου­ρα­κά­μι και η Αφρι­κή με τον Κε­νυά­τη Ngugi wa Thiong’o. 
Ακό­μη, ό­μως, και πα­ρα­με­ρί­ζο­ντας τους συ­γκε­κρι­μέ­νους πα­ρά­γο­ντες, έ­να γαλ­λι­κό Νό­μπελ πα­ρα­μέ­νει έκ­πλη­ξη. Θυ­μί­ζου­με πως η Γαλ­λία πρω­τεύει σε Νό­μπελ. Για να α­κρι­βο­λο­γού­με, ω­στό­σο, το ε­φε­τι­νό Νό­μπελ δεν εί­ναι το 15ο, ό­πως κο­μπά­ζουν τα γαλ­λι­κά πρω­το­σέ­λι­δα, αλ­λά το 14ο. Οι Γάλ­λοι με­τρούν στα δι­κά τους και το βρα­βείο του 2000, που δό­θη­κε στον Κι­νέ­ζο, γαλ­λι­κής υ­πη­κοό­τη­τας, Γκάο Ξιν­γκιάν, ό­πως με­τρούν ως α­κέ­ραιο και το μι­σό του 1904 στον Φρε­ντε­ρίκ Μι­στράλ. Αλλά και η δεύ­τε­ρη σε Νό­μπελ χώ­ρα, οι Η­ΠΑ, πα­ρο­μοίως φου­σκώ­νει τα δι­κά της σε 12. Η Γαλ­λία, πά­ντως, πα­ρα­μέ­νει κυ­ρίαρ­χη. Τι­μή­θη­κε με το πρώ­το Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνίας, το 1901, που δό­θη­κε στον ποιη­τή Συ­λί Πρου­ντό­μ, και μέ­χρι το 1964, κα­τεί­χε μα­κράν την πρώ­τη θέ­ση, με την αγ­γλι­κή λο­γο­τε­χνία να ι­σο­φα­ρί­ζει, ε­νώ­νο­ντας τις δυ­νά­μεις Ηνω­μέ­νου Βα­σι­λείου και Η­ΠΑ, αλ­λά και προ­σθέ­το­ντας στην αγ­γλό­φω­νη ο­μά­δα τον βα­ρύ ό­γκο ε­νός Τσώρ­τσιλ. Στη συ­νέ­χεια, ό­μως, πλη­ρώ­νει την άρ­νη­ση του Σαρ­τρ να α­πο­δε­χθεί το Νό­μπελ. Εκεί­νος έ­μει­νε μεν πι­στός στις αρ­χές του πε­ρί ε­λευ­θε­ρίας, αλ­λά η γαλ­λι­κή λο­γο­τε­χνία υ­πέ­στη για μι­σό αιώ­να τη δυ­σμέ­νεια της Σουη­δι­κής Ακα­δη­μίας. Ενώ, μέ­χρι το 1964, βρα­βευό­ταν κα­τά μέ­σο ό­ρο κά­θε ε­ξή­μι­συ χρό­νια, το ε­πό­με­νο Νό­μπελ δό­θη­κε το 1985, και α­παι­τή­θη­κε έ­νας α­δια­φι­λο­νί­κη­τος υ­πο­ψή­φιος, ό­πως ο Κλω­ντ Σι­μόν. Αλλά κι αυ­τός, ε­νώ προ­σφε­ρό­ταν για υ­ψη­λές δια­κρί­σεις α­πό τα τέ­λη του ’60, που ο­λο­κλη­ρώ­νει το «Δρο­μος της Φλά­ντρας», βρα­βεύ­τη­κε στα 72 του, ε­νώ ο συ­νο­μή­λι­κός του Αλμπέρ Κα­μύ εί­χε τι­μη­θεί α­πό το 1957, στα 44 του χρό­νια. Το με­θε­πό­με­νο, του Ζα­ν-Μα­ρί Λε Κλε­ζιό, ήρ­θε 23 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Το ε­φε­τι­νό, λοι­πόν, με­τά μό­λις μία ε­ξα­ε­τία, δεί­χνει σαν έκ­πλη­ξη.       
Την έκ­πλη­ξη με­γα­λώ­νει το προ­φίλ του βρα­βευ­μέ­νου. Σχε­τι­κά νέ­ος, για ό­σους έ­χουν την ε­ντύ­πω­ση πως ι­σχύει μία ά­τυ­πη ιε­ράρ­χη­ση, τύ­που ε­πε­τη­ρί­δας. Ωστό­σο, ο η­λι­κια­κά μέ­σος ό­ρος των μέ­χρι σή­με­ρα βρα­βευ­θέ­ντων εί­ναι τα 64. Ενώ, ο μέ­σος ό­ρος των Γάλ­λων τα 68. Ακρι­βώς, στο μέ­σο ό­ρο βρι­σκό­ταν ο Κλε­ζιό, ε­νώ ο Μο­ντιά­νο, γεν­νη­μέ­νος στις 30 Ιου­λίου 1945, τον έ­χει υ­περ­βεί μό­λις κα­τά έ­να έ­τος. Ως βα­σι­κό­τε­ρο, ό­μως, μειο­νέ­κτη­μα για έ­να βρα­βείο ό­πως το Νό­μπε­λ, προ­βάλ­λει η έλ­λει­ψη α­πό το έρ­γο του μίας ι­δε­ο­λο­γι­κής πα­ρα­μέ­τρου, κα­θώς και η α­που­σία σα­φούς πο­λι­τι­κής ταυ­τό­τη­τας. Του­λά­χι­στον έ­τσι πε­ρι­γρά­φει τον Μο­ντιά­νο ο εκ­δό­της του, ο Αντουάν Γκαλ­λι­μάρ. Πε­ριέρ­γως, δεν α­να­φέ­ρε­ται στην πα­ρά­με­τρο του α­ντι­ση­μι­τι­σμού, που στά­θη­κε για τον συγ­γρα­φέα κι­νη­τή­ριος δύ­να­μη της γρα­φής του. Και μά­λι­στα, στην έ­ρευ­να των πα­ρι­σι­νών αρ­χείων κα­τά τη γερ­μα­νι­κή κα­το­χή προ­η­γή­θη­κε των α­με­ρι­κα­νών ι­στο­ρι­κών, που, στη­ρι­ζό­με­νοι σε αυ­τά, υ­πο­στή­ρι­ξαν την ε­μπλο­κή της Κυ­βέρ­νη­σης του Βι­σύ έ­να­ντι της προ­η­γού­με­νης εκ­δο­χής πε­ρί πα­θη­τι­κής α­ντί­στα­σης. Όπως και να έ­χει, δή­λω­σε έκ­πλη­κτος, κι ας εί­ναι το πρό­σφα­το Νό­μπελ το 40ο του εκ­δο­τι­κού του οί­κου. Μό­νο ο Έλλη­νας εκ­δό­της του Μο­ντιά­νο, ο Νί­κος Γκιώ­νης, φαί­νε­ται να το πε­ρί­με­νε. Ανε­ξάρ­τη­τα αν δεν φρό­ντι­σε να μην τον υ­περ­κε­ρά­σει η ζή­τη­ση ε­νός Νό­μπελ. 
Για να α­κρι­βο­λο­γού­με, ο Μο­ντιά­νο δεν α­πέ­κτη­σε έ­ναν, αλ­λά, δια­δο­χι­κά, ε­πτά εκ­δό­τες, γε­γο­νός που πι­θα­νώς να δεί­χνει μι­κρή α­να­γνω­σι­μό­τη­τα των βι­βλίων του. Ο κα­θέ­νας α­πό αυ­τούς εκ­δί­δει α­πό έ­να, ε­κτός α­πό τον τε­λευ­ταίο, που με­τρά τέσ­σε­ρα. Το πρώ­το βι­βλίο του Μο­ντιά­νο στα ελ­λη­νι­κά κυ­κλο­φό­ρη­σε το κα­λο­καί­ρι του 1987, χά­ρις στην Ιωάν­να Χατ­ζη­νι­κο­λή, την εκ­δό­τρια που έ­φε­ρε στον ελ­λη­νι­κό χώ­ρο πλειά­δα Γάλ­λων συγ­γρα­φέων, με κυ­ρίαρ­χα ο­νό­μα­τα την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ και τον Ζακ Λα­κα­ριέρ. Ίσως, η Χατ­ζη­νι­κο­λή να συ­νέ­χι­ζε με τους δι­κούς της ρυθ­μούς, αν δεν εμ­φα­νί­ζο­νταν άλ­λοι εκ­δό­τες πιο εύ­ρω­στοι και με δια­φο­ρε­τι­κά κρι­τή­ρια. Αυ­τό το πρώ­το βι­βλίο ήταν το ένατο του Μοντιάνο, «Η χα­μέ­νη γει­το­νιά», που εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει το 1984. Ακο­λού­θη­σε, το 1988, το έ­κτο βι­βλίο του α­πό τις εκ­δό­σεις Κέ­δρος, «Οδός σκο­τει­νών μα­γα­ζιών», που ε­πι­λέ­χθη­κε χά­ρις στο Βρα­βείο Γκον­κούρ του 1978. Το 1992, οι εκ­δό­σεις Οδυσ­σέ­ας ε­πι­λέ­γουν το πιο πρό­σφα­το, «Άνθη ε­ρει­πίων», του 1991. Ενώ, οι εκ­δό­σεις Λι­βά­νης, το 1995, το τέ­ταρ­το βι­βλίο του, «Η βί­λα της θλί­ψης», του 1975, καθώς αυτό μόλις είχε γυριστεί ταινία, με τίτ­λο «Το ά­ρω­μα της Υβόν­νης». Οι εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­της, το 1996, προ­τι­μούν το «Κυ­ρια­κές του Αυ­γού­στου», του 1986. Το 1999, οι εκ­δό­σεις Πα­τά­κη ε­πι­λέ­γουν το «Ντό­ρα Μπρού­ντερ» του 1997. Από ε­κεί και ύ­στε­ρα, ε­ντός του 21ου, α­πό τις εκ­δό­σεις Πό­λις, έ­χουν κυ­κλο­φο­ρή­σει τέσ­σε­ρα βι­βλία: το 2002 το «Η μι­κρή Μπι­ζού» του 2001, και συ­νε­χί­ζουν, το 2004 με το «Ήταν ό­λοι τους τό­σο κα­λά παι­διά...» του 1982, το 2005 το «Νυ­χτε­ρι­νό α­τύ­χη­μα» του 2003, και το 2008 το «Στο café της χα­μέ­νης νιό­της» του 2007. 
Δε­δο­μέ­νου ό­τι στο έρ­γο του Μο­ντιά­νο τι­μή­θη­κε η κα­θα­ρή λο­γο­τε­χνία, η χα­μη­λό­φω­νη και υ­παι­νι­κτι­κή, που δεν α­ντι­δι­κεί ού­τε κα­ταγ­γέλ­λει, το πρω­ταρ­χι­κό σε μία με­τά­φρα­ση εί­ναι το τι μπό­ρε­σε να δια­σω­θεί α­πό το ύ­φος, την α­τμό­σφαι­ρα, τον ρυθ­μό. Συ­νο­λι­κά, ε­πτά με­τα­φρα­στές δο­κι­μά­στη­καν. Πέ­ντε (Μπά­μπης Λυ­κού­δης, η με­τα­φρά­στρια και του Λε Κλε­ζιό Λή­δα Παλ­λα­ντίου, Κα­λή Τζώρτ­ζη, Αντώ­νης Κα­ρα­βα­σί­λης, Μα­νώ­λης Κορ­νή­λιος)  με­τέ­φρα­σαν α­πό έ­να βι­βλίο, δύο (Βά­σω Νι­κο­λο­πού­λου, Νί­κη Κα­ρα­κί­τσου-Ντου­ζέ) έ­νω­σαν τις δυ­νά­μεις τους σε τρία, ε­νώ ο Αχιλ­λέ­ας Κυ­ρια­κί­δης με­τέ­φρα­σε τα δυο α­πό τα τέσ­σε­ρα βι­βλία των εκ­δό­σεων Πό­λις, το πρώ­το και το τε­λευ­ταίο. Ευ­τύ­χη­σε στα ελ­λη­νι­κά ο ε­φε­τι­νός Νο­μπε­λί­στας. Οι με­τα­φρά­σεις των βι­βλίων του θα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν α­πό μέ­τριες έως πο­λύ κα­λές. Εί­ναι κρί­μα που δεν γνω­ρί­ζει ελ­λη­νι­κά για να το δια­πι­στώ­σει. Το πι­θα­νό­τε­ρο να ό­ρι­ζε ως μό­νι­μο με­τα­φρα­στή του τον Κυ­ρια­κί­δη, που, θαυ­μά­ζο­ντας τον Μο­ντιά­νο για το “πώς γρά­φε­ται έ­νας ε­φιάλ­της”, βρή­κε το πώς με­τα­φρά­ζε­ται. 
Παι­δί ο Μο­ντιά­νο, τη μό­νη άλ­λη γλώσ­σα που μί­λη­σε, πλην των γαλ­λι­κών, ή­ταν τα φλα­μαν­δι­κά. Η μη­τέ­ρα του εί­ναι η Βελ­γί­δα η­θο­ποιός Λουί­ζα Κολ­πέιν, γνω­στή α­κό­μη σή­με­ρα στη χώ­ρα της α­πό τη­λε­ο­πτι­κές σει­ρές του ’70. Γεν­νη­μέ­νη στην Αμβέρ­σα το 1918, ξε­κί­νη­σε την κα­ριέ­ρα της πριν τον Πό­λε­μο στις Βρυ­ξέλ­λες, παί­ζο­ντας σε φλα­μαν­δι­κές ται­νίες και μιού­ζι­καλ. Το 1942 α­να­ζή­τη­σε την τύ­χη της στο Πα­ρί­σι, ό­που γνώ­ρι­σε τον Αλμπέρ­το Μο­ντιά­νο. Πα­ντρεύ­τη­καν στην Απε­λευ­θέ­ρω­ση, α­πέ­κτη­σαν δυο γιους, τον Πα­τρίκ και τον Ρού­ντυ το 1947, που πέ­θα­νε στα δέ­κα του α­πό λευ­χαι­μία, χώ­ρι­σαν στις αρ­χές του ’60. Ο Αλμπέρ­το ξα­να­πα­ντρεύ­τη­κε και α­πε­βίω­σε το 1977, όταν η Λουίζα ήταν τηλεστάρ στη Φλά­ντρα. Ένα γο­νι­κό ζεύ­γος, που θυ­μί­ζει ε­κεί­νο του πρό­σφα­του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Χά­ρη Βλα­βια­νoύ «Το αί­μα νε­ρό». Τα βιο­γρα­φι­κά του πα­τέ­ρα Μο­ντιά­νο πα­ρα­μέ­νουν συ­γκε­χυ­μέ­να, με α­ντι­κρουό­με­νες εκ­δο­χές. 
Τα πρώ­τα χρό­νια του γά­μου τους, πά­ντως, ε­κεί­νος εί­ναι έ­νας Εβραίος, που στην Κα­το­χή με πλα­στή ταυ­τό­τη­τα φέ­ρε­ται ως μαυ­ρα­γο­ρί­της και συ­νερ­γά­της των Γερ­μα­νών, ε­νώ ε­κεί­νη, με πέ­ντε ται­νίες πριν τον Πό­λε­μο, α­νυ­πο­μο­νεί να ξε­κι­νή­σει την ε­πό­με­νη, που προ­βάλ­λε­ται το 1949, α­νοί­γο­ντας το δρό­μο για άλ­λες ο­κτώ μέ­χρι τα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του ’60. Το τε­λευ­ταίο τους μέ­λη­μα ή­ταν τα παι­διά τους. Απού­σα η μη­τέ­ρα, τα α­φή­νει νή­πια στους γο­νείς της και με­τά, σε μια φί­λη της. Ο Πα­τρίκ βρί­σκε­ται ε­σω­τε­ρι­κός σε σχο­λεία, α­πό ό­που κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη δρα­πε­τεύει, πε­ρισ­σό­τε­ρο πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στους πα­ρι­σι­νούς δρό­μους πα­ρά κα­θή­με­νος στα θρα­νία. Από την πόρ­τα της Σορ­βό­νης πέ­ρα­σε αλ­λά δεν βγή­κε. Κά­πως έ­τσι του­λά­χι­στον, σκια­γρα­φεί ο ί­διος τα παι­δι­κά και ε­φη­βι­κά του χρό­νια.
Κα­τά μία εκ­δο­χή, α­πό το 1967 μέ­χρι σή­με­ρα, ο Μο­ντιά­νο γρά­φει το ί­διο βι­βλίο, με τον πα­τέ­ρα στον πρώ­το ρό­λο, μέ­χρι που κα­τα­κά­θι­σε ο συ­ναι­σθη­μα­τι­κός φόρ­τος και ήρ­θε η σει­ρά της μη­τέ­ρας. Η με­λέ­τη του έρ­γου του α­πό τον Τιερ­ρύ Λω­ράν, που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1997, τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Το έρ­γο του Πα­τρίκ Μο­ντιά­νο: έ­να αυ­το­μυ­θι­στό­ρη­μα». Δα­νεί­ζε­ται το νε­ο­λο­γι­σμό, που ει­σή­γα­γε έ­νας άλ­λος γαλ­λο­ε­βραίος συγ­γρα­φέ­ας, ο Σερζ Ντου­μπρόβ­σκι, για το δι­κό του έρ­γο, με­τα­ξύ μυ­θο­πλα­σίας και αυ­το­βιο­γρα­φίας. Ωστό­σο, για το έρ­γο του Μο­ντιά­νο, θεω­ρή­θη­κε μάλ­λον μειω­τι­κός, α­δι­κώ­ντας κα­τά κά­ποιο τρό­πο τη λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τά του. Ο τρό­πος που πα­ραλ­λάσ­σει τα πραγ­μα­τι­κά πρό­σω­πα, με δια­φο­ρε­τι­κές με­τα­μορ­φώ­σεις α­πό βι­βλίο σε βι­βλίο, α­φί­στα­ται μιας μυ­θο­ποιη­μέ­νης βιο­γρα­φίας. Το σί­γου­ρο, ό­μως, εί­ναι πως σε κά­ποια βι­βλία του, ό­πως το «Βι­βλιά­ριο της οι­κο­γέ­νειας» του 1977 και το με­τα­γε­νέ­στε­ρο, «Μία γε­νε­α­λο­γία», του 2005, το αυ­το­βιο­γρα­φι­κό στοι­χείο υ­περ­τε­ρεί, χω­ρίς να συ­μπί­πτει με την α­κρί­βεια πραγ­μα­τι­κών συμ­βά­ντων. Κα­τά τα άλ­λα, η μορ­φή που δί­νει στην α­φή­γη­ση, α­να­ζη­τώ­ντας τα ί­χνη προ­σώ­πων που ε­ξα­φα­νί­στη­καν, έ­τσι ό­πως α­φορ­μά­ται α­πό πραγ­μα­τι­κά πε­ρι­στα­τι­κά, λ.χ., στο «Ντό­ρα Μπρού­ντερ», θα ταί­ρια­ζε στο αυ­το­μυ­θι­στό­ρη­μα ε­νός ε­ρευ­νη­τή αρ­χείων ή ε­νός ι­στο­ρι­κού της ε­βραϊκής γε­νο­κτο­νίας, ε­πι­κε­ντρω­μέ­νου στη γερ­μα­νι­κή κα­το­χή του Πα­ρι­σιού. 
Ο Μο­ντιά­νο δια­θέ­τει μία συγ­γρα­φι­κή φα­ντα­σία δια­φο­ρε­τι­κής γο­νι­μό­τη­τας α­πό ε­κεί­νη του μπε­στσελ­λε­ρί­στα. Πι­θα­νώς για­τί δια­μορ­φώ­θη­κε με το έμ­μο­νο πά­θος της ε­βραϊκής ταυ­τό­τη­τας και μοί­ρας, μη­ρυ­κά­ζο­ντας για χρό­νια την αι­νιγ­μα­τι­κή α­που­σία του πα­τέ­ρα και το θά­να­το ε­νός μι­κρό­τε­ρου α­δελ­φού, τον οποίον δείχνει σαν να τον κουβαλά στη ράχη του. Θυ­μί­ζει το καρ­να­βα­λι­κό Δί­κω­λο στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Γιάν­νη Κιουρ­τσά­κη, «Σαν μυ­θι­στό­ρη­μα», που στη γαλ­λι­κή με­τά­φρα­ση χρη­σι­μο­ποιή­θη­κε ως τίτ­λος, και για­τί ό­χι, α­φού το βι­βλίο γρά­φτη­κε με α­φορ­μή τον αυ­τό­χει­ρα με­γα­λύ­τε­ρο α­δελ­φό του α­φη­γη­τή. Η βε­ντά­λια της φα­ντα­σίας του Μο­ντιά­νο α­νοί­γει α­πό το πρώ­το του βι­βλίο, «Πλα­τεία του α­στε­ριού», με α­φη­γη­τή που προ­βάλ­λει σαν δι­κό του alter ego, αλ­λά α­κούει στο ό­νο­μα Σλε­μι­λό­βι­τς, τον σκω­πτι­κό ή­ρωα της γί­ντις πα­ρά­δο­σης. Αυ­τός, σε κα­τά­στα­ση πα­ραι­σθη­σια­κού με­τεω­ρι­σμού, παίρ­νει τα δια­φο­ρε­τι­κά προ­σω­πεία, τα ο­ποία κα­τά και­ρούς ο ί­διος εί­χε α­πο­δώ­σει στον πα­τέ­ρα του.
Πα­ραλ­λα­γές του πα­τρι­κού φά­σμα­τος ως “Ασκή­σεις ύ­φους”, σύμ­φω­να και με τον τίτ­λο του βα­σι­κού έρ­γου του Ραιη­μόντ Κε­νώ, που στά­θη­κε προ­στά­της του στην ε­φη­βεία, μέ­χρι που τον ο­δή­γη­σε 23χρο­νο με το πρώ­το του βι­βλίο στον Γκα­λι­μά­ρ, και δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στην εκκλησία, ως κουμπάρος μαζί με τον Αντρέ Μαλρώ. Ωστό­σο, οι “α­σκή­σεις” του Μο­ντιά­νο εί­ναι πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κές. Η συ­νη­θέ­στε­ρη δο­μή που υιο­θε­τεί για να ξε­δι­πλώ­σει την α­να­ζή­τη­ση προ­σώ­πων με θο­λό πα­ρελ­θόν ή άλ­λων που τα ί­χνη τους χά­θη­καν, εί­ναι αυ­τή του α­στυ­νο­μι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, χω­ρίς ψυ­χο­λο­γι­κές εμ­βα­θύν­σεις, ε­πι­μέ­νο­ντας στις λε­πτο­μέ­ρειες και τις σχο­λα­στι­κά α­κρι­βείς συ­ντε­ταγ­μέ­νες του τό­που. 
Έτσι α­να­σταί­νει το Πα­ρί­σι του ’60, σή­με­ρα πλέ­ον έ­να ο­νει­ρι­κό Πα­ρί­σι. Σε αυ­τό πε­ρι­πλα­νιέ­ται “η μι­κρή Μπι­ζού”, α­να­κα­λώ­ντας πα­ρελ­θο­ντι­κά γε­γο­νό­τα, που μέ­νουν σαν να κο­λυ­μπούν στο χρό­νο χω­ρίς συν­δε­τι­κό ειρ­μό. Αλλά και η Λου­κί, ό­πως την α­πο­κα­λεί η μποέ­μι­κη πα­ρέα του Κα­φέ στο ο­ποίο συ­χνά­ζει, του “Κα­φέ της χα­μέ­νης νεό­τη­τας”. Δυο η­ρωί­δες, που κα­τα­τρύ­χο­νται α­πό το φά­σμα της μη­τέ­ρας και δί­νουν τη λύ­ση της αυ­το­χει­ρίας. Το τέ­λος του πρώ­του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος εί­ναι αι­σιό­δο­ξο, “η μι­κρή Μπι­ζού” ε­πι­βιώ­νει κά­νο­ντας μια και­νού­ρια αρ­χή. Πο­λύ πιο ρε­α­λι­στι­κό το δεύ­τε­ρο, κα­θώς η Λου­κί δρα­σκε­λί­ζει τα κά­γκε­λα του μπαλ­κο­νιού. Πριν πέ­σει ψελ­λί­ζει: “Αυ­τό εί­ναι. Αφή­σου.”. Δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα α­πό τα κα­λύ­τε­ρα δείγ­μα­τα του λο­γο­τε­χνι­κού ύ­φους του Μο­ντιά­νο. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου 

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 19/10/2014.

Χτες στη ντουλάπα, σήμερα σημαιοφόροι

$
0
0
Δη­μή­τρης Πα­πα­νι­κο­λά­ου
«Σαν κ’ ε­μέ­να κα­μω­μέ­νοι.
Ο ο­μο­φυ­λό­φι­λος Κα­βά­φης
και η ποιη­τι­κή της σε­ξουα­λι­κό­τη­τας»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Μάιος 2014

Ο Δη­μή­τρης Πα­πα­νι­κο­λά­ου ε­ξο­μο­λο­γεί­ται στην πρώ­τη συ­νέ­ντευ­ξη, που έ­δω­σε μό­λις κυ­κλο­φό­ρη­σε το βι­βλίο του, πως ή­ταν συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­νος, για την α­κρί­βεια θυ­μω­μέ­νος, ό­ταν το έ­γρα­φε. Εί­ναι το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του και το πρώ­το στα ελ­λη­νι­κά. Θέ­λη­σε αυ­τό το πρώ­το βι­βλίο στη μη­τρι­κή του γλώσ­σα να εί­ναι για τον Κα­βά­φη, με τον ο­ποίο α­σχο­λεί­ται α­πό δε­κα­ε­τίας. Ου­σια­στι­κά, α­πό τό­τε που αρ­χί­ζει να δι­δά­σκει στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Οξφόρ­δης, ό­που σή­με­ρα εί­ναι α­να­πλη­ρω­τής κα­θη­γη­τής Νε­ο­ελ­λη­νι­κών Σπου­δών. Στο ί­διο Πα­νε­πι­στή­μιο, στην έ­δρα της Ποίη­σης, δί­δα­ξε με­τά τον πό­λε­μο Κα­βά­φη ο ελ­λη­νι­στής Σέ­σιλ Μώ­ρις Μπά­ου­ρα, ε­πι­κε­ντρώ­νο­ντας τις ο­μι­λίες του στη σχέ­ση του Αλε­ξαν­δρι­νού με το ελ­λη­νι­κό πα­ρελ­θόν. Εκεί­νος ξε­κι­νού­σε α­πό την αρ­χαία ελ­λη­νι­κή ποίη­ση, ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου, κι αυ­τός κλα­σι­κός φι­λό­λο­γος, τον προά­γει σε έ­να πε­δίο ευ­ρύ­τε­ρο του α­μι­γώς λο­γο­τε­χνι­κού, προ­τεί­νο­ντας μία “νέα α­νά­γνω­ση” α­πό την πλευ­ρά των σπου­δών φύ­λου και σε­ξουα­λι­κό­τη­τας. Σε αυ­τήν την ε­πι­λο­γή τον ώ­θη­σε η δια­πί­στω­ση, πως κα­νείς δεν έ­χει α­σχο­λη­θεί με τον Κα­βά­φη κά­τω α­πό τη συ­γκε­κρι­μέ­νη ο­πτι­κή. Άλλω­στε, η εν λό­γω έλ­λει­ψη εν­δια­φέ­ρο­ντος α­πό την πλευ­ρά της ελ­λη­νι­κής α­κα­δη­μαϊκής κοι­νό­τη­τας και ευ­ρύ­τε­ρα της ελ­λη­νι­κής κρι­τι­κής, σε συν­δυα­σμό με την α­ντι­με­τώ­πι­ση της ο­μο­φυ­λο­φι­λίας εί­τε με α­πο­σιώ­πη­ση εί­τε με α­πα­ξίω­ση, εί­ναι αυ­τό που τον θυ­μώ­νει. Το γε­γο­νός ό­τι η πρώ­τη Σχο­λή Σπου­δών Φύ­λου, αν δεν σφάλ­λου­με, προέ­κυ­ψε στις Η­ΠΑ μό­λις το 1989 και στην Ελλά­δα, υ­πό τη μορ­φή Εργα­στη­ρίου του Τμή­μα­τος Κοι­νω­νι­κής Πο­λι­τι­κής της Σχο­λής Πο­λι­τι­κών Επι­στη­μών του Πα­ντείου Πα­νε­πι­στη­μίου το 2006, φαί­νε­ται να μην το συ­νυ­πο­λο­γί­ζει, μάλ­λον πα­ρα­συ­ρό­με­νος α­πό την προ­σω­πι­κή του, προ­νο­μιού­χο ε­μπει­ρία. Εμπλε­κό­με­νος ο ί­διος, κρί­νει μέ­σα α­πό τον δι­κό του χω­ρό­χρο­νο: Λον­δί­νο-αρ­χές 21ου.
Η πε­ρί­πτω­ση του Πα­πα­νι­κο­λά­ου πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον. Γεν­νη­μέ­νος στην Αθή­να 40 χρό­νια με­τά τον θά­να­το του Κα­βά­φη, ο­λο­κλη­ρώ­νει το 1995 πα­νε­πι­στη­μια­κές σπου­δές στο Κα­πο­δι­στρια­κό και στη συ­νέ­χεια σπου­δά­ζει για δυο χρό­νια μου­σι­κή και φλά­ου­το στο Ωδείο Αθη­νών. Ως υ­πό­τρο­φος του ελ­λη­νι­κού κρά­τους, κά­νει με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές στη συ­γκρι­τι­κή λο­γο­τε­χνία και τη με­τα­φρα­σε­ο­λο­γία στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Οξφόρ­δης. Το 2002 πα­ρου­σιά­ζει δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή, που αρ­γό­τε­ρα α­πο­τέ­λε­σε το πρώ­το του βι­βλίο, με τίτ­λο, «Singing poets: Popular Music and Litterature in France and Greece (1945-1975): Reading Brassens, Ferre, Theodorakis, Savvopoulos». Τα ε­ρευ­νη­τι­κά του εν­δια­φέ­ρο­ντα πα­ρα­μέ­νουν σε διε­πι­στη­μο­νι­κούς το­μείς: συ­γκρι­τι­κή λο­γο­τε­χνία, ελ­λη­νι­κή και ξέ­νη, μου­σι­κή, κι­νη­μα­το­γρά­φος και κυ­ρίως, στην αλ­λη­λε­πί­δρα­ση ό­λων αυ­τών με τις σπου­δές φύ­λου και σε­ξουα­λι­κό­τη­τας. Σή­με­ρα δι­δά­σκει σε με­τα­πτυ­χια­κούς φοι­τη­τές στο International Gender Studies Center του πα­νε­πι­στη­μίου της Οξφόρ­δης. Εκεί­νο που τον φέρ­νει στην ελ­λη­νι­κή ε­πι­και­ρό­τη­τα, καί­τοι μό­νι­μος κά­τοι­κος Αγγλίας, εί­ναι το Αρχείο Κα­βά­φη. Με την αλ­λα­γή ι­διο­κτή­τη του Αρχείου, Δε­κέμ­βριο 2012, ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου α­νέ­λα­βε ε­πι­στη­μο­νι­κός σύμ­βου­λος. Ο τίτ­λος δη­λώ­νει θέ­ση γνω­μο­δο­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα, ε­νώ, στην πρά­ξη, κα­θώς ο νέ­ος ι­διο­κτή­της δεν α­νή­κει στη χο­ρεία των συγ­γρα­φέων και με­λε­τη­τών, η δι­καιο­δο­σία διευ­ρύ­νε­ται. Ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου φαί­νε­ται να ε­πέ­χει σή­με­ρα τη θέ­ση διευ­θύ­νο­ντα του Αρχείου.
Ωστό­σο, το βι­βλίο του ελ­κύει α­πό μό­νο του την προ­σο­χή, κα­θώς ει­σά­γει στα α­νοί­κεια για τον Έλλη­να α­να­γνώ­στη πε­δία των φυ­λε­τι­κών σπου­δών. Επι­κε­ντρώ­νε­ται στη διτ­τή ι­διό­τη­τα του ο­μο­φυ­λό­φι­λου και ποιη­τή, ε­πι­λέ­γο­ντας ως πρό­τυ­πο πα­ρά­δειγ­μα τον Κα­βά­φη. Το γε­γο­νός ό­τι εί­ναι θυ­μι­κά γραμ­μέ­νο μπο­ρεί να α­πο­τε­λεί μειο­νέ­κτη­μα για έ­να α­κα­δη­μαϊκό σύγ­γραμ­μα, συ­νι­στά ό­μως α­τού για έ­να βι­βλίο, που α­πευ­θύ­νε­ται στο πλα­τύ­τε­ρο κοι­νό. Με την ευ­θύ­τη­τα ε­νός λό­γου σχε­δόν προ­φο­ρι­κού, σαν ο­μι­λία με διά­σπαρ­τα δο­κι­μια­κής υ­φής μέ­ρη, α­να­ζη­τεί­ται το πώς δια­μορ­φώ­νε­ται στα­δια­κά η σε­ξουα­λι­κή ταυ­τό­τη­τα την ε­πο­χή του Κα­βά­φη και σή­με­ρα. Στην ερ­μη­νεία των τεκ­μη­ρίων, κα­βα­φι­κών ποιη­μά­των και ση­μειω­μά­των, έρ­χε­ται σε ε­πι­κου­ρία η ε­μπει­ρία του σύγ­χρο­νου ο­μο­φυ­λό­φι­λου για το πώς η συ­νει­δη­το­ποίη­ση του κοι­νω­νι­κού φύ­λου ο­δη­γεί σε πο­λι­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα το­πο­θε­τή­σεις ως προς τους μη­χα­νι­σμούς ε­ξου­σίας, κα­τα­πίε­σης και α­ντί­στα­σης. 
Η δο­μή του βι­βλίου δεν εί­ναι χρο­νο­λο­γι­κή, ού­τε α­κρι­βώς θε­μα­τι­κή. Ο πρό­λο­γος και τα πέ­ντε κε­φά­λαια α­φορ­μώ­νται α­πό πα­λαιό­τε­ρες συ­ζη­τή­σεις, τις ο­ποίες συ­νε­χί­ζουν, α­ντι­δι­κώ­ντας με γνω­στές θέ­σεις και δί­νο­ντάς τους νέα τρο­πή. Τα κε­φά­λαια υ­πο­διαι­ρού­νται σε μι­κρό­τε­ρες ε­νό­τη­τες, ε­στια­σμέ­νες σε ε­πι­μέ­ρους πτυ­χές, τις ο­ποίες ση­μα­το­δο­τούν προ­κλη­τι­κοί τίτ­λοι δη­μο­σιο­γρα­φι­κής ευ­θυ­βο­λίας. Σε κά­θε ε­νό­τη­τα ε­πι­λέ­γε­ται ως έ­ναυ­σμα έ­να πα­ρελ­θο­ντι­κό κα­τά­λοι­πο, που μπο­ρεί να εί­ναι δη­μο­σίευ­μα, εκ­δή­λω­ση, αρ­χεια­κό εύ­ρη­μα και κυ­ρίως, στοι­χεία α­πό το κα­βα­φι­κό σώ­μα, στί­χοι ή και ο­λό­κλη­ρα ποιή­μα­τα, προ­σω­πι­κά ση­μειώ­μα­τα. Έτσι η α­φή­γη­ση συμ­βα­δί­ζει με τη ση­με­ρι­νή πε­ρί Κα­βά­φη γνώ­ση.
Με αυ­τήν την υ­φο­λο­γι­κή στρα­τη­γι­κή κερ­δί­ζουν έ­δα­φος οι α­πό­ψεις του με­λε­τη­τή, του­λά­χι­στον ό­σο α­φο­ρά έ­να νεό­τε­ρο κοι­νό, που προ­σέρ­χε­ται παρ­θέ­νο στα κα­βα­φι­κά. Από μια ά­πο­ψη, αυ­τό το κοι­νό εί­ναι και το ζη­τού­με­νο, για­τί για τους πα­λαιό­τε­ρους, η α­πο­δο­χή της “νέ­ας α­νά­γνω­σης” που α­να­πτύσ­σε­ται στο βι­βλίο, θα συ­νι­στού­σε μία ευ­ρύ­τε­ρη, κα­τά Τό­μας Κουν, “αλ­λα­γή πα­ρα­δείγ­μα­τος”. Δεν θα σή­μαι­νε δη­λα­δή,  μό­νο την α­πο­δο­χή στην α­ντι­με­τώ­πι­ση ε­νός λο­γο­τε­χνι­κού έρ­γου ε­ξω­λο­γο­τε­χνι­κών πα­ρα­γό­ντων, αλ­λά θα προϋπέ­θε­τε και μία ε­πα­να­στα­τι­κή α­να­τρο­πή ως προς τις φυ­λε­τι­κές σχέ­σεις. Κά­τι πα­ρό­μοιο, σε πε­ριο­χές των αν­θρω­πι­στι­κών ε­πι­στη­μών, α­παι­τεί στα­δια­κές δια­φο­ρο­ποιή­σεις του κοι­νω­νι­κού και πο­λι­τι­σμι­κού κλί­μα­τος, που δεν έ­χουν α­κό­μη λά­βει τέ­τοια έ­κτα­ση. Σή­με­ρα, τα θέ­μα­τα ταυ­τό­τη­τας και φύ­λου προ­κα­λούν α­νη­συ­χία. Θα πρέ­πει να αλ­λά­ξου­με μα­το­γυά­λια, ό­πως πλα­γίως συ­νι­στά ο Μι­σέλ Φου­κώ, για να δού­με τους “anormaux”, “normaux”. Πα­ρό­μοιες ρι­ζο­σπα­στι­κές δια­φο­ρο­ποιή­σεις μπο­ρεί να προ­κύ­ψουν, δεν α­πο­κλείε­ται ό­μως να πα­ρα­μεί­νουν ου­το­πι­κό ό­ρα­μα μειο­ψη­φίας.
Το τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο του βι­βλίου, που α­να­φέ­ρε­ται στην πρόσ­λη­ψη του κα­βα­φι­κού έρ­γου, δια­χω­ρί­ζει “ο­μα­λούς και α­νώ­μα­λους”. Ήδη, ό­μως, ο τίτ­λος του βι­βλίου, δη­λώ­νει εμ­φα­τι­κά την ύ­παρ­ξη μιας δια­φο­ρε­τι­κής κοι­νό­τη­τας. Αλιεύε­ται α­πό έ­να κα­βα­φι­κό ση­μείω­μα, με η­με­ρο­μη­νία 15.12.1905, για να ση­μα­το­δο­τή­σει αυ­τήν την και­νο­φα­νή κοι­νό­τη­τα. Σε μία ε­πο­χή που οι ι­δε­ο­λο­γι­κές συλ­λο­γι­κό­τη­τες έ­χουν α­πο­δυ­να­μω­θεί, η έ­ντα­ξη σε μια πα­γκό­σμια κοι­νό­τη­τα α­πο­πνέει αί­σθη­ση α­σφά­λειας. Σύμ­φω­να με τον υ­πό­τιτ­λο του βι­βλίου, ως προ­φή­της και αρ­χη­γέ­της προ­βάλ­λει “ο ο­μο­φυ­λό­φι­λος Κα­βά­φης”. Ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου σχο­λιά­ζει προ­λο­γι­κά ό­τι θεω­ρεί α­κρι­βέ­στε­ρο το “κουήρ Κα­βά­φης”, που α­πο­δί­δε­ται ως αλ­λό­κο­τος. Αρχι­κά, στα αγ­γλι­κά, η λέ­ξη ή­ταν κα­κό­ση­μη, ω­στό­σο υιο­θε­τή­θη­κε προς α­ντι­κα­τά­στα­ση του γκέι, ως αρ­κού­ντως αό­ρι­στη και ά­ρα, προ­σφε­ρό­με­νη για α­να­νο­η­μα­το­δό­τη­ση. Με τη χρή­ση της σε α­κα­δη­μαϊκό ε­πί­πε­δο, ε­πι­διώ­κε­ται η σε­ξουα­λι­κό­τη­τα να μην ταυ­τί­ζε­ται α­πό­λυ­τα με το φύ­λο, αλ­λά να πα­ρα­μέ­νει αό­ρι­στη σε συμ­φω­νία με τις ε­ρω­τι­κές ε­πι­θυ­μίες, που ο­δη­γούν σε η­δο­νές κα­τά μό­νας ή συ­ντρο­φευ­μέ­νες.
Ας ε­πα­νέλ­θου­με, λοι­πόν, στον Κα­βά­φη, ό­χι ό­μως με­μο­νω­μέ­να στον ποιη­τή, ού­τε “βιο­γρα­φί­στι­κα”. Αλλά σε έ­ναν Κα­βά­φη προάγ­γε­λο κοι­νω­νι­κών α­να­τρο­πών, πέ­ραν του πε­δίου της ποίη­σης. Στο διά­λο­γο με τους πα­λαιό­τε­ρους, που α­νοί­γει ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου, σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις, φαί­νε­ται να μη δί­νει την α­να­λο­γού­σα ση­μα­σία στην πα­ρά­με­τρο του χρό­νου. Πα­ρά­δειγ­μα, η α­να­φο­ρά του στις α­ντι­δρά­σεις που προ­κά­λε­σε το editorial στο α­φιε­ρω­μα­τι­κό τεύ­χος του «Journal of the Hellenic Diaspora» για τα 50 χρό­νια α­πό το θά­να­το του Κα­βά­φη. Συ­γκε­κρι­μέ­να, η ε­πι­γραμ­μα­τι­κή α­πό­φαν­ση: «Cavafy is neither “perverse” not “obsessed” nor even “erotic”. Cavafy is gay.», την ο­ποία με­τα­φρά­ζει: «Ο Κα­βά­φης δεν εί­ναι πρό­στυ­χος, ού­τε μο­νο­μα­νής, ού­τε καν ε­ρω­τι­κός. Ο Κα­βά­φης εί­ναι γκέι». Ακρι­βέ­στε­ρα, τα ε­πί­θε­τα θα α­πο­δί­δο­νταν, α­ντί­στοι­χα, ως διε­στραμ­μέ­νος, ι­δε­ο­λη­πτι­κός, ε­ρω­τι­κός και κυ­ρίως, το τε­λευ­ταίο ως ο­μο­φυ­λό­φι­λος. Εν έ­τει 1983, αλ­λά α­κό­μη και μέ­χρι σή­με­ρα, οι δυο λέ­ξεις στα ελ­λη­νι­κά δεν εί­ναι α­κρι­βώς συ­νώ­νυ­μες. 
Στον αγ­γλό­φω­νο κό­σμο, με­τά τον Πό­λε­μο, υιο­θε­τή­θη­κε το γκέι α­κό­μη και σε α­κα­δη­μαϊκό ε­πί­πε­δο, λ.χ., οι σπου­δές φύ­λου αρ­χι­κά α­πο­κα­λού­νταν “σπου­δές γκέι και λε­σβια­κές”, προς α­ντι­κα­τά­στα­ση της λέ­ξης ο­μο­φυ­λό­φι­λος, που εί­χε προσ­λά­βει μία δυ­σά­ρε­στα κλι­νι­κή χροιά, κα­θώς η ο­μο­φυ­λο­φι­λία α­να­γνω­ρι­ζό­ταν ε­πί­ση­μα ως πνευ­μα­τι­κή νό­σος. Αντι­θέ­τως, στα κα­θ’ η­μάς, το μεν ο­μο­φυ­λό­φι­λος ως πα­ραλ­λαγ­μέ­νο α­ντι­δά­νειο του γερ­μα­νι­κού homosexual δια­τη­ρού­σε την ου­δε­τε­ρό­τη­τά του, ε­νώ το γκέι ει­σή­χθη στα πρώ­τα με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά χρό­νια, ως σύν­δρο­μο των μπαρ και της του­ρι­στι­κής ε­πέ­λα­σης. Εξαρ­χής, ε­κτός της κοι­νό­τη­τας των ε­μπλε­κο­μέ­νων, ή­ταν κα­κό­ση­μο. Σε αυ­τό, ό­πως εί­ναι προ­φα­νές και α­πό τις πε­ρι­κο­πές των κει­μέ­νων τους, α­ντέ­δρα­σαν οι Γ. Π. Σαβ­βί­δης, Δ. Μα­ρω­νί­της, Χα­ρί­κλεια Βα­λιέ­ρι κό­ρη του τρι­τό­το­κου Αρι­στεί­δη Κα­βά­φη. Τους ε­νό­χλη­σε το φορ­τίο της λέ­ξης γκέι, ό­πως, α­ντί­στοι­χα, το φορ­τίο της λέ­ξης ο­μο­φυ­λό­φι­λος εί­χε ε­νο­χλή­σει τους νεό­τε­ρους αγ­γλό­φω­νους. Ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου α­να­φέ­ρε­ται στην ι­στο­ρι­κό­τη­τα των ό­ρων, πα­ρα­βλέ­πει ό­μως τις δια­φο­ρε­τι­κές α­πο­χρώ­σεις τους στις δυο γλώσ­σες.
Το βι­βλίο εκ­κι­νεί με τη φρά­ση του Σαβ­βί­δη, «...the erotic poems… earned for Cavafy the ineptly catachrestic label of gay…», που αλ­λοιώ­νε­ται στη με­τά­φρα­ση. Ση­μαί­νει «...η ε­ρω­τι­κή πλευ­ρά  ε­ξα­σφά­λι­σε στον Κα­βά­φη την α­νό­η­τα υ­περ­βο­λι­κή ε­τι­κέ­τα του γκέι...» και ό­χι, «...την α­νάρ­μο­στη και κα­τα­χρη­στι­κή...». Πι­θα­νώς, λε­πτο­μέ­ρειες. Έτσι κι αλ­λιώς, πα­ρα­μέ­νει έ­να ε­φετ­ζί­δι­κο ά­νοιγ­μα. Ωστό­σο, δεν καλ­λιερ­γεί τον διά­λο­γο, α­ντι­θέ­τως του δί­νει ε­ξαρ­χής ε­πι­θε­τι­κό τό­νο. Το ί­διο θα ι­σχυ­ρι­ζό­μα­στε και για το ξε­κί­νη­μα του πρώ­του κε­φα­λαίου, ό­που ο­λό­κλη­ρο το βι­βλίο πα­ρου­σιά­ζε­ται σαν α­ντί­δρα­ση σε έ­να δη­μο­σίευ­μα, που, κα­τά τη γνώ­μη του με­λε­τη­τή, συ­νι­στά κά­τι σαν ε­πι­το­μή της πα­ρα­δο­σια­κής ελ­λη­νι­κής κα­βα­φι­κής κρι­τι­κής, α­να­δει­κνύο­ντας την ο­μο­φο­βι­κή στά­ση της. Συ­γκε­κρι­μέ­να α­να­φέ­ρε­ται στη φω­το­σει­ρά του ζω­γρά­φου-φω­το­γρά­φου Δη­μή­τρη Γέ­ρου, ό­που ει­κο­νο­γρα­φεί κα­βα­φι­κά ποιή­μα­τα με σκη­νο­θε­τη­μέ­νες α­πό τον ί­διο, βά­σει  συ­γκε­κρι­μέ­νου κά­θε φο­ρά στί­χου ή και ποιή­μα­τος, φω­το­γρα­φίες γνω­στών συγ­γρα­φέων και ει­κα­στι­κών καλ­λι­τε­χνών. Στη ρε­α­λι­στι­κή αυ­τή προσ­γείω­ση της κα­βα­φι­κής ποίη­σης στη σύγ­χρο­νη κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα, με τη δη­μό­σια πε­ρί­πτυ­ξη ε­νός ο­μο­φυ­λό­φι­λου ζευ­γα­ριού προς ει­κο­νο­γρά­φη­ση του ποιή­μα­τος «Πο­λυέ­λαιος», εί­χε α­ντι­δρά­σει με καυ­στι­κό άρ­θρο ο Γ. Για­τρο­μα­νω­λά­κης. Από αυ­τό ορ­μώ­με­νος ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου, χω­ρί­ζει τους με­λε­τη­τές σε δυο ο­μά­δες, “τους πα­λια­κούς Κα­βα­φι­στές” και τους “Cavafistas”, που βλέ­πουν τον Κα­βά­φη ως “τον πρω­το­τυ­πι­κό ο­μο­φυ­λό­φι­λο ποιη­τή της νεω­τε­ρι­κό­τη­τας”.   
Βε­βαίως, ο κα­θέ­νας α­ντι­λαμ­βά­νε­ται έ­ναν συγ­γρα­φέα και το έρ­γο του  μέ­σα α­πό τη δι­κή του ο­πτι­κή. Ωστό­σο, οι δια­χω­ρι­στι­κές γραμ­μές, ι­δίως ό­ταν τρα­βιού­νται με ύ­φος φα­να­τι­κού φί­λα­θλου, εί­ναι ε­πι­σφα­λείς. Πό­σω μάλ­λον ό­ταν έρ­χο­νται α­πό τον διευ­θύ­νο­ντα το Αρχείο Κα­βά­φη. Ο ί­διος δια­τυ­πώ­νει έ­ντο­να και κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη στο βι­βλίο του πα­ρά­πο­να ό­τι στην τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία το Αρχείο Κα­βά­φη στά­θη­κε α­πέ­να­ντί του έ­να κλει­στό Αρχείο, δυ­σχε­ραί­νο­ντας την ε­ρευ­νη­τι­κή του ερ­γα­σία. Μό­νο που πα­ρό­μοια πα­ρά­πο­να δια­τυ­πώ­νο­νται α­πό με­λε­τη­τές και με­τά την αλ­λα­γή ι­διο­κτή­τη. Αλλά σε έ­να ι­διω­τι­κό Αρχείο, εί­ναι στη δια­κρι­τι­κή ευ­χέ­ρεια του διευ­θύ­νο­ντα να ε­πι­τρέ­πει την εί­σο­δο ή να την α­πα­γο­ρεύει, προς δια­φύ­λα­ξη του Αρχείου α­πό κα­κή χρή­ση, ό­που θα μπο­ρού­σε να πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται και οι α­νε­πι­θύ­μη­τες α­να­δι­φή­σεις. Ο ί­διος δεν εί­χε το χρό­νο να το ε­ρευ­νή­σει, μό­νο σε υ­πο­σε­λί­δια ση­μείω­ση α­να­φέ­ρο­νται κά­ποια ευ­ρή­μα­τα, με την υ­πό­σχε­ση πως τα ό­ποια άλ­λα ε­ντο­πι­στούν θα στοι­χειο­θε­τή­σουν τα μελ­λο­ντι­κά βι­βλία του πε­ρί Κα­βά­φη. 
Με τη ση­με­ρι­νή ε­πο­πτεία του, προ­χω­ρά­ει σε μία μάλ­λον πα­ρα­κιν­δυ­νευ­μέ­νη υ­πό­θε­ση ερ­γα­σίας. Υπο­στη­ρί­ζει ό­τι ο Κα­βά­φης ορ­γά­νω­σε τι θα α­φή­σει πί­σω του, κρα­τώ­ντας εν­δει­κτι­κά μό­νο τεκ­μή­ρια των εν­δια­φε­ρό­ντων του και ό­χι το σύ­νο­λο χαρ­τιών και βι­βλίων. Το χα­ρα­κτη­ρί­ζει “αρ­χείο πα­ρα­δειγ­μα­τι­κό”, με την έν­νοια ό­τι πε­ριέ­χει πα­ρα­δείγ­μα­τα ε­νός υ­λι­κού. Συ­μπε­ραί­νει, λ.χ., ό­τι υ­πήρ­χαν πε­ρισ­σό­τε­ροι του ε­νός φά­κε­λοι με α­πο­κόμ­μα­τα γαλ­λι­κών ε­φη­με­ρί­δων γύ­ρω α­πό ο­μο­φυ­λό­φι­λα σκάν­δα­λα στα τέ­λη του 19ου αι., κα­θώς και πε­ρισ­σό­τε­ρες δι­κές του η­με­ρο­λο­για­κές ση­μειώ­σεις, που κα­τέ­στρε­ψε. Σύμ­φω­να με τον με­λε­τη­τή, κά­τι τέ­τοιο θα έ­δει­χνε πως “στη δια­μόρ­φω­ση της ποιη­τι­κής υ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τας” υ­πήρ­χε “συ­ναί­σθη­ση πα­ρα­δειγ­μα­τι­κό­τη­τας”. Λεί­πουν, ό­μως, τα τεκ­μή­ρια ή κά­ποια μαρ­τυ­ρία για πα­ρό­μοια εκ­κα­θά­ρι­ση. Ο μο­να­δι­κός φά­κε­λος σκαν­δά­λου που ε­ντο­πί­στη­κε, α­φο­ρά την πε­ρί­πτω­ση ε­νός ο­μο­φυ­λό­φι­λου που θεω­ρεί ό­τι οι ε­ρω­τι­κές του ε­μπει­ρίες έ­χουν λο­γο­τε­χνι­κές α­ξιώ­σεις και τις εκ­μυ­στη­ρεύε­ται ε­πι­στο­λι­κά στον Εμίλ Ζο­λά. Πά­νω σε αυ­τό, θα μπο­ρού­σα­με να ι­σχυ­ρι­στού­με πως η πι­θα­νή λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τα πα­ρό­μοιων α­φη­γή­σεων ή­ταν αυ­τή που πα­ρα­κί­νη­σε τον Κα­βά­φη να κρα­τή­σει τα συ­γκε­κρι­μέ­να α­πο­κόμ­μα­τα. 
Η υ­πό­θε­ση της ύ­παρ­ξης ε­νός “πα­ρα­δειγ­μα­τι­κού αρ­χείου” αλ­λά και ο τρό­πος, με τον ο­ποίο ο Κα­βά­φης κοι­νο­ποιού­σε τα ποιή­μα­τά του, ε­ναλ­λάσ­σο­ντας φυλ­λά­δια και δη­μο­σιεύ­σεις, α­πο­φεύ­γο­ντας συ­στη­μα­τι­κά την έκ­δο­ση βι­βλίου και κρα­τώ­ντας γε­μά­το με α­νέκ­δο­τα ή και κρυμ­μέ­να το “συρ­τά­ρι” του, ω­θούν τον Πα­πα­νι­κο­λά­ου στη σύλ­λη­ψη μιας ι­διαί­τε­ρης μορ­φής του α­πο­κα­λού­με­νου “the closet syndrome”. Η λέ­ξη σύν­δρο­μο δεν θα πρέ­πει να μας ο­δη­γή­σει στον Φρόυ­ντ, ο ο­ποίος, μη θεω­ρώ­ντας κα­μιάς φύ­σεως α­σθέ­νεια την ο­μο­φυ­λο­φι­λία, δεν α­σχο­λή­θη­κε με το θέ­μα. Το εν λό­γω σύν­δρο­μο προέ­κυ­ψε ό­ψι­μα, στη δε­κα­ε­τία του 1960, και α­φο­ρά τον “κρυ­φό” ο­μο­φυ­λό­φι­λο, που γε­μά­τος ε­νο­χές κρύ­βε­ται στη ντου­λά­πα μέ­χρι που α­πο­φα­σί­ζει να ε­γκα­τα­λεί­ψει την κρυ­ψώ­να του και να “εκ­δη­λω­θεί”. Ακού­στη­κε ως σύν­θη­μα στη φε­τι­νή Pride Parade, που συ­νέ­πε­σε με την κυ­κλο­φο­ρία του βι­βλίου: «Χθες στη ντου­λά­πα, σή­με­ρα στους δρό­μους, αύ­ριο με τα παι­διά μας». Ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου, στη­ρι­ζό­με­νος στον Φου­κώ και τις δια­νοί­ξεις στο πλαί­σιο της “queer theory” σχε­τι­κά με την κοι­νω­νι­κή κα­τα­σκευή του φύ­λου, σκια­γρα­φεί μία “στρα­τη­γι­κή του Κα­βά­φη” α­πό­κρυ­ψης-έκ­θε­σης της ο­μο­φυ­λό­φι­λης ταυ­τό­τη­τάς του.
Ένας, ω­στό­σο, “πα­λια­κός Κα­βα­φι­στής” θα πα­ρα­τη­ρού­σε ό­τι ο Κα­βά­φης ό­χι μό­νο δεν βγή­κε α­πό την ντου­λά­πα αλ­λά η φι­λο­δο­ξία να α­να­γνω­ρι­στεί το έρ­γο του τον έσ­πρω­ξε α­κό­μη βα­θύ­τε­ρα. Σε μία χρο­νο­λο­γι­κή διά­τα­ξη των τεκ­μη­ρίων, στα ο­ποία ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου στη­ρί­ζει τη θεω­ρία του, πρώ­τα έρ­χο­νται τα ση­μειώ­μα­τα του 1897, που α­να­φέ­ρο­νται σε προ­βλή­μα­τα υ­γείας, τα ο­ποία, σύμ­φω­να με τις ε­πι­κρα­τού­σες τό­τε α­πό­ψεις, με­γε­θύ­νο­νται, κα­θώς ε­κλαμ­βά­νο­νται ως κλι­νι­κά συ­μπτώ­μα­τα των κα­τά μό­νας η­δο­νών. Ακο­λου­θούν τα κρυμ­μέ­να ποιή­μα­τα και ση­μειώ­μα­τα, που γρά­φτη­καν ύ­στε­ρα α­πό τα δυο πρώ­τα τα­ξί­δια στην Αθή­να. Όπου, εν­δια­μέ­σως, εί­χε α­πο­βιώ­σει η Χα­ρί­κλεια Κα­βά­φη, οι η­θι­κές α­να­στο­λές εί­χαν χα­λα­ρώ­σει και  οι συ­ντρο­φευ­μέ­νες η­δο­νές μπο­ρεί και να κέρ­δι­ζαν έ­δα­φος. Αργό­τε­ρα, κά­ποια “κρυμ­μέ­να” με­ταμ­φιέ­ζο­νται σε ι­στο­ρι­κά, ε­νώ άλ­λα μέ­νουν α­νέκ­δο­τα ή και “α­τε­λή”. Η α­νι­ψιά του Κα­βά­φη γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «...η ό­λη στά­ση του ή­ταν ε­νός α­ρι­στο­κρά­τη. Οι α­δυ­να­μίες του; Έζη­σα σε μια ε­πο­χή ό­που δεν τις κου­βέ­ντια­ζαν...» Οι σύγ­χρο­νοί του λί­γο πο­λύ γνώ­ρι­ζαν τις προ­τι­μή­σεις του, αλ­λά σέ­βο­νταν το προ­φίλ που ο ί­διος πρό­βα­λε. Το γε­γο­νός ό­τι δεν κα­τέ­στρε­ψε τα τό­τε ε­πι­λή­ψι­μα ί­χνη, που υ­πήρ­χαν στο Αρχείο, ι­δίως τα “α­τε­λή” ποιή­μα­τα, θα μπο­ρού­σε να α­πο­δο­θεί στο λι­γο­ψύ­χι­σμα κά­ποιου που ελ­πί­ζει μέ­χρι την ύ­στα­τη στιγ­μή. Δη­λα­δή, α­να­φύε­ται το ε­ρώ­τη­μα, μή­πως ο με­λε­τη­τής ε­πεν­δύει κα­θ’ υ­περ­βο­λή στην αί­σθη­ση κοι­νό­τη­τας, που εκ­φρά­ζει ο 42χρο­νος, τό­τε ε­ρω­τό­λη­πτος, Κα­βά­φης, με το “σαν κ’ ε­μέ­να κα­μω­μέ­νοι”. Εκτός κι αν πράγ­μα­τι το Αρχείο φυ­λά­ει μυ­στι­κά και ντο­κου­μέ­ντα. 
Σύμ­φω­να, πά­ντως, με τον Πα­πα­νι­κο­λά­ου, η πρώ­τη εκ­δο­χή της “ντου­λά­πας” στο ποιη­τι­κό σώ­μα του Κα­βά­φη βρί­σκε­ται στο ποίη­μα «Τεί­χη», του ο­ποίου τις τύ­χες α­κρο­θι­γώς εί­χα­με α­να­ζη­τή­σει (Επο­χή, 7/9/2014). Η α­να­φο­ρά του εί­ναι η πιο πρό­σφα­τη τύ­χη, που ε­πι­φυ­λά­χθη­κε στο εν λό­γω ποίη­μα, κι αυ­τή ε­πε­τεια­κή, ό­πως ε­κεί­νη του Σι­κε­λια­νού το 1943. Ωστό­σο, δεν το συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει στα 22 ποιή­μα­τα που πα­ρα­θέ­τει στο βι­βλίο του. Συ­νο­λι­κά α­να­φέ­ρο­νται 72 ποιή­μα­τα, 53 “του κα­νό­να”, 14 α­νέκ­δο­τα και πέ­ντε “α­τε­λή”. Τα ε­κτός “του κα­νό­να” μπο­ρεί τα πε­ρισ­σό­τε­ρα να ε­κτι­μώ­νται ως “ποιη­τι­κώς α­δρα­νή”, κα­τα­λαμ­βά­νουν ό­μως κυ­ρίαρ­χη θέ­ση σε αυ­τήν τη “νέα α­νά­γνω­ση”. Τε­λι­κά, το κα­βα­φι­κό σώ­μα, ό­πως το πα­ρου­σιά­ζει η ε­νός και πλέ­ον αιώ­να κα­βο­φο­λο­γία, φέρ­νει στο νου την συρ­τα­ρω­τή Αφρο­δί­τη του Ντα­λί. Ένα συρ­τά­ρι, ου­σια­στι­κά το πρώ­το του τρέ­χο­ντος αιώ­να, εί­ναι αυ­τό του βι­βλίου. 


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 2/11/2014.

Στον αστερισμό της γυναικοκρατίας

$
0
0
Χρι­στί­να Κα­ρά­μπε­λα
«Και­ροί τέσ­σε­ρεις»
Εκδό­σεις Πό­λις
Φε­βρουά­ριος 2014

Από πό­σα βι­βλία, τε­λι­κά, άν­τλη­σε έ­μπνευ­ση η Χρι­στί­να Κα­ρά­μπε­λα για το στή­σι­μο του πρώ­του της βι­βλίου; Ή μή­πως α­πό κα­νέ­να, α­φού, ό­πως ε­ξο­μο­λο­γεί­ται στις συ­νε­ντεύ­ξεις της, δια­βά­ζει κυ­ρίως κλα­σι­κούς συγ­γρα­φείς; Η αί­σθη­ση προ­μνη­σίας, δη­λα­δή του ή­δη ι­δω­μέ­νου, που εί­χα­με δια­βά­ζο­ντας το μυ­θι­στό­ρη­μά της, μπο­ρεί να εί­ναι α­πο­κύη­μα των δι­κών μας α­να­γνώ­σεων. Ας ξε­κι­νή­σου­με α­πό τον τίτ­λο, που φα­νε­ρώ­νει ταυ­τό­χρο­να και τη δο­μή του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Εί­ναι πα­ρεμ­φε­ρής με ε­κεί­νον του προ δε­κα­ε­τίας μυ­θι­στο­ρή­μα­τος της Λί­λας Κο­νο­μά­ρα, «Τέσ­σε­ρις ε­πο­χές-λε­πτο­μέ­ρεια». Εκεί­νης ή­ταν το δεύ­τε­ρο βι­βλίο με­τά το «Μα­κά­ο», που της εί­χε ε­ξα­σφα­λί­σει το βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου του έ­τους 2002. Τα δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα συγ­γε­νεύουν ως έ­να βαθ­μό και μορ­φι­κά, κα­θώς, σε αμ­φό­τε­ρα, πα­ρα­τάσ­σο­νται οι λό­γοι δια­φο­ρε­τι­κών προ­σώ­πων. Τριών στης Κο­νο­μά­ρα, τεσ­σά­ρων στο πρό­σφα­το, μάλ­λον έ­ξι αν με­τρή­σου­με και τον έν­δον λό­γο δυο γυ­ναι­κών, που εί­ναι μεν κύ­ρια πρό­σω­πα της μυ­θο­πλα­σίας, αλ­λά έ­χουν ρό­λους μι­κρό­τε­ρης έ­κτα­σης. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα της Κα­ρά­μπε­λα, μά­λι­στα, προς ε­πί­τευ­ξη μίας πλέ­ον ε­πε­ξερ­γα­σμέ­νης μορ­φής, έ­κα­στος λό­γος δεν α­πο­δί­δε­ται μό­νο σε πρώ­το πρό­σω­πο, αλ­λά μέ­ρος του σε δεύ­τε­ρο, ή, συ­χνό­τε­ρα, σε τρί­το. Έτσι, η συγ­γρα­φέ­ας εκ­με­ταλ­λεύε­ται α­κό­μη μία μορ­φή, αυ­τήν του ε­λεύ­θε­ρου πλά­γιου λό­γου, για να προ­βάλ­λει την ψυ­χο­σύν­θε­ση των προ­σώ­πων.   
Η κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση χρή­ση στον τίτ­λο του και­ρού ως συ­νώ­νυ­μου της ε­πο­χής και η ε­πί­τα­ση ση­μα­σίας δια της α­ντι­στρο­φής της θέ­σης ου­σια­στι­κού ε­πι­θέ­του μπο­ρεί να έ­γι­νε α­πό ποιη­τι­κή διά­θε­ση αλ­λά και για να α­πο­φευ­χθεί η σύ­μπτω­ση, ό­χι με το βι­βλίο της Κο­νο­μά­ρα, που, το πι­θα­νό­τε­ρο, η συγ­γρα­φέ­ας να το α­γνοού­σε, αλ­λά με το πα­σί­γνω­στο έρ­γο του Βι­βάλ­ντι. Σε κα­νέ­να, πά­ντως, α­πό τα δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα δεν γί­νε­ται α­να­φο­ρά στο συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο. Στην αγ­γλι­κή, ω­στό­σο, με­τά­φρα­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος της Κα­ρά­μπε­λα, ό­ταν με το κα­λό έρ­θει η ώ­ρα της, την ταύ­τι­ση του τίτ­λου με το ι­στο­ρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα για τη Βε­νε­τία του Βι­βάλ­ντι της Αμε­ρι­κα­νί­δας Λώ­ρελ Κο­ρό­να, «Οι τέσ­σε­ρις ε­πο­χές», δεν θα την α­πο­φύ­γει. Η Κο­νο­μά­ρα δεν εί­χε πα­ρό­μοια έ­γνοια, κα­θώς το μυ­θι­στό­ρη­μά της εκ­δό­θη­κε τέσ­σε­ρα χρό­νια πριν το αμερι­κανικό μπεστ-σέλερ. Όπως και να έ­χει, στο μυ­θι­στό­ρη­μα της Κα­ρά­μπε­λα, την α­κοή των η­ρώων την ευ­φραί­νουν μό­νο οι ή­χοι της φύ­σης. Όσο α­φο­ρά τις δυο Ελλη­νί­δες συγ­γρα­φείς, ε­κτός α­πό την η­λι­κια­κή σύ­μπτω­ση και το εν­δια­φέ­ρον τους για την ξέ­νη λο­γο­τε­χνία – κα­θη­γή­τρια γαλ­λι­κών η Κο­νο­μά­ρα, πτυ­χιού­χος με­τα­φρά­στρια ι­τα­λι­κών η Κα­ρά­μπε­λα – έ­να άλ­λο κοι­νό τους ση­μείο εί­ναι η ι­διαί­τε­ρη α­δυ­να­μία που δεί­χνουν στις μορ­φι­κές κα­τα­σκευές, ό­που συγ­χω­νεύουν ποι­κι­λία α­φη­γη­μα­τι­κών ει­δών, πρω­τό­τυ­πων ή δά­νειων, πι­θα­νώς εν­συ­νεί­δη­των ί­σως ό­μως και α­πο­τέ­λε­σμα κρυ­πτο­μνη­σίας. Επί­σης, θε­μα­τι­κά κι­νού­νται στην ί­δια ευ­ρεία πε­ριο­χή υ­παρ­ξια­κών και κοι­νω­νι­κών προ­βλη­μά­των σε έ­να σύγ­χρο­νο, ρε­α­λι­στι­κό πλαί­σιο. Ωστό­σο, και οι δύο, η Κο­νο­μά­ρα πε­ρισ­σό­τε­ρο στα πρώ­τα της βι­βλία, προ­σπα­θούν να εν­θέ­σουν υ­περ­βα­τι­κά στοι­χεία. Μό­νο που η Κο­νο­μά­ρα δεν ε­πι­κε­ντρώ­νο­νται στο φύ­λο των προ­σώ­πων, ε­νώ η Κα­ρά­μπε­λα, σε αυ­τό το πρώ­το βι­βλίο, δί­νει προ­νο­μιού­χο θέ­ση στη γυ­ναι­κεία διά­στα­ση του κό­σμου, στή­νο­ντας την ά­λυ­σο μιας μη­τριαρ­χίας σε χρο­νι­κό βά­θος τεσ­σά­ρων γε­νεών. 
Εδώ, η α­να­γνω­στι­κή μας προ­μνη­σία α­να­σύ­ρει έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα, που εί­χε εκ­δο­θεί προ ει­κο­σα­ε­τίας. Το δεύ­τε­ρο της Ευ­γε­νίας Φα­κί­νου, «Το έ­βδο­μο ρού­χο», που πα­ρα­μέ­νει α­νά­με­σα στα κα­λύ­τε­ρά της. Σε αυ­τό, η μη­τριαρ­χι­κή γε­νε­α­λο­γία α­πλώ­νε­ται σε τρεις γε­νιές και α­ντί­στοι­χα, η α­φή­γη­ση μοι­ρά­ζε­ται σε τρεις φω­νές, που ε­ναλ­λάσ­σο­νται. Πά­ντως, και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, της Φα­κί­νου και την πρό­σφα­τη, η χρο­νι­κή α­φε­τη­ρία το­πο­θε­τεί­ται στη Σμύρ­νη, τον και­ρό της Μι­κρα­σια­τι­κής Κα­τα­στρο­φής. Ένα άλ­λο κοι­νό ση­μείο, που προ­σθέ­τει ι­διά­ζου­σα πνοή στην α­φή­γη­ση εί­ναι το μυ­θο­λο­γι­κό υ­πό­στρω­μα. Σε αμ­φό­τε­ρα τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα,  στο συναισθηματικό δεσμό μάνας-κόρης προβάλλει ο μύ­θος της Δή­μη­τρας και της Περ­σε­φό­νης, ό­που, για το Δή­μη­τρα χρη­σι­μο­ποιεί­ται ε­ναλ­λα­κτι­κά το υ­πο­κο­ρι­στι­κό Ρού­λα. Στης Φα­κί­νου, μά­λι­στα, δεν έ­χει δια­κο­σμη­τι­κό ρό­λο, αλ­λά συμ­βάλ­λει στην πλο­κή, κα­θώς η Μι­κρα­σιά­τισ­σα πρό­σφυ­γας, ό­ταν χά­νει την κό­ρη της, ξε­κι­νά­ει τα­ξί­δι στα ί­χνη της συ­νο­νό­μα­τής της θεάς. Στο πρό­σφα­το, προ­βλέ­πο­νται και άλ­λες μορ­φές του Κά­τω Κό­σμου, του­λά­χι­στον ο­νο­μα­στι­κά, μία Ευ­ρυ­δί­κη και έ­νας ή­ρωας, ο­νό­μα­τι Χα­ρι­τό­που­λος, στον ο­ποίο προσ­δί­δο­νται χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ψυ­χο­πο­μπού Χά­ρο­ντα. Ωστό­σο, έ­τσι ό­πως πε­ρι­γρά­φε­ται το πα­ρου­σια­στι­κό του, σε συν­δυα­σμό με την α­κα­τα­νί­κη­τη έλ­ξη που α­σκεί σε ο­ρι­σμέ­νες γυ­ναι­κείες υ­πάρ­ξεις, φέρ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο προς τους α­με­ρι­κα­νι­κής κο­πής βρι­κό­λα­κες. Ένα α­κό­μη μυ­θο­λο­γι­κό πρό­σω­πο εί­ναι η Ερα­τώ, προ­στά­τι­δα των ε­ρω­τι­κών σχέ­σεων. Κα­θό­λου τυ­χαία, έ­τσι  ο­νο­μά­ζε­ται η Σμυρ­νιά προ­για­γιά, που εί­ναι η μό­νη της οι­κο­γέ­νειας θερ­μή στα ε­ρω­τι­κά. 
Και για να ο­λο­κλη­ρώ­σου­με την α­νι­χνευ­τι­κή πα­ράλ­λη­λη α­νά­γνω­ση, σε αμ­φό­τε­ρα τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, προ­νο­μιού­χος δίαυ­λος υ­περ­βα­τι­κών δυ­νά­μεων α­πο­βαί­νει η φύ­ση και κυ­ρίως τα δέ­ντρα. Με έ­να μα­γι­κό δέ­ντρο α­νοί­γει και κλεί­νει το μυ­θι­στό­ρη­μα της Φα­κί­νου, προ­σφέ­ρο­ντας με­τα­φυ­σι­κή ή και πα­ρα­μυ­θη­τι­κή διά­στα­ση σε ό­σα συμ­βαί­νουν. Ενώ, η Κα­ρά­μπε­λα δο­κι­μά­ζε­ται στα δύ­σκο­λα, εμ­φα­νί­ζο­ντας την προ­για­γιά ως μία φα­σμα­τι­κή ύ­παρ­ξη, που ε­πι­τυγ­χά­νει σύν­δε­ση με τον κό­σμο των ζω­ντα­νών ε­ντός της οι­κο­γε­νεια­κής οι­κίας και του κτή­μα­τος που την πε­ρι­βάλ­λει. Από μία ά­πο­ψη, το ό­τι ο­νο­μά­ζει την οι­κία πύρ­γο προοι­κο­νο­μεί την ύ­παρ­ξη ε­νός προ­γο­νι­κού φα­ντά­σμα­τος, που να τον στοι­χειώ­νει. Από την άλ­λη, έ­νας πύρ­γος στην ο­δό Χρυ­σαν­θέ­μων στα ό­ρια Μα­ρου­σίου-Χα­λαν­δρίου, πα­ράλ­λη­λος των ο­δών Υα­κίν­θων, Ρό­δων, Κρί­νων, δεν έ­χει τί­πο­τα το ε­ξω­πραγ­μα­τι­κό, κα­θώς σε ο­λό­κλη­ρη την πε­ριο­χή, ι­δίως λί­γο βο­ρειό­τε­ρα, προς στην Κη­φι­σιά, σώ­ζο­νται α­πό τις πρώ­τες δε­κα­ε­τίες του 20ου ο­ξυ­κό­ρυ­φες ε­παύ­λεις, α­πο­κα­λού­με­νες πύρ­γοι. Χτί­στη­καν α­πό πρού­χο­ντες γη­γε­νείς ή Έλλη­νες της δια­σπο­ράς με την προο­πτι­κή του ε­πα­να­πα­τρι­σμού. Ένας α­πό αυ­τούς εί­ναι ο προ­πάπ­πος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, που στά­θη­κε προ­νο­η­τι­κός και τον έ­χτι­σε πριν την Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή. Ει­δάλ­λως θα ερ­χό­ταν ως πρό­σφυ­γας, ό­πως οι πολ­λοί, και θα κα­τέ­λη­γε υ­πη­ρέ­της ή κη­που­ρός στον κή­πο του πύρ­γου.  
Σύμ­φω­να με τη μυ­θο­πλα­σία, το φά­ντα­σμα της προ­για­γιάς α­πο­κα­θι­στά πνευ­μα­τι­κή σύν­δε­ση με τις α­πο­γό­νους της, αλ­λά και τους υ­πό­λοι­πους ε­ντός του πύρ­γου και του κή­που, μέ­σω ι­πτά­με­νων ε­πι­στο­λών. Ακό­μη έ­να εύ­ρη­μα α­πό α­με­ρι­κα­νι­κής κο­πής μπεστ-σέλερ, τύπου Χά­ρι Πότ­τερ. Πά­ντως, το μι­κτό κα­θα­ρευου­σιά­νι­κο λε­κτι­κό, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό μίας ε­πο­χής και της α­ντί­στοι­χης η­μι­μά­θειας,  μα­ζί με το πε­ριε­χό­με­νο των ε­πι­στο­λών, νου­θε­σίες που έρ­χο­νται α­πό το υ­περ­πέ­ραν και βγά­ζουν τα ά­πλυ­τα της οι­κο­γέ­νειας στη φό­ρα, δί­νει έ­ναν ευ­τρά­πε­λο τό­νο. Το ί­διο συμ­βαί­νει και με το στοί­χειω­μα του πύρ­γου, που φέρ­νει η πα­ρου­σία του φα­ντά­σμα­τος, κα­θώς αυ­τό γί­νε­ται, σε ό­λες τις πε­ρι­πτώ­σεις, αι­σθη­τό α­πό κά­ποιον που βρί­σκε­ται σε σε­ξουα­λι­κή διέ­γερ­ση. Αυ­τά μπο­ρούν να ε­κλη­φθούν και ως δά­νεια α­πό μυ­θι­στο­ρή­μα­τα μα­γι­κού ρε­α­λι­σμού. Μό­νο που μέ­νουν εμ­βό­λι­μα, χω­ρίς να δια­πο­τί­ζουν α­φη­γη­μα­τι­κά την μυ­θο­πλα­στι­κή α­τμό­σφαι­ρα. Πα­ρό­λο, ό­μως, που δεν υ­πάρ­χει ο με­τεω­ρι­σμός με­τα­ξύ πραγ­μα­τι­κού και φα­ντα­στι­κού, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός των λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κων μυ­θι­στο­ρη­μά­των, η συγ­γέ­νεια του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος της Κα­ρά­μπε­λα με ε­κεί­νο της Με­ξι­κά­νας Λά­ου­ρας Εσκι­βέλ, «Σαν νε­ρό για ζε­στή σο­κο­λά­τα», πα­ρα­μέ­νει. Ήταν το πρώ­το βι­βλίο της, που εκ­δό­θη­κε το 1989 και έ­γι­νε μπε­στ-σέ­λερ σε Αμε­ρι­κή και Ευ­ρώ­πη. Στα ελ­λη­νι­κά με­τα­φρά­στη­κε το 1993 α­πό την Κλαί­τη Μπα­ρά­χας, σή­με­ρα γνω­στή ως Κλαί­τη Σω­τη­ριά­δου. Πρό­κει­ται για έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα μα­γι­κού ρε­α­λι­σμού, γυ­ναι­κείας έ­μπνευ­σης, κα­θώς το κυ­ρίως δω­μά­τιο του σπι­τιού εί­ναι η κου­ζί­να και ο δρό­μος των συ­ναι­σθη­μά­των περ­νά­ει α­πό το στο­μά­χι. Λί­γο πο­λύ ό­πως συμ­βαί­νει και στο μυ­θι­στό­ρη­μα της Κα­ρά­μπε­λα. Αντί­στοι­χα, το βι­βλίο της Εσκι­βέλ δεν χω­ρί­ζε­ται σε τέσ­σε­ρις ε­πο­χές αλ­λά σε δώ­δε­κα μή­νες, ό­που το κά­θε κε­φά­λαιο α­νοί­γει με μια πα­ρα­δο­σια­κή με­ξι­κά­νι­κη συ­ντα­γή. 
Στο βι­βλίο της Κα­ρά­μπε­λα, η Σμυρ­νιά προ­για­γιά, η για­γιά Δή­μη­τρα ή Ρού­λα, μέ­χρι η Ευ­ρυ­δί­κη, που έ­χει τη θέ­ση της οι­κο­νό­μου στον πύρ­γο, αλ­λά κύ­ρια α­πα­σχό­λη­σή της εί­ναι η μα­γει­ρι­κή, ό­λες φτιά­χνουν γλυ­κά του κου­τα­λιού α­πό τα φρού­τα του κή­που. Σω­στή τε­λε­τουρ­γία συ­νι­στά η πα­ρα­σκευή τους, με τις μυ­ρω­διές και τις γεύ­σεις να συν­δέ­ουν το πα­ρόν με τα πε­ρα­σμέ­να. Ένας ε­ναλ­λα­κτι­κός τίτ­λος για το μυ­θι­στό­ρη­μα θα ή­ταν «Γλυ­κά του κου­τα­λιού», αλ­λά πρό­λα­βε η Ελέ­νη Ζα­χα­ριά­δου. Με αυ­τόν τον τίτ­λο κυ­κλο­φό­ρη­σε το δεύ­τε­ρο βι­βλίο της, μία συλ­λο­γή πέ­ντε ι­στο­ριών, το 2003. Εί­χε προ­η­γη­θεί έ­να χρό­νο πριν έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα. Στους πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους του 2002 τα­ξι­νο­μεί­ται η Ζα­χα­ριά­δου, μα­ζί με την Κο­νο­μά­ρα, την βρα­βευ­μέ­νη ε­κεί­νου του έ­τους. Τό­τε, α­κό­μη, εί­χα­με έ­να βρα­βείο για τα πρω­τά­κια. Αυ­τή δέ­κα χρό­νια νεό­τε­ρη, συ­ζη­τή­θη­κε χά­ρις στο δεύ­τε­ρο βι­βλίο της. Κά­θε ι­στο­ρία και έ­να δια­φο­ρε­τι­κό γλυ­κό του κου­τα­λιού, που α­πο­κτά συμ­βο­λι­κή ση­μα­σία για τη ζωή των η­ρώων. Η πρώ­τη ι­στο­ρία εί­ναι για μια Σμυρ­νιά, που έρ­χε­ται πρό­σφυ­γας, πα­ντρεύε­ται τον βά­ναυ­σο α­φέ­ντη ε­νός α­πό­μα­κρου ελ­λη­νι­κού χω­ριού, και τέ­λος, α­παλ­λάσ­σε­ται α­πό αυ­τόν με γλυ­κό του κου­τα­λιού βύσ­σι­νο. Η Ρού­λα στο μυ­θι­στό­ρη­μα της Κα­ρά­μπε­λα τον ταί­ζει κυ­δω­νό­πα­στο.
Μέ­σα σε μία 25ε­τία α­πό το μυ­θι­στό­ρη­μα της κου­ζί­νας της Εσκι­βέ­λ, του­λά­χι­στον τρία ελ­λη­νι­κά βι­βλία κι­νή­θη­καν στον α­στε­ρι­σμό της κου­ζί­νας: το «Γιά­ντες» της Αμά­ντας Μι­χα­λο­πού­λου, η συλ­λο­γή της Ζα­χα­ριά­δου και το μυ­θι­στό­ρη­μα της Κα­ρά­μπε­λα. Το κα­θέ­να με δια­φο­ρε­τι­κή ε­στία­ση και τη δι­κή του αυ­το­τέ­λεια. Ωστό­σο, το πρό­σφα­το δεί­χνει κα­λει­δο­σκο­πι­κό, έ­τσι που αλ­λά­ζει κέ­ντρο βά­ρους. Το πιο εν­δια­φέ­ρον και κυ­ρίαρ­χο μο­τί­βο εί­ναι η μι­σαν­δρία του χο­ρού των γυ­ναι­κών. Τα αρ­σε­νι­κά εμ­φα­νί­ζο­νται υ­πο­δεέ­στε­ρα, μέ­χρι που θα­να­τώ­νο­νται ό­ταν ε­πι­τε­λούν τον προο­ρι­σμό τους. Για τις πα­λαιό­τε­ρες γε­νιές, αυ­τός ή­ταν η γο­νι­μο­ποίη­ση, για τις νεό­τε­ρες, με την ε­ξέ­λι­ξη της τε­χνο­λο­γίας, χρειά­ζο­νται μό­νο για την ρή­ξη του υ­μέ­να, μην και βρε­θούν παρ­θέ­νες κα­τά την σπερ­μα­τέγ­χυ­ση. Προς το τέ­λος του βι­βλίου, ω­στό­σο, υ­πε­ρι­σχύει το πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νο μο­τί­βο α­να­ζή­τη­σης της γυ­ναι­κείας ταυ­τό­τη­τας, εί­τε δια της μη­τρό­τη­τας εί­τε με έ­να τα­ξί­δι στις οι­κο­γε­νεια­κές ρί­ζες. Έτσι, η τε­λευ­ταία α­πό­γο­νος, η Πέρ­σα, α­πό το Περ­σε­φό­νη, βρί­σκει τον ε­αυ­τό της σε έ­να πα­γκά­κι στην πα­ρα­λία της Σμύρ­νης, α­φού έ­χει ε­πι­σκε­φτεί το σπί­τι που έ­ζη­σαν η προ­για­γιά, η για­γιά και η μά­να της. Την έ­χει κα­τα­κλύ­σει η αί­σθη­ση του deja vu, ό­πως και ε­μάς. Πά­ντως, τε­λι­κά, εί­ναι έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα της κου­ζί­νας με χά­πι-εντ. Λεί­πει, βε­βαίως, το ορ­γα­σμι­κό τέ­λος του με­ξι­κά­νι­κου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, υ­πάρ­χουν ό­μως προς ε­ξι­σορ­ρό­πη­ση ουκ ο­λί­γες σκη­νές με γυ­ναί­κες σε οι­στρη­λα­σία, που α­πο­μυ­ζούν κά­ποιον, φύ­σει ή θέ­σει, μειο­νε­κτι­κό αρ­σε­νι­κό.

   
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 9/11/2014.

Φωτογραφία:  Έπαυλη στην Κηφισιά, του 1890. Αρχιτεκτονικά, πρόκειται για μορφή γερμανικού πύργου -αγροικίας του 19ου αι.

Σε ε­πι­κίν­δυ­να χρό­νια

$
0
0
Δη­μή­τρης Πε­τσε­τί­δης
«Επί τέσ­σε­ρα»
Εκδό­σεις Εστίας
Σε­πτέμ­βριος 2014

Ο Δη­μή­τρης Πε­τσε­τί­δης πα­ρα­μέ­νει πι­στός στο διή­γη­μα. Και μά­λι­στα, στο διή­γη­μα, με τη στε­νό­τε­ρη έν­νοια, που ε­μείς δί­νου­με στον ό­ρο. Γρά­φει διη­γή­μα­τα και ό­χι ι­στο­ρίες. Με τη συμπλήρωση από πρώτης δημοσίευσης 35ετίας στο συγ­γρα­φι­κό στί­βο, μπο­ρεί να του α­πο­δο­θεί ο τίτ­λος του α­μι­γούς διη­γη­μα­το­γρά­φου, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, στά­θη­κε δια βίου ο Τό­λης Κα­ζα­ντζής. Αν και ε­κεί­νος α­σχο­λή­θη­κε με την πε­ζο­γρα­φία σε προ­γε­νέ­στε­ρη ε­πο­χή, ό­ταν η συγ­γρα­φι­κή ή­ταν μάλ­λον με­τε­ρί­ζι πα­ρά στί­βος. Ύστε­ρα α­πε­βίω­σε νω­ρίς, Χρι­στού­γεν­να 1991, στα 53 του. Ποιος ξέ­ρει αν θα έ­με­νε πι­στός στη σύ­ντο­μη φόρ­μα, κα­θώς ή­ταν άν­θρω­πος με έμ­φυ­το το δώ­ρο του λό­γου. Ού­τε Λά­κω­νας ού­τε μα­θη­μα­τι­κός, ό­πως ο Πε­τσε­τί­δης, που δί­νει τα βέλ­τι­στα σε πε­ζά σύ­ντο­μης φόρ­μας. 
Τε­λευ­ταία γί­νε­ται πο­λύς λό­γος για το διή­γη­μα, εκ των πραγ­μά­των, ό­μως, το εί­δος τεί­νει προς σύγ­χυ­ση ταυ­τό­τη­τας. Αντ’ αυ­τού, αν­θεί η α­φή­γη­ση ι­στο­ριών, συ­νή­θως πο­τα­μη­δόν, ά­νευ μέ­τρου και ο­ρίων, δε­δο­μέ­νου ό­τι η οι­κο­νο­μία του πε­ζού λό­γου έ­χει προ και­ρού ε­ξα­λει­φθεί ως κύ­ριο αί­τη­μα της συγ­γρα­φι­κής. Πολ­λοί α­πό ό­σους ε­πι­δί­δο­νται στην α­φή­γη­ση, την συν­δυά­ζουν με την ευ­και­ρια­κή δη­μο­σίευ­ση πα­ρα­κει­μέ­νων. Τα συ­νη­θέ­στε­ρα εί­ναι βι­βλιο­κρι­τι­κές, ε­πι­φυλ­λί­δες, σχο­λια­σμοί, που προ­σφέ­ρουν, χω­ρίς ι­διαί­τε­ρο μό­χθο, ε­πί­χρι­σμα πο­λυ­γρα­φίας. Πα­ρό­μοιες δη­μο­σιεύ­σεις έ­χουν α­πο­δει­χθεί α­πα­ραί­τη­τες για την ε­πι­βίω­ση ε­νός συγ­γρα­φέα, κα­θώς του ε­ξα­σφα­λί­ζουν συ­χνή μνη­μό­νευ­ση στον Τύ­πο, που με­τα­φρά­ζε­ται σε πό­ντους α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τας. Άλλω­στε, βρι­σκό­μα­στε σε μία ε­πο­χή πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νης, που ό­λοι θέ­λουν να έ­χουν ά­πο­ψη για ό­λα, και στην ο­ποία το εν­δια­φέ­ρον δεν το ελ­κύει η ά­πο­ψη του ει­δι­κού, αλ­λά του διά­ση­μου. 
Κα­τά τις εν­δεί­ξεις, ο Πε­τσε­τί­δης δεν έ­χει α­νά­γκη πα­ρό­μοιων πα­ρεμ­βά­σεων στο λο­γο­τε­χνι­κό γί­γνε­σθαι. Εκτός κι αν η αλ­λα­γή εκ­δο­τών – βρί­σκε­ται στον έ­κτο – συ­νι­στά πα­ρά­πλευ­ρη α­πώ­λεια της α­κο­λου­θού­με­νης έως τώ­ρα τα­κτι­κής του. Μια και στους διη­γη­μα­το­γρά­φους, α­μι­γείς ή συμ­φυρ­μα­τι­κούς, συ­νη­θί­ζου­με με κά­θε και­νού­ριο βι­βλίο να κα­τα­γρά­φου­με τη σο­δειά τους, ας κά­νου­με α­πο­γρα­φή και στο δι­κό του βιός. Για να α­κρι­βο­λο­γού­με, αυ­τό συ­μπο­σού­ται σε 114 διη­γή­μα­τα, στε­γα­σμέ­να σε ε­πτά συλ­λο­γές, μία νου­βέ­λα σε αυ­το­τε­λή έκ­δο­ση και δυο πε­ζά, που έ­χουν μεί­νει ε­κτός βι­βλίων, στην πρώ­τη τους δη­μο­σίευ­ση σε πε­ριο­δι­κό. Σε αυ­τά προ­στί­θε­νται τα 25 της πρό­σφα­της συλ­λο­γής. Αυ­τήν τη φο­ρά, ο τίτ­λος δεν α­ντι­στοι­χεί σε ε­κεί­νον κά­ποιου διη­γή­μα­τος εκ των πε­ριε­χο­μέ­νων στη συλ­λο­γή, ό­πως στις πρώ­τες έ­ξι, που τιτ­λο­φο­ρού­νται α­πό τον τίτ­λο ε­νός α­πό τα διη­γή­μα­τα, εί­τε α­κέ­ραιου («Δώ­δε­κα στο δί­φρα­γκο», «Ο Σα­μπα­τές ζει», «Σε ξέ­νο γή­πε­δο», «Λυσ­σα­σμέ­νες α­λε­πού­δες») εί­τε συ­γκε­κομ­μέ­νου («Το πα­χνί­δι») ή, α­κό­μη, δια συ­γκε­ρα­σμού των τίτ­λων δυο διη­γη­μά­των («Επί­λο­γος στο χιό­νι»). Ού­τε α­πο­δί­δει έ­να κυ­ρίαρ­χο θε­μα­τι­κό μο­τί­βο, ό­πως στην προ­η­γού­με­νη συλ­λο­γή, «Εν οί­κω». Εδώ, α­να­φέ­ρε­ται στη δο­μή της συλ­λο­γής, δη­λώ­νο­ντας την κα­τεύ­θυν­ση, θε­μα­τι­κή ή μορ­φι­κή. Συ­νο­λι­κά, πε­ριέ­χο­νται τέσ­σε­ρις ε­νό­τη­τες των ο­κτώ, ε­πτά, τεσ­σά­ρων και έ­ξι διη­γη­μά­των.
“Στην πρώ­τη α­πό αυ­τές ε­πι­μέ­νω στα θέ­μα­τα τα αν­τλη­μέ­να α­πό τις δύ­σκο­λες κα­τα­στά­σεις των δε­κα­ε­τιών του ’40 και του ’50, για­τί έ­χω την αί­σθη­ση ό­τι ού­τε η Κα­το­χή ού­τε ο Εμφύ­λιος ε­ξέ­λι­παν α­πό την ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ως τα σή­με­ρα.” Έτσι ξε­κι­νά ο Πε­τσε­τί­δης την πε­ρι­γρα­φή του και­νού­ριού του βι­βλίου σε σχε­τι­κή δη­μο­σιο­γρα­φι­κή έ­ρευ­να. Και ποιος δεν θα συμ­φω­νού­σε μα­ζί του, ι­διαί­τε­ρα ό­σο α­φο­ρά τον Εμφύ­λιο και τον α­ντί­χτυ­πό του. Επί­σης, ό­μως, α­λη­θεύει, ό­τι ο τρό­πος που τον κοι­τά­ζουν οι συγ­γρα­φείς, ό­ταν αυ­τός α­πο­τε­λεί πα­λαιό­τε­ρη θε­μα­το­γρα­φία τους, στην ο­ποία ε­πα­νέρ­χο­νται, έ­χει, ε­δώ και με­ρι­κά χρό­νια, δια­φο­ρο­ποιη­θεί. Στα τέ­λη της δε­κα­ε­τίας του ’80 και τις αρ­χές της ε­πό­με­νης, ο Πε­τσε­τί­δης τα πρώ­τα εμ­φυ­λια­κά του διη­γή­μα­τα τα έ­γρα­φε μάλ­λον μέ­σα α­πό την ο­πτι­κή της Αρι­στε­ράς. Άλλω­στε, μέ­χρι τό­τε, σύμ­φω­να με αυ­τήν εί­χαν γρα­φεί τα γνω­στό­τε­ρα βι­βλία, του­λά­χι­στον τα με­τά την με­τα­πο­λί­τευ­ση. Ένα τέ­ταρ­το του αιώ­να αρ­γό­τε­ρα, στην ί­δια με­ρί­δα συγ­γρα­φέων, κα­θώς και σε νεό­τε­ρους που α­κο­λού­θη­σαν, έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει η ο­πτι­κή των ί­σων α­πο­στά­σεων. Αν και αυ­τή η έκ­φρα­ση δεν εί­ναι α­κρι­βής. Ηχεί, βε­βαίως, α­κρι­βο­δί­καια και γι’ αυ­τό έ­χει ε­πι­λε­γεί για την πα­ρου­σία­ση της εν λό­γω με­τα­νε­ο­τε­ρι­κής ο­πτι­κής α­πό συγ­γρα­φείς και ι­στο­ρι­κούς, που την με­τέρ­χο­νται. Η βα­σι­κή έ­γνοια εί­ναι να μοι­ρα­στούν, για πα­ρά­δειγ­μα, οι α­γριό­τη­τες, ώ­στε να α­πο­κα­τα­στα­θεί η α­λή­θεια για την πλευ­ρά των ητ­τη­μέ­νων, που ευ­νοή­θη­κε κα­τά­φω­ρα κα­τά την πρώ­τη φά­ση της με­τα­πο­λί­τευ­σης. Με άλ­λα λό­για, να α­να­κτή­σουν τα δί­κιά τους οι νι­κη­τές, ό­πως τα α­πο­λάμ­βα­ναν μέ­χρι και το 1974.  
Στο πρό­σφα­το βι­βλίο του Πε­τσε­τί­δη, η πρώ­τη ε­νό­τη­τα κα­τα­λαμ­βά­νει το έ­να τρί­το των σε­λί­δων, με ο­κτώ α­πό τα πιο κα­λο­δου­λε­μέ­να διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής. Ο ρυθ­μός εί­ναι γρή­γο­ρος, α­φη­γη­μα­τι­κή ευε­λι­ξία δια­κρί­νει τις χρο­νι­κές με­τα­το­πί­σεις και σφι­χτή πλο­κή κα­θο­ρί­ζει τη δο­μή των γε­γο­νό­των. Από διή­γη­μα σε διή­γη­μα υ­πάρ­χει φρο­ντί­δα για ε­ναλ­λα­γές στη μορ­φή, ώ­στε να ε­ναρ­μο­νί­ζε­ται κά­θε φο­ρά με το εν­νοιο­λο­γι­κό φορ­τίο. Οι α­να­φο­ρές στα συμ­φρα­ζό­με­να, κυ­ρίως τα πα­ρελ­θο­ντι­κά, τις ο­ποίες συ­νή­θως οι συγ­γρα­φείς διο­γκώ­νουν ε­πε­ξη­γη­μα­τι­κά, μην και τρω­θεί η α­να­γνω­σι­μό­τη­τα των βι­βλίων τους, ε­δώ συ­μπυ­κνώ­νο­νται, α­πο­κτώ­ντας μία σχε­δόν κω­δι­κή πε­ριε­κτι­κό­τη­τα. Ο συγ­γρα­φέ­ας, για να το ε­πι­τύ­χει αυ­τό, κα­τα­φεύ­γει στις συν­δη­λώ­σεις των λέ­ξεων, τις ο­ποίες με­τα­χει­ρί­ζε­ται σαν ε­πι­κοι­νω­νια­κά σή­μα­τα. Μό­νο που, ό­ταν γί­νε­ται στρο­φή 180 μοι­ρών στη φο­ρά της ο­πτι­κής, α­παι­τεί­ται ι­διαί­τε­ρη προ­σο­χή στη σή­μαν­ση των λέ­ξεων, κα­θώς, μέ­σω αυ­τών, γί­νο­νται α­ντι­λη­πτά πρό­σω­πα και κα­τα­στά­σεις. Κα­πε­τά­νιοι οι μεν και οι δε. Μαυ­ρο­σκού­φη­δες οι μεν, μαυ­ρο­σκού­φη­δες οι δε. Ποιοι α­κρι­βώς μπο­ρεί να νοού­νται ως δι­κοί μας, ποιοι ως δι­κοί σας; Αρι­στε­ροί α­ντάρ­τες ή δε­ξιοί των πα­ρα­στρα­τιω­τι­κών ορ­γα­νώ­σεων; Έτσι κιν­δυ­νεύει το α­πο­τέ­λε­σμα της πύ­κνω­σης για έ­ναν νεό­τε­ρο α­να­γνώ­στη ή και με­γα­λύ­τε­ρο, ε­λα­φρώς α­νι­στό­ρη­το ή και α­πλώς πο­λι­τι­κά α­διά­φο­ρο, να κα­τα­στεί α­δια­πέ­ρα­στο. Η με­τα­νε­ο­τε­ρι­κή ο­πτι­κή κα­τήρ­γη­σε τους ρό­λους του κα­λού και του κα­κού. Ού­τε κα­λός ού­τε κα­κός, μό­νο ά­σχη­μος. Η ε­νιαία α­φή­γη­ση μυ­θο­πλα­σίας και Ιστο­ρίας, χω­ρίς δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή, α­φού αμ­φό­τε­ρες γί­νο­νται α­πο­δε­κτές ως προ­σεγ­γι­στι­κές, το­πο­θε­τεί­ται σε μια πραγ­μα­τί­στι­κη βά­ση, ε­πι­τάσ­σο­ντας έ­κλυ­τους, βίαιους και γε­νι­κώς κα­θάρ­μα­τα. 
Στον πρώ­το σχο­λια­σμό μας, για τη δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή του Πε­τσε­τί­δη («Το παι­χνί­δι»), δια­κιν­δυ­νεύα­με ως τίτ­λο μία α­θυ­ρό­στο­μη φρά­ση, “Χε­σ’ τους τους πού­στη­δες”. Την εκ­στο­μί­ζει ο Χρι­στό­φο­ρος, φεύ­γο­ντας, χω­ρίς να χτυ­πή­σει α­κό­μη μία πόρ­τα. Πρώην α­ντάρ­της και δια­φω­τι­στής ο Χρι­στό­φο­ρος, ε­πι­στρέ­φει στην πό­λη του, α­να­ζη­τώ­ντας μάρ­τυ­ρες υ­πε­ρά­σπι­σης για ε­πι­κεί­με­νη δί­κη, με κα­τη­γο­ρία την ε­κτέ­λε­ση συ­νερ­γά­τη των Γερ­μα­νών. Ο Χρι­στό­φο­ρος αρ­νεί­ται να συν­θη­κο­λο­γή­σει για να σώ­σει το κε­φά­λι του. Η φρά­ση δη­λώ­νει, του­λά­χι­στον κα­τά τη δι­κή μας α­νά­γνω­ση, τό­τε, κου­ρά­γιο και τι­μή σε μια ι­δε­ο­λο­γία, που εμ­ψύ­χω­σε την Αντί­στα­ση και εν συ­νε­χεία, την εξ α­νά­γκης ε­μπλο­κή στον Εμφύ­λιο. Χω­ρίς αυ­τήν, ού­τε ρου­θού­νι δεν θα ά­νοι­γε α­πό τους Γερ­μα­νούς, ό­πως λί­γο πο­λύ στην λοι­πή Ευ­ρώ­πη. Σε ε­κεί­νη τη δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή, οι τίτ­λοι των διη­γη­μά­των δη­λώ­νουν ευ­θέως τα συμ­βαί­νο­ντα. «Ο Χρι­στό­φο­ρος ήρ­θε για μάρ­τυ­ρες» εί­ναι ο τίτ­λος του εν λό­γω διη­γή­μα­τος.
Μπο­ρεί η με­τα­νε­ο­τε­ρι­κή ο­πτι­κή να α­πα­ντά­ται στο σύ­νο­λο σχε­δόν των ση­με­ρι­νών α­φη­γή­σεων, ω­στό­σο οι τρό­ποι ε­ξαρ­τώ­νται α­πό τις συγ­γρα­φι­κές ευ­χέ­ρειες. Ο Πε­τσε­τί­δης προ­κρί­νει τον ει­ρω­νι­κό. Ήδη, με τους τίτ­λους των νέων διη­γη­μά­των του, φρο­ντί­ζει να υ­πο­σκά­ψει τις α­να­γνω­στι­κές προσ­δο­κίες, εκ­με­ταλ­λευό­με­νος τις πα­λαιι­κές συμ­βά­σεις. Πα­ρά­δειγ­μα το «Κα­λή ό­ρε­ξη, σύ­ντρο­φε», ό­που ο σύ­ντρο­φος εί­ναι α­πό τους τε­λευ­ταίους α­ντάρ­τες που κρύ­βο­νταν σε σπη­λιές, ο ο­ποίος εμ­φα­νί­ζε­ται βίαιος, έ­τοι­μος να σκο­τώ­σει και ά­ο­πλο. Βέ­βαια, παι­ζό­ταν το δι­κό του κε­φά­λι, αλ­λά η α­φή­γη­ση α­φή­νει δια­φο­ρε­τι­κή γεύ­ση. Πα­ρό­μοια αί­σθη­ση δη­μιουρ­γεί και το «Αλλιώ­τι­κος πό­λε­μος». Έχει τη μορ­φή πρω­το­πρό­σω­πης μαρ­τυ­ρίας ε­νε­νη­ντά­χρο­νου σή­με­ρα, ο ο­ποίος υ­πη­ρε­τού­σε τό­τε φα­ντά­ρος στη Σχο­λή Ευελ­πί­δων και ή­ταν πα­ρών στις εκκαθα­ρι­στικές επιχειρήσεις του Κυ­βερ­νη­τι­κού Στρα­τού σε Πάρ­νω­να και Ταΰ­γε­το. Εδώ προ­βάλ­λουν ό­μοια α­νε­λέ­η­τοι οι α­ντάρ­τες.
Σε αυ­τό το διή­γη­μα, υ­πάρ­χει μία α­κό­μη α­να­φο­ρά στη σύλ­λη­ψη α­πό τους χω­ρο­φύ­λα­κες του Πρε­ζε­κέ, που κρυ­βό­ταν τραυ­μα­τι­σμέ­νος σε μια σπη­λιά και τον για­τρο­πό­ρευε έ­νας για­τρός α­πό τον Άγιο Πέ­τρο, ο ο­ποίος εί­χε κα­κό τέ­λος. Στην προ­η­γού­με­νη μνη­μό­νευ­ση του Πρε­ζε­κέ, στο διή­γη­μα, «Κομ­μω­τή­ριον αν­δρών» της συλ­λο­γής «Λυσ­σα­σμέ­νες α­λε­πού­δες», α­ντάρ­τες και κα­πε­τά­νιοι α­πλώς δια­κω­μω­δού­νται ως πα­ντε­λώς α­νι­στό­ρη­τοι, α­φού α­γνοού­σαν α­κό­μη και το ποιος εί­ναι “του αϊτού ο γιος”. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, α­πο­ρού­με για­τί Πρε­ζε­κές και ό­χι Πρε­κε­ζές; Αν πρό­κει­ται για μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή κά­λυ­ψη, δεί­χνει πε­ριτ­τή, αν ό­χι ε­πι­ζή­μια, τώ­ρα που η λο­γο­τε­χνία α­πέ­κτη­σε στά­τους ι­στο­ρι­κού τεκ­μη­ρίου. Πώς θα με­τρή­σου­με τα ε­κα­τέ­ρω­θεν κομ­μέ­να κε­φά­λια, αν δεν κα­τα­γρά­ψου­με ε­κεί­νο του Θύ­μιου Πρε­κε­ζέ δια χει­ρός Κα­τσα­ρέα, ι­στο­ρι­κού αρ­χη­γού των Εθνι­κών Αντι­κομ­μου­νι­στι­κών Ομά­δων Κυ­νη­γών αλ­λά και μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού προ­σώ­που, χω­ρίς συ­γκά­λυ­ψη του ο­νό­μα­τος, στο μυ­θι­στό­ρη­μα «Ανά­πλους», και το έ­τε­ρο, του ί­διου του Κα­τσα­ρέα, προς α­ντί­ποι­να λί­γους μή­νες αρ­γό­τε­ρα, δια χει­ρός Πρε­κε­ζέ; Αν δεν σφάλ­λου­με, του Θό­δω­ρου Πρε­κε­ζέ. Ας βο­η­θή­σουν οι λο­γο­τέ­χνες, α­φού, με την κα­λή μνή­μη τους και την α­κό­μη κα­λύ­τε­ρη γρα­φί­δα τους, κα­θο­δη­γούν ο­κνούς πα­νε­πι­στη­μια­κούς. 
Όπως και να έ­χει, οι τίτ­λοι του πρό­σφα­του βι­βλίου υ­πό­σχο­νται ι­στο­ρίες ει­δυλ­λια­κής α­τμό­σφαι­ρας, ε­νώ πρό­κει­ται για ά­γριους, α­ναί­τιους σκο­τω­μούς και βίαιες κα­τα­στά­σεις, ό­πως στο «Κυ­ρια­κά­τι­κη εκ­δρο­μή», ή, για πε­ρι­γρα­φή μιας στα­νι­κής συ­νεύ­ρε­σης κου­νιά­δας και γα­μπρού στο «Δί­κλι­νο δω­μά­τιο με θέα τη θά­λασ­σα». Στην α­να­τρο­πή μύ­θων, έ­να γε­ρό με­ρί­διο έ­χουν και οι γυ­ναί­κες ε­κεί­νων των και­ρών. Στις και­νού­ριες ι­στο­ρίες του Πε­τσε­τί­δη, σε α­ντί­θε­ση προς ε­κεί­νες της πρώι­μης πε­ριό­δου, αυ­τές ε­πι­δει­κνύουν μα­ζο­χι­στι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά, μέ­νο­ντας προ­σκολ­λη­μέ­νες σε “πα­λιαν­θρω­πά­κους”. Άλλες πά­λι, εί­ναι χή­ρες, που δεν τι­μούν τον η­ρωι­κώς πε­σό­ντα ε­θνο­φύ­λα­κα σύ­ζυ­γο, αλ­λά εμ­φα­νί­ζο­νται σε­ξουα­λι­κά πει­να­σμέ­νες, προς αι­σχύ­νη των τέ­κνων τους, ή, α­κό­μη, πά­νε σφαγ­μέ­νες α­πό μα­χαί­ρι α­δελ­φού στρα­τιώ­τη, για­τί ε­πι­ζή­τη­σαν την χει­ρα­φέ­τη­σή τους.
Η α­γριό­τη­τα με­τριά­ζε­ται με κά­ποια μορ­φι­κά τε­χνά­σμα­τα, που με­τα­φέ­ρουν μέ­ρος της ι­στο­ρίας στην πα­ρά­θε­ση ντο­κου­μέ­ντων, ό­πως μία ε­πι­στο­λή α­νι­ψιάς ταγ­μα­τα­σφα­λί­τη που εί­χε σκο­τώ­σει πε­νή­ντα δυο “στην Κα­τά­στα­ση”. Αλή­θεια, πό­σοι α­να­γνώ­στες μπο­ρούν να α­πο­κω­δι­κο­ποιή­σουν σε τι α­να­φέ­ρε­ται ο συγ­γρα­φέ­ας με τον προσ­διο­ρι­σμό “στην Κα­τά­στα­ση”; Άλλα λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο πε­ποιη­μέ­να τεκ­μή­ρια εί­ναι έ­να α­να­κοι­νω­θέν, μία εί­δη­ση ε­φη­με­ρί­δας, μέ­χρι έ­να ο­λό­κλη­ρο διή­γη­μα «Εν Αχλα­διά», υ­πό μορ­φή ε­πι­στο­λής ε­νός ο­νό­μα­τι Δη­μή­τρη προς φί­λο του, ο­νό­μα­τι Θα­νά­ση, που “προ­τί­θε­ται να πε­ρά­σει και α­πό την Αχλα­διά”. Ελλει­πτι­κό το διή­γη­μα, πα­ρα­θέ­τει ε­ντός της ε­πι­στο­λής α­πό­κομ­μα της ε­φη­με­ρί­δας «Εθνι­κός λό­γος», με δη­μο­σιευ­θεί­σα ε­πι­στο­λή η­με­ρο­μη­νίας 5η Απρι­λίου 1946, υ­πο­γε­γραμ­μέ­νη α­πό τους “Εθνι­κό­φρο­νες κατοίκους Αχλα­διάς”. Όπου δί­νε­ται “κα­τά­λο­γος 23 ο­μο­χω­ρίων τους”, που α­πεί­χαν των ε­κλο­γών της 31ης Μαρ­τίου 1946. Το διή­γη­μα κο­ρυ­φώ­νε­ται με το ει­ρω­νι­κό υ­στε­ρό­γρα­φο για την τύ­χη τους.     
Στον δη­μο­σιο­γρα­φι­κό σχο­λια­σμό του βι­βλίου του, ο Πε­τσε­τί­δης πα­ρα­κά­μπτει τις άλ­λες τρεις ε­νό­τη­τες, δια­τυ­πώ­νο­ντας κά­ποιες α­πό­ψεις πε­ρί α­φη­γη­μα­τι­κών τρό­πων. Δεί­χνει σαν να α­ντι­δι­κεί με φα­ντα­στι­κό συ­νο­μι­λη­τή, ό­ταν υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι δεν υ­πάρ­χει δια­φο­ρά με­τα­ξύ πρω­το­πρό­σω­πης και τρι­το­πρό­σω­πης α­φή­γη­σης ή πώς δεν βρί­σκει ά­σχη­μη ι­δέα το κα­τά πα­ραγ­γε­λία διή­γη­μα, α­φού το προ­ε­ξάρ­χον στοι­χείο εί­ναι η τε­χνι­κή, η μορ­φή. Μέ­νει ζη­τού­με­νο για ποιον εί­ναι το προ­ε­ξάρ­χον, για τον συγ­γρα­φέα ή για τον α­να­γνώ­στη; Εκεί­νο, πά­ντως, που α­πο­κο­μί­ζει ο α­να­γνώ­στης εί­ναι ό­τι η μορ­φι­κή ε­πι­νο­η­τι­κό­τη­τα κά­νει θαύ­μα­τα, κα­θώς κα­τορ­θώ­νει να α­να­δεί­ξει μάλ­λον α­δύ­να­τα διη­γή­μα­τα, που στη­ρί­ζο­νται σε έ­να παι­γνιώ­δες ή και α­νεκ­δο­το­λο­γι­κό εύ­ρη­μα. Για πα­ρά­δειγ­μα, έ­να πε­ρι­στα­τι­κό α­πό την ε­πο­χή που πρυ­τά­νευε το δί­πτυ­χο θρη­σκεία-οι­κο­γέ­νεια ή έ­νας ε­φη­βι­κός έ­ρω­τας, μπο­ρούν να κι­νή­σουν το εν­δια­φέ­ρον α­νά­λο­γα με τον τρό­πο της διή­γη­σης. Σαν ι­δέες, κα­τά τα δι­κά μας γού­στα, υ­στε­ρούν τα διη­γή­μα­τα της τε­λευ­ταίας ε­νό­τη­τας. Πι­θα­νώς, για­τί μας α­πω­θούν οι γνω­ρι­μίες του Δια­δι­κτύου και οι ι­στο­ρίες, ό­χι και λί­γες, που αυ­τές ε­μπνέ­ουν. Ομοίως, οι εκ­τρο­πές των συγ­γρα­φέων προς ε­δά­φη ε­πι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σίας ή και ο­νει­ρι­κά. Τέ­λος, σε έ­ναν δό­κι­μο διη­γη­μα­το­γρά­φο πι­στεύου­με πως δεν ε­πι­τρέ­πε­ται η χα­λα­ρό­τη­τα ού­τε οι πο­μπώ­δεις φρά­σεις, ι­διαί­τε­ρα οι κα­τα­λη­κτι­κές, κά­πως α­σα­φούς νοή­μα­τος. Θεω­ρή­σα­με ό­τι ε­πι­βάλ­λε­ται να ο­λο­κλη­ρώ­σου­με την βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση με αυ­τούς τους αυ­στη­ρούς τό­νους, κα­θώς ο Πε­τσε­τί­δης εί­ναι συ­νερ­γά­της της ε­φη­με­ρί­δας και μπο­ρεί να κα­τη­γο­ρη­θού­με για ευ­με­νή α­ντι­με­τώ­πι­ση. Βε­βαίως, ου­δέ­πο­τε τον συ­να­ντού­με, αλ­λά η ρή­ση για τη γυ­ναί­κα του Καί­σα­ρα αυ­τά ε­πι­τάσ­σει.  


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 23/11/2014.

Φωτογραφία:  Α. Τάσ­σος, «Λε­πτο­μέ­ρεια Εμφυ­λίου Πο­λέ­μου. Ο νε­κρός», χα­ρα­κτι­κό, 1961.

Ο Κα­βά­φης του Ξε­νό­που­λου ΙΙ

$
0
0
Επι­στο­λι­κές ε­πα­φές

Την ευ­χα­ρί­στη­ση της γνω­ρι­μίας, ο Κα­βά­φης την δια­τή­ρη­σε, ε­πι­στρέ­φο­ντας στην Αλε­ξάν­δρεια, ε­νώ του Ξε­νό­που­λου την έ­σβη­σαν οι βιο­τι­κές μέ­ρι­μνες. Αυ­τό του­λά­χι­στον τεκ­μαί­ρε­ται α­πό την αλ­λη­λο­γρα­φία τους, που ο Σαβ­βί­δης α­να­δη­μο­σιεύει στο βι­βλίο του.  Ακό­μη μία αλ­λη­λο­γρα­φία του Κα­βά­φη, με­τά ε­κεί­νη με τον Φόρ­στε­ρ, που δια­σώ­θη­κε χά­ρις στην ε­πι­μέ­λειά του. Ισχνή, πε­ριο­ρί­ζε­ται στην πε­ρίο­δο 1901-1908, με μό­νο μία ε­πι­στο­λή του Κα­βά­φη και έ­να ευ­χα­ρι­στή­ριο ση­μείω­μα του Ξε­νό­που­λου στα με­τα­γε­νέ­στε­ρα χρό­νια. Σε αυ­τήν την πε­ρίο­δο, σώ­ζο­νται τέσ­σε­ρις ε­πι­στο­λές Ξε­νό­που­λου, η μία προ της δη­μο­σίευ­σης του πρώ­του άρ­θρου του και τρεις με­τά (26/1/1906, 21/2/1906, 14/2/1907),  και τέσ­σε­ρα σχέ­δια ε­πι­στο­λών του Κα­βά­φη, ό­λα με­τά τη δη­μο­σίευ­ση. Στην πρώ­τη ε­πι­στο­λή Ξε­νό­που­λου, α­να­φέ­ρο­νται δυο, μη σω­ζό­με­νες, ε­πι­στο­λές Κα­βά­φη. Η αλ­λη­λο­γρα­φία πε­ριο­ρί­ζε­ται στις συγ­γρα­φι­κές ε­να­σχο­λή­σεις τους και την ε­κα­τέ­ρω­θεν α­πο­στο­λή των πο­νη­μά­των τους, κυ­ρίως των συλ­λο­γών του Ξε­νό­που­λου και των συν­δρο­μών που ο Κα­βά­φης μπο­ρεί να ε­ξα­σφα­λί­σει γι’ αυ­τές. Όπως και στην αλ­λη­λο­γρα­φία με τον Φόρ­στε­ρ, πλη­ρο­φο­ρίες προ­σω­πι­κού χα­ρα­κτή­ρα α­που­σιά­ζουν. Ενδει­κτι­κά, ο Ξε­νό­που­λος, στην πρώ­τη ε­πι­στο­λή του, με η­με­ρο­μη­νία 23 Φεβ. 1902, δεν α­να­φέ­ρει τη γέν­νη­ση της κό­ρης του, στις 5 Φε­βρ.
Η πρώ­τη ε­πι­στο­λή Κα­βά­φη θα πρέ­πει να στάλ­θη­κε κο­ντά στην η­με­ρο­μη­νία ε­πι­στρο­φής του στην Αλε­ξάν­δρεια, η δεύ­τε­ρη προς το τέ­λος του 1901, ό­ταν αρ­χί­ζει να α­πο­γο­η­τεύε­ται με τη σιω­πή του νέ­ου του φί­λου. Σε αυ­τές ε­σω­κλείει  χει­ρό­γρα­φα ποιή­μα­τα, κα­θώς και α­ντί­τι­μο 12 φρά­γκων για 4 συν­δρο­μές της δεύ­τε­ρης συλ­λο­γής διη­γη­μά­των του Ξε­νό­που­λου. Στην ε­πι­στο­λή του, ο Ξε­νό­που­λος δι­καιο­λο­γεί­ται για τη σιω­πή του, δια­βε­βαιώ­νο­ντας για τον θαυ­μα­σμό του. Για το α­λη­θές του λό­γου, α­να­φέ­ρει ό­τι έ­χει ή­δη πα­ρα­δώ­σει στον Μι­χα­η­λί­δη άρ­θρο για την ποίη­σή του, που θα δη­μο­σιευ­τεί στα «Πα­να­θή­ναια». Οι δι­καιο­λο­γίες, πως κω­λυ­σιέρ­γη­σε να δώ­σει το άρ­θρο, για­τί φο­βό­ταν άρ­νη­ση του εκ­δό­τη, δεί­χνουν μάλ­λον προ­σχη­μα­τι­κές. Το γε­γο­νός ό­τι το άρ­θρο δη­μο­σιεύ­θη­κε πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, στις 30 Νοε. 1903, α­φή­νει το εν­δε­χό­με­νο να μην εί­χε καν γρα­φεί. Ενδια­μέ­σως, μπο­ρεί να υ­πήρ­ξαν κι άλ­λες ε­πι­στο­λές Κα­βά­φη, ε­νώ πραγ­μα­το­ποιεί­ται το δεύ­τε­ρο τα­ξί­δι του στην Αθή­να (Αυγ.-Οκτ. 1903), και μία δεύ­τε­ρη ε­πί­σκε­ψη στην και­νού­ρια κα­τοι­κία του Ξε­νό­που­λου, που εν­δέ­χε­ται να μην ή­ταν η μο­να­δι­κή.
Αμέ­σως με­τά τη δη­μο­σίευ­ση του άρ­θρου, ο Κα­βά­φης τον ευ­χα­ρι­στεί με έ­να ο­λι­γό­λο­γο δελ­τά­ριο, στο ο­ποίο α­πα­ντά ο Ξε­νό­που­λος κι αυ­τός με δελ­τά­ριο. Αμφό­τε­ρα μη σω­ζό­με­να. Σώ­ζε­ται, ό­μως, σχέ­διο α­χρο­νο­λό­γη­της ε­πι­στο­λής του Κα­βά­φη, ό­που δια­βε­βαιώ­νει τον Ξε­νό­που­λο ό­τι “του ή­ρε­σε πο­λύ” το άρ­θρο, αλ­λά “ηρ­κέ­σθην εις δυο λέ­ξεις” δια να μη τον ε­νο­χλή­σει με ε­πι­στο­λή. Αυ­τές οι ε­πι­στο­λι­κές ε­πα­φές τους κα­θρε­φτί­ζουν τις σχέ­σεις συγ­γρα­φέ­α-κρι­τι­κού. Το άρ­θρο μάλ­λον α­πο­γοή­τευ­σε τον ποιη­τή, που θα το α­νέ­με­νε, ό­πως το εί­χε προ­α­ναγ­γεί­λει ο Ξε­νό­που­λος, στο ύ­ψος των ε­γκω­μίων του. Από την πλευ­ρά του ο κρι­τι­κός, πρέ­πει να θεώ­ρη­σε ό­τι στά­θη­κε γεν­ναιό­δω­ρος και να πε­ρί­με­νε α­ντί­στοι­χες ευ­χα­ρι­στίες. Πά­ντως, ο Κα­βά­φης, εί­τε α­πό ευ­γέ­νεια εί­τε α­πό σκο­πι­μό­τη­τα, δια­τη­ρεί το φι­λι­κό κλί­μα. Αν και η φρά­ση “να σας ε­πα­να­λά­βω πό­σην χα­ράν με προ­ξε­νεί το ό­τι ε­κτι­μά­τε – το ό­τι ε­κτι­μά κρι­τι­κός ως σείς – τα ποιή­μα­τά μου”, μάλ­λον ε­νέ­χει ει­ρω­νι­κή α­πό­χρω­ση. 

Το δεύ­τε­ρο τα­ξί­δι

Οι πλη­ρο­φο­ρίες για το δεύ­τε­ρο τα­ξί­δι του Κα­βά­φη στην Αθή­να εί­ναι λι­γο­στές. Στο χρο­νο­λό­γιο του Τσίρ­κα α­να­φέ­ρε­ται ό­τι στις 22 Ιουν. 1903 ζή­τη­σε ά­δεια για τα­ξί­δι στο ε­ξω­τε­ρι­κό και του δό­θη­κε τρί­μη­νη, αρ­χό­με­νη στις 3 Αυγ. Όπως και στο πρώ­το τα­ξί­δι, έρ­χε­ται με τον α­δελ­φό του Αλέ­ξαν­δρο. Γνω­ρί­ζε­ται με τον Λά­μπρο Πορ­φύ­ρα. Συ­νά­ντη­ση για την ο­ποία δεν δί­νε­ται κα­νέ­να στοι­χείο. Ενδε­χο­μέ­νως, ο Ξε­νό­που­λος να πα­ρευ­ρι­σκό­ταν, κα­θώς στο άρ­θρο του α­να­φέ­ρει τον Πορ­φύ­ρα ως πα­ρά­δειγ­μα λο­γίου των Αθη­νών με τον ο­ποίο  συ­γκρί­νει τον Κα­βά­φη. Πά­ντως, τον Ξε­νό­που­λο “τον ε­πι­σκέ­φθη­κε πα­ρά την πε­ρι­πα­θή ε­μπλο­κή του με τον ε­λάσ­σο­να ποιη­τή, και συ­νερ­γά­τη των «Πα­να­θη­ναίων», Αλέ­ξαν­δρο Μαυ­ρου­δή”, ό­πως σχο­λιά­ζει ο Σαβ­βί­δης. Μή­πως θα ή­ταν α­κρι­βέ­στε­ρο ό­τι τον ε­πι­σκέ­φθη­κε α­κρι­βώς λό­γω του Μαυ­ρου­δή ή έ­στω, λό­γω και ε­κεί­νου; 
Ο Μαυ­ρου­δής, ως συ­νερ­γά­της των «Πα­να­θη­ναίων», πα­ρου­σιά­ζε­ται μό­λις το 1905. Ως εκ­κο­λα­πτό­με­νος, ό­μως, θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, εί­ναι α­πό νω­ρίς μέ­λος της συ­ντρο­φιάς Ξε­νό­που­λου-Πο­λύ­βιου Δη­μη­τρα­κό­που­λου. Αργό­τε­ρα, “στα­διο­δρό­μη­σε ως ε­φή­με­ρος δρα­μα­τουρ­γός στο Πα­ρί­σι”, ό­πως α­να­φέ­ρει στο Χρο­νο­λό­γιο ο Δα­σκα­λό­που­λος. Όχι και τό­σο ε­φή­με­ρος, α­φού, ε­πί μία ει­κο­σα­ε­τία, θε­α­τρι­κά έρ­γα του πα­ρου­σιά­ζο­νταν στη σκη­νή και κά­ποια γυ­ρί­ζο­νταν ται­νίες σε δι­κό του σε­νά­ριο. Ο Ξε­νό­που­λος α­να­φέ­ρει την ε­πί­σκε­ψη του Κα­βά­φη σπί­τι του σε ε­πι­φυλ­λί­δα, που δη­μο­σιεύει μία ε­βδο­μά­δα με­τά το θά­να­τό του: “Ύστε­ρα ήλ­θε κ’ ε­κεί­νος στο σπί­τι μου, στο ί­διο σπί­τι, που ή­ξε­ρε και θυ­μό­ταν... Τι α­να­μνή­σεις, τι σπα­ραγ­μός, μα και τι ευ­τυ­χία! Έβλε­πα τον άν­θρω­πο που εί­χε ζή­σει τό­σο δυ­να­τά...” Ένα τα­ξί­δι και έ­νας έ­ρω­τας, λοι­πόν, που έ­δω­σαν α­φορ­μή για ποι­κί­λες ει­κα­σίες. Θα συμ­φω­νού­σα­με με την πα­ρα­τή­ρη­ση του Κώ­στα Ου­ρά­νη πως “ο Ξε­νό­που­λος δεν έ­ζη­σε δυ­να­τά” και ί­σως, η φρά­ση του να κρύ­βει και κά­ποιο φθό­νο.

Αφα­νείς θια­σώ­τες

Ο Ξε­νό­που­λος α­να­φέ­ρε­ται για πρώ­τη φο­ρά στον Κα­βά­φη με την ευ­και­ρία της πα­ρου­σία­σης του Ημε­ρο­λο­γίου του Σκό­κου του 1903, στο τεύ­χος της 30ης Νο­εμ. 1902 των «Πα­να­θη­ναίων». Τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει “ι­διόρ­ρυθ­μο”, “και­νό­τρο­πο” και “βα­θύ ποιη­τή”, ε­νώ το δη­μο­σιευ­μέ­νο ποίη­μα, «Το πρώ­το σκα­λί», “θαυ­μά­σιο­ν” μεν αλ­λά “μαλ­λια­ρό­ν”. Κο­ντά έ­να μή­να αρ­γό­τε­ρα, στις 25 Σεπ. 1903, δη­μο­σιεύε­ται το ποίη­μα, «Δέ­η­σις», του Κα­βά­φη στην ε­φη­με­ρί­δα του Δη­μή­τρη Κα­κλα­μά­νου «Το Νέ­ον Άστυ» και με­τά δυο μέ­ρες, α­κο­λου­θεί α­νυ­πό­γρα­φο δη­μο­σίευ­μα, με τίτ­λο «Η σπα­νία ποίη­σις». Ο Σαβ­βί­δης θεω­ρεί “την α­πό­δο­ση της πα­τρό­τη­τάς του στον Ξε­νό­που­λο εύ­λο­γη”, κα­θώς ε­κεί­νος, στην πρώ­τη ε­πι­στο­λή του, δια­τεί­νε­ται πως το άρ­θρο του ή­θε­λε αρ­χι­κά να το δη­μο­σιεύ­σει σε κά­ποια ε­φη­με­ρί­δα. Πι­στεύου­με, ω­στό­σο, ό­τι ο Ξε­νό­που­λος δεν θα το δη­μο­σίευε α­νυ­πό­γρα­φο. Ανε­πι­φύ­λα­κτα ε­γκω­μια­στι­κό αυ­τό το δη­μο­σίευ­μα, δια­φο­ρο­ποιεί­ται α­πό το γνω­στό άρ­θρο του Ξε­νό­που­λου στα «Πα­να­θή­ναια» σε ο­ρι­σμέ­νες ε­πι­μέ­ρους πα­ρα­τη­ρή­σεις: Εκεί­νος ε­γκω­μιά­ζει τον Πορ­φύ­ρα, το δη­μο­σίευ­μα τον ει­ρω­νεύε­ται – ε­κεί­νος α­πο­κα­λεί έ­μπο­ρο τον Κα­βά­φη, το δη­μο­σίευ­μα φι­λό­λο­γο – ε­κεί­νος α­πο­φεύ­γει τους υ­περ­θε­τι­κούς ε­πι­θε­τι­κούς προσ­διο­ρι­σμούς, το δη­μο­σίευ­μα χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον Κα­βά­φη “ε­ξαι­ρε­τι­κόν ποιη­τή­ν” και τα ποιή­μα­τά του “τέ­λεια”. Με­τά τη δη­μο­σίευ­ση του άρ­θρου του Ξε­νό­που­λου, α­κο­λου­θεί δεύ­τε­ρο α­νυ­πό­γρα­φο ση­μείω­μα στο «Νέ­ον Άστυ», στις 6 Δεκ. 1903, α­να­φε­ρό­με­νο στο άρ­θρο, το πι­θα­νό­τε­ρο α­πό τον ί­διο συ­ντά­κτη. Πι­στεύου­με πως και τις δυο φο­ρές πρό­κει­ται για τον Κα­κλα­μά­νο, που γνώ­ρι­ζε τα ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη του­λά­χι­στον α­πό το 1896, που δη­μο­σιεύ­θη­καν δυο στο «Άστυ».
Ενίο­τε, α­κό­μη και έ­νας ε­πι­θε­τι­κός προσ­διο­ρι­σμός μπο­ρεί να εί­ναι εν­δει­κτι­κός του συγ­γρα­φι­κού ύ­φους. Ο Ξε­νό­που­λος, α­πό το πρώ­το ση­μείω­μα μέ­χρι και την πρώ­τη πα­ρου­σία­ση στη «Νέα Εστία» 28 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον Κα­βά­φη “ι­διόρ­ρυθ­μο”, και αλ­λού, ε­ναλ­λα­κτι­κά,“πε­ρίερ­γο”. Ενώ, στο δη­μο­σίευ­μα α­να­φέ­ρε­ται ως “πα­ρά­δο­ξος ποιη­τι­κή προ­σω­πι­κό­της”. Όπως και να έ­χει, ο Κα­κλα­μά­νος, μα­ζί με τους Μι­χα­η­λί­δη και Σκό­κο, εί­ναι α­πό τους πρώ­τους θια­σώ­τες του Κα­βά­φη στην Αθή­να. Ο Μι­χα­η­λί­δης, στα «Πα­να­θή­ναια», δη­μο­σιεύει ποίη­μα του Κα­βά­φη στο τεύ­χος της 31ης Αυγ. 1901, δη­λα­δή έ­να μή­να με­τά την α­να­χώ­ρη­σή του ποιη­τή α­πό την Αθή­να, δυο ποιή­μα­τα μέ­σα στο 1904 και στην τε­τρα­ε­τία, 1905-1908, έ­να ποίη­μα κα­τ’ έ­τος. Αντί­στοι­χα, στο Ημε­ρο­λό­γιο του Σκό­κου δη­μο­σιεύο­νται ποιή­μα­τά του μέ­χρι και τον τό­μο του 1907. Και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις έ­χου­με μία κο­ντά δε­κα­ε­τή συ­νερ­γα­σία του Κα­βά­φη (στα «Πα­να­θή­ναια» 1901-1908, Σκό­κου 1898-1907). Σε α­ντί­θε­ση, ό­μως, με τον Ξε­νό­που­λο, αυ­τοί οι τρεις δεν το δια­λά­λη­σαν και η Κα­βα­φο­λο­γία τους προ­σπέ­ρα­σε. Όπως προ­σπέ­ρα­σε και τους διευ­θυ­ντές δυο άλ­λων πε­ριο­δι­κών, που τον κα­λο­συ­σταί­νουν στις α­να­μνή­σεις τους α­πό την Αί­γυ­πτο. Το 1894 ο Φρα­γκί­σκος Πρί­ντε­ζης, το 1896, ο Γεώρ­γιος Τσο­κό­που­λος.     

Βι­βλιο­γρα­φι­κά

Στο  Γε­νι­κό Ευ­ρε­τή­ριο της Βι­βλιο­γρα­φίας Κα­βά­φη, το ό­νο­μα του Ξε­νό­που­λου, α­πό το 1902 μέ­χρι τον θά­να­τό του, 24 Ιαν. 1951, α­να­φέ­ρε­ται σε 32 λήμ­μα­τα. Αν ε­πε­κτα­θού­με μέ­χρι και το ε­πε­τεια­κό 1953, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νου­με τέσ­σε­ρις α­να­δρο­μι­κές α­να­φο­ρές (το άρ­θρο του Δη­μα­ρά, «Ο τε­χνι­κός της κρι­τι­κής», στο με­τα­θα­νά­τιο α­φιέ­ρω­μα της «Νέ­ας Εστίας» στον Ξε­νό­που­λο, Χρι­στού­γεν­να 1951, ε­πι­στο­λή του Ξε­νό­που­λου προς την Κα­τί­να Πα­πά με η­με­ρο­μη­νία 12/5/1922, α­να­δη­μο­σίευ­ση του πρώ­του άρ­θρου του στο α­φιέ­ρω­μα της «Νέ­ας Εστίας» του 1953 και έ­να δη­μο­σίευ­μα, που αμ­φι­σβη­τεί τα πρω­τεία του στην α­να­κά­λυ­ψη του Κα­βά­φη). Τα λήμ­μα­τα φτά­νουν τα 36. Σε 24 α­πό αυ­τά, ο Ξε­νό­που­λος εί­ναι ο συγ­γρα­φέ­ας, ε­νώ στα υ­πό­λοι­πα μνη­μο­νεύε­ται.
Θα προ­σθέ­τα­με μία νε­κρο­λο­γία του Κα­βά­φη α­πό τον Ξε­νό­που­λο, στη «Διά­πλα­ση των παί­δων», που υ­πο­δει­κνύει ο Σαβ­βί­δης, αλ­λά πα­ρα­μέ­νει α­βι­βλιο­γρά­φη­τη. Ακό­μη, 12 α­νυ­πό­γρα­φα κεί­με­να στη «Νέα Εστία» (το ει­σα­γω­γι­κό ση­μείω­μα στο πρώ­το ποίη­μα Κα­βά­φη, που δη­μο­σιεύε­ται στις 1/1/1930, και  11 ση­μειώ­μα­τα της στή­λης «Πε­ριο­δι­κά και ε­φη­με­ρί­δες» κα­τά την πρώ­τη πε­ρίο­δο, με διευ­θυ­ντή τον Ξε­νό­που­λο, στα ο­ποία α­να­φέ­ρε­ται ο Κα­βά­φης και οι σύγ­χρο­νοί τους τα α­πέ­δι­δαν στον Ξε­νό­που­λο). Συ­νο­λι­κά, 37 εί­ναι του Ξε­νό­που­λου. Αριθ­μός που, σε συν­δυα­σμό με την χρο­νο­λο­γι­κή κα­τα­νο­μή τους, δη­μιουρ­γεί την ε­ντύ­πω­ση διαρ­κούς ε­να­σχό­λη­σης με τον Κα­βά­φη. Εν μέ­ρει, αυ­τό α­λη­θεύει. Το άρ­θρο του 1903 τον ε­μπλέ­κει στην υ­πό­θε­ση Κα­βά­φη, ι­δίως στις ε­πι­θέ­σεις ε­να­ντίον του. Εί­ναι εν­δει­κτι­κό ό­τι ε­πτά κεί­με­να (α­πό το 1906 έως το 1944) συ­νι­στούν α­πα­ντή­σεις σε δη­μο­σιεύ­μα­τα ε­χθρι­κά ή και α­πλώς αυ­στη­ρά για τον Κα­βά­φη, στις ο­ποίες ε­κεί­νος υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται τον Κα­βά­φη ή και ε­αυ­τόν, ό­που α­να­φέ­ρε­ται. 
Με­τά το πρώ­το άρ­θρο του Ξε­νό­που­λου, την ε­πο­μέ­νη του ε­γκω­μια­στι­κού ση­μειώ­μα­τος στο «Νέ­ον Άστυ», δη­μο­σιεύ­εται το πρώ­το πε­ρι­γε­λα­στι­κό σχό­λιο για την ποίη­ση του Κα­βά­φη στο πε­ριο­δι­κό «Ο Νου­μάς». Ένα τε­τρά­στι­χο του εκ­δό­τη Δ. Τα­γκό­που­λου: “Θαυ­μά­ζει ο Ξερ­νό­που­λος / τον Κώ­στα τον Κα­βά­φη / για­τί έ­να ποίη­μα / τον κά­θε χρό­νο γρά­φει”. Το θυ­μά­ται ο Ξε­νό­που­λος 40 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, α­πα­ντώ­ντας σε δη­μο­σίευ­μα του Γ. Ι. Φου­σά­ρα. Μέ­σα στην ε­πό­με­νη τριε­τία, με­τρού­με δυο πα­ρό­μοια σχό­λια, με έ­ναυ­σμα ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη στα «Πα­να­θή­ναια»: Στις 15/8/1904 δη­μο­σιεύ­εται το «Φω­νές», στις 17/8/1904, στην ε­φη­με­ρί­δα του Γεωρ­γίου Πωπ «Αθή­ναι» υπάρχει α­νώ­νυ­μο σχό­λιο, ε­στια­σμέ­νο στη γλώσ­σα, “Τό­σον μαλ­λια­ρή πλέ­ον, ώ­στε και να μη κτε­νί­ζε­ται καν εις ο­μοιο­κα­τα­λη­ξίας και μέ­τρο­ν”. Στις 15/6/1906, το «Bα­σι­λεύς Δη­μή­τριος», στις 24/9/1906, ψευ­δώ­νυ­μο κο­ροϊδευ­τι­κό σχό­λιο στο «Νου­μά», στο ο­ποίο σπεύ­δει να α­πα­ντή­σει, υ­πό μορ­φή ε­πι­στο­λής, ο Ξε­νό­που­λος, κα­θό­σον α­να­φέ­ρε­ται ο­νο­μα­στι­κά ως ε­κεί­νος που α­να­κή­ρυ­ξε τον Κα­βά­φη “βαρ­βά­το ποιη­τή”. Ο Σαβ­βί­δης χα­ρα­κτη­ρί­ζει την α­πά­ντη­ση μει­λί­χια, ε­πι­κα­λού­με­νος ε­παι­νε­τι­κό σχό­λιο του Δη­μα­ρά για τον Ξε­νό­που­λο, ό­τι “μας δι­δά­σκει πως να λέ­με το σω­στό χω­ρίς να γι­νό­μα­στε χυ­δαίοι”. Η α­πά­ντη­ση δεί­χνει πε­ρισ­σό­τε­ρο σαν α­να­δί­πλω­ση. Αρχι­κά, συ­μπλέει με τους χλευα­στές, ε­πα­να­λαμ­βά­νο­ντας στη συ­νέ­χεια το ε­πι­χεί­ρη­μα του άρ­θρου του, ό­τι ο Κα­βά­φης έ­χει γρά­ψει πέ­ντε-έ­ξη ποιή­μα­τα “με­γά­λα”, με κο­ρυ­φαίο, τα «Τεί­χη». 
Αραιό­τε­ρα, ό­πο­τε δί­νε­ται α­φορ­μή α­πό δη­μο­σίευ­μα ή βι­βλίο, ε­πα­νέρ­χε­ται. Τη συ­νε­χή α­νά­μι­ξή του στην υ­πό­θε­ση Κα­βά­φη δεί­χνουν και άλ­λες ε­νέρ­γειες, ό­πως η υ­πο­γρα­φή του σε δια­μαρ­τυ­ρία δια­νοου­μέ­νων (11/4/1924), αλ­λά και τρεις συ­νε­ντεύ­ξεις του (σε έ­ρευ­να για τον Κα­βά­φη του Μ. Βαϊά­νου 21/5/1924, στο πε­ριο­δι­κό «Πα­ναι­γύ­πτια» 29/2/1936, στην Τε­ρέ­ντσιο 1/5/1949), που έ­χουν κύ­ριο θέ­μα τον Κα­βά­φη. Ενδει­κτι­κή εί­ναι και  η κα­βα­φι­κή σχο­λιο­γρα­φία στο πε­ριο­δι­κό του. Με ε­ξαί­ρε­ση έ­να ει­ρω­νι­κό σχό­λιο γε­νι­κώς για τους λο­γίους της Αλε­ξάν­δρειας, ό­που οι βο­λές πιά­νουν και τον Κα­βά­φη, τα υ­πό­λοι­πα τάσ­σο­νται στο πλευ­ρό ό­σων τον θαυ­μά­ζουν, στρε­φό­με­να κα­τά υ­βρι­στών του, ό­πως ο Τα­γκό­που­λος, ή και διορ­θώ­νο­ντας αυ­στη­ρές κρι­τι­κές για ε­πι­μέ­ρους ποιή­μα­τα ό­πως του Μα­λά­νου. 
Ο Ξε­νό­που­λος δεν δη­λώ­νει μό­νο λο­γο­τε­χνι­κό εν­δια­φέ­ρον. Προ­βάλ­λει την προ­σω­πι­κή τους σχέ­ση, με κεί­με­να συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­να, ό­πως ε­κεί­νο για το τε­λευ­ταίο τα­ξί­δι του Κα­βά­φη στην Αθή­να και οι τρεις νε­κρο­λο­γίες. Ενδει­κτι­κή σχε­τι­κά εί­ναι και η ε­πι­στο­λή στην φί­λη του Κα­τί­να Πα­πά. Όσο για τα κεί­με­να του κρι­τι­κού Ξε­νό­που­λου, κα­τα­λαμ­βά­νουν 11 λήμ­μα­τα: Το πρώ­το σχό­λιο του 1902, δυο γε­νι­κό­λο­γες α­να­φο­ρές πε­ρί νε­ο­ελ­λη­νι­κής ποίη­σης και α­λε­ξαν­δρι­νής λο­γο­τε­χνίας, το ει­σα­γω­γι­κό ση­μείω­μα για το πρώ­το ποίη­μα Κα­βά­φη στη «Νέα Εστία», υ­πο­γε­γραμ­μέ­νο α­πό την σύ­ντα­ξη του πε­ριο­δι­κού, και ε­πτά λήμ­μα­τα, που α­ντι­στοι­χούν σε τρία κεί­με­να. Αυ­τά εί­ναι το πρώ­το άρ­θρο και δυο ο­μι­λίες, με τις α­να­δη­μο­σιεύ­σεις τους (τρεις φο­ρές δη­μο­σιεύ­τη­κε το πρώ­το άρ­θρο, 1903, 1933 και 1953 στα α­ντί­στοι­χα α­φιε­ρώ­μα­τα της «Νέ­ας Εστίας», ά­παξ η δεύ­τε­ρη ο­μι­λία και τρις η τρί­τη). Το ει­δο­λο­γι­κό φά­σμα των κει­μέ­νων συ­μπλη­ρώ­νε­ται με μία α­φιέ­ρω­ση διη­γή­μα­τος του Ξε­νό­που­λου στον Κα­βά­φη.

Λαν­θά­νον Ιω­βη­λαίο

Θυ­μί­ζου­με πως η πρώ­τη ο­μι­λία προο­ρι­ζό­ταν για τι­μη­τι­κή εκ­δή­λω­ση στην Αλε­ξάν­δρεια, το “Ιω­βη­λαίο” του κα­τά τον Ξε­νό­που­λο, πι­θα­νώς Απρ. 1923. Λαν­θά­νει στα Χρο­νο­λό­για. Ίσως την μα­ταίω­σε ο θά­να­τος του α­δελ­φού του, Τζων,  στις 9 Φε­βρ. 1923. Πα­ρό­τι ο Ξε­νό­που­λος εί­χε προ­σκλη­θεί α­πό την ορ­γα­νω­τι­κή ε­πι­τρο­πή, δεν σκό­πευε να πα­ρευ­ρε­θεί. Έστει­λε το κεί­με­νο της ο­μι­λίας του, που δη­μο­σιεύ­θη­κε δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα στο πε­ριο­δι­κό του Βαϊά­νου «Νέα Τέ­χνη». Φόρ­τος ερ­γα­σίας ή συ­ντη­ρη­τι­κή στά­ση; Ενώ, η δεύ­τε­ρη, με τίτ­λο, «Το αν­θρώ­πι­νο στην ποίη­ση του Κα­βά­φη», πραγ­μα­το­ποιή­θη­κε στο Ελλη­νι­κό Ωδείο στις 29/11/1933, ε­πα­να­λή­φθη­κε με αλ­λα­γές στις 30/4/1940 στο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης και στις 8/6/1943 στο Θέ­α­τρο Κυ­βέ­λη. Δη­μο­σιεύ­θη­καν τα κεί­με­να της πρώ­της και της τρί­της μορ­φής,  για την εν­διά­με­ση υ­πάρ­χουν α­να­φο­ρές στον Τύ­πο.   
Ο Ξε­νό­που­λος, στην πρώ­τη συ­να­γω­γή κρι­τι­κών κει­μέ­νων του, το 1923, δεν πε­ρι­λαμ­βά­νει το άρ­θρο του 1903. Στην δεύ­τε­ρη, το 1937, πε­ρι­λαμ­βά­νει το πρώ­το και ε­κεί­νο της δεύ­τε­ρης ο­μι­λίας. Και πράγ­μα­τι, το κεί­με­νο της πρώ­της ο­μι­λίας δεν συ­νι­στά κρι­τι­κή α­πο­τί­μη­ση. Μνη­μο­νεύει το πρώ­το άρ­θρο του, ε­ξο­μο­λο­γού­με­νος τους αλ­λο­τι­νούς φό­βους του για το πώς θα α­ντι­δρού­σε ο κύ­κλος του πε­ριο­δι­κού, οι α­να­γνώ­στες, α­κό­μη και ο ί­διος ο ποιη­τής, αλ­λά και για το κα­τά πό­σο ο χρό­νος θα δι­καίω­νε την κρί­ση του. Αυ­τή η πε­ρι­πό­θη­τη δι­καίω­ση ήρ­θε, ό­πως α­να­φέ­ρει, σε μία γιορ­τή προς τι­μή του Κα­βά­φη, που έ­γι­νε προ δυο χρό­νων στην Αθή­να. Τον δι­καίω­σαν ό­σα εί­πε ο ο­μι­λη­τής αλ­λά κυ­ρίως η α­ντί­δρα­ση του νε­α­ρού α­κρο­α­τη­ρίου. Δεν ο­νο­μα­τί­ζει τον ο­μι­λη­τή, μό­νο τον πε­ρι­γρά­φει: “Νέ­ος λο­γο­τέ­χνης, α­πό τους κα­λύ­τε­ρους, τους κρι­τι­κώ­τε­ρους της γε­νεάς του, – α­γέν­νη­τος ί­σως ό­ταν πρω­τό­γρα­φα ε­γώ στα «Πα­να­θή­ναια»”. Αγέν­νη­τος ό­χι, αλ­λά μό­λις τε­τρα­ε­τής. Πρό­κει­ται για τον Τέλ­λο Άγρα και την διά­λε­ξή του στο Ελλη­νι­κό Ωδείο στις 30 Μαρ. 1921. Συ­μπλη­ρώ­νει την ει­κό­να με την α­παγ­γε­λία ποιη­μά­των: “Δί­πλα του, μια νέα κο­πέ­λα, αι­σθα­ντι­κή, φι­λο­λο­γι­κά μορ­φω­μέ­νη και γυ­μνα­σμέ­νη στη θε­α­τρι­κή τέ­χνη, τ’ α­πάγ­γει­λε θαυ­μά­σια.” Εί­ναι η Μπα­τι­στά­του του θιά­σου του Βα­σι­λι­κού Θεά­τρου. Σε κρε­σέ­ντο η κα­τα­κλεί­δα: “Α, τι χα­ρά που μπο­ρώ τώ­ρα να φω­νά­ζω ως τ’ α­στέ­ρια την α­γά­πη μου και τον θαυ­μα­σμό μου για τον Κα­βά­φη!” 
Το α­ξιο­πε­ρίερ­γο για τους δύο αυ­τούς κρι­τι­κούς της κα­βα­φι­κής ποίη­σης εί­ναι το ε­ξής: Λί­γο αρ­γό­τε­ρα, στο κα­βα­φι­κό πε­ριο­δι­κό «Αλε­ξαν­δρι­νή Τέ­χνη» (1926 - 1931), ε­νώ ο Ξε­νό­που­λος α­που­σιά­ζει ως συ­νερ­γά­της, ο Άγρας, α­ντι­στρό­φως,  συ­να­ντά­ται α­νά­με­σα στους τα­κτι­κούς συ­νερ­γά­τες.  Η α­πά­ντη­ση στο για­τί ο Ξε­νό­που­λος ε­ξαι­ρεί­ται, μέ­νει με­τέω­ρη.
Συ­νέ­χεια και τέ­λος την ε­πό­με­νη Κυ­ρια­κή.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 22/6/2014.

Ευ­γε­νή, α­νε­μπό­δι­στα, ποιη­τι­κά

$
0
0
Γιάν­νης Κο­ντός
«Μυ­στι­κά το­πία.
Κεί­με­να για πρό­σω­πα,
για τη ζω­γρα­φι­κή, 
για το θέ­α­τρο, για βι­βλία.»
Εκδό­σεις Τό­πος
Απρί­λιος 2014

Στο “αυ­τά­κι” του βι­βλίου, ο Γιάν­νης Κο­ντός, σε φω­το­γρα­φία του Δη­μή­τρη Γέ­ρου, με ε­κεί­νο το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό χα­μό­γε­λο, ό­λο γλύ­κα, αλ­λά συ­νά­μα, μια ι­δέα ει­ρω­νι­κό, μάλ­λον πε­ρι­παι­κτι­κό. Σε υ­πο­δε­χό­ταν κα­θι­σμέ­νος στο γρα­φείο του, στον πέ­μπτο ό­ρο­φο Γ. Γεν­να­δίου 3, χω­ρίς τυ­πι­κό­τη­τες, με μια θερ­μή οι­κειό­τη­τα, που σε έ­κα­νε να νιώ­θεις πως εί­σαι και συ άν­θρω­πος του χώ­ρου. Το βιο­γρα­φι­κό, χω­ρίς η­με­ρο­μη­νία γεν­νή­σεως. Όχι για­τί την κρύ­βει, έ­τσι κι αλ­λιώς, σφύ­ζει α­πό νε­α­νι­κό­τη­τα, με τα φου­λά­ρια και τα φο­βε­ρά κα­σκόλ του να α­νε­μί­ζουν. Αλλά για­τί α­ρέ­σκε­ται παι­χνι­διά­ρι­κα να δη­λώ­νει, ό­τι γεν­νή­θη­κε ό­ταν δη­μο­σιεύ­τη­κε το πρώ­το του ποίη­μα, το 1965. Ή, ό­ταν εκ­δό­θη­κε το πρώ­το του βι­βλίο, το 1970. Άλλω­στε, ή­δη α­πό την πρώ­τη ε­ντύ­πω­ση, δη­μιουρ­γεί­ται η βε­βαιό­τη­τα πως πα­ρό­μοιος άν­θρω­πος μό­νο ποιη­τής θα μπο­ρού­σε να εί­ναι. Πε­ρισ­σό­τε­ρο α­κρι­βή βιο­γρα­φι­κά, τον θέ­λουν να σπου­δά­ζει οι­κο­νο­μι­κά, να ερ­γά­ζε­ται ως α­σφα­λι­στής, με­τά να λο­ξο­δρο­μεί ως βι­βλιο­πώ­λης, γω­νία Σό­λω­νος και Ομή­ρου. Το ό­νο­μα του κα­τα­στή­μα­τος «Ηνίο­χος», με τον ί­διο να πα­ρα­μέ­νει η­νίο­χος μό­νο στην ποίη­ση και στα πε­ρί αυ­τήν “μυ­στι­κά το­πία”.
Πέ­ρυ­σι, ε­πε­τεια­κά, συ­γκέ­ντρω­σε σε έ­ναν τό­μο “το έ­χει του”, 14 ποιη­τι­κές συλ­λο­γές, που εί­ναι “το στά­ρι” σα­ρά­ντα χρό­νων, 1970-2010. Εφέ­τος, εκ­δί­δει το τρί­το βι­βλίο του, με κεί­με­να βιω­μα­τι­κά, που για ε­κεί­νον ση­μαί­νει κεί­με­να για την τέ­χνη, με πρώ­τη την τέ­χνη του λό­γου, και τους αν­θρώ­πους της. Εί­ναι το τρί­το ο­δό­ση­μο με­τά το δί­το­μο «Τα ευ­γε­νή μέ­ταλ­λα». Αυ­τές οι εκ­δό­σεις, ά­τυ­πης α­πο­γρα­φής φί­λων και εμ­μο­νών, το­πο­θε­τού­νται α­νά δε­κα­ε­τία: 1994, 2005, 2014. Πα­ρό­μοια με τα βι­βλία-ο­δό­ση­μα της συγ­γρα­φι­κής πο­ρείας, που εκ­δί­δει ο Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας. Τα και­νού­ρια κεί­με­να εί­ναι γραμ­μέ­να στο διά­στη­μα της εν­διά­με­σης δε­κα­ε­τίας και τα­ξι­νο­μού­νται σε πέ­ντε ε­νό­τη­τες, με δυο ποιή­μα­τα, ως ει­σα­γω­γή και ως ε­πί­με­τρο. Ο κοι­νός τίτ­λος των  δυο προ­η­γού­με­νων βι­βλίων ή­ταν ε­μπνευ­σμέ­νος α­πό τον τίτ­λο ποιη­τι­κής συλ­λο­γής του Ζή­ση Οι­κο­νό­μου, «Η ε­πο­ποιία των α­γε­νών με­τάλ­λων».  Μό­νο που η α­παι­σιό­δο­ξη ο­πτι­κή του πα­λαιό­τε­ρου ποιη­τή, ε­δώ α­να­τρέ­πε­ται σε αι­σιό­δο­ξη κα­τά­φα­ση. Από τον ί­διο τίτ­λο εί­χα­με φτιά­ξει και ε­μείς την ε­πι­γρα­φή της βι­βλιο­πα­ρου­σία­σης του πρώ­του τό­μου, το μα­κρι­νό 1994. «Επο­ποιία ευ­γε­νών με­τάλ­λων», ή­ταν ο δι­κός μας τίτ­λος, με υ­πέρ­τιτ­λο, “πο­λυ­χρω­μία της ό­ρα­σης και της μνή­μης”. Τό­τε, για τα βι­βλία που μας ά­ρε­σαν, γρά­φα­με με εν­θου­σια­σμό. Στην εν­διά­με­ση ει­κο­σα­ε­τία, η αν­θυ­γιει­νή ε­να­σχό­λη­ση με την βι­βλιο­κρι­τι­κή τον κού­ρε­ψε δρα­στι­κό­τε­ρα και α­πό τα ε­πί Τρόι­κας οι­κο­νο­μι­κής φύ­σεως κου­ρέ­μα­τα. Θύ­μα ή θή­της ο κρι­τι­κός εί­ναι και θέ­μα ο­πτι­κής γω­νίας. Ο Κο­ντός γρά­φει, “Αχ, αυ­τοί οι κρι­τι­κοί, αυ­τοί οι νε­κρο­θά­φτες”, α­πο­δί­δο­ντας τη φρά­ση στον Να­πο­λέ­ο­ντα Λα­πα­θιώ­τη. Ωστό­σο, πα­ρό­λο που ου­δείς α­γα­πά τους νε­κρο­θά­φτες, ό­λοι μάλ­λον συμ­φω­νούν ό­τι εί­ναι α­πα­ραί­τη­τοι. Αλλά και δύ­στυ­χοι, κα­θώς τους βδε­λύσ­σο­νται, ι­διαί­τε­ρα ό­ταν κά­νουν κα­λά τη δου­λειά τους. 
Στη δεύ­τε­ρη ε­νό­τη­τα του και­νού­ριού του βι­βλίου, ό­που συ­γκε­ντρώ­νει τα δη­μο­σιευ­μέ­να κεί­με­να για βι­βλία, ο ί­διος σχο­λιά­ζει ως ο­μό­τε­χνος έρ­γα φί­λων. Στα 25 κεί­με­να, τα 12 α­φο­ρούν βι­βλία ποιη­τών της γε­νιάς του, κυ­ρίως ποιη­τι­κά (Ν. Χατ­ζι­δά­κι, Δ. Πο­τα­μί­τη, Κ. Μαυ­ρου­δή, Π. Πα­μπού­δη, Γ. Μαρ­κό­που­λου, Κ. Πα­πα­γεωρ­γίου, Γ. Βαρ­βέ­ρη), α­κό­μη μυ­θι­στό­ρη­μα του Γ. Μα­νιώ­τη και τέσ­σε­ρα βι­βλία ευ­ρέ­ος φά­σμα­τος του στε­νό­τε­ρου α­πό τους φί­λους, του Θ. Θ. Νιάρ­χου. Φι­λε­ται­ρι­κά εί­ναι και τα κεί­με­να για με­γα­λύ­τε­ρους (Κ. Μουρ­σε­λά, Γ. Μι­χα­η­λί­δη, Λ. Πα­πα­δό­που­λο) ή και νεό­τε­ρους (Ν. Δαβ­βέ­τα, Δ. Κο­σμό­που­λο). Σε ό­λα, έ­νας κρι­τι­κής διά­θε­σης α­να­γνώ­στης θα εύ­ρι­σκε ό­τι πε­ρισ­σεύει ο εν­θου­σια­σμός. Θα πρό­σθε­τε πως έ­τσι ο έ­παι­νος α­πο­δυ­να­μώ­νε­ται. Αυ­τή, ό­μως, εί­ναι συ­νή­θης α­βα­ρία του θε­τι­κού σκέ­πτε­σθαι. Όπως και να έ­χει, σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, ο τρό­πος  γρα­φής πεί­θει ό­τι πρό­κει­ται για έ­ναν εν­θου­σια­σμό α­νό­θευ­τα πη­γαίο. Από την άλ­λη, εί­ναι εμ­φα­νές πως ο ποιη­τής α­πο­δί­δει κα­λύ­τε­ρα ως αι­σθη­τής σε υ­ψη­λούς τό­νους. Την ο­μά­δα των φί­λιων προ­σώ­πων συ­μπλη­ρώ­νουν, ό­πως και στους προ­η­γού­με­νους τό­μους, οι “με­γά­λοι” α­πό τους πα­λαιό­τε­ρους, ό­πως ο “φί­λος” Ρί­τσος, οι δυο Νο­μπε­λί­στες και ο Κα­βά­φης.   
Ο Κο­ντός, α­πό τα “ευ­γε­νή μέ­ταλ­λα” μέ­χρι τα “μυ­στι­κά το­πία”, δια­τη­ρεί α­κέ­ραια την κα­θα­ρό­τη­τα των αι­σθη­μά­των. Με την ί­δια προ­σή­λω­ση, συ­μπλη­ρώ­νει τα εκ­θέ­μα­τα μνή­μης. Όπως ο Τά­κης Σι­νό­που­λος το­πο­θε­τού­σε πέ­τρες, α­κρο­κέ­ρα­μα, α­στε­ρίες  στην αυ­λή του. Ο Πύρ­γειος ποιη­τής εί­ναι, α­κό­μη μία φο­ρά, α­πό τους πρώ­τους που α­να­φέ­ρο­νται, στο πρώ­το κεί­με­νο, το α­φιε­ρω­μέ­νο στη Να­νά Καλ­λια­νέ­ση και τον αλ­λο­τι­νό «Κέ­δρο». Τον εκ­δο­τι­κό οί­κο, που ί­δρυ­σε ο Νί­κος Καλ­λια­νέ­σης, μα­ζί με τη σύ­ζυ­γό του Να­νά Στα­μα­τίου, το 1954, άρ­τι α­φι­χθείς στην Αθή­να α­πό τον “πα­ρα­θε­ρι­σμό” του στον Αϊ-Στρά­τη. Τέ­λη του 1976, του ζή­τη­σε η Να­νά να ερ­γα­στεί για τον «Κέ­δρο». Τον Μάιο, εί­χε α­πο­βιώ­σει ο Νί­κος. Το 1988, έ­φυ­γε και η Να­νά. Από παι­δί για την “λά­ντζα”, ό­πως γρά­φει αυ­το­σαρ­κα­ζό­με­νος, α­φού στα πρώ­τα χρό­νια της Με­τα­πο­λί­τευ­σης οι “με­γά­λοι” – Ρί­τσος, Τσίρ­κας, Σι­νό­που­λος, Λει­βα­δί­της, Κοτ­ζιάς – διά­βα­ζαν τα χει­ρό­γρα­φα, πρό­τει­ναν, συμ­βού­λευαν, κα­τέ­λη­ξε στυ­λο­βά­της του οί­κου. Κυ­ρίως για τις εκ­δό­σεις ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, που πα­ρα­μέ­νει ως σή­με­ρα ο βα­σι­κός το­μέ­ας του «Κέ­δρου». Ο Κο­ντός συ­μπλή­ρω­σε 33 έ­τη στη σκιά του «Κέ­δρου», α­πο­χω­ρώ­ντας το 2009. Πι­θα­νώς, το α­πο­χω­ρώ να μην α­πο­δί­δει την ό­ποια κα­τά­στα­ση δη­μιουρ­γή­θη­κε, ό­ταν η δυ­να­μι­κή Κά­τια Λε­μπέ­ση χρειά­στη­κε να α­που­σιά­σει. Όπως και να έ­χει, ή­ταν έ­νας πο­λι­τι­σμέ­νος χω­ρι­σμός, που έ­μει­νε μα­κριά α­πό τον δι­ψα­λέο Τύ­πο. Απώ­λεια για τον συ­γκε­κρι­μέ­νο εκ­δο­τι­κό οί­κο, αλ­λά και γε­νι­κό­τε­ρα, για τον εκ­δο­τι­κό χώ­ρο, κα­θώς η με­τοι­κε­σία του σε έ­τε­ρο οί­κο, φαί­νε­ται πως δεν ευο­δώ­θη­κε. 
Ει­κο­νο­πλά­στης ο Κο­ντός, ό­πως ο σκη­νο­θέ­της Ίνγκμαρ Μπέρ­γκμαν, του ο­ποίου την αυ­το­βιο­γρα­φία συ­στή­νει στον α­να­γνώ­στη “να την δια­βά­σει με πά­θος”, η ζω­γρα­φι­κή εί­ναι μέ­ρος της ζωής του, αλ­λά και “ό­λοι μα­ζί ποιη­τές, μου­σι­κοί, καλ­λι­τέ­χνες... η δεύ­τε­ρη κα­τά­στα­ση του κό­σμου”. Η τρί­τη ε­νό­τη­τα του βι­βλίου εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νη στους ζω­γρά­φους. “Από πο­λύ νέο τον τρα­βού­σε η ζω­γρα­φι­κή” και συ­νε­χί­ζει για σα­ρά­ντα χρό­νια “να γρά­φει κεί­με­να (ου­σια­στι­κά ποιή­μα­τα) για ζω­γρά­φους”. Ορι­σμέ­νους, τους φί­λους, τους α­κο­λου­θεί στην πε­ρι­πέ­τεια της δια­δρο­μής τους. Η ει­κα­στι­κή σο­δειά με­τρά­ει κεί­με­να για 17 ζω­γρά­φους, μία γλύ­πτρια, την Να­τα­λία Με­λά, έ­ναν ποιη­τή, τον Ελύ­τη. Ξε­κι­νώ­ντας α­πό τον πρε­σβύ­τη Γιάν­νη Μό­ρα­λη, για την τε­λευ­ταία έκ­θε­σή του, Νοέ.-Δεκ. 2006, με τους δέ­κα και­νού­ριούς του πί­να­κες. Ήταν η δε­κά­τη α­το­μι­κή του έκ­θε­ση, τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, 20 Δε­κεμ­βρίου 2009, α­πε­βίω­σε. Και τον α­ει­θα­λή Πα­να­γιώ­τη Τέ­τση, που κο­λυ­μπά­ει στη θά­λασ­σα της Σίφ­νου και την α­πα­θα­να­τί­ζει. Μέ­χρι τη νεό­τε­ρη Κρη­τι­κιά Ελέ­νη Κα­λο­κύ­ρη και τα κα­ρά­βιά της.
Ένας άλ­λος κό­σμος, αυ­τός του θεά­τρου, ζω­ντα­νεύει στα κεί­με­να της τέ­ταρ­της ε­νό­τη­τας. Το ζω­ντα­νεύει, δεν εί­ναι σχή­μα λό­γου, αλ­λά γε­γο­νός. Όπως ο Κο­ντός δεν γρά­φει για τη λο­γο­τε­χνία ως κρι­τι­κός, ού­τε για τη ζω­γρα­φι­κή ως τε­χνο­κρι­τι­κός, πα­ρο­μοίως, δεν σχο­λιά­ζει μία θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση ως κρι­τι­κός, αλ­λά με τον ι­διό­τυ­πο τρό­πο του ά­με­σα ε­μπλε­κό­με­νου συ­ναι­σθη­μα­τι­κά. Συ­χνά ξε­κι­νά­ει σαν να κου­βε­ντιά­ζει έ­να θέ­μα γε­νι­κό­τε­ρου εν­δια­φέ­ρο­ντος. Για πα­ρά­δειγ­μα, το κεί­με­νο για το θε­α­τρι­κό του Βα­σί­λη Κα­τσι­κο­νού­ρη, «Το γά­λα», αρ­χί­ζει με δια­κή­ρυ­ξη αρ­χώ­ν: “Εί­ναι γνω­στές οι θέ­σεις μου για το νε­ο­ελ­λη­νι­κό έρ­γο. Αγω­νί­ζο­μαι, το πι­στεύω και εί­μαι κο­ντά στους αν­θρώ­πους του.” Ενώ, στο «Δια­μά­ντια και μπλουζ», δη­λώ­νει: “Από πά­ντα ή­μου­να θαυ­μα­στής του θεά­τρου της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη. Την έ­βλε­πα σε φω­το­γρα­φίες, την πα­ρα­κο­λου­θού­σα, μέ­χρι που γνωρ­στή­κα­με (1972) και δεν χω­ρί­σα­με πο­τέ.” Σε άλ­λες πα­ρα­στά­σεις, η έμ­φα­ση δί­νε­ται στον σκη­νο­θέ­τη. Γί­νε­ται λό­γος για “τον μά­γο Λευ­τέ­ρη Βο­γιατ­ζή” ή για “τον μά­γο Ευαγ­γε­λά­το”. Ακό­μη, πολ­λα­πλή α­να­φο­ρά στον Γιώρ­γο Μι­χα­η­λί­δη και τις πα­ρα­στά­σεις Τσέ­χωφ.         
Άνθρω­πος της πό­λης ο Κο­ντός, ποιη­τής και πε­ζο­πό­ρος, μα­κράν του πλή­θους των ε­πο­χού­με­νων, πα­ρα­τη­ρεί στο πε­ζο­δρό­μιο “σε μια στα­λί­τσα χώ­μα”, «Ένα φυ­τό του δρό­μου», ό­πως εί­ναι ο τίτ­λος του ει­σα­γω­γι­κού ποιή­μα­τος. Πράγ­μα­τι, πό­σες φο­ρές δεν στέ­κεις α­πο­ρη­μέ­νος “για την α­ντο­χή του, την ε­πι­μο­νή του και τέ­λος πά­ντων που βρί­σκει τον αέ­ρα και α­να­πνέει”. Εί­ναι έ­να αι­σιό­δο­ξο “ά­νοιγ­μα”, ό­πως ται­ριά­ζει σε έ­να α­γα­πη­σιά­ρι­κο βι­βλίο. Αντι­θέ­τως, το “κλεί­σι­μο” εί­ναι πέν­θι­μο, «Ο σκου­πι­διά­ρης ή το πρω­το­γε­νές πλεό­να­σμα της οι­κο­νο­μίας»: “Η νύ­χτα προ­χω­ρά... Πώς περ­νούν οι ώ­ρες;” “Δώ­δε­κα και μι­σή” θα μπο­ρού­σε να εί­ναι μία κα­βα­φι­κή συ­νέ­χεια. 
Η πέ­μπτη ε­νό­τη­τα τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Μο­νό­λο­γοι». Συ­νο­λι­κά δε­κα­τέσ­σε­ρις, γραμ­μέ­νοι στο α­να­με­τα­ξύ Αθή­νας και Με­τα­ξο­χω­ρίου, ό­χι Ηρα­κλείου, αλ­λά Αγιάς Λά­ρι­σας. Εξο­μο­λο­γη­τι­κοί, γε­μά­τοι νο­σταλ­γία, α­πό κά­ποιον που ε­νέ­δω­σε νω­ρίς “στην α­μαρ­τία της ποιή­σεως”. “Όλα άρ­χι­σαν στα δέ­κα με έ­ντε­κά μου α­πό κά­τι σπα­σμέ­νες παι­δι­κές ει­κό­νες που βγαί­να­νε α­πό τα κλα­σι­κά ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­να...”, ε­ξο­μο­λο­γεί­ται. Μι­κρές φρά­σεις κα­τορ­θώ­νουν και α­φη­γού­νται ό­σα χρειά­ζο­νται σε­λί­δες για να εκ­φρα­στούν. Ο Κο­ντός α­κο­λου­θεί τη συμ­βου­λή του Γιώρ­γου Χει­μώ­να: “Γιάν­νη, οι συγ­γρα­φείς δεν πρέ­πει να κά­νουν ψυ­χα­νά­λυ­ση.” Αφή­νε­ται στη λε­κτι­κή με­τω­νυ­μία, ξε­δι­πλώ­νο­ντας τις ει­κό­νες που αυ­τή δη­μιουρ­γεί. “Σε μια α­κρο­θα­λασ­σιά κα­θό­μου­να και φο­βό­μου­να να μπω στη θά­λασ­σα. Με­τά α­πό λί­γο μπή­κα γυ­μνός για πά­ντα και μά­λι­στα περ­πά­τη­σα ε­πί των υ­δά­τω­ν.” Αυ­τοί οι μο­νό­λο­γοι, που θα μπο­ρού­σαν να γρα­φούν σε στί­χους, αλ­λά δό­θη­καν πε­ζό­μορ­φοι, “δρουν σαν ο­ξύ πά­νω στο συ­ναί­σθη­μα” του πα­ρα­λή­πτη τους. Ο Κο­ντός κοι­τά­ζει αυ­τά που γί­νο­νται γύ­ρω του -  “τη μαύ­ρη σα­κού­λα” σκου­πι­διών, τον “άν­θρω­πο στα σκου­πί­δια”, τον νε­κρο­θά­πτη που “χά­θη­κε μια νύ­χτα στο δά­σος” – και βγά­ζει, για μια α­κό­μη φο­ρά, “κραυ­γή δια­μαρ­τυ­ρίας”.
Ωστό­σο, τα α­να­μνη­στι­κά κεί­με­να της αρ­χι­κής ε­νό­τη­τας για τις πρώ­τες γνω­ρι­μίες του ποιη­τή, πιο ε­κτε­νή και πιο α­φη­γη­μα­τι­κά, προ­ε­ξάρ­χουν. Ανα­φέ­ρο­νται σε γνω­στούς δη­μιουρ­γούς, που γνω­ρί­ζου­με μέ­σα α­πό το έρ­γο τους. Εδώ τα κεί­με­να του Κο­ντού δί­νουν ε­ντυ­πώ­σεις α­πό πρώ­το χέ­ρι,  κα­θώς αυ­τά τα πρό­σω­πα σκια­γρα­φού­νται κα­τά την ε­πο­χή της ακ­μής τους. Υπάρ­χουν και δυο κεί­με­να για τον Κα­ρυω­τά­κη. Τον ποιη­τή που α­γά­πη­σε πο­λύ η γε­νιά του Κο­ντού. Με μία πρό­τα­ση α­πο­δί­δει το πώς τον εί­δα­ν: “α­λώ­βη­το, ε­ρω­τι­κό, έ­να γέ­ρο-παι­δί, έ­ναν πρω­το­πό­ρο, έ­ναν μο­να­χό των λέ­ξεων και των ι­δεών, έ­ναν άν­θρω­πο με τρο­με­ρό χιού­μορ, έ­ναν λυ­πη­μέ­νο, έ­ναν υ­πάλ­λη­λο του φό­βου, έ­ναν πε­λιδ­νό μέ­σα στη ζωή, έ­ναν α­πέλ­πι­δα, ρο­μα­ντι­κό και αυ­τό­χει­ρα.” Σαν να θέ­τει σε ε­φαρ­μο­γή τον κα­τα­λη­κτι­κό στί­χο της δε­κά­της ε­βδό­μης ποιη­τι­κής του συλ­λο­γής, «Η στάθ­μη του σώ­μα­τος», Οκτώ­βριο 2010, υ­πα­κούο­ντας σε πα­ρό­τρυν­ση του τε­θνεώ­τος, “Φύ­ση­ξε τον πη­λό μου να ξα­να­γί­νω άν­θρω­πος”. Μέ­νου­με με την πα­λαιό­τε­ρη α­πο­ρία μας, κα­τά πό­σο θα ή­ταν μέ­σα στις δυ­να­τό­τη­τες του ποιη­τή το “γύ­ρι­σμα”  ό­λου αυ­τού του α­να­μνη­στι­κού πλού­του σε κα­θα­ρή α­φή­γη­ση. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 30/11/2014.

Ακραίες συ­μπε­ρι­φο­ρές

$
0
0
Νί­κη Ανα­στα­σέ­α
«Τα ά­γρια πε­ρι­στέ­ρια»
 Εκδό­σεις Κα­στα­νιώ­τη
Οκτώ­βριος 2014

Στην ο­μά­δα των συγ­γρα­φέων, που έ­κα­ναν την πρώ­τη τους εμ­φά­νι­ση στη λο­γο­τε­χνία σε μέ­ση η­λι­κία, ε­ντός της τε­λευ­ταίας ει­κο­σα­ε­τίας, η Νί­κη Ανα­στα­σέα δια­κρί­νε­ται με την α­φο­σίω­ση στη συγ­γρα­φι­κή ε­να­σχό­λη­ση που ε­πι­δει­κνύει. Τώ­ρα, που οι πε­ρισ­σό­τε­ροι πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νοι έ­χουν θη­τεία σε σχο­λή δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής, θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν αυ­το­δί­δα­κτη. Ακο­λού­θη­σε τη δι­κή της μέ­θο­δο, δια­βά­ζο­ντας λο­γο­τε­χνία κα­τά μό­νας και ό­χι ευ­και­ρια­κά. Εκ του α­πο­τε­λέ­σμα­τος, κρί­νε­ται ως συγ­γρα­φέ­ας συ­στη­μα­τι­κή και μη ε­πα­να­παυό­με­νη. Φαί­νε­ται να βά­ζει ψη­λά τον πή­χυ των προσ­δο­κιών, σχε­διά­ζο­ντας μυ­θο­πλα­στι­κά εγ­χει­ρή­μα­τα σε δια­λο­γι­κή σχέ­ση με γνω­στά έρ­γα κλα­σι­κών συγ­γρα­φέων. Από το 1997 μέ­χρι σή­με­ρα, έ­χει εκ­δώ­σει τέσ­σε­ρα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και την πρό­σφα­τη συλ­λο­γή έ­ξι ι­στο­ριών, που θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν νου­βέ­λες. 
Θεω­ρού­με το δεύ­τε­ρο μυ­θι­στό­ρη­μα, του 2006, «Επι­κράν­θη: δια χει­ρός Αλέ­ξη Ρα­ζή», που συ­νο­μι­λεί με το μυ­θι­στό­ρη­μα του Ντο­στο­γιέφ­σκυ, «Οι δαι­μο­νι­σμέ­νοι», ως το πιο φι­λό­δο­ξο. Ενώ, το ε­πό­με­νο, με­τά τρία χρό­νια, «Οι μι­κρές α­πο­λαύ­σεις του κυ­ρίου Ευαγ­γε­λι­νού», με την υ­φή α­στυ­νο­μι­κού και τη χροιά αλ­λό­κο­της ι­στο­ρίας, δεί­χνει σαν μία α­πό­πει­ρα α­νοίγ­μα­τος προς έ­να πλα­τύ­τε­ρο κοι­νό. Δεν γνω­ρί­ζου­με την α­γο­ρα­στι­κή α­πή­χη­ση των δυο βι­βλίων, πά­ντως η κρι­τι­κή υ­πο­δο­χή στά­θη­κε μάλ­λον υ­πο­το­νι­κή. Για πα­ρά­δειγ­μα, ού­τε καν ε­πι­ση­μάν­θη­κε το κέ­ντη­μα των δι­πλών προ­σω­πείων α­λά Πεσ­σόα, που η συγ­γρα­φέ­ας έ­χει έ­ντε­χνα εν­θέ­σει στο δεύ­τε­ρο. Αντι­θέ­τως, η κρι­τι­κή, του­λά­χι­στον η συ­στη­μι­κή, που α­πο­νέ­μει και τα βρα­βεία, ε­παί­νε­σε το πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μα, «Αυ­τή η αρ­γή μέ­ρα προ­χω­ρού­σε», και το πρό­σφα­το, «Πο­λύ χιό­νι μπρο­στά στο σπί­τι». Το πρώ­το α­πέ­σπα­σε το βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου συγ­γρα­φέα, το 1998. Νεό­τευ­κτο τό­τε, ή­ταν η δεύ­τε­ρη χρο­νιά α­πο­νο­μής του. Ενώ, το πρό­σφα­το, του 2012, τι­μή­θη­κε με το κρα­τι­κό βρα­βείο μυ­θι­στο­ρή­μα­τος και ε­κεί­νο του «Ανα­γνώ­στη», με­τε­ξέ­λι­ξη του βρα­βείου «Δια­βά­ζω». 
Τα δυο αυ­τά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ε­πι­κε­ντρώ­νο­νται στις οι­κο­γε­νεια­κές σχέ­σεις και ε­ντά­σεις, το πρώ­το στην Ξάν­θη της πρώ­της με­τα­πο­λε­μι­κής πε­ριό­δου, ε­νώ το δεύ­τε­ρο, στη σύγ­χρο­νη α­θη­ναϊκή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα. Η έ­ντα­ση των εν­δοοι­κο­γε­νεια­κών συ­γκρού­σεων θυ­μί­ζει τον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό κό­σμο του Φώ­κνερ. Πρό­κει­ται για μια συ­νο­μι­λία κει­μέ­νων ή και μυ­θι­στο­ρη­μά­των, πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο λαν­θά­νου­σα, που ε­πε­κτεί­νε­ται στους α­φη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους και την ο­ποία η συγ­γρα­φέ­ας δεν ζη­τά να α­πο­κρύ­ψει. Εντέ­χνως θα μπο­ρού­σε, κα­θώς ο κο­ρυ­φαίος α­με­ρι­κα­νός συγ­γρα­φέ­ας, στον αγ­γλό­φω­νο χώ­ρο και κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση στον ευ­ρω­παϊκό, έ­χει υ­πο­σκε­λι­στεί α­πό τα με­τα­μο­ντέρ­να εγ­χει­ρή­μα­τα των ση­με­ρι­νών. Όσο για τις με­τα­φρά­σεις στα ελ­λη­νι­κά, που κι αυ­τές έ­χουν α­ραιώ­σει, μό­νο σε γε­νι­κές γραμ­μές, ό­πως εί­ναι ο προσ­διο­ρι­σμός του τύ­που του α­φη­γη­τή, δί­νουν αί­σθη­ση του ύ­φους, ο­πό­τε και συ­νι­στούν ο­λι­σθη­ρή βά­ση για α­πο­φάν­σεις πε­ρί ο­μοιό­τη­τας, ε­πιρ­ροής ή α­κό­μη και μί­μη­σης.
Τα τε­λευ­ταία χρό­νια, η κρι­τι­κή υ­πο­δο­χή ε­νός βι­βλίου φαί­νε­ται να ε­πη­ρεά­ζει αρ­κε­τούς συγ­γρα­φείς ό­σο α­φο­ρά την κα­τεύ­θυν­ση που α­κο­λου­θούν στη συ­νέ­χεια. Θα λέ­γα­με ό­τι αυ­τό συμ­βαί­νει και στην πε­ρί­πτω­ση της Ανα­στα­σέα. Με­τά την θερ­μή υ­πο­δο­χή του τε­λευ­ταίου μυ­θι­στο­ρή­μα­τός της, πλέ­κει τις πρό­σφα­τες ι­στο­ρίες της στον ί­διο καμ­βά. Αν και η ί­δια πλη­ρο­φο­ρεί ό­τι η αρ­χι­κή μορ­φή, του­λά­χι­στον μίας ι­στο­ρίας, ή­ταν γραμ­μέ­νη πα­λαιό­τε­ρα. Όπως και να έ­χει, οι τέσ­σε­ρις α­πό τις έ­ξι ι­στο­ρίες ξε­τυ­λί­γο­νται μέ­σα στο κέ­λυ­φος της οι­κο­γέ­νειας. Σύμ­φω­να με το κει­με­νά­κι του ο­πι­σθόφυλ­λου, α­φο­ρούν “αν­θρώ­πους στα ό­ρια της α­ντο­χής τους, γυ­ναί­κες και ά­ντρες που φτά­νουν στα ά­κρα”. Η δια­τύ­πω­ση, α­φε­νός μεν δεν φαί­νε­ται να ι­σχύει για το σύ­νο­λο και α­φε­τέ­ρου, προ­κα­τα­λαμ­βά­νει, προ­σα­να­το­λί­ζο­ντας τις πολ­λα­πλές δυ­να­τές ερ­μη­νείες των πρά­ξεων, προς μία, κι αυ­τή μάλ­λον λαν­θα­σμέ­νη, κα­τεύ­θυν­ση. Στις δυο ι­στο­ρίες, που προ­τάσ­σο­νται στο εν λό­γω κει­με­νά­κι, ο εν­δοοι­κο­γε­νεια­κός εμ­φύ­λιος ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται με έ­να έ­γκλη­μα. 
Ο τίτ­λος της πρώ­της, «Εί­παν πως ή­ταν α­τύ­χη­μα», προϊδεά­ζει για την κα­τά­λη­ξη, υ­πο­νο­μεύο­ντας το ό­ποιο σα­σπέ­νς καλ­λιερ­γεί ο πρω­το­πρό­σω­πος εις ε­αυ­τόν λό­γος του θύ­τη. Πρό­κει­ται για έ­ναν ευ­κα­τά­στα­το ε­πι­χει­ρη­μα­τία, με α­κί­νη­τα και το­κο­γλυ­φι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες, που ε­πέ­λε­ξε ως σύ­ζυ­γο μία ό­μορ­φη νε­α­ρά, την ο­ποία έ­βα­λε σε χρυ­σό κλου­βί, ε­λέγ­χο­ντας και ρυθ­μί­ζο­ντας πλή­ρως τη ζωή της. Πα­λαιό­τε­ρα, προ γυ­ναι­κείας χει­ρα­φέ­τη­σης, κά­τι τέ­τοιο α­πα­ντιό­ταν συ­χνά, αλ­λά και σή­με­ρα συμ­βαί­νει, α­φού ο ρό­λος του δια­κο­σμη­τι­κού α­ντι­κεί­με­νου έ­χει κι αυ­τός τα πλε­ο­νε­κτή­μα­τά του, κυ­ρίως με τη βο­λή που προ­σφέ­ρει. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη ι­στο­ρία, η γυ­ναί­κα κά­πο­τε α­γα­να­κτεί, φθά­νο­ντας σε αυ­το­κα­τα­στρο­φι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά ως μό­νη ά­μυ­να ή και εκ­δί­κη­ση. Δεν κά­νει άλ­λο απ’ το να κα­τα­λή­γει σε α­πω­θη­τι­κό κή­τος. Εκεί­νος, α­ντι­θέ­τως, δεν φθά­νει στα ό­ρια της α­ντο­χής του. Πα­ρα­μέ­νει έ­νας ε­γω­μα­νής, που α­πο­φα­σί­ζει να μην χα­ρα­μί­σει άλ­λο τη ζωή του. Πι­στεύου­με ό­τι αυ­τή η συ­ζυ­γι­κή φα­γω­μά­ρα θα εί­χε δια­φο­ρε­τι­κή έ­ντα­ση, αν δεν πα­ρου­σιά­ζο­νταν τό­σο μο­νο­λι­θι­κοί οι χα­ρα­κτή­ρες των δυο συ­ζύ­γων και δεν δι­νό­ταν αυ­τή η σαρ­κο­βό­ρα, χω­ρίς δια­κυ­μάν­σεις, μορ­φή στη σύ­γκρου­σή τους, που κρα­τά μία ει­κο­σα­ε­τία. 
Η ε­γκλη­μα­τι­κή πρά­ξη στη δεύ­τε­ρη ι­στο­ρία έ­χει πα­πα­δια­μα­ντι­κό ά­ρω­μα. Όπως στη «Φό­νισ­σα», η Φρα­γκο­γιαν­νού πνί­γει την εγ­γο­νή της για να την α­παλ­λά­ξει α­πό την κα­κή τύ­χη των θη­λυ­κών, ε­δώ η μά­να δη­λη­τη­ριά­ζει τον ναρ­κο­μα­νή γιο της για να του δώ­σει έ­να στοι­χειω­δώς α­ξιο­πρε­πές τέ­λος. Σύμ­φω­να και με τον τίτ­λο, «Κά­τι που να α­ξί­ζει να σω­θεί», η μά­να πι­στεύει ό­τι, πα­ρά την πλή­ρη κα­τά­πτω­σή του, του έ­χει α­πο­μεί­νει “μια στα­λιά αν­θρω­πιάς”. Η ι­στο­ρία, ό­πως και το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα, ξε­κι­νά­ει α­πό έ­να συμ­βάν, που θα μπο­ρού­σε να κα­τα­χω­ρη­θεί στο α­στυ­νο­μι­κό δελ­τίο. Και πά­λι, ξε­δι­πλώ­νε­ται έ­νας πρω­το­πρό­σω­πος εις ε­αυ­τόν λό­γος, με έν­θε­τα, σαν να ε­πι­πλέ­ουν α­κέ­ραια στην ψυ­χι­κή α­να­τα­ρα­χή, τα λό­για κα­τη­γο­ρίας που εκ­στο­μί­στη­καν μέ­σα στο οι­κο­γε­νεια­κό πε­ρι­βάλ­λον, και με α­να­δρο­μές, που κου­βα­λούν ό­λο το άγ­χος πρω­το­βου­λιών και πρά­ξεων ό­ταν αυ­τές τε­λέ­σθη­καν. Σε α­ντί­θε­ση, ό­μως, με τον προ­η­γού­με­νο, του συ­ζύ­γου, αυ­τός εί­ναι α­πό τους ε­ντε­λέ­στε­ρους των τε­λευ­ταίων χρό­νων. Και α­να­κα­λού­με αρ­κε­τούς εν­δια­φέ­ρο­ντες, κα­θώς πολ­λοί νεό­τε­ροι συγ­γρα­φείς έ­χουν ε­πι­δο­θεί στο εί­δος.       
Ωστό­σο, η πιο ε­ρε­θι­στι­κή ι­στο­ρία, τό­σο α­πό πλευ­ράς πε­ριε­χο­μέ­νου ό­σο και μορ­φής, εί­ναι η δεύ­τε­ρη στη σει­ρά πα­ρά­τα­ξης της συλ­λο­γής. Κα­τ’ αρ­χήν, κι­νεί­ται θε­μα­τι­κά σε ελ­λι­πώς χαρ­το­γρα­φη­μέ­να ψυ­χι­κά το­πία. Υπάρ­χουν άν­θρω­ποι, που δυ­σκο­λεύο­νται να α­πο­δε­χτούν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ό­ταν την ε­κλαμ­βά­νουν ως α­πει­λη­τι­κή ή και α­πλώς ε­χθρι­κή. Τό­τε, δια­φεύ­γουν προς μία άλ­λη, φα­ντα­σια­κή, μέ­σα στην ο­ποία ε­πι­βιώ­νουν, α­πο­δί­δο­ντάς της υ­πό­στα­ση πραγ­μα­τι­κής. Κλι­νι­κά χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται ψυ­χω­σι­κοί και ο μό­νος τρό­πος προ­σέγ­γι­σής τους εί­ναι η α­πο­δο­χή της δι­κής τους τά­ξης πραγ­μά­των. Στο πρό­σφα­το βι­βλίο του Δ. Σω­τά­κη, «Η α­νά­στα­ση του Μάι­κλ Τζάκ­σον», πλά­θε­ται έ­νας πα­ρό­μοιος ή­ρωας. Η συ­νη­θέ­στε­ρη, ό­μως, πε­ρί­πτω­ση αγ­χω­τι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει μέ­χρι την πα­ρά­νοια, εί­ναι αυ­τή του θα­νά­του προ­σφι­λούς. Η μη α­πο­δο­χή του τε­τε­λε­σμέ­νου ση­μαί­νει την ο­λί­σθη­ση στην ψευ­δαί­σθη­ση, πως αυ­τός ε­ξα­κο­λου­θεί να υ­πάρ­χει.
Η Ελεάν­να Βλα­στού, στο περ­σι­νό πρώ­το της βι­βλίο, «Εξα­φα­νί­σεις», που δεν προ­σέ­χθη­κε ό­σο του α­ντι­στοι­χού­σε, έ­χει έ­να διή­γη­μα, ό­που πεν­θού­σα σύ­ζυ­γος ε­πι­βιώ­νει συ­νο­μι­λώ­ντας με τον α­πο­θα­νό­ντα σαν να εί­ναι πα­ρών, ε­τοι­μά­ζο­ντας το φα­γη­τό που του ά­ρε­σε. Το διή­γη­μα έ­χει τη μορ­φή μο­νο­λό­γου. Ενώ, η ι­στο­ρία της Ανα­στα­σέα στή­νε­ται σαν θε­α­τρι­κό δυο προ­σώ­πων. Κα­λο­δου­λε­μέ­νο, έ­τοι­μο για τη σκη­νι­κή του πα­ρου­σία­ση. Εδώ, έ­να η­λι­κιω­μέ­νο ζευ­γά­ρι χά­νει κό­ρη και εγ­γο­νή. Η γυ­ναί­κα κα­τα­φέρ­νει να ε­πι­ζή­σει, δια­γρά­φο­ντας το γε­γο­νός του θα­νά­του τους. Ο σύ­ζυ­γος α­πο­δέ­χε­ται τη φα­ντα­σίω­σή της και συ­μπράτ­τει, σύμ­φω­να με τον τίτ­λο της ι­στο­ρίας, «Μό­νο και μό­νο ε­πει­δή σ’ α­γα­πάω». Έτσι, ό­μως, ό­πως ε­κτυ­λίσ­σο­νται τα γε­γο­νό­τα, φαί­νε­ται πως νιώ­θει κι αυ­τός κα­λύ­τε­ρα με το α­νά­χω­μα της αυ­τα­πά­της. Ού­τε ε­κεί­νη έ­χει α­νά­γκη φαρ­μα­κευ­τι­κής υ­πο­στή­ρι­ξης ού­τε ε­κεί­νος συν­θλί­βε­ται α­πό τον πό­νο. Δεν έ­χουν, πά­ντως, με­τα­κυ­λή­σει στην πα­ρά­νοια. Έχουν ε­πί­γνω­ση της ψευ­δαι­σθη­σια­κής κα­τά­στα­σης που έ­χουν δη­μιουρ­γή­σει, αλ­λά εν­δί­δουν. Η Ανα­στα­σέα κα­τορ­θώ­νει να δώ­σει αυ­τήν την εύ­θραυ­στη ι­σορ­ρο­πία, α­πο­φεύ­γο­ντας τους δρα­μα­τι­κούς τό­νους.
Σε μία άλ­λη ι­στο­ρία της συλ­λο­γής, «Η προ­σβο­λή», αυ­τή ε­κτός οι­κο­γε­νεια­κού κύ­κλου, η υ­πό­θε­ση, του­λά­χι­στον ό­σο α­φο­ρά τα πρό­σω­πα και την α­να­με­τα­ξύ τους σχέ­ση, θυ­μί­ζει το τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα του Θεό­δω­ρου Γρη­γο­ριά­δη, «Το μυ­στι­κό της Έλλης». Μία ζω­ντο­χή­ρα στα 45 προσ­λαμ­βά­νει αλ­λο­δα­πό για δου­λειές στον κή­πο. Τον ε­ρω­τεύε­ται, αλ­λά α­πο­κα­λύ­πτε­ται ό­τι ε­κεί­νος εί­ναι πα­ντρε­μέ­νος. Στου Γρη­γο­ριά­δη, αυ­τό δεν στέ­κε­ται ε­μπό­διο στη σχέ­ση τους, ε­δώ, η έκ­βα­ση εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κή. Η γυ­ναί­κα τον εκ­δι­κεί­ται. Στην κα­τα­λη­κτι­κή σκη­νή, στέ­κει, “πί­σω α­πό την τρα­βηγ­μέ­νη κουρ­τί­να, σαν μο­να­χι­κό κε­ρί μέ­σα στην κά­σα του πα­ρα­θύ­ρου”. Εί­ναι αυ­τή η σκη­νή που φέρ­νει στο νου την δε­σποι­νί­δα Έμι­λυ Γκρήρ­σον του Φώ­κνερ. Τε­λι­κά, οι δυο κα­λύ­τε­ρες ι­στο­ρίες της νέ­ας συλ­λο­γής της Ανα­στα­σέα έ­χουν α­πό­η­χους α­πό την πρώ­τη και πιο γνω­στή ι­στο­ρία του, «Ένα ρό­δο για την Έμι­λυ». Την Έμι­λυ α­πό αρ­χο­ντι­κή οι­κο­γέ­νεια του α­με­ρι­κα­νι­κού Νό­του, που ε­ρω­τεύε­ται έ­ναν υ­πο­δεέ­στε­ρο Γιάν­κη. Εκεί­νος δεν θέ­λει γά­μο, ε­κεί­νη τον δη­λη­τη­ριά­ζει, αλ­λά δεν α­πο­δέ­χε­ται το θά­να­τό του. Συμ­βιώ­νει με τον νε­κρό του μέ­χρι τέ­λους. Τη νύ­χτα α­γκα­λιά στο κρε­βά­τι, τη μέ­ρα δί­πλα του, στη­μέ­νη στο πα­ρά­θυ­ρο. 
Η συλ­λο­γή συ­μπλη­ρώ­νε­ται με δυο α­κό­μη ι­στο­ρίες. Η μία, «Με­τα­ξω­τός φα­νο­στά­της», δεί­χνει θε­μα­τι­κά πα­ρά­ται­ρη. Εί­ναι ο ε­σω­τε­ρι­κός μο­νό­λο­γος μιας με­σή­λι­κος η­θο­ποιού, ό­πως ξε­δι­πλώ­νε­ται την η­μέ­ρα της πρε­μιέ­ρας. Εί­ναι μία κα­λή κα­ρα­τε­ρί­στα, που της δί­νε­ται η ευ­και­ρία ε­νός πρω­τα­γω­νι­στι­κού ρό­λου. Ένας δεύ­τε­ρος γυ­ναι­κείος λό­γος, που η Ανα­στα­σέα δεί­χνει τις δυ­να­τό­τη­τές της, α­πο­τυ­πώ­νο­ντας τον πα­νι­κό της η­θο­ποιού. Στο μό­νο ση­μείο, που θα μπο­ρού­σε να σκο­ντά­ψει μία ψυ­χα­να­λυ­τι­κής διά­θε­σης α­νά­γνω­ση εί­ναι το ευ­τυ­χές τέ­λος. Πα­ρό­μοιοι φό­βοι εί­ναι τό­σο βα­θιά ρι­ζω­μέ­νοι, που συ­νή­θως ο­δη­γούν σε πρά­ξεις αυ­το­χει­ρια­σμού ή, συ­χνό­τε­ρα, σε ά­τα­κτη υ­πο­χώ­ρη­ση. Έναν πα­ρό­μοιο ή­ρωα πλά­θει ο Βαγ­γέ­λης Χατ­ζη­γιαν­νί­δης στο πρό­σφα­το μυθιστόρημά του, «Το ε­λά­χι­στο ί­χνος». Ακό­μη έ­να βι­βλίο, που δεν έ­τυ­χε της α­νά­λο­γης κρι­τι­κής α­πο­δο­χής. 
Η άλ­λη ι­στο­ρία, που εί­ναι η κα­τα­λη­κτι­κή του βι­βλίου, α­φο­ρά οι­κο­γε­νεια­κές σχέ­σεις και μά­λι­στα δί­πο­λα, που θα μπο­ρού­σαν να ο­δη­γή­σουν σε εν­δοοι­κο­γε­νεια­κούς εμ­φύ­λιους. Όπως η νε­α­ρή χή­ρα, με κα­θυ­στε­ρη­μέ­νο παι­δί, η ο­ποία ε­ρω­τεύε­ται κά­ποιον που την θέ­λει, αλ­λά χω­ρίς το παι­δί. Ή α­κό­μη, η νε­α­ρή χή­ρα, που συμ­βιώ­νει με τη γε­ρο­ντο­κό­ρη κου­νιά­δα. Όλα, ό­μως, βαί­νουν ει­ρη­νι­κά, κα­τα­λή­γο­ντας με την ευ­φρό­συ­νη διά­θε­ση μιας ροζ ι­στο­ρίας. Άνι­σες οι ι­στο­ρίες ή, μή­πως, ι­στο­ρίες για ό­λα τα γού­στα; Όπως και να έ­χει, συ­στε­γά­ζο­νται σε μία συλ­λο­γή με ό­μορ­φο τίτ­λο, αλ­λά μάλ­λον ξέ­νο προς αυ­τές ή ά­κρως υ­παι­νι­κτι­κό σε βαθ­μό α­συ­σχέ­τι­στου.   


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 7/12/2014.

Φωτ: Έργο του Λου­σιέν Φρόυ­ντ.
Viewing all 176 articles
Browse latest View live