Quantcast
Channel: EX LIBRIS
Viewing all 176 articles
Browse latest View live

Επιλεκτικές αναδρομές

$
0
0


















Το Δημαρχείο του Πύργου Ηλείας σε καρτ ποστάλ εποχής. Αποτελούσε ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά κτίρια στην κεντρική πλατεία της πόλης. Σήμερα, σώζεται μόνο σε φωτογραφική αποτύπωση. Στη θέση του δεσπόζει το Λάτσειο Δημοτικό Μέγαρο. Κοντή μνήμη, επιλήσμονες κάτοικοι, τον μίτο της Ιστορίας τον κρατούν οι μαρτυρίες. Η άκρη του μίτου βρίσκεται ακριβώς στην εποχή που ανατρέχει η Μαρία Ηλιού. 



Μα­ρία Ηλιού
«Παι­χνί­δια πο­λέ­μου»
Αφη­γή­σεις
Εκδό­σεις
Βι­βλιο­πω­λείον της Εστίας
Σε­πτέμ­βριος 2012 

Ο τίτ­λος του βι­βλίου πα­ρα­πέ­μπει συ­νειρ­μι­κά σε μια κα­τη­γο­ρία παι­χνι­διών ι­διαί­τε­ρα δια­δε­δο­μέ­νων σή­με­ρα. Εί­ναι τα α­πο­κα­λού­με­να βί­ντεο γκέι­μς, ό­που, ως γνω­στόν, τα “παι­χνί­δια πο­λέ­μου” α­πο­τε­λούν τη δη­μο­φι­λέ­στε­ρη υ­πο­κα­τη­γο­ρία τους, κα­θώς προ­σφέ­ρο­νται και για εκ­παι­δευ­τι­κούς σκο­πούς προς ε­ξοι­κείω­ση, των ε­φή­βων και ό­χι μό­νο, με τις συν­θή­κες πραγ­μα­τι­κού πο­λέ­μου. Ως προς το κα­τά πό­σο εί­ναι ε­πι­βλα­βή τα η­λεκ­τρο­νι­κά  παι­χνί­δια, οι α­πό­ψεις των κοι­νω­νιο­λό­γων διί­στα­νται. Άλλοι δια­τεί­νο­νται ό­τι δη­μιουρ­γούν προ­βλή­μα­τα συ­μπε­ρι­φο­ράς και άλ­λοι, ό­τι, ε­νι­σχύο­ντας την αυ­το­πε­ποί­θη­ση, ε­παυ­ξά­νουν τις κοι­νω­νι­κές δε­ξιό­τη­τες, ό­πως η ι­κα­νό­τη­τα να συ­νά­πτουν φι­λίες. Καί­τοι κοι­νω­νιο­λό­γος η Μα­ρία Ηλιού, δεν σχο­λιά­ζει τις βλα­βε­ρές ή μη συ­νέ­πειες α­πό τα εν λό­γω παι­χνί­δια, για­τί, προ­φα­νώς, ε­κεί­νη σε άλ­λα παι­χνί­δια α­να­φέ­ρε­ται. Τα “παι­χνί­δια πο­λέ­μου” προέ­κυ­ψαν σαν έ­νας πια­σά­ρι­κος τίτ­λος, για να χρη­σι­μο­ποιή­σου­με έ­ναν δη­μο­σιο­γρα­φί­ζο­ντα α­με­ρι­κα­νι­σμό. 

Homo ludens

Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, παι­χνί­δια εν και­ρώ πο­λέ­μου πε­ρι­γρά­φει  στο βι­βλίο της. Απο­τε­λεί σχε­δόν κα­νό­να, ό­ταν οι συγ­γρα­φείς α­να­φέ­ρο­νται στα παι­δι­κά τους χρό­νια, να α­φιε­ρώ­νουν σε­λί­δες και στα παι­χνί­δια. Ορι­σμέ­νοι, που συ­νέ­πε­σε να με­γα­λώ­σουν σε τα­ραγ­μέ­νη ε­πο­χή, ό­πως η δε­κα­ε­τία του ’40, δια­σκε­δά­ζουν την ε­πί­φο­βη α­τμό­σφαι­ρα με τη χα­ρού­με­νη διά­θε­ση, που αυ­τά δη­μιουρ­γούν. Με­ρι­κά α­πό τα κα­λύ­τε­ρα διη­γή­μα­τα της με­τα­πο­λε­μι­κής πε­ζο­γρα­φίας έ­χουν θέ­μα τα παι­χνί­δια σε αλ­λο­τι­νές γει­το­νιές και α­λά­νες. Πα­ρά­δειγ­μα, η πα­λαιό­τε­ρη συλ­λο­γή πε­ζών, «Παι­χνί­δια στον πα­ρά­δει­σο», του Μάρ­κου Μέ­σκου, ή και το πρό­σφα­το α­φή­γη­μα ε­νός άλ­λου, νεό­τε­ρου, Εδεσ­σαίου, του Σά­κη Τότ­λη, «Το ά­γρα­φο χαρ­τί». Συ­νή­θως, πρό­κει­ται για συγ­γρα­φείς, που κα­τα­τάσ­σο­νται στη δεύ­τε­ρη με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά, κά­πο­τε και πρώι­μες πε­ρι­πτώ­σεις της γε­νιάς του ’70. Αφο­ρούν, κυ­ρίως, παι­χνί­δια στο ύ­παι­θρο και για να α­κρι­βο­λο­γού­με, παι­χνί­δια μό­νο των παι­διών, με τη ση­μα­σία, που εί­χε η λέ­ξη παι­δί ε­κεί­να τα χρό­νια. Τό­τε, που κά­ποιος ό­ρι­ζε ό­τι εί­χε τό­σα παι­διά και τό­σα κο­ρί­τσια, ό­πως θα έ­λε­γε τό­σα πρό­βα­τα τό­σα γί­δια. Σε δυο πρό­σφα­τες πε­ρι­πτώ­σεις, που γυ­ναί­κες συγ­γρα­φείς α­να­τρέ­χουν στο πα­ρελ­θόν, η Τζί­να Πο­λί­τη και η Ρέα Γα­λα­νά­κη, θυ­μού­νται μό­νο τα παι­χνί­δια με κού­κλες και κου­κλί­στι­κα σερ­βί­τσια.
Εδώ, δια­φο­ρο­ποιεί­ται η Ηλιού. Πε­ρι­γρά­φει παι­χνί­δια ε­σω­τε­ρι­κού χώ­ρου, ό­πως το “δα­χτυ­λί­δι” και το “μπι­ζ”. Στο “κα­τα­φύ­γιο”, την ώ­ρα του νυ­κτε­ρι­νού συ­να­γερ­μού, τα έ­παι­ζαν α­να­γκα­στι­κά α­γό­ρια και κο­ρί­τσια μα­ζί. Το ί­διο και το “κρυ­φτό στα σκο­τει­νά” ή και τα ε­πι­τρα­πέ­ζια, τις βρα­δι­νές ώ­ρες που οι γει­το­νιές δεν προ­σφέ­ρο­νταν για να παί­ξουν το “στρα­τό”. Όταν, πά­ντως, έ­παι­ζε με τον με­γα­λύ­τε­ρο ε­ξά­δελ­φό της, οι ρό­λοι στο εν λό­γω παι­χνί­δι ή­ταν δε­δο­μέ­νοι, α­ξιω­μα­τι­κός ε­κεί­νος και στρα­τιώ­της, ο­νό­μα­τι Μά­ριος, ε­κεί­νη. Εκτός α­πό το πρώ­το κε­φά­λαιο, που εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νο στα “παι­χνί­δια πο­λέ­μου”, στο βι­βλίο πα­ρα­τάσ­σο­νται έ­ντε­κα α­κό­μη κεί­με­να. Στον υ­πό­τιτ­λο, α­πο­κα­λού­νται “α­φη­γή­σεις”. Η συγ­γρα­φέ­ας, ω­στό­σο, ει­σα­γω­γι­κά, σπεύ­δει να τα χα­ρα­κτη­ρί­σει “α­προσ­διό­ρι­στης ταυ­τό­τη­τας κεί­με­να”. Αυ­τό α­πο­τε­λεί μια πρώ­τη νύ­ξη για την α­να­μέ­τρη­ση της α­φη­γή­τριας με το ε­πι­στη­μο­νι­κό alter ego της παι­δα­γω­γού και κοι­νω­νιο­λό­γου, που δια­κρί­νε­ται α­πό την πρώ­τη μέ­χρι την τε­λευ­ταία σε­λί­δα. Εί­ναι προ­φα­νές, ό­τι η συγ­γρα­φέ­ας θα χρεια­στεί έ­να δεύ­τε­ρο πε­ζο­γρα­φι­κό βι­βλίο για να α­παλ­λα­γεί ο­ρι­στι­κά α­πό τον σφι­χτό κορ­σέ του ε­πι­στη­μο­νι­κού ορ­θο­λο­γι­σμού, ο ο­ποίος, κα­τά τη γνώ­μη μας, α­πο­βαί­νει ζη­μιο­γό­νος.  

Κοι­νω­νιο­λο­γι­κή ο­πτι­κή

Εμείς θα τα κα­τα­τάσ­σα­με στις εν­δια­φέ­ρου­σες βιω­μα­τι­κές α­φη­γή­σεις, κα­θώς σκια­γρα­φούν πα­ρελ­θο­ντι­κά το­πία με πλα­γίως ει­ρω­νι­κή ο­πτι­κή. Όταν, βε­βαίως, αυ­τές δεν ναρ­κο­θε­τού­νται α­πό τα δι­δα­κτι­κά φάλ­τσα της παι­δα­γω­γού και τις α­νη­συ­χίες της κοι­νω­νιο­λό­γου μην και δια­τα­ραχ­θούν οι νόρ­μες του πο­λι­τι­κά ορ­θού. Αυ­τό συμ­βαί­νει, κυ­ρίως, στο προ­λο­γι­κό ση­μείω­μα και το ε­πί­με­τρο, που προ­δια­θέ­τουν αρ­νη­τι­κά, δε­δο­μέ­νου ό­τι, σε μια συλ­λο­γή πε­ζών, ο α­να­γνώ­στης ξε­κι­νά συ­χνά α­πό ε­κεί για να σχη­μα­τί­σει μια πρώ­τη ει­κό­να. 
Απο­ρίες της μορ­φής, “για­τί να εν­δια­φερ­θούν α­να­γνώ­στες για τη δι­κή μου ζωή”, ή και α­πο­φάν­σεις του τύ­που, “δεν έ­χω κα­θό­λου μυ­θο­πλα­στι­κές ι­κα­νό­τη­τες”, που δια­τυ­πώ­νο­νται ει­σα­γω­γι­κά, πέ­ραν της α­στο­χίας τους, προ­δί­δουν α­να­σφά­λεια. Όσο για την α­νη­συ­χία που εκ­φρά­ζε­ται πε­ρί “κα­τα­σκευα­σμέ­νης α­νά­μνη­σης”, αυ­τή μπο­ρεί και να έ­μει­νε κα­τά­λοι­πο α­πό το μα­κρό­χρο­νο συγ­χρω­τι­σμό με έ­ναν ι­στο­ρι­κό, που α­φιέ­ρω­σε πο­λύ χρό­νο για να α­να­θεω­ρή­σει τις μνη­μο­νι­κές κα­τα­σκευές. Τέ­λος, ο α­πο­λο­γη­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας του ε­πί­με­τρου, το ο­ποίο ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στο πα­λαιό­τε­ρο παι­δα­γω­γι­κό σύ­στη­μα που εί­χε ως α­κρο­γω­νιαίο λί­θο το “ξύ­λο” και τους γο­νείς που το υιο­θε­τού­σαν, μό­νο ψυ­χα­να­λυ­τι­κά, ως κεί­με­νο ε­νο­χι­κής κό­ρης, μπο­ρεί να ερ­μη­νευ­θεί.
Στην κα­τά­τα­ξη του υ­λι­κού, φαί­νε­ται πως υ­πε­ρί­σχυ­σε η α­ντί­λη­ψη της ε­πι­στή­μο­νος. Αντί της χρο­νο­λο­γι­κής σει­ράς, που θα έ­στρω­νε μια αυ­το­βιο­γρα­φι­κή α­φή­γη­ση, προ­κρί­θη­κε η θε­μα­τι­κή πα­ρου­σία­ση. Ωστό­σο, η α­να­σύν­θε­ση των τριών τεσ­σά­ρων ε­κτε­νέ­στε­ρων κε­φα­λαίων μα­ζί με το ά­πλω­μα και τη συσ­σω­μά­τω­ση των υ­πο­λοί­πων θα έ­δι­νε έ­να πρώ­το τό­μο αυ­τής της υ­πο­θε­τι­κής αυ­το­βιο­γρά­φη­σης. Αν κρα­τού­σα­με ως κέ­ντρο βά­ρος της μαρ­τυ­ρίας τους τό­πους, θα ή­ταν ο τό­μος Βέ­ροια-Πύρ­γος Ηλείας-Αθή­να, ό­που θα έ­με­νε και υ­πό­λοι­πο για έ­ναν δεύ­τε­ρο, Αθή­να-Πα­ρί­σι. 
Όπως και να έ­χει, αυ­τή η πρώ­τη α­πό­πει­ρα αυ­το­βιο­γρά­φη­σης εν­σω­μα­τώ­νει ποι­κί­λες, δια­φο­ρε­τι­κού τύ­που, μαρ­τυ­ρίες. Από την πα­ρα­στα­τι­κή πε­ρι­γρα­φή για το πώς με­γά­λω­νε άλ­λο­τε έ­να κο­ρί­τσι και το πό­σο δε­σμευ­τι­κό στε­κό­ταν το φύ­λο ό­σο α­φο­ρού­σε τη συμ­με­το­χή στις κοι­νω­νι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες, μέ­χρι μαρ­τυ­ρίες γύ­ρω α­πό τους τό­πους και την ε­πο­χή. Κι αυ­τό, χά­ρις στις δια­σταυ­ρώ­σεις οι­κο­γε­νειών δια­φο­ρε­τι­κής προέ­λευ­σης, αλ­λά και τις συ­γκυ­ρίες, α­πό τις ο­ποίες κρα­τά­νε οι α­να­μνή­σεις της α­φη­γή­τριας. 
Ας δώ­σου­με συ­νο­πτι­κά τα τέσ­σε­ρα γε­νε­α­λο­γι­κά δέ­ντρα, κα­θώς, λό­γω της θε­μα­τι­κής πα­ρά­τα­ξης, δεν προ­βάλ­λουν ευ­κρι­νώς. Πρό­κει­ται για τη ζωή της Μα­ρίας Ηλιού, το γέ­νος Γεωρ­γίου Πα­πα­γιάν­νη, “ε­πι­κτη­νία­τρου με βαθ­μό ταγ­μα­τάρ­χη και νο­μο­κτη­νία­τρου”, και της Πι­πί­νας Ζα­ντέ. Γιος ο πα­τέ­ρας του Θα­νά­ση Πα­πα­γιάν­νη, γνω­στού υ­φα­σμα­τέ­μπο­ρου στον Πύρ­γο Ηλείας, και της Αθη­ναίας, α­πο­φοί­του του Αρσα­κείου, Μα­ρί­κας Φω­κά. Κό­ρη η μη­τέ­ρα του Αντώ­νη, γιου του Τι­μο­λέ­ο­ντα Ζα­ντέ, με τον Πύρ­γο στο Βαλ­τε­σι­νί­κο και της Μα­ρίας Ανα­γνω­στο­πού­λου α­πό τη γνω­στή πυρ­γιώ­τι­κη οι­κο­γέ­νεια. Συ­νο­λι­κά, τρεις οι πυρ­γιώ­τι­κες οι­κο­γέ­νειες, που, ό­πως οι πε­ρισ­σό­τε­ρες εύ­πο­ρες ε­κεί­νης της ε­πο­χής, μοί­ρα­ζαν το χρό­νο α­νά­με­σα στο σπί­τι της πό­λης, στην πε­ριο­χή του Επαρ­χείου για τους πρού­χο­ντες, και το χτή­μα τους. Τα “μυ­θι­κά χτή­μα­τα” στον κά­μπο, γραμ­μέ­να με κε­φα­λαίο χι. 

Δια­σταυ­ρού­με­νες μαρ­τυ­ρίες

Οι μαρ­τυ­ρίες δί­νουν στα γε­γο­νό­τα ι­διαί­τε­ρη υ­πό­στα­ση, δια­φο­ρε­τι­κή α­πό ε­κεί­νη της ι­στο­ρι­κής τους κα­τα­γρα­φής. Ενώ οι δια­σταυ­ρώ­σεις μαρ­τυ­ριών ε­ντεί­νουν την αί­σθη­ση ό­τι ο πα­ρελ­θο­ντι­κός κό­σμος νε­κρα­να­σταί­νε­ται. Μι­κρή ση­μα­σία έ­χει, αν πρό­κει­ται για α­προ­σχη­μά­τι­στες μαρ­τυ­ρίες ή συ­γκε­κα­λυμ­μέ­νες σε διη­γη­μα­τι­κή μορ­φή. Πε­ρι­συλ­λέ­γου­με, εν­δει­κτι­κά, με­ρι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα α­πό τις “α­φη­γή­σεις” της Ηλιού, σε πα­ράλ­λη­λη α­νά­γνω­ση με κά­ποια άλ­λα α­πό προ­γε­νέ­στε­ρα βι­βλία. Εί­ναι α­πό την Κα­το­χή, στον Πύρ­γο Ηλείας. Δυο παι­διά δια­βά­ζουν ι­στο­ρίες του Αλφόν­σου Ντω­ντέ: Η ο­χτά­χρο­νη Μα­ρία Πα­πα­γιάν­νη, σε έ­να δω­μά­τιο, που “εί­χε το α­νε­κτί­μη­το προ­σόν ε­νός βα­θειού περ­βα­ζιού στο πα­ρα­θύ­ρι...ό­που μπο­ρού­σες να σκαρ­φα­λώ­νεις με το βι­βλίο σου...” Και ο έ­φη­βος α­φη­γη­τής στο διή­γη­μα «Η δε­κα­ο­χτού­ρα» του Η. Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου, “δί­πλα στο πα­ρά­θυ­ρο, που τύ­λι­ξε τα πό­δια του με μια μάλ­λι­νη κου­βέρ­τα και πή­ρε το μι­κρό, χο­ντρό βι­βλίο...” Ήταν ο «Ταρ­τα­ρί­νος ο εκ Τα­ρα­σκό­νης», το γνω­στό­τε­ρο του Ντω­ντέ, γραμ­μέ­νο το 1872 και με­τα­φρα­σμέ­νο 22 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα α­πό τον Πα­πα­δια­μά­ντη. Η Μα­ρία δεν στά­θη­κε τό­σο τυ­χε­ρή, της έ­τυ­χε «Το Μι­κρού­λι­κο», γραμ­μέ­νο τέσ­σε­ρα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, που χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως μια πρω­τό­λεια αυ­το­βιο­γρά­φη­ση του συγ­γρα­φέα. Το πι­θα­νό­τε­ρο, ή­ταν η δια­σκευή του Νί­κου Κα­ζα­ντζά­κη. Θυ­μά­ται ό­τι δεν την εν­θου­σία­σε. 
Εκεί­νη “νο­σταλ­γού­σε” για χρό­νια το «Πε­τά­ει, πε­τά­ει ο άν­θρω­πος», που εί­χε δια­βά­σει λί­γο νω­ρί­τε­ρα στο αρ­χο­ντι­κό του Πο­λυ­ζωί­δη, πι­θα­νώς κουρ­νια­σμέ­νη στο περ­βά­ζι ε­νός άλ­λου με­γά­λου πα­ρα­θυ­ριού, στη Βέ­ροια, ό­που υ­πη­ρε­τού­σε ο πα­τέ­ρας της πριν με­τα­κι­νη­θεί προς το Αλβα­νι­κό Μέ­τω­πο. Μέ­σα στην α­να­στά­τω­ση της ε­σπευ­σμέ­νης α­να­χώ­ρη­σης της υ­πό­λοι­πης οι­κο­γέ­νειας για την Αθή­να, το βι­βλίο πα­ρά­πε­σε. Χρό­νια με­τά το α­να­ζη­τού­σε στα πα­λαιο­πω­λεία και ταυ­τό­χρο­να, έ­ψα­χνε για το ό­νο­μα του συγ­γρα­φέα, που δεν το εί­χε συ­γκρα­τή­σει. Κά­πο­τε, ε­ντο­πί­στη­κε ο συγ­γρα­φέ­ας. Πρό­κει­ται για τον Πέ­τρο Πι­κρό. Αργό­τε­ρα, α­να­κά­λυ­ψε το βι­βλίο και το ξα­να­διά­βα­σε. “Ξαφ­νιά­στη­κα”, γρά­φει, “για το πώς έ­να τέ­τοιο βι­βλίο μπο­ρού­σε να δώ­σει τό­ση ευ­χα­ρί­στη­ση σε έ­να παι­δί ε­κεί­νης της η­λι­κίας.” Να θυ­μί­σου­με ό­τι ο Πι­κρός το εί­χε α­φιε­ρώ­σει στην α­νι­ψιά του, μα­θή­τρια του δη­μο­τι­κού το 1931, που εκ­δό­θη­κε το βι­βλίο, με τον υ­πό­τιτ­λο, «Μυ­θι­στό­ρη­μα για γνω­στι­κά παι­διά». Φαί­νε­ται πως έ­να τέ­τοιο κο­ρί­τσι ή­ταν και η Μα­ρία. Πα­ρου­σιά­ζει, ό­μως, εν­δια­φέ­ρον η ε­πι­λε­κτι­κή μνή­μη του παι­διού ή, σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, του κο­ρι­τσιού. Συ­γκρά­τη­σε το α­με­ρι­κα­νό­που­λο, τον Τζων, και ό­χι τον έ­φη­βο, Έλλη­να με­τα­νά­στη στην Αμε­ρι­κή, Δή­μα. Όπως και να έ­χει, εί­ναι έ­να α­πό ε­κεί­να τα βι­βλία του Πι­κρού που δεν γνώ­ρι­σαν δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση. Εί­χα­με ελ­πί­σει με την α­να­κοί­νω­ση Απά­ντων Πι­κρού α­πό τις εκ­δό­σεις Άγρα, αλ­λά, ό­πως ό­λα τα φι­λό­δο­ξα σχέ­δια, έ­τσι και τα Άπα­ντα Πι­κρού στα­μά­τη­σαν  στους πρώ­τους τό­μους.
Η δια­σταύ­ρω­ση, ό­μως, των μαρ­τυ­ριών Ηλιού - Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου α­φο­ρά κυ­ρίως τα “μυ­θι­κά χτή­μα­τα” στον Πύρ­γο Ηλείας. Μο­να­δι­κό και κυ­ρίαρ­χο το πα­τρι­κό χτή­μα στις πα­ρυ­φές της πό­λης στα διη­γή­μα­τα του δεύ­τε­ρου, ε­νώ, στο βι­βλίο της Ηλιού, α­να­φέ­ρο­νται και συγ­γε­νι­κά χτή­μα­τα. Έτσι, πά­ντως, κα­θώς μνη­μο­νεύο­νται στις α­φη­γή­σεις της, πολ­λα­πλώς και ε­πί τρο­χά­δην, α­πο­μέ­νουν σαν το α­δρό πε­ρί­γραμ­μα μιας α­φή­γη­σης, που δεν γρά­φτη­κε α­κό­μη. Συ­γκρα­τού­με α­πό τις πυρ­γιώ­τι­κες α­να­μνή­σεις της την α­να­φο­ρά στην Ελε­ο­νώ­ρα, “τη χο­ντρή της γει­το­νιάς” της. Εί­ναι η δα­σκά­λα του ι­διαί­τε­ρου των γαλ­λι­κών στο ο­μό­τιτ­λο διή­γη­μα του Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου. Την “α­πα­θα­νά­τι­σε συ­ναρ­πα­στι­κά”, σχο­λιά­ζει η Ηλιού. Μάλ­λον την α­νά­κλη­ση των παι­δι­κών του φα­ντα­σιώ­σεων “α­πα­θα­νά­τι­σε” σα­ρά­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα ο συγ­γρα­φέ­ας, τωό­ντι, συ­ναρ­πα­στι­κά.    

Γερ­μα­νοί και Ιτα­λοί

Αντι­στρέ­φου­με τον τίτ­λο του έ­βδο­μου κε­φα­λαίου, «Ιτα­λοί και Γερ­μα­νοί». Γερ­μα­νοί και Ιτα­λοί και πά­λι Γερ­μα­νοί. Οι μαρ­τυ­ρίες αλ­λη­λο­συ­μπλη­ρώ­νο­νται, ε­νώ συ­χνά συμ­βαί­νει στα ε­πί μέ­ρους να α­ντι­φά­σκουν. Πα­ρα­μέ­νο­ντας στον Πύρ­γο Ηλείας, έ­να πα­ρά­δειγ­μα α­πό τις η­μέ­ρες πο­λέ­μου εί­ναι εν­δει­κτι­κό. Η Μα­ρία θυ­μά­ται: “Ήχη­σε η σει­ρή­να του συ­να­γερ­μού και συγ­χρό­νως κα­τέ­φθα­σαν τα γερ­μα­νι­κά Στού­κας... Από τις έ­ξι, νο­μί­ζω, βόμ­βες που έ­πε­σαν στον Πύρ­γο, κα­μιά δεν έ­κα­νε ου­σια­στι­κή ζη­μιά, ού­τε υ­πήρ­ξαν θύ­μα­τα. «Έβα­λε το χέ­ρι του ο Άγιος Χα­ρά­λα­μπος και α­στό­χη­σαν οι Γερ­μα­να­ρά­δες», ή­ταν η ά­πο­ψη που κυ­κλο­φό­ρη­σε στη γει­το­νιά... Λί­γες μέ­ρες με­τά, βρι­σκό­μουν στο κα­τά­στη­μα των κο­ρι­τσιών, στην κε­ντρι­κή ε­μπο­ρι­κή ο­δό της πό­λης, την ο­δό Ερμού. Τα κο­ρί­τσια ή­ταν οι τέσ­σε­ρες α­δερ­φές Σταυ­ρο­πού­λου...κρα­τού­σαν το ε­μπο­ρι­κό κα­τά­στη­μα κα­πέ­λων... Από την πόρ­τα του κα­πε­λά­δι­κου... ά­κου­σα και εί­δα να προ­χω­ρούν στην πό­λη τα πρώ­τα γερ­μα­νι­κά στρα­τεύ­μα­τα κα­το­χής. Εμπρός έ­νας μο­το­συ­κλε­τι­στής  και α­κο­λου­θού­σαν διά­φο­ρα τρο­χο­φό­ρα και στρα­τός...”
Την Κυ­ρια­κή, 27 Απρι­λίου 1941, α­φού την προ­η­γού­με­νη εί­χαν κα­τα­λη­φθεί Πά­τρα και Αί­γιο, “δυο ι­τα­λι­κά α­ε­ρο­πλά­να έ­ρι­ξαν πέ­ντε έ­ξι βόμ­βες στον Πύρ­γο”, ο συ­νο­μή­λι­κός της Γιώρ­γος Σκου­λα­ρί­κος πε­ρι­γρά­φει α­να­λυ­τι­κά τις δια­δρο­μές τους: “Η μια έ­πε­σε σε μια χα­μο­κέ­λα στο α­διέ­ξο­δο στε­νό πί­σω α­πό την ο­δό Αχό­λου και σκό­τω­σε έ­να γαϊδα­ρο. Η δεύ­τε­ρη στην πλα­τεία Αυ­γε­ρι­νού. Η τρί­τη α­νά­με­σα στου Ξυ­στρή και στου Πι­τσι­νού χω­ρίς να ε­κρα­γεί. Οι υ­πό­λοι­πες πέ­σα­νε μα­ζε­μέ­νες στα Μπε­ρε­τσαίι­κα, στου Συ­ντέ­του το Λιο­στά­σι.” Στις 5 Μαΐου 1941, ε­γκα­τα­στά­θη­κε στην πό­λη σώ­μα 700 Ιτα­λών στρα­τιω­τών. 
Για το Τάγ­μα Ασφα­λείας, που ε­γκα­τα­στά­θη­κε στις 20 Μαΐου 1943, με ε­πι­κε­φα­λής τον ταγ­μα­τάρ­χη Γεώρ­γιο Κοκ­κώ­νη, κα­θώς και για την α­να­χώ­ρη­ση των Γερ­μα­νών και ό­σα α­κο­λού­θη­σαν, στο βι­βλίο της Ηλιού, οι μαρ­τυ­ρίες δί­νο­νται έμ­με­σα, μέ­σα α­πό τα τεκ­μή­ρια που εν­σω­μα­τώ­νο­νται στην α­φή­γη­ση: έ­να υ­πη­ρε­σια­κό ση­μείω­μα του Κοκ­κώ­νη, με η­με­ρο­μη­νία 6 Ιου­λίου 1944, και α­πό­σπα­σμα μα­θη­τι­κής έκ­θε­σης, με θέ­μα «Η η­μέ­ρα της ο­δο­μα­χίας». Αυ­τό το δεύ­τε­ρο α­να­φέ­ρε­ται στη μά­χη με­τα­ξύ Ελα­σι­τών και αν­δρών του Κοκ­κώ­νη, που στή­ρι­ζαν τη ντό­πια δύ­να­μη της Χω­ρο­φυ­λα­κής. Η σύ­γκρου­ση άρ­χι­σε στις 8 Μαΐου 1944 και κρά­τη­σε δυο μέ­ρες. Η α­φή­γη­ση έ­χει βο­η­θη­τι­κό ρό­λο για το τι βίω­σε “τις μέ­ρες των ο­δο­μα­χιών ε­κεί­νη η γω­νιά της πό­λης, περ­νώ­ντας κά­θε τό­σο α­πό τη μία ε­ξου­σία στην άλ­λη, ε­νώ βαλ­λό­ταν α­διά­κο­πα α­πό τα α­ντι­κρι­στά κα­μπα­να­ριά της Αγια-Κυ­ρια­κής και του Αϊ-Νι­κό­λα που εί­χαν κα­τα­λη­φθεί α­πό τους ε­μπό­λε­μους... Τα Τάγ­μα­τα Ασφα­λείας νι­κή­θη­καν. Ο Κοκ­κώ­νης σκο­τώ­θη­κε.” Πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον η ση­μα­το­δό­τη­ση του χώ­ρου της ο­δο­μα­χίας με τα κα­μπα­να­ριά, σε σύ­γκρι­ση με άλ­λη πε­ρι­γρα­φή, που στη­ρί­ζε­ται στα δη­μό­σια κτί­ρια: “Ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες και χω­ρο­φύ­λα­κες εί­χαν πιά­σει τρία κτί­ρια –Δη­μαρ­χείο, Επαρ­χείο και Δι­κα­στι­κό Μέ­γα­ρο– με αρ­κε­τό και βα­ρύ ο­πλι­σμό δεν πα­ρα­δί­δο­νταν... ”   

Απο­ρίες

Αυ­τός εί­ναι ο τίτ­λος της τε­λευ­ταίας, δω­δέ­κα­της α­φή­γη­σης και στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό το ε­ρώ­τη­μα, “πώς να φυ­τρώ­νουν τα παι­διά στην κοι­λιά της μα­μάς τους”. Θα μπο­ρού­σε, ω­στό­σο, να έ­χει τον ί­διο τίτ­λο με το πρώ­το  διή­γη­μα του Γιώρ­γη Για­τρο­μα­νω­λά­κη στο νέο του βι­βλίο, «Τρία α­πρό­σε­κτα διη­γή­μα­τα», «Η πε­ρίο­δος της Ει­ρή­νης». Πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον η θε­μα­τι­κή συ­νά­ντη­ση μιας βιω­μα­τι­κής α­φή­γη­σης με μια α­μι­γώς μυ­θο­πλα­στι­κή. Κο­ρί­τσι χή­ρας μη­τέ­ρας η Μα­ρία, δεν έ­λυ­σε τις α­πο­ρίες της ού­τε στα έ­ξι ού­τε ό­ταν κο­πέ­λα εί­δε τις πρώ­τες “στα­γό­νες αί­μα”. Τό­τε για τα φι­λο­πε­ρίερ­γα παι­διά, των κο­ρα­σί­δων συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων, υ­πήρ­χαν οι Εγκυ­κλο­παί­δειες και τα λε­ξι­κά. Από ε­κεί έ­μα­θε τό­σο ο ή­ρωας του δεύ­τε­ρου διη­γή­μα­τος του Για­τρο­μα­νω­λά­κη ό­σο και η Μα­ρία, ό­τι τα αι­δοία ή­ταν τρία και ό­χι έ­να. 
Αυ­τό το κε­φά­λαιο, ό­πως και τα άλ­λα σύ­ντο­μα του βι­βλίου, ξε­κι­νούν α­φη­γη­μα­τι­κά, μό­νο που στην α­νά­πτυ­ξη του συ­γκε­κρι­μέ­νου θέ­μα­τος, για να α­γκα­λιά­σουν ό­λες τις πε­ρι­πτώ­σεις, συ­ντο­μεύουν τις πε­ρι­γρα­φές. Σαν να μην υ­πάρ­χει το α­να­γκαίο πε­ρι­θώ­ριο χώ­ρου και χρό­νου. Σε α­ντί­θε­ση, το ε­ναρ­κτή­ριο, “παι­χνί­δια πο­λέ­μου”, και δυο α­κό­μη, η “σχο­λι­κή πε­ρι­διά­βα­ση” και το “έ­να δι­κό σου δω­μά­τιο”, έ­χουν την α­φη­γη­μα­τι­κή έ­κτα­ση, που α­παι­τούν πρό­σω­πα και κα­τα­στά­σεις. Όσο για το μο­να­δι­κό δη­μο­σιευ­μέ­νο κεί­με­νο, «Αφα­νείς δια­δρο­μές στη δε­κα­ε­τία του ’40», ό­ντας γραμ­μέ­νο για πε­ριο­δι­κό, α­να­γκα­στι­κά συ­μπυ­κνώ­νει έ­να υ­λι­κό, που θα χρεια­ζό­ταν να του δο­θεί πε­ρισ­σό­τε­ρος χώ­ρος. Με άλ­λα λό­για, οι συ­γκε­κρι­μέ­νες α­να­δρο­μές βίου συ­νι­στούν μεν έ­να εν­δια­φέ­ρον α­νά­γνω­σμα, αλ­λά πι­στεύου­με ό­τι ε­μπε­ριέ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ρο ψα­χνό, που έ­μει­νε ε­κτός. Αυ­τά, για ό­ση α­ξία έ­χει η γνώ­μη ε­νός συ­στη­μα­τι­κού α­να­γνώ­στη. Εν α­να­μο­νή, λοι­πόν, δεύ­τε­ρου τό­μου. 

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/3/2013.


Κατά μόνας αμαρτίες

$
0
0




Γιώρ­γης Για­τρο­μα­νω­λά­κης
«Τρία α­πρό­σε­κτα διη­γή­μα­τα»
Εκδό­σεις Άγρα
Οκτώ­βριος 2012

Ο τίτ­λος του δω­δέ­κα­του βι­βλίου του Γιώρ­γη Για­τρο­μα­νω­λά­κη, ό­πως άλ­λω­στε και οι έ­ντε­κα προ­η­γού­με­νοι, εκ πρώ­της ό­ψεως ξε­νί­ζει. Οι α­να­γνώ­στες, του­λά­χι­στον ό­σοι α­πό αυ­τούς κα­τέ­χο­νται α­πό την δια­στρο­φή της κυ­ριο­λε­ξίας, θα προ­σπα­θή­σουν να διευ­ρύ­νουν τη ση­μα­σία του α­πρό­σε­κτος, που α­να­φέ­ρε­ται μό­νο σε πρό­σω­πα, και να το ερ­μη­νεύ­σουν ως το α­ντί­θε­το του προ­σε­κτι­κός, που α­πο­δί­δε­ται και σε πρά­ξεις, δη­λώ­νο­ντας το με­τά προ­σο­χής γι­νό­με­νο, α­κό­μη ε­πί λό­γων, ό­που ση­μαί­νει την α­γό­ρευ­ση, την έ­χου­σα την ι­κα­νό­τη­τα να συ­γκρα­τεί την προ­σο­χή του α­κρο­α­τή. Οπό­τε, κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση, το α­πρό­σε­κτο διή­γη­μα θα εί­ναι ε­κεί­νο, που δεν προ­σελ­κύει τον α­να­γνώ­στη. Σπεύ­δει, βε­βαίως, ο συ­ντά­κτης του κει­μέ­νου στο ο­πι­σθό­φυλ­λο να διευ­κρι­νί­σει ό­τι το συ­γκε­κρι­μέ­νο ε­πί­θε­το δεν α­να­φέ­ρε­ται στα διη­γή­μα­τα αλ­λά στους ή­ρωές τους και τον τρό­πο που ε­κεί­νοι έ­πρα­ξαν κα­τά μια δε­δο­μέ­νη πε­ρί­στα­ση ή στιγ­μή. Λες και έ­να ε­πί­θε­το και δη, ε­πί­θε­το σε τίτ­λο, έ­χει την ε­λευ­θε­ρία να α­πο­κλί­νει και να λει­τουρ­γεί ποιη­τι­κή α­δεία. 
Όπως και να έ­χει, ε­μείς πα­ρα­κά­μπτου­με την ε­ξή­γη­ση του συ­ντά­κτη του ο­πι­σθό­φυλ­λου, δια­βλέ­πο­ντας στον τίτ­λο διά­θε­ση αυ­το­σαρ­κα­σμού εκ μέ­ρους του συγ­γρα­φέα, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει α­πρό­σε­κτο το λό­γο του. Γνω­ρί­ζο­ντας αυ­τός τις προ­τι­μή­σεις των ση­με­ρι­νών α­να­γνω­στών για α­στυ­νο­μι­κά και νε­ο­η­θο­γρα­φι­κά ρο­μά­ντσα, για­τί να μην αμ­φι­βάλ­λει για το κα­τά πό­σο η α­φή­γη­σή του θα μπο­ρέ­σει να κερ­δί­σει την προ­σο­χή τους. Άλλω­στε, την έκ­δο­ση την σχε­δία­σε ο εκ­δό­της. Πι­θα­νώς, λοι­πόν, ε­κεί­νος, προς ά­γραν α­να­γνω­στών, να έ­γρα­ψε το κεί­με­νο του ο­πι­σθό­φυλ­λου, ό­πως ε­πέ­λε­ξε και το ζω­γρα­φι­κό έρ­γο του ε­ξώ­φυλ­λου, που πι­στεύου­με ό­τι δί­νει μο­νο­με­ρή ε­ντύ­πω­ση για τα διη­γή­μα­τα. Το ε­ρω­τι­κό σχε­δία­σμα του Γου­σταύου Κλιμτ προϊδεά­ζει μεν για το έ­ντο­νο ε­ρω­τι­κό στοι­χείο του βι­βλίου, αλ­λά το ει­κα­στι­κό σύ­μπαν του αυ­στρια­κού ζω­γρά­φου, σε α­ντί­θε­ση με ε­κεί­νο του συγ­γρα­φέα, εί­ναι ε­στια­σμέ­νο στο γυ­ναι­κείο φύ­λο. Βε­βαίως, υ­πήρ­ξε ευ­φά­ντα­στος βι­βλιο­πα­ρου­σια­στής, που α­ντι­λή­φθη­κε ως βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα του διη­γη­μα­τι­κού τρί­πτυ­χου τον πί­να­κα ε­νός άλ­λου Γου­σταύου, του Γάλ­λου Κουρ­μπέ, «L’ origine du monde». Μό­νο που ο ω­μός ρε­α­λι­σμός του δεύ­τε­ρου δεν α­πο­δί­δει τον διά­χυ­το ό­σο και πα­ρεκ­κλί­νο­ντα ε­ρω­τι­σμό των η­ρώων του βι­βλίου. 
Και για να πα­ρα­μεί­νου­με στον τίτ­λο, θυ­μί­ζου­με ό­τι εί­ναι η δεύ­τε­ρη φο­ρά, που ει­δο­λο­γι­κός προσ­διο­ρι­σμός και δη, ο συ­γκε­κρι­μέ­νος, “διή­γη­μα”, υ­πάρ­χει σε τίτ­λο βι­βλίου του Για­τρο­μα­νω­λά­κη. Η πρώ­τη ή­ταν στο τέ­ταρ­το πε­ζο­γρα­φι­κό του, «Το α­νω­φε­λές διή­γη­μα». Κι αυ­τός έ­νας τίτ­λος που ξε­νί­ζει, κα­θώς πρό­κει­ται για το πρώ­το πο­λυ­σέ­λι­δο βι­βλίο του και συ­νά­μα, ε­κεί­νο που πλη­σιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο προς το εί­δος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Αυ­τό το τε­λευ­ταίο, σε σύ­γκρι­ση με τα τρία πε­ζο­γρα­φι­κά που εί­χαν προ­η­γη­θεί, ό­που δυο («Λει­μω­νά­ριο», «Ιστο­ρία») χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και το εν­διά­με­σο («Η Αρρα­βω­νια­στι­κιά») μυ­θι­στο­ρία. Όσο α­φο­ρά γε­νι­κό­τε­ρα τις ε­πι­δό­σεις του στο εί­δος διή­γη­μα, να ση­μειώ­σου­με ό­τι με διή­γη­μα εμ­φα­νί­στη­κε για πρώ­τη φο­ρά ως πε­ζο­γρά­φος σε συλ­λο­γι­κό τό­μο με­τά άλ­λων ο­μη­λί­κων του και α­πό τό­τε δί­νει το πα­ρών σε κα­τά και­ρούς πα­ραγ­γε­λίες συγ­γρα­φής διη­γή­μα­τος. Έχο­ντας, ό­μως, ε­πί συ­νό­λου εν­νέα πε­ζο­γρα­φι­κών, έ­ξι μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, μια μυ­θι­στο­ρία και έ­να α­πο­κα­λού­με­νο βι­βλίο, που ε­ντάχ­θη­κε στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος. Αν και ό­χι της σει­ράς, κα­θώς δια­θέ­τει δια­κρι­τά και μάλ­λον σπα­νί­ζο­ντα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, χά­ρις στη φι­λο­λο­γι­κή και γλωσ­σι­κή του πε­ριου­σία, την ο­ποία συν­δυά­ζει με ευ­ρεία γκά­μα ει­ρω­νι­κών τρό­πων. Πα­ρα­μέ­νει, ό­μως, και ποιη­τής στη χρή­ση ε­νός με­τω­νυ­μι­κού λό­γου, ό­πως άλ­λω­στε και ξε­κί­νη­σε, α­νε­ξάρ­τη­τα αν ε­ξέ­δω­σε μό­λις τρεις ποιη­τι­κές συλ­λο­γές και οι γραμ­μα­το­λό­γοι, δέ­σμιοι πο­σο­τι­κών κυ­ρίως κρι­τή­ριων, δεν τον συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νουν στους ποιη­τές. 

Τα συ­στε­γα­ζό­με­να

Τα συ­γκε­κρι­μέ­να τρία διη­γή­μα­τα γρά­φτη­καν κα­τά πα­ραγ­γε­λία και μά­λι­στα, δε­σμευ­τι­κή για τη συγ­γρα­φι­κή έ­μπνευ­ση. Τα δυο πρώ­τα ή­ταν για τον δεύ­τε­ρο και τον τέ­ταρ­το τό­μο της σει­ράς, «Κεί­με­να και ει­κό­νες», που ε­πι­με­λεί­το ο Μι­σέλ Φάϊς. Για το πρώ­το, ως θέ­μα εί­χε ο­ρι­σθεί το “γεύ­ση και λο­γο­τε­χνία”, ε­νώ, για το δεύ­τε­ρο, το “βι­βλίο και βι­βλιο­θή­κες”. Το τρί­το διή­γη­μα προο­ρι­ζό­ταν για α­φιέ­ρω­μα στο “ελ­λη­νι­κό διή­γη­μα” του λο­γο­τε­χνι­κού πε­ριο­δι­κού «Η Λέ­ξη». Άρα το θέ­μα ή­ταν ε­λεύ­θε­ρο. Δε­σμευό­ταν, ό­μως, ο συγ­γρα­φέ­ας ως προς τη μορ­φή, για ό­σους του­λά­χι­στον ε­πι­μέ­νουν στη διά­κρι­ση διη­γή­μα­τος και ι­στο­ρίας. Το σί­γου­ρο εί­ναι ό­τι δια­φο­ρο­ποιεί­ται α­πό τα δυο άλ­λα, ό­ντας πλη­σιέ­στε­ρο προς τη δο­μή ε­νός ρε­α­λι­στι­κού διη­γή­μα­τος. Αν και η δια­φο­ρά μπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται στη χρο­νι­κή α­πό­στα­ση μιας δε­κα­ε­τίας α­πό τα δυο πρώ­τα, που εί­χαν γρα­φτεί στον α­πό­η­χο ε­κεί­νου του μο­να­δι­κού «Βι­βλίον κα­λού­με­νον Ερω­τι­κόν», το έ­κτο στη σει­ρά πε­ζο­γρά­φη­μα του Για­τρο­μα­νω­λά­κη, το ο­ποίο πα­ρα­λεί­φθη­κε  α­πό τον κα­τά­λο­γο των έρ­γων του συγ­γρα­φέα στην α­ρι­στε­ρή σε­λί­δα ε­κεί­νης του τίτ­λου. Αντι­θέ­τως, το τρί­το γρά­φτη­κε στο διά­στη­μα α­να­με­τα­ξύ δυο μυ­θι­στο­ρη­μά­των, ι­στο­ρι­κό το πρώ­το, «Ο παπ­πούς μου και το κα­κό», πα­ρω­δια­κό το δεύ­τε­ρο, «Το χρο­νι­κό του Δα­ρείου».

Το πρώ­το α­πρό­σε­κτο

Αι­σθη­σια­κό και βλά­σφη­μο το πρώ­το διή­γη­μα, α­φο­ρά πλα­γίως τη σύ­ζευ­ξη γευ­στι­κών α­πο­λαύ­σεων και α­μαρ­τίας, κα­θώς ξε­κι­νά­ει α­πό την υ­πο­γλυ­και­μία, που προ­κα­λεί η έμ­μη­νος ρύ­ση. Εί­ναι γνω­στόν ό­τι η πε­ρίο­δος φέρ­νει στη γυ­ναί­κα “ά­γρια ό­ρε­ξη και λα­χτά­ρα φο­βε­ρή” για πά­σης φύ­σεως γλυ­κί­σμα­τα. Η γα­στρι­μαρ­γία συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στα ε­πτά, ή και ο­κτώ κα­τά τους Δυ­τι­κούς, θα­νά­σι­μα α­μαρ­τή­μα­τα, τα­ξι­νο­μη­μέ­νη σε σει­ρά αύ­ξου­σας σο­βα­ρό­τη­τας πέ­μπτη, με ε­πι­τε­τραμ­μέ­νο διά­βο­λο έ­ναν α­πό τους άρ­χο­ντες του Κά­τω Κό­σμου, τον μέ­γα Βελ­ζε­βούλ. Την εμ­φά­νι­ση του αί­μα­τος  της δε­κα­τριά­χρο­νης και δυο μη­νών Ει­ρή­νης α­κο­λού­θη­σε “ά­γνω­στος πό­νος μέ­σα στο κορ­μί της”. Τό­τε, α­κρι­βώς, εμ­φα­νί­στη­κε για πρώ­τη φο­ρά ο φύ­λα­κας άγ­γε­λός της, ό­πως α­κρι­βώς τον πε­ρι­γρά­φει ο συ­ντά­κτης του «Βι­βλίου κα­λού­με­νου Ερω­τι­κόν», στο τρί­το κε­φά­λαιο, «Πε­ρί των αγ­γε­λι­κών φύ­λων»: “Παν σώ­μα γήι­νον εί­ναι πα­νο­μοιό­τυ­πον με την ου­σίαν του αγ­γέ­λου του, ει­σέ τού­το μό­νον δια­φέ­ρει: ό­τι ε­νώ τα αι­δοία του αν­θρώ­που εί­ναι ω­ρι­σμέ­να και δια­κρι­τι­κά, το φύ­λον του αγ­γε­λι­κού προ­στά­του εί­ναι α­διά­κρι­τον και αό­ρι­στον.” Εκεί­νος της α­πηύ­θυ­νε το λό­γο, ό­πως ο αρ­χάγ­γε­λος Γα­βριήλ στην Παρ­θέ­νο Μα­ρία, με τον ο­ποίο και εκ­κι­νεί το διή­γη­μα, α­φού το κα­κό βρή­κε την κο­ρα­σί­δα την ώ­ρα που θυ­μιά­τι­ζε το ει­κό­νι­σμα του Ευαγ­γε­λι­σμού και α­σύ­νει­δα α­μάρ­τα­νε θαυ­μά­ζο­ντας την ω­ραιό­τη­τα του Αγγέ­λου. Με την εμ­φά­νι­ση, ό­μως, της λαί­μαρ­γης διά­θε­σης και ε­νώ ο άγ­γε­λός της συ­νέ­χι­ζε τις νου­θε­σίες, πα­ρου­σιά­στη­κε “ο πει­ρα­σμός του γλυ­κού”, του­τέ­στιν αυ­το­προ­σώ­πως ο δαί­μο­νας, ό­μοιος και α­πα­ράλ­λα­χτος στην εμ­φά­νι­ση με τον άγ­γε­λό της. Αυ­τός την α­πο­πλά­νη­σε, προ­σφέ­ρο­ντάς της ό­λων των ει­δών τα γλυ­κί­σμα­τα, με πρώ­το ε­κεί­νο των αρ­ρα­βω­νια­σμέ­νων και α­πο­χαι­ρε­τι­στή­ριο, την ά­γνω­στη στην Κρή­τη, του­λά­χι­στον την ε­πο­χή που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται η ι­στο­ρία, τούρ­τα.  
Στα πρώ­τα έμ­μη­να της δε­κα­τριά­χρο­νης, ο Βελ­ζε­βούλ της λαι­μαρ­γίας νι­κά τον προ­στά­τη άγ­γε­λο. Με­τά εί­κο­σι έ­ξι μέ­ρες, ό­μως, στα δεύ­τε­ρα, ε­κεί­νος παίρ­νει τη ρε­βά­νς κρα­τώ­ντας την για τέσ­σε­ρις μέ­ρες ξα­πλω­μέ­νη στην α­γκά­λη του. Στο διή­γη­μα, που έ­χει πα­ρα­μυ­θι­κή χροιά, στο τέ­λος ό­λα βαί­νουν κα­τ’ ευ­χήν. Εί­ναι προ­φα­νές, ω­στό­σο, το σκο­τει­νό της κα­τά­λη­ξης, κα­θώς η έ­φη­βη με­τα­κύ­λη­σε σε έ­τε­ρη βα­ρύ­τε­ρη α­μαρ­τία, ε­κεί­νη της λα­γνείας. Μό­νο που ό­ταν αυ­τή λαμ­βά­νει χώ­ρα κα­τ’ ό­ναρ και δη, με τον ά­φυ­λο φύ­λα­κα άγ­γε­λό της, συ­νι­στά α­φέ­σι­μο πα­ρά­πτω­μα. Οι κα­κές συ­νέ­πειες θα φα­νούν πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν, ό­πως της προ­φή­τε­ψε ο άγ­γε­λός της, έρ­θει η ώ­ρα που “ο γα­μπρός θα πιά­σει τον λα­γό” και ε­κεί­νος, που έ­χει στις δι­κές της θω­πείες συ­νη­θί­σει, α­ντί “να α­φρί­σει”, θα μεί­νει να κοι­μά­ται “βα­θιά στα σκέ­λη μέ­σα”, με το λα­γό­χει­λο κλει­στό. Αλλά πα­ρό­μοιες συ­νέ­πειες ε­φη­βι­κών πα­ρεκ­τρο­πών εί­ναι το θέ­μα του δεύ­τε­ρου διη­γή­μα­τος. 
Για να ο­λο­κλη­ρώ­σου­με τα του πρώ­του διη­γή­μα­τος, θα πρέ­πει να α­να­φερ­θού­με στο χρό­νο που ε­πέ­λε­ξε ο συγ­γρα­φέ­ας να το το­πο­θε­τή­σει, κα­θώς η προ­τί­μη­ση του γε­νέ­θλιου τό­που εί­ναι αυ­το­νό­η­τη για έ­ναν Κρη­τι­κό. Η ε­πι­λο­γή του Σαβ­βά­του, πα­ρα­μο­νή της Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σεως, για την εμ­φά­νι­ση του πρώ­του αί­μα­τος, ό­ταν ο Σταυ­ρός με­τα­φέ­ρε­ται στο κέ­ντρο της Εκκλη­σίας για προ­σκύ­νη­ση και άρ­χε­ται η τρί­τη ε­βδο­μά­δα της Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στής, η ε­βδο­μά­δα του Σταυ­ρού, ως προ­ε­τοι­μα­σία για τον πό­νο της Σταύ­ρω­σης, μπο­ρεί να ε­κλη­φθεί ως αλ­λη­γο­ρι­κή για την τύ­χη της γυ­ναί­κας. Με­γά­λη Πα­ρα­σκευή, την η­μέ­ρα της Απο­κα­θή­λω­σης, βλά­σφη­μη η α­φή­γη­ση, το­πο­θε­τεί την ε­ρω­τι­κή ε­νύ­πνια φα­ντα­σίω­ση με έ­ναν αγ­γε­λι­κά “ζα­χα­ρέ­νιο ε­ρα­στή”. Ο συγ­γρα­φέ­ας προ­ει­δο­ποιεί ό­τι τα διη­γή­μα­τα υ­πέ­στη­σαν την α­πα­ραί­τη­τη ε­πε­ξερ­γα­σία. Αυ­τή, ό­πως δια­πι­στώ­νου­με, εί­ναι πρω­τί­στως λε­κτι­κή. Μέ­νει, ω­στό­σο, η α­πο­ρία ως προς τις συν­δη­λώ­σεις μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης αλ­λα­γής. Στην αρ­χι­κή εκ­δο­χή, η ι­στο­ρία το­πο­θε­τεί­ται “το σω­τή­ριον έ­τος 19...”, ε­νώ, στο βι­βλίο, ο χρό­νος γί­νε­ται συ­γκε­κρι­μέ­νος, το 1913. Μή­πως ο ποιη­τής θυ­μί­ζει στους Πα­λαιο­ελ­λα­δί­τες το Πά­σχα του 1913, το πρώ­το Πά­σχα που η Με­γα­λό­νη­σος το γιόρ­τα­σε σαν κομ­μά­τι της Ελλά­δας. Πα­ρό­τι δεν εί­χαν α­κό­μη υ­πο­γρα­φεί οι ε­πί­ση­μες συν­θή­κες, η μό­νη κυ­μα­τί­ζου­σα ση­μαία ή­ταν η γα­λα­νό­λευ­κη. Εκ των υ­στέ­ρων, μά­λι­στα, τό­σο το ό­νο­μα ό­σο και η η­λι­κία της κο­ρα­σί­δας μπο­ρούν να ε­κλη­φθούν ως αλ­λη­γο­ρι­κή πα­ρα­πο­μπή “στην Πο­λι­τεία του Κρη­τός”.

Το δεύ­τε­ρο α­πρό­σε­κτο

Όσο ευ­θύς εί­ναι ο τίτ­λος του πρώ­του διη­γή­μα­τος, «Η πε­ρίο­δος της Ει­ρή­νης», τό­σο α­κα­τά­λη­πτος ει­κά­ζου­με ό­τι θα φα­νεί αυ­τός του δεύ­τε­ρου, «Τελ­χί­νες σή­τες βί­βλων». Στην πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση του διη­γή­μα­τος στην αν­θο­λο­γία, «Άρω­μα βι­βλίου», ο Άρης Μπερ­λής, που γρά­φει τον πρό­λο­γο, τον με­τα­φρά­ζει ως “κα­κά σκου­λή­κια των βι­βλίω­ν”, προσ­διο­ρί­ζο­ντας ό­τι εί­ναι α­πό σκω­πτι­κό ποίη­μα της Πα­λα­τι­νής Ανθο­λο­γίας. Ακρι­βέ­στε­ρα, οι “κα­κοή­θεις βι­βλιο­σκώ­λη­κες” του α­λε­ξαν­δρι­νού ποιη­τή δεί­χνουν μάλ­λον ως πο­νη­ροί δαί­μο­νες. Όσο α­φο­ρά, πά­ντως, το νό­η­μα του διη­γή­μα­τος, δεν φταίει η βι­βλιο­φι­λία του α­φη­γη­τή, ού­τε η μα­κρά πα­ρα­μο­νή του στις βι­βλιο­θή­κες, για τις ποι­κί­λες δια­στρο­φές που ε­ξο­μο­λο­γεί­ται. Και αυ­τό το διή­γη­μα στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό τις σο­βα­ρές συ­νέ­πειες, που μπο­ρεί να έ­χουν οι ε­φη­βι­κές πα­ρεκ­τρο­πές. Ιδιαί­τε­ρα, ό­ταν εγ­γρά­φο­νται στο υ­πο­συ­νεί­δη­το ως πα­ρα­βά­σεις α­πό το λό­γο ε­κεί­νων που ε­ξου­σιά­ζουν τη νε­α­ρά ύ­παρ­ξη, ό­πως γο­νείς, δά­σκα­λοι, Κα­τη­χη­τι­κό, Εκκλη­σία. Σύμ­φω­να με τις προ­ει­δο­ποιή­σεις των με­γά­λων, την “ι­διω­τεία” φο­βό­ταν ο α­φη­γη­τής σαν ε­πα­κό­λου­θο “της κα­τά μό­νας α­μαρ­τίας”, την ο­ποία προ­κα­λού­σε η α­νά­γνω­ση μιας ε­κλαϊκευ­μέ­νης Σε­ξο­λο­γίας, κα­θώς και συ­γκε­κρι­μέ­νων λημ­μά­των ε­νός ε­γκυ­κλο­παι­δι­κού λε­ξι­κού. Δεν τον εί­χαν, δυ­στυ­χώς, προ­ει­δο­ποιή­σει για τον πραγ­μα­τι­κό κίν­δυ­νο. Πό­σο δε­σμευ­τι­κός στέ­κε­ται ο αρ­χι­κός τρό­πος ι­κα­νο­ποίη­σης για τις συ­νευ­ρέ­σεις του ε­νή­λι­κα. Κα­θό­λου τυ­χαία, στη γυ­ναί­κα της ζωής του α­πευ­θύ­νει ο α­φη­γη­τής τη διή­γη­ση του ι­στο­ρι­κού της δια­στρο­φής του, της μο­να­δι­κής που συμ­βι­βά­στη­κε με την α­νά­γκη του για υ­πο­κα­τά­στα­τα και συ­νυ­πήρ­ξε μα­ζί τους.
Σε αυ­τό το διή­γη­μα, οι πα­ρεμ­βά­σεις στη δεύ­τε­ρη εκ­δο­χή ευ­ρύ­νουν το φά­σμα των ε­φη­βι­κών φα­ντα­σιώ­σεων. Η λέ­ξη αι­δοίο εμ­φα­νί­ζε­ται και στον πλη­θυ­ντι­κό, ό­πως στο δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο του «Βι­βλίου κα­λού­με­νου Ερω­τι­κόν», «Πε­ρί αι­δοίων και ε­ρω­το­πα­θών ορ­γά­νων», ό­που και διευ­κρι­νί­ζε­ται ό­τι αυ­τά εί­ναι “τρία κα­τά το εί­δος τω­ν: τα άρ­ρε­να, τα θή­λεα και τα ε­πί­κοι­να”. Άλλω­στε και η Σε­ξο­λο­γία δεν εί­ναι μια ο­ποια­δή­πο­τε ε­κλαϊκευ­μέ­νη, που πα­ρου­σιά­ζει τις πα­ρα­δο­σια­κές θέ­σεις, αλ­λά “του Havelock Ellis πι­θα­νό­τα­τα”, του πρώ­του Βρε­τα­νού, που υ­πε­ρα­μύν­θη­κε της “ι­σο­τι­μίας” των αι­δοίων. Ακό­μη, η λέ­ξη “αι­δοιο­λεί­κτης” α­πο­κτά βά­θος χρό­νου με την προ­σθή­κη της φρά­σης, “αυ­τός ο ά­θλιος σκε­ρός του Ησυ­χίου”. Όπου εν­νο­εί­ται ο Ησύ­χιος ο Αλε­ξαν­δρεύς, ο ση­μα­ντι­κό­τε­ρος των Ελλή­νων λε­ξι­κο­γρά­φων, που συ­γκέ­ντρω­σε σπά­νιες λέ­ξεις και τύ­πους λέ­ξεων. Όπως πα­ρα­τη­ρεί ο α­φη­γη­τής οι λέ­ξεις συ­χνά χά­νουν τη δύ­να­μή τους κα­τά τη με­τα­γλώτ­τι­ση. Λ.χ., η με­τα­φο­ρά του «Με­γά­λου Ανα­το­λι­κού» στη δη­μο­τι­κή θα μπο­ρού­σε να α­πο­τρέ­ψει, αν ό­χι ο­λο­σχε­ρώς, πά­ντως σε με­γά­λο βαθ­μό, “τις κα­τά μό­νας α­μαρ­τίες” ε­φή­βων τε και ε­νη­λί­κων. Αντι­στοί­χως, τα δυο πρώ­τα διη­γή­μα­τα του βι­βλίου θα έ­χα­ναν την ε­ρε­θι­στι­κό­τη­τά τους χω­ρίς την γλωσ­σι­κή ευ­φο­ρία, που τους προσ­δί­δει η α­νά­μι­ξη του λό­γιου λε­κτι­κού του α­φη­γη­τή με ε­δά­φια α­πό θε­ο­λο­γι­κά και ε­πι­στη­μο­νι­κά κεί­με­να.

Το τρί­το και τρα­γι­κό­τε­ρο

Τε­λι­κά, τα τρία διη­γή­μα­τα, με τη συ­στέ­γα­ση, πέ­ραν του τίτ­λου και του ε­ξώ­φυλ­λου, α­πο­κτούν, με τη σει­ρά που το­πο­θε­τού­νται, ε­νω­τι­κό νή­μα και νό­η­μα. Το “πι­πί­λι­σμα” της έ­φη­βης Ει­ρή­νης συ­νι­στά την α­παρ­χή του αυ­το­ε­ρω­τι­σμού. Ο ε­ρε­θι­σμός του έ­φη­βου στην οι­κο­γε­νεια­κή κρε­βα­το­κά­μα­ρα κα­τά την α­νά­γνω­ση ο­ρι­σμέ­νων λέ­ξεων και πρά­ξεων, α­πο­τε­λεί την πρώ­τη με­τα­βι­βα­στι­κή ε­πέν­δυ­ση  της πε­ρι­βό­η­της λί­μπι­ντο, που γί­νε­ται μεν τυ­χαία, α­νά­λο­γα με συ­μπτω­μα­τι­κή, ε­ξω­τε­ρι­κά ερ­χό­με­νη, διέ­γερ­ση, φέρ­νει, ό­μως, την κα­θή­λω­ση σε συ­γκε­κρι­μέ­νο τρό­πο. Αργά ή γρή­γο­ρα, για να θυ­μη­θού­με και “τα μα­θή­μα­τα” του Μι­σέλ Φου­κώ, το “μη κα­νο­νι­κό” ά­το­μο βρί­σκε­ται α­ντι­μέ­τω­πο με τη δι­καιο­σύ­νη και τον ι­δρυ­μα­τι­κό ε­γκλει­σμό, ό­πως συ­νέ­βη στον α­φη­γη­τή. 
Τέ­λος, το τρί­το διή­γη­μα, «Νυ­χτε­ρι­νές πτή­σεις του κυ­ρίου Χά­ρη», ει­σά­γει στο παι­χνί­δι, ευ­κρι­νέ­στε­ρα α­πό ό­τι τα αλ­λά δυο, το Υπε­ρε­γώ, που ση­μαί­νει ο­δυ­νη­ρό­τε­ρο ε­γκλει­σμό α­πό ε­κεί­νον των έ­ξω­θεν ε­πι­βαλ­λό­με­νων α­παι­τή­σεων και α­πα­γο­ρεύ­σεων. Ο ή­ρωας της ι­στο­ρίας εί­ναι έ­νας ε­πι­στή­μο­νας, τύ­πος και υ­πο­γραμ­μός. Κυ­ρίως α­πο­φεύ­γει τα σκο­τει­νά μέ­ρη, που συ­νι­στούν ση­μειο­λο­γι­κή πα­ρα­πο­μπή στις σκο­τει­νές πρά­ξεις. Ακρι­βώς, ό­πως, με­τά υ­πο­μο­νής και ε­πι­μο­νής, τον έ­φτια­ξε η μη­τέ­ρα του. Το φα­ντα­στι­κό τέ­λος, που δί­νε­ται στη ρε­α­λι­στι­κή υ­πό­θε­ση του διη­γή­μα­τος, μπο­ρεί να ε­κλη­φθεί σαν φα­ντα­σίω­ση πε­τάγ­μα­τος του δέ­σμιου Δαί­δα­λου, ό­που το τσά­κι­σμά του δη­λώ­νει το α­δύ­να­το της α­πο­δέ­σμευ­σης. 
Πέ­ραν αυ­τής της πα­ρά­ται­ρης, πι­θα­νό­τα­τα και α­πρό­σε­κτης, α­νά­γνω­σης, ση­μειώ­νου­με, ό­τι ο ή­ρωας του τρί­του διη­γή­μα­τος ε­τοι­μά­ζε­ται για έ­να τα­ξί­δι στα Κύ­θη­ρα, άλ­λο­τε πο­τέ τό­πο ε­κτο­πι­σμού των ι­δε­ο­λο­γι­κά α­νε­πι­θύ­μη­των. Σε ε­κεί­νο το νη­σί γρά­φτη­κε το «Λει­μω­νά­ριο», ό­χι του Ιωάν­νου Μό­σχου του Ευ­κρα­τά, αλ­λά του Γιώρ­γη Για­τρο­μα­νω­λά­κη του Κρη­τός, δε­κα­τρείς αιώ­νες με­τα­γε­νέ­στε­ρου του βυ­ζα­ντι­νού θε­ο­λό­γου, α­πό το ο­ποίο σα­φώς προοιω­νι­ζό­ταν το ι­διαί­τε­ρο της πε­ρί­πτω­σής του.     

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 31/3/2013.

Στης Εστίας το βιβλιοπωλείον Μια μακρά ιστορία με άδοξο τέλος

$
0
0

Η Μάνια Καραϊτίδη
με φόντο
το Βιβλιοπωλείο
της Εστίας,
στη Σόλωνος.









31 Αυ­γού­στου 1885, ο Γεώρ­γιος Σου­ρής, τό­τε 32 ε­τών και σε με­γά­λη στι­χουρ­γι­κή φόρ­μα, έ­γρα­φε στο ε­βδο­μα­διαίο και έμ­με­τρο σα­τι­ρι­κό φύλ­λο του, τον «Ρω­μηό», που ε­ξέ­δι­δε ή­δη ε­πί τριε­τία, τους στί­χους: «Σύ­στα­σις δι’ εν ω­ραίον / Βι­βλιο­πω­λείον νέ­ον. / Όστις α­νά­γκην έ­χει πα­ντο­δα­πών βι­βλίων, / ας τρέ­ξη στης Εστίας το βι­βλιο­πω­λείον, / εις την ο­δόν Στα­δίου, στου Λά­μπρου α­πό κά­τω, / μ’ Ελλη­νι­κά και ξέ­να συγ­γράμ­μα­τα γε­μά­το. / Με­γά­λως συ­νί­στα­ται εις ό­λους πα­ρ’ η­μών, / διό­τι κι ευ­θη­νίαν θα εύ­ρε­τε τι­μών.»
 Στου Λά­μπρου α­πό κά­τω, λοι­πόν, δεν εί­ναι πα­ρά η οι­κία, ε­πί της ο­δού Στα­δίου 32, του κερ­κυ­ραίου, η­πει­ρω­τι­κής κα­τα­γω­γής, αρ­χαιο­λά­τρη και νο­μι­σμα­το­λό­γου Παύ­λου Λά­μπρου, που πέ­θα­νε δύο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, σε η­λι­κία 67 ε­τών. Στο ί­διο οί­κη­μα λει­τουρ­γού­σε, α­πό το 1860, το κα­τά­στη­μα αρ­χαιο­τή­των του ι­δίου, με ι­διαί­τε­ρο τμή­μα βι­βλίων.
     Όταν ο Σου­ρής α­να­φέ­ρε­ται στην Εστία, δεν εν­νο­εί πλέ­ον τις βι­βλιο­ε­μπο­ρι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες του ε­βδο­μα­διαίου πε­ριο­δι­κού, που κυ­κλο­φο­ρού­σε ή­δη α­πό τις 4 Ιαν. 1876, αρ­χι­κά, με διευ­θυ­ντή τον Παύ­λο Διο­μή­δη και α­πό την 1η Ιαν. 1881, τον Γεώρ­γιο Κασ­δό­νη, αλ­λά το βι­βλιο­πω­λείο που εί­χε την έ­μπνευ­ση να ι­δρύ­σει ο Κασ­δό­νης, με συ­νε­ταί­ρο τον τζιώ­τη Ιωάν­νη Βρε­τό, που α­πο­χώ­ρη­σε δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Τό­τε, το Βι­βλιο­πω­λείο της Εστίας εξ α­νά­γκης με­τα­φέρ­θη­κε στην α­πέ­να­ντι γω­νία των ο­δών Στα­δίου και Πε­σματ­ζό­γλου, κα­θώς, στη θέ­ση της οι­κίας Λά­μπρου, ο αρ­χι­τέ­κτο­νας Αλέ­ξαν­δρος Νι­κο­λού­δης θα έ­χτι­ζε έ­να μέ­γα­ρο κα­τα­στη­μά­των, γρα­φείων και κα­τοι­κίας του. Προέ­κυ­ψε ό­ντως μέ­γα­ρο και μία α­πό τις γνω­στό­τε­ρες στοές των Αθη­νών, η Στοά Νι­κο­λού­δη, έ­χο­ντας δι­πλή πρό­σο­ψη και δίο­δο Πα­νε­πι­στη­μίου - Στα­δίου. Εδώ μια λε­πτο­μέ­ρεια: Η Στοά προς την πλευ­ρά της Στα­δίου σχη­μά­τι­ζε δια­κλά­δω­ση με δι­πλή έ­ξο­δο. Το Βι­βλιο­πω­λείο της Εστίας ε­πα­νήλ­θε ε­κεί, στο δε­ξιό σκέ­λος, το 1936.

Πιά­τσα βι­βλιο­πω­λείων

Ενδια­μέ­σως, λό­γω έ­τε­ρης α­γο­ρα­πω­λη­σίας, το Βι­βλιο­πω­λείο της Εστίας α­να­γκά­στη­κε να με­τα­φερ­θεί για δεύ­τε­ρη φο­ρά, α­πό το γω­νια­κό κα­τά­στη­μα στο δι­πλα­νό, Στα­δίου 44, που ή­ταν και η διεύ­θυν­ση του πε­ριο­δι­κού «Νέα Εστία», ό­ταν πρω­το­εκ­δό­θη­κε τον Απρί­λιο του 1927. Ταυ­τό­χρο­να, δια­τη­ρού­σε κα­τά­στη­μα στην Ιππο­κρά­τους, α­πέ­να­ντι α­πό το ση­με­ρι­νό βι­βλιο­πω­λείο του Πα­πα­δή­μα, ό­που τό­τε ή­ταν το Λη­ξιαρ­χείο. Πό­λος έλ­ξης, πά­ντως, ή­ταν η Στα­δίου. Άλλα βι­βλιο­πω­λεία και εκ­δο­τι­κοί οί­κοι ε­κεί­νης της ε­πο­χής ή­ταν του Μι­χαήλ Σα­λί­βε­ρου, Στα­δίου 14, α­πέ­να­ντι α­πό το ά­γαλ­μα Κο­λο­κο­τρώ­νη, κα­θώς και το πα­λαιό­τε­ρο Βι­βλιο­πω­λείο Σα­λί­βε­ρου, ο Ερμής, που το διηύ­θυ­νε ο α­δελ­φός του, Χρή­στος Σα­λί­βε­ρος. Ακό­μη, το Βι­βλιο­πω­λείο Δη­μή­τρη Δη­μη­τρά­κου, Στα­δίου 4, στο νεό­κτι­στο, εν έ­τει 1931, κτί­ριο του Με­το­χι­κού Τα­μείου Στρα­τού, και α­πό το 1934, στην πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος. Επί­σης, του Σι­δέ­ρη, του Τζά­κα και του Δε­λα­γραμ­μά­τι­κα, του Γεωρ­γίου Βα­σι­λείου, Στα­δίου 42, και, α­πό το 1901, το Βι­βλιο­πω­λείο του Κώ­στα Ελευ­θε­ρου­δά­κη, Στα­δίου και πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος. Το τε­λευ­ταίο, στο Με­σο­πό­λε­μο, α­να­φέ­ρε­ται ως το πιο ε­ντυ­πω­σια­κό. Το πλη­ρέ­στε­ρο, ω­στό­σο, ή­ταν της Εστίας. Και ό­χι μό­νο το πλη­ρέ­στε­ρο, αλ­λά και τό­πος συ­νά­ντη­σης του λο­γο­τε­χνι­κού σι­να­φιού. Από τό­τε, ό­ποιος ή­θε­λε να α­φή­σει για κά­ποιον έ­να βι­βλίο, στο Βι­βλιο­πω­λείο της Εστίας το ε­μπι­στευό­ταν.

Οι Τη­νια­κοί της Εστίας

Αυ­τές ή­ταν οι δια­δο­χι­κές με­τοι­κε­σίες ε­πί της ο­δού Στα­δίου του πρώ­του κα­τα­στή­μα­τος του Βι­βλιο­πω­λείου της Εστίας, ε­νώ ο άν­θρω­πος που κρα­τού­σε το πη­δά­λιο της ε­πι­χεί­ρη­σης άλ­λα­ξε τέσ­σε­ρις φο­ρές μέ­σα σε 93 έ­τη, 1885-1978. Δε­κα­πέ­ντε χρό­νια με­τά τα ε­γκαί­νια, που δια­φη­μί­ζει εμ­μέ­τρως ο Σου­ρής, στις 4 Νοε. 1900, πέ­θα­νε α­πό φυ­μα­τίω­ση ο Κασ­δό­νης. Τη διεύ­θυν­ση του Βι­βλιο­πω­λείου α­νέ­λα­βε ο α­νι­ψιός του Ιωάν­νης Δ. Κολ­λά­ρος, τό­τε τριά­ντα ε­τών. Και οι δύο α­πό τον Πύρ­γο της Τή­νου. Τη­νια­κής κα­τα­γω­γής, α­πό την πλευ­ρά της μη­τέ­ρας του, ή­ταν και ο μα­κρο­βιό­τε­ρος υ­πάλ­λη­λος του Βι­βλιο­πω­λείου. Ο Νί­κος Πα­ντε­λά­κης, που, προ δε­κα­ε­τίας, α­φη­γή­θη­κε την ι­στο­ρία του Βι­βλιο­πω­λείου της Εστίας. Μιας μορ­φής α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα, με τίτ­λο, «Σαν να διά­βα­σα έ­να βι­βλίο». Χά­ρις στις γνω­ρι­μίες της μη­τέ­ρας του, βρέ­θη­κε, μό­λις δε­κά­χρο­νος, υ­πάλ­λη­λος στο βι­βλιο­πω­λείο της Εστίας, το 1923. Στην Εστία πα­ρέ­μει­νε μέ­χρι τον Ιαν. του 2001. Τα 90α γε­νέ­θλιά του τα γιόρ­τα­σε στο Βι­βλιο­πω­λείο σε εκ­δή­λω­ση για το βι­βλίο του, ό­που του α­πο­νε­μή­θη­κε τι­μη­τι­κό δί­πλω­μα. Τό­τε, ο Κυ­ριά­κος Ντε­λό­που­λος τον εί­χε χα­ρα­κτη­ρί­σει “προ­η­λεκ­τρο­νι­κή βά­ση δε­δο­μέ­νω­ν”. Πέ­θα­νε στις 20 Απρ. 2008.
Το 2011, το βι­βλίο του Πα­ντε­λά­κη συ­μπλή­ρω­σε η με­λέ­τη της Άννας Κα­ρα­κα­τσού­λη, «Στη χώ­ρα των βι­βλίων. Η εκ­δο­τι­κή ι­στο­ρία του Βι­βλιο­πω­λείου της Εστίας 1885-2010». Επί τρο­χά­δην, η γε­νε­α­λο­γία της Εστίας δια­γρά­φε­ται ως ε­ξής: Ο Ιωάν­νης Δ. Κολ­λά­ρος εί­χε έ­να μο­να­χο­παί­δι, την Ευ­τυ­χία. Αρσα­κειά­δα η Ευ­τυ­χία, πα­ντρεύ­τη­κε τον Κων­στα­ντί­νο Σα­ρα­ντό­που­λο, α­ξιω­μα­τι­κό του Πυ­ρο­βο­λι­κού. Δεν α­να­φέ­ρε­ται χρο­νο­λο­γία γά­μου, πά­ντως άρ­χι­σε να ερ­γά­ζε­ται στην Εστία το 1925, συ­μπτω­μα­τι­κά τρια­ντά­χρο­νος, ό­πως και ο πε­θε­ρός του ό­ταν ξε­κί­νη­σε. Λό­γω της συμ­με­το­χής του στο α­ντε­πα­να­στα­τι­κό κί­νη­μα Λε­ο­ναρ­δό­που­λου-Γαρ­γα­λί­δη, Οκτ. 1923, εί­χε α­πο­ταχ­θεί με το βαθ­μό του ταγ­μα­τάρ­χη. Επω­μί­στη­κε μέ­ρος α­πό τις ευ­θύ­νες της Εστίας, ε­νώ ο Κολ­λά­ρος κρά­τη­σε τα τυ­πο­τε­χνι­κά. Ο Κολ­λά­ρος πέ­θα­νε το 1956, σε η­λι­κία 86 ε­τών, και μάλ­λον θα εί­χε πο­λύ νω­ρί­τε­ρα α­πο­τρα­βη­χτεί α­πό την ε­πι­χεί­ρη­ση.

Νέα με­τα­κί­νη­ση

Το ζεύ­γος Σα­ρα­ντό­που­λου, ό­πως και το ζεύ­γος Κολ­λά­ρου, α­πέ­κτη­σε έ­να μο­να­χο­παί­δι, την Μα­ρί­να Σα­ρα­ντο­πού­λου, κα­τό­πιν σύ­ζυ­γο του για­τρού Λεω­νί­δα Κα­ραϊτί­δη. Ο Σα­ρα­ντό­που­λος πέ­θα­νε Δεκ. 1972, η Μα­ρί­να, γνω­στή ως Μά­νια, Κα­ραϊτί­δη πή­ρε το πη­δά­λιο σε η­λι­κία 44 ε­τών. Με την α­γο­ρά, το 1977, του Με­γά­ρου Νι­κο­λού­δη α­πό την Τρά­πε­ζα Πί­στεως, το Βι­βλιο­πω­λείο της Εστίας ε­ξα­να­γκά­στη­κε, για άλ­λη μια φο­ρά, σε αλ­λα­γή στέ­γης. Η και­νού­ρια διευ­θύ­ντρια βρέ­θη­κε στα δύ­σκο­λα. Έπρε­πε να ε­πι­λέ­ξει α­νά­με­σα στα σχε­τι­κά μι­κρά δια­θέ­σι­μα κα­τα­στή­μα­τα του κέ­ντρου και τα α­πό­με­ρα αλ­λά ευ­ρύ­χω­ρα προς το Λυ­κα­βητ­τό. Η Κα­ραϊτί­δη βρή­κε έ­να “για­πί” Σό­λω­νος 60, α­νά­με­σα σε Σί­να και Μα­ντζά­ρου. Στη γω­νία της Σί­νας εί­χε ε­γκα­τα­στα­θεί α­πό το 1972 το βι­βλιο­πω­λείο του Μα­νό­λη Μο­σχο­νά «Ενδο­χώ­ρα». Αργό­τε­ρα ήρ­θε και σφη­νώ­θη­κε, α­νά­με­σα σε «Ενδο­χώ­ρα» και Εστία, το πα­λαιο­βι­βλιο­πω­λείο του  Σω­τή­ρη Να­σιώ­τη, με μό­νο υ­πάλ­λη­λο την κό­ρη του. Εκεί­νος κρα­τού­σε πά­ντα το α­χα­νές υ­πό­γειο στην Ηφαί­στου, σω­στή σπη­λιά του Αλί Μπα­μπά για το πα­λαιό βι­βλίο, που έ­κλει­σε τέ­τοια ε­πο­χή πριν τέσ­σε­ρα χρό­νια.
Το βα­σι­κό προ­σόν της α­νε­γει­ρό­με­νης πο­λυ­κα­τοι­κίας ή­ταν ό­τι το με­γά­λο κα­τά­στη­μα του ι­σο­γείου συ­νο­δευό­ταν α­πό έ­να ί­διων δια­στά­σεων υ­πό­γειο. Τα ε­γκαί­νια έ­γι­ναν το 1978. Κρί­μα να μην σώ­ζε­ται ού­τε καν στις φω­το­γρα­φίες η η­με­ρο­μη­νία. Ας την α­να­κα­λύ­ψει στα α­να­μνη­στι­κά της η Μά­νια Κα­ραϊτί­δη, α­φού, έ­τσι κι αλ­λιώς, η ε­πι­λο­γή του κα­τα­στή­μα­τος της Σό­λω­νος κα­τα­γρά­φτη­κε σαν προ­σω­πι­κός της θρίαμ­βος. Κα­τά­φε­ρε, πά­ντως, να με­τα­φέ­ρει την πιά­τσα του βι­βλίου. Μό­λις το 2005, η Στα­δίου πή­ρε και πά­λι κε­φά­λι με το ά­νοιγ­μα του Βι­βλιο­πω­λείου Ια­νός. Ας θυ­μί­σου­με, α­φού το θέ­μα μας εί­ναι το κλεί­σι­μο βι­βλιο­πω­λείων, ό­τι το 1978 ά­νοι­ξε το δι­κό του βι­βλιο­πω­λείο έ­νας άλ­λος Τη­νια­κός, ο Στρα­τής Φι­λιπ­πό­της, βα­φτι­σι­μιός του Κολ­λά­ρου. Εί­χε ξε­κι­νή­σει ως υ­πάλ­λη­λος του Βι­βλιο­πω­λείου της Εστίας και διά­λε­ξε για το βι­βλιο­πω­λείο του τη γω­νία Ακα­δη­μίας και Ασκλη­πιού. Από το 1981 με­τα­φέρ­θη­κε Σό­λω­νος 69. Έκλει­σε 2 Φε­βρουα­ρίου 2013.

Η Εστία στα δύο

Το 1998, η Μά­νια Κα­ραϊτί­δη, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας 25 χρό­νια στο τι­μό­νι της Εστίας, α­πο­φά­σι­σε να το ε­γκα­τα­λεί­ψει, καί­τοι μό­λις 70χρο­νη και πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά πο­τέ μά­χι­μη, χά­ρις και στη μα­κρό­χρο­νη ε­μπει­ρία. Το ζεύ­γος Κα­ραϊτί­δη δεν συ­νέ­χι­σε την οι­κο­γε­νεια­κή πα­ρά­δο­ση του ε­νός μο­νά­κρι­βου τέ­κνου. Ευ­τύ­χη­σε να α­πο­κτή­σει δυο. Πρώ­τα, το γιο, το 1951, και τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, την κό­ρη. Ήδη, α­πό το θά­να­το του Σα­ρα­ντό­που­λου, το 1972, ο εγ­γο­νός, με την ε­νη­λι­κίω­σή του, εί­χε πά­ρει το με­ρί­διο ε­κεί­νου. Έτσι, το 1998, η Εστία μοι­ρά­στη­κε στα δυο. Δέ­κα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, εί­χαν δη­μιουρ­γη­θεί δυο ε­ται­ρείες: η εκ­δο­τι­κή και το βι­βλιο­πω­λείο. Άλλο, ό­μως, μια διαί­ρε­ση, που ε­πι­βάλ­λουν λό­γοι νο­μι­κοί και οι­κο­νο­μι­κοί, και άλ­λο ο ου­σια­στι­κός τε­μα­χι­σμός. Στις ο­ρει­νές πε­ριο­χές και στα νη­σιά, τό­τε που η γη ή­ταν πο­λύ­τι­μη, νου­νε­χείς οι αρ­χη­γοί οι­κο­γε­νειών, ά­φη­ναν ο­λό­κλη­ρη την πε­ριου­σία στον πρω­τό­το­κο. Τις κό­ρες τις προί­κι­ζαν, πά­ντως γη σπά­νια μοί­ρα­ζαν. Η Κα­ραϊτί­δη δεν α­κο­λού­θη­σε τους σο­φούς πρό­γο­νους, πα­ρα­γνω­ρί­ζο­ντας ό­τι ο διαι­ρε­μέ­νος κλή­ρος εμ­φα­νί­ζε­ται πιο ευά­λω­τος στις α­ντί­ξο­ες συν­θή­κες. Το 1998, ο Γιάν­νης Κα­ραϊτί­δης πή­ρε την ε­πι­χεί­ρη­ση του  Βι­βλιο­πω­λείου της Εστίας και η Εύα Κα­ραϊτί­δη τον εκ­δο­τι­κό οί­κο, του ο­ποίου την έ­δρα με­τέ­φε­ρε στην ο­δό Ευ­ρι­πί­δου  84. Το Βι­βλιο­πω­λείο της  Εστίας έ­κλει­σε ο­ρι­στι­κά, στις 30 Μαρ. 2013. Συ­μπλη­ρώ­θη­κε μια α­κέ­ραια 35ε­τία για το κα­τά­στη­μα της Σό­λω­νος και κο­ντά 128 έ­τη α­πό το ά­νοιγ­μά του, στις 31 Αυγ. του 1885.
Γρά­φτη­κε στον Τύ­πο, ό­τι η Πο­λι­τεία δεν συ­γκι­νή­θη­κε για το κλεί­σι­μο του Βι­βλιο­πω­λείου της Εστίας. Κα­λά η Πο­λι­τεία, αλ­λά η οι­κο­γέ­νεια της Εστίας, η στε­νή εξ αί­μα­τος, δεν θα α­να­με­νό­ταν να φα­νεί αλ­λη­λέγ­γυος! Αλγει­νή ε­ντύ­πω­ση μας προ­κά­λε­σαν οι δη­λώ­σεις της εγ­γο­νής του Κολ­λά­ρου στο Αθη­ναϊκό Πρα­κτο­ρείο Ει­δή­σεω­ν: “Απρό­σκο­πτα θα συ­νε­χί­σουν τη λει­τουρ­γία τους οι εκ­δό­σεις της «Εστίας», που δεν ε­πη­ρεά­ζο­νται κα­τά το πα­ρα­μι­κρό α­πό το κλεί­σι­μο του βι­βλιο­πω­λείου. Οι εκ­δό­σεις της «Εστίας» ε­τοι­μά­ζο­νται να υ­πο­δεχ­θούν στην Ελλά­δα ση­μα­ντι­κούς συγ­γρα­φείς που έ­χουν με­τα­φρά­σει και κυ­κλο­φο­ρούν ή­δη ή πρό­κει­ται να κυ­κλο­φο­ρή­σουν σύ­ντο­μα. Με­τα­ξύ αυ­τών θα εί­ναι ο Μάρ­τιν Βάλ­ζε­ρ, κο­ρυ­φαίο ό­νο­μα της σύγ­χρο­νης γερ­μα­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας, και ο πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος α­με­ρι­κα­νός μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος Ρί­τσαρ­ντ Πά­ουε­ρς... Ο ο­μώ­νυ­μος εκ­δο­τι­κός οί­κος συ­νε­χί­ζει α­κά­θε­κτος προς τα 130 έ­τη”.
Αυ­τά δή­λω­σε η Εύα Κα­ραϊτί­δη, εκ­δό­τρια της «Εστίας», με α­φορ­μή το κλεί­σι­μο του βι­βλιο­πω­λείου της «Εστίας» το πε­ρα­σμέ­νο Σάβ­βα­το, συ­μπλη­ρώ­νει ο δη­μο­σιο­γρά­φος. Ει­ρω­νεία της τύ­χης, οι εκ­δό­σεις δεν φέ­ρουν την ο­νο­μα­σία της «Εστίας» αλ­λά...  «Βι­βλιο­πω­λείον της Εστίας».

Υπο­τί­μη­ση ή λά­θος ε­κτί­μη­ση

Για ό­λα φταίει η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση και οι χα­λε­ποί και­ροί, ό­πως λέ­νε. Τα αί­τια, ό­μως, εί­ναι συ­νή­θως πολ­λα­πλά και κά­ποια ε­ρω­τή­μα­τα μέ­νουν. Πώς θα δια­μορ­φω­νό­ταν η κα­τά­στα­ση εάν η Μά­νια Κα­ραϊτί­δη δεν α­πο­χω­ρού­σε και αν η Εστία δεν κο­βό­ταν στα δυο και μά­λι­στα, κα­τά τό­σο α­πό­λυ­το τρό­πο; Σύμ­φω­να με τον Κω­στή Κα­να­ρά­κη, τον τε­λευ­ταίο διευ­θυ­ντή του βι­βλιο­πω­λείου της Εστίας: “Και­ρό τώ­ρα, το κα­τά­στη­μα της ο­δού Σό­λω­νος εί­χε πά­ψει να εί­ναι προ­νο­μια­κό ση­μείο πώ­λη­σης των εκ­δό­σεων που γί­νο­νταν α­πό το εκ­δο­τι­κό στρα­τη­γείο της ο­δού Ευ­ρι­πί­δου. Από το 2010, μά­λι­στα, δεν γι­νό­ταν καν πί­στω­ση, η προ­μή­θεια των εκ­δό­σεων της «Εστίας» γι­νό­ταν πλέ­ον τοις με­τρη­τοίς”.
Όπως φαί­νε­ται, οι κλη­ρο­νό­μοι υ­πο­τι­μούν ή δεν ε­κτι­μούν σω­στά τα α­τού της Εστίας και, κυ­ρίως, το κοι­νό της. Το δεί­χνουν οι δη­λώ­σεις της εκ­δό­τριας που ε­τοι­μά­ζε­ται να υ­πο­δεχ­θεί τα με­γά­λα ο­νό­μα­τα της ξέ­νης λο­γο­τε­χνίας. Μό­νο που τον πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νο α­με­ρι­κα­νό μυ­θι­στο­ριο­γρά­φο τον λαν­σά­ρει κα­λύ­τε­ρα έ­νας Κα­στα­νιώ­της για πα­ρά­δειγ­μα. Άλλα εί­ναι τα δι­κά της “με­τε­ρί­ζια”, που θα της έ­λε­γε και ο Αλέ­ξης Τσί­πρας, ο μό­νος πο­λι­τι­κός αρ­χη­γός, που ε­ξέ­φρα­σε τη θλί­ψη του για το κλεί­σι­μο του Βι­βλιο­πω­λείου της Εστίας.
Επί­σης, οι διευ­θύ­νο­ντες του Βι­βλιο­πω­λείου, με την κά­θο­δο των “βι­βλιο­πω­λείων α­λυ­σί­δω­ν”, προ­σπά­θη­σαν να του αλ­λά­ξουν φυ­σιο­γνω­μία για να γί­νει χώ­ρος φι­λι­κό­τε­ρος σε έ­να νεό­τε­ρο κοι­νό. Λη­σμό­νη­σαν, λ.χ., πως το συ­γκε­κρι­μέ­νο κα­τά­στη­μα ε­πι­λέ­χτη­κε κά­πο­τε για το με­γά­λο υ­πό­γειο. Εκεί ή­ταν ο τοί­χος με τα θε­α­τρι­κά και οι άλ­λοι με τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία: μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, διη­γή­μα­τα, τα­ξι­διω­τι­κά, της πα­λαιό­τε­ρης, του Με­σο­πο­λέ­μου και της νεό­τε­ρης. Σχε­δόν ο­λό­κλη­ρη η πε­ζο­γρα­φία της γε­νιάς του Τριά­ντα, κτή­μα του Βι­βλιο­πω­λείου της Εστίας. Ακό­μη και με­τά την χρο­νι­κή πε­ρίο­δο των α­πο­κλει­στι­κών δι­καιω­μά­των, 50 ή 70 χρό­νια, ο μύ­θος της α­νή­κει στην Εστία, εκ­δό­σεις και βι­βλιο­πω­λείο. Στο υ­πό­γειο, ό­πως και στο πα­τά­ρι με τα ι­στο­ρι­κά, λα­ο­γρα­φι­κά και λοι­πά δο­κι­μια­κά, ε­κεί πιο στρι­μωγ­μέ­να γύ­ρω α­πό το μπαλ­κο­νά­το ά­νοιγ­μα, υ­πήρ­χαν εκ­δό­σεις η­λι­κίας 20, 30 ή και πε­ρισ­σό­τε­ρων χρό­νων. Ακό­μη υ­πήρ­χε ο πί­σω τοί­χος του ι­σο­γείου με τα πε­ριο­δι­κά, ε­κτός α­πό τα α­θη­ναϊκά, της ε­παρ­χίας, και πέ­ραν του τρέ­χο­ντος τεύ­χους του­λά­χι­στον δυο, τρία ή και πε­ρισ­σό­τε­ρα πα­λαιό­τε­ρα. Τέ­λος, υ­πήρ­χε σε κε­ντρι­κή θέ­ση η τρά­πε­ζα για τα ορ­φα­νά βι­βλία. Με άλ­λα λό­για, ε­κεί­να που βγή­καν ι­δίοις α­να­λώ­μα­σιν, ό­χι τα ποιη­τι­κά αλ­λά τα πιο πα­ρα­γκω­νι­σμέ­να δο­κι­μια­κά α­πό ε­λάσ­σο­νες, ε­παρ­χιώ­τες και Ιδρύ­μα­τα, που κα­νέ­να βι­βλιο­πω­λείο δεν τους πα­ρα­χω­ρεί μια θέ­ση. Και ε­πρό­κει­το για θέ­ση στον ή­λιο, κα­θώς οι πε­λά­τες ει­δι­κών εν­δια­φε­ρό­ντων πή­γαι­ναν κα­τ’ ευ­θείαν ε­κεί.

Συ­νή­θεις κοι­νο­το­πίες

Το Βι­βλιο­πω­λείο της Εστίας μάλ­λον πρώ­τα υ­πο­βαθ­μί­στη­κε, προ­σπα­θώ­ντας να α­να­νεω­θεί, και με­τά έ­κλει­σε. Όσο για τους συγ­γρα­φείς, καλ­λι­τέ­χνες και εν γέ­νει, πνευ­μα­τι­κούς αν­θρώ­πους, οι δη­λώ­σεις τους δεί­χνουν ό­τι  μάλ­λον συ­νέ­βα­λαν κι αυ­τοί με τον τρό­πο τους. Κα­τ’ αρ­χάς, τα με­γά­λα λό­για, που κα­τα­ντούν χω­ρίς νό­η­μα, ό­πως ε­κεί­να, πε­ρί συμ­βο­λι­κής α­πώ­λειας και κο­πής στα δυο του α­θη­ναϊκού το­πίου, ή πε­ρί τραυ­μα­τι­σμού της ε­θνι­κής συ­νεί­δη­σης και πλήγ­μα­τος της δη­μο­κρα­τίας. Δεί­χνουν κοι­νό­το­πα, λί­γο πο­λύ ται­ρια­στά σε ό­λους τους φο­ρείς πο­λι­τι­σμού που κλεί­νουν και τους θε­σμούς που δύουν. Η ου­σια­στι­κή σχέ­ση με το χώ­ρο φαί­νε­ται α­νύ­παρ­κτη. Μέ­νει κα­νείς με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι πή­γαι­ναν στο Βι­βλιο­πω­λείο της Εστίας για δη­μό­σιες σχέ­σεις τα Σάβ­βα­τα ή σε άλ­λες εκ­δη­λώ­σεις ως τι­μώ­με­νοι και τι­μη­τές. Το μό­νο συ­γκε­κρι­μέ­νο χώ­ρο που μνη­μο­νεύουν α­πό το Βι­βλιο­πω­λείο εί­ναι το γρα­φείο της Μά­νιας Κα­ραϊτί­δη. “Με­τά ρα­κο­πο­σίας”, κα­τά δη­μο­σιο­γρα­φι­κή εκ­δο­χή. Στο μέλ­λον, που θα κλεί­νουν τα “βι­βλιο­πω­λεία α­λυ­σί­δες”, λι­γό­τε­ρο ε­στέτ πε­λά­τες θα α­να­φέ­ρο­νται με θλί­ψη στο κλεί­σι­μο της κα­φε­τέ­ριας.

Και οι δια­δι­κτυω­μέ­νοι

Υπάρ­χει, πά­ντως, και η α­ντί­δρα­ση των δια­δι­κτυω­μέ­νων, που θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί πραγ­μα­τί­στι­κη στα ό­ρια του κυ­νι­σμού. Κα­τα­λο­γί­ζουν την α­που­σία προ­σφο­ρών, μειω­μέ­νων τι­μών και ελ­πί­ζουν στη θέ­ση του, Σό­λω­νος 60, να προ­κύ­ψει έ­να κα­λό ί­ντερ­νετ κα­φέ. ό­πως στη θέ­ση της «Ενδο­χώ­ρας» προέ­κυ­ψε κα­τά­στη­μα “α­λυ­σί­δας φούρ­νω­ν”. Στον Τύ­πο, την ά­πο­ψή της δια­δι­κτυα­κής πλειο­ψη­φίας και μάλ­λον ό­χι μό­νο, α­να­πτύσ­σει άρ­θρο στο ΒΗ­Μagazino της Λώ­ρης Κέ­ζα, δη­μο­σιο­γρά­φου που α­σχο­λή­θη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό δέ­κα χρό­νια με το βι­βλίο, ως κρι­τι­κός, εκ­δό­της λο­γο­τε­χνι­κού πε­ριο­δι­κού, συγ­γρα­φέ­ας παι­δι­κών βι­βλίω­ν: “Οι πε­λά­τες σαν και του λό­γου μου περ­νά­με α­πό τα βι­βλιο­πω­λεία αλ­λά δεν  α­νοί­γου­με  το πορ­το­φό­λι. Οι α­γο­ρές γί­νο­νται συ­στη­μα­τι­κά μέ­σω ί­ντερ­νετ. Χω­ρίς  να ση­κω­θού­με α­πό την κα­ρέ­κλα, χω­ρίς να πά­με στο κέ­ντρο της πό­λης, χω­ρίς να  μι­λή­σου­με σε άν­θρω­πο δια­λέ­γου­με τους τίτ­λους, πλη­ρώ­νου­με με paypal και  πε­ρι­μέ­νου­με τον τα­χυ­δρό­μο να φέ­ρει την πρα­μά­τεια στην πόρ­τα. Δε­κά­δες  δι­καιο­λο­γη­τι­κά για τον νέο τρό­πο προ­μή­θειας βι­βλίων. Μια προ­τί­μη­ση στα  ξε­νό­γλωσ­σα και οι ε­ξω­φρε­νι­κά χα­μη­λές τι­μές στα με­τα­χει­ρι­σμέ­να του δια­δι­κτίου  –  ό­ταν λέ­με «με­τα­χει­ρι­σμέ­να» εν­νοού­με «δια­βα­σμέ­να», σε ά­ρι­στη κα­τά­στα­ση, με  τι­μές α­πό 1,5 ευ­ρώ....  Έχω εκ­παι­δεύ­σει τα παι­διά μου στο ψη­φια­κό ε­μπό­ριο. Δεν τα έ­χω μά­θει να  ξε­φυλ­λί­ζουν μέ­σα σε έ­να κα­τά­στη­μα αλ­λά να ε­πι­λέ­γουν βι­βλία μέ­σα α­πό την ο­θό­νη  του υ­πο­λο­γι­στή.” Αν δεν σφάλ­λου­με, πρό­κει­ται για παι­διά πέ­ντε ή έ­ξι χρό­νων.
   
Μάλ­λον ά­δο­ξο το τέ­λος του Βι­βλιο­πω­λείου της Εστίας. Άδο­ξο για­τί φά­ντα­ζε ως τέ­με­νος βι­βλίου σε μια πό­λη πά­σχου­σα α­πό βι­βλιο­θή­κες και σε μια ε­πο­χή που το κα­λό βι­βλίο πολ­το­ποιεί­ται κα­τ’  α­πό­λυ­τη προ­τε­ραιό­τη­τα.

   Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 7/4/2013.

Τσή γκιόστρας το παιγνίδι

$
0
0



Νά­σος Βα­γε­νάς
«Γκιό­στρα
Κεί­με­να κρι­τι­κής δια­μά­χης»
Εκδό­σεις Μι­κρή Άρκτος
Νοέμ­βριος 2012

Ενας ε­πι­τυ­χη­μέ­νος τίτ­λος ως αρ­χή, εί­ναι το ή­μι­συ του πα­ντός. Πό­σω μάλ­λον, ό­ταν πρό­κει­ται για συ­να­γω­γή κει­μέ­νων, που α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται κα­τά κα­νό­να μεμ­ψί­μοι­ρα α­πό κρι­τι­κούς και ε­πι­τρο­πές βρα­βεύ­σεων. Όπως φαί­νε­ται και α­πό τη μορ­φή λήμ­μα­τος που έ­χουν συ­νή­θως οι α­ντί­στοι­χες βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις, τους δυ­σχε­ραί­νει ο α­πο­σπα­σμα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας αυ­τών των βι­βλίων, που α­παι­τεί προ­σε­κτι­κό­τε­ρη α­νά­γνω­ση. Ενώ, ο συ­χνός α­πο­κλει­σμός πα­ρό­μοιων βι­βλίων α­πό τα βρα­βεία δο­κι­μίου γί­νε­ται με αι­τιο­λο­γία την α­νυ­παρ­ξία ι­σχυ­ρού θε­μα­τι­κού ι­στού. Ανε­ξάρ­τη­τα τού κα­τά πό­σο αυ­τή ευ­στα­θεί και δεν α­πο­τε­λεί προ­σχη­μα­τι­κή δι­καιο­λο­γία α­πόρ­ρι­ψης. Αυ­τήν την κα­λή αρ­χή ε­ξα­σφά­λι­σε ο Νά­σος Βα­γε­νάς με τον ι­διαί­τε­ρα ε­πι­τυ­χη­μέ­νο τίτ­λο του και­νού­ριου βι­βλίου του. Εί­ναι ι­διαί­τε­ρα ε­πι­τυ­χη­μέ­νος, α­κρι­βώς για­τί α­να­δει­κνύει το ι­σχυ­ρό ε­νο­ποιό στοι­χείο των κει­μέ­νων. Σύμ­φω­να και με τον υ­πό­τιτ­λο, πρό­κει­ται για “κρι­τι­κές δια­μά­χες” με­τα­ξύ δυο, κά­πο­τε και τριών, συγ­γρα­φέων, που ε­κτυ­λίσ­σο­νται σε σει­ρά δυο ή και πε­ρισ­σό­τε­ρων δη­μο­σιευ­μά­των. Συ­νο­λι­κά, πα­ρα­κο­λου­θού­με ε­πτά θε­α­μα­τι­κές “γκιό­στρες”, που έ­λα­βαν χώ­ρα ε­ντός της τε­λευ­ταίας δε­κα­ε­τίας, σε πεί­σμα της κρα­τού­σας α­ντί­λη­ψης, που θεω­ρεί ως πλέ­ον α­πο­δο­τι­κή, ά­ρα και εν­δε­δειγ­μέ­νη, συ­μπε­ρι­φο­ρά για πα­νε­πι­στη­μια­κούς αλ­λά και λοι­πούς συγ­γρα­φείς, την α­πο­φυ­γή πα­ρό­μοιων α­ντι­πα­ρα­θέ­σεων. 

Μά­χη του Σαν Ρο­μά­νο

Ο συ­γκε­κρι­μέ­νος τίτ­λος φέ­ρει το πρό­σθε­το πλε­ο­νέ­κτη­μα της πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τας του με­τα­φο­ρι­κού λό­γου, που συ­μπλη­ρώ­νε­ται με την ει­κό­να του ε­ξω­φύλ­λου. Κα­τά κα­νό­να, οι συγ­γρα­φείς πα­ρα­με­λούν τη μα­κέ­τα ε­ξω­φύλ­λου, α­φή­νο­ντας τη φρο­ντί­δα της στον εκ­δό­τη. Εδώ, ει­κο­νο­ποιεί, κα­τά μο­να­δι­κό τρό­πο, τον τίτ­λο. Πρό­κει­ται για το με­σαίο τμή­μα α­πό το ζω­γρα­φι­κό τρί­πτυ­χο του Φλω­ρε­ντί­νου Πά­ο­λο Ου­τσέ­λο, «Μά­χη του Σαν Ρο­μά­νο». Το τρί­πτυ­χο α­πα­θα­να­τί­ζει την α­να­μέ­τρη­ση Φλω­ρε­ντί­νων και Σιε­νέ­ζων στη μά­χη του 1432 και το θρίαμ­βο των πρώ­των, που σή­μα­νε την ά­νο­δο της δυ­να­στείας των Με­δί­κων. Το πρώ­το τμή­μα δεί­χνει τον αρ­χη­γό των Φλω­ρε­ντί­νων με το στρά­τευ­μά του να προ­σέρ­χε­ται στην α­να­μέ­τρη­ση, το τρί­το α­πει­κο­νί­ζει τον σύμ­μα­χό του, τον ο­ποίο εί­χε ε­σπευ­σμέ­νως κα­λέ­σει σε βοή­θεια, αλ­λά ε­κεί­νος έ­φτα­σε με κα­θυ­στέ­ρη­ση στο τέ­λος της μά­χης, ε­νώ το με­σαίο ε­στιά­ζει στο γκρέ­μι­σμα α­πό το ά­λο­γο του αρ­χη­γού των Σιε­νέ­ζων, δεί­χνο­ντας μό­νο το μα­κρύ δό­ρυ του νι­κη­τή. Δείγ­μα πρώι­μης α­να­γεν­νη­σια­κής τέ­χνης το τρί­πτυ­χο, χρο­νο­λο­γη­μέ­νο πε­ρί το 1438, δί­νει στη μά­χη το χα­ρα­κτή­ρα α­γω­νί­σμα­τος. Ιδίως το με­σαίο που ε­πι­λέ­γε­ται ως ε­ξώ­φυλ­λο, με τον πε­σμέ­νο ιπ­πέα και σε πρώ­το πλά­νο τα α­κό­ντια, θυ­μί­ζει σκή­νη α­πό ι­σχυ­ρό κο­ντα­ρο­χτύ­πη­μα. 

Απώ­λεια γοή­τρου

Για αιώ­νες, η γκιό­στρα συ­νι­στού­σε έ­ναν ι­διαί­τε­ρο τύ­πο κο­ντα­ρο­μα­χίας. Η σύ­γκρου­ση των δυο έ­φιπ­πων α­ντι­πά­λων α­ντι­στοι­χεί θαυ­μά­σια  στην δια της γρα­φί­δας α­ντι­πα­ρά­θε­ση. Μα­κράν των χει­ρο­δι­κιών, με τις ο­ποίες εκ­φρά­ζουν κα­μιά φο­ρά τη δυ­σα­ρέ­σκειά τους οι συγ­γρα­φείς α­πέ­να­ντι στους κρι­τι­κούς. Άλλω­στε, η γκιό­στρα στά­θη­κε α­νέ­κα­θεν α­γώ­νι­σμα των ευ­γε­νών. Και πράγ­μα­τι, στις τέσ­σε­ρις “γκιό­στρες” του βι­βλίου, κο­ντα­ρο­χτυ­πιού­νται πα­νε­πι­στη­μια­κοί, η­με­δα­ποί ή και της αλ­λο­δα­πής, που ση­μαί­νει αν­θρώ­ποι α­πό την άρ­χου­σα πνευ­μα­τι­κή τά­ξη.  Αλλά και στις τρεις, που ο πα­νε­πι­στη­μια­κός συγ­γρα­φέ­ας δεν μά­χε­ται α­πό­ψεις και θέ­σεις συ­να­δέλ­φων του, οι α­ντί­πα­λοι δια­θέ­τουν ε­παρ­κείς τίτ­λους ευ­γε­νείας, κυ­ρίως στον ε­πί­μα­χο χώ­ρο της κρι­τι­κής. 
Ένα άλ­λο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του εν λό­γω ιπ­πι­κού α­γω­νί­σμα­τος, με βα­ρύ­νου­σα με­τα­φο­ρι­κή ση­μα­σία, εί­ναι ο ε­πι­διω­κό­με­νος στό­χος. Δεν α­πο­σκο­πεί στον τραυ­μα­τι­σμό του α­ντι­πά­λου ού­τε στη θα­νά­τω­σή του, πα­ρά μό­νο στο κρή­μνι­σμά του α­πό το ά­λο­γο, που αλ­λη­γο­ρι­κά θα μπο­ρού­σε να υ­παι­νίσ­σε­ται την α­πώ­λεια του γοή­τρου της αυ­θε­ντίας. Εξ ου το ά­νευ αιχ­μής δό­ρυ, που βρί­σκει το ι­σο­δύ­να­μό του σε μια γρα­φί­δα χω­ρίς ε­μπά­θεια και κα­κο­βου­λία. Μό­νη ε­ξαί­ρε­ση η τε­λευ­ταία “γκιό­στρα”, ό­που ο α­ντί­πα­λος, ερ­χό­με­νος α­πό τη Θεσ­σα­λία και Αφέ­ντης του Ανα­λά­του, δεν φαί­νε­ται να σέ­βε­ται τους ιπ­πο­τι­κούς κα­νό­νες και προ­κα­λεί με αιχ­μές λι­βε­λο­γρα­φίας τον Άρχο­ντα α­πό τη Μα­κε­δο­νία. Γι’ αυ­τό και ε­κεί­νος α­ντε­πι­τί­θε­ται και “ω­σάν τον εί­δεν α­νοι­κτό στής κε­φα­λής τα μέ­ρη,/ και μπή­χνει του ό­λο το σπα­θί εις το λαι­μό α­πο­κά­τω”. 
Οι στί­χοι εί­ναι α­πό τη γκιό­στρα με “α­φέ­ντες και αρ­χο­ντό­που­λα” του «Ερω­τό­κρι­του», ό­πως και το δί­στι­χο, που ε­πι­λέ­γε­ται ως μό­το του βι­βλίου. Σε ε­κεί­νο, ο Βι­τσέ­ντζος Κορ­νά­ρος α­πο­κα­λεί παι­χνί­δι τη γκιό­στρα, που κα­τα­λαμ­βά­νει ο­λό­κλη­ρο το δεύ­τε­ρο μέ­ρος του πε­ντα­με­ρούς έμ­με­τρου ε­ρω­τι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Απο­τε­λεί και αυ­τή έ­ναν α­πό τους τολ­μη­ρούς α­να­χρο­νι­σμούς του ποιη­τή. Την έ­φε­ραν α­πό τη φρα­γκι­κή Δύ­ση οι Σταυ­ρο­φό­ροι, την υιο­θέ­τη­σαν και την ο­νό­μα­σαν τζιού­στρα οι Ρω­μαίοι της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, την δια­τή­ρη­σαν σαν ε­ορ­τα­στι­κή τε­λε­τουρ­γία οι Κερ­κυ­ραίοι κα­τά τη βε­νε­τι­κή κυ­ριαρ­χία. Η αι­μα­τη­ρή “giostre a outrance” με­τα­μορ­φώ­θη­κε σε “giostre a plaisance”, με το­νι­σμέ­να τα θε­α­τρι­κά στοι­χεία προς τέρ­ψη ε­νός φι­λο­θεά­μο­νος κοι­νού. 
Αυ­τό, α­κρι­βώς, κα­τορ­θώ­νει και η εκ­δο­χή της “γκιό­στρας” ως α­νά­γνω­σμα, που προ­τεί­νει ο Βα­γε­νάς. Μπο­ρεί στις “γκιό­στρες” της γρα­φί­δας να μην προ­βλέ­πε­ται ως έ­πα­θλο νύ­φη α­πό αρ­χο­ντι­κή γε­νιά ού­τε καν πο­λυ­ποί­κιλ­τος στέ­φα­νος, ω­στό­σο, στον πνευ­μα­τι­κό στί­βο η υ­πε­ρί­σχυ­ση μιας πρό­τα­σης σε έ­να θε­μα­τι­κό πε­δίο α­πο­τε­λεί υ­ψη­λή ε­πι­βρά­βευ­ση. Ανε­ξάρ­τη­τα αν η νί­κη σπα­νίως α­να­γνω­ρί­ζε­ται α­πό τον α­ντί­πα­λο, ό­πως γί­νε­ται στις ιπ­πο­τι­κές α­να­με­τρή­σεις. Εξάλ­λου ου­δέ­πο­τε στα ελ­λη­νι­κά πράγ­μα­τα υ­πήρ­ξε πα­ρά­δο­ση δια­λό­γου. Με άλ­λα λό­για, α­που­σιά­ζει η ι­διαί­τε­ρη α­γω­γή α­λη­θι­νού δια­λό­γου ή, σω­στό­τε­ρα, ο διά­λο­γος εί­ναι τέ­χνη, την ο­ποία α­γνοού­με, ε­νώ, κα­τά τα άλ­λα, φε­ρό­μα­στε πρώ­τοι κλη­ρο­νό­μοι των πλα­τω­νι­κών δια­λό­γων. Έτσι, η α­πο­νο­μή ή ό­χι του κο­τί­νου α­πο­μέ­νει στον α­να­γνώ­στη.

Ο Άρχο­ντας α­πό τη Μα­κε­δο­νία

Στις “γκιό­στρες” του βι­βλίου, πα­ρό­τι ο Άρχο­ντας α­πό τη Μα­κε­δο­νία φαί­νε­ται να δια­θέ­τει ό­λες τις πο­λε­μι­κές α­ρε­τές, κα­νέ­να κο­ντα­ρο­χτύ­πη­μα δεν κρί­νε­ται ο­ρι­στι­κά. Ας ό­ψε­ται ο ε­ξο­πλι­σμός των έ­φιπ­πων α­ντι­πά­λων του, που προ­βλέ­πει, ε­κτός α­πό το στο­μω­μέ­νο δό­ρυ, βα­ριά πα­νο­πλία.  Εί­ναι προ­φα­νές ό­τι οι νι­κη­μέ­νοι φέ­ρουν σαν βα­ριά πα­νο­πλία την πε­ρισ­σή αυ­το­πε­ποί­θη­σή τους, χά­ρις στην ο­ποία, ό­χι μό­νο προ­φυ­λάσ­σο­νται α­πό τραυ­μα­τι­σμούς, αλ­λά και ε­πα­νέρ­χο­νται δρι­μύ­τε­ροι. Ακό­μη και σε μια “γκιό­στρα”, τό­σο πε­ρί­τε­χνή ώ­στε η α­φή­γη­σή της να κα­τα­λαμ­βά­νει σχε­δόν το έ­να τρί­το των σε­λί­δων του βι­βλίου, ε­κεί που ό­λα δεί­χνουν ό­τι ο Άρχο­ντας νι­κά­ει κα­τά κρά­τος, κα­θώς ο α­ντί­πα­λος, που έρ­χε­ται α­πό την Ήπει­ρο και α­φε­ντεύει στην γη­ραιά Αλβιώ­να, εί­ναι έ­τοι­μος να κα­τα­κρη­μνι­σθεί, εμ­φα­νί­ζε­ται δεύ­τε­ρος α­ντί­πα­λος, Αφέ­ντης της Κρή­της αυ­τός, που σπεύ­δει να τον συν­δρά­μει, χω­ρίς κα­λά κα­λά να προ­λά­βει να φο­ρέ­σει την αρ­μα­τω­σιά του. Όπως, δη­λα­δή, συμ­βαί­νει στο τρί­πτυ­χο του Φλω­ρε­ντί­νου ζω­γρά­φου. Μό­νο που ε­δώ, ο ερ­χό­με­νος με κα­θυ­στέ­ρη­ση Άρχο­ντας θεω­ρεί πως η μά­χη δεν έ­χει κρι­θεί και την ξε­κι­νά­ει εκ νέ­ου, σαν έ­να δεύ­τε­ρο γύ­ρο.
Ο α­να­γνώ­στης, ό­λες τις γκιό­στρες, α­πό του «Ερω­τό­κρι­του» μέ­χρι τις ε­πτά του βι­βλίου, τις πα­ρα­κο­λου­θεί μέ­σα α­πό το λό­γο των ποιη­τώ­ν-α­φη­γη­τών. Στην πε­ρί­πτω­ση του βι­βλίου, χρειά­ζε­ται να δεί­ξει ε­μπι­στο­σύ­νη στον α­φη­γη­τή, κα­θώς δη­μο­σιεύο­νται τα κεί­με­να της μιας μό­νο πλευ­ράς. Στην πύ­κνω­ση του α­ντί­πα­λου λό­γου, δο­κι­μά­ζε­ται η δε­ξιό­τη­τα κα­θώς και η ε­ντι­μό­τη­τα του ποιη­τή-α­φη­γη­τή. Ο Βα­γε­νάς α­πο­φεύ­γει την πε­ρι­λη­πτι­κή α­πό­δο­ση, κα­θώς γνω­ρί­ζει ό­τι η ε­πι­λο­γή α­πό τον α­ντί­πα­λο μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης λέ­ξης συ­χνά φω­τί­ζει υ­πεκ­φυ­γές και λαν­θά­νου­σες προ­θέ­σεις. Γι’ αυ­τό πα­ρα­θέ­τει αυ­τού­σια τα κομ­βι­κά και ε­πί­μα­χα α­πο­σπά­σμα­τα, τα ο­ποία γε­φυ­ρώ­νει με συ­νό­ψεις των εν­διά­με­σων πε­ρι­κο­πών. Έλεγ­χος των πρω­τό­τυ­πων κει­μέ­νων στις προ­σι­τές σε ε­μάς πη­γές δεί­χνει ό­τι κα­τορ­θώ­νει να τα με­τα­φέ­ρει χω­ρίς πα­ρα­να­γνώ­σεις και πα­ρα­φρά­σεις. Ενώ, πα­ράλ­λη­λα, δια­τη­ρεί στο α­κέ­ραιο την α­φη­γη­μα­τι­κό­τη­τα του λό­γου, α­πο­φεύ­γο­ντας τους σχο­λα­στι­κι­σμούς.

Ζη­τού­με­νο οι α­παρ­χές

Μια γκιό­στρα, ό­πως ε­κεί­νη του «Ερω­τό­κρι­του», μπο­ρεί να διορ­γα­νώ­νε­ται για να δια­σκε­δά­σει η κό­ρη του Ρή­γα, α­ντι­θέ­τως μια “κρι­τι­κή δια­μά­χη” αν­τλεί, πρω­τί­στως, το εν­δια­φέ­ρον της, κα­θώς και τα κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της, έ­κτα­ση και έ­ντα­ση, α­πό το θέ­μα της. Οι ε­πτά “κρι­τι­κές δια­μά­χες” του βι­βλίου ε­πα­νέρ­χο­νται σε βα­σι­κά προ­βλή­μα­τα της νε­ο­ελ­λη­νι­κής γραμ­μα­τείας, τα ο­ποία ο Βα­γε­νάς πο­λιορ­κεί συ­στη­μα­τι­κά ε­δώ και χρό­νια. Αυ­τές δεν πα­ρα­τάσ­σο­νται σύμ­φω­να με την ι­στο­ρι­κή ε­παλ­λη­λία, ε­κτός α­πό τις δυο πρώ­τες, που πα­ρα­κο­λου­θούν τη ροή των αρ­χι­κών κε­φα­λαίων της Ιστο­ρίας της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Λο­γο­τε­χνίας. 
      Σε κεί­με­νο προ­γε­νέ­στε­ρου βι­βλίου του, ο Βα­γε­νάς πα­ρα­τη­ρεί, ό­τι το σπου­δαιό­τε­ρο ι­στο­ριο­γρα­φι­κό πρό­βλη­μα της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας εί­ναι ο κα­θο­ρι­σμός των α­παρ­χών της. Εκεί συ­νο­ψί­ζει τις ε­ναρ­κτή­ριες χρο­νο­λο­γίες, που υιο­θε­τούν οι Ιστο­ρίες, για να ε­πι­κε­ντρω­θεί σε έ­να Συ­νέ­δριο του 1991, που εί­χε αυ­τό το θέ­μα ως κύ­ριο ζη­τού­με­νο. Το γε­νι­κό­τε­ρα α­πο­δε­κτό συ­μπέ­ρα­σμα ε­κεί­νου του Συ­νε­δρίου ή­ταν ό­τι, για να ε­κλη­φθεί έ­να συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο ως ση­μείο εκ­κί­νη­σης, δεν αρ­κεί το κρι­τή­ριο της γλώσ­σας, αλ­λά α­παι­τού­νται πρό­σθε­τα στοι­χεία, που να δεί­χνουν πως ο συγ­γρα­φέ­ας του διέ­θε­τε ελ­λη­νι­κή συ­νεί­δη­ση. Για έ­να α­πό αυ­τά τα στοι­χεία εί­χε κά­νει α­πό νω­ρίς λό­γο ο Κ. Θ. Δη­μα­ράς. Αφο­ρά τη σχέ­ση κά­θε ε­πο­χής με τους Έλλη­νες των αρ­χαίων χρό­νων. Στη μέ­ση και ύ­στε­ρη βυ­ζα­ντι­νή πε­ρίο­δο, πα­ρά τη γλωσ­σι­κή συγ­γέ­νεια, δεν τους θεω­ρού­σαν προ­γό­νους τους, σε α­ντί­θε­ση με τους με­τα­γε­νέ­στε­ρους Γραι­κούς. Σε αυ­τό το θέ­μα ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται η πρώ­τη “γκιό­στρα”, σε δυο γύ­ρους, με α­ντί­πα­λο πα­νε­πι­στη­μια­κό, που α­φε­ντεύει στη Γερ­μα­νία και ο ο­ποίος ξε­κι­νά­ει την ε­πί­θε­ση. 
Εκμε­ταλ­λευό­με­νος ο προ­κλη­θείς κε­νά στην ε­νη­μέ­ρω­ση του α­ντι­πά­λου, αλ­λά και συ­γκε­κρι­μέ­νες πα­ρα­να­γνώ­σεις του, τις ο­ποίες λε­πτο­με­ρώς α­να­λύει, βρί­σκει την ευ­και­ρία να κά­νει πο­λύ­πλευ­ρη ε­πι­σκό­πη­ση του θέ­μα­τος. Τα δυο συ­νε­χό­με­να κεί­με­να θα μπο­ρού­σαν να α­πο­τε­λέ­σουν το πρώ­το κε­φά­λαιο σε μια Ιστο­ρία Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Λο­γο­τε­χνίας, η ο­ποία, μά­λι­στα, θα α­ντα­πο­κρι­νό­ταν στο αί­τη­μα των ι­στο­ριο­γρά­φων για μια δια­φο­ρε­τι­κή Ιστο­ρία νε­ο­τε­ρι­κής μορ­φής. Ού­τε ε­νιαία α­φή­γη­ση, ού­τε συλ­λο­γι­κή λημ­μα­το­γρά­φη­ση, αλ­λά υ­βρι­δι­κής μορ­φής, με τις α­ρε­τές αμ­φο­τέ­ρων και πρό­σθε­το α­τού την α­να­γνω­σι­μό­τη­τα, χά­ρις στο νεύ­ρο, μάλ­λον τον οί­στρο, που δια­θέ­τει μια “γκιό­στρα”. Μέ­νου­με με την α­πο­ρία, κα­τά πό­σο ο Βα­γε­νάς συ­νει­δη­το­ποιεί αυ­τήν την πλευ­ρά του εν προό­δω δη­μο­σιευ­μέ­νου έρ­γου του. Όπως και να έ­χει, αυ­τός ο πρώ­τος α­ντιρ­ρη­τι­κός λό­γος συμ­βάλ­λει στην α­νά­δει­ξη της πα­λαιό­τε­ρης πρό­τα­σής του για έ­ναν πρώ­το ποιη­τή, που να εί­ναι και ελ­λη­νό­γλωσ­σος και με ελ­λη­νι­κή συ­νεί­δη­ση και ο ο­ποίος α­να­ζη­τεί­ται στη μα­κρά χρο­νι­κή πε­ρίο­δο α­πό τον 11ο αι. μέ­χρι και τα μέ­σα του 17ου. 

Ξαρ­μά­τω­τος Αφέ­ντης

Η δεύ­τε­ρη “γκιό­στρα”, η θε­α­μα­τι­κό­τε­ρη, ε­κτυ­λίσ­σε­ται σε τρεις γύ­ρους και με δυο α­ντι­πά­λους. Τα τρία συ­νε­χό­με­να κεί­με­να του βι­βλίου θα μπο­ρού­σαν να α­πο­τε­λέ­σουν έ­να δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο της Ιστο­ρίας Βα­γε­νά, που θα α­φο­ρού­σε την πε­ζο­γρα­φία της πρώ­της πε­ντη­κο­ντα­ε­τίας του νε­ο­ελ­λη­νι­κού κρά­τους, 1830-1880, εκ­κι­νώ­ντας α­πό τα Επτά­νη­σα. Θέ­μα ι­διαί­τε­ρα εν­δια­φέ­ρον, που πα­ρα­μέ­νει α­νοι­χτό προς πε­ραι­τέ­ρω διε­ρεύ­νη­ση, κα­θώς η πε­ζο­γρα­φι­κή πα­ρα­γω­γή, πρω­τό­τυ­πη και με­τα­φρα­σμέ­νη, στο με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της ε­ξα­κο­λου­θεί να λαν­θά­νει σε ε­φη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά. Γνω­ρί­ζου­με μό­νο ό­σα διέ­σω­σαν οι αι­σθη­τι­κές προ­τι­μή­σεις των συγ­χρό­νων των συγ­γρα­φέων ή έ­στω, ε­κεί­νες των δυο τριών ε­πό­με­νων γε­νιών. Με­μο­νω­μέ­να ευ­ρή­μα­τα, ω­στό­σο, δεί­χνουν το αυ­το­νό­η­το, δη­λα­δή το πό­σο αυ­τές οι α­ξιο­λο­γή­σεις α­πέ­χουν α­πό τις ση­με­ρι­νές. Γι’ αυ­τό και εί­ναι με­γά­λη η α­πο­ρία του φι­λο­θεά­μο­νος κοι­νού, ό­ταν αιφ­νι­δια­στι­κά ει­σβάλ­λει στον τρί­το γύ­ρο, ό­πως ή­δη α­να­φέ­ρα­με, ο Αφέ­ντης της Κρή­της και ρί­χνει το γά­ντι. 
Με τον αέ­ρα του πα­λαί­μα­χου, α­ντι­πα­ρέρ­χε­ται την αι­τία των δια­ξι­φι­σμών, που ή­ταν η πο­σό­τη­τα ε­κεί­νης της πρώ­της σο­δειάς μυ­θο­πλα­στι­κών πε­ζών, και ο­ρί­ζει ως ζη­τού­με­νο την ποιό­τη­τα των έρ­γων. Στη συ­νέ­χεια, προ­κα­λεί με το ρη­το­ρι­κό ε­ρώ­τη­μα: «Την αι­σθη­τι­κή ή τη στα­τι­στι­κή θα ε­πι­λέ­ξου­με;» Ξέ­θαρ­ρος δεν δι­στά­ζει να α­πο­κα­λύ­ψει πως ήρ­θε ξαρ­μά­τω­τος: «Δη­λώ­νω α­πό την αρ­χή ό­τι, έ­ξω α­πό δύο-τρεις ε­ξαι­ρέ­σεις, τα βι­βλία αυ­τά δεν έ­χουν πε­ρά­σει α­πό τα χέ­ριά μου» Αυ­τός έ­νας πε­πει­ρα­μέ­νος σε πα­ρό­μοια ζη­τή­μα­τα, πώς μπο­ρεί να πα­ρα­βλέ­πει ό­τι η στα­τι­στι­κή δεν ι­σχύει για τα έρ­γα της τέ­χνης και κυ­ρίως, ό­τι η αι­σθη­τι­κή εί­ναι στε­νή συ­νάρ­τη­ση του χρό­νου, αλ­λά και ό­τι αυ­τή έρ­χε­ται πά­ντα ως ύ­στε­ρο στοι­χείο.

Πα­ρά­πλευ­ρες α­πώ­λειες

Μέ­νουν πέ­ντε “γκιό­στρες”. Σε ι­στο­ρι­κή ε­παλ­λη­λία, τρί­τη το­πο­θε­τεί­ται ε­κεί­νη γύ­ρω α­πό τον Κάλ­βο και έ­πο­νται οι “κρι­τι­κές δια­μά­χες” για τον Κα­ρυω­τά­κη και τον Σε­φέ­ρη. Τα κεί­με­να του Βα­γε­νά ε­πι­μέ­νουν στα κοι­νώς πα­ρα­δε­δεγ­μέ­να, σε μια προ­σπά­θεια να ξε­κα­θα­ρι­στεί το το­πίο α­πό πα­ρα­να­γνώ­σεις και αίο­λες ερ­μη­νείες. Ιδιαί­τε­ρα στην πε­ρί­πτω­ση του Σε­φέ­ρη, ό­που τί­θε­ται προς συ­ζή­τη­ση α­πό τον α­ντί­πα­λο α­κό­μη και η συγ­γρα­φι­κή του ε­ντι­μό­τη­τα. Ού­τε λί­γο ού­τε πο­λύ, κα­τη­γο­ρεί­ται για λο­γο­κλο­πή α­πό τον Πα­πα­δια­μά­ντη και μά­λι­στα, α­πό κρι­τι­κό ξέ­νης λο­γο­τε­χνίας, που κα­τέ­χει ά­ρι­στα τα της δια­κει­με­νι­κό­τη­τας. Αλλά ο Σε­φέ­ρης βρί­σκε­ται στις πα­ρά­πλευ­ρες α­πώ­λειες και της “γκιό­στρας” πε­ρί τον Κα­ρυω­τά­κη. Ακό­μη και ο Άρχο­ντας α­πό τη Μα­κε­δο­νία, με ε­πι­κε­ντρω­μέ­νη την προ­σο­χή του στους α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρους για την ά­μυ­νά του δια­ξι­φι­σμούς, ε­ξα­να­γκά­ζε­ται να “α­πα­ριθ­μή­σει τα ψε­γά­δια, που εί­χε πα­λαιό­τε­ρα ε­πι­ση­μά­νει στο έρ­γο του Σε­φέ­ρη”. Κι ό­μως, α­πό τό­τε που τα α­νέ­λυ­σε έ­χουν πα­ρέλ­θει τρεις και πλέ­ον δε­κα­ε­τίες. Ένας “σε­φε­ρο­λά­τρης” α­να­γνώ­στης, ό­πως ε­μείς κα­λή ώ­ρα, που δεν έ­χου­με πρό­βλη­μα να το α­πο­δε­χτού­με, θα πρό­τει­νε ε­πα­νε­ξέ­τα­ση, ι­δίως ε­κεί­νης της προ ει­κο­σα­ε­τίας με­λέ­της για τις αι­τίες α­πο­τυ­χίας του πρώ­του σε­φε­ρι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος.  Έχει, άλ­λω­στε, ως α­βά­ντα την ε­λα­στι­κό­τη­τα που προ­σφέ­ρουν  τα με­τα­νεω­τε­ρι­κά κρι­τή­ρια. 
Στις πα­ρά­πλευ­ρες α­πώ­λειες της ί­διας “γκιό­στρας” βρί­σκε­ται και ο Γιώρ­γος Κα­τσί­μπα­λης. Μέ­χρι και ο Άρχο­ντας, συμ­με­ρι­ζό­με­νος α­πό­ψεις νεό­τε­ρων, του κα­τα­φέρ­νει ξι­φι­σμό. Πό­σο, ό­μως, κα­λά γνω­ρί­ζου­με το τι πρό­σφε­ρε στην γε­νιά του ’30, ό­ταν το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της συ­χνά σο­φής στή­ρι­ξής του φαί­νε­ται ό­τι διο­χε­τεύ­τη­κε στις κου­βέ­ντες του με τους κύ­ριους εκ­προ­σώ­πους της; Ποιος α­να­ζή­τη­σε τα λι­γο­στά γρα­πτά του; Ακό­μη μέ­χρι πρό­σφα­τα δεν εί­χε ταυ­το­ποιη­θεί ως δι­κό του το ψευ­δώ­νυ­μο Βου­γάς. Με τα ση­με­ρι­νά ι­σχύο­ντα μέ­σα και σταθ­μά προ­βο­λής και χρη­σι­μο­θη­ρίας, μάλ­λον α­δυ­να­τού­με να συλ­λά­βου­με μια φυ­σιο­γνω­μία ό­πως ε­κεί­νη του Κο­λοσ­σού του Μα­ρου­σιού. Του­λά­χι­στον, λοι­πόν, ας υ­πάρ­χει το πε­ρι­θώ­ριο της αμ­φι­βο­λίας.

Ο Κα­ρα­μα­νί­της

Αφή­σα­με για το τέ­λος δυο “γκιό­στρες”, στις ο­ποίες ο Άρχο­ντας α­πό τη Μα­κε­δο­νία θα έ­πρε­πε, κα­τά τη γνώ­μη μας, να μην ε­μπλα­κεί. Δεν α­πο­δέ­χε­σαι κο­ντα­ρο­χτύ­πη­μα με α­ντι­πά­λους που δεν τη­ρούν τους κα­νό­νες ιπ­πο­σύ­νης. Ο έ­νας δεν σέ­βε­ται ού­τε τον πλέ­ον στοι­χειώ­δη, που ο­ρί­ζει ό­τι δεν ε­πι­τί­θε­σαι σε κά­ποιον α­ναί­τια, ε­πει­δή, λ.χ., δεν σου α­ρέ­σει το πα­ρου­σια­στι­κό του. Κα­τ’ α­να­λο­γία, πο­τέ έ­νας κρι­τι­κός δεν α­πο­φαί­νε­ται για βι­βλίο, που δεν έ­χει δια­βά­σει, ε­πει­δή δεν ε­γκρί­νει την η­θι­κή στά­ση του συγ­γρα­φέα του. Ανα­φε­ρό­μα­στε στην “γκιό­στρα”, που γί­νε­ται για το μυ­θι­στό­ρη­μα της Ρέ­ας Γα­λα­νά­κη, «Αμί­λη­τα, βα­θιά νε­ρά», το ο­ποίο α­πε­ρί­σκε­πτος Αφέ­ντης χα­ρα­κτή­ρι­σε “χυ­δαίο βιο­γρα­φι­σμό”. Το “χυ­δαίος” σε α­ντι­δια­στο­λή προς το σκέ­το βιο­γρα­φι­σμό, ο ο­ποίος, ό­πως α­να­πτύσ­σει, μπο­ρεί να δι­καιο­λο­γη­θεί, λ.χ., στην πε­ρί­πτω­ση που ο συγ­γρα­φέ­ας κά­νει “λο­γο­τε­χνι­κή συ­μπύ­κνω­ση ε­νός α­να­γνω­ρί­σι­μου προ­σώ­που” προς ε­πί­τευ­ξη συ­γκε­κρι­μέ­νου στό­χου. Εδώ, φέρ­νει ως πα­ρά­δειγ­μα τον Τσίρ­κα, που εί­χε ως μέ­λη­μα την πο­λι­τι­κή κρι­τι­κή. Αλλά και η Γα­λα­νά­κη λο­γο­τε­χνι­κή συ­μπύ­κνω­ση κά­νει υ­παρ­κτών προ­σώ­πων, προς α­νά­δει­ξη του δί­πτυ­χου πά­θος-πέν­θος, ό­πως το βίω­νε το ε­ρω­τευ­μέ­νο ζεύ­γος πα­λαιό­τε­ρων ε­πο­χών. Πο­λύ φο­βό­μα­στε ό­τι ού­τε Γα­λα­νά­κη ού­τε και Τσίρ­κα έ­χει δια­βά­σει ο Αφέ­ντης, ει­δάλ­λως θα μπο­ρού­σε να προ­σά­ψει την ί­δια κα­τη­γο­ρία και στον δεύ­τε­ρο, ό­χι μό­νο για το Ανθρω­πά­κι της Τρι­λο­γίας αλ­λά κυ­ρίως για τον ή­ρωα της «Χα­μέ­νης Άνοι­ξης», που α­κούει στο πα­ρω­νύ­μιο Κα­κο­μοί­ρας. 
Στην ε­να­πο­μέ­νου­σα γκιό­στρα, δεν τί­θε­ται καν θέ­μα κα­νό­νων, α­φού ο α­ντί­πα­λος δεν α­νή­κει στις τά­ξεις της ιπ­πο­σύ­νης. Αφε­ντεύει στο Νέο Κό­σμο και πα­ρου­σιά­ζε­ται ως ο­πα­δός του δόγ­μα­τος του με­τα­μο­ντέρ­νου σχε­τι­κι­σμού. Κα­τά την ε­κτί­μη­σή μας, α­πο­τε­λεί ε­πί­βου­λο εχ­θρό, ό­πως ο Κα­ρα­μα­νί­της του «Ερω­τό­κρι­του», μό­νο που αυ­τός δεν εί­ναι εχ­θρός του έ­θνους αλ­λά της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Μια “γκιό­στρα” μα­ζί του μπο­ρεί να έ­χει κα­κό τέ­λος, κα­θώς γκρε­μι­σμέ­νος α­πό το ά­λο­γο θα α­να­φω­νεί: «The giostre is in fact a meta­physical concept». Πού ση­μαί­νει ό­τι μπο­ρεί να κεί­τε­ται κα­τά γης ή και να μην κεί­τε­ται. 
Κα­τά τα άλ­λα, ο Άρχο­ντας α­πό τη Μα­κε­δο­νία δεν θα πρέ­πει να έ­χει αυ­τα­πά­τες. “Τσή γκιό­στρας το παι­γνί­δι” δεν ε­σκό­λα­σε. Και τους ο­κτώ α­ντι­πά­λους του, ι­διαί­τε­ρα αυ­τόν τον Κα­ρα­μα­νί­τη του Νέ­ου Κό­σμου, θα τους ξα­να­συ­να­ντή­σει στα ί­δια ή και πα­ρά­πλευ­ρα πε­δία. Αλλά έ­κα­στος ε­φ’ ω ε­τάχ­θη. Δι­κή του υ­πο­χρέω­ση εί­ναι να ε­λέγ­χει λά­θη πραγ­μα­το­λο­γι­κά και ερ­μη­νευ­τι­κά, να ε­πι­ση­μαί­νει πα­ρα­λεί­ψεις, να δια­λύει βε­βαιό­τη­τες και μύ­θους.   
Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 14/4/2013.

Αρίστου και Χρυσάνθης πάθη

$
0
0


Δη­μή­τρης Νόλ­λας
«Το τα­ξί­δι στην Ελλά­δα»
Εκδό­σεις Ίκα­ρος
Μάρ­τιος 2013 

Τον πε­ρα­σμέ­νο Δε­κέμ­βριο, στον σχο­λια­σμό του προ­η­γού­με­νου πε­ζο­γρα­φι­κού βι­βλίου του Δη­μή­τρη Νόλ­λα, α­να­φέ­ρα­με το πε­ζό που εί­χε δη­μο­σιεύ­σει στο πε­ριο­δι­κό «Οδός Πα­νός», στο τεύ­χος του τρι­μή­νου Οκτ.-Δεκ. 2011, α­φή­νο­ντας α­νοι­κτό τον ει­δο­λο­γι­κό χα­ρα­κτη­ρι­σμό του. Δη­λα­δή, το κα­τά πό­σο ε­πρό­κει­το για α­πό­σπα­σμα μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, δε­δο­μέ­νου ό­τι έ­φε­ρε, πέ­ραν του τίτ­λου, τον προσ­διο­ρι­σμό “α­πό­σπα­σμα”, λα­τι­νι­κή α­ρίθ­μη­ση και ε­πι­μέ­ρους υ­πό­τιτ­λο, ή μή­πως, για διή­γη­μα, ό­που αυ­τά τα πε­ρι­κεί­με­να στοι­χεία συ­νι­στού­σαν μια με­τα­μο­ντέρ­νας έ­μπνευ­σης με­ταμ­φίε­ση. Μέ­χρι την έκ­δο­ση του πρό­σφα­του, 18ου στη σει­ρά, πε­ζο­γρα­φι­κού του βι­βλίου, η Βι­βλιο­θή­κη Δ. Νόλ­λα α­παρ­τι­ζό­ταν α­πό 5 συλ­λο­γές διη­γη­μά­των, 5 νου­βέ­λες, 5 μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, συν δυο συλ­λο­γές μι­κρών πε­ζών. Άρα, οι τρεις ει­δο­λο­γι­κές κα­τη­γο­ρίες ι­σο­βαθ­μού­σαν. Αυ­τό, με μια ε­πι­φύ­λα­ξη: Τα δυο πρώ­τα βι­βλία, τα ο­ποία εί­χαν μεν εκ­δο­θεί την ί­δια χρο­νιά, σε α­πό­στα­ση μη­νών, αλ­λά τους τό­πους έκ­δο­σής τους, Άμστερ­ντα­μ-Αθή­να, τους χώ­ρι­ζε η μι­σή Ευ­ρώ­πη, α­φού, στο α­να­με­τα­ξύ, συ­νέ­βη η πτώ­ση της Δι­κτα­το­ρίας, δεν έ­φε­ραν, κα­τά τις εκ­δό­σεις και ε­πα­νεκ­δό­σεις τους, ει­δο­λο­γι­κό χα­ρα­κτη­ρι­σμό, ό­πως τα κα­το­πι­νά. Μέ­χρι προ τριε­τίας, ω­στό­σο, στον κα­τά­λο­γο έρ­γων του συγ­γρα­φέα, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν αμ­φό­τε­ρα νου­βέ­λες. Με την αλ­λα­γή εκ­δό­τη, προ διε­τίας, ο κα­τά­λο­γος φαί­νε­ται ό­τι α­να­θεω­ρή­θη­κε και το δεύ­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε συλ­λο­γή διη­γη­μά­των. Εμείς, για λό­γους που θα α­παι­τού­σαν με­γα­λύ­τε­ρη α­νά­πτυ­ξη, συ­γκρα­τού­με ως προ­σφυέ­στε­ρο τον πα­λαιό­τε­ρο.

Με βρα­χεία κε­φα­λή

Την α­πά­ντη­ση στο εκ­κρε­μές ε­ρώ­τη­μά μας την έ­δω­σε το πρό­σφα­το βι­βλίο, το ο­ποίο φαί­νε­ται να παίρ­νει ι­διαί­τε­ρη θέ­ση στη Βι­βλιο­θή­κη του συγ­γρα­φέα. Αυ­τό του­λά­χι­στον δεί­χνει η προ­βο­λή του, με προ της κυ­κλο­φο­ρίας του πα­ρου­σιά­σεις αλ­λά και με ε­πι­λο­γή ως η­μέ­ρα κυ­κλο­φο­ρίας τη συμ­βο­λι­κή της ε­α­ρι­νής ι­ση­με­ρίας, ο­ρι­σμέ­νη ως Πα­γκό­σμια Ημέ­ρα Ποίη­σης και ε­σχά­τως, Εξά­λει­ψης των Φυ­λε­τι­κών Δια­κρί­σεων. Τε­λι­κά, μα­κράν του συγ­γρα­φέα τα με­τα­μο­ντέρ­να τερ­τί­πια. Επρό­κει­το, πράγ­μα­τι, για α­πό­σπα­σμα α­πό το και­νού­ριό του μυ­θι­στό­ρη­μα. Αλλά­ζει μό­νο η α­ρίθ­μη­ση και ο ε­πι­μέ­ρους υ­πό­τιτ­λος που α­να­φέ­ρο­νται στο συ­γκε­κρι­μέ­νο κε­φά­λαιο. Εί­ναι το τέ­ταρ­το κε­φά­λαιο, με τίτ­λο «Πρι­γκι­πι­κά κά­το­πτρα» α­ντί «Εδώ­δι­μα-Αποι­κια­κά». Θα ει­κά­ζα­με, δε­δο­μέ­νου του πε­ριε­χο­μέ­νου του κε­φα­λαίου, ό­τι ο νέ­ος τίτ­λος εί­ναι ε­μπνευ­σμέ­νος α­πό τη λο­γο­τε­χνι­κή ε­πι­και­ρό­τη­τα του 2011, αλ­λά κά­τι τέ­τοιο θα χρεια­ζό­ταν ε­πί­σης με­γα­λύ­τε­ρη α­νά­πτυ­ξη. Ακρι­βέ­στε­ρα, πρό­κει­ται για α­πό­σπα­σμα του εν λό­γω κε­φα­λαίου, κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό το πρώ­το μι­σό. Πα­ρα­λεί­πο­νται ή με­τα­φέ­ρο­νται πα­ρά­γρα­φοι, αλ­λά­ζουν φρά­σεις και κυ­ρίως λέ­ξεις. Ανα­με­νό­με­νες οι αλ­λα­γές α­πό έ­να συγ­γρα­φέα τύ­που Νόλ­λα, ο ο­ποίος δεν γρά­φει μια και έ­ξω. Όπως πλη­ρο­φο­ρεί, το μυ­θι­στό­ρη­μα το ο­λο­κλή­ρω­σε Νοέμ­βριο 2012 και το πε­ζό στο πε­ριο­δι­κό θα πρέ­πει να το πα­ρέ­δω­σε Σε­πτέμ­βριο 2011, που ση­μαί­νει πως υ­πήρ­χε κο­ντά έ­νας χρό­νος για πε­ραι­τέ­ρω ε­πε­ξερ­γα­σία.
Έτσι το εί­δος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος πή­ρε το προ­βά­δι­σμα με βρα­χεία κε­φα­λή έ­να­ντι της σύ­ντο­μης φόρ­μας, που α­πο­τέ­λε­σε το ση­μείο εκ­κί­νη­σης αλ­λά και την α­πο­κλει­στι­κή σο­δειά για τα πρώ­τα δέ­κα ο­κτώ έ­τη. Το μυ­θι­στό­ρη­μα άρ­γη­σε να έλ­θει, αλ­λά και στη δεύ­τε­ρη πε­ρίο­δο, που υ­πε­ρί­σχυ­σε, οι δια­χω­ρι­στι­κές γραμ­μές δεν έ­μει­ναν α­πα­ρα­βία­στες. Πα­ρα­δό­ξως, το κα­τ’ ε­ξο­χήν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του διη­γή­μα­τος, η πύ­κνω­ση, εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο αι­σθη­τή στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Νόλ­λα, χω­ρίς, ω­στό­σο, αυ­τό να ση­μαί­νει ό­τι πρό­κει­ται για οιο­νεί μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Από­δει­ξη, ο υ­βρι­δι­κός χα­ρα­κτή­ρας ε­κεί­νου του δεύ­τε­ρου βι­βλίου που α­να­φέ­ρα­με, αλ­λά και η προ­γραμ­μα­τι­ζό­με­νη τρι­λο­γία, ό­που το πρώ­το μέ­ρος εί­ναι η περ­σι­νή συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, το δεύ­τε­ρο εί­ναι το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα, ε­νώ το εί­δος του τρί­του, ί­σως να μέ­νει α­κό­μη α­διευ­κρί­νι­στο και για τον ί­διο τον συγ­γρα­φέα. 
Αν, πά­ντως, υ­πο­θέ­σου­με ό­τι η τρι­λο­γία θα ο­λο­κλη­ρω­θεί μέ­χρι την Άνοι­ξη του 2014, κα­θώς ο ρυθ­μός συγ­γρα­φής έ­γι­νε τα­χύ­τε­ρος, δη­λα­δή τό­τε που συ­μπλη­ρώ­νε­ται τεσ­σα­ρα­κο­ντα­ε­τία συγ­γρα­φι­κής πα­ρου­σίας, με το τρί­το μέ­ρος, στην πε­ρί­πτω­ση που προ­κύ­ψει νου­βέ­λα, θα α­πο­κα­τα­στα­θεί συμ­με­τρία, ί­σως και βα­θύ­τε­ρη σχέ­ση, με το πρώ­το του 1974, τη νου­βέ­λα, με τίτ­λο, «Νε­ράι­δα της Αθή­νας». Να πα­ρα­τη­ρή­σου­με, ό­τι σε κα­νέ­ναν α­πό τους τίτ­λους των εν­διά­με­σων βι­βλίων δεν υ­πάρ­χει το­πω­νύ­μιο. Ο τό­πος σε τίτ­λο ε­πα­νέρ­χε­ται στην τρι­λο­γία. Στο πρώ­το βι­βλίο, με τίτ­λο, «Στον τό­πο», ο τό­πος στα δέ­κα διη­γή­μα­τα δη­λώ­νει, ευ­θέως ή και εμ­μέ­σως, τον τό­πο της πα­τρί­δας. Στο πρό­σφα­το δεύ­τε­ρο, α­ντί ε­πι­μέ­ρους το­πω­νυ­μίου, κα­το­νο­μά­ζε­ται ο ευ­ρύ­τε­ρος ελ­λα­δι­κός χώ­ρος. 
Πρό­κει­ται, προ­φα­νώς, για λε­πτο­μέ­ρειες. Εμείς, πά­ντως, με αυ­τές θα α­σχο­λη­θού­με, α­φού ό­λα τα ση­μα­ντι­κά γύ­ρω α­πό το βι­βλίο, του τα ’παν με το πρώ­το του το γά­λα, του­τέ­στιν μέ­χρι να συ­μπλη­ρω­θεί μή­νας α­πό την η­μέ­ρα κυ­κλο­φο­ρίας του. 
Επα­νερ­χό­μα­στε στον κυ­ρίως τίτ­λο του προ­δη­μο­σιευ­μέ­νου α­πο­σπά­σμα­τος, «Τα­ξί­δι στην Ελλά­δα», που ση­μαί­νει ε­ναλ­λα­κτι­κά, χω­ρίς νο­η­μα­τι­κή δια­φο­ρο­ποίη­ση, «Ένα τα­ξί­δι στην Ελλά­δα». Σε α­ντί­θε­ση με τον τίτ­λο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος που εί­ναι «Το τα­ξί­δι στην Ελλά­δα». “Το μό­νο της ζωής του τα­ξί­δι στην Ελλά­δα”, θα το χα­ρα­κτη­ρί­σει ο α­φη­γη­τής, ή­δη στο πρώ­το κε­φά­λαιο, προς προϊδε­α­σμό του α­να­γνώ­στη. Μπο­ρεί να μην πρό­κει­ται για το μο­να­δι­κό, ό­πως ε­κεί­νο του παπ­πού του Βι­ζυη­νού, το ο­ποίο έ­χει δεν έ­χει κα­τά νου ο συγ­γρα­φέ­ας, με την ο­λο­κλή­ρω­ση της τρι­λο­γίας, ό­μως, δεν α­πο­κλείε­ται να εί­ναι το μο­να­δι­κό τα­ξί­δι, με έ­δρα τη Γερ­μα­νία, ερ­χο­μό στην Ελλά­δα και ε­πι­στρο­φή, σε α­ντί­θε­ση με τα μο­νής κα­τεύ­θυν­σης τα­ξί­δια του ξε­νι­τε­μού ή του ε­πα­να­πα­τρι­σμού. Κι αυ­τό, για­τί ο ή­ρωας του βι­βλίου εί­ναι α­ρι­στε­ρών φρο­νη­μά­των, με φά­κε­λο, και το α­νι­στο­ρού­με­νο τα­ξί­δι γί­νε­ται το 1963, ο­πό­τε, το πι­θα­νό­τε­ρο, να βρε­θεί στη συ­νέ­χεια α­πο­κλει­σμέ­νος στην αλ­λο­δα­πή, του­λά­χι­στον για την ε­πτα­ε­τία, και η ε­πι­στρο­φή στην Ελλά­δα να αρ­γή­σει. Κα­θώς, μά­λι­στα, υ­πάρ­χει και στη δι­κή του πε­ρί­πτω­ση, η Γερ­μα­νί­δα σύ­ντρο­φος, “κα­λό­γνω­μη”, ό­πως την χα­ρα­κτη­ρί­ζει, αλ­λά και α­πο­φα­σι­σμέ­νη να νο­μι­μο­ποιή­σει την πα­ρου­σία της δί­πλα του και να ε­πι­μη­κύ­νει τη δι­κή του στη χώ­ρα της.

Ο ε­πι­νο­η­μέ­νος α­φη­γη­τής

Αυ­τές τις μελ­λο­ντι­κές προ­ε­κτά­σεις τις ε­πι­τρέ­πει ο συγ­γρα­φέ­ας, κα­θώς, στο κα­τα­λη­κτι­κό κε­φά­λαιο, παίρ­νει αυ­τός το λό­γο, πα­ρου­σιά­ζο­ντας τον α­φη­γη­τή του. Το τρια­δι­κό σχή­μα, ή­ρωας-α­φη­γη­τής-συγ­γρα­φέ­ας, το έ­χει ει­σα­γά­γει ο Νόλ­λας στην τε­λευ­ταία του νου­βέ­λα, «Ναυα­γίων πλά­σμα­τα», ό­που, στο δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο, εν­θέ­τει στη μυ­θο­πλα­σία την ε­ξο­μο­λό­γη­ση: «Το έ­πα­θε ο Ρ..., ο Ι... το α­φη­γή­θη­κε, κι ε­γώ το έ­γρα­ψα.» Εδώ, κα­τα­φεύ­γει και πά­λι σε αυ­τό το α­φη­γη­μα­τι­κό τέ­χνα­σμα. “Ο ε­πι­νο­η­μέ­νος α­φη­γη­τής” α­νή­κει στο χο­ρό των η­ρώων. Υπάρ­χει, ω­στό­σο, μια ου­σια­στι­κή δια­φο­ρά με τον α­φη­γη­τή της νου­βέ­λας. Εκεί, ή­ρωας και α­φη­γη­τής συ­νυ­πάρ­χουν χρο­νι­κά, με τον δεύ­τε­ρο να πα­ρα­κο­λου­θεί τον πρώ­το. Εδώ, ο α­φη­γη­τής το­πο­θε­τεί­ται στις ση­με­ρι­νές χω­ρο­χρο­νι­κές συ­ντε­ταγ­μέ­νες. Οπό­τε, κα­τά μια βια­στι­κή α­νά­γνω­ση, εν­δέ­χε­ται να ταυ­τι­στεί με τον πα­ντε­πό­πτη α­φη­γη­τή, που λει­τουρ­γεί ως ο Θεός του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού κό­σμου. Ακό­μη, οι πρω­το­πρό­σω­πες πα­ρεμ­βά­σεις του για “τα προ­η­γη­θέ­ντα” και “τα μελ­λού­με­να”, έ­τσι ό­πως γί­νο­νται συ­χνά α­προσ­δό­κη­τα, χω­ρίς α­φη­γη­μα­τι­κή προ­ε­τοι­μα­σία, πι­θα­νόν να προ­κα­λέ­σουν σύγ­χυ­ση στον α­να­γνώ­στη. Διό­τι, πέ­ραν του ε­παρ­κούς ή “πραγ­μα­τι­κού”, με την έν­νοια του γνη­σίου, α­να­γνώ­στη ή του “ευαί­σθη­του”, στους ο­ποίους ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ό­τι προ­σβλέ­πει ο συγ­γρα­φέ­ας, υ­πάρ­χει και ο χα­λα­ρός, που, στις α­πό­το­μες α­φη­γη­μα­τι­κές στρο­φές, εν­δέ­χε­ται να α­πω­λέ­σει τον μί­το της α­φή­γη­σης. 
Αυ­τός “ο ε­πι­νο­η­μέ­νος α­φη­γη­τής” συ­χνά εκ­φρά­ζει πο­λι­τι­κές α­πό­ψεις που δεί­χνουν α­πό­λυ­τες. Αντα­να­κλούν, ό­μως, την ορ­γι­σμέ­νη α­ντί­δρα­ση στις ση­με­ρι­νές συν­θή­κες. Μέ­σα α­πό την ί­δια ση­με­ρι­νή ο­πτι­κή γω­νία, ερ­μη­νεύει τη δε­κα­ε­τία του ’40. Εί­ναι η τρέ­χου­σα α­να­θεω­ρη­τι­κή τά­ση, που, κα­τά τη γνώ­μη μας, τον ω­θεί σε κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κές α­πο­φάν­σεις για τα αί­τια ό­σων συ­νέ­βη­σαν και σε ο­λι­στι­κούς πα­ραλ­λη­λι­σμούς με τις δυο ε­πό­με­νες δε­κα­ε­τίες, οι ο­ποίοι πα­ρα­κά­μπτουν τις ει­δο­ποιούς δια­φο­ρές. Πα­ρο­μοίως, κά­ποια τω­ρι­νά ι­δε­ο­λο­γή­μα­τα τον κά­νουν να πα­ρα­βλέ­πει την αλ­λο­τι­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Λ.χ., ό­ταν ο Μα­κε­δό­νας της Σερ­βίας, έ­νας χω­ρι­κός που τα βγά­ζει δύ­σκο­λα πέ­ρα, στην ε­ρώ­τη­ση, για­τί δεν πά­ει να δου­λέ­ψει στη Γερ­μα­νία, α­πα­ντά, “ε­μείς ψω­μί και κρεμ­μύ­δι να τρώ­με, ε­δώ θα μεί­νου­με”, ο α­να­γνώ­στης τον θεω­ρεί πε­ρισ­σό­τε­ρο δε­μέ­νο με τον τό­πο α­πό τον Έλλη­να γκα­σταρ­μπάϊτερ. Λη­σμο­νεί, πως άλ­λο Τί­το και άλ­λο Κα­ρα­μαν­λής, που, στις 30 Μαρ­τίου 1960, υ­πέ­γρα­ψε τη σύμ­βα­ση ερ­γα­σίας Ελλά­δας-Γερ­μα­νίας και διευ­κό­λυ­νε την έ­ξο­δο. Ανε­ξάρ­τη­τα αν, σή­με­ρα, έ­χου­με τη δια­κρι­τι­κή ευ­χέ­ρεια να α­πο­φαν­θού­με ό­τι κα­κώς την υ­πέ­γρα­ψε. Σε αυ­τόν τον α­φη­γη­τή, ε­πι­νο­η­μέ­νο σε στε­νή συ­νάρ­τη­ση με το χρό­νο γρα­φής, στη­ρί­ζε­ται το στο­χα­στι­κό μέ­ρος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος.

Εναλ­λα­κτι­κός τίτ­λος

Στο άλ­λο μέ­ρος, το ε­κτε­νέ­στε­ρο, ε­κτυ­λίσ­σε­ται το τα­ξί­δι στην Ελλά­δα του 1963, α­πό τα μέ­σα Οκτω­βρίου μέ­χρι “λί­γες μέ­ρες” με­τά τις ε­κλο­γές της 3ης Νο­εμ­βρίου, στις ο­ποίες κέρ­δι­σε με 42% η Ένω­ση Κέ­ντρου με ε­πι­κε­φα­λής τον Γεώρ­γιο Πα­παν­δρέ­ου, τις προ­γε­νέ­στε­ρες α­μαρ­τίες του ο­ποίου α­πο­φεύ­γει να σχο­λιά­σει ο α­φη­γη­τής. Το τα­ξί­δι, με πλη­ρω­μέ­να τα έ­ξο­δα, εί­χε ως σκο­πό τη συ­νό­δευ­ση μιας γυ­ναί­κας. «Τα κα­τά Αρί­στον και Χρυ­σάν­θην» θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ο ε­ναλ­λα­κτι­κός τίτ­λος του βι­βλίου, διαι­ρε­μέ­νου σε δέ­κα τέσ­σε­ρα κε­φά­λαια. 43 ε­τών η Χρυ­σάν­θη, με­τα­νά­στρια στη Γερ­μα­νία α­πό το 1943, ε­θε­λό­ντρια και ό­χι ε­πι­στρα­τευ­μέ­νη των Χιτ­λε­ρι­κών, 23 ο Αρί­στος, τριών ε­τών γκα­σταρ­μπάϊτερ και ταυ­τό­χρο­να ρέ­μπε­λος σπου­δα­στής. Του κί­νη­σε το εν­δια­φέ­ρον ο α­ντι­συμ­βα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας της, ά­να­ψε και ο ε­ρω­τι­κός σπιν­θή­ρας μέ­σα στο Acropolis Express κοι­τώ­ντας “τις κα­λο­φτιαγ­μέ­νες γά­μπες της”, και τέ­λος, με την ε­ξα­φά­νι­σή της, ήρ­θε και έ­δε­σε κά­τι σαν ρο­μά­ντσο. Ακρι­βο­λο­γώ­ντας, τις δια­στά­σεις ρο­μά­ντσου τις δί­νει, προ πά­ντων, η η­δύ­τη­τα της α­φή­γη­σης. 
Κα­τά τα άλ­λα, α­νι­στο­ρού­νται οι συ­να­ντή­σεις του Αρί­στου με τον α­δελ­φό του, που θα α­πο­κα­λυ­φθεί ό­τι δεν ή­ταν και τό­σο α­δελ­φι­κή η φρο­ντί­δα του, με τον το­κο­γλύ­φο α­πό την Τρα­πε­ζού­ντα, πλα­σμέ­νο σύμ­φω­να με το κλι­σέ του αν­θρώ­που που θη­σαύ­ρι­σε ε­πί Κα­το­χής, και α­κό­μη, με τον χω­ρο­φύ­λα­κα, αυ­τός στο στε­ρεό­τυ­πο κα­λού­πι ε­κεί­νης της πρώι­μης, ί­σως και γι’ αυ­τό, χα­μέ­νης Άνοι­ξης. Συ­να­ντή­σεις στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, ό­που το προ­ε­ξάρ­χον στοι­χείο στις δια­ψεύ­σεις μιας ε­ξι­δα­νι­κευ­μέ­νης πα­τρί­δας  α­πο­τε­λεί η πό­λη της τα­χείας α­νοι­κο­δό­μη­σης δια της α­ντι­πα­ρο­χής. Αυ­τά, στα πρώ­τα και τα τε­λευ­ταία κε­φά­λαια, ε­νώ, στα εν­διά­με­σα, ε­κτυ­λίσ­σε­ται έ­να τα­ξί­δι μέ­σα στο τα­ξί­δι. Γί­νε­ται “σε χω­ριό κά­τω α­π’ το Σι­νιά­τσι­κο”, το γε­νέ­θλιο τό­πο της Χρυ­σάν­θης, με ο­δη­γό αλ­λά και ε­ρω­τι­κό υ­πο­κα­τά­στα­το την α­δελ­φή της. Συ­να­ντή­σεις με δια­φο­ρε­τι­κούς αν­θρώ­πους. Άλλες η­λι­κίες, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι της υ­παί­θρου, μια α­ντι­θε­τι­κή ει­κό­να προς ε­κεί­νη των αν­θρώ­πων της πό­λης, για να σκια­γρα­φη­θεί το άλ­λο ά­κρο του δί­πο­λου. Εί­ναι μάλ­λον α­πα­ραί­τη­το για την α­να­δρο­μή σε Κα­το­χή και Εμφύ­λιο, κυ­ρίως ό­ταν πρό­κει­ται για ι­στο­ρίες α­κραίας βιαιό­τη­τας και πά­θους. Και ε­δώ, το φά­σμα των προ­σώ­πων εί­ναι α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό: ο πα­πάς, ο σα­λε­μέ­νος σο­σια­λι­στής, μέ­χρι η η­ρωο­ποιη­μέ­νη φυ­σιο­γνω­μία του δε­μέ­νου με τον τό­πο του  γέ­ρο­ντα Βλά­χου, υ­πο­στη­ρι­κτή του Αλκι­βιά­δη Δια­μα­ντή που ή­θε­λε να φτιά­ξει το πρι­γκι­πά­το της Πίν­δου. Συ­ντο­μευ­μέ­νες οι α­να­φο­ρές, τό­σο ό­σο αρ­κεί για να δο­θεί το κλί­μα. 
Σε συμ­με­τρία με την α­νοι­κο­δό­μη­ση της πό­λης, πα­ρου­σιά­ζε­ται “το εγ­χεί­ρη­μα της «Ανα­συ­γκρό­τη­σης της Ελλά­δος»”. Ο α­φη­γη­τής έ­χει την, ί­σως α­τυ­χή, έ­μπνευ­ση να πα­ρο­μοιά­σει ό­σους κα­τα­σπα­τά­λη­σαν το δη­μό­σιο χρή­μα, τό­τε και τώ­ρα, με τους δια­βό­η­τους λη­στές του πα­ρελ­θό­ντος. Φαί­νε­ται να λη­σμο­νεί ό­τι ε­κεί­νοι έ­κα­ναν ά­μα λά­χει και κα­μιά α­γα­θο­ερ­γία, ε­νώ οι κα­το­πι­νοί τους δεν δί­νουν ού­τε του αγ­γέ­λου τους νε­ρό.  
Στο τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, σχο­λιά­ζε­ται ο τρό­πος με τον ο­ποίο χει­ρί­ζε­ται αυ­τός “ο ε­πι­νο­η­μέ­νος α­φη­γη­τής” τη σχέ­ση “της ε­πι­νο­η­μέ­νης ι­στο­ρίας” με “τον κά­βο του ρε­α­λι­σμού και τις στα­θε­ρές του”. Το πώς, δη­λα­δή, α­φη­γεί­ται “τα πά­θη του Αρί­στου Κα­ρα­μπί­νη”, χω­ρίς να α­πα­λη­φθεί το πρό­σω­πο του συγ­γρα­φέα, γνω­στό και α­πό το alter ego ε­κεί­νης της πρώ­της νου­βέ­λας, κα­θώς και α­πό τα άλ­λα που α­κο­λού­θη­σαν. Ίδια η­λι­κία, την ί­δια ε­πο­χή η α­να­χώ­ρη­ση για Γερ­μα­νία, ί­δια τύ­χη ως προς τις η­μι­τε­λείς σπου­δές, κυ­ρίως, πα­ρό­μοια ι­δε­ο­λο­γι­κά πι­στεύω για “το πα­νε­θνι­κό ό­ρα­μα, το ο­μό­θυ­μο και πα­νελ­λή­νιο ξε­σή­κω­μα της Αντί­στα­σης”, κα­θώς, κα­τά τα φαι­νό­με­να, και ί­διες στρα­τεύ­σεις, πρώ­τα στη νε­ο­λαία της Ε­ΔΑ, με­τά στο πα­ρά­νο­μο ΚΚΕ. Για την ο­μοιό­τη­τα των κομ­μα­τι­κών α­πα­γκι­στρώ­σεων, λεί­πουν οι σχε­τι­κές διη­γή­σεις. 

Εκλε­κτι­κές συγ­γέ­νειες

Σύ­ντο­μο το τα­ξί­δι στην Ελλά­δα, κι ό­μως, τα­ξί­δι “μα­θη­τείας” το χα­ρα­κτη­ρί­ζει ο α­φη­γη­τής, κλεί­νο­ντας το μά­τι και στον Βέρ­θε­ρο, του ο­ποίου η κα­τά Γκαί­τε “μα­θη­τεία” κρά­τη­σε χρό­νια. Άλλω­στε, ό­πως α­ναμ­φί­βο­λα θα φα­νεί στο τρί­το μέ­ρος, χρό­νια θα πρέ­πει να κρά­τη­σε και η “μα­θη­τεία” του Αρί­στου Κα­ρα­μπί­νη. Σε ε­κεί­νο το τα­ξί­δι έ­γι­νε μό­νο η αρ­χή, ξε­κί­νη­σε να “κοι­τά­ζει ε­ντός του”. Προ­η­γου­μέ­νως, τα τρία πρώ­τα χρό­νια στη Γερ­μα­νία, το μό­νο που εί­χε κα­τα­λά­βει, ό­πως σχο­λιά­ζει ο α­φη­γη­τής, ή­ταν το ό­τι “Μπου ντου­νιά τσαρκ φι­λέ­κ”. Αν και ο συγ­γρα­φέ­ας το πα­ρα­θέ­τει στα ελ­λη­νι­κά, “ο κό­σμος εί­ναι μπά­λα και γυ­ρί­ζει”. Όχι σφαί­ρα, μην και του α­πο­δώ­σουν και πά­λι πα­πα­δια­μα­ντι­κή ε­πιρ­ροή. Κι ό­μως, σε αυ­τό το μυ­θι­στό­ρη­μα, έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι η κοι­νό­τη­τα με τον Σκια­θί­τη περ­νά α­πό τον τύ­πο στην ου­σία.
Σχο­λιά­στη­κε η ε­κτε­τα­μέ­νη δια­κει­με­νι­κό­τη­τα του και­νού­ριου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Χρειά­ζε­ται, ω­στό­σο,  να γί­νει διά­κρι­ση α­νά­με­σα σε έ­να α­πλό κλεί­σι­μο του μα­τιού και μια συ­νο­μι­λία. Το πρώ­το γί­νε­ται εν τη ρύ­μη του λό­γου, με την α­να­φο­ρά ε­νός ο­νό­μα­τος ή μιας λέ­ξης, που λει­τουρ­γούν ταυ­τι­στι­κά ως σή­μα κα­τα­τε­θέν, ό­πως ε­κεί­νο στον Μέλ­βιλ ή τον Σε­φέ­ρη, κα­θώς και σε άλ­λους της ξέ­νης και ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Ενώ, η συ­νο­μι­λία με έ­ναν συγ­γρα­φέα ή έ­να σώ­μα κει­μέ­νων δεί­χνει ε­κλε­κτι­κή συγ­γέ­νεια, προσ­δί­δο­ντας στο βι­βλίο έ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πνεύ­μα. Εδώ, πλη­θαί­νουν τα ό­νει­ρα και τα ο­ρά­μα­τα, ό­πως ε­κεί­νο με τον Προ­φή­τη Ηλία να ζη­τά μο­να­στή­ρι, στο ξε­κί­νη­μα της ι­στο­ρίας, κα­θώς και τα ση­μα­δια­κά συ­να­πα­ντή­μα­τα έ­ξω α­πό εκ­κλη­σίες, ό­πως το κα­τα­λη­κτι­κό. Η εν­δο­σκό­πη­ση για τον Αρί­στο αρ­χί­ζει, ό­ταν ε­πι­στρέ­φει στη Γερ­μα­νία, υ­πα­κούο­ντας στην προ­τρο­πή «Φεύ­γε και σώ­ζου». Ο α­φη­γη­τής βά­ζει τη Χρυ­σάν­θη να εκ­στο­μί­ζει αυ­τά τα λό­για στην εί­σο­δο της εκ­κλη­σίας του Αγίου Αντω­νίου, πρώ­του ε­πι­φα­νή α­σκη­τή του χρι­στια­νι­σμού. Δά­νεια α­πό το συ­να­ξά­ρι του ο­μη­λί­κου του α­σκη­τή, Αγίου Αρσε­νίου. Εί­ναι η κα­τ’ ό­ναρ προ­στα­γή του Θε­ού να ε­γκα­τα­λεί­ψει την Αυ­λή του Με­γά­λου Θε­ο­δο­σίου και να α­σκη­τεύ­σει στην έ­ρη­μο. Αλλη­γο­ρι­κά, στην πε­ρί­πτω­ση του Αρί­στου, την έ­ρη­μο την υ­πο­κα­θι­στά η συ­ναι­σθη­μα­τι­κή ε­ρη­μιά αλ­λά και η γα­λή­νη της βό­ρειας χώ­ρας.
Πρό­κει­ται για συ­νο­μι­λία με βι­βλι­κά και α­γιο­λο­γι­κά κεί­με­να, που δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται σε φρά­σεις και τίτ­λους αλ­λά δεί­χνει σαν με­τα­κέ­νω­ση της η­θι­κής τους. Όπως θα το δια­τύ­πω­νε ο Κο­ραής, “ο πά­πας του νε­ο­ελ­λη­νι­κού δια­φω­τι­σμού”, κα­τά την ει­ρω­νι­κή α­πό­κλη­ση του α­φη­γη­τή, που θα εύ­ρι­σκε σύμ­φω­νο τον Σκια­θί­τη. Η συ­νο­μι­λία συ­μπλη­ρώ­νε­ται με τα μυ­θι­κά κεί­με­να, που πλέ­κο­νται γύ­ρω α­πό τα ι­στο­ρι­κά συμ­βά­ντα. Όπως το η­πει­ρώ­τι­κο πα­ρα­δο­σια­κό «Ο Κω­στα­ντά­κης», ά­σμα για τον Κων­στα­ντί­νο Πα­λαιο­λό­γο, που τρία χρό­νια α­να­ζη­τού­σε να βρει νύ­φη “της α­ρε­σκειάς του”, ψη­λή, λι­γνή, “κα­γκε­λο­φρύ­δα”, κι ό­ταν τη βρή­κε έ­τυ­χε 29 Μαίου, της Αλώ­σεως. Ή το λαϊκό του 1947, «Πέ­ντε Έλλη­νες στον Άδη». Κι ό­ταν χρειά­ζε­ται συμ­βο­λι­κή α­να­φο­ρά σε ό,τι ξα­να­γεν­νιέ­ται, προ­τι­μά­ται κα­τα­φυ­γή στον μυ­θο­λο­γι­κό Προ­μη­θέα. 
Έχου­με την ε­ντύ­πω­ση, ό­τι, γι’ αυ­τήν τη συ­νο­μι­λία με την πα­ρά­δο­ση και την Πί­στη, προ­ε­τοι­μά­ζει το ε­ξώ­φυλ­λο ή, μάλ­λον α­κρι­βέ­στε­ρα, η ι­δέα του ε­ξω­φύλ­λου, α­φού μό­νο αυ­τή μπο­ρεί να χρεω­θεί στον συγ­γρα­φέα. Η εκ­πό­νη­ση της μα­κέ­τας προσ­διο­ρί­ζε­ται ό­τι έ­γι­νε α­πό το καλ­λι­τε­χνι­κό ερ­γα­στή­ριο Espresso Studio, που ση­μαί­νει α­πό τον Δη­μή­τρη Αρβα­νί­τη. Ένα ζευ­γά­ρι πα­πού­τσια πό­λεως του ’60, υ­πο­θέ­του­με ό­τι θα ζή­τη­σε ο συγ­γρα­φέ­ας. Αντ’ αυ­τών, προέ­κυ­ψε ζεύ­γος κυ­ρι­λέ υ­πο­δη­μά­των της τρέ­χου­σας μό­δας. Πά­ντως με λυ­μέ­να κορ­δό­νια, κα­τά τα διά­ση­μα πα­πού­τσια του Βαν Γκο­γκ. Μό­νο που ε­δώ δεν πρό­κει­ται για ρε­α­λι­στι­κή α­πει­κό­νι­ση, κα­θώς τα πα­πού­τσια εί­ναι γε­μι­σμέ­να με χώ­μα. Ο Δ. Ν. Μα­ρω­νί­της “προ­τεί­νει να προσ­λη­φθεί ως αλ­λη­γο­ρι­κό σή­μα ε­νός μπλο­κα­ρι­σμέ­νου δρό­μου στο πη­γαι­νέ­λα”. Αλλά τό­τε, θα έ­πρε­πε να φαί­νο­νται οι σό­λες τα­λαι­πω­ρη­μέ­νες και γε­μά­τες χώ­μα. Στο ε­ξώ­φυλ­λο, το χώ­μα - μπο­ρεί και χώ­μα που ο Αρί­στος πή­ρε φεύ­γο­ντας, συ­ναι­σθη­μα­τι­κή χει­ρο­νο­μία που έ­κα­ναν πολ­λοί, μέ­χρι και ο “κα­κός”  Ζα­χα­ριά­δης τέ­λη Αυ­γού­στου 1949 - εί­ναι πα­τι­κω­μέ­νο σαν τα πα­πού­τσια του τα­ξι­διού, μέ­νο­ντας ε­κτός χρή­σης, να κα­τέ­λη­ξαν σε γλά­στρα. Δο­χείο, με χώ­μα την πα­ρά­δο­ση και την Πί­στη, πρό­σφο­ρο για την καλ­λιέρ­γεια της ελ­λη­νι­κής του ταυ­τό­τη­τας. 
Λε­πτο­μέ­ρειες, που βε­βαίως πόρ­ρω α­πέ­χουν α­πό το να δεί­χνουν “τον με­γά­λο πε­ζο­γρά­φο που εί­ναι ο Δη­μή­τρης Νόλ­λας”, ό­πως γρά­φτη­κε για α­κό­μη μια φο­ρά με α­φορ­μή το πρό­σφα­το βι­βλίο του. Αλλά αυ­τό το έ­δει­ξαν άλ­λοι πο­λύ κα­λύ­τε­ρα. Ας μην ε­πα­να­λαμ­βά­νου­με.   

 Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 28/4/2013.

Δόλιοι και δύσμοιροι

$
0
0

Η πόλη
της Δράμας
σε καρτ
ποστάλ
εποχής.






Βα­σί­λης Τσια­μπού­σης
«Σάλ­το μορ­τά­λε»
Εκδό­σεις Με­ταίχ­μιο
Νοέμ­βριος 2011

Το βι­βλίο του Βα­σί­λη Τσια­μπού­ση εκ­δό­θη­κε στο τέ­λος του 2011. Έχει, δη­λα­δή, συ­μπλη­ρώ­σει τον κύ­κλο του, αυ­τόν που συ­νή­θως πε­ρι­κλείει τα δη­μο­σιο­γρα­φι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα υ­πο­δο­χής, τις κρι­τι­κές πα­ρου­σιά­σεις, τις δια­κρί­σεις και τις ό­ποιες βρα­βεύ­σεις. Η χρο­νι­κή α­πό­στα­ση διευ­κο­λύ­νει τώ­ρα έ­ναν σχο­λια­σμό, ε­στια­σμέ­νο σε κά­ποια συ­γκε­κρι­μέ­να ε­ρω­τή­μα­τα, που μπο­ρεί και να ε­πι­ση­μά­νει ο­ρι­σμέ­να α­δύ­να­τα ση­μεία. Αυ­τά δεν στε­ρού­νται εν­δια­φέ­ρο­ντος ό­σο α­φο­ρά την πο­ρεία του συγ­γρα­φέα και το εν προό­δω  έρ­γο του. Εάν, ω­στό­σο, γί­νο­νταν νω­ρί­τε­ρα, πι­θα­νώς και να προ­κα­λού­σαν αρ­νη­τι­κή ε­ντύ­πω­ση γύ­ρω α­πό το βι­βλίο, δε­δο­μέ­νου ό­τι, μέ­χρι σή­με­ρα, έ­χει τύ­χει μό­νο ευ­νοϊκών πα­ρου­σιά­σεων. Θα έ­λε­γε κα­νείς τις ευ­νοϊκό­τε­ρες σε σύ­γκρι­ση με τα προ­η­γού­με­να βι­βλία του. Το γε­γο­νός ό­τι δεν βρα­βεύ­τη­κε και ό­τι η μο­να­δι­κή διά­κρι­ση που έ­λα­βε ή­ταν η συ­μπε­ρί­λη­ψή του στη δε­κα­με­λή βρα­χεία λί­στα των βρα­βείων «Δια­βά­ζω», ο­φεί­λε­ται στην τα­κτι­κή των βρα­βεύ­σεων, που α­κο­λου­θεί έ­να ι­διό­τυ­πο σύ­στη­μα μο­ριο­δό­τη­σης για την α­ξιο­λό­γη­ση, το ο­ποίο πρι­μο­δο­τεί τους γνω­στό­τε­ρους και τους κα­τοι­κού­ντες στην πρω­τεύου­σα, του­τέ­στιν πλη­σίον του κέ­ντρου των α­πο­φά­σεων.
Πρό­θε­σή μας εί­ναι να σχο­λιά­σου­με το κα­τά πό­σο πρό­κει­ται για διη­γή­μα­τα, σύμ­φω­να με τον προσ­διο­ρι­σμό στη σε­λί­δα τίτ­λου, ή για ι­στο­ρίες. Πι­θα­νώς, ο δι­σταγ­μός μας να δεί­χνει πα­ρά­ται­ρος για έ­ναν συγ­γρα­φέα, που στο ξε­κί­νη­μά του τον κα­θό­ρι­σε η φρά­ση: “Η ελ­λει­πτι­κό­τη­τα εί­ναι ί­σως το πιο χτυ­πη­τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του νέ­ου διη­γη­μα­το­γρά­φου - σε βαθ­μό υ­περ­βο­λής κά­πο­τε...” Εί­ναι α­πο­σπα­σμέ­νη α­πό την κρι­τι­κή πα­ρου­σία­ση του πρώ­του βι­βλίου του α­πό τον Σπύ­ρο Τσα­κνιά.
Εδώ, ό­μως, ται­ριά­ζει το έ­χει ο και­ρός γυ­ρί­σμα­τα. Θα μπο­ρού­σα­με να το ε­πι­κα­λε­στού­με για τις εκ­πλή­ξεις, που μας ε­πι­φύ­λασ­σε στην εν­διά­με­ση ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία ο με­τα­μο­ντερ­νι­σμός, κα­θώς και για τις α­προσ­δό­κη­τες με­τα­το­πί­σεις, που πα­ρου­σία­σαν, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο  ε­πη­ρε­α­ζό­με­νοι, οι συγ­γρα­φείς. Αν και η με­τα­βο­λή στη συγ­γρα­φι­κή πο­ρεία του Τσια­μπού­ση δεν στά­θη­κε και τό­σο α­πρό­βλε­πτη. Ήδη, στο ξε­κί­νη­μα της δε­κα­ε­τίας του 2000, πα­ρα­τη­ρού­σα­με ό­τι ε­πι­λέ­γει θέ­μα­τα ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­να, ε­νώ, πε­ρί τα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας, ε­πα­νερ­χό­μα­στε, σχο­λιά­ζο­ντας την προ­τί­μη­σή του σε ι­στο­ρίες, που τρα­βά­νε σε μά­κρος, με δια­δο­χή α­πό δυ­σά­ρε­στα και αλ­γει­νά συμ­βά­ντα.
Τύ­ποις ο Τσια­μπού­σης πα­ρα­μέ­νει διη­γη­μα­το­γρά­φος. Εκτός α­πό έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα προ ει­κο­σα­ε­τίας, έ­χει εκ­δώ­σει πέ­ντε συλ­λο­γές, ό­που συ­γκε­ντρώ­νει 73 διη­γή­μα­τα. Πρό­κει­ται για διη­γή­μα­τα ό­λο και με­γα­λύ­τε­ρης έ­κτα­σης, με τις συλ­λο­γές να α­πο­κτούν πε­ρισ­σό­τε­ρες σε­λί­δες, σε α­ντί­θε­ση με την ο­λι­γο­σέ­λι­δη πρώ­τη και το κομ­ψό μυ­θι­στό­ρη­μα. Αν και η διά­κρι­ση διη­γή­μα­τος και ι­στο­ρίας δεν εί­ναι μό­νο θέ­μα έ­κτα­σης. Ας μην θεω­ρη­θεί, πά­ντως, ό­τι το θέ­μα του ει­δο­λο­γι­κού χα­ρα­κτη­ρι­σμού συ­νι­στά στεί­ρο φι­λο­λο­γι­σμό. Σε άλ­λο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό α­πευ­θύ­νε­ται το διή­γη­μα και σε άλ­λο μια ι­στο­ρία. Ένας διη­γη­μα­το­γρά­φος, που α­πο­φα­σί­ζει να  ε­γκα­τα­λεί­ψει την πύ­κνω­ση και την υ­παι­νι­κτι­κή γρα­φή για να κι­νη­θεί στην ευ­ρυ­χω­ρία που πα­ρέ­χει μια ι­στο­ρία,  ε­πι­λέ­γει και το κοι­νό του. Το τε­λευ­ταίο βι­βλίο του Τσια­μπού­ση συγ­γε­νεύει με συλ­λο­γές διη­γη­μά­των νεό­τε­ρων κυ­ρίως συγ­γρα­φέων, α­πευ­θυ­νό­με­νο κι αυ­τό σε έ­να ευ­ρύ­τε­ρο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό.

Πολ­λή μαυ­ρί­λα...

Η συλ­λο­γή πε­ρι­λαμ­βά­νει 16 ι­στο­ρίες, που ποι­κίλ­λουν ως προς τη μορ­φή και την έ­κτα­ση, ε­νώ, α­ντι­θέ­τως, πα­ρου­σιά­ζουν σχε­τι­κή θε­μα­τι­κή ο­μοιο­γέ­νεια. Ο πιο ται­ρια­στός ε­πι­θε­τι­κός προσ­διο­ρι­σμός για το κε­ντρι­κό θέ­μα θα ή­ταν το μαύ­ρος, με τη ση­μα­σία της πλή­ρους ελ­λεί­ψεως φω­τός. Στις ι­στο­ρίες σω­ρεύο­νται δυ­στυ­χίες, κα­τα­στρο­φές και κά­θε εί­δους α­θλιό­τη­τα. Ενώ, οι ή­ρωες δια­πνέ­ο­νται α­πό δυ­σά­ρε­στα αι­σθή­μα­τα, βλέ­πουν τα πράγ­μα­τα α­πό τη δυ­σοίω­νη πλευ­ρά τους και κα­τα­κλύ­ζο­νται α­πό α­παι­σιό­δο­ξες σκέ­ψεις. Εί­ναι δό­λιοι έως και μοχ­θη­ροί, αλ­λά συ­νά­μα και δύ­σμοι­ροι. Από μια ά­πο­ψη, πρό­κει­ται για ι­στο­ρίες που α­ντα­πο­κρί­νο­νται στην ε­πο­χή μας. Επο­χή, που μό­νο το δη­μο­τι­κό ά­σμα, “πολ­λή μαυ­ρί­λα πλά­κω­σε, μαύ­ρη σαν κα­λοια­κού­δα”, μπο­ρεί να την α­πο­δώ­σει κι ας μην πλά­κω­σε ο Ομέρ Βρυώ­νης με τους δε­κα­ο­χτώ χι­λιά­δες.
Επί­και­ρες, λοι­πόν, οι ι­στο­ρίες και ό­σο α­φο­ρά την ε­ντο­πιό­τη­τα, ου­δό­λως ε­παρ­χια­κές. Ο Τσια­μπού­σης, ω­στό­σο, φαι­νό­ταν να υ­ψώ­νει ως ση­μαία το ε­παρ­χια­κό στοι­χείο με ε­κεί­νο το πρώ­το βι­βλίο του, που φέ­ρει ως συ­νο­δευ­τι­κό τού κυ­ρίως τίτ­λου, «Η Βέ­σπα», την προ­σθή­κη, «...και άλ­λα 21 ε­παρ­χια­κά διη­γή­μα­τα». Κά­τι σαν πρό­κλη­ση προς πρω­τευου­σιά­νους έ­δει­χνε ε­κεί­νη η ι­διω­τι­κή έκ­δο­ση, με έ­δρα τη Θεσ­σα­λο­νί­κη και μο­να­δι­κή σύ­στα­ση του συγ­γρα­φέα τη διεύ­θυν­ση κα­τοι­κίας του στη Δρά­μα. Από την αρ­χή, ω­στό­σο, στα διη­γή­μα­τά του η πό­λη δεν κα­το­νο­μά­ζε­ται. Μό­νο ό­σοι γνω­ρί­ζουν τη Δρά­μα, την δια­κρί­νουν α­πό σκόρ­πιες νύ­ξεις. Το μό­νο πρό­δη­λο εί­ναι ό­τι πρό­κει­ται για πό­λη της ε­παρ­χίας. Η ί­δια κρυ­πτι­κή τα­κτι­κή συ­νε­χί­ζε­ται και στις πρό­σφα­τες ι­στο­ρίες. Σε μια υ­πάρ­χει ο προσ­διο­ρι­σμός, “στην ε­παρ­χια­κή πό­λη Δ.”, ε­νώ, σε κά­ποιες άλ­λες, ο­δω­νύ­μια και το­πω­νύ­μια προϊδεά­ζουν για την ταυ­τό­τη­τά της.
Τε­λι­κά, ως προς την ε­ντο­πιό­τη­τα των ι­στο­ριών του, ο συγ­γρα­φέ­ας δεν άλ­λα­ξε. Εκεί­νο που άλ­λα­ξε, εί­ναι η χώ­ρα και δη, ο α­στι­κός χώ­ρος. Οι κά­τοι­κοι των πό­λεων, του­λά­χι­στον τα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα των μι­κρο­με­σαίων, στα ο­ποία ε­στιά­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας, ε­ξο­μοιώ­θη­καν. Μέ­σα α­πό τις ι­στο­ρίες του Τσια­μπού­ση με ή­ρωες Δρα­μι­νούς, αλ­λά και λοι­πούς Βο­ρειο­ελ­λα­δί­τες, κυ­ρίως, Θεσ­σα­λο­νι­κιούς, α­να­δει­κνύο­νται α­να­γνω­ρί­σι­μοι, σε ε­μάς, τύ­ποι, κα­θό­σον δεί­χνουν σαν πι­στά α­ντί­γρα­φα των α­θη­ναϊκών. Αυ­τήν την ε­ντύ­πω­ση της γε­νι­κό­τε­ρης ι­σο­πέ­δω­σης την ε­πι­τεί­νει ο λό­γος. Στα πα­λαιό­τε­ρα διη­γή­μα­τα, ή­ταν ντό­μπρος λό­γος, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό που άλ­λο­τε πο­τέ α­πο­δι­δό­ταν στους ε­παρ­χιώ­τες. Στις πρό­σφα­τες ι­στο­ρίες, η γλώσ­σα εί­ναι α­γο­ραία. Όντας συγ­γρα­φέ­ας της πό­λης ο Τσια­μπού­σης, στα βι­βλία του δεν α­να­μέ­νε­ται να πα­ρει­σφρύ­σει κά­ποια ντο­πιο­λα­λιά. Κι ό­μως, στο πρό­σφα­το προ­βλέ­πε­ται γλωσ­σά­ρι. Δεν α­φο­ρά, ό­μως, κά­ποιο το­πι­κό ι­διό­λε­κτο, αλ­λά αγ­γλι­κές λέ­ξεις και φρά­σεις, που συμ­φύ­ρουν τα πρό­σω­πα των ι­στο­ριών στην κου­βέ­ντα τους.

Θε­α­τρό­μορ­φες ι­στο­ρίες

Οι δυο ε­κτε­νέ­στε­ρες ι­στο­ρίες, κο­ντά σα­ρά­ντα σε­λί­δες η μία και πε­νή­ντα η άλ­λη, έ­χουν τη μορ­φή θε­α­τρι­κού έρ­γου. Κυ­ριαρ­χεί το δια­λο­γι­κό μέ­ρος, ε­νώ το α­φη­γη­μα­τι­κό πε­ριο­ρί­ζε­ται στις πε­ρι­γρα­φές στη­σί­μα­τος μιας σκη­νής και κι­νή­σεων των η­ρώων. Συν­δέ­ο­νται α­να­με­τα­ξύ τους, ό­χι μό­νο με το συ­νη­θι­σμέ­νο τέ­χνα­σμα, ό­που ο­ρι­σμέ­να πρό­σω­πα πη­γαι­νοέρ­χο­νται στις ι­στο­ρίες, αλ­λά με ου­σια­στι­κό­τε­ρο τρό­πο. Συμ­βαί­νουν σε δια­με­ρί­σμα­τα της ί­διας πο­λυ­κα­τοι­κίας, ό­πως οι πρό­σφα­τες ι­στο­ρίες της Κων­στα­ντί­νας Τασ­σο­πού­λου, «Τα κοι­νό­χρη­στα», και της Κάλ­λιας Πα­πα­δά­κη, «Ο ή­χος του α­κά­λυ­πτου». Μά­λι­στα, ως κύ­ριας ση­μα­σίας χώ­ρος στις ι­στο­ρίες του Τσια­μπού­ση, ό­πως και σε ε­κεί­νες της Πα­πα­δά­κη, προ­βάλ­λει “ο α­κά­λυ­πτος”. Ο Τσια­μπού­σης το­πο­θε­τεί ε­κεί το κομ­βι­κό γε­γο­νός μιας αυ­το­κτο­νίας, ό­πως συ­νέ­βη στον α­κά­λυ­πτο χώ­ρο ι­στο­ρίας ε­νός τέ­ταρ­του συγ­γρα­φέα, του Σπύ­ρου Γιαν­να­ρά, «Ο λο­ξίας». Αν και ε­κεί­νη δια­φο­ρο­ποιεί­ται, κα­θώς ο συγ­γρα­φέ­ας τής προσ­δί­δει στο­χα­στι­κό υ­πό­βα­θρο. Όσο α­φο­ρά τον Τσια­μπού­ση, στην ί­δια πο­λυ­κα­τοι­κία δια­δρα­μα­τί­ζε­ται και μια τρί­τη ι­στο­ρία, αυ­τή συ­ντο­μό­τε­ρη και με α­φη­γη­μα­τι­κή μορ­φή, που εί­ναι πλη­σιέ­στε­ρη στις α­θη­ναϊκές ι­στο­ρίες της Πα­πα­δά­κη. Και ε­δώ, ο α­φη­γη­τής φα­ντα­σιώ­νε­ται τι μπο­ρεί να κά­νουν οι έ­νοι­κοι δια­φο­ρε­τι­κών δια­με­ρι­σμά­των της πο­λυ­κα­τοι­κίας κα­τά την πτώ­ση της αυ­τό­χει­ρος.
Η πρώ­τη θε­α­τρό­μορ­φη ι­στο­ρία, με τίτ­λο, «Με λέ­νε Γιώρ­γο», πα­ρα­μέ­νει σε ρε­α­λι­στι­κό πλαί­σιο, α­πο­τυ­πώ­νο­ντας τις  ο­ξυ­μέ­νες σχέ­σεις χω­ρι­σμέ­νων συ­ζύ­γων με­τά τέ­κνου, στις ο­ποίες κυ­ριαρ­χούν οι οι­κο­νο­μι­κές δια­φο­ρές. Κε­ντρι­κό θέ­μα της κου­βέ­ντας εί­ναι η ε­ξεύ­ρε­ση εγ­γυη­τή προς ε­ξα­σφά­λι­ση τρα­πε­ζι­κού δα­νείου. Με το ί­διο θέ­μα υ­πάρ­χει και άλ­λη ι­στο­ρία, μό­νο που ε­κεί­νη ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στην πώ­λη­ση δια­με­ρί­σμα­τος προς λύ­ση του οι­κο­νο­μι­κού α­διέ­ξο­δου. Γε­νι­κό­τε­ρα, η ε­ξεύ­ρε­ση α­γο­ρα­στή για α­κί­νη­το ή τρα­πε­ζι­κών δα­νείων, μα­ζί με α­να­φο­ρές σε υ­πη­ρε­σια­κές κα­τα­χρή­σεις, σκια­γρα­φούν το γνώ­ρι­μο οι­κο­νο­μι­κό το­πίο, του ο­ποίου η μαυ­ρί­λα δια­σκε­δά­ζε­ται με ε­ξω­συ­ζυ­γι­κές κι άλ­λες ε­ρω­τι­κές σχέ­σεις.
Στη δεύ­τε­ρη θε­α­τρό­μορ­φη ι­στο­ρία, «Αγρυ­πνία», ο συγ­γρα­φέ­ας κά­νει μια προ­σπά­θεια να δια­φύ­γει προς το γκρο­τέ­σκο με την εμ­φά­νι­ση του φα­ντά­σμα­τος της νε­κρής αυ­τό­χει­ρος, την ο­ποία ξε­νυ­χτούν οι γεί­το­νες. Ενώ, ταυ­τό­χρο­να, για να α­να­δεί­ξει το ση­με­ρι­νό κλί­μα γε­νι­κευ­μέ­νης ε­ξα­χρείω­σης, προ­σθέ­τει ό,τι μαύ­ρο πράτ­τει ο τυ­χών α­χρείος, εί­τε πρό­κει­ται για οι­κο­γε­νειάρ­χη δη­μο­τι­κό άρ­χο­ντα που συ­ντη­ρεί γκό­με­να εί­τε για για­τρό ε­μπλε­κό­με­νο σε ε­μπο­ρία ορ­γά­νων νε­κρών. Δί­κην α­λα­τί­σμα­τος, προς συ­μπλή­ρω­ση της ει­κό­νας ε­νός α­ντι­συμ­βα­τι­κού προ­σώ­που, ο α­φη­γη­τής α­θροί­ζει στις ε­ρω­τι­κές πα­ρα­σπον­δίες και μια λε­σβια­κή σχέ­ση. Μό­νο που οι γκρο­τέ­σκο κα­τα­στά­σεις δεν στή­νο­νται πε­ρι­συλ­λέ­γο­ντας κα­θη­με­ρι­νά α­ξιο­πε­ρίερ­γα. Απαι­τούν τη δη­μιουρ­γία κω­μι­κο­τρα­γι­κών σχη­μά­των.
Σε πα­λαιό­τε­ρα βι­βλία του Τσια­μπού­ση, πα­ρα­τη­ρού­σα­με, ό­τι α­που­σιά­ζουν οι γυ­ναί­κες. Σε αυ­τό, α­ντι­θέ­τως, κερ­δί­ζουν έ­δα­φος. Δεν α­πο­τε­λούν, ό­μως, αυ­θύ­παρ­κτους ή­ρωες. Δεί­χνουν πε­ρισ­σό­τε­ρο σαν κα­ρι­κα­τού­ρες, έ­τσι ό­πως το­νί­ζο­νται οι ε­ρω­τι­κοί τους ά­θλοι, που φτά­νουν μέ­χρι να δώ­σουν το έ­ναυ­σμα σε πα­τρο­κτο­νία. Τον συγ­γρα­φέα δεν φαί­νε­ται να τον α­πα­σχο­λεί η γυ­ναι­κεία ψυ­χο­λο­γία, κα­θώς υ­πε­ρι­σχύει η διά­θε­ση γε­λοιο­ποίη­σης. Στις πε­ρι­πτώ­σεις που η δια­κω­μώ­δη­ση α­στο­χεί, μέ­νει έ­νας ε­λά­χι­στα α­λη­θο­φα­νής χα­ρα­κτή­ρας, ό­πως ε­κεί­νος της δα­σκά­λας με τις ο­πι­σθο­δρο­μι­κές ι­δέες.
Πε­ρισ­σό­τε­ρο γεν­ναιό­δω­ρος στέ­κε­ται ο συγ­γρα­φέ­ας με τους με­τα­νά­στες. Στην σύ­ντο­μη κα­τα­λη­κτι­κή ι­στο­ρία «Αχ! Σω­κρά­τη», δί­νε­ται μια πα­ραλ­λα­γή στο κοι­νό­το­πο πλέ­ον δί­δυ­μο του α­νοϊκού υ­πε­ρή­λι­κα και της οι­κια­κής βο­η­θού, που πα­ρου­σιά­ζε­ται σαν φύ­λα­κας άγ­γε­λος. Ωστό­σο, στις δυο άλ­λες ι­στο­ρίες, με κε­ντρι­κό πρό­σω­πο Αλβα­νό, η μέ­χρι τώ­ρα στε­ρεό­τυ­πη ει­κό­να, που α­πο­τυ­πώ­νε­ται στην ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία, αλ­λά­ζει. Ανα­με­νό­με­νη η δια­φο­ρο­ποίη­ση, α­φού, ό­σο περ­νά­ει ο και­ρός, η οι­κο­νο­μι­κή κα­τά­στα­ση των Αλβα­νών βελ­τιώ­νε­ται, ο­πό­τε α­να­βαθ­μί­ζε­ται η κοι­νω­νι­κή θέ­ση τους και ως α­ντα­νά­κλα­ση, έρ­χε­ται η τα­ξι­κή τους α­νύ­ψω­ση και στην πε­ζο­γρα­φία. Αδυ­σώ­πη­τος δια­πραγ­μα­τευ­τής στην οι­κο­νο­μι­κή συ­ναλ­λα­γή εμ­φα­νί­ζε­ται ο Αλβα­νός στη μια ι­στο­ρία, καλ­λι­τε­χνι­κή φύ­ση, που τα­λαι­πω­ρή­θη­κε στα χρό­νια του Χότ­ζα, στη δεύ­τε­ρη. Και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, α­ντί Αλβα­νού, θα μπο­ρού­σε να πρό­κει­ται για τον Έλλη­να α­ντί­στοι­χό του. Αυ­τή η α­να­βαθ­μι­σμέ­νη πα­ρου­σία της αλ­βα­νι­κής μειο­νό­τη­τας στις ι­στο­ρίες του Τσια­μπού­ση φαί­νε­ται πως ε­κτι­μή­θη­κε α­πό τους πο­λι­τι­στι­κούς υ­πεύ­θυ­νους της γεί­το­νος χώ­ρας, α­φού ή­ταν οι πρώ­τοι που με­τέ­φρα­σαν την προ­η­γού­με­νη συλ­λο­γή του, με­τά και την κα­το­χύ­ρω­σή της με Βρα­βείο της Ακα­δη­μίας.

Το λε­πτο­λό­γη­μα

Εκτός α­πό τις θε­α­τρο­μόρ­φες ι­στο­ρίες, στη συλ­λο­γή ε­πι­χει­ρεί­ται και ο πα­ρα­πλή­σιος πει­ρα­μα­τι­σμός ε­νός α­μι­γώς δια­λο­γι­κού πε­ζού. Αυ­τή η μορ­φή έ­χει δο­κι­μα­στεί α­πό ο­ρι­σμέ­νους πα­λαιό­τε­ρους, με ι­διαί­τε­ρα κα­λά α­πο­τε­λέ­σμα­τα. Για πα­ρά­δειγ­μα, η συ­ζή­τη­ση του ζεύ­γους στο «Γερ­μα­νι­κός φούρ­νος» του Τσια­μπού­ση έ­χει σαν προ­η­γού­με­νο «Τα φτε­ρά μπε­κά­τσας» του Θα­νά­ση Βαλ­τι­νού. Κι αν θέ­λου­με να πά­με α­κό­μη πιο πί­σω, το πα­πα­δια­μα­ντι­κό «Από­λαυ­σις στη γει­το­νιά». Ο συγ­γρα­φέ­ας, με δε­δο­μέ­νη τη δε­ξιό­τη­τά του στους δια­λό­γους, κα­τορ­θώ­νει να σκια­γρα­φή­σει τους χα­ρα­κτή­ρες χω­ρίς πλα­τεια­σμούς. Θε­μα­τι­κά, ό­μως, ε­πα­νέρ­χε­ται στον οι­κο­νο­μι­κό πα­ρά­γο­ντα και μά­λι­στα, α­πό την ί­δια ο­πτι­κή γω­νία με ε­κεί­νη των ε­κτε­νέ­στε­ρων ι­στο­ριών.
Γε­νι­κό­τε­ρα, μια ι­στο­ρία για να έ­χει το χα­ρα­κτή­ρα διη­γή­μα­τος, ε­κτός α­πό την πολ­λα­πλώς σχο­λια­σμέ­νη πύ­κνω­ση, πρέ­πει να εί­ναι ευ­ρη­μα­τι­κή και πρω­τό­τυ­πη, ό­πως, λ.χ., η πρώ­τη και ο­μό­τιτ­λη της συλ­λο­γής. Σε αυ­τήν, η ε­νο­ποιός ι­δέα δεν εί­ναι η τρέ­χου­σα οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση αλ­λά η πί­στη στη θεία δύ­να­μη. Εδώ, το πρό­βλη­μα εί­ναι το πώς μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σει το με­τα­φυ­σι­κό στοι­χείο ως κι­νη­τή­ριος μο­χλός μιας μυ­θο­πλα­στι­κής σύν­θε­σης. Μάλ­λον δεν αρ­κούν δυο τρεις σχε­τι­κές α­να­φο­ρές, ό­πως “το σταυ­ρου­δά­κι” της Αγγλί­δας, που ε­πι­χει­ρεί έ­να “σάλ­το μορ­τά­λε”, ή το προ­σκύ­νη­μα α­πό μο­να­στή­ρι σε μο­να­στή­ρι. Την ε­ντύ­πω­ση του υ­πε­ραι­σθη­τού μπο­ρεί να την δη­μιουρ­γή­σει μό­νο η προ­σε­κτι­κή ε­πι­λο­γή της κά­θε μιας λέ­ξης και το ε­πι­δέ­ξιο πλέ­ξι­μο ε­κά­στης φρά­σης. Το “σάλ­το μορ­τά­λε”, χω­ρίς το λε­κτι­κό και ψυ­χο­λο­γι­κό λε­πτο­λό­γη­μα, δεί­χνει πε­ρισ­σό­τε­ρο σαν κα­πρί­τσιο του­ρί­στριας, που ε­ντυ­πω­σιά­ζει χά­ρις στα κόκ­κι­να μαλ­λιά και τα “φτιαγ­μέ­να α­πό χρυ­σά­φι μπού­τια”.
Μια θε­μα­τι­κή φλέ­βα, που εί­χε δώ­σει εν­δια­φέ­ρου­σες ι­στο­ρίες σε πα­λαιό­τε­ρα βι­βλία του Τσια­μπού­ση, εί­ναι η α­να­φο­ρά στο πα­ρελ­θόν. Ιδιαί­τε­ρα, σε Κα­το­χή και Εμφύ­λιο, που, κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση, ε­μπλέ­κει τις συ­γκρού­σεις δε­ξιών και α­ρι­στε­ρών. Πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι και σε αυ­τό το θέ­μα, η συγ­γρα­φι­κή ο­πτι­κή α­κο­λου­θεί τον τρέ­χο­ντα εκ­συγ­χρο­νι­σμό. Ο συ­ντα­ξιού­χος “α­ξιω­μα­τι­κός της Χω­ρο­φυ­λα­κής, εξ α­να­κα­τα­τά­ξεως”, και ο συ­ντα­ξιού­χος κα­θη­γη­τής, πρώην πο­λι­τι­κός πρό­σφυ­γας στις Ανα­το­λι­κές Χώ­ρες, με άλ­λα λό­για, ο άλ­λο­τε πο­τέ ‘‘ταγ­μα­τα­σφα­λί­της’’ και α­ντι­στοί­χως, ο κά­πο­τε κομ­μου­νι­στής, πα­ρα­βγαί­νουν σε κο­μπί­νες και φο­ρο­δια­φυ­γή. Σε άλ­λες ι­στο­ρίες του βι­βλίου, η πα­ρελ­θο­ντι­κή ο­πτι­κή συμ­βάλ­λει στη δη­μιουρ­γία βα­θύ­τε­ρης αί­σθη­σης μα­ταιό­τη­τας.
Ενδει­κτι­κό πα­ρά­δειγ­μα, το «Συ­να­ξά­ρι», ό­που πα­ρα­τί­θε­νται εν σει­ρά οι βίοι των με­λών α­πό τις οι­κο­γέ­νειες μιας “τε­τρα­κα­τοι­κίας”, με έμ­φα­ση στα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζωής τους και την κα­τά­λη­ξη που εί­χαν. Από μια ά­πο­ψη, πα­ρό­μοια “συ­να­ξά­ρια” για αν­θρώ­πους, οι­κο­γέ­νειες ή και σπί­τια, α­πό τη φύ­ση τους, εί­ναι τρα­γι­κά, πό­σω μάλ­λον ό­ταν μέ­νουν μο­νό­χορ­δα στην φθο­ρά και την α­σθέ­νεια. Στο συ­γκε­κρι­μέ­νο διή­γη­μα, ω­στό­σο, προ­βλέ­πε­ται αι­σιό­δο­ξο τέ­λος, με την πα­ρα­χώ­ρη­ση της “τε­τρα­κα­τοι­κίας” σε ά­φρα­γκο και πα­μπό­νη­ρο με­τα­νά­στη. Κα­τά την ε­κτί­μη­σή μας, πά­ντως, έ­να βε­βια­σμέ­νο χά­πυ ε­ντ, ό­πως και ε­κεί­νο το γρα­φι­κό που προ­βλέ­πε­ται για το πιο ζο­φε­ρό διή­γη­μα της συλ­λο­γής, το «Νια­ού­ρι­σμα», ε­ντεί­νουν την ε­ντύ­πω­ση πα­ρά την α­πα­λύ­νουν. Εκτός κι αν λη­φθεί, ό­τι αυ­τή α­κρι­βώς εί­ναι η πρό­θε­ση του συγ­γρα­φέα.
Όπως και να έ­χει, το θέ­μα συμ­βάλ­λει αλ­λά δεν εί­ναι πο­τέ το κα­θο­ρι­στι­κό στοι­χείο. Το μο­να­δι­κό διή­γη­μα της συλ­λο­γής, που πι­στεύου­με ό­τι δια­σώ­ζει την ι­διο­προ­σω­πία του συγ­γρα­φέα, έ­χει κι αυ­τό ως θέ­μα τα θα­να­τι­κά που βρί­σκουν μια οι­κο­γέ­νεια. Πρό­κει­ται για το «Φω­το­γρα­φία», ό­που, μέ­σα σε τεσ­σε­ρε­σή­μι­σι σε­λί­δες, ζω­ντα­νεύει η Ελλά­δα των πρώ­των με­τα­πο­λε­μι­κών δε­κα­ε­τιών. Η Ελλά­δα των στε­ρή­σεων και της α­ξιο­πρέ­πειας. Κι αυ­τό, χω­ρίς μορ­φι­κά σάλ­τα, ού­τε α­θη­ναϊκούς νε­ο­τε­ρι­σμούς. Τέ­λος, να ση­μειώ­σου­με, ό­τι με δε­δο­μέ­νη την ε­πι­τυ­χή πο­ρεία του βι­βλίου, ο δι­κός μας σχο­λια­σμός μπο­ρεί να ε­κλη­φθεί ως μεμ­ψί­μοι­ρος. Ακρι­βέ­στε­ρο, ό­μως, θα ή­ταν να δια­βα­στεί σαν κομ­μά­τι α­πό το ει­σέ­τι ά­γρα­φο ρέκ­βιεμ για τη γε­νι­κό­τε­ρη υ­πο­χώ­ρη­ση του α­μι­γούς διη­γή­μα­τος.

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 12/5/2013.

Ο συγγραφικός αστερισμός της «Πόλις»

$
0
0
Ελι­σά­βετ Χρο­νο­πού­λου
«Φο­ρά­ει κο­στού­μι»
Εκδό­σεις Πό­λις
Μάρ­τιος 2013
Τα τε­λευ­ταία χρό­νια οι εκ­δό­σεις «Πό­λις» λει­τουρ­γούν και ως  φυ­τώ­ριο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νων συγ­γρα­φέων. Μά­λι­στα, φυ­τώ­ριο με την εν­νοιο­λο­γι­κή ση­μα­σία που εί­χε κά­πο­τε αυ­τή η λέ­ξη, ό­ταν την χρη­σι­μο­ποιού­σαν ως χα­ρα­κτη­ρι­σμό λο­γο­τε­χνι­κών πε­ριο­δι­κών. Κι αυ­τό, για­τί οι εν λό­γω εκ­δό­σεις δεν φι­λο­ξε­νούν μό­νο το πρώ­το βι­βλίο ε­νός συγ­γρα­φέα, που εί­ναι συ­νή­θως μια συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, αλ­λά συ­νι­στούν και το χώ­ρο της πρώ­της εμ­φά­νι­σής του, δε­δο­μέ­νου ό­τι δεν υ­πάρ­χει, κα­τά κα­νό­να, κά­ποια προ­η­γού­με­νη δη­μο­σίευ­ση σε πε­ριο­δι­κό. Με άλ­λα λό­για, σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, ο εκ­δό­της ε­πι­τε­λεί έρ­γο α­ντί­στοι­χο με ε­κεί­νο του αλ­λο­τι­νού διευ­θυ­ντή λο­γο­τε­χνι­κού πε­ριο­δι­κού. Στην πε­ρί­πτω­ση, μά­λι­στα, του συ­γκε­κρι­μέ­νου εκ­δό­τη, τη­ρου­μέ­νων πά­ντο­τε των α­να­λο­γιών, με τα ί­δια ποιο­τι­κά και ό­χι ε­μπο­ρι­κά κρι­τή­ρια. Κι αυ­τός ο­σμί­ζε­ται τον τα­λα­ντού­χο ή, έ­στω, τον υ­πο­σχό­με­νο εν μέ­σω των ε­πί­δο­ξων συγ­γρα­φέων. Κρί­νο­ντας εκ του α­πο­τε­λέ­σμα­τος, στο διά­στη­μα μιας πε­ρί­που δε­κα­ε­τίας, θα μπο­ρού­σε να ε­ξαχ­θεί το συ­μπέ­ρα­σμα ό­τι δεν σφάλ­λει στην κρί­ση του. Βε­βαίως, το α­πο­τέ­λε­σμα, που συ­νί­στα­ται στην υ­πο­δο­χή του βι­βλίου, την κρι­τι­κή α­ντι­με­τώ­πι­ση και τις βρα­βεύ­σεις, ε­πη­ρεά­ζε­ται α­πό το ό­νο­μα, που έ­χει α­πο­κτή­σει στο εν­διά­με­σο ο εκ­δο­τι­κός οί­κος. Αυ­τό α­πο­τε­λεί κά­τι σαν εγ­γύη­ση και λει­τουρ­γεί κα­θο­ρι­στι­κά, του­λά­χι­στον σε μια πρώ­τη φά­ση προ­βο­λής, που α­ντι­στοι­χεί και στην προ­τε­ραιό­τη­τα που δί­νε­ται στα βι­βλία ε­νός  εκ­δο­τι­κού οί­κου. Ακό­μη και μό­νο αυ­τό, αν δε­χτού­με ό­τι ο εκ­δό­της δεν ε­πη­ρεά­ζει την πε­ραι­τέ­ρω πο­ρεία τους, δεν εί­ναι α­με­λη­τέ­ος πα­ρά­γων, ό­ταν, για αρ­κε­τά βι­βλία, δεν γί­νε­ται η πα­ρα­μι­κρή νύ­ξη στον Τύ­πο.
Πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι τα βι­βλία της πε­ζο­γρα­φι­κής βι­βλιο­θή­κης των εκ­δό­σεων «Πό­λις» πα­ρου­σιά­ζουν κά­ποια ο­μοιο­γέ­νεια, χω­ρίς να λεί­πουν οι ε­ξαι­ρέ­σεις. Εί­ναι το στοι­χείο που α­πο­τε­λού­σε πα­λαιό­τε­ρα και  χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του φυ­τω­ρίου ε­νός πε­ριο­δι­κού. Από μια ά­πο­ψη, α­να­με­νό­με­νο, α­φού και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις οι ε­πι­λο­γές α­κο­λου­θούν τα κρι­τή­ρια ε­νός προ­σώ­που. Η υ­πό­θε­ση των βι­βλίων εί­ναι σύγ­χρο­νη, ε­πι­κε­ντρω­μέ­νη στο ά­το­μο της με­τα­μο­ντέρ­νας κοι­νω­νίας, με προ­τί­μη­ση στα α­κραία συμ­βά­ντα και τη βίαια συ­μπε­ρι­φο­ρά. Η α­φη­γη­μα­τι­κή ο­πτι­κή εκ­φρά­ζει τη στά­ση της προο­δευ­τι­κής σή­με­ρα δια­νό­η­σης στα τρέ­χο­ντα φυ­λε­τι­κά προ­βλή­μα­τα και την α­να­θεω­ρη­τι­κή ερ­μη­νεία της Ιστο­ρίας. Η γρα­φή δεν εί­ναι ερ­γα­στη­ρια­κή. Δη­μιουρ­γεί την αί­σθη­ση του αυ­θόρ­μη­του ξε­σπά­σμα­τος, προ­σο­μοιά­ζο­ντας συ­χνά και σε κα­ταγ­γε­λία ό­σων υ­φί­στα­ται ο πιο α­δύ­να­μος μιας σχέ­σης ή και της ο­ποιασ­δή­πο­τε συ­νύ­παρ­ξης. Η γλώσ­σα προ­φο­ρι­κή συ­νται­ριά­ζει με τον συ­χνά συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­νο α­φη­γη­τή. Πα­ρά αυ­τήν την ο­μό­τρο­πη ει­κό­να, οι συγ­γρα­φείς κα­λύ­πτουν έ­να σχε­τι­κά ευ­ρύ η­λι­κια­κό φά­σμα, πε­ρί­που μιας ει­κο­σα­ε­τίας, ξε­κι­νώ­ντας σχε­τι­κά με­γά­λοι, γύ­ρω στα 35. Ευ­ρύ εί­ναι και το ε­παγ­γελ­μα­τι­κό ά­νοιγ­μα, πα­ρα­μέ­νο­ντας, ω­στό­σο, στην με­σο­α­στι­κή τά­ξη και στους καλ­λιερ­γη­μέ­νους, α­πό δη­μο­σιο­γρά­φους μέ­χρι αν­θρώ­πους της φω­το­γρα­φίας και του κι­νη­μα­το­γρά­φου, αλ­λά και της οι­κο­νο­μίας. Στα ι­διαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της συγ­γρα­φι­κής ο­μά­δας, ση­μειώ­νου­με την α­ριθ­μη­τι­κή υ­περ­τέ­ρη­ση των γυ­ναι­κών, κα­θώς και την α­που­σία συγ­γρα­φέων που να μα­θή­τευ­σαν σε σχο­λές δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής. 
Μα­κρύς πρό­λο­γος, κα­θώς η πρώ­τη πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη του 2013 α­πό τις εν λό­γω εκ­δό­σεις, Ελι­σά­βετ Χρο­νο­πού­λου, δεί­χνει να α­πο­τε­λεί μια α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κή πε­ρί­πτω­ση. Έρχε­ται α­πό το χώ­ρο του κι­νη­μα­το­γρά­φου, ό­πως και η Βα­σι­λι­κή Ηλιο­πού­λου, ό­ντας κι αυ­τή σκη­νο­θέ­τις. Πα­ρου­σιά­ζε­ται με συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, ό­λα σε πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση. Ο αυ­θόρ­μη­τος χα­ρα­κτή­ρας της α­φή­γη­σης α­πο­δό­θη­κε πα­ρα­στα­τι­κά α­πό την ί­δια τη συγ­γρα­φέα, σε συ­νέ­ντευ­ξή της, με τη δια­τύ­πω­ση ό­τι κά­ποιες ι­στο­ρίες της “βγή­καν σαν ε­με­τός”. Συ­νο­λι­κά ο­κτώ ι­στο­ρίες, με την α­φή­γη­ση στα­θε­ρά σε πρώ­το πρό­σω­πο. Στη θέ­ση του α­φη­γη­τή, έ­ξι άν­δρες και μια γυ­ναί­κα, που εί­ναι και οι κε­ντρι­κοί ή­ρωες των α­ντί­στοι­χων ι­στο­ριών. Μό­νο μια την α­φη­γεί­ται πρό­σω­πο, που μέ­νει ε­κτός δρά­σης και ε­πέ­χει ρό­λο πα­ρα­τη­ρη­τή. Οι δια­φο­ρε­τι­κές συ­ντε­ταγ­μέ­νες τους, φύ­λο-η­λι­κία-ε­πάγ­γελ­μα, δεν ε­πη­ρεά­ζουν το λε­κτι­κό τους. Πα­ρα­μέ­νει σχε­δόν α­δια­φο­ρο­ποίη­το. Δια­θέ­τει, πά­ντως, τη ζω­ντά­νια της σή­με­ρα κα­θο­μι­λου­μέ­νης. Στην πε­ρί­πτω­ση έ­φη­βων α­φη­γη­τών, πλη­θαί­νουν οι ε­λευ­θε­ριά­ζου­σες εκ­φρά­σεις και οι συ­νή­θεις κω­δι­κές λέ­ξεις, που ε­πι­κρα­τούν στην ε­πι­κοι­νω­νία των νέων.  
Όσο για την προο­δευ­τι­κή ο­πτι­κή της α­φή­γη­σης, αυ­τή φαί­νε­ται σε κά­ποια διη­γή­μα­τα να δο­κι­μά­ζει τα ό­ρια της α­λη­θο­φά­νειας ή, μάλ­λον α­κρι­βέ­στε­ρα, πε­ριο­ρί­ζει τις πραγ­μα­τι­κές κα­τα­στά­σεις, που ε­πι­ζη­τά να πε­ρι­γρά­ψει, στον μι­κρό­κο­σμο μιας α­ριθ­μη­τι­κά μι­κρής κοι­νω­νι­κής ο­μά­δας. Πα­ρό­λο που η συγ­γρα­φέ­ας δια­τεί­νε­ται ό­τι “πα­θαί­νει α­σφυ­ξία με το πο­λι­τι­κώς ορ­θό”, η ί­δια προ­βάλ­λει στις μυ­θο­πλα­σίες της έ­να προω­θη­μέ­νο πο­λι­τι­κώς ορ­θό, που εκ­φρά­ζει τη με­τα­μο­ντέρ­να πρω­το­πο­ρία. Πα­ρά­δειγ­μα, το διή­γη­μα, με τίτ­λο, «Το μο­τό­ρι», ό­που το κύ­ριο πρό­σω­πο εί­ναι έ­νας Αλβα­νός έ­φη­βος. Ενώ, ως α­φη­γη­τής α­να­λαμ­βά­νει ο Έλλη­νας συμ­μα­θη­τής και καρ­δια­κός φί­λος του στο δη­μο­τι­κό, που έ­γι­νε α­φορ­μή να διωχ­θεί ε­κεί­νος α­πό το σχο­λείο, καί­τοι “γα­μά­τος σε ό­λα του”. Ο εν­διά­θε­τος μο­νό­λο­γος φα­νε­ρώ­νει τις ε­νο­χές του, ε­πει­δή στά­θη­κε δει­λός και δεν ξε­διά­λυ­νε α­πό την αρ­χή στο δά­σκα­λο ό­τι αυ­τός εί­χε στή­σει την κλο­πή, για την ο­ποία κα­τη­γο­ρή­θη­κε ο Αλβα­νός, “σαν πλά­κα για να γε­λά­σου­ν”. Ενο­χές που έρ­χο­νται εκ των υ­στέ­ρων, κα­θώς ο­ξύ­νο­νται α­πό τη στά­ση του πα­λαιού φί­λου του. Πα­ρό­λο που δεν μι­λιού­νται,  ε­κεί­νος α­πο­δει­κνύε­ται υ­πε­ρά­νω, ε­ξα­κο­λου­θώ­ντας να τον προ­στα­τεύει α­πό τις μα­φιό­ζι­κες πα­ρέες των συ­μπα­τριω­τών του, που τρο­μο­κρα­τούν τη γει­το­νιά του Γκύ­ζη. Και η μη­τέ­ρα του α­φη­γη­τή, ό­χι μό­νο ε­γκρί­νει τη φι­λία του γιου της με τον Αλβα­νό, αλ­λά, με κά­θε τρό­πο, την ευ­νο­εί. Με­τά χα­ράς, τον κοι­μί­ζει τα σαβ­βα­τό­βρα­δα στο σπί­τι της και τον υ­πο­στη­ρί­ζει α­κό­μη και ό­ταν τον κα­τη­γο­ρούν για κλο­πή.
Μπο­ρεί το συ­γκε­κρι­μέ­νο διή­γη­μα να εί­ναι ε­μπνευ­σμέ­νο α­πό την προ­σω­πι­κή ε­μπει­ρία της Χρο­νο­πού­λου, ό­πως ε­ξο­μο­λο­γεί­ται, αλ­λά μάλ­λον δεν α­πο­τε­λεί α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κή πε­ρί­πτω­ση. Χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει, ό­τι η λο­γο­τε­χνία δεν δι­καιού­ται να η­ρωο­ποιεί τον Αλβα­νό ή και τον οιον­δή­πο­τε που α­νή­κει σε φυ­λε­τι­κή ή άλ­λη μειο­ψη­φία, με στό­χο να α­νοί­ξει το δρό­μο προς την ε­ξά­λει­ψη των ρα­τσι­στι­κών προ­κα­τα­λή­ψεων. Σε αυ­τό το πνεύ­μα, άλ­λω­στε, κι­νεί­το και η άλ­λο­τε πο­τέ πε­ριώ­νυ­μη σχο­λή του σο­σια­λι­στι­κού ρε­α­λι­σμού, μό­νο που δεν εί­χε και τα κα­λύ­τε­ρα α­πο­τε­λέ­σμα­τα. Σε α­ντί­στι­ξη, θυ­μί­ζου­με το διή­γη­μα, «Σαβ­βα­τιά­τι­κες δου­λειές», της Ηλιο­πού­λου, που σκια­γρα­φεί τη δύ­σκο­λη συ­νύ­παρ­ξη με τον ξέ­νο και ει­δι­κό­τε­ρα, με τον Αλβα­νό. Εκεί­νη, ό­μως, α­νή­κει σε μια η­λι­κια­κά λί­γο με­γα­λύ­τε­ρη ο­μά­δα πε­ζο­γρά­φων, ό­πως και κι­νη­μα­το­γρα­φι­στών, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό το χρό­νο που πρω­το­πα­ρου­σιά­στη­κε.
Αυ­τή η δια­φο­ρά φαί­νε­ται και σε άλ­λες θε­μα­τι­κές ζώ­νες, που, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, α­να­θεω­ρού­νται και α­πο­τυ­πώ­νο­νται α­φη­γη­μα­τι­κά μέ­σα α­πό ση­με­ρι­νές ο­πτι­κές. Ενδει­κτι­κό πα­ρά­δειγ­μα, ο Εμφύ­λιος, που α­πο­τε­λεί το φό­ντο στο προ­η­γού­με­νο μυ­θι­στό­ρη­μα της Ηλιο­πού­λου, το «Σμι­θ», το ο­ποίο α­πέ­σπα­σε το Κρα­τι­κό Βρα­βείο Μυ­θι­στο­ρή­μα­τος 2010. Σε α­ντί­θε­ση, η Χρο­νο­πού­λου, στο έ­να διή­γη­μα, που ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στον Εμφύ­λιο, το «Αμα­λία», ε­πι­λέ­γει τους υ­ψη­λούς τό­νους. Προ­βάλ­λει σαν μια ι­στο­ρία ω­μής βίας,  που α­πει­κο­νί­ζει τους κο­μου­νι­στές ως φρι­κα­λέ­ους σφα­γείς. Μάλ­λον μέ­νει ζη­τού­με­νο το πό­σο ε­ποι­κο­δο­μη­τι­κή α­πο­βαί­νει αυ­τή η α­κραία πρόσ­λη­ψη της α­να­θεώ­ρη­σης της Ιστο­ρίας του Εμφυ­λίου, προς ε­πί­τευ­ξη της ε­πι­διω­κό­με­νης α­πο­κά­θαρ­σης α­πό το πρό­τυ­πο του κα­λού α­ντάρ­τη. Έχου­με, πά­ντως, την ε­ντύ­πω­ση, ό­τι, το­πο­θε­τώ­ντας η συγ­γρα­φέ­ας την ι­στο­ρία σε συ­γκε­κρι­μέ­νο τό­πο της Πε­λο­πον­νή­σου, το Σκο­τά­νι Κα­λα­βρύ­των, η α­φή­γη­σή της α­πο­κτά το βά­ρος μαρ­τυ­ρίας, πα­ρό­λο που α­πο­κρύ­βο­νται τα πραγ­μα­τι­κά ο­νό­μα­τα. Κα­τά τα άλ­λα, θα χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με  α­δό­κι­μο τον τρό­πο που ξε­κι­νά­ει η ι­στο­ρία με ε­πι­στο­λή προς την κό­ρη του κα­τα­δό­τη μπα­κά­λη του χω­ριού, την ο­ποία στέλ­νει νε­α­ρός, υ­πο­τί­θε­ται και ψυ­χο­πο­νιά­ρης, α­ντάρ­της, που στά­θη­κε μάρ­τυ­ρας στη σφα­γή της μά­νας της α­πό τον κα­πε­τά­νιό του.
Άλλα ευαί­σθη­τα θέ­μα­τα, που πο­λιορ­κεί μυ­θο­πλα­στι­κά η Χρο­νο­πού­λου, εί­ναι ο βια­σμός, η βά­ναυ­ση συ­μπε­ρι­φο­ρά στη διάρ­κεια της σε­ξουα­λι­κής πρά­ξης, η ο­μο­φυ­λο­φι­λία με έ­φη­βο σύ­ντρο­φο, οι νε­α­ροί ναρ­κο­μα­νείς αλ­λά και οι ‘‘κα­θυ­στε­ρη­μέ­νοι’’ ως α­πό­κλη­ροι της κοι­νω­νίας. Πα­ρό­μοια θέ­μα­τα έ­χουν δώ­σει τρο­φή σε μια νέα ο­μά­δα κι­νη­μα­το­γρα­φι­στών, στην ο­ποία α­νή­κει και η ί­δια, βρί­σκο­ντας ευ­ρω­παϊκή α­πή­χη­ση. Η ε­κτε­νέ­στε­ρη ι­στο­ρία, α­πό την ο­ποία αν­τλεί­ται ο πρω­τό­τυ­πος τίτ­λος της συλ­λο­γής, δεί­χνει σαν έ­τοι­μη για τη με­τα­μόρ­φω­σή της σε ται­νία. Θε­μα­τι­κά πρό­σφο­ρη, έ­τσι ό­πως πε­ρι­πλέ­κει τις διά­στρο­φες προ­τι­μή­σεις του θύ­τη ε­νός ά­γριου ξυ­λο­δαρ­μού, και μορ­φι­κά προ­σφυώς σχε­δια­σμέ­νη, με την εκ των έ­σω α­φή­γη­ση να ξε­δι­πλώ­νε­ται εκ των υ­στέ­ρων, πί­σω α­πό της φυ­λα­κής τα σί­δε­ρα, εν­σω­μα­τώ­νο­ντας στι­χο­μυ­θίες και πε­ρι­γρα­φές των σκη­νών δρά­σης. Πι­θα­νώς, και μια δεύ­τε­ρη ι­στο­ρία να προ­σφε­ρό­ταν. Αυ­τή μπο­ρεί και να έ­δει­χνε πιο συ­ναρ­πα­στι­κή σε κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή εκ­δο­χή πα­ρά στην πε­ζο­γρα­φι­κή. Στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό τον βια­σμό νε­α­ράς του­ρί­στριας α­πό η­λι­κιω­μέ­νο νη­σιώ­τη, θέ­μα που πα­ρα­μέ­νει ε­σα­εί ε­πί­και­ρο σε μια χώ­ρα ό­πως η Ελλά­δα. Έχει την ί­δια μορ­φή με την προ­η­γού­με­νη. Μό­νο που σε αυ­τήν, δεν α­πα­σχο­λεί η ψυ­χο­λο­γία του θύ­τη αλ­λά το η­θι­κό δί­λημ­μα του γιου του δρά­στη, που προ­βάλ­λει ως πιο ε­πί­μα­χο σε μια κοι­νω­νία με πα­ρα­δο­σια­κά κα­τά­λοι­πα. Να κα­τα­θέ­σει ό­σα πα­ρα­κο­λού­θη­σε εκ του μα­κρό­θεν ή να τα αρ­νη­θεί; Ποιό ή­ταν “το σω­στό”;
Σαν γε­νι­κό­τε­ρη ε­ντύ­πω­ση, οι ι­στο­ρίες της Χρο­νο­πού­λου υ­στε­ρούν στους α­φη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους για το ξε­κί­νη­μα της α­φή­γη­σης, ε­νώ οι κα­λύ­τε­ρες σε­λί­δες τους εί­ναι ε­κεί­νες που πε­ρι­γρά­φουν α­κραίες σκη­νές ψυ­χο­λο­γι­κών κρί­σεων. Τρεις ι­στο­ρίες, οι δυο που προ­τάσ­σο­νται και η κα­τα­λη­κτι­κή, με λι­γό­τε­ρο ε­πί­μα­χα θέ­μα­τα και μι­κρό­τε­ρες δια­κυ­μάν­σεις στην ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση του α­φη­γη­τή, α­ντα­να­κλούν τις δε­ξιό­τη­τες της συγ­γρα­φέως. Στην πρώ­τη, πα­ρα­κο­λου­θού­με το πώς οι εν­δό­μυ­χες σκέ­ψεις του α­φη­γη­τή παίρ­νουν συ­γκε­κρι­μέ­νη μορ­φή, μέ­σα α­πό τη συ­ζή­τη­ση με στε­νό φί­λο του, που μπο­ρεί να εί­ναι και ε­ρω­τι­κός σύ­ντρο­φος. Απο­τυ­πώ­νο­νται η αμ­φί­θυ­μη διά­θε­ση κά­ποιου, που νιώ­θει α­πο­τυ­χη­μέ­νος, α­πέ­να­ντι σε έ­ναν άλ­λο­τε πο­τέ φί­λο του που έ­κα­νε κα­ριέ­ρα, ο δι­σταγ­μός να προ­στρέ­ξει σε ε­κεί­νον για βοή­θεια και το πό­σο το­νώ­νει το η­θι­κό έ­νας φι­λο­φρο­νη­τι­κός λό­γος. Στο δεύ­τε­ρο διή­γη­μα, με μια μό­νο σκη­νή, δί­νε­ται η α­να­στά­τω­ση, που μπο­ρεί να προ­ξε­νή­σει η πα­ρου­σία ε­νός δια­νο­η­τι­κά πά­σχο­ντα, ό­ταν ει­σχω­ρεί α­προ­ει­δο­ποίη­τα σε έ­ναν κοι­νω­νι­κό μι­κρό­κο­σμο. Εδώ, σκια­γρα­φεί­ται ο τρό­μος, που προ­κα­λεί το δια­φο­ρε­τι­κό πα­ρά την πρό­δη­λη α­δυ­να­μία του. Όσο για το τε­λευ­ταίο διή­γη­μα, με τίτ­λο «Σή­με­ρα πέ­θα­νες», δια­θέ­τει την με­γά­λη α­ρε­τή ε­νός διη­γή­μα­τος. Πα­ρα­μέ­νει υ­παι­νι­κτι­κό, κερ­δί­ζο­ντας ό­σα χά­νουν κά­ποιες άλ­λες ι­στο­ρίες του βι­βλίου, οι ο­ποίες υιο­θε­τούν τις ω­μές και α­να­πτυγ­μέ­νες σε μά­κρος πε­ρι­γρα­φές.
 Έχουν πε­ρά­σει πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό δέ­κα χρό­νια, α­πό τό­τε που κά­να­με λό­γο συ­γκε­ντρω­τι­κά για τους πε­ζο­γρά­φους συ­γκε­κρι­μέ­νου εκ­δο­τι­κού οί­κου. Τό­τε, ε­πρό­κει­το για τις εκ­δό­σεις «Νε­φέ­λη» και τον Γιάν­νη Δου­βί­τσα, που ε­ξέ­δι­δε συλ­λο­γές διη­γη­μά­των, α­δια­φο­ρώ­ντας για την α­γο­ρα­στι­κή τους α­πή­χη­ση. Εκτός α­πό τον αιφ­νί­διο θά­να­το του εκ­δό­τη, το γε­γο­νός ό­τι δεν α­πό­μει­νε κά­τι α­πό αυ­τήν την εκ­δο­τι­κή προ­σπά­θεια χρεώ­νε­ται και στους συγ­γρα­φείς, που έ­σπευ­σαν σε με­τα­στέ­γα­ση και ε­πα­νεκ­δό­σεις. Ωστό­σο, αν ο εκ­δό­της εί­χε δη­μιουρ­γή­σει αυ­τό­νο­μη βι­βλιο­θή­κη, ό­πως συ­νη­θί­ζουν να κά­νουν εκ­δό­τες της αλ­λο­δα­πής, θα έ­με­νε, κό­ντρα στους ό­ποιους α­στάθ­μη­τους πα­ρά­γο­ντες, έ­να στέ­ρεο κα­τά­λοι­πο α­πό ε­κεί­νο το συγ­γρα­φι­κό το­πίο. Αυ­τή η δια­πί­στω­ση ι­σχύει και σή­με­ρα. Ενι­σχύε­ται, μά­λι­στα, α­πό την κι­νη­τι­κό­τη­τα που ε­πι­δει­κνύουν οι συγ­γρα­φείς. Εν και­ρώ σο­βού­σης κρί­σης, ό­ταν ό­λα ε­πι­βρα­δύ­νο­νται, ό­ταν δεν α­κι­νη­το­ποιού­νται, αυ­τοί δρα­στη­ριο­ποιού­νται. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, μέ­νου­με με την α­πο­ρία για­τί έ­νας συγ­γρα­φέ­ας, που έ­χει τύ­χει ι­διαί­τε­ρης φρο­ντί­δας α­πό τον εκ­δό­τη του, τον ε­γκα­τα­λεί­πει. Ανα­φε­ρό­μα­στε, προ­φα­νώς, σε δό­κι­μους συγ­γρα­φείς και πα­ρα­λεί­που­με τα τυ­χόν οι­κο­νο­μι­κά κί­νη­τρα, που υ­πο­θέ­του­με ό­τι δεν στέ­κο­νται κα­θο­ρι­στι­κά σε βι­βλία μι­κρού τι­ράζ. Λ.χ., για­τί η Ηλιο­πού­λου εκ­δί­δει το και­νού­ριο βι­βλίο της στις εκ­δό­σεις «Πα­τά­κη» και κα­τά α­ντί­θε­τη φο­ρά, ο Χρή­στος Αστε­ρίου ε­γκα­τα­λεί­πει τις εκ­δό­σεις «Πα­τά­κη» για τις εκ­δό­σεις «Πό­λις»; Συ­νο­ψί­ζο­ντας, αν ή­μα­σταν στη θέ­ση του Νί­κου Γκιώ­νη θα κα­ταρ­τί­ζα­με σει­ρά νεό­τε­ρης ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας με α­να­γνω­ρί­σι­μη τυ­πο­τε­χνι­κά φυ­σιο­γνω­μία. 

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 19/5/2013.

Εξαρτήσεις και δεσμοί

$
0
0
Περικλής
Πανταζής,
«Ο μικρός
κλέφτης».











Ελεάν­να Βλα­στού
«Εξα­φα­νί­σεις»
Εκδό­σεις Πό­λις
Απρί­λιος 2013 
Ας ξε­κι­νή­σου­με με μια αρ­νη­τι­κή δια­πί­στω­ση, που α­φο­ρά την α­στο­χία, με την έν­νοια της μη α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό­τη­τας, του τίτ­λου, για να σχο­λιά­σου­με το βι­βλίο μια νέ­ας πα­ρου­σίας στο χώ­ρο της πε­ζο­γρα­φίας, που δεί­χνει εν­δια­φέ­ρου­σα. Πρό­κει­ται για την Ελεάν­να Βλα­στού και τα πρώ­τα διη­γή­μα­τά της, ό­πως χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται οι ι­στο­ρίες της στη σε­λί­δα τίτ­λου. Επει­δή, τε­λευ­ταία, έ­χου­με κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη α­να­φερ­θεί στη διά­κρι­ση διη­γή­μα­τος και ι­στο­ρίας, ση­μειώ­νου­με ει­σα­γω­γι­κά, ό­τι, του­λά­χι­στον τις τέσ­σε­ρις α­πό τις συ­νο­λι­κά έ­ξι ι­στο­ρίες, θα τις χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με και ε­μείς διη­γή­μα­τα. Επί­σης, θα πρέ­πει να πα­ρα­δε­χτού­με ό­τι ί­σως και να βια­στή­κα­με στην πε­ρι­χα­ρά­κω­ση της πε­ζο­γρα­φι­κής βι­βλιο­θή­κης των εκ­δό­σεων «Πό­λις», που ε­πι­χει­ρή­σα­με με α­φορ­μή τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των της Ελι­σά­βετ Χρο­νο­πού­λου. Δεύ­τε­ρη πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη του εκ­δο­τι­κού οί­κου για το τρέ­χον έ­τος η Βλα­στού, δια­φο­ρο­ποιεί­ται α­πό το ο­μοιο­γε­νές προ­φί­λ, που προ­σπα­θή­σα­με να σκια­γρα­φή­σου­με στο προ­η­γού­με­νο EX LIBRIS. Οι ι­στο­ρίες της δεν το­πο­θε­τού­νται στην κό­ψη του ξυ­ρα­φιού και οι ή­ρωές τους δεν α­κρο­βα­τούν σε τε­ντω­μέ­νο σκοι­νί. Ού­τε α­κραία συμ­βά­ντα εμ­φα­νί­ζο­νται, ού­τε βίαια συ­μπε­ρι­φο­ρά. Οι τό­νοι της α­φή­γη­σης χα­μη­λώ­νουν, ε­νώ η πρό­κλη­ση ως στό­χος πα­ρα­με­ρί­ζε­ται. Πα­ρό­λο που πρό­κει­ται για το πρώ­το βι­βλίο, υ­πάρ­χει α­νε­πτυγ­μέ­νη η συγ­γρα­φι­κή συ­νεί­δη­ση.
Η υ­πό­θε­ση των ι­στο­ριών εί­ναι σύγ­χρο­νη, ε­πι­κε­ντρω­μέ­νη στο ά­το­μο. Μό­νο που οι κα­τα­στά­σεις έ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ρο δια­χρο­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα, α­νε­ξάρ­τη­τα αν ο­ρι­σμέ­νες ι­στο­ρίες α­φορ­μώ­νται α­πό τις τρέ­χου­σες συν­θή­κες της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης. Η σχέ­ση που ε­πα­νέρ­χε­ται εί­ναι η γο­νι­κή και  α­κο­λου­θεί η συ­ζυ­γι­κή, ε­νώ κα­μιά ι­στο­ρία δεν ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στον έ­ρω­τα. Αφού α­να­φερ­θή­κα­με ει­σα­γω­γι­κά στην α­στο­χία του τίτ­λου του βι­βλίου, ας ξε­κι­νή­σου­με α­πό το διή­γη­μα, με τίτ­λο, «Ένα α­γό­ρι», που θα μπο­ρού­σε να τιτ­λο­φο­ρεί­ται, «Η ε­ξα­φά­νι­ση». Αυ­τό εί­ναι το μο­να­δι­κό της συλ­λο­γής, στο ο­ποίο έ­νας άν­θρω­πος ε­ξα­φα­νί­ζε­ται. Πε­ρι­γρά­φο­νται οι ψυ­χι­κές κα­τα­στά­σεις ε­νός α­γο­ριού, τις ο­ποίες δη­μιούρ­γη­σε η ε­ξα­φά­νι­ση της μη­τέ­ρας του. Η α­να­σκό­πη­ση γί­νε­ται α­να­δρο­μι­κά α­πό τον α­νώ­ρι­μο ε­νή­λι­κα, στον ο­ποίο ε­ξε­λίχ­θη­κε με­γα­λώ­νο­ντας το α­γό­ρι. Η ε­γκα­τά­λει­ψη στά­θη­κε ι­διαί­τε­ρα ε­πώ­δυ­νη, γι’ αυ­τό και κα­θο­ρι­στι­κή της ψυ­χο­σύ­στα­σής του, κα­θώς συ­νέ­βη σε μι­κρή η­λι­κία, και το κυ­ριό­τε­ρο, για­τί το α­γό­ρι ή­ταν προ­σκολ­λη­μέ­νο στη μη­τέ­ρα του. Δεν έ­λει­πε ο πα­τέ­ρας, αλ­λά ε­κεί­νος πα­ρέ­με­νε συ­ναι­σθη­μα­τι­κά α­πό­μα­κρος, πι­θα­νώς, ως αγ­γλο­τρα­φής, κα­τά τη μό­νη σχε­τι­κή με αυ­τόν πλη­ρο­φο­ρία που δί­νε­ται.
Το κυ­ρίαρ­χο πρό­σω­πο εί­ναι η α­πού­σα μη­τέ­ρα. Δεν πε­ρι­γρά­φε­ται υ­περ­προ­στα­τευ­τι­κή, α­ντι­θέ­τως, ως “μη­τέ­ρα-ξω­τι­κό” τη θυ­μά­ται το α­γό­ρι. Ήταν, ό­μως, α­κρι­βώς αυ­τή η αί­σθη­ση του α­πό­μα­κρου, που δη­μιουρ­γού­σε μια μυ­στη­ριώ­δη α­χλύ, η ο­ποία και το είλ­κυε, προ­κα­λώ­ντας του πο­λύ πριν την ε­ξα­φά­νι­σή της έ­να άγ­χος α­να­σφά­λειας. Αυ­τό έ­φε­ρε τα χρό­νια ψυ­χο­λο­γι­κά προ­βλή­μα­τα και ο­δή­γη­σε στις μα­κρο­χρό­νιες ό­σο και α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κές ψυ­χο­θε­ρα­πείες, κυ­ρίως στις ναυα­γι­σμέ­νες ε­ρω­τι­κές σχέ­σεις, που δεν ή­ταν πα­ρά δια­δο­χι­κές, α­νε­πι­τυ­χείς προ­σκολ­λή­σεις. Ακό­μη κι ό­ταν προέ­κυ­ψε έ­νας α­μοι­βαίος έ­ρω­τας, για ε­κεί­νον η α­πόρ­ρι­ψη ή­ταν προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη ως ε­πα­νά­λη­ψη της μη­τρι­κής. Με άλ­λα λό­για, έ­χου­με μια υ­πό­θε­ση για μυ­θι­στό­ρη­μα, που α­να­πτύσ­σε­ται με τρό­πο δρα­στι­κό μέ­σα σε λί­γες σε­λί­δες,  χω­ρίς να στε­γνώ­νει το συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό του νε­α­ρού ά­ντρα, στον ο­ποίο προσ­δί­δε­ται μια ρο­μα­ντι­κή χροιά. Για τη συ­μπύ­κνω­ση κα­θο­ρι­στι­κά στέ­κο­νται τα α­πο­σπά­σμα­τα α­πό ξέ­να λο­γο­τε­χνι­κά βι­βλία και ο ε­πι­δέ­ξιος τρό­πος συρ­ρα­φής τους.
Ένα α­πό τα ε­πα­κό­λου­θα της ψυ­χι­κής α­στά­θειας του ε­γκα­τα­λει­φθέ­ντος εί­ναι το σχε­δόν φε­τι­χι­στι­κό δέ­σι­μο με τα πράγ­μα­τα ε­κεί­νου που α­πο­χώ­ρη­σε. Τα προ­σω­πι­κά α­ντι­κεί­με­να, ως προέ­κτα­ση της ύ­παρ­ξης που χά­θη­κε, συμ­βάλ­λουν στην α­πο­κα­τά­στα­ση κά­ποιας ψυ­χι­κής ι­σορ­ρο­πίας. Μέ­σα στο δω­μά­τιο της μη­τέ­ρας, τα βι­βλία της και ό,τι άλ­λο ά­φη­σε ε­κεί, βο­η­θούν το α­γό­ρι να δια­τη­ρή­σει μια φα­ντα­σια­κή ε­πα­φή μα­ζί της. Κά­τι πα­ρα­πλή­σιο συμ­βαί­νει στο σύ­ντο­μο ε­ναρ­κτή­ριο διή­γη­μα, με τον εκ προοι­μίου πει­σι­θά­να­το τίτ­λο, «Ού­τε χώ­ρος ού­τε χρό­νος». Σε αυ­τό, τα γνώ­ρι­μα α­ντι­κεί­με­να του σπι­τιού συν­δρά­μουν τη γυ­ναί­κα, μιας κά­ποιας η­λι­κίας, α­φού έ­χει κό­ρη πα­ντρε­μέ­νη, να α­πο­κα­τα­στή­σει έ­ναν τρό­πο ε­πι­βίω­σης με­τά την α­πώ­λεια του συ­ζύ­γου της, με τον ο­ποίο, κρί­νο­ντας α­πό τις α­να­μνή­σεις της, έ­ζη­σε πολ­λά και ευ­τυ­χή χρό­νια.
Ο θά­να­τος ε­νός μο­να­δι­κού α­γα­πη­μέ­νου προ­σώ­που δη­μιουρ­γεί αί­σθη­ση κα­τάρ­γη­σης του χρό­νου. Η ε­στία­ση της σκέ­ψης στον πα­ρελ­θό­ντα κοι­νό τους χρό­νο τον με­τα­στοι­χειώ­νει σε χώ­ρο. Αν, στο προ­η­γού­με­νο διή­γη­μα, το α­γό­ρι συ­ναρ­μο­λο­γεί την α­κό­μη α­σχη­μά­τι­στη ει­κό­να του ε­αυ­τού του στο δω­μά­τιο, σε αυ­τό, η πεν­θού­σα δια­τη­ρεί συ­νε­κτι­κή την ρα­γι­σμέ­νη ει­κό­να του ε­αυ­τού της μέ­σα στον κλει­στό χώ­ρο της οι­κο­γε­νεια­κής ε­στίας. Εκεί, η α­φή­γη­ση ε­πι­χει­ρεί την έν­δον κα­τα­βύ­θι­ση στο τρί­το πρό­σω­πο, δια­τη­ρώ­ντας έ­τσι ε­λεγ­χό­με­να τα αι­σθή­μα­τα. Εδώ, ξε­κι­νά με το δύ­σκο­λο α­φη­γη­μα­τι­κά δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο, φα­νε­ρώ­νο­ντας την προ­σπά­θεια να κα­λυ­φθεί με τη συ­νή­θη ρου­τί­να της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας η α­που­σία, με­τα­πί­πτει στο πρώ­το πρό­σω­πο, που α­νε­βά­ζει προς στιγ­μή τους τό­νους μέ­χρι αυ­το­σαρ­κα­σμού αλ­λά και α­γα­νά­κτη­σης για τη στά­ση του ε­κλι­πό­ντος στο κρί­σι­μο γι’ αυ­τούς ζή­τη­μα του γά­μου της κό­ρης τους, α­να­γνω­ρί­ζο­ντας το κε­νό με την ο­μο­η­χία του ‘‘λεί­πεις’’ με της ‘‘λύ­πης’’. Αμέ­σως με­τά ε­πα­νέρ­χε­ται στο δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο, πλη­ρο­φο­ρώ­ντας τον α­πό­ντα για ό­σα συμ­βαί­νουν στην Αθή­να, τις φω­τιές και τους κου­κου­λο­φό­ρους. Ενώ, η κα­τά­λη­ξη του διη­γή­μα­τος δί­νε­ται με μια συ­νο­πτι­κή πα­ρά­γρα­φο σε τρί­το πρό­σω­πο και σε τό­νο αρ­χι­κά πραγ­μα­τι­στι­κό, που εκ­πνέει με την ψυ­χο­λο­γι­κή κα­τάρ­ρευ­ση της τε­λευ­ταίας φρά­σης, που δί­νει τον τίτ­λο.
Τα άλ­λα τέσ­σε­ρα διη­γή­μα­τα ε­πα­νέρ­χο­νται στα ί­δια θέ­μα­τα -τη γο­νι­κή σχέ­ση, την ε­ξα­φά­νι­ση, την κρί­ση, το χώ­ρο και τα πράγ­μα­τα- α­πό δια­φο­ρε­τι­κές γω­νίες σκό­πευ­σης και με δια­φο­ρε­τι­κά α­φη­γη­μα­τι­κά α­πο­τε­λέ­σμα­τα. Το μό­νο διή­γη­μα, που θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί δια­σκε­δα­στι­κό, φέ­ρει τον τίτ­λο «Ο Δό­της». Ού­τε ε­ξα­φά­νι­ση ού­τε θά­να­τος. Πα­ρό­λο που ο ή­ρωας δεν α­νή­κει, ό­πως στα δυο προ­η­γού­με­να, στους ευ­κα­τά­στα­τους α­στούς, πα­ρα­κά­μπτε­ται και σε αυ­τό η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση. Η γο­νι­κή σχέ­ση πα­ρου­σιά­ζε­ται πλα­γίως μέ­σω του δω­ρη­τή σπέρ­μα­τος. Σε τρί­το πρό­σω­πο α­πο­δί­δο­νται οι σκέ­ψεις του δό­τη. Ερχό­με­νος α­πό την ε­παρ­χία στην Αθή­να, ό­που δεν στε­ριώ­νει μό­νι­μη ερ­γα­σία, λύ­νει για χρό­νια το οι­κο­νο­μι­κό του πρό­βλη­μα, συ­νερ­γα­ζό­με­νος με μια Τρά­πε­ζα σπέρ­μα­τος.
Η Βλα­στού κα­τα­φέρ­νει στο ξε­κί­νη­μα των ι­στο­ριών να δη­μιουρ­γεί α­πα­τη­λή ε­ντύ­πω­ση, πα­ρα­πέ­μπο­ντας τον α­να­γνώ­στη σε μια δια­φο­ρε­τι­κή κα­τά­στα­ση α­πό ε­κεί­νη για την ο­ποία πρό­κει­ται. Σε αυ­τό το διή­γη­μα, δη­μιουρ­γεί­ται, αρ­χι­κά, η ε­ντύ­πω­ση, ό­τι ο ψη­λός και με­λα­χρι­νός ε­παρ­χιώ­της εκ­δί­δε­ται. Κι αυ­τό, για­τί οι πε­ρισ­σό­τε­ροι μάλ­λον α­γνοούν, ό­τι οι ε­πί­δο­ξοι γο­νείς προσ­διο­ρί­ζουν τα ε­πι­θυ­μη­τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του προσ­δο­κώ­με­νου τέ­κνου, με πρώ­το στις προ­τι­μή­σεις τους το με­σο­γεια­κό προ­φί­λ, που έ­χει πέ­ρα­ση και στην ε­ρω­τι­κή πιά­τσα. Μέ­σα α­πό τη ο­πτι­κή του δό­τη, η συγ­γρα­φέ­ας α­σκεί κρι­τι­κή, δια­κω­μω­δώ­ντας τους για­τρούς, που δια­χει­ρί­ζο­νται πα­ρό­μοιες Τρά­πε­ζες σπέρ­μα­τος σαν ε­πι­χει­ρη­μα­τίες, μα­κράν της η­θι­κής του λει­τουρ­γού. Πα­ρο­μοίως, σα­τι­ρί­ζει την πε­λα­τεία των ε­πί­δο­ξων γο­νέων, με την α­φή­γη­ση να προ­σθέ­τει α­πο­χρώ­σεις τα­ξι­κού μέ­νους στα αι­σθή­μα­τα του δό­τη. Ενώ, κρούει το κώ­δω­να για τους κιν­δύ­νους που ελ­λο­χεύουν στην τε­χνη­τή γο­νι­μο­ποίη­ση, λό­γω της ε­λα­στι­κής η­θι­κής του δό­τη, κα­θώς η ποιό­τη­τα των γο­νι­δίων ε­ξαρ­τά­ται α­πό το πό­σο ε­κεί­νος πει­θαρ­χεί στους κα­νο­νι­σμούς της Τρά­πε­ζας σπέρ­μα­τος και α­πέ­χει α­πό κα­τα­χρή­σεις.
Ίδια ε­πι­τυ­χη­μέ­νο με το ά­νοιγ­μα εί­ναι και το κλεί­σι­μο του διη­γή­μα­τος. Ο δό­της, που συλ­λο­γί­ζε­ται ό­τι πο­τέ δεν θα του περ­νού­σε α­πό το μυα­λό να διεκ­δι­κή­σει πα­τρό­τη­τα, χά­ρις σε έ­να με­λα­χρι­νό πι­τσι­ρί­κι που συ­να­ντά­ει κα­τά την ε­πι­στρο­φή α­πό την Τρά­πε­ζα, νιώ­θει έ­να πρώ­το τσί­μπη­μα γο­νι­κού εν­στί­κτου. Δεν ευ­τυ­χούν, ό­μως, ό­λα τα κλει­σί­μα­τα, κα­θώς σε κά­ποια πα­ρει­σφρύουν ί­χνη δι­δα­κτι­σμού. Πα­ρά­δειγ­μα, μια ι­στο­ρία, που α­ντα­να­κλά ό­χι μό­νο την κρί­ση αλ­λά και την προ­η­γού­με­νη ει­κο­σα­ε­τία, της ευ­μά­ρειας και κα­λο­πέ­ρα­σης. Η α­να­δρο­μή στο πα­ρελ­θόν γί­νε­ται α­πό μια γυ­ναί­κα, που συ­νέ­πε­σε τό­τε να εί­ναι α­ρι­στού­χος α­πό­φοι­τος της Πα­ντείου και η ο­ποία με τη γο­νι­κή πα­ρό­τρυν­ση και τις κα­τάλ­λη­λες γνω­ρι­μίες α­κο­λού­θη­σε την εύ­κο­λη ο­δό του Δη­μο­σίου α­ντί της ε­πί­μοχ­θης πνευ­μα­τι­κής α­νά­βα­σης, που πι­θα­νώς και να ο­δη­γού­σε σε α­νοι­κτούς πνευ­μα­τι­κούς ο­ρί­ζο­ντες. Σε αυ­τήν την ι­στο­ρία, ο έν­δον λό­γος της η­ρωί­δας, πα­ρό­τι στο τρί­το πρό­σω­πο ε­νός ε­ξω­τε­ρι­κού πα­ρα­τη­ρη­τή, έ­χει συ­ναι­σθη­μα­τι­κή φόρ­τι­ση, που ε­πι­τεί­νε­ται, κα­θώς η πε­ρι­γρα­φή α­πλώ­νε­ται στο φά­σμα στε­ρεό­τυ­πων κα­τα­στά­σεων ευ­ζωίας. Όσο α­φο­ρά τη φόρ­τι­ση, αυ­τήν την δι­καιο­λο­γεί η ε­πι­λο­γή του χώ­ρου και της ώ­ρας: Πρώ­το Νε­κρο­τα­φείο, κα­τά την κή­δευ­ση πρώην διοι­κη­τή της Εθνι­κής Τρά­πε­ζας. Τα στε­ρεό­τυ­πα, ω­στό­σο, βα­ραί­νουν, κα­θώς η αυ­το­λύ­πη­ση της η­ρωί­δας, κλι­σα­ρι­σμέ­νη, χω­ρίς ί­χνος χιού­μο­ρ, υ­πο­νο­μεύει το α­λη­θές του τίτ­λου, «Η ε­ξα­φά­νι­ση ε­νός μυα­λού». Το διή­γη­μα, πά­ντως, α­πο­βαί­νει, υ­πό τις πα­ρού­σες συν­θή­κες, ε­πί­και­ρο, α­φού δεν α­πο­κλείε­ται κά­ποιοι δη­μό­σιοι υ­πάλ­λη­λοι να ταυ­τι­στούν με την η­ρωί­δα και να α­να­κα­λύ­ψουν ό­ψι­μα πως πή­ραν το δρό­μο του ο­λέ­θρου.
Στο τε­λευ­ταίο διή­γη­μα, η συγ­γρα­φέ­ας πε­ρι­κλείει ό­λα τα θέ­μα­τα της συλ­λο­γής, δεί­χνο­ντας, αυ­τή τη φο­ρά, τη δυ­σά­ρε­στη ό­ψη τους. Η γο­νι­κή πα­ρου­σία ε­νέ­χει κά­πο­τε και α­πει­λή. Η αί­σθη­ση του οι­κείου χώ­ρου ε­νός δω­μα­τίου και κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση, ε­νός σπι­τιού, μπο­ρεί να γί­νει α­νυ­πό­φο­ρη, ό­πως δη­λώ­νε­ται σκω­πτι­κά και με τον τίτ­λο του διη­γή­μα­τος, «Χα­ρού­με­να σπί­τια». Ενώ, έ­νας θά­να­τος εν­δέ­χε­ται να λει­τουρ­γή­σει λυ­τρω­τι­κά. Θέ­μα του διη­γή­μα­τος εί­ναι η παι­δε­ρα­στία. Να ση­μειώ­σου­με ό­τι η παι­δε­ρα­στία, ι­διαί­τε­ρα ε­ντός του στε­νού οι­κο­γε­νεια­κού κύ­κλου, ε­πα­νέρ­χε­ται, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, στα διη­γή­μα­τα νεό­τε­ρων γυ­ναι­κών συγ­γρα­φέων. Η Βλα­στού προ­σπα­θεί να δέ­σει την ο­πτι­κή του παι­διού-θύ­μα­τος και της ε­νή­λι­κης, που εί­χε την ί­δια α­κρι­βώς ε­μπει­ρία. Με αυ­τόν τον τρό­πο ει­σά­γει κά­ποιο δι­δα­κτι­σμό, στην, ή­δη σε υ­ψη­λούς τό­νους, α­φή­γη­ση.
Οι θε­μα­τι­κές προ­τι­μή­σεις εί­ναι προ­σω­πι­κή υ­πό­θε­ση, πό­σω μάλ­λον η αι­σθη­τι­κή α­ντί­λη­ψη πε­ρί του ε­πι­τυ­χη­μέ­νου διη­γή­μα­τος. Εμείς, πά­ντως, θα προ­κρί­να­με ως το ε­ντε­λέ­στε­ρο της συλ­λο­γής, το διή­γη­μα, με τίτ­λο, «Για πά­ντα». Κα­τορ­θώ­νει να συ­μπυ­κνώ­σει πολ­λές δια­φο­ρε­τι­κές πτυ­χές, με πρω­ταρ­χι­κή, το δέ­σι­μο με τα πράγ­μα­τα, που μέ­νει κρυ­φό, συ­χνά πα­ρα­χω­μέ­νο στο υ­πο­συ­νεί­δη­το, κα­θώς κυ­ριαρ­χεί η προ­σκόλ­λη­ση στα έμ­βια ό­ντα, κυ­ρίως τους αν­θρώ­πους, τε­λευ­ταία και τα κα­τοι­κί­δια. Στο διή­γη­μα α­να­δει­κνύε­ται μια α­πό τις πιο δυ­σά­ρε­στες πλευ­ρές της κρί­σης, η στέ­ρη­ση α­πό τα α­γα­πη­μέ­να μας πράγ­μα­τα. Στο πρώ­το μέ­ρος, ξε­δι­πλώ­νο­νται οι α­νε­ξάρ­τη­τες ι­στο­ρίες τριών αν­θρώ­πων, που α­να­γκά­ζο­νται να α­πο­χω­ρι­στούν προ­σφι­λή τους α­ντι­κεί­με­να. Υπο­τί­θε­ται προ­σω­ρι­νά, με την κα­τά­θε­σή τους ως ε­νέ­χυ­ρα, άλ­λα ε­κεί­νοι γνω­ρί­ζουν ό­τι θα εί­ναι για πά­ντα. Η ι­στο­ρία ε­νός α­πό αυ­τούς συ­μπλέ­κει τον α­κό­μη πιο ε­πώ­δυ­νο α­πο­χω­ρι­σμό της εκ­δίω­ξης κά­ποιου α­πό τον τό­πο του. Γυ­ναί­κα η α­φη­γή­τρια, α­να­κα­λεί τον διωγ­μό α­πό το σπί­τι της στην Κυ­ρή­νεια, ε­κεί­νον τον Ιού­λιο, πριν 39 χρό­νια. Στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος, τα ε­νέ­χυ­ρα βρί­σκο­νται πα­ρα­τε­ταγ­μέ­να στον πά­γκο ε­νός α­πό τα γρα­φεία α­γο­ράς τι­μαλ­φών, που αν­θούν, ε­σχά­τως, στην Αθή­να. Να προ­σθέ­σου­με μια ε­που­σιώ­δη πα­ρα­τή­ρη­ση, ό­σο α­φο­ρά την κα­τά­λη­ξη του συ­γκε­κρι­μέ­νου διη­γή­μα­τος. Για να δέ­σουν οι τρεις ι­στο­ρίες, θα πρέ­πει ο α­να­γνώ­στης να ταυ­τί­σει τα ε­νέ­χυ­ρα με τις πε­ρι­γρα­φές, που έ­δω­σαν οι κά­το­χοί τους στις προ­τασ­σό­με­νες α­φη­γή­σεις. Μή­πως, ό­μως, η συγ­γρα­φέ­ας υ­πε­ρε­κτι­μά τις γνώ­σεις πε­ρί τέ­χνης του α­να­γνώ­στη; Το πι­θα­νό­τε­ρο, αυ­τός να μην έ­χει καν α­κου­στά τον ζω­γρά­φο Πε­ρι­κλή Πα­ντα­ζή, πό­σω μάλ­λον να γνω­ρί­ζει τον συ­γκε­κρι­μέ­νο πί­να­κα, του ο­ποίου τις ι­μπρε­σιο­νι­στι­κές α­ρε­τές, με τό­ση πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τα, πε­ρι­γρά­φει ο κά­το­χός του.
Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 26/5/2013.

Αι­σθη­σια­σμός και ί­ντρι­γκες στην Κοι­λά­δα του Πα­ρα­δεί­σου

$
0
0


Ο Έριχ Χόνεκερ και η σύζυγός του Μάργκοτ. Τα μόνα υπαρκτά 
πρόσωπα, που στάθηκαν 
ως πρότυπα 
των μυθιστορηματικών.


Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας
«Θά­να­τος στο Βαλ­πα­ραΐζο»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Μάρ­τιος 2013


Λί­γα πράγ­μα­τα γνω­ρί­ζα­με για τους η­γέ­τες των Ανα­το­λι­κών Χω­ρών, το πε­ριώ­νυ­μο κά­πο­τε Ανα­το­λι­κό Μπλοκ. Ακό­μη λι­γό­τε­ρα θυ­μό­μα­στε, κα­θώς πλη­σιά­ζει να συ­μπλη­ρω­θεί ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία α­πό την κα­τάρ­γη­σή του. Έχουν α­πο­μεί­νει η ουγ­γρι­κή ε­πα­νά­στα­ση του 1956 με την ε­κτέ­λε­ση του Ίμρε Νά­γκυ και η Άνοι­ξη της Πρά­γας του 1968 με την α­πό­συρ­ση του Αλε­ξά­ντερ Ντού­μπτσεκ. Όσο για τους μέ­χρι τέ­λους πι­στούς στο σο­βιε­τι­κό κα­θε­στώς, έ­μει­νε η πτώ­ση τους, κι αυ­τή, κυ­ρίως, στις πε­ρι­πτώ­σεις που στά­θη­κε αι­μα­τη­ρή, ό­πως ε­κεί­νη του Νι­κο­λάε Τσα­ου­σέ­σκου, που ε­κτε­λέ­στη­κε με­τά της συ­ζύ­γου του. Ενώ, ο βούλ­γα­ρος η­γέ­της Το­ντόρ Ζίβ­κοφ ή ο έ­να χρό­νο νεό­τε­ρός του Έριχ Χό­νε­κε­ρ, που πλη­σία­ζαν τα 80 το σω­τή­ριον έ­τος της α­πο­κα­θή­λω­σής τους, το 1989, πρό­λα­βαν και πα­ραι­τή­θη­καν. Στη συ­νέ­χεια, και οι δυο φυ­λα­κί­στη­καν. 
Ο πρώ­τος λί­γο πριν το θά­να­τό του, το 1998, α­πηλ­λά­γη α­πό τις κα­τη­γο­ρίες. Ο Χό­νε­κερ εί­χε πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πέ­τειες. Φυ­λα­κί­στη­κε, λό­γω της σο­βα­ρής κα­τά­στα­σης της υ­γείας του ει­σήχ­θη σε ρω­σι­κό στρα­τιω­τι­κό νο­σο­κο­μείο, φυ­γα­δεύ­τη­κε στη Μό­σχα, ε­πα­νεκ­δό­θη­κε στη Γερ­μα­νία στα μέ­σα του 1992, φυ­λα­κί­στη­κε, δι­κά­στη­κε, και, τε­λι­κά, λό­γω α­νη­κέ­στου βλά­βης, α­πο­φυ­λα­κί­στη­κε. Μάλ­λον εί­ναι ο μο­να­δι­κός κο­μου­νι­στής η­γέ­της, που κα­τέ­φυ­γε στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή. Επέ­λε­ξε το Σα­ντιά­γκο, λό­γω των κα­λών του σχέ­σεων με την Χι­λή την ε­πο­χή του Αλλιέ­ντε και της βοή­θειας που πρό­σφε­ρε με­τά την κα­τάρ­ρευ­σή του στους διω­κό­με­νους Χι­λια­νούς α­πό το κα­θε­στώς του Πι­νο­σέτ. Πή­γε οι­κο­γε­νεια­κώς, με την δεύ­τε­ρη σύ­ζυ­γό του, την κό­ρη τους και τον χι­λια­νό σύ­ζυ­γό της, Ια­νουά­ριο 1993. Εκεί πέ­θα­νε α­πό καρ­κί­νο του ή­πα­τος, στις 30 Μαΐου 1994.  
Ένας λό­γος, που θυ­μό­μα­στε τον Χό­νε­κε­ρ, εί­ναι η πα­ντο­δύ­να­μη Στά­ζι, α­κρω­νύ­μιο του Υπουρ­γείου Κρα­τι­κής Ασφά­λειας, που έ­δρα­σε ε­πί των η­με­ρών του και τε­λι­κά, υ­πέ­σκα­ψε και τον ί­διο μέ­χρι της πτώ­σης του. Πά­ντως, για θέ­μα μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κής βιο­γρα­φίας, εκ πρώ­της ό­ψεως, δεν φαί­νε­ται να προ­σφέ­ρε­ται. Αλλά και ποιος κο­μου­νι­στής η­γέ­της του Ανα­το­λι­κού Μπλο­κ, των σο­βιε­τι­κών συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων, προ­σφέ­ρε­ται, έ­τσι που τα ύ­στε­ρα α­μαύ­ρω­σαν τα πρώ­τα. Ήρθε και η ι­στο­ρι­κή α­πο­τί­μη­ση του Β΄ Πα­γκό­σμιου Πο­λέ­μου, που ε­ξο­μοίω­σε τα έρ­γα τους με ε­κεί­να των Να­ζί, και τους α­πο­τε­λείω­σε, του­λά­χι­στον στη συ­νεί­δη­ση του Δυ­τι­κού Κό­σμου. Οι δεύ­τε­ροι, ω­στό­σο, λό­γω α­να­βίω­σης να­ζι­στι­κών εκ­φάν­σεων, έ­χουν ε­πα­νέλ­θει στην ε­πι­και­ρό­τη­τα.
Αυ­τή η τε­λευ­ταία πτυ­χή, ί­σως να μπο­ρού­σε να προσ­δώ­σει κά­ποιο εν­δια­φέ­ρον και στην πε­ρί­πτω­ση του Χό­νε­κε­ρ, α­φού, κα­τά την ά­νο­δο των Να­ζί στην ε­ξου­σία, συμ­με­τεί­χε, ως νε­ο­λαίος κο­μου­νι­στής, σε α­ντι­κα­θε­στω­τι­κές ε­νέρ­γειες. Το α­πο­τέ­λε­σμα ή­ταν μια δε­κα­ε­τής φυ­λά­κι­ση, α­πό τα 23 του μέ­χρι τις πρώ­τες μα­γιά­τι­κες  η­μέ­ρες του 1945. Πέ­ρα­σε της φυ­λα­κής τα σί­δε­ρα με τους Χιτ­λε­ρι­κούς στις δό­ξες τους και τα ξα­να­διά­βη­κε με θριαμ­βευ­τές τους Σο­βιε­τι­κούς, με­τά τις ε­κα­τόμ­βες στρα­τιω­τών στα υ­ψώ­μα­τα του Ζέε­λοβ και τους δρό­μους του Βε­ρο­λί­νου. Τό­τε, ο Χό­νε­κε­ρ, στην κομ­βι­κή η­λι­κία των 33 ε­τών, ί­δρυ­σε το κί­νη­μα της Ελεύ­θε­ρης Γερ­μα­νι­κής Νε­ο­λαίας και άρ­χι­σε να α­ναρ­ρι­χά­ται στην κομ­μα­τι­κή ιε­ραρ­χία μέ­χρι της η­γε­τι­κής θέ­σης του προέ­δρου του κρά­τους. 


Η ε­πι­λο­γή

Όλες αυ­τές οι πλευ­ρές του α­να­το­λι­κο­γερ­μα­νού η­γέ­τη εν­δέ­χε­ται να συ­νέ­βα­λαν στην ε­πι­λο­γή του α­πό τον Μέ­νη Κου­μα­ντα­ρέα ως θέ­μα του και­νού­ριού του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Εί­ναι γνω­στό ό­τι δυο φο­ρές ε­γκα­τέ­λει­ψε την Ελλά­δα για σχε­τι­κά μα­κρό­χρο­νες πα­ρα­μο­νές στο ε­ξω­τε­ρι­κό. Η πρώ­τη, το κα­λο­καί­ρι του 1948, στα δε­κα­ε­φτά, με τε­λειω­μέ­νη την ε­βδό­μη γυ­μνα­σίου, ό­ταν πή­γε στην Αγγλία. Με τις ε­μπει­ρίες α­πό την ε­κεί δια­μο­νή του, έ­γρα­ψε, το 1959, το πρώ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα, «Οι α­λε­πού­δες του Γκό­σπορ­τ», που έ­μει­νε στο συρ­τά­ρι. Η δεύ­τε­ρη φο­ρά ή­ταν το 1972, με τα δυ­τι­κο­γερ­μα­νι­κά προ­γράμ­μα­τα α­νταλ­λα­γής καλ­λι­τε­χνών, στο Βε­ρο­λί­νο για έ­ξι μή­νες. Στις συ­νο­δευ­τι­κές συ­νε­ντεύ­ξεις του πρό­σφα­του βι­βλίου του, α­πο­κα­λύ­πτει ό­τι τό­τε τον εί­χε α­πα­σχο­λή­σει η προ­σω­πι­κό­τη­τα του Χό­νε­κε­ρ, που μό­λις εί­χε α­να­λά­βει πρώ­τος Γραμ­μα­τέ­ας του Ενιαίου Σο­σια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος και Πρό­ε­δρος του Συμ­βου­λίου του Κρά­τους.
Αυ­τές οι δυο έ­ξο­δοι α­πό την χώ­ρα, ε­νέ­πνευ­σαν δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, τα πρώ­τα ε­κτός α­θη­ναϊκού ά­στεως και Ελλά­δος, τα ο­ποία έ­μελ­λε να εκ­δο­θούν ε­τε­ρο­χρο­νι­σμέ­να, το έ­να με­τά το άλ­λο, μέ­σα στην τε­λευ­ταία διε­τία. Κα­τά μια άλ­λο­τε πο­τέ προ­σφι­λή έκ­φρα­ση, αμ­φό­τε­ρα ο­φεί­λο­νται σε κο­μου­νι­στι­κό δά­κτυ­λο, α­φού ο συγ­γρα­φέ­ας ει­κά­ζει ό­τι ή­ταν ο φό­βος των κο­μου­νι­στών που ώ­θη­σε τον πα­τέ­ρα του να τον στεί­λει στην Αγγλία. Όσο για το μυ­θι­στό­ρη­μα του κο­μου­νι­στή Χό­νε­κε­ρ, ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ό­τι το γρά­φει και το ξα­να­γρά­φει α­πό τα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του ’90.
Για την πρώ­τη του ε­πα­φή με το Βαλ­πα­ραΐζο, α­να­φέ­ρει έ­να ντο­κυ­μα­ντέ­ρ, που εί­χε δει πριν α­πό χρό­νια στην τη­λεό­ρα­ση. Αργό­τε­ρα έ­μα­θε ό­τι ε­πρό­κει­το για μια ται­νία του Μπου­νιουέλ. Εδώ, μάλ­λον χρειά­ζε­ται μια μι­κρή διόρ­θω­ση. Η ται­νία του Μπου­νιουέ­λ, «Γη χω­ρίς ψω­μί», του 1932, α­φο­ρά την ι­σπα­νι­κή ε­παρ­χία Λας Ούρ­δες, με­τα­ξύ Σα­λα­μάν­κας και πορ­το­γα­λι­κών συ­νό­ρων, ό­που βρί­σκε­ται η πρώ­τη Κοι­λά­δα του Πα­ρα­δεί­σου ή  και Βαλ­πα­ραΐζο. Από ε­κεί κα­τα­γό­ταν ο κον­κι­στα­δό­ρος, που ί­δρυ­σε το χι­λια­νό λι­μά­νι και του έ­δω­σε το ό­νο­μα της γε­νέ­τει­ράς του. Το συ­γκε­κρι­μέ­νο ντο­κυ­μα­ντέ­ρ, «Στο Βαλ­πα­ραΐζο», εί­ναι του ολ­λαν­δού σκη­νο­θέ­τη Γιό­ρις Ίβε­νς. Γυ­ρι­σμέ­νο το 1962, μα­ζί με μια ο­μά­δα νέων χι­λια­νών κι­νη­μα­το­γρα­φι­στών, συν­δυά­ζει την ά­ψο­γη τε­χνι­κή με μια ποιη­τι­κή μα­τιά πά­νω στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα της πό­λης, με τις κρε­μα­σμέ­νες στις α­πό­το­μες πλα­γιές λό­φων φτω­χο­συ­νοι­κίες και το πα­ρά­κτιο τμή­μα του με­γα­λύ­τε­ρου λι­μα­νιού της χώ­ρας, δί­πλα σε έ­να α­πό τα α­κρι­βό­τε­ρα του­ρι­στι­κά θέ­ρε­τρα της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής. 


Θά­να­τος στη Βε­νε­τία

Υπήρ­χαν, λοι­πόν, στη συγ­γρα­φι­κή μνή­μη έ­να ι­στο­ρι­κό πρό­σω­πο ως υ­πο­ψή­φιος αλ­λά ε­πι­σφα­λής μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός ή­ρωας και έ­νας τό­πος, ε­ντυ­πω­σια­κός στις α­ντι­θέ­σεις του, σαν υ­πο­ψή­φιο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό σκη­νι­κό, α­φού ο Χό­νε­κερ έ­ζη­σε στο Σα­ντιά­γκο 17 μή­νες και η α­πό­στα­ση Σα­ντιά­γκο-Βαλ­πα­ραΐζο εί­ναι κα­μιά ε­κα­το­στή χι­λιό­με­τρα. Πό­τε αυ­τά τα δυο έ­δε­σαν και ποια μορ­φή εί­χαν οι προ­η­γού­με­νες μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κές εκ­δο­χές, ο συγ­γρα­φέ­ας δεν το α­πο­κα­λύ­πτει. Εμείς έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση, ό­τι, στην τε­λι­κή μορ­φή, συ­νέ­βα­λε το μυ­θι­στό­ρη­μα, ο «Θά­να­τος στη Βε­νε­τία». Το βι­βλίο έ­χει α­πα­σχο­λή­σει τον συγ­γρα­φέα α­πό πο­λύ νέο και εί­ναι α­πό αυ­τά που θα ή­θε­λε να εί­χε γρά­ψει ο ί­διος. Αυ­τό το εκ­μυ­στη­ρεύε­ται το 1999, με την ο­λο­κλή­ρω­ση του πε­ζού «Τρεις θά­να­τοι στη Βε­νε­τία» (ο τίτ­λος του πε­ζού θα έ­πρε­πε να εί­ναι «Τρεις “Θά­να­τοι στη Βε­νε­τία”»). Το έ­γρα­φε α­πό το 1993, με νω­πή α­κό­μη τό­τε την ε­ντύ­πω­ση α­πό την πα­ρά­στα­ση της στη­ριγ­μέ­νης στο βι­βλίο ό­πε­ρας του Μπέν­ζα­μιν Μπρίτ­τεν, που πα­ρα­κο­λού­θη­σε στο Κό­βεν Γκάρ­ντεν, 12 Μαρ­τίου 1992. Για­τί την έ­μπνευ­ση να μην την δί­νει έ­να βρα­δι­νό διά­βα­σμα, το πολ­λο­στό α­πό την Άνοι­ξη του 1958, που πρω­το­διά­βα­σε το μυ­θι­στό­ρη­μα του Τό­μας Μαν. Στη σκιά του, το μυ­θι­στό­ρη­μα του Χό­νε­κερ πή­ρε τη συ­γκε­κρι­μέ­νη πα­ρω­δια­κή αλ­λά και πα­ρα­μυ­θη­τι­κή μορ­φή, χω­ρίς να χά­νει την πο­λι­τι­κή του διά­στα­ση, δια­μορ­φω­μέ­νη μέ­σα α­πό μια ε­πί­και­ρη ο­πτι­κή.
«Θά­να­τος στο Βαλ­πα­ραΐζο» ό­πως «Θά­να­τος στη Βε­νε­τία», ό­που ο ή­ρωας δεν εί­ναι ού­τε συγ­γρα­φέ­ας ού­τε μου­σι­κός, ό­πως στην κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή εκ­δο­χή του Λου­κια­νό Βι­σκό­ντι, αλ­λά πο­λι­τι­κός. Ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας στή­νει τη δι­κή του θα­λασ­σι­νή πο­λι­τεία, φω­τει­νή μεν, αλ­λά με κά­τι το σά­πιο να εί­ναι και σε αυ­τήν ο­ρα­τό. “Μια τε­ρά­στια κου­ζί­να κι έ­νας α­πέ­ρα­ντος ο­χε­τός εί­ναι ό­λη η πό­λη”, σύμ­φω­να με πα­ρα­τή­ρη­ση του ή­ρωα. Το βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, ω­στό­σο, που πα­ρα­πέ­μπει στη Βε­νε­τία του Μαν, εί­ναι ο αι­σθη­σια­σμός των Λα­τί­νων. Αυ­τός πα­ρα­σύ­ρει και τον δι­κό του ή­ρωα. Εί­ναι α­ξιο­θαύ­μα­στο το πώς ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας κα­τόρ­θω­σε να πλά­σει έ­ναν α­πό τους πιο εν­δια­φέ­ρο­ντες ή­ρωές του με κα­λού­πι τον Χό­νε­κερ και πνοή α­πό Γου­στά­βο Άσσεν­μπαχ. Αμφό­τε­ροι αυ­το­προσ­διο­ρί­ζο­νται σαν “άν­θρω­ποι με­γά­λης η­λι­κίας”, α­νε­ξάρ­τη­τα αν ο πρώ­τος εί­ναι στα ο­γδό­ντα και ο δεύ­τε­ρος στα πε­νή­ντα. Μωβ τα μαλ­λιά του πρώ­του, πα­ρε­πό­με­νο της θε­ρα­πευ­τι­κής α­ντι­με­τώ­πι­σης της νό­σου α­πό την ο­ποία πά­σχει, βαμ­μέ­να του δεύ­τε­ρου. “Ευ­νοού­με­νη λέ­ξη” στη ζωή και των δυο στά­θη­κε το “συ­γκρα­τή­σου”. Σπαρ­τα­κι­στής ο πρώ­τος α­πό τα 14, έ­μει­νε στην Ιστο­ρία σαν ο πλέ­ον α­διάλ­λα­κτος και α­φο­σιω­μέ­νος στην ι­δε­ο­λο­γία του κο­μου­νι­στής η­γέ­της. Όσο για τον Άσεν­μπα­χ, ο Μαν τον πε­ρι­γρά­φει “α­πό­λυ­το και ε­γκε­φα­λι­κό”. 
Για τον ή­ρωα του Κου­μα­ντα­ρέα ο αι­σθη­σια­σμός στά­θη­κε α­πα­γο­ρευ­μέ­νος. Όπως και ο Άσσεν­μπα­χ, ή­ταν ε­ρω­τι­κά στε­ρη­μέ­νος. Σύμ­φω­να με τους ι­σχυ­ρι­σμούς του, α­πό κομ­μα­τι­κή η­θι­κή αλ­λά και λό­γω της δε­κά­χρο­νης φυ­λά­κι­σης στα κα­λύ­τε­ρα χρό­νιά του. Αυ­τά, βε­βαίως, ό­σο α­φο­ρά τον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ή­ρωα, για­τί ο Χό­νε­κερ φαί­νε­ται δρα­στή­ριος στον ε­ρω­τι­κό το­μέα. Απέ­κτη­σε δυο συ­ζύ­γους και α­ντι­στοί­χως, δυο θυ­γα­τέ­ρες. Τη δεύ­τε­ρη κό­ρη, μά­λι­στα, την α­πο­κτά πριν ε­πι­ση­μο­ποιή­σει το δε­σμό του με τη δεύ­τε­ρη σύ­ζυ­γο. Τον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ή­ρωα, πά­ντως, δεν τον α­φή­νει α­συ­γκί­νη­το “ο έ­φη­βος παί­κτης του τσα­ράν­γκο”. Ένα γλυ­κό α­γό­ρι, με δυ­να­τά μπρά­τσα, “ο κι­θα­ρω­δός Χουά­ν”, πα­ρου­σιά­ζε­ται σαν ψη­φί­δα του λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κού πα­ρα­δεί­σου. 
Τον αι­σθη­σια­σμό, ό­μως, τον δη­μιουρ­γεί μια γο­η­τευ­τι­κή τρα­γου­δί­στρια. Εί­ναι η Δό­να που διευ­θύ­νει έ­ναν πο­λυ­τε­λή οί­κο α­νο­χής στο Βαλ­πα­ραΐζο για βα­θύ­πλου­τους Σα­ου­δά­ρα­βες και άλ­λους πα­ρό­μοιους. Αυ­τή θα του προ­σφέ­ρει να πιει το πο­τό με τη ρό­δι­νη ό­ψη, που οι ι­σπα­νό­φω­νοι α­πο­κα­λούν α­ρα­κουά­λια και εί­ναι φτιαγ­μέ­νο, σύμ­φω­να με το μυ­θι­στό­ρη­μα, α­πό “ρο­δό­στα­μο, πορ­το­κά­λι και μέ­ντα”. Μα­κρι­νή α­ντι­στοι­χία “στο χυ­μό ρο­διού με σό­δα” που πί­νει ο Άσσεν­μπαχ. Κοι­νά ση­μεία, το χρώ­μα και η η­δο­νι­κή αί­σθη­ση, που κα­τέ­χει ε­κεί­νη την ώ­ρα τους ή­ρωες των δυο μυ­θι­στο­ρη­μά­των. Μή­πως πρό­κει­ται για lapsus calami του Κου­μα­ντα­ρέα, ο­φει­λό­με­νο στην ο­μο­η­χία ρο­δό­στα­μου και ρο­διού, για­τί, αν δεν σφάλ­λου­με, ο χυ­μός ρο­διού χρη­σι­μο­ποιεί­ται στο ι­σπα­νι­κό κο­κταίηλ που α­να­φέ­ρει.
Ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας δεν θέ­λη­σε να γρά­ψει μια πει­σι­θά­να­τη νου­βέ­λα, ού­τε να πλά­σει έ­ναν Χό­νε­κερ ητ­τη­μέ­νο α­πό την α­σθέ­νεια. Ο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός Χό­νε­κερ εμ­φα­νί­ζε­ται α­πό­λυ­τος στα ι­δε­ο­λο­γι­κά του πι­στεύω και μα­χη­τής. Ιδα­νι­κός πρω­τα­γω­νι­στής ε­νός πο­λι­τι­κού θρί­λε­ρ, ο ο­ποίος α­πο­λαμ­βά­νει μέ­χρι και έ­ναν με­τα­θα­νά­τιο θρίαμ­βο. Κα­τά τα άλ­λα, η μυ­θι­στο­ριο­γρα­φία εί­ναι τέ­χνη και τε­χνι­κή. Ο κα­λός μά­στο­ρας γνω­ρί­ζει πό­σο υ­λι­κό της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας τού εί­ναι α­πα­ραί­τη­το, αλ­λά και ό­τι οι προ­σφο­ρό­τε­ρες πλευ­ρές εί­ναι  ε­κεί­νες που η Ιστο­ρία ά­φη­σε αμ­φί­ση­μες και σκο­τει­νές. Πι­θα­νόν και ε­μπνεό­με­νος α­πό τις κα­τη­γο­ρίες της Στά­ζι, ό­τι ο Χό­νε­κερ συ­νερ­γά­στη­κε με τους Χιτ­λε­ρι­κούς στην πε­ρίο­δο της φυ­λά­κι­σής του, πλέ­κει την ί­ντρι­γκα γύ­ρω α­πό το δί­πο­λο του κο­μου­νι­στή η­γέ­τη και ε­νός Να­ζί. Ένας α­πό τους πολ­λούς, που κα­τέ­φυ­γαν στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή και κα­τόρ­θω­σαν με πλα­στι­κές εγ­χει­ρή­σεις να δια­λά­θουν. Τα κα­ταχ­θό­νια σχέ­δια, που ε­ξυ­φαί­νει για την α­πό­κτη­ση της χα­μέ­νης ε­ξου­σίας, δέ­νουν με την πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νη νε­ο­να­ζι­στι­κή α­πει­λή. Όσο για την α­τμό­σφαι­ρα του σα­σπέ­νς, αυ­τήν την ε­ξα­σφα­λί­ζει η πό­λη του Βαλ­πα­ραΐζο, ό­πως την φα­ντά­στη­κε ο συγ­γρα­φέ­ας. Πό­λη της πα­ρα­νο­μίας και της δια­φθο­ράς, με κα­τα­γώ­για, στε­νούς δρό­μους, πο­λυ­τε­λή ξε­νο­δο­χεία και ως κέ­ντρο, έ­να πορ­νείο με υ­πέ­ρο­χες γυ­ναί­κες για πλού­σιους πε­λά­τες και α­φε­ντι­κό τον πρώην Να­ζί.


Μου­σι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα

Το πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μα του Κου­μα­ντα­ρέα, που συ­νο­μι­λεί με το μυ­θι­στό­ρη­μα του Μαν, εί­ναι το προ ει­κο­σα­ε­τίας, «Η συμ­μο­ρία της άρ­πας». Μυ­θι­στό­ρη­μα γύ­ρω α­πό τη μου­σι­κή, με πρω­τα­γω­νι­στή έ­ναν κα­θη­γη­τή άρ­πας, που μνη­μο­νεύει τους δυο Γου­στά­βους, τον Άσσεν­μπαχ και τον Μά­λε­ρ, τον μου­σι­κό που τον ε­νέ­πνευ­σε. Σε ε­κεί­νο, ο κα­θη­γη­τής έ­χει έ­ναν πα­ρά­ξε­νο α­σιά­τη υ­πη­ρέ­τη. Ένα α­ντί­στοι­χο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό δί­δυ­μο πρω­τα­γω­νι­στεί και στο πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα, ο Χό­νε­κερ και ο υ­πη­ρέ­της του. Όπως υ­πάρ­χει και ε­δώ, συ­νο­δευ­τι­κή των σκη­νών μου­σι­κή, α­πό το τσα­ράν­γκο του έ­φη­βου κι­θα­ρω­δού και α­πό το τύ­μπα­νο του υ­πη­ρέ­τη, που α­πο­κα­λύ­πτε­ται έ­νας δια­νοού­με­νος καλ­λι­τέ­χνης. Θα χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα θε­α­τρό­μορ­φο, ό­πως ε­πα­να­λαμ­βά­νει ο α­φη­γη­τής. Από τις τρεις εκ­δο­χές του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Μαν, λο­γο­τε­χνι­κή, κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή και ο­πε­ρα­τι­κή, στις μνη­μο­νι­κές ε­ντυ­πώ­σεις του μου­σι­κο­τρα­φούς συγ­γρα­φέα κυ­ριάρ­χη­σε η τε­λευ­ταία. 
Ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας α­ντι­τεί­νει στις τρέ­χου­σες εμ­μο­νές των ι­στο­ρι­κών τις δι­κές του, θυ­μί­ζο­ντας μια άλ­λη μειο­νό­τη­τα που τα­λαι­πω­ρή­θη­κε α­πό τους Χιτ­λε­ρι­κούς. Βα­σα­νι­σμέ­νος σε χιτ­λε­ρι­κό στρα­τό­πε­δο ο υ­πη­ρέ­της του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού Χό­νε­κε­ρ, ό­χι για­τί ή­ταν Εβραίος, αλ­λά για­τί εί­χε συλ­λη­φθεί μα­ζί με τον πα­τέ­ρα του, που εί­χε “σε­ξουα­λι­κές ι­διαι­τε­ρό­τη­τες”. Την κο­μου­νι­στι­κή ι­δε­ο­λο­γία του  μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού Χό­νε­κε­ρ, ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πι­λέ­γει να την πα­ρου­σιά­σει μέ­σα α­πό τη συ­νο­μι­λία του με έ­ναν έλ­λη­να ψυ­χία­τρο. Εί­ναι γεν­νη­μέ­νος το 1955 και θεω­ρεί ε­αυ­τόν α­πό νέο προ­σκολ­λη­μέ­νο στην Αρι­στε­ρά, πα­ρα­δε­χό­με­νος ό­τι εί­χε φλερ­τά­ρει με το Πα­σόκ. Το­πο­θε­τη­μέ­νο το μυ­θι­στό­ρη­μα το 1993, μια πε­ρίο­δο που εί­χε ο­ρι­σμέ­να κοι­νά με σή­με­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ε­πι­τρέ­πει πολ­λές ε­πί­και­ρες πα­ρα­τη­ρή­σεις του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού Χό­νε­κε­ρ, κα­θώς και του συ­νο­μι­λη­τή του. Όπως, λ.χ., η α­πό­φαν­ση του πρώ­του: “Έτσι φτά­σα­με στην Ευ­ρω­παϊκή Γερ­μα­νία... Και αύ­ριο, για­τί ό­χι, σε μια γερ­μα­νι­κή Ευ­ρώ­πη... ”
Το μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι χω­ρι­σμέ­νο σε δυο μέ­ρη. Το πρώ­το τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Πρε­λού­διο», ω­στό­σο α­πο­τε­λεί­ται α­πό 17 κε­φά­λαια και εί­ναι το κυ­ρίως τμή­μα. Το δεύ­τε­ρο, «Ιντερ­μέτ­ζο», με ο­κτώ κε­φά­λαια και εί­ναι το κα­τα­λη­κτι­κό. Κα­τά μια ερ­μη­νεία, αυ­τοί οι τίτ­λοι δη­λώ­νουν ό­τι μπο­ρεί το πο­λι­τι­κό θρί­λερ να ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται, αλ­λά, α­πό έ­να βι­βλίο που θα στό­χευε σε κά­τι σαν μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία γρά­φτη­καν μό­νο η ει­σα­γω­γή και έ­να εν­διά­με­σο κομ­μά­τι. Δυο μό­νο ή­ρωες έ­χουν ως πρό­τυ­πα α­ντί­στοι­χα υ­παρ­κτά πρό­σω­πα. Ο Χό­νε­κερ και η σύ­ζυ­γός του, Μάρ­γκο­τ, που πρω­το­στα­τούν α­ντί­στοι­χα στα δυο μέ­ρη του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Δε­κα­πέ­ντε χρό­νια νεό­τε­ρη του συ­ζύ­γου της, ε­ξα­κο­λου­θεί μέ­χρι σή­με­ρα να ζει στο Σα­ντιά­γκο. “Αμε­τα­νό­η­τη στα­λι­νι­κή”, την χα­ρα­κτή­ρι­σαν πέ­ρυ­σι που προ­βλή­θη­κε στη γερ­μα­νι­κή τη­λεό­ρα­ση συ­νέ­ντευ­ξή της, στην ο­ποία πα­ρου­σία­ζε την Λα­ο­κρα­τι­κή Δη­μο­κρα­τία της Γερ­μα­νίας σαν έ­να ει­ρη­νι­κό κρά­τος με τους πο­λί­τες να έ­χουν ερ­γα­σία και προο­πτι­κή. Η μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή Μάρ­γκοτ πα­ρα­μέ­νει και στην πα­ρακ­μή της μια ι­σχυ­ρή πρώ­τη κυ­ρία, με πλή­ρη ε­νη­μέ­ρω­ση και δογ­μα­τι­κές α­πό­ψεις. Ας μην λη­σμο­νού­με ό­τι διε­τέ­λε­σε ε­πί 25 χρό­νια υ­πουρ­γός παι­δείας, α­κρι­βέ­στε­ρα “λαϊκής εκ­παί­δευ­σης”. Μό­νο έ­νας σε­ξι­στής συγ­γρα­φέ­ας θα έ­πλα­θε μια τυ­χού­σα γυ­ναι­κού­λα για σύ­ζυ­γο του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού Χό­νε­κερ. Η κα­τά Κου­μα­ντα­ρέα στέ­κε­ται στο ύ­ψος της πραγ­μα­τι­κής Μάρ­γκο­τ, που ξε­κί­νη­σε α­πό θυ­γα­τέ­ρα υ­πο­δη­μα­το­ποιού και έ­φθα­σε, κα­τά μια εκ­δο­χή, να εί­ναι ε­κεί­νη που έ­παιρ­νε τις σκλη­ρό­τε­ρες α­πο­φά­σεις. 




Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου


Δη­μο­σιεύ­θη­κε στην ε­φη­με­ρί­δα "Η Επο­χή" στις 2/6/2013.

Ο λογιότατος φαρμακοποιός της Λάρνακος

$
0
0
















Επάνω: Ο Φοίβος Σταυρίδης σε σχέδιο (μολύβι) από το εξώφυλλο του αφιερωματικού τεύχους.
Κάτω: Ιδιόχειρο ποίημα του Φοίβου Σταυρίδη από το οπισθόφυλλο του αφιερωματικού τεύχους.

Κα­τά δυ­σά­ρε­στη σύ­μπτω­ση, τρεις φί­λοι του Γ. Π. Σαβ­βί­δη πέ­θα­ναν μέ­σα σε έ­να χρό­νο. Πρώ­τος ο με­γα­λύ­τε­ρος των τριών, ο Φοί­βος Σταυ­ρί­δης, στις 6 Μαρ­τίου 2012, α­πό “καλ­πά­ζου­σας” μορ­φής νό­σο, στα 74. Δεύ­τε­ρος ο νεό­τε­ρος, ο Μί­μης Σου­λιώ­της, στις 27 Νο­εμ­βρίου 2012, α­πό α­σθέ­νεια με την ί­δια ρα­γδαία ε­ξέ­λι­ξη, στα 63. Τρί­τω­σε με τη Νί­κη Μα­ρα­γκού, στις 7 Φε­βρουα­ρίου 2013, σε αυ­το­κι­νη­τι­στι­κό α­τύ­χη­μα στο δρό­μο για την πό­λη του Φα­γιού­μ, στα 65. Ήταν έ­να χρό­νο μι­κρό­τε­ρη α­πό τον Σαβ­βί­δη ό­ταν πέ­θα­νε, στις 11 Ιου­νίου 1995, ε­πί­σης τα­ξι­δεύο­ντας. Τυ­χε­ρό­τε­ρος ε­κεί­νος, πρό­λα­βε το τα­ξί­δι, κα­θώς το μοι­ραίο ε­πήλ­θε ε­πι­στρέ­φο­ντας α­πό Λευ­κά­δα. Εί­ναι τρεις μα­κρο­χρό­νιες φι­λίες, που δεν γνω­ρί­ζου­με το ι­στο­ρι­κό τους. Για μια φι­λία εί­κο­σι σχε­δόν ε­τών, κά­νει λό­γο η Μα­ρα­γκού, σε ο­μι­λία της, στις 11 Μαρ­τίου 1998. Εί­ναι γνω­στό ό­τι η προ­τρο­πή του στά­θη­κε κα­θο­ρι­στι­κή για να α­νοί­ξει ε­κεί­νη το Βι­βλιο­πω­λείο «Κο­χλίας» στη Λευ­κω­σία. Πα­λαιό­τε­ρος α­κό­μη φί­λος ο Σου­λιώ­της, ί­σως μα­θη­τής του στο Αρι­στο­τέ­λειο, πά­ντως ο Σαβ­βί­δης στά­θη­κε συ­μπα­ρα­στά­της στο ξε­κί­νη­μα του πε­ριο­δι­κού «Τρα­μ» το 1971. Δεν εί­μα­στε σί­γου­ροι, αν θα ταί­ρια­ζε να α­πο­κλη­θούν και οι δυο τους, λό­γω της ει­κο­σα­ε­τούς η­λι­κια­κής δια­φο­ράς, “υιο­θε­τη­μέ­νοι φί­λοι”, ό­πως χα­ρα­κτή­ρι­ζε ο Σαβ­βί­δης τη σχέ­ση του με τον κα­τά ει­κο­σιεν­νέα χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρό του Σε­φέ­ρη.
Λί­γο με­τα­γε­νέ­στε­ρος φί­λος ή­ταν ο η­λι­κια­κά πλη­σιέ­στε­ρός του Σταυ­ρί­δης. Η πρώ­τη συ­νά­ντη­σή τους το­πο­θε­τεί­ται στο Πρώ­το Συ­μπό­σιο Ποίη­σης της Πά­τρας, Ιού­λιο 1981, α­κο­λού­θη­σε η γνω­ρι­μία τους στις 14 Σε­πτεμ­βρίου στην Κύ­προ. Ήταν ε­πτά χρό­νια με­τά το πρώ­το τα­ξί­δι στη Με­γα­λό­νη­σο του Σαβ­βί­δη οι­κο­γε­νεια­κώς, με­τά συ­ζύ­γου και δευ­τε­ρό­το­κου γιου, του Μα­νό­λη. Σε ε­πι­φυλ­λί­δα του, με­τά ε­κεί­νο το πρώ­το τα­ξί­δι, Αύ­γου­στο 1974, έ­γρα­φε πως, “τις προάλ­λες, έ­νας ι­διαί­τε­ρα ευαί­σθη­τος φί­λος τού εί­χε ψι­θυ­ρί­σει”: «Ξέ­ρεις, κά­θε φο­ρά που συλ­λο­γί­ζο­μαι την Κύ­προ ή που α­κούω το ό­νο­μά της, νιώ­θω σαν μια πι­νέ­ζα στην καρ­διά.» Αυ­τή η “πι­νέ­ζα” θα πρέ­πει να αρ­χί­σει πά­λι να κε­ντά τους Ελλα­δί­τες. Αν και σή­με­ρα, αυ­τοί πε­ριο­ρί­ζο­νται α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο στα του οί­κου τους. Προ δε­κα­πε­ντα­ε­τίας ο Μα­νό­λης Σαβ­βί­δης πα­ρα­τη­ρού­σε τη φυ­λε­τι­κή διά­κρι­ση, με την ο­ποία οι Ελλα­δί­τες α­ντι­με­τω­πί­ζουν τους Κύ­πριους. Για­τί ό­χι, υ­πε­ρο­ψία, λί­γο σαν ε­παρ­χιώ­τες. Κι ό­μως, τα πρό­σφα­τα οι­κο­νο­μι­κά γε­γο­νό­τα έ­δει­ξαν για α­κό­μη μια φο­ρά ό­τι οι Κύ­πριοι έ­χουν βα­θύ­τε­ρη συ­ναί­σθη­ση και α­γά­πη προς την πα­τρί­δα τους. Επί­σης, ως πο­λί­τες ε­πι­δει­κνύουν συ­μπε­ρι­φο­ρά κε­ντρο­ευ­ρω­παίου μα­κράν ε­κεί­νης του ό­χλου, που συ­χνά χα­ρα­κτη­ρί­ζει τους κα­τοί­κους της Ελλά­δος.
Λο­γιό­τα­τος,
ευαί­σθη­τος, ε­γρή­γο­ρος
Την α­φορ­μή για τη μνεία στους τρεις φί­λους του Γ. Π. Σαβ­βί­δη μας την έ­δω­σε το πε­ριο­δι­κό του Σταυ­ρί­δη και των δυο νεό­τε­ρων φί­λων του, Σάβ­βα Παύ­λου και Λευ­τέ­ρη Πα­πα­λε­ο­ντίου, τα «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κά», που ξε­κί­νη­σε Άνοι­ξη 1997, με συ­χνό­τη­τα, δυο τεύ­χη κα­τ’ έ­τος. Από το 2006, ως υ­πεύ­θυ­νος έκ­δο­σης, έ­μει­νε ο τε­λευ­ταίος, πλαι­σιω­μέ­νος με τρι­με­λή συ­ντα­κτι­κή ε­πι­τρο­πή, ό­που ει­σχώ­ρη­σαν και δυο Θεσ­σα­λο­νι­κείς. Το 2001, το πε­ριο­δι­κό α­πό­κτη­σε ως πα­ράρ­τη­μα έ­να δεύ­τε­ρο πε­ριο­δι­κό, τα «Τε­τρά­δια», που εί­ναι κά­θε φο­ρά α­φιε­ρω­μέ­νο σε κά­ποιο πνευ­μα­τι­κό άν­θρω­πο της Κύ­πρου. Το 13ο εί­ναι “εις μνή­μη­ν” Φοί­βου Σταυ­ρί­δη, «Ένα έ­τος α­πό την α­πο­δη­μία του». Μια πα­ρου­σία­ση “του λο­γιό­τα­του φαρ­μα­κο­ποιού της Λάρ­να­κος”, ό­πως τον εί­χε α­πο­κα­λέ­σει ο Σαβ­βί­δης στην κρι­τι­κή πα­ρου­σία­ση της τρί­της και τε­λευ­ταίας ποιη­τι­κής του συλ­λο­γής, η ο­ποία α­να­δη­μο­σιεύε­ται στο τεύ­χος.
Πλή­ρες το α­φιέ­ρω­μα, με λε­πτο­με­ρές χρο­νο­λό­γιο, ερ­γο­γρα­φία που ξε­κι­νά α­πό τα σχο­λι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα του 1955, την ο­ποία εί­χε κα­ταρ­τί­σει ο ί­διος, αν­θο­λό­γη­ση ποιη­μά­των του, κεί­με­να α­πό το ι­στο­λό­γιό του και ε­κτε­νή πα­ρου­σία­ση του πρώ­του πε­ριο­δι­κού, που εί­χε εκ­δώ­σει, «Ο Κύ­κλος». “Δι­μη­νιαία έκ­δο­ση τέ­χνης και προ­βλη­μα­τι­σμού”, που κυ­κλο­φό­ρη­σε α­πό τον Ια­νουά­ριο 1980 μέ­χρι τον Αύ­γου­στο 1986, συ­νο­λι­κά 22 τεύ­χη. Γί­νε­ται α­πο­δελ­τίω­ση των τευ­χών, δί­νε­ται ευ­ρε­τή­ριο συγ­γρα­φέων, ε­νώ α­να­πα­ρά­γο­νται τα ε­ξώ­φυλ­λα. Πρό­κει­ται για α­ξιό­λο­γο πε­ριο­δι­κό, με α­φιε­ρω­μα­τι­κά τεύ­χη και ε­πί­λε­κτα κεί­με­να, που α­πο­τε­λεί συμ­βο­λή ό­χι μό­νο στην κυ­πρια­κή, αλ­λά γε­νι­κώς στην ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία. Το α­φιέ­ρω­μα συ­μπλη­ρώ­νε­ται με φω­το­γρα­φίες και κεί­με­να τρί­των. Τα δυο ε­κτε­νέ­στε­ρα εί­ναι των Γιώρ­γου Κε­χα­γιό­γλου και Πέ­τρου Πα­πα­πο­λυ­βίου, ε­νώ α­κο­λου­θούν συ­ντο­μό­τε­ρες α­να­φο­ρές, μαρ­τυ­ρίες και ε­πι­κή­δειοι λό­γοι. Όπως συμ­βαί­νει συ­νή­θως με πα­ρό­μοια κεί­με­να, μα­θαί­νεις κα­μιά φο­ρά πε­ρισ­σό­τε­ρα για τον γρά­φο­ντα και τη σχέ­ση του με τον α­πο­θα­νό­ντα πα­ρά για τον ί­διο τον τι­μώ­με­νο, για τον ο­ποίο οι α­να­φο­ρές αλ­λη­λο­ε­πι­κα­λύ­πτο­νται. Ου­σια­στι­κά α­που­σιά­ζουν οι Ελλα­δί­τες, αλ­λά και οι γνω­στοί στους Ελλα­δί­τες Κύ­πριοι.
Ως “λο­γιό­τα­το, ευαί­σθη­το και πά­ντο­τε ε­γρή­γο­ρο φαρ­μα­κο­ποιό της Λάρ­να­κας”, α­να­φέ­ρει τον Σταυ­ρί­δη ο Κε­χα­γιό­γλου, που τον γνώ­ρι­σε σε ε­κεί­νο το ί­διο Συ­νέ­δριο της Πά­τρας και πα­ρέ­μει­νε φί­λος και συ­νερ­γά­της στα πε­ριο­δι­κά του μέ­χρι σή­με­ρα. Δυ­στυ­χώς, στο κεί­με­νό του δεν τον πα­ρου­σιά­ζει, αλ­λά σχο­λιά­ζει χει­ρό­γρα­φο ση­μα­ντι­κού έρ­γου, το ο­ποίο εί­χε ε­ξα­σφα­λί­σει χά­ρις σε ε­κεί­νον. Να θυ­μί­σου­με ό­τι η πα­λαιό­τε­ρη ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία ο­φεί­λει στον Σταυ­ρί­δη την πα­ρου­σία­ση του πε­ζο­γρά­φου Επα­μει­νών­δα Ι. Φρα­γκού­δη (περ. 1825-1897), με ε­μπε­ρι­στα­τω­μέ­νο λήμ­μα στη γραμ­μα­το­λο­γία Σο­κό­λη και την έκ­δο­ση του βι­βλίου του «Οδοι­πο­ρι­κόν Μαυ­ρο­βου­νίου», κα­θώς και την έκ­δο­ση του α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τος, «Ημε­ρο­λό­γιον του βίου μου», του Σάβ­βα Τσερ­κε­ζή (1874-1963). Επί­σης, ως τε­λευ­ταία προ­σφο­ρά, τη «Βι­βλιο­γρα­φία Κυ­πρια­κής Λαϊκής Ποίη­σης: Φυλ­λά­δες και αυ­το­τε­λείς εκ­δό­σεις (1884-1960)».
«Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κά»
Από το τεύ­χος των «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κώ­ν» πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε έ­ναν α­κό­μη θά­να­το, που θα πρέ­πει να πέ­ρα­σε στα ψι­λά των α­θη­ναϊκών ε­φη­με­ρί­δων. Του φι­λό­λο­γου Ξε­νο­φώ­ντα Αστε­ρίου Κο­κό­λη, στις 17 Οκτω­βρίου 2012, στα 73. Να θυ­μί­σου­με, α­νά­με­σα σε πολ­λές α­ξιό­λο­γες με­λέ­τες του, τα δυο με­λε­τή­μα­τα για τη «Φό­νισ­σα» του Πα­πα­δια­μά­ντη και προ ε­ξα­ε­τίας, τις «Τριά­ντα πα­ρω­δίες ποιη­μά­των του Κ. Π. Κα­βά­φη». Κα­τά τα άλ­λα, τα κεί­με­να του τεύ­χους μοι­ρά­ζο­νται σε Κύ­πριους και Ελλα­δί­τες συγ­γρα­φείς. Τρία κεί­με­να για τον ποιη­τή Βα­σί­λη Μι­χα­η­λί­δη, συ­νο­μή­λι­κο του Βι­ζυη­νού. Δυο για τον Νί­κο Νι­κο­λαΐδη τον κύ­πριο διη­γη­μα­το­γρά­φο, συ­νο­μή­λι­κο Σι­κε­λια­νού και Βάρ­να­λη, που α­πο­τε­λεί μια α­πό τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες πα­ρα­λή­ψεις της Γραμ­μα­το­λο­γίας Σο­κό­λη. Ένα για τον κα­τά δυο χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρο και λι­γό­τε­ρο γνω­στό στα κα­θ’ η­μάς ποιη­τή Ιωάν­νη Περ­δίο. Επί­σης, πα­ρου­σία­ση του πε­ριο­δι­κού «Φλό­γα» ε­νός τρί­του κύ­πριου ποιη­τή, του Τεύ­κρου Ανθία. Κι αυ­τός ση­μα­ντι­κός, αλ­λά το έρ­γο του, ε­κτός α­πό ε­κεί­νη την πρώ­τη συλ­λο­γή τού 1929, «Τα σφυ­ρίγ­μα­τα του α­λή­τη», μέ­νει σχε­δόν ά­γνω­στο στους Ελλα­δί­τες.
Ένα τε­λευ­ταίο «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κό» για Κύ­πριο συγ­γρα­φέα α­φο­ρά τον λαϊκό ποιη­τή Χα­ρά­λα­μπο Μ. Άζι­νο. Το 1957, που ήρ­θε για πρώ­τη φο­ρά στην Ελλά­δα, φά­νη­κε ύ­πο­πτος σε κά­ποιον α­στυ­νο­μι­κό στον Πει­ραιά, που τον ο­δή­γη­σε στο τμή­μα. Με­τά την ό­ποια α­πο­λο­γία του, κρί­θη­κε α­θώος και ο ί­διος τον έ­φε­ρε πί­σω στο ση­μείο που τον εί­χε συλ­λά­βει. Έχο­ντας μά­θει ό­τι ή­ταν ποιη­τά­ρης, του ζή­τη­σε να του φτιά­ξει έ­να αυ­το­σχέ­διο δί­στι­χο. Εκεί­νος α­πο­δέ­χτη­κε, αλ­λά με τον ό­ρο να του το α­παγ­γεί­λει α­φού θα έ­χει ε­πι­βι­βα­σθεί. Εύ­στο­χο το δί­στι­χο στο διη­νε­κές:
«Έλλη­νες εί­σεν, φί­λε μου, τό­τες το Ει­κο­σιέ­να,
τώ­ρα ε­κα­τα­ντή­σε­τε τσο­γλά­νια ως τον έ­ναν!»
   Πε­ρισ­σό­τε­ρα εί­ναι τα «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κά» για Ελλα­δί­τες. Με­τα­ξύ άλ­λων, δυο α­θη­σαύ­ρι­στα δη­μο­σιεύ­μα­τα του Ροΐδη, κεί­με­νο για τον Κα­ρυω­τά­κη, ό­που δη­μο­σιεύε­ται ά­γνω­στη φω­το­γρα­φία του με τον πρώ­το του ε­ξά­δελ­φο Κων­στα­ντί­νο Επα­μει­νών­δα Κα­ρυω­τά­κη, ε­πι­στο­λές Τέλ­λου Άγρα προς Καί­σα­ρα Εμμα­νουήλ και α­κό­μη, πε­ρί Ελύ­τη, Πα­να­γή Λε­κα­τσά και Πα­λα­μά. Η Μ. Κα­ρα­μπί­νη-Ια­τρού, στην ο­ποία ο­φεί­λου­με την κα­τα­γρα­φι­κή με­λέ­τη, «Βι­βλιο­θή­κη Κα­βά­φη», α­να­δι­φώ­ντας τα υ­πο­λείμ­μα­τα της Βι­βλιο­θή­κης του Τζόϋς, α­να­κά­λυ­ψε πως ε­κεί­νος εί­χε δια­βά­σει μάλ­λον ε­πι­με­λώς τον «Δω­δε­κά­λο­γο του Γύ­φτου» του Κω­στή Πα­λα­μά, στη με­τά­φρα­ση των Θ. Στε­φα­νί­δη και Γ. Κ. Κα­τσί­μπα­λη. Το πι­θα­νό­τε­ρο, του το εί­χε στεί­λει ο Κα­τσί­μπα­λης, χω­ρίς να α­πο­κλείε­ται να του το εί­χε δώ­σει προ­σω­πι­κά.
Θα ε­πα­νέλ­θου­με σε έ­να «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κό», ό­χι τό­σο για το κυ­ρίως θέ­μα του, αλ­λά για­τί δί­νει την ευ­και­ρία να σταθ­μί­σου­με την α­ξιο­πι­στία των αυ­το­βιο­γρα­φι­κών κει­μέ­νων των Ξε­νό­που­λου και Νιρ­βά­να, τα ο­ποία συ­χνά χρη­σι­μο­ποιού­νται προς τεκ­μη­ρίω­ση γε­γο­νό­των. Κι ό­μως αμ­φό­τε­ροι φαί­νε­ται πως εί­χαν κύ­ριο μέ­λη­μα τη γλα­φυ­ρό­τη­τα των α­πο­μνη­μο­νευ­μά­των τους. Ιδιαί­τε­ρα ο Ξε­νό­που­λος, ό­ταν το θέ­μα διέ­θε­τε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά κά­πως πρω­τό­τυ­πα, που θα μπο­ρού­σαν να κι­νή­σουν την πε­ριέρ­γεια ε­νός ευ­ρύ­τε­ρου α­να­γνω­στι­κού κοι­νού, δεί­χνει να ε­πι­τρέ­πει στον ε­αυ­τό του και κά­ποια μυ­θο­πλα­σία.
Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δη­μο­σιεύ­θη­κε στην ε­φη­με­ρί­δα "Η Επο­χή" στις 9/6/2013.

Μια βραχύβια εφημερίδα

$
0
0


 Ο ένας εκ των εκδοτών της βραχύβιας εφημερίδας «Αθήναι»,
ο Παύλος Νιρβάνας, σε γελοιογραφικό σκίτσο. 

«Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κά»
Τεύ­χος 33
Άνοι­ξη 2013
Λευ­κω­σία, Κύ­προς
Την προη­γού­με­νη Κυ­ρια­κή πα­ρου­σιά­σα­με, εν συ­ντο­μία, τα πε­ριε­χό­με­να του τε­λευ­ταί­ου τεύ­χους του κυ­πρια­κού πε­ριο­δι­κού «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κά». Όπως εί­χα­με υπο­σχε­θεί, επα­νερ­χό­μα­στε σε ένα «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κό», με τί­τλο, «Η εφη­με­ρί­δα Αθή­ναι(1884) του Ξε­νό­που­λου και του Νιρ­βά­να». Επα­νερ­χό­μα­στε, όχι τό­σο για το κυ­ρί­ως θέ­μα του, τη βρα­χύ­βια αθη­ναϊ­κή εφη­με­ρί­δα «Αθή­ναι», αλ­λά για­τί δί­νει την ευ­και­ρία να σταθ­μί­σου­με την αξιο­πι­στία των αυ­το­βιο­γρα­φι­κών κει­μέ­νων των δυο λο­γο­τε­χνών, τα οποία συ­χνά χρη­σι­μο­ποιού­νται προς τεκ­μη­ρί­ω­ση γε­γο­νό­των. “Η εφη­με­ρί­δα πράγ­μα­τι κυ­κλο­φό­ρη­σε, με κύ­ριους πρω­τερ­γά­τες τα δυο αυ­τά πρό­σω­πα, αλ­λά ού­τε η χρο­νο­λό­γη­σή της εί­ναι σα­φής ού­τε το εί­δος των συ­νερ­γα­σιών και οι συ­νερ­γά­τες”, πα­ρα­τη­ρεί ο συ­ντά­κτης του εν λό­γω «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κού», Λά­μπρος Βα­ρε­λάς. Εμείς θα προ­σθέ­τα­με ότι η χρο­νο­λό­γη­ση, όχι μό­νο δεν εί­ναι σα­φής, αλ­λά, τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, εί­ναι λαν­θα­σμέ­νη, όπως και τα ονό­μα­τα ορι­σμέ­νων του­λά­χι­στον συ­νερ­γα­τών.
Ο Βα­ρε­λάς προ­σθέ­τει προς υπε­ρά­σπι­σή τους: “Και τού­το, για­τί και οι δυο τους γρά­φουν για την εφη­με­ρί­δα και την έκ­δο­σή της πολ­λά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, με απο­τέ­λε­σμα να λη­σμο­νούν πρό­σω­πα και να συγ­χέ­ουν πε­ρι­στα­τι­κά.” Αναμ­φι­βό­λως, αυ­τό ισχύ­ει, αφού η πρώ­τη ανα­φο­ρά γί­νε­ται σε αυ­το­βιο­γρα­φι­κό κεί­με­νο του 1919, δη­λα­δή κο­ντά σα­ρά­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Πά­ντως, αμ­φό­τε­ροι εί­χαν κύ­ριο μέ­λη­μα τη γλα­φυ­ρό­τη­τα των απο­μνη­μο­νευ­μά­των τους, κα­θώς αυ­τά δη­μο­σιεύ­ο­νταν, σε συ­νέ­χειες, σε εφη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά ευ­ρεί­ας κυ­κλο­φο­ρί­ας. Ιδιαί­τε­ρα, ο Ξε­νό­που­λος, όταν το θέ­μα διέ­θε­τε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά κά­πως πρω­τό­τυ­πα, που θα μπο­ρού­σαν να κι­νή­σουν την πε­ριέρ­γεια του ανα­γνω­στι­κού κοι­νού, εν­δί­δει και σε κά­ποια μυ­θο­πλα­στι­κή διάν­θι­ση. Με απο­τέ­λε­σμα, οι μέ­χρι σή­με­ρα ανα­φο­ρές στην εφη­με­ρί­δα να εί­ναι εσφαλ­μέ­νες, ακρι­βώς για­τί βα­σί­ζο­νταν στα φι­λο­λο­γι­κά απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα των εκ­δο­τών της. Αυ­τές  δια­σα­φη­νί­ζει η αυ­το­ψία της εφη­με­ρί­δας από τον Βα­ρε­λά, που την ανα­ζή­τη­σε στη Βι­βλιο­θή­κη της Βου­λής, όπου σώ­ζο­νται τρία φύλ­λα.
Μια πρώ­τη πε­ρι­γρα­φή της εφη­με­ρί­δας έχει δώ­σει ο Γιώρ­γος Βα­λέ­τας στα πε­ντά­το­μα Άπα­ντα Νιρ­βά­να, που εξέ­δω­σε το 1967. Κι αυ­τός εξ αυ­το­ψί­ας, με βά­ση τα φύλ­λα της εφη­με­ρί­δας, που σώ­ζο­νταν στο Αρ­χείο Νιρ­βά­να. Συ­γκε­κρι­μέ­να, πε­ρι­γρά­φει το δεύ­τε­ρο, τρί­το και τέ­ταρ­το φύλ­λο, ενώ ο Βα­ρε­λάς το πρώ­το, δεύ­τε­ρο και τέ­ταρ­το. Σύμ­φω­να με την προ­με­τω­πί­δα της εφη­με­ρί­δας, πρό­κει­ται για “φύλ­λον εβδο­μα­διαί­ον”, οκτα­σέ­λι­δο, με τι­μή εκά­στου φύλ­λου 10 λε­πτά, όσο δη­λα­δή ήταν η συ­νή­θης τι­μή των οκτα­σέ­λι­δων εφη­με­ρί­δων. Τα τέσ­σε­ρα σω­ζό­με­να φύλ­λα φέ­ρουν ημε­ρο­μη­νί­ες: 23.11.1884, 29.11.1884, 7.12.1884 και 14.12.1884. Μη έχο­ντας το πρώ­το φύλ­λο ο Βα­λέ­τας, το το­πο­θε­τεί και δι­καί­ως, στις 22 του μη­νός, ημέ­ρα Σάβ­βα­το. Ωστό­σο, η εφη­με­ρί­δα ήταν κυ­ρια­κά­τι­κη, όπως σω­στά, εν προ­κει­μέ­νω, μνη­μο­νεύ­ει ο Νιρ­βά­νας. Άγνω­στο για­τί, το δεύ­τε­ρο φύλ­λο βγή­κε με την ημε­ρο­μη­νία του Σαβ­βά­του. Και οι δυο με­λε­τη­τές υπο­στη­ρί­ζουν ότι η εφη­με­ρί­δα κυ­κλο­φό­ρη­σε μό­νο αυ­τά τα τέσ­σε­ρα φύλ­λα. Επί­σης, ο Βα­ρε­λάς πι­στεύ­ει πως το τρί­το τεύ­χος του Αρ­χεί­ου Νιρ­βά­να ήταν το μο­να­δι­κό σω­ζό­με­νο. Πλη­ρο­φο­ρεί, επί­σης, ότι, με­τά το 1968, τα ίχνη του Αρ­χεί­ου χά­νο­νται. Μπο­ρεί, όμως, να κυ­κλο­φό­ρη­σαν και πε­ρισ­σό­τε­ρα φύλ­λα, όπως μπο­ρεί να σώ­ζο­νται και άλ­λα σώ­μα­τα της εφη­με­ρί­δας, αφού ελά­χι­στα πράγ­μα­τα γνω­ρί­ζου­με για τα υπό­λοι­πα μέ­λη της φοι­τη­τι­κής πα­ρέ­ας, που την έβγα­ζε και η οποία φαί­νε­ται ότι ήταν πο­λυ­με­λής. Ας επα­νέλ­θου­με, όμως, στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα των Ξε­νό­που­λου και Νιρ­βά­να, κα­θώς φαί­νε­ται πως ού­τε αυ­τά εί­ναι γνω­στά στο σύ­νο­λό τους στους με­λε­τη­τές.
Κα­τ’ αρ­χάς, τα φι­λο­λο­γι­κά τους απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα έχουν πε­ρισ­σό­τε­ρες της μιας εκ­δο­χές. Ο Ξε­νό­που­λος έγρα­φε και ξα­νά­γρα­φε τις ανα­μνή­σεις του. Τις ξε­κι­νού­σε για μια εφη­με­ρί­δα αλ­λά κά­τι συ­νέ­βαι­νε, διέ­κο­πτε και ξα­νάρ­χι­ζε για άλ­λη. Συ­νο­λι­κά δη­μο­σί­ευ­σε τρεις αυ­το­βιο­γρα­φί­ες σε συ­νέ­χειες: Στην «Κα­θη­με­ρι­νή» του Γε­ωρ­γί­ου Βλά­χου (15.9.1919-9.4.1920), όπου έφθα­σε την αφή­γη­ση της ζω­ής του μέ­χρι το 1895, πα­ρά τον τί­τλο, που εί­χε επι­λέ­ξει, «Τριά­ντα χρό­νια φι­λο­λο­γι­κής ζω­ής». Στην «Εσπέ­ρα» του Δη­μή­τρη Πουρ­νά­ρα (7.11.1925-7.3.1926), με τον ίδιο τί­τλο, ξε­κι­νώ­ντας και πά­λι από την αρ­χή, αλ­λά, αυ­τήν τη φο­ρά, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας την τρια­κο­ντα­ε­τία που υπο­σχό­ταν με τον τί­τλο. Και στα «Αθη­ναϊ­κά Νέα» (22.9.1938-18.2.1939), όπου δί­νει μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη εκ­δο­χή για τα πε­νή­ντα πλέ­ον χρό­νια της φι­λο­λο­γι­κής ζω­ής του, με τί­τλο, «Η ζωή μου σαν μυ­θι­στό­ρη­μα». Με­τά θά­να­το, αυ­τή η μορ­φή εκ­δό­θη­κε στον πρώ­το τό­μο των πρώ­των του Απά­ντων, εκεί­νων από τις εκ­δό­σεις Μπί­ρη και αυ­το­τε­λώς, στον 38ο τό­μο των δεύ­τε­ρων Απά­ντων του στις εκ­δό­σεις Βλάσ­ση. Σε αυ­τήν την εκ­δο­χή, στη­ρί­ζο­νται, κα­τά κα­νό­να, οι με­λε­τη­τές.
Από όσο γνω­ρί­ζου­με, δυο φο­ρές, σε από­στα­ση κο­ντά μιας δε­κα­ε­τί­ας, δη­μο­σί­ευ­σε σει­ρά ανα­μνή­σε­ων ο Νιρ­βά­νας. Στα αυ­το­βιο­γρα­φι­κά κεί­με­να και των δυο δεν ανα­φέ­ρο­νται οι χρο­νο­λο­γί­ες όσων μνη­μο­νεύ­ο­νται. Στον Ξε­νό­που­λο συ­νά­γο­νται από το ξε­δί­πλω­μα της αφή­γη­σης, που ακο­λου­θεί χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά, χω­ρίς να λεί­πουν οι ανα­δρο­μές, οι οποί­ες απο­σκο­πούν στη συ­μπλή­ρω­ση επι­μέ­ρους ιστο­ριών. Στον Νιρ­βά­να, τα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα εί­ναι απο­σπα­σμα­τι­κά, κα­θώς επι­κε­ντρώ­νο­νται σε πρό­σω­πα, κά­πο­τε και σε θέ­μα­τα. Η χρο­νο­λό­γη­ση θα ανα­με­νό­ταν κα­τά την κα­τάρ­τι­ση των Απά­ντων του. Το κύ­ριο, όμως, μέ­λη­μα του Βα­λέ­τα ήταν η συ­γκέ­ντρω­ση των διά­σπαρ­των κει­μέ­νων. Κρί­νο­ντας εκ του απο­τε­λέ­σμα­τος, μάλ­λον αδια­φό­ρη­σε για επι­κα­λύ­ψεις και ακρι­βείς χρο­νο­λο­γι­κές ανα­φο­ρές.
Και ερ­χό­μα­στε στα στοι­χεία που δί­νουν για την εφη­με­ρί­δα «Αθή­ναι». Ο Ξε­νό­που­λος, στην τε­λι­κή εκ­δο­χή της αυ­το­βιο­γρα­φί­ας του, το­πο­θε­τεί την έκ­δο­ση της εφη­με­ρί­δας στο πρώ­το από τα τρία τε­λευ­ταία φοι­τη­τι­κά του χρό­νια, με­τά τη μα­κρά πα­ρα­μο­νή του στη Ζά­κυν­θο από Ιούν. 1885 μέ­χρι Σεπ. 1886, λό­γω της επι­στρά­τευ­σης του Δε­λι­γιάν­νη και της μη λει­τουρ­γί­ας του Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Δη­λα­δή, κα­τά το ακα­δη­μαϊ­κό έτος 1886-1887. Επί­σης, στην πρώ­τη εκ­δο­χή, ανα­φέ­ρει ότι η εφη­με­ρί­δα του Γε­ωρ­γί­ου Πωπ, που “τους... έκλε­ψε τον τί­τλο”, εμ­φα­νί­στη­κε με­τά δε­κα­πέ­ντε έτη. Ως γνω­στόν, το πρώ­το φύλ­λο της μα­κρό­βιας ομό­τι­τλης εφη­με­ρί­δας κυ­κλο­φό­ρη­σε 19 Οκτ. 1902. Με βά­ση αυ­τά, στις μέ­χρι σή­με­ρα ανα­φο­ρές, με γνω­στό­τε­ρη εκεί­νη στο Λεύ­κω­μα Ξε­νό­που­λου, που εξέ­δω­σε ο Διο­νύ­σης Ν. Μου­σμού­της το επε­τεια­κό 2001, η έκ­δο­ση της εφη­με­ρί­δας το­πο­θε­τεί­ται το 1886.
Ο Νιρ­βά­νας ανα­φέ­ρει ότι την επο­χή που έβγα­λαν την εφη­με­ρί­δα τους ήταν δε­κα­ε­φτά χρό­νων και φοι­τη­τής. Θυ­μί­ζου­με ότι εί­ναι γεν­νη­μέ­νος στις 14.5.1866 και ο Ξε­νό­που­λος, στις 8.12.1867. Ανε­ξάρ­τη­τα από τη δια­φο­ρε­τι­κή χρο­νο­λό­γη­ση, και για τους δυο η εφη­με­ρί­δα απο­τε­λεί συ­νέ­χεια του «Συλ­λό­γου των Φοι­τη­τών», του πρώ­του φοι­τη­τι­κού συλ­λό­γου, που ιδρύ­θη­κε φθι­νό­πω­ρο 1883. Τό­τε, ο Νιρ­βά­νας ήταν δευ­τε­ρο­ε­τής Ια­τρι­κής και ο Ξε­νό­που­λος πρω­το­ε­τής Φυ­σι­κο­μα­θη­μα­τι­κής. Όπως απο­δει­κνύ­ε­ται τε­λι­κά, η εφη­με­ρί­δα ξε­κί­νη­σε το επό­με­νο ακα­δη­μαϊ­κό έτος, 1884. Δεν μπο­ρεί, όμως, να απο­κλει­σθεί η κυ­κλο­φο­ρία ομό­τι­τλου πε­ριο­δι­κού, ένα ή δυο τεύ­χη, αρ­γό­τε­ρα, με­τά το κε­νό της επι­στρά­τευ­σης, φθι­νό­πω­ρο 1886. Άλ­λω­στε, ο Νιρ­βά­νας, άλ­λο­τε ανα­φέ­ρε­ται σε “εβδο­μα­διαία φι­λο­λο­γι­κή και ευ­θυ­μο­γρα­φι­κή εφη­με­ρί­δα” και άλ­λο­τε σε πε­ριο­δι­κό. Έτσι, η Μα­ριάν­να Δή­τσα στο λήμ­μα Νιρ­βά­να της Γραμ­μα­το­λο­γί­ας Σο­κό­λη κά­νει λό­γο για έκ­δο­ση “φι­λο­λο­γι­κού σα­τι­ρι­κού πε­ριο­δι­κού”.
Ο Ξε­νό­που­λος, στην τε­λι­κή εκ­δο­χή, ανα­φέ­ρει ως συ­νερ­γά­τες τους Πε­ρι­κλή Ρα­φτό­που­λο, Πέ­τρο Απο­στο­λί­δη, Αντώ­νη Μά­τε­σι, Αγη­σί­λαο Αρ­τέ­μη, Θε­ό­δω­ρο Βελ­λια­νί­τη (σύμ­φω­να με τη δι­κή του σει­ρά και ορ­θο­γρα­φία). Να θυ­μί­σου­με, ότι ο Νιρ­βά­νας, τό­τε ακό­μη, υπέ­γρα­φε ως Πέ­τρος Απο­στο­λί­δης. Το ψευ­δώ­νυ­μο, με το οποίο κα­τα­γρά­φτη­κε στη λο­γο­τε­χνία, προ­έ­κυ­ψε δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Στην πρώ­τη εκ­δο­χή του 1919, ανα­φέ­ρει και πά­λι πέ­ντε, αλ­λά­ζο­ντας σει­ρά, ορ­θο­γρά­φη­ση και έναν συ­νερ­γά­τη. Συ­γκε­κρι­μέ­να, μνη­μο­νεύ­ει τους Πέ­τρο Απο­στο­λί­δη, Θε­ό­δω­ρο Βελ­λια­νί­τη, Νι­κό­λαο Στα­μα­τέ­λο, Αντώ­νιο Μά­τε­σι, Πε­ρι­κλή Ραυ­τό­που­λο. Ενώ, ο Νιρ­βά­νας, εκτός του Ξε­νό­πο­λου, ανα­φέ­ρει τους Θε­ό­δω­ρο Βελ­λια­νί­τη, Ιω­άν­νη Δ. Στα­μα­τέ­λο (αντί Νι­κό­λαο Στα­μα­τέ­λο), Γε­ώρ­γιο Βα­λα­βά­νη, Αγη­σί­λαο Αρ­τέ­μη και Πε­ρι­κλή Ραυ­τό­που­λο.
Και οι δυο αφη­γού­νται τον βίο και την πο­λι­τεία του τε­λευ­ταί­ου, σε πα­ραλ­λα­γές ως προς την κλε­πτο­μα­νία του και την κα­τά­λη­ξή του, με­τά την κλο­πή από το Νο­μι­σμα­τι­κό Μου­σείο Αθη­νών, στις 30 Οκτ. 1887. Δη­λα­δή, την ανα­χώ­ρη­σή του για το Πα­ρί­σι, την εκεί κλο­πή, σύλ­λη­ψη και φυ­λά­κι­ση. Κυ­ρί­ως, δια­φο­ρο­ποιού­νται όσο αφο­ρά το τέ­λος της ζω­ής του.  Ο Ξε­νό­που­λος τον πα­ρου­σιά­ζει να πε­θαί­νει στη φυ­λα­κή, ενώ ο Νιρ­βά­νας, ανα­φέ­ρει ότι, με τη γοη­τεία που ασκού­σε στους γύ­ρω του, επέ­τυ­χε να του δο­θεί χά­ρη. Στη συ­νέ­χεια, κα­τέ­φυ­γε στην Αμε­ρι­κή και εκεί πέ­θα­νε.
Ο Ξε­νό­που­λος απο­δί­δει σε αυ­τόν, κα­θώς ήταν ο υπεύ­θυ­νος για την οι­κο­νο­μι­κή δια­χεί­ρι­ση της εφη­με­ρί­δας, το κλεί­σι­μό της. Ανα­φέ­ρει “ότι το τέ­ταρ­τον ή πέμ­πτον φύλ­λον δεν εί­χαν χρή­μα­τα να το τυ­πώ­σουν”, πα­ρό­λο που η εφη­με­ρί­δα εί­χε “τό­σο κα­λήν κυ­κλο­φο­ρί­αν”. Αντι­θέ­τως, ο Νιρ­βά­νας διε­κτρα­γω­δεί “την κα­τά ανά­πο­δη γε­ω­με­τρι­κή πρό­ο­δο” αγο­ρα­στι­κή κί­νη­ση της εφη­με­ρί­δας, από 2 000 φύλ­λα στο πρώ­το σε 200 στο δεύ­τε­ρο και μό­λις 20 στο τρί­το. Ο Νιρ­βά­νας προσ­διο­ρί­ζει και το Τυ­πο­γρα­φείο στο οποίο τυ­πω­νό­ταν. Ήταν το ιδιό­κτη­το του Ευάγ­γε­λου Κο­φι­νιώ­τη, ο οποί­ος δί­δα­σκε για ένα διά­στη­μα στο Γυ­μνά­σιο Πει­ραιώς. Με­σο­λα­βη­τής μπο­ρεί να στά­θη­κε κά­ποιος από τους Πει­ραιώ­τες της πα­ρέ­ας. Ίσως ο ίδιο ο Νιρ­βά­νας ή ο με­γα­λύ­τε­ρος της συ­ντρο­φιάς, ο Βελ­λια­νί­της, που μπο­ρεί και να τον εί­χε κα­θη­γη­τή. Ωστό­σο, στη μό­νι­μη στή­λη «Χρο­νι­κά» του δεύ­τε­ρου φύλ­λου της εφη­με­ρί­δας, σκω­πτι­κά και εμ­μέ­σως, ανα­φέ­ρε­ται άλ­λο αθη­ναϊ­κό τυ­πο­γρα­φείο.
Ο Βα­ρε­λάς πα­ρα­θέ­τει αλ­φα­βη­τι­κό κα­τά­λο­γο των συ­νερ­γα­τών των τριών φύλ­λων (1,2,4). Συ­νο­λι­κά, 17 συ­ντά­κτες. Τρεις υπο­γρά­φουν με τα ονο­μα­τε­πώ­νυ­μά τους. Αυ­τοί εί­ναι οι τρεις πρε­σβύ­τες, που συμ­με­τέ­χουν προς υπο­στή­ρι­ξη της ομά­δας των νέ­ων: Ει­ρη­ναί­ος Ασώ­πιος, Αν­δρέ­ας Λα­σκα­ρά­τος, Αχιλ­λέ­ας Πα­ρά­σχος. Τέσ­σε­ρις, με τα μι­κρά τους ονό­μα­τα, κα­θώς τα μέ­λη της πα­ρέ­ας “εί­χαν απο­φα­σί­σει να λά­βουν όλοι ως ψευ­δώ­νυ­μα τα μι­κρά τους ονό­μα­τα”, όπως γρά­φει ο Ξε­νό­που­λος στην πρώ­τη εκ­δο­χή των Απο­μνη­μο­νευ­μά­των του: Γρη­γό­ριος, Θε­ό­δω­ρος, Πε­ρι­κλέ­τος (όπως, σύμ­φω­να με τον Νιρ­βά­να, “απο­κα­λού­σαν χαϊ­δευ­τι­κά τον Ραυ­τό­που­λο”), Πέ­τρος. Και δέ­κα ψευ­δώ­νυ­μα, για τα οποία ο Βα­ρε­λάς προ­τεί­νει κά­ποιες ταυ­τί­σεις.
Πα­ρό­λο που οι συ­ντά­κτες της εφη­με­ρί­δας χρη­σι­μο­ποιού­σαν κά­ποια από τα ψευ­δώ­νυ­μα και σε άλ­λα έντυ­πα, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα έχουν δια­λά­θει της συ­στη­μα­τι­κής κα­τα­γρα­φής. Αξί­ζει, λοι­πόν, να ανα­φέ­ρου­με κά­ποια βοη­θη­τι­κά στοι­χεία: Το Γλαυξ απα­ντά­ται σε ένα κεί­με­νο του τέ­ταρ­του τεύ­χους, με τί­τλο, «Πα­νε­πι­στη­μια­κά», που αφο­ρά τρι­το­ε­τείς φοι­τη­τές της Νο­μι­κής. Αυ­τήν τη στή­λη την γρά­φουν εκ πε­ρι­τρο­πής, ανά­λο­γα με το θέ­μα, κά­ποιος με αντί­στοι­χες σπου­δές. Κα­τά τον Ξε­νό­που­λο, τα μέ­λη της πα­ρέ­ας ήταν ως επί το πλεί­στον της Νο­μι­κής. Θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ο Μά­τε­σις, αν και αυ­τός εί­ναι τό­τε πρω­το­ε­τής. Το Ια­τρός, σε κεί­με­νο του δεύ­τε­ρου τεύ­χους με τον ίδιο γε­νι­κό τί­τλο, αλ­λά ια­τρι­κού θέ­μα­τος, την μη ύπαρ­ξη Αστυ­κλι­νι­κής συ­φι­λι­δι­κών αντρών. Ο Βα­ρε­λάς προ­τεί­νει τον Νιρ­βά­να ή τον πρό­ε­δρο του «Συλ­λό­γου των Φοι­τη­τών» Ευ­στά­θιο Βερ­ροιώ­τη. Ίσως να πρό­κει­ται για τον δεύ­τε­ρο, που ήταν ευαι­σθη­το­ποι­η­μέ­νος σε κοι­νω­νι­κά θέ­μα­τα. Μό­λις εί­χε εκ­δώ­σει το πό­νη­μα, «Σε­λί­δες του κοι­νω­νι­κού βί­ου ή κα­τα­στρο­φή ενός σπου­δα­στού». Όσο για το πα­ρά­ξε­νο Λε­πλε­πι­τζής, να θυ­μί­σου­με ότι το 1883 εί­χε ανέ­βει αρ­με­νι­κή οπε­ρέ­τα στο Φά­λη­ρο με αυ­τόν τον τί­τλο. Άρα, πρό­κει­ται για κά­ποιον θε­α­τρό­φι­λο και ποι­η­τή, κα­θώς απα­ντά­ται ως υπο­γρα­φή σε ποί­η­μα. Και πά­λι, ένας υπο­ψή­φιος εί­ναι ο Μά­τε­σις. Όπως και για το Μαχ­μουρ­λής, με το οποίο υπο­γρά­φο­νται οι ει­δή­σεις από τις ερ­γα­σί­ες της Βου­λής, οπό­τε θα ταί­ρια­ζε ένας νο­μι­κός. Αλ­λά και το Matto, με το οποίο υπο­γρά­φε­ται θε­α­τρι­κή κρι­τι­κή και ποί­η­μα, θα μπο­ρού­σε να εί­ναι πα­ραλ­λα­γή του ονό­μα­τός του. Για το Πει­ραιώ­της, υπο­ψή­φιοι εί­ναι οι Νιρ­βά­νας και Βελ­λια­νί­της. Ο Γιώρ­γος Στρα­τή­γης που προ­τεί­νει ο Βα­ρε­λάς εί­ναι μεν Πει­ραιώ­της, αλ­λά με­γα­λύ­τε­ρος και δεν εί­ναι μέ­λος της πα­ρέ­ας. Τα Πραφ και Πραφ-Θαβ θα μπο­ρού­σαν να απο­τε­λούν συ­ντό­μευ­ση των Πέ­τρου Απο­στο­λί­δη και Θό­δω­ρου Βελ­λια­νί­τη. Το Ρά­πτης, για­τί να μην εί­ναι του Ραυ­τό­που­λου. Τέ­λος, το Χα­χό­λος ανή­κει στον Βελ­λια­νί­τη, κα­θώς απα­ντά­ται και σε άλ­λα έντυ­πα, με τα οποία εκεί­νος συ­νερ­γα­ζό­ταν.
Επα­νερ­χό­μα­στε στους τρεις πρε­σβύ­τες, τους οποί­ους οι δυο απο­μνη­μο­νευ­μα­το­γρά­φοι δεν ανα­φέ­ρουν στους συ­νερ­γά­τες. Ανα­με­νό­με­νο, αφού ο σχο­λια­σμός τους πε­ριο­ρί­ζε­ται στα μέ­λη της πα­ρέ­ας. Άλ­λω­στε, οι δυο, Λα­σκα­ρά­τος και Πα­ρά­σχος, εμ­φα­νί­ζο­νται μό­νο στο πρώ­το φύλ­λο από τα τρία που γνω­ρί­ζου­με, με σύ­ντο­μο πε­ζό ο πρώ­τος (από τη σει­ρά «Χα­ρα­κτή­ρες», «Ο υπο­ψή­φιος βου­λευ­τής»), με ποί­η­μα ο δεύ­τε­ρος («Και νε­κρός ελε­ή­μων»). Ο Βα­ρε­λάς, ωστό­σο, απο­ρεί για­τί δεν μνη­μο­νεύ­ουν ως συ­νερ­γά­τη της εφη­με­ρί­δας ει­δι­κά τον Ασώ­πιο, που ήταν από τους στα­θε­ρούς. Ου­σια­στι­κά, τον ανα­φέ­ρουν και μά­λι­στα, τι­μη­τι­κά. Κα­τ’ αρ­χήν, αμ­φό­τε­ροι διεκ­δι­κούν τα πρω­τεία της γνω­ρι­μί­ας μα­ζί του. “Από μέ­να τον γνώ­ρι­σε όλη η φι­λο­λο­γι­κή πα­ρέα”, γρά­φει ο Ξε­νό­που­λος στην τε­λι­κή εκ­δο­χή της αυ­το­βιο­γρα­φί­ας του. Ενώ, στην πρώ­τη εκ­δο­χή, ανα­φέ­ρει ότι ο Ασώ­πιος ήταν ενά­ντιος του κα­θη­γη­τή κλα­σι­κής φι­λο­λο­γί­ας Κων­στα­ντί­νου Κό­ντου, προ­σθέ­το­ντας: “Εις την εφη­με­ρί­δα μας, τας Αθή­νας, οσά­κις έβλε­πε κα­νέν επί­γραμ­μα κα­τά του Κό­ντου, όσον άνο­στον και αν ήτο, το επε­κρό­τει ολο­ψύ­χως... ” Εκεί, πε­ρι­γρά­φει το “σα­λό­νι” του Ασώ­πιου, που “ήτο κυ­ρί­ως το γρα­φείο του” και στο οποίο τους δε­χό­ταν.
Από την πλευ­ρά του, ο Νιρ­βά­νας ισχυ­ρί­ζε­ται ότι του έστει­λε συ­νερ­γα­σία για το «Ατ­τι­κόν Ημε­ρο­λό­γιον», που εκεί­νος εξέ­δι­δε από το 1867. Πε­ρί­με­νε να την δει πρώ­τα τυ­πω­μέ­νη και με­τά τον επι­σκέ­φτη­κε, παίρ­νο­ντας μα­ζί του “όλη την πα­ρέα των λο­γί­ων νέ­ων”. Μό­νο που μπερ­δεύ­ει αυ­τήν την πρώ­τη συ­νερ­γα­σία στο «Ατ­τι­κόν Ημε­ρο­λό­γιον» του 1885, με ε­κείνη του επό­με­νου έτους. Σα­ρά­ντα χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος ο Ασώ­πιος, γνώ­ρι­σε και τους δυο το φθι­νό­πω­ρο του 1884. Μό­λις εί­χαν γνω­ρι­στεί και ανα­με­τα­ξύ τους, αφού το προη­γού­με­νο κα­λο­καί­ρι εί­χαν ανταλ­λά­ξει τα­χυ­δρο­μι­κώς τα πρώ­τα τους βι­βλία. Στο «Ατ­τι­κόν Ημε­ρο­λό­γιον» του Ασώ­πιου και οι δυο εμ­φα­νί­ζο­νται στον τό­μο του 1885.
Γλα­φυ­ρά δι­η­γεί­ται ο Νιρ­βά­νας, ότι ήταν αυ­τός που πρό­τει­νε να γρά­ψει ο Ξε­νό­που­λος το ει­σα­γω­γι­κό κεί­με­νο για το πρώ­το φύλ­λο της εφη­με­ρί­δας τους και εκεί­νος τους πα­ρου­σί­α­σε ένα άρ­θρο επη­ρε­α­σμέ­νο από τις “επι­νο­μί­δες” του Ασώ­πιου, όπως ο ίδιος απο­κα­λού­σε τις επι­φυλ­λί­δες του. Σε αυ­τό το ει­σα­γω­γι­κό κεί­με­νο, με τί­τλο, «Αι Αθή­ναι», ο Ξε­νό­που­λος τον απο­κα­λεί “ο πο­λύ­τι­μος ημών συ­νερ­γά­της κ. Ειρ. Ασώ­πιος”. Ο Βα­λέ­τας, στην ει­σα­γω­γή των Απά­ντων Νιρ­βά­να, δί­νει μια ει­κό­να της εξέ­χου­σας θέ­σης που κα­τεί­χε ο Ασώ­πιος στην ομά­δα των “λο­γί­ων νέ­ων”. Ο Ασώ­πιος συμ­με­τέ­χει μό­νο με δυο κεί­με­να στα τρία φύλ­λα της εφη­με­ρί­δας που γνω­ρί­ζου­με. Στο πρώ­το και το τέ­ταρ­το, πα­ρό­λο που στο τέ­λος του πρώ­του φύλ­λου αναγ­γέλ­λε­ται ότι θα υπάρ­χει συ­νερ­γα­σία του και στο δεύ­τε­ρο. Το πρώ­το κεί­με­νο με τί­τλο «Αθη­ναϊ­κά Πα­ρο­ρά­μα­τα» απο­τε­λεί συ­νέ­χεια κει­μέ­νου του στο «Ατ­τι­κόν Ημε­ρο­λό­γιον» του 1884, με τί­τλο, «Πα­ρο­ρά­μα­τα εν τω βι­βλίω του Θε­ού». Εξ ου και ο τί­τλος του αναγ­γελ­θέ­ντος κει­μέ­νου για το δεύ­τε­ρο φύλ­λο, «Πα­ρο­ρά­μα­τα Πα­ρο­ρα­μά­των».
Σύμ­φω­να με τον Βα­λέ­τα, στο τρί­το φύλ­λο, δεν υπάρ­χει κεί­με­νό του. Φαί­νε­ται, πά­ντως, να έχει με­ταγ­γί­σει τον σκω­πτι­κό του τό­νο στα δη­μο­σιεύ­μα­τα όλης της πα­ρέ­ας. Να ση­μειώ­σου­με ότι το δεύ­τε­ρο φύλ­λο, αντί της “επι­νο­μί­δας” του Ασώ­πιου, ξε­κι­νά με “ανέκ­δο­τον ποί­η­μα Δ. Σο­λο­μού”, όπως τι­τλο­φο­ρεί­ται. Πρό­κει­ται για το ιτα­λό­γλωσ­σο «Sulla morte di Pio VII», που πρω­το­δη­μο­σιεύ­θη­κε στα δεύ­τε­ρα Άπα­ντα Σο­λω­μού, του 1880. Ο Βα­ρε­λάς απο­ρεί πως δεν το γνώ­ρι­ζαν οι “λό­γιοι νέ­οι”, του­λά­χι­στον οι δυο Ζα­κύν­θιοι, Ξε­νό­που­λος και Μά­τε­σις, που, σύμ­φω­να με την πρώ­τη εκ­δο­χή της αυ­το­βιο­γρα­φί­ας του Ξε­νό­που­λου, λά­τρευαν τον Σο­λω­μό. Πα­ρα­τη­ρού­με ότι, στο ιτα­λι­κό πρω­τό­τυ­πο, υπάρ­χουν αρ­κε­τά λά­θη. Μπο­ρεί ο Ξε­νό­που­λος να γνώ­ρι­ζε παι­διό­θεν το Τυ­πο­γρα­φείο του Ρα­φτά­νη, όπου τυ­πώ­θη­κε αυ­τή η έκ­δο­ση των Απά­ντων, κα­θώς και τον Σπύ­ρο Δε Βιά­ζη, που γρά­φει τον πρό­λο­γο, όχι όμως και τα ιτα­λό­γλωσ­σα ποι­ή­μα­τα που πε­ριέ­χο­νται. Όταν, μά­λι­στα, “ο φί­λος των Αθη­νών”, που του το έδω­σε “προς δη­μο­σί­ευ­σιν με­τ’ επι­τυ­χούς με­τα­φρά­σε­ως”, το τι­τλο­φό­ρη­σε “SONETTO”. Μη ζη­τά­με, λοι­πόν, πολ­λά από τον δε­κα­ε­πτα­ε­τή Ξε­νό­που­λο και την πα­ρέα του.
Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δη­μο­σιεύ­θη­κε στην εφη­με­ρί­δα "Η Επο­χή" στις 23/6/2013.

Αλλη­λο­γρά­φος Κα­βά­φης

$
0
0




















Το ε­ξώ­φυλ­λο του πο­λυ­σέ­λι­δου κα­βα­φι­κού α­φιε­ρώ­μα­τος στην «Επι­θεώ­ρη­ση Τέ­χνης». Κυ­κλο­φό­ρη­σε Δεκ. του 1963, στους πρώ­τους ε­πί­ση­μους ε­πε­τεια­κούς ε­ορ­τα­σμούς για τον Κα­βά­φη. Τα κεί­με­να των Στρα­τή Τσίρ­κα, Γ. Π. Σαβ­βί­δη, αλ­λά και ο­ρι­σμέ­νων άλ­λων ε­πι­φα­νών λογίων, κα­θι­στούν το α­φιέ­ρω­μα έ­να α­πό τα πλέ­ον α­ξιό­λο­γα, αν ό­χι το πιο α­ξιό­λο­γο, στην πρώ­τη με­τα­θα­νά­τια κα­βα­φι­κή πε­ρίο­δο. Το πιο ουσιαστικό, όμως, είναι η αναθεώρηση της Αριστεράς απέναντι στην καβαφική ποίηση.






















Ο Κ. Π. Κα­βά­φης σε σκί­τσο του Σό­φο (Σοφ. Αντω­νιά­δη). Δη­μο­σιεύ­τη­κε στο λαϊκό πε­ριο­δι­κό «Μπου­κέ­το» (17 Ιουλ. 1932), με τη διευ­κρι­νι­στι­κή λε­ζά­ντα: «Ο δια­κε­κρι­μέ­νος Αλε­ξαν­δρι­νός ποιη­τής Κ. Π. Κα­βά­φης, ό­στις ευ­ρί­σκε­ται κα­τ’ αυ­τάς εν Αθή­ναις, α­σθε­νών σο­βα­ρώς.». Γνώ­ρι­μος του Κα­βά­φη ο σκι­τσο­γρά­φος, το σκί­τσο πρέ­πει να φι­λο­τε­χνή­θη­κε μέ­σα στο δεύ­τε­ρο ή το τρί­το πεν­θή­με­ρο του Ιουλ. του 1932, κα­θώς ο Κα­βά­φης έρ­χε­ται για ια­τρι­κούς λό­γους στην Αθή­να και πα­ρα­μέ­νει προς εγ­χεί­ρι­ση και α­νάρ­ρω­ση α­πό 4 Ιουλ έως 28 Οκτ. 1932.

«E.M.FORSTER - Κ.Π.ΚΑ­ΒΑ­ΦΗ­Σ
Φί­λοι σε ε­λα­φρήν α­πό­κλι­ση»
Επι­μέ­λεια - Σχό­λια Peter Jeffreys 
Με­τά­φρα­ση Κα­τε­ρί­να Γκί­κα
Εκδό­σεις Ίκα­ρος
Μάρ­τιος 2013

Tο Έτος Κα­βά­φη, με­τά την 29η Απρι­λίου, η­μέ­ρα της δι­πλής ε­πε­τείου γέν­νη­σης και θα­νά­του, αρ­χί­ζει να παίρ­νει μπρος. Ανή­με­ρα, πα­ρό­τι Με­γά­λη Δευ­τέ­ρα, α­πό την πλευ­ρά της Γε­νι­κής Γραμ­μα­τείας Πο­λι­τι­σμού, α­να­κοι­νώ­θη­καν 45 εκ­δη­λώ­σεις, ε­ντός του έ­τους, διε­θνώς. Ο προσ­διο­ρι­σμός διε­θνώς ε­ντυ­πω­σιά­ζει μεν, αλ­λά δη­μιουρ­γεί και ε­πι­φυ­λά­ξεις. Ως γνω­στόν, ό­σο α­πλώ­νεις την πί­τα, τό­σο πιο φτε­νή γί­νε­ται. Πά­ντως, στους Δελ­φούς, με διορ­γα­νω­τή το ε­κεί Ευ­ρω­παϊκό Πο­λι­τι­στι­κό Κέ­ντρο, θα λά­βει χώ­ρα το, εν Ελλά­δι, Συ­μπό­σιο Κα­βά­φη. Εκτός κι αν προ­κύ­ψει και δεύ­τε­ρο, α­φού, στα κα­θ’ η­μάς, εί­ναι να μην γί­νει η αρ­χή. Ο νέ­ος ι­διο­κτή­της του Αρχείου Κα­βά­φη μια φο­ρά, πα­ρό­τι φρό­ντι­σε η α­γο­ρά και η με­τα­βί­βα­ση να ο­λο­κλη­ρω­θούν τις πα­ρα­μο­νές του ε­πε­τεια­κού έ­τους, α­δρα­νεί. Όταν, στην αρ­χή του Έτους, εκ­φρά­ζα­με τις α­νη­συ­χίες μας για το ξε­σπί­τω­μα του Αρχείου Κα­βά­φη, α­κου­στή­κα­με σαν Κασ­σάν­δρες. Κα­τά τα φαι­νό­με­να, δεν δια­ψευ­στή­κα­με. Το Αρχείο, “ορ­φα­νό σε ξέ­να χέ­ρια”, μέ­νει ε­ξο­ρι­σμέ­νο α­πό το Έτος του ή, με άλ­λα λό­για, α­μέ­το­χο. 
Πέ­ραν των εκ­δη­λώ­σεων, ό­σον α­φο­ρά τις εκ­δό­σεις, οι ε­ξαγ­γε­λίες εί­ναι με­τρη­μέ­νες, με το βά­ρος στον με­τα­φρα­ζό­με­νο Κα­βά­φη. Ο α­πο­λο­γι­σμός του πρώ­του ε­ξα­μή­νου του Έτους κα­τα­γρά­φει ως μό­νες εκ­δό­σεις την αλ­λη­λο­γρα­φία Κα­βά­φη - Ε. Μ. Φόρ­στερ και έ­να εν­δια­φέ­ρον δο­κί­μιο του Κώ­στα Κου­τσου­ρέ­λη («Κ. Π. Κα­βά­φης», εκδ. Με­λά­νι, Μάι. 2013). Το δεύ­τε­ρο, αν και ο­λι­γο­σέ­λι­δο (σ.138), θέ­τει ου­σιώ­δη θέ­μα­τα προς συ­ζή­τη­ση ε­πί του κα­βα­φι­κού με­γέ­θους, τα ο­ποία δεν α­ντι­με­τω­πί­ζο­νται πρό­χει­ρα ή α­πο­φθεγ­μα­τι­κά. Ας το προ­σπε­ρά­σου­με, του­λά­χι­στον ε­δώ. Όσο για το πρώ­το, κα­τα­χρη­στι­κώς α­πο­κα­λεί­ται και­νού­ρια έκ­δο­ση, α­φού πρό­κει­ται για με­τά­φρα­ση. Πά­ντως, ό,τι σχε­τι­κό με Κα­βά­φη κυ­κλο­φο­ρεί, προ­βάλ­λε­ται ι­διαι­τέ­ρως στον Τύ­πο. Πό­σω μάλ­λον ο τό­μος της Αλλη­λο­γρα­φίας, του ο­ποίου η υ­πο­δο­χή στά­θη­κε εν­θου­σιώ­δης, ε­νώ ο κρι­τι­κός σχο­λια­σμός, για τον τρό­πο που α­ντι­με­τω­πί­στη­κε φι­λο­λο­γι­κά, ή­ταν πε­ριο­ρι­σμέ­νος. Ού­τε ε­μείς θα ε­πι­χει­ρή­σου­με α­να­λυ­τι­κή ε­ξέ­τα­ση, στο πλαί­σιο μιας βι­βλιο­πα­ρου­σία­σης. Δεν α­ντέ­χου­με, ω­στό­σο, στον πει­ρα­σμό να μην δια­τυ­πώ­σου­με ο­ρι­σμέ­νες α­πο­ρίες. Μπο­ρεί κά­ποιοι να τις κρί­νουν παι­δα­ριώ­δεις, γεν­νή­μα­τα α­πλοϊκής συλ­λο­γι­στι­κής. Ει­δάλ­λως, πώς συμ­βαί­νει να α­πα­σχο­λούν μό­νον ε­μάς. 

Σει­ρά πα­ρά­θε­σης

Μια πρώ­τη α­πο­ρία που γεν­νά η έκ­δο­ση της ε­πι­στο­λι­κής ε­πι­κοι­νω­νίας με­τα­ξύ Κα­βά­φη και Φόρ­στερ α­φο­ρά την ε­πι­λο­γή του τίτ­λου. Συ­γκε­κρι­μέ­να, ξε­νί­ζει η σει­ρά στην πα­ρά­θε­ση των ο­νο­μά­των. Για­τί η αλ­λη­λο­γρα­φία Κα­βά­φη-Φόρ­στε­ρ, την ο­ποία κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη α­νέ­φε­ρε ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης και για της ο­ποίας την έκ­δο­ση δη­μο­σίευ­σε άρ­θρο, με τίτ­λο «Cavafy and Forster» στο «The Times Literary Supplement» στις 14 Νοεμ. 1975, έ­γι­νε αλ­λη­λο­γρα­φία Φόρ­στερ - Κα­βά­φη; Ακό­μη, το 2004, ο Δη­μή­τρης Δα­σκα­λό­που­λος, σε ο­μι­λία του για τον ε­πι­στο­λο­γρά­φο Κα­βά­φη, α­να­φέ­ρε­ται “στην αλ­λη­λο­γρα­φία Κα­βά­φη - Ε. Μ. Φόρ­στερ”. Βε­βαίως, ο τίτ­λος δεν εμ­φα­νί­ζε­ται ε­δώ για πρώ­τη φο­ρά, δε­δο­μέ­νου ό­τι πρό­κει­ται για με­τά­φρα­ση. Εί­ναι ο τίτ­λος της αγ­γλό­γλωσ­σης –προ τε­τρα­ε­τίας– έκ­δο­σης της Αλ­λη­λο­γρα­φίας α­πό το Αμε­ρι­κα­νι­κό Πα­νε­πι­στή­μιο στο Κάι­ρο. Ακρι­βέ­στε­ρα, ο τίτ­λος εί­ναι «The Forster – Cavafy Letters», ό­που α­πα­λεί­φθη­κε η λέ­ξη ε­πι­στο­λές, αλ­λά δεν άλ­λα­ξε η σει­ρά των ο­νο­μά­των. Και πά­λι, ό­μως, μέ­νει η α­πο­ρία για την ε­πι­λο­γή του ε­πι­με­λη­τή Πα­να­γιώ­τη Τσα­φα­ρά. Υπάρ­χουν στοι­χεία ε­νός βι­βλίου, τα ο­ποία α­νή­κουν στο πε­δίο των ε­πι­λο­γών του ε­πι­με­λη­τή, ό­πως η α­να­γρα­φή των αγ­γλι­κών ε­πω­νύ­μων με λα­τι­νι­κούς χα­ρα­κτή­ρες ή και το ό­νο­μα με το ο­ποίο αυ­τός υ­πο­γρά­φει. Λ.χ., ο Τσα­φα­ράς χρη­σι­μο­ποιεί και στην ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση το Peter Jeffreys, ό­πως έ­χει εγ­γρα­φεί στην πα­νε­πι­στη­μια­κή του κα­ριέ­ρα στις Η­ΠΑ. Το κυ­ρίως, ό­μως, πρό­σω­πο και κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση, το θέ­μα του βι­βλίου, εί­ναι εξ α­ντι­κει­μέ­νου δε­δο­μέ­να. Και στην εν λό­γω αλ­λη­λο­γρα­φία, ό­πως και να το δει κα­νείς, πρω­τα­γω­νι­στής εί­ναι ο Κα­βά­φης. 
Ένα πα­λαιό­τε­ρο άρ­θρο του ε­πι­με­λη­τή, με θέ­μα τις συ­γκλί­σεις και τις α­πο­κλί­σεις των δυο συγ­γρα­φέων, δη­μο­σιευ­μέ­νο το 2001, στο «Journal of Modern Greek Studies», έ­χει τίτ­λο, «Cavafy, Forster and the Eastern Question». Το συ­γκε­κρι­μέ­νο άρ­θρο μάλ­λον συ­νι­στά την πρώ­τη κα­βα­φι­κή του δη­μο­σίευ­ση και α­πο­τέ­λε­σε τον πυ­ρή­να για το πρώ­το βι­βλίο του στις κα­βα­φι­κές σπου­δές, το «Eastern Questions: Hellenism and Orientalism in the Writings of E.M.Forster and C.P.Cavafy», που εκ­δό­θη­κε, το 2005, α­πό τις εκ­δό­σεις του Πα­νε­πι­στη­μίου της Βό­ρειας Κα­ρο­λί­νας. Σε ε­κεί­νο, έ­γι­νε η α­ντι­στρο­φή της σει­ράς των ο­νο­μά­των και δι­καιο­λο­γη­μέ­να, α­φού ε­ξε­τά­ζο­νται σε με­γα­λύ­τε­ρη έ­κτα­ση τα γρα­πτά του Φόρ­στερ. Κα­τά τα άλ­λα, εκ­πλήσ­σει, που, για έ­να εγ­χεί­ρη­μα ό­πως η έκ­δο­ση της συ­γκε­κρι­μέ­νης αλ­λη­λο­γρα­φίας στα ελ­λη­νι­κά, ε­πι­λέ­γο­νται νέα πρό­σω­πα της κα­βα­φι­κής φι­λο­λο­γίας. Και οι δυο συ­ντε­λε­στές της ελ­λη­νι­κής έκ­δο­σης, ε­πι­με­λη­τής και με­τα­φρά­στρια, εμ­φα­νί­στη­καν στην κα­βα­φι­κή βι­βλιο­γρα­φία κα­τά την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία. Η Κα­τε­ρί­να Γκί­κα φέ­ρε­ται μεν ως η “ψυ­χή” του Αρχείου Κα­βά­φη στην προ­η­γού­με­νη στέ­γη του (Σπου­δα­στή­ριο Νέ­ου Ελλη­νι­σμού), αλ­λά δεν ε­ντο­πί­ζε­ται άλ­λη σχε­τι­κή με­τα­φρα­στι­κή ερ­γα­σία της.
Πα­ρα­μέ­νο­ντας στον τίτ­λο της πρό­σφα­της έκ­δο­σης, α­πο­ρία προ­κα­λεί και το δεύ­τε­ρο σκέ­λος του. Ως προς αυ­τό, ζη­τού­με­νο μέ­νει το κα­τά πό­σο συ­νι­στά εύ­στο­χη ε­πι­λο­γή. Πρό­κει­ται για δά­νειο του ε­πι­με­λη­τή α­πό το άρ­θρο του Φόρ­στερ για τον Κα­βά­φη, ό­που ε­κεί­νος ει­κά­ζει το πώς βλέ­πουν οι Αλε­ξαν­δρι­νοί τον Κα­βά­φη, ό­ταν δια­σταυ­ρώ­νο­νται μα­ζί του στο δρό­μο. Εί­ναι “έ­νας Έλλη­νας κύ­ριος με ψα­θά­κι, που στέ­κει α­πο­λύ­τως α­κί­νη­τος σε ε­λα­φρή α­πό­κλι­ση προς το σύ­μπαν”. Η με­τά­φρα­ση του άρ­θρου στα ελ­λη­νι­κά και η ποιη­τι­κή α­πό­δο­ση της συ­γκε­κρι­μέ­νης φρά­σης έ­γι­νε α­πό τον Σαβ­βί­δη για το α­φιέ­ρω­μα της «Επι­θεώ­ρη­σης Τέ­χνης» στα τρια­ντά­χρο­να α­πό το θά­να­το του Κα­βά­φη, Δεκ. 1963. Αν αυ­τό το “at a slight angle to the universe”, κρί­νε­ται προ­σφυές για τη σχέ­ση ποιη­τή και σύ­μπα­ντος, ου­δό­λως ται­ριά­ζει για τους δυο αλ­λη­λο­γρά­φους. Ο ί­διος ο ε­πι­με­λη­τής, στα κεί­με­νά του έ­χει πολ­λα­πλώς σχο­λιά­σει την ση­μα­ντι­κή α­πό­κλι­σή τους ως προς το πώς έ­βλε­παν το ι­στο­ρι­κό πα­ρελ­θόν του ελ­λη­νι­σμού και την πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση στην ε­πο­χή τους. Και ε­πα­νέρ­χε­ται σε αυ­τήν την α­πό­κλι­ση, σχο­λιά­ζο­ντάς την, εν ε­κτά­σει, στην ει­σα­γω­γή του. 

Πρω­τα­γω­νι­στής ο Φόρ­στερ

Και για να προ­χω­ρή­σου­με α­πό τον τίτ­λο στο βι­βλίο, ξε­κι­νού­με με τις α­πο­ρίες, που προ­κα­λεί η Ει­σα­γω­γή του ε­πι­με­λη­τή. Όπως ο τίτ­λος, έ­τσι και το ει­σα­γω­γι­κό κεί­με­νο εί­ναι κυ­ρίως ε­πι­κε­ντρω­μέ­νο στον Φόρ­στερ. Από μια ά­πο­ψη, α­να­με­νό­με­νο, α­φού γρά­φτη­κε για το αγ­γλό­φω­νο κοι­νό. Δεν θα χρεια­ζό­ταν, ό­μως, δια­φο­ρο­ποίη­ση, αν ό­χι α­να­σύν­θε­ση, για την ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση, ώ­στε να μην δεί­χνει τό­σο α­νι­σο­με­ρές, αλ­λά και για να προ­σφέ­ρει την α­νά­λο­γη ό­σο και α­πα­ραί­τη­τη κα­τα­τό­πι­ση; Με­γα­λύ­τε­ρη, ό­μως, α­πο­ρία γεν­νά η α­πό­κλι­ση της ει­σα­γω­γής α­πό τα πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία, που κο­μί­ζει η Αλλη­λο­γρα­φία. Με βά­ση αυ­τά, η συμ­βο­λή του Φόρ­στερ στην προώ­θη­ση του Κα­βά­φη στο αγ­γλι­κό και το ευ­ρύ­τε­ρο ευ­ρω­παϊκό κοι­νό, θα πρέ­πει να ε­πα­νε­κτι­μη­θεί. 
Ο ε­πι­με­λη­τής μάλ­λον υ­περ­βάλ­λει, ό­ταν α­να­φέ­ρε­ται “στην ά­κα­μπτη ε­πι­μο­νή του Φόρ­στερ να προω­θή­σει την λο­γο­τε­χνι­κή στα­διο­δρο­μία του Κα­βά­φη” στην Αγγλία. Οπωσ­δή­πο­τε, εί­ναι ο πρώ­τος ξέ­νος που δη­μο­σιεύει άρ­θρο για τον Κα­βά­φη και την ποίη­σή του, ό­που εν­σω­μα­τώ­νει τους τε­λευ­ταίους στί­χους α­πό δύο κα­βα­φι­κά ποιή­μα­τα («Η πό­λις», «Ιθά­κη»), ε­νώ πα­ρα­θέ­τει τρία α­κέ­ραια («Θά­λασ­σα του πρωιού», «Αλε­ξαν­δρι­νοί βα­σι­λείς», «Εν τω μη­νί Αθύ­ρ»). Ανα­δη­μο­σιεύει, μά­λι­στα, το εν λό­γω άρ­θρο του 1919 στο δεύ­τε­ρο βι­βλίο του για την Αλε­ξάν­δρεια, «Φά­ρος και Φα­ρί­σκος», το 1923. Σε αυ­τό προ­σθέ­τει έ­να τέ­ταρ­το α­κέ­ραιο ποίη­μα («Απο­λεί­πειν ο θεός Αντώ­νιο­ν») ως γέ­φυ­ρα στα δυο μέ­ρη του βι­βλίου, τα α­φιε­ρω­μέ­να στην αρ­χαία πό­λη και την νεό­τε­ρη, που ε­κεί­νος γνώ­ρι­σε. Το ί­διο ποίη­μα εί­χε δη­μο­σιεύ­σει την προ­η­γού­με­νη χρο­νιά στο πρώ­το α­λε­ξαν­δρι­νό του βι­βλίο, «Alexandria: A History and a Guide». Και πά­λι, ως γέ­φυ­ρα α­νά­με­σα στα δυο μέ­ρη του βι­βλίου, την ι­στο­ρι­κή α­να­δρο­μή και τον Οδη­γό της πό­λης. Το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του γνώ­ρι­σε ι­διαί­τε­ρη ε­πι­τυ­χία και χά­ρις σε αυ­τό έ­γι­ναν γνω­στά τα ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη στην α­φρό­κρε­μα της αγ­γλι­κής δια­νό­η­σης, ό­πως κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη έ­χει το­νι­στεί. 
Αν πε­ριο­ρι­στού­με, ό­μως, στα τεκ­μή­ρια και ό­χι στην α­πή­χη­ση που το κα­θέ­να α­πό αυ­τά εί­χε, με­τρού­με δυο λον­δρέ­ζι­κα πε­ριο­δι­κά, «The Athenaeum» και «The Nation», στα ο­ποία ο Φόρ­στερ προώ­θη­σε προς δη­μο­σίευ­ση συ­νο­λι­κά έ­ξι με­τα­φρα­σμέ­να ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη. Ου­σια­στι­κά, πρό­κει­ται για έ­να πε­ριο­δι­κό, α­φού, το 1921, «The Athenaeum», του ο­ποίου η κυ­κλο­φο­ρία, πλη­σιά­ζο­ντας τον έ­ναν αιώ­να α­πό την ί­δρυ­σή του, εί­χε πε­ριο­ρι­στεί, εν­σω­μα­τώ­θη­κε στο νεό­τε­ρο, «The Nation». Τα τρία πρώ­τα ποιή­μα­τα συ­νό­δευαν το προ­α­να­φερ­θέν πρώ­το δι­κό του άρ­θρο, ε­νώ το τέ­ταρ­το («Ο Δα­ρείος») δη­μο­σιεύ­θη­κε το 1923 και τα δυο ε­πό­με­να («Η πό­λις», «Ο Θεό­δο­τος») εμ­φα­νί­στη­καν σε χω­ρι­στές δη­μο­σιεύ­σεις, το 1924. Επί­σης, προώ­θη­σε έ­να ποίη­μα («Ένας θεός τω­ν») στον Βρε­τα­νό ποιη­τή Χά­ρολ­ντ Μόν­ρο, ο ο­ποίος, α­πό το 1919, ε­ξέ­δι­δε «The Chapbook». Πριν τον Πό­λε­μο, εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει δυο πε­ριο­δι­κά ποίη­σης. Το τρί­το, σύμ­φω­να και με τον υ­πό­τιτ­λο, ή­ταν “ε­τή­σια σύμ­μι­κτα”, α­νοι­κτό, ό­πως και τα προ­η­γού­με­να δυο, και σε λι­γό­τε­ρο γνω­στούς συγ­γρα­φείς ή και πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους. Το ποίη­μα του Κα­βά­φη δη­μο­σιεύ­τη­κε στον τε­λευ­ταίο τό­μο του 1925, α­νά­με­σα στα ποιή­μα­τα των Αμε­ρι­κα­νών Κόν­ρα­ντ Άι­κεν και Τζων Γκουλ­ντ Φλέ­τσερ. Ο ε­πι­με­λη­τής, στην Ει­σα­γω­γή, θέ­λο­ντας να το­νί­σει την τι­μή, που, χά­ρις στον Φόρ­στε­ρ, ε­ξα­σφα­λί­στη­κε για το ποίη­μα και το ό­νο­μα του Κα­βά­φη, ε­πι­λέ­γει α­πό την πλειά­δα συγ­γρα­φέων του τό­μου τους γνω­στό­τε­ρους σή­με­ρα, κα­θώς ο Ζαν Κο­κτώ και ο Άλ­ντους Χάξ­λεϋ. Όπως και να έ­χει, με­τρού­με ε­πτά με­τα­φρα­σμέ­να ποιή­μα­τα στην πε­ρίο­δο 1919-1925. 
Στα άλ­λα δυο πε­ριο­δι­κά, στα ο­ποία δη­μο­σιεύ­θη­καν α­κό­μη ε­πτά ποιή­μα­τα, την πρω­το­βου­λία την εί­χε ο ί­διος ο Κα­βά­φης. Το έ­να εί­ναι το πε­ριο­δι­κό του Τ. Σ. Έλιοτ, «The Criterion», που ξε­κί­νη­σε Οκτ. 1922. Η ε­πα­φή Κα­βά­φη-Ελιοτ δεν ο­φεί­λε­ται σε “δια­συν­δέ­σεις” του Φόρ­στε­ρ, ού­τε η δη­μο­σίευ­ση των τριών ποιη­μά­των του Κα­βά­φη στο πε­ριο­δι­κό (έ­να ποίη­μα, «Ιθά­κη», το 1924 και δυο, «Για τον Αμμό­νη, που πέ­θα­νε 29 ε­τών, στα 610» και «Εί­γε ε­τε­λεύ­τα», το 1928). Στον Έλιο­τ, ο Φόρ­στερ δεν εί­χε προω­θή­σει ποιή­μα­τα Κα­βά­φη, για­τί, ό­πως του γρά­φει, το 1924, “δεν του εί­χε πε­ρά­σει α­πό το μυα­λό ό­τι θα εν­δια­φε­ρό­ταν για το υ­λι­κό”. Το άλ­λο πε­ριο­δι­κό εί­ναι έκ­δο­ση των φοι­τη­τών του Πα­νε­πι­στη­μίου της Οξφόρ­δης, «The Oxford Outlook». Η δη­μο­σίευ­ση σε αυ­τό τεσ­σά­ρων ποιη­μά­των («Ιω­νι­κό­ν», «Μάρ­τιαι ει­δοί», «Μα­νουήλ Κο­μνη­νός», «Επέ­στρε­φε») του Κα­βά­φη, το 1924, ο­φει­λό­ταν στον νε­α­ρό συ­νερ­γά­τη του πε­ριο­δι­κού, Ζαν ντε Με­να­σέ, α­πό ι­σχυ­ρή σε­φα­ρα­δί­τι­κη οι­κο­γέ­νεια της Αι­γύ­πτου, γνω­στής στον Κα­βά­φη. Πα­ρα­δό­ξως, αυ­τή η δη­μο­σίευ­ση δεν κα­τα­γρά­φε­ται στη Βι­βλιο­γρα­φία Δα­σκα­λό­που­λου, ού­τε στο Συ­μπλή­ρω­μά της, ό­που προ­στί­θε­ται η δη­μο­σίευ­ση στο «The Chapbook». Όπως και να έ­χει, το ά­θροι­σμα εί­ναι 14 ποιή­μα­τα σε πε­ριο­δι­κά, που γί­νο­νται 15, αν συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με ε­κεί­να στα δυο βι­βλία του Φόρ­στε­ρ, α­πό το 1919 μέ­χρι το 1928. O Φόρ­στε­ρ, πά­ντως, στά­θη­κε ο σύν­δε­σμος με τους εκ­δό­τες και των τεσ­σά­ρων πε­ριο­δι­κών για την α­πο­στο­λή με­τα­φρά­σεων και α­ντι­τύ­πων. Όσο για την έκ­δο­ση βι­βλίου Κα­βά­φη, του εί­χε ε­ξα­σφα­λί­σει τον εκ­δό­τη του, ε­νώ τον έ­φε­ρε σε ε­πα­φή με α­κό­μη έ­ναν Άγγλο εκ­δό­τη. Όλα αυ­τά, εν θερ­μώ, στην πρώ­τη πε­ρίο­δο. Με­τά το 1925, το εν­δια­φέ­ρον του α­το­νεί, πα­ρό­λο που ο Κα­βά­φης ε­ξα­κο­λου­θεί να στέλ­νει με­τα­φρα­σμέ­να ποιή­μα­τα. Μά­λι­στα, τα τε­λευ­ταία, του 1929, ό­χι μό­νο δεν δη­μο­σιεύ­θη­καν, αλ­λά χά­θη­καν και τα ί­χνη τους. 

Ετε­ρο­βα­ρείς ε­κτι­μή­σεις

Στην Ει­σα­γω­γή, υ­πάρ­χουν και ο­ρι­σμέ­νες α­πό­λυ­τες στη δια­τύ­πω­σή τους α­πό­ψεις, που ε­λέγ­χο­νται για την α­κρί­βειά τους. Λ.χ., α­να­φε­ρό­με­νος ο ε­πι­με­λη­τής στη σχέ­ση των δύο συγγραφέων την ε­πο­χή της γνω­ρι­μίας τους, στην καρ­διά του Α΄ Πα­γκο­σμίου πο­λέ­μου, χα­ρα­κτη­ρί­ζει “διά­ση­μο μυ­θι­στο­ριο­γρά­φο” τον Φόρ­στερ και “ά­ση­μο ποιη­τή” τον Κα­βά­φη. Σφα­λε­ρή ε­κτί­μη­ση για αμ­φο­τέ­ρους, α­κό­μη κι αν ο γρά­φων έ­χει κα­τά νου μό­νο τον αγ­γλό­φω­νο κό­σμο. Με το μυ­θι­στό­ρη­μα «Χά­ουαρ­ντς Εντ», που ε­ξέ­δω­σε ο Φόρ­στερ το 1910, άρ­χι­σε να γί­νε­ται ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στός, αλ­λά ό­χι και διά­ση­μος. Όσο για τον Κα­βά­φη, εί­χε ή­δη κα­τα­κτή­σει α­ξιό­λο­γη θέ­ση στους Αι­γυ­πτιώ­τες και τη λο­γο­τε­χνι­κή σκη­νή της Αθή­νας. Ύστε­ρα, ο ε­πι­με­λη­τής προ­βαί­νει σε υ­πο­κει­με­νι­κές ε­κτι­μή­σεις, συ­στή­νο­ντας τον πρώ­το ως “α­ντιρ­ρη­σία συ­νεί­δη­σης, πα­ρα­τη­ρη­τή του πο­λέ­μου στην Αλε­ξάν­δρεια”, ε­νώ α­να­φέ­ρει τον δεύ­τε­ρο, σαν “τον μι­κρο-γρα­φειο­κρά­τη υ­πάλ­λη­λο στον δα­ντι­κό Τρί­το Κύ­κλο Αρδεύ­σεων”. Πα­ρό­μοιοι χα­ρα­κτη­ρι­σμοί, με το εν­νοιο­λο­γι­κό βά­ρος που έ­χουν σή­με­ρα οι λέ­ξεις, προ­κα­τα­λαμ­βά­νουν.
Εκεί­νο, πά­ντως, που θα α­να­με­νό­ταν ει­σα­γω­γι­κά, εί­ναι η πα­ρου­σία­ση του αλ­λη­λο­γρά­φου Κα­βά­φη. Ο ε­πι­με­λη­τής χα­ρα­κτη­ρί­ζει “δει­νούς αλ­λη­λο­γρά­φους” και τους δυο, α­να­φέ­ρο­ντας τις κο­ντά δε­κα­πέ­ντε χι­λιά­δες σω­ζό­με­νες ε­πι­στο­λές του Φόρ­στε­ρ, ε­νώ, για τον Κα­βά­φη, πα­ρα­πέ­μπει στην ο­μι­λία Δα­σκα­λό­που­λου. Πρό­κει­ται για το μό­νο κεί­με­νο που α­να­φέ­ρε­ται στον “Κα­βά­φη ως ε­πι­στο­λο­γρά­φο” και σχο­λιά­ζει α­κρι­βώς το α­ντί­θε­το, δη­λα­δή τον πε­ριο­ρι­σμέ­νο χα­ρα­κτή­ρα της αλ­λη­λο­γρα­φίας του. Γε­νι­κό­τε­ρα, οι ση­μειώ­σεις της Ει­σα­γω­γής πά­σχουν ως προς την α­κρι­βο­λο­γία τους. Λ.χ., η ο­μι­λία Δα­σκα­λό­που­λου γί­νε­ται “δο­κί­μιο” και α­να­φέ­ρε­ται ό­τι εκ­δό­θη­κε ως μέ­ρος “με­λέ­της” α­ντί του ορ­θού, συ­να­γω­γής κει­μέ­νων. 
Επί­σης, στην Ει­σα­γω­γή δεν α­να­φέ­ρε­ται ό­τι πρό­κει­ται για τη δεύ­τε­ρη αυ­το­τε­λή έκ­δο­ση αλ­λη­λο­γρα­φίας Κα­βά­φη. Η προ­η­γού­με­νη, το 1979, πα­ρου­σία­ζε το έ­να μό­νο σκέ­λος, 43 ε­πι­στο­λές του Κα­βά­φη προς τον Μά­ριο Βαϊά­νο, σταλ­μέ­νες στο διά­στη­μα 1924-1931 (σε ση­μείω­ση, δί­νε­ται πα­ρα­πο­μπή ό­χι εξ αυ­το­ψίας). Σε α­ντί­θε­ση με την έκ­δο­ση της αλ­λη­λο­γρα­φίας του με τον Φόρ­στε­ρ, που πε­ρι­λαμ­βά­νει και τα δυο σκέ­λη. Μό­νο που δια­σώ­θη­κε αμ­φι­με­ρώς μεν, αλ­λά χά­ρις σε μο­νο­με­ρές εν­δια­φέ­ρον. Ακρι­βέ­στε­ρα, οι ε­πι­στο­λές Φόρ­στερ φυ­λάχ­θη­καν α­πό τον Κα­βά­φη, μα­ζί με τα προ­σχέ­δια των δι­κών του ε­πι­στο­λών προς Φόρ­στερ. Μό­νο δυο ε­πι­στο­λές του δια­σώ­θη­καν στο πρω­τό­τυ­πο, 1/8/1924 και 15/10/1929. Το κοι­νό ση­μείο τους εί­ναι η α­να­φο­ρά στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Φόρ­στερ «Το πέ­ρα­σμα στην Ινδία». Στην Ει­σα­γω­γή α­να­φέ­ρε­ται ό­τι “οι ε­πι­στο­λές του Κα­βά­φη πι­θα­νό­τα­τα κά­η­καν σε κά­ποια α­πό τις με­τα­κο­μί­σεις του Φόρ­στερ”, ε­νώ, σε ση­μείω­ση, γί­νε­ται λό­γος για “ε­κτε­τα­μέ­νη εκ­κα­θά­ρι­ση στην αλ­λη­λο­γρα­φία του” α­πό τον ί­διο κα­τά τη με­τα­κό­μι­ση του 1946. Δη­λα­δή, να συ­μπε­ρά­νου­με ό­τι ο Φόρ­στερ δεν α­ξιο­λό­γη­σε προς φύ­λα­ξη τις ε­πι­στο­λές Κα­βά­φη, αλ­λά πε­ριέ­σω­σε τις συ­γκε­κρι­μέ­νες δυο χά­ριν των ε­παι­νε­τι­κών τό­νω­ν; Εάν ναι, τό­τε α­ξί­ζει έ­παι­νος στον Φόρ­στε­ρ, ό­χι μό­νο για το πό­σο τι­μού­σε τη φι­λία του με τον Αλε­ξαν­δρι­νό, αλ­λά, κυ­ρίως, την ποίη­σή του.

Λαν­θά­νου­σα ε­πι­στο­λή

Για την πρό­σφα­τη αλ­λη­λο­γρα­φία δί­νε­ται πί­να­κας 86 ε­πι­στο­λών κα­τά χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά. Από αυ­τές οι 52 συ­νι­στούν την αλ­λη­λο­γρα­φία Φόρ­στε­ρ-Κα­βά­φη, ό­που μια δί­νε­ται σε δυο προ­σχέ­δια, ά­ρα πρό­κει­ται για 51 ε­πι­στο­λές: 28 του Φόρ­στερ και 23 του Κα­βά­φη. Αν τις συ­γκρί­νου­με με την κα­τα­γρα­φή του 1975 α­πό τον Σαβ­βί­δη, λεί­πει μια ε­πι­στο­λή του Φόρ­στε­ρ, αυ­τή της 24/7/1924. Πα­ρα­δό­ξως, η πα­ρά­λει­ψή της, λό­γω λά­θους ή εν­διά­με­σης α­πώ­λειας, ου­δό­λως σχο­λιά­ζε­ται. Σε αυ­τό το ε­πι­στο­λι­κό σώ­μα, προ­στί­θε­νται 34 ε­πι­στο­λές προς τρί­τους, κα­τα­νε­μη­μέ­νες ως ε­ξής: 18 Φόρ­στερ - Γιώρ­γου Βα­λα­σό­που­λου (17 προς Βα­λα­σό­που­λο και μια προς Φόρ­στερ), τρεις του Φόρ­στερ προς Αλέ­κο Σε­γκό­που­λο και α­πό μια προς Σαβ­βί­δη και Τ. Σ. Έλιο­τ, και τρεις προς τον Φόρ­στερ του ι­στο­ρι­κού Άρνολδ Τόυν­μπη, του νο­τιο­α­φρι­κα­νού συγ­γρα­φέα Ουίλ­λιαμ Πλό­μερ και του εκ­δό­τη Λε­ο­νάρ­ντ Βουλφ. Επί­σης, δυο ε­πι­στο­λές Κα­βά­φη προς τον Βουλφ και μια προς τον φι­λο­λό­γο Μπο­να­μά Ντο­μπρέ, κα­θώς και πέ­ντε προς Κα­βά­φη, δυο του Βουλφ και α­πό μια, του ποιη­τή Χά­ρολ­ντ Μον­ρό, του Πλό­μερ και των εκ­δό­σεων Χό­γκαρθ. Που ση­μαί­νει ό­τι στα­χυο­λο­γού­νται 24 ε­πι­στο­λές α­πό την αλ­λη­λο­γρα­φία του Φόρ­στερ και ο­κτώ α­πό την αλ­λη­λο­γρα­φία του Κα­βά­φη με ξέ­νους.
Με­τρού­με, ε­κτός των δυο αλ­λη­λο­γρά­φων, εν­νέα πρό­σω­πα (3 Έλλη­νες) και έ­ναν εκ­δο­τι­κό οί­κο. Βα­σι­κό­τε­ρος ο Βα­λα­σό­που­λος, ο ο­ποίος, ω­στό­σο, ό­πως και οι άλ­λοι Αι­γυ­πτιώ­τες που α­να­φέ­ρο­νται στην Αλλη­λο­γρα­φία, δεν συ­στή­νε­ται ε­παρ­κώς. Ανα­φέ­ρε­ται λαν­θα­σμέ­να ως συμ­φοι­τη­τής του Φόρ­στε­ρ, ε­νώ, ό­ντας έ­ντε­κα χρό­νια νεό­τε­ρός του, τον γνω­ρί­ζει ως φοι­τη­τής στο Κέ­μπριτζ. Από οι­κο­γέ­νεια πα­λαιών Αι­γυ­πτιω­τών, ή­ταν φί­λος του Κα­βά­φη και ο ε­πι­λεγ­μέ­νος α­πό αυ­τόν με­τα­φρα­στής στα αγ­γλι­κά της ποίη­σής του. 
Το χρο­νι­κό ά­νοιγ­μα της κυ­ρίως αλ­λη­λο­γρα­φίας, Φόρ­στε­ρ-Κα­βά­φη εί­ναι 16 χρό­νια (1917-1932), με τρία κε­νά έ­τη (1918, 1920,1928). Η συ­χνό­τη­τα εί­ναι έ­να με δυο γράμ­μα­τα για τα έ­ξη α­πό αυ­τά. Οπό­τε μέ­νουν ε­πτά έ­τη τα­κτι­κό­τε­ρης α­νταλ­λα­γής ε­πι­στο­λών (1919, 1922-1926, 1929), με δια­κύ­μαν­ση α­πό τρία έως ο­κτώ γράμ­μα­τα α­νά έ­τος.

Πρώ­τη συ­νά­ντη­ση

Το κυ­ρίως, ό­μως, εν­δια­φέ­ρον ε­νός ε­πι­στο­λι­κού σώ­μα­τος, ό­πως άλ­λω­στε ό­λων των τεκ­μη­ρίων, δεν εί­ναι το μέ­γε­θος, αλ­λά το πε­ριε­χό­με­νο. Δη­λα­δή, η μορ­φή της ε­πι­κοι­νω­νίας των δυο αλ­λη­λο­γρά­φων, που έρ­χε­ται, σε πεί­σμα του τίτ­λου, να δεί­ξει την αι­σθη­τή α­πό­κλι­σή τους. Πα­ρεν­θε­τι­κά, πριν την α­νά­γνω­ση των ε­πι­στο­λών, να ση­μειώ­σου­με τα της πρώ­της τους συ­νά­ντη­σης. Ο ε­πι­με­λη­τής δί­νει την α­κρι­βή η­με­ρο­μη­νία, 7 Μαρ. 1916, και τον α­κρι­βή τό­πο, το Club Mohammed Ali, το ση­με­ρι­νό Center of Arts της Αλε­ξάν­δρειας. Ενώ, προσ­διο­ρί­ζει ό­τι τους συ­νέ­στη­σε ο Ρό­μπερτ Φέρ­νες, φί­λος του Φόρ­στερ α­πό τα φοι­τη­τι­κά τους χρό­νια, τον ο­ποίο α­να­φέ­ρει και ο Φόρ­στερ σε ε­πι­στο­λή του. Σε ση­μείω­ση, ο ε­πι­με­λη­τής σχο­λιά­ζει την πι­θα­νό­τη­τα ο με­σο­λα­βη­τής να ή­ταν ο Ζωρζ Αντό­νιους ή ο Πε­ρι­κλής Ανα­στα­σιά­δης, ό­πως α­να­φέ­ρουν άλ­λες πη­γές. 
Από μια ά­πο­ψη, η ση­μείω­ση πε­ριτ­τεύει, α­φού και οι τρεις ερ­γά­ζο­νταν στην Υπη­ρε­σία Λο­γο­κρι­σίας Τύ­που, ό­που ο ελ­λη­νι­στής Φέρ­νες ή­ταν ο προϊστά­με­νος. Εκεί­νον τον εί­χε συ­στή­σει στον Κα­βά­φη ο φί­λος του Ανα­στα­σιά­δης, σύμ­φω­να και με τον βιο­γρά­φο του Κα­βά­φη, Ρό­μπερτ Λί­ντελ. Το πό­σο ση­μα­ντι­κή στά­θη­κε για τον ποιη­τή, η φι­λία του με τον Ανα­στα­σιά­δη, το σχο­λιά­ζει εν ε­κτά­σει ο Τσίρ­κας. Υπάρ­χουν, μά­λι­στα, και ε­πι­στο­λές Φόρ­στε­ρ-Ανα­στα­σιά­δη, οι ο­ποίες θα α­να­με­νό­ταν να συ­μπε­ρι­λη­φθούν με­τα­ξύ των άλ­λων ε­πι­στο­λών προς τρί­τους, κα­θώς φω­τί­ζουν τη σχέ­ση Κα­βά­φη-Φόρ­στερ. Δη­λα­δή, πλη­ρούν το κρι­τή­ριο, που έ­θε­σε ο ε­πι­με­λη­τής για τη συ­μπε­ρί­λη­ψη ε­πι­στο­λών προς τρί­τους.
Λεί­πει, ω­στό­σο, ση­μείω­ση του ε­πι­με­λη­τή για την πη­γή της α­κρι­βούς η­με­ρο­μη­νίας της συ­νά­ντη­σης Κα­βά­φη-Φόρ­στε­ρ, ό­ταν, μά­λι­στα, δεν α­να­φέ­ρε­ται ού­τε στη “χρο­νο­γρα­φία” των Δα­σκα­λό­που­λου - Μ. Στα­σι­νο­πού­λου. Βι­βλιο­γρα­φι­κά ε­νη­με­ρω­μέ­νη η “χρο­νο­γρα­φία” με βά­ση την Αλλη­λο­γρα­φία, ό­πως και ση­μειώ­νε­ται, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει τους ξέ­νους και τις δη­μο­σιεύ­σεις με­τα­φρα­σμέ­νων ποιη­μά­των που α­να­φέ­ρο­νται στις ε­πι­στο­λές, με ε­ξαί­ρε­ση τον νε­α­ρό Με­να­σέ και τη δη­μο­σίευ­ση των με­τα­φρά­σεων στο πε­ριο­δι­κό των φοι­τη­τών του Πα­νε­πι­στη­μίου της Οξφόρ­δης. Επα­νερ­χό­με­νοι στον υ­πο­μνη­μα­τι­σμό της Αλλη­λο­γρα­φίας, να ση­μειώ­σου­με ό­τι υ­στε­ρεί ως προς το ελ­λη­νι­κό σκέ­λος, ό­σο α­φο­ρά πρό­σω­πα και δη­μο­σιεύ­σεις. 

Μο­νο­θε­μα­τι­κές 

Απο­μο­νώ­νο­ντας τις 22 ε­πι­στο­λές Κα­βά­φη (19 σε προ­σχέ­διο, μια σε δυο προ­σχέ­δια και δυο σω­ζό­με­νες), έ­χου­με πε­ρί τις 14 σε­λί­δες (αν υ­πο­λο­γί­σου­με α­ραιο­γραμ­μέ­νες σε­λί­δες ε­πι­στο­λο­γρα­φίας, με πε­ρί­που 34 σει­ρές και 10 λέ­ξεις α­νά σει­ρά). Από τα σχε­διά­σμα­τα φαί­νε­ται προ­σπά­θεια πύ­κνω­σης ως προς το θε­μα­τι­κό τους ά­νοιγ­μα, ό­που α­πα­λεί­φο­νται μέ­χρι και ο­λό­κλη­ρες προ­τά­σεις. Συ­χνά α­πα­ντά­ει α­να­δρο­μι­κά σε δυο ή και πε­ρισ­σό­τε­ρες ε­πι­στο­λές του Φόρ­στερ. Θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν μο­νο­θε­μα­τι­κές. Επι­κε­ντρώ­νο­νται στις με­τα­φρά­σεις ποιη­μά­των του, που ε­τοι­μά­ζει ο Βα­λα­σό­που­λος, και τις δη­μο­σιεύ­σεις τους στα δυο βι­βλία του Φόρ­στερ και στα λον­δρέ­ζι­κα έ­ντυ­πα. Ο Κα­βά­φης, για ό­λες τις δη­μο­σιεύ­σεις και τα α­ντί­τυ­πα που λα­βαί­νει, ευ­χα­ρι­στεί, με ε­ξαί­ρε­ση το έ­να ποίη­μα στο πρώ­το βι­βλίο του Φόρ­στε­ρ, τον Οδη­γό της Αλε­ξάν­δρειας, στο ο­ποίο δεν γί­νε­ται κα­μία α­να­φο­ρά. Επί­σης, ευ­χα­ρι­στεί και για μνη­μο­νεύ­σεις της ποίη­σής του, προ­πα­ντός για το πρώ­το σχε­τι­κό άρ­θρο του Φόρ­στερ. Απο­φεύ­γει, ό­μως, α­να­φο­ρά στα λά­θη της πρώ­της δη­μο­σίευ­σης. Η πα­ρα­πο­μπή, μά­λι­στα, στη διορ­θω­μέ­νη α­να­δη­μο­σίευ­ση του πε­ριο­δι­κού, στις 9/5/1919, δεν δί­νε­ται ού­τε α­πό τον ε­πι­με­λη­τή. Υπο­δει­κνύει λά­θη, μό­νο ό­ταν αυ­τό εί­ναι α­να­γκαίο, λό­γω α­να­δη­μο­σίευ­σης των ί­διων με­τα­φρα­σμέ­νων ποιη­μά­των στο δεύ­τε­ρο βι­βλίο του Φόρ­στερ. Ωστό­σο, σε ε­πι­στο­λή, στις 20/8/1923, ό­που ο Φόρ­στερ του κά­νει λό­γο, για πρώ­τη φο­ρά, σχε­τι­κά με έκ­δο­ση βι­βλίου με ποιή­μα­τά του στον δι­κό του εκ­δό­τη, ε­κεί­νος δεν α­πα­ντά. Το α­να­φέ­ρει, ω­στό­σο, πα­ρεν­θε­τι­κά σε ε­πι­στο­λή ε­νά­μι­σι χρό­νο αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν ο Φόρ­στερ με­σο­λα­βεί σε δεύ­τε­ρο εκ­δό­τη. Ού­τε στην πρώ­τη ε­πι­στο­λή του εκ­δό­τη του Φόρ­στε­ρ, που α­κο­λου­θεί έ­να μή­να αρ­γό­τε­ρα, α­πα­ντά­ει. Θα α­πα­ντή­σει στη δεύ­τε­ρη, δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ό­τι ε­πι­φυ­λάσ­σε­ται, ό­ταν συ­μπλη­ρω­θεί ο ζη­τού­με­νος α­ριθ­μός με­τα­φρα­σμέ­νων ποιη­μά­των. Δεν θα συμ­φω­νού­σα­με, ω­στό­σο, με τη δια­τύ­πω­ση του ε­πι­με­λη­τή ό­τι “ο Κα­βά­φης δεν υ­πήρ­ξε πο­λύ ει­λι­κρι­νής στην ε­πι­στο­λι­κή του ε­πι­κοι­νω­νία με τον Φόρ­στερ”. Η Αλ­λη­λο­γρα­φία δεί­χνει μια δι­πλω­μα­τι­κή στά­ση, κα­θώς και δια­φο­ρε­τι­κές ε­κτι­μή­σεις για τον κα­λύ­τε­ρο τρό­πο προ­βο­λής ε­νός έρ­γου. Ο Κα­βά­φης πι­στεύει στην α­ξία της δη­μο­σίευ­σης ε­νός ποιή­μα­τος σε έ­ντυ­πο, ε­νώ ο Άγγλος θεω­ρεί ό­τι το παν εί­ναι η έκ­δο­ση βι­βλίου. 
Πά­ντα ευ­γε­νι­κός ο Κα­βά­φης, συ­μπλη­ρώ­νει τις ε­πι­στο­λές του με ει­δή­σεις για κοι­νούς φί­λους ή και γνω­στούς του Φόρ­στε­ρ, που τον ε­πι­σκέ­πτο­νται συ­στη­μέ­νοι α­πό ε­κεί­νον. Στις έ­ξι ε­πι­στο­λές της τε­λευ­ταίας τε­τρα­ε­τίας 1929-1932, α­να­φέ­ρε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στις λο­γο­τε­χνι­κές και πα­νε­πι­στη­μια­κές ε­πι­τυ­χίες του Φόρ­στερ και σε βι­βλία τρί­των που ε­κεί­νος του στέλ­νει, ε­νώ μνη­μο­νεύει και δη­μο­σίευ­ση ποιη­μά­των του σε α­θη­ναϊκό πε­ριο­δι­κό. Στις ε­πι­στο­λές του, δεν α­να­φέ­ρει τη γνω­ρι­μία τους, ε­νώ μνη­μο­νεύει τις δυο ε­πι­σκέ­ψεις του Φόρ­στε­ρ, Ιαν. 1922 και στις 14 Σεπ. 1929, η­μέ­ρα Τρί­τη. Του­λά­χι­στον αυ­τήν την η­με­ρο­μη­νία α­να­κοι­νώ­νει ο Φόρ­στερ στις υ­περ­δι­πλά­σιες σε­λί­δες των ε­πι­στο­λών του. 

Πε­ρί οι­κειό­τη­τας

Η Αλλη­λο­γρα­φία δεί­χνει ό­τι στη σχέ­ση τους δεν υ­πήρ­χε ε­κεί­νη η οι­κειό­τη­τα, που θα ε­πέ­τρε­πε α­νοίγ­μα­τα ε­πί των προ­σω­πι­κών τους. Ο Φόρ­στε­ρ, α­κό­μη και στην τε­λευ­ταία ε­πί­σκε­ψή του, “δεν του εί­πε ό­τι έ­χει γρά­ψει έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα και με­ρι­κά διη­γή­μα­τα που δεν μπο­ρούν να δη­μο­σιευ­θούν και που θα ή­θε­λε να τα εί­χε δει” ο Κα­βά­φης, ό­πως του γρά­φει εκ των υ­στέ­ρων, στις 26 Σεπ. 1929. Υπαι­νίσ­σε­ται το μυ­θι­στό­ρη­μα «Μω­ρίς» και διη­γή­μα­τα, γραμ­μέ­να πριν τη γνω­ρι­μία τους, που στρέ­φο­νται γύ­ρω α­πό ο­μο­φυ­λό­φι­λες ε­μπει­ρίες. Γι’ αυ­τό και προ­κα­λεί α­πο­ρία η α­να­γρα­φή στο Ευ­ρε­τή­ριο της λέ­ξης ο­μο­φυ­λο­φι­λία ως θε­μα­τι­κή υ­πο­κα­τη­γο­ρία στο ό­νο­μα Φόρ­στερ. Η πα­ρα­πο­μπή α­φο­ρά ση­μείω­ση της Ει­σα­γω­γής. Εκεί, ο ε­πι­με­λη­τής σχο­λιά­ζει ό­τι “το θέ­μα της ο­μο­φυ­λο­φι­λίας κα­θώς και η ση­μα­ντι­κή ε­πί­δρα­ση του Κα­βά­φη στην ε­ρω­τι­κή πο­ρεία του Φόρ­στερ ε­ξε­τά­ζο­νται σε βά­θος” στη σχε­τι­κή με­λέ­τη του, προ­σθέ­το­ντας, “η αλ­λη­λο­γρα­φία προ­φα­νώς α­πο­φεύ­γει ο­ποια­δή­πο­τε α­νοι­χτή μνεία του θέ­μα­τος.” Ακρι­βέ­στε­ρα, η με­λέ­τη α­να­φέ­ρε­ται στην ε­πί­δρα­ση της ε­ρω­τι­κής ποίη­σης του Κα­βά­φη στο έρ­γο του Φόρ­στερ. 
Όσο για την Αλλη­λο­γρα­φία, δεν δια­φαί­νε­ται η πα­ρα­μι­κρή τά­ση α­πό­κρυ­ψης ή α­πο­φυ­γής, α­φού δεν γί­νε­ται λό­γος για κα­μιάς μορ­φής ε­ρω­τι­κές σχέ­σεις. Μό­νο στην Ει­σα­γω­γή, ο ε­πι­με­λη­τής πα­ρα­θέ­τει την ε­ρω­τι­κή σχέ­ση του Φόρ­στερ με νε­α­ρό Αι­γύ­πτιο, για­τί θεω­ρεί ό­τι στά­θη­κε κα­θο­ρι­στι­κή στη συγ­γρα­φι­κή του ε­ξέ­λι­ξη, αλ­λά και για­τί υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι την α­να­φέ­ρει πλα­γίως ο Φόρ­στερ στην πρώ­τη ε­πι­στο­λή του προς Κα­βά­φη, στις 12/5/1917. Η εν λό­γω ε­πι­στο­λή ξε­κι­νά με την κρυ­πτι­κή φρά­ση: “I think I will herald my resurrection by a letter.” (“Σκέ­πτο­μαι να α­ναγ­γεί­λω την α­νά­στα­σή μου δι’ ε­πι­στο­λής.”) Με τη λέ­ξη “α­νά­στα­ση” θα μπο­ρού­σε χιου­μο­ρι­στι­κά να α­να­φέ­ρε­ται στην ε­πα­νεμ­φά­νι­σή του με­τά α­πό πολ­λές ε­βδο­μά­δες που εί­χε να τον ε­πι­σκε­φθεί, ό­πως γρά­φει στη συ­νέ­χεια. Ο ε­πι­με­λη­τής, ό­μως, θεω­ρεί ό­τι υ­πο­νο­εί την ε­ρω­τι­κή του σχέ­ση. Κα­τ’ αυ­τόν, “his first full-fledged romantic relationship” (“την πρώ­τη ου­σια­στι­κή αι­σθη­μα­τι­κή σχέ­ση”). Στην Ει­σα­γω­γή, πα­ραλ­λάσ­σει τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό σε “πρώ­τη ου­σια­στι­κή σε­ξουα­λι­κά σχέ­ση”. Με άλ­λα λό­για, το θέ­μα της ο­μο­φυ­λο­φι­λίας μπή­κε α­πό το πα­ρά­θυ­ρο στην Αλλη­λο­γρα­φία, με ερ­μη­νείες ε­λα­φρώς τρα­βηγ­μέ­νες α­πό τα μαλ­λιά. Από μια ά­πο­ψη, ω­στό­σο, θα ή­ταν πα­ρά­λει­ψη, σε έ­να βι­βλίο για τον Κα­βά­φη κα­τά το ε­πε­τεια­κό 2013, να μην υ­πάρ­χει ού­τε λέ­ξη πε­ρί ο­μο­φυ­λο­φι­λίας και δη, ως “ου­σια­στι­κής σε­ξουα­λι­κά σχέ­σης” και ό­χι, ως “full-fledged romantic”. 
Η Αλλη­λο­γρα­φία εί­ναι, τε­λι­κά, ό­χι μό­νο α­τε­λής, του­λά­χι­στον στο φι­λο­λο­γι­κό μέ­ρος, αλ­λά και με­ρο­λη­πτι­κή υ­πέρ ο­ρι­σμέ­νων πτυ­χών.


Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 30/6/2013.

Καμπούρογλου συνέχεια

$
0
0


Ιω­σήφ Σιακ­κής
«Δ. Γ. Κα­μπού­ρο­γλου
Η ζωή και το έρ­γο του»
Εκδό­σεις ΜΙΕ­Τ
Ιού­λιος 2012

Επα­νερ­χό­μα­στε στο θέ­μα της προ­η­γού­με­νης Κυ­ρια­κής, τον Δη­μή­τριο Κα­μπού­ρο­γλου. Η βιο­γρα­φία του Ιω­σήφ Σιακ­κή α­κο­λου­θεί τις τρεις γνω­στές βιο­γρα­φίες του Κα­μπού­ρο­γλου, συν­δυά­ζο­ντας την χρο­νο­λο­γι­κή α­νά­πτυ­ξη με την κα­τά θέ­μα πα­ρου­σία­ση. Υπερ­τε­ρεί, ω­στό­σο, στο βι­βλιο­γρα­φι­κό μέ­ρος, κα­θώς σε αυ­τό συ­γκε­ντρώ­νο­νται στοι­χεία για ε­πι­μέ­ρους θε­μα­τι­κές ε­νό­τη­τες. Αλλά και δια­φο­ρο­ποιεί­ται, κυ­ρίως ως προς το ύ­φος, α­φού οι προ­η­γού­με­νοι τρεις βιο­γρά­φοι δια­πνέ­ο­νταν α­πό θαυ­μα­σμό προς το πρό­σω­πο του βιο­γρα­φού­με­νου και στις κρί­σεις τους έ­λα­βαν υ­π’ ό­ψιν τα μέ­τρα και σταθ­μά της ε­πο­χής του. Αυ­τό, βέ­βαια, ή­ταν α­να­με­νό­με­νο, δε­δο­μέ­νης της μα­κριάς σχέ­σης που εί­χαν και οι τρεις με το έρ­γο του. Ο πρώ­τος βιο­γρά­φος εί­ναι ο συ­νε­χι­στής του ι­στο­ρι­κού έρ­γου του, ο Δη­μή­τριος Αλε­ξάν­δρου Γέ­ρο­ντας. Ήταν εί­κο­σι εν­νέα ε­τών το 1942, που α­πε­βίω­σε ο Κα­μπού­ρο­γλους και τον θαύ­μα­ζε α­πό παι­δί. Στε­νός συγ­γε­νής του, δι­σέγ­γο­νος του Δη­μο­γέ­ρο­ντα Άγγε­λου Σω­τη­ρια­νού Αλε­ξάν­δρου Γέ­ρο­ντα, πάπ­που εκ μη­τρός του Κα­μπού­ρο­γλου. Τέσ­σε­ρις γιους και δυο κό­ρες εί­χε ο Γέ­ρο­ντας, η μη­τέ­ρα του Κα­μπού­ρο­γλου, Μα­ριάν­να, ή­ταν η δευ­τε­ρό­το­κη. Η βιο­γρα­φία του Γέ­ρο­ντα εκ­δό­θη­κε το 1974. Η ε­πό­με­νη, ε­πτά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, εί­ναι κι αυ­τή έρ­γο ε­νός νε­α­ρού φί­λου του Κα­μπού­ρο­γλου κα­τά τα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζωής του, του Διο­νύ­ση Τρο­βά. Τέ­λος, η πιο πρό­σφα­τη, που εκ­δό­θη­κε το 1996, εί­ναι της δη­μο­σιο­γρά­φου και συγ­γρα­φέως Ευ­γε­νίας Ζω­γρά­φου, η ο­ποία εί­χε γνω­ρί­σει τον συ­νο­νό­μα­το εγ­γο­νό τού Κα­μπού­ρο­γλου, στη μνή­μη του ο­ποίου και την α­φιε­ρώ­νει. Μια ε­πι­πλέ­ον έν­δει­ξη της κα­λής γνω­ρι­μίας της βιο­γρά­φου με τον Κα­μπού­ρο­γλου και την ε­πο­χή του α­πο­τε­λεί το γε­γο­νός ό­τι την προ­λο­γί­ζει ο πρε­σβύ­της πλέ­ον Γέ­ρο­ντας.   
Στο εκ­δο­τι­κό ση­μείω­μα της βιο­γρα­φίας του Σιακ­κή, δεν ε­ξη­γού­νται οι λό­γοι, που ε­κεί­νος την ά­φη­σε α­νέκ­δο­τη. Οι ε­πι­με­λη­τές α­να­φέ­ρουν ό­τι “α­πό τη βι­βλιο­γρα­φία που χρη­σι­μο­ποιεί ο συγ­γρα­φέ­ας συ­νά­γε­ται ό­τι η τε­λευ­ταία ε­πε­ξερ­γα­σία πρέ­πει να έ­γι­νε ό­χι πο­λύ αρ­γό­τε­ρα α­πό το 1974”. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στη βι­βλιο­γρα­φία κα­τα­χω­ρεί­ται δη­μο­σίευ­μα α­πό τα Χρι­στού­γεν­να 1979. Με βά­ση τη δεύ­τε­ρη βιο­γρα­φία, του Τρο­βά, μπο­ρού­με να προσ­διο­ρί­σου­με με αρ­κε­τή α­κρί­βεια τη χρο­νο­λο­γία συγ­γρα­φής της. Ο Σιακ­κής βι­βλιο­γρα­φεί δυο δη­μο­σιεύ­μα­τα του Τρο­βά της δε­κα­ε­τίας του 1940 αλ­λά δεν κα­τα­γρά­φει τη βιο­γρα­φία του. Γε­γο­νός που δεί­χνει ό­τι η βιο­γρα­φία Σιακ­κή θα πρέ­πει να γρά­φε­ται ή, έ­στω, να ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται ε­ντός του 1980, ταυ­τό­χρο­να με ε­κεί­νη του Τρο­βά. Στο συ­νο­δευ­τι­κό ση­μείω­μα του Αρχείου Σιακ­κή, α­να­φέ­ρε­ται ό­τι “με την ερ­γα­σία του για τον Κα­μπού­ρο­γλου πή­ρε μέ­ρος σε δια­γω­νι­σμό της Ακα­δη­μίας”. Δεν α­πο­κλείε­ται ο δια­γω­νι­σμός να συν­δεό­ταν με την ε­πέ­τειο Κα­μπού­ρο­γλου του 1982. Αυ­τό το ση­μείο θα μπο­ρού­σε να δια­σα­φη­νι­στεί.
Σε μια πα­ρό­μοια υ­πό­θε­ση συ­νη­γο­ρεί ο βια­στι­κός χα­ρα­κτή­ρας της συγ­γρα­φής των τε­λευ­ταίων κε­φα­λαίων κα­θώς και τα βι­βλιο­γρα­φι­κά κε­νά. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο τρί­το κε­φά­λαιο, ο Σιακ­κής υ­πό­σχε­ται να πα­ρα­θέ­σει στο τέ­λος πί­να­κα με τα δη­μο­σιεύ­μα­τα του Κα­μπού­ρο­γλου στο πε­ριο­δι­κό «Εβδο­μάς», τον ο­ποίο πα­ρα­λεί­πει. Ένα άλ­λο πα­ρά­δειγ­μα της ε­πεί­γου­σας συρ­ρα­φής του υ­λι­κού δί­νουν κά­ποιες αλ­λη­λο­α­ναι­ρού­με­νες α­να­φο­ρές. Όπως, λ.χ., ό­τι, στις 21.3.1921, “στη μπυ­ρα­ρία του Φι­ξ”, ί­δρυ­σε τον Σύλ­λο­γο των Συγ­γρα­φέων αλ­λά και τον Οδοι­πο­ρι­κό Σύν­δε­σμο. Εκεί­νο, πά­ντως, το βρά­δυ ί­δρυ­σε μό­νο τον δεύ­τε­ρο. Αλλά και γε­νι­κό­τε­ρα, το βι­βλιο­γρα­φι­κό τμή­μα δεί­χνει ό­τι ο Κα­μπού­ρο­γλους δεν τον α­πα­σχό­λη­σε ι­διαί­τε­ρα ως ε­ρευ­νη­τι­κό α­ντι­κεί­με­νο. Πα­ρό­τι το 1978 ε­γκα­τέ­λει­ψε τη δι­κη­γο­ρία για την έ­ρευ­να, στον Κα­μπού­ρο­γλου δεν ε­πα­νήλ­θε κα­τά την ε­να­πο­μέ­νου­σα ει­κο­σα­ε­τία του βίου του. Πέ­θα­νε το 1999, σε η­λι­κία 82 ε­τών. Ωστό­σο, η α­να­ζή­τη­ση στοι­χείων γύ­ρω α­πό αυ­τόν θα πρέ­πει να εί­χε ξε­κι­νή­σει πο­λύ νω­ρί­τε­ρα. Ίσως και α­πό το 1951, ό­ταν το πρώ­το του βι­βλίο, έ­να τα­ξι­διω­τι­κό στον τό­πο κα­τα­γω­γής του πα­τέ­ρα του, «Γνω­ρι­μία με την Ερέ­τρια», α­πέ­σπα­σε το πρώ­το βρα­βείο της Ελλη­νι­κής Πε­ριη­γη­τι­κής Λέ­σχης. 
Ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα, το τε­λευ­ταίο βι­βλιο­γρα­φι­κό μέ­ρος της βιο­γρα­φίας πε­ρι­λαμ­βά­νει: Α. Χρο­νο­λο­γι­κό πί­να­κα των έρ­γων του Κα­μπού­ρο­γλου και των δη­μο­σιεύ­σεων αρ­χείων και χει­ρο­γρά­φων, που υ­πάρ­χουν μεν και στις άλ­λες βιο­γρα­φίες, αλ­λά, ε­δώ, οι εκ­δό­σεις εί­ναι πλη­ρέ­στε­ρα κα­τα­γε­γραμ­μέ­νες. Β. Τα δη­μο­σιεύ­μα­τά του στην ε­φη­με­ρί­δα «Εστία» με το ψευ­δώ­νυ­μο Ανα­δρο­μά­ρης. Η α­πο­δελ­τίω­ση α­φο­ρά την πε­ρίο­δο 1913 -1937, χω­ρίς να εί­ναι πλή­ρης. Στο α­ντί­στοι­χο κε­φά­λαιο της βιο­γρα­φίας, το 1913 α­να­φέ­ρε­ται ως το έ­τος που ο Κα­μπού­ρο­γλους πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται με αυ­τό το ψευ­δώ­νυ­μο. Ο Ανα­δρο­μά­ρης, ω­στό­σο, έ­κα­νε το ντε­μπού­το του το 1911 και συ­νέ­χι­σε μέ­χρι τέ­λους, α­πο­θνή­σκο­ντας ο­μού με­τά του κτή­το­ρά του. Γ. Με­ρι­κή βι­βλιο­γρά­φη­ση ό­σων έ­γρα­ψαν γι’ αυ­τόν, που α­φο­ρά την πε­ρίο­δο 1920-1979, με ε­πτά σκόρ­πια λήμ­μα­τα σε προ­η­γού­με­να χρό­νια, 1891-1905. Η πα­ρά­θε­ση εί­ναι κα­τά αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά του ο­νό­μα­τος του συγ­γρα­φέα. Ευ­κρι­νέ­στε­ρη ει­κό­να θα δι­νό­ταν, αν πα­ρου­σιά­ζο­νταν σε ε­νό­τη­τες τα α­φιε­ρώ­μα­τα, ό­πως τα ε­κτε­νή της «Νέ­ας Εστίας» και της «Ελλη­νι­κής Δη­μιουρ­γίας, και αυ­το­νο­μού­νταν οι συ­νε­ντεύ­ξεις του. Δ. Στην τε­λευ­ταία ε­νό­τη­τα πα­ρου­σιά­ζε­ται α­πάν­θι­σμα κρί­σεων, χω­ρίς ό­μως βι­βλιο­γρα­φι­κές πα­ρα­πο­μπές. Πά­ντως, η δια­σπο­ρά των δη­μο­σιευ­μά­των του Κα­μπού­ρο­γλου σε πλή­θος ε­ντύ­πων, α­πό τα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του 1870 μέ­χρι το θά­να­τό του, κα­θι­στά τη βι­βλιο­γρα­φία του δυ­σε­πί­τευ­κτη.

Oπως και να έ­χει, πα­ρό­μοιες εκ­δό­σεις, ε­κλι­πό­ντος του συγ­γρα­φέα, χρειά­ζο­νται φι­λο­λο­γι­κή στή­ρι­ξη και ί­σως κά­ποιο συ­νο­δευ­τι­κό σχο­λια­σμό, κυ­ρίως για την πε­ρίο­δο με­τά τη συγ­γρα­φή τους. Ο σχο­λια­σμός χρειά­ζε­ται, ό­χι μό­νο για τυ­χόν α­βλε­ψίες, αλ­λά και για στρυφ­νές ή κά­πο­τε και α­δό­κι­μες δια­τυ­πώ­σεις. Ήδη, στο πρώ­το κε­φά­λαιο, το προ­σε­κτι­κό­τε­ρα γραμ­μέ­νο, υ­πάρ­χουν και α­πό τα δυο εί­δη. Από λά­θος της πη­γής α­πό την ο­ποία αν­τλεί­ται η πλη­ρο­φο­ρία, ο πα­τήρ του Κα­μπού­ρο­γλου, ο Γρη­γό­ριος, α­να­φέ­ρε­ται ως πρω­τό­το­κος, α­ντί για τρι­τό­το­κος γιος του πάπ­που Δη­μη­τρίου Ιωάν­νη Κα­μπού­ρο­γλου. Ενώ, κά­πως βια­στι­κά α­πο­δί­δε­ται στον πάπ­πο του πάπ­που του, τον Δη­μή­τριο Στρού­μπο το πα­ρα­τσού­κλι Κα­μπού­ρης α­κό­μη πριν να φύ­γει α­πό το τό­πο του, την Τσερ­νί­τσα Μεσ­ση­νίας. Το λήμ­μα της ε­γκυ­κλο­παί­δειας Ελευ­θε­ρου­δά­κη, γραμ­μέ­νο α­πό τον ί­διο τον Κα­μπού­ρο­γλου, προσ­διο­ρί­ζει: «Όνο­μα αρ­χαίας οι­κο­γε­νείας εξ Αλα­γω­νίας της Μεσ­ση­νίας. Η οι­κο­γέ­νεια  αύ­τη εί­νε κλά­δος της πο­λυ­σχι­δούς Ηπει­ρω­τι­κής προ­ε­λεύ­σεως οι­κο­γε­νείας των Στρού­μπων, ων αρ­χι­κώς έ­φε­ρε και το ε­πώ­νυ­μο. Εις εκ της οι­κο­γε­νείας ταύ­της α­πε­στά­λη πο­τέ βε­κί­λης του τό­που (α­ντι­πρό­σω­πος προς διε­ξα­γω­γή υ­πο­θέ­σεων) εις Κων­στα­ντι­νού­πο­λιν... Ήτο υ­ψη­λός και πως κυρ­τός, ε­πει­δή δε με­γά­λως διε­κρί­θη, τον υιόν του τον ε­χα­ρα­κτή­ρι­ζον οι Τούρ­κοι ως “Κα­μπούρ ο­γλού”, ή­τοι υιόν του κυρ­τού. Έκτο­τε ε­λη­σμο­νή­θη­σαν οι Στρού­μποι και οι Κα­μπού­ρο­γλοι διε­κλα­δί­σθη­σαν δια του προ­σω­νυ­μίου αυ­τού.» Επί­σης, σύγ­χυ­ση προ­κα­λεί η α­να­φο­ρά σε δυο μέ­λη της οι­κο­γέ­νειας των Στρού­μπων, που φέ­ρουν το πα­ρω­νύ­μιο Γεωρ­γί­λης, τον Ιωάν­νη Πα­να­γιώ­του Στρού­μπο και τον α­πό α­δελ­φό δι­σέγ­γο­νό του, Δη­μή­τριο Γεωρ­γίου Στρού­μπο. Σύγ­χυ­ση, που ε­πι­τεί­νει η συ­νέ­νω­ση των δυο προ­σώ­πων στο Ευ­ρε­τή­ριο.
Πέ­ραν αυ­τών, υ­πάρ­χουν και ο­ρι­σμέ­νες α­πο­σιω­πή­σεις. Εκτός κι αν πρό­κει­ται για ελ­λι­πή πλη­ρο­φό­ρη­ση. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο προ­πάπ­πος Ιωάν­νης Κα­μπού­ρο­γλους, σύμ­φω­να με ε­πι­στο­λή του Στα­μά­τη Κου­μπά­ρη προς τον Εμμα­νουήλ Ξάν­θο, χά­θη­κε κα­τά τις σφα­γές του 1821 στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Αν και δεν α­να­φέ­ρε­ται ρη­τά, στις 10 Μαρ­τίου 1821, έ­πε­σε θύ­μα τους. Ο Σιακ­κής α­να­φέ­ρει ό­τι α­γνο­εί­ται η τύ­χη του, πα­ρό­λο που έ­χει ε­ρευ­νή­σει έγ­γρα­φα σχε­τι­κά με τον θρα­κιώ­τη Φι­λι­κό Στα­μά­τη. Όσο για τον πάπ­πο Δη­μή­τριο, α­να­φέ­ρει ό­τι χά­νο­νται τα ί­χνη του στη Βιέν­νη. Πράγ­μα­τι, α­φού φυ­γά­δευ­σε τα πέ­ντε παι­διά του στην Οδησ­σό, ο ί­διος κα­τέ­φυ­γε στην Βιέν­νη, ό­που, ό­μως, ξα­να­πα­ντρεύ­τη­κε. Πρό­κει­ται, βέ­βαια, για λε­πτο­μέ­ρειες, οι ο­ποίες, ω­στό­σο, χρειά­ζο­νται τις υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις τους.  
Το ί­διο ι­σχύει και για το Ευ­ρε­τή­ριο. Με τη χρή­ση του Η/Υ, η κα­τάρ­τι­σή του έ­χει θεω­ρη­θεί εύ­κο­λη υ­πό­θε­ση, που δεν α­παι­τεί την κα­λή γνώ­ση τού προς ευ­ρε­τη­ρία­ση βι­βλίου, με α­πο­τέ­λε­σμα να εμ­φα­νί­ζο­νται ό­λο και συ­χνό­τε­ρα ελ­λεί­ψεις. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Μη­λιά­δης της βιο­γρα­φίας, ο συ­νι­δρυ­τής του «Οδοι­πο­ρι­κού Συν­δέ­σμου», ο­νο­μά­ζε­ται Θεό­δω­ρος και δεν εί­ναι ο χιώ­της ζω­γρά­φος Στυ­λια­νός Μη­λιά­δης, ού­τε ο Ν.Π.Απο­στο­λό­που­λος του πε­ριο­δι­κού «Νέ­οι Δρό­μοι» εί­ναι ο στο­χα­στής Ντί­μης Απο­στο­λό­που­λος. Γε­νι­κώς, τα μι­κρά ο­νό­μα­τα εί­ναι α­να­γκαία. Λ.χ., σκέ­το το Θω­μό­που­λος δεν πα­ρα­πέ­μπει μό­νο στον γλύ­πτη Θω­μά Θω­μό­που­λο. Εκτός α­πό τα μι­κρά ο­νό­μα­τα, συ­χνά χρειά­ζο­νται και οι τίτ­λοι. Λ.χ., το Ιγνά­τιος Να­ζιαν­ζού δεί­χνει σαν ο­νο­μα­τε­πώ­νυ­μο και δεν δη­λώ­νει τον Επί­σκο­πο Να­ζιαν­ζού Ιγνά­τιο Σα­ρά­φο­γλου. Τέ­λος, ό­ταν υ­πάρ­χουν 13 Κα­μπού­ρο­γλοι και έ­ξι Στρού­μποι, η α­να­φο­ρά στο βαθ­μό συγ­γέ­νειας εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη.

Αρκε­τά θα εί­χα­με να προ­σθέ­σου­με σχε­τι­κά με τον τρό­πο που ο Σιακ­κής α­ντι­λαμ­βά­νε­ται τον Κα­μπού­ρο­γλου και την ε­πο­χή του. Αρκού­με­θα εν­δει­κτι­κά σε ό­σα γρά­φει σχε­τι­κά με τον Οδοι­πο­ρι­κό Σύν­δε­σμο. Κα­τ’ αρ­χάς, υ­πο­τι­μά στη γέ­νε­ση ε­νός πα­ρό­μοιου συλ­λό­γου τον κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο του συ­στη­μα­τι­κού ο­δοι­πό­ρου και κα­λού γνώ­στη του ατ­τι­κού χώ­ρου, που ή­ταν ο Κα­μπού­ρο­γλους. Ύστε­ρα, δεί­χνει να ε­ξο­μοιώ­νει την Αθη­ναία του ’20 με την χει­ρα­φε­τη­μέ­νη της ε­πο­χής του, ό­ταν γρά­φει:   «...Εί­χε ό­μως την πα­ρα­ξε­νιά να μη θέ­λει γυ­ναί­κες για μέ­λη, τις θεω­ρού­σε α­νώ­ρι­μες για τέ­τοιες δου­λειές, δεν τις έ­βρι­σκε ι­κα­νές για σκλη­ρα­γω­γίες...» Σαν να α­γνο­εί ό­τι, κα­τά τον Κα­μπού­ρο­γλου, ο­δοι­πο­ρία σή­μαι­νε ε­νερ­γή πε­ρι­πλά­νη­ση προς ά­γραν πλη­ρο­φο­ριών και πα­ρα­τη­ρή­σεων. Και α­κό­μη, ό­τι, με τον Οδοι­πο­ρι­κό Σύν­δε­σμο, ε­πε­δίω­κε να ορ­γα­νώ­σει την κα­λύ­τε­ρη γνω­ρι­μία με τον τό­πο. Εκεί­νος α­ντι­λαμ­βα­νό­ταν την ο­δοι­πο­ρία σαν προ­σκύ­νη­μα, που έ­πρε­πε να εί­ναι α­διά­σπα­στο, γι’ αυ­τό και δεν θέ­λη­σε τη συμ­με­το­χή γυ­ναι­κών. Η προ­σω­νυ­μία, πά­ντως, του “χα­ρού­με­νου στρα­το­κό­που”, που του α­πο­δί­δει, ε­νέ­χει α­πό­χρω­ση κα­ρι­κα­τού­ρας.  
Σχο­λια­σμό θα χρεια­ζό­ταν και η α­πο­τί­μη­ση, που α­πο­πει­ρά­ται, ό­πως και οι άλ­λοι τρεις βιο­γρά­φοι, του έρ­γου του. Δύο μό­νο πα­ρα­τη­ρή­σεις. Πι­στεύου­με πως α­δι­κεί τον ι­στο­ρι­κό Κα­μπού­ρο­γλου, θεω­ρώ­ντας το έρ­γο του α­πο­κλει­στι­κά έρ­γο ι­στο­ριο­δί­φη. Σαν να μην α­ντι­λαμ­βά­νε­ται τη σπου­δαιό­τη­τα της τρί­το­μης «Ιστο­ρίας των Αθη­ναίων», με την ο­ποία ο Κα­μπού­ρο­γλους κερ­δί­ζει ε­πα­ξίως τον τίτ­λο του ι­στο­ρι­κού και δη, του και­νο­τό­μου για την ε­πο­χή του, με την ε­πι­λο­γή του να μην ι­στο­ρή­σει την πό­λη αλ­λά τους κα­τοί­κους της, κα­θώς και με τον τρό­πο που α­να­πτύσ­σει το ι­στο­ρι­κό υ­λι­κό. Όσο α­φο­ρά τον διη­γη­μα­το­γρά­φο, οι α­πό­ψεις του Σιακ­κή α­ντα­να­κλούν τις προσ­λαμ­βά­νου­σες της ε­πο­χής του. Έχο­ντας ο ί­διος δο­κι­μα­στεί στον πε­ζό λό­γο κα­τά τα πρώ­τα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νια, ε­ξαί­ρει τα ι­στο­ρι­κά διη­γή­μα­τα του Κα­μπού­ρο­γλου, κα­θώς και ο­ρι­σμέ­να α­πό ε­κεί­να που α­πο­κα­λεί “η­θο­γρα­φή­μα­τα”, για τα ο­ποία και πα­ρα­τη­ρεί ό­τι “δεν θα εί­χαν τί­πο­τα να ζη­λέ­ψουν α­πό τα η­θο­γρα­φή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη”. 

Μέ­νουν δυο πρω­ταρ­χι­κά βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του Κα­μπού­ρο­γλου, που η νέα βιο­γρα­φία α­φή­νει α­σχο­λία­στα. Το ε­πί­θε­τό του και η η­με­ρο­μη­νία της γέν­νη­σής του. Σύμ­φω­να με υ­πο­ση­μείω­ση των ε­πι­με­λη­τών, “το ό­νο­μα στην ο­νο­μα­στι­κή εμ­φα­νί­ζε­ται ε­ξαρ­χής και με τους δυο τύ­πους: Κα­μπού­ρο­γλους και Κα­μπού­ρο­γλου”. Όχι α­κρι­βώς. Το πα­ρω­νύ­μιο, που οι Τούρ­κοι εί­χαν α­πο­δώ­σει στους δυο γιους του Δη­μη­τρίου Στρού­μπου, “Κα­μπούρ ο­γλού” ε­ξελ­λη­νί­στη­κε ε­ξαρ­χής, ό­πως ό­λα τα α­ντί­στοι­χα α­πό τους Έλλη­νες της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης και της Μι­κράς Ασίας, δια της προ­σθή­κης του τε­λι­κού σίγ­μα. Από τον Ιωάν­νη Κα­μπού­ρο­γλου του Δη­μη­τρίου Στρού­μπου μέ­χρι τον εγ­γο­νό του Γρη­γό­ριο Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλου και τον δι­σέγ­γο­νό του, τον Δη­μή­τριο Γρη­γο­ρίου Κα­μπού­ρο­γλου, ό­λοι υ­πέ­γρα­φαν ως Κα­μπού­ρο­γλους και ως Κα­μπού­ρο­γλους α­να­φέ­ρο­νταν. Μά­λι­στα, ο Γρη­γό­ριος Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλους, στο πε­ριο­δι­κό του «Ευ­τέρ­πη», χρη­σι­μο­ποιεί τον πλή­ρως ε­ξελ­λη­νι­σμέ­νο τύ­πο Κα­μπού­ρο­γλος. 
Όσο για τον ί­διο τον Δη­μή­τριο, ως Κα­μπού­ρο­γλους, δεν α­να­φέ­ρε­ται μό­νο α­πό τους συγ­χρό­νους του, αλ­λά και α­πό τους νεό­τε­ρους, ό­πως τον κα­τά μι­σό αιώ­να μι­κρό­τε­ρό του Κω­στή Μπα­στιά. Από­δει­ξη, η πε­ρι­πα­τη­τι­κή τους συ­νο­μι­λία, το 1931, ό­που ο ο­γδο­η­κο­ντα­ε­τής συ­νε­ντευ­ξια­ζό­με­νος ξε­πο­δά­ρια­σε τον τρια­ντά­ρη Μπα­στιά, Πέ­ρα­μα-Πει­ραια, γύ­ρω στα 10 χλμ. πε­ζή. Ο πιο οι­κείος σε ε­μάς σή­με­ρα τύ­πος Κα­μπού­ρο­γλου ε­πι­κρά­τη­σε με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά. Τον υιο­θε­τεί ο πρώ­τος βιο­γρά­φος του το 1974, κα­θώς και η Ζω­γρά­φου. Ωστό­σο, οι Τρο­βάς και Σιακ­κής, που πι­θα­νώς και οι δυο ε­τοι­μά­ζουν τις βιο­γρα­φίες τους για το ε­πε­τεια­κό 1982 εμ­μέ­νουν στο Κα­μπού­ρο­γλους. Ο δεύ­τε­ρος, μά­λι­στα, υιο­θε­τεί στον τίτ­λο το Κα­μπού­ρο­γλους ά­κλι­το, «Η ζωή και το έρ­γο του Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλους». Από ε­κεί και πέ­ρα ε­πεμ­βαί­νουν διορ­θω­τι­κά οι ε­πι­με­λη­τές, Γιάν­νης Ξού­ριας και Ελέ­νη Μι­χα­λο­πού­λου. 
Και ερ­χό­μα­στε στην η­με­ρο­μη­νία της γέν­νη­σής του. Αδιά­ψευ­στη πη­γή α­πο­τε­λεί το Ση­μειω­μα­τά­ριο του εκ μη­τρός πάπ­που του Άγγε­λου Γέ­ρο­ντα, που, ό­πως συ­νή­θι­ζαν άλ­λο­τε οι γε­νάρ­χες οι­κο­γε­νειών, κα­τέ­γρα­φε γεν­νή­σεις, βα­φτί­σια, γά­μους και θα­νά­τους. Εκεί α­να­γρά­φε­ται: “1852, Σε­πτεμ­βρίου 29, η­μέ­ρα Δευ­τέ­ρα”. Ο Κα­μπού­ρο­γλους, στον έ­να τό­μο α­πό τα «Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα μιας μα­κράς ζωής», που ε­ξέ­δω­σε το 1934, προσ­διο­ρί­ζει ό­τι “η γέν­νη­σίς του, την 1ην με­τά το με­σο­νύ­κτιο της 29ης κα­θω­ρί­σθη οι­κο­γε­νεια­κώς, ως γε­νο­μέ­νη την 30ην πα­ρά την πρό­λη­ψιν της Τρί­της”. Πο­λύς λό­γος έ­γι­νε α­πό συ­γκαι­ρι­νούς του και με­τα­γε­νέ­στε­ρους γι’ αυ­τήν την η­με­ρο­μη­νία, κα­θώς την συ­νέ­δε­σαν χρο­νι­κά με τη θύελ­λα στην Αθή­να το βρά­δυ της 14ης Οκτω­βρίου 1852 και την πτώ­ση της 16ης σω­ζό­με­νης κο­λό­νας του να­ού του Ολυ­μπίου Διός. Από τους πρώ­τους που α­να­φέ­ρουν τη σύ­μπτω­ση εί­ναι ο Μποέμ (Δη­μή­τριος Χατ­ζό­που­λος) σε συ­νέ­ντευ­ξη του Κα­μπού­ρο­γλου στην ε­φη­με­ρί­δα «Το Άστυ»: «...ε­γεν­νή­θη α­κρι­βώς ό­τε έ­πι­πτεν η στή­λη του Ολυ­μπίου Διός, και ο πα­τήρ του εί­πε τό­τε, “ή μέ­γα κα­κόν ή μέ­γα κα­λόν θα γί­νη το παι­δί αυ­τό”...» Η α­να­φο­ρά, ό­μως, που ήρ­θε και ε­δραίω­σε το μύ­θο ή­ταν το τε­τρά­στι­χο, το ο­ποίο του έ­στει­λε ο Δρο­σί­νης ως ευ­χη­τή­ριο τη­λε­γρά­φη­μα για την Ογδο­η­κο­ντα­ε­τη­ρί­δα του: «Τη μέ­ρα που γεν­νή­θη­κες/ γκρε­μί­στη­κε η κο­λό­να./ Στη θέ­ση της στυ­λώ­θη­κες–/ θα φτά­σης τον αιώ­να!» Πά­ντως, ο ί­διος, λί­γο αρ­γό­τε­ρα, στα «Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα...» του, σχο­λιά­ζει: «...Κά­ποιος λο­γι­κο­φα­νής νεω­τε­ρι­σμός την 30ην αυ­τήν Σε­πτεμ­βρίου την κά­μνει 12 και κα­τό­πιν 13 Οκτω­βρίου...» Προ­φα­νώς εν­νο­εί την αλ­λα­γή Ημε­ρο­λο­γίου, κα­θώς οι δια­στά­σεις των συ­νε­πα­γό­με­νων η­με­ρο­λο­για­κών διορ­θώ­σεων δεν εί­χαν α­κό­μη τό­τε, πα­ρά την πα­ρέ­λευ­ση δε­κα­ε­τίας, γί­νει α­ντι­λη­πτές. Όπως και να έ­χει, στη βιο­γρα­φία του Σιακ­κή, ως η­με­ρο­μη­νία γέν­νη­σης α­να­φέ­ρε­ται η 14η Οκτω­βρίου 1852, χω­ρίς α­να­φο­ρά στη σύν­δε­σή της με την πτώ­ση της κο­λό­νας. Ημε­ρο­μη­νία λαν­θα­σμέ­νη και με τα δυο Ημε­ρο­λό­για.
Και α­πα­ντού­με στο ε­ρώ­τη­μα, που εί­χα­με θέ­σει ως τίτ­λο στο δη­μο­σίευ­μα της προ­η­γού­με­νης Κυ­ρια­κής, «Ποιον εν­δια­φέ­ρει ο Δη­μή­τριος Κα­μπού­ρο­γλους». Μάλ­λον κα­νέ­ναν. Mια και­νού­ρια, ό­μως, βιο­γρα­φία μπο­ρεί να κι­νή­σει την πε­ριέρ­γεια, αρ­κεί το πρό­σω­πο του βιο­γρα­φού­με­νου να τύ­χει της κα­τάλ­λη­λης προ­βο­λής, ώ­στε να ταυ­τί­ζε­ται με τις ση­με­ρι­νές προ­τι­μή­σεις. 

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/12/2012.

Αίσιο το 2013

$
0
0


Ο Καβάφης σε σκίτσο του Ν. Παππά, δημοσιευμένο στο ετήσιο αλεξανδρινό Ημερολόγιο «Σατάν», του 1927. Ο Καβάφης έχει πλέον κερδίσει επιφανή θέση, τουλάχιστον στο χώρο των αλεξανδρινών γραμμάτων. Κατά το σκίτσο, όμως, τον κυνηγούν εφιάλτες γιατί πολλοί ετοίμαζαν βιβλία για το έργο του και φοβάται για το περιεχόμενό τους. Συμμεριζόμαστε τους φόβους του για το τι μπορεί να του ετοιμάζουν σήμερα που καταξιώνεται πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο.





Το νέο έ­τος φο­βί­ζει γε­νι­κώς. Φο­βί­ζει, ό­μως,  ε­πι­πλέ­ον με το α­ριθ­μη­τι­κό του φορ­τίο. Για να μη φα­νού­με υ­περ­βο­λι­κοί, θα έ­πρε­πε να προ­σθέ­σου­με, ό­τι ο α­ριθ­μός δε­κα­τρία, έ­τσι που προ­βάλ­λει, φο­βί­ζει μό­νο τους προ­λη­πτι­κούς. Τον τε­λευ­ταίο και­ρό, ω­στό­σο, με την κα­κο­τυ­χία που μας κυ­νη­γά­ει, ποιος δεν κα­τέ­χε­ται α­πό δει­σι­δαι­μο­νίες. Μό­νο με βά­σκα­νο δαί­μο­να ε­ξη­γεί­ται τό­ση γκα­ντε­μιά. Όλα δεί­χνουν προς την κα­τεύ­θυν­ση υ­περ­φυ­σι­κών δυ­νά­μεων, που έ­χουν “συ­νω­μο­τή­σει” ε­να­ντίον μας. Υπάρ­χουν, βε­βαίως, ε­κεί­νοι που, για α­κό­μη μια φο­ρά, ό­λο και κά­τι πε­ρι­μέ­νουν – άλ­λοι το ά­στρο εξ Εσπε­ρίας, άλ­λοι τους τρεις Μά­γους και άλ­λοι τον Σω­τή­ρα. Όσοι, ό­μως, νιώ­θουν τον κλοιό να σφίγ­γει ά­σκη­μα, έ­χουν στα­μα­τή­σει να ε­κλο­γι­κεύουν τα πράγ­μα­τα. Η α­σύ­στο­λη ρη­το­ρεία των πο­λι­τι­κών, που συ­νε­χώς στέλ­νουν μη­νύ­μα­τα σε αό­ρα­τους α­πο­δέ­κτες και δί­νουν μά­χες με σκιές, πε­ρι­φε­ρό­με­νοι σαν φου­σκω­μέ­νοι διά­νοι στα ευ­ρω­παϊκά σα­λό­νια, η α­τέρ­μο­νος δη­μο­σιο­γρα­φι­κή ε­νη­μέ­ρω­ση για ε­κα­τομ­μύ­ρια και δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια ευ­ρώ ε­νός ει­κο­νι­κού δού­ναι και λα­βείν, ό­λος αυ­τός ο θό­ρυ­βος που γί­νε­ται ε­ρή­μην η­μών για ε­μάς, έ­χει ε­πι­φέ­ρει την ο­λο­σχε­ρή α­πο­διορ­γά­νω­ση. Το μό­νο που α­να­μέ­νε­ται εί­ναι η η­μέ­ρα μιας α­προσ­διό­ρι­στης αλ­λά α­να­πό­φευ­κτης συ­ντέ­λειας του κό­σμου μας. Πα­ρό­λο που ό­λοι  –ό­σοι, βε­βαίως, έ­χουν την πο­λυ­τέ­λεια της πε­ρι­συλ­λο­γής– δια­τεί­νο­νται ό­τι εί­ναι παι­διά του Δια­φω­τι­σμού, αυ­τήν την ή­μέ­ρα, την βλέ­πουν να έρ­χε­ται ε­ντός του νέ­ου έ­τους. Η α­πο­φρά­δα η­μέ­ρα της δι­κής μας Ιστο­ρίας, αν εί­ναι να ’ρθει, δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι μια α­πό τις 365 του μο­να­δι­κού έ­τους του τρέ­χο­ντος αιώ­να, που λή­γει στον δυ­σοίω­νο α­ριθ­μό 13 και το ο­ποίο συ­νέ­πε­σε με αυ­τήν την ε­ξο­ντω­τι­κή πε­ρίο­δο. 
Αρχέ­γο­νοι φό­βοι, που οι αι­τιο­λο­γίες τους έ­χουν χα­θεί στα βά­θη του χρό­νου, κα­θη­συ­χά­ζουν τα λε­ξι­κά, προ­τεί­νο­ντας, ως μια πρώ­τη γε­νε­σιουρ­γό αι­τία, το Μυ­στι­κό Δεί­πνο, ό­που ο Ιη­σούς έ­κα­νε την α­πο­κο­τιά να χα­λά­σει τη συμ­με­τρία του κό­σμου, γευ­μα­τί­ζο­ντας με τους δώ­δε­κα Απο­στό­λους ως δέ­κα­τος τρί­τος. Από ε­κεί ξε­κί­νη­σαν τα πά­θη του. Χά­θη­κε να εύ­ρι­σκε έ­ναν δέ­κα­το τέ­ταρ­το. Γι’ αυ­τό και α­πό τό­τε, πλεί­στους ό­σους έ­χει ε­μπνεύ­σει η ε­σπευ­σμέ­νη α­νεύ­ρε­ση ε­νός δέ­κα­του τέ­ταρ­του προ­σκε­κλη­μέ­νου. Από την σπαρ­τα­ρι­στή κω­μω­δία, «Ο δα­σκα­λά­κος ή­ταν λε­βε­ντιά», με το τρίο Βου­τσά-Φι­λιπ­πί­δη-Πα­πα­γιαν­νό­που­λου, μέ­χρι το πρό­σφα­το μπε­στ σέ­λερ του Πιέρ Ασσου­λίν, «Οι προ­σκε­κλη­μέ­νοι». 
Οι προ­λη­πτι­κοί δεν κά­θο­νται πο­τέ σε έ­να τρα­πέ­ζι, στο ο­ποίο έ­χουν ή­δη πά­ρει θέ­ση δώ­δε­κα συν­δαι­τυ­μό­νες. Ού­τε ε­πι­χει­ρούν τί­πο­τα στις 13 του μή­να. Μή­πως, λοι­πόν, και ε­μείς δεν πρέ­πει να ξε­κι­νή­σου­με α­πο­λύ­τως τί­πο­τα στη διάρ­κεια αυ­τού του δυ­σοίω­νου έ­τους; Έτσι κι αλ­λιώς, α­πό τρα­πε­ζώ­μα­τα, αν πα­ρ’ ελ­πί­δα προ­κύ­ψουν, δεν υ­πάρ­χει πε­ρί­πτω­ση να α­πέ­χου­με. Κάλ­λιο δέ­κα­τοι τρί­τοι πα­ρά λι­μο­κτο­νού­ντες. Αν, πά­ντως, εκ των πραγ­μά­των στα­θεί α­πα­γο­ρευ­τι­κό να σταυ­ρώ­σου­με τα χέ­ρια και να πε­ρι­μέ­νου­με το έ­τος να πε­ρά­σει, ας α­πέ­χου­με του­λά­χι­στον ο­ποιασ­δή­πο­τε φύ­σης πρω­το­βου­λιών στις 13 ε­κά­στου μή­να. Σε τρεις μή­νες του έ­τους, μά­λι­στα, πρέ­πει να δο­θεί ό­λως ι­διαί­τε­ρη προ­σο­χή. Ει δυ­να­τόν, να μην ξε­μυ­τί­σου­με α­πό την οι­κία μας, ό­ποιος, βε­βαίως, θα ε­ξα­κο­λου­θεί να έ­χει μια στέ­γη πά­νω α­πό το κε­φά­λι του. Κα­τ’ αρ­χάς, την 13η Αυ­γού­στου, που πέ­φτει η­μέ­ρα Τρί­τη, κα­θό­σον, ε­δώ και αιώ­νες, α­πο­τε­λεί α­πο­φρά­δα η­μέ­ρα για ε­μάς τους Έλλη­νες. Από την πέν­θι­μη Τρί­τη της 29ης Μαΐου 1453, που χά­σα­με την Πό­λη. Εκτός, ό­μως, α­πό την Τρί­τη, σαν γνή­σιοι Ευ­ρω­παίοι, γρου­σού­ζι­κη η­μέ­ρα θα πρέ­πει να υ­πο­λο­γί­ζου­με και την Πα­ρα­σκευή. Πα­ρα­σκευή και 13, τον Οκτώ­βριο του 1307, ο Φί­λιπ­πος Δ΄, ο ε­πο­νο­μα­ζό­με­νος Ωραίος  –αν τον έ­χε­τε α­κου­στά– ε­ξο­λό­θρευ­σε το Τάγ­μα των Ναϊτών. Προ­σο­χή, λοι­πόν, στον Σε­πτέμ­βριο και στον Δε­κέμ­βριο, που θα έ­χου­με Πα­ρα­σκευή και 13.
Οι ι­στο­ρη­μέ­νοι, βε­βαίως, θα θυ­μη­θούν το προ­η­γού­με­νο έ­τος στην ι­στο­ρία του ελ­λη­νι­κού κρά­τους, που έ­λη­γε σε δέ­κα τρία, το 1913. Εκεί­νο, για τη χώ­ρα, δεν εί­χε κα­κή έκ­βα­ση, για τον λαό, ό­μως, στά­θη­κε ζο­φε­ρό. Του­λά­χι­στον το ε­μπό­λε­μο πρώ­το ε­ξά­μη­νό του. Μπο­ρεί η χώ­ρα, με τη Συν­θή­κη του Βου­κου­ρε­στίου, στις 28 Ιου­λίου, να α­πλώ­θη­κε προς Βορ­ρά μέ­χρι το Τε­πε­λέ­νι και προς Ανα­το­λάς μέ­χρι τον Νέ­στο, αλ­λά δεν ή­ταν και λί­γοι οι νε­κροί, οι τραυ­μα­τίες, ά­σε πια τους κα­κου­χού­με­νους. Δεν α­πο­κλείε­ται, το 2013, να προ­κύ­ψει μια πα­ρό­μοια α­να­ντι­στοι­χία με­τα­ξύ χώ­ρας και λα­ού. Αν ευο­δω­θούν οι προσ­δο­κίες των αι­σιό­δο­ξων και οι ευ­ρω­παϊκοί ε­να­γκα­λι­σμοί α­πο­δώ­σουν, η χώ­ρα μπο­ρεί και να ορ­θο­πο­δή­σει, ό,τι ση­μαί­νει αυ­τό, οι πο­λί­τες της, ό­μως, θα τρα­βή­ξουν του λι­να­ριού τα πά­θη. Πλην, βε­βαίως, του πο­σο­στού ε­κεί­νου που έ­χει, σαν την κα­μή­λα, α­πο­θη­κεύ­σει ξί­γκι με­τά πολ­λών άλ­λων στην κα­μπού­ρα του.

Κα­ρα­γκιοζ­μπερ­ντές

Ας σο­βα­ρευ­τού­με, ό­μως. Μια σε­λί­δα βι­βλίου πρέ­πει να την α­πα­σχο­λούν θέ­μα­τα της δι­κής της πε­ριο­χής. Και μά­λι­στα, λό­γω η­με­ρών, ει δυ­να­τόν, θέ­μα­τα ευ­χά­ρι­στα. Πού, ό­μως, να βρε­θούν τα ευ­χά­ρι­στα, έ­τσι που κα­τά­ντη­σαν το χώ­ρο του βι­βλίου. Κα­ρα­γκιοζ­μπερ­ντές, με πρώ­τους, ε­πί σκη­νής, τους καυ­χη­σιά­ρη­δες και τους κό­λα­κες. Ποιο βι­βλίο να σχο­λιά­σεις, ό­ταν βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις και βρα­βεύ­σεις έ­χουν πά­ρει τη μορ­φή της πα­ρα­δο­σια­κής α­νταλ­λα­γής ε­πι­σκέ­ψεων α­βρο­φρο­σύ­νης, με το δώ­ρο και το α­ντί­δω­ρό τους. Όταν, σε αρ­μο­νία με το κοι­νω­νι­κό στά­τους του συγ­γρα­φέα, συμ­βα­δί­ζει και το πό­νη­μά του. Αλί­μο­νο σε ε­κεί­νον που “δεν τον ξέ­ρει ο θυ­ρω­ρός του”. Το βι­βλίο του πά­ει για πολ­το­ποίη­ση α­μνη­μό­νευ­το. Πα­λαιό­τε­ρα, οι νεό­τε­ροι εμ­φα­νί­ζο­νταν πιο συμ­μα­ζε­μέ­νοι, του­λά­χι­στον μπρο­στά στους πρε­σβύ­τε­ρους, που εί­χαν ση­μαί­νο­ντα λό­γο. Σαν τα παι­διά, που, πα­ρου­σία των γο­νέων, στέ­κο­νταν κά­πο­τε προ­σο­χή. Με τη λε­γό­με­νη, ό­μως, μα­ζι­κή δη­μο­κρα­τία, που θε­ο­ποιεί τη νεό­τη­τα, οι πρε­σβύ­τε­ροι, ό­ταν δεν σιω­πούν, ά­γο­νται και φέ­ρο­νται, μην και τους ρί­ξουν στον Καιά­δα. Ακά­θε­κτοι οι μι­κρό­τε­ροι προ­ε­λαύ­νουν με έ­παρ­ση. Βα­σι­κό τους μέ­λη­μα το πώς θα γρά­ψουν έ­να βι­βλίο που θα προ­κα­λέ­σει. Τι α­πα­σχο­λεί; Η κρί­ση, η γε­νιά της Με­τα­πο­λί­τευ­σης, ο Εμφύ­λιος –ο­τι­δή­πο­τε συ­ζη­τεί­ται τους δί­νει έ­μπνευ­ση. Επεί­γο­νται, μά­λι­στα, μην και πε­ρά­σει η ε­πι­και­ρό­τη­τα.

Ο μεί­ζων του 2013

Ας αλ­λά­ξου­με, ό­μως, αυ­τό το τρο­πά­ριο της μεμ­ψι­μοι­ρίας, για­τί κιν­δυ­νεύου­με να γί­νου­με –αν δεν έ­χου­με ή­δη γί­νει– γρα­φι­κοί. Πρω­το­χρο­νιά με­θαύ­ριο, ας μι­λή­σου­με για τις συγ­γρα­φι­κές ε­πε­τείους του ερ­χό­με­νου έ­τους. Προ­φα­νώς, τις μεί­ζο­νες ση­μα­ντι­κών συγ­γρα­φέων. Για τους ήσ­σο­νες συγ­γρα­φείς και τους εξ ε­παρ­χίας κα­τα­γό­με­νους θα με­ρι­μνή­σουν σύλ­λο­γοι και μι­κρές κοι­νό­τη­τες, που, πα­ρα­δό­ξως, στη γε­νι­κό­τε­ρη διά­λυ­ση, δια­τη­ρούν τη συ­νε­κτι­κό­τη­τά τους. Ως ο μεί­ζων του 2013 προ­βάλ­λει ο Κα­βά­φης. Δι­πλή ε­πέ­τειος, ό­πως του Πα­πα­δια­μά­ντη, κα­θώς συ­μπλη­ρώ­νο­νται 150 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του και 80 α­πό τον θά­να­τό του. Αρχές Δε­κεμ­βρίου, μια δη­μο­σιο­γρά­φος ε­γκά­λε­σε το υ­πουρ­γείο Πο­λι­τι­σμού για κα­θυ­στέ­ρη­ση της κή­ρυ­ξης Έτους Κα­βά­φη το 2013. Ποιο υ­πουρ­γείο Πο­λι­τι­σμού; Με­τά την συγ­χώ­νευ­ση των Υπουρ­γείων, την ο­ποία ο Πρω­θυ­πουρ­γός ξε­κί­νη­σε α­πό του Πο­λι­τι­σμού, μια Γραμ­μα­τεία ου­σια­στι­κά α­πέ­μει­νε και έ­νας Ανα­πλη­ρω­τής υ­πουρ­γός. Τέως Υπουρ­γός Πο­λι­τι­σμού γαρ ο Πρω­θυ­πουρ­γός εί­χε προ­σω­πι­κή γνώ­ση για την α­χρη­στία του εν λό­γω Υπουρ­γείου. 
Η δη­μο­σιο­γρά­φος, πά­ντως, υ­πο­ψιά­στη­κε ό­τι η πο­λι­τι­κή η­γε­σία μπο­ρεί να κω­λυ­σιερ­γεί για­τί προ­τι­μά άλ­λον τι­μώ­με­νο, πε­ρισ­σό­τε­ρο ταυ­τι­σμέ­νο με το ι­δε­ο­λο­γι­κό της προ­φίλ. Ποιό ι­δε­ο­λο­γι­κό προ­φίλ εν­νοού­σε; Γα­λα­ζω­πό; Πρα­σι­νί­ζο­ν; Ή, μή­πως, το ρο­δί­ζον α­πό τη ντρο­πή του; Όπως και να έ­χει, κα­θη­συ­χα­στι­κή η Γραμ­μα­τεία Πο­λι­τι­σμού, δια­βε­βαίω­σε ό­τι το 2013 θα εί­ναι Έτος Κα­βά­φη. Όσο για την κα­θυ­στέ­ρη­ση, ας ό­ψε­ται η γρα­φειο­κρα­τία. Δεν διευ­κρί­νι­σε, αν θα α­να­μιχ­θεί η ί­δια στον ε­ορ­τα­σμό τό­σο δρα­στή­ρια ό­σο κα­τά το προ­η­γού­με­νο Έτος Κα­βά­φη, το 2003. Τό­τε, το ΥΠ.ΠΟ, κα­τά πά­για συ­νή­θειά του, εί­χε προ­σθέ­σει στις α­φί­σες των εκ­δη­λώ­σεων την υ­πο­στή­ρι­ξή του. 
Γε­νι­κό­τε­ρα, πά­ντως, οι δη­μο­σιο­γρά­φοι κα­θη­σύ­χα­ζαν ό­τι για την ε­πέ­τειο Κα­βά­φη έ­χει προ­βλέ­ψει η Ου­νέ­σκο. Μό­νο που δεν έ­δι­ναν πλη­ρο­φο­ρίες τι εί­δους ε­πε­τεια­κό Έτος ε­ξα­σφα­λί­ζει ο εν λό­γω Οργα­νι­σμός, πέ­ραν του κα­τα­λό­γου, που κα­ταρ­τί­ζει κά­θε χρό­νο με τις α­νά χώ­ρα ε­πε­τείους. Βε­βαίως, και μό­νο η κα­τα­χώ­ρη­ση για το 2013 του Κα­βά­φη στην Ελλά­δα, προσ­δί­δει στο γε­γο­νός “οι­κου­με­νι­κή διά­στα­ση”. Όπως και να έ­χει, εί­θι­σται το πρώ­το μέ­λη­μα, ό­ποιου φο­ρέα α­να­λαμ­βά­νει την πρω­το­βου­λία των ε­ορ­τα­σμών, να εί­ναι η α­να­κοί­νω­ση ε­νός ή και πε­ρισ­σό­τε­ρων συ­νε­δρίων. Αυ­το­νό­η­τα διε­θνών, ό­ταν πρό­κει­ται για έ­ναν κλα­σι­κό συγ­γρα­φέα. Με­τά, λοι­πόν, τους περ­σι­νούς (2011) ε­ορ­τα­σμούς Πα­πα­δια­μά­ντη και Ελύ­τη με συ­νέ­δρια στο Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής, α­να­με­νό­ταν ε­κεί να διορ­γα­νω­θεί και το Συ­νέ­δριο Κα­βά­φη. Πό­σω μάλ­λον στη δι­κή του πε­ρί­πτω­ση, που κά­το­χος του Αρχείου του για 43 έ­τη, κο­ντά μι­σό αιώ­να, ή­ταν η οι­κο­γέ­νεια Σαβ­βί­δη. Συ­γκοι­νω­νού­ντα δο­χεία, πέ­ρα α­πό νο­μι­κές δο­μές, Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής και ΔΟ­Λ, στο Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο του Με­γά­ρου βρί­σκε­ται η Λέ­να Λα­μπρά­κη-Σαβ­βί­δη και ε­πί­σης, στη θέ­ση του α­ντι­προέ­δρου του Σπου­δα­στη­ρίου Νέ­ου Ελλη­νι­σμού, που ι­δρύ­θη­κε τέ­λη 1996 για “την δια­τή­ρη­ση της πνευ­μα­τι­κής και α­κα­δη­μαϊκής πα­ρά­δο­σης Κ. Θ. Δη­μα­ρά και Γ. Π. Σαβ­βί­δη”. 
Θυ­μί­ζου­με ό­τι το Αρχείο Κα­βά­φη ή­ταν στην κα­το­χή του Γ. Π. Σαβ­βί­δη, α­πό το 1969, που α­γο­ρά­στη­κε α­πό την κλη­ρο­νό­μο του Κα­βά­φη, Ρί­κα Σε­γκο­πού­λου, μέ­χρι το θά­να­τό του, στις 11 Ιου­νίου 1995. Ένα α­κέ­ραιο τέ­ταρ­το του αιώ­να. Στη φρο­ντί­δα του βρι­σκό­ταν α­κό­μη νω­ρί­τε­ρα, α­πό το 1963. Αυ­τό α­πο­τέ­λε­σε το με­γά­λο θη­σαυ­ρό του Σπου­δα­στη­ρίου και σχε­δόν την μο­να­δι­κή –δεν νο­μί­ζου­με ό­τι υ­περ­βάλ­λου­με– έ­γνοια του διευ­θυ­ντή του, του δευ­τε­ρό­το­κου γιου του Γιώρ­γου και της Λέ­νας Σαβ­βί­δη. Στα «Μι­κρά Κα­βα­φι­κά», το 1985, ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης δεί­χνει την ι­διαί­τε­ρη θέ­ση που δί­νει στον δευ­τε­ρό­το­κο με την α­φιέ­ρω­ση: «...για τον Μα­νό­λη μας, που εί­ναι “ο χρό­νος ο α­λη­θι­νός”». Και ε­κεί­νος α­πο­δεί­χτη­κε ά­ξιος της ε­μπι­στο­σύ­νης, φρο­ντί­ζο­ντας τον Κα­βά­φη και το Αρχείο του. Όπως ο ί­διος α­να­φέ­ρει, στή­ρι­ξε κά­ποιες ση­μα­ντι­κές εκ­δό­σεις και έ­στη­σε τις α­να­γκαίες ι­στο­σε­λί­δες. Επι­προ­σθέ­τως, το κα­λά προ­στα­τευ­μέ­νο Αρχείο θα πρέ­πει να βοή­θη­σε στην υ­πο­δειγ­μα­τι­κή Βι­βλιο­γρα­φία Κα­βά­φη, που ο φί­λος και συ­νερ­γά­της του Γ. Π. Σαβ­βί­δη, Δη­μή­τρης Δα­σκα­λό­που­λος, πα­ρου­σία­σε το 2000. Βοή­θη­σε μέ­χρι και στην έκ­δο­ση, στα τέ­λη του 2012, της ε­ξαν­τλη­τι­κής με­λέ­της του Χρή­στου Πα­πά­ζο­γλου, «Με­τρι­κή και α­φή­γη­ση. Για μια συ­στη­μα­τι­κή με­τρι­κή και ρυθ­μι­κή α­νά­λυ­ση των κα­βα­φι­κών ποιη­μά­των», που α­πο­τε­λού­σε, κα­τά τον Γ. Π. Σαβ­βί­δη, “έ­να α­πό τα βα­σι­κά desiderata της κα­βα­φι­κής έ­ρευ­νας”.

Ορφα­νό σε ξέ­να χέ­ρια

Τε­λι­κά, α­ντί της α­ναγ­γε­λίας Συ­νε­δρίου Κα­βά­φη στο Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής ή ο­που­δή­πο­τε αλ­λού, γνω­στο­ποιή­θη­κε ό­τι το Αρχείο Κα­βά­φη δεν α­νή­κει πλέ­ον στην οι­κο­γέ­νεια Σαβ­βί­δη. Με­γά­λη α­πο­ρία μας προ­κά­λε­σε αυ­τή η με­τα­βί­βα­ση του Αρχείου “σε άλ­λα χέ­ρια”. Οι δη­μο­σιο­γρά­φοι, πά­ντως, με έ­γκυ­ρη ε­νη­μέ­ρω­ση, θριαμ­βο­λο­γούν για το γε­γο­νός ό­τι “πα­ρέ­μει­νε σε ελ­λη­νι­κά χέ­ρια”, κα­θώς, ό­πως το­νί­ζουν, το διεκ­δι­κού­σαν α­κα­δη­μαϊκά ι­δρύ­μα­τα Ευ­ρώ­πης και Η­ΠΑ. Δη­λα­δή, με ποιο τρό­πο το διεκ­δι­κού­σαν, ό­πως έ­ναν πί­να­κα Παρ­θέ­νη που κα­το­χυ­ρώ­νε­ται στον πλειο­δό­τη; Πά­λι οι δυ­σοίω­νοι και­ροί; Αυ­τοί, ό­μως, θα ήλ­πι­ζε κα­νείς ό­τι δεν ε­πη­ρεά­ζουν Ιδρύ­μα­τα της τά­ξης του Σπου­δα­στη­ρίου. O α­δό­κη­τος α­πο­χω­ρι­σμός του Αρχείου Κα­βά­φη α­πό το Σπου­δα­στή­ριο μας ξε­νί­ζει. Μας ξε­νί­ζει για πολ­λούς λό­γους, αλ­λά, κυ­ρίως, ε­πει­δή το συ­νο­δεύουν κά­ποια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά φι­λο­λο­γι­κού “πά­θους”. Τα με­γά­λα πά­θη, ως γνω­στόν, εί­ναι α­να­πό­σπα­στο κομ­μά­τι του ε­αυ­τού μας και ού­τε για τον πρώ­το λα­χνό του Εθνι­κού Λα­χείου δεν τα α­πο­χω­ρι­ζό­μα­στε. Ο Κα­βά­φης, λοι­πόν, στά­θη­κε έ­να με­γά­λο πά­θος για τον Γ. Π. Σαβ­βί­δη. Αλλά και ο δευ­τε­ρό­το­κος Σαβ­βί­δης φε­ρό­ταν πα­θια­σμέ­νος με την πε­ρί­πτω­ση Κα­βά­φη. Από χεί­λη υ­πε­ρά­νω αμ­φι­σβή­τη­σης, εί­χα­με μά­θει ό­τι ε­τοί­μα­ζε βιο­γρα­φία Κα­βά­φη. Ο ί­διος, ω­στό­σο, σε πρό­σφα­τη συ­νέ­ντευ­ξή του, ε­ξο­μο­λο­γεί­ται: «Σκε­φτό­μουν α­πό και­ρό πώς θα μπο­ρού­σα να α­ξιο­ποιή­σω κα­λύ­τε­ρα το Αρχείο Κα­βά­φη, για­τί εί­δα ό­τι ε­γώ δεν ε­παρ­κού­σα. Εί­μαι φι­λό­λο­γος και θα έ­πρε­πε  στ’ α­λή­θεια να δο­κι­μά­σου­με μια μη φι­λο­λο­γι­κή προ­σέγ­γι­ση, για­τί αυ­τή εί­χε σχε­δόν φτά­σει στα ό­ριά της...» Απο­ρού­με, υ­πάρ­χουν ό­ρια για τη φι­λο­λο­γι­κή προ­σέγ­γι­ση;
Δια­φο­ρε­τι­κά σκε­φτό­ταν το φθι­νό­πω­ρο του 2009. Τό­τε, ο ση­με­ρι­νός Πρω­θυ­πουρ­γός, ως υ­πουρ­γός Πο­λι­τι­σμού, του εί­χε τά­ξει την πα­ρα­χώ­ρη­ση της οι­κίας Κω­λέτ­τη για Μου­σείο Κα­βά­φη. Εί­χε. μά­λι­στα, βρε­θεί χρη­μα­το­δό­της για την α­να­πα­λαίω­ση, η ο­ποία εί­χε ξε­κι­νή­σει πά­ραυ­τα. Θα α­πο­τε­λού­σε μια ι­δα­νι­κή στέ­γη για τον Αλε­ξαν­δρι­νό, αυ­τό το μο­να­δι­κό μπαλ­κό­νι στον αρ­χαίο ελ­λη­νι­κό και  με­τα­βυ­ζα­ντι­νό κό­σμο. Μό­νο τα συ­να­πα­ντή­μα­τα του ποιη­τή, στις κά­μα­ρες και τους δια­δρό­μους, με τον φου­στα­νε­λο­φό­ρο πο­λι­τι­κό θα μπο­ρού­σαν να α­πο­βούν προ­βλη­μα­τι­κά. Τό­τε, ο Μα­νό­λης Σαβ­βί­δης πρό­σβλε­πε, σύμ­φω­να πά­λι με συ­νέ­ντευ­ξή του, “σε έ­να α­πό τα πλη­ρέ­στε­ρα και αρ­τιό­τε­ρα κέ­ντρα με­λέ­της και προ­βο­λής Κα­βά­φη και μα­ζί της νέ­ας ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας και πο­λι­τι­σμού”. Με­τά τις ε­κλο­γές, το έρ­γο ναυά­γη­σε.  Βγή­καν “ψεύ­τι­κα τα λό­για, τα με­γά­λα”. Μέ­νει, ω­στό­σο, η α­πο­ρία για­τί ε­γκα­τα­λεί­φθη­κε τό­σο εύ­κο­λα η ι­δέα για έ­να Μου­σείο, κα­λύ­τε­ρα Ίδρυ­μα Κα­βά­φη, στην πά­ντο­τε δια­θέ­σι­μη οι­κία Κω­λέτ­τη. Εί­τε με α­πο­κλει­στι­κά ελ­λη­νι­κή χρη­μα­το­δό­τη­ση εί­τε με συγ­χρη­μα­το­δό­τη­ση, η οι­κο­γέ­νεια Σαβ­βί­δη, με το κύ­ρος που δια­θέ­τει, θα μπο­ρού­σε να πραγ­μα­το­ποιή­σει το ό­ρα­μα για έ­να Κέ­ντρο Με­λέ­της της πε­ριω­πής του Κα­βά­φη και της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Ας μην λη­σμο­νού­με ό­τι αυ­τή εί­ναι η προί­κα της χώ­ρας για να υ­πάρ­χει στο μέλ­λον και ό­χι τα τριά­κο­ντα ή ό­σα ευ­ρω­παϊκά αρ­γύ­ρια προς διά­σω­σή της.  
Βε­βαίως, “ελ­λη­νι­κά χέ­ρια” πα­ρέ­λα­βαν το Αρχείο Κα­βά­φη. Η νέα στέ­γη του Αρχείου θα εί­ναι η νεό­τευ­κτη Στέ­γη Γραμ­μά­των και Τε­χνών του Ιδρύ­μα­τος Αλέ­ξαν­δρου Ωνά­ση. Η με­γα­λο­α­στι­κή οι­κία στο α­διέ­ξο­δο “rond point” της ο­δού Μου­ρού­ζη, ό­που βρί­σκε­ται το Σπου­δα­στή­ριο, α­ντι­κα­θί­στα­ται α­πό την υ­περ­σύγ­χρο­νη αρ­χι­τε­κτο­νι­κή της λεω­φό­ρου Συγ­γρού, ο­λωσ­διό­λου ξέ­νη προς το κα­βα­φι­κό κλί­μα. Πα­ρό­μοια ε­ντύ­πω­ση δη­μιουρ­γούν και οι α­πό­ψεις του ση­με­ρι­νού Προέ­δρου του Ιδρύ­μα­τος, Αντώ­νη Πα­πα­δη­μη­τρίου, πρω­τό­το­κου γιου του πρώ­του Προέ­δρου Στέ­λιου Πα­πα­δη­μη­τρίου: «...σκο­πεύου­με με το Αρχείο να κά­νου­με κά­τι πο­λύ σύγ­χρο­νο που θα α­πευ­θύ­νε­ται σε νέ­ους αν­θρώ­πους... θα εί­ναι προ­σβά­σι­μο σε ό­λους... θα δια­μορ­φώ­σου­με έ­ναν ει­δι­κό εκ­θε­σια­κό χώ­ρο...πο­λύ μο­ντέρ­νο... ώ­στε να “ζω­ντα­νεύου­ν” τα ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη... θέ­λου­με να ε­νι­σχύ­σου­με τον διε­θνή χα­ρα­κτή­ρα του...» Ενώ, εμ­φα­τι­κά δη­λώ­νει: «Δεν θα κά­νου­με έ­να συ­νέ­δριο Κα­βά­φη στο ο­ποίο θα κα­λέ­σου­με τους πο­λύ γνω­στούς και κα­λούς με­λε­τη­τές του έρ­γου του Κα­βά­φη, αλ­λά κά­τι που θα α­νοί­ξει τον κό­σμο προς τον ποιη­τή...» Πι­θα­νώς, αν ζού­σε ο πα­τήρ Πα­πα­δη­μη­τρίου, το Αρχείο να μη στε­γα­ζό­ταν σε αυ­τό το ξέ­νο πε­ρι­βάλ­λον. Αλε­ξαν­δρι­νός ε­κεί­νος, ί­σως να δη­μιουρ­γού­σε κά­ποιο χώ­ρο στο νε­ο­κλα­σι­κό της ο­δού Αμα­λίας. Το πι­θα­νό­τε­ρο, να μην προέ­βλε­πε αυ­τό το τό­σο δη­μο­κρα­τι­κό “ά­νοιγ­μα του κό­σμου προς τον ποιη­τή”. Παι­δία να θρο­νιά­ζο­νται στην πο­λυ­θρό­να Του, έ­φη­βοι να ση­μειώ­νουν στί­χους στα χει­ρό­γρα­φά Του, νε­κρό­φι­λοι να πα­σπα­τεύουν τη νε­κρι­κή μά­σκα Του. Μάλ­λον θα α­πέ­φευ­γε και τα ε­ντυ­πω­σια­κά δρώ­με­να. Τε­λι­κά, στις ε­ξαγ­γε­λίες του Προέ­δρου έρ­χο­νται να προ­στε­θούν διορ­θω­τι­κά ε­κεί­νες της υ­πο­διευ­θύ­ντριας της Στέ­γης. Σύμ­φω­να με αυ­τές, πα­ρα­με­ρί­ζο­νται η δη­μιουρ­γία Μου­σείου Κα­βά­φη και η έμ­φα­ση στους ε­πε­τεια­κούς ε­ορ­τα­σμούς. Τί­θε­ται, ε­πί­σης, ως βα­σι­κή προ­τε­ραιό­τη­τα, η προ­σέγ­γι­ση νεό­τε­ρων η­λι­κιών μέ­σω του δια­δι­κτύου.  
Όσο για τον διε­θνή χα­ρα­κτή­ρα του Κα­βά­φη, μάλ­λον πε­ρι­φρού­ρη­ση α­παι­τεί­ται πα­ρά ε­νί­σχυ­ση. Για πα­ρά­δειγ­μα, υ­πάρ­χει έ­να με­γά­λο κομ­μά­τι της διε­θνούς κοι­νό­τη­τας, που θλί­βε­ται, για­τί ο Κα­βά­φης δεν έ­χει πά­ρει τη θέ­ση που του α­να­λο­γεί στην Gay Literature. Γε­νι­κό­τε­ρα, ε­κτός Ελλά­δος, φαί­νε­ται ό­τι πρω­το­στα­τεί “ο ο­μο­φυ­λό­φι­λος και δια­σπο­ρι­κός Κα­βά­φης”, ο ο­ποίος και κρί­νε­ται “πιο προσ­γειω­μέ­νος και ε­πί­και­ρος”. Ωστό­σο, ό­σοι α­σχο­λού­νται με τον διε­θνή χα­ρα­κτή­ρα του, κα­λό εί­ναι να μην λη­σμο­νούν ό­τι υ­πήρ­ξε έ­νας “κα­θα­ρό­αι­μος αι­σθη­τής”, ό­πως εύ­στο­χα τον έ­χει χα­ρα­κτη­ρί­σει ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης. Ένας “ε­στέ­τ”, που εί­χε “την α­ντί­λη­ψη πως το έρ­γο του δεν εί­ναι (και δεν πρέ­πει με κα­νέ­ναν τρό­πο να κα­τα­ντή­σει) ε­μπο­ρεύ­σι­μο α­γα­θό”, και ό­τι η δη­μο­σίευ­σή του “ι­σο­δυ­να­μεί με εκ­πόρ­νευ­ση”. Όταν ο Κα­βά­φης δη­μο­σίευε το έ­κα­νε για τους “μυη­μέ­νους” και τις εκ­δό­σεις του τις ε­τοί­μα­ζε για τους “happy few”.

Σε ποιον α­νή­κει το 2013

Όταν τα πράγ­μα­τα στέ­νευαν, ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης στρε­φό­ταν στους ήσ­σο­νες. Μή­πως να α­να­κη­ρύ­ξου­με το 2013 Έτος Σου­ρή, κα­θώς συ­μπλη­ρώ­νο­νται 160 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του, την 1η Φε­βρουα­ρίου 1853. Μην και “γε­λά­σει λί­γο το χει­λά­κι μας” με τον Ρω­μηό του. “Ο ρα­χατ­λής Έλλην, α­πο­λαμ­βά­νων α­μέ­ρι­μνος τον ναρ­γι­λέ του, λου­στρά­ρων τα πα­πού­τσια του και δια­βά­ζων την ε­φη­με­ρί­δα του”, σκι­τσα­ρι­σμέ­νος α­πό τον Θέ­μο Άννι­νο, πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε την 2α Απρι­λίου 1883 στην ο­μώ­νυ­μη ε­φη­με­ρί­δα, την ο­ποία έ­γρα­φε ο Σου­ρής, σύμ­φω­να και με τον υ­πό­τιτ­λο. Δεν θα σι­γο­ντά­ρου­με Άγγλους, Γάλ­λους, Γερ­μα­νούς, που βλέ­πουν στον ση­με­ρι­νό Έλλη­να τον νω­χε­λή Ρω­μηό του Σου­ρή. Πά­ντως, εί­ναι γε­γο­νός ό­τι, σε ε­πο­χή οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης, ό­λων των ει­δών τα κα­τα­στή­μα­τα κλεί­νουν και τα μό­να που α­νοί­γουν εί­ναι κα­φε­τέ­ριες και φα­γά­δι­κα.
Όπως κά­θε χρό­νο, οι ε­πέ­τειοι εί­ναι αρ­κε­τές. Οι δρα­στή­ριοι Αι­τω­λο­α­καρ­νά­νες θα ξα­να­θυ­μη­θούν τον Πα­λα­μά και τα 70χρο­να α­πό το θά­να­τό του. Το ί­διο πι­στεύου­με και οι Θεσ­σα­λο­νι­κείς με την ει­κο­σα­ε­τία α­πό τον θά­να­το του Ν. Γ. Πε­ντζί­κη. Τα 180 α­πό το θά­να­το του Κο­ραή, το πι­θα­νό­τε­ρο να πε­ρά­σουν ε­ντε­λώς α­μνη­μό­νευ­τα. Όσο για την πλειά­δα των άλ­λο­τε πο­τέ ε­πι­φα­νών, που συ­νέ­πε­σε να γεν­νη­θούν το 1883, μάλ­λον μό­νο ο Κα­ζα­ντζά­κης θα πε­ρι­σω­θεί. Ήδη, οι ο­μώ­νυ­μες εκ­δό­σεις ε­τοί­μα­σαν Ημε­ρο­λό­γιο 2013, ε­νώ ά­νοι­ξε έκ­θε­ση-α­φιέ­ρω­μα, «130 χρό­νια Νί­κος Κα­ζα­ντζά­κης». Επει­δή υ­πάρ­χει Ίδρυ­μα Τρια­ντα­φυλ­λί­δη, ί­σως να ε­ορ­τα­στεί και η δι­κή του ε­πέ­τειος.   
Κα­λός ο Κα­βά­φης, κα­λός και ο Κα­ζα­ντζά­κης, το 2013, ό­μως, σύμ­φω­να με τις ε­ορ­τα­ζό­με­νες συ­νή­θως ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δες, α­νή­κει στον Δη­μή­τρη Χατ­ζή. Γεν­νή­θη­κε στα Γιάν­νε­να την 21η Νο­εμ­βρίου 1913 και υ­πο­θέ­του­με ό­τι ε­ξα­κο­λου­θούν να τον ε­ντάσ­σουν στους μεί­ζο­νες. Σί­γου­ρα, θα τον θυ­μη­θούν τον Χατ­ζή. Πρώ­τοι α­πό ό­λους οι συ­ντο­πί­τες του, οι Ηπει­ρώ­τες. Ύστε­ρα, και κλη­ρο­νό­μο έ­χει, και εκ­δό­τη, και δυο ε­ρί­ζουν, του­λά­χι­στον μέ­χρι πρό­σφα­τα, για τη φρο­ντί­δα του έρ­γου του. Τα ε­πε­τεια­κά έ­τη, ό­μως, εί­ναι δου­λειά των κρα­τι­κών φο­ρέων. Ήδη, το 2013 α­να­κη­ρύ­χτη­κε και ε­πί­ση­μα Έτος Κα­βά­φη. Αλλά και το 2011 εί­χε α­να­κη­ρυ­χτεί και μά­λι­στα, α­πό νω­ρίς, Έτος Ελύ­τη, ε­ορ­τά­στη­κε ό­μως ως Έτος Πα­πα­δια­μά­ντη, παίρ­νο­ντας πλη­θω­ρι­κές δια­στά­σεις.   
Αρκε­τά. Χί­λιες πα­ρά τρεις σε­λί­δες Ex Libris εί­ναι πολ­λές, πά­ρα πολ­λές. Ας μας ευ­χη­θού­με, ω­στό­σο, να ε­πι­βιώ­σου­με του 2013. Εμείς, το Ex Libris, η Επο­χή. “Χλω­μό’’ το βλέ­που­με, αλ­λά η ελ­πί­δα, λέ­νε, ό­τι πε­θαί­νει τε­λευ­ταία. 
Μ.Θεοδοσοπούλου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 30/12/2012.



Ο Γεώργιος Σουρής σε γελοιγραφικό σκίτσο του στενού του φίλου Θέμου Άννινου. «Ο Ρωμηός», που επί 35 χρόνια έγραφε και εξέδιδε ο Σουρής, αποτελεί φαινόμενο για τον ελληνικό σατυρικό Τύπο. Εβδομαδιαίο έμμετρο φύλλο «Ο Ρωμηός», η μακροβιότητα (2/4/1883 – 17/11/1918) και η τεράστια απήχησή του σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, οφειλόταν στη στιχουργική ικανότητα του Σουρή, αλλά και στο έμφυτο ταλέντο του να συλλαμβάνει το σφυγμό του μεγάλου κοινού και να προσαρμόζεται στη νοοτροπία του. Μέσα από τους διαλόγους των δύο ηρώων του, του Φασουλή και του Περικλέτου,  αναδυόταν ο χαρακτήρας τού τότε μέσου Έλληνα. Μπορεί σε παραλλαγή, αλλά οι περισσότερες όψεις αυτού του χαρακτήρα μάς συνοδεύουν ως σήμερα. Μόνο που μέσα στη σημερινή σοβαροφάνεια δεν υπάρχει άξιος αντικαταστάτης του Σουρή.




Ο Δημήτρης Χατζής κλείνει ακριβώς έναν αιώνα από γεννήσεως. Είναι μάλλον απίθανο να συγκινήσει τον σημερινό Αναπληρωτή υπουργό επί θεμάτων πολιτισμού, καθώς ο γιαννιώτης συγγραφέας βρίσκεται ιδεολογικά στην απέναντι όχθη. Έτσι μένει ανάμεσα στους Ανυπεράσπιστους. Ο μόνος, που θα μπορούσε να εισηγηθεί  Έτος Χατζή, είναι ο μέχρι προ ολίγων ημερών Πρόεδρος του Ε.ΚΕ.ΒΙ. και ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός. Με τις πρόσφατες, όμως, ανακατατάξεις στις λογοτεχνικές γενιές, όπως τις εισηγούνται οι νέοι κριτικοί, ανήκει πλέον στην ίδια γενιά με τον Χατζή, την πρώτη μεταπολεμική. Όπότε, ο επίζηλος τίτλος του κορυφαίου διηγηματογράφου της γενιάς του βρίσκει πρεσβύτη ανταγωνιστή. Με ισχυρό αντίπαλο τον Χατζή, η πρωτοκαθεδρία αρχίζει να κλονίζεται. Ο Χατζής, πάντως, διατηρούσε στενούς δεσμούς μέχρι τέλους με την ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος. Αφορμή, λοιπόν, οι άλλοτε Ρηγάδες, που συνασπίζονται σήμερα γύρω από τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ., να  κηρύξουν εκείνοι Έτος Χατζή –κάτι σαν αντι-Έτος–  με πρωτοστάτη τον εκ Παρισίων Νίκο Γουλανδρή. Αυτός κάτι ξέρει παραπάνω – εκτός εάν έκανε απώθηση στο ρηγάδικο  παρελθόν του.

Το παρελθόν ως εφιάλτης

$
0
0


Άκρα ταπείνωση, 1974.
Χαρακτικό του Α. Τάσσου.




Μά­ριος Μι­χα­η­λί­δης
«Ο Ανα­κρι­τής»
Εκδό­σεις Γα­βριη­λί­δη
Ιού­λιος 2012

Ο Μά­ριος Μι­χα­η­λί­δης α­νή­κει στη σχε­τι­κά ο­λι­γά­ριθ­μη ο­μά­δα κύ­πριων συγ­γρα­φέων, που κα­τοι­κούν στην Ελλά­δα α­πό τα φοι­τη­τι­κά τους χρό­νια δια­τη­ρώ­ντας την ι­διο­προ­σω­πία τους α­πέ­να­ντι στους Ελλα­δί­τες. Ποιη­τής της γε­νιάς του ’70, α­κο­λού­θη­σε με κα­θυ­στέ­ρη­ση το ρεύ­μα Ελλα­δι­τών ποιη­τών αυ­τής της ο­μά­δας που στρά­φη­κε στην πε­ζο­γρα­φία. Για να κα­λύ­ψει, ω­στό­σο, τη δια­φο­ρά χρό­νου, υιο­θέ­τη­σε γρή­γο­ρους ρυθ­μούς. Σε λι­γό­τε­ρο α­πό πε­ντα­ε­τία πα­ρου­σία­σε τρία πε­ζά, που θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν λό­γω έ­κτα­σης νου­βέ­λες. Δια­θέ­τουν, ω­στό­σο, τον πο­λύ­πτυ­χο χα­ρα­κτή­ρα ε­νός μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, έ­στω, με βά­ση τα ε­πι­κρα­τού­ντα με­γέ­θη, ε­νός μί­νι μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Στην τρι­λο­γία δια­κρί­νου­με ο­ρι­σμέ­να κοι­νά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, τα ο­ποία πι­θα­νώς να ο­φεί­λο­νται στη μι­κρή α­να­με­τα­ξύ τους χρο­νι­κή α­πό­στα­ση, αν, βε­βαίως, δε­χτού­με, ό­τι συγ­γρα­φή και έκ­δο­ση συμ­βα­δί­ζουν.
Κα­τ’ αρ­χάς, η α­φή­γη­ση πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρά στο τρί­το πρό­σω­πο, δη­λώ­νο­ντας άλ­λο­τε έ­ναν πα­ντε­πό­πτη α­φη­γη­τή και άλ­λο­τε, τις σκέ­ψεις και τις ε­ναλ­λα­γές διά­θε­σης του κε­ντρι­κού χα­ρα­κτή­ρα, δη­λα­δή κά­τι σαν ε­σω­τε­ρι­κός μο­νό­λο­γος. Αυ­τό το κε­ντρι­κό πρό­σω­πο δεν ο­νο­μα­τί­ζε­ται, προ­βάλ­λει, ό­μως, ως κυ­ρίαρ­χο σε έ­να μυ­θο­πλα­στι­κό θία­σο α­πό ελ­λει­πτι­κώς σκια­γρα­φη­μέ­να πρό­σω­πα. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στοι­χείο των τριών πε­ζών εί­ναι η ι­διό­τυ­πη δο­μή τους σε σχέ­ση με την πα­ρά­με­τρο του χρό­νου, που δια­μορ­φώ­νε­ται α­πο­σπα­σμα­τι­κή και πο­λυε­πί­πε­δη έ­να­ντι της ευ­θύ­γραμ­μης α­νέ­λι­ξης των συμ­βά­ντων. Ως προς αυ­τό το ση­μείο, ο συγ­γρα­φέ­ας α­πο­δει­κνύε­ται έ­νας homo ludens, κα­θώς ε­πι­νο­εί στρα­τη­γή­μα­τα, α­φη­γη­μα­τι­κά και γλωσ­σι­κά, τα ο­ποία προ­δια­θέ­τουν για την έκ­πλη­ξη του τέ­λους ή, ως εί­θι­σται να α­πο­κα­λεί­ται, την α­να­τρο­πή των α­να­γνω­στι­κών προσ­δο­κιών. Αν και το πρό­σφα­το βι­βλίο, ί­σως α­πο­δειχ­θεί για τον ση­με­ρι­νό α­να­γνώ­στη, που δια­βά­ζει εν τά­χει, πε­ρισ­σό­τε­ρο του δέ­ο­ντως ναρ­κο­θε­τη­μέ­νο.
Μέ­ρος της κύ­πριας ι­διο­προ­σω­πίας  του Μι­χα­η­λί­δη συ­νι­στά η εμ­μο­νή του με την Ιστο­ρία των Ελλή­νων. Μα­κράν του ι­στο­ρι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, α­να­μο­χλεύει έ­να δια­χρο­νι­κό υ­πό­στρω­μα. Στο πρώ­το, «Ο Οστε­ο­φύ­λαξ», δί­νει μια ι­στο­ρι­κή φα­ντα­σμα­γο­ρία, με βά­θος χρό­νου την γέ­νε­ση του νε­ο­ελ­λη­νι­κού κρά­τους. Δεν πρό­κει­ται για μια στα­τι­κή ει­κό­να ι­στο­ρι­κού εγ­χει­ρι­δίου, κα­θώς, με το τέ­χνα­σμα του ο­στε­ο­φυ­λα­κίου, α­να­δει­κνύο­νται οι με­τα­βαλ­λό­με­νες, σύμ­φω­να με τις ο­ρέ­ξεις κά­θε ε­πο­χής, προο­πτι­κές. Στο δεύ­τε­ρο, «Τα κρό­τα­λα του χρό­νου», δη­μιουρ­γώ­ντας ει­σα­γω­γι­κά μυ­θι­κή χροιά, ε­στιά­ζει στο Κί­νη­μα της 3ης Σε­πτεμ­βρίου 1843, ό­που ε­κεί α­δελ­φώ­νει τον Μα­κρυ­γιάν­νη με κύ­πριους πα­τριώ­τες. Έτσι, βρί­σκει την ευ­και­ρία να δεί­ξει τις συμ­βα­δί­ζου­σες τύ­χες του Ελλα­δι­κού κρά­τους και του κυ­πρια­κού ελ­λη­νι­σμού. Στο τρί­το, ε­στιά­ζει στο τε­τρά­πτυ­χο, Χού­ντα-Πο­λυ­τε­χνείο-Κυ­πρια­κό-Με­τα­πο­λί­τευ­ση, που α­πο­τε­λεί τις πιο πρό­σφα­τες μεί­ζο­νες πε­ρι­πέ­τειες του τό­που αλ­λά και ε­κεί­νες που έ­δε­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά πο­τέ τις τύ­χες Ελλά­δας και Κύ­πρου.
Οι α­φε­τη­ρίες της Με­τα­πο­λί­τευ­σης α­πέ­χουν λι­γό­τε­ρο α­πό μι­σό αιώ­να, τη χρο­νι­κή α­πό­στα­ση που έ­χει θεω­ρη­θεί ως η α­να­γκαία για τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό μιας πε­ριό­δου ως ι­στο­ρι­κής. Αυ­τή η σχε­τι­κή χρο­νι­κή εγ­γύ­τη­τα α­πο­τρέ­πει τον συγ­γρα­φέα α­πό μια πα­ρω­δια­κή πα­ρου­σία­ση, την ο­ποία εί­χε με δε­ξιό­τη­τα εκ­με­ταλ­λευ­θεί στο πρώ­το του βι­βλίο. Δε­δο­μέ­νου ό­τι μό­λις τώ­ρα έ­χει ξε­κι­νή­σει η α­πο­κα­θή­λω­ση του τε­τρά­πτυ­χου α­πό την πα­ρα­κα­τα­θή­κη των ο­σίων και ιε­ρών του έ­θνους, η α­νά­κλη­σή του στα πρό­σφα­τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα πνί­γε­ται στις στε­ρεό­τυ­πες σκη­νές και τις κλι­σέ εκ­φρά­σεις. 
Ο Μι­χα­η­λί­δης, αν δεν δια­φεύ­γει ο­λο­σχε­ρώς αυ­τήν την ε­πι­κίν­δυ­νη πα­γί­δευ­ση, του­λά­χι­στον την δι­καιο­λο­γεί, α­φού δεν α­νι­στο­ρεί τα γε­γο­νό­τα αλ­λά τα πα­ρου­σιά­ζει ό­πως βιώ­νο­νται. Ο συ­γκε­κρι­μέ­νος α­φη­γη­μα­τι­κός τρό­πος φέρ­νει φρι­κια­στι­κές και α­πω­θη­τι­κές σκη­νές, που έ­χουν πολ­λα­πλώς α­νι­στο­ρη­θεί υ­πό μορ­φή μαρ­τυ­ρίας. Πα­ρά τις αλ­λα­γές στους κα­νό­νες της αι­σθη­τι­κής, πι­στεύου­με ό­τι η διά­κρι­ση, που έ­κα­ναν οι πα­λαιό­τε­ροι, α­νά­με­σα στο τρα­γι­κό και το α­η­δές πα­ρα­μέ­νει κα­θο­ρι­στι­κή. Κα­θώς, μά­λι­στα, η α­φή­γη­σή του Μι­χα­η­λί­δη δεν α­νή­κει στις ελ­λει­πτι­κού τύ­που διη­γή­σεις, η ε­ντύ­πω­ση ε­πι­τεί­νε­ται. Όπως και να έ­χει, με αυ­τόν τον τρό­πο ε­πι­ζη­τά να α­πο­δώ­σει τα αι­σθή­μα­τα ε­νός κρα­τού­με­νου, που α­γνο­εί το λό­γο σύλ­λη­ψής του και εν α­να­μο­νή της α­νά­κρι­σης, βρί­σκε­ται έρ­μαιο ποι­κί­λων α­ντι­φα­τι­κών εκ­δο­χών, κα­θώς φα­ντα­σιώ­νε­ται πλε­κτά­νες και προ­δο­σίες της α­γα­πη­μέ­νης γυ­ναί­κας και των συ­ντρό­φων. 
Όλα συμ­βαί­νουν μέ­σα σε έ­να διή­με­ρο, που το­πο­θε­τεί­ται λί­γο με­τά την 23η Δε­κεμ­βρίου 1975, κα­τά την ο­ποία δο­λο­φο­νή­θη­κε ο ει­δι­κός βο­η­θός του α­με­ρι­κα­νού πρέ­σβη Τζακ Κιού­μπι­τς, ο Ρί­τσαρ­ντ Γουέ­λς, με τρεις σφαί­ρες· δυο στην καρ­διά και μια στο κε­φά­λι. Ο Γουέ­λς ή­ταν σταθ­μάρ­χης της CIA στην Ελλά­δα και την ευ­θύ­νη της δο­λο­φο­νίας του εί­χε α­να­λά­βει η «Επα­να­στα­τι­κή Οργά­νω­ση 17 Νοέμ­βρη», που έ­κα­νε με αυ­τήν την παρ­θε­νι­κή της εμ­φά­νι­ση. Κρυ­πτι­κή η α­φή­γη­ση τον α­να­φέ­ρει ως Αμε­ρι­κά­νο και κά­νει λό­γο “για μια σκο­τει­νή ορ­γά­νω­ση, που α­ντρώ­θη­κε στα χρό­νια της Χού­ντας και που τώ­ρα έ­παιρ­νε εκ­δί­κη­ση”. Πλα­γίως θυ­μί­ζει πως, τό­τε, η εν λό­γω Οργά­νω­ση α­ντι­προ­σώ­πευε για ο­ρι­σμέ­νους “έ­να τολ­μη­ρό κοι­νω­νι­κό ό­ρα­μα”. Κα­τά τα άλ­λα, το διή­με­ρο α­πλώ­νε­ται χρο­νι­κά με α­να­δρο­μές στα χρό­νια πριν τη Χού­ντα, αλ­λά και προ­βο­λές με­τά το 1990. Αυ­τές οι προ­βο­λές του κρα­τού­με­νου σε έ­να με­τα­γε­νέ­στε­ρο χρό­νο α­πο­τε­λούν νύ­ξη για το α­δια­σα­φή­νι­στο πα­ρόν της α­φή­γη­σης, του ο­ποίου ο προσ­διο­ρι­σμός φυ­λάσ­σε­ται ως κα­τα­κλεί­δα. 
Οι πρω­τό­τυ­ποι τίτ­λοι φαί­νε­ται πως εί­ναι προ­νό­μιο των ποιη­τών. Του Μι­χα­η­λί­δη εί­ναι πρω­τό­τυ­ποι αλ­λά και καί­ριοι, κα­θώς πα­ρα­πέ­μπουν στον μυ­θο­πλα­στι­κό πυ­ρή­να. Στο πρό­σφα­το, ο α­φη­γη­τής, στα χρό­νια της Χού­ντας, εί­ναι φοι­τη­τής της Φι­λο­σο­φι­κής Σχο­λής Αθη­νών. Μέ­νει με το πα­ρά­πο­νο πως στά­θη­κε κο­μπάρ­σος στα γε­γο­νό­τα, ζη­λεύο­ντας τις η­ρωι­κές στά­σεις και τις α­ντο­χές των γύ­ρω του. Κα­θώς α­να­φέ­ρει έ­να πραγ­μα­τι­κό πρό­σω­πο για συμ­φοι­τη­τή του, τον πα­τρι­νό συγ­γρα­φέα Κώ­στα Λο­γα­ρά, δη­λώ­νει εμ­μέ­σως την η­λι­κία του, ε­ντασ­σό­με­νους στους γεν­νη­θέ­ντες του 1950. Όντας κρα­τού­με­νος, δια­λο­γί­ζε­ται με τον ε­αυ­τό του. Εκτός α­πό τους βα­σα­νι­στές του, που α­πο­κα­λεί “νά­νο” και “ε­πι­στή­μο­να”, συ­νε­χώς πα­ρών εί­ναι “ο α­να­κρι­τής”. Ή κα­λύ­τε­ρα η σκιά του, ό­πως προσ­διο­ρί­ζει ό­ταν τον α­να­φέ­ρει για πρώ­τη φο­ρά, ε­νώ, στη συ­νέ­χεια, τον θέ­λει πά­ντο­τε να βρί­σκε­ται “στο σκιό­φως” ή, ε­ναλ­λα­κτι­κά, “στη σκιά της σκιάς του”, σαν “θο­λή φι­γού­ρα”. Αυ­τός το θή­ρα­μα και ε­κεί­νος ο θη­ρευ­τής, με κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του δεύ­τε­ρου ό­τι “δεν α­πα­ντά πο­τέ”. 
Ο κρα­τού­με­νος κρο­τα­λί­ζει τα δά­χτυ­λά του, ό­μως “τα κρό­τα­λα του χρό­νου”, σύμ­φω­να και με τον τίτ­λο του προ­η­γού­με­νου βι­βλίου του, σε αυ­τήν την ι­στο­ρία τα παί­ζει “ο α­να­κρι­τής”. Προ­βάλ­λει ως ευ­θεία πα­ρα­πο­μπή “στον σύ­ντρο­φο α­να­κρι­τή”, την πιο ε­φιαλ­τι­κή μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή φι­γού­ρα της με­τα­πο­λε­μι­κής λο­γο­τε­χνίας. Ο Μι­χα­η­λί­δης, με ση­μειώ­σεις, στο τέ­λος του βι­βλίου, κα­τα­γρά­φει τα δά­νεια. Μό­νο, ω­στό­σο, τα κα­τά λέ­ξη α­πό κά­ποιο πρω­τό­τυ­πο. Η “συ­νο­μι­λία” του «Ανα­κρι­τή» με «Το κι­βώ­τιο» του Άρη Αλε­ξάν­δρου δεν χρειά­ζε­ται υ­πό­μνη­ση. Υπάρ­χουν, ως κα­θο­ρι­στι­κά στοι­χεία, η α­πο­μό­νω­ση του ή­ρωα, οι α­προσ­διό­ρι­στες κα­τη­γο­ρίες, το αί­σθη­μα  του ε­πεί­γο­ντος ό­σο α­φο­ρά τη διευ­κρί­νι­ση της α­θωό­τη­τάς του, το πλή­θος των α­λη­θο­φα­νών εκ­δο­χών που αλ­λη­λο­συ­γκρούο­νται, η συ­νε­χής αλ­λα­γή της γραμ­μής υ­πε­ρά­σπι­σής του και κυ­ρίως, η σιω­πή της ε­ξου­σίας, που εκ­προ­σω­πεί ο α­να­κρι­τής. Και ε­δώ, κυ­ριαρ­χεί κλί­μα α­να­σφά­λειας και φό­βου. Δια­φέ­ρει, βε­βαίως, η α­να­τρο­πή του τέ­λους. Δεν λεί­πει, ω­στό­σο, και α­πό την κα­τά­λη­ξη του «Ανα­κρι­τή», η αί­σθη­ση της μα­ταιό­τη­τας. Αί­σθη­ση, που λαν­θά­νει και στο μό­το του βι­βλίου, το ο­ποίο, εκ πρώ­της ό­ψεως, δεί­χνει ο­λωσ­διό­λου α­πρό­σφο­ρο για έ­να πε­ζό ε­στια­σμέ­νο στα πά­θη κά­ποιου που υ­βρί­ζε­ται α­πό την Ασφά­λεια ως “πα­λιο­κουμ­μού­νι”. Η ευ­στο­χία του πα­ρα­θέ­μα­τος α­πο­κα­λύ­πτε­ται με­τά την ο­λο­κλή­ρω­ση της α­νά­γνω­σης.
Το μό­το εί­ναι τα λό­για του Πρό­σπε­ρου στο θε­α­τρι­κό έρ­γο «Η Τρι­κυ­μία»: «...εί­μα­στε α­π’ την ύ­λη που ’ναι φτιαγ­μέ­να τα ό­νει­ρα και τη μι­κρή ζωή μας την κυ­κλώ­νει ο ύ­πνος...»  Το έρ­γο θεω­ρεί­ται το κύ­κνειο ά­σμα του Σαίξ­πη­ρ, τον ο­ποίο ταυ­τί­ζουν με τον Πρό­σπε­ρο, α­πο­δί­δο­ντάς του αυ­το­βιο­γρα­φι­κή πρό­θε­ση. Με τη συ­γκε­κρι­μέ­νη φρά­ση, ο Πρό­σπε­ρος συ­νει­δη­το­ποιεί τη θνη­τό­τη­τά του και α­κό­μη ό­τι η ζωή φθί­νει ό­πως έ­να ό­νει­ρο. Σε έ­να “κα­κό ό­νει­ρο” έ­χει την αί­σθη­ση ό­τι μπαι­νο­βγαί­νει ο α­φη­γη­τής του Μι­χα­η­λί­δη, ό­που, στις κα­τα­βυ­θί­σεις του, ε­ρω­τι­κές μνή­μες α­να­κα­τώ­νο­νται με ε­φιάλ­τες βα­σα­νι­στη­ρίων. Ο συγ­γρα­φέ­ας, πλέ­κο­ντας στην α­φή­γη­ση δι­κούς του κυ­ρίως στί­χους, κα­τορ­θώ­νει να προσ­δώ­σει τη ρευ­στή αί­σθη­ση πως “μ’ έ­να ό­νει­ρο πλα­νιέ­ται μέ­σα σ’ έ­να άλ­λο”, ό­πως στους πα­ρα­μυ­θι­κούς κό­σμους του Σαίξ­πηρ. Όταν ο φό­βος για τη βία, που θα α­σκη­θεί στο σώ­μα, τρε­λαί­νει το θύ­μα, σω­τή­ρια α­πο­βαί­νει η πα­ραί­σθη­ση ε­νός “α­σώ­μα­του με­τεω­ρι­σμού”, που ε­πι­τρέ­πει την α­πο­στα­σιο­ποίη­ση α­πό το σαρ­κίο. Για να υ­πο­ψιά­σου­με τον α­να­γνώ­στη, χω­ρίς να α­πο­κα­λύ­ψου­με το πε­ρί­τε­χνο της ό­λης μυ­θο­πλα­στι­κής σύλ­λη­ψης, θυ­μί­ζου­με ό­τι ο Δυ­τι­κός κό­σμος, α­κό­μη και για θε­ρα­πευ­τι­κούς σκο­πούς, σε βίαια μέ­σα κα­τα­φεύ­γει.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 13/1/2013.


Μια ε­πι­στο­λή

 Από τον κ. Γιάν­νη Ξού­ρια λά­βα­με η­λεκ­τρο­νι­κή ε­πι­στο­λή σχε­τι­κά με τον τρό­πο α­να­φο­ράς του σε δη­μο­σίευ­μά μας (23 Δεκ. 2012), την ο­ποία και δη­μο­σιεύου­με μα­ζί με τις α­πα­ραί­τη­τες ε­ξη­γή­σεις.

 Κυ­ρία Θε­ο­δο­σο­πού­λου,
 Διά­βα­σα με εν­δια­φέ­ρον τη βι­βλιο­κρι­τι­κή σας για το έρ­γο του Ιω­σήφ Σιακ­κή Δ. Γ. Κα­μπού­ρο­γλου. Η ζωή και το έρ­γο του, Αθή­να (ΜΙΕΤ) 2012, στην ο­ποία μου α­πο­δί­δε­τε ι­διό­τη­τα (του ε­πι­με­λη­τή) και ε­νέρ­γειες («[...] ε­πεμ­βαί­νουν διορ­θω­τι­κά [ενν. στο ό­νο­μα του Κα­μπού­ρο­γλου] οι ε­πι­με­λη­τές [...]») που α­ντί­στοι­χα ού­τε έ­χω ού­τε διέ­πρα­ξα.
 Αντι­θέ­τως, η α­νά­μει­ξή μου υ­πήρ­ξε πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νη και πά­ντως δια­φο­ρε­τι­κή. Ποια ή­ταν η α­νά­μει­ξή μου δη­λώ­νε­ται με σα­φή­νεια στο ί­διο το βι­βλίο. Συ­γκε­κρι­μέ­να:
  Στη σ. 6 α­να­φέ­ρε­ται: «Το ΜΙΕΤ ευ­χα­ρι­στεί θερ­μά τον κα­θη­γη­τή Αλέ­ξη Πο­λί­τη [α­να­ρω­τιέ­μαι για­τί δεν προ­σμε­τρά­ται στους ε­πι­με­λη­τές] και τον Γιάν­νη Ξού­ρια [...] για τη βοή­θειά τους στην ε­πι­μέ­λεια της έκ­δο­σης». Άρα, «βοή­θεια στην ε­πι­μέ­λεια» και ό­χι «ε­πι­μέ­λεια». Ποια ή­ταν αυ­τή η βοή­θεια, πε­ρι­γρά­φε­ται στο εκ­δο­τι­κό ση­μείω­μα, ό­που στις σ. 258-259 α­να­φέ­ρο­νται τα ε­ξής: «Στις υ­πο­ση­μειώ­σεις και στη βι­βλιο­γρα­φία, α­κο­λου­θώ­ντας τη γνώ­μη του Αλέ­ξη Πο­λί­τη και χά­ρη στην αυ­το­ψία τού [...] Γιάν­νη Ξού­ρια, προ­σθέ­σα­με ε­ντός α­γκυ­λών στοι­χεία ε­πι­βο­η­θη­τι­κά για τον ση­με­ρι­νό α­να­γνώ­στη ή διορ­θώ­σα­με σιω­πη­ρά μι­κρές α­βλε­ψίες». Δη­λα­δή, α­νέ­τρε­ξα και εί­δα βι­βλιο­γρα­φι­κές α­να­φο­ρές του Σιακ­κή που φαί­νο­νταν προ­βλη­μα­τι­κές, ε­πα­λή­θευ­σα την α­κρί­βειά τους και υ­πέ­δει­ξα κά­ποιες α­βλε­ψίες ή κά­ποιες ε­πι­πρό­σθε­τες βι­βλιο­γρα­φι­κές πλη­ρο­φο­ρίες που θα βο­η­θού­σαν έ­ναν σύγ­χρο­νο α­να­γνώ­στη να α­να­ζη­τή­σει τα α­να­φε­ρό­με­να έρ­γα. Και α­πλώς υ­πέ­δει­ξα και σε κα­μιά πε­ρί­πτω­ση δεν α­πο­φά­σι­σα ού­τε τι α­πό το υ­λι­κό αυ­τό θα πε­ρά­σει στη Βι­βλιο­γρα­φία και στις υ­πο­ση­μειώ­σεις ού­τε με ποιον τρό­πο.
   Συ­νε­πώς, ού­τε ε­πι­με­λη­τής υ­πήρ­ξα ού­τε με το ό­νο­μα του Κα­μπού­ρο­γλου α­σχο­λή­θη­κα.
   Ευ­χα­ρι­στώ πο­λύ. 
    Με ε­κτί­μη­ση
   Γιάν­νης Ξού­ριας.

    Στη σε­λί­δα τίτ­λου του βι­βλίου δεν α­να­φέ­ρε­ται ε­πι­με­λη­τής, μό­νο στον κο­λο­φώ­να, η ε­πι­μέ­λεια α­πο­δί­δε­ται στην Ελέ­νη Μι­χα­λο­πού­λου, η ο­ποία συ­νέ­τα­ξε και το ευ­ρε­τή­ριο. Πράγ­μα­τι, στη σε­λί­δα 6, “το ΜΙΕΤ ευ­χα­ρι­στεί θερ­μά τον κα­θη­γη­τή Αλέ­ξη Πο­λί­τη και τον Γιάν­νη Ξού­ρια, λέ­κτο­ρα νε­ο­ελ­λη­νι­κής φι­λο­λο­γίας στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών, για την βοή­θειά τους στην ε­πι­μέ­λεια της έκ­δο­σης”. Πράγ­μα­τι, το εκ­δο­τι­κό ση­μείω­μα διευ­κρι­νί­ζει σε τι συ­νί­στα­ται αυ­τή η βοή­θεια. Σύμ­φω­να με αυ­τό, του­λά­χι­στον κα­τά τη δι­κή μας α­νά­γνω­ση, ο μεν Κα­θη­γη­τής εί­χε “τη γνώ­μη” πως οι υ­πο­ση­μειώ­σεις και η βι­βλιο­γρα­φία του συγ­γρα­φέα χρειά­ζο­νταν έ­λεγ­χο για “μι­κρές α­βλε­ψίες” και πρό­σθε­τα στοι­χεία, ο δε “νε­ο­ελ­λη­νι­στής φι­λό­λο­γος”, ό­πως χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ο Λέ­κτο­ρας, α­νέ­λα­βε να την υ­λο­ποιή­σει. Δε­δο­μέ­νου ό­τι ο Πο­λί­της εί­ναι και μέ­λος του Δ.Σ. του ΜΙΕ­Τ, υ­πο­θέ­σα­με ό­τι ο ρό­λος του ή­ταν μό­νο γνω­μο­δο­τι­κός, ε­ξού και η μη α­να­φο­ρά του ο­νό­μα­τός του. Όσο α­φο­ρά την α­να­βάθ­μι­ση “της βοή­θειας στην ε­πι­μέ­λεια” που πρό­σφε­ρε ο κ. Ξού­ριας σε “ε­πι­μέ­λεια”, αυ­τή έρ­χε­ται ως αυ­το­νό­η­τη λό­γω της μορ­φής που εί­χαν οι πα­ρα­τη­ρή­σεις μας, κα­θώς ε­στιά­ζο­νταν, α­κρι­βώς, στις “μι­κρές α­βλε­ψίες” του κει­μέ­νου. Αυ­τές εί­ναι ε­κεί­νες που χρειά­ζο­νταν με­γα­λύ­τε­ρες ή και πρό­σθε­τες υ­πο­ση­μειώ­σεις. Ορι­σμέ­νες, μά­λι­στα, πα­ρα­τη­ρή­σεις μας α­να­φέ­ρο­νται στους προ­γό­νους του Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλου, οι ο­ποίοι συ­νυ­πήρ­ξαν στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη την προ­ε­πα­να­στα­τι­κή πε­ρίο­δο και κα­τά τις σφα­γές του 1821 με τον Κων­στα­ντί­νο Οι­κο­νό­μου τον εξ Οι­κο­νό­μων, για τον ο­ποίο ο κ. Ξού­ριας ε­ξέ­δω­σε προ πε­ντα­ε­τίας μια μο­να­δι­κή με­λέ­τη. Κα­τά τα άλ­λα, α­πό έ­ναν “νε­ο­ελ­λη­νι­στή φι­λό­λο­γο” ό­πως ο κ. Ξού­ριας, που, ε­πι­προ­σθέ­τως, εί­ναι και ποιη­τής και Αθη­ναίος, θα α­να­με­νό­ταν να “γο­η­τευ­θεί” α­πό τη μορ­φή του Κα­μπού­ρο­γλου και οι “σιω­πη­ρές ε­πεμ­βά­σεις του” να εί­ναι κα­τά πο­λύ ε­κτε­νέ­στε­ρες των δη­λω­μέ­νων με α­γκύ­λες, οι ο­ποίες πε­ριο­ρί­ζο­νται σε λι­γο­στές προ­σθή­κες σχε­τι­κά με πρό­σφα­τες εκ­δό­σεις. Όσο α­φο­ρά τις πρό­σφα­τες εκ­δό­σεις, η πα­ρα­πο­μπή στις δυο προ­η­γού­με­νες βιο­γρα­φίες Κα­μπού­ρο­γλου θα ή­ταν βο­η­θη­τι­κή για τον ση­με­ρι­νό α­να­γνώ­στη. Τέ­λος, σχε­τι­κά με το ό­νο­μα Κα­μπού­ρο­γλου, θα μας ε­πι­τρέ­ψει να ε­πι­μεί­νου­με ό­τι “α­σχο­λή­θη­κε”, α­φού η υ­πο­ση­μείω­ση στη σε­λί­δα 14 ό­τι “το ό­νο­μα στην ο­νο­μα­στι­κή εμ­φα­νί­ζε­ται ε­ξαρ­χής και με τους δυο τύ­πους: Κα­μπού­ρο­γλους και Κα­μπού­ρο­γλου” εί­ναι “ε­ντός α­γκυ­λώ­ν”.  

Μ. Θ.


Με ομ­φα­λό την Ίσταν­μπου­λ

$
0
0

Ψαρόβαρκες στον Κεράτιο κόλπο, 1962. Φωτογραφία του αρμενικής καταγωγής Τούρκου φωτογράφου Αρά Γκιουλέ (Μουσείο Μπενάκη)







Ισμή­νη Κα­ρυω­τά­κη
«Από­πει­ρα συ­νά­ντη­σης»
Εκδό­σεις Το Ρο­δα­κιό
Αύ­γου­στος 2012

Απο­ρία προ­κα­λεί η α­που­σία του νέ­ου βι­βλίου της Ισμή­νης Κα­ρυω­τά­κη α­πό τις πρό­σφα­τες ε­ορ­τα­στι­κές προ­τά­σεις των βι­βλια­κών έν­θε­των στις ε­φη­με­ρί­δες. Σε ποιόν, ά­ρα­γε, χρεώ­νε­ται; Στον εκ­δο­τι­κό οί­κο, στην συγ­γρα­φέα, ή και στους δυο, που δεν το προώ­θη­σα­ν; Για­τί α­πο­κλείου­με να μην ά­ρε­σε στους συ­γκε­κρι­μέ­νους αν­θρώ­πους, που κα­ταρ­τί­ζουν τα έν­θε­τα. Κρί­νο­ντας, ω­στό­σο, α­πό ο­ρι­σμέ­νες ε­πι­λο­γές, τα γού­στα φαί­νε­ται με την κρί­ση να έ­χουν υ­πο­στεί κι αυ­τά κά­ποια με­τα­βο­λή.
Όπως και να έ­χει, ε­πτά χρό­νια με­τά την έκ­δο­ση του προ­η­γού­με­νου, τρί­του στη σει­ρά, βι­βλίου της Κα­ρυω­τά­κη, «Με­τα­τρο­πή, Αντλιο­στά­σιο, Γιά­λο­βα», ας πιά­σου­με το νή­μα α­πό ε­κεί που το εί­χα­με α­φή­σει. Τό­τε, ση­μειώ­να­με, ό­τι τα δυο πρώ­τα βι­βλία της εί­ναι υ­βρι­δι­κής σύν­θε­σης. Στο πρώ­το, «Στο σκο­τά­δι και το φως λά­μνει η ψυ­χή μου», λι­μναίες ει­κό­νες ι­στο­ρού­νται με λέ­ξεις, ε­νώ, στο δεύ­τε­ρο, «Το νη­σί», η α­φή­γη­ση πε­ρι­πλέει τις ει­κό­νες. Αντι­θέ­τως, στο τρί­το, η α­φή­γη­ση παίρ­νει την πρω­το­κα­θε­δρία, με τις “φω­το­γρα­φίες, ζω­γρα­φιές και σχέ­δια” σε θέ­ση α­πλού διά­κο­σμου. Κα­τα­λή­γα­με, πά­ντως, με την πα­ρα­τή­ρη­ση, ό­τι τα λο­γο­τε­χνι­κά φτε­ρου­γί­σμα­τα της συγ­γρα­φέως ά­φη­ναν την ε­ντύ­πω­ση του φευ­γα­λέ­ου. Αυ­τήν, λοι­πόν, την ε­ντύ­πω­ση, ό­χι μό­νο την δια­σκε­δά­ζει αλ­λά την δια­λύει, μάλ­λον ο­ρι­στι­κά, το τέ­ταρ­το εκ­δο­τι­κό της εγ­χεί­ρη­μα. Δε­κα­πέ­ντε χρό­νια με­τά το πρώ­το, αυ­τό α­μι­γώς λο­γο­τε­χνι­κό, την συ­στή­νει ως πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη του 2012. Ώρι­μη και έ­τοι­μη να δρέ­ψει τις α­ντι­στοι­χού­σες δάφ­νες.
Ο τίτ­λος του βι­βλίου θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ο γε­νι­κός τίτ­λος της τρι­λο­γίας, που ξε­κι­νά­ει το 2001 με το δεύ­τε­ρο βι­βλίο της. Σε ε­κεί­νο, ε­στιά­ζει στην “α­πό­πει­ρα συ­νά­ντη­σης” δυο προ­σώ­πων στον πε­ριο­ρι­σμέ­νο χώ­ρο ε­νός νη­σιού. Στο ε­πό­με­νο, με­τά τέσ­σε­ρα χρό­νια, στην “α­πό­πει­ρα συ­νά­ντη­σης” της αρ­χι­τέ­κτο­νος α­φη­γή­τριας με έ­ναν τό­πο, τη λι­μνο­θά­λασ­σα της Γιά­λο­βας. Ενώ, το πρό­σφα­το, μια ε­πτα­ε­τία αρ­γό­τε­ρα, πλέ­κε­ται γύ­ρω α­πό συ­να­ντή­σεις της η­ρωί­δας, και πά­λι μιας αρ­χι­τέ­κτο­νος, αμ­φο­τέ­ρων των τύ­πων. Ο τίτ­λος α­να­φέ­ρε­ται τό­σο στη συ­νά­ντη­σή της με έ­ναν άν­δρα, ό­σο και με έ­ναν τό­πο. Μό­νο που αυ­τή τη φο­ρά, πρό­κει­ται για έ­να α­στι­κό το­πίο, την πό­λη της Ίσταν­μπουλ.

Πει­ραγ­μέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα

Αν στο προ­η­γού­με­νο βι­βλίο την α­φορ­μή για το τα­ξί­δι στο Ναυα­ρί­νο και την πα­ρα­κεί­με­νη λι­μνο­θά­λασ­σα την προ­σφέ­ρει η α­νά­θε­ση ε­νός αρ­χι­τε­κτο­νι­κού έρ­γου, στο πρό­σφα­το την δί­νει έ­να συ­νέ­δριο, στο ο­ποίο η η­ρωί­δα προ­σκλή­θη­κε να συμ­με­τά­σχει. Κα­τά την α­φή­γη­ση, αυ­τό εί­ναι το 20ό Πα­γκό­σμιο Συ­νέ­δριο Αρχι­τε­κτο­νι­κής, που έ­γι­νε στην Ίσταν­μπουλ 3-7 Ιου­λίου 2005. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, πρό­κει­ται για το 22ο Πα­γκό­σμιο Συ­νέ­δριο Αρχι­τε­κτο­νι­κής, που πράγ­μα­τι έ­λα­βε χώ­ρα στην Ίσταν­μπουλ ε­κεί­νη την ε­βδο­μά­δα. Το 20ό, έ­ξι χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, α­φού τα εν λό­γω συ­νέ­δρια της Διε­θνούς Ένω­σης Αρχι­τε­κτό­νων διορ­γα­νώ­νο­νται α­νά τριε­τία, πραγ­μα­το­ποιή­θη­κε στο Πε­κί­νο.
Η αλ­λα­γή θα πρέ­πει να εί­ναι μέ­ρος της λε­γό­με­νης “πει­ραγ­μέ­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας”, δε­δο­μέ­νου ό­τι α­πο­κλείε­ται να πρό­κει­ται πε­ρί lapsus calami, α­φού, στο ε­ξώ­φυλ­λο του βι­βλίου, α­να­φέ­ρε­ται ό­τι πρό­κει­ται για το 22ο. Ευ­και­ρία να α­να­φερ­θού­με σε αυ­τό το σχε­τι­κά νέο εί­δος με­ταλ­λαγ­μέ­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που κερ­δί­ζει συ­νε­χώς έ­δα­φος στο με­τα­μο­ντέρ­νο το­πίο της λο­γο­τε­χνίας. Ο ό­ρος “πει­ραγ­μέ­νο” χρη­σι­μο­ποιεί­ται για τις τρο­πο­ποιη­τι­κές πα­ρεμ­βά­σεις σε μη­χα­νή­μα­τα και μου­σι­κά όρ­γα­να προς βελ­τίω­ση της α­πο­δό­σεώς τους. Επί­σης, για τις αλ­λα­γές σε οι­κο­νο­μι­κά δε­δο­μέ­να προς νό­θευ­σή τους. Από ε­κεί τον δα­νεί­στη­καν οι θεω­ρη­τι­κοί της λο­γο­τε­χνίας για να ο­νο­μα­τί­σουν μια μορ­φή ψευ­δούς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που συ­νί­στα­ται σε μι­κρές, δυσ­διά­κρι­τες στον μη κα­λό γνώ­στη, δια­φο­ρο­ποιή­σεις των πραγ­μα­το­λο­γι­κών δε­δο­μέ­νων. Όσοι συγ­γρα­φείς κα­τα­φεύ­γουν σε πα­ρό­μοια α­φη­γη­μα­τι­κά τε­χνά­σμα­τα, δια­τεί­νο­νται ό­τι, με αυ­τόν τον τρό­πο, η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα α­πο­κτά δια­φο­ρε­τι­κή διά­στα­ση και δυ­να­μι­κή. Από την πλευ­ρά μας, δια­τη­ρού­με ε­πι­φυ­λά­ξεις για το λο­γο­τε­χνι­κό α­πο­τέ­λε­σμα αυ­τής της “πει­ραγ­μέ­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας” στη μυ­θο­πλα­σία. Πέ­ραν της στρε­βλής ει­κό­νας που δί­νει στον α­να­γνώ­στη, πα­ρα­σύ­ρει σε λά­θος συ­μπε­ρά­σμα­τα τους ει­δι­κούς δια­φό­ρων ε­πι­στη­μο­νι­κών κλά­δων, κυ­ρίως ι­στο­ρι­κούς και κοι­νω­νιο­λό­γους, που, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, αν­τλούν ό­λο και συ­χνό­τε­ρα στοι­χεία α­πό τα λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να, τα ο­ποία συ­να­ριθ­μούν στα υ­πό­λοι­πα τεκ­μή­ρια.
Επα­νερ­χό­με­νοι στο πρό­σφα­το βι­βλίο της Κα­ρυω­τά­κη, στην αλ­λη­λο­γρα­φία της η­ρωί­δας, συ­γκε­κρι­μέ­να σε ε­πι­στο­λή προς αυ­τήν της υ­πευ­θύ­νου της Οργα­νω­τι­κής Επι­τρο­πής του Συ­νε­δρίου, α­να­φέ­ρε­ται ως χρο­νο­λο­γία το έ­τος 2009 α­ντί του 2005, που έ­λα­βε χώ­ρα το Συ­νέ­δριο. Αυ­τό θα μπο­ρού­σε να α­πο­τε­λεί έ­να ε­πι­πλέ­ον στοι­χείο “πει­ραγ­μέ­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας”, ό­σο και τυ­πο­γρα­φι­κό λά­θος. Κα­τά κα­νό­να, πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­βλη­μα­τι­κές α­πο­βαί­νουν οι τρο­πο­ποιή­σεις σε δά­νεια α­πο­σπά­σμα­τα κει­μέ­νων. Στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, κα­θώς πρό­κει­ται για συ­νέ­δριο αρ­χι­τε­κτο­νι­κής, στις ο­μι­λίες γνω­στών αρ­χι­τε­κτό­νων. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Ιά­πω­νας Τα­ντάο Άντο α­φη­γεί­ται το πώς υιο­θέ­τη­σε έ­ναν α­δέ­σπο­το σκύ­λο και του έ­δω­σε το ό­νο­μα του ση­μα­ντι­κό­τε­ρου αρ­χι­τέ­κτο­να της με­τα­πο­λε­μι­κής Ια­πω­νίας, του Κέν­ζο Τάν­γκε. Αυ­τή η ι­στο­ρία εί­ναι γνω­στή, αλ­λά σε μια δια­φο­ρε­τι­κή εκ­δο­χή, που δεί­χνει τα πρό­τυ­πα που έ­χει ο αυ­το­δί­δα­χτος Άντο. Τον σκύ­λο σκέ­φτη­κε μεν να τον ο­νο­μά­σει Κέν­ζο, αλ­λά, τε­λι­κά, τον α­πο­κά­λε­σε Λε Κορ­μπυ­ζιέ.

Εμφα­νής δια­κει­με­νι­κό­τη­τα

Αυ­τή, ω­στό­σο, η πα­ραλ­λα­γή μάλ­λον ε­ντάσ­σε­ται στις “συ­νο­μι­λίες” με ξέ­να κεί­με­να, που στή­νει έ­νας συγ­γρα­φέ­ας και οι ο­ποίες, στο πρό­σφα­το βι­βλίο της Κα­ρυω­τά­κη, εί­ναι ε­κτε­τα­μέ­νες. Δεν πρό­κει­ται, ω­στό­σο, για τη συ­νή­θη λαν­θά­νου­σα δια­κει­με­νι­κό­τη­τα. Εδώ, τα δά­νεια α­πό τους ε­πι­φα­νείς της λο­γο­τε­χνίας δη­λώ­νο­νται, κα­θώς πα­ρου­σιά­ζο­νται ως δια­βά­σμα­τα της η­ρωί­δας, ε­νώ ε­κεί­να α­πό τους δια­πρε­πείς της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής δι­καιο­λο­γού­νται ως α­κού­σμα­τα α­πό ο­μι­λίες τους. Μό­νο στην πε­ρί­πτω­ση ε­νός νεό­τε­ρου Έλλη­να αρ­χι­τέ­κτο­να, το ό­νο­μά του δεν εν­σω­μα­τώ­νε­ται στην α­φή­γη­ση, αλ­λά κα­τα­χω­ρεί­ται στις ση­μειώ­σεις στο τέ­λος του βι­βλίου. Εί­ναι ο Γιώρ­γος Ση­μαιο­φο­ρί­δης, πε­ρί­που συ­νο­μή­λι­κος της η­ρωί­δας, που θα μπο­ρού­σε να πά­ρει θέ­ση στον μυ­θο­πλα­στι­κό κό­σμο της σαν έ­νας ο­ρα­μα­τι­στής, που έ­φυ­γε πρόω­ρα, το 2002, δη­λα­δή, σχε­τι­κά κο­ντά στο χρό­νο του Συ­νε­δρίου. Όσο για το αι­σθη­τι­κό ό­φε­λος α­πό αυ­τήν την ε­κτε­τα­μέ­νη δια­κει­με­νι­κό­τη­τα, μέ­νει κι αυ­τό ζη­τού­με­νο. Οφεί­λου­με, ω­στό­σο, να την συ­γκρα­τή­σου­με ως δο­μι­κό στοι­χείο της συγ­γρα­φι­κής αι­σθη­τι­κής.
Για το ε­ξώ­φυλ­λο, η συγ­γρα­φέ­ας ε­πι­λέ­γει μια ασ­πρό­μαυ­ρη φω­το­γρα­φία α­πό την ται­νία, «Σταθ­μός α­πο­χαι­ρε­τι­σμού», του Κρις Μαρ­κέ­ρ, γυ­ρι­σμέ­νη πριν α­πό μι­σό αιώ­να. Πι­θα­νώς και ως έμ­με­ση υ­πεν­θύ­μι­ση του πρό­σφα­του θα­νά­του του Γάλ­λου κι­νη­μα­το­γρα­φι­στή, συ­μπτω­μα­τι­κά την ε­πο­μέ­νη των γε­νε­θλίων του, στις 30 Ιου­λίου, κλεί­νο­ντας τα 91. Η συγ­γρα­φέ­ας, πά­ντως, στο ει­σα­γω­γι­κό ση­μείω­μα, ε­ξη­γεί την προ­τί­μη­σή της: “Τα πλά­να της τυ­χαίας συ­νά­ντη­σης του ζευ­γα­ριού και της πε­ρι­πλά­νη­σής του στην πό­λη εί­ναι ό,τι α­κρι­βώς εί­χα πλά­σει με τη φα­ντα­σία μου.” Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, δεν πρό­κει­ται α­κρι­βώς για πλά­να, α­φού ο Μαρ­κέρ εί­χε φτιά­ξει σχε­δόν ο­λό­κλη­ρη την 28λε­πτη ται­νία του, μο­ντά­ρο­ντας σει­ρά φω­το­γρα­φιών. Και βε­βαίως, η πό­λη δεν εί­ναι η Ίσταν­μπουλ αλ­λά το Πα­ρί­σι, σύμ­φω­να και με τον πρω­τό­τυ­πο τίτ­λο της ται­νίας «Η α­πο­βά­θρα του Ορλύ». Εκεί, ο ή­ρωας, έ­νας τα­ξι­δευ­τής στο χρό­νο κα­τά α­νά­στρο­φη φο­ρά, ξα­να­συ­να­ντά τη σύ­ζυ­γό του και τον αλ­λο­τι­νό ε­αυ­τό του. Εξ ου οι φα­σμα­τώ­δεις σι­λουέ­τες της φω­το­γρα­φίας, που, στην πε­ρί­πτω­ση της ι­στο­ρίας της Κα­ρυω­τά­κη, δη­μιουρ­γούν, ευ­θύς εξ αρ­χής, την ε­πι­θυ­μη­τή αί­σθη­ση μυ­στη­ρίου για τον ά­γνω­στο, που η αρ­χι­τε­κτό­νισ­σα συ­να­ντά­ει στα σο­κά­κια της Ίστα­ν­μπουλ. Τον Ορχάν, ό­πως τον α­πο­κα­λεί, α­φού πο­τέ δεν έ­μα­θε το πραγ­μα­τι­κό ό­νο­μά του.
Στο ε­ρώ­τη­μα για­τί του έ­δω­σε “αυ­τό το μυ­στή­ριο ό­νο­μα”, η η­ρωί­δα α­πα­ντά πως το διά­λε­ξε τυ­χαία, κα­θώς χρεια­ζό­ταν έ­να ό­νο­μα για να μπο­ρεί να α­φη­γεί­ται την ι­στο­ρία που έ­ζη­σε. Κα­θό­λου τυ­χαία, ω­στό­σο, δεν πρέ­πει να φά­νη­κε στους φί­λους της, η ε­πι­λο­γή του ο­νό­μα­τος, α­φού μό­λις εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει στα ελ­λη­νι­κά, Οκτώ­βριο 2005, η «Ίσταν­μπουλ» του Ορχάν Πα­μούκ. Άλλω­στε, μέ­σα α­πό τις ε­πι­λο­γές για ο­νό­μα­τα και πρό­σω­πα, προ­βάλ­λει το προ­φίλ της δια­νοού­με­νης η­ρωί­δας, α­ντί των ε­κτε­νών σχο­λίων, που θα προ­βλέ­πο­νταν σε έ­να συμ­βα­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα. Πα­ρό­λο που ο τίτ­λος της ει­σή­γη­σής της στο Συ­νέ­δριο εί­ναι «Από­πει­ρα συ­νά­ντη­σης με την πό­λη», ού­τε μια φο­ρά δεν α­να­φέ­ρε­ται στην Ίσταν­μπουλ “τό­τε που ή­τα­ν” Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Ακό­μη και ό­ταν κα­τα­φεύ­γει στη λέ­ξη πό­λη, δεν ε­πι­στρα­τεύει, ως έμ­με­ση α­να­φο­ρά, έ­να κε­φα­λαίο πι. Γε­νι­κώς, ε­κτός α­πό τον Βό­σπο­ρο, τον Γα­λα­τά και τα Πρι­γκι­πό­νη­σα, δεν μνη­μο­νεύο­νται το­πω­νύ­μια στα ελ­λη­νι­κά. Μό­νο ο Ορχάν της θυ­μί­ζει ό­τι “η Istiklal τό­τε ή­ταν το Πέ­ρα­ν”.

Συ­ναρ­πα­στι­κές
α­φη­γη­μα­τι­κές νη­σί­δες

Η α­φή­γη­ση της συ­νά­ντη­σής της με την Ίσταν­μπουλ α­πο­τυ­πώ­νε­ται με ει­κό­νες α­πό τα α­νό­θευ­τα μέ­ρη μιας πό­λης, που δια­τη­ρεί α­κό­μη α­να­το­λί­τι­κο αέ­ρα. Ενώ, τα α­φη­γη­μα­τι­κά “εν­στα­ντα­νέ” α­πό τους χώ­ρους του Συ­νε­δρίου το­νί­ζουν τις δια­φο­ρε­τι­κές ε­θνό­τη­τες, που συ­γκε­ντρώ­νο­νται σε πα­ρό­μοιες διε­θνούς χα­ρα­κτή­ρα εκ­δη­λώ­σεις, σε ό­ποιες με­γα­λου­πό­λεις Δύ­σης και Ανα­το­λής κι αν διορ­γα­νώ­νο­νται. Από την πλευ­ρά της η συγ­γρα­φέ­ας, δεν “συ­νο­μι­λεί” με τους συγ­γρα­φείς της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, αλ­λά με τους σύγ­χρο­νους της Ίσταν­μπουλ. Ωστό­σο, “το δια­κεί­με­νο”, ό­πως το α­πο­κα­λούν, στο ο­ποίο ε­ντάσ­σει το βι­βλίο της, δεν εί­ναι ε­κεί­νο των τα­ξι­διω­τι­κών κει­μέ­νων. Οι ε­πι­διώ­ξεις εί­ναι υ­ψη­λό­τε­ρες, κα­θώς τα βι­βλία με τα ο­ποία “συ­νο­μι­λεί” η α­φή­γη­ση στρέ­φο­νται γύ­ρω α­πό “τον πλά­νη­τα” των πό­λεων. Εί­ναι τα βι­βλία, που α­να­φέ­ρε­ται ό­τι διά­βα­σε η η­ρωί­δα πριν την α­να­χώ­ρη­σή της για την Ίσταν­μπουλ. Κι ό­μως, ό­χι α­κρι­βώς. Για πα­ρά­δειγ­μα, δεν υ­πήρ­ξε πο­τέ βι­βλίο του Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν με τίτ­λο «Ο πλά­νης». Μό­νο κε­φά­λαιο βι­βλίου του, που εκ­δό­θη­κε με­τά θά­να­το και ό­που συ­γκε­ντρώ­θη­καν δη­μο­σιευ­μέ­να και α­δη­μο­σίευ­τα κεί­με­νά του γύ­ρω α­πό τον Σαρλ Μπων­τλαίρ “έ­ναν λυ­ρι­κό στην ακ­μή του κα­πι­τα­λι­σμού”, σύμ­φω­να και με τον τίτ­λο του βι­βλίου. Οπό­τε θα χρεια­ζό­ταν ση­μείω­ση του α­φη­γη­τή με την ορ­θή πα­ρα­πο­μπή προς δια­φώ­τι­ση του α­να­γνώ­στη, ι­δίως του μη ε­ξοι­κειω­μέ­νου με τα “πει­ραγ­μέ­να” πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία. Το ση­μα­ντι­κό, ό­μως, εί­ναι η πράγ­μα­τι συ­ναρ­πα­στι­κή “συ­νο­μι­λία” της α­φή­γη­σης με τον «Άνθρω­πο του πλή­θους» του Πόε, ό­σο και με τον αρ­γό­σχο­λο πε­ρι­πα­τη­τή του Μπέν­για­μιν.
Η Κα­ρυω­τά­κη χα­ρα­κτη­ρί­ζει το βι­βλίο της νου­βέ­λα, μάλ­λον με την ευ­ρύ­τε­ρη ση­μα­σία που έ­χει ο ό­ρος στην αγ­γλι­κή λο­γο­τε­χνία, πα­ρά σαν το εν­διά­με­σο, α­πό α­πό­ψεως έ­κτα­σης, με­τα­ξύ διη­γή­μα­τος και μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Επι­λέ­γει την α­πο­σπα­σμα­τι­κή μορ­φή, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­ντας κε­φά­λαια ή και τμή­μα­τα κε­φα­λαίων, που α­νή­κουν σε τέσ­σε­ρις δια­φο­ρε­τι­κές α­φη­γη­μα­τι­κές φόρ­μες: η­με­ρο­λο­για­κές ση­μειώ­σεις, ε­πι­στο­λές, ο­μι­λίες σε συ­νέ­δριο, ε­λεύ­θε­ρος πλά­γιος λό­γος. Κα­τορ­θώ­νει, ω­στό­σο, σε αυ­τόν τον πο­λυει­δή κα­τα­κερ­μα­τι­σμό, να υ­περ­τε­ρεί η τε­λευ­ταία μορ­φή και τε­λι­κά, να υ­πε­ρι­σχύει η ε­ντύ­πω­ση μιας α­φή­γη­σης συ­νε­χούς ροής. Κι αυ­τό, χά­ρις σε έ­να τρί­το πρό­σω­πο, που πα­ρα­κο­λου­θεί νο­ε­ρά το ζευ­γά­ρι στις πε­ρι­πλα­νή­σεις του στην πό­λη. Εί­ναι ο α­φη­γη­τής της ι­στο­ρίας τους, “ο Α”, ό­πως αυ­το­συ­στή­νε­ται, ο ο­ποίος πα­ρεμ­βαί­νει στα προ­σω­πι­κά κεί­με­να της η­ρωί­δας, η­με­ρο­λό­για και ε­πι­στο­λές. Μέ­ρος μό­νο α­πό αυ­τά πα­ρα­θέ­τει αυ­τού­σιο, ε­νώ το με­γα­λύ­τε­ρο κομ­μά­τι τους το α­να­δια­τάσ­σει σε συ­νειρ­μι­κή αλ­λη­λου­χία. Σχο­λιά­ζει ό,τι δια­βά­ζει και φα­ντα­σιώ­νε­ται τα δια­τρέ­ξα­ντα.
Η συγ­γρα­φέ­ας φρο­ντί­ζει τις λε­κτι­κές α­πο­χρώ­σεις στο λό­γο του α­φη­γη­τή, έ­τσι ώ­στε να πε­ρι­γρά­φο­νται μεν οι δια­θέ­σεις της η­ρωί­δας, αλ­λά να δια­τη­ρεί­ται η δι­κή του ι­διο­προ­σω­πία. Μό­νο ο ε­πί­λο­γός του, με τις συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­νες φα­ντα­σιώ­σεις, μέ­νει κά­πως με­τέω­ρος. Το κο­ρυ­φαίο, πά­ντως, συμ­βάν, δε­δο­μέ­νου ό­τι ό­λα τα άλ­λα συ­νι­στούν δι­κά του προ­εόρ­τια και με­θεόρ­τια, η συ­νά­ντη­ση της η­ρωί­δας με τον ά­γνω­στο ά­ντρα, τον ε­πο­νο­μα­ζό­με­νο Ορχάν, το α­φη­γεί­ται η ί­δια σε μια ε­γκι­βω­τι­σμέ­νη στη νου­βέ­λα μί­νι νου­βέ­λα. Αυ­τή την novelette την εκ­φω­νεί υ­πό μορ­φή ο­μι­λίας στο Συ­νέ­δριο α­ντί της προ­ε­τοι­μα­σμέ­νης ει­σή­γη­σης. Θα φαι­νό­ταν πρω­τό­τυ­πο ως εύ­ρη­μα, αν δεν εί­χε προ­η­γη­θεί η εκ­φώ­νη­ση της νου­βέ­λας «Ο τε­λευ­ταίος Βαρ­λά­μης» α­πό τον Θα­νά­ση Βαλ­τι­νό α­ντί ο­μι­λίας στην Ακα­δη­μία κα­τά την ε­πί­ση­μη τε­λε­τή υ­πο­δο­χής του ως νέ­ου τα­κτι­κού μέ­λους, στις 27 Απρι­λίου 2010.
Συ­νο­ψί­ζο­ντας, το βι­βλίο της Κα­ρυω­τά­κη εί­ναι διτ­τά εν­δια­φέ­ρον. Κυ­ρίως, ως ε­πί­λε­κτο πε­ζό ε­πι­λε­κτι­κού συγ­γρα­φέα για την ι­σχνή με­ρί­δα ε­πι­λε­κτι­κών α­να­γνω­στών και δευ­τε­ρευό­ντως, ω­φέ­λι­μο για έ­να ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό, ως πα­ρα­κί­νη­ση για την α­νά­γνω­ση νε­ο­τε­ρι­κών κει­μέ­νων, που σή­με­ρα πλέ­ον θεω­ρού­νται κλα­σι­κά.

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 20/1/2013.


Γιορτάζουμε

$
0
0


Αφιε­ρω­μέ­νο στον πρώ­το συ­ντά­κτη του Ex Libris, 
Ηλία Κα­νέλ­λη, που την έ­κα­νε νω­ρίς και εί­δε Υψί­στου πρό­σω­πο.

Εί­ναι γνω­στή η ευ­χή να τα χι­λιά­σεις. Σχή­μα λό­γου κα­θ’ υ­περ­βο­λήν, προς το­νι­σμό ε­νός χρό­νια πολ­λά. Μια α­πό τις πά­μπολ­λες ευ­χε­τι­κές εκ­φρά­σεις, που ε­πα­να­λαμ­βά­νου­με χω­ρίς να κυ­ριο­λε­κτού­με. Ένας γλυ­κός λό­γος, που ου­δείς τον εν­νο­εί, δε­δο­μέ­νου ό­τι α­νή­κει στη σφαί­ρα του μυ­θι­κού, τό­σο για πρό­σω­πα ό­σο, σή­με­ρα πλέ­ον, και για εγ­χει­ρή­μα­τα. Να, ό­μως, που το Ex Libris, πα­ρά πά­σαν προσ­δο­κία, τα κα­τά­φε­ρε. Τω ό­ντι, μέ­γα ε­πί­τευγ­μα, ό­σο, εν τέ­λει, και α­διά­φο­ρο. Ένας ά­θλος, που δεν θα κα­τα­γρα­φεί στα χρο­νι­κά του Τύ­που, ού­τε καν θα ε­πι­ση­μαν­θεί ως γε­νό­με­νος. Η δρά­κα των α­να­γνω­στών του μό­λις που θα πα­ρα­τη­ρή­σει τον στρογ­γυ­λό αύ­ξο­ντα α­ριθ­μό, αν τον πα­ρα­τη­ρή­σει. Δυ­στυ­χώς, πρό­κει­ται για μια σε­λί­δα βι­βλίου, που δεν α­πέ­κτη­σε ευ­ρύ α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, ού­τε καν με τα δε­δο­μέ­να της ε­φη­με­ρί­δας, στις σε­λί­δες της ο­ποίας συ­να­ριθ­μεί­ται χω­ρίς να  κα­τορ­θώ­σει να α­πο­τε­λέ­σει ορ­γα­νι­κό τμή­μα της. Κά­τι σαν τη μύ­γα μες στο γά­λα, που κα­νείς δεν α­πο­φα­σί­ζει να την α­φαι­ρέ­σει.  Ακό­μη πρό­σφα­τα, η διεύ­θυν­ση της ε­φη­με­ρί­δας έ­δει­ξε ό­τι δεν δια­βά­ζει την εν λό­γω σε­λί­δα, ού­τε καν ό­ταν αυ­τό κα­θί­στα­ται α­να­γκαίο προς δια­μόρ­φω­ση γνώ­μης, προ­τι­μώ­ντας το ρό­λο του Πο­ντίου Πι­λά­του. Κα­κά τα ψέ­μα­τα, το χι­λιο­σέ­λι­δο Ex Libris δεν α­ρέ­σει ού­τε ε­ντός οι­κο­γε­νείας, ού­τε ε­κτός. Κι αν κά­ποιοι αν­τλούν α­πό αυ­τό έ­μπνευ­ση ή και δε­δο­μέ­να, κα­τά κα­νό­να, δεν α­ξιο­λο­γούν να το μνη­μο­νεύ­σουν. Τε­λι­κά, ο μό­νος λό­γος της μα­κρο­ζωίας του εί­ναι για­τί ο συ­ντά­κτης του α­νέ­κα­θεν δια­σκέ­δα­ζε και ε­ξα­κο­λου­θεί να δια­σκε­δά­ζει γρά­φο­ντάς το. Αυ­τόν, έ­να μό­νο πράγ­μα τον θλί­βει. Οι σκω­πτι­κοί και ε­πι­θε­τι­κοί υ­παι­νιγ­μοί, ι­διαί­τε­ρα ό­ταν αυ­τοί εί­ναι α­πρό­κλη­τοι.
Για την χι­λιο­στή σε­λί­δα του Ex Libris, ε­πι­λέ­ξα­με να δη­μο­σιεύ­σου­με μια πα­λαιό­τε­ρη βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση, που η μα­ταίω­ση της δη­μο­σίευ­σής της μας ά­φη­σε μια αί­σθη­ση α­δι­κίας. Για­τί δεν εί­ναι α­δι­κία α­πό τον Θεό, να γρά­φε­ται μια βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση για βι­βλια­κό έν­θε­το ε­φη­με­ρί­δας, με την ο­ποία υ­πάρ­χει σχέ­ση α­μει­βό­με­νης ερ­γα­σίας, αυ­τή να σε­λι­δο­ποιεί­ται και μά­λι­στα, με πε­ρα­σμέ­νη την η­με­ρο­μη­νία κυ­κλο­φο­ρίας του φύλ­λου της ε­φη­με­ρί­δας και τε­λι­κά, πο­τέ να μην δη­μο­σιεύε­ται. Κά­τι σαν τη νύ­φη, που την ε­γκα­τα­λεί­πει ο γα­μπρός στα σκα­λο­πά­τια της εκ­κλη­σίας. Αρχι­κά, λό­γω κυ­λιό­με­νων 48ω­ρων α­περ­γιών των α­πλή­ρω­των ερ­γα­ζο­μέ­νων της ε­φη­με­ρί­δας, που κρά­τη­σαν κο­ντά έ­να χρό­νο, και στη συ­νέ­χεια, ό­ταν η ε­φη­με­ρί­δα ε­πα­νήλ­θε, λό­γω αιφ­νι­δια­στι­κής α­πό­φα­σης των διευ­θυ­νό­ντων να γί­νει αλ­λα­γή των συ­ντα­κτών του έν­θε­του. Αύ­ταν­δρη πή­γε η ο­μά­δα, δη­μο­κρα­τι­κά, χω­ρίς ε­πι­με­ρι­στι­κά κρι­τή­ρια α­ξιο­λό­γη­σης. Ο βι­βλιο­πα­ρου­σια­στής, ω­στό­σο, λό­γω σχε­τι­κής μα­κρο­η­μέ­ρευ­σής του –με­τρού­σε 145 βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της α­δη­μο­σίευ­της– αλ­λά και ε­πει­δή α­νέ­με­νε ε­πί έ­να χρό­νο στο α­κου­στι­κό του, σαν να ψή­λω­σε ο νους του, εί­χε την α­παί­τη­ση προ­σω­πι­κής ε­νη­μέ­ρω­σης - αν εί­ναι πο­τέ δυ­να­τόν.
Ανα­δη­μο­σιεύου­με τη βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση, πα­ρό­τι το βι­βλίο εκ­δό­θη­κε Οκτώ­βριο 2011 και α­πό τό­τε έ­κα­νε μια ι­κα­νο­ποιη­τι­κή πο­ρεία. Δεν μπή­κε μεν στις λί­στες των μπε­στ σέ­λε­ρ, κά­τι που συ­νι­στά πλέ­ον την κυ­ρίαρ­χη ε­πι­δίω­ξη των συγ­γρα­φέων, αλ­λά προ­κρί­θη­κε στις βρα­χείες λί­στες των δυο  α­πό τα τέσ­σε­ρα υ­πάρ­χο­ντα ε­τή­σια βρα­βεία: στην τε­λι­κή δε­κά­δα του «Δια­βά­ζω», στην τε­λι­κή ε­πτά­δα του «The Athens Prize for literature». Έμει­νε, ω­στό­σο, ε­κτός της τε­λι­κής λί­στας του Βρα­βείου των Ανα­γνω­στών, πα­ρό­λο που αυ­τή πε­ριε­λάμ­βα­νε 19 βι­βλία, ό­πως και της τε­λι­κής ε­πτά­δας των Κρα­τι­κών Βρα­βείων Λο­γο­τε­χνίας. Τε­λι­κά, ο Πα­να­γιω­τό­που­λος α­πέ­σπα­σε το πρώ­το λο­γο­τε­χνι­κό του βρα­βείο, που ή­ταν αυ­τό του Πέ­τρου Χά­ρη της Ακα­δη­μίας Αθη­νών. Να ση­μειώ­σου­με, εκ των υ­στέ­ρων, την α­πο­ρία μας για την πο­ρεία ε­νός άλ­λου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, συγ­γε­νι­κού θε­μα­τι­κά, και, κα­τ’ ε­μάς, ι­διαί­τε­ρα εν­δια­φέ­ρο­ντος, το ο­ποίο και α­να­φέ­ρου­με στη βι­βλιο­πα­ρου­σία­σή μας. Το μυ­θι­στό­ρη­μα του Μά­κη Κα­ρα­γιάν­νη, «Το ό­νει­ρο του Οδυσ­σέ­α», που φαί­νε­ται ό­τι ου­δό­λως συ­γκί­νη­σε τις ο­μά­δες των κρι­τών.

Ο συ­ντά­κτης του Ex Libris



Adam raised a Cain

Νί­κος Πα­να­γιω­τό­που­λος
«Τα παι­διά του Κάϊν»
Εκδό­σεις Με­ταίχ­μιο
Οκτώ­βριος 2011

Σαν το μή­λο του Νεύ­τω­να φαί­νε­ται ό­τι λει­τούρ­γη­σε η πρό­σφα­τη κρί­ση στους συγ­γρα­φείς. Όντας υ­πο­ψια­σμέ­νοι ψυ­χα­νε­μί­ζο­νταν ό­τι ό­λα δεν πή­γαι­ναν κα­λά, αλ­λά έ­λα που ό­λα γι’ αυ­τούς έ­βαι­ναν κα­τ’ ευ­χήν. Όμως η χιο­νο­στι­βά­δα του τε­λευ­ταίου ε­νά­μι­σι χρό­νου, τους έ­βγα­λε α­πό τη νιρ­βά­να, ξε­μπλο­κά­ρο­ντας την έ­μπνευ­ση. Την πα­ρο­μοίω­ση με το “μή­λο” την δα­νει­στή­κα­με α­πό το πρώ­το βι­βλίο του Νί­κου Πα­να­γιω­τό­που­λου, «Η ε­νο­χή των υ­λι­κών», τη μο­να­δι­κή συλ­λο­γή διη­γη­μά­των. Έτσι α­πο­κα­λεί ε­κεί κά­θε ε­ξαι­ρε­τι­κό γε­γο­νός, που α­να­γκά­ζει τους ή­ρωες να δουν με δια­φο­ρε­τι­κή μα­τιά τη ζωή τους. Πά­ντως, το πρώ­το “μή­λο”, που έ­πε­σε στο δι­κό του κε­φά­λι, το 1993, ό­ταν συ­μπλή­ρω­νε τα τριά­ντα, ή­ταν η διά­κρι­ση διη­γή­μα­τός του σε δια­γω­νι­σμό πε­ριο­δι­κού. Αμ’ έ­πος α­μ’ έρ­γον, τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ε­ξέ­δι­δε τη συλ­λο­γή, και στη σει­ρά, δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, α­πό έ­να κά­θε χρό­νο. Με το πρώ­το έ­κλει­σε τους λο­γα­ρια­σμούς με τα παι­δι­κά του χρό­νια, ε­νώ με το δεύ­τε­ρο πέ­ρα­σε ως διάτ­των α­στήρ α­πό το χώ­ρο της ε­πι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σίας. Γυρ­νώ­ντας ο αιώ­νας, ε­πα­νήλ­θε στη ρε­α­λι­στι­κή α­φή­γη­ση με το νε­ο­η­θο­γρα­φι­κό διή­γη­μα «Άμοι­ρο Μα­ρά­κι», δη­μο­σιευ­μέ­νο στο νεό­τευ­κτο τό­τε πε­ριο­δι­κό της γε­νιάς του, «Να έ­να μή­λο», και το μυ­θι­στό­ρη­μα «Αγιο­γρα­φία» για έ­ναν “α­γιο­πα­τέ­ρα”, ό­χι τον Χρι­στό­φο­ρο Πα­να­γιω­τό­που­λο, τον ε­πο­νο­μα­ζό­με­νο Πα­που­λά­κο, αλ­λά τον φα­ντα­στι­κό Ιωάν­νη Ορφα­νό, που βρή­κε οικ­τρό τέ­λος στα χέ­ρια των πι­στών του. Αυ­τό συ­νέ­βη στο φα­ντα­στι­κό χω­ριό Θερ­μό της Αρκα­δίας. Όπως, ό­μως, υ­παι­νίσ­σε­ται στην τε­λευ­ταία σε­λί­δα του πρό­σφα­του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ε­κεί­νη την ι­στο­ρία, α­πό τα χρό­νια των παπ­πού­δων του, μπο­ρεί να την ε­μπνεύ­στη­κε α­πό το Θέρ­μο της Αι­τω­λίας. Εκεί τρα­γου­διέ­ται το δη­μο­τι­κό «Ρού­σα πα­πα­διά», που οι στί­χοι του δέ­νουν με την και­νού­ρια ι­στο­ρία, την ο­ποία άρ­χι­σε, λέει, να γρά­φει το κα­λο­καί­ρι των Ολυ­μπια­κών Αγώ­νων, για να κλεί­σει τους εκ­κρε­μείς λο­γα­ρια­σμούς με τη γε­νιά του. Εκτός κι αν η κρί­ση φέ­ρει και δεύ­τε­ρη ή και τρί­τη ι­στο­ρία, δη­λα­δή τρι­λο­γία, ό­πως συ­νέ­βη στην πε­ρί­πτω­ση των α­στυ­νο­μι­κών μυ­θι­στο­ρη­μά­των του Πέ­τρου Μάρ­κα­ρη. Άλλω­στε, και ο Πα­να­γιω­τό­που­λος, το δε­λε­α­στι­κό ε­πί­χρι­σμα του α­στυ­νο­μι­κού ε­πι­χει­ρεί να δώ­σει στο μυ­θι­στό­ρη­μα. 
Η γε­νιά του, ό­πως και ό­λες οι γε­νιές, έ­χει τους Κάϊν και τους Άβελ –αμ­φό­τε­ροι παι­διά του Αδά­μ: «… You inherit the sins, you inherit the flames…» τρα­γου­δά­ει ο Αμε­ρι­κα­νός Μπρους Σπρίν­γκστην στο «Adam raised a Cain», με­τα­φέ­ρο­ντας στους στί­χους του τις α­νη­συ­χίες της δε­κα­ε­τίας του ’70. Ο Πα­να­γιω­τό­που­λος, μη θέ­λο­ντας να α­να­μί­ξει στο μυ­θι­στό­ρη­μα τις γο­νι­κές α­μαρ­τίες, ε­πι­λέ­γει για μό­το κά­ποιους άλ­λους στί­χους α­πό το ί­διο τρα­γού­δι. Τους ζευ­γα­ρώ­νει, μά­λι­στα, με στί­χους  α­πό τον «Μπά­λο» του Σαβ­βό­που­λου, της ί­διας δε­κα­ε­τίας. Πά­ντως, ο συγ­γρα­φέ­ας και η πα­ρέα του εί­ναι παι­διά του α­γα­θού Άβε­λ, ό­πως πε­ρί­λα­μπρα α­πο­δει­κνύει ο τίτ­λος που διά­λε­ξαν για το πε­ριο­δι­κό τους («Να έ­να μή­λο»).
Σε α­ντί­θε­ση με τον κε­ντρι­κό χα­ρα­κτή­ρα στο πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα του Μά­κη Κα­ρα­γιάν­νη «Το ό­νει­ρο του Οδυσ­σέ­α», οι ή­ρωες του Πα­να­γιω­τό­που­λου δεν έ­παι­ξαν πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο σε κά­ποιο σκάν­δα­λο. Αυ­τός προ­τι­μά­ει μια πα­ρέα α­πό το θία­σο των βο­λε­μέ­νων κο­μπάρ­σων. Τρεις γυ­ναί­κες και δυο ά­ντρες, ό­χι σε σχη­μα­τι­σμό ε­ρω­τι­κών ζευ­γα­ριών, αλ­λά σε κά­τι σαν γαϊτα­νά­κι γύ­ρω α­πό έ­ναν α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό τύ­πο ό­σων κι­νή­θη­καν στο κοι­νω­νι­κό πε­ρι­θώ­ριο. Αν αυ­τός προ­βάλ­λει σαν Άβε­λ, ο Κάϊν εί­ναι ο κλα­σι­κός τύ­πος, που που­λά­ει α­κό­μη και τη μά­να του για να ε­πι­τύ­χει τους σκο­πούς του.  Πα­ντρεύε­ται κό­ρη με­γα­λό­σχη­μου του τό­τε κυ­βερ­νώ­ντος κόμ­μα­τος και με­τα­πη­δά στο χώ­ρο της δια­φή­μι­σης, στον ο­ποίο ερ­γά­ζο­νται και οι υ­πό­λοι­ποι της πα­ρέ­ας. Εύ­στο­χα ο Πα­να­γιω­τό­που­λος χρη­σι­μο­ποιεί το χώ­ρο της δια­φή­μι­σης ως κα­θρέ­φτη της με­ταλ­λα­γής που υ­πέ­στη η ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία. Ωστό­σο, ού­τε αυ­τός ού­τε ο Κα­ρα­γιάν­νης ε­μπλέ­κουν συγ­γρα­φείς και εκ­δό­τες, πα­ρό­τι η γε­νιά τους συ­νε­τέ­λε­σε στη με­τα­μόρ­φω­ση του βι­βλίου σε κα­τα­να­λω­τι­κό α­γα­θό. Συ­μπί­πτουν, ό­μως, σε άλ­λες ε­πι­λο­γές, ό­πως στον χα­ρα­κτή­ρα της ω­ραίας, που βρί­σκει α­νοι­χτές, μα­ζί με τις αν­δρι­κές α­γκά­λες, και τις πόρ­τες υ­ψη­λών θέ­σεων, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των πα­νε­πι­στη­μια­κών ε­δρών. Επί­σης, ταυ­τί­ζο­νται στην πρό­κρι­ση ως α­φη­γη­τή ε­νός δη­μο­σιο­γρά­φου. Ο Πα­να­γιω­τό­που­λος προ­τι­μά­ει, ό­πως και στο προ­η­γού­με­νο μυ­θι­στό­ρη­μα, δυο αλ­λη­λο­κα­λυ­πτό­με­νες α­φη­γή­σεις. Ως δεύ­τε­ρο α­φη­γη­τή ε­πι­λέ­γει μια διορ­θώ­τρια κει­μέ­νων, που κρα­τά κρι­τι­κή στά­ση α­πέ­να­ντι στους υ­πό­λοι­πους της πα­ρέ­ας, έ­στω και αν βο­λεύε­ται με τις γνω­ρι­μίες τους. 
Ο Κάϊν, για πολ­λά ε­παί­ρε­ται, την πρώ­τη, ό­μως, θέ­ση κα­τέ­χει η βί­λα του, που προέ­κυ­ψε α­πό την α­να­στή­λω­ση δια­τη­ρη­τέ­ου μύ­λου. Εδώ βρί­σκε­ται η δεύ­τε­ρη εύ­στο­χη ε­πι­λο­γή του συγ­γρα­φέα. Για πλεί­στες ό­σες με­ταλ­λα­γές, που συ­νέ­βη­σαν στην Ελλά­δα, κά­νουν λό­γο οι ή­ρωες στο μυ­θι­στό­ρη­μα, αλ­λά μό­νο μια δεί­χνε­ται δια της πλο­κής. Κι αυ­τή εί­ναι η πο­λι­τι­στι­κή, ό­πως εκ­φρά­στη­κε με τις ε­πεμ­βά­σεις στο φυ­σι­κό και δο­μη­μέ­νο πε­ρι­βάλ­λον. Το βα­σι­κό, ό­μως, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της   εί­ναι, ό­τι συ­νι­στά τη μο­να­δι­κή με­ταλ­λα­γή που μπο­ρούν να διεκ­δι­κή­σουν, σχε­δόν κα­θ’ ο­λο­κλη­ρία, οι λε­γό­με­νοι κουλ­του­ριά­ρη­δες. Δι­κό τους κα­τόρ­θω­μα εί­ναι η κα­τα­στρα­τή­γη­ση της έν­νοιας του δια­τη­ρη­τέ­ου ε­ντός και ε­κτός ά­στεως, ώ­στε να προ­σαρ­μο­στεί η δια­τή­ρη­ση της πο­λι­τι­στι­κής κλη­ρο­νο­μιάς με το γού­στο και τις α­νέ­σεις τους. Ακό­μη και η ό­ψι­μη φρο­ντί­δα τους για τα πα­λαιά μο­νο­πά­τια δεν γί­νε­ται για το ελ­λη­νι­κό το­πίο, αλ­λά για τον πλου­τι­σμό τους μέ­σω του του­ρι­σμού. Ως πα­ρά­δειγ­μα, ο Πα­να­γιω­τό­που­λος ε­πι­λέ­γει έ­να μο­να­δι­κό θα­λάσ­σιο το­πίο α­πό τα Επτά­νη­σα, ό­που και έ­λα­βαν χώ­ρα τα πρώ­τα οι­κι­στι­κά ε­γκλή­μα­τα, ή­δη, α­πό τα πρώ­τα χρό­νια της Αλλα­γής. Τον Άγιο Νι­κή­τα της Λευ­κά­δας, που α­πό ψα­ρο­χώ­ρι με­τα­μορ­φώ­θη­κε σε του­ρι­στι­κό θέ­ρε­τρο. Ο συ­γκε­κρι­μέ­νος τό­πος προ­σφέ­ρε­ται και για έ­ναν ε­πι­πλέ­ον λό­γο. Έχει την “κρυ­φή” πα­ρα­λία του Μύ­λου, στην ο­ποία πη­γαί­νεις, ό­πως σε ό­λες τις “κρυ­φές” πα­ρα­λίες, με βαρ­κά­κι, αλ­λά και με μο­νο­πά­τι, α­νοιγ­μέ­νο στα βρά­χια, που την χω­ρί­ζουν α­πό την πα­ρα­λία του Αγίου Νι­κή­τα. Ο μύ­λος και το δύ­σβα­το μο­νο­πά­τι στο φρύ­δι του βρά­χου στά­θη­καν πρό­σφο­ρα στοι­χεία για το μα­γεί­ρε­μα του α­στυ­νο­μι­κού. 
Oλα αυ­τά τα γνω­ρί­ζει ο Κάϊν του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ό­μως, έ­χει τον τρό­πο να τα ε­ξω­ραΐζει, πεί­θο­ντας τους ντό­πιους, που, έ­τσι κι αλ­λιώς, τον ευ­γνω­μο­νούν για τα σε­μι­νά­ρια σε­να­ρίου, τα ο­ποία διορ­γα­νώ­νει στο νη­σί κά­θε κα­λο­καί­ρι με ευ­ρω­παϊκή υ­πο­στή­ρι­ξη. Εί­ναι η τρί­τη ι­διο­φυής ι­δέα του Πα­να­γιω­τό­που­λου, αν­τλη­μέ­νη α­πό την προ­σω­πι­κή του ε­μπει­ρία, κα­θώς, α­πό το 2003, δι­δά­σκει στα σε­μι­νά­ρια σε­να­ρίου, που γί­νο­νται στην Νί­συ­ρο. Για τις α­νά­γκες του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, με­τα­φέ­ρο­νται στον Άγιο Νι­κή­τα, που με­το­νο­μά­ζε­ται σε Και­νού­ριο. Στο τέ­ταρ­το κε­φά­λαιο, α­πό τα συ­νο­λι­κά 57 του βι­βλίου, α­νι­στο­ρεί­ται το πώς η πι­να­κί­δα του χω­ριού κα­τέ­λη­ξε να α­να­γρά­φει ΚΑΙΝ α­ντί για ΚΑΙ­ΝΟΥ­ΡΙΟ, που μπο­ρεί να δια­βα­στεί και Κάϊν, το ο­ποίο γερ­μα­νι­στί ση­μαί­νει το ο­μη­ρι­κό Ού­τις. Ένα ευ­ρη­μα­τι­κό ό­σο και πα­ρα­τρα­βηγ­μέ­νο λο­γο­παί­γνιο. Αν πά­σχει α­πό κά­τι το και­νού­ριο μυ­θι­στό­ρη­μα του Πα­να­γιω­τό­που­λου, αυ­τό εί­ναι η πλη­θώ­ρα ευ­ρη­μά­των και δα­νείων. Κυ­ρίως, α­πό το χώ­ρο του κι­νη­μα­το­γρά­φου, κα­θώς οι α­με­ρι­κα­νοί κα­θη­γη­τές των σε­μι­να­ρίων λαμ­βά­νο­νται αυ­τού­σιοι α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. 
Αδιά­κο­πα ει­ρω­νευό­με­νος ο συγ­γρα­φέ­ας, κλεί­νει συ­νε­χώς το μά­τι στον α­να­γνώ­στη, προ­σπα­θώ­ντας να κα­λύ­ψει μια τρια­κο­ντα­ε­τία. Η α­φή­γη­ση σταθ­μεύει στα δυο α­κραία χρο­νι­κά ση­μεία της, στα ο­ποία και μοι­ρά­ζε­ται ά­νι­σα. Μό­λις τέσ­σε­ρα κε­φά­λαια για τις δια­κο­πές της πα­ρέ­ας στο Και­νού­ριο, Ιού­λιο 1979, και έ­να πέ­μπτο για το κα­λο­καί­ρι του 1983. Σα­ρά­ντα για την εκ­δρο­μή της πα­ρέ­ας στο ί­διο μέ­ρος, του Αγίου Πνεύ­μα­τος, 5 με 8 Ιου­νίου 2009, ό­που το τε­τραή­με­ρο λό­γω ε­νός θα­νά­του ε­πι­μη­κύ­νε­ται. Υπάρ­χει, ω­στό­σο, μυ­θο­πλα­στι­κή συμ­με­τρία: μια ε­ρω­τι­κή συ­νεύ­ρε­ση και μια α­να­χώ­ρη­ση κλεί­νουν τα κε­φά­λαια του πα­ρελ­θό­ντος, ε­νώ μια α­πρό­σμε­νη συ­νά­ντη­ση και μια δεύ­τε­ρη α­να­χώ­ρη­ση του ί­διου προ­σώ­που, αλ­λά αυ­τή τη φο­ρά για τον Άλλο Κό­σμο, ε­κεί­να του πα­ρό­ντος. Κα­τά τα άλ­λα, σε έ­ξι κε­φά­λαια δί­νο­νται τα βιο­γρα­φι­κά των η­ρώων, τα ο­ποία μέ­νουν α­σύν­δε­τες πα­ράλ­λη­λες ι­στο­ρίες. Ού­τε το πώς προέ­κυ­ψε η ε­φη­βι­κή πα­ρέα μα­θαί­νου­με, ού­τε λε­πτο­μέ­ρειες για τις σχέ­σεις τους, πέ­ραν των ε­ρω­τι­κών. Πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πα­σχο­λούν οι γε­νι­κό­τε­ρης φύ­σεως αλ­λα­γές, που α­να­πτύσ­σο­νται στις συ­ζη­τή­σεις των άλ­λο­τε πο­τέ ε­φή­βων του ’79 με τους κα­θη­γη­τές ή και τους μό­νι­μους του­ρί­στες. 
Τε­λι­κά, ό­πως ο Κα­ρα­γιάν­νης, έ­τσι και ο Πα­να­γιω­τό­που­λος, τη γε­νιά του προ­σπα­θεί να α­πε­νο­χο­ποιή­σει. Ο πρώ­τος την α­πο­κα­λεί  “χα­μέ­νη γε­νιά”. Ο δεύ­τε­ρος, α­ντί­στοι­χα, κά­νει λό­γο για τον “φό­νο” του Άβελ. Με άλ­λα λό­για, για να τη λυ­τρώ­σει ε­ξι­δα­νι­κεύει  πρό­σω­πα, που κι­νή­θη­καν στο πε­ρι­θώ­ριο χω­ρίς πο­τέ να κρα­τή­σουν μπα­γκέ­τα πρώ­του μαέ­στρου στις με­τα­πο­λι­τευ­τι­κές πα­ρα­χορ­δίες. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 27/1/2013.

Αθήνα και πάλι Αθήνα

$
0
0


















Η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας, άλλοτε Κηφισίας, στη συμβολή της με την οδό Κουμπάρη, σε φωτογραφία της δεκαετίας του 1920. Δεξιά, στον αριθμό 17 της Βασ. Σοφίας, η οικία Χαροκόπου-Εμμανουήλ Μπενάκη (σήμερα Μουσείο Μπενάκη), έργο του αρχιτέκτονα Αναστάση Μεταξά. Δίπλα, στον αριθμό 15, η οικία Ράλλη-Σκαραμαγκά (πιθανόν έργο του Αριστοτέλη Ζάχου), είναι από τα τελευταία μέγαρα που κτίστηκαν στην οδό Βασ. Σοφίας. Κατεδαφίσθηκε το 1955 και στη θέση του κτίστηκε πολυώροφο κτήριο, που στεγάζει σήμερα το Υπουργείο Εσωτερικών.

Θα­νά­σης Γιο­χά­λας -
Τό­νια Κα­φετ­ζά­κη 
«Αθή­να 
Ιχνη­λα­τώ­ντας την πό­λη  
με ο­δη­γό την ι­στο­ρία
και τη λο­γο­τε­χνία» 
Εκδό­σεις Βι­βλιο­πω­λείον
της Εστίας 
Δε­κέμ­βριος 2012

Εί­ναι δύ­σκο­λος ο ει­δο­λο­γι­κός χα­ρα­κτη­ρι­σμός ε­νός βι­βλίου, ό­πως αυ­τό που συ­νέ­θε­σαν ο Θα­νά­σης Γιο­χά­λας και η Τό­νια Κα­φετ­ζά­κη για την πό­λη της Αθή­νας, α­ξιο­ποιώ­ντας έ­να ποι­κι­λό­μορ­φο και πλού­σιο σε πλη­ρο­φο­ρίες υ­λι­κό. Δεν θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ο­δη­γός της πό­λης, πα­ρό­λο που η δο­μή του κα­τά πε­ριο­χή το ε­ντάσ­σει, εκ πρώ­της ό­ψεως, στους ο­δη­γούς. Στο τε­λι­κό α­πο­τέ­λε­σμα, ό­μως, υ­πε­ρι­σχύει η α­νά­πτυ­ξη των ε­πί μέ­ρους ε­νο­τή­των υ­πό τη μορ­φή λημ­μά­των, που  το φέρ­νει πλη­σιέ­στε­ρα σε έ­ναν τύ­πο ε­γκυ­κλο­παι­δι­κού λε­ξι­κού της πό­λης. Άλλω­στε, τη χρή­ση του βι­βλίου ως ο­δη­γού τη δυ­σχε­ραί­νει το με­γά­λο σχή­μα του και η α­που­σία χαρ­το­γρα­φι­κής ει­κό­νας των συ­νοι­κιών, που δεν υ­πο­κα­θί­στα­ται α­πό την α­να­φο­ρά των ο­δών που τις πε­ρι­κλείουν. Ιδιαί­τε­ρα ό­ταν πρό­κει­ται για τους σκο­λιούς δρο­μί­σκους των πα­λαιών, ε­ξα­φα­νι­σμέ­νων σή­με­ρα, του­λά­χι­στον κα­τ’ ό­νο­μα, συ­νοι­κιών.  
    Αλλά ού­τε για με­λέ­τη πρό­κει­ται, κα­θώς, σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, α­παι­τεί­ται, πέ­ραν της συ­γκέ­ντρω­σης του υ­λι­κού, πρω­το­γε­νής έ­ρευ­να και έ­λεγ­χος της α­ξιο­πι­στίας των πη­γών, ι­δίως των πιο πρό­σφα­των. Εί­ναι γνω­στή η τά­ση των νεό­τε­ρων α­θη­ναιο­γρά­φων να ε­πι­λέ­γουν το πα­ρά­δο­ξο πε­ρι­στα­τι­κό και να κα­τα­φεύ­γουν στην κα­θ’ υ­περ­βο­λήν πε­ρι­γρα­φή του, ε­πι­διώ­κο­ντας μάλ­λον τον ε­ντυ­πω­σια­σμό. Από την άλ­λη, ο πλού­τος των α­φη­γή­σεων για το κλει­νόν ά­στυ εί­ναι τό­σο με­γά­λος, που αυ­τή η α­φθο­νία α­πο­τε­λεί μάλ­λον δυ­σχε­ρα­ντι­κό πα­ρά βο­η­θη­τι­κό στοι­χείο. Γι’ αυ­τό και χρειά­ζε­ται προ­σε­κτι­κό ξε­διά­λεγ­μα ε­κεί­νων των ψη­φί­δων, που με την συ­νέ­νω­σή τους θα δώ­σουν γνή­σια ει­κό­να των πα­λαιό­τε­ρων ό­ψεων της πό­λης και ό­χι μια με­τα­γε­νέ­στε­ρη α­ντα­νά­κλα­ση. Εκεί­νο α­πό το ο­ποίο κιν­δυ­νεύει έ­να πα­ρό­μοιο εγ­χεί­ρη­μα εί­ναι ο α­να­γνώ­στης να το α­ντι­με­τω­πί­σει σαν έ­να παι­χνί­δι ε­ρω­τα­πα­ντή­σεων, ό­πως το “trivial pursuit”, που ήρ­θε προ­σφά­τως α­πό την α­με­ρι­κα­νι­κή ή­πει­ρο και πο­λύ α­γα­πή­θη­κε. Προς τα ε­κεί, μά­λι­στα, έ­γει­ρε η δη­μο­σιο­γρα­φι­κή υ­πο­δο­χή του βι­βλίου.  
Εί­ναι το πρώ­το βι­βλίο των δυο συγ­γρα­φέων για την Αθή­να. Κερ­κυ­ραίος ο Γιο­χά­λας, γνώ­ρι­σε την πό­λη ως φοι­τη­τής στα πρώ­τα χρό­νια της Με­τα­πο­λί­τευ­σης. Από την ί­δια ε­πο­χή εί­ναι και οι πρώ­τες ε­ντυ­πώ­σεις της Κα­φετ­ζά­κη, αυ­τή Αθη­ναία αλ­λά αρ­κε­τά νεό­τε­ρη. Όπως α­να­φέ­ρουν στον πρό­λο­γο, χω­ρίς μνή­μες α­πό την Αθή­να πα­λαιό­τε­ρων δε­κα­ε­τιών, συν­θέ­τουν τις δια­δο­χι­κές ει­κό­νες της α­πό τις προ­σι­τές σε αυ­τούς ψη­φί­δες. Αυ­τό προσ­δί­δει μια κα­θο­ρι­στι­κή χροιά στο πό­νη­μά τους. Για πα­ρά­δειγ­μα, η Ομορ­φο­κ­κλη­σιά της συλ­λο­γι­κής μνή­μης α­να­φέ­ρε­ται ως η Όμορ­φη Εκκλη­σιά των σχε­τι­κών με­λε­τών. Ή, α­κό­μη, για να δο­θεί η α­τμό­σφαι­ρα στη γει­το­νιά του Κυ­πριά­δη, ε­πι­λέ­γε­ται α­πό­σπα­σμα α­πό το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα της Ιωάν­νας Κα­ρυ­στιά­νη, «Τα σακ­κιά», που δεν προϊδεά­ζει για την ι­διαι­τε­ρό­τη­τα αυ­τής της μο­να­δι­κής κά­πο­τε κη­πού­πο­λης και θα μπο­ρού­σε να α­να­φέ­ρε­ται σε μια ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λη συ­νοι­κία με ο­δω­νύ­μια ο­νό­μα­τα ποιη­τών. Κα­τά τα άλ­λα, οι νεό­τε­ρες πη­γές συ­χνά συμ­φύ­ρουν λά­θη, ό­πως, λ.χ., το ό­τι αυ­τή η πρώ­τη κη­πού­πο­λη δη­μιουρ­γή­θη­κε στο Με­σο­πό­λε­μο α­πό τον ε­πι­χει­ρη­μα­τία Μί­νωα Κυ­πριά­δη. Εκεί­νος, ό­μως, την εί­χε α­γο­ρά­σει στα τέ­λη του 19ου και αρ­χές του Με­σο­πο­λέ­μου, εί­χε πε­θά­νει. Στο Με­σο­πό­λε­μο, την δη­μιούρ­γη­σε ο αρ­χι­τέ­κτο­νας γιος του, Επα­μει­νών­δας Κυ­πριά­δης. 
Πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος συγ­γρα­φέ­ας και ε­ρα­σι­τέ­χνης ι­στο­ριο­δί­φης της Αθή­νας εί­ναι ο Γιο­χά­λας, σύμ­φω­να με το βιο­γρα­φι­κό του. Ενώ, για την Κα­φετ­ζά­κη εί­ναι το δεύ­τε­ρο βι­βλίο, με­τά την προ δε­κα­ε­τίας με­λέ­τη της «Προ­σφυ­γιά και λο­γο­τε­χνία. Ει­κό­νες του Μι­κρα­σιά­τη πρό­σφυ­γα στη με­σο­πο­λε­μι­κή πε­ζο­γρα­φία». Ίσως, αν έ­φτια­χνε μό­νη της το βι­βλίο της Αθή­νας, να α­κο­λου­θού­σε την ί­δια με­θο­δο­λο­γία. Δη­λα­δή, να α­να­ζη­τού­σε τις ει­κό­νες της πό­λης στη λο­γο­τε­χνία και να συ­νέ­θε­τε μια λο­γο­τε­χνι­κή πε­ρι­διά­βα­ση, ό­πως ε­κεί­νη που πρό­τει­νε προ τριε­τίας η συ­νο­μή­λι­κή της Δώ­ρα Μέ­ντη, «Η Αθή­να α­πό τον 19ο στον 20ο αιώ­να. Μια λο­γο­τε­χνι­κή πε­ρι­διά­βα­ση α­πό την πα­λιά ως τη ση­με­ρι­νή ει­κό­να της πό­λης». Αντ’ αυ­τής, στο βι­βλίο, που συ­νυ­πο­γρά­φει, προ­τάσ­σε­ται η πε­ριή­γη­ση στην πό­λη και σαν προ­σθή­κη –στα ε­κτε­νή λήμ­μα­τα και ό­ταν η ε­πο­πτεία των συγ­γρα­φέων το ε­πι­τρέ­πει– έρ­χε­ται ο “λο­γο­τε­χνι­κός πε­ρί­πα­τος”.  
Αυ­τός ο “πα­ράλ­λη­λος” πε­ρί­πα­τος δια­φέ­ρει α­πό ε­κεί­νον της Μέ­ντη. Κα­τ’ αρ­χάς, δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στα λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να, αλ­λά α­πλώ­νε­ται και σε α­να­γνώ­σμα­τα, ό­πως τα α­στυ­νο­μι­κά του Γιάν­νη Μα­ρή, τα βι­βλία του Δη­μή­τρη Ψα­θά, τα πα­λαιό­τε­ρα μπε­στ σέ­λερ του Φρέ­ντυ Γερ­μα­νού και της Λι­λής Ζω­γρά­φου, ή και κά­ποια πρό­σφα­τα, κα­θώς το μυ­θι­στό­ρη­μα της Ελέ­νης Πριο­βό­λου, που δια­κρί­θη­κε με το Βρα­βείο των Ανα­γνω­στών. Όσο για το λο­γο­τε­χνι­κό­τε­ρο τμή­μα του “πε­ρι­πά­του”, αυ­τό, σε σύ­γκρι­ση με το αν­θο­λό­γη­μα της Μέ­ντη, εί­ναι μι­κρό­τε­ρης έ­κτα­σης, κα­θώς οι μνη­μο­νευό­με­νοι συγ­γρα­φείς εί­ναι πε­ρί­που κα­τά δυο τρί­τα λι­γό­τε­ροι. Τα πα­ρα­θέ­μα­τα εί­ναι κυ­ρίως α­πό τα πε­ζά των πα­λαιό­τε­ρων, στα ο­ποία προ­στί­θε­νται και λι­γο­στές α­φη­γή­σεις των ε­πι­φα­νέ­στε­ρων της γε­νιάς του Με­σο­πο­λέ­μου, με προ­ε­ξάρ­χο­ντες τον Θε­ο­το­κά και τον Μυ­ρι­βή­λη. Ου­σια­στι­κά α­που­σιά­ζουν, ε­κτός α­πό δυο τρεις ε­ξαι­ρέ­σεις, ό­πως ο Μ. Κου­μα­ντα­ρέ­ας ή ο Κ. Τα­χτσής, οι με­τα­πο­λε­μι­κοί πε­ζο­γρά­φοι, που οι α­φη­γή­σεις τους θα μπο­ρού­σαν να πλου­τί­σουν τις πιο πρό­σφα­τες ει­κό­νες της πό­λης. Η ου­σια­στι­κή, ό­μως, δια­φο­ρο­ποίη­ση ε­ντο­πί­ζε­ται στην κυ­ριαρ­χία της α­φή­γη­σης. Λι­γό­τε­ροι οι ποιη­τές αλ­λά και α­πό αυ­τούς, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι αν­θο­λο­γού­νται με α­πο­σπά­σμα­τα α­πό τα πε­ζά τους κεί­με­να.  
Με μια μο­να­δι­κή ε­ξαί­ρε­ση, τον Γεώρ­γιο Σου­ρή. Οι στί­χοι του, με τον Φα­σου­λή, τον Πε­ρι­κλέ­το και τον Ρω­μηό, έρ­χο­νται ως διάν­θι­σμα και ε­πω­δός πολ­λών λημ­μά­των, προ­σθέ­το­ντας φαι­δρούς τό­νους, κά­πο­τε ι­διαί­τε­ρα ται­ρια­στούς με τη ση­με­ρι­νή κα­τά­στα­ση της πό­λης. Δί­κην πα­ρα­δείγ­μα­τος, προ 130 ε­τών, δη­μο­σιεύο­νται οι στί­χοι: «Χαί­ρε, λοι­πόν, Αθή­να μου, με ό­λη σου τη βρώ­μα, // Χαί­ρε, ω γη των ψο­φι­μιών και των ου­ρο­δο­χείων, // Χαί­ρε, ω πό­λις βρω­με­ρών και λυσ­σα­σμέ­νω σκύ­λων, // Χαί­ρε, ω πό­λις τε­μπε­λιάς, βλα­κείας και μα­λά­κας...». Δυ­στυ­χώς, ο δαί­μων του τυ­πο­γρα­φείου πα­ρεμ­βαί­νει στη μνη­μό­νευ­ση της προ­το­μής του στον κα­τά­λο­γο των γλυ­πτών του Ζαπ­πείου, ό­που α­να­φέ­ρε­ται ό­τι αυ­τή το­πο­θε­τή­θη­κε το 1934. Συ­γκε­κρι­μέ­να, δε­κα­τρία χρό­νια με­τά θά­να­τον, στις 12 Μαΐου 1932, έ­γι­ναν τα α­πο­κα­λυ­πτή­ρια, με τους ε­πι­σή­μους σε α­παρ­τία και τη Φι­λαρ­μο­νι­κή του Δή­μου να α­να­κρούει τον Εθνι­κό Ύμνο. Αλλά και στο λήμ­μα του Πρώ­του Νε­κρο­τα­φείου, τον λη­σμο­νούν, πα­ρό­λο που η προ­το­μή του, α­πό τα κα­λύ­τε­ρα έρ­γα του Νι­κο­λά­ου Γεωρ­γα­ντή, συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στα α­ξιό­λο­γα τα­φι­κά μνη­μεία του Νε­κρο­τα­φείου.  
Κα­τά τα άλ­λα, και αυ­τό το “α­φή­γη­μα” της Αθή­νας, α­πό την Αθή­να ως πρω­τεύου­σα του νε­ο­σύ­στα­του ελ­λη­νι­κού κρά­τους ξε­κι­νά­ει και φθά­νει μέ­χρι σή­με­ρα. Για την πλη­ρό­τη­τα ε­νός ο­δη­γού, προ­στί­θε­ται έ­να πρώ­το κε­φά­λαιο σύ­ντο­μης α­να­δρο­μής στην ι­στο­ρία της πό­λης και πα­ράρ­τη­μα για μια πλη­ρέ­στε­ρη πα­ρου­σία­ση του Δή­μου Αθη­ναίων. Στο ει­σα­γω­γι­κό κε­φά­λαιο, η “λο­γο­τε­χνι­κή πε­ρι­διά­βα­ση” πρω­το­τυ­πεί, αν­θο­λο­γώ­ντας για την πε­ρίο­δο των Τριά­κο­ντα Τυ­ράν­νων α­πό­σπα­σμα α­πό «Το μυ­θι­στό­ρη­μα του Ξε­νο­φώ­ντος» του Τά­κη Θε­ο­δω­ρό­που­λου, ε­νώ, για την Αθή­να με­τά τον Β΄ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, στί­χους του Σου­ρή. Ο κυ­ρίως κορ­μός του βι­βλίου α­φιε­ρώ­νε­ται σε δέ­κα πε­ριο­χές της πό­λης, ό­που η σει­ρά πα­ρά­τα­ξης ο­ρί­ζε­ται α­πό τη χρο­νι­κή πα­ρά­με­τρο. Κα­τά κά­ποιο τρό­πο, α­κο­λου­θεί τις με­τα­το­πί­σεις “της καρ­διάς της πό­λης”, α­πό την πα­λαιά πό­λη και τις συ­νοι­κίες γύ­ρω α­πό την Ακρό­πο­λη στο πρώ­το ε­μπο­ρι­κό κέ­ντρο και τη Νεά­πο­λη. Έπο­νται το ά­νοιγ­μα της πό­λης προς τον Πει­ραιά και α­ντί­στοι­χα, προς τα Φά­λη­ρα, τον Υμητ­τό και τα Πα­τή­σια. Όσο πα­λαιό­τε­ρη η πε­ριο­χή, τό­σο υ­πε­ρι­σχύει η α­φή­γη­ση και πε­ριο­ρί­ζε­ται ο λε­ξι­κο­γρα­φι­κός χα­ρα­κτή­ρας. Σε αυ­τό συμ­βάλ­λει ο μα­κρύ­τε­ρος και πιο ε­πί­λε­κτος λο­γο­τε­χνι­κός πε­ρί­πλους. Μπο­ρεί στην κα­το­πι­νή Αθή­να να μνη­μο­νεύο­νται τό­ποι συ­νά­ντη­σης, ό­πως κα­φε­νεία και τα πρώ­τα α­στι­κά ή και λο­γο­τε­χνι­κά σα­λό­νια, αλ­λά η α­να­φο­ρά ό­σων με­τεί­χαν σε αυ­τά με την πα­ρά­θε­ση ο­νο­μα­στι­κών κα­τα­λό­γων, χω­ρίς α­ντί­στοι­χη α­ξιο­ποίη­ση των λο­γο­τε­χνι­κών κει­μέ­νων, α­πο­δυ­να­μώ­νει αυ­τό το κομ­μά­τι.  
Στη μνη­μό­νευ­ση βιο­γρα­φι­κών στοι­χείων συγ­γρα­φέων και καλ­λι­τε­χνών, θα α­να­με­νό­ταν, πα­ρά τον α­να­γκα­στι­κά ε­πι­λε­κτι­κό της χα­ρα­κτή­ρα, να υ­πάρ­χει μέ­ρι­μνα για μια πιο συ­στη­μα­τι­κή α­να­φο­ρά. Για πα­ρά­δειγ­μα, ε­νώ α­να­φέ­ρο­νται οι δυο δια­δο­χι­κές κα­τοι­κίες Κα­ρα­γά­τση, δεν κα­τα­γρά­φο­νται οι α­ντί­στοι­χες του Τερ­ζά­κη, πα­ρό­λο που βρί­σκο­νται στις ί­διες συ­νοι­κίες. Τον δεύ­τε­ρο τον α­δί­κη­σε και ο δαί­μων του τυ­πο­γρα­φείου, αλ­λά­ζο­ντας το έ­τος του θα­νά­του του. Επί­σης, μια κά­πως α­ξιο­λο­γι­κή κα­τα­γρα­φή θα χρεια­ζό­ταν στα ερ­γα­στή­ρια καλ­λι­τε­χνών και τους διά­φο­ρους ε­παγ­γελ­μα­τι­κούς χώ­ρους. Τό­σα γλυ­πτά του Θω­μά Θω­μό­που­λου α­να­φέ­ρο­νται, θα μπο­ρού­σε να μνη­μο­νεύε­ται και το ερ­γα­στή­ριό του, ό­πως και κά­ποιων νεό­τε­ρων.  
Ση­μα­ντι­κό­τε­ρα τα υ­πάρ­χο­ντα ερ­γα­στή­ρια, ό­πως της Να­τα­λίας Με­λά στην πά­ρο­δο της ο­δού Ηρώ­δου Αττι­κού, την ο­δό Μου­ρού­ζη. Σε αυ­τήν, ο Οδη­γός α­να­φέ­ρει την Πυ­ρο­σβε­στι­κή Υπη­ρε­σία και το Μου­σείο-Αρχείο της Ε.Ρ.Τ., αλ­λά λη­σμο­νεί το Σπου­δα­στή­ριο Νέ­ου Ελλη­νι­σμού, ό­που στε­γά­ζο­νται τα Αρχεία Κ. Θ. Δη­μα­ρά και Γ. Π. Σαβ­βί­δη, και, στην α­πέ­να­ντι πλευ­ρά του δρό­μου, το ερ­γα­στή­ριο της Με­λά α­πό τη δε­κα­ε­τία του ’40. Η κα­η­μέ­νη η Με­λά κα­τα­χω­ρεί­ται στο Ευ­ρε­τή­ριο μα­ζί με τη συ­νο­νό­μα­τη για­γιά της, την Να­τα­λία Δρα­γού­μη-Με­λά. Από την Βι­βλιο­νέτ μέ­χρι τα Ευ­ρε­τή­ρια, οι συ­νο­νό­μα­τοι φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νοι να συ­στε­γά­ζο­νται. Ύστε­ρα, δεν υ­πήρ­ξαν μό­νο δυο φω­το­γρα­φεία στην Αθή­να. Μπο­ρεί του Φί­λιπ­που Μαρ­γα­ρί­τη να στά­θη­κε το πρώ­το της πό­λης και ε­κεί­νο του Γεωρ­γίου Μπού­κα, έ­να α­πό τα γνω­στά του Με­σο­πο­λέ­μου, αλ­λά υ­πήρ­χαν και άλ­λα ε­ξί­σου διά­ση­μων φω­το­γρά­φων. Για πα­ρά­δειγ­μα, κα­τά τον 19ο αιώ­να, στην ο­δό Ερμού βρί­σκο­νταν τα φω­το­γρα­φεία του Πέ­τρου Μω­ραΐτη, των Αδελ­φών Ρω­μαΐδη και στο Με­σο­πό­λε­μο, ε­κεί­νο της Nelly’s. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως,  η φω­το­γρα­φία ε­ξω­φύλ­λου εί­ναι του Μω­ραΐτη, αλ­λά, στο βι­βλίο, α­να­φέ­ρε­ται μό­νο ο συ­νο­νό­μα­τός του γλύ­πτης, δη­μιουρ­γώ­ντας σύγ­χυ­ση.  
Εδώ, ό­μως, θα πρέ­πει να στα­μα­τή­σου­με τις ε­πι­μέ­ρους πα­ρα­τη­ρή­σεις. Όταν το βι­βλίο εί­ναι έ­τοι­μο, εύ­κο­λα α­σκεί­ται κρι­τι­κή. Το δύ­σκο­λο εί­ναι να στή­σεις έ­να πα­ρό­μοιο βι­βλίο. Υπήρ­χαν του­ρι­στι­κοί ο­δη­γοί, “λο­γο­τε­χνι­κές πε­ρι­δια­βά­σεις”, βι­βλία για ε­πι­μέ­ρους συ­νοι­κίες, α­κό­μη και βι­βλία με πε­ρι­πά­τους σε ο­λό­κλη­ρη την πε­ριο­χή του κέ­ντρου της Αθή­νας, ό­πως του Διο­νύ­ση Ηλιό­που­λου, «Εν Αθή­ναις, Κά­πο­τε... Η Πό­λις και οι Δρό­μοι της διη­γού­νται την Ιστο­ρία τους», που έ­χει πα­ρα­πλή­σια με το πρό­σφα­το δο­μή, ω­στό­σο έ­λει­πε ο με­θο­δι­κός και ε­παυ­ξη­μέ­νος συν­δυα­σμός, που να προ­σφέ­ρει πλού­το πλη­ρο­φο­ριών και να δια­θέ­τει α­φη­γη­μα­τι­κή γλα­φυ­ρό­τη­τα. Κι αυ­τό το κα­τόρ­θω­σαν οι δυο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νοι ι­στο­ριο­δί­φες της Αθή­νας.  

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 3/2/2013.

Με ένα βιβλίο ξεχνιέμαι

$
0
0


Δεν εί­ναι κα­λή ι­δέα, ού­τε και συ­νη­θί­ζε­ται, έ­νας κρι­τι­κός να σχο­λιά­ζει τα δη­μο­σιεύ­μα­τα άλ­λων κρι­τι­κών, χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει ό­τι η κρι­τι­κή της κρι­τι­κής δεν θα μπο­ρού­σε να α­πο­βεί ω­φέ­λι­μη και για τις δυο πλευ­ρές. Εμείς, πά­ντως, δεν θα α­πο­τολ­μή­σου­με κά­τι πα­ρό­μοιο, για­τί γνω­ρί­ζου­με εξ ι­δίων πό­σο δυ­σα­ρε­στούν α­κό­μη και οι πιο κα­λο­προ­αί­ρε­τες με ε­παρ­κή ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία κρί­σεις. Θα α­να­φερ­θού­με σε δυο συ­γκε­κρι­μέ­νες ε­πι­σκο­πή­σεις της λο­γο­τε­χνίας του 2012. Εί­ναι της Ελι­σά­βετ Κοτ­ζιά και του Δη­μο­σθέ­νη Κούρ­το­βικ. Και αυ­τό ό­χι για να κρί­νου­με τις ε­πι­λο­γές τους, αλ­λά για­τί μας βο­η­θούν να ε­πι­ση­μά­νου­με ο­ρι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και να δια­τυ­πώ­σου­με κά­ποιες α­πο­ρίες.

Πα­ρή­γο­ρες δια­πι­στώ­σεις

Η Κοτ­ζιά, στην ε­πι­σκό­πη­ση του πε­ρα­σμέ­νου έ­τους, με τον τίτ­λο, «Η λο­γο­τε­χνία ά­ντε­ξε και το 2012», ξε­κι­νώ­ντας α­πό την τεκ­μη­ρίω­ση, ό­τι οι ελ­λη­νι­κοί τίτ­λοι μυ­θι­στο­ρη­μά­των, συ­νυ­πο­λο­γι­ζό­με­νων εκ­δό­σεων, ε­πα­νεκ­δό­σεων και η­λεκ­τρο­νι­κών εκ­δό­σεων, έ­φθα­σαν στο 2012 τους 519, έ­να­ντι 508 του προ­η­γού­με­νου έ­τους και 401 του 2009, συ­μπε­ραί­νει ό­τι η “λο­γο­τε­χνία δια­θέ­τει πα­ρη­γο­ρη­τι­κή δρά­ση”. Για να συ­νε­χί­σει με την δια­πί­στω­ση, ό­τι “η ε­ξω­τε­ρι­κή ει­κό­να της λο­γο­τε­χνι­κής ζωής μοιά­ζει να μην έ­χει αγ­γι­χτεί α­πό την κρί­ση”, α­φού, ε­κτός α­πό “πλού­σια συ­γκο­μι­δή τίτ­λω­ν”, υ­πάρ­χουν “βρα­βεία, πε­ριο­δι­κά, βι­βλιο­κρι­σίες και βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις”. Απο­ρού­με με αυ­τές τις αι­σιό­δο­ξες δια­πι­στώ­σεις. Εμείς, α­ντι­θέ­τως, έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι, σε ό­λους τους το­μείς, τα λί­γα γί­νο­νται α­κό­μη λι­γό­τε­ρα. 
Τα πέ­ντε λο­γο­τε­χνι­κά βρα­βεία ευ­ρύ­τε­ρης α­να­γνώ­ρι­σης, τα ο­ποία α­πο­νέ­μο­νται σε ε­τή­σια βά­ση (Κρα­τι­κά, Ακα­δη­μίας Αθη­νών, του πε­ριο­δι­κού «Δια­βά­ζω», το «Athens Literature Prize» του πε­ριο­δι­κού «(δέ)κα­τα», το «Βρα­βείο των Ανα­γνω­στών» του Ε.ΚΕ.ΒΙ.),  φαί­νε­ται ό­τι θα μεί­νουν τρία, α­φού το πε­ριο­δι­κό «Δια­βά­ζω» στα­μά­τη­σε την κυ­κλο­φο­ρία του και το Ε.ΚΕ.ΒΙ. κα­ταρ­γή­θη­κε. Του­λά­χι­στον τρία μα­κρό­βια λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά («Δια­βά­ζω», «Η Λέ­ξη», «Το Πλα­νό­διον») διέ­κο­ψαν την κυ­κλο­φο­ρία τους και δυο («Νέα Εστία», «Νέα Ευ­θύ­νη») μείω­σαν τη συ­χνό­τη­τα κυ­κλο­φο­ρίας τους. Όσο για τις βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις, έ­τσι ό­πως γί­νο­νται, κα­θί­στα­ται ό­λο και δυ­σχε­ρέ­στε­ρος ο δια­χω­ρι­σμός τους α­πό τις δια­φη­μι­στι­κές κα­τα­χω­ρή­σεις. Απο­μέ­νουν οι βι­βλιο­κρι­σίες, ό­που θα πρέ­πει, πριν α­να­φερ­θού­με στην πυ­κνή ή ό­χι πα­ρου­σία τους, να συμ­φω­νή­σου­με για την αμ­φι­λε­γό­με­νη διά­κρι­ση α­νά­με­σα στην κρι­τι­κή και την πα­ρου­σία­ση. Αν, πά­ντως, πά­ρου­με ως έ­να πρώ­το κρι­τή­ριο τον συ­στη­μα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα τους, συ­νή­θως σε ε­παγ­γελ­μα­τι­κή βά­ση, τό­τε πε­ριο­ρι­ζό­μα­στε στις μό­νι­μες στή­λες ε­φη­με­ρί­δων και πε­ριο­δι­κών. Αυ­τές, ό­μως, ό­χι μό­νο δεν πλη­θαί­νουν, αλ­λά τεί­νουν να ε­κλεί­ψουν, ύ­στε­ρα α­πό την κα­τάρ­γη­ση ή και συρ­ρί­κνω­ση των βι­βλια­κών έν­θε­των στις ε­φη­με­ρί­δες, ό­πως και τη δια­κο­πή έκ­δο­σης λο­γο­τε­χνι­κών πε­ριο­δι­κών, που έ­δι­ναν βά­ρος στην πα­ρου­σία­ση βι­βλίων. Ανά­με­σα στις α­πώ­λειες εί­ναι και ε­κεί­νη της ε­βδο­μα­διαίας στή­λης της ί­διας της Κοτ­ζιά στην ε­φη­με­ρί­δα «Η Κα­θη­με­ρι­νή», κα­θώς και η α­ραιό­τε­ρη δη­μο­σίευ­ση της σε­λί­δας βι­βλιο­κρι­τι­κής του Κούρ­το­βικ στο «Βι­βλιο­δρό­μιο», το βι­βλια­κό έν­θε­το της ε­φη­με­ρί­δας «Τα Νέ­α».

Στο ό­νο­μα της κρί­σης

Η συρ­ρί­κνω­ση του συ­γκε­κρι­μέ­νου έν­θε­του, που ή­ταν το πρώ­το που ξε­κί­νη­σε και α­κο­λού­θη­σαν τα «Βι­βλία» του «Βή­μα­τος» και η «Βι­βλιο­θή­κη» της «Ελευ­θε­ρο­τυ­πίας», γί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο αι­σθη­τή, έ­τσι ό­πως έ­μει­νε νε­κρο­ζώ­ντα­νο να φθί­νει. Δεν μειώ­θη­καν μό­νο οι σε­λί­δες του. Έχα­σε τη φυ­σιο­γνω­μία του και σε αυ­τό συ­νέ­τει­νε η α­πο­μά­κρυν­ση δυο βα­σι­κών συ­ντα­κτών. Κα­τ’ αρ­χάς, α­πο­χώ­ρη­σε η Μι­κέ­λα Χαρ­του­λά­ρη, που εί­χε α­πό την αρ­χή την ευ­θύ­νη για την κα­τάρ­τι­σή του, κρα­τώ­ντας η ί­δια την τε­λευ­ταία σε­λί­δα, ό­που πα­ρου­σία­ζε γεν­ναιό­δω­ρα και σχε­δόν κα­τά α­πο­κλει­στι­κό­τη­τα τα και­νού­ρια βι­βλία ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας. Ταυ­τό­χρο­να, στα­μά­τη­σε να δη­μο­σιεύει ο Κώ­στας Γεωρ­γου­σό­που­λος. Κα­τά την ε­κτί­μη­σή μας, η α­που­σία του συ­νο­λι­κά α­πό την ε­φη­με­ρί­δα α­πο­τε­λεί με­γά­λη α­πώ­λεια για τις πο­λι­τι­στι­κές σε­λί­δες εν γέ­νει του Τύ­που. Με την ε­βδο­μα­διαία σε­λί­δα θε­α­τρι­κής κρι­τι­κής, τη σε­λί­δα στο «Βι­βλιο­δρό­μιο» και τα μο­νό­στη­λα, ή­ταν η πιο δυ­να­μι­κή και ω­φέ­λι­μη, ι­δίως για νεό­τε­ρους α­να­γνώ­στες, πα­ρέμ­βα­ση στον κα­θη­με­ρι­νό Τύ­πο. Ο συν­δυα­σμός κρι­τι­κής ο­ξυ­δέρ­κειας και ευ­ρύ­τε­ρης γνώ­σης λο­γο­τε­χνι­κού και θε­α­τρι­κού λό­γου, έ­τσι ό­πως εν­δυ­να­μώ­νο­νταν α­πό την ε­πί τέσ­σε­ρις δε­κα­ε­τίες πα­ρα­κο­λού­θη­ση του γη­γε­νούς θεά­τρου αλ­λά και συ­νο­λι­κά του πνευ­μα­τι­κού βίου, κα­τέ­λη­γε σε έ­να στέ­ρεο φράγ­μα για τις με­τα­μο­ντερ­νί­στι­κες και γε­νι­κό­τε­ρες υ­περ­βο­λές. Εμείς, α­πό τη θέ­ση του α­να­γνώ­στη, α­δυ­να­τού­με να α­ντι­λη­φθού­με τη στρα­τη­γι­κή των αν­θρώ­πων που δια­χει­ρί­ζο­νται τις τύ­χες των ε­φη­με­ρί­δων. Πολ­λά γί­νο­νται εν ο­νό­μα­τι της κρί­σης, αλ­λά, προ­φα­νώς, ό­χι λό­γω αυ­τής, α­φού δεν εί­ναι λί­γες οι πε­ρι­πτώ­σεις, που η α­πο­μά­κρυν­ση συ­ντα­κτών και η α­πί­σχναν­ση έν­θε­των δεν συ­ντε­λεί­ται με οι­κο­νο­μι­κά κρι­τή­ρια.

519 τίτ­λοι

Και ε­πα­νερ­χό­μα­στε στην ε­πι­σκό­πη­ση της Κοτ­ζιά. Κα­λή εί­ναι η αι­σιο­δο­ξία, αλ­λά για να α­πο­βεί ε­ποι­κο­δο­μη­τι­κή, θα πρέ­πει να ξε­κι­νά­ει α­πό την πα­ρα­τή­ρη­ση του τι πραγ­μα­τι­κά συμ­βαί­νει. Μέ­νει, λοι­πόν, η “πλού­σια συ­γκο­μι­δή τίτ­λω­ν”, ι­διαί­τε­ρα μυ­θι­στο­ρη­μά­των, που την  ο­δή­γη­σε στην “εύ­λο­γη”, ό­πως υ­πο­στη­ρί­ζει, “υ­πό­θε­ση πως η λο­γο­τε­χνία δια­θέ­τει πα­ρη­γο­ρη­τι­κή δρά­ση”. Σε τι, ό­μως, ο­φεί­λε­ται αυ­τή η “πλού­σια συ­γκο­μι­δή τίτ­λω­ν” μυ­θι­στο­ρη­μά­των, που α­ντι­στοι­χεί σε αύ­ξη­ση της τά­ξης του 29.5% μέ­σα σε μια τριε­τία; Μή­πως αυ­ξή­θη­καν, και λό­γω κρί­σης, οι ε­πα­νεκ­δό­σεις πα­λαιό­τε­ρων ή και νεό­τε­ρων, κα­θώς αυ­τοί οι τε­λευ­ταίοι αλ­λά­ζουν ό­λο και συ­χνό­τε­ρα εκ­δο­τι­κό οί­κο, α­παι­τώ­ντας τη με­τα­κό­μι­ση και των βι­βλίων τους; Μή­πως πολ­λα­πλα­σιά­στη­καν οι πλη­ρω­μέ­νες α­πό τους συγ­γρα­φείς εκ­δό­σεις, κα­θώς ο­ρι­σμέ­νοι εκ­δό­τες ει­δι­κεύο­νται πλέ­ον σε αυ­τές, φρο­ντί­ζο­ντας για την ό­σο το δυ­να­τόν κα­λύ­τε­ρη προώ­θη­σή τους; Αυ­τοί, πά­ντως, οι 118 ε­πι­πλέ­ον τίτ­λοι, ό­ποια αλ­λα­γή και να τους έ­φε­ρε, δεν αρ­κούν για να κα­τα­λή­ξου­με στην πα­ρη­γο­ρη­τι­κή ή ό­ποια άλ­λη δρά­ση της λο­γο­τε­χνίας. Για έ­να πα­ρό­μοιο συ­μπέ­ρα­σμα α­παι­τού­νται δια­φο­ρε­τι­κά α­ριθ­μη­τι­κά δε­δο­μέ­να. Όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, πό­σα α­πό τα 519 μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ε­ξάν­τλη­σαν την πρώ­τη έκ­δο­ση, πό­σα έ­φθα­σαν στην τρί­τη και πό­σα κα­τόρ­θω­σαν να ει­σέλ­θουν στα δέ­κα κο­ρυ­φαία του 2012. Σε δι­σέ­λι­δο του «Βι­βλιο­δρο­μίου» δί­νε­ται ως ε­πι­κε­φα­λί­δα «Το top ten του 2012» και στο συ­νο­δευ­τι­κό άρ­θρο του Μα­νώ­λη Πι­μπλή α­να­φέ­ρο­νται ό­σα βι­βλία υ­πε­ρέ­βη­σαν σε πω­λή­σεις τα 5000 α­ντί­τυ­πα. Με βά­ση αυ­τά τα δε­δο­μέ­να, η πιο εύ­λο­γη υ­πό­θε­ση εί­ναι πως σε και­ρό κρί­σης και α­νερ­γίας, που κα­τα­τρύ­χει ι­διαί­τε­ρα τις γυ­ναί­κες, ι­σχύει πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά πο­τέ το πα­λαιό σλό­γκαν, “Με έ­να βι­βλίο ξε­χνιέ­μαι”.
Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, στην κο­ρυ­φαία δε­κά­δα, εμ­φα­νί­ζο­νται έ­ξι ελ­λη­νι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, πέ­ντε ε­ρω­τι­κά α­πό τις εκ­δό­σεις Ψυ­χο­γιός και το α­στυ­νο­μι­κό της ντε­τέ­κτιβ - δη­μο­σιο­γρά­φου Αγγε­λι­κής Νι­κο­λού­λη. Ο Πι­μπλής α­να­φέ­ρει, κα­τά φθί­νου­σα σει­ρά πω­λή­σεων, α­κό­μη έ­ξι μυ­θι­στο­ρή­μα­τα α­πό τις εκ­δό­σεις Ψυ­χο­γιός –στο βαθ­μό που μπο­ρού­με να κρί­νου­με α­πό τους τίτ­λους, κι αυ­τά ε­ρω­τι­κά– στα ο­ποία προ­σθέ­τει έ­να α­κό­μη ε­ρω­τι­κό α­πό άλ­λο εκ­δο­τι­κό οί­κο. Με­τά πα­ρα­θέ­τει με­τα­φρά­σεις ξέ­νων μυ­θι­στο­ρη­μά­των και στη συ­νέ­χεια, ει­σέρ­χε­ται “στην ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία”. Σε αυ­τήν την κα­τη­γο­ρία, κα­τα­γρά­φει 17 μυ­θι­στο­ρή­μα­τα συν έ­να του Γιάν­νη Μα­ρή. Αυ­τό το δι­σέ­λι­δο των μπε­στ σέ­λερ δη­μο­σιεύε­ται δί­πλα στη δι­σέ­λι­δη ε­πι­σκό­πη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φι­κής πα­ρα­γω­γής του Κούρ­το­βικ. Αν α­να­ζη­τή­σου­με στις ε­πι­σκο­πή­σεις των δυο κρι­τι­κών τα 17 μυ­θι­στο­ρή­μα­τα που πέ­ρα­σαν το φράγ­μα των 5000 α­ντι­τύ­πων, στης Κοτ­ζιά βρί­σκου­με μό­νο έ­να, το μυ­θι­στό­ρη­μα της Σο­φίας Νι­κο­λαΐδου, που άγ­γι­ξε τα 5000 α­ντί­τυ­πα (ό­πως φαί­νε­ται οι δια­δο­χι­κές εκ­δό­σεις εί­ναι πλέ­ον των 500 α­ντι­τύ­πων έ­να­ντι των 1000 ή 2000 πα­λαιό­τε­ρα)  και στου Κούρ­το­βι­κ, τρία, του Διο­νύ­ση Χα­ρι­τό­που­λου, που έ­φθα­σε τα 11.500 α­ντί­τυ­πα, του Ανδρέα Μή­τσου στα 6000 και της Νι­κο­λαΐδου. 

Δύο κα­τη­γο­ρίες

Κα­τά την ε­κτί­μη­σή μας, αυ­τά τα δε­δο­μέ­να μας ο­δη­γούν σε έ­να και μο­να­δι­κό συ­μπέ­ρα­σμα. Ότι εί­ναι και­ρός να στα­μα­τή­σου­με την κα­τά­τα­ξη στην ί­δια ο­μά­δα α­να­γνώ­σμα­τος και λο­γο­τε­χνι­κού βι­βλίου. Για­τί α­δι­κού­με και τα δυο, ό­πως, άλ­λω­στε, συμ­βαί­νει πά­ντο­τε στις ο­μα­δο­ποιή­σεις α­νό­μοιων πραγ­μά­των. Αυ­τές οι δυο κα­τη­γο­ρίες εί­ναι γνω­στό ό­τι έ­χουν δια­φο­ρε­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, τα ο­ποία κα­λό εί­ναι να λαμ­βά­νο­νται υ­π’ ό­ψη στις βι­βλιο­κρι­τι­κές και τις βρα­βεύ­σεις, πό­σω μάλ­λον ό­ταν οι α­ρε­τές των μεν προ­σμε­τρώ­νται στα ε­λατ­τώ­μα­τα των δε και α­ντι­στρό­φως. Ει­δάλ­λως, ε­πέρ­χε­ται σύγ­χυ­ση, κι αυ­τή φά­νη­κε σε ό­λη της την έ­κτα­ση, ό­ταν προέ­κυ­ψε το «Βρα­βείο των Ανα­γνω­στών», το ο­ποίο θεώ­ρη­σαν οι θε­σμο­θέ­τες του, ό­τι για να έ­χει κύ­ρος, θα πρέ­πει να α­πο­νέ­με­ται σε βι­βλίο της λο­γο­τε­χνίας, αν ό­χι της υ­ψη­λής, του­λά­χι­στον της ε­λα­φράς. Οπό­τε ο νεό­κο­πος θε­σμός κα­τα­στρα­τη­γή­θη­κε ποι­κι­λο­τρό­πως. Κά­θε χρό­νο δο­κι­μά­στη­κε και έ­νας δια­φο­ρε­τι­κός τρό­πος χει­ρα­γώ­γη­σης, εκ­θέ­το­ντας θε­σμο­θέ­τες και βρα­βευ­μέ­νους, αλ­λά και α­φή­νο­ντας πα­ρα­πο­νε­μέ­νους τους α­γα­πη­μέ­νους των α­να­γνω­στών συγ­γρα­φείς. 
Βε­βαίως, το πρό­βλη­μα πα­ρα­μέ­νει, α­φού δεν δια­θέ­του­με κά­ποια λυ­δία λί­θο της λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τας ε­νός βι­βλίου. Για πα­ρά­δειγ­μα, οι δυο ε­πι­σκο­πή­σεις συ­μπί­πτουν μό­νο σε ε­πτά βι­βλία ε­πί συ­νό­λου 22 της Κοτ­ζιά και 23 του Κούρ­το­βι­κ, αλ­λά και σε αυ­τά α­πέ­χουν στην α­ξιο­λό­γη­σή τους. Εν τέ­λει, συμ­φω­νούν μό­νο σε έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα, το πρό­σφα­το του Θεό­δω­ρου Γρη­γο­ριά­δη, «Το μυ­στι­κό της Έλλης». Εκεί­νο, που βρί­σκου­με εν­δια­φέ­ρον σε αυ­τήν τη μό­νη σύ­μπτω­ση εί­ναι ό­τι ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στο θέ­μα του εν λό­γω βι­βλίου. Το­νί­ζε­ται πό­σο κα­λά “α­φο­μοιώ­θη­κε το θέ­μα της κρί­σης στον ορ­γα­νι­σμό της ι­στο­ρίας”, πό­σο κα­λά πα­ρου­σιά­ζε­ται “ο α­συ­νή­θι­στα αρ­μο­νι­κός έ­ρω­τας μιας πε­νη­ντά­χρο­νης με έ­ναν κα­τά πο­λύ νεό­τε­ρο ά­ντρα στις υ­πο­βαθ­μι­σμέ­νες α­θη­ναϊκές συ­νοι­κίες” ή τέ­λος, ό­τι εί­ναι έ­να “συ­γκι­νη­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα”. Πρό­κει­ται για ε­πι­ση­μάν­σεις χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών, που μπο­ρεί να κα­τα­στή­σουν έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα ευ­πώ­λη­το, ω­στό­σο δεν ε­δραιώ­νουν το λο­γο­τε­χνι­κό του χα­ρα­κτή­ρα. Μή­πως, ό­ταν δί­νου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο βά­ρος στο θέ­μα, ο­λι­σθαί­νου­με στην ε­ξο­μοίω­ση α­να­γνώ­σμα­τος και λο­γο­τε­χνι­κού βι­βλίου;

Δύ­σκο­λη διά­κρι­ση

Πριν προ­χω­ρή­σου­με, να ση­μειώ­σου­με μια βα­σι­κή δια­φο­ρά α­νά­με­σα στις δυο ε­πι­σκο­πή­σεις. Η Κοτ­ζιά θεω­ρεί το σύ­νο­λο της πε­ζο­γρα­φι­κής πα­ρα­γω­γής, δη­λα­δή μυ­θι­στό­ρη­μα και διή­γη­μα, με α­πο­τέ­λε­σμα, στον ε­πί μέ­ρους σχο­λια­σμό, να υ­πει­σέρ­χε­ται, σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις, και η μορ­φή, ε­νώ α­πο­δί­δε­ται φό­ρος τι­μής σε έ­να δυο μά­στο­ρες και “στυ­λί­στες”. Αντι­θέ­τως, ο Κούρ­το­βικ πε­ριο­ρί­ζε­ται στο μυ­θι­στό­ρη­μα, το ο­ποίο, ό­πως έ­χει κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη δη­λώ­σει, θεω­ρεί το κυ­ρίαρ­χο εί­δος. Στην ε­πι­σκό­πη­σή του, μό­νο σε δυο πε­ρι­πτώ­σεις, α­να­φέ­ρε­ται στη μορ­φή, με τις αό­ρι­στες δια­τυ­πώ­σεις, “κα­λο­γραμ­μέ­νο” και “πε­ρί­τε­χνο”. Κα­τά τα άλ­λα, ο σχο­λια­σμός και των δυο κα­τευ­θύ­νε­ται α­πό το θέ­μα, α­φού, ό­μως, προ­η­γου­μέ­νως, έ­χουν προσ­διο­ρί­σει ποια θέ­μα­τα θεω­ρούν α­ξιό­λο­γα. 
Αυ­τή η θε­μα­τι­κή ο­ριο­θέ­τη­ση δεί­χνει α­ντί­στοι­χη με τον πε­ριο­ρι­σμό στα βι­βλία, που μπο­ρούν να εί­ναι υ­πο­ψή­φια για το «Βρα­βείο των Ανα­γνω­στών». Εκεί, κά­ποιος (ε­πι­τρο­πή κρι­τι­κών, Λέ­σχες  Ανά­γνω­σης) α­να­λαμ­βά­νει ρό­λο κη­δε­μό­να του α­να­γνώ­στη, ο­ρί­ζο­ντας το υ­πο­σύ­νο­λο των βι­βλίων α­πό το  ο­ποίο ε­κεί­νος κα­λεί­ται να ε­πι­λέ­ξει. Αντ’ αυ­τού, οι κρι­τι­κοί ο­ρί­ζουν τα ά­ξια μνη­μό­νευ­σης θέ­μα­τα, ό­πως η κρί­ση, οι ι­στο­ρι­κές πε­ρι­πέ­τειες της χώ­ρας, η προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση ή, ως κο­ρω­νί­δα, τα θέ­μα­τα οι­κου­με­νι­κής εμ­βέ­λειας. Έτσι, πα­ρα­με­ρί­ζο­νται τα συ­νή­θη θέ­μα­τα των μπε­στ σέ­λε­ρ, ό­πως ε­ρω­τι­κά,  πε­ρι­πε­τειώ­δη, α­στυ­νο­μι­κά, με σα­σπέ­νς, ε­κτός κι αν ο συγ­γρα­φέ­ας τους φρό­ντι­σε να δέ­σει την ι­στο­ρία του με κά­ποιο μεί­ζον ι­στο­ρι­κό γε­γο­νός. Με­τά έρ­χε­ται η α­ξιο­λό­γη­ση των προ­κρι­νό­με­νων βά­σει του θέ­μα­τος μυ­θι­στο­ρη­μά­των. Μέ­νου­με με την ε­ντύ­πω­ση, πως ε­κτι­μά­ται το ευα­νά­γνω­στο βι­βλίο, που πλη­ροί ο­ρι­σμέ­νες ι­δε­ο­λο­γι­κές προ­δια­γρα­φές, ε­νώ, ως προς τη μορ­φή, δια­θέ­τει τις α­ρε­τές των ευ­πώ­λη­των. Ανε­ξάρ­τη­τα αν, λό­γω θέ­μα­τος, δεν ε­μπί­πτει σε ε­κεί­να με τη με­γά­λη α­να­γνω­σι­μό­τη­τα. Για­τί μπο­ρεί έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα για τους Βαλ­κα­νι­κούς πο­λέ­μους να εί­ναι ευ­κο­λο­α­νά­γνω­στο αλ­λά θε­μα­τι­κά α­διά­φο­ρο για το με­γά­λο  κοι­νό, που θέ­λει να ξε­χα­στεί με “πε­νή­ντα α­πο­χρώ­σεις” πρά­ξεως σπου­δαίας και “τρεις” ή και δε­κα­τρείς “υ­πο­σχέ­σεις”, ι­δίως σε πε­ρίο­δο ι­σχνών α­γε­λά­δων σε ό­λους τους το­μείς, του ε­ρω­τι­κού συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, το σχε­τι­κό με τους Βαλ­κα­νι­κούς μυ­θι­στό­ρη­μα του Γιαν­νιώ­τη Σπύ­ρου Γό­γο­λου εί­ναι σο­δειά 2011, ό­πως και το σχε­τι­κό με την κρί­ση μυ­θι­στό­ρη­μα του Τά­κη Θε­ο­δω­ρό­που­λου. 
Πε­ρί Κρι­τη­ρίων

Επα­να­λαμ­βά­νου­με, μα­κριά α­πό ε­μάς η κρι­τι­κή της κρι­τι­κής, αλ­λά μέ­νει το ε­ρώ­τη­μα: Ο τίτ­λος, που ε­πι­λέ­γει ο Κούρ­το­βι­κ, «Το γά­λα των ι­σχνών α­γε­λά­δων», δεν υ­πό­σχε­ται προ­βο­λή του λο­γο­τε­χνι­κού α­πο­στάγ­μα­τος της χρο­νιάς; Κι ό­μως, ε­κεί­νος το α­πορ­ρί­πτει, ό­που κι αν το βρει. Στο έ­να λό­γω πα­ρω­χη­μέ­νου θέ­μα­τος, στο άλ­λο λό­γω θε­μα­τι­κής ε­πα­νά­λη­ψης, σε έ­να τρί­το για­τί ο συγ­γρα­φέ­ας ε­ξάν­τλη­σε τις πη­γές έ­μπνευ­σής του, που υ­πο­θέ­του­με ό­τι ση­μαί­νει πως κι αυ­τός θε­μα­τι­κά ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται, ε­νώ σε έ­να τέ­ταρ­το βρί­σκει προ­βλη­μα­τι­κή την τε­χνι­κή α­πό­στα­ξης. Τε­λι­κά, κά­νει την έκ­πλη­ξη, προ­τεί­νο­ντας α­ντί για γά­λα κά­τι πιο τερ­ψι­λα­ρύγ­γιο για δια­νοού­με­νους, ε­θι­σμέ­νους στην α­νά­γνω­ση δο­κι­μίων. Κά­τι σαν το φρα­που­τσί­νο, ού­τε γά­λα ού­τε κα­φές, αλ­λά γαρ­γα­λι­στι­κό μίγ­μα. Προ­τεί­νει το μυ­θι­στό­ρη­μα, που κα­ταρ­γεί τα ει­δο­λο­γι­κά στε­γα­νά: “Μυ­θο­πλα­σία, αυ­το­βιο­γρα­φία, δο­κί­μιο, πο­λι­τι­σμι­κή γεω­γρα­φία ή αν­θρω­πο­λο­γία, πο­λι­τι­σμι­κή κρι­τι­κή”, ό­λα σε έ­να. Αυ­τό θεω­ρεί “συ­ναρ­πα­στι­κή προο­πτι­κή για την πε­ζο­γρα­φία μας”. Προο­πτι­κή, ό­χι και τό­σο και­νού­ρια. 
Μπο­ρεί ο κα­θέ­νας να ο­ρί­ζει κρι­τή­ρια και να κά­νει τις ε­πι­λο­γές του, ω­στό­σο ό­λοι και ό­λα ο­ρί­ζο­νται α­πό τη γλώσ­σα. Πριν κο­ντά ε­νά­μι­σι αιώ­να, οι φι­λό­λο­γοι, α­ντί να με­τα­γλωτ­τί­σουν τον λα­τι­νι­κό ό­ρο literatura με τη λέ­ξη γράμ­μα­τα, προ­τί­μη­σαν να πλά­σουν στο πρό­τυ­πο της λέ­ξης καλ­λι­τε­χνία, τον και­νο­φα­νή τό­τε ό­ρο λο­γο­τε­χνία. Εί­ναι, ί­σως, η μό­νη γλώσ­σα που θέ­τει αυ­τόν τον πε­ριο­ρι­σμό, τον ο­ποίο βιά­ζου­με, ό­ταν χρη­σι­μο­ποιού­με τη λέ­ξη λο­γο­τε­χνία α­δια­κρί­τως για ο­ποιο­δή­πο­τε πε­ζό δη­μο­σιεύε­ται. Από την άλ­λη, ας φρο­ντί­σουν βι­βλιο­πα­ρου­σια­στές και κρι­τι­κοί για την προώ­θη­ση του εν­δε­δειγ­μέ­νου ευα­νά­γνω­στου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Μπο­ρούν, μά­λι­στα, να ξε­κι­νή­σουν α­πό τις λί­στες των ευ­πώ­λη­των, κα­ταρ­γώ­ντας τον προσ­διο­ρι­σμό λο­γο­τε­χνία, τό­σο για τα ελ­λη­νι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ό­σο και για τα με­τα­φρα­σμέ­να. Ας α­πο­τολ­μή­σουν να α­πο­φαν­θούν ό­τι η τρι­λο­γία της Λον­δρέ­ζας Ερρί­κας Μή­τσε­λ, γνω­στής με το ψευ­δώ­νυ­μο Ε. Λ. Τζέϊμς, «Πε­νή­ντα α­πο­χρώ­σεις», δεν εί­ναι λο­γο­τε­χνία. Όπως ε­ξο­μο­λο­γεί­ται η ί­δια, εί­ναι οι ε­ρω­τι­κές φα­ντα­σιώ­σεις μιας γυ­ναί­κας, που κλεί­νει ε­φέ­τος τα πε­νή­ντα και έ­χει έ­ναν δε­κα­πε­ντα­ε­τή έγ­γα­μο βίο που συ­νε­χί­ζε­ται και δυο κό­ρες. Εμείς, πά­ντως, προ­τι­μού­με τα α­ντί­στοι­χα βι­κτω­ρια­νά πορ­νο­γρα­φι­κά και στο εί­δος του ε­ρω­τι­κού, δεν θα αλ­λά­ζα­με την Αμε­ρι­κα­νί­δα Μάρ­γκα­ρετ Μή­τσελ και το «Οσα παίρ­νει ο ά­νε­μος» με έ­να Λέ­νας Μα­ντά. Αλλά πε­ρί ο­ρέ­ξεως ου­δείς λό­γος. Ωστό­σο, αν υ­πάρ­ξει και ε­φέ­τος «Βρα­βείο των Ανα­γνω­στών», ας α­φή­σουν οι νέ­οι θε­σμο­θέ­τες ε­λεύ­θε­ρους και ό­χι δια­κρι­τι­κά χει­ρα­γω­γού­με­νους τους α­να­γνώ­στες να δια­λέ­ξουν α­πό ό­λη τη σο­δειά. Ας πα­ρα­δειγ­μα­τι­στούν α­πό τους Βρε­τα­νούς, που α­πέ­νει­μαν το «National Book Award» του 2012 στην Ε. Λ.Τζέϊμς. 

 Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 10/2/2013.

Γύρω από έναν παραμελημένο

$
0
0


Ου­ρα­νία Πο­λυ­καν­δριώ­τη
«Η διά­πλα­ση των Ελλή­νων
Αρι­στο­τέ­λης Π. Κουρ­τί­δης
(1858-1928)»
Ινστι­τού­το Νε­ο­ελ­λη­νι­κών
Σπου­δών Ε.Ι.Ε.
Δε­κέμ­βριος 2011

«Κά­ρο­λος Δί­κε­νς»
Υστε­ρό­γρα­φο Διο­νύ­σης Κα­ψά­λης
Μ.Ι.Ε.Τ.
Δε­κέμ­βριος 2012

Για τα Χρι­στού­γεν­να, το ΜΙΕ­Τ, α­ντί ευ­χη­τή­ριας κάρ­τας, έ­χει κα­θιε­ρώ­σει την α­πο­στο­λή ε­νός βι­βλια­ρίου με πα­λαιά, συ­νή­θως, ά­γνω­στα κεί­με­να, που σχε­τί­ζο­νται με κά­ποια πτυ­χή της πνευ­μα­τι­κής ε­πι­και­ρό­τη­τας. Ήδη, αυ­τά τα βι­βλιά­ρια συ­γκρο­τούν αυ­τό­νο­μη εκ­δο­τι­κή σει­ρά, με τον τίτ­λο, «Αντί ευ­χών». Κα­θώς οι ε­πι­λο­γές κει­μέ­νων και προ­σώ­πων δεν α­κο­λου­θούν τις τρέ­χου­σες μό­δες, α­πο­τε­λούν, κα­τά κα­νό­να, ευ­χά­ρι­στη έκ­πλη­ξη. Ιδιαί­τε­ρα ε­κεί­να, στα ο­ποία α­να­σύ­ρο­νται λό­γιοι, σή­με­ρα πα­ρα­με­ρι­σμέ­νοι, πα­ρό­τι στά­θη­καν θε­με­λιω­τές δια­φο­ρε­τι­κών πλευ­ρών της νε­ο­ελ­λη­νι­κής υ­πό­στα­σης. Πα­ρά­δειγ­μα, ο “Χρο­νο­γρά­φος της Με­γά­λης Εκκλη­σίας, Μα­νουήλ Γε­δεώ­ν”, στον ο­ποίο εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­να δυο ευ­χη­τή­ρια βι­βλιά­ρια, του 2002 και του 2010. Ένα δεύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι ο με­ρι­κά χρό­νια μι­κρό­τε­ρός του, “λό­γιος και παι­δα­γω­γός”, Αρι­στο­τέ­λης Π. Κουρ­τί­δης, τον ο­ποίο πλα­γίως α­να­κα­λεί το βι­βλιά­ριο του 2012. Και αυ­τός Κων­στα­ντι­νου­πο­λί­της και α­πό­φοι­τος της Με­γά­λης του Γέ­νους Σχο­λής ό­πως ο Γε­δεών. Αμφό­τε­ροι χα­ρα­κτη­ρί­στη­καν άν­θρω­ποι συ­ντη­ρη­τι­κών ι­δεών και συ­να­κό­λου­θα, το έρ­γο τους κρί­θη­κε α­διά­φο­ρο για τους με­τα­γε­νέ­στε­ρους. 

Στον ειρ­μό του Δια­φω­τι­σμού

Για το χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο βι­βλιά­ριο του 2012, ο Διο­νύ­σης Κα­ψά­λης ε­πέ­λε­ξε τον Κά­ρο­λο Ντί­κε­νς ε­πί τη λή­ξει του ε­πε­τεια­κού έ­τους για τα 200 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του. Τον συ­γκι­νεί και ως “ο­μο­τρά­πε­ζος”, του­λά­χι­στον στη δι­κή του καρ­διά, του Σαίξ­πη­ρ, κα­θώς οι ι­στο­ρίες του Ντί­κε­νς, α­γα­πη­μέ­να α­να­γνώ­σμα­τα της ε­φη­βείας του, δέ­νο­νται με τα σο­νέ­τα του Σαίξ­πη­ρ, προ­σφι­λές με­τα­φρα­στι­κό έρ­γο αλ­λο­τι­νών η­με­ρών, ό­ταν εί­χε την πο­λυ­τέ­λεια να α­σχο­λεί­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο με την ποίη­ση. Αντί χρι­στου­γεν­νιά­τι­κου διη­γή­μα­τος, προ­τι­μή­θη­κε έ­να κεί­με­νο, ό­που α­νι­στο­ρού­νται τα παι­δι­κά και νε­α­νι­κά χρό­νια του Ντί­κε­νς. Κυ­ρίως, η σκλη­ρή δο­κι­μα­σία που πέ­ρα­σε στα δώ­δε­κα, ό­ταν φυ­λα­κί­στη­κε για χρέη ο πα­τέ­ρας του και ε­κεί­νος α­να­γκά­στη­κε να δου­λέ­ψει σε ερ­γο­στά­σιο. “Αυ­τή η ε­μπει­ρία με έ­κα­νε τον συγ­γρα­φέα που εί­μαι σή­με­ρα”, έ­γρα­φε σε έ­να αυ­το­βιο­γρα­φι­κό του ση­μείω­μα, που α­πο­τέ­λε­σε το έ­ναυ­σμα για το μυ­θι­στό­ρη­μα «Δα­βίδ Κόπ­περ­φηλ­ντ» αλ­λά και για την πρώ­τη βιο­γρα­φία του. Τρί­το­μη αυ­τή, την συ­νέ­τα­ξε ο συ­νο­μή­λι­κος φί­λος του, Τζων Φόρ­στερ. Την ξε­κί­νη­σε δυο χρό­νια με­τά το θά­να­τό του, το 1872, ό­ταν ο Ντί­κε­νς θα έ­κλει­νε τα ε­ξή­ντα, και μό­λις που πρό­λα­βε να την ο­λο­κλη­ρώ­σει, το 1874, δυο χρό­νια πριν το δι­κό του θά­να­το. Το κεί­με­νο του βι­βλια­ρίου συρ­ρά­πτει α­πο­σπά­σμα­τα α­πό τα δυο πρώ­τα κε­φά­λαια της βιο­γρα­φίας, α­να­πλά­θο­ντάς τα και με τις α­να­γκαίες προ­σθή­κες, ώ­στε να πά­ρει τη μορ­φή σύ­ντο­μου βιο­γρα­φι­κού. Δη­μο­σιεύ­τη­κε σε δυο συ­νέ­χειες, 7 και 14 Ιουν. 1881, στο ε­βδο­μα­διαίο πε­ριο­δι­κό «Εστία». Ο συ­ντά­κτης του υ­πο­γρά­φει με τα αρ­χι­κά Α. Κ..
Στο υ­στε­ρό­γρα­φο του βι­βλια­ρίου, με τίτ­λο, «Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κος Ντί­κε­νς», ο Κα­ψά­λης ε­ξο­μο­λο­γεί­ται, πως τον εί­χε γο­η­τεύ­σει η υ­πό­θε­ση το αρ­κτι­κό­λε­ξο της υ­πο­γρα­φής να α­νή­κει στον Κουρ­τί­δη, που, στο ξε­κί­νη­μά του, εί­χε δη­μο­σιεύ­σει ποιή­μα­τα με το ψευ­δώ­νυ­μο Βολ­ταί­ρος. Έτσι, θα υ­πήρ­χε υ­πό­γεια σύν­δε­ση α­νά­με­σα στον Ντί­κε­νς και τον συγ­γρα­φέα του κει­μέ­νου, κα­θώς και οι δυο “θα ε­ναρ­μο­νί­ζο­νταν με τον βα­θύ­τε­ρο ειρ­μό του Δια­φω­τι­σμού”. Τον α­πο­γοή­τευ­σε, ό­μως, η αρ­νη­τι­κή ε­τυ­μη­γο­ρία των με­λε­τη­τών. Η Ου­ρα­νία Πο­λυ­καν­δριώ­τη, στην ερ­γο­γρα­φία του Κουρ­τί­δη, που α­πο­τε­λεί το τέ­ταρ­το και τε­λευ­ταίο μέ­ρος της με­λέ­της της, πα­ρό­λο που α­πο­δελ­τιώ­νει το πε­ριο­δι­κό «Εστία», δεν πε­ρι­λαμ­βά­νει το εν λό­γω δη­μο­σίευ­μα. Ως πρώ­το δη­μο­σίευ­μά του κα­τα­γρά­φει έ­να λί­γο με­τα­γε­νέ­στε­ρο με­τά­φρα­σμα, στο τεύ­χος της 26 Ιουλ. 1881, με την υ­πο­γρα­φή Α. Π. Κ.. Να θυ­μί­σου­με, ω­στό­σο, ό­τι, σε ε­κεί­νο το τεύ­χος, δη­μο­σιεύε­ται και το πρώ­το ποίη­μα στο πε­ριο­δι­κό του Δρο­σί­νη, ο ο­ποίος, στην αυ­το­βιο­γρα­φία του, τα «Σκόρ­πια φύλ­λα της ζωής μου», γρά­φει: “Τον Αρι­στο­τέ­λη Κουρ­τί­δη τον βρή­κα πριν α­πό μέ­να στην Εστία, με­τα­φρα­στή διη­γη­μά­των...” Άρα, υ­πήρ­χε προ­η­γού­με­νο δη­μο­σίευ­μα του Κουρ­τί­δη. Έρχε­ται, ό­μως, ο φι­λο­λο­γι­κός ε­πι­με­λη­τής της έκ­δο­σης, Γιάν­νης Πα­πα­κώ­στας, και ση­μειώ­νει ό­τι δεν μπό­ρε­σε να ε­ντο­πί­σει προ­γε­νέ­στε­ρη ε­πώ­νυ­μη συ­νερ­γα­σία του Κουρ­τί­δη, που ση­μαί­νει ό­τι ού­τε αυ­τός του α­πο­δί­δει τα αρ­χι­κά Α. Κ., τα ο­ποία εμ­φα­νί­ζο­νται για πρώ­τη φο­ρά στο δη­μο­σίευ­μα για τον Ντί­κε­νς, αλ­λά ε­πα­νέρ­χο­νται και σε κα­το­πι­νά τεύ­χη. Σύμ­φω­να, πά­ντως, με τον κα­τά­λο­γο συ­ντα­κτών του πε­ριο­δι­κού ε­κεί­νης της πε­ριό­δου, τα αρ­χι­κά δεν συμ­φω­νούν με το ό­νο­μα κα­νε­νός άλ­λου συ­νερ­γά­τη. Οπό­τε, εί­τε α­νή­κουν στον Κουρ­τί­δη εί­τε υ­πάρ­χει συ­ντά­κτης που δεν  χρη­σι­μο­ποίη­σε ο­λό­κλη­ρο το ό­νο­μά του σε κα­νέ­να δη­μο­σίευ­μα. 
Κα­τά την ε­κτί­μη­σή μας, ο λό­γος, που οι με­λε­τη­τές δεν α­πο­δί­δουν τα αρ­χι­κά στον Κουρ­τί­δη, εί­ναι η γλώσ­σα του πρω­τό­τυ­που. Σε ε­κεί­νη την πρώ­τη πε­ρίο­δο, αυ­τός με­τέ­φρα­ζε α­πο­κλει­στι­κά α­πό τα γαλ­λι­κά και το πρω­τό­τυ­πο ε­δώ φαί­νε­ται να εί­ναι αγ­γλι­κό. Ωστό­σο, η γαλ­λι­κή με­τά­φρα­ση της βιο­γρα­φίας του Ντί­κε­νς, αν δεν σφάλ­λου­με, α­κο­λού­θη­σε ε­ντός της ί­διας δε­κα­ε­τίας. Ύστε­ρα, στο ελ­λη­νι­κό κεί­με­νο υ­πάρ­χουν ί­χνη του πα­ρα­κα­μπτή­ριου, μέ­σω της γαλ­λι­κής, γλωσ­σι­κού διά­πλου. Θα α­πο­γο­η­τεύ­σου­με, ω­στό­σο, εν μέ­ρει τον Κα­ψά­λη ως προς το έ­τε­ρο ψευ­δώ­νυ­μο του Κουρ­τί­δη, το Βολ­ταί­ρος. Τα ποιή­μα­τα με την υ­πο­γρα­φή Βολ­ταί­ρος στην σα­τι­ρι­κή ε­φη­με­ρί­δα «Ρα­μπα­γάς» μπο­ρεί να εί­ναι δι­κά του, α­φού το δια­βε­βαιώ­νει ο Δρο­σί­νης, το ψευ­δώ­νυ­μο, ό­μως, θα πρέ­πει να ο­φεί­λε­ται στο δί­δυ­μο των εκ­δο­τών, τους ο­μή­λι­κους, εκ Κων­στα­ντι­νου­πό­λεως ερ­χό­με­νους, Κλεάν­θη Τρια­ντά­φυλ­λο και Βλά­ση Γα­βριη­λί­δη. Το πι­θα­νό­τε­ρο, στον πρώ­το, κα­θώς ο δεύ­τε­ρος, ό­ταν πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται στην ε­φη­με­ρί­δα το ψευ­δώ­νυ­μο, στις 27 Νο­εμ­βρίου 1879, ή­δη ε­τοί­μα­ζε την δι­κή του ε­φη­με­ρί­δα, το «Μη χά­νε­σαι», που κυ­κλο­φό­ρη­σε στις 14 Ιαν. 1880. Το ψευ­δώ­νυ­μο δεν το ε­μπνέει ο Βολ­ταί­ρος, αλ­λά το υ­πο­βάλ­λει η γαλ­λι­κή ε­φη­με­ρί­δα «Le Voltaire». Στην εν λό­γω γαλ­λι­κή ε­φη­με­ρί­δα και τον «Ρα­μπα­γά» δη­μο­σιευό­ταν ταυ­τό­χρο­να, με δια­φο­ρά ε­νός μη­νός στην εκ­κί­νη­ση, το μυ­θι­στό­ρη­μα του Ζο­λά «Να­νά». Με α­φορ­μή αυ­τό, δη­μο­σιεύ­τη­κε στην πρώ­τη άρ­θρο σχε­τι­κό με την τόλ­μη που χρεια­ζό­ταν μια πα­ρό­μοια δη­μο­σίευ­ση, το ο­ποίο με τις α­να­γκαίες τρο­πο­ποιή­σεις δη­μο­σιεύ­τη­κε και στον «Ρα­μπα­γά» με την υ­πο­γρα­φή Βολ­ταί­ρος. Πά­ντως, και τα 17 σα­τι­ρι­κά-ε­ρω­τι­κά ποιή­μα­τα με την υ­πο­γρα­φή Βολ­ταί­ρος, που δη­μο­σιεύ­τη­καν το πρώ­το ε­ξά­μη­νο του 1880, πε­ρισ­σό­τε­ρο στον Τρια­ντά­φυλ­λο ται­ριά­ζουν. Πι­θα­νό­τε­ρο δεί­χνει ο Κουρ­τί­δης να δα­νεί­στη­κε το ψευ­δώ­νυ­μο μό­νο για το πρω­το­χρο­νιά­τι­κο αρ­θρί­διο του 1882, στο ο­ποίο διεκ­τρα­γω­δού­σε τη φτώ­χεια του, που τον εί­χε φέ­ρει στο ση­μείο να που­λά­ει α­γα­πη­μέ­να του βι­βλία. 
Επι­μέ­νου­με στην πα­τρό­τη­τα του ψευ­δώ­νυ­μου και για έ­ναν ε­πι­πλέ­ον λό­γο. Όπως ει­σα­γω­γι­κά σχο­λιά­ζει η Πο­λυ­καν­δριώ­τη, ο Κουρ­τί­δης, πά­ντα με­τρη­μέ­νος και μάλ­λον κλει­στός ως χα­ρα­κτή­ρας, δεν ά­φη­σε κεί­με­να αυ­το­βιο­γρα­φι­κά. Ού­τε συ­νε­ντεύ­ξεις του υ­πάρ­χουν. Ακό­μη και στη μια, που του ζη­τή­θη­κε με­τά ε­πι­μο­νής α­πό τον Μή­τσο Χατ­ζό­που­λο, τον ε­πο­νο­μα­ζό­με­νο Μποέ­μ, που εί­χε πά­ρει στη σει­ρά ό­λη ε­κεί­νη τη γε­νιά και με­ρι­κούς α­κό­μη, αρ­νή­θη­κε να α­πα­ντή­σει. “Ό,τι ι­δέ­ας έ­χω, θα τας γρά­ψω προ­σε­χώς ο ί­διος. Ό,τι έ­χω να εί­πω θα τα εί­πω ε­κεί τό­τε.” Ήταν η α­πά­ντη­ση που α­πέ­σπα­σε ο δη­μο­σιο­γρά­φος. Υπάρ­χουν, βε­βαίως, οι α­φη­γή­σεις φί­λων και συ­γκαι­ρι­νών, αλ­λά σε αυ­τές α­να­μι­γνύο­νται κά­πο­τε προ­σω­πι­κές δια­μά­χες, οι ο­ποίες δεν εί­ναι πά­ντο­τε γνω­στές στους με­λε­τη­τές, ώ­στε αυ­τοί να σταθ­μί­σουν α­ντι­στοί­χως κα­τά πό­σο οι εν λό­γω α­νι­στο­ρή­σεις α­πο­τε­λούν α­ξιό­πι­στη μαρ­τυ­ρία. Έτσι, τε­λι­κά, για να χρο­νο­λο­γη­θούν οι με­τα­κι­νή­σεις και άλ­λα συμ­βά­ντα του βίου του μέ­νουν τα δη­μο­σιεύ­μα­τά του, τα ε­νυ­πό­γρα­φα και ε­κεί­να με τα α­σφα­λώς ταυ­τι­σμέ­να ψευ­δώ­νυ­μα.

Μια μο­να­δι­κή με­λέ­τη

Όταν α­να­φε­ρό­μα­στε στους με­λε­τη­τές του Κουρ­τί­δη, ι­σχύει το γνω­στό, οι τέσ­σε­ρις Ευαγ­γε­λι­στές ή­ταν τρεις, οι ε­ξής δυο, ο Ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, ως συ­στη­μα­τι­κή με­λε­τή­τριά του προ­βάλ­λει η Πο­λυ­καν­δριώ­τη, η ο­ποία, με­τά δε­κα­πε­ντα­ε­τή ε­να­σχό­λη­ση, ε­ξέ­δω­σε μο­νο­γρα­φία, α­φιε­ρω­μέ­νη σε αυ­τόν και το έρ­γο του. Το έ­ναυ­σμα τής το έ­δω­σε η α­νά­θε­ση α­πό τον Κ. Στερ­γιό­που­λο της συγ­γρα­φής του α­ντί­στοι­χου λήμ­μα­τος για την εν­δε­κά­το­μη σει­ρά «Η πα­λαιό­τε­ρη πε­ζο­γρα­φία μας α­πό τις αρ­χές της ως τον πρώ­το πα­γκό­σμιο πό­λε­μο». Εκ πα­ρα­δρο­μής α­να­φέ­ρει στις “ει­σα­γω­γι­κές ση­μειώ­σεις”, ό­τι η σει­ρά εκ­δό­θη­κε με ε­πι­μέ­λεια του Στερ­γιό­που­λου. Ακρι­βέ­στε­ρα, στη σει­ρά δεν υ­πάρ­χει έ­νας ε­πι­με­λη­τής αλ­λά τέσ­σε­ρις, κα­θώς το με­γά­λο χρο­νι­κό ά­νοιγ­μα των πέ­ντε αιώ­νων κα­τα­νε­μή­θη­κε σε τέσ­σε­ρις ε­νό­τη­τες. Ο Στερ­γιό­που­λος α­νέ­λα­βε τους τρεις τό­μους της ει­κο­σα­ε­τίας 1880-1900, ό­που συ­γκρά­τη­σε 28 συγ­γρα­φείς έ­να­ντι των 26 που ε­πέ­λε­ξε ο Ν. Βα­γε­νάς για την πε­ντη­κο­ντα­ε­τία 1830-1880 και των 24 του Γ. Δάλ­λα για την χρο­νι­κή “ου­ρά” 1900-1914. Εί­ναι α­να­με­νό­με­νο, σε κά­θε πε­ρίο­δο, να υ­πάρ­χει ο α­διαμ­φι­σβή­τη­τος κορ­μός συγ­γρα­φέων, αλ­λά και κά­ποιοι πρό­σθε­τοι, κά­τι σαν πα­ρα­κλά­δια, που α­πο­τε­λούν προ­σω­πι­κό στοί­χη­μα ε­κά­στου ε­πι­με­λη­τή. Στις συ­ζη­τή­σι­μες ε­πι­λο­γές του Στερ­γιό­που­λου, θα το­πο­θε­τού­νταν ο Κ. Με­τα­ξάς-Βο­σπο­ρί­της λό­γω ι­σχνό­τη­τας του γνω­στού έρ­γου του, ο Σ. Πα­γα­νέ­λης χά­ρις στη γλώσ­σα και τον ρο­μα­ντι­σμό του, αλ­λά και ο Κουρ­τί­δης ως μο­να­χι­κός εκ­πρό­σω­πος της παι­δι­κής λο­γο­τε­χνίας στην εν λό­γω Γραμ­μα­το­λο­γία. 
Η μο­νο­γρα­φία χω­ρί­ζε­ται σε τέσ­σε­ρις ε­νό­τη­τες, ό­που, στην πρώ­τη «Η ζωή και το έρ­γο» και την τέ­ταρ­τη «Εργο­γρα­φία», συ­γκε­ντρώ­νο­νται τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα της έ­ρευ­νας. Καί­τοι μα­κρο­χρό­νια, πα­ρα­μέ­νουν κά­ποια κε­νά, τα ο­ποία κα­λύ­πτουν κα­τά προ­σέγ­γι­ση οι σκόρ­πιες α­να­φο­ρές των συ­γκαι­ρι­νών του. Εργα­τι­κός και λι­γο­μί­λη­τος ο Κουρ­τί­δης, φαί­νε­ται ό­τι συ­γκέ­ντρω­νε τη συ­μπά­θεια συ­νο­μή­λι­κων και με­γα­λύ­τε­ρων. Κρί­νο­ντας α­πό μια ση­με­ρι­νή ο­πτι­κή, η μό­νη κα­κο­τυ­χία του ή­ταν η συ­νά­ντη­σή του στην Αθή­να με τον Ξε­νό­που­λο, τό­σο στον ε­παγ­γελ­μα­τι­κό χώ­ρο ως δια­δο­χι­κοί διευ­θυ­ντές της «Διά­πλα­σης των παί­δων» ό­σο και στον οι­κο­γε­νεια­κό, κα­θώς βρέ­θη­καν να εί­ναι εξ αγ­χι­στείας θείος και α­νι­ψιός. Εννιά χρό­νια νεό­τε­ρός του ο Ξε­νό­που­λος, έ­ζη­σε 23 χρό­νια με­τά το δι­κό του θά­να­το, ο­πό­τε εί­χε την ευ­και­ρία και ό­λο το χρό­νο για πολ­λα­πλές α­φη­γή­σεις και εκ­δο­χές. Στις δια­δο­χι­κές ε­πε­ξερ­γα­σίες της αυ­το­βιο­γρα­φίας του, τον α­πο­κα­λεί ζη­λό­φθο­νο και κα­κοή­θη, ε­νώ, στα ε­πε­τεια­κά και άλ­λα δη­μο­σιεύ­μα­τα, ε­ξαν­τλεί την αυ­στη­ρό­τη­τά του, θέ­λο­ντας να πα­ρου­σια­στεί ως α­ντι­κει­με­νι­κός κρι­τής. Όσο α­φο­ρά γε­γο­νό­τα και χρο­νο­λο­γίες, πα­ρέ­χει κα­τά προ­σέγ­γι­ση πλη­ρο­φό­ρη­ση. Σαν μια δεύ­τε­ρη κα­κο­τυ­χία του Κουρ­τί­δη, προ­βάλ­λει η προ­νο­μιού­χος θέ­ση, που δί­νουν οι ση­με­ρι­νοί με­λε­τη­τές στη μαρ­τυ­ρία του Ξε­νό­που­λου.        
Ού­τε καν το έ­τος γέν­νη­σης του Κουρ­τί­δη φαί­νε­ται να εί­ναι σί­γου­ρο. Το ε­πι­κρα­τέ­στε­ρο εί­ναι το 1858, αλ­λά εν­δέ­χε­ται να εί­ναι και το 1856. Πά­ντως, στην α­ναγ­γε­λία του θα­νά­του του, το βρά­δυ της 11ης προς τη 12η Αυγ. 1928, α­να­φέ­ρε­ται ό­τι ή­ταν 70 ε­τών. Κα­τά τα άλ­λα, πα­ρό­τι συ­μπλή­ρω­σε την ε­γκύ­κλια παι­δεία του στη Με­γά­λη του Γέ­νους Σχο­λή, εγ­γε­γραμ­μέ­νος α­πό το 1867 μέ­χρι το 1875, δεν τεκ­μαί­ρε­ται η η­λι­κία που ξε­κί­νη­σε, κα­θώς δεν υ­πάρ­χουν πλη­ρο­φο­ρίες για το πώς βρέ­θη­κε α­πό το χω­ριό του, το Μυ­ριό­φυ­το της Προ­πο­ντί­δας, στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Χά­σμα πλη­ρο­φό­ρη­σης υ­πάρ­χει και για τα χρό­νια με­τά την α­πο­φοί­τη­σή του, που ε­πέ­στρε­ψε στη Θρά­κη. Αγνο­εί­ται το πού υ­πη­ρέ­τη­σε ως δά­σκα­λος και για πό­σο χρό­νο. Τι έ­κα­νε το δε­κά­μη­νο ε­κεί­νου του ρω­σο­τουρ­κι­κού πο­λέ­μου (Απρ. 1877-Μάρ. 1878), που τό­σο δει­νο­πά­θη­σαν οι Έλλη­νες της Ανα­το­λι­κής Θρά­κης. Στη Νο­μι­κή Σχο­λή της Αθή­νας, πά­ντως, γρά­φτη­κε το 1879, αλ­λά στα Μη­τρώα δεν ε­ντο­πί­στη­κε χρό­νος α­πο­φοί­τη­σης α­πό τη Νο­μι­κή ή άλ­λη Σχο­λή.
Πα­ρό­μοια κε­νά υ­πάρ­χουν και για τα τέσ­σε­ρα χρό­νια των σπου­δών του στη Γερ­μα­νία, ό­που α­να­φέ­ρο­νται πε­ρισ­σό­τε­ροι τό­ποι, με μό­νο σί­γου­ρο το Πα­νε­πι­στή­μιο α­πο­φοί­τη­σης, ε­νώ, ως α­ντι­κεί­με­νο των σπου­δών, προσ­διο­ρί­ζε­ται το κά­πως γε­νι­κό­λο­γο, “παι­δα­γω­γι­κή και φι­λο­σο­φία”. Επί­σης, δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται, αν κά­ποια υ­πο­τρο­φία ή άλ­λη οι­κο­νο­μι­κή στή­ρι­ξη του ε­πέ­τρε­ψε αυ­τές τις σπου­δές. Το μό­νο βέ­βαιο εί­ναι ό­τι ξε­κί­νη­σε το α­κα­δη­μαϊκό έ­τος 1888-89, κα­θώς, ό­ταν πέ­θα­νε ο πα­τέ­ρας του, ή­ταν στη Γερ­μα­νία μα­ζί με τη σύ­ζυ­γό του, που εί­ναι γνω­στό ό­τι πα­ρέ­μει­νε ε­κεί μό­νο τον πρώ­το χρό­νο. Ωστό­σο, η Πο­λυ­καν­δριώ­τη, με βά­ση τα δη­μο­σιεύ­μα­τά του στο πε­ριο­δι­κό «Κλειώ» της Λει­ψίας, υ­πο­θέ­τει ό­τι μπο­ρεί να έ­φυ­γε έ­να χρό­νο νω­ρί­τε­ρα. Μάλ­λον πα­ρα­βλέ­πει ό­τι το εν λό­γω πε­ριο­δι­κό στη­ρι­ζό­ταν και σε σταλ­μέ­νες α­πό την Ελλά­δα συ­νερ­γα­σίες, ό­πως, α­κρι­βώς, ε­κεί­νες του Κουρ­τί­δη σε ό­λη τη διάρ­κεια του 1887, που φέ­ρουν τον γε­νι­κό τίτ­λο «Αθη­ναϊκά χρο­νι­κά».

Έλλει­ψη παι­δείας

    Ευ­κρι­νέ­στε­ρη δια­γρά­φε­ται η ε­παγ­γελ­μα­τι­κή του στα­διο­δρο­μία με­τά την ε­πι­στρο­φή του, ως κα­θη­γη­τή στα νεό­τευ­κτα Δι­δα­σκα­λεία, ως τα­κτι­κού συ­νερ­γά­τη σε λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, κα­θώς και ως κα­θη­γη­τή δρα­μα­το­λο­γίας στις πρώ­τες Δρα­μα­τι­κές Σχο­λές του Φι­λο­λο­γι­κού Συλ­λό­γου «Παρ­νασ­σός», του Ωδείου και της Βα­σι­λι­κής Δρα­μα­τι­κής Σχο­λής, στων ο­ποίων την ί­δρυ­ση και για ό­σο κρά­τη­σε η βρα­χύ­βια λει­τουρ­γία τους εί­χε ε­νερ­γό συμ­με­το­χή. “Αυ­το­δί­δα­κτο ει­δι­κό του θεά­τρου”, τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει η Πο­λυ­καν­δριώ­τη. Να ση­μειώ­σου­με, ό­τι, ε­κτός α­πό δά­σκα­λος νέων η­θο­ποιών και πέ­ρα α­πό τους παι­δι­κούς δια­λό­γους που έ­γρα­ψε, συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στους πρώ­τους θε­α­τρι­κούς κρι­τι­κούς. Αμε­τά­θε­τος στό­χος του στά­θη­κε “η διά­πλα­ση των Ελλή­νω­ν”. Όπως εύ­στο­χα πα­ρα­τη­ρεί η με­λε­τή­τρια, για τον Κουρ­τί­δη, η έλ­λει­ψη παι­δείας συ­νι­στά την κύ­ρια αι­τία για έ­ναν πο­λι­τι­σμό χα­μη­λής ποιό­τη­τας. Γι αυ­τό και α­σχο­λή­θη­κε με τα παι­δι­κά α­να­γνώ­σμα­τα, κα­θώς και με την εκ­παί­δευ­ση των θη­λέων, που εί­ναι οι αυ­ρια­νές μη­τέ­ρες. 
Και στους δυο αυ­τούς το­μείς, η με­λε­τή­τρια δεν πα­ρα­λεί­πει να το­νί­σει “τις α­γκυ­λώ­σεις του Κουρ­τί­δη σε πα­ρω­χη­μέ­νες πια α­ντι­λή­ψεις”, σε α­ντί­θε­ση με τις ι­δέες του Ξε­νό­που­λου, που δεν πε­ριο­ρι­ζό­ταν στη βελ­τίω­ση αλ­λά προ­χω­ρού­σε στην αμ­φι­σβή­τη­ση των πα­τρο­πα­ρά­δο­των α­ξιών. Συ­ντη­ρη­τι­κή ή, κα­τά άλ­λους, με­τριο­πα­θή στά­ση κρά­τη­σε ο Κουρ­τί­δης και στο γλωσ­σι­κό. Ού­τε δη­μο­τι­κι­στής ού­τε α­κραιφ­νής κα­θα­ρευου­σιά­νος, δια­τή­ρη­σε μια λό­για και προ­σι­τή γλώσ­σα. Έμει­νε σε α­πό­στα­ση α­πό τον Εκπαι­δευ­τι­κό Όμι­λο, αλ­λά συμ­με­τεί­χε στην εκ­παι­δευ­τι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση του 1917. Ωστό­σο, πο­λύ νω­ρί­τε­ρα, κα­τά το Α΄ Εκπαι­δευ­τι­κό Συ­νέ­δριο του 1904, στην Αθή­να, ήρ­θε σε α­ντί­θε­ση με τους ορ­γα­νω­τές του, Δρο­σί­νη και Βι­κέ­λα, ε­γκα­τα­λεί­πο­ντας στις ο­μι­λίες και τα άρ­θρα του τους χα­μη­λούς τό­νους. Εξέ­φρα­σε τις α­πό­ψεις του Ελλη­νι­κού Δι­δα­σκα­λι­κού Συλ­λό­γου έ­να­ντι ε­κεί­νων των τριών φι­λεκ­παι­δευ­τι­κών συλ­λό­γων, που το διορ­γά­νω­ναν. Κυ­ρίως υ­πε­ρα­σπί­στη­κε τα αι­τή­μα­τα του έ­ξω Ελλη­νι­σμού, που α­πο­σιω­πή­θη­καν, πα­ρά την τι­μη­τι­κή υ­πο­δο­χή των εκ­προ­σώ­πων του. Η Πο­λυ­καν­δριώ­τη χα­ρα­κτη­ρί­ζει ε­μπα­θή την κρι­τι­κή του Κουρ­τί­δη. Ακρι­βή ει­κό­να πα­ρέ­χει η α­πο­κλει­στι­κά α­φιε­ρω­μέ­νη στο Συ­νέ­δριο, πρό­σφα­τη μο­νο­γρα­φία του Γιάν­νη Πα­πα­κώ­στα.
Πα­ρα­δό­ξως, ε­μπά­θεια του α­πο­δί­δει και στην α­ντι­πα­ρά­θε­σή του με τον Κα­μπού­ρο­γλου, που πα­ρου­σιά­ζει ι­διαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον, κα­θώς ο Κα­μπού­ρο­γλους στά­θη­κε ο προ­στά­της του ό­ταν πρω­τοήρ­θε στην Αθή­να. Στη με­λέ­τη α­να­φέ­ρε­ται ως ο μο­να­δι­κός που του συ­μπα­ρα­στά­θη­κε. Σαν να λη­σμο­νεί­ται η βοή­θεια του λί­γο με­γα­λύ­τε­ρού του Γα­βριη­λί­δη. Κι αυ­τός Θρα­κιώ­της, α­πό χω­ριό της Προ­πο­ντί­δας, α­πό­φοι­τος της ί­διας Σχο­λής. Να ση­μειώ­σου­με ό­τι ο Κουρ­τί­δης ξε­κι­νά­ει σχε­δόν ταυ­τό­χρο­να να συ­νερ­γά­ζε­ται με τα πε­ριο­δι­κά «Ρα­μπα­γάς» και «Η Διά­πλα­σις των παί­δων». Κα­τά την Πο­λυ­καν­δριώ­τη, ο Κα­μπού­ρο­γλους τον σύ­στη­σε το 1880 στον εκ­δό­τη του δεύ­τε­ρου, Νι­κό­λαο Πα­πα­δό­που­λο. Σαν πά­λι να πα­ρα­βλέ­πει ό­τι ο Κουρ­τί­δης ή­ταν συ­νο­μή­λι­κος και συμ­φοι­τη­τής με τον Υδραίο Πα­πα­δό­που­λο, που εί­χε ξε­κι­νή­σει το πε­ριο­δι­κό του τον προ­η­γού­με­νο Φε­βρουά­ριο. Πά­ντως, το 1880, πα­ντρεύ­τη­κε την α­δελ­φή του και α­νέ­λα­βε την αρ­χι­συ­ντα­ξία του πε­ριο­δι­κού. Πα­ρό­τι τα θη­λυ­κά της οι­κο­γέ­νειας Πα­πα­δό­που­λου συ­νέ­δε­σαν δύο με­γά­λους της παι­δι­κής λο­γο­τε­χνίας, τον Κουρ­τί­δη και τον Ξε­νό­που­λο, που ε­ρω­τεύ­τη­κε την δε­κα­ε­ξά­χρο­νη α­νι­ψιά του Πα­πα­δό­που­λου, έ­να πλή­ρες λήμ­μα γι’ αυ­τόν λεί­πει.  
Όπως και να έ­χει, η σύ­γκρου­ση Κουρ­τί­δη-Κα­μπού­ρο­γλου πα­ρα­μέ­νει ε­πί­και­ρη, κα­θώς α­φο­ρά τη σχέ­ση κρι­τι­κού και συγ­γρα­φέα. Ο Κουρ­τί­δης εί­χε την ά­πο­ψη πως έ­να κεί­με­νο, α­φού έ­χει πα­ρα­δο­θεί πια στο κοι­νό, α­κο­λου­θεί το δι­κό του δρό­μο, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό τον συγ­γρα­φέα του. Έτσι, ά­σκη­σε αυ­στη­ρή κρι­τι­κή σε θε­α­τρι­κό έρ­γο του φί­λου του. Επει­δή, ό­μως, οι συγ­γρα­φείς, τό­τε ό­πως και σή­με­ρα, αρ­νού­νται, σαν τους φι­λό­στορ­γους γο­νιούς, να α­φή­σουν το πό­νη­μά τους να τα βγά­λει πέ­ρα μό­νο του, ο Κα­μπού­ρο­γλους δεν χει­ρο­δί­κη­σε μεν, αλ­λά υ­πε­ρα­σπί­στη­κε με μα­χη­τι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα το έρ­γο του. Ας συ­γκρα­τή­σου­με α­πό “τον α­μεί­λι­κτο και συ­χνά ι­διαί­τε­ρα καυ­στι­κό κρι­τι­κό” Κουρ­τί­δη, την ε­πω­δό ό­τι “ο συγ­γρα­φέ­ας πρέ­πει να εί­ναι πράγ­μα­τι καλ­λι­τέ­χνης και ό­χι εισ­πρά­κτωρ πο­σο­στώ­ν”.
Τε­λι­κά, ο Κουρ­τί­δης α­πέ­κτη­σε μο­νο­γρα­φία, που θα την ζή­λευε α­κό­μη και ο πο­λυ­μνη­μο­νευό­με­νος Ξε­νό­που­λος. Κα­τά τα άλ­λα, εί­ναι μια α­πό τις λι­γο­στές μο­νο­γρα­φίες που προέ­κυ­ψαν με έ­ναυ­σμα λήμ­μα ε­κεί­νης της προ δε­κα­πε­ντα­ε­τίας ο­λο­κλη­ρω­θεί­σης Γραμ­μα­το­λο­γίας Σοκ­κό­λη.

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 17/2/2013.

Viewing all 176 articles
Browse latest View live