Quantcast
Channel: EX LIBRIS
Viewing all 176 articles
Browse latest View live

Μόνιμες ή παροδικές απουσίες

$
0
0


Ανη­συ­χία προ­κα­λεί ο χώ­ρος των λο­γο­τε­χνι­κών πε­ριο­δι­κών, κα­θώς οι εκ­δό­τες τους, ο έ­νας με­τά τον άλ­λο, ‘‘την κά­νουν με μι­κρά πη­δη­μα­τά­κια’’. Μπο­ρεί να χτυ­πά ά­κομ­ψα αυ­τή η α­γο­ραία δια­τύ­πω­ση, ω­στό­σο, με τα προ­βλή­μα­τα που έ­φε­ρε η γε­νι­κό­τε­ρη οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση, ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ροι εκ­δό­τες πε­ριο­δι­κών δεί­χνουν α­να­πο­φά­σι­στοι και α­βέ­βαιοι. Πι­θα­νώς, για­τί εί­χαν συ­νη­θί­σει η έκ­δο­ση του πε­ριο­δι­κού να ‘‘τρέ­χει α­πό μό­νη της’’, στη­ρι­ζό­με­νοι στην κε­κτη­μέ­νη τα­χύ­τη­τα. Το κά­θε και­νού­ριο τεύ­χος δεν α­ντι­με­τω­πι­ζό­ταν, πα­ρά ί­σως κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, με με­ρά­κι σαν έ­να και­νο­φα­νές εγ­χεί­ρη­μα, αλ­λά έ­γερ­νε προς την τυ­πο­ποίη­ση. Το θε­μα­τι­κό φά­σμα της ύ­λης ή­ταν κα­τά κα­νό­να προσ­διο­ρι­σμέ­νο. Ο κύ­κλος των συ­νερ­γα­τών εί­χε προ πολ­λού ε­πι­λεχ­θεί, δε­δο­μέ­νης της με­γά­λης δε­ξα­με­νής προ­σφε­ρό­με­νων. Οι κα­τα­χω­ρού­με­νες δια­φη­μί­σεις πα­ρέ­με­ναν λί­γο-πο­λύ στα­θε­ρές. Η προ­βο­λή κά­θε τεύ­χους στις ε­φη­με­ρί­δες θεω­ρεί­το δε­δο­μέ­νη χά­ρις σε έ­να κύ­κλο δη­μο­σιο­γρά­φων, για τον ο­ποίο εί­χε εξ αρ­χής με­ρι­μνή­σει ο εκ­δό­της, καλ­λιερ­γώ­ντας προ­σω­πι­κές σχέ­σεις μα­ζί τους, θερ­μό­τη­τας ευ­θέως α­νά­λο­γης με την εμ­βέ­λεια του ε­ντύ­που, στο ο­ποίο ερ­γά­ζο­νταν. Ύστε­ρα, βο­η­θού­σαν οι ε­πι­φυλ­λί­δες και τα δη­μο­σιεύ­μα­τα ε­πώ­νυ­μων φί­λων του πε­ριο­δι­κού, που λει­τουρ­γού­σαν πλα­γίως, κά­τι σαν γκρί­ζα δια­φή­μι­ση. Τέ­λος, η διά­θε­ση του τεύ­χους, με συν­δρο­μές και πω­λή­σεις, ή­ταν προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη. Υπο­θέ­του­με, χω­ρίς κα­μία σχε­τι­κή γνώ­ση, ό­τι η έκ­δο­ση κά­θε τεύ­χους, σε οι­κο­νο­μι­κό ε­πί­πε­δο, δεν θα ή­ταν α­πλώς ι­σο­σκε­λι­σμέ­νη, αλ­λά θα α­πέ­φε­ρε και κά­ποιο κέρ­δος, το ο­ποίο, στη ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία, φύ­ρα­νε. 
Τώ­ρα, λοι­πόν, α­παι­τεί­ται οι εκ­δό­τες πε­ριο­δι­κών να δρα­στη­ριο­ποιη­θούν και να λει­τουρ­γή­σουν, ως έ­να βαθ­μό, ι­δίαις δα­πά­ναις. Κυ­ρίως, χρειά­ζε­ται να ξα­να­βρούν λί­γο α­πό τον εν­θου­σια­σμό του ξε­κι­νή­μα­τος και να μην κα­τα­τρύ­χο­νται με το κα­τά πό­σο χρειά­ζο­νται τα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά την ε­πο­χή της δια­δι­κτυα­κής ε­πι­κοι­νω­νίας. Εί­ναι, ό­λως διό­λου, στρε­βλή η ά­πο­ψη ό­τι προο­ρι­σμός και στό­χος ε­νός λο­γο­τε­χνι­κού πε­ριο­δι­κού εί­ναι να λύ­νει τα υ­παρ­ξια­κά  προ­βλή­μα­τα μιας πα­ρέ­ας. Στρε­βλή ό­σο και ε­πι­κίν­δυ­νη, κα­θώς κερ­δί­ζει έ­δα­φος α­νά­με­σα στους νεό­τε­ρους και συ­χνά ε­πι­στρα­τεύε­ται α­πό τους ί­διους τους εκ­δό­τες σαν δι­καιο­λο­γία για την α­προ­θυ­μία τους να ε­ντεί­νουν τις προ­σπά­θειές τους. Κα­τά τη γνώ­μη μας, α­πό αυ­τήν τη α­ντί­λη­ψη πε­ρί ε­νός λο­γο­τε­χνι­κού  πε­ριο­δι­κού α­πορ­ρέ­ουν πολ­λές α­δυ­να­μίες, που α­νέ­κυ­ψαν τα τε­λευ­ταία χρό­νια. Από τη δη­μο­σίευ­ση ά­τε­χνων ποιη­τι­κών συν­θέ­σεων που α­πο­κα­λού­νται ποιή­μα­τα και σύ­ντο­μων ι­στο­ριών που  ε­κλαμ­βά­νο­νται ως διη­γή­μα­τα μέ­χρι την κά­λυ­ψη των σε­λί­δων κρι­τι­κής με ε­γκω­μια­στι­κές πα­ρου­σιά­σεις βι­βλίων φί­λων α­πό φί­λους. Αν και το πιο α­νε­πι­θύ­μη­το ε­πα­κό­λου­θο εί­ναι η ε­ντύ­πω­ση, που έ­χει καλ­λιερ­γη­θεί ό­τι το κύ­ριο έρ­γο των λο­γο­τε­χνι­κών πε­ριο­δι­κών εί­ναι τα α­φιε­ρώ­μα­τα, με α­πο­τέ­λε­σμα, ο­ρι­σμέ­να εξ αυ­τών να κα­τα­λή­γουν πε­ριο­δι­κές εκ­δό­σεις α­φιε­ρω­μα­τι­κών τευ­χών. 
Oλες αυ­τές οι γε­νι­κο­λο­γίες ξε­κι­νούν α­πό την έ­γνοια μην και μεί­νει το κλει­νόν ά­στυ χω­ρίς λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, δε­δο­μέ­νου ό­τι ή­δη τρία α­πό αυ­τά έ­χουν και­ρό να δώ­σουν το πα­ρόν. Εί­χε προ­η­γη­θεί η α­να­κοί­νω­ση του πε­ριο­δι­κού «Δια­βά­ζω» ό­τι α­να­στέλ­λει την κυ­κλο­φο­ρία του μέ­χρι τον Δε­κέμ­βριο. Υπ’ ό­ψιν ό­τι το «Δια­βά­ζω» δεν εί­ναι α­πλώς έ­να λο­γο­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό, αλ­λά η μο­να­δι­κή “μη­νιαία ε­πι­θεώ­ρη­ση βι­βλίου”, που στή­θη­κε φι­λό­δο­ξα στο πρό­τυ­πο του «Magazine litteraire», Ια­νουά­ριο 1976. Φαί­νε­ται, ό­μως, πως, με­τά α­πό 35 χρό­νια, κα­τέ­λη­ξε α­σύμ­φο­ρο, ί­σως ζη­μιο­γό­νο, οι­κο­νο­μι­κά, με α­πο­τέ­λε­σμα να που­λη­θεί. Μπο­ρεί να συ­νέ­τει­ναν κι άλ­λοι λό­γοι, σχε­τι­κή πλη­ρο­φό­ρη­ση δεν θεω­ρή­θη­κε α­πα­ραί­τη­το να δο­θεί. Πά­ντως, Ιού­νιο 2011, προέ­κυ­ψε νέ­ος εκ­δό­της, ξέ­νος προς το χώ­ρο του βι­βλίου. Για να κά­νει, ω­στό­σο, μια ε­πέν­δυ­ση, ό­πως η α­γο­ρά του πλέ­ον μα­κρό­βιου με­τα­πο­λι­τευ­τι­κού λο­γο­τε­χνι­κού πε­ριο­δι­κού, υ­πέ­θε­τε κα­νείς ό­τι εί­χε συ­γκε­κρι­μέ­νες ι­δέες και προ­τά­σεις. Μό­νο έ­νας ε­πι­χει­ρη­μα­τίας, με σο­βα­ρές και πέ­ραν του κέρ­δους προ­θέ­σεις, ε­πεν­δύει αυ­τήν την ε­πο­χή σε έ­να τό­σο ε­πι­σφα­λές πο­λι­τι­στι­κό προϊόν. Οπό­τε η δια­κο­πή της κυ­κλο­φο­ρίας του πε­ριο­δι­κού για την εύ­ρε­ση μιας  “α­να­νεω­μέ­νης πρό­τα­σης”, ό­πως α­να­κοι­νώ­θη­κε, ό­ταν το α­να­γνω­στι­κό κοι­νό δεν εί­χε καν το χρό­νο να κα­τα­λά­βει την “πρό­τα­ση” εκ­κί­νη­σης, η ο­ποία πρό­λα­βε κιό­λας να πα­λιώ­σει τό­σο ώ­στε να χρειά­ζε­ται α­να­νέω­ση, δη­μιουρ­γεί α­νη­συ­χία μην και προ­κύ­ψουν πα­ρά φύ­σιν με­τα­μορ­φώ­σεις. Όταν, μά­λι­στα, ο νέ­ος ι­διο­κτή­της του πε­ριο­δι­κού το χα­ρα­κτη­ρί­ζει στην α­να­κοί­νω­σή του “εκ­παι­δευ­τι­κό-βι­βλιο­γρα­φι­κό σύμ­βου­λο”. Έτσι α­ντι­λαμ­βά­νε­ται μια “μη­νιαία ε­πι­θεώ­ρη­ση βι­βλίου”, με τις δρα­στη­ριό­τη­τες που εί­χε α­να­πτύ­ξει το «Δια­βά­ζω»;      
Συ­νε­χί­στη­κε η ε­ξα­φά­νι­ση του λο­γο­τε­χνι­κού πε­ριο­δι­κού «Η Λέ­ξη», που εί­χε συμ­βεί αιφ­νι­δια­στι­κά και χω­ρίς κα­μία σχε­τι­κή α­να­κοί­νω­ση. Μέ­χρι σή­με­ρα, ου­δείς γνω­ρί­ζει αν πρό­κει­ται για δια­κο­πή της έκ­δο­σης ή μή­πως, και σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, για α­να­στο­λή. Κι αν συμ­βαί­νει το δεύ­τε­ρο, πό­σο χρό­νο προ­βλέ­πε­ται να κρα­τή­σει και α­πό ποιους πα­ρά­γο­ντες ε­ξαρ­τά­ται. Το σί­γου­ρο εί­ναι ό­τι δεν το χω­ρά­ει ο νους, έ­να πε­ριο­δι­κό με το κύ­ρος αλ­λά και την α­πή­χη­ση της «Λέ­ξης» να κλεί­νει λό­γω οι­κο­νο­μι­κής στε­νό­τη­τας. Πού εί­ναι ό­λοι ε­κεί­νοι οι ε­πι­φα­νείς συ­νερ­γά­τες, οι ο­ποίοι το στή­ρι­ξαν ε­πί μια τρια­κο­ντα­ε­τία;  Δεν α­νη­συ­χού­ν; Θυ­μί­ζου­με ό­τι το τε­λευ­ταίο τεύ­χος ή­ταν δι­πλό, με αύ­ξο­ντα α­ριθ­μό 203-204 και κά­λυ­πτε το ε­ξά­μη­νο Ια­νουά­ριος-Ιού­νιος 2010. Ακό­μη δυο τεύ­χη χρειά­ζο­νταν για να κλεί­σει το 2010 και να συ­μπλη­ρω­θεί αι­σίως η τρια­κο­ντα­ε­τία. Η πε­ρί­πτω­ση της «Λέ­ξης» μας φέρ­νει στο νου ε­κεί­νους τους θα­νά­τους, αν πρό­κει­ται βε­βαίως για ο­ρι­στι­κό τέ­λος, που, στο κη­δειό­ση­μο, α­ντί η­λι­κίας α­να­γρά­φε­ται “πλή­ρης η­με­ρώ­ν”. Πά­ντως, το ε­κτε­νές α­φιέ­ρω­μα στην κυ­πρια­κή λο­γο­τε­χνία του τε­λευ­ταίου τεύ­χους δεν πα­ρου­σία­ζε κα­νέ­να ί­χνος κό­πω­σης.
Eνα τρί­το λο­γο­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό, που φαί­νε­ται ‘‘να την κά­νει’’, κι αυ­τό α­θό­ρυ­βα, εί­ναι το πε­ριο­δι­κό του Γρη­γο­ρίου Ξε­νό­που­λου. Η μα­κρό­βια «Νέα Εστία», που βρί­σκε­ται στο μέ­σο της έ­να­της δε­κα­ε­τίας έκ­δο­σής της. Εδώ, η α­πο­ρία εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρη, για­τί ο εκ­δό­της δεν εί­ναι έ­νας νεό­κο­πος στο χώ­ρο του βι­βλίου ε­πι­χει­ρη­μα­τίας, ού­τε έ­νας ποιη­τής, αλ­λά έ­νας μα­κρό­βιος εκ­δο­τι­κός οί­κος. Και δη, ι­στο­ρι­κός, ό­πως άλ­λω­στε και το πε­ριο­δι­κό, αυ­τός της Εστίας. Όμως, ας μην υ­περ­βάλ­λου­με. Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, δεν γί­νε­ται λό­γος για δια­κο­πή ού­τε για α­να­στο­λή κυ­κλο­φο­ρίας. Σύμ­φω­να με ό­σα έ­χουν α­να­κοι­νω­θεί, α­πο­φα­σί­στη­καν δυο μεί­ζο­νες αλ­λα­γές. Αλλα­γή διευ­θυ­ντή και αλ­λα­γή συ­χνό­τη­τας κυ­κλο­φο­ρίας. Εκεί­νο που γεν­νά α­πο­ρία εί­ναι για­τί οι συ­γκε­κρι­μέ­νες αλ­λα­γές  α­πο­φα­σί­στη­καν σε μια - κα­τά την ε­ντύ­πω­σή μας - αν­θη­ρή για το πε­ριο­δι­κό πε­ρίο­δο. Η προ­η­γού­με­νη αλ­λα­γή διευ­θυ­ντή εί­χε γί­νει το 1998, ό­ταν η «Νέα Εστία» βρι­σκό­ταν σε φθί­νου­σα πο­ρεία. Εκεί­νη η αλ­λα­γή α­πο­δείχ­θη­κε ά­κρως ε­πι­τυ­χής. Το πε­ριο­δι­κό δεν ξα­να­κέρ­δι­σε μό­νο στα­θε­ρή θέ­ση και ε­κτί­μη­ση, που λί­γο πο­λύ και υ­πό άλ­λες συν­θή­κες α­πο­λάμ­βα­νε κα­τά τον μα­κρύ μι­σό αιώ­να του Πέ­τρου Χά­ρη, αλ­λά κα­τέ­λα­βε θέ­ση στην ε­μπρο­σθο­φυ­λα­κή του λο­γο­τε­χνι­κού Τύ­που. Με­τα­μόρ­φω­σε έ­να πα­ρα­δο­σια­κό, σχε­δόν πα­ρακ­μια­κό, πε­ριο­δι­κό σε φο­ρέα σύγ­χρο­νων ή, σω­στό­τε­ρα,  με­τα­νεω­τε­ρι­κών α­ντι­λή­ψεων.
Δε­κα­τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα και ε­νώ δεν υ­πήρ­χαν ση­μεία κάμ­ψης, α­ντι­θέ­τως, ό­λο και με­γά­λω­νε η αί­γλη του πε­ριο­δι­κού, α­να­κοι­νώ­θη­κε η α­ντι­κα­τά­στα­ση του διευ­θυ­ντή. Η πρώ­τη σκέ­ψη μας ή­ταν μή­πως και οι κλη­ρο­νό­μοι του Ξε­νό­που­λου θέ­λη­σαν να ε­ναρ­μο­νι­στούν με το δι­κό του πνεύ­μα. Να μειώ­σουν, δη­λα­δή, τα ρη­ξι­κέ­λευ­θα α­νοίγ­μα­τα και να βά­λουν στο πη­δά­λιο κά­ποιο λο­γο­τέ­χνη. Με άλ­λα λό­για, να α­να­στή­σουν τη λο­γο­τε­χνι­κή «Νέα Εστία» της πρώ­της πε­ριό­δου. Τε­λι­κά, ε­πρό­κει­το για α­κρι­βώς το α­ντί­θε­το. Διευ­θυ­ντής του πε­ριο­δι­κού α­να­κοι­νώ­θη­κε ό­τι α­να­λαμ­βά­νει έ­νας ι­στο­ρι­κός. Εδώ, δεν έ­χει ση­μα­σία η στάθ­μη και το κύ­ρος του ε­πι­στή­μο­να, ε­κεί­νο που βα­ραί­νει εί­ναι ο τρό­πος σκέ­ψης ε­νός ι­στο­ρι­κού έ­να­ντι ε­νός λο­γο­τέ­χνη. Με ποια καλ­λιερ­γη­μέ­νη ευαι­σθη­σία και γνώ­ση θα ε­πι­λέ­ξει το κα­λό ποίη­μα, το άρ­τιο διή­γη­μα, την με­στή κρι­τι­κή πα­ρου­σία­ση, το εν­δει­κνυό­με­νο α­φιέ­ρω­μα; Δεν εί­μα­στε προ­φή­τες κα­κών, έ­χου­με, ω­στό­σο, την ε­ντύ­πω­ση ό­τι θα λει­τουρ­γή­σει ό­πως οι υ­πουρ­γοί μας. Δη­λα­δή, αυ­το­σχε­διά­ζο­ντας εκ της ό­ποιας λο­γο­τε­χνι­κής πε­ριου­σίας και βέ­βαια, στη­ρι­ζό­με­νος σε συμ­βού­λους της ε­πι­λο­γής του.  
Ίσως, ό­μως, η αλ­λα­γή να μην έ­χει και τό­ση βα­ρύ­τη­τα, α­φού, ταυ­τό­χρο­να, α­πο­φα­σί­στη­κε η υ­πο­βάθ­μι­ση του πε­ριο­δι­κού. Για­τί, βε­βαίως, η αλ­λα­γή της συ­χνό­τη­τας έκ­δο­σης, α­πό μη­νιαίο σε τρι­μη­νιαίο, υ­πο­βάθ­μι­ση ση­μαί­νει ως προς το ρό­λο, που θέ­λει να έ­χει στο χώ­ρο του βι­βλίου. Οι λό­γοι δεν α­να­κοι­νώ­θη­καν. Αν, πά­ντως, εί­ναι οι συ­νή­θεις για έ­ναν εκ­δο­τι­κό οί­κο λό­γοι οι­κο­νο­μίας, δεί­χνει α­στό­χα­στο. Δεν ξε­κι­νάς την ε­ξοι­κο­νό­μη­ση πό­ρων α­πό την α­τμο­μη­χα­νή της ε­πι­χεί­ρη­σης. Εκτός κι αν οι κλη­ρο­νό­μοι του Γεωρ­γίου Κασ­δό­νη, ι­δρυ­τή του εκ­δο­τι­κού οί­κου της Εστίας, αλ­λά και του Ξε­νό­που­λου, δεν έ­χουν συ­νει­δη­το­ποιή­σει το κε­φά­λαιο που α­ντι­προ­σω­πεύει το πε­ριο­δι­κό. Πά­ντως, προ δυο ε­τών, Οκτώ­βριο 2010, σε κοι­νή συ­νέ­ντευ­ξη των δυο κυ­ριών του εκ­δο­τι­κού οί­κου, πρε­σβύ­τε­ρης και νεό­τε­ρης, το­νί­ζε­ται ό­τι η φι­λο­σο­φία του εκ­δο­τι­κού οί­κου εί­ναι σε­βα­σμός στην πα­ρά­δο­ση και ό­τι το πε­ριο­δι­κό τους συ­νι­στά θε­σμό. Ένας θε­σμός, που έ­φθα­σε το 1855ο τεύ­χος. Εν προ­κει­μέ­νω δεν τί­θε­ται θέ­μα α­να­στο­λής της έκ­δο­σης του πε­ριο­δι­κού, ό­πως στις δύο προ­η­γού­με­νες πε­ρι­πτώ­σεις, μό­νο που έ­να πε­ριο­δι­κό-θε­σμός δεν μπο­ρεί να έ­χει την οια­δή­πο­τε συ­νέ­χεια. 

Τα στε­νό­χω­ρα αυ­τά σχό­λια, ας μην βια­στεί κα­νείς να τα ταυ­τί­σει με Σα­μα­ρά­δες, Βε­νι­ζέ­λους και Κου­βέ­λη­δες, που γυ­ρεύουν α­δια­κρί­τως οι­κο­νο­μι­κές θυ­σίες, για­τί ε­δώ υ­πάρ­χει μια λε­πτή, αλ­λά ου­σιώ­δης, δια­φο­ρά. Εάν δε­χτού­με ό­τι η δια­κο­πή της έκ­δο­σης κά­ποιου λο­γο­τε­χνι­κού πε­ριο­δι­κού συ­ναρ­τά­ται ευ­θέως με την τρέ­χου­σα οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση, τό­τε ό­λες οι ε­πι­ση­μάν­σεις ι­σχύουν στο α­κέ­ραιο. Έχουν, ό­μως, κα­τα­λή­ξει τό­σο α­πο­πνι­κτι­κά τα πράγ­μα­τα ώ­στε να ο­ρί­ζουν τη μοί­ρα των λο­γο­τε­χνι­κών πε­ριο­δι­κώ­ν;  Μπο­ρεί, ναι, μπο­ρεί και ό­χι.   Εάν, πά­ντως, δε­χτού­με μια κά­πως ι­δε­α­λι­στι­κή ά­πο­ψη, τό­τε τα σχό­λια α­πο­κτούν δια­φο­ρε­τι­κή διά­στα­ση, η ο­ποία υ­περ­βαί­νει τον α­σφυ­κτι­κό κλοιό της ση­με­ρι­νής οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης.  Σύμ­φω­να, λοι­πόν, με αυ­τήν την ι­δε­α­λι­στι­κή ά­πο­ψη, πο­τέ μέ­χρι σή­με­ρα – ού­τε σε ζό­ρι­κες οι­κο­νο­μι­κά ε­πο­χές – δεν εί­χαν τα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά α­μι­γώς ε­μπο­ρι­κό χα­ρα­κτή­ρα κι αυ­τό ε­πει­δή συ­νι­στούν α­πα­ραί­τη­τη πτυ­χή του γε­νι­κό­τε­ρου πνευ­μα­τι­κού μας βίου. Από τις δύο α­πό­ψεις – αυ­τήν την α­μι­γώς ε­μπο­ρι­κή και αυ­τήν με τα ι­δε­α­λι­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά – δια­λέ­γει κα­νείς και κρί­νει. Ό,τι, πά­ντως, εκ των δύο και να δια­λέ­ξου­με, δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με πως κά­πο­τε εκ­δί­δο­νταν πε­ριο­δι­κά, μά­λι­στα ση­μα­ντι­κά, με οι­κο­νο­μι­κές θυ­σίες ή με ρε­φε­νέ μιας μι­κρής πα­ρέ­ας. Τό­τε, ού­τε δια­φη­μί­σεις υ­πήρ­χαν, ού­τε  πε­ριώ­νυ­μοι χο­ρη­γοί, ού­τε προ­θά­λα­μοι δη­μό­σιων ορ­γα­νι­σμών προς οι­κο­νο­μι­κή ε­νί­σχυ­ση. Μή­πως, δη­λα­δή, λό­γω της γε­νι­κό­τε­ρης δυσ­πρα­γίας, α­ντί ε­μπρός, θα πρέ­πει να πά­με με­ρι­κές δε­κα­ε­τίες προς τα πί­σω, ξα­να­φέρ­νο­ντας στην ε­πι­φά­νεια ε­ντε­λώς ξε­χα­σμέ­νους τρό­πους. Με τις  δυ­σμε­νείς σή­με­ρα συν­θή­κες, τί­πο­τα δεν α­πο­κλείε­ται. Εκτός κι αν, λό­γω οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης, φτά­σου­με στο ση­μείο να θεω­ρού­με γε­νι­κώς τον πο­λι­τι­σμό δια­κο­σμη­τι­κό ή, α­κό­μη, και πε­ριτ­τό στοι­χείο. Έχου­με, άλ­λω­στε, κά­νει το πρώ­το βή­μα, κα­ταρ­γώ­ντας το ο­μώ­νυ­μο Υπουρ­γείο.

 Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 28/10/2012.


Article 23

$
0
0

Άγνωστοι σε εμάς οι δυο ακριανοί της φωτογραφίας: Νίκος Γιαννόπουλος, Φώτης Μπρεδάκις. Στο κέντρο, ο Ν. Γ. Πεντζίκης και δίπλα του, η ερασιτέχνις ζωγράφος πεντζικικών επιρροών Νιόβη Παπαδημητρακοπούλου, που είχε την τύχη κάποιων ολονυχτιών με ατέρμονες πεντζίκειες αφηγήσεις. Σύμφωνα με την λεζάντα, βρίσκονται στην είσοδο της Μονής Εικοσιφοίνισσας Παγγαίου, 1966. Από το ανάριχτο παλτό της κυρίας εικάζουμε πως θα πρέπει να ήταν τέτοια εποχή. Πιθανώς, 22 ή 23 Νοεμβρίου, όταν η Μονή εορτάζει εις μνήμη των δυο πρώτων κτητόρων της Αγίου Γερμανού και Αγίου Διονυσίου.


Στο προ­η­γού­με­νο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Ορο­πέ­διο» (τεύ­χος 11, Χει­μώ­νας 2011-2012),δη­μο­σιεύε­ται α­φιέ­ρω­μα στον Ήλειο πε­ζο­γρά­φο Νί­κο Κα­χτί­τση.Το α­φιέ­ρω­μα πα­ρου­σιά­ζει έ­να τμή­μα του αλ­λη­λο­γρά­φου Κα­χτί­τση, σω­στό πα­γό­βου­νο, που μό­νο την κο­ρυ­φή του έ­χου­με δει. Ως μι­κρή γεύ­ση αυ­τού του με­γά­λου ε­πι­στο­λο­γρά­φου της ελ­λη­νι­κής γραμ­μα­τείας, α­να­δη­μο­σιεύου­με ε­πι­στο­λή του προς τον Νί­κο Γα­βριήλ Πε­ντζί­κη, έ­τε­ρο μέ­γα ε­πι­στο­λο­γρά­φο. Μα­ζί με δυο άλ­λες με­τα­γε­νέ­στε­ρες ε­πι­στο­λές, πρω­το­δη­μο­σιεύε­ται στο τεύ­χος. Τις σχο­λιά­ζει ο υιός Πε­ντζί­κη. Ο Γα­βριήλ Νί­κος Πε­ντζί­κης, που εί­ναι ο ση­με­ρι­νός κά­το­χος αυ­τού του τε­ρά­στιου θη­σαυ­ρού. Σή­με­ρα, εί­ναι έ­νας α­πό τους λι­γο­στούς, πι­θα­νώς ο μό­νος, κα­τό­χους τό­σο ε­κτε­τα­μέ­νων και τό­σο λο­γο­τε­χνι­κά ση­μα­ντι­κών ε­πι­στο­λι­κών σω­μά­των, που έ­χει την α­να­γκαία παι­δεία, ώ­στε  ο ί­διος να α­να­λά­βει την α­νά­δει­ξή τους, δια­φυ­λάτ­το­ντάς τα α­πό τις αυ­θαι­ρε­σίες αλ­λά και την ά­γνοια του ξέ­νου σχο­λιο­γρά­φου. Για­τί ο­λι­γω­ρεί; Αυ­τός ει­δι­κά, την ώ­ρα ε­κεί­νης της α­πώ­τε­ρης Κρί­σης, θα έ­χει να λο­γο­δο­τή­σει προ δυο Πα­τέ­ρων, με τον δεύ­τε­ρο πλέ­ον τρο­με­ρό. Ιδού η Ρό­δος, ι­δού και το πή­δη­μα. Εφέ­τος έ­κλει­σε τα ε­ξή­ντα και στις 13 Ια­νουα­ρίου 2013 θα ε­ορ­τά­σου­με τα εί­κο­σι χρό­νια α­πό την α­πο­δη­μία του πα­τρός του. Αν ζού­σε ο Κα­χτί­τσης, θα­λε­ρός 87ού­της, “θα γύ­ρι­ζε στους δρό­μους τις νύ­χτες με ή χω­ρίς φί­λους, φω­νά­ζο­ντας” εν εκ­στά­σει: «Νί­κος Γα­βριήλ Πε­ντζί­κης. Ο Κα­λύ­τε­ρος Λο­γο­τέ­χνης της Γης». Θα το έ­πρατ­τε και προς ε­ξι­λέω­ση για την ε­φη­βι­κή του ά­γνοια. Πε­ρισ­σό­τε­ρα στο τεύ­χος.
Μ.Θ.

Χά­ος, 28 προς 29 Ιαν. 1953
Αγα­πη­τέ μου Κύ­ριε Νί­κο,
Να ξέ­ρα­τε πό­σο σας νο­σταλ­γώ. Για­τί δεν α­πα­ντή­σα­τε τό­σον και­ρό στο τό­σο με­γά­λο γράμ­μα μου; Τώ­ρα πια εί­ναι αρ­γά. Σας γρά­φω α­πό τους αι­θέ­ρες στα μι­σά του δρό­μου με­τα­ξύ Τύ­νι­δος και Duala. Η ώ­ρα εί­ναι 12 πα­ρά 10 τη νύ­χτα δη­λα­δή 1 πα­ρά 10 στην Ελλά­δα. Εσείς, α­φού τε­λειώ­σα­τε κά­ποιο νέο σας χει­ρό­γρα­φο, α­φού κά­να­τε τη συ­νη­θι­σμέ­νη σας βόλ­τα με το Γιώρ­γη Κι­τσό­που­λο, πά­τε τώ­ρα να κοι­μη­θή­τε. Σκέ­φτο­μαι τη Θεσ­σα­λι­κή, την Τρά­πε­ζα της Χίου, τον Αρχι­τε­κτο­νί­δη α­πέ­να­ντι α­πό το Φα­ρα­κείο σας. Εγώ, έ­χω α­κό­μη 16 ώ­ρες α­ε­ρο­πο­ρι­κό τα­ξί­δι. Δί­πλα μου έ­νας Γάλ­λος κοι­μά­ται σα γου­ρου­νά­κι- τζου-τζου... Στο άλ­λο κά­θι­σμα κά­θε­ται μία νε­α­ρά κυ­ρία με το παι­δά­κι της. Δεν με διε­γεί­ρει τό­σο αυ­τή, ό­σο μιά μι­σά­νοι­χτη με­γά­λη τσά­ντα της α­π’ ό­που ε­ξέ­χουν κά­τι πα­νά­κια μι­σοϋγρα­μέ­να, έ­να σα­που­νά­κι, δυο γο­βά­κια, κ.λπ. Δεν μπο­ρώ να γρά­ψω με ά­νε­ση για­τί τα φώ­τα τα με­γά­λα του α­ε­ρο­πλά­νου έ­χουν σβή­σει για να κοι­μη­θούν οι άλ­λοι, και το α­το­μι­κό μου φω­τά­κι μου έρ­χε­ται α­νά­πο­δα. Δεν ξέ­ρε­τε τι μου δη­μιουρ­γεί αυ­τό το κοι­μι­σμέ­νο αν­θρώ­πι­νο φορ­τίο που τα­ξι­δεύει στο χά­ος.
   Τώ­ρα έ­κα­να μία μι­κρή βόλ­τα στο διά­δρο­μο. Τα­ξι­δεύου­με α­πά­νω σ’ έ­να στρώ­μα α­πό ο­μί­χλη. Αύ­ριο το πρωί θα εί­ναι πιό κα­λά. Και αύ­ριο το α­πό­γιομ­μα θα εί­μαι στον τε­λι­κό προο­ρι­σμό μου. Θα σας γρά­ψω α­πό ε­κεί.
Δι­κό σας πά­ντο­τε,
Νί­κος
Εί­μαι ο μό­νος που μι­λά­ει αγ­γλι­κά. Όλοι οι άλ­λοι γαλ­λι­κά. Όλοι με ρω­τούν αν κά­νει πο­λύ κρύο στο Λον­δί­νο! Χα! Χα!
Τώ­ρα έ­φτα­σα-
Γράψ­τε μου:
N. Kach-


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 4/11/2012.

Οροπεδίαση

$
0
0

«Οροπέδιο»
Τεύχος 12
Καλοκαίρι 2012

Ο Γιάννης Σκαρίμπας σε αργό σκέρτσο ζεμπέκικου.
Φωτογραφία Γιάννη Στυλιανού



Στις πολ­λές μέ­χρι σή­με­ρα α­φιε­ρω­μα­τι­κές σε­λί­δες για τον Γιάν­νη Σκα­ρί­μπα έρ­χο­νται να προ­στε­θούν και οι εν­δια­φέ­ρου­σες σε­λί­δες του  πε­ριο­δι­κού «Ορο­πέ­διο». Πρό­κει­ται για σχε­τι­κά νέο πε­ριο­δι­κό, το ο­ποίο δύ­σκο­λα τα­ξι­νο­μεί­ται. Εί­ναι πε­λο­πον­νή­σιο πε­ριο­δι­κό, γε­νι­κώς της πε­ρι­φέ­ρειας, της ε­παρ­χίας ό­πως λέ­γα­με πα­λαιό­τε­ρα, ή α­θη­ναϊκό; Μάλ­λον μοι­ρα­σμέ­νο δεί­χνει. Ως έ­δρα δη­λώ­νε­ται η Αθή­να, αλ­λά καρ­διά του εγ­χει­ρή­μα­τος φαί­νε­ται να πα­ρα­μέ­νει η Νε­μού­τα Φο­λό­ης. Όπως και να έ­χει, ο εκ­δό­της του, ο ποιη­τής Δη­μή­τρης Κα­νελ­λό­που­λος, τη­ρώ­ντας την υ­πό­σχε­ση, που εί­χε δώ­σει στο πρώ­το τεύ­χος, κα­λο­καί­ρι 2006, α­πό το ο­ρο­πέ­διο της Φο­λό­ης, ε­ξα­κο­λου­θεί να ε­πι­σκο­πεί “την Ηλεία και ό­λο τον Μω­ριά, αλ­λά και πα­ρα­πέ­ρα ό­λη την Ελλά­δα”. Μέ­χρι την Χαλ­κί­δα, “την πε­ρι­πό­θη­τη πό­λη” του Σκα­ρί­μπα. Ετοί­μα­σε έ­ναν α­φιε­ρω­μα­τι­κό τό­μο, α­πό­το­κο μιας “κε­ραυ­νο­βό­λας α­γά­πης”, που χρο­νο­λο­γεί­ται α­πό τα Χρι­στού­γεν­να του 1971, ό­ταν πή­ρε μια πρώ­τη γεύ­ση, δια­βά­ζο­ντας «Το θείο τρα­γί». Βε­βαίως, βιά­στη­κε λί­γο, α­φού το ε­πε­τεια­κό έ­τος εί­ναι το 2013, τον Σε­πτέμ­βριο, ό­ταν συ­μπλη­ρώ­νο­νται 120 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση του Σκα­ρί­μπα ή και το 2014, Ια­νουά­ριο, που συ­μπλη­ρώ­νο­νται 30 χρό­νια α­πό το θά­να­τό του.
Στο α­φιέ­ρω­μα, κα­τά σει­ρά πε­ριε­χο­μέ­νων, γρά­φου­ν: Νί­κος Γρι­πο­νη­σιώ­της, Συ­μεών Γρ. Στα­μπου­λού, Ν. Δ. Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος, Δη­μή­τρης Κα­νελ­λό­που­λος, Σού­λα Πα­πα­γεωρ­γο­πού­λου - Ιωαν­νί­δη, Ηρώ Τσαρ­νά, Σπύ­ρος Κυ­ριά­κης, Κων­στα­ντί­νος Κλ. Μπαϊρα­κτά­ρης. Επί­σης, δη­μο­σιεύο­νται οι ο­μι­λίες στην «Εσπε­ρί­δα για την ποίη­ση του Γιάν­νη Σκα­ρί­μπα», που πραγ­μα­το­ποιή­θη­κε στο Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής, στις 16 Ια­νουα­ρίου 2012. Ακό­μη, κεί­με­να των Η. Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου και Κώ­στα Μίσ­σιου. Και τέ­λος, δυο α­θη­σαύ­ρι­στα κεί­με­να και έ­να α­νέκ­δο­το ποίη­μα του Σκα­ρί­μπα. Σε­λί­δες πλού­σιες σε πλη­ρο­φο­ρίες. Να προ­σθέ­σου­με τρεις πα­ρα­τη­ρή­σεις, κά­τι σαν πα­ρο­ρά­μα­τα.
Όσο α­φο­ρά τα γλωσ­σι­κά του Σκα­ρί­μπα, το “α­μο­λάω” ταυ­τί­ζε­ται μό­νο ως προς την πρώ­τη ση­μα­σία του με το “μο­λάω”, ό­που το δεύ­τε­ρο ση­μαί­νει “ι­δίως χα­λα­ρώ­νω πα­ρά τοις ναυ­τι­κοίς”, γι’ αυ­τό και το υιο­θε­τεί ο Σκα­ρί­μπας σε α­ντι­κα­τά­στα­ση του “ντώ­νω”, ώ­στε να ε­ναρ­μο­νί­ζε­ται με τη θα­λασ­σι­νή ει­κό­να του τε­τρά­στι­χου («Τρά­βα λοι­πόν, α­φού με πας, τρά­βα ζωή-κα­ρά­βι, / γύ­ρω θα πέ­φτει –κα­τα­χνιά– του χρό­νου η σιω­πή, / κι η α­γά­πη της –φά­ρος βα­θιά– θα σβει μιά και θ’ α­νά­βει / σαν μια κλω­στή που μιά μο­λά­ει και μια πά­ει να κο­πεί!...»).
Όσο α­φο­ρά τη φρά­ση «Ψυ­χή βα­θιά!», που χρη­σι­μο­ποιεί ο Σκα­ρί­μπας σε διή­γη­μά του, μάλ­λον α­παι­τεί βα­θύ­τε­ρη “α­να­σκα­φή”  και συ­νε­πέ­στε­ρη “κα­τα­γρα­φή” της πε­ρι­πε­τειώ­δους πο­ρείας της, για να μην α­να­πα­ρά­γο­νται και διαιω­νί­ζο­νται στρε­βλές α­πό­ψεις. Όσο για το τρα­γου­δά­κι, που πα­ρα­τί­θε­ται ως τεκ­μή­ριο ό­τι η εν λό­γω φρά­ση χρη­σι­μο­ποιή­θη­κε στον Εμφύ­λιο, α­νή­κει στα νό­θα της δια­δι­κτυα­κής ε­πι­κρά­τειας και συ­μπλη­ρώ­νε­ται με έ­να τρί­το τε­τρά­στι­χο: «Αντάρ­τισ­σες του ο­νεί­ρου θυ­γα­τέ­ρες / δεν σας τρο­μά­ζουν οι σφαί­ρες / στο χτή­νος ορ­μά­τε Ψυ­χή Βα­θιά / για δί­κιο, τι­μή, λευ­τε­ριά.»
Ένα τρί­το πα­ρό­ρα­μα ε­ντο­πί­ζε­ται στο ε­ξαι­ρε­τι­κά εν­δια­φέ­ρον φω­το­γρα­φι­κό υ­λι­κό, με το ο­ποίο ει­κο­νο­γρα­φεί­ται το σκα­ρι­μπι­κό α­φιέ­ρω­μα. Εκεί, οι α­πο­δι­δό­με­νες φω­το­γρα­φίες του Σκα­ρί­μπα στον θεσ­σα­λο­νι­κιό πε­ζο­γρά­φο Τό­λη Κα­ζα­ντζή εί­ναι μεν α­πό το Αρχείο του, αλ­λά οι λή­ψεις έ­γι­ναν α­πό τον ε­πι­στή­θιο φί­λο του, τον ε­ρα­σι­τέ­χνη φω­το­γρά­φο Γιάν­νη Στυ­λια­νού. Διό­λου α­πί­θα­νο, τα αρ­νη­τι­κά να έ­γι­ναν κι αυ­τά στά­χτη στην πρό­σφα­τη κα­τα­στρο­φι­κή πυρ­κα­γιά των Αρχείων του Μου­σείου Φω­το­γρα­φίας Θεσ­σα­λι­κής.  
Οι δυο-τρεις αυ­τές πα­ρα­τη­ρή­σεις ας μην ε­κλη­φθούν ως μεμ­ψι­μοι­ρία, αλ­λά ως εν­δε­λε­χή α­νά­γνω­ση του α­φιε­ρω­μα­τι­κού τεύ­χους. Αυ­τή η ε­ξή­γη­ση ε­πει­δή δεν έ­χου­με συ­νη­θί­σει α­κό­μη σε  ά­νευ α­να­γνω­στι­κού α­ντι­κρί­σμα­τος γε­νι­κό­λο­γους σχο­λια­σμούς και ε­παί­νους.

Μ. Θεοδοσοπούλου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 4/11/2012.

Δόκιμος περιπολάρχης

$
0
0


Γιώρ­γος Σκα­μπαρ­δώ­νης
«Πε­ρι­πο­λών πε­ρί πολ­λών τυρ­βά­ζω»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Οκτώ­βριος 2011

Η πρό­σφα­τη γε­νι­κευ­μέ­νη κρί­ση της χώ­ρας έ­φε­ρε τη γε­νιά της με­τα­πο­λί­τευ­σης στο προ­σκή­νιο, ό­χι μό­νο το πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κό αλ­λά και το λο­γο­τε­χνι­κό. Νεό­τε­ροι συγ­γρα­φείς, ό­πως ο Μά­κης Κα­ρα­γιάν­νης και ο Νί­κος Πα­να­γιω­τό­που­λος, της έ­δω­σαν πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο στα τε­λευ­ταία μυ­θι­στο­ρή­μα­τά τους, «Το ό­νει­ρο του Οδυσ­σέ­α» και «Τα παι­διά του Κάϊν» α­ντι­στοί­χως. Εκεί­νο που θέ­λη­σαν να δεί­ξουν, ό­πως φαί­νε­ται μέ­σα α­πό την πλο­κή, τις ε­ξη­γή­σεις των α­φη­γη­τών, αλ­λά και τις μα­κριές συ­ζη­τή­σεις των προ­σώ­πων, εί­ναι ό­τι για ό­λα φταί­νε οι Κάϊν αυ­τής της γε­νιάς. Για να χρη­σι­μο­ποιή­σου­με τη δια­τύ­πω­ση του Πα­να­γιω­τό­που­λου, που ε­πι­κα­λεί­ται το βι­βλι­κό πα­ρά­δειγ­μα, οι Κάϊν, για­τί υ­πε­ρί­σχυ­σαν των Άβελ. Ως μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κούς Κάϊν, ο μεν πρώ­τος δια­λέ­γει ό­σους έ­παι­ξαν πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο σε κά­ποιο σκάν­δα­λο, ο δε δεύ­τε­ρος το θία­σο των βο­λε­μέ­νων κο­μπάρ­σων. Το πα­ρά­δο­ξο εί­ναι ό­τι, ε­νώ πλά­θουν πει­στι­κούς Κάϊν, φαί­νε­ται να δυ­σκο­λεύο­νται με τους Άβελ. Σαν να μην έ­χουν κα­θα­ρή ει­κό­να, ποιοι εί­ναι ε­κεί­νοι, που θα μπο­ρού­σαν να α­πο­τε­λέ­σουν τον α­ντί­πο­δα. 
Την α­πά­ντη­ση την δί­νει εμ­μέ­σως, με το  βι­βλίο του, έ­νας λί­γο με­γα­λύ­τε­ρος, ο Γιώρ­γος Σκα­μπαρ­δώ­νης. Ου­σια­στι­κά, αυ­τός έ­χει αρ­χί­σει να πλά­θει τους Άβελ α­πό πο­λύ νω­ρί­τε­ρα, στα διη­γή­μα­τα που δη­μο­σιεύει ε­δώ και του­λά­χι­στον μια δε­κα­πε­ντα­ε­τία, πριν α­κό­μη γυ­ρί­σει η χι­λιε­τία και κα­κο­φορ­μί­σει η ε­θνι­κή πλη­γή. Κα­τά μία ά­πο­ψη, ο Σκα­μπαρ­δώ­νης, ευ­θύς εξ αρ­χής, τους ί­διους χα­ρα­κτή­ρες προ­βάλ­λει ως το ά­λας, αν ό­χι της γης, σί­γου­ρα, πά­ντως, της ρά­τσας των Ελλή­νων, για να χρη­σι­μο­ποιή­σου­με μια πε­πα­λαιω­μέ­νη αλ­λά προ­σφι­λή κά­πο­τε έκ­φρα­ση. Ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός, ω­στό­σο, του Άβελ δεν ται­ριά­ζει στους χα­ρα­κτή­ρες που σμι­λεύει, κα­θώς, πόρ­ρω α­πέ­χουν α­πό “στρογ­γυ­λε­μέ­να” πρό­τυ­πα α­θωό­τη­τας και κα­λο­σύ­νης. Δεν εί­ναι οι χα­ρι­σμα­τι­κοί και ά­ρι­στοι, ού­τε, ό­μως, α­νή­κουν, σώ­νει και κα­λά, στο κοι­νω­νι­κό πε­ρι­θώ­ριο, ό­πως τους φα­ντα­σιώ­νο­νται ο Πα­να­γιω­τό­που­λος και οι συ­νο­μή­λι­κοί του συγ­γρα­φείς. Εί­ναι άν­θρω­ποι της δι­πλα­νής πόρ­τας, που συ­χνά τους α­πο­κα­λούν τρε­λά­ρες ή και λο­ξούς. Αλλά και στις πε­ρι­πτώ­σεις που, λό­γω κοι­νω­νι­κής θέ­σης, α­πο­λαμ­βά­νουν σε­βα­σμού, τη ρε­τσι­νιά του ι­διόρ­ρυθ­μου δεν την γλι­τώ­νουν. Κι αυ­τό, συ­νή­θως, λό­γω της έμ­μο­νης προ­σή­λω­σής τους σε κά­ποιο έρ­γο, κα­τά κα­νό­να “ου­χί πα­ρα­δε­δεγ­μέ­νης χρη­σι­μό­τη­τος”. Εί­τε πρό­κει­ται για ε­ρα­σι­τε­χνι­κή ε­να­σχό­λη­ση εί­τε για κα­θα­ρά ε­παγ­γελ­μα­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, ε­πι­δί­δο­νται σε αυ­τό με τό­ση α­φο­σίω­ση, ώ­στε να υ­περ­βαί­νει τις α­παι­τή­σεις  της συ­γκε­κρι­μέ­νης δου­λειάς και η α­να­ζή­τη­ση της τε­λειό­τη­τας να κα­τα­λή­γει αυ­το­σκο­πός. 
Σή­με­ρα, ο Σκα­μπαρ­δώ­νης, εί­κο­σι ο­κτώ έ­τη με­τά τη δη­μο­σίευ­ση του πρώ­του του διη­γή­μα­τος, θεω­ρεί­ται πλέ­ον έ­νας ση­μα­ντι­κός πε­ζο­γρά­φος, διη­γη­μα­το­γρά­φος τε και μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος. Ωστό­σο, η ι­διο­μορ­φία του μυ­θο­πλα­στι­κού του κό­σμου φαί­νε­ται σαν να λαν­θά­νει. Πι­θα­νώς, για­τί τον υ­πο­βάλ­λει ε­ντέ­χνως και πλα­γίως, μέ­σα α­πό βι­βλία με τίτ­λους, που δεί­χνουν γρι­φώ­δεις. Ου­σια­στι­κά, πρό­κει­ται για προ­σφυώς πα­ραλ­λαγ­μέ­να γνω­στά ο­ξύ­μω­ρα σχή­μα­τα, τα ο­ποία κυ­ριο­λε­κτούν μεν, αλ­λά γί­νο­νται α­ντι­λη­πτά μάλ­λον σαν λε­κτι­κά πυ­ρο­τε­χνή­μα­τα. Συμ­βάλ­λει, πά­ντως, κα­θο­ρι­στι­κά ο πρω­το­πρό­σω­πος α­φη­γη­τής, που, κα­τά κα­νό­να, ε­πι­στρα­τεύει. Αυ­τός δεν ε­ξη­γεί το σκε­πτι­κό και τις  προ­θέ­σεις των η­ρώων, ό­πως κά­νουν, κα­τά τα α­με­ρι­κα­νι­κά πρό­τυ­πα, οι α­φη­γη­τές των μπε­στ-σέ­λε­ρ, αλ­λά και των ι­στο­ριών πολ­λών νεό­τε­ρων συγ­γρα­φέων. Αντί αυ­τών, ε­κεί­νος προ­χω­ρά­ει α­π’ ευ­θείας στο στή­σι­μο του σκη­νι­κού, ε­πι­μέ­νο­ντας στο χρό­νο και τον τό­πο. Στη συ­νε­χεία, με την ί­δια σα­φή­νεια και το χυ­μώ­δες λε­κτι­κό της κα­θο­μι­λου­μέ­νης, πε­ρι­γρά­φει το σου­λού­πι πρω­τα­γω­νι­στών και κο­μπάρ­σων. Οι πε­ρι­γρα­φές α­πο­λαμ­βά­νουν της πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τας θε­α­τρι­κού έρ­γου.
Για πα­ρά­δειγ­μα, δυο α­πό τα πρό­σφα­τα διη­γή­μα­τα θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν θε­α­τρι­κά μο­νό­πρα­κτα. Το πρώ­το, «Δυο κι­λά ζα­βο­γα­ρί­δες», ε­κτυ­λίσ­σε­ται σε η­μιυ­πό­γειο τα­βερ­νείο α­πό τα πα­λιά της Θεσ­σα­λο­νί­κης, ε­νώ το δεύ­τε­ρο, «Κα­τη­φο­ρι­κή θά­λασ­σα», πα­ρά θι­ν’ α­λός. Μό­νο που και στα δυο, η φρε­νή­ρης δρά­ση του τέ­λους δια­φεύ­γει των ο­ρίων της θε­α­τρι­κής σκη­νής. Για το φι­νά­λε, θα χρεια­ζό­ταν έ­να κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό μο­νο­πλά­νο. Και στα δυο διη­γή­μα­τα, πρω­τα­γω­νι­στεί η τό­σο προ­σφι­λής στον συγ­γρα­φέα α­ντρο­πα­ρέα, πε­ντα­με­λής αλ­λά δια­φο­ρε­τι­κής, στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, κοι­νω­νι­κής τά­ξης. Πά­ντως, σε αμ­φό­τε­ρες τις πε­ρι­πτώ­σεις, ου­δό­λως α­πα­σχο­λούν τα μέ­λη της η γε­νι­κή κρί­ση και η δι­κή τους οι­κο­νο­μι­κή κα­τά­στση. Μό­νο η ευ­ζωία τους, ό­πως, ό­μως, ε­κεί­νοι την α­ντι­λαμ­βά­νο­νται, με “ζα­βο­γα­ρί­δες”, “σπά­ρους Μη­χα­νιώ­νας” και τσί­που­ρα. 
Αφού ο α­φη­γη­τής του Σκα­μπαρ­δώ­νη ο­λο­κλη­ρώ­σει αυ­τά τα προ­κα­ταρ­κτι­κά, αρ­χί­ζει την πε­ρι­γρα­φή του έρ­γου, που συ­νι­στά την κύ­ρια ε­να­σχό­λη­ση του κε­ντρι­κού ή­ρωα. Ονο­μα­τί­ζει ε­πα­κρι­βώς τα πράγ­μα­τα, σε τέ­τοιο βαθ­μό α­κρι­βο­λο­γίας, που οι ση­με­ρι­νοί ο­πα­δοί της εν τά­χει α­νά­γνω­σης μπο­ρεί μέ­χρι και να ε­νο­χλη­θούν, διε­ρω­τώ­με­νοι, προς τι τό­σο λε­κτι­κό λε­πτο­λό­γη­μα. Σε κά­ποιους, ω­στό­σο, στο τέ­λος  της α­νά­γνω­σης, α­πο­μέ­νει αί­σθη­ση ι­κα­νο­ποίη­σης, ό­πως ύ­στε­ρα α­πό θε­ρα­πευ­τι­κή α­γω­γή. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, το πρό­βλη­μα εί­ναι μια ι­διά­ζου­σα μορ­φή λε­ξι­πε­νίας, που, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, ε­ξα­πλώ­νε­ται με α­νη­συ­χη­τι­κό ρυθ­μό α­κό­μη και στη μυ­θι­στο­ριο­γρα­φία. Κα­τ’ αυ­τήν χά­νο­νται τα ο­νό­μα­τα των πραγ­μά­των και τη θέ­ση τους κα­τα­λαμ­βά­νουν τα α­φη­ρη­μέ­να ου­σια­στι­κά. Ο στό­χος, πά­ντως, του Σκα­μπαρ­δώ­νη εί­ναι να προ­βάλ­λει ευ­κρι­νέ­στε­ρα η εμ­μο­νή του ή­ρωα. Στις πε­ρι­πτώ­σεις που αυ­τή δια­φεύ­γει των συ­νη­θι­σμέ­νων προ­ση­λώ­σεων, πα­ρα­τί­θε­ται, ως α­να­γκαία πα­ρέκ­βα­ση, το ι­στο­ρι­κό της, το ο­ποίο μπο­ρεί να ε­κλη­φθεί και ως το ψα­χνό της α­φή­γη­σης. Όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, στο ε­ναρ­κτή­ριο «Zippo χρω­μίου με χά­ραγ­μα», ό­που  α­νι­στο­ρεί­ται το πώς προέ­κυ­ψε έ­νας πε­ρι­πτε­ράς συλ­λέ­κτης α­να­πτή­ρων και μά­λι­στα, α­πό την ε­φη­βεία του, που εί­θι­σται να εί­ναι η ε­πο­χή για τα πλέ­ον εν­δια­φέ­ρο­ντα ε­ρω­τι­κά α­νάμ­μα­τα.
Σε άλ­λα πά­λι διη­γή­μα­τα, που τον ή­ρωα α­πα­σχο­λεί έ­να έρ­γο, λί­γο-πο­λύ συ­νη­θι­σμέ­νο, η α­φή­γη­ση α­πλώ­νε­ται στο σχο­λα­στι­κό τρό­πο της ε­κτέ­λε­σής του. Όπως στην πε­ρί­πτω­ση ε­κεί­νου του ά­ψο­γου ο­δο­κα­θα­ρι­στή στο διή­γη­μα της προ­η­γού­με­νης συλ­λο­γής «Ο ο­δο­κα­θα­ρι­στής, 5.30 το πρωί», ή, στο πρό­σφα­το, «Το φί­δι στη φάτ­νη», του ιε­ρέα, που, ό­ταν έ­νας μι­κρός α­νέ­τρε­ψε την ώ­ρα της με­τά­λη­ψης το δι­σκο­πό­τη­ρο, σύρ­θη­κε στο δά­πε­δο και έ­γλει­ψε “σχο­λα­στι­κά, ε­πί­μο­να”, πό­ντο-πό­ντο τη με­τα­λα­βιά. Και α­κό­μη άλ­λων η­ρώων σε διη­γή­μα­τα της νέ­ας σο­δειάς, που α­ντι­με­τω­πί­ζουν τη δου­λειά τους ως λει­τούρ­γη­μα, σαν τον Κων­στα­ντι­νου­πο­λί­τη κυρ Σω­φρό­νιο, “κά­το­χο μο­να­δι­κής συ­ντα­γής για την πα­ρα­σκευή λου­κου­μιώ­ν”. 
Σε ο­ρι­σμέ­να διη­γή­μα­τα, ο συγ­γρα­φέ­ας υιο­θε­τεί την πε­ριο­ρι­σμέ­νη ο­πτι­κή γω­νία του α­φη­γη­τή, δο­κι­μά­ζο­ντας τον α­να­γνώ­στη. Σε α­ντί­θε­ση με τους συγ­γρα­φείς που τα δί­νουν ό­λα α­να­λυ­τι­κά, κά­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο και α­πό α­να­λυ­τι­κά, μην και βρει προ­σκόμ­μα­τα το πλα­τύ κοι­νό, ο Σκα­μπαρ­δώ­νης φαί­νε­ται σαν να δη­λώ­νει ό­τι τον εν­δια­φέ­ρουν γε­νι­κώς οι α­σκη­μέ­νοι α­να­γνώ­στες και ει­δι­κό­τε­ρα, οι ε­ξοι­κειω­μέ­νοι με τον κό­σμο των ι­στο­ριών του. Ένα κα­λό πα­ρά­δειγ­μα, εί­ναι η “προ­πό­νη­ση” του Μα­νώ­λη Χιώ­τη πριν α­νε­βεί στο πάλ­κο και αρ­χί­σει ε­κεί­νο το “α­δια­νό­η­το τα­ξί­μι”. Ο α­φη­γη­τής, θα λέ­γα­με ό­τι δί­νει ρέ­στα στην πε­ρι­γρα­φή του μου­σι­κού αυ­το­σχε­δια­σμού, α­φή­νει, ό­μως, στα αυ­το­νό­η­τα, τι εν­νο­εί με “την πιο σω­στή στά­ση” του σώ­μα­τος του ορ­γα­νο­παί­κτη, για την ε­πί­τευ­ξη της ο­ποίας ε­κεί­νος στέ­κε­ται γυ­μνός “με το λευ­κό σλιπ και τις λευ­κές κάλ­τσες”, “μια ο­λό­κλη­ρη ώ­ρα”, “μπρο­στά σ’ έ­ναν ο­λό­σω­μο κα­θρέ­φτη”. Ποιος θυ­μά­ται ό­τι ο Χιώ­της έ­παι­ζε μπου­ζού­κι πά­ντο­τε όρ­θιος; Πα­ρο­μοίως, στην ι­στο­ρία του ι­διο­φυούς πια­νί­στα, που κα­τέ­λη­ξε ε­ρη­μί­της στο Άγιο Όρος, μέ­νει στα αυ­το­νό­η­τα, ό­τι το τρα­γού­δι του τίτ­λου του διη­γή­μα­τος, «We will meet again», ή­ταν γνω­στή ε­πι­τυ­χία του 1940, ε­πο­χή πο­λέ­μου και α­πο­χαι­ρε­τι­σμών.  
Οι ε­ντυ­πω­σια­κό­τε­ροι, πά­ντως, τρε­λά­ρες της πρό­σφα­της συλ­λο­γής εί­ναι δυο φοι­τη­τές της Αρχι­τε­κτο­νι­κής, που δεν εί­χαν ι­διαί­τε­ρες ε­πι­δό­σεις στα μα­θή­μα­τα, αλ­λά ού­τε με­γά­λο εν­δια­φέ­ρον για τα ι­δε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κά. Ού­τε καν για τα κο­ρί­τσια. Αυ­τούς τους εν­διέ­φε­ραν μό­νο οι “κα­τα­σκευές”. Χά­ρις σε αυ­τό το α­πο­κλει­στι­κό εν­δια­φέ­ρον τους, στα ό­ρια της μο­νο­μα­νίας, η κα­τα­σκευή στο σα­λό­νι τρί­πα­του ε­ρει­πιώ­δους νε­ο­κλα­σι­κού ε­νός ι­στιο­φό­ρου, κο­ντά πέ­ντε μέ­τρα μή­κους, σω­στού «Θα­λασ­σίου δαί­μο­νος», το κα­τέ­βα­σμά του α­πό το μπαλ­κό­νι, η κα­θέλ­κυ­σή του και ο πρώ­τος πλους α­πο­τε­λούν τα ε­πει­σό­δια μιας συ­ναρ­πα­στι­κής πε­ρι­πέ­τειας. Τύ­φλα να ’χει ο «Τυ­φώ­νας» του Τζό­ζεφ Κόν­ρα­ντ μπρο­στά “στη μπου­κα­δού­ρα που ρο­βο­λού­σε α­π’ το Άγιον Όρος και σά­ρω­νε ό­λο το πέ­λα­γος”. Εδώ, φαί­νε­ται, για άλ­λη μια φο­ρά, ό­τι ο συγ­γρα­φέ­ας δεν ε­πι­λέ­γει τυ­χαία το πρώ­το πρό­σω­πο. Με αυ­τό κα­τορ­θώ­νει και διο­χε­τεύει στην α­φή­γη­ση τον οί­στρο, που έ­χουν οι διη­γή­σεις ό­σων πα­ρα­μυ­θά­δων έρ­χο­νται α­πό τη λά­λα ρά­τσα των Ελλή­νων. Κι ό­πως α­πο­φθέγ­γε­ται, σε έ­τε­ρο διή­γη­μα, συ­νο­μι­λώ­ντας με τις τρεις Μοί­ρες, που τον ε­πι­σκέ­φτη­καν σαν τρεις “ε­ξαί­σιες στα­χτά­ρες”:  “Το πρό­βλη­μά μας εί­ναι ό­τι πρέ­πει να βρού­με έ­ναν νέο, βα­θύ­τε­ρο οί­στρο”. Πα­ραί­νε­ση, που θα μπο­ρού­σε να α­πευ­θύ­νε­ται σε νεό­τε­ρους συγ­γρα­φείς ή και σε ό­λους τους πο­λί­τες της χει­μα­ζό­με­νης χώ­ρας. 
Ενα άλ­λο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του μυ­θο­πλα­στι­κού κό­σμου του Σκα­μπαρ­δώ­νη εί­ναι ό­τι φα­ντά­ζει με­γα­λύ­τε­ρος του συ­νή­θους αν­θρω­πο­κε­ντρι­κού σύ­μπα­ντος. Αυ­τήν την αί­σθη­ση την προ­κα­λεί ο στε­νός συγ­χρω­τι­σμός των η­ρώων με τε­θνεώ­τες και ζω­ντα­νά. Οι ι­στο­ρίες για τον παπ­πού Θεό­δω­ρο Κλή­με­ντο, που στοι­χειώ­νει α­πό νω­ρίς τη συγ­γρα­φι­κή φα­ντα­σία, πα­ρου­σιά­ζουν θαυ­μα­στι­κά τις α­ντο­χές και τα γλέ­ντια των πα­λαιό­τε­ρων. Πα­ρο­μοίως, οι ι­στο­ρίες για τα πά­σης φύ­σεως ζω­ντα­νά, δο­ξά­ζουν τις συ­χνά πα­ρά­ξε­νες, με τα αν­θρώ­πι­να μέ­τρα και σταθ­μά, ι­κα­νό­τη­τές τους. Του αέ­ρος, ό­πως οι στα­χτά­ρες του πρό­σφα­του διη­γή­μα­τος, φτω­χοί συγ­γε­νείς των χε­λι­δο­νιών, αλ­λά με ε­ξαι­ρε­τι­κές ε­πι­δό­σεις, στο ση­μείο να κοι­μού­νται εν πτή­σει. Αλλά και της θά­λασ­σας, ό­πως ο θη­ριώ­δης γου­λια­νός διη­γή­μα­τος της προ­η­γού­με­νης συλ­λο­γής, που ε­γκλω­βί­στη­κε στην εκ­κλη­σία της Αγια-Βαρ­βά­ρας του χω­ριού Νε­ράι­δα, άλ­λο­τε πο­τέ στις όχ­θες του Αλιάκ­μο­να και ε­δώ και σα­ρά­ντα χρό­νια στο βυ­θό της λί­μνης Πο­λυ­φύ­του. Ή, α­κό­μη, το τρο­με­ρό γρι­βά­δι πα­λαιό­τε­ρου διη­γή­μα­τος, το ο­ποίο περ­νά ζωή χα­ρι­σά­με­νη στη μπα­νιέ­ρα του δια­με­ρί­σμα­τος ε­νός τρε­λά­ρα. Λι­γό­τε­ρα τα ό­ντα της ξη­ράς, αλ­λά το κε­νό α­να­πλη­ρώ­νουν οι εκ­πλη­κτι­κής ευ­φυΐας σκύ­λοι. Μό­νο που στα διη­γή­μα­τα του Σκα­μπαρ­δώ­νη δεν πα­ρου­σιά­ζο­νται σε ρό­λο θύ­μα­τος της αν­θρώ­πι­νης βίας, ό­πως τους θέ­λουν άλ­λοι ζωό­φι­λοι συγ­γρα­φείς, αλ­λά εκ­φο­βι­στή. 
Η α­φή­γη­ση του Σκα­μπαρ­δώ­νη δια­θέ­τει ό­λα τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της πα­ρα­μυ­θι­κής διή­γη­σης: ρυθ­μό, α­να­τρο­πές και το βο­ρειο­ελ­λα­δί­τι­κο λε­κτι­κό. Πέ­ραν, ό­μως, αυ­τών, ευ­θύς εξ αρ­χής,  δη­μο­σίευε και σύ­ντο­μα διη­γή­μα­τα της μιας το πο­λύ σε­λί­δας. Κα­θώς η τε­λευ­ταία συλ­λο­γή του κυ­κλο­φό­ρη­σε φθι­νό­πω­ρο του 2011, έ­γρα­ψε και δυο μί­νι διη­γή­μα­τα για τους τι­μώ­με­νους κα­τά το ε­πε­τεια­κό έ­τος. Μπο­ρεί να μην φτά­νουν ε­κεί­νο το μο­να­δι­κό διή­γη­μα της μιας πα­ρα­γρά­φου, «Ανα­φο­ρά υ­πα­στυ­νό­μου Ιωάν­νη Πε­τρά­κη», σε μια α­πό τις κα­λύ­τε­ρες συλ­λο­γές του, «Πά­λι κε­ντά­ει ο στρα­τη­γός», α­φού ο συγ­γρα­φέ­ας δεί­χνει να με­τριά­ζει την εκ­φρα­στι­κή του αυ­θορ­μη­σία, σί­γου­ρα πά­ντως δεν συ­γκρί­νο­νται με το δια­δι­κτυα­κό φρού­το του μπον­ζάϊ διη­γή­μα­τος, που ε­σχά­τως αν­θεί και στα κα­θ’ η­μάς. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ευ­τυ­χεί του Ελύ­τη, «Η ποίη­ση βα­ρά­ει κα­τα­κέ­φα­λα», πα­ρά του Πα­πα­δια­μά­ντη με τον δά­νειο πα­πα­δια­μά­ντειο τίτ­λο «Νε­κρός τα­ξι­διώ­της». Φαί­νε­ται πως ο Σκα­μπαρ­δώ­νης “συ­νο­μι­λεί” κα­λύ­τε­ρα υ­πο­γείως με τον Σκια­θί­τη. Αυ­τήν την ε­ντύ­πω­ση δη­μιουρ­γούν τα υ­πο­κο­ρι­στι­κά που πυ­κνώ­νουν ή, α­κό­μη, κά­ποιες θα­λασ­σι­νές εκ­φρά­σεις σαν ε­κεί­νες τις δύ­στρο­πες του Πα­πα­δια­μά­ντη, που οι με­τα­γε­νέ­στε­ροι α­πέ­δω­σαν σε τυ­πο­γρα­φι­κά σφάλ­μα­τα. “Αί­θριος ο ου­ρα­νός, σταυ­ρω­μέ­νος α­πό τον βορ­ρά­ν”, γρά­φει ο Σκια­θί­της. “Έξω ο γαρ­μπής α­φιέ­ρω­νε”, ο Σκα­μπαρ­δώ­νης. Ίσως, ό­μως, σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση να μην πρό­κει­ται για “συ­νο­μι­λία”, αλ­λά για κοι­νά α­κού­σμα­τα. Απο­μέ­νει να ε­πι­χει­ρή­σου­με τη δια­κει­με­νι­κή λε­γό­με­νη προ­σέγ­γι­ση σε έ­να α­πό τα διη­γή­μα­τα, την ο­ποία υ­πο­στη­ρί­ζουν ο­ρι­σμέ­να πε­ρι­κει­με­νι­κά στοι­χεία, ό­πως α­πο­κα­λού­νται. Προ­σώ­ρας συ­νο­ψί­ζου­με: Ο συγ­γρα­φέ­ας “πε­ρί πολ­λών τυρ­βά­ζει”, ό­πως ο ί­διος δη­λώ­νει, την πε­ριο­χή, πά­ντως, της διη­γη­μα­το­γρα­φίας την πε­ρι­πο­λεί ευ­δο­κί­μως. 
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 11/11/2012.

Ελιμειακά, 30 χρόνια παρουσίας

$
0
0


Με το 67ο τεύ­χος, που κυ­κλο­φό­ρη­σε Δε­κέμ­βριο 2011, το ε­ξα­μη­νιαίο πε­ριο­δι­κό συ­μπλή­ρω­σε τριά­ντα χρό­νια α­διά­λει­πτης πα­ρου­σίας. Ποιος, ό­μως, Αθη­ναίος ή και γε­νι­κό­τε­ρα, Πα­λαιο­ελ­λα­δί­της, εί­ναι τό­σο καλ­λιερ­γη­μέ­νος, ώ­στε να γνω­ρί­ζει τον τό­πο, στον ο­ποίο α­να­φέ­ρε­ται ο τίτ­λος; Κα­νο­νι­κά, ο κα­θέ­νας με ε­γκύ­κλιες σπου­δές, α­φού αρ­κεί να έ­χει ξε­φυλ­λί­σει Θου­κυ­δί­δη, Στρά­βω­να ή Αρι­στο­τέ­λη. Άλλω­στε, η λέ­ξη Ελί­μεια ή Ελι­μεία, α­κό­μη Ελι­μία ή και Ελι­μιώ­τις, ό­πως δια­βε­βαιώ­νουν οι γλωσ­σο­λό­γοι, εί­ναι συγ­γε­νι­κή της λέ­ξης Ελλάς, με κοι­νή πε­λασ­γι­κή ρί­ζα, που ση­μαί­νει υ­ψη­λός. Δη­λα­δή, πρό­κει­ται για το­πω­νύ­μια, ό­λα εκ Πίν­δου αρ­χό­με­να. Προ­λο­γί­ζο­ντας το ε­πε­τεια­κό τεύ­χος ο διευ­θυ­ντής σύ­ντα­ξης Στρά­τος Ηλια­δέ­λης, προσ­διο­ρί­ζει, “για τους μη γνω­ρί­ζο­ντες”, ό­τι η Ελί­μεια ή­ταν τμή­μα της αρ­χαίας Άνω Μα­κε­δο­νίας και κα­τεί­χε με­γά­λο μέ­ρος των Νο­μών Κο­ζά­νης και Γρε­βε­νών. Σε έ­να πα­λαιό­τε­ρο δι­πλό τεύ­χος του 2008 (τχ. 60-61, Ιού­νιος 2008), η αρ­χαιο­λό­γος Γεωρ­γία Κα­ρα­μή­τρου-Με­ντε­σί­δη θυ­μί­ζει ό­τι Άνω Μα­κε­δο­νία, α­πό τον Ηρό­δο­το μέ­χρι τον Κων­στα­ντί­νο Πορ­φυ­ρο­γέν­νη­το, α­πο­κα­λεί­ται η ο­ρει­νή, σε με­γά­λο υ­ψό­με­τρο, Μα­κε­δο­νία, στην ο­ποία πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται οι πε­ριο­χές Ελι­μιώ­τις, Λυ­γκη­στίς, Ορε­στίς, Πε­λα­γο­νία, Εορ­δαία.
Η α­να­δρο­μή της αρ­χαιο­λό­γου  στο ι­στο­ρι­κό και γεω­γρα­φι­κό πλαί­σιο γί­νε­ται και πά­λι σε έ­να εόρ­τιο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού με α­φορ­μή μια προ­η­γού­με­νη ε­πέ­τειο. Τη συ­μπλή­ρω­ση ε­κα­τό χρό­νων του Συλ­λό­γου Κο­ζα­νι­τών Θεσ­σα­λο­νί­κης, που εί­ναι ο εκ­δό­της του πε­ριο­δι­κού. Ο Σύλ­λο­γος ο­νο­μά­ζε­ται «Ο Άγιος Νι­κό­λα­ος», προς τι­μή της ο­μώ­νυ­μης με­τα­βυ­ζα­ντι­νής εκ­κλη­σίας στη γε­νέ­τει­ρα. Άλλω­στε, η πρώ­τη ι­στο­ρι­κή α­να­φο­ρά των Κο­ζα­νι­τών της Θεσ­σα­λο­νί­κης σχε­τί­ζε­ται με το ναό: «...Κα­τά το έ­τος 1905 ε­στά­λη ως α­φιέ­ρω­μα υ­πό των εν Θεσ­σα­λο­νί­κη πα­τριω­τών ο μέ­γας βα­θύη­χος κώ­δων δια το ι­στο­ρι­κόν Κω­δω­νο­στά­σιον του Αγίου Νι­κο­λά­ου, αλ­λ’ ο τυ­ραν­νι­κός Καϊμα­κά­μης (υ­πο­διοι­κη­τής) τό­τε Σου­λεϊμά­ν-Μπέ­ης α­πη­γό­ρευ­σε την α­νάρ­τη­σιν αυ­τού...»  Ήδη, α­πό τα μέ­σα του 18ου αιώ­να, α­να­φέ­ρο­νται α­πό­δη­μοι Κο­ζα­νί­τες στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, η κύ­ρια ό­μως ε­γκα­τά­στα­σή τους στη συ­μπρω­τεύου­σα έ­γι­νε στα τέ­λη του ε­πό­με­νου αιώ­να. Ο Σύλ­λο­γος ι­δρύ­θη­κε στα ο­θω­μα­νι­κά α­κό­μη χρό­νια, το 1908, με πρώ­το πρό­ε­δρο τον Γεώρ­γιο Πα­πα­δέ­λη, τον με­γα­λύ­τε­ρο α­πό τα τέσ­σε­ρα α­δέλ­φια, που ή­ταν α­νά­με­σα στα εί­κο­σι ι­δρυ­τι­κά μέ­λη. Εκα­τό χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στην κε­φα­λή του Συλ­λό­γου βρί­σκε­ται η Μι­μή Πα­πα­δέ­λη-Πα­πα­να­στα­σίου. Το λεύ­κω­μα για την ε­κα­το­ντα­ε­τία, που εκ­δό­θη­κε το 2009, ι­στο­ρεί ε­κεί­νους που δη­μιούρ­γη­σαν και στή­ρι­ξαν τον Σύλ­λο­γο.
Γεν­νιέ­ται, ω­στό­σο, το ε­ρώ­τη­μα, πό­σο μπο­ρεί να εν­δια­φέ­ρει έ­να πε­ριο­δι­κό, που έ­χει ως στό­χο την προ­βο­λή και διά­σω­ση της πνευ­μα­τι­κής και ι­στο­ρι­κής κλη­ρο­νο­μιάς του ε­λι­μεια­κού χώ­ρου. Από μια ά­πο­ψη, ε­λά­χι­στα έως κα­θό­λου, α­φού εί­ναι ζη­τού­με­νο κα­τά πό­σο θα κι­νού­σε το εν­δια­φέ­ρον α­κό­μη κι αν α­γκά­λια­ζε τον ευ­ρύ­τε­ρο ελ­λη­νι­κό χώ­ρο. Και εί­ναι α­να­με­νό­με­νο, ι­δίως σή­με­ρα, που η ά­με­ση προ­τε­ραιό­τη­τα εί­ναι η ε­ναρ­μό­νι­ση με το πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νο πνεύ­μα. Εμείς, τώ­ρα, τρέ­χου­με με την ελ­πί­δα να προ­λά­βου­με να πιά­σου­με μια θέ­ση στην ευ­ρω­παϊκή ε­ξέ­δρα, έ­στω και στις έ­σχα­τες σει­ρές. Τι να τα κά­νου­με τα το­πι­κά ι­διό­λε­κτα, τα ο­ποία πα­ρου­σιά­ζο­νται κα­τά και­ρούς στο πε­ριο­δι­κό, ό­ταν α­γκο­μα­χού­με στα τα­χύρ­ρυθ­μα τμή­μα­τα γερ­μα­νι­κώ­ν; Ποιος εν­δια­φέ­ρε­ται για την κο­ζα­νί­τι­κη αρ­χι­τε­κτο­νι­κή α­πό τους πε­ρα­σμέ­νους αιώ­νες μέ­χρι σή­με­ρα, που πα­ρου­σιά­ζε­ται σε σει­ρά κει­μέ­νων, βα­σι­σμέ­νων σε πο­λύ­τι­μο αρ­χεια­κό υ­λι­κό, ό­ταν ο­νει­ρευό­μα­στε δια­με­ρί­σμα­τα δια­στά­σεων γη­πέ­δου με μπαλ­κό­νια πρό­σφο­ρα για παρ­κά­ρι­σμα τρο­χο­φό­ρου; Ποιος δια­βά­ζει ε­κτε­νή βιο­γρα­φι­κά α­πό­δη­μων του 17ου και του 19ου αιώ­να, ό­πως τα συ­γκε­ντρω­μέ­να α­πό τον κο­ζα­νί­τη ι­στο­ριο­δί­φη Θε­ο­φά­νη Πά­μπα, τη στιγ­μή που χρειά­ζο­νται ο­δη­γίες για με­τα­νά­στευ­ση στις συν­θή­κες, τις ε­πι­κρα­τού­σες τον 21ο; 
Αν, ω­στό­σο, στα­μα­τού­σα­με να πά­ρου­με μια α­νά­σα, δεν α­πο­κλείε­ται σε πε­ριο­δι­κά, α­κρι­βώς ό­πως τα «Ελι­μεια­κά», να α­να­κα­λύ­πτα­με έ­ναν δια­φο­ρε­τι­κό και ποιος ξέ­ρει α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρο μπού­σου­λα. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο τεύ­χος για τα τρια­ντά­χρο­να του πε­ριο­δι­κού, ο Χα­ρί­των Κα­ρα­νά­σιος πα­ρου­σιά­ζει έ­να ά­γνω­στο κει­μή­λιο της ι­στο­ρι­κής Κο­βε­ντά­ρειου Δη­μο­τι­κής Βι­βλιο­θή­κης Κο­ζά­νης. Πρό­κει­ται για δυο σπα­ράγ­μα­τα περ­γα­μη­νής α­πό ά­γνω­στο βυ­ζα­ντι­νό κεί­με­νο του 10ου -11ου αιώ­να. Πο­λύς λό­γος γί­νε­ται ε­σχά­τως για τα “φι­λέ­τα” γης προς ε­ξοι­κο­νό­μη­ση πό­ρων. Εκεί­να προ­σφέ­ρο­νται για πώ­λη­ση. Υπάρ­χουν, ό­μως, και τα “φι­λέ­τα” πο­λι­τι­σμού, α­πό τα ο­ποία τα κρά­τη προ­σπο­ρί­ζο­νται αί­γλη, δια­τη­ρώ­ντας την κυ­ριό­τη­τά τους, α­πλώς δια ε­πι­δεί­ξεως. Του­τέ­στιν, δεν εί­ναι μιας χρή­σεως. Ύστε­ρα, την α­πο­κτη­θεί­σα αί­γλη, ι­κα­νοί αρ­γυ­ρα­μοι­βοί και ό­χι αλ­μπά­νη­δες α­πό τις α­με­ρι­κα­νι­κές πα­νε­πι­στη­μιου­πό­λεις, την α­νταλ­λάσ­σουν με χρυ­σό.
Συ­νο­ψί­ζο­ντας, μην πε­ρι­φρο­νεί­τε τα πε­ριο­δι­κά, που, ως λέ­γε­ται πε­ρι­παι­κτι­κά, μυ­ρί­ζουν να­φθα­λί­νη. Το μό­νο που δεί­χνουν πα­ρό­μοιες ε­κτι­μή­σεις εί­ναι την κο­ντό­θω­ρη νοο­τρο­πία, που έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει.

Μ.Θ. 

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 25/11/2012

Αποχαιρετισμοί κάτω από τα κλαψόδεντρα

$
0
0


Την προ­πε­ρα­σμέ­νη Κυ­ρια­κή, σχο­λιά­ζο­ντας την τε­λευ­ταία συλ­λο­γή του Γιώρ­γου Σκα­μπαρ­δώ­νη, «Πε­ρι­πο­λών πε­ρί πολ­λών τυρ­βά­ζω», εί­χα­με υ­πο­σχε­θεί να ε­πα­νέλ­θου­με σε έ­να α­πό τα 26 διη­γή­μα­τα, κα­θώς έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι “συ­νο­μι­λεί” με ο­ρι­σμέ­να διη­γή­μα­τα, τό­σο πα­λαιό­τε­ρα ό­σο και ο­μό­χρο­νά του. Ένα α­πό αυ­τά δη­μο­σιεύ­τη­κε στο ε­πε­τεια­κό τεύ­χος των «Ελι­μεια­κών», στο ο­ποίο α­να­φε­ρό­μα­στε αυ­το­τε­λώς στη σε­λί­δα. Δε­δο­μέ­νου ό­τι η συλ­λο­γή και το τεύ­χος δη­μο­σιεύ­τη­καν σχε­δόν ταυ­τό­χρο­να, ει­κά­ζου­με ό­τι πρό­κει­ται για “συ­νο­μι­λία” πέ­ραν της πρό­θε­σης των συγ­γρα­φέων. Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, οι θεω­ρη­τι­κοί της λο­γο­τε­χνίας συμ­βου­λεύουν, κα­τ’ αρ­χάς την ε­ξέ­τα­ση κα­θε­νός χω­ρι­στά σε σχέ­ση και με τα ε­ξω­κει­με­νι­κά στοι­χεία και στη συ­νέ­χεια, τη συ­γκρι­τι­κή τους προ­σέγ­γι­ση. Αμ’ έ­πος α­μ’ έρ­γον. Το διή­γη­μα του πε­ριο­δι­κού έ­χει τίτ­λο «Τα Κλα­ψό­δε­ντρα» και εί­ναι της ψυ­χο­λό­γου και συγ­γρα­φέως Κα­τε­ρί­νας Μή­λιου. Πα­ρου­σιά­ζε­ται ως α­πό­το­κο της αυ­το­βιο­γρα­φίας του Μή­λιου Δ. Μή­λιου, που δη­μο­σιεύ­τη­κε σε προ­η­γού­με­να τεύ­χη, με τίτ­λο «Η οι­κο­γέ­νεια Μή­λιου της Κο­ζά­νης», με δι­κή της ε­πι­μέ­λεια. Σε αυ­τό θα ταί­ρια­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός σύ­ντο­μη ι­στο­ρία πα­ρά διή­γη­μα, κα­θώς α­νι­στο­ρεί τους δύ­σκο­λους α­πο­χαι­ρε­τι­σμούς, ό­ταν στε­νοί συγ­γε­νείς έ­φευ­γαν με­τα­νά­στες, γνω­ρί­ζο­ντας ό­τι ο χω­ρι­σμός θα εί­ναι μα­κρό­χρο­νος, κά­πο­τε και χω­ρίς ε­πι­στρο­φή. Τα δυο με­γα­λύ­τε­ρα α­δέλ­φια του α­φη­γη­τή έ­φυ­γαν για την Αυ­στρα­λία σχε­δόν έ­φη­βοι, το 1926 ο με­γά­λος, το 1932 ο δεύ­τε­ρος. Ο πρώ­τος ε­πέ­στρε­ψε οι­κο­γε­νεια­κά το 1959, ο δεύ­τε­ρος δεν γύ­ρι­σε. Σκο­τώ­θη­κε σε αυ­το­κι­νη­τι­στι­κό α­τύ­χη­μα το 1960. Γύ­ρι­σε η γυ­ναί­κα του με τα τρία παι­διά τους. Πι­θα­νώς έ­να α­πό αυ­τά να εί­ναι η συγ­γρα­φέ­ας, κα­θώς, σύμ­φω­να με το βιο­γρα­φι­κό της, γεν­νή­θη­κε στην Αυ­στρα­λία και με­γά­λω­σε στην Κο­ζά­νη. Όπως και να έ­χει, ως α­φη­γη­τή ε­πι­στρα­τεύει τον τρί­το α­δελ­φό, που δεν ξε­νι­τεύ­τη­κε. Στη με­τά­θε­ση, ω­στό­σο, ο­ρι­σμέ­νων πο­λύ­τι­μων γι’ αυ­τήν α­να­μνή­σεων, φαί­νε­ται να μπλέ­κει κά­που χρό­νους και γε­γο­νό­τα. Λ.χ., το τρα­γού­δι του Χατ­ζι­δά­κι, «Τα παι­διά του Πει­ραιά», γραμ­μέ­νο για το «Πο­τέ την Κυ­ρια­κή», δεν μπο­ρεί να α­κου­γό­ταν στο λι­μά­νι του Γυ­θείου, ού­τε άλ­λω­στε ο­που­δή­πο­τε αλ­λού, σε κα­νέ­ναν α­πο­χαι­ρε­τι­σμό πριν το 1960, που γυ­ρί­στη­κε η ται­νία. 
   Χά­ρις, πά­ντως, στον α­φη­γη­τή της πιά­νει το νή­μα της ι­στο­ρίας α­πό το α­πώ­τε­ρο πα­ρελ­θόν και μνη­μο­νεύει κά­ποιους άλ­λους, αυ­τή τη φο­ρά, χερ­σαίους α­πο­χαι­ρε­τι­σμούς, που ού­τε ε­κεί­νη ού­τε ο α­φη­γη­τής της έ­ζη­σαν. Εκεί­νος, ό­μως, πρό­λα­βε τις διη­γή­σεις της για­γιάς του. Ήταν οι α­πο­χαι­ρε­τι­σμοί, που γί­νο­νταν κά­τω α­πό τα ψη­λό­κορ­μα δέ­ντρα του χω­ρα­φιού τους, ό­ταν, σε δύ­σκο­λα χρό­νια, “χω­ρί­ζο­νταν οι οι­κο­γέ­νειες για να πά­νε άλ­λοι στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, άλ­λοι στη Σερ­βία κι άλ­λοι στη Βγιέν­να.” “Γι’ αυ­τό και τα ’λε­γαν κλα­ψό­δε­ντρα.” Δεν προσ­διο­ρί­ζει τι εί­δους δέ­ντρα εί­ναι, μια και οι α­πα­ντα­χού Ελι­μιώ­τες γνω­ρί­ζουν τον τό­πο τους και τη χλω­ρί­δα του. Ο τυ­χών, ό­μως, α­να­γνώ­στης, συ­χνά παι­δί των πό­λεων ό­πως ε­μείς, μπο­ρεί να φα­ντα­σιώ­νε­ται για κλα­ψό­δε­ντρα α­πό πλα­τά­νια μέ­χρι και ε­κεί­να τα ρό­μπο­λα, που φτά­νουν τα 40 μέ­τρα. Γι’ αυ­τά, τα α­κό­μη και ως ό­νο­μα ά­γνω­στα σε ε­μάς, δια­βά­σα­με σε έ­να διή­γη­μα άλ­λου Μα­κε­δό­να συγ­γρα­φέα, του Στά­θη Κο­ψα­χεί­λη. Από την Κε­ντρι­κή Μα­κε­δο­νία ε­κεί­νος, γεν­νη­μέ­νος στο Λι­τό­χω­ρο Πιε­ρίας. Στο γλωσ­σά­ρι της συλ­λο­γής, που ε­ξέ­δω­σε τον Νοέμ­βριο του 2011, με τίτ­λο «Πα­ρα­μι­λη­τά», ε­ξη­γεί πως ρό­μπο­λο α­πο­κα­λεί­ται το λευ­κό­δερ­μο πεύ­κο, που φυ­τρώ­νει σε υ­ψό­με­τρο 1500-2400 μέ­τρων. Στο διή­γη­μά του, «Η α­σέ­βεια των λο­τό­μων», ω­στό­σο, θάλ­λουν γύ­ρω α­πό την πα­λαιά Μο­νή του Αγίου Διο­νυ­σίου του Ολυ­μπί­τη, που βρί­σκε­ται σε υ­ψό­με­τρο ό­χι με­γα­λύ­τε­ρο των 800 μέ­τρων. Δη­λα­δή, στο ί­διο υ­ψό­με­τρο με τη Σέ­λι­τσα, ό­πως ο­νο­μα­ζό­ταν πα­λαιό­τε­ρα η Ερά­τυ­ρα, στις πλα­γιές του ό­ρους Άσκιο ή και Σι­νιά­τσι­κο, ό­που η Μή­λιου το­πο­θε­τεί την ι­στο­ρία της. Ό,τι εί­δους δέ­ντρα και να εί­ναι τα κλα­ψό­δε­ντρα, στους ε­φιάλ­τες του α­φη­γη­τή εμ­φα­νί­ζο­νται ζευ­γα­ρω­μέ­να. “Δυο δέ­ντρα στοι­χειώ­νουν έ­να μαύ­ρο ου­ρα­νό”. 
Το διή­γη­μα του Σκα­μπαρ­δώ­νη τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Ο Κλα­ψό­δε­ντρος» και α­πό μια ά­πο­ψη, κα­τέ­χει προ­νο­μιού­χο θέ­ση στη συλ­λο­γή, α­φού σε αυ­τό α­να­φέ­ρε­ται το έ­να α­πό τα δυο μό­το του βι­βλίου. Το­πο­θε­τεί­ται και αυ­τό στο Νο­μό Κο­ζά­νης, αλ­λά στο δυ­τι­κό­τε­ρο ά­κρο του, στις πα­ρυ­φές του ό­ρους Βόϊο. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στον Πε­ντά­λο­φο Κο­ζά­νης, πα­λαιό­τε­ρα Ζου­πά­νι, ο­νο­μα­στό άλ­λο­τε για τους κτι­στά­δες πέ­τρας. “Πέ­τρα εί­χα­μι, πέ­τρα δου­λε­ψά­μι”, σύμ­φω­να με το μό­το, που εί­ναι στο δι­κό τους ι­διό­λε­κτο, τα κου­δα­ρί­τι­κα. Κλα­ψό­δε­ντρο α­πο­κα­λού­σαν έ­ναν πλά­τα­νο στην α­να­το­λι­κή πλευ­ρά του χω­ριού, εί­κο­σι έ­να μέ­τρα ύ­ψους, με με­γά­λη ι­στο­ρία α­πό τα χρό­νια της Τουρ­κο­κρα­τίας. “Ήταν το ση­μείο ό­που οι οι­κο­γέ­νειες α­πο­χαι­ρε­τού­σαν τα πε­ρί­φη­μα συ­νερ­γεία των μα­στό­ρων που έ­φευ­γαν να δου­λέ­ψου­νε σε μέ­ρη μα­κρι­νά.” Δια­φο­ρε­τι­κές, ω­στό­σο, οι κα­τευ­θύν­σεις α­πό ε­κεί­νες των ξε­νι­τε­μών στην ι­στο­ρία της Μή­λιου. Ού­τε Κων­στα­ντι­νού­πο­λη ού­τε Βγιέν­να πή­γαι­να­ν· “η χά­ρη τους έ­φτα­νε ως την Εύ­βοια και την Πε­λο­πόν­νη­σο”. Στο διή­γη­μα οι α­πο­χαι­ρε­τι­σμοί α­να­φέ­ρο­νται πα­ρε­μπι­πτό­ντως, κα­θώς η α­φή­γη­ση ε­στιά­ζει στον κε­ντρι­κό ή­ρωα και τη σχέ­ση του με τον αιω­νό­βιο κλα­ψό­δε­ντρο. Έναν δά­σκα­λο ε­τών 39, εγ­γο­νό χτί­στη, με τό­πο δια­μο­νής την Θεσ­σα­λο­νί­κη και θε­ρι­νό κα­τα­φύ­γιο το κτή­μα στον τό­πο της κα­τα­γω­γής του, τον Πε­ντά­λο­φο. Μέ­σα α­πό το ε­φιαλ­τι­κό ό­νει­ρο του δά­σκα­λου, με το ο­ποίο α­νοί­γει το διή­γη­μα, δια­φαί­νε­ται η αί­σθη­ση κα­τά­πτω­σης και μα­ταίω­σης, που τον έ­χει κα­τα­λά­βει. Νιώ­θει και ε­κεί­νος άρ­ρω­στος, ό­πως ο πλά­τα­νος που τον σι­γο­τρώει έ­νας εξ Αμε­ρι­κής προ­ερ­χό­με­νος μύ­κη­τας. 
   Ού­τε το ε­φιαλ­τι­κό ό­νει­ρο ού­τε ο ε­να­γκα­λι­σμός του με τον κλα­ψό­δε­ντρο, που έρ­χε­ται σαν κα­τα­λη­κτι­κή κο­ρύ­φω­ση της διή­γη­σης, έ­χουν ο­μοιό­τη­τα με το ε­νύ­πνιο «Υπό την βα­σι­λι­κήν δρυν» του εν­δε­κα­ε­τούς πα­πα­δια­μά­ντειου παι­δίου και την “ά­φα­τον συ­γκί­νη­σι­ν” που το με­γα­λο­πρε­πές ε­κεί­νο δέ­ντρο του προ­κα­λού­σε σαν μα­γι­κή με­τα­μόρ­φω­ση “κό­ρης παρ­θε­νι­κής του βου­νού”. Κι ό­μως, κά­ποιος, πι­θα­νώς αρ­κού­ντως ευ­φά­ντα­στος ή και ευαί­σθη­τος, ί­σως α­φου­γκρα­στεί τη “συ­νο­μι­λία” των δυο διη­γη­μά­των στο κρά­τη­μα του αν­θρώ­που α­πό το δέ­ντρο, κυ­ρίως στην έμ­ψυ­χη υ­πό­στα­ση, που και οι δυο α­φη­γή­σεις του προσ­δί­δουν. Η νύμ­φη “Αμα­δρυάς συ­να­πο­θνή­σκει με την δρυ­ν” στο διή­γη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη, ε­νώ, στου Σκα­μπαρ­δώ­νη, η ε­πα­φή με τον κορ­μό του πλά­τα­νου ε­πι­δρά  ως ζωο­γό­νος δύ­να­μη στον κα­τα­πτο­η­μέ­νο ψυ­χι­σμό του ή­ρωα.    
     Επι­μέ­νο­ντας στη “συ­νο­μι­λία” με τον Πα­πα­δια­μά­ντη, οι α­πο­χαι­ρε­τι­σμοί των διη­γη­μά­των της Μή­λιου και του Σκα­μπαρ­δώ­νη, που γί­νο­νται  κά­τω α­πό τα κλα­ψό­δε­ντρα, α­να­κα­λούν έ­τε­ρο διή­γη­μά του, με θα­λάσ­σιους α­ντί χερ­σαίους α­πο­χαι­ρε­τι­σμούς. “Επά­νω εις τον βρά­χον της ε­ρή­μου βο­ρει­νής α­κτής, πλη­σίον εις το λη­σμο­νη­μέ­νον πα­ρεκ­κλή­σι της Πα­να­γίας της Κα­τευο­δώ­τρας” μα­ζεύο­νταν οι γυ­ναί­κες των θα­λασ­σι­νών και α­γνά­ντευαν τα κα­ρά­βια των δι­κών τους κα­θώς σάλ­πα­ραν. Μό­νο που σε ε­κεί­νο «Τ’ Αγνά­ντε­μα», τα δά­κρυα μπο­ρού­σαν να έ­χουν μέ­χρι και τρα­γι­κά ε­πα­κό­λου­θα. Σύμ­φω­να με μύ­θο α­πό την ε­πο­χή “των πα­λαιών Ελλή­νω­ν”, το Φλαν­δρώ, α­γνα­ντεύο­ντας “το κα­ρά­βι του άν­δρα της που έ­φευ­γε, έ­κλα­ψε πι­κρά κ’ έ­πε­σαν τα δά­κρυά της στα κύ­μα­τα και τα κύ­μα­τα ε­πι­κρά­θη­καν, κ’ ε­φαρ­μα­κώ­θη­καν, και θύ­μω­σαν ... και στο δρό­μο τους που ηύ­ραν το κα­ρά­βι,  έ­πνι­ξαν τον άν­δρα της”.
Ας α­φή­σου­με, ό­μως, τον Σκια­θί­τη, κι ας ε­πι­κε­ντρω­θού­με στις “συ­νο­μι­λίες” των τριών Μα­κε­δό­νων συγ­γρα­φέων, που συ­νέ­πε­σε να δη­μο­σιεύ­σουν τα διη­γή­μα­τά τους φθι­νό­πω­ρο του 2011. Η “συ­νο­μι­λία” των διη­γη­μά­των Μή­λιου-Σκα­μπαρ­δώ­νη πα­ρα­μέ­νει στο θε­μα­τι­κό πε­δίο, σε α­ντί­θε­ση με ε­κεί­νη των Κο­ψα­χεί­λη-Σκα­μπαρ­δώ­νη. Μπο­ρεί μεν ο Κο­ψα­χεί­λης να μην κα­τα­φεύ­γει στο μύ­θο του κλα­ψό­δε­ντρου, αλ­λά και ε­κεί­νος δί­νει στα αιω­νό­βια ρό­μπο­λα έμ­ψυ­χη υ­πό­στα­ση. Ύστε­ρα, η “συ­νο­μι­λία” των δυο διη­γη­μα­το­γρά­φων δη­λώ­νε­ται ποι­κι­λο­τρό­πως α­πό τους ί­διους και δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στα συ­γκε­κρι­μέ­να διη­γή­μα­τα. Σχε­δόν συ­νο­μή­λι­κοι, στα πρό­σφα­τα βι­βλία τους α­νταλ­λάσ­σουν α­φιε­ρώ­σεις σε ε­πι­μέ­ρους διη­γή­μα­τα. Πι­θα­νώς και ως έν­δει­ξη ά­δη­λων προ­σφο­ρών υ­πό τη μορ­φή πυ­ρή­νων έ­μπνευ­σης. Χω­ρίς να γνω­ρί­ζου­με πρό­σω­πα και πράγ­μα­τα, κά­νου­με την ει­κα­σία ό­τι οι μυ­θο­πλα­στι­κοί τους κό­σμοι συγ­γέ­νευαν πριν δια­βά­σουν ο έ­νας τον άλ­λο. Το 1988-1990, δη­μο­σίευ­σε ο Κο­ψα­χεί­λης τα τέσ­σε­ρα πρώ­τα διη­γή­μα­τά του σε α­θη­ναϊκό πε­ριο­δι­κό («Το πα­ρα­μι­λη­τό»). Ο Σκα­μπαρ­δώ­νης εί­χε δη­μο­σιεύ­σει διη­γή­μα­τα νω­ρί­τε­ρα αλ­λά σε πε­ριο­δι­κά της Θεσ­σα­λο­νί­κης, τό­τε, ω­στό­σο, ε­ξέ­δω­σε τα δυο πρώ­τα του βι­βλία, εμ­μέ­νο­ντας σε Θεσ­σα­λο­νι­κείς εκ­δό­τες. Στον πρώ­το εκ­δό­τη του (Ια­νός) θα βγά­λει ο Κο­ψα­χεί­λης, 22 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το έ­να και μο­να­δι­κό βι­βλίο του, το ο­ποίο, πα­ρε­μπι­πτό­ντως, στην Αθή­να έ­λα­βε μια κρι­τι­κή έ­να­ντι εί­κο­σι, πι­θα­νώς και πε­ρισ­σό­τε­ρων, του Σκα­μπαρ­δώ­νη. Με άλ­λα λό­για, οι συγ­γρα­φι­κοί βίοι τους μό­νο πα­ράλ­λη­λοι δεν εί­ναι, αλ­λά η ι­στο­ρία της λο­γο­τε­χνίας στοι­χειο­θε­τεί­ται με κεί­με­να και ό­χι με βιο­γρα­φι­κά. Όσο για τις κρι­τι­κές εί­ναι, κα­τά κα­νό­να, θέ­μα γνω­ρι­μιών και α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τας του συγ­γρα­φέα. Ακό­μη και τα μέ­λη των κρι­τι­κών ε­πι­τρο­πών δια­βά­ζουν τα βι­βλία, που τους προω­θεί ο κύ­κλος των γνω­στών τους. Όσων δια­θέ­τουν α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τα δεν χρειά­ζε­ται ού­τε καν να τα δια­βά­σουν, α­φού δεν χρειά­ζε­ται να υ­πε­ρα­σπί­σουν την υ­πο­ψη­φιό­τη­τά τους. Γι’ αυ­τά αρ­κεί το ό­νο­μα του συγ­γρα­φέα.
    Ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της συγ­γέ­νειας των μυ­θο­πλα­στι­κών τους κό­σμων εί­ναι ο στε­νός συγ­χρω­τι­σμός των η­ρώων τους με τε­θνεώ­τες και ζω­ντα­νά. Στα πρό­σφα­τα διη­γή­μα­τα του Σκα­μπαρ­δώ­νη, οι προ­σφι­λείς α­πο­θα­νό­ντες στοι­χειώ­νουν τη μνή­μη του α­φη­γη­τή, στα πα­λαιό­τε­ρα, ω­στό­σο, πα­ρου­σιά­ζο­νταν και σαν ε­νύ­πνια φά­σμα­τα. Στα διη­γή­μα­τα του Κο­ψα­χεί­λη, το με­τα­φυ­σι­κό στοι­χείο εί­ναι πο­λύ ε­ντο­νό­τε­ρο, κα­τα­λή­γο­ντας κα­θο­ρι­στι­κό της ε­ντύ­πω­σης. Ένα α­πό τα κα­λύ­τε­ρα διη­γή­μα­τά του, με πρω­τα­γω­νι­στή τον παπ­πού “ε­δώ και έ­ντε­κα χρό­νια πε­θα­μέ­νο”, εί­ναι το «Φθι­νό­πω­ρο». Το­πο­θε­τεί­ται στο χω­ριό Βυ­θός, γει­το­νι­κό του Πε­ντά­λο­φου. Όπως α­φη­γεί­ται ο Σκα­μπαρ­δώ­νης στο δι­κό του διή­γη­μα, πα­λιά ο Βυ­θός ο­νο­μα­ζό­ταν Ντό­λος και οι Ντο­λια­νά­τες κτι­στά­δες εί­χαν φθά­σει μέ­χρι την Περ­σία, ό­που έ­χτι­σαν α­νά­κτο­ρο για τον Σά­χη. Τό­ση ή­ταν η φή­μη τους, που στα χω­ριά του Βόϊου α­πα­θα­να­τί­στη­καν στα χρι­στού­γεν­νιά­τι­κα κά­λα­ντα, ε­ξο­στρα­κί­ζο­ντας τους τρεις Μά­γους: «Εκ της Περ­σίας έρ­χο­νται σα­ρά­ντα Ντο­λια­νά­τες...»
    Το διή­γη­μα του Κο­ψα­χεί­λη,  στη δεύ­τε­ρη δη­μο­σίευ­σή του στο βι­βλίο, εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νο στον Σκα­μπαρ­δώ­νη. Αντι­στοί­χως, το δι­κό του, «Ο Κλα­ψό­δε­ντρος», εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νο στον Κο­ψα­χεί­λη. Ίσως, οι λό­γοι να εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ροι του ε­νός, πι­θα­νώς και μέ­σα α­πό τη σχέ­ση τους με τους τό­πους. Στέρ­γιος, πά­ντως, εί­ναι το ό­νο­μα του ή­ρωα στο διή­γη­μα του Σκα­μπαρ­δώ­νη, το ί­διο με του κα­κού στο διή­γη­μα του Κο­ψα­χεί­λη. Σε ε­κεί­νο εί­ναι έ­νας α­πό τους λο­τό­μους, που κό­βουν τα αιω­νό­βια ρό­μπο­λα του Αγίου Διο­νυ­σίου του Ολυ­μπί­τη. Πέ­φτο­ντας το δέ­ντρο του λιά­νι­σε το κε­φά­λι. Αγίου τι­μω­ρία. Η συγ­γέ­νεια δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στο ό­νο­μα, άλ­λω­στε κι έ­νας άλ­λος ή­ρωας του Σκα­μπαρ­δώ­νη, έ­νας τρε­λά­ρας, έ­χει το ί­διο ό­νο­μα. Εί­ναι βα­θύ­τε­ρη, κα­θώς συν­δέε­ται με το υ­φέρ­πον με­τα­φυ­σι­κό στοι­χείο. Για πα­ρά­δειγ­μα,  και στους δυο, κά­ποια σπά­νια φυ­σι­κά φαι­νό­με­να συμ­βαί­νει να παίρ­νουν τις δια­στά­σεις του υ­περ­φυ­σι­κού χά­ρις στον τρό­πο της α­νι­στό­ρη­σής τους. Στα δυο πρό­σφα­τα διη­γή­μα­τα του Σκα­μπαρ­δώ­νη και του Κο­ψα­χεί­λη “βρέ­χει ψά­ρια και μπα­κά­κια”. Στο πρώ­το, τα βα­τρά­χια στον πα­ρα­λια­κό της Το­ρώ­νης εί­ναι ο πυ­ρή­νας γύ­ρω α­πό τον ο­ποίο στρο­βι­λί­ζε­ται έ­νας ο­λο­νύ­χτιος ε­φιάλ­της. Στο δεύ­τε­ρο, μέ­νει η φο­βι­κή ει­κα­σία να “ή­ταν ση­μά­δι του Αγίου”, που “ή­ταν πο­λύ χο­λω­μέ­νος”. Και στις δυο α­φη­γή­σεις υ­πάρ­χει η μυ­στι­κι­στι­κή υ­φή της μα­γείας.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 25/11/2012.

Αγαπώντες και αγαπώμενοι

$
0
0



Δη­μή­τρης Νόλ­λας
«Στον τό­πο»
Εκδό­σεις Ίκα­ρος
Απρί­λιος 2012

Μόναχο, 1971.
Φωτογραφία Δημήτρη Σούλα.




Απο­γοή­τευ­ση μας εί­χε προ­κα­λέ­σει πέ­ρυ­σι την ά­νοι­ξη η αγ­γε­λία της προ­σε­χούς έκ­δο­σης α­πά­ντων των διη­γη­μά­των του Δη­μή­τρη Νόλ­λα. Μια πα­ρό­μοια πρό­θε­ση δεν έ­χει, βε­βαίως, τί­πο­τα το ε­πι­κρι­τέο. Μό­νο που  η έκ­δο­ση Απά­ντων δη­λώ­νει το τε­τε­λε­σμέ­νο ε­νός έρ­γου, κι αυ­τό, στην πε­ρί­πτω­ση ε­νός κα­θό­λα μά­χι­μου συγ­γρα­φέα, ε­νέ­χει σπέρ­μα πα­ραί­τη­σης. Ει­κά­σα­με, ω­στό­σο, και μια δια­φο­ρε­τι­κή εκ­δο­χή για την α­πό­φα­σή του. Δε­δο­μέ­νου ό­τι το έρ­γο του Νόλ­λα ε­ξαρ­χής μοι­ρά­στη­κε με­τα­ξύ με­γά­λης, με­σαίας και σύ­ντο­μης φόρ­μας (5 μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, 4 νου­βέ­λες, 5 συλ­λο­γές διη­γη­μά­των), η έκ­δο­ση α­πά­ντων των διη­γη­μά­των θα μπο­ρού­σε να ση­μαί­νει ό­τι “κλεί­νει” ως διη­γη­μα­το­γρά­φος για να εκ­χω­ρή­σει ό­λη τη θέ­ση στον μυ­θι­στο­ριο­γρά­φο. Πι­θα­νό­τη­τα, που, ε­πί­σης, μας δυ­σα­ρέ­στη­σε. Όχι πως δεν ε­κτι­μού­με τη μέ­χρι σή­με­ρα μυ­θι­στο­ριο­γρα­φία του, α­ντι­θέ­τως, την έ­χου­με και σε δη­μο­σιεύ­μα­τά μας ε­γκω­μιά­σει. Εμείς, ω­στό­σο, πι­στεύου­με ό­τι ε­κεί­νο που έ­χει α­νά­γκη η ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία εί­ναι τα διη­γή­μα­τά του. Ιδιαί­τε­ρα τώ­ρα που ο πρώ­τος τυ­χών δη­μο­σιεύει ό­που λά­χει ι­στο­ρίες και στη συ­νέ­χεια, τις εκ­δί­δει σε βι­βλίο, με φαρ­δύ πλα­τύ, δί­κην υ­πό­τιτ­λου, τον ει­δο­λο­γι­κό προσ­διο­ρι­σμό διη­γή­μα­τα. Έρχο­νται, μά­λι­στα, α­πό κο­ντά οι ει­δι­κοί ε­πί των λο­γο­τε­χνι­κών και α­πο­φαί­νο­νται ό­τι έ­χου­με “έ­κρη­ξη διη­γή­μα­τος”. Ενώ οι “μά­στο­ρες”, ό­πως έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει να α­πο­κα­λούν τους κο­ρυ­φαίους του εί­δους, αρ­γούν. Άπα­ντα ο έ­νας, ά­πα­ντα ο άλ­λος, ομ­φα­λο­σκό­πη­ση πε­πραγ­μέ­νων ο τρί­τος, εν τέ­λει θα λη­σμο­νή­σου­με τι ση­μαί­νει διή­γη­μα ή, μάλ­λον, θα το ε­ξα­με­ρι­κα­νί­σου­με κι αυ­τό και θα τε­λειώ­νου­με με τα γνή­σια ελ­λη­νι­κά προϊό­ντα.
Φθι­νό­πω­ρο 2011, α­ντί για τα υ­πε­σχη­μέ­να Άπα­ντα, δη­μο­σιεύ­τη­κε στο πε­ριο­δι­κό «Οδός Πα­νός» έ­να και­νού­ριο σύ­ντο­μο πε­ζό του Νόλ­λα, με ό­λες τις α­ρε­τές του γνή­σιου διη­γή­μα­τος. Μα­φιό­ζι­κο το σκη­νι­κό, σε κρυ­φό μπαρ πί­σω α­πό βι­τρί­να «Εδώ­δι­μα-Αποι­κια­κά», στην α­γο­ρά της Τσι­μι­σκή, του­τέ­στιν στην καρ­διά της Θεσ­σα­λο­νί­κης, κα­τά τα με­θεόρ­τια της δο­λο­φο­νίας Λα­μπρά­κη, με θα­μώ­νες χω­ρο­φύ­λα­κες και α­ντί για γυ­ναί­κες, λι­κνι­ζό­με­να γκαρ­σό­νια. Ο τό­πος και η ε­πο­χή, ο εκ Γερ­μα­νίας με­τα­νά­στης, η η­δο­νο­θη­ρία ως δι­κλεί­δα α­σφα­λείας για το Σώ­μα της Χω­ρο­φυ­λα­κής, και εν μέ­σω ό­λων αυ­τών, το σα­σπέ­νς της α­να­ζή­τη­σης μιας Χρυ­σάν­θης, που, σαν “μια άλ­λη Ελέ­νη”, μπο­ρεί να εί­ναι κι αυ­τή “έ­να που­κά­μι­σο α­δεια­νό”, δεί­χνο­νται μέ­σα σε πέ­ντε σε­λί­δες. Το πε­ζό φέ­ρει τίτ­λο, «Τα­ξί­δι στην Ελλά­δα», προσ­διο­ρι­στι­κό υ­πό­τιτ­λο “α­πό­σπα­σμα”, αύ­ξο­ντα λα­τι­νι­κό α­ριθ­μό πέ­ντε και ως ε­πι­μέ­ρους τίτ­λο, το «Εδώ­δι­μα-Αποι­κια­κά». Άρα, συ­νά­δει με την εκ­δο­χή της μυ­θι­στο­ριο­γρα­φίας, αν δεν πρό­κει­ται για με­τα­μο­ντέρ­να με­ταμ­φίε­ση, την ο­ποία πρέ­πει να έ­χου­με πά­ντα κα­τά νου.
Ευ­τυ­χώς, ε­φέ­τος τον Απρί­λιο, εκ­δό­θη­κε μια συλ­λο­γή δέ­κα διη­γη­μά­των, ό­που τα ε­πτά εί­ναι δη­μο­σιευ­μέ­να μέ­σα στην τε­τρα­ε­τία, Χρι­στού­γεν­να 2004-Αύ­γου­στο 2009. Πι­θα­νώς και ως πρό­γευ­ση των Απά­ντων, κα­θώς το ο­πι­σθό­φυλ­λο φέ­ρει την υ­πο­γρα­φή της υ­πευ­θύ­νου για την κα­τάρ­τι­σή τους θεω­ρη­τι­κού. Όπως και να έ­χει, υ­πάρ­χουν τρία α­δη­μο­σίευ­τα διη­γή­μα­τα. Για το ά­ρι­στο του α­πο­τε­λέ­σμα­τος α­πο­φάν­θη­κε α­πό τους πρώ­τους ο Δ. Ν. Μα­ρω­νί­της, α­πο­δί­δο­ντας στον Νόλ­λα τον ε­πί­ζη­λο τίτ­λο “του αρ­τιό­τε­ρου πε­ζο­γρά­φου της γε­νιάς του”. Το πρό­βλη­μα με αυ­τήν την α­πό­φαν­ση δεν έ­γκει­ται στον α­πό­λυ­το χα­ρα­κτή­ρα της, αλ­λά στο γε­γο­νός ό­τι η πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά θεω­ρη­τι­κών, στην ο­ποία και πρω­το­στα­τεί ο Μα­ρω­νί­της, δεν έ­χει κα­τα­λή­ξει σε ποια γε­νιά α­νή­κουν οι γεν­νη­θέ­ντες στα α­κέ­ραια πολ­λα­πλά­σια των δε­κα­ε­τιών, ό­πως ο Νόλ­λας. Αν υ­πο­θέ­σου­με ό­τι εν­νο­εί ως γε­νιά του Νόλ­λα, γεν­νη­θέ­ντος το 1940, τη δεύ­τε­ρη, ο έ­παι­νος α­πο­κτά άλ­λο βά­ρος, για­τί σε ε­κεί­νη με­τρού­με του­λά­χι­στον τρεις με τέσ­σε­ρις “μα­στό­ρους” του διη­γή­μα­τος. Αν πά­λι τα­ξι­νο­μη­θεί στην ε­πό­με­νη, που εί­ναι γε­νιά μυ­θι­στο­ριο­γρά­φων, ο έ­παι­νος α­πο­βαί­νει σχε­δόν αυ­το­νό­η­τος, κά­τι σαν φό­ρος τι­μής στο κα­λό διή­γη­μα.

Ανθρω­πο­κε­ντρι­κός ο Νόλ­λας, αυ­τή τη φο­ρά πλά­θει ή­ρωες που δια­γρά­φουν τις τρο­χιές του βίου τους “στον τό­πο”. Εκεί­νο που βα­ραί­νει κα­θο­ρι­στι­κά στις ι­στο­ρίες του δεν εί­ναι το πέ­ρα­σμα του χρό­νου, αλ­λά η αλ­λα­γή του τό­που. Ορι­σμέ­νοι έρ­χο­νται α­πό το χω­ριό, το νη­σί ή την κω­μό­πο­λη στην Αθή­να, και άλ­λοι πη­γαί­νουν α­πό την Αθή­να σε Βιέν­νη, Γερ­μα­νία ή Αυ­στρα­λία, αλ­λά και τού­μπα­λιν, κά­ποιοι φτά­νουν α­πό τα τέσ­σε­ρα ση­μεία του ο­ρί­ζο­ντα στην Ελλά­δα. Σαν το βα­σι­κό να μην εί­ναι ο προο­ρι­σμός αλ­λά η αλ­λα­γή του τό­που. Οι χρό­νοι που ε­κτυ­λίσ­σο­νται οι ι­στο­ρίες και συ­να­κό­λου­θα, οι κα­τα­στά­σεις μέ­σα στις ο­ποίες δια­δρα­μα­τί­ζο­νται, α­πέ­χουν πα­ρα­σάγ­γας, α­φού το ά­νοιγ­μα στις α­φη­γή­σεις του βι­βλίου υ­περ­βαί­νει την πε­ντη­κο­ντα­ε­τία. Ξε­κι­νά α­πό την ε­παύ­ριο ε­κεί­νης της τε­λευ­ταίας για τη χώ­ρα δε­κα­ε­τίας “πο­λέ­μου και κα­τα­στρο­φώ­ν” και φτά­νει μέ­χρι έ­να α­προσ­διό­ρι­στο πα­ρόν. Ωστό­σο, αυ­τό που προ­βάλ­λε­ται με τη συ­στοί­χι­ση των ι­στο­ριών δεν εί­ναι η δια­φο­ρε­τι­κή χρο­νι­κή συ­νι­στώ­σα αλ­λά, α­ντι­θέ­τως, η σύ­γκλι­ση των δια­φο­ρε­τι­κών κα­τα­στά­σεων, έ­τσι ό­πως στα­θε­ρά κα­τα­λή­γουν στη δυ­στυ­χία ή και στην κα­τα­στρο­φή ε­κεί­νου που α­πο­τόλ­μη­σε την με­τα­κί­νη­ση. Όλοι ε­γκα­τα­λεί­πουν έ­ναν τό­πο, που με­τά ε­σα­εί νο­σταλ­γούν, για έ­ναν άλ­λον δει­νών δο­κι­μα­σιών, προς ε­ξα­σφά­λι­ση κά­ποιας οι­κο­νο­μι­κής ευε­ξίας ή και μό­νο των προς το ζην. 
Κι ό­μως, κα­νείς “δεν κά­θε­ται στα αυ­γά του”, ό­πως πα­ρο­τρύ­νει ο ή­ρωας του τε­λευ­ταίου, ο­μό­τιτ­λου της συλ­λο­γής, διη­γή­μα­τος. Αυ­τός εί­ναι ο μό­νος, που αρ­νεί­ται ό­χι μό­νο να φύ­γει με­τα­νά­στης, αλ­λά και να κά­νει ο­ποια­δή­πο­τε αλ­λα­γή στη ζωή του. Κι αυ­τό, για­τί στά­θη­κε αυ­τό­πτης μάρ­τυ­ρας ε­νός θα­νά­του που ε­πήλ­θε ό­λως διό­λου συ­μπτω­μα­τι­κά, λό­γω αλ­λα­γής θέ­σης α­πό μια κο­τρό­να στη δι­πλα­νή, που φαι­νό­ταν βο­λι­κό­τε­ρη για σκα­μνά­κι. Έζη­σε στά­σι­μος, “στον τό­πο”, για να δια­φύ­γει ή έ­στω να αρ­γο­πο­ρή­σει το μοι­ραίο, και του έ­λα­χε να “μεί­νει στον τό­πο”, ό­ταν άλ­λα­ξε θέ­ση σε έ­να πα­γκά­κι για να βο­λευ­τεί κα­λύ­τε­ρα. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, μια πρώ­τη πα­ρα­τή­ρη­ση ό­σο α­φο­ρά την ι­διαι­τε­ρό­τη­τα του Νόλ­λα στο σύ­νο­λο της γε­νιάς του, στην πε­ρί­πτω­ση που αυ­τή εί­ναι η δεύ­τε­ρη με­τα­πο­λε­μι­κή,  θα λέ­γα­με ό­τι δια­κρί­νε­ται ως διη­γη­μα­το­γρά­φος για γο­νι­μό­τε­ρη φα­ντα­σία, κα­θώς πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρά σε α­πό­στα­ση α­σφα­λείας α­πό το έκ­δη­λα βιω­μα­τι­κό στοι­χείο.
Κα­τά τα άλ­λα, σή­με­ρα, που, στην πε­ζο­γρα­φία των νεό­τε­ρων, κυ­ριαρ­χούν οι σκη­νές βίας και υ­περ­τε­ρεί στις ό­ποιες σχέ­σεις των χα­ρα­κτή­ρων η σκλη­ρό­τη­τα, η τρυ­φε­ρό­τη­τα που νο­τί­ζει τις ι­στο­ρίες του Νόλ­λα έ­χει κά­τι το πα­ρα­μυ­θι­κό. Εκ πρώ­της ό­ψεως, φαί­νε­ται πα­ρά­ξε­νη αυ­τή η γλυ­κύ­τη­τα των αι­σθη­μά­των, ό­ταν ο μυ­θο­πλα­στι­κός κό­σμος του συ­ντί­θε­ται α­πό τα­λαί­πω­ρους και πα­ρίες. Το μό­το του πρώ­του διη­γή­μα­τος, «Μω­ρέ παι­διά κα­η­μέ­να/ παι­διά ξε­νι­τε­μέ­να», α­να­κα­λεί το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, «Μω­ρέ παι­διά κα­η­μέ­να, παι­διά της Σα­μα­ρί­νας κι ας εί­στε λε­ρω­μέ­να», που θα μπο­ρού­σε να εί­ναι μό­το ο­λό­κλη­ρου του βι­βλίου. Κι αν ό­λοι οι ξε­νι­τε­μέ­νοι δεν εί­ναι μα­τω­μέ­νοι, κα­τα­πώς υ­παι­νίσ­σε­ται το δη­μώ­δες ά­σμα, α­πό το ά­γριο ξύ­λο, εί­ναι λε­ρω­μέ­νοι, άλ­λοι α­πό το κάρ­βου­νο του Ρουρ και άλ­λοι α­πό την κα­κο­με­τα­χεί­ρι­ση του κά­θε έ­να, που ευη­με­ρεί με τον δι­κό τους ι­δρώ­τα. Θα μπο­ρού­σε να υ­πο­θέ­σει κα­νείς ό­τι ο Νόλ­λας ε­ξω­ραΐζει τις δύ­σκο­λες κα­τα­στά­σεις. Ού­τε αυ­τό, ό­μως, κά­νει. Αντι­θέ­τως, τις πε­ρι­γρά­φει ί­σως και με πε­ρισ­σή α­κρι­βο­λο­γία. Το μυ­στι­κό φαί­νε­ται να εί­ναι η ο­πτι­κή γω­νία που υιο­θε­τεί. Επι­κε­ντρώ­νε­ται στην ευαί­σθη­τη έως και τρυ­φε­ρή πλευ­ρά, που σή­με­ρα τεί­νει να ε­κλεί­ψει α­πό τους πά­ντες, πό­σω μάλ­λον τους ή­ρωές του, που δεν έ­χουν στον ή­λιο μοί­ρα. Κι ό­μως, αν ό­χι α­πα­ξά­πα­ντες, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι, μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­δεία, δια­θέ­τουν μια πα­ρό­μοια ευά­λω­τη πλευ­ρά. Ο συγ­γρα­φέ­ας α­πο­κλί­νει α­πό τον ρε­α­λι­στι­κό κα­νό­να, χα­ρί­ζο­ντας στον α­να­γνώ­στη την ου­το­πία “των α­γα­πω­μέ­νω­ν”. 
Ας α­φή­σου­με, ό­μως, το αρ­σε­νι­κό γέ­νος, που ο­φεί­λει κα­νείς να χρη­σι­μο­ποιεί σε γε­νι­κό­λο­γες εκ­φρά­σεις, ό­ταν α­να­φέ­ρε­ται σε αμ­φό­τε­ρα τα φύ­λα. Αυ­τήν την ου­το­πία ο Νόλ­λας την χα­ρί­ζει στις α­να­γνώ­στριες, που κα­τα­φεύ­γουν εν κρυ­πτώ στα ροζ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Μό­νο που ε­κεί λεί­πει το ευ­φρα­ντι­κό μέ­σο της γλώσ­σας, με α­πο­τέ­λε­σμα ο ε­ρω­τι­κός μύ­θος να προσ­λαμ­βά­νε­ται ε­γκε­φα­λι­κά και να μη γλυ­καί­νει τα μέ­σα τους. Οι ι­στο­ρίες του Νόλ­λα κα­λύ­πτουν έ­να ευ­ρύ φά­σμα α­γα­πώ­ντων και α­γα­πω­μέ­νων. Ένας ε­ρω­τό­πλα­γκτος προ­σφέ­ρει τό­ση πολ­λή λα­τρεία, που ε­κεί­νη πνί­γε­ται και τον ε­γκα­τα­λεί­πει. Πα­ρο­μοίως, κά­ποιος που εί­ναι δυ­να­τός ή και μια ζωή κου­μπω­μέ­νος, μπο­ρεί να στύ­βει την πέ­τρα, ό­πως λέει ο λαός, αλ­λά την κα­λή του δεν έ­χει τη δύ­να­μη να την κρα­τή­σει κο­ντά του. Από την άλ­λη, ά­ντρες, που δεί­χνουν ά­καρ­δοι, γί­νο­νται σπλαγ­χνι­κοί με μια γε­ρό­ντισ­σα και πιο μη­τρι­κοί α­πό μα­νά­δες με έ­να βρέ­φος. Και α­φού οι λέ­ξεις, πα­ρά η υ­πό­θε­ση, εί­ναι σε ό­λες τις ι­στο­ρίες οι κα­λοί α­γω­γοί της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής γλυ­κύ­τη­τας, ο συγ­γρα­φέ­ας εκ­με­ταλ­λεύε­ται και τις με­τα­κυ­λί­σεις της ση­μα­σίας τους. Έτσι εμ­φυ­τεύει σε μια ι­στο­ρία α­γνής παι­δο­φι­λίας ε­νός γυ­ρο­λό­γου για την μι­κρή Ασμάτ –ό­νο­μα κα­θό­λου τυ­χαίο– το σπέρ­μα του παι­δο­φι­λι­κού έ­ρω­τα, που προ­κα­λεί την ορ­γή των ο­μο­ε­θνών της. 
Δύο α­πό τα τρία α­δη­μο­σίευ­τα διη­γή­μα­τα εί­ναι τα πιο ε­ρω­τι­κά της συλ­λο­γής. Το πρώ­το έ­χει τίτ­λο, που θα ταί­ρια­ζε και σε ροζ ι­στο­ρία, «Ένα κου­λού­ρι στα δυο». Αυ­τό μοι­ρά­ζε­ται έ­να ζεύ­γος σα­ρα­ντά­ρη­δων μι­κροϋπαλ­λή­λων, που συμ­βιώ­νουν δέ­κα χρό­νια, χω­ρίς παι­διά. “Εί­ναι αρ­γά για παι­διά, τι να το κά­νου­με το στε­φά­νι”, έ­λε­γε ε­κεί­νος. “Δεν πά­ει να πει τί­πο­τα αυ­τό”, α­πα­ντού­σε ε­κεί­νη. “Αλλά δεν το ’κα­νε ζή­τη­μα”, πα­ρα­τη­ρεί ε­πι­γραμ­μα­τι­κά ο α­φη­γη­τής του Νόλ­λα, ε­νώ ο α­φη­γη­τής ε­νός ροζ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος θα πρό­σθε­τε, “για να μην τον χά­σει”. Πι­θα­νώς και να  συ­νέ­χι­ζε με τις μη­χα­νορ­ρα­φίες και τις γα­λι­φιές, που ε­κεί­νη θα ε­πι­νοού­σε για να ε­πι­τύ­χει το πο­λυ­πό­θη­το κου­κού­λω­μα. Πά­ντως, τα σου­σά­μια που σκορ­πί­στη­καν πά­νω στο τρα­πέ­ζι με το μοί­ρα­σμα του κου­λου­ριού, δεν θα του περ­νού­σε α­πό το μυα­λό να τα εκ­με­ταλ­λευ­τεί. Στο διή­γη­μα του Νόλ­λα, την ώ­ρα που ε­κεί­νος ε­ξο­μο­λο­γεί­ται πα­λαιά σφάλ­μα­τα και πό­νους, ε­κεί­νη τον ταΐζει έ­να έ­να σπό­ρια σου­σα­μιού. Ο δι­κός του α­φη­γη­τής δεν πε­ρι­γρά­φει με λό­για το δε­σμό τους, αλ­λά με μια α­σή­μα­ντη πρά­ξη τού δί­νει σω­μα­τι­κή ζε­στα­σιά. 
Σε αυ­τήν τη σω­μα­τι­κή ζε­στα­σιά, που θε­ρα­πεύει, ε­πα­νέρ­χε­ται στο δεύ­τε­ρο διή­γη­μα. Εκεί, ο μω­λω­πι­σμέ­νος α­πό ά­γριο ξυ­λο­δαρ­μό ή­ρωας χώ­νε­ται στην α­γκα­λιά της γυ­ναί­κας, ό­πως εί­χε α­κού­σει ό­τι κά­να­νε οι πα­λιοί, που τυ­λί­γα­νε με το το­μά­ρι α­πό έ­να άρ­τι σφαγ­μέ­νο ζώο τον α­νε­λέ­η­τα κα­κο­ποιη­μέ­νο δι­κό τους άν­θρω­πο. Διη­γή­μα­τα γυ­ναι­κείας ευαι­σθη­σίας, θα α­πο­φαι­νό­ταν μια α­να­γνώ­στρια, δε­δο­μέ­νου ό­τι οι γυ­ναί­κες, πα­ρά το πρα­κτι­κό τους πνεύ­μα, θεω­ρούν την ευαι­σθη­σία δι­κό τους α­πο­κλει­στι­κό προ­νό­μιο. Μό­νο που κα­μιά γυ­ναί­κα συγ­γρα­φέ­ας δεν θα εί­χε την ευαι­σθη­σία να πα­ρο­μοιά­σει την γυ­ναι­κεία φω­νή με “θρόι­σμα κουρ­τί­νας σε αυ­γου­στιά­τι­κο μελ­τέ­μι”. Εν τέ­λει, αυ­τή η σχε­δόν πα­ρα­μυ­θι­κή τρυ­φε­ρό­τη­τα α­πο­κρύ­βει το βα­θύ­τε­ρο υ­παρ­ξια­κό άγ­χος, ό­που πραγ­μα­τι­κές πα­ρα­στά­σεις, πα­ραι­σθή­σεις και ε­φιάλ­τες λει­τουρ­γούν σαν συ­γκοι­νω­νού­ντα δο­χεία. Δεν χω­ρά­ει συ­ζή­τη­ση. Τα  Άπα­ντα μπο­ρούν να πε­ρι­μέ­νουν.   

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 2/12/2012.


Η άτακτη Μοσχούλα

$
0
0


Κώ­στας Μουρ­σε­λάς
«Στην ά­κρη της νύ­χτας»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Νοέμ­βριος 2011

Η ενσάρκωση της Μοσχούλας από την ηθοποιό Καλλιόπη Σίμου σε θεατρική διασκευή του διηγήματος «Όνειρο στο κύμα» κατά το επετειακό έτος 2011.



Εν μέ­ρει, κλε­ψί­τιτ­λο θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί το και­νού­ριο μυ­θι­στό­ρη­μα του Κώ­στα Μουρ­σε­λά, κα­θώς ο τίτ­λος του α­να­κα­λεί ε­κεί­νον του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Λουί-Φερ­ντι­νάν Σε­λίν, που εκ­δό­θη­κε προ ο­γδό­ντα χρό­νων. Το «Τα­ξί­δι στην ά­κρη της νύ­χτας», ό­πως α­πο­δό­θη­κε ο τίτ­λος α­πό την Σε­σίλ Ιγγλέ­ση Μαρ­γέλ­λου στην, προ πε­ντα­ε­τίας, με­τά­φρα­ση του βι­βλίου στα ελ­λη­νι­κά. Το μυ­θι­στό­ρη­μα του Μουρ­σε­λά α­φί­στα­ται σε προ­θέ­σεις α­πό το σε­λι­νι­κό, α­φού η συγ­γρα­φή του ξε­κί­νη­σε χω­ρίς με­γά­λες φι­λο­δο­ξίες ως έ­να κα­τά πα­ραγ­γε­λία διή­γη­μα πά­νω σε δο­σμέ­νο θέ­μα. Ίσως και γι’ αυ­τό, σε πεί­σμα της ε­πο­χής που γρά­φε­ται, δεν κι­νεί­ται σε έ­ναν ε­λεει­νό και φρι­κα­λέο κό­σμο, ό­πως ε­κεί­νον του Σε­λίν. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Μουρ­σε­λά υ­πάρ­χει χρό­νος για έ­ρω­τα και λο­γο­τε­χνι­κές α­να­δι­φή­σεις. Άλλω­στε ο ή­ρωάς του, συμ­βι­βα­σμέ­νος με τον ε­αυ­τό του και τους γύ­ρω του, πόρ­ρω α­πέ­χει α­πό ε­κεί­νον του Σε­λίν, που ε­πα­να­στα­τεί ε­νά­ντια στις κοι­νω­νι­κές συμ­βά­σεις. Εί­ναι, πά­ντως, κι αυ­τό γραμ­μέ­νο σε πρώ­το πρό­σω­πο, με α­φη­γη­τή έ­ναν ά­ντρα. Πρό­κει­ται για έ­ναν ε­γκε­φα­λι­κό συγ­γρα­φέα, που δι­στά­ζει να σπρώ­ξει “τα πράγ­μα­τα στην ά­κρη τους... στο μη πε­ραι­τέ­ρω”, τό­σο στη ζωή ό­σο και στα βι­βλία του. Κι ό­ταν λέ­με ζωή, εν­νοού­με κυ­ρίως ή και α­πο­κλει­στι­κά τον έ­ρω­τα. Από τό­τε που ο Μουρ­σε­λάς ε­γκα­τέ­λει­ψε το θέ­α­τρο για την πε­ζο­γρα­φία, αυ­τός εί­ναι ο μό­νι­μος πρω­τα­γω­νι­στής του σε διη­γή­μα­τα, νου­βέ­λες και μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Ονο­μά­ζε­ται Κων­στα­ντής Μα­νω­λό­που­λος και πλά­στη­κε πριν α­πό κο­ντά μια ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία για τις α­νά­γκες του πρώ­του μυ­θι­στο­ρή­μα­τός του, «Βαμ­μέ­να κόκ­κι­να μαλ­λιά». Από μιας αρ­χής, πρό­βα­λε σαν το alter ego του συγ­γρα­φέα και έ­τσι πα­ρέ­μει­νε.
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, βρί­σκου­με ά­σχη­μη ι­δέα, χά­ριν α­πλο­ποίη­σης της ορ­θο­γρα­φίας, έ­να κα­θα­ρό­αι­μο πε­λο­πον­νή­σιο ε­πί­θε­το, ό­πως το Μα­νω­λό­που­λος, να γρά­φε­ται στην πρό­σφα­τη έκ­δο­ση με δυο ό­μι­κρον. Επί­σης, ά­σχη­μη ι­δέα, που προ­κα­λεί μά­λι­στα σύγ­χυ­ση, εί­ναι, στον κα­τ’ ε­πι­λο­γή κα­τά­λο­γο των έρ­γων του συγ­γρα­φέα, που πα­ρα­τί­θε­ται στην α­ρι­στε­ρή σε­λί­δα ε­κεί­νης του τίτ­λου, να μη δί­νε­ται η χρο­νο­λο­γία της πρώ­της έκ­δο­σης, αλ­λά μια τυ­χού­σα, κά­ποιας ε­πα­νέκ­δο­σης. Για πα­ρά­δειγ­μα, σύμ­φω­να με αυ­τόν τον κα­τά­λο­γο,  ο Μουρ­σε­λάς συ­νέ­χι­σε να γρά­φει θέ­α­τρο και με­τά την έκ­δο­ση του πρώ­του του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, το ο­ποίο κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1991. Ωστό­σο, α­φό­του γνώ­ρι­σε την μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή ευ­ρυ­χω­ρία, δεν θέ­λη­σε ή δεν μπό­ρε­σε να ξα­να­δο­κι­μα­στεί στην πει­θαρ­χία του θε­α­τρι­κού λό­γου. Όσο για το μυ­θι­στό­ρη­μα, εκ­δό­θη­κε φθι­νό­πω­ρο 1989, ε­νώ, φθι­νό­πω­ρο 1992, ή­ταν ή­δη τη­λε­ο­πτι­κή σει­ρά. Χρο­νο­λο­γία σταθ­μός, κα­θώς ση­μα­το­δο­τεί την ε­πί­ση­μη έ­ναρ­ξη της ε­πο­χής του μπε­στ-σέ­λερ.   
Στο και­νού­ριο μυ­θι­στό­ρη­μα, μα­ζί με τον Κων­στα­ντή Μα­νω­λό­που­λο ε­πα­νεμ­φα­νί­ζο­νται και οι υ­πό­λοι­ποι της πε­λο­πον­νή­σιας α­ντρο­πα­ρέ­ας. Λια­κό­που­λος, Δρα­κό­που­λος και σία. Κυ­ρίαρ­χη μορ­φή, ω­στό­σο, πα­ρα­μέ­νει η ε­σα­εί πέ­τρα του σκαν­δά­λου ε­κεί­νης της πα­ρέ­ας. Το “κά­θαρ­μα” αλ­λά και ο ή­ρωάς τους, ο Μι­κρα­σιά­της Μα­νώ­λης Ρε­τσί­νας. Ζορ­μπά τον α­πο­κα­λεί ο Μα­νω­λό­που­λος.  Και πράγ­μα­τι, ως πρό­τυ­πο στο πλά­σι­μο των δυο χα­ρα­κτή­ρων και της α­να­με­τα­ξύ τους σχέ­σης λει­τούρ­γη­σε ευ­θύς ε­ξαρ­χής το κα­ζα­ντζα­κι­κό δί­δυ­μο του αγ­γλοέλ­λη­να συγ­γρα­φέα, που εί­ναι και ο α­φη­γη­τής, και του Αλέ­ξη Ζορ­μπά. Όπως στο κα­λού­πι υ­παρ­κτού προ­σώ­που πλά­στη­κε ο Ζορ­μπάς, έ­τσι προέ­κυ­ψε και ο Ρε­τσί­νας. Σύμ­φω­να με τις συ­νε­ντεύ­ξεις του Μουρ­σε­λά, τον γνώ­ρι­σε στα γυ­μνα­σια­κά του χρό­νια, στον Πει­ραιά. Ήταν λί­γο με­γα­λύ­τε­ρός του, αλ­λά πο­λύ πιο “περ­πα­τη­μέ­νος”.  Ο Λούης, κα­τα­πώς βά­φτι­σε αυ­τόν τον δι­κό του Ζορ­μπά, ε­ντυ­πω­σία­σε τον ά­τολ­μο και ε­ρω­τι­κά ά­πρα­γο έ­φη­βο, που ή­ταν τό­τε. Εξο­μο­λο­γεί­ται πως, για χρό­νια, τον κυο­φο­ρού­σε ως μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ή­ρωα. Η γέν­να ήρ­θε α­πό μό­νη της, σε μια φά­ση της ζωής του, που ε­κεί­νος ή­ταν κου­βα­ρια­σμέ­νος στο κε­λί του. Ο Λούης δεν τον έ­συ­ρε στο χο­ρό μιας ζωής σαν τη δι­κή του. Τον πα­ρέ­συ­ρε, ό­μως, στο χο­ρό της μυ­θι­στο­ριο­γρα­φίας.

Πα­θια­σμέ­νος με τον έ­ρω­τα

Το 2011 ή­ταν Έτος Πα­πα­δια­μά­ντη. Οι δυο τρεις μά­νατ­ζερ της λο­γο­τε­χνίας που δια­θέ­του­με, έ­σπευ­σαν να πα­ραγ­γεί­λουν διη­γή­μα­τα, α­φη­γή­σεις ή ό,τι άλ­λο ή­θε­λε προ­κύ­ψει, με δο­σμέ­νο θέ­μα τον Πα­πα­δια­μά­ντη και το έρ­γο του. Αλλά, κα­τά την ε­ορ­τα­στι­κή α­νά­στα­σή του, σε ό­λες τις εκ­φάν­σεις της – δη­μο­σιο­γρα­φι­κή, συγ­γρα­φι­κή, θε­α­τρι­κή, τη­λε­ο­πτι­κή – ε­πι­κρά­τη­σε ως κα­νό­νας, ό­τι, στο έρ­γο του, πραγ­μα­τι­κά πρό­σω­πα και μυ­θο­πλα­στι­κοί χα­ρα­κτή­ρες βρί­σκο­νται σε πλή­ρη ταύ­τι­ση, με τον ί­διο τον Πα­πα­δια­μά­ντη μο­νί­μως στο ρό­λο του α­φη­γη­τή. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι ο Πα­πα­δια­μά­ντης, ό­πως και πολ­λοί ση­με­ρι­νοί συγ­γρα­φείς, δεν κά­νει άλ­λο α­πό το να αυ­το­βιο­γρα­φεί­ται. Με άλ­λα λό­για, η ζωή του, για τους α­να­γνώ­στες της με­τα­νεω­τε­ρι­κής ε­πο­χής, εί­ναι α­νοι­χτό βι­βλίο. Αντί για σκο­τει­νές πτυ­χές, έ­χου­με στη διά­θε­σή μας έ­ρω­τες και πά­θη των ουκ ο­λί­γων η­ρώων του. Το θέ­μα, λοι­πόν, εί­ναι ο βίος και η πο­λι­τεία του Πα­πα­δια­μά­ντη. Ο Μουρ­σε­λάς, σε συ­νέ­ντευ­ξή του, εκ­μυ­στη­ρεύε­ται, ό­τι, ε­δώ και χρό­νια, εί­χε αρ­χί­σει να τον εν­δια­φέ­ρει η ζωή του Πα­πα­δια­μά­ντη και να τον βλέ­πει σαν πι­θα­νό ή­ρωά του. Ήθε­λε να εμ­βα­θύ­νει στον ε­σω­τε­ρι­κό του κό­σμο. Κά­πως α­σα­φές αυ­τό το τε­λευ­ταίο, ω­στό­σο, η ε­ξο­μο­λό­γη­ση, που α­κο­λου­θεί εί­ναι αρ­κού­ντως α­πο­σα­φη­νι­στι­κή: “Έτσι ά­γιος και α­μαρ­τω­λός που ή­ταν συγ­χρό­νως, έ­τσι πα­θια­σμέ­νος με τη γυ­ναί­κα και τον έ­ρω­τα και που, ό­πως λέ­νε, δεν τόλ­μη­σε πο­τέ να φέ­ρει κά­ποια στο κρε­βά­τι του”. 
Με αυ­τά κα­τά νου ξε­κί­νη­σε το κα­τά πα­ραγ­γε­λία διή­γη­μα. Τε­λι­κά, φαί­νε­ται ό­τι το α­πο­τέ­λε­σμα κρί­θη­κε τό­σο ε­πι­τυ­χη­μέ­νο, ώ­στε να ε­πα­νέλ­θει και να α­πλώ­σει τη μυ­θο­πλα­στι­κή ζύ­μη σε έ­κτα­ση μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Ευ­θύς εξ αρ­χής, α­κο­λού­θη­σε την ε­πι­κρα­τού­σα α­νά την υ­φή­λιο συ­νή­θεια, α­ντί “το στό­ρι” να ε­πι­νο­εί­ται εκ του μη­δε­νός, να ε­πι­χει­ρεί­ται η συ­νέ­χι­ση ε­νός πα­λαιό­τε­ρου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ή και θε­α­τρι­κού έρ­γου. Μό­νο που αυ­τός προ­τί­μη­σε μια πιο πε­ποι­κιλ­μέ­νη μορ­φή. Επι­νό­η­σε την προέ­κτα­ση ε­νός πα­πα­δια­μα­ντι­κού διη­γή­μα­τος και την εν­σω­μά­τω­σε στο δι­κό του μυ­θο­πλα­στι­κό χώ­ρο, προ­βάλ­λο­ντας ως κυ­ρίως α­φή­γη­ση το πώς προέ­κυ­ψε ως υ­πο­κα­τά­στα­το του συγ­γρα­φέα Πα­πα­δια­μά­ντη το δί­δυ­μο Μα­νω­λό­που­λου-Ρε­τσί­να. Έτσι, στή­νει μια μάλ­λον πε­ρί­πλο­κη ι­στο­ρία, που του δί­νει την ευ­και­ρία να σχο­λιά­σει τη γνω­στή α­ντι­πα­ρά­θε­ση ό­σων πι­στεύουν ό­τι η λο­γο­τε­χνία α­ντα­να­κλά πι­στά την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και ε­κεί­νων, που υ­πε­ρα­σπί­ζο­νται την αυ­το­τέ­λειά της. Υπέρ­μα­χος της πρώ­της ά­πο­ψης εί­ναι ο Ρε­τσί­νας και της δεύ­τε­ρης, ο Μα­νω­λό­που­λος, ως συγ­γρα­φέ­ας. Τε­λι­κά, υ­πε­ρί­σχυ­σε, κα­τά α­λη­θο­φα­νή αν και ε­λα­φρώς πα­ρα­τρα­βηγ­μέ­νο τρό­πο, η ά­πο­ψη του Ρε­τσί­να και ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε έ­να α­πό τα διη­γή­μα­τα που ο “ά­τολ­μος” και εν ζωή και συγ­γρα­φι­κά Πα­πα­δια­μά­ντης ά­φη­σε με “κο­λο­βό φι­νά­λε”. Όσο για την ε­πι­λο­γή του διη­γή­μα­τος, αυ­τή πα­ρου­σιά­ζε­ται ευ­θύς εξ αρ­χής ως δε­δο­μέ­νη, α­φού το ζη­τού­με­νο ή­ταν μια πα­πα­δια­μα­ντι­κή η­ρωί­δα, που θα μπο­ρού­σε να κα­τα­λή­ξει στο κρε­βά­τι του α­φη­γη­τή, του­τέ­στιν του Πα­πα­δια­μά­ντη. Ο οιοσ­δή­πο­τε, α­πό τους πα­πα­δια­μα­ντο­λό­γους μέ­χρι τον πρώ­το τυ­χό­ντα α­πό­φοι­το λυ­κείου, θα υ­πο­δεί­κνυε α­συ­ζη­τη­τί την Μο­σχού­λα. Κα­τά συ­νέ­πεια, αν έ­να πα­πα­δια­μα­ντι­κό διή­γη­μα πα­ρα­μέ­νει φαι­νο­με­νι­κά η­μι­τε­λές, αυ­τό εί­ναι το «Όνει­ρο στο κύ­μα». Μέ­χρι που οι νεό­τε­ροι σχο­λι­κοί σύμ­βου­λοι το πρό­τα­ξαν στο α­να­γνω­στι­κό της τρί­της Λυ­κείου, το­νί­ζο­ντας ό­τι κα­τα­χω­ρί­ζε­ται στα αυ­το­βιο­γρα­φι­κά. 

Το δί­κιο του α­να­γνώ­στη

Θη­ρίο εί­χε γί­νει ο Σά­λι­ντζε­ρ, καί­τοι στα ε­νε­νή­ντα του, ό­ταν κα­τα­πιά­στη­καν να ο­λο­κλη­ρώ­σουν τον κρι­νό­με­νο ως κο­λο­βό «Φύ­λα­κα στη σί­κα­λη». Κι αν δεν πέ­θαι­νε, διό­λου α­πί­θα­νο να κα­τέ­φευ­γε στην αυ­το­δι­κία, κα­θώς τα δι­κα­στή­ρια δι­καιώ­νουν συ­νή­θως το ευ­ρύ κοι­νό, που θέ­λει έ­να ζου­με­ρό “στό­ρυ” και ό­χι δύ­σβα­τα α­να­γνώ­σμα­τα. Όπως δια­τεί­νε­ται και ο Ρε­τσί­νας, ο συγ­γρα­φέ­ας πρέ­πει να δί­νει έ­να φι­νά­λε, ό­χι κα­τά το γού­στο του, αλ­λά τέ­τοιο που να ι­κα­νο­ποιεί τα α­να­γνω­στι­κά γού­στα. Η α­πει­λή, πά­ντως, της αυ­το­δι­κίας δεν υ­πάρ­χει στην πε­ρί­πτω­ση του Πα­πα­δια­μά­ντη, ε­κα­τόν έ­να χρό­νια πε­θα­μέ­νος. Όσο για τους σε­βά­σμιους πνευ­μα­τι­κούς κλη­ρο­νό­μους του έρ­γου του, αυ­τοί εί­ναι ό­λοι τους του γλυ­κού νε­ρού. Ού­τε δια της γρα­φί­δος δεν τολ­μούν να τον υ­πε­ρα­σπι­στούν. 
Για να προ­κύ­ψει α­πό το διή­γη­μα μυ­θι­στό­ρη­μα, ο Μουρ­σε­λάς, ό­πως το συ­νη­θί­ζει, το χώ­ρι­σε σε δυο ί­σα μέ­ρη. Απλώ­νει την α­φή­γη­ση α­πό το νεό­κο­πο φι­νά­λε του πα­πα­δια­μα­ντι­κού διη­γή­μα­τος, φρο­ντί­ζο­ντας να δη­μιουρ­γή­σει σα­σπέ­νς γύ­ρω α­πό την ταυ­τό­τη­τα του συγ­γρα­φέα του, αλ­λά και την ψυ­χο­λο­γι­κή κα­τά­στα­ση, στην ο­ποία ε­κεί­νος βρι­σκό­ταν ώ­στε να α­πο­τολ­μή­σει πα­ρό­μοια α­πο­κο­τιά. Για να το ε­πι­τύ­χει, εκ­με­ταλ­λεύε­ται τη φρά­ση του α­φη­γη­τή του Πα­πα­δια­μά­ντη γύ­ρω α­πό το τι α­πέ­γι­νε η Μο­σχού­λα: «...Σπα­νίως την εί­δα έ­κτο­τε, και δεν η­ξεύ­ρω τι γί­νε­ται τώ­ρα, ο­πό­τε εί­ναι α­πλή θυ­γά­τηρ της Εύας, ό­πως ό­λαι.» Έτσι, πλά­θει δυο θυ­γα­τέ­ρες της Εύας. Μια πρώ­τη για το κρε­βά­τι του δι­κού του α­φη­γη­τή, του Μα­νο­λώ­που­λου, και μια για την κλί­νη του α­φη­γη­τή του Πα­πα­δια­μά­ντη. 

Φι­λο­λο­γι­σμοί
έ­να­ντι μυ­θο­πλα­σίας

Το πραγ­μα­τι­κό ό­νο­μα της Μο­σχού­λας, κα­τά το μυ­θι­στό­ρη­μα, εί­ναι Ου­ρα­νία Πα­ρί­ση. Ο Ιωάν­νης Φρα­γκού­λας, που ξε­χώ­ρι­σε τα πραγ­μα­τι­κά α­πό τα φα­ντα­στι­κά ο­νό­μα­τα και πρό­σω­πα στον πα­πα­δια­μα­ντι­κό κό­σμο, υ­πο­στή­ρι­ξε βά­σι­μα πως το μό­νο πραγ­μα­τι­κό ό­νο­μα στο εν λό­γω διή­γη­μα εί­ναι του πά­τερ Σι­σώη και ό­τι ο κυρ  Μό­σχος και η α­νι­ψιά του η Μο­σχού­λα α­νή­κουν στα φα­ντα­στι­κά πρό­σω­πα. Δεν σκέ­φτη­κε ο κα­η­μέ­νος ό­τι ο Πα­πα­δια­μά­ντης “για ευ­νό­η­τους λό­γους” τους εί­χε αλ­λά­ξει τα ο­νό­μα­τα. Η συ­νέ­χεια της “κο­λο­βής ι­στο­ρίας” του Πα­πα­δια­μά­ντη το­πο­θε­τεί­ται λί­γο με­τά τη δη­μο­σίευ­ση του “κο­λο­βού” διη­γή­μα­τος, Οκτώ­βριο 1900, στην Αθή­να. Στην α­νω­νυ­μία του με­γά­λου πλή­θους της πρω­τεύου­σας βρή­καν κα­τα­φύ­γιο θείος και α­νι­ψιά Πα­ρί­ση, κα­θώς, μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­δεία, εμ­φα­νί­ζο­νται ως πα­ρά­νο­μο ζεύ­γος. Επί­σης, μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­δεία, ζουν α­κό­μη ο πα­τέ­ρας του Πα­πα­δια­μά­ντη, ο πα­π’ Αδα­μά­ντιος Εμμα­νουή­λ, και η μη­τέ­ρα του, ό­πως και ο φί­λος του Νή­φω­νας, κα­τά κό­σμον Δια­νέ­λος, με τον ο­ποίο ε­ξα­κο­λου­θεί να “μπε­κρο­πί­νει”. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης έ­ψα­ξε και βρή­κε σε συ­νοι­κία της Αθή­νας το σπί­τι του ζεύ­γους και άρ­χι­σε να πα­ρα­φυ­λά­ει την Μο­σχού­λα, κα­θι­σμέ­νος στο κα­φε­νείο της γω­νίας. Αντί­θε­τα με τις συ­νή­θειές του, το έ­ρι­χνε στα “ου­ζά­κια”. Όσο για την Μο­σχού­λα, εμ­φα­νί­ζε­ται σαν μια σύγ­χρο­νη Λο­λί­τα.  Σπι­τω­μέ­νη α­πό τον θείο, συμ­με­τέ­χει στα ε­ρω­τι­κά τους παι­χνί­δια και “στη ζού­λα κα­πνί­ζει”. 
Ανα­μέ­νο­ντας στο κα­φε­νείο ο Πα­πα­δια­μά­ντης, υ­πο­τί­θε­ται ό­τι βα­σα­νι­ζό­ταν να βρει θέ­μα για το διή­γη­μα που του εί­χε πα­ραγ­γεί­λει ο Δρο­σί­νης και το ο­ποίο δεν σή­κω­νε κα­θυ­στέ­ρη­ση. Αυ­τό το τε­λευ­ταίο εί­ναι δι­κό μας. Ο Μουρ­σε­λάς μάλ­λον δεν θα γνω­ρί­ζει το δι­δα­κτι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου πε­ριο­δι­κό «Εθνι­κή Αγω­γή», που ο Δρο­σί­νης ξε­κί­νη­σε την ε­πο­μέ­νη του α­τυ­χούς πο­λέ­μου του 1897 και το ο­ποίο πρό­σε­χε ι­διαί­τε­ρα. Τε­λι­κά, έ­να βρά­δυ κα­θώς ερ­χό­ταν να στή­σει καρ­τέ­ρι, μια συ­νά­ντη­ση του έ­δω­σε την ι­δέα για το διή­γη­μα, που εί­ναι «Τα δαι­μό­νια στο ρέ­μα». Μπο­ρεί μεν ε­κεί­νο το διή­γη­μα να δη­μο­σιεύ­τη­κε πριν το «Όνει­ρο στο κύ­μα», στις 15 Ιου­λίου 1900, αλ­λά για τις α­νά­γκες της μυ­θο­πλα­σίας το­πο­θε­τεί­ται αρ­γό­τε­ρα. Όπως και να έ­χει, το 1900, ο Πα­πα­δια­μά­ντης α­πο­λάμ­βα­νε με­γά­λης α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τας, ό­πως θα το θέ­τα­με σή­με­ρα. Τό­σο με­γά­λης, που έ­νας α­πό ε­κεί­νη “την α­συ­μπα­θή και ά­στορ­γο συ­ντρο­φιά”, που στο διή­γη­μα τον ε­γκα­τέ­λει­ψε στο ρέ­μα, τον α­να­γνώ­ρι­σε στο δρό­μο και του ζή­τη­σε συγ­γνώ­μη για την αλ­λο­τι­νή συ­μπε­ρι­φο­ρά του. Εκεί­νη η πα­ρέα παι­διών εί­χε ε­γκα­τα­λεί­ψει τον α­φη­γη­τή, “δε­κα­ε­τές παι­δίο­ν”, “στην βρύ­σιν του Χαι­ρη­μο­νά”. Πε­ρι­πλα­νώ­με­νο ε­κεί, το παι­δίον, του­τέ­στιν ο Πα­πα­δια­μά­ντης, εί­χε μια τραυ­μα­τι­κή ε­μπει­ρία, με συ­νέ­πειες σε ό­λη του τη ζωή.

Ίμε­ρος ά­νευ κλι­νο­πά­λης

Πα­ρα­στα­τι­κή και χυ­μώ­δης εί­ναι η συ­ζή­τη­ση Μα­νω­λό­που­λου και Ρε­τσί­να για το πό­σο “ξε­νέ­ρω­τος ε­ρω­τι­κά” ή­ταν ο Πα­πα­δια­μά­ντης. Προ­βλη­μα­τί­ζο­νταν κα­τά πό­σο “εί­χε πά­ει πο­τέ με γυ­ναί­κα” ή, μή­πως “μια στις τό­σες, πλή­ρω­νε μια ο­ρι­σμέ­νη πόρ­νη να τον ε­πι­σκέ­πτε­ται τις νύ­χτες στο σπί­τι του”. Λο­γι­κό­τε­ρος των δυο ο Μα­νω­λό­που­λος, α­ντέ­κρουε την πι­θα­νό­τη­τα με το σκε­πτι­κό ό­τι “οι βί­ζι­τες α­πό τέ­τοιες γυ­ναί­κες πλη­ρώ­νο­νται α­δρά”. Κα­τά τα άλ­λα, τον φα­ντά­ζο­νταν “κα­θι­σμέ­νο στο σα­ρα­βα­λια­σμέ­νο γρα­φειά­κι του, στο μι­σο­ε­ρει­πω­μέ­νο σπι­τά­κι του, να θυ­μά­ται το γυ­μνό της Μο­σχού­λας”. Πε­νη­ντά­ρης ε­κεί­νος, σα­ρά­ντα τό­σο ε­κεί­νη. Σα­ρά­ντα ο­κτώ, κα­τά το διή­γη­μα, αλ­λά πα­ρό­μοια η­λι­κία σί­γου­ρα θα α­πω­θού­σε την α­να­γνώ­στρια, συ­νη­θι­σμέ­νη στις α­πο­κα­λού­με­νες ροζ ι­στο­ρίες. Όπως και να έ­χει, στο “ο­λο­κλη­ρω­μέ­νο” «Όνει­ρο στο κύ­μα», δει­πνούν οι δυο τους “σε τα­βερ­νά­κι της Πλά­κας”. Εκεί­νος, ό­ντας “ά­τολ­μος”, ό­ρι­σε το ρα­ντε­βού δια ε­πι­στο­λής. Η Μο­σχού­λα τον γνώ­ρι­σε α­μέ­σως α­πό “τις φω­το­γρα­φίες του στις ε­φη­με­ρί­δες”. Ας μην το χα­λά­σου­με με την φι­λο­λο­γί­ζου­σα πα­ρα­τή­ρη­ση, ό­τι τό­τε α­κό­μη δεν τον εί­χε α­πα­θα­να­τί­σει ο φω­το­γρα­φι­κός φα­κός. Τέ­λος, ε­κεί­νη, σαν άλ­λη Εύα, τον πα­ρέ­συ­ρε στο σπί­τι της, μια και ο θείος έ­λει­πε στη Σκιά­θο.
Δυ­στυ­χώς, πα­ρό­λο που το φι­νά­λε του “ο­λο­κλη­ρω­μέ­νου” διη­γή­μα­τος δεν γρά­φε­ται για να ι­κα­νο­ποιή­σει τον α­να­γνώ­στη της ρο­μα­ντι­κής ε­πο­χής του Πα­πα­δια­μά­ντη αλ­λά τον με­τα­νεω­τε­ρι­κό της σή­με­ρον, δεν προ­βλέ­πε­ται η ε­πί κλί­νης συ­νεύ­ρε­ση Πα­πα­δια­μά­ντη και Μο­σχού­λας. Η μια σκη­νή α­πό ε­ρω­τι­κή κλι­νο­πά­λη, που α­να­ζη­τού­σε δια­καώς στο έρ­γο του Πα­πα­δια­μά­ντη ο Κώ­στας Ακρί­βος, δεν υ­πάρ­χει ού­τε στην κα­τά Μουρ­σε­λά “ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη” μορ­φή. Ο Μουρ­σε­λάς δεν αγ­γί­ζει “τα ιε­ρά και ό­σια”. Ταυ­τό­χρο­να, ό­μως, ως μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος και δη, μπε­στ-σε­λε­ρί­στας, γνω­ρί­ζει πως να ι­κα­νο­ποιεί τους α­να­γνώ­στες του, ή, α­κρι­βέ­στε­ρα, τις α­να­γνώ­στριές του. Γι’ αυ­τό ξε­κι­νά­ει με μια Εύα στο κρε­βά­τι του Μα­νω­λό­που­λου. Άλλω­στε, με αυ­τόν έ­χει το πά­νω χέ­ρι, δι­κό του alter ego εί­ναι. Εκεί, λοι­πόν, πραγ­μα­το­ποιεί­ται μια μο­να­δι­κή σκη­νή κλι­νο­πά­λης, κα­τά τις κά­πο­τε και “πα­ρεκ­κλί­νου­σες” ε­ρω­τι­κές εμ­μο­νές ε­νός Πε­λο­πον­νή­σιου. Κι αυ­τό, χά­ρις στην Εύα, που, ό­πως ό­λες οι Εύες, γνω­ρί­ζει να με­τα­μορ­φώ­νε­ται την κρί­σι­μη στιγ­μή α­πό σε­μνή και ά­πρα­γη σε πόρ­νη. Μια σκη­νή, που, στη λο­γο­τε­χνι­κή εκ­δο­χή της, εί­ναι αι­σθη­σια­κή και πο­λύ θα την ζή­λευαν οι κυ­ρίες που συγ­γρά­φουν τα μπε­στ σέ­λερ. Μό­νο που ε­κεί­νες, α­κό­μη και ό­ταν α­πο­τολ­μούν να την εν­θέ­σουν, ό­πως γί­νε­ται σε έ­να α­πό τα τε­λευ­ταία μυ­θι­στο­ρή­μα­τα της Δη­μου­λί­δου, που πα­ρέ­μει­νε για μή­νες στους κα­τα­λό­γους των μπε­στ-σέ­λε­ρ, πο­τέ δεν θα εκ­κι­νού­σαν με αυ­τήν. Τολ­μη­ρός ό­σο και ρο­μα­ντι­κός ο Μουρ­σε­λάς, την προ­τάσ­σει μεν, αλ­λά φυ­λά­ει για το τέ­λος τη σκη­νή του με­γά­λου έ­ρω­τα, που θα διαρ­κέ­σει για το υ­πό­λοι­πο του βίου των δυο ε­ρα­στών. Δη­λα­δή, με την ο­πτι­κή μιας α­να­γνώ­στριας, γρά­φει “το α­πό­λυ­το μπε­στ-σέ­λε­ρ”. Ανε­ξάρ­τη­τα αν, ό­πως και ο Πα­πα­δια­μά­ντης, δεν κα­τόρ­θω­σε να πά­ρει κε­φά­λι α­πό την βα­σί­λισ­σα του μπε­στ-σέ­λερ κα­τά το πα­πα­δια­μα­ντι­κό 2011, Λέ­να Μα­ντά.  
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου 


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 9/12/2012.

Ποιον ενδιαφέρει ο Δημήτριος Καμπούρογλους

$
0
0


Ο Δη­μή­τριος Γρη­γο­ρίου Κα­μπού­ρο­γλους, συ­νο­μή­λι­κος του Νι­κό­λα­ου Πο­λί­τη, έ­να χρό­νο μι­κρό­τε­ρος του Πα­πα­δια­μά­ντη, ο ι­στο­ρι­κός η­μών των Αθη­ναίων, δεν φαί­νε­ται να πή­ρε τη θέ­ση που τού α­ντι­στοι­χού­σε στην Ιστο­ρία. Μπο­ρεί να μην πέ­ρα­σε στα ψι­λά γράμ­μα­τα, α­πο­τε­λεί, πά­ντως, έ­να πα­ρω­χη­μέ­νο κε­φά­λαιο. Σή­με­ρα κα­τα­λή­γουν σε πραγ­μα­τι­κή ει­ρω­νεία ό­σα εί­χε δια­τυ­πώ­σει ο Νί­κος Βέ­ης πριν 80 χρό­νια, στην ο­μι­λία του κα­τά τον ε­ορ­τα­σμό της Ογδο­η­κο­ντα­ε­τη­ρί­δος του Κα­μπού­ρο­γλου. Στην αί­θου­σα του «Παρ­νασ­σού», ο πε­νη­ντά­χρο­νος τό­τε Βέ­ης, ε­ξέ­χου­σα φυ­σιο­γνω­μία της πα­νε­πι­στη­μια­κής κοι­νό­τη­τας, θέ­λο­ντας να δεί­ξει πό­σο α­δύ­να­το ή­ταν να λη­σμο­νη­θεί πο­τέ ο τι­μώ­με­νος, με­γά­λυ­νε την προ­σω­πι­κό­τη­τά του δια της συ­γκρί­σεως με τις στα­θε­ρές του κό­σμου τους. Έκλει­νε την ο­μι­λία του με την α­πό­φαν­ση: «...το ό­νο­μά του –και α­φού ο ί­διος γλυ­κο­κοι­μη­θή στην α­γκά­λη της Δό­ξας– θα ζή­ση ε­φ’ ό­σον ε­ξα­κο­λου­θεί ο ρυθ­μός του κό­σμου αυ­τού, οι άν­θρω­ποι εν­δια­φέ­ρο­νται για τα κα­λά, χρή­σι­μα και ω­ραία, και ε­φ’ ό­σον κε­λαϊδούν τ’ α­η­δό­νια στον Κο­λω­νό, και τα πορ­φυ­ρώ­μα­τα και τα χρυ­σο­σύ­νε­φα στο­λί­ζουν τον Αττι­κό ου­ρα­νό.» Δεν ή­ταν ι­δα­νι­κά τα πράγ­μα­τα ε­κεί­νον τον Οκτώ­βριο του 1932, αλ­λά ο κό­σμος τό­τε α­κό­μη πρέ­πει να έ­δι­νε ε­ντύ­πω­ση ευ­ρυθ­μίας. Ου­δείς δια­νο­εί­το πως ο χα­μη­λός λό­φος του Κο­λω­νού θα ε­ξα­φα­νι­ζό­ταν μα­ζί με τ’ α­η­δό­νιά του, πό­σω μάλ­λον ό­τι οι άν­θρω­ποι δεν θα έ­δι­ναν δε­κά­ρα για τα κα­λά και ω­ραία πα­ρά μό­νο για τα “κα­λά και συμ­φέ­ρο­ντα”. Συ­να­κό­λου­θα, α­πα­λεί­φθη­κε και το ό­νο­μα του τι­μώ­με­νου.
Σή­με­ρα, ποιος έ­χει α­κου­στά τον Δη­μή­τριο Κα­μπού­ρο­γλου. Ακό­μη και σε ό­σους το ό­νο­μά του μπο­ρεί κά­τι να λέει, ού­τε αυ­τοί α­να­κα­λούν κά­ποια συ­γκε­κρι­μέ­νη πλη­ρο­φο­ρία. Ιδίως, οι κά­τω των σα­ρά­ντα πέ­ντε, που φοί­τη­σαν στην δευ­τε­ρο­βάθ­μια εκ­παί­δευ­ση με­τά την ο­ρι­στι­κή κα­θιέ­ρω­ση του λυ­κείου. Τό­τε, κα­θώς με αυ­τήν την τε­λευ­ταία αλ­λα­γή του εκ­παι­δευ­τι­κού συ­στή­μα­τος δό­θη­κε δια­φο­ρε­τι­κή έμ­φα­ση στα λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να, τα πε­ζά του Κα­μπού­ρο­γλου α­πο­σύρ­θη­καν ο­ρι­στι­κά α­πό τα σχο­λι­κά εγ­χει­ρί­δια. Ού­τε, ό­μως, οι με­γα­λύ­τε­ροι, οι γεν­νη­μέ­νοι στα χρό­νια με­τά το θά­να­τό του, α­πό την Κα­το­χή μέ­χρι τη Δι­κτα­το­ρία, ό­ταν τα α­να­γνω­στι­κά ό­λων των τά­ξεων διέ­σω­ζαν κά­ποιο κεί­με­νό του για την Αθή­να, γνω­ρί­ζουν το έρ­γο του. Εδώ, δεν φαί­νε­ται να το γνω­ρί­ζουν οι α­κό­μη πρε­σβύ­τε­ροι, που τον πρό­λα­βαν ζώ­ντα και οι ο­ποίοι σή­με­ρα α­πο­τε­λούν την πνευ­μα­τι­κή η­γε­σία. Κι αν το γνω­ρί­ζουν, μάλ­λον υ­πο­τι­μούν την α­ξία του, αν δεν το α­πα­ξιούν. Ει­δάλ­λως, πώς ε­ξη­γεί­ται ο μη ε­ορ­τα­σμός, ού­τε καν η α­πλή μνη­μό­νευ­ση της ε­φε­τι­νής δι­πλής ε­πε­τείου του Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλου, κα­θώς συ­μπλη­ρώ­νο­νται 160 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του και 70 α­πό το θά­να­τό του. 
Θα α­να­με­νό­ταν, ω­στό­σο, να τον θυ­μη­θούν τα πνευ­μα­τι­κά Iδρύ­μα­τα, του­λά­χι­στον ε­κεί­να, στων ο­ποίων την ί­δρυ­ση πρω­το­στά­τη­σε. Κα­τ’ αρ­χάς, η Ακα­δη­μία Αθη­νών, ως το κο­ρυ­φαίο με­τα­ξύ αυ­τών, της ο­ποίας, το 1927, α­πο­τέ­λε­σε το πρώ­το ε­κλεγ­μέ­νο μέ­λος στην τά­ξη Γραμ­μά­των και Τε­χνών, υ­περ­τε­ρώ­ντας των δυο συ­νυ­πο­ψη­φίων του, Νιρ­βά­να και Ξε­νό­που­λου. Ως οι πρώ­τοι α­κα­δη­μαϊκοί θεω­ρού­νται οι Πα­λα­μάς, Δρο­σί­νης, Προ­βε­λέγ­γιος, ό­μως ε­κεί­νη η τριά­δα εί­χε διο­ρι­στεί α­πό την κυ­βέρ­νη­ση Πα­γκά­λου, κα­τά την ί­δρυ­ση της Ακα­δη­μίας, έ­να χρό­νο νω­ρί­τε­ρα, το 1926. Από τους πρώ­τους τρεις, πρό­ε­δρος της Ακα­δη­μίας χρη­μά­τι­σε μό­νο ο Πα­λα­μάς, το 1930. Ο Κα­μπού­ρο­γλους α­νέ­λα­βε την προ­ε­δρία τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα.
Έτε­ρο Ίδρυ­μα, που θα α­να­με­νό­ταν να τον τι­μή­σει, εί­ναι η Ε­ΣΗΕ­Α, και δε­δο­μέ­νου ό­τι συ­νη­θί­ζει, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, να ε­ορ­τά­ζει τις ε­πε­τείους των ε­πι­φα­νών με­λών της. Ο Κα­μπού­ρο­γλους δεν α­πο­τέ­λε­σε μό­νο ε­ξέ­χον μέ­λος της δη­μο­σιο­γρα­φι­κής κοι­νό­τη­τας, αλ­λά ή­ταν και ο πρώ­τος εγ­γρα­φείς στα κα­τά­στι­χά της, κά­το­χος της δη­μο­σιο­γρα­φι­κής ταυ­τό­τη­τας με αύ­ξο­ντα α­ριθ­μό έ­να.  Ενδει­κτι­κό στοι­χείο, πά­ντως,  της α­φά­νειας που έ­χει πε­ρι­πέ­σει ως δη­μο­σιο­γρά­φος, εί­ναι η α­που­σία λήμ­μα­τος στην τε­τρά­το­μη  «Εγκυ­κλο­παί­δεια του ελ­λη­νι­κού Τύ­που 1784-1974», που εκ­δό­θη­κε προ τε­τρα­ε­τίας. Δεν α­πο­κλείε­ται η Ε­ΣΗΕ­Α να τον θυ­μη­θεί το 2014, ό­που η ί­δια θα ε­ορ­τά­ζει ε­νός αιώ­να βίο.
Υπάρ­χουν, ό­μως, και πα­λαιό­τε­ρα Ιδρύ­μα­τα, που ο­φεί­λουν τη γέ­νε­σή τους στον Κα­μπού­ρο­γλου και σε μια δρά­κα αν­θρώ­πων πέ­ριξ αυ­τού. Πά­ντο­τε ακ­μαία, πα­ρά τα 130 χρό­νια που με­τρά­ει, η Ιστο­ρι­κή και Εθνο­λο­γι­κή Εται­ρεία δεν θυ­μή­θη­κε ε­φέ­τος τους δυο στυ­λο­βά­τες της, Πο­λί­τη-Κα­μπού­ρο­γλου, κι ας συ­νέ­βα­λαν κα­θο­ρι­στι­κά στη δη­μιουρ­γία της ί­διας και του Εθνι­κού Ιστο­ρι­κού Μου­σείου για τη  στέ­γα­ση των κει­μη­λίων του 1821. Τον λη­σμό­νη­σε, πα­ρό­τι σε αυ­τήν ε­να­πό­κει­ται και το πο­λύ­τι­μο Αρχείο του. Πα­ρό­μοια α­μνη­σία ε­πέ­δει­ξε και η Χρι­στια­νι­κή Αρχαιο­λο­γι­κή Εται­ρεία,  που ι­δρύ­θη­κε δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Στις 23 Φε­βρουα­ρίου 1884, προς α­να­χαί­τι­ση της ά­κρι­της αρ­χαιο­μα­νίας που εί­χε ε­πι­κρα­τή­σει, ο Κα­μπού­ρο­γλους μα­ζί με τον βυ­ζα­ντι­νο­λό­γο Γιώρ­γο Λα­μπά­κη την σύ­στη­σαν για τη δια­φύ­λα­ξη των χρι­στια­νι­κών μνη­μείων. Μό­νο που, σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, πα­ρά την ί­δρυ­ση της Εται­ρείας και τις πιέ­σεις που ά­σκη­σε ο Κα­μπού­ρο­γλους με την αρ­θρο­γρα­φία του, κυ­ρίως, μέ­σα α­πό το νεό­τευ­κτο τό­τε πε­ριο­δι­κό του «Εβδο­μάς», στέ­γη δεν βρέ­θη­κε. Θα χρεια­στούν τριά­ντα χρό­νια για να προ­κύ­ψει Βυ­ζα­ντι­νό Μου­σείο Αθη­νών και άλ­λα δέ­κα για να α­νοί­ξει τις πύ­λες του. 
Εκτός των Ιδρυ­μά­των, το 2012, θα α­να­με­νό­ταν να α­να­κη­ρυχ­θεί Έτος Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλου α­πό την πό­λη των Αθη­νών. Αυ­τό ως ε­λά­χι­στο φό­ρο τι­μής σε ε­κεί­νον, που ε­ρεύ­νη­σε τις ι­στο­ρι­κές πη­γές, συ­γκέ­ντρω­σε το υ­λι­κό και το πα­ρου­σία­σε σε έ­να τρί­το­μο έρ­γο για τα “μνη­μεία της Ιστο­ρίας”, ε­νώ, πα­ράλ­λη­λα, έ­γρα­ψε την «Ιστο­ρία των Αθη­ναίων ε­πί Τουρ­κο­κρα­τίας». Ο ί­διος α­νέ­στη­σε την Πα­λιά Αθή­να, πα­ρα­κι­νώ­ντας και άλ­λους α­πό τους α­πο­κα­λού­με­νους κά­πο­τε Γκά­γκα­ρους, που κρα­τού­σαν α­πό τις πα­λαιές α­θη­ναϊκές οι­κο­γέ­νειες του και­ρού της Τουρ­κο­κρα­τίας, να εν­δια­φερ­θούν για την πό­λη τους. Το 1895, εί­ναι έ­να α­πό τα 197 ι­δρυ­τι­κά μέ­λη του «Αθη­ναϊκού Συλ­λό­γου», του ση­με­ρι­νού «Συλ­λό­γου των Αθη­ναίων». 
Πά­νω α­πό ό­λα τα άλ­λα, στά­θη­κε ο πρώ­τος πλά­νης, έ­νας μπων­τλε­ρι­κός flaneur, της πό­λης, κα­θώς και έ­να πρό­τυ­πο φυ­σιο­λά­τρη πα­ρα­τη­ρη­τή των ε­ξο­χών της, που ζη­τού­σε να ο­νο­μα­τί­σει ό­σα α­παρ­τί­ζουν το μο­να­δι­κό ατ­τι­κό το­πίο. Αυ­τός ί­δρυ­σε στις 21 Μαρ­τίου 1921 τον Οδοι­πο­ρι­κό Σύν­δε­σμο. Τον ο­νό­μα­σε, μά­λι­στα, «Οι Δώ­δε­κα Από­στο­λοι», προς υ­πο­γράμ­μι­ση του α­πο­στο­λι­κού πά­θους με το ο­ποίο α­ντι­με­τώ­πι­ζε την πε­ζο­πο­ρία. Χω­ρίς, βε­βαίως, να αρ­νεί­ται τον ψυ­χα­γω­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα της. Από­δει­ξη ό­τι ε­πέ­λε­ξε για την ε­ναρ­κτή­ρια συ­νεύ­ρε­ση την αί­θου­σα του ζυ­θο­πω­λείου Φιξ. Η Πε­ριη­γη­τι­κή Λέ­σχη, στην ο­ποία με­ταλ­λά­χτη­κε ο Οδοι­πο­ρι­κός Σύν­δε­σμος δε­καέ­ξι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, μα­ζί με την ΕΛ­ΠΑ και τα άλ­λα πα­ρα­κλά­διά της, δεν θυ­μή­θη­κε τον Πρω­το­πό­ρο. Από μια ά­πο­ψη, κα­λύ­τε­ρα. Έτσι κι αλ­λιώς, σή­με­ρα, ό­σοι πε­ζο­πο­ρούν, ε­ξαι­ρου­μέ­νων των κυ­νη­γών, το κά­νουν, εί­τε για­τί τους το συ­νέ­στη­σε ο για­τρός εί­τε για τις α­νά­γκες των σκύ­λων τους. Και ό­πως εί­ναι α­να­με­νό­με­νο, πε­ριο­ρί­ζο­νται σε μο­νο­πά­τια εύ­κο­λης πρό­σβα­σης, ε­γκα­τα­λεί­πο­ντας τα ο­ρει­νά για μο­το­κρός και τα πιο βα­τά α­πό αυ­τά για τους πο­δη­λά­τες.
Επα­νερ­χό­με­νοι στην Ογδο­η­κο­ντα­ε­τη­ρί­δα του Κα­μπού­ρο­γλου, έ­τε­ρος ε­πι­φα­νής ο­μι­λη­τής, ο Αρχιε­πί­σκο­πος Αθη­νών Χρυ­σό­στο­μος, α­πο­φαι­νό­ταν ό­τι ε­κεί­νος “κα­τέ­λα­βεν έν­δο­ξον θέ­σιν εν τη ι­στο­ρία των ελ­λη­νι­κών γραμ­μά­τω­ν” και ό­τι “προ του έρ­γου του με­τά θαυ­μα­σμού θα στα­θούν και αι μέλ­λου­σαι γε­νε­αί”. Αι­σιό­δο­ξη πρό­βλε­ψη, που ται­ριά­ζει στο λό­γο ε­νός εκ­κλη­σια­στι­κού ιε­ράρ­χη. Τε­λι­κά, ό­μως, ό­χι “έν­δο­ξο­ν” αλ­λά α­σή­μα­ντη θέ­ση κα­τέ­λα­βε στις ι­στο­ρίες της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Όταν μνη­μο­νεύε­ται, α­να­φέ­ρε­ται με δυο-τρεις α­ρά­δες. Πα­ρο­μοίως, στις πρό­σφα­τες ε­γκυ­κλο­παί­δειες, ό­πως η Πά­πυ­ρος-Λα­ρούς-Μπρι­τά­νι­κα, οι λημ­μα­το­γρά­φοι στέ­κο­νται αυ­στη­ροί. Την ί­δια α­νε­πιεί­κεια, που φα­νε­ρώ­νει και λαν­θα­σμέ­νη α­ντί­λη­ψη της ι­διαί­τε­ρης πε­ρί­πτω­σης που συ­νι­στά ο Κα­μπού­ρο­γλους, ε­πι­δει­κνύουν οι γραμ­μα­το­λό­γοι. Ού­τε καν οι ι­στο­ρι­κοί δεν δεί­χνουν σε­βα­στι­κοί προς την προ­δρο­μι­κή πε­ρί­πτω­σή του, πε­ριο­ρί­ζο­ντας το έρ­γο του σε αυ­τό του ι­στο­ριο­δί­φη. Κι αυ­τό, ό­χι με την αί­γλη που α­πο­λάμ­βα­νε κά­πο­τε, αλ­λά με την υ­πο­τι­μη­τι­κή διά­θε­ση που α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται στην ε­πο­χή της πα­γκο­σμιο­ποίη­σης. 

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Ιω­σήφ Σιακ­κής
«Δ. Γ. Κα­μπού­ρο­γλου
Η ζωή και το έρ­γο του»
Εκδό­σεις ΜΙΕ­Τ
Ιού­λιος 2012

Εκπνέ­ο­ντος του 2012, ου­δείς εκ­δό­της ε­πα­να­κυ­κλο­φό­ρη­σε κά­ποιο α­πό τα βι­βλία του Κα­μπού­ρο­γλου, ού­τε βρέ­θη­κε πε­ριο­δι­κό να δη­μο­σιεύ­σει έ­στω και με­ρι­κές α­φιε­ρω­μα­τι­κές σε­λί­δες. Μάλ­λον για­τί οι σύμ­βου­λοι των εκ­δο­τών, ό­σο και οι εκ­δό­τες πε­ριο­δι­κών, α­δια­φο­ρούν για τον Κα­μπού­ρο­γλου ή, το πι­θα­νό­τε­ρο, τον α­γνοούν. Σε αυ­τόν τον κα­νό­να, υ­πήρ­ξε μια ε­ξαί­ρε­ση. Το ΜΙΕΤ ε­ξέ­δω­σε βιο­γρα­φία του και μά­λι­στα, στη σει­ρά «Νε­ο­ελ­λη­νι­κών Προ­σω­πο­γρα­φιών». Θυ­μί­ζου­με ό­τι πρό­κει­ται για σει­ρά, που ξε­κί­νη­σε ο Ε. Χ. Κάσ­δα­γλης το 1978, με πρώ­το τό­μο, τη βιο­γρα­φία Αλέ­ξαν­δρου Δελ­μού­ζου α­πό τον Ε. Π. Πα­πα­νού­τσο, και συ­νέ­χι­σε με κο­ρυ­φαίες προ­σω­πι­κό­τη­τες των Γραμ­μά­των και Τε­χνών, ό­που ως βιο­γρά­φοι ε­πι­λέ­γο­νταν συγ­γρα­φείς ση­μα­ντι­κοί στον το­μέα του ε­κά­στο­τε  βιο­γρα­φού­με­νου. Το 1999, με τη συ­μπλή­ρω­ση 15 τό­μων και με­τά τον ξαφ­νι­κό θά­να­το του Κάσ­δα­γλη, στις 11 Μαρ­τίου 1998, η σει­ρά δια­κό­πη­κε για μια δε­κα­ε­τία. Συ­νε­χί­στη­κε το 2009, με τον Παύ­λο Καλ­λι­γά και ε­φέ­τος με τον Κα­μπού­ρο­γλου. Και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις, το στοι­χείο που δια­φο­ρο­ποιεί­ται σε σχέ­ση με την πρώ­τη πε­ρίο­δο εί­ναι το πρό­σω­πο του βιο­γρά­φου, που δεν εί­ναι κά­ποιος α­πό τους γνω­στούς με­λε­τη­τές του βιο­γρα­φού­με­νου. 
Η βιο­γρα­φία του Καλ­λι­γά εί­ναι με­τά­φρα­ση α­πό τα γαλ­λι­κά γαλ­λί­δος με­λε­τή­τριας (την εί­χα­με σχο­λιά­σει στις 10 Ιου­νίου 2010). Συγ­γρα­φέ­ας της βιο­γρα­φίας του Κα­μπού­ρο­γλου εί­ναι ο νο­μι­κός και ι­στο­ριο­δί­φης Ιω­σήφ Σιακ­κής, που α­σχο­λή­θη­κε κυ­ρίως με τον ελ­λη­νι­κό ε­βραϊσμό. Η βιο­γρα­φία πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο Αρχείο του, το ο­ποίο δω­ρί­θη­κε α­πό τον γιο του στο Ε­ΛΙΑ, Φε­βρουά­ριο 2003, με τον ό­ρο μέ­χρι το 2005 να εκ­δο­θούν η βιο­γρα­φία και η με­λέ­τη «Τα ε­βραϊκά ο­νο­μα­τε­πώ­νυ­μα στην Ελλά­δα α­πό τον 14ο μέ­χρι τον 19ο αιώ­να». Με τη δια­δι­κα­σία της εν­σω­μά­τω­σης του Ε­ΛΙΑ στο ΜΙΕ­Τ, η εκ­πλή­ρω­ση του ό­ρου άρ­γη­σε μεν, αλ­λά η βιο­γρα­φία εί­χε την κα­λή τύ­χη να πά­ρει θέ­ση σε μια ε­πί­λε­κτη σει­ρά. Όσο για τη δεύ­τε­ρη με­λέ­τη, α­πέ­κτη­σε προ­σώ­ρας μό­νο η­λεκ­τρο­νι­κή υ­πό­στα­ση.                 
Στο εκ­δο­τι­κό ση­μείω­μα του τό­μου, δεν α­να­φέ­ρε­ται ως έ­να ε­πι­πλέ­ον κί­νη­τρο της έκ­δο­σης η ε­φε­τι­νή ε­πέ­τειος, πα­ρά μό­νο η δια­πί­στω­ση ό­τι “η γο­η­τευ­τι­κή μορ­φή του Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλου εμ­φα­νί­ζε­ται μάλ­λον πα­ρα­με­λη­μέ­νη στη βι­βλιο­γρα­φία”. Δεν θα συμ­φω­νού­σα­με. Υπάρ­χουν τα δι­κά του βι­βλία ό­σο και τα βι­βλία, που α­να­φέ­ρο­νται σε αυ­τόν και το έρ­γο του, α­νε­ξάρ­τη­τα αν τα πε­ρισ­σό­τε­ρα εί­ναι ε­ξαν­τλη­μέ­να. Κά­ποια α­πό αυ­τά έ­χουν δια­σω­θεί χά­ρις στις Ανα­στα­τι­κές Εκδό­σεις Διον. Νό­τη Κα­ρα­βία. Υπάρ­χουν, πά­ντως, και τρεις βιο­γρα­φίες, οι δυο σε κυ­κλο­φο­ρία. Αυ­τό, βε­βαίως, δεν α­κυ­ρώ­νει την α­ξία μιας τέ­ταρ­της. Δε­δο­μέ­νου, ό­μως, ό­τι αυ­τή εμ­φα­νί­ζε­ται ως έ­να νέο α­πό­κτη­μα και μά­λι­στα, με τη σφρα­γί­δα κύ­ρους που φέ­ρει ο συ­γκε­κρι­μέ­νος εκ­δό­της,  οι α­παι­τή­σεις εί­ναι υ­ψη­λό­τε­ρες. Κα­τά κά­ποιο τρό­πο, πέ­φτει σε αυ­τήν το βά­ρος να α­να­στή­σει τον λη­σμο­νη­μέ­νο Κα­μπού­ρο­γλου, πα­ρα­κι­νώ­ντας τους νεό­τε­ρους να α­να­ζη­τή­σουν τα βι­βλία του, μή­πως και α­να­κα­λύ­ψουν πί­σω α­πό την τε­ρα­τώ­δη ση­με­ρι­νή Αθή­να, την αλ­λο­τι­νή της γο­η­τεία. Γι’ αυ­τό α­κρι­βώς θα ε­πα­νέλ­θου­με, ε­πι­μέ­νο­ντας σε ο­ρι­σμέ­να ση­μεία. Κα­λό εί­ναι μια βιο­γρα­φία να πλη­ρο­φο­ρεί, ό­χι μό­νο ε­παρ­κώς, αλ­λά και ε­π’ α­κρι­βώς, για το βιο­γρα­φού­με­νο πρό­σω­πο.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 16/12/2012.

Καμπούρογλου συνέχεια

$
0
0


Ιω­σήφ Σιακ­κής
«Δ. Γ. Κα­μπού­ρο­γλου
Η ζωή και το έρ­γο του»
Εκδό­σεις ΜΙΕ­Τ
Ιού­λιος 2012

Επα­νερ­χό­μα­στε στο θέ­μα της προ­η­γού­με­νης Κυ­ρια­κής, τον Δη­μή­τριο Κα­μπού­ρο­γλου. Η βιο­γρα­φία του Ιω­σήφ Σιακ­κή α­κο­λου­θεί τις τρεις γνω­στές βιο­γρα­φίες του Κα­μπού­ρο­γλου, συν­δυά­ζο­ντας την χρο­νο­λο­γι­κή α­νά­πτυ­ξη με την κα­τά θέ­μα πα­ρου­σία­ση. Υπερ­τε­ρεί, ω­στό­σο, στο βι­βλιο­γρα­φι­κό μέ­ρος, κα­θώς σε αυ­τό συ­γκε­ντρώ­νο­νται στοι­χεία για ε­πι­μέ­ρους θε­μα­τι­κές ε­νό­τη­τες. Αλλά και δια­φο­ρο­ποιεί­ται, κυ­ρίως ως προς το ύ­φος, α­φού οι προ­η­γού­με­νοι τρεις βιο­γρά­φοι δια­πνέ­ο­νταν α­πό θαυ­μα­σμό προς το πρό­σω­πο του βιο­γρα­φού­με­νου και στις κρί­σεις τους έ­λα­βαν υ­π’ ό­ψιν τα μέ­τρα και σταθ­μά της ε­πο­χής του. Αυ­τό, βέ­βαια, ή­ταν α­να­με­νό­με­νο, δε­δο­μέ­νης της μα­κριάς σχέ­σης που εί­χαν και οι τρεις με το έρ­γο του. Ο πρώ­τος βιο­γρά­φος εί­ναι ο συ­νε­χι­στής του ι­στο­ρι­κού έρ­γου του, ο Δη­μή­τριος Αλε­ξάν­δρου Γέ­ρο­ντας. Ήταν εί­κο­σι εν­νέα ε­τών το 1942, που α­πε­βίω­σε ο Κα­μπού­ρο­γλους και τον θαύ­μα­ζε α­πό παι­δί. Στε­νός συγ­γε­νής του, δι­σέγ­γο­νος του Δη­μο­γέ­ρο­ντα Άγγε­λου Σω­τη­ρια­νού Αλε­ξάν­δρου Γέ­ρο­ντα, πάπ­που εκ μη­τρός του Κα­μπού­ρο­γλου. Τέσ­σε­ρις γιους και δυο κό­ρες εί­χε ο Γέ­ρο­ντας, η μη­τέ­ρα του Κα­μπού­ρο­γλου, Μα­ριάν­να, ή­ταν η δευ­τε­ρό­το­κη. Η βιο­γρα­φία του Γέ­ρο­ντα εκ­δό­θη­κε το 1974. Η ε­πό­με­νη, ε­πτά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, εί­ναι κι αυ­τή έρ­γο ε­νός νε­α­ρού φί­λου του Κα­μπού­ρο­γλου κα­τά τα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζωής του, του Διο­νύ­ση Τρο­βά. Τέ­λος, η πιο πρό­σφα­τη, που εκ­δό­θη­κε το 1996, εί­ναι της δη­μο­σιο­γρά­φου και συγ­γρα­φέως Ευ­γε­νίας Ζω­γρά­φου, η ο­ποία εί­χε γνω­ρί­σει τον συ­νο­νό­μα­το εγ­γο­νό τού Κα­μπού­ρο­γλου, στη μνή­μη του ο­ποίου και την α­φιε­ρώ­νει. Μια ε­πι­πλέ­ον έν­δει­ξη της κα­λής γνω­ρι­μίας της βιο­γρά­φου με τον Κα­μπού­ρο­γλου και την ε­πο­χή του α­πο­τε­λεί το γε­γο­νός ό­τι την προ­λο­γί­ζει ο πρε­σβύ­της πλέ­ον Γέ­ρο­ντας.   
Στο εκ­δο­τι­κό ση­μείω­μα της βιο­γρα­φίας του Σιακ­κή, δεν ε­ξη­γού­νται οι λό­γοι, που ε­κεί­νος την ά­φη­σε α­νέκ­δο­τη. Οι ε­πι­με­λη­τές α­να­φέ­ρουν ό­τι “α­πό τη βι­βλιο­γρα­φία που χρη­σι­μο­ποιεί ο συγ­γρα­φέ­ας συ­νά­γε­ται ό­τι η τε­λευ­ταία ε­πε­ξερ­γα­σία πρέ­πει να έ­γι­νε ό­χι πο­λύ αρ­γό­τε­ρα α­πό το 1974”. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στη βι­βλιο­γρα­φία κα­τα­χω­ρεί­ται δη­μο­σίευ­μα α­πό τα Χρι­στού­γεν­να 1979. Με βά­ση τη δεύ­τε­ρη βιο­γρα­φία, του Τρο­βά, μπο­ρού­με να προσ­διο­ρί­σου­με με αρ­κε­τή α­κρί­βεια τη χρο­νο­λο­γία συγ­γρα­φής της. Ο Σιακ­κής βι­βλιο­γρα­φεί δυο δη­μο­σιεύ­μα­τα του Τρο­βά της δε­κα­ε­τίας του 1940 αλ­λά δεν κα­τα­γρά­φει τη βιο­γρα­φία του. Γε­γο­νός που δεί­χνει ό­τι η βιο­γρα­φία Σιακ­κή θα πρέ­πει να γρά­φε­ται ή, έ­στω, να ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται ε­ντός του 1980, ταυ­τό­χρο­να με ε­κεί­νη του Τρο­βά. Στο συ­νο­δευ­τι­κό ση­μείω­μα του Αρχείου Σιακ­κή, α­να­φέ­ρε­ται ό­τι “με την ερ­γα­σία του για τον Κα­μπού­ρο­γλου πή­ρε μέ­ρος σε δια­γω­νι­σμό της Ακα­δη­μίας”. Δεν α­πο­κλείε­ται ο δια­γω­νι­σμός να συν­δεό­ταν με την ε­πέ­τειο Κα­μπού­ρο­γλου του 1982. Αυ­τό το ση­μείο θα μπο­ρού­σε να δια­σα­φη­νι­στεί.
Σε μια πα­ρό­μοια υ­πό­θε­ση συ­νη­γο­ρεί ο βια­στι­κός χα­ρα­κτή­ρας της συγ­γρα­φής των τε­λευ­ταίων κε­φα­λαίων κα­θώς και τα βι­βλιο­γρα­φι­κά κε­νά. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο τρί­το κε­φά­λαιο, ο Σιακ­κής υ­πό­σχε­ται να πα­ρα­θέ­σει στο τέ­λος πί­να­κα με τα δη­μο­σιεύ­μα­τα του Κα­μπού­ρο­γλου στο πε­ριο­δι­κό «Εβδο­μάς», τον ο­ποίο πα­ρα­λεί­πει. Ένα άλ­λο πα­ρά­δειγ­μα της ε­πεί­γου­σας συρ­ρα­φής του υ­λι­κού δί­νουν κά­ποιες αλ­λη­λο­α­ναι­ρού­με­νες α­να­φο­ρές. Όπως, λ.χ., ό­τι, στις 21.3.1921, “στη μπυ­ρα­ρία του Φι­ξ”, ί­δρυ­σε τον Σύλ­λο­γο των Συγ­γρα­φέων αλ­λά και τον Οδοι­πο­ρι­κό Σύν­δε­σμο. Εκεί­νο, πά­ντως, το βρά­δυ ί­δρυ­σε μό­νο τον δεύ­τε­ρο. Αλλά και γε­νι­κό­τε­ρα, το βι­βλιο­γρα­φι­κό τμή­μα δεί­χνει ό­τι ο Κα­μπού­ρο­γλους δεν τον α­πα­σχό­λη­σε ι­διαί­τε­ρα ως ε­ρευ­νη­τι­κό α­ντι­κεί­με­νο. Πα­ρό­τι το 1978 ε­γκα­τέ­λει­ψε τη δι­κη­γο­ρία για την έ­ρευ­να, στον Κα­μπού­ρο­γλου δεν ε­πα­νήλ­θε κα­τά την ε­να­πο­μέ­νου­σα ει­κο­σα­ε­τία του βίου του. Πέ­θα­νε το 1999, σε η­λι­κία 82 ε­τών. Ωστό­σο, η α­να­ζή­τη­ση στοι­χείων γύ­ρω α­πό αυ­τόν θα πρέ­πει να εί­χε ξε­κι­νή­σει πο­λύ νω­ρί­τε­ρα. Ίσως και α­πό το 1951, ό­ταν το πρώ­το του βι­βλίο, έ­να τα­ξι­διω­τι­κό στον τό­πο κα­τα­γω­γής του πα­τέ­ρα του, «Γνω­ρι­μία με την Ερέ­τρια», α­πέ­σπα­σε το πρώ­το βρα­βείο της Ελλη­νι­κής Πε­ριη­γη­τι­κής Λέ­σχης. 
Ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα, το τε­λευ­ταίο βι­βλιο­γρα­φι­κό μέ­ρος της βιο­γρα­φίας πε­ρι­λαμ­βά­νει: Α. Χρο­νο­λο­γι­κό πί­να­κα των έρ­γων του Κα­μπού­ρο­γλου και των δη­μο­σιεύ­σεων αρ­χείων και χει­ρο­γρά­φων, που υ­πάρ­χουν μεν και στις άλ­λες βιο­γρα­φίες, αλ­λά, ε­δώ, οι εκ­δό­σεις εί­ναι πλη­ρέ­στε­ρα κα­τα­γε­γραμ­μέ­νες. Β. Τα δη­μο­σιεύ­μα­τά του στην ε­φη­με­ρί­δα «Εστία» με το ψευ­δώ­νυ­μο Ανα­δρο­μά­ρης. Η α­πο­δελ­τίω­ση α­φο­ρά την πε­ρίο­δο 1913 -1937, χω­ρίς να εί­ναι πλή­ρης. Στο α­ντί­στοι­χο κε­φά­λαιο της βιο­γρα­φίας, το 1913 α­να­φέ­ρε­ται ως το έ­τος που ο Κα­μπού­ρο­γλους πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται με αυ­τό το ψευ­δώ­νυ­μο. Ο Ανα­δρο­μά­ρης, ω­στό­σο, έ­κα­νε το ντε­μπού­το του το 1911 και συ­νέ­χι­σε μέ­χρι τέ­λους, α­πο­θνή­σκο­ντας ο­μού με­τά του κτή­το­ρά του. Γ. Με­ρι­κή βι­βλιο­γρά­φη­ση ό­σων έ­γρα­ψαν γι’ αυ­τόν, που α­φο­ρά την πε­ρίο­δο 1920-1979, με ε­πτά σκόρ­πια λήμ­μα­τα σε προ­η­γού­με­να χρό­νια, 1891-1905. Η πα­ρά­θε­ση εί­ναι κα­τά αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά του ο­νό­μα­τος του συγ­γρα­φέα. Ευ­κρι­νέ­στε­ρη ει­κό­να θα δι­νό­ταν, αν πα­ρου­σιά­ζο­νταν σε ε­νό­τη­τες τα α­φιε­ρώ­μα­τα, ό­πως τα ε­κτε­νή της «Νέ­ας Εστίας» και της «Ελλη­νι­κής Δη­μιουρ­γίας, και αυ­το­νο­μού­νταν οι συ­νε­ντεύ­ξεις του. Δ. Στην τε­λευ­ταία ε­νό­τη­τα πα­ρου­σιά­ζε­ται α­πάν­θι­σμα κρί­σεων, χω­ρίς ό­μως βι­βλιο­γρα­φι­κές πα­ρα­πο­μπές. Πά­ντως, η δια­σπο­ρά των δη­μο­σιευ­μά­των του Κα­μπού­ρο­γλου σε πλή­θος ε­ντύ­πων, α­πό τα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του 1870 μέ­χρι το θά­να­τό του, κα­θι­στά τη βι­βλιο­γρα­φία του δυ­σε­πί­τευ­κτη.

Oπως και να έ­χει, πα­ρό­μοιες εκ­δό­σεις, ε­κλι­πό­ντος του συγ­γρα­φέα, χρειά­ζο­νται φι­λο­λο­γι­κή στή­ρι­ξη και ί­σως κά­ποιο συ­νο­δευ­τι­κό σχο­λια­σμό, κυ­ρίως για την πε­ρίο­δο με­τά τη συγ­γρα­φή τους. Ο σχο­λια­σμός χρειά­ζε­ται, ό­χι μό­νο για τυ­χόν α­βλε­ψίες, αλ­λά και για στρυφ­νές ή κά­πο­τε και α­δό­κι­μες δια­τυ­πώ­σεις. Ήδη, στο πρώ­το κε­φά­λαιο, το προ­σε­κτι­κό­τε­ρα γραμ­μέ­νο, υ­πάρ­χουν και α­πό τα δυο εί­δη. Από λά­θος της πη­γής α­πό την ο­ποία αν­τλεί­ται η πλη­ρο­φο­ρία, ο πα­τήρ του Κα­μπού­ρο­γλου, ο Γρη­γό­ριος, α­να­φέ­ρε­ται ως πρω­τό­το­κος, α­ντί για τρι­τό­το­κος γιος του πάπ­που Δη­μη­τρίου Ιωάν­νη Κα­μπού­ρο­γλου. Ενώ, κά­πως βια­στι­κά α­πο­δί­δε­ται στον πάπ­πο του πάπ­που του, τον Δη­μή­τριο Στρού­μπο το πα­ρα­τσού­κλι Κα­μπού­ρης α­κό­μη πριν να φύ­γει α­πό το τό­πο του, την Τσερ­νί­τσα Μεσ­ση­νίας. Το λήμ­μα της ε­γκυ­κλο­παί­δειας Ελευ­θε­ρου­δά­κη, γραμ­μέ­νο α­πό τον ί­διο τον Κα­μπού­ρο­γλου, προσ­διο­ρί­ζει: «Όνο­μα αρ­χαίας οι­κο­γε­νείας εξ Αλα­γω­νίας της Μεσ­ση­νίας. Η οι­κο­γέ­νεια  αύ­τη εί­νε κλά­δος της πο­λυ­σχι­δούς Ηπει­ρω­τι­κής προ­ε­λεύ­σεως οι­κο­γε­νείας των Στρού­μπων, ων αρ­χι­κώς έ­φε­ρε και το ε­πώ­νυ­μο. Εις εκ της οι­κο­γε­νείας ταύ­της α­πε­στά­λη πο­τέ βε­κί­λης του τό­που (α­ντι­πρό­σω­πος προς διε­ξα­γω­γή υ­πο­θέ­σεων) εις Κων­στα­ντι­νού­πο­λιν... Ήτο υ­ψη­λός και πως κυρ­τός, ε­πει­δή δε με­γά­λως διε­κρί­θη, τον υιόν του τον ε­χα­ρα­κτή­ρι­ζον οι Τούρ­κοι ως “Κα­μπούρ ο­γλού”, ή­τοι υιόν του κυρ­τού. Έκτο­τε ε­λη­σμο­νή­θη­σαν οι Στρού­μποι και οι Κα­μπού­ρο­γλοι διε­κλα­δί­σθη­σαν δια του προ­σω­νυ­μίου αυ­τού.» Επί­σης, σύγ­χυ­ση προ­κα­λεί η α­να­φο­ρά σε δυο μέ­λη της οι­κο­γέ­νειας των Στρού­μπων, που φέ­ρουν το πα­ρω­νύ­μιο Γεωρ­γί­λης, τον Ιωάν­νη Πα­να­γιώ­του Στρού­μπο και τον α­πό α­δελ­φό δι­σέγ­γο­νό του, Δη­μή­τριο Γεωρ­γίου Στρού­μπο. Σύγ­χυ­ση, που ε­πι­τεί­νει η συ­νέ­νω­ση των δυο προ­σώ­πων στο Ευ­ρε­τή­ριο.
Πέ­ραν αυ­τών, υ­πάρ­χουν και ο­ρι­σμέ­νες α­πο­σιω­πή­σεις. Εκτός κι αν πρό­κει­ται για ελ­λι­πή πλη­ρο­φό­ρη­ση. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο προ­πάπ­πος Ιωάν­νης Κα­μπού­ρο­γλους, σύμ­φω­να με ε­πι­στο­λή του Στα­μά­τη Κου­μπά­ρη προς τον Εμμα­νουήλ Ξάν­θο, χά­θη­κε κα­τά τις σφα­γές του 1821 στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Αν και δεν α­να­φέ­ρε­ται ρη­τά, στις 10 Μαρ­τίου 1821, έ­πε­σε θύ­μα τους. Ο Σιακ­κής α­να­φέ­ρει ό­τι α­γνο­εί­ται η τύ­χη του, πα­ρό­λο που έ­χει ε­ρευ­νή­σει έγ­γρα­φα σχε­τι­κά με τον θρα­κιώ­τη Φι­λι­κό Στα­μά­τη. Όσο για τον πάπ­πο Δη­μή­τριο, α­να­φέ­ρει ό­τι χά­νο­νται τα ί­χνη του στη Βιέν­νη. Πράγ­μα­τι, α­φού φυ­γά­δευ­σε τα πέ­ντε παι­διά του στην Οδησ­σό, ο ί­διος κα­τέ­φυ­γε στην Βιέν­νη, ό­που, ό­μως, ξα­να­πα­ντρεύ­τη­κε. Πρό­κει­ται, βέ­βαια, για λε­πτο­μέ­ρειες, οι ο­ποίες, ω­στό­σο, χρειά­ζο­νται τις υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις τους.  
Το ί­διο ι­σχύει και για το Ευ­ρε­τή­ριο. Με τη χρή­ση του Η/Υ, η κα­τάρ­τι­σή του έ­χει θεω­ρη­θεί εύ­κο­λη υ­πό­θε­ση, που δεν α­παι­τεί την κα­λή γνώ­ση τού προς ευ­ρε­τη­ρία­ση βι­βλίου, με α­πο­τέ­λε­σμα να εμ­φα­νί­ζο­νται ό­λο και συ­χνό­τε­ρα ελ­λεί­ψεις. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Μη­λιά­δης της βιο­γρα­φίας, ο συ­νι­δρυ­τής του «Οδοι­πο­ρι­κού Συν­δέ­σμου», ο­νο­μά­ζε­ται Θεό­δω­ρος και δεν εί­ναι ο χιώ­της ζω­γρά­φος Στυ­λια­νός Μη­λιά­δης, ού­τε ο Ν.Π.Απο­στο­λό­που­λος του πε­ριο­δι­κού «Νέ­οι Δρό­μοι» εί­ναι ο στο­χα­στής Ντί­μης Απο­στο­λό­που­λος. Γε­νι­κώς, τα μι­κρά ο­νό­μα­τα εί­ναι α­να­γκαία. Λ.χ., σκέ­το το Θω­μό­που­λος δεν πα­ρα­πέ­μπει μό­νο στον γλύ­πτη Θω­μά Θω­μό­που­λο. Εκτός α­πό τα μι­κρά ο­νό­μα­τα, συ­χνά χρειά­ζο­νται και οι τίτ­λοι. Λ.χ., το Ιγνά­τιος Να­ζιαν­ζού δεί­χνει σαν ο­νο­μα­τε­πώ­νυ­μο και δεν δη­λώ­νει τον Επί­σκο­πο Να­ζιαν­ζού Ιγνά­τιο Σα­ρά­φο­γλου. Τέ­λος, ό­ταν υ­πάρ­χουν 13 Κα­μπού­ρο­γλοι και έ­ξι Στρού­μποι, η α­να­φο­ρά στο βαθ­μό συγ­γέ­νειας εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη.

Αρκε­τά θα εί­χα­με να προ­σθέ­σου­με σχε­τι­κά με τον τρό­πο που ο Σιακ­κής α­ντι­λαμ­βά­νε­ται τον Κα­μπού­ρο­γλου και την ε­πο­χή του. Αρκού­με­θα εν­δει­κτι­κά σε ό­σα γρά­φει σχε­τι­κά με τον Οδοι­πο­ρι­κό Σύν­δε­σμο. Κα­τ’ αρ­χάς, υ­πο­τι­μά στη γέ­νε­ση ε­νός πα­ρό­μοιου συλ­λό­γου τον κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο του συ­στη­μα­τι­κού ο­δοι­πό­ρου και κα­λού γνώ­στη του ατ­τι­κού χώ­ρου, που ή­ταν ο Κα­μπού­ρο­γλους. Ύστε­ρα, δεί­χνει να ε­ξο­μοιώ­νει την Αθη­ναία του ’20 με την χει­ρα­φε­τη­μέ­νη της ε­πο­χής του, ό­ταν γρά­φει:   «...Εί­χε ό­μως την πα­ρα­ξε­νιά να μη θέ­λει γυ­ναί­κες για μέ­λη, τις θεω­ρού­σε α­νώ­ρι­μες για τέ­τοιες δου­λειές, δεν τις έ­βρι­σκε ι­κα­νές για σκλη­ρα­γω­γίες...» Σαν να α­γνο­εί ό­τι, κα­τά τον Κα­μπού­ρο­γλου, ο­δοι­πο­ρία σή­μαι­νε ε­νερ­γή πε­ρι­πλά­νη­ση προς ά­γραν πλη­ρο­φο­ριών και πα­ρα­τη­ρή­σεων. Και α­κό­μη, ό­τι, με τον Οδοι­πο­ρι­κό Σύν­δε­σμο, ε­πε­δίω­κε να ορ­γα­νώ­σει την κα­λύ­τε­ρη γνω­ρι­μία με τον τό­πο. Εκεί­νος α­ντι­λαμ­βα­νό­ταν την ο­δοι­πο­ρία σαν προ­σκύ­νη­μα, που έ­πρε­πε να εί­ναι α­διά­σπα­στο, γι’ αυ­τό και δεν θέ­λη­σε τη συμ­με­το­χή γυ­ναι­κών. Η προ­σω­νυ­μία, πά­ντως, του “χα­ρού­με­νου στρα­το­κό­που”, που του α­πο­δί­δει, ε­νέ­χει α­πό­χρω­ση κα­ρι­κα­τού­ρας.  
Σχο­λια­σμό θα χρεια­ζό­ταν και η α­πο­τί­μη­ση, που α­πο­πει­ρά­ται, ό­πως και οι άλ­λοι τρεις βιο­γρά­φοι, του έρ­γου του. Δύο μό­νο πα­ρα­τη­ρή­σεις. Πι­στεύου­με πως α­δι­κεί τον ι­στο­ρι­κό Κα­μπού­ρο­γλου, θεω­ρώ­ντας το έρ­γο του α­πο­κλει­στι­κά έρ­γο ι­στο­ριο­δί­φη. Σαν να μην α­ντι­λαμ­βά­νε­ται τη σπου­δαιό­τη­τα της τρί­το­μης «Ιστο­ρίας των Αθη­ναίων», με την ο­ποία ο Κα­μπού­ρο­γλους κερ­δί­ζει ε­πα­ξίως τον τίτ­λο του ι­στο­ρι­κού και δη, του και­νο­τό­μου για την ε­πο­χή του, με την ε­πι­λο­γή του να μην ι­στο­ρή­σει την πό­λη αλ­λά τους κα­τοί­κους της, κα­θώς και με τον τρό­πο που α­να­πτύσ­σει το ι­στο­ρι­κό υ­λι­κό. Όσο α­φο­ρά τον διη­γη­μα­το­γρά­φο, οι α­πό­ψεις του Σιακ­κή α­ντα­να­κλούν τις προσ­λαμ­βά­νου­σες της ε­πο­χής του. Έχο­ντας ο ί­διος δο­κι­μα­στεί στον πε­ζό λό­γο κα­τά τα πρώ­τα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νια, ε­ξαί­ρει τα ι­στο­ρι­κά διη­γή­μα­τα του Κα­μπού­ρο­γλου, κα­θώς και ο­ρι­σμέ­να α­πό ε­κεί­να που α­πο­κα­λεί “η­θο­γρα­φή­μα­τα”, για τα ο­ποία και πα­ρα­τη­ρεί ό­τι “δεν θα εί­χαν τί­πο­τα να ζη­λέ­ψουν α­πό τα η­θο­γρα­φή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη”. 

Μέ­νουν δυο πρω­ταρ­χι­κά βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του Κα­μπού­ρο­γλου, που η νέα βιο­γρα­φία α­φή­νει α­σχο­λία­στα. Το ε­πί­θε­τό του και η η­με­ρο­μη­νία της γέν­νη­σής του. Σύμ­φω­να με υ­πο­ση­μείω­ση των ε­πι­με­λη­τών, “το ό­νο­μα στην ο­νο­μα­στι­κή εμ­φα­νί­ζε­ται ε­ξαρ­χής και με τους δυο τύ­πους: Κα­μπού­ρο­γλους και Κα­μπού­ρο­γλου”. Όχι α­κρι­βώς. Το πα­ρω­νύ­μιο, που οι Τούρ­κοι εί­χαν α­πο­δώ­σει στους δυο γιους του Δη­μη­τρίου Στρού­μπου, “Κα­μπούρ ο­γλού” ε­ξελ­λη­νί­στη­κε ε­ξαρ­χής, ό­πως ό­λα τα α­ντί­στοι­χα α­πό τους Έλλη­νες της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης και της Μι­κράς Ασίας, δια της προ­σθή­κης του τε­λι­κού σίγ­μα. Από τον Ιωάν­νη Κα­μπού­ρο­γλου του Δη­μη­τρίου Στρού­μπου μέ­χρι τον εγ­γο­νό του Γρη­γό­ριο Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλου και τον δι­σέγ­γο­νό του, τον Δη­μή­τριο Γρη­γο­ρίου Κα­μπού­ρο­γλου, ό­λοι υ­πέ­γρα­φαν ως Κα­μπού­ρο­γλους και ως Κα­μπού­ρο­γλους α­να­φέ­ρο­νταν. Μά­λι­στα, ο Γρη­γό­ριος Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλους, στο πε­ριο­δι­κό του «Ευ­τέρ­πη», χρη­σι­μο­ποιεί τον πλή­ρως ε­ξελ­λη­νι­σμέ­νο τύ­πο Κα­μπού­ρο­γλος. 
Όσο για τον ί­διο τον Δη­μή­τριο, ως Κα­μπού­ρο­γλους, δεν α­να­φέ­ρε­ται μό­νο α­πό τους συγ­χρό­νους του, αλ­λά και α­πό τους νεό­τε­ρους, ό­πως τον κα­τά μι­σό αιώ­να μι­κρό­τε­ρό του Κω­στή Μπα­στιά. Από­δει­ξη, η πε­ρι­πα­τη­τι­κή τους συ­νο­μι­λία, το 1931, ό­που ο ο­γδο­η­κο­ντα­ε­τής συ­νε­ντευ­ξια­ζό­με­νος ξε­πο­δά­ρια­σε τον τρια­ντά­ρη Μπα­στιά, Πέ­ρα­μα-Πει­ραια, γύ­ρω στα 10 χλμ. πε­ζή. Ο πιο οι­κείος σε ε­μάς σή­με­ρα τύ­πος Κα­μπού­ρο­γλου ε­πι­κρά­τη­σε με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά. Τον υιο­θε­τεί ο πρώ­τος βιο­γρά­φος του το 1974, κα­θώς και η Ζω­γρά­φου. Ωστό­σο, οι Τρο­βάς και Σιακ­κής, που πι­θα­νώς και οι δυο ε­τοι­μά­ζουν τις βιο­γρα­φίες τους για το ε­πε­τεια­κό 1982 εμ­μέ­νουν στο Κα­μπού­ρο­γλους. Ο δεύ­τε­ρος, μά­λι­στα, υιο­θε­τεί στον τίτ­λο το Κα­μπού­ρο­γλους ά­κλι­το, «Η ζωή και το έρ­γο του Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλους». Από ε­κεί και πέ­ρα ε­πεμ­βαί­νουν διορ­θω­τι­κά οι ε­πι­με­λη­τές, Γιάν­νης Ξού­ριας και Ελέ­νη Μι­χα­λο­πού­λου. 
Και ερ­χό­μα­στε στην η­με­ρο­μη­νία της γέν­νη­σής του. Αδιά­ψευ­στη πη­γή α­πο­τε­λεί το Ση­μειω­μα­τά­ριο του εκ μη­τρός πάπ­που του Άγγε­λου Γέ­ρο­ντα, που, ό­πως συ­νή­θι­ζαν άλ­λο­τε οι γε­νάρ­χες οι­κο­γε­νειών, κα­τέ­γρα­φε γεν­νή­σεις, βα­φτί­σια, γά­μους και θα­νά­τους. Εκεί α­να­γρά­φε­ται: “1852, Σε­πτεμ­βρίου 29, η­μέ­ρα Δευ­τέ­ρα”. Ο Κα­μπού­ρο­γλους, στον έ­να τό­μο α­πό τα «Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα μιας μα­κράς ζωής», που ε­ξέ­δω­σε το 1934, προσ­διο­ρί­ζει ό­τι “η γέν­νη­σίς του, την 1ην με­τά το με­σο­νύ­κτιο της 29ης κα­θω­ρί­σθη οι­κο­γε­νεια­κώς, ως γε­νο­μέ­νη την 30ην πα­ρά την πρό­λη­ψιν της Τρί­της”. Πο­λύς λό­γος έ­γι­νε α­πό συ­γκαι­ρι­νούς του και με­τα­γε­νέ­στε­ρους γι’ αυ­τήν την η­με­ρο­μη­νία, κα­θώς την συ­νέ­δε­σαν χρο­νι­κά με τη θύελ­λα στην Αθή­να το βρά­δυ της 14ης Οκτω­βρίου 1852 και την πτώ­ση της 16ης σω­ζό­με­νης κο­λό­νας του να­ού του Ολυ­μπίου Διός. Από τους πρώ­τους που α­να­φέ­ρουν τη σύ­μπτω­ση εί­ναι ο Μποέμ (Δη­μή­τριος Χατ­ζό­που­λος) σε συ­νέ­ντευ­ξη του Κα­μπού­ρο­γλου στην ε­φη­με­ρί­δα «Το Άστυ»: «...ε­γεν­νή­θη α­κρι­βώς ό­τε έ­πι­πτεν η στή­λη του Ολυ­μπίου Διός, και ο πα­τήρ του εί­πε τό­τε, “ή μέ­γα κα­κόν ή μέ­γα κα­λόν θα γί­νη το παι­δί αυ­τό”...» Η α­να­φο­ρά, ό­μως, που ήρ­θε και ε­δραίω­σε το μύ­θο ή­ταν το τε­τρά­στι­χο, το ο­ποίο του έ­στει­λε ο Δρο­σί­νης ως ευ­χη­τή­ριο τη­λε­γρά­φη­μα για την Ογδο­η­κο­ντα­ε­τη­ρί­δα του: «Τη μέ­ρα που γεν­νή­θη­κες/ γκρε­μί­στη­κε η κο­λό­να./ Στη θέ­ση της στυ­λώ­θη­κες–/ θα φτά­σης τον αιώ­να!» Πά­ντως, ο ί­διος, λί­γο αρ­γό­τε­ρα, στα «Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα...» του, σχο­λιά­ζει: «...Κά­ποιος λο­γι­κο­φα­νής νεω­τε­ρι­σμός την 30ην αυ­τήν Σε­πτεμ­βρίου την κά­μνει 12 και κα­τό­πιν 13 Οκτω­βρίου...» Προ­φα­νώς εν­νο­εί την αλ­λα­γή Ημε­ρο­λο­γίου, κα­θώς οι δια­στά­σεις των συ­νε­πα­γό­με­νων η­με­ρο­λο­για­κών διορ­θώ­σεων δεν εί­χαν α­κό­μη τό­τε, πα­ρά την πα­ρέ­λευ­ση δε­κα­ε­τίας, γί­νει α­ντι­λη­πτές. Όπως και να έ­χει, στη βιο­γρα­φία του Σιακ­κή, ως η­με­ρο­μη­νία γέν­νη­σης α­να­φέ­ρε­ται η 14η Οκτω­βρίου 1852, χω­ρίς α­να­φο­ρά στη σύν­δε­σή της με την πτώ­ση της κο­λό­νας. Ημε­ρο­μη­νία λαν­θα­σμέ­νη και με τα δυο Ημε­ρο­λό­για.
Και α­πα­ντού­με στο ε­ρώ­τη­μα, που εί­χα­με θέ­σει ως τίτ­λο στο δη­μο­σίευ­μα της προ­η­γού­με­νης Κυ­ρια­κής, «Ποιον εν­δια­φέ­ρει ο Δη­μή­τριος Κα­μπού­ρο­γλους». Μάλ­λον κα­νέ­ναν. Mια και­νού­ρια, ό­μως, βιο­γρα­φία μπο­ρεί να κι­νή­σει την πε­ριέρ­γεια, αρ­κεί το πρό­σω­πο του βιο­γρα­φού­με­νου να τύ­χει της κα­τάλ­λη­λης προ­βο­λής, ώ­στε να ταυ­τί­ζε­ται με τις ση­με­ρι­νές προ­τι­μή­σεις. 

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/12/2012.

Αίσιο το 2013

$
0
0


Ο Καβάφης σε σκίτσο του Ν. Παππά, δημοσιευμένο στο ετήσιο αλεξανδρινό Ημερολόγιο «Σατάν», του 1927. Ο Καβάφης έχει πλέον κερδίσει επιφανή θέση, τουλάχιστον στο χώρο των αλεξανδρινών γραμμάτων. Κατά το σκίτσο, όμως, τον κυνηγούν εφιάλτες γιατί πολλοί ετοίμαζαν βιβλία για το έργο του και φοβάται για το περιεχόμενό τους. Συμμεριζόμαστε τους φόβους του για το τι μπορεί να του ετοιμάζουν σήμερα που καταξιώνεται πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο.





Το νέο έ­τος φο­βί­ζει γε­νι­κώς. Φο­βί­ζει, ό­μως,  ε­πι­πλέ­ον με το α­ριθ­μη­τι­κό του φορ­τίο. Για να μη φα­νού­με υ­περ­βο­λι­κοί, θα έ­πρε­πε να προ­σθέ­σου­με, ό­τι ο α­ριθ­μός δε­κα­τρία, έ­τσι που προ­βάλ­λει, φο­βί­ζει μό­νο τους προ­λη­πτι­κούς. Τον τε­λευ­ταίο και­ρό, ω­στό­σο, με την κα­κο­τυ­χία που μας κυ­νη­γά­ει, ποιος δεν κα­τέ­χε­ται α­πό δει­σι­δαι­μο­νίες. Μό­νο με βά­σκα­νο δαί­μο­να ε­ξη­γεί­ται τό­ση γκα­ντε­μιά. Όλα δεί­χνουν προς την κα­τεύ­θυν­ση υ­περ­φυ­σι­κών δυ­νά­μεων, που έ­χουν “συ­νω­μο­τή­σει” ε­να­ντίον μας. Υπάρ­χουν, βε­βαίως, ε­κεί­νοι που, για α­κό­μη μια φο­ρά, ό­λο και κά­τι πε­ρι­μέ­νουν – άλ­λοι το ά­στρο εξ Εσπε­ρίας, άλ­λοι τους τρεις Μά­γους και άλ­λοι τον Σω­τή­ρα. Όσοι, ό­μως, νιώ­θουν τον κλοιό να σφίγ­γει ά­σκη­μα, έ­χουν στα­μα­τή­σει να ε­κλο­γι­κεύουν τα πράγ­μα­τα. Η α­σύ­στο­λη ρη­το­ρεία των πο­λι­τι­κών, που συ­νε­χώς στέλ­νουν μη­νύ­μα­τα σε αό­ρα­τους α­πο­δέ­κτες και δί­νουν μά­χες με σκιές, πε­ρι­φε­ρό­με­νοι σαν φου­σκω­μέ­νοι διά­νοι στα ευ­ρω­παϊκά σα­λό­νια, η α­τέρ­μο­νος δη­μο­σιο­γρα­φι­κή ε­νη­μέ­ρω­ση για ε­κα­τομ­μύ­ρια και δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια ευ­ρώ ε­νός ει­κο­νι­κού δού­ναι και λα­βείν, ό­λος αυ­τός ο θό­ρυ­βος που γί­νε­ται ε­ρή­μην η­μών για ε­μάς, έ­χει ε­πι­φέ­ρει την ο­λο­σχε­ρή α­πο­διορ­γά­νω­ση. Το μό­νο που α­να­μέ­νε­ται εί­ναι η η­μέ­ρα μιας α­προσ­διό­ρι­στης αλ­λά α­να­πό­φευ­κτης συ­ντέ­λειας του κό­σμου μας. Πα­ρό­λο που ό­λοι  –ό­σοι, βε­βαίως, έ­χουν την πο­λυ­τέ­λεια της πε­ρι­συλ­λο­γής– δια­τεί­νο­νται ό­τι εί­ναι παι­διά του Δια­φω­τι­σμού, αυ­τήν την ή­μέ­ρα, την βλέ­πουν να έρ­χε­ται ε­ντός του νέ­ου έ­τους. Η α­πο­φρά­δα η­μέ­ρα της δι­κής μας Ιστο­ρίας, αν εί­ναι να ’ρθει, δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι μια α­πό τις 365 του μο­να­δι­κού έ­τους του τρέ­χο­ντος αιώ­να, που λή­γει στον δυ­σοίω­νο α­ριθ­μό 13 και το ο­ποίο συ­νέ­πε­σε με αυ­τήν την ε­ξο­ντω­τι­κή πε­ρίο­δο. 
Αρχέ­γο­νοι φό­βοι, που οι αι­τιο­λο­γίες τους έ­χουν χα­θεί στα βά­θη του χρό­νου, κα­θη­συ­χά­ζουν τα λε­ξι­κά, προ­τεί­νο­ντας, ως μια πρώ­τη γε­νε­σιουρ­γό αι­τία, το Μυ­στι­κό Δεί­πνο, ό­που ο Ιη­σούς έ­κα­νε την α­πο­κο­τιά να χα­λά­σει τη συμ­με­τρία του κό­σμου, γευ­μα­τί­ζο­ντας με τους δώ­δε­κα Απο­στό­λους ως δέ­κα­τος τρί­τος. Από ε­κεί ξε­κί­νη­σαν τα πά­θη του. Χά­θη­κε να εύ­ρι­σκε έ­ναν δέ­κα­το τέ­ταρ­το. Γι’ αυ­τό και α­πό τό­τε, πλεί­στους ό­σους έ­χει ε­μπνεύ­σει η ε­σπευ­σμέ­νη α­νεύ­ρε­ση ε­νός δέ­κα­του τέ­ταρ­του προ­σκε­κλη­μέ­νου. Από την σπαρ­τα­ρι­στή κω­μω­δία, «Ο δα­σκα­λά­κος ή­ταν λε­βε­ντιά», με το τρίο Βου­τσά-Φι­λιπ­πί­δη-Πα­πα­γιαν­νό­που­λου, μέ­χρι το πρό­σφα­το μπε­στ σέ­λερ του Πιέρ Ασσου­λίν, «Οι προ­σκε­κλη­μέ­νοι». 
Οι προ­λη­πτι­κοί δεν κά­θο­νται πο­τέ σε έ­να τρα­πέ­ζι, στο ο­ποίο έ­χουν ή­δη πά­ρει θέ­ση δώ­δε­κα συν­δαι­τυ­μό­νες. Ού­τε ε­πι­χει­ρούν τί­πο­τα στις 13 του μή­να. Μή­πως, λοι­πόν, και ε­μείς δεν πρέ­πει να ξε­κι­νή­σου­με α­πο­λύ­τως τί­πο­τα στη διάρ­κεια αυ­τού του δυ­σοίω­νου έ­τους; Έτσι κι αλ­λιώς, α­πό τρα­πε­ζώ­μα­τα, αν πα­ρ’ ελ­πί­δα προ­κύ­ψουν, δεν υ­πάρ­χει πε­ρί­πτω­ση να α­πέ­χου­με. Κάλ­λιο δέ­κα­τοι τρί­τοι πα­ρά λι­μο­κτο­νού­ντες. Αν, πά­ντως, εκ των πραγ­μά­των στα­θεί α­πα­γο­ρευ­τι­κό να σταυ­ρώ­σου­με τα χέ­ρια και να πε­ρι­μέ­νου­με το έ­τος να πε­ρά­σει, ας α­πέ­χου­με του­λά­χι­στον ο­ποιασ­δή­πο­τε φύ­σης πρω­το­βου­λιών στις 13 ε­κά­στου μή­να. Σε τρεις μή­νες του έ­τους, μά­λι­στα, πρέ­πει να δο­θεί ό­λως ι­διαί­τε­ρη προ­σο­χή. Ει δυ­να­τόν, να μην ξε­μυ­τί­σου­με α­πό την οι­κία μας, ό­ποιος, βε­βαίως, θα ε­ξα­κο­λου­θεί να έ­χει μια στέ­γη πά­νω α­πό το κε­φά­λι του. Κα­τ’ αρ­χάς, την 13η Αυ­γού­στου, που πέ­φτει η­μέ­ρα Τρί­τη, κα­θό­σον, ε­δώ και αιώ­νες, α­πο­τε­λεί α­πο­φρά­δα η­μέ­ρα για ε­μάς τους Έλλη­νες. Από την πέν­θι­μη Τρί­τη της 29ης Μαΐου 1453, που χά­σα­με την Πό­λη. Εκτός, ό­μως, α­πό την Τρί­τη, σαν γνή­σιοι Ευ­ρω­παίοι, γρου­σού­ζι­κη η­μέ­ρα θα πρέ­πει να υ­πο­λο­γί­ζου­με και την Πα­ρα­σκευή. Πα­ρα­σκευή και 13, τον Οκτώ­βριο του 1307, ο Φί­λιπ­πος Δ΄, ο ε­πο­νο­μα­ζό­με­νος Ωραίος  –αν τον έ­χε­τε α­κου­στά– ε­ξο­λό­θρευ­σε το Τάγ­μα των Ναϊτών. Προ­σο­χή, λοι­πόν, στον Σε­πτέμ­βριο και στον Δε­κέμ­βριο, που θα έ­χου­με Πα­ρα­σκευή και 13.
Οι ι­στο­ρη­μέ­νοι, βε­βαίως, θα θυ­μη­θούν το προ­η­γού­με­νο έ­τος στην ι­στο­ρία του ελ­λη­νι­κού κρά­τους, που έ­λη­γε σε δέ­κα τρία, το 1913. Εκεί­νο, για τη χώ­ρα, δεν εί­χε κα­κή έκ­βα­ση, για τον λαό, ό­μως, στά­θη­κε ζο­φε­ρό. Του­λά­χι­στον το ε­μπό­λε­μο πρώ­το ε­ξά­μη­νό του. Μπο­ρεί η χώ­ρα, με τη Συν­θή­κη του Βου­κου­ρε­στίου, στις 28 Ιου­λίου, να α­πλώ­θη­κε προς Βορ­ρά μέ­χρι το Τε­πε­λέ­νι και προς Ανα­το­λάς μέ­χρι τον Νέ­στο, αλ­λά δεν ή­ταν και λί­γοι οι νε­κροί, οι τραυ­μα­τίες, ά­σε πια τους κα­κου­χού­με­νους. Δεν α­πο­κλείε­ται, το 2013, να προ­κύ­ψει μια πα­ρό­μοια α­να­ντι­στοι­χία με­τα­ξύ χώ­ρας και λα­ού. Αν ευο­δω­θούν οι προσ­δο­κίες των αι­σιό­δο­ξων και οι ευ­ρω­παϊκοί ε­να­γκα­λι­σμοί α­πο­δώ­σουν, η χώ­ρα μπο­ρεί και να ορ­θο­πο­δή­σει, ό,τι ση­μαί­νει αυ­τό, οι πο­λί­τες της, ό­μως, θα τρα­βή­ξουν του λι­να­ριού τα πά­θη. Πλην, βε­βαίως, του πο­σο­στού ε­κεί­νου που έ­χει, σαν την κα­μή­λα, α­πο­θη­κεύ­σει ξί­γκι με­τά πολ­λών άλ­λων στην κα­μπού­ρα του.

Κα­ρα­γκιοζ­μπερ­ντές

Ας σο­βα­ρευ­τού­με, ό­μως. Μια σε­λί­δα βι­βλίου πρέ­πει να την α­πα­σχο­λούν θέ­μα­τα της δι­κής της πε­ριο­χής. Και μά­λι­στα, λό­γω η­με­ρών, ει δυ­να­τόν, θέ­μα­τα ευ­χά­ρι­στα. Πού, ό­μως, να βρε­θούν τα ευ­χά­ρι­στα, έ­τσι που κα­τά­ντη­σαν το χώ­ρο του βι­βλίου. Κα­ρα­γκιοζ­μπερ­ντές, με πρώ­τους, ε­πί σκη­νής, τους καυ­χη­σιά­ρη­δες και τους κό­λα­κες. Ποιο βι­βλίο να σχο­λιά­σεις, ό­ταν βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις και βρα­βεύ­σεις έ­χουν πά­ρει τη μορ­φή της πα­ρα­δο­σια­κής α­νταλ­λα­γής ε­πι­σκέ­ψεων α­βρο­φρο­σύ­νης, με το δώ­ρο και το α­ντί­δω­ρό τους. Όταν, σε αρ­μο­νία με το κοι­νω­νι­κό στά­τους του συγ­γρα­φέα, συμ­βα­δί­ζει και το πό­νη­μά του. Αλί­μο­νο σε ε­κεί­νον που “δεν τον ξέ­ρει ο θυ­ρω­ρός του”. Το βι­βλίο του πά­ει για πολ­το­ποίη­ση α­μνη­μό­νευ­το. Πα­λαιό­τε­ρα, οι νεό­τε­ροι εμ­φα­νί­ζο­νταν πιο συμ­μα­ζε­μέ­νοι, του­λά­χι­στον μπρο­στά στους πρε­σβύ­τε­ρους, που εί­χαν ση­μαί­νο­ντα λό­γο. Σαν τα παι­διά, που, πα­ρου­σία των γο­νέων, στέ­κο­νταν κά­πο­τε προ­σο­χή. Με τη λε­γό­με­νη, ό­μως, μα­ζι­κή δη­μο­κρα­τία, που θε­ο­ποιεί τη νεό­τη­τα, οι πρε­σβύ­τε­ροι, ό­ταν δεν σιω­πούν, ά­γο­νται και φέ­ρο­νται, μην και τους ρί­ξουν στον Καιά­δα. Ακά­θε­κτοι οι μι­κρό­τε­ροι προ­ε­λαύ­νουν με έ­παρ­ση. Βα­σι­κό τους μέ­λη­μα το πώς θα γρά­ψουν έ­να βι­βλίο που θα προ­κα­λέ­σει. Τι α­πα­σχο­λεί; Η κρί­ση, η γε­νιά της Με­τα­πο­λί­τευ­σης, ο Εμφύ­λιος –ο­τι­δή­πο­τε συ­ζη­τεί­ται τους δί­νει έ­μπνευ­ση. Επεί­γο­νται, μά­λι­στα, μην και πε­ρά­σει η ε­πι­και­ρό­τη­τα.

Ο μεί­ζων του 2013

Ας αλ­λά­ξου­με, ό­μως, αυ­τό το τρο­πά­ριο της μεμ­ψι­μοι­ρίας, για­τί κιν­δυ­νεύου­με να γί­νου­με –αν δεν έ­χου­με ή­δη γί­νει– γρα­φι­κοί. Πρω­το­χρο­νιά με­θαύ­ριο, ας μι­λή­σου­με για τις συγ­γρα­φι­κές ε­πε­τείους του ερ­χό­με­νου έ­τους. Προ­φα­νώς, τις μεί­ζο­νες ση­μα­ντι­κών συγ­γρα­φέων. Για τους ήσ­σο­νες συγ­γρα­φείς και τους εξ ε­παρ­χίας κα­τα­γό­με­νους θα με­ρι­μνή­σουν σύλ­λο­γοι και μι­κρές κοι­νό­τη­τες, που, πα­ρα­δό­ξως, στη γε­νι­κό­τε­ρη διά­λυ­ση, δια­τη­ρούν τη συ­νε­κτι­κό­τη­τά τους. Ως ο μεί­ζων του 2013 προ­βάλ­λει ο Κα­βά­φης. Δι­πλή ε­πέ­τειος, ό­πως του Πα­πα­δια­μά­ντη, κα­θώς συ­μπλη­ρώ­νο­νται 150 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του και 80 α­πό τον θά­να­τό του. Αρχές Δε­κεμ­βρίου, μια δη­μο­σιο­γρά­φος ε­γκά­λε­σε το υ­πουρ­γείο Πο­λι­τι­σμού για κα­θυ­στέ­ρη­ση της κή­ρυ­ξης Έτους Κα­βά­φη το 2013. Ποιο υ­πουρ­γείο Πο­λι­τι­σμού; Με­τά την συγ­χώ­νευ­ση των Υπουρ­γείων, την ο­ποία ο Πρω­θυ­πουρ­γός ξε­κί­νη­σε α­πό του Πο­λι­τι­σμού, μια Γραμ­μα­τεία ου­σια­στι­κά α­πέ­μει­νε και έ­νας Ανα­πλη­ρω­τής υ­πουρ­γός. Τέως Υπουρ­γός Πο­λι­τι­σμού γαρ ο Πρω­θυ­πουρ­γός εί­χε προ­σω­πι­κή γνώ­ση για την α­χρη­στία του εν λό­γω Υπουρ­γείου. 
Η δη­μο­σιο­γρά­φος, πά­ντως, υ­πο­ψιά­στη­κε ό­τι η πο­λι­τι­κή η­γε­σία μπο­ρεί να κω­λυ­σιερ­γεί για­τί προ­τι­μά άλ­λον τι­μώ­με­νο, πε­ρισ­σό­τε­ρο ταυ­τι­σμέ­νο με το ι­δε­ο­λο­γι­κό της προ­φίλ. Ποιό ι­δε­ο­λο­γι­κό προ­φίλ εν­νοού­σε; Γα­λα­ζω­πό; Πρα­σι­νί­ζο­ν; Ή, μή­πως, το ρο­δί­ζον α­πό τη ντρο­πή του; Όπως και να έ­χει, κα­θη­συ­χα­στι­κή η Γραμ­μα­τεία Πο­λι­τι­σμού, δια­βε­βαίω­σε ό­τι το 2013 θα εί­ναι Έτος Κα­βά­φη. Όσο για την κα­θυ­στέ­ρη­ση, ας ό­ψε­ται η γρα­φειο­κρα­τία. Δεν διευ­κρί­νι­σε, αν θα α­να­μιχ­θεί η ί­δια στον ε­ορ­τα­σμό τό­σο δρα­στή­ρια ό­σο κα­τά το προ­η­γού­με­νο Έτος Κα­βά­φη, το 2003. Τό­τε, το ΥΠ.ΠΟ, κα­τά πά­για συ­νή­θειά του, εί­χε προ­σθέ­σει στις α­φί­σες των εκ­δη­λώ­σεων την υ­πο­στή­ρι­ξή του. 
Γε­νι­κό­τε­ρα, πά­ντως, οι δη­μο­σιο­γρά­φοι κα­θη­σύ­χα­ζαν ό­τι για την ε­πέ­τειο Κα­βά­φη έ­χει προ­βλέ­ψει η Ου­νέ­σκο. Μό­νο που δεν έ­δι­ναν πλη­ρο­φο­ρίες τι εί­δους ε­πε­τεια­κό Έτος ε­ξα­σφα­λί­ζει ο εν λό­γω Οργα­νι­σμός, πέ­ραν του κα­τα­λό­γου, που κα­ταρ­τί­ζει κά­θε χρό­νο με τις α­νά χώ­ρα ε­πε­τείους. Βε­βαίως, και μό­νο η κα­τα­χώ­ρη­ση για το 2013 του Κα­βά­φη στην Ελλά­δα, προσ­δί­δει στο γε­γο­νός “οι­κου­με­νι­κή διά­στα­ση”. Όπως και να έ­χει, εί­θι­σται το πρώ­το μέ­λη­μα, ό­ποιου φο­ρέα α­να­λαμ­βά­νει την πρω­το­βου­λία των ε­ορ­τα­σμών, να εί­ναι η α­να­κοί­νω­ση ε­νός ή και πε­ρισ­σό­τε­ρων συ­νε­δρίων. Αυ­το­νό­η­τα διε­θνών, ό­ταν πρό­κει­ται για έ­ναν κλα­σι­κό συγ­γρα­φέα. Με­τά, λοι­πόν, τους περ­σι­νούς (2011) ε­ορ­τα­σμούς Πα­πα­δια­μά­ντη και Ελύ­τη με συ­νέ­δρια στο Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής, α­να­με­νό­ταν ε­κεί να διορ­γα­νω­θεί και το Συ­νέ­δριο Κα­βά­φη. Πό­σω μάλ­λον στη δι­κή του πε­ρί­πτω­ση, που κά­το­χος του Αρχείου του για 43 έ­τη, κο­ντά μι­σό αιώ­να, ή­ταν η οι­κο­γέ­νεια Σαβ­βί­δη. Συ­γκοι­νω­νού­ντα δο­χεία, πέ­ρα α­πό νο­μι­κές δο­μές, Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής και ΔΟ­Λ, στο Διοι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο του Με­γά­ρου βρί­σκε­ται η Λέ­να Λα­μπρά­κη-Σαβ­βί­δη και ε­πί­σης, στη θέ­ση του α­ντι­προέ­δρου του Σπου­δα­στη­ρίου Νέ­ου Ελλη­νι­σμού, που ι­δρύ­θη­κε τέ­λη 1996 για “την δια­τή­ρη­ση της πνευ­μα­τι­κής και α­κα­δη­μαϊκής πα­ρά­δο­σης Κ. Θ. Δη­μα­ρά και Γ. Π. Σαβ­βί­δη”. 
Θυ­μί­ζου­με ό­τι το Αρχείο Κα­βά­φη ή­ταν στην κα­το­χή του Γ. Π. Σαβ­βί­δη, α­πό το 1969, που α­γο­ρά­στη­κε α­πό την κλη­ρο­νό­μο του Κα­βά­φη, Ρί­κα Σε­γκο­πού­λου, μέ­χρι το θά­να­τό του, στις 11 Ιου­νίου 1995. Ένα α­κέ­ραιο τέ­ταρ­το του αιώ­να. Στη φρο­ντί­δα του βρι­σκό­ταν α­κό­μη νω­ρί­τε­ρα, α­πό το 1963. Αυ­τό α­πο­τέ­λε­σε το με­γά­λο θη­σαυ­ρό του Σπου­δα­στη­ρίου και σχε­δόν την μο­να­δι­κή –δεν νο­μί­ζου­με ό­τι υ­περ­βάλ­λου­με– έ­γνοια του διευ­θυ­ντή του, του δευ­τε­ρό­το­κου γιου του Γιώρ­γου και της Λέ­νας Σαβ­βί­δη. Στα «Μι­κρά Κα­βα­φι­κά», το 1985, ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης δεί­χνει την ι­διαί­τε­ρη θέ­ση που δί­νει στον δευ­τε­ρό­το­κο με την α­φιέ­ρω­ση: «...για τον Μα­νό­λη μας, που εί­ναι “ο χρό­νος ο α­λη­θι­νός”». Και ε­κεί­νος α­πο­δεί­χτη­κε ά­ξιος της ε­μπι­στο­σύ­νης, φρο­ντί­ζο­ντας τον Κα­βά­φη και το Αρχείο του. Όπως ο ί­διος α­να­φέ­ρει, στή­ρι­ξε κά­ποιες ση­μα­ντι­κές εκ­δό­σεις και έ­στη­σε τις α­να­γκαίες ι­στο­σε­λί­δες. Επι­προ­σθέ­τως, το κα­λά προ­στα­τευ­μέ­νο Αρχείο θα πρέ­πει να βοή­θη­σε στην υ­πο­δειγ­μα­τι­κή Βι­βλιο­γρα­φία Κα­βά­φη, που ο φί­λος και συ­νερ­γά­της του Γ. Π. Σαβ­βί­δη, Δη­μή­τρης Δα­σκα­λό­που­λος, πα­ρου­σία­σε το 2000. Βοή­θη­σε μέ­χρι και στην έκ­δο­ση, στα τέ­λη του 2012, της ε­ξαν­τλη­τι­κής με­λέ­της του Χρή­στου Πα­πά­ζο­γλου, «Με­τρι­κή και α­φή­γη­ση. Για μια συ­στη­μα­τι­κή με­τρι­κή και ρυθ­μι­κή α­νά­λυ­ση των κα­βα­φι­κών ποιη­μά­των», που α­πο­τε­λού­σε, κα­τά τον Γ. Π. Σαβ­βί­δη, “έ­να α­πό τα βα­σι­κά desiderata της κα­βα­φι­κής έ­ρευ­νας”.

Ορφα­νό σε ξέ­να χέ­ρια

Τε­λι­κά, α­ντί της α­ναγ­γε­λίας Συ­νε­δρίου Κα­βά­φη στο Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής ή ο­που­δή­πο­τε αλ­λού, γνω­στο­ποιή­θη­κε ό­τι το Αρχείο Κα­βά­φη δεν α­νή­κει πλέ­ον στην οι­κο­γέ­νεια Σαβ­βί­δη. Με­γά­λη α­πο­ρία μας προ­κά­λε­σε αυ­τή η με­τα­βί­βα­ση του Αρχείου “σε άλ­λα χέ­ρια”. Οι δη­μο­σιο­γρά­φοι, πά­ντως, με έ­γκυ­ρη ε­νη­μέ­ρω­ση, θριαμ­βο­λο­γούν για το γε­γο­νός ό­τι “πα­ρέ­μει­νε σε ελ­λη­νι­κά χέ­ρια”, κα­θώς, ό­πως το­νί­ζουν, το διεκ­δι­κού­σαν α­κα­δη­μαϊκά ι­δρύ­μα­τα Ευ­ρώ­πης και Η­ΠΑ. Δη­λα­δή, με ποιο τρό­πο το διεκ­δι­κού­σαν, ό­πως έ­ναν πί­να­κα Παρ­θέ­νη που κα­το­χυ­ρώ­νε­ται στον πλειο­δό­τη; Πά­λι οι δυ­σοίω­νοι και­ροί; Αυ­τοί, ό­μως, θα ήλ­πι­ζε κα­νείς ό­τι δεν ε­πη­ρεά­ζουν Ιδρύ­μα­τα της τά­ξης του Σπου­δα­στη­ρίου. O α­δό­κη­τος α­πο­χω­ρι­σμός του Αρχείου Κα­βά­φη α­πό το Σπου­δα­στή­ριο μας ξε­νί­ζει. Μας ξε­νί­ζει για πολ­λούς λό­γους, αλ­λά, κυ­ρίως, ε­πει­δή το συ­νο­δεύουν κά­ποια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά φι­λο­λο­γι­κού “πά­θους”. Τα με­γά­λα πά­θη, ως γνω­στόν, εί­ναι α­να­πό­σπα­στο κομ­μά­τι του ε­αυ­τού μας και ού­τε για τον πρώ­το λα­χνό του Εθνι­κού Λα­χείου δεν τα α­πο­χω­ρι­ζό­μα­στε. Ο Κα­βά­φης, λοι­πόν, στά­θη­κε έ­να με­γά­λο πά­θος για τον Γ. Π. Σαβ­βί­δη. Αλλά και ο δευ­τε­ρό­το­κος Σαβ­βί­δης φε­ρό­ταν πα­θια­σμέ­νος με την πε­ρί­πτω­ση Κα­βά­φη. Από χεί­λη υ­πε­ρά­νω αμ­φι­σβή­τη­σης, εί­χα­με μά­θει ό­τι ε­τοί­μα­ζε βιο­γρα­φία Κα­βά­φη. Ο ί­διος, ω­στό­σο, σε πρό­σφα­τη συ­νέ­ντευ­ξή του, ε­ξο­μο­λο­γεί­ται: «Σκε­φτό­μουν α­πό και­ρό πώς θα μπο­ρού­σα να α­ξιο­ποιή­σω κα­λύ­τε­ρα το Αρχείο Κα­βά­φη, για­τί εί­δα ό­τι ε­γώ δεν ε­παρ­κού­σα. Εί­μαι φι­λό­λο­γος και θα έ­πρε­πε  στ’ α­λή­θεια να δο­κι­μά­σου­με μια μη φι­λο­λο­γι­κή προ­σέγ­γι­ση, για­τί αυ­τή εί­χε σχε­δόν φτά­σει στα ό­ριά της...» Απο­ρού­με, υ­πάρ­χουν ό­ρια για τη φι­λο­λο­γι­κή προ­σέγ­γι­ση;
Δια­φο­ρε­τι­κά σκε­φτό­ταν το φθι­νό­πω­ρο του 2009. Τό­τε, ο ση­με­ρι­νός Πρω­θυ­πουρ­γός, ως υ­πουρ­γός Πο­λι­τι­σμού, του εί­χε τά­ξει την πα­ρα­χώ­ρη­ση της οι­κίας Κω­λέτ­τη για Μου­σείο Κα­βά­φη. Εί­χε. μά­λι­στα, βρε­θεί χρη­μα­το­δό­της για την α­να­πα­λαίω­ση, η ο­ποία εί­χε ξε­κι­νή­σει πά­ραυ­τα. Θα α­πο­τε­λού­σε μια ι­δα­νι­κή στέ­γη για τον Αλε­ξαν­δρι­νό, αυ­τό το μο­να­δι­κό μπαλ­κό­νι στον αρ­χαίο ελ­λη­νι­κό και  με­τα­βυ­ζα­ντι­νό κό­σμο. Μό­νο τα συ­να­πα­ντή­μα­τα του ποιη­τή, στις κά­μα­ρες και τους δια­δρό­μους, με τον φου­στα­νε­λο­φό­ρο πο­λι­τι­κό θα μπο­ρού­σαν να α­πο­βούν προ­βλη­μα­τι­κά. Τό­τε, ο Μα­νό­λης Σαβ­βί­δης πρό­σβλε­πε, σύμ­φω­να πά­λι με συ­νέ­ντευ­ξή του, “σε έ­να α­πό τα πλη­ρέ­στε­ρα και αρ­τιό­τε­ρα κέ­ντρα με­λέ­της και προ­βο­λής Κα­βά­φη και μα­ζί της νέ­ας ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας και πο­λι­τι­σμού”. Με­τά τις ε­κλο­γές, το έρ­γο ναυά­γη­σε.  Βγή­καν “ψεύ­τι­κα τα λό­για, τα με­γά­λα”. Μέ­νει, ω­στό­σο, η α­πο­ρία για­τί ε­γκα­τα­λεί­φθη­κε τό­σο εύ­κο­λα η ι­δέα για έ­να Μου­σείο, κα­λύ­τε­ρα Ίδρυ­μα Κα­βά­φη, στην πά­ντο­τε δια­θέ­σι­μη οι­κία Κω­λέτ­τη. Εί­τε με α­πο­κλει­στι­κά ελ­λη­νι­κή χρη­μα­το­δό­τη­ση εί­τε με συγ­χρη­μα­το­δό­τη­ση, η οι­κο­γέ­νεια Σαβ­βί­δη, με το κύ­ρος που δια­θέ­τει, θα μπο­ρού­σε να πραγ­μα­το­ποιή­σει το ό­ρα­μα για έ­να Κέ­ντρο Με­λέ­της της πε­ριω­πής του Κα­βά­φη και της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Ας μην λη­σμο­νού­με ό­τι αυ­τή εί­ναι η προί­κα της χώ­ρας για να υ­πάρ­χει στο μέλ­λον και ό­χι τα τριά­κο­ντα ή ό­σα ευ­ρω­παϊκά αρ­γύ­ρια προς διά­σω­σή της.  
Βε­βαίως, “ελ­λη­νι­κά χέ­ρια” πα­ρέ­λα­βαν το Αρχείο Κα­βά­φη. Η νέα στέ­γη του Αρχείου θα εί­ναι η νεό­τευ­κτη Στέ­γη Γραμ­μά­των και Τε­χνών του Ιδρύ­μα­τος Αλέ­ξαν­δρου Ωνά­ση. Η με­γα­λο­α­στι­κή οι­κία στο α­διέ­ξο­δο “rond point” της ο­δού Μου­ρού­ζη, ό­που βρί­σκε­ται το Σπου­δα­στή­ριο, α­ντι­κα­θί­στα­ται α­πό την υ­περ­σύγ­χρο­νη αρ­χι­τε­κτο­νι­κή της λεω­φό­ρου Συγ­γρού, ο­λωσ­διό­λου ξέ­νη προς το κα­βα­φι­κό κλί­μα. Πα­ρό­μοια ε­ντύ­πω­ση δη­μιουρ­γούν και οι α­πό­ψεις του ση­με­ρι­νού Προέ­δρου του Ιδρύ­μα­τος, Αντώ­νη Πα­πα­δη­μη­τρίου, πρω­τό­το­κου γιου του πρώ­του Προέ­δρου Στέ­λιου Πα­πα­δη­μη­τρίου: «...σκο­πεύου­με με το Αρχείο να κά­νου­με κά­τι πο­λύ σύγ­χρο­νο που θα α­πευ­θύ­νε­ται σε νέ­ους αν­θρώ­πους... θα εί­ναι προ­σβά­σι­μο σε ό­λους... θα δια­μορ­φώ­σου­με έ­ναν ει­δι­κό εκ­θε­σια­κό χώ­ρο...πο­λύ μο­ντέρ­νο... ώ­στε να “ζω­ντα­νεύου­ν” τα ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη... θέ­λου­με να ε­νι­σχύ­σου­με τον διε­θνή χα­ρα­κτή­ρα του...» Ενώ, εμ­φα­τι­κά δη­λώ­νει: «Δεν θα κά­νου­με έ­να συ­νέ­δριο Κα­βά­φη στο ο­ποίο θα κα­λέ­σου­με τους πο­λύ γνω­στούς και κα­λούς με­λε­τη­τές του έρ­γου του Κα­βά­φη, αλ­λά κά­τι που θα α­νοί­ξει τον κό­σμο προς τον ποιη­τή...» Πι­θα­νώς, αν ζού­σε ο πα­τήρ Πα­πα­δη­μη­τρίου, το Αρχείο να μη στε­γα­ζό­ταν σε αυ­τό το ξέ­νο πε­ρι­βάλ­λον. Αλε­ξαν­δρι­νός ε­κεί­νος, ί­σως να δη­μιουρ­γού­σε κά­ποιο χώ­ρο στο νε­ο­κλα­σι­κό της ο­δού Αμα­λίας. Το πι­θα­νό­τε­ρο, να μην προέ­βλε­πε αυ­τό το τό­σο δη­μο­κρα­τι­κό “ά­νοιγ­μα του κό­σμου προς τον ποιη­τή”. Παι­δία να θρο­νιά­ζο­νται στην πο­λυ­θρό­να Του, έ­φη­βοι να ση­μειώ­νουν στί­χους στα χει­ρό­γρα­φά Του, νε­κρό­φι­λοι να πα­σπα­τεύουν τη νε­κρι­κή μά­σκα Του. Μάλ­λον θα α­πέ­φευ­γε και τα ε­ντυ­πω­σια­κά δρώ­με­να. Τε­λι­κά, στις ε­ξαγ­γε­λίες του Προέ­δρου έρ­χο­νται να προ­στε­θούν διορ­θω­τι­κά ε­κεί­νες της υ­πο­διευ­θύ­ντριας της Στέ­γης. Σύμ­φω­να με αυ­τές, πα­ρα­με­ρί­ζο­νται η δη­μιουρ­γία Μου­σείου Κα­βά­φη και η έμ­φα­ση στους ε­πε­τεια­κούς ε­ορ­τα­σμούς. Τί­θε­ται, ε­πί­σης, ως βα­σι­κή προ­τε­ραιό­τη­τα, η προ­σέγ­γι­ση νεό­τε­ρων η­λι­κιών μέ­σω του δια­δι­κτύου.  
Όσο για τον διε­θνή χα­ρα­κτή­ρα του Κα­βά­φη, μάλ­λον πε­ρι­φρού­ρη­ση α­παι­τεί­ται πα­ρά ε­νί­σχυ­ση. Για πα­ρά­δειγ­μα, υ­πάρ­χει έ­να με­γά­λο κομ­μά­τι της διε­θνούς κοι­νό­τη­τας, που θλί­βε­ται, για­τί ο Κα­βά­φης δεν έ­χει πά­ρει τη θέ­ση που του α­να­λο­γεί στην Gay Literature. Γε­νι­κό­τε­ρα, ε­κτός Ελλά­δος, φαί­νε­ται ό­τι πρω­το­στα­τεί “ο ο­μο­φυ­λό­φι­λος και δια­σπο­ρι­κός Κα­βά­φης”, ο ο­ποίος και κρί­νε­ται “πιο προσ­γειω­μέ­νος και ε­πί­και­ρος”. Ωστό­σο, ό­σοι α­σχο­λού­νται με τον διε­θνή χα­ρα­κτή­ρα του, κα­λό εί­ναι να μην λη­σμο­νούν ό­τι υ­πήρ­ξε έ­νας “κα­θα­ρό­αι­μος αι­σθη­τής”, ό­πως εύ­στο­χα τον έ­χει χα­ρα­κτη­ρί­σει ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης. Ένας “ε­στέ­τ”, που εί­χε “την α­ντί­λη­ψη πως το έρ­γο του δεν εί­ναι (και δεν πρέ­πει με κα­νέ­ναν τρό­πο να κα­τα­ντή­σει) ε­μπο­ρεύ­σι­μο α­γα­θό”, και ό­τι η δη­μο­σίευ­σή του “ι­σο­δυ­να­μεί με εκ­πόρ­νευ­ση”. Όταν ο Κα­βά­φης δη­μο­σίευε το έ­κα­νε για τους “μυη­μέ­νους” και τις εκ­δό­σεις του τις ε­τοί­μα­ζε για τους “happy few”.

Σε ποιον α­νή­κει το 2013

Όταν τα πράγ­μα­τα στέ­νευαν, ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης στρε­φό­ταν στους ήσ­σο­νες. Μή­πως να α­να­κη­ρύ­ξου­με το 2013 Έτος Σου­ρή, κα­θώς συ­μπλη­ρώ­νο­νται 160 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του, την 1η Φε­βρουα­ρίου 1853. Μην και “γε­λά­σει λί­γο το χει­λά­κι μας” με τον Ρω­μηό του. “Ο ρα­χατ­λής Έλλην, α­πο­λαμ­βά­νων α­μέ­ρι­μνος τον ναρ­γι­λέ του, λου­στρά­ρων τα πα­πού­τσια του και δια­βά­ζων την ε­φη­με­ρί­δα του”, σκι­τσα­ρι­σμέ­νος α­πό τον Θέ­μο Άννι­νο, πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε την 2α Απρι­λίου 1883 στην ο­μώ­νυ­μη ε­φη­με­ρί­δα, την ο­ποία έ­γρα­φε ο Σου­ρής, σύμ­φω­να και με τον υ­πό­τιτ­λο. Δεν θα σι­γο­ντά­ρου­με Άγγλους, Γάλ­λους, Γερ­μα­νούς, που βλέ­πουν στον ση­με­ρι­νό Έλλη­να τον νω­χε­λή Ρω­μηό του Σου­ρή. Πά­ντως, εί­ναι γε­γο­νός ό­τι, σε ε­πο­χή οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης, ό­λων των ει­δών τα κα­τα­στή­μα­τα κλεί­νουν και τα μό­να που α­νοί­γουν εί­ναι κα­φε­τέ­ριες και φα­γά­δι­κα.
Όπως κά­θε χρό­νο, οι ε­πέ­τειοι εί­ναι αρ­κε­τές. Οι δρα­στή­ριοι Αι­τω­λο­α­καρ­νά­νες θα ξα­να­θυ­μη­θούν τον Πα­λα­μά και τα 70χρο­να α­πό το θά­να­τό του. Το ί­διο πι­στεύου­με και οι Θεσ­σα­λο­νι­κείς με την ει­κο­σα­ε­τία α­πό τον θά­να­το του Ν. Γ. Πε­ντζί­κη. Τα 180 α­πό το θά­να­το του Κο­ραή, το πι­θα­νό­τε­ρο να πε­ρά­σουν ε­ντε­λώς α­μνη­μό­νευ­τα. Όσο για την πλειά­δα των άλ­λο­τε πο­τέ ε­πι­φα­νών, που συ­νέ­πε­σε να γεν­νη­θούν το 1883, μάλ­λον μό­νο ο Κα­ζα­ντζά­κης θα πε­ρι­σω­θεί. Ήδη, οι ο­μώ­νυ­μες εκ­δό­σεις ε­τοί­μα­σαν Ημε­ρο­λό­γιο 2013, ε­νώ ά­νοι­ξε έκ­θε­ση-α­φιέ­ρω­μα, «130 χρό­νια Νί­κος Κα­ζα­ντζά­κης». Επει­δή υ­πάρ­χει Ίδρυ­μα Τρια­ντα­φυλ­λί­δη, ί­σως να ε­ορ­τα­στεί και η δι­κή του ε­πέ­τειος.   
Κα­λός ο Κα­βά­φης, κα­λός και ο Κα­ζα­ντζά­κης, το 2013, ό­μως, σύμ­φω­να με τις ε­ορ­τα­ζό­με­νες συ­νή­θως ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δες, α­νή­κει στον Δη­μή­τρη Χατ­ζή. Γεν­νή­θη­κε στα Γιάν­νε­να την 21η Νο­εμ­βρίου 1913 και υ­πο­θέ­του­με ό­τι ε­ξα­κο­λου­θούν να τον ε­ντάσ­σουν στους μεί­ζο­νες. Σί­γου­ρα, θα τον θυ­μη­θούν τον Χατ­ζή. Πρώ­τοι α­πό ό­λους οι συ­ντο­πί­τες του, οι Ηπει­ρώ­τες. Ύστε­ρα, και κλη­ρο­νό­μο έ­χει, και εκ­δό­τη, και δυο ε­ρί­ζουν, του­λά­χι­στον μέ­χρι πρό­σφα­τα, για τη φρο­ντί­δα του έρ­γου του. Τα ε­πε­τεια­κά έ­τη, ό­μως, εί­ναι δου­λειά των κρα­τι­κών φο­ρέων. Ήδη, το 2013 α­να­κη­ρύ­χτη­κε και ε­πί­ση­μα Έτος Κα­βά­φη. Αλλά και το 2011 εί­χε α­να­κη­ρυ­χτεί και μά­λι­στα, α­πό νω­ρίς, Έτος Ελύ­τη, ε­ορ­τά­στη­κε ό­μως ως Έτος Πα­πα­δια­μά­ντη, παίρ­νο­ντας πλη­θω­ρι­κές δια­στά­σεις.   
Αρκε­τά. Χί­λιες πα­ρά τρεις σε­λί­δες Ex Libris εί­ναι πολ­λές, πά­ρα πολ­λές. Ας μας ευ­χη­θού­με, ω­στό­σο, να ε­πι­βιώ­σου­με του 2013. Εμείς, το Ex Libris, η Επο­χή. “Χλω­μό’’ το βλέ­που­με, αλ­λά η ελ­πί­δα, λέ­νε, ό­τι πε­θαί­νει τε­λευ­ταία. 
Μ.Θεοδοσοπούλου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 30/12/2012.



Ο Γεώργιος Σουρής σε γελοιγραφικό σκίτσο του στενού του φίλου Θέμου Άννινου. «Ο Ρωμηός», που επί 35 χρόνια έγραφε και εξέδιδε ο Σουρής, αποτελεί φαινόμενο για τον ελληνικό σατυρικό Τύπο. Εβδομαδιαίο έμμετρο φύλλο «Ο Ρωμηός», η μακροβιότητα (2/4/1883 – 17/11/1918) και η τεράστια απήχησή του σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, οφειλόταν στη στιχουργική ικανότητα του Σουρή, αλλά και στο έμφυτο ταλέντο του να συλλαμβάνει το σφυγμό του μεγάλου κοινού και να προσαρμόζεται στη νοοτροπία του. Μέσα από τους διαλόγους των δύο ηρώων του, του Φασουλή και του Περικλέτου,  αναδυόταν ο χαρακτήρας τού τότε μέσου Έλληνα. Μπορεί σε παραλλαγή, αλλά οι περισσότερες όψεις αυτού του χαρακτήρα μάς συνοδεύουν ως σήμερα. Μόνο που μέσα στη σημερινή σοβαροφάνεια δεν υπάρχει άξιος αντικαταστάτης του Σουρή.




Ο Δημήτρης Χατζής κλείνει ακριβώς έναν αιώνα από γεννήσεως. Είναι μάλλον απίθανο να συγκινήσει τον σημερινό Αναπληρωτή υπουργό επί θεμάτων πολιτισμού, καθώς ο γιαννιώτης συγγραφέας βρίσκεται ιδεολογικά στην απέναντι όχθη. Έτσι μένει ανάμεσα στους Ανυπεράσπιστους. Ο μόνος, που θα μπορούσε να εισηγηθεί  Έτος Χατζή, είναι ο μέχρι προ ολίγων ημερών Πρόεδρος του Ε.ΚΕ.ΒΙ. και ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός. Με τις πρόσφατες, όμως, ανακατατάξεις στις λογοτεχνικές γενιές, όπως τις εισηγούνται οι νέοι κριτικοί, ανήκει πλέον στην ίδια γενιά με τον Χατζή, την πρώτη μεταπολεμική. Όπότε, ο επίζηλος τίτλος του κορυφαίου διηγηματογράφου της γενιάς του βρίσκει πρεσβύτη ανταγωνιστή. Με ισχυρό αντίπαλο τον Χατζή, η πρωτοκαθεδρία αρχίζει να κλονίζεται. Ο Χατζής, πάντως, διατηρούσε στενούς δεσμούς μέχρι τέλους με την ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος. Αφορμή, λοιπόν, οι άλλοτε Ρηγάδες, που συνασπίζονται σήμερα γύρω από τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ., να  κηρύξουν εκείνοι Έτος Χατζή –κάτι σαν αντι-Έτος–  με πρωτοστάτη τον εκ Παρισίων Νίκο Γουλανδρή. Αυτός κάτι ξέρει παραπάνω – εκτός εάν έκανε απώθηση στο ρηγάδικο  παρελθόν του.

Το παρελθόν ως εφιάλτης

$
0
0


Άκρα ταπείνωση, 1974.
Χαρακτικό του Α. Τάσσου.




Μά­ριος Μι­χα­η­λί­δης
«Ο Ανα­κρι­τής»
Εκδό­σεις Γα­βριη­λί­δη
Ιού­λιος 2012

Ο Μά­ριος Μι­χα­η­λί­δης α­νή­κει στη σχε­τι­κά ο­λι­γά­ριθ­μη ο­μά­δα κύ­πριων συγ­γρα­φέων, που κα­τοι­κούν στην Ελλά­δα α­πό τα φοι­τη­τι­κά τους χρό­νια δια­τη­ρώ­ντας την ι­διο­προ­σω­πία τους α­πέ­να­ντι στους Ελλα­δί­τες. Ποιη­τής της γε­νιάς του ’70, α­κο­λού­θη­σε με κα­θυ­στέ­ρη­ση το ρεύ­μα Ελλα­δι­τών ποιη­τών αυ­τής της ο­μά­δας που στρά­φη­κε στην πε­ζο­γρα­φία. Για να κα­λύ­ψει, ω­στό­σο, τη δια­φο­ρά χρό­νου, υιο­θέ­τη­σε γρή­γο­ρους ρυθ­μούς. Σε λι­γό­τε­ρο α­πό πε­ντα­ε­τία πα­ρου­σία­σε τρία πε­ζά, που θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν λό­γω έ­κτα­σης νου­βέ­λες. Δια­θέ­τουν, ω­στό­σο, τον πο­λύ­πτυ­χο χα­ρα­κτή­ρα ε­νός μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, έ­στω, με βά­ση τα ε­πι­κρα­τού­ντα με­γέ­θη, ε­νός μί­νι μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Στην τρι­λο­γία δια­κρί­νου­με ο­ρι­σμέ­να κοι­νά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, τα ο­ποία πι­θα­νώς να ο­φεί­λο­νται στη μι­κρή α­να­με­τα­ξύ τους χρο­νι­κή α­πό­στα­ση, αν, βε­βαίως, δε­χτού­με, ό­τι συγ­γρα­φή και έκ­δο­ση συμ­βα­δί­ζουν.
Κα­τ’ αρ­χάς, η α­φή­γη­ση πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρά στο τρί­το πρό­σω­πο, δη­λώ­νο­ντας άλ­λο­τε έ­ναν πα­ντε­πό­πτη α­φη­γη­τή και άλ­λο­τε, τις σκέ­ψεις και τις ε­ναλ­λα­γές διά­θε­σης του κε­ντρι­κού χα­ρα­κτή­ρα, δη­λα­δή κά­τι σαν ε­σω­τε­ρι­κός μο­νό­λο­γος. Αυ­τό το κε­ντρι­κό πρό­σω­πο δεν ο­νο­μα­τί­ζε­ται, προ­βάλ­λει, ό­μως, ως κυ­ρίαρ­χο σε έ­να μυ­θο­πλα­στι­κό θία­σο α­πό ελ­λει­πτι­κώς σκια­γρα­φη­μέ­να πρό­σω­πα. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στοι­χείο των τριών πε­ζών εί­ναι η ι­διό­τυ­πη δο­μή τους σε σχέ­ση με την πα­ρά­με­τρο του χρό­νου, που δια­μορ­φώ­νε­ται α­πο­σπα­σμα­τι­κή και πο­λυε­πί­πε­δη έ­να­ντι της ευ­θύ­γραμ­μης α­νέ­λι­ξης των συμ­βά­ντων. Ως προς αυ­τό το ση­μείο, ο συγ­γρα­φέ­ας α­πο­δει­κνύε­ται έ­νας homo ludens, κα­θώς ε­πι­νο­εί στρα­τη­γή­μα­τα, α­φη­γη­μα­τι­κά και γλωσ­σι­κά, τα ο­ποία προ­δια­θέ­τουν για την έκ­πλη­ξη του τέ­λους ή, ως εί­θι­σται να α­πο­κα­λεί­ται, την α­να­τρο­πή των α­να­γνω­στι­κών προσ­δο­κιών. Αν και το πρό­σφα­το βι­βλίο, ί­σως α­πο­δειχ­θεί για τον ση­με­ρι­νό α­να­γνώ­στη, που δια­βά­ζει εν τά­χει, πε­ρισ­σό­τε­ρο του δέ­ο­ντως ναρ­κο­θε­τη­μέ­νο.
Μέ­ρος της κύ­πριας ι­διο­προ­σω­πίας  του Μι­χα­η­λί­δη συ­νι­στά η εμ­μο­νή του με την Ιστο­ρία των Ελλή­νων. Μα­κράν του ι­στο­ρι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, α­να­μο­χλεύει έ­να δια­χρο­νι­κό υ­πό­στρω­μα. Στο πρώ­το, «Ο Οστε­ο­φύ­λαξ», δί­νει μια ι­στο­ρι­κή φα­ντα­σμα­γο­ρία, με βά­θος χρό­νου την γέ­νε­ση του νε­ο­ελ­λη­νι­κού κρά­τους. Δεν πρό­κει­ται για μια στα­τι­κή ει­κό­να ι­στο­ρι­κού εγ­χει­ρι­δίου, κα­θώς, με το τέ­χνα­σμα του ο­στε­ο­φυ­λα­κίου, α­να­δει­κνύο­νται οι με­τα­βαλ­λό­με­νες, σύμ­φω­να με τις ο­ρέ­ξεις κά­θε ε­πο­χής, προο­πτι­κές. Στο δεύ­τε­ρο, «Τα κρό­τα­λα του χρό­νου», δη­μιουρ­γώ­ντας ει­σα­γω­γι­κά μυ­θι­κή χροιά, ε­στιά­ζει στο Κί­νη­μα της 3ης Σε­πτεμ­βρίου 1843, ό­που ε­κεί α­δελ­φώ­νει τον Μα­κρυ­γιάν­νη με κύ­πριους πα­τριώ­τες. Έτσι, βρί­σκει την ευ­και­ρία να δεί­ξει τις συμ­βα­δί­ζου­σες τύ­χες του Ελλα­δι­κού κρά­τους και του κυ­πρια­κού ελ­λη­νι­σμού. Στο τρί­το, ε­στιά­ζει στο τε­τρά­πτυ­χο, Χού­ντα-Πο­λυ­τε­χνείο-Κυ­πρια­κό-Με­τα­πο­λί­τευ­ση, που α­πο­τε­λεί τις πιο πρό­σφα­τες μεί­ζο­νες πε­ρι­πέ­τειες του τό­που αλ­λά και ε­κεί­νες που έ­δε­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά πο­τέ τις τύ­χες Ελλά­δας και Κύ­πρου.
Οι α­φε­τη­ρίες της Με­τα­πο­λί­τευ­σης α­πέ­χουν λι­γό­τε­ρο α­πό μι­σό αιώ­να, τη χρο­νι­κή α­πό­στα­ση που έ­χει θεω­ρη­θεί ως η α­να­γκαία για τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό μιας πε­ριό­δου ως ι­στο­ρι­κής. Αυ­τή η σχε­τι­κή χρο­νι­κή εγ­γύ­τη­τα α­πο­τρέ­πει τον συγ­γρα­φέα α­πό μια πα­ρω­δια­κή πα­ρου­σία­ση, την ο­ποία εί­χε με δε­ξιό­τη­τα εκ­με­ταλ­λευ­θεί στο πρώ­το του βι­βλίο. Δε­δο­μέ­νου ό­τι μό­λις τώ­ρα έ­χει ξε­κι­νή­σει η α­πο­κα­θή­λω­ση του τε­τρά­πτυ­χου α­πό την πα­ρα­κα­τα­θή­κη των ο­σίων και ιε­ρών του έ­θνους, η α­νά­κλη­σή του στα πρό­σφα­τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα πνί­γε­ται στις στε­ρεό­τυ­πες σκη­νές και τις κλι­σέ εκ­φρά­σεις. 
Ο Μι­χα­η­λί­δης, αν δεν δια­φεύ­γει ο­λο­σχε­ρώς αυ­τήν την ε­πι­κίν­δυ­νη πα­γί­δευ­ση, του­λά­χι­στον την δι­καιο­λο­γεί, α­φού δεν α­νι­στο­ρεί τα γε­γο­νό­τα αλ­λά τα πα­ρου­σιά­ζει ό­πως βιώ­νο­νται. Ο συ­γκε­κρι­μέ­νος α­φη­γη­μα­τι­κός τρό­πος φέρ­νει φρι­κια­στι­κές και α­πω­θη­τι­κές σκη­νές, που έ­χουν πολ­λα­πλώς α­νι­στο­ρη­θεί υ­πό μορ­φή μαρ­τυ­ρίας. Πα­ρά τις αλ­λα­γές στους κα­νό­νες της αι­σθη­τι­κής, πι­στεύου­με ό­τι η διά­κρι­ση, που έ­κα­ναν οι πα­λαιό­τε­ροι, α­νά­με­σα στο τρα­γι­κό και το α­η­δές πα­ρα­μέ­νει κα­θο­ρι­στι­κή. Κα­θώς, μά­λι­στα, η α­φή­γη­σή του Μι­χα­η­λί­δη δεν α­νή­κει στις ελ­λει­πτι­κού τύ­που διη­γή­σεις, η ε­ντύ­πω­ση ε­πι­τεί­νε­ται. Όπως και να έ­χει, με αυ­τόν τον τρό­πο ε­πι­ζη­τά να α­πο­δώ­σει τα αι­σθή­μα­τα ε­νός κρα­τού­με­νου, που α­γνο­εί το λό­γο σύλ­λη­ψής του και εν α­να­μο­νή της α­νά­κρι­σης, βρί­σκε­ται έρ­μαιο ποι­κί­λων α­ντι­φα­τι­κών εκ­δο­χών, κα­θώς φα­ντα­σιώ­νε­ται πλε­κτά­νες και προ­δο­σίες της α­γα­πη­μέ­νης γυ­ναί­κας και των συ­ντρό­φων. 
Όλα συμ­βαί­νουν μέ­σα σε έ­να διή­με­ρο, που το­πο­θε­τεί­ται λί­γο με­τά την 23η Δε­κεμ­βρίου 1975, κα­τά την ο­ποία δο­λο­φο­νή­θη­κε ο ει­δι­κός βο­η­θός του α­με­ρι­κα­νού πρέ­σβη Τζακ Κιού­μπι­τς, ο Ρί­τσαρ­ντ Γουέ­λς, με τρεις σφαί­ρες· δυο στην καρ­διά και μια στο κε­φά­λι. Ο Γουέ­λς ή­ταν σταθ­μάρ­χης της CIA στην Ελλά­δα και την ευ­θύ­νη της δο­λο­φο­νίας του εί­χε α­να­λά­βει η «Επα­να­στα­τι­κή Οργά­νω­ση 17 Νοέμ­βρη», που έ­κα­νε με αυ­τήν την παρ­θε­νι­κή της εμ­φά­νι­ση. Κρυ­πτι­κή η α­φή­γη­ση τον α­να­φέ­ρει ως Αμε­ρι­κά­νο και κά­νει λό­γο “για μια σκο­τει­νή ορ­γά­νω­ση, που α­ντρώ­θη­κε στα χρό­νια της Χού­ντας και που τώ­ρα έ­παιρ­νε εκ­δί­κη­ση”. Πλα­γίως θυ­μί­ζει πως, τό­τε, η εν λό­γω Οργά­νω­ση α­ντι­προ­σώ­πευε για ο­ρι­σμέ­νους “έ­να τολ­μη­ρό κοι­νω­νι­κό ό­ρα­μα”. Κα­τά τα άλ­λα, το διή­με­ρο α­πλώ­νε­ται χρο­νι­κά με α­να­δρο­μές στα χρό­νια πριν τη Χού­ντα, αλ­λά και προ­βο­λές με­τά το 1990. Αυ­τές οι προ­βο­λές του κρα­τού­με­νου σε έ­να με­τα­γε­νέ­στε­ρο χρό­νο α­πο­τε­λούν νύ­ξη για το α­δια­σα­φή­νι­στο πα­ρόν της α­φή­γη­σης, του ο­ποίου ο προσ­διο­ρι­σμός φυ­λάσ­σε­ται ως κα­τα­κλεί­δα. 
Οι πρω­τό­τυ­ποι τίτ­λοι φαί­νε­ται πως εί­ναι προ­νό­μιο των ποιη­τών. Του Μι­χα­η­λί­δη εί­ναι πρω­τό­τυ­ποι αλ­λά και καί­ριοι, κα­θώς πα­ρα­πέ­μπουν στον μυ­θο­πλα­στι­κό πυ­ρή­να. Στο πρό­σφα­το, ο α­φη­γη­τής, στα χρό­νια της Χού­ντας, εί­ναι φοι­τη­τής της Φι­λο­σο­φι­κής Σχο­λής Αθη­νών. Μέ­νει με το πα­ρά­πο­νο πως στά­θη­κε κο­μπάρ­σος στα γε­γο­νό­τα, ζη­λεύο­ντας τις η­ρωι­κές στά­σεις και τις α­ντο­χές των γύ­ρω του. Κα­θώς α­να­φέ­ρει έ­να πραγ­μα­τι­κό πρό­σω­πο για συμ­φοι­τη­τή του, τον πα­τρι­νό συγ­γρα­φέα Κώ­στα Λο­γα­ρά, δη­λώ­νει εμ­μέ­σως την η­λι­κία του, ε­ντασ­σό­με­νους στους γεν­νη­θέ­ντες του 1950. Όντας κρα­τού­με­νος, δια­λο­γί­ζε­ται με τον ε­αυ­τό του. Εκτός α­πό τους βα­σα­νι­στές του, που α­πο­κα­λεί “νά­νο” και “ε­πι­στή­μο­να”, συ­νε­χώς πα­ρών εί­ναι “ο α­να­κρι­τής”. Ή κα­λύ­τε­ρα η σκιά του, ό­πως προσ­διο­ρί­ζει ό­ταν τον α­να­φέ­ρει για πρώ­τη φο­ρά, ε­νώ, στη συ­νέ­χεια, τον θέ­λει πά­ντο­τε να βρί­σκε­ται “στο σκιό­φως” ή, ε­ναλ­λα­κτι­κά, “στη σκιά της σκιάς του”, σαν “θο­λή φι­γού­ρα”. Αυ­τός το θή­ρα­μα και ε­κεί­νος ο θη­ρευ­τής, με κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του δεύ­τε­ρου ό­τι “δεν α­πα­ντά πο­τέ”. 
Ο κρα­τού­με­νος κρο­τα­λί­ζει τα δά­χτυ­λά του, ό­μως “τα κρό­τα­λα του χρό­νου”, σύμ­φω­να και με τον τίτ­λο του προ­η­γού­με­νου βι­βλίου του, σε αυ­τήν την ι­στο­ρία τα παί­ζει “ο α­να­κρι­τής”. Προ­βάλ­λει ως ευ­θεία πα­ρα­πο­μπή “στον σύ­ντρο­φο α­να­κρι­τή”, την πιο ε­φιαλ­τι­κή μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή φι­γού­ρα της με­τα­πο­λε­μι­κής λο­γο­τε­χνίας. Ο Μι­χα­η­λί­δης, με ση­μειώ­σεις, στο τέ­λος του βι­βλίου, κα­τα­γρά­φει τα δά­νεια. Μό­νο, ω­στό­σο, τα κα­τά λέ­ξη α­πό κά­ποιο πρω­τό­τυ­πο. Η “συ­νο­μι­λία” του «Ανα­κρι­τή» με «Το κι­βώ­τιο» του Άρη Αλε­ξάν­δρου δεν χρειά­ζε­ται υ­πό­μνη­ση. Υπάρ­χουν, ως κα­θο­ρι­στι­κά στοι­χεία, η α­πο­μό­νω­ση του ή­ρωα, οι α­προσ­διό­ρι­στες κα­τη­γο­ρίες, το αί­σθη­μα  του ε­πεί­γο­ντος ό­σο α­φο­ρά τη διευ­κρί­νι­ση της α­θωό­τη­τάς του, το πλή­θος των α­λη­θο­φα­νών εκ­δο­χών που αλ­λη­λο­συ­γκρούο­νται, η συ­νε­χής αλ­λα­γή της γραμ­μής υ­πε­ρά­σπι­σής του και κυ­ρίως, η σιω­πή της ε­ξου­σίας, που εκ­προ­σω­πεί ο α­να­κρι­τής. Και ε­δώ, κυ­ριαρ­χεί κλί­μα α­να­σφά­λειας και φό­βου. Δια­φέ­ρει, βε­βαίως, η α­να­τρο­πή του τέ­λους. Δεν λεί­πει, ω­στό­σο, και α­πό την κα­τά­λη­ξη του «Ανα­κρι­τή», η αί­σθη­ση της μα­ταιό­τη­τας. Αί­σθη­ση, που λαν­θά­νει και στο μό­το του βι­βλίου, το ο­ποίο, εκ πρώ­της ό­ψεως, δεί­χνει ο­λωσ­διό­λου α­πρό­σφο­ρο για έ­να πε­ζό ε­στια­σμέ­νο στα πά­θη κά­ποιου που υ­βρί­ζε­ται α­πό την Ασφά­λεια ως “πα­λιο­κουμ­μού­νι”. Η ευ­στο­χία του πα­ρα­θέ­μα­τος α­πο­κα­λύ­πτε­ται με­τά την ο­λο­κλή­ρω­ση της α­νά­γνω­σης.
Το μό­το εί­ναι τα λό­για του Πρό­σπε­ρου στο θε­α­τρι­κό έρ­γο «Η Τρι­κυ­μία»: «...εί­μα­στε α­π’ την ύ­λη που ’ναι φτιαγ­μέ­να τα ό­νει­ρα και τη μι­κρή ζωή μας την κυ­κλώ­νει ο ύ­πνος...»  Το έρ­γο θεω­ρεί­ται το κύ­κνειο ά­σμα του Σαίξ­πη­ρ, τον ο­ποίο ταυ­τί­ζουν με τον Πρό­σπε­ρο, α­πο­δί­δο­ντάς του αυ­το­βιο­γρα­φι­κή πρό­θε­ση. Με τη συ­γκε­κρι­μέ­νη φρά­ση, ο Πρό­σπε­ρος συ­νει­δη­το­ποιεί τη θνη­τό­τη­τά του και α­κό­μη ό­τι η ζωή φθί­νει ό­πως έ­να ό­νει­ρο. Σε έ­να “κα­κό ό­νει­ρο” έ­χει την αί­σθη­ση ό­τι μπαι­νο­βγαί­νει ο α­φη­γη­τής του Μι­χα­η­λί­δη, ό­που, στις κα­τα­βυ­θί­σεις του, ε­ρω­τι­κές μνή­μες α­να­κα­τώ­νο­νται με ε­φιάλ­τες βα­σα­νι­στη­ρίων. Ο συγ­γρα­φέ­ας, πλέ­κο­ντας στην α­φή­γη­ση δι­κούς του κυ­ρίως στί­χους, κα­τορ­θώ­νει να προσ­δώ­σει τη ρευ­στή αί­σθη­ση πως “μ’ έ­να ό­νει­ρο πλα­νιέ­ται μέ­σα σ’ έ­να άλ­λο”, ό­πως στους πα­ρα­μυ­θι­κούς κό­σμους του Σαίξ­πηρ. Όταν ο φό­βος για τη βία, που θα α­σκη­θεί στο σώ­μα, τρε­λαί­νει το θύ­μα, σω­τή­ρια α­πο­βαί­νει η πα­ραί­σθη­ση ε­νός “α­σώ­μα­του με­τεω­ρι­σμού”, που ε­πι­τρέ­πει την α­πο­στα­σιο­ποίη­ση α­πό το σαρ­κίο. Για να υ­πο­ψιά­σου­με τον α­να­γνώ­στη, χω­ρίς να α­πο­κα­λύ­ψου­με το πε­ρί­τε­χνο της ό­λης μυ­θο­πλα­στι­κής σύλ­λη­ψης, θυ­μί­ζου­με ό­τι ο Δυ­τι­κός κό­σμος, α­κό­μη και για θε­ρα­πευ­τι­κούς σκο­πούς, σε βίαια μέ­σα κα­τα­φεύ­γει.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 13/1/2013.


Μια ε­πι­στο­λή

 Από τον κ. Γιάν­νη Ξού­ρια λά­βα­με η­λεκ­τρο­νι­κή ε­πι­στο­λή σχε­τι­κά με τον τρό­πο α­να­φο­ράς του σε δη­μο­σίευ­μά μας (23 Δεκ. 2012), την ο­ποία και δη­μο­σιεύου­με μα­ζί με τις α­πα­ραί­τη­τες ε­ξη­γή­σεις.

 Κυ­ρία Θε­ο­δο­σο­πού­λου,
 Διά­βα­σα με εν­δια­φέ­ρον τη βι­βλιο­κρι­τι­κή σας για το έρ­γο του Ιω­σήφ Σιακ­κή Δ. Γ. Κα­μπού­ρο­γλου. Η ζωή και το έρ­γο του, Αθή­να (ΜΙΕΤ) 2012, στην ο­ποία μου α­πο­δί­δε­τε ι­διό­τη­τα (του ε­πι­με­λη­τή) και ε­νέρ­γειες («[...] ε­πεμ­βαί­νουν διορ­θω­τι­κά [ενν. στο ό­νο­μα του Κα­μπού­ρο­γλου] οι ε­πι­με­λη­τές [...]») που α­ντί­στοι­χα ού­τε έ­χω ού­τε διέ­πρα­ξα.
 Αντι­θέ­τως, η α­νά­μει­ξή μου υ­πήρ­ξε πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νη και πά­ντως δια­φο­ρε­τι­κή. Ποια ή­ταν η α­νά­μει­ξή μου δη­λώ­νε­ται με σα­φή­νεια στο ί­διο το βι­βλίο. Συ­γκε­κρι­μέ­να:
  Στη σ. 6 α­να­φέ­ρε­ται: «Το ΜΙΕΤ ευ­χα­ρι­στεί θερ­μά τον κα­θη­γη­τή Αλέ­ξη Πο­λί­τη [α­να­ρω­τιέ­μαι για­τί δεν προ­σμε­τρά­ται στους ε­πι­με­λη­τές] και τον Γιάν­νη Ξού­ρια [...] για τη βοή­θειά τους στην ε­πι­μέ­λεια της έκ­δο­σης». Άρα, «βοή­θεια στην ε­πι­μέ­λεια» και ό­χι «ε­πι­μέ­λεια». Ποια ή­ταν αυ­τή η βοή­θεια, πε­ρι­γρά­φε­ται στο εκ­δο­τι­κό ση­μείω­μα, ό­που στις σ. 258-259 α­να­φέ­ρο­νται τα ε­ξής: «Στις υ­πο­ση­μειώ­σεις και στη βι­βλιο­γρα­φία, α­κο­λου­θώ­ντας τη γνώ­μη του Αλέ­ξη Πο­λί­τη και χά­ρη στην αυ­το­ψία τού [...] Γιάν­νη Ξού­ρια, προ­σθέ­σα­με ε­ντός α­γκυ­λών στοι­χεία ε­πι­βο­η­θη­τι­κά για τον ση­με­ρι­νό α­να­γνώ­στη ή διορ­θώ­σα­με σιω­πη­ρά μι­κρές α­βλε­ψίες». Δη­λα­δή, α­νέ­τρε­ξα και εί­δα βι­βλιο­γρα­φι­κές α­να­φο­ρές του Σιακ­κή που φαί­νο­νταν προ­βλη­μα­τι­κές, ε­πα­λή­θευ­σα την α­κρί­βειά τους και υ­πέ­δει­ξα κά­ποιες α­βλε­ψίες ή κά­ποιες ε­πι­πρό­σθε­τες βι­βλιο­γρα­φι­κές πλη­ρο­φο­ρίες που θα βο­η­θού­σαν έ­ναν σύγ­χρο­νο α­να­γνώ­στη να α­να­ζη­τή­σει τα α­να­φε­ρό­με­να έρ­γα. Και α­πλώς υ­πέ­δει­ξα και σε κα­μιά πε­ρί­πτω­ση δεν α­πο­φά­σι­σα ού­τε τι α­πό το υ­λι­κό αυ­τό θα πε­ρά­σει στη Βι­βλιο­γρα­φία και στις υ­πο­ση­μειώ­σεις ού­τε με ποιον τρό­πο.
   Συ­νε­πώς, ού­τε ε­πι­με­λη­τής υ­πήρ­ξα ού­τε με το ό­νο­μα του Κα­μπού­ρο­γλου α­σχο­λή­θη­κα.
   Ευ­χα­ρι­στώ πο­λύ. 
    Με ε­κτί­μη­ση
   Γιάν­νης Ξού­ριας.

    Στη σε­λί­δα τίτ­λου του βι­βλίου δεν α­να­φέ­ρε­ται ε­πι­με­λη­τής, μό­νο στον κο­λο­φώ­να, η ε­πι­μέ­λεια α­πο­δί­δε­ται στην Ελέ­νη Μι­χα­λο­πού­λου, η ο­ποία συ­νέ­τα­ξε και το ευ­ρε­τή­ριο. Πράγ­μα­τι, στη σε­λί­δα 6, “το ΜΙΕΤ ευ­χα­ρι­στεί θερ­μά τον κα­θη­γη­τή Αλέ­ξη Πο­λί­τη και τον Γιάν­νη Ξού­ρια, λέ­κτο­ρα νε­ο­ελ­λη­νι­κής φι­λο­λο­γίας στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών, για την βοή­θειά τους στην ε­πι­μέ­λεια της έκ­δο­σης”. Πράγ­μα­τι, το εκ­δο­τι­κό ση­μείω­μα διευ­κρι­νί­ζει σε τι συ­νί­στα­ται αυ­τή η βοή­θεια. Σύμ­φω­να με αυ­τό, του­λά­χι­στον κα­τά τη δι­κή μας α­νά­γνω­ση, ο μεν Κα­θη­γη­τής εί­χε “τη γνώ­μη” πως οι υ­πο­ση­μειώ­σεις και η βι­βλιο­γρα­φία του συγ­γρα­φέα χρειά­ζο­νταν έ­λεγ­χο για “μι­κρές α­βλε­ψίες” και πρό­σθε­τα στοι­χεία, ο δε “νε­ο­ελ­λη­νι­στής φι­λό­λο­γος”, ό­πως χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ο Λέ­κτο­ρας, α­νέ­λα­βε να την υ­λο­ποιή­σει. Δε­δο­μέ­νου ό­τι ο Πο­λί­της εί­ναι και μέ­λος του Δ.Σ. του ΜΙΕ­Τ, υ­πο­θέ­σα­με ό­τι ο ρό­λος του ή­ταν μό­νο γνω­μο­δο­τι­κός, ε­ξού και η μη α­να­φο­ρά του ο­νό­μα­τός του. Όσο α­φο­ρά την α­να­βάθ­μι­ση “της βοή­θειας στην ε­πι­μέ­λεια” που πρό­σφε­ρε ο κ. Ξού­ριας σε “ε­πι­μέ­λεια”, αυ­τή έρ­χε­ται ως αυ­το­νό­η­τη λό­γω της μορ­φής που εί­χαν οι πα­ρα­τη­ρή­σεις μας, κα­θώς ε­στιά­ζο­νταν, α­κρι­βώς, στις “μι­κρές α­βλε­ψίες” του κει­μέ­νου. Αυ­τές εί­ναι ε­κεί­νες που χρειά­ζο­νταν με­γα­λύ­τε­ρες ή και πρό­σθε­τες υ­πο­ση­μειώ­σεις. Ορι­σμέ­νες, μά­λι­στα, πα­ρα­τη­ρή­σεις μας α­να­φέ­ρο­νται στους προ­γό­νους του Δη­μη­τρίου Κα­μπού­ρο­γλου, οι ο­ποίοι συ­νυ­πήρ­ξαν στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη την προ­ε­πα­να­στα­τι­κή πε­ρίο­δο και κα­τά τις σφα­γές του 1821 με τον Κων­στα­ντί­νο Οι­κο­νό­μου τον εξ Οι­κο­νό­μων, για τον ο­ποίο ο κ. Ξού­ριας ε­ξέ­δω­σε προ πε­ντα­ε­τίας μια μο­να­δι­κή με­λέ­τη. Κα­τά τα άλ­λα, α­πό έ­ναν “νε­ο­ελ­λη­νι­στή φι­λό­λο­γο” ό­πως ο κ. Ξού­ριας, που, ε­πι­προ­σθέ­τως, εί­ναι και ποιη­τής και Αθη­ναίος, θα α­να­με­νό­ταν να “γο­η­τευ­θεί” α­πό τη μορ­φή του Κα­μπού­ρο­γλου και οι “σιω­πη­ρές ε­πεμ­βά­σεις του” να εί­ναι κα­τά πο­λύ ε­κτε­νέ­στε­ρες των δη­λω­μέ­νων με α­γκύ­λες, οι ο­ποίες πε­ριο­ρί­ζο­νται σε λι­γο­στές προ­σθή­κες σχε­τι­κά με πρό­σφα­τες εκ­δό­σεις. Όσο α­φο­ρά τις πρό­σφα­τες εκ­δό­σεις, η πα­ρα­πο­μπή στις δυο προ­η­γού­με­νες βιο­γρα­φίες Κα­μπού­ρο­γλου θα ή­ταν βο­η­θη­τι­κή για τον ση­με­ρι­νό α­να­γνώ­στη. Τέ­λος, σχε­τι­κά με το ό­νο­μα Κα­μπού­ρο­γλου, θα μας ε­πι­τρέ­ψει να ε­πι­μεί­νου­με ό­τι “α­σχο­λή­θη­κε”, α­φού η υ­πο­ση­μείω­ση στη σε­λί­δα 14 ό­τι “το ό­νο­μα στην ο­νο­μα­στι­κή εμ­φα­νί­ζε­ται ε­ξαρ­χής και με τους δυο τύ­πους: Κα­μπού­ρο­γλους και Κα­μπού­ρο­γλου” εί­ναι “ε­ντός α­γκυ­λώ­ν”.  

Μ. Θ.

Με ομ­φα­λό την Ίσταν­μπου­λ

$
0
0

Ψαρόβαρκες στον Κεράτιο κόλπο, 1962. Φωτογραφία του αρμενικής καταγωγής Τούρκου φωτογράφου Αρά Γκιουλέ (Μουσείο Μπενάκη)







Ισμή­νη Κα­ρυω­τά­κη
«Από­πει­ρα συ­νά­ντη­σης»
Εκδό­σεις Το Ρο­δα­κιό
Αύ­γου­στος 2012

Απο­ρία προ­κα­λεί η α­που­σία του νέ­ου βι­βλίου της Ισμή­νης Κα­ρυω­τά­κη α­πό τις πρό­σφα­τες ε­ορ­τα­στι­κές προ­τά­σεις των βι­βλια­κών έν­θε­των στις ε­φη­με­ρί­δες. Σε ποιόν, ά­ρα­γε, χρεώ­νε­ται; Στον εκ­δο­τι­κό οί­κο, στην συγ­γρα­φέα, ή και στους δυο, που δεν το προώ­θη­σα­ν; Για­τί α­πο­κλείου­με να μην ά­ρε­σε στους συ­γκε­κρι­μέ­νους αν­θρώ­πους, που κα­ταρ­τί­ζουν τα έν­θε­τα. Κρί­νο­ντας, ω­στό­σο, α­πό ο­ρι­σμέ­νες ε­πι­λο­γές, τα γού­στα φαί­νε­ται με την κρί­ση να έ­χουν υ­πο­στεί κι αυ­τά κά­ποια με­τα­βο­λή.
Όπως και να έ­χει, ε­πτά χρό­νια με­τά την έκ­δο­ση του προ­η­γού­με­νου, τρί­του στη σει­ρά, βι­βλίου της Κα­ρυω­τά­κη, «Με­τα­τρο­πή, Αντλιο­στά­σιο, Γιά­λο­βα», ας πιά­σου­με το νή­μα α­πό ε­κεί που το εί­χα­με α­φή­σει. Τό­τε, ση­μειώ­να­με, ό­τι τα δυο πρώ­τα βι­βλία της εί­ναι υ­βρι­δι­κής σύν­θε­σης. Στο πρώ­το, «Στο σκο­τά­δι και το φως λά­μνει η ψυ­χή μου», λι­μναίες ει­κό­νες ι­στο­ρού­νται με λέ­ξεις, ε­νώ, στο δεύ­τε­ρο, «Το νη­σί», η α­φή­γη­ση πε­ρι­πλέει τις ει­κό­νες. Αντι­θέ­τως, στο τρί­το, η α­φή­γη­ση παίρ­νει την πρω­το­κα­θε­δρία, με τις “φω­το­γρα­φίες, ζω­γρα­φιές και σχέ­δια” σε θέ­ση α­πλού διά­κο­σμου. Κα­τα­λή­γα­με, πά­ντως, με την πα­ρα­τή­ρη­ση, ό­τι τα λο­γο­τε­χνι­κά φτε­ρου­γί­σμα­τα της συγ­γρα­φέως ά­φη­ναν την ε­ντύ­πω­ση του φευ­γα­λέ­ου. Αυ­τήν, λοι­πόν, την ε­ντύ­πω­ση, ό­χι μό­νο την δια­σκε­δά­ζει αλ­λά την δια­λύει, μάλ­λον ο­ρι­στι­κά, το τέ­ταρ­το εκ­δο­τι­κό της εγ­χεί­ρη­μα. Δε­κα­πέ­ντε χρό­νια με­τά το πρώ­το, αυ­τό α­μι­γώς λο­γο­τε­χνι­κό, την συ­στή­νει ως πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη του 2012. Ώρι­μη και έ­τοι­μη να δρέ­ψει τις α­ντι­στοι­χού­σες δάφ­νες.
Ο τίτ­λος του βι­βλίου θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ο γε­νι­κός τίτ­λος της τρι­λο­γίας, που ξε­κι­νά­ει το 2001 με το δεύ­τε­ρο βι­βλίο της. Σε ε­κεί­νο, ε­στιά­ζει στην “α­πό­πει­ρα συ­νά­ντη­σης” δυο προ­σώ­πων στον πε­ριο­ρι­σμέ­νο χώ­ρο ε­νός νη­σιού. Στο ε­πό­με­νο, με­τά τέσ­σε­ρα χρό­νια, στην “α­πό­πει­ρα συ­νά­ντη­σης” της αρ­χι­τέ­κτο­νος α­φη­γή­τριας με έ­ναν τό­πο, τη λι­μνο­θά­λασ­σα της Γιά­λο­βας. Ενώ, το πρό­σφα­το, μια ε­πτα­ε­τία αρ­γό­τε­ρα, πλέ­κε­ται γύ­ρω α­πό συ­να­ντή­σεις της η­ρωί­δας, και πά­λι μιας αρ­χι­τέ­κτο­νος, αμ­φο­τέ­ρων των τύ­πων. Ο τίτ­λος α­να­φέ­ρε­ται τό­σο στη συ­νά­ντη­σή της με έ­ναν άν­δρα, ό­σο και με έ­ναν τό­πο. Μό­νο που αυ­τή τη φο­ρά, πρό­κει­ται για έ­να α­στι­κό το­πίο, την πό­λη της Ίσταν­μπουλ.

Πει­ραγ­μέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα

Αν στο προ­η­γού­με­νο βι­βλίο την α­φορ­μή για το τα­ξί­δι στο Ναυα­ρί­νο και την πα­ρα­κεί­με­νη λι­μνο­θά­λασ­σα την προ­σφέ­ρει η α­νά­θε­ση ε­νός αρ­χι­τε­κτο­νι­κού έρ­γου, στο πρό­σφα­το την δί­νει έ­να συ­νέ­δριο, στο ο­ποίο η η­ρωί­δα προ­σκλή­θη­κε να συμ­με­τά­σχει. Κα­τά την α­φή­γη­ση, αυ­τό εί­ναι το 20ό Πα­γκό­σμιο Συ­νέ­δριο Αρχι­τε­κτο­νι­κής, που έ­γι­νε στην Ίσταν­μπουλ 3-7 Ιου­λίου 2005. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, πρό­κει­ται για το 22ο Πα­γκό­σμιο Συ­νέ­δριο Αρχι­τε­κτο­νι­κής, που πράγ­μα­τι έ­λα­βε χώ­ρα στην Ίσταν­μπουλ ε­κεί­νη την ε­βδο­μά­δα. Το 20ό, έ­ξι χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, α­φού τα εν λό­γω συ­νέ­δρια της Διε­θνούς Ένω­σης Αρχι­τε­κτό­νων διορ­γα­νώ­νο­νται α­νά τριε­τία, πραγ­μα­το­ποιή­θη­κε στο Πε­κί­νο.
Η αλ­λα­γή θα πρέ­πει να εί­ναι μέ­ρος της λε­γό­με­νης “πει­ραγ­μέ­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας”, δε­δο­μέ­νου ό­τι α­πο­κλείε­ται να πρό­κει­ται πε­ρί lapsus calami, α­φού, στο ε­ξώ­φυλ­λο του βι­βλίου, α­να­φέ­ρε­ται ό­τι πρό­κει­ται για το 22ο. Ευ­και­ρία να α­να­φερ­θού­με σε αυ­τό το σχε­τι­κά νέο εί­δος με­ταλ­λαγ­μέ­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που κερ­δί­ζει συ­νε­χώς έ­δα­φος στο με­τα­μο­ντέρ­νο το­πίο της λο­γο­τε­χνίας. Ο ό­ρος “πει­ραγ­μέ­νο” χρη­σι­μο­ποιεί­ται για τις τρο­πο­ποιη­τι­κές πα­ρεμ­βά­σεις σε μη­χα­νή­μα­τα και μου­σι­κά όρ­γα­να προς βελ­τίω­ση της α­πο­δό­σεώς τους. Επί­σης, για τις αλ­λα­γές σε οι­κο­νο­μι­κά δε­δο­μέ­να προς νό­θευ­σή τους. Από ε­κεί τον δα­νεί­στη­καν οι θεω­ρη­τι­κοί της λο­γο­τε­χνίας για να ο­νο­μα­τί­σουν μια μορ­φή ψευ­δούς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που συ­νί­στα­ται σε μι­κρές, δυσ­διά­κρι­τες στον μη κα­λό γνώ­στη, δια­φο­ρο­ποιή­σεις των πραγ­μα­το­λο­γι­κών δε­δο­μέ­νων. Όσοι συγ­γρα­φείς κα­τα­φεύ­γουν σε πα­ρό­μοια α­φη­γη­μα­τι­κά τε­χνά­σμα­τα, δια­τεί­νο­νται ό­τι, με αυ­τόν τον τρό­πο, η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα α­πο­κτά δια­φο­ρε­τι­κή διά­στα­ση και δυ­να­μι­κή. Από την πλευ­ρά μας, δια­τη­ρού­με ε­πι­φυ­λά­ξεις για το λο­γο­τε­χνι­κό α­πο­τέ­λε­σμα αυ­τής της “πει­ραγ­μέ­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας” στη μυ­θο­πλα­σία. Πέ­ραν της στρε­βλής ει­κό­νας που δί­νει στον α­να­γνώ­στη, πα­ρα­σύ­ρει σε λά­θος συ­μπε­ρά­σμα­τα τους ει­δι­κούς δια­φό­ρων ε­πι­στη­μο­νι­κών κλά­δων, κυ­ρίως ι­στο­ρι­κούς και κοι­νω­νιο­λό­γους, που, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, αν­τλούν ό­λο και συ­χνό­τε­ρα στοι­χεία α­πό τα λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να, τα ο­ποία συ­να­ριθ­μούν στα υ­πό­λοι­πα τεκ­μή­ρια.
Επα­νερ­χό­με­νοι στο πρό­σφα­το βι­βλίο της Κα­ρυω­τά­κη, στην αλ­λη­λο­γρα­φία της η­ρωί­δας, συ­γκε­κρι­μέ­να σε ε­πι­στο­λή προς αυ­τήν της υ­πευ­θύ­νου της Οργα­νω­τι­κής Επι­τρο­πής του Συ­νε­δρίου, α­να­φέ­ρε­ται ως χρο­νο­λο­γία το έ­τος 2009 α­ντί του 2005, που έ­λα­βε χώ­ρα το Συ­νέ­δριο. Αυ­τό θα μπο­ρού­σε να α­πο­τε­λεί έ­να ε­πι­πλέ­ον στοι­χείο “πει­ραγ­μέ­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας”, ό­σο και τυ­πο­γρα­φι­κό λά­θος. Κα­τά κα­νό­να, πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­βλη­μα­τι­κές α­πο­βαί­νουν οι τρο­πο­ποιή­σεις σε δά­νεια α­πο­σπά­σμα­τα κει­μέ­νων. Στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, κα­θώς πρό­κει­ται για συ­νέ­δριο αρ­χι­τε­κτο­νι­κής, στις ο­μι­λίες γνω­στών αρ­χι­τε­κτό­νων. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Ιά­πω­νας Τα­ντάο Άντο α­φη­γεί­ται το πώς υιο­θέ­τη­σε έ­ναν α­δέ­σπο­το σκύ­λο και του έ­δω­σε το ό­νο­μα του ση­μα­ντι­κό­τε­ρου αρ­χι­τέ­κτο­να της με­τα­πο­λε­μι­κής Ια­πω­νίας, του Κέν­ζο Τάν­γκε. Αυ­τή η ι­στο­ρία εί­ναι γνω­στή, αλ­λά σε μια δια­φο­ρε­τι­κή εκ­δο­χή, που δεί­χνει τα πρό­τυ­πα που έ­χει ο αυ­το­δί­δα­χτος Άντο. Τον σκύ­λο σκέ­φτη­κε μεν να τον ο­νο­μά­σει Κέν­ζο, αλ­λά, τε­λι­κά, τον α­πο­κά­λε­σε Λε Κορ­μπυ­ζιέ.

Εμφα­νής δια­κει­με­νι­κό­τη­τα

Αυ­τή, ω­στό­σο, η πα­ραλ­λα­γή μάλ­λον ε­ντάσ­σε­ται στις “συ­νο­μι­λίες” με ξέ­να κεί­με­να, που στή­νει έ­νας συγ­γρα­φέ­ας και οι ο­ποίες, στο πρό­σφα­το βι­βλίο της Κα­ρυω­τά­κη, εί­ναι ε­κτε­τα­μέ­νες. Δεν πρό­κει­ται, ω­στό­σο, για τη συ­νή­θη λαν­θά­νου­σα δια­κει­με­νι­κό­τη­τα. Εδώ, τα δά­νεια α­πό τους ε­πι­φα­νείς της λο­γο­τε­χνίας δη­λώ­νο­νται, κα­θώς πα­ρου­σιά­ζο­νται ως δια­βά­σμα­τα της η­ρωί­δας, ε­νώ ε­κεί­να α­πό τους δια­πρε­πείς της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής δι­καιο­λο­γού­νται ως α­κού­σμα­τα α­πό ο­μι­λίες τους. Μό­νο στην πε­ρί­πτω­ση ε­νός νεό­τε­ρου Έλλη­να αρ­χι­τέ­κτο­να, το ό­νο­μά του δεν εν­σω­μα­τώ­νε­ται στην α­φή­γη­ση, αλ­λά κα­τα­χω­ρεί­ται στις ση­μειώ­σεις στο τέ­λος του βι­βλίου. Εί­ναι ο Γιώρ­γος Ση­μαιο­φο­ρί­δης, πε­ρί­που συ­νο­μή­λι­κος της η­ρωί­δας, που θα μπο­ρού­σε να πά­ρει θέ­ση στον μυ­θο­πλα­στι­κό κό­σμο της σαν έ­νας ο­ρα­μα­τι­στής, που έ­φυ­γε πρόω­ρα, το 2002, δη­λα­δή, σχε­τι­κά κο­ντά στο χρό­νο του Συ­νε­δρίου. Όσο για το αι­σθη­τι­κό ό­φε­λος α­πό αυ­τήν την ε­κτε­τα­μέ­νη δια­κει­με­νι­κό­τη­τα, μέ­νει κι αυ­τό ζη­τού­με­νο. Οφεί­λου­με, ω­στό­σο, να την συ­γκρα­τή­σου­με ως δο­μι­κό στοι­χείο της συγ­γρα­φι­κής αι­σθη­τι­κής.
Για το ε­ξώ­φυλ­λο, η συγ­γρα­φέ­ας ε­πι­λέ­γει μια ασ­πρό­μαυ­ρη φω­το­γρα­φία α­πό την ται­νία, «Σταθ­μός α­πο­χαι­ρε­τι­σμού», του Κρις Μαρ­κέ­ρ, γυ­ρι­σμέ­νη πριν α­πό μι­σό αιώ­να. Πι­θα­νώς και ως έμ­με­ση υ­πεν­θύ­μι­ση του πρό­σφα­του θα­νά­του του Γάλ­λου κι­νη­μα­το­γρα­φι­στή, συ­μπτω­μα­τι­κά την ε­πο­μέ­νη των γε­νε­θλίων του, στις 30 Ιου­λίου, κλεί­νο­ντας τα 91. Η συγ­γρα­φέ­ας, πά­ντως, στο ει­σα­γω­γι­κό ση­μείω­μα, ε­ξη­γεί την προ­τί­μη­σή της: “Τα πλά­να της τυ­χαίας συ­νά­ντη­σης του ζευ­γα­ριού και της πε­ρι­πλά­νη­σής του στην πό­λη εί­ναι ό,τι α­κρι­βώς εί­χα πλά­σει με τη φα­ντα­σία μου.” Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, δεν πρό­κει­ται α­κρι­βώς για πλά­να, α­φού ο Μαρ­κέρ εί­χε φτιά­ξει σχε­δόν ο­λό­κλη­ρη την 28λε­πτη ται­νία του, μο­ντά­ρο­ντας σει­ρά φω­το­γρα­φιών. Και βε­βαίως, η πό­λη δεν εί­ναι η Ίσταν­μπουλ αλ­λά το Πα­ρί­σι, σύμ­φω­να και με τον πρω­τό­τυ­πο τίτ­λο της ται­νίας «Η α­πο­βά­θρα του Ορλύ». Εκεί, ο ή­ρωας, έ­νας τα­ξι­δευ­τής στο χρό­νο κα­τά α­νά­στρο­φη φο­ρά, ξα­να­συ­να­ντά τη σύ­ζυ­γό του και τον αλ­λο­τι­νό ε­αυ­τό του. Εξ ου οι φα­σμα­τώ­δεις σι­λουέ­τες της φω­το­γρα­φίας, που, στην πε­ρί­πτω­ση της ι­στο­ρίας της Κα­ρυω­τά­κη, δη­μιουρ­γούν, ευ­θύς εξ αρ­χής, την ε­πι­θυ­μη­τή αί­σθη­ση μυ­στη­ρίου για τον ά­γνω­στο, που η αρ­χι­τε­κτό­νισ­σα συ­να­ντά­ει στα σο­κά­κια της Ίστα­ν­μπουλ. Τον Ορχάν, ό­πως τον α­πο­κα­λεί, α­φού πο­τέ δεν έ­μα­θε το πραγ­μα­τι­κό ό­νο­μά του.
Στο ε­ρώ­τη­μα για­τί του έ­δω­σε “αυ­τό το μυ­στή­ριο ό­νο­μα”, η η­ρωί­δα α­πα­ντά πως το διά­λε­ξε τυ­χαία, κα­θώς χρεια­ζό­ταν έ­να ό­νο­μα για να μπο­ρεί να α­φη­γεί­ται την ι­στο­ρία που έ­ζη­σε. Κα­θό­λου τυ­χαία, ω­στό­σο, δεν πρέ­πει να φά­νη­κε στους φί­λους της, η ε­πι­λο­γή του ο­νό­μα­τος, α­φού μό­λις εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει στα ελ­λη­νι­κά, Οκτώ­βριο 2005, η «Ίσταν­μπουλ» του Ορχάν Πα­μούκ. Άλλω­στε, μέ­σα α­πό τις ε­πι­λο­γές για ο­νό­μα­τα και πρό­σω­πα, προ­βάλ­λει το προ­φίλ της δια­νοού­με­νης η­ρωί­δας, α­ντί των ε­κτε­νών σχο­λίων, που θα προ­βλέ­πο­νταν σε έ­να συμ­βα­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα. Πα­ρό­λο που ο τίτ­λος της ει­σή­γη­σής της στο Συ­νέ­δριο εί­ναι «Από­πει­ρα συ­νά­ντη­σης με την πό­λη», ού­τε μια φο­ρά δεν α­να­φέ­ρε­ται στην Ίσταν­μπουλ “τό­τε που ή­τα­ν” Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Ακό­μη και ό­ταν κα­τα­φεύ­γει στη λέ­ξη πό­λη, δεν ε­πι­στρα­τεύει, ως έμ­με­ση α­να­φο­ρά, έ­να κε­φα­λαίο πι. Γε­νι­κώς, ε­κτός α­πό τον Βό­σπο­ρο, τον Γα­λα­τά και τα Πρι­γκι­πό­νη­σα, δεν μνη­μο­νεύο­νται το­πω­νύ­μια στα ελ­λη­νι­κά. Μό­νο ο Ορχάν της θυ­μί­ζει ό­τι “η Istiklal τό­τε ή­ταν το Πέ­ρα­ν”.

Συ­ναρ­πα­στι­κές
α­φη­γη­μα­τι­κές νη­σί­δες

Η α­φή­γη­ση της συ­νά­ντη­σής της με την Ίσταν­μπουλ α­πο­τυ­πώ­νε­ται με ει­κό­νες α­πό τα α­νό­θευ­τα μέ­ρη μιας πό­λης, που δια­τη­ρεί α­κό­μη α­να­το­λί­τι­κο αέ­ρα. Ενώ, τα α­φη­γη­μα­τι­κά “εν­στα­ντα­νέ” α­πό τους χώ­ρους του Συ­νε­δρίου το­νί­ζουν τις δια­φο­ρε­τι­κές ε­θνό­τη­τες, που συ­γκε­ντρώ­νο­νται σε πα­ρό­μοιες διε­θνούς χα­ρα­κτή­ρα εκ­δη­λώ­σεις, σε ό­ποιες με­γα­λου­πό­λεις Δύ­σης και Ανα­το­λής κι αν διορ­γα­νώ­νο­νται. Από την πλευ­ρά της η συγ­γρα­φέ­ας, δεν “συ­νο­μι­λεί” με τους συγ­γρα­φείς της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, αλ­λά με τους σύγ­χρο­νους της Ίσταν­μπουλ. Ωστό­σο, “το δια­κεί­με­νο”, ό­πως το α­πο­κα­λούν, στο ο­ποίο ε­ντάσ­σει το βι­βλίο της, δεν εί­ναι ε­κεί­νο των τα­ξι­διω­τι­κών κει­μέ­νων. Οι ε­πι­διώ­ξεις εί­ναι υ­ψη­λό­τε­ρες, κα­θώς τα βι­βλία με τα ο­ποία “συ­νο­μι­λεί” η α­φή­γη­ση στρέ­φο­νται γύ­ρω α­πό “τον πλά­νη­τα” των πό­λεων. Εί­ναι τα βι­βλία, που α­να­φέ­ρε­ται ό­τι διά­βα­σε η η­ρωί­δα πριν την α­να­χώ­ρη­σή της για την Ίσταν­μπουλ. Κι ό­μως, ό­χι α­κρι­βώς. Για πα­ρά­δειγ­μα, δεν υ­πήρ­ξε πο­τέ βι­βλίο του Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν με τίτ­λο «Ο πλά­νης». Μό­νο κε­φά­λαιο βι­βλίου του, που εκ­δό­θη­κε με­τά θά­να­το και ό­που συ­γκε­ντρώ­θη­καν δη­μο­σιευ­μέ­να και α­δη­μο­σίευ­τα κεί­με­νά του γύ­ρω α­πό τον Σαρλ Μπων­τλαίρ “έ­ναν λυ­ρι­κό στην ακ­μή του κα­πι­τα­λι­σμού”, σύμ­φω­να και με τον τίτ­λο του βι­βλίου. Οπό­τε θα χρεια­ζό­ταν ση­μείω­ση του α­φη­γη­τή με την ορ­θή πα­ρα­πο­μπή προς δια­φώ­τι­ση του α­να­γνώ­στη, ι­δίως του μη ε­ξοι­κειω­μέ­νου με τα “πει­ραγ­μέ­να” πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία. Το ση­μα­ντι­κό, ό­μως, εί­ναι η πράγ­μα­τι συ­ναρ­πα­στι­κή “συ­νο­μι­λία” της α­φή­γη­σης με τον «Άνθρω­πο του πλή­θους» του Πόε, ό­σο και με τον αρ­γό­σχο­λο πε­ρι­πα­τη­τή του Μπέν­για­μιν.
Η Κα­ρυω­τά­κη χα­ρα­κτη­ρί­ζει το βι­βλίο της νου­βέ­λα, μάλ­λον με την ευ­ρύ­τε­ρη ση­μα­σία που έ­χει ο ό­ρος στην αγ­γλι­κή λο­γο­τε­χνία, πα­ρά σαν το εν­διά­με­σο, α­πό α­πό­ψεως έ­κτα­σης, με­τα­ξύ διη­γή­μα­τος και μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Επι­λέ­γει την α­πο­σπα­σμα­τι­κή μορ­φή, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­ντας κε­φά­λαια ή και τμή­μα­τα κε­φα­λαίων, που α­νή­κουν σε τέσ­σε­ρις δια­φο­ρε­τι­κές α­φη­γη­μα­τι­κές φόρ­μες: η­με­ρο­λο­για­κές ση­μειώ­σεις, ε­πι­στο­λές, ο­μι­λίες σε συ­νέ­δριο, ε­λεύ­θε­ρος πλά­γιος λό­γος. Κα­τορ­θώ­νει, ω­στό­σο, σε αυ­τόν τον πο­λυει­δή κα­τα­κερ­μα­τι­σμό, να υ­περ­τε­ρεί η τε­λευ­ταία μορ­φή και τε­λι­κά, να υ­πε­ρι­σχύει η ε­ντύ­πω­ση μιας α­φή­γη­σης συ­νε­χούς ροής. Κι αυ­τό, χά­ρις σε έ­να τρί­το πρό­σω­πο, που πα­ρα­κο­λου­θεί νο­ε­ρά το ζευ­γά­ρι στις πε­ρι­πλα­νή­σεις του στην πό­λη. Εί­ναι ο α­φη­γη­τής της ι­στο­ρίας τους, “ο Α”, ό­πως αυ­το­συ­στή­νε­ται, ο ο­ποίος πα­ρεμ­βαί­νει στα προ­σω­πι­κά κεί­με­να της η­ρωί­δας, η­με­ρο­λό­για και ε­πι­στο­λές. Μέ­ρος μό­νο α­πό αυ­τά πα­ρα­θέ­τει αυ­τού­σιο, ε­νώ το με­γα­λύ­τε­ρο κομ­μά­τι τους το α­να­δια­τάσ­σει σε συ­νειρ­μι­κή αλ­λη­λου­χία. Σχο­λιά­ζει ό,τι δια­βά­ζει και φα­ντα­σιώ­νε­ται τα δια­τρέ­ξα­ντα.
Η συγ­γρα­φέ­ας φρο­ντί­ζει τις λε­κτι­κές α­πο­χρώ­σεις στο λό­γο του α­φη­γη­τή, έ­τσι ώ­στε να πε­ρι­γρά­φο­νται μεν οι δια­θέ­σεις της η­ρωί­δας, αλ­λά να δια­τη­ρεί­ται η δι­κή του ι­διο­προ­σω­πία. Μό­νο ο ε­πί­λο­γός του, με τις συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­νες φα­ντα­σιώ­σεις, μέ­νει κά­πως με­τέω­ρος. Το κο­ρυ­φαίο, πά­ντως, συμ­βάν, δε­δο­μέ­νου ό­τι ό­λα τα άλ­λα συ­νι­στούν δι­κά του προ­εόρ­τια και με­θεόρ­τια, η συ­νά­ντη­ση της η­ρωί­δας με τον ά­γνω­στο ά­ντρα, τον ε­πο­νο­μα­ζό­με­νο Ορχάν, το α­φη­γεί­ται η ί­δια σε μια ε­γκι­βω­τι­σμέ­νη στη νου­βέ­λα μί­νι νου­βέ­λα. Αυ­τή την novelette την εκ­φω­νεί υ­πό μορ­φή ο­μι­λίας στο Συ­νέ­δριο α­ντί της προ­ε­τοι­μα­σμέ­νης ει­σή­γη­σης. Θα φαι­νό­ταν πρω­τό­τυ­πο ως εύ­ρη­μα, αν δεν εί­χε προ­η­γη­θεί η εκ­φώ­νη­ση της νου­βέ­λας «Ο τε­λευ­ταίος Βαρ­λά­μης» α­πό τον Θα­νά­ση Βαλ­τι­νό α­ντί ο­μι­λίας στην Ακα­δη­μία κα­τά την ε­πί­ση­μη τε­λε­τή υ­πο­δο­χής του ως νέ­ου τα­κτι­κού μέ­λους, στις 27 Απρι­λίου 2010.
Συ­νο­ψί­ζο­ντας, το βι­βλίο της Κα­ρυω­τά­κη εί­ναι διτ­τά εν­δια­φέ­ρον. Κυ­ρίως, ως ε­πί­λε­κτο πε­ζό ε­πι­λε­κτι­κού συγ­γρα­φέα για την ι­σχνή με­ρί­δα ε­πι­λε­κτι­κών α­να­γνω­στών και δευ­τε­ρευό­ντως, ω­φέ­λι­μο για έ­να ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό, ως πα­ρα­κί­νη­ση για την α­νά­γνω­ση νε­ο­τε­ρι­κών κει­μέ­νων, που σή­με­ρα πλέ­ον θεω­ρού­νται κλα­σι­κά.

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 20/1/2013.


Γιορτάζουμε

$
0
0


Αφιε­ρω­μέ­νο στον πρώ­το συ­ντά­κτη του Ex Libris, 
Ηλία Κα­νέλ­λη, που την έ­κα­νε νω­ρίς και εί­δε Υψί­στου πρό­σω­πο.

Εί­ναι γνω­στή η ευ­χή να τα χι­λιά­σεις. Σχή­μα λό­γου κα­θ’ υ­περ­βο­λήν, προς το­νι­σμό ε­νός χρό­νια πολ­λά. Μια α­πό τις πά­μπολ­λες ευ­χε­τι­κές εκ­φρά­σεις, που ε­πα­να­λαμ­βά­νου­με χω­ρίς να κυ­ριο­λε­κτού­με. Ένας γλυ­κός λό­γος, που ου­δείς τον εν­νο­εί, δε­δο­μέ­νου ό­τι α­νή­κει στη σφαί­ρα του μυ­θι­κού, τό­σο για πρό­σω­πα ό­σο, σή­με­ρα πλέ­ον, και για εγ­χει­ρή­μα­τα. Να, ό­μως, που το Ex Libris, πα­ρά πά­σαν προσ­δο­κία, τα κα­τά­φε­ρε. Τω ό­ντι, μέ­γα ε­πί­τευγ­μα, ό­σο, εν τέ­λει, και α­διά­φο­ρο. Ένας ά­θλος, που δεν θα κα­τα­γρα­φεί στα χρο­νι­κά του Τύ­που, ού­τε καν θα ε­πι­ση­μαν­θεί ως γε­νό­με­νος. Η δρά­κα των α­να­γνω­στών του μό­λις που θα πα­ρα­τη­ρή­σει τον στρογ­γυ­λό αύ­ξο­ντα α­ριθ­μό, αν τον πα­ρα­τη­ρή­σει. Δυ­στυ­χώς, πρό­κει­ται για μια σε­λί­δα βι­βλίου, που δεν α­πέ­κτη­σε ευ­ρύ α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, ού­τε καν με τα δε­δο­μέ­να της ε­φη­με­ρί­δας, στις σε­λί­δες της ο­ποίας συ­να­ριθ­μεί­ται χω­ρίς να  κα­τορ­θώ­σει να α­πο­τε­λέ­σει ορ­γα­νι­κό τμή­μα της. Κά­τι σαν τη μύ­γα μες στο γά­λα, που κα­νείς δεν α­πο­φα­σί­ζει να την α­φαι­ρέ­σει.  Ακό­μη πρό­σφα­τα, η διεύ­θυν­ση της ε­φη­με­ρί­δας έ­δει­ξε ό­τι δεν δια­βά­ζει την εν λό­γω σε­λί­δα, ού­τε καν ό­ταν αυ­τό κα­θί­στα­ται α­να­γκαίο προς δια­μόρ­φω­ση γνώ­μης, προ­τι­μώ­ντας το ρό­λο του Πο­ντίου Πι­λά­του. Κα­κά τα ψέ­μα­τα, το χι­λιο­σέ­λι­δο Ex Libris δεν α­ρέ­σει ού­τε ε­ντός οι­κο­γε­νείας, ού­τε ε­κτός. Κι αν κά­ποιοι αν­τλούν α­πό αυ­τό έ­μπνευ­ση ή και δε­δο­μέ­να, κα­τά κα­νό­να, δεν α­ξιο­λο­γούν να το μνη­μο­νεύ­σουν. Τε­λι­κά, ο μό­νος λό­γος της μα­κρο­ζωίας του εί­ναι για­τί ο συ­ντά­κτης του α­νέ­κα­θεν δια­σκέ­δα­ζε και ε­ξα­κο­λου­θεί να δια­σκε­δά­ζει γρά­φο­ντάς το. Αυ­τόν, έ­να μό­νο πράγ­μα τον θλί­βει. Οι σκω­πτι­κοί και ε­πι­θε­τι­κοί υ­παι­νιγ­μοί, ι­διαί­τε­ρα ό­ταν αυ­τοί εί­ναι α­πρό­κλη­τοι.
Για την χι­λιο­στή σε­λί­δα του Ex Libris, ε­πι­λέ­ξα­με να δη­μο­σιεύ­σου­με μια πα­λαιό­τε­ρη βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση, που η μα­ταίω­ση της δη­μο­σίευ­σής της μας ά­φη­σε μια αί­σθη­ση α­δι­κίας. Για­τί δεν εί­ναι α­δι­κία α­πό τον Θεό, να γρά­φε­ται μια βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση για βι­βλια­κό έν­θε­το ε­φη­με­ρί­δας, με την ο­ποία υ­πάρ­χει σχέ­ση α­μει­βό­με­νης ερ­γα­σίας, αυ­τή να σε­λι­δο­ποιεί­ται και μά­λι­στα, με πε­ρα­σμέ­νη την η­με­ρο­μη­νία κυ­κλο­φο­ρίας του φύλ­λου της ε­φη­με­ρί­δας και τε­λι­κά, πο­τέ να μην δη­μο­σιεύε­ται. Κά­τι σαν τη νύ­φη, που την ε­γκα­τα­λεί­πει ο γα­μπρός στα σκα­λο­πά­τια της εκ­κλη­σίας. Αρχι­κά, λό­γω κυ­λιό­με­νων 48ω­ρων α­περ­γιών των α­πλή­ρω­των ερ­γα­ζο­μέ­νων της ε­φη­με­ρί­δας, που κρά­τη­σαν κο­ντά έ­να χρό­νο, και στη συ­νέ­χεια, ό­ταν η ε­φη­με­ρί­δα ε­πα­νήλ­θε, λό­γω αιφ­νι­δια­στι­κής α­πό­φα­σης των διευ­θυ­νό­ντων να γί­νει αλ­λα­γή των συ­ντα­κτών του έν­θε­του. Αύ­ταν­δρη πή­γε η ο­μά­δα, δη­μο­κρα­τι­κά, χω­ρίς ε­πι­με­ρι­στι­κά κρι­τή­ρια α­ξιο­λό­γη­σης. Ο βι­βλιο­πα­ρου­σια­στής, ω­στό­σο, λό­γω σχε­τι­κής μα­κρο­η­μέ­ρευ­σής του –με­τρού­σε 145 βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της α­δη­μο­σίευ­της– αλ­λά και ε­πει­δή α­νέ­με­νε ε­πί έ­να χρό­νο στο α­κου­στι­κό του, σαν να ψή­λω­σε ο νους του, εί­χε την α­παί­τη­ση προ­σω­πι­κής ε­νη­μέ­ρω­σης - αν εί­ναι πο­τέ δυ­να­τόν.
Ανα­δη­μο­σιεύου­με τη βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση, πα­ρό­τι το βι­βλίο εκ­δό­θη­κε Οκτώ­βριο 2011 και α­πό τό­τε έ­κα­νε μια ι­κα­νο­ποιη­τι­κή πο­ρεία. Δεν μπή­κε μεν στις λί­στες των μπε­στ σέ­λε­ρ, κά­τι που συ­νι­στά πλέ­ον την κυ­ρίαρ­χη ε­πι­δίω­ξη των συγ­γρα­φέων, αλ­λά προ­κρί­θη­κε στις βρα­χείες λί­στες των δυο  α­πό τα τέσ­σε­ρα υ­πάρ­χο­ντα ε­τή­σια βρα­βεία: στην τε­λι­κή δε­κά­δα του «Δια­βά­ζω», στην τε­λι­κή ε­πτά­δα του «The Athens Prize for literature». Έμει­νε, ω­στό­σο, ε­κτός της τε­λι­κής λί­στας του Βρα­βείου των Ανα­γνω­στών, πα­ρό­λο που αυ­τή πε­ριε­λάμ­βα­νε 19 βι­βλία, ό­πως και της τε­λι­κής ε­πτά­δας των Κρα­τι­κών Βρα­βείων Λο­γο­τε­χνίας. Τε­λι­κά, ο Πα­να­γιω­τό­που­λος α­πέ­σπα­σε το πρώ­το λο­γο­τε­χνι­κό του βρα­βείο, που ή­ταν αυ­τό του Πέ­τρου Χά­ρη της Ακα­δη­μίας Αθη­νών. Να ση­μειώ­σου­με, εκ των υ­στέ­ρων, την α­πο­ρία μας για την πο­ρεία ε­νός άλ­λου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, συγ­γε­νι­κού θε­μα­τι­κά, και, κα­τ’ ε­μάς, ι­διαί­τε­ρα εν­δια­φέ­ρο­ντος, το ο­ποίο και α­να­φέ­ρου­με στη βι­βλιο­πα­ρου­σία­σή μας. Το μυ­θι­στό­ρη­μα του Μά­κη Κα­ρα­γιάν­νη, «Το ό­νει­ρο του Οδυσ­σέ­α», που φαί­νε­ται ό­τι ου­δό­λως συ­γκί­νη­σε τις ο­μά­δες των κρι­τών.

Ο συ­ντά­κτης του Ex Libris



Adam raised a Cain

Νί­κος Πα­να­γιω­τό­που­λος
«Τα παι­διά του Κάϊν»
Εκδό­σεις Με­ταίχ­μιο
Οκτώ­βριος 2011

Σαν το μή­λο του Νεύ­τω­να φαί­νε­ται ό­τι λει­τούρ­γη­σε η πρό­σφα­τη κρί­ση στους συγ­γρα­φείς. Όντας υ­πο­ψια­σμέ­νοι ψυ­χα­νε­μί­ζο­νταν ό­τι ό­λα δεν πή­γαι­ναν κα­λά, αλ­λά έ­λα που ό­λα γι’ αυ­τούς έ­βαι­ναν κα­τ’ ευ­χήν. Όμως η χιο­νο­στι­βά­δα του τε­λευ­ταίου ε­νά­μι­σι χρό­νου, τους έ­βγα­λε α­πό τη νιρ­βά­να, ξε­μπλο­κά­ρο­ντας την έ­μπνευ­ση. Την πα­ρο­μοίω­ση με το “μή­λο” την δα­νει­στή­κα­με α­πό το πρώ­το βι­βλίο του Νί­κου Πα­να­γιω­τό­που­λου, «Η ε­νο­χή των υ­λι­κών», τη μο­να­δι­κή συλ­λο­γή διη­γη­μά­των. Έτσι α­πο­κα­λεί ε­κεί κά­θε ε­ξαι­ρε­τι­κό γε­γο­νός, που α­να­γκά­ζει τους ή­ρωες να δουν με δια­φο­ρε­τι­κή μα­τιά τη ζωή τους. Πά­ντως, το πρώ­το “μή­λο”, που έ­πε­σε στο δι­κό του κε­φά­λι, το 1993, ό­ταν συ­μπλή­ρω­νε τα τριά­ντα, ή­ταν η διά­κρι­ση διη­γή­μα­τός του σε δια­γω­νι­σμό πε­ριο­δι­κού. Αμ’ έ­πος α­μ’ έρ­γον, τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ε­ξέ­δι­δε τη συλ­λο­γή, και στη σει­ρά, δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, α­πό έ­να κά­θε χρό­νο. Με το πρώ­το έ­κλει­σε τους λο­γα­ρια­σμούς με τα παι­δι­κά του χρό­νια, ε­νώ με το δεύ­τε­ρο πέ­ρα­σε ως διάτ­των α­στήρ α­πό το χώ­ρο της ε­πι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σίας. Γυρ­νώ­ντας ο αιώ­νας, ε­πα­νήλ­θε στη ρε­α­λι­στι­κή α­φή­γη­ση με το νε­ο­η­θο­γρα­φι­κό διή­γη­μα «Άμοι­ρο Μα­ρά­κι», δη­μο­σιευ­μέ­νο στο νεό­τευ­κτο τό­τε πε­ριο­δι­κό της γε­νιάς του, «Να έ­να μή­λο», και το μυ­θι­στό­ρη­μα «Αγιο­γρα­φία» για έ­ναν “α­γιο­πα­τέ­ρα”, ό­χι τον Χρι­στό­φο­ρο Πα­να­γιω­τό­που­λο, τον ε­πο­νο­μα­ζό­με­νο Πα­που­λά­κο, αλ­λά τον φα­ντα­στι­κό Ιωάν­νη Ορφα­νό, που βρή­κε οικ­τρό τέ­λος στα χέ­ρια των πι­στών του. Αυ­τό συ­νέ­βη στο φα­ντα­στι­κό χω­ριό Θερ­μό της Αρκα­δίας. Όπως, ό­μως, υ­παι­νίσ­σε­ται στην τε­λευ­ταία σε­λί­δα του πρό­σφα­του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ε­κεί­νη την ι­στο­ρία, α­πό τα χρό­νια των παπ­πού­δων του, μπο­ρεί να την ε­μπνεύ­στη­κε α­πό το Θέρ­μο της Αι­τω­λίας. Εκεί τρα­γου­διέ­ται το δη­μο­τι­κό «Ρού­σα πα­πα­διά», που οι στί­χοι του δέ­νουν με την και­νού­ρια ι­στο­ρία, την ο­ποία άρ­χι­σε, λέει, να γρά­φει το κα­λο­καί­ρι των Ολυ­μπια­κών Αγώ­νων, για να κλεί­σει τους εκ­κρε­μείς λο­γα­ρια­σμούς με τη γε­νιά του. Εκτός κι αν η κρί­ση φέ­ρει και δεύ­τε­ρη ή και τρί­τη ι­στο­ρία, δη­λα­δή τρι­λο­γία, ό­πως συ­νέ­βη στην πε­ρί­πτω­ση των α­στυ­νο­μι­κών μυ­θι­στο­ρη­μά­των του Πέ­τρου Μάρ­κα­ρη. Άλλω­στε, και ο Πα­να­γιω­τό­που­λος, το δε­λε­α­στι­κό ε­πί­χρι­σμα του α­στυ­νο­μι­κού ε­πι­χει­ρεί να δώ­σει στο μυ­θι­στό­ρη­μα. 
Η γε­νιά του, ό­πως και ό­λες οι γε­νιές, έ­χει τους Κάϊν και τους Άβελ –αμ­φό­τε­ροι παι­διά του Αδά­μ: «… You inherit the sins, you inherit the flames…» τρα­γου­δά­ει ο Αμε­ρι­κα­νός Μπρους Σπρίν­γκστην στο «Adam raised a Cain», με­τα­φέ­ρο­ντας στους στί­χους του τις α­νη­συ­χίες της δε­κα­ε­τίας του ’70. Ο Πα­να­γιω­τό­που­λος, μη θέ­λο­ντας να α­να­μί­ξει στο μυ­θι­στό­ρη­μα τις γο­νι­κές α­μαρ­τίες, ε­πι­λέ­γει για μό­το κά­ποιους άλ­λους στί­χους α­πό το ί­διο τρα­γού­δι. Τους ζευ­γα­ρώ­νει, μά­λι­στα, με στί­χους  α­πό τον «Μπά­λο» του Σαβ­βό­που­λου, της ί­διας δε­κα­ε­τίας. Πά­ντως, ο συγ­γρα­φέ­ας και η πα­ρέα του εί­ναι παι­διά του α­γα­θού Άβε­λ, ό­πως πε­ρί­λα­μπρα α­πο­δει­κνύει ο τίτ­λος που διά­λε­ξαν για το πε­ριο­δι­κό τους («Να έ­να μή­λο»).
Σε α­ντί­θε­ση με τον κε­ντρι­κό χα­ρα­κτή­ρα στο πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα του Μά­κη Κα­ρα­γιάν­νη «Το ό­νει­ρο του Οδυσ­σέ­α», οι ή­ρωες του Πα­να­γιω­τό­που­λου δεν έ­παι­ξαν πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο σε κά­ποιο σκάν­δα­λο. Αυ­τός προ­τι­μά­ει μια πα­ρέα α­πό το θία­σο των βο­λε­μέ­νων κο­μπάρ­σων. Τρεις γυ­ναί­κες και δυο ά­ντρες, ό­χι σε σχη­μα­τι­σμό ε­ρω­τι­κών ζευ­γα­ριών, αλ­λά σε κά­τι σαν γαϊτα­νά­κι γύ­ρω α­πό έ­ναν α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό τύ­πο ό­σων κι­νή­θη­καν στο κοι­νω­νι­κό πε­ρι­θώ­ριο. Αν αυ­τός προ­βάλ­λει σαν Άβε­λ, ο Κάϊν εί­ναι ο κλα­σι­κός τύ­πος, που που­λά­ει α­κό­μη και τη μά­να του για να ε­πι­τύ­χει τους σκο­πούς του.  Πα­ντρεύε­ται κό­ρη με­γα­λό­σχη­μου του τό­τε κυ­βερ­νώ­ντος κόμ­μα­τος και με­τα­πη­δά στο χώ­ρο της δια­φή­μι­σης, στον ο­ποίο ερ­γά­ζο­νται και οι υ­πό­λοι­ποι της πα­ρέ­ας. Εύ­στο­χα ο Πα­να­γιω­τό­που­λος χρη­σι­μο­ποιεί το χώ­ρο της δια­φή­μι­σης ως κα­θρέ­φτη της με­ταλ­λα­γής που υ­πέ­στη η ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία. Ωστό­σο, ού­τε αυ­τός ού­τε ο Κα­ρα­γιάν­νης ε­μπλέ­κουν συγ­γρα­φείς και εκ­δό­τες, πα­ρό­τι η γε­νιά τους συ­νε­τέ­λε­σε στη με­τα­μόρ­φω­ση του βι­βλίου σε κα­τα­να­λω­τι­κό α­γα­θό. Συ­μπί­πτουν, ό­μως, σε άλ­λες ε­πι­λο­γές, ό­πως στον χα­ρα­κτή­ρα της ω­ραίας, που βρί­σκει α­νοι­χτές, μα­ζί με τις αν­δρι­κές α­γκά­λες, και τις πόρ­τες υ­ψη­λών θέ­σεων, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των πα­νε­πι­στη­μια­κών ε­δρών. Επί­σης, ταυ­τί­ζο­νται στην πρό­κρι­ση ως α­φη­γη­τή ε­νός δη­μο­σιο­γρά­φου. Ο Πα­να­γιω­τό­που­λος προ­τι­μά­ει, ό­πως και στο προ­η­γού­με­νο μυ­θι­στό­ρη­μα, δυο αλ­λη­λο­κα­λυ­πτό­με­νες α­φη­γή­σεις. Ως δεύ­τε­ρο α­φη­γη­τή ε­πι­λέ­γει μια διορ­θώ­τρια κει­μέ­νων, που κρα­τά κρι­τι­κή στά­ση α­πέ­να­ντι στους υ­πό­λοι­πους της πα­ρέ­ας, έ­στω και αν βο­λεύε­ται με τις γνω­ρι­μίες τους. 
Ο Κάϊν, για πολ­λά ε­παί­ρε­ται, την πρώ­τη, ό­μως, θέ­ση κα­τέ­χει η βί­λα του, που προέ­κυ­ψε α­πό την α­να­στή­λω­ση δια­τη­ρη­τέ­ου μύ­λου. Εδώ βρί­σκε­ται η δεύ­τε­ρη εύ­στο­χη ε­πι­λο­γή του συγ­γρα­φέα. Για πλεί­στες ό­σες με­ταλ­λα­γές, που συ­νέ­βη­σαν στην Ελλά­δα, κά­νουν λό­γο οι ή­ρωες στο μυ­θι­στό­ρη­μα, αλ­λά μό­νο μια δεί­χνε­ται δια της πλο­κής. Κι αυ­τή εί­ναι η πο­λι­τι­στι­κή, ό­πως εκ­φρά­στη­κε με τις ε­πεμ­βά­σεις στο φυ­σι­κό και δο­μη­μέ­νο πε­ρι­βάλ­λον. Το βα­σι­κό, ό­μως, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της   εί­ναι, ό­τι συ­νι­στά τη μο­να­δι­κή με­ταλ­λα­γή που μπο­ρούν να διεκ­δι­κή­σουν, σχε­δόν κα­θ’ ο­λο­κλη­ρία, οι λε­γό­με­νοι κουλ­του­ριά­ρη­δες. Δι­κό τους κα­τόρ­θω­μα εί­ναι η κα­τα­στρα­τή­γη­ση της έν­νοιας του δια­τη­ρη­τέ­ου ε­ντός και ε­κτός ά­στεως, ώ­στε να προ­σαρ­μο­στεί η δια­τή­ρη­ση της πο­λι­τι­στι­κής κλη­ρο­νο­μιάς με το γού­στο και τις α­νέ­σεις τους. Ακό­μη και η ό­ψι­μη φρο­ντί­δα τους για τα πα­λαιά μο­νο­πά­τια δεν γί­νε­ται για το ελ­λη­νι­κό το­πίο, αλ­λά για τον πλου­τι­σμό τους μέ­σω του του­ρι­σμού. Ως πα­ρά­δειγ­μα, ο Πα­να­γιω­τό­που­λος ε­πι­λέ­γει έ­να μο­να­δι­κό θα­λάσ­σιο το­πίο α­πό τα Επτά­νη­σα, ό­που και έ­λα­βαν χώ­ρα τα πρώ­τα οι­κι­στι­κά ε­γκλή­μα­τα, ή­δη, α­πό τα πρώ­τα χρό­νια της Αλλα­γής. Τον Άγιο Νι­κή­τα της Λευ­κά­δας, που α­πό ψα­ρο­χώ­ρι με­τα­μορ­φώ­θη­κε σε του­ρι­στι­κό θέ­ρε­τρο. Ο συ­γκε­κρι­μέ­νος τό­πος προ­σφέ­ρε­ται και για έ­ναν ε­πι­πλέ­ον λό­γο. Έχει την “κρυ­φή” πα­ρα­λία του Μύ­λου, στην ο­ποία πη­γαί­νεις, ό­πως σε ό­λες τις “κρυ­φές” πα­ρα­λίες, με βαρ­κά­κι, αλ­λά και με μο­νο­πά­τι, α­νοιγ­μέ­νο στα βρά­χια, που την χω­ρί­ζουν α­πό την πα­ρα­λία του Αγίου Νι­κή­τα. Ο μύ­λος και το δύ­σβα­το μο­νο­πά­τι στο φρύ­δι του βρά­χου στά­θη­καν πρό­σφο­ρα στοι­χεία για το μα­γεί­ρε­μα του α­στυ­νο­μι­κού. 
Oλα αυ­τά τα γνω­ρί­ζει ο Κάϊν του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ό­μως, έ­χει τον τρό­πο να τα ε­ξω­ραΐζει, πεί­θο­ντας τους ντό­πιους, που, έ­τσι κι αλ­λιώς, τον ευ­γνω­μο­νούν για τα σε­μι­νά­ρια σε­να­ρίου, τα ο­ποία διορ­γα­νώ­νει στο νη­σί κά­θε κα­λο­καί­ρι με ευ­ρω­παϊκή υ­πο­στή­ρι­ξη. Εί­ναι η τρί­τη ι­διο­φυής ι­δέα του Πα­να­γιω­τό­που­λου, αν­τλη­μέ­νη α­πό την προ­σω­πι­κή του ε­μπει­ρία, κα­θώς, α­πό το 2003, δι­δά­σκει στα σε­μι­νά­ρια σε­να­ρίου, που γί­νο­νται στην Νί­συ­ρο. Για τις α­νά­γκες του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, με­τα­φέ­ρο­νται στον Άγιο Νι­κή­τα, που με­το­νο­μά­ζε­ται σε Και­νού­ριο. Στο τέ­ταρ­το κε­φά­λαιο, α­πό τα συ­νο­λι­κά 57 του βι­βλίου, α­νι­στο­ρεί­ται το πώς η πι­να­κί­δα του χω­ριού κα­τέ­λη­ξε να α­να­γρά­φει ΚΑΙΝ α­ντί για ΚΑΙ­ΝΟΥ­ΡΙΟ, που μπο­ρεί να δια­βα­στεί και Κάϊν, το ο­ποίο γερ­μα­νι­στί ση­μαί­νει το ο­μη­ρι­κό Ού­τις. Ένα ευ­ρη­μα­τι­κό ό­σο και πα­ρα­τρα­βηγ­μέ­νο λο­γο­παί­γνιο. Αν πά­σχει α­πό κά­τι το και­νού­ριο μυ­θι­στό­ρη­μα του Πα­να­γιω­τό­που­λου, αυ­τό εί­ναι η πλη­θώ­ρα ευ­ρη­μά­των και δα­νείων. Κυ­ρίως, α­πό το χώ­ρο του κι­νη­μα­το­γρά­φου, κα­θώς οι α­με­ρι­κα­νοί κα­θη­γη­τές των σε­μι­να­ρίων λαμ­βά­νο­νται αυ­τού­σιοι α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. 
Αδιά­κο­πα ει­ρω­νευό­με­νος ο συγ­γρα­φέ­ας, κλεί­νει συ­νε­χώς το μά­τι στον α­να­γνώ­στη, προ­σπα­θώ­ντας να κα­λύ­ψει μια τρια­κο­ντα­ε­τία. Η α­φή­γη­ση σταθ­μεύει στα δυο α­κραία χρο­νι­κά ση­μεία της, στα ο­ποία και μοι­ρά­ζε­ται ά­νι­σα. Μό­λις τέσ­σε­ρα κε­φά­λαια για τις δια­κο­πές της πα­ρέ­ας στο Και­νού­ριο, Ιού­λιο 1979, και έ­να πέ­μπτο για το κα­λο­καί­ρι του 1983. Σα­ρά­ντα για την εκ­δρο­μή της πα­ρέ­ας στο ί­διο μέ­ρος, του Αγίου Πνεύ­μα­τος, 5 με 8 Ιου­νίου 2009, ό­που το τε­τραή­με­ρο λό­γω ε­νός θα­νά­του ε­πι­μη­κύ­νε­ται. Υπάρ­χει, ω­στό­σο, μυ­θο­πλα­στι­κή συμ­με­τρία: μια ε­ρω­τι­κή συ­νεύ­ρε­ση και μια α­να­χώ­ρη­ση κλεί­νουν τα κε­φά­λαια του πα­ρελ­θό­ντος, ε­νώ μια α­πρό­σμε­νη συ­νά­ντη­ση και μια δεύ­τε­ρη α­να­χώ­ρη­ση του ί­διου προ­σώ­που, αλ­λά αυ­τή τη φο­ρά για τον Άλλο Κό­σμο, ε­κεί­να του πα­ρό­ντος. Κα­τά τα άλ­λα, σε έ­ξι κε­φά­λαια δί­νο­νται τα βιο­γρα­φι­κά των η­ρώων, τα ο­ποία μέ­νουν α­σύν­δε­τες πα­ράλ­λη­λες ι­στο­ρίες. Ού­τε το πώς προέ­κυ­ψε η ε­φη­βι­κή πα­ρέα μα­θαί­νου­με, ού­τε λε­πτο­μέ­ρειες για τις σχέ­σεις τους, πέ­ραν των ε­ρω­τι­κών. Πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πα­σχο­λούν οι γε­νι­κό­τε­ρης φύ­σεως αλ­λα­γές, που α­να­πτύσ­σο­νται στις συ­ζη­τή­σεις των άλ­λο­τε πο­τέ ε­φή­βων του ’79 με τους κα­θη­γη­τές ή και τους μό­νι­μους του­ρί­στες. 
Τε­λι­κά, ό­πως ο Κα­ρα­γιάν­νης, έ­τσι και ο Πα­να­γιω­τό­που­λος, τη γε­νιά του προ­σπα­θεί να α­πε­νο­χο­ποιή­σει. Ο πρώ­τος την α­πο­κα­λεί  “χα­μέ­νη γε­νιά”. Ο δεύ­τε­ρος, α­ντί­στοι­χα, κά­νει λό­γο για τον “φό­νο” του Άβελ. Με άλ­λα λό­για, για να τη λυ­τρώ­σει ε­ξι­δα­νι­κεύει  πρό­σω­πα, που κι­νή­θη­καν στο πε­ρι­θώ­ριο χω­ρίς πο­τέ να κρα­τή­σουν μπα­γκέ­τα πρώ­του μαέ­στρου στις με­τα­πο­λι­τευ­τι­κές πα­ρα­χορ­δίες. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 27/1/2013.

Αθήνα και πάλι Αθήνα

$
0
0


















Η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας, άλλοτε Κηφισίας, στη συμβολή της με την οδό Κουμπάρη, σε φωτογραφία της δεκαετίας του 1920. Δεξιά, στον αριθμό 17 της Βασ. Σοφίας, η οικία Χαροκόπου-Εμμανουήλ Μπενάκη (σήμερα Μουσείο Μπενάκη), έργο του αρχιτέκτονα Αναστάση Μεταξά. Δίπλα, στον αριθμό 15, η οικία Ράλλη-Σκαραμαγκά (πιθανόν έργο του Αριστοτέλη Ζάχου), είναι από τα τελευταία μέγαρα που κτίστηκαν στην οδό Βασ. Σοφίας. Κατεδαφίσθηκε το 1955 και στη θέση του κτίστηκε πολυώροφο κτήριο, που στεγάζει σήμερα το Υπουργείο Εσωτερικών.

Θα­νά­σης Γιο­χά­λας -
Τό­νια Κα­φετ­ζά­κη 
«Αθή­να 
Ιχνη­λα­τώ­ντας την πό­λη  
με ο­δη­γό την ι­στο­ρία
και τη λο­γο­τε­χνία» 
Εκδό­σεις Βι­βλιο­πω­λείον
της Εστίας 
Δε­κέμ­βριος 2012

Εί­ναι δύ­σκο­λος ο ει­δο­λο­γι­κός χα­ρα­κτη­ρι­σμός ε­νός βι­βλίου, ό­πως αυ­τό που συ­νέ­θε­σαν ο Θα­νά­σης Γιο­χά­λας και η Τό­νια Κα­φετ­ζά­κη για την πό­λη της Αθή­νας, α­ξιο­ποιώ­ντας έ­να ποι­κι­λό­μορ­φο και πλού­σιο σε πλη­ρο­φο­ρίες υ­λι­κό. Δεν θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ο­δη­γός της πό­λης, πα­ρό­λο που η δο­μή του κα­τά πε­ριο­χή το ε­ντάσ­σει, εκ πρώ­της ό­ψεως, στους ο­δη­γούς. Στο τε­λι­κό α­πο­τέ­λε­σμα, ό­μως, υ­πε­ρι­σχύει η α­νά­πτυ­ξη των ε­πί μέ­ρους ε­νο­τή­των υ­πό τη μορ­φή λημ­μά­των, που  το φέρ­νει πλη­σιέ­στε­ρα σε έ­ναν τύ­πο ε­γκυ­κλο­παι­δι­κού λε­ξι­κού της πό­λης. Άλλω­στε, τη χρή­ση του βι­βλίου ως ο­δη­γού τη δυ­σχε­ραί­νει το με­γά­λο σχή­μα του και η α­που­σία χαρ­το­γρα­φι­κής ει­κό­νας των συ­νοι­κιών, που δεν υ­πο­κα­θί­στα­ται α­πό την α­να­φο­ρά των ο­δών που τις πε­ρι­κλείουν. Ιδιαί­τε­ρα ό­ταν πρό­κει­ται για τους σκο­λιούς δρο­μί­σκους των πα­λαιών, ε­ξα­φα­νι­σμέ­νων σή­με­ρα, του­λά­χι­στον κα­τ’ ό­νο­μα, συ­νοι­κιών.  
    Αλλά ού­τε για με­λέ­τη πρό­κει­ται, κα­θώς, σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, α­παι­τεί­ται, πέ­ραν της συ­γκέ­ντρω­σης του υ­λι­κού, πρω­το­γε­νής έ­ρευ­να και έ­λεγ­χος της α­ξιο­πι­στίας των πη­γών, ι­δίως των πιο πρό­σφα­των. Εί­ναι γνω­στή η τά­ση των νεό­τε­ρων α­θη­ναιο­γρά­φων να ε­πι­λέ­γουν το πα­ρά­δο­ξο πε­ρι­στα­τι­κό και να κα­τα­φεύ­γουν στην κα­θ’ υ­περ­βο­λήν πε­ρι­γρα­φή του, ε­πι­διώ­κο­ντας μάλ­λον τον ε­ντυ­πω­σια­σμό. Από την άλ­λη, ο πλού­τος των α­φη­γή­σεων για το κλει­νόν ά­στυ εί­ναι τό­σο με­γά­λος, που αυ­τή η α­φθο­νία α­πο­τε­λεί μάλ­λον δυ­σχε­ρα­ντι­κό πα­ρά βο­η­θη­τι­κό στοι­χείο. Γι’ αυ­τό και χρειά­ζε­ται προ­σε­κτι­κό ξε­διά­λεγ­μα ε­κεί­νων των ψη­φί­δων, που με την συ­νέ­νω­σή τους θα δώ­σουν γνή­σια ει­κό­να των πα­λαιό­τε­ρων ό­ψεων της πό­λης και ό­χι μια με­τα­γε­νέ­στε­ρη α­ντα­νά­κλα­ση. Εκεί­νο α­πό το ο­ποίο κιν­δυ­νεύει έ­να πα­ρό­μοιο εγ­χεί­ρη­μα εί­ναι ο α­να­γνώ­στης να το α­ντι­με­τω­πί­σει σαν έ­να παι­χνί­δι ε­ρω­τα­πα­ντή­σεων, ό­πως το “trivial pursuit”, που ήρ­θε προ­σφά­τως α­πό την α­με­ρι­κα­νι­κή ή­πει­ρο και πο­λύ α­γα­πή­θη­κε. Προς τα ε­κεί, μά­λι­στα, έ­γει­ρε η δη­μο­σιο­γρα­φι­κή υ­πο­δο­χή του βι­βλίου.  
Εί­ναι το πρώ­το βι­βλίο των δυο συγ­γρα­φέων για την Αθή­να. Κερ­κυ­ραίος ο Γιο­χά­λας, γνώ­ρι­σε την πό­λη ως φοι­τη­τής στα πρώ­τα χρό­νια της Με­τα­πο­λί­τευ­σης. Από την ί­δια ε­πο­χή εί­ναι και οι πρώ­τες ε­ντυ­πώ­σεις της Κα­φετ­ζά­κη, αυ­τή Αθη­ναία αλ­λά αρ­κε­τά νεό­τε­ρη. Όπως α­να­φέ­ρουν στον πρό­λο­γο, χω­ρίς μνή­μες α­πό την Αθή­να πα­λαιό­τε­ρων δε­κα­ε­τιών, συν­θέ­τουν τις δια­δο­χι­κές ει­κό­νες της α­πό τις προ­σι­τές σε αυ­τούς ψη­φί­δες. Αυ­τό προσ­δί­δει μια κα­θο­ρι­στι­κή χροιά στο πό­νη­μά τους. Για πα­ρά­δειγ­μα, η Ομορ­φο­κ­κλη­σιά της συλ­λο­γι­κής μνή­μης α­να­φέ­ρε­ται ως η Όμορ­φη Εκκλη­σιά των σχε­τι­κών με­λε­τών. Ή, α­κό­μη, για να δο­θεί η α­τμό­σφαι­ρα στη γει­το­νιά του Κυ­πριά­δη, ε­πι­λέ­γε­ται α­πό­σπα­σμα α­πό το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα της Ιωάν­νας Κα­ρυ­στιά­νη, «Τα σακ­κιά», που δεν προϊδεά­ζει για την ι­διαι­τε­ρό­τη­τα αυ­τής της μο­να­δι­κής κά­πο­τε κη­πού­πο­λης και θα μπο­ρού­σε να α­να­φέ­ρε­ται σε μια ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λη συ­νοι­κία με ο­δω­νύ­μια ο­νό­μα­τα ποιη­τών. Κα­τά τα άλ­λα, οι νεό­τε­ρες πη­γές συ­χνά συμ­φύ­ρουν λά­θη, ό­πως, λ.χ., το ό­τι αυ­τή η πρώ­τη κη­πού­πο­λη δη­μιουρ­γή­θη­κε στο Με­σο­πό­λε­μο α­πό τον ε­πι­χει­ρη­μα­τία Μί­νωα Κυ­πριά­δη. Εκεί­νος, ό­μως, την εί­χε α­γο­ρά­σει στα τέ­λη του 19ου και αρ­χές του Με­σο­πο­λέ­μου, εί­χε πε­θά­νει. Στο Με­σο­πό­λε­μο, την δη­μιούρ­γη­σε ο αρ­χι­τέ­κτο­νας γιος του, Επα­μει­νών­δας Κυ­πριά­δης. 
Πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος συγ­γρα­φέ­ας και ε­ρα­σι­τέ­χνης ι­στο­ριο­δί­φης της Αθή­νας εί­ναι ο Γιο­χά­λας, σύμ­φω­να με το βιο­γρα­φι­κό του. Ενώ, για την Κα­φετ­ζά­κη εί­ναι το δεύ­τε­ρο βι­βλίο, με­τά την προ δε­κα­ε­τίας με­λέ­τη της «Προ­σφυ­γιά και λο­γο­τε­χνία. Ει­κό­νες του Μι­κρα­σιά­τη πρό­σφυ­γα στη με­σο­πο­λε­μι­κή πε­ζο­γρα­φία». Ίσως, αν έ­φτια­χνε μό­νη της το βι­βλίο της Αθή­νας, να α­κο­λου­θού­σε την ί­δια με­θο­δο­λο­γία. Δη­λα­δή, να α­να­ζη­τού­σε τις ει­κό­νες της πό­λης στη λο­γο­τε­χνία και να συ­νέ­θε­τε μια λο­γο­τε­χνι­κή πε­ρι­διά­βα­ση, ό­πως ε­κεί­νη που πρό­τει­νε προ τριε­τίας η συ­νο­μή­λι­κή της Δώ­ρα Μέ­ντη, «Η Αθή­να α­πό τον 19ο στον 20ο αιώ­να. Μια λο­γο­τε­χνι­κή πε­ρι­διά­βα­ση α­πό την πα­λιά ως τη ση­με­ρι­νή ει­κό­να της πό­λης». Αντ’ αυ­τής, στο βι­βλίο, που συ­νυ­πο­γρά­φει, προ­τάσ­σε­ται η πε­ριή­γη­ση στην πό­λη και σαν προ­σθή­κη –στα ε­κτε­νή λήμ­μα­τα και ό­ταν η ε­πο­πτεία των συγ­γρα­φέων το ε­πι­τρέ­πει– έρ­χε­ται ο “λο­γο­τε­χνι­κός πε­ρί­πα­τος”.  
Αυ­τός ο “πα­ράλ­λη­λος” πε­ρί­πα­τος δια­φέ­ρει α­πό ε­κεί­νον της Μέ­ντη. Κα­τ’ αρ­χάς, δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στα λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να, αλ­λά α­πλώ­νε­ται και σε α­να­γνώ­σμα­τα, ό­πως τα α­στυ­νο­μι­κά του Γιάν­νη Μα­ρή, τα βι­βλία του Δη­μή­τρη Ψα­θά, τα πα­λαιό­τε­ρα μπε­στ σέ­λερ του Φρέ­ντυ Γερ­μα­νού και της Λι­λής Ζω­γρά­φου, ή και κά­ποια πρό­σφα­τα, κα­θώς το μυ­θι­στό­ρη­μα της Ελέ­νης Πριο­βό­λου, που δια­κρί­θη­κε με το Βρα­βείο των Ανα­γνω­στών. Όσο για το λο­γο­τε­χνι­κό­τε­ρο τμή­μα του “πε­ρι­πά­του”, αυ­τό, σε σύ­γκρι­ση με το αν­θο­λό­γη­μα της Μέ­ντη, εί­ναι μι­κρό­τε­ρης έ­κτα­σης, κα­θώς οι μνη­μο­νευό­με­νοι συγ­γρα­φείς εί­ναι πε­ρί­που κα­τά δυο τρί­τα λι­γό­τε­ροι. Τα πα­ρα­θέ­μα­τα εί­ναι κυ­ρίως α­πό τα πε­ζά των πα­λαιό­τε­ρων, στα ο­ποία προ­στί­θε­νται και λι­γο­στές α­φη­γή­σεις των ε­πι­φα­νέ­στε­ρων της γε­νιάς του Με­σο­πο­λέ­μου, με προ­ε­ξάρ­χο­ντες τον Θε­ο­το­κά και τον Μυ­ρι­βή­λη. Ου­σια­στι­κά α­που­σιά­ζουν, ε­κτός α­πό δυο τρεις ε­ξαι­ρέ­σεις, ό­πως ο Μ. Κου­μα­ντα­ρέ­ας ή ο Κ. Τα­χτσής, οι με­τα­πο­λε­μι­κοί πε­ζο­γρά­φοι, που οι α­φη­γή­σεις τους θα μπο­ρού­σαν να πλου­τί­σουν τις πιο πρό­σφα­τες ει­κό­νες της πό­λης. Η ου­σια­στι­κή, ό­μως, δια­φο­ρο­ποίη­ση ε­ντο­πί­ζε­ται στην κυ­ριαρ­χία της α­φή­γη­σης. Λι­γό­τε­ροι οι ποιη­τές αλ­λά και α­πό αυ­τούς, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι αν­θο­λο­γού­νται με α­πο­σπά­σμα­τα α­πό τα πε­ζά τους κεί­με­να.  
Με μια μο­να­δι­κή ε­ξαί­ρε­ση, τον Γεώρ­γιο Σου­ρή. Οι στί­χοι του, με τον Φα­σου­λή, τον Πε­ρι­κλέ­το και τον Ρω­μηό, έρ­χο­νται ως διάν­θι­σμα και ε­πω­δός πολ­λών λημ­μά­των, προ­σθέ­το­ντας φαι­δρούς τό­νους, κά­πο­τε ι­διαί­τε­ρα ται­ρια­στούς με τη ση­με­ρι­νή κα­τά­στα­ση της πό­λης. Δί­κην πα­ρα­δείγ­μα­τος, προ 130 ε­τών, δη­μο­σιεύο­νται οι στί­χοι: «Χαί­ρε, λοι­πόν, Αθή­να μου, με ό­λη σου τη βρώ­μα, // Χαί­ρε, ω γη των ψο­φι­μιών και των ου­ρο­δο­χείων, // Χαί­ρε, ω πό­λις βρω­με­ρών και λυσ­σα­σμέ­νω σκύ­λων, // Χαί­ρε, ω πό­λις τε­μπε­λιάς, βλα­κείας και μα­λά­κας...». Δυ­στυ­χώς, ο δαί­μων του τυ­πο­γρα­φείου πα­ρεμ­βαί­νει στη μνη­μό­νευ­ση της προ­το­μής του στον κα­τά­λο­γο των γλυ­πτών του Ζαπ­πείου, ό­που α­να­φέ­ρε­ται ό­τι αυ­τή το­πο­θε­τή­θη­κε το 1934. Συ­γκε­κρι­μέ­να, δε­κα­τρία χρό­νια με­τά θά­να­τον, στις 12 Μαΐου 1932, έ­γι­ναν τα α­πο­κα­λυ­πτή­ρια, με τους ε­πι­σή­μους σε α­παρ­τία και τη Φι­λαρ­μο­νι­κή του Δή­μου να α­να­κρούει τον Εθνι­κό Ύμνο. Αλλά και στο λήμ­μα του Πρώ­του Νε­κρο­τα­φείου, τον λη­σμο­νούν, πα­ρό­λο που η προ­το­μή του, α­πό τα κα­λύ­τε­ρα έρ­γα του Νι­κο­λά­ου Γεωρ­γα­ντή, συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στα α­ξιό­λο­γα τα­φι­κά μνη­μεία του Νε­κρο­τα­φείου.  
Κα­τά τα άλ­λα, και αυ­τό το “α­φή­γη­μα” της Αθή­νας, α­πό την Αθή­να ως πρω­τεύου­σα του νε­ο­σύ­στα­του ελ­λη­νι­κού κρά­τους ξε­κι­νά­ει και φθά­νει μέ­χρι σή­με­ρα. Για την πλη­ρό­τη­τα ε­νός ο­δη­γού, προ­στί­θε­ται έ­να πρώ­το κε­φά­λαιο σύ­ντο­μης α­να­δρο­μής στην ι­στο­ρία της πό­λης και πα­ράρ­τη­μα για μια πλη­ρέ­στε­ρη πα­ρου­σία­ση του Δή­μου Αθη­ναίων. Στο ει­σα­γω­γι­κό κε­φά­λαιο, η “λο­γο­τε­χνι­κή πε­ρι­διά­βα­ση” πρω­το­τυ­πεί, αν­θο­λο­γώ­ντας για την πε­ρίο­δο των Τριά­κο­ντα Τυ­ράν­νων α­πό­σπα­σμα α­πό «Το μυ­θι­στό­ρη­μα του Ξε­νο­φώ­ντος» του Τά­κη Θε­ο­δω­ρό­που­λου, ε­νώ, για την Αθή­να με­τά τον Β΄ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, στί­χους του Σου­ρή. Ο κυ­ρίως κορ­μός του βι­βλίου α­φιε­ρώ­νε­ται σε δέ­κα πε­ριο­χές της πό­λης, ό­που η σει­ρά πα­ρά­τα­ξης ο­ρί­ζε­ται α­πό τη χρο­νι­κή πα­ρά­με­τρο. Κα­τά κά­ποιο τρό­πο, α­κο­λου­θεί τις με­τα­το­πί­σεις “της καρ­διάς της πό­λης”, α­πό την πα­λαιά πό­λη και τις συ­νοι­κίες γύ­ρω α­πό την Ακρό­πο­λη στο πρώ­το ε­μπο­ρι­κό κέ­ντρο και τη Νεά­πο­λη. Έπο­νται το ά­νοιγ­μα της πό­λης προς τον Πει­ραιά και α­ντί­στοι­χα, προς τα Φά­λη­ρα, τον Υμητ­τό και τα Πα­τή­σια. Όσο πα­λαιό­τε­ρη η πε­ριο­χή, τό­σο υ­πε­ρι­σχύει η α­φή­γη­ση και πε­ριο­ρί­ζε­ται ο λε­ξι­κο­γρα­φι­κός χα­ρα­κτή­ρας. Σε αυ­τό συμ­βάλ­λει ο μα­κρύ­τε­ρος και πιο ε­πί­λε­κτος λο­γο­τε­χνι­κός πε­ρί­πλους. Μπο­ρεί στην κα­το­πι­νή Αθή­να να μνη­μο­νεύο­νται τό­ποι συ­νά­ντη­σης, ό­πως κα­φε­νεία και τα πρώ­τα α­στι­κά ή και λο­γο­τε­χνι­κά σα­λό­νια, αλ­λά η α­να­φο­ρά ό­σων με­τεί­χαν σε αυ­τά με την πα­ρά­θε­ση ο­νο­μα­στι­κών κα­τα­λό­γων, χω­ρίς α­ντί­στοι­χη α­ξιο­ποίη­ση των λο­γο­τε­χνι­κών κει­μέ­νων, α­πο­δυ­να­μώ­νει αυ­τό το κομ­μά­τι.  
Στη μνη­μό­νευ­ση βιο­γρα­φι­κών στοι­χείων συγ­γρα­φέων και καλ­λι­τε­χνών, θα α­να­με­νό­ταν, πα­ρά τον α­να­γκα­στι­κά ε­πι­λε­κτι­κό της χα­ρα­κτή­ρα, να υ­πάρ­χει μέ­ρι­μνα για μια πιο συ­στη­μα­τι­κή α­να­φο­ρά. Για πα­ρά­δειγ­μα, ε­νώ α­να­φέ­ρο­νται οι δυο δια­δο­χι­κές κα­τοι­κίες Κα­ρα­γά­τση, δεν κα­τα­γρά­φο­νται οι α­ντί­στοι­χες του Τερ­ζά­κη, πα­ρό­λο που βρί­σκο­νται στις ί­διες συ­νοι­κίες. Τον δεύ­τε­ρο τον α­δί­κη­σε και ο δαί­μων του τυ­πο­γρα­φείου, αλ­λά­ζο­ντας το έ­τος του θα­νά­του του. Επί­σης, μια κά­πως α­ξιο­λο­γι­κή κα­τα­γρα­φή θα χρεια­ζό­ταν στα ερ­γα­στή­ρια καλ­λι­τε­χνών και τους διά­φο­ρους ε­παγ­γελ­μα­τι­κούς χώ­ρους. Τό­σα γλυ­πτά του Θω­μά Θω­μό­που­λου α­να­φέ­ρο­νται, θα μπο­ρού­σε να μνη­μο­νεύε­ται και το ερ­γα­στή­ριό του, ό­πως και κά­ποιων νεό­τε­ρων.  
Ση­μα­ντι­κό­τε­ρα τα υ­πάρ­χο­ντα ερ­γα­στή­ρια, ό­πως της Να­τα­λίας Με­λά στην πά­ρο­δο της ο­δού Ηρώ­δου Αττι­κού, την ο­δό Μου­ρού­ζη. Σε αυ­τήν, ο Οδη­γός α­να­φέ­ρει την Πυ­ρο­σβε­στι­κή Υπη­ρε­σία και το Μου­σείο-Αρχείο της Ε.Ρ.Τ., αλ­λά λη­σμο­νεί το Σπου­δα­στή­ριο Νέ­ου Ελλη­νι­σμού, ό­που στε­γά­ζο­νται τα Αρχεία Κ. Θ. Δη­μα­ρά και Γ. Π. Σαβ­βί­δη, και, στην α­πέ­να­ντι πλευ­ρά του δρό­μου, το ερ­γα­στή­ριο της Με­λά α­πό τη δε­κα­ε­τία του ’40. Η κα­η­μέ­νη η Με­λά κα­τα­χω­ρεί­ται στο Ευ­ρε­τή­ριο μα­ζί με τη συ­νο­νό­μα­τη για­γιά της, την Να­τα­λία Δρα­γού­μη-Με­λά. Από την Βι­βλιο­νέτ μέ­χρι τα Ευ­ρε­τή­ρια, οι συ­νο­νό­μα­τοι φαί­νε­ται ό­τι εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νοι να συ­στε­γά­ζο­νται. Ύστε­ρα, δεν υ­πήρ­ξαν μό­νο δυο φω­το­γρα­φεία στην Αθή­να. Μπο­ρεί του Φί­λιπ­που Μαρ­γα­ρί­τη να στά­θη­κε το πρώ­το της πό­λης και ε­κεί­νο του Γεωρ­γίου Μπού­κα, έ­να α­πό τα γνω­στά του Με­σο­πο­λέ­μου, αλ­λά υ­πήρ­χαν και άλ­λα ε­ξί­σου διά­ση­μων φω­το­γρά­φων. Για πα­ρά­δειγ­μα, κα­τά τον 19ο αιώ­να, στην ο­δό Ερμού βρί­σκο­νταν τα φω­το­γρα­φεία του Πέ­τρου Μω­ραΐτη, των Αδελ­φών Ρω­μαΐδη και στο Με­σο­πό­λε­μο, ε­κεί­νο της Nelly’s. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως,  η φω­το­γρα­φία ε­ξω­φύλ­λου εί­ναι του Μω­ραΐτη, αλ­λά, στο βι­βλίο, α­να­φέ­ρε­ται μό­νο ο συ­νο­νό­μα­τός του γλύ­πτης, δη­μιουρ­γώ­ντας σύγ­χυ­ση.  
Εδώ, ό­μως, θα πρέ­πει να στα­μα­τή­σου­με τις ε­πι­μέ­ρους πα­ρα­τη­ρή­σεις. Όταν το βι­βλίο εί­ναι έ­τοι­μο, εύ­κο­λα α­σκεί­ται κρι­τι­κή. Το δύ­σκο­λο εί­ναι να στή­σεις έ­να πα­ρό­μοιο βι­βλίο. Υπήρ­χαν του­ρι­στι­κοί ο­δη­γοί, “λο­γο­τε­χνι­κές πε­ρι­δια­βά­σεις”, βι­βλία για ε­πι­μέ­ρους συ­νοι­κίες, α­κό­μη και βι­βλία με πε­ρι­πά­τους σε ο­λό­κλη­ρη την πε­ριο­χή του κέ­ντρου της Αθή­νας, ό­πως του Διο­νύ­ση Ηλιό­που­λου, «Εν Αθή­ναις, Κά­πο­τε... Η Πό­λις και οι Δρό­μοι της διη­γού­νται την Ιστο­ρία τους», που έ­χει πα­ρα­πλή­σια με το πρό­σφα­το δο­μή, ω­στό­σο έ­λει­πε ο με­θο­δι­κός και ε­παυ­ξη­μέ­νος συν­δυα­σμός, που να προ­σφέ­ρει πλού­το πλη­ρο­φο­ριών και να δια­θέ­τει α­φη­γη­μα­τι­κή γλα­φυ­ρό­τη­τα. Κι αυ­τό το κα­τόρ­θω­σαν οι δυο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νοι ι­στο­ριο­δί­φες της Αθή­νας.  

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 3/2/2013.


Με ένα βιβλίο ξεχνιέμαι

$
0
0


Δεν εί­ναι κα­λή ι­δέα, ού­τε και συ­νη­θί­ζε­ται, έ­νας κρι­τι­κός να σχο­λιά­ζει τα δη­μο­σιεύ­μα­τα άλ­λων κρι­τι­κών, χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει ό­τι η κρι­τι­κή της κρι­τι­κής δεν θα μπο­ρού­σε να α­πο­βεί ω­φέ­λι­μη και για τις δυο πλευ­ρές. Εμείς, πά­ντως, δεν θα α­πο­τολ­μή­σου­με κά­τι πα­ρό­μοιο, για­τί γνω­ρί­ζου­με εξ ι­δίων πό­σο δυ­σα­ρε­στούν α­κό­μη και οι πιο κα­λο­προ­αί­ρε­τες με ε­παρ­κή ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία κρί­σεις. Θα α­να­φερ­θού­με σε δυο συ­γκε­κρι­μέ­νες ε­πι­σκο­πή­σεις της λο­γο­τε­χνίας του 2012. Εί­ναι της Ελι­σά­βετ Κοτ­ζιά και του Δη­μο­σθέ­νη Κούρ­το­βικ. Και αυ­τό ό­χι για να κρί­νου­με τις ε­πι­λο­γές τους, αλ­λά για­τί μας βο­η­θούν να ε­πι­ση­μά­νου­με ο­ρι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και να δια­τυ­πώ­σου­με κά­ποιες α­πο­ρίες.

Πα­ρή­γο­ρες δια­πι­στώ­σεις

Η Κοτ­ζιά, στην ε­πι­σκό­πη­ση του πε­ρα­σμέ­νου έ­τους, με τον τίτ­λο, «Η λο­γο­τε­χνία ά­ντε­ξε και το 2012», ξε­κι­νώ­ντας α­πό την τεκ­μη­ρίω­ση, ό­τι οι ελ­λη­νι­κοί τίτ­λοι μυ­θι­στο­ρη­μά­των, συ­νυ­πο­λο­γι­ζό­με­νων εκ­δό­σεων, ε­πα­νεκ­δό­σεων και η­λεκ­τρο­νι­κών εκ­δό­σεων, έ­φθα­σαν στο 2012 τους 519, έ­να­ντι 508 του προ­η­γού­με­νου έ­τους και 401 του 2009, συ­μπε­ραί­νει ό­τι η “λο­γο­τε­χνία δια­θέ­τει πα­ρη­γο­ρη­τι­κή δρά­ση”. Για να συ­νε­χί­σει με την δια­πί­στω­ση, ό­τι “η ε­ξω­τε­ρι­κή ει­κό­να της λο­γο­τε­χνι­κής ζωής μοιά­ζει να μην έ­χει αγ­γι­χτεί α­πό την κρί­ση”, α­φού, ε­κτός α­πό “πλού­σια συ­γκο­μι­δή τίτ­λω­ν”, υ­πάρ­χουν “βρα­βεία, πε­ριο­δι­κά, βι­βλιο­κρι­σίες και βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις”. Απο­ρού­με με αυ­τές τις αι­σιό­δο­ξες δια­πι­στώ­σεις. Εμείς, α­ντι­θέ­τως, έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι, σε ό­λους τους το­μείς, τα λί­γα γί­νο­νται α­κό­μη λι­γό­τε­ρα. 
Τα πέ­ντε λο­γο­τε­χνι­κά βρα­βεία ευ­ρύ­τε­ρης α­να­γνώ­ρι­σης, τα ο­ποία α­πο­νέ­μο­νται σε ε­τή­σια βά­ση (Κρα­τι­κά, Ακα­δη­μίας Αθη­νών, του πε­ριο­δι­κού «Δια­βά­ζω», το «Athens Literature Prize» του πε­ριο­δι­κού «(δέ)κα­τα», το «Βρα­βείο των Ανα­γνω­στών» του Ε.ΚΕ.ΒΙ.),  φαί­νε­ται ό­τι θα μεί­νουν τρία, α­φού το πε­ριο­δι­κό «Δια­βά­ζω» στα­μά­τη­σε την κυ­κλο­φο­ρία του και το Ε.ΚΕ.ΒΙ. κα­ταρ­γή­θη­κε. Του­λά­χι­στον τρία μα­κρό­βια λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά («Δια­βά­ζω», «Η Λέ­ξη», «Το Πλα­νό­διον») διέ­κο­ψαν την κυ­κλο­φο­ρία τους και δυο («Νέα Εστία», «Νέα Ευ­θύ­νη») μείω­σαν τη συ­χνό­τη­τα κυ­κλο­φο­ρίας τους. Όσο για τις βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις, έ­τσι ό­πως γί­νο­νται, κα­θί­στα­ται ό­λο και δυ­σχε­ρέ­στε­ρος ο δια­χω­ρι­σμός τους α­πό τις δια­φη­μι­στι­κές κα­τα­χω­ρή­σεις. Απο­μέ­νουν οι βι­βλιο­κρι­σίες, ό­που θα πρέ­πει, πριν α­να­φερ­θού­με στην πυ­κνή ή ό­χι πα­ρου­σία τους, να συμ­φω­νή­σου­με για την αμ­φι­λε­γό­με­νη διά­κρι­ση α­νά­με­σα στην κρι­τι­κή και την πα­ρου­σία­ση. Αν, πά­ντως, πά­ρου­με ως έ­να πρώ­το κρι­τή­ριο τον συ­στη­μα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα τους, συ­νή­θως σε ε­παγ­γελ­μα­τι­κή βά­ση, τό­τε πε­ριο­ρι­ζό­μα­στε στις μό­νι­μες στή­λες ε­φη­με­ρί­δων και πε­ριο­δι­κών. Αυ­τές, ό­μως, ό­χι μό­νο δεν πλη­θαί­νουν, αλ­λά τεί­νουν να ε­κλεί­ψουν, ύ­στε­ρα α­πό την κα­τάρ­γη­ση ή και συρ­ρί­κνω­ση των βι­βλια­κών έν­θε­των στις ε­φη­με­ρί­δες, ό­πως και τη δια­κο­πή έκ­δο­σης λο­γο­τε­χνι­κών πε­ριο­δι­κών, που έ­δι­ναν βά­ρος στην πα­ρου­σία­ση βι­βλίων. Ανά­με­σα στις α­πώ­λειες εί­ναι και ε­κεί­νη της ε­βδο­μα­διαίας στή­λης της ί­διας της Κοτ­ζιά στην ε­φη­με­ρί­δα «Η Κα­θη­με­ρι­νή», κα­θώς και η α­ραιό­τε­ρη δη­μο­σίευ­ση της σε­λί­δας βι­βλιο­κρι­τι­κής του Κούρ­το­βικ στο «Βι­βλιο­δρό­μιο», το βι­βλια­κό έν­θε­το της ε­φη­με­ρί­δας «Τα Νέ­α».

Στο ό­νο­μα της κρί­σης

Η συρ­ρί­κνω­ση του συ­γκε­κρι­μέ­νου έν­θε­του, που ή­ταν το πρώ­το που ξε­κί­νη­σε και α­κο­λού­θη­σαν τα «Βι­βλία» του «Βή­μα­τος» και η «Βι­βλιο­θή­κη» της «Ελευ­θε­ρο­τυ­πίας», γί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο αι­σθη­τή, έ­τσι ό­πως έ­μει­νε νε­κρο­ζώ­ντα­νο να φθί­νει. Δεν μειώ­θη­καν μό­νο οι σε­λί­δες του. Έχα­σε τη φυ­σιο­γνω­μία του και σε αυ­τό συ­νέ­τει­νε η α­πο­μά­κρυν­ση δυο βα­σι­κών συ­ντα­κτών. Κα­τ’ αρ­χάς, α­πο­χώ­ρη­σε η Μι­κέ­λα Χαρ­του­λά­ρη, που εί­χε α­πό την αρ­χή την ευ­θύ­νη για την κα­τάρ­τι­σή του, κρα­τώ­ντας η ί­δια την τε­λευ­ταία σε­λί­δα, ό­που πα­ρου­σία­ζε γεν­ναιό­δω­ρα και σχε­δόν κα­τά α­πο­κλει­στι­κό­τη­τα τα και­νού­ρια βι­βλία ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας. Ταυ­τό­χρο­να, στα­μά­τη­σε να δη­μο­σιεύει ο Κώ­στας Γεωρ­γου­σό­που­λος. Κα­τά την ε­κτί­μη­σή μας, η α­που­σία του συ­νο­λι­κά α­πό την ε­φη­με­ρί­δα α­πο­τε­λεί με­γά­λη α­πώ­λεια για τις πο­λι­τι­στι­κές σε­λί­δες εν γέ­νει του Τύ­που. Με την ε­βδο­μα­διαία σε­λί­δα θε­α­τρι­κής κρι­τι­κής, τη σε­λί­δα στο «Βι­βλιο­δρό­μιο» και τα μο­νό­στη­λα, ή­ταν η πιο δυ­να­μι­κή και ω­φέ­λι­μη, ι­δίως για νεό­τε­ρους α­να­γνώ­στες, πα­ρέμ­βα­ση στον κα­θη­με­ρι­νό Τύ­πο. Ο συν­δυα­σμός κρι­τι­κής ο­ξυ­δέρ­κειας και ευ­ρύ­τε­ρης γνώ­σης λο­γο­τε­χνι­κού και θε­α­τρι­κού λό­γου, έ­τσι ό­πως εν­δυ­να­μώ­νο­νταν α­πό την ε­πί τέσ­σε­ρις δε­κα­ε­τίες πα­ρα­κο­λού­θη­ση του γη­γε­νούς θεά­τρου αλ­λά και συ­νο­λι­κά του πνευ­μα­τι­κού βίου, κα­τέ­λη­γε σε έ­να στέ­ρεο φράγ­μα για τις με­τα­μο­ντερ­νί­στι­κες και γε­νι­κό­τε­ρες υ­περ­βο­λές. Εμείς, α­πό τη θέ­ση του α­να­γνώ­στη, α­δυ­να­τού­με να α­ντι­λη­φθού­με τη στρα­τη­γι­κή των αν­θρώ­πων που δια­χει­ρί­ζο­νται τις τύ­χες των ε­φη­με­ρί­δων. Πολ­λά γί­νο­νται εν ο­νό­μα­τι της κρί­σης, αλ­λά, προ­φα­νώς, ό­χι λό­γω αυ­τής, α­φού δεν εί­ναι λί­γες οι πε­ρι­πτώ­σεις, που η α­πο­μά­κρυν­ση συ­ντα­κτών και η α­πί­σχναν­ση έν­θε­των δεν συ­ντε­λεί­ται με οι­κο­νο­μι­κά κρι­τή­ρια.

519 τίτ­λοι

Και ε­πα­νερ­χό­μα­στε στην ε­πι­σκό­πη­ση της Κοτ­ζιά. Κα­λή εί­ναι η αι­σιο­δο­ξία, αλ­λά για να α­πο­βεί ε­ποι­κο­δο­μη­τι­κή, θα πρέ­πει να ξε­κι­νά­ει α­πό την πα­ρα­τή­ρη­ση του τι πραγ­μα­τι­κά συμ­βαί­νει. Μέ­νει, λοι­πόν, η “πλού­σια συ­γκο­μι­δή τίτ­λω­ν”, ι­διαί­τε­ρα μυ­θι­στο­ρη­μά­των, που την  ο­δή­γη­σε στην “εύ­λο­γη”, ό­πως υ­πο­στη­ρί­ζει, “υ­πό­θε­ση πως η λο­γο­τε­χνία δια­θέ­τει πα­ρη­γο­ρη­τι­κή δρά­ση”. Σε τι, ό­μως, ο­φεί­λε­ται αυ­τή η “πλού­σια συ­γκο­μι­δή τίτ­λω­ν” μυ­θι­στο­ρη­μά­των, που α­ντι­στοι­χεί σε αύ­ξη­ση της τά­ξης του 29.5% μέ­σα σε μια τριε­τία; Μή­πως αυ­ξή­θη­καν, και λό­γω κρί­σης, οι ε­πα­νεκ­δό­σεις πα­λαιό­τε­ρων ή και νεό­τε­ρων, κα­θώς αυ­τοί οι τε­λευ­ταίοι αλ­λά­ζουν ό­λο και συ­χνό­τε­ρα εκ­δο­τι­κό οί­κο, α­παι­τώ­ντας τη με­τα­κό­μι­ση και των βι­βλίων τους; Μή­πως πολ­λα­πλα­σιά­στη­καν οι πλη­ρω­μέ­νες α­πό τους συγ­γρα­φείς εκ­δό­σεις, κα­θώς ο­ρι­σμέ­νοι εκ­δό­τες ει­δι­κεύο­νται πλέ­ον σε αυ­τές, φρο­ντί­ζο­ντας για την ό­σο το δυ­να­τόν κα­λύ­τε­ρη προώ­θη­σή τους; Αυ­τοί, πά­ντως, οι 118 ε­πι­πλέ­ον τίτ­λοι, ό­ποια αλ­λα­γή και να τους έ­φε­ρε, δεν αρ­κούν για να κα­τα­λή­ξου­με στην πα­ρη­γο­ρη­τι­κή ή ό­ποια άλ­λη δρά­ση της λο­γο­τε­χνίας. Για έ­να πα­ρό­μοιο συ­μπέ­ρα­σμα α­παι­τού­νται δια­φο­ρε­τι­κά α­ριθ­μη­τι­κά δε­δο­μέ­να. Όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, πό­σα α­πό τα 519 μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ε­ξάν­τλη­σαν την πρώ­τη έκ­δο­ση, πό­σα έ­φθα­σαν στην τρί­τη και πό­σα κα­τόρ­θω­σαν να ει­σέλ­θουν στα δέ­κα κο­ρυ­φαία του 2012. Σε δι­σέ­λι­δο του «Βι­βλιο­δρο­μίου» δί­νε­ται ως ε­πι­κε­φα­λί­δα «Το top ten του 2012» και στο συ­νο­δευ­τι­κό άρ­θρο του Μα­νώ­λη Πι­μπλή α­να­φέ­ρο­νται ό­σα βι­βλία υ­πε­ρέ­βη­σαν σε πω­λή­σεις τα 5000 α­ντί­τυ­πα. Με βά­ση αυ­τά τα δε­δο­μέ­να, η πιο εύ­λο­γη υ­πό­θε­ση εί­ναι πως σε και­ρό κρί­σης και α­νερ­γίας, που κα­τα­τρύ­χει ι­διαί­τε­ρα τις γυ­ναί­κες, ι­σχύει πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά πο­τέ το πα­λαιό σλό­γκαν, “Με έ­να βι­βλίο ξε­χνιέ­μαι”.
Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, στην κο­ρυ­φαία δε­κά­δα, εμ­φα­νί­ζο­νται έ­ξι ελ­λη­νι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, πέ­ντε ε­ρω­τι­κά α­πό τις εκ­δό­σεις Ψυ­χο­γιός και το α­στυ­νο­μι­κό της ντε­τέ­κτιβ - δη­μο­σιο­γρά­φου Αγγε­λι­κής Νι­κο­λού­λη. Ο Πι­μπλής α­να­φέ­ρει, κα­τά φθί­νου­σα σει­ρά πω­λή­σεων, α­κό­μη έ­ξι μυ­θι­στο­ρή­μα­τα α­πό τις εκ­δό­σεις Ψυ­χο­γιός –στο βαθ­μό που μπο­ρού­με να κρί­νου­με α­πό τους τίτ­λους, κι αυ­τά ε­ρω­τι­κά– στα ο­ποία προ­σθέ­τει έ­να α­κό­μη ε­ρω­τι­κό α­πό άλ­λο εκ­δο­τι­κό οί­κο. Με­τά πα­ρα­θέ­τει με­τα­φρά­σεις ξέ­νων μυ­θι­στο­ρη­μά­των και στη συ­νέ­χεια, ει­σέρ­χε­ται “στην ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία”. Σε αυ­τήν την κα­τη­γο­ρία, κα­τα­γρά­φει 17 μυ­θι­στο­ρή­μα­τα συν έ­να του Γιάν­νη Μα­ρή. Αυ­τό το δι­σέ­λι­δο των μπε­στ σέ­λερ δη­μο­σιεύε­ται δί­πλα στη δι­σέ­λι­δη ε­πι­σκό­πη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φι­κής πα­ρα­γω­γής του Κούρ­το­βικ. Αν α­να­ζη­τή­σου­με στις ε­πι­σκο­πή­σεις των δυο κρι­τι­κών τα 17 μυ­θι­στο­ρή­μα­τα που πέ­ρα­σαν το φράγ­μα των 5000 α­ντι­τύ­πων, στης Κοτ­ζιά βρί­σκου­με μό­νο έ­να, το μυ­θι­στό­ρη­μα της Σο­φίας Νι­κο­λαΐδου, που άγ­γι­ξε τα 5000 α­ντί­τυ­πα (ό­πως φαί­νε­ται οι δια­δο­χι­κές εκ­δό­σεις εί­ναι πλέ­ον των 500 α­ντι­τύ­πων έ­να­ντι των 1000 ή 2000 πα­λαιό­τε­ρα)  και στου Κούρ­το­βι­κ, τρία, του Διο­νύ­ση Χα­ρι­τό­που­λου, που έ­φθα­σε τα 11.500 α­ντί­τυ­πα, του Ανδρέα Μή­τσου στα 6000 και της Νι­κο­λαΐδου. 

Δύο κα­τη­γο­ρίες

Κα­τά την ε­κτί­μη­σή μας, αυ­τά τα δε­δο­μέ­να μας ο­δη­γούν σε έ­να και μο­να­δι­κό συ­μπέ­ρα­σμα. Ότι εί­ναι και­ρός να στα­μα­τή­σου­με την κα­τά­τα­ξη στην ί­δια ο­μά­δα α­να­γνώ­σμα­τος και λο­γο­τε­χνι­κού βι­βλίου. Για­τί α­δι­κού­με και τα δυο, ό­πως, άλ­λω­στε, συμ­βαί­νει πά­ντο­τε στις ο­μα­δο­ποιή­σεις α­νό­μοιων πραγ­μά­των. Αυ­τές οι δυο κα­τη­γο­ρίες εί­ναι γνω­στό ό­τι έ­χουν δια­φο­ρε­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, τα ο­ποία κα­λό εί­ναι να λαμ­βά­νο­νται υ­π’ ό­ψη στις βι­βλιο­κρι­τι­κές και τις βρα­βεύ­σεις, πό­σω μάλ­λον ό­ταν οι α­ρε­τές των μεν προ­σμε­τρώ­νται στα ε­λατ­τώ­μα­τα των δε και α­ντι­στρό­φως. Ει­δάλ­λως, ε­πέρ­χε­ται σύγ­χυ­ση, κι αυ­τή φά­νη­κε σε ό­λη της την έ­κτα­ση, ό­ταν προέ­κυ­ψε το «Βρα­βείο των Ανα­γνω­στών», το ο­ποίο θεώ­ρη­σαν οι θε­σμο­θέ­τες του, ό­τι για να έ­χει κύ­ρος, θα πρέ­πει να α­πο­νέ­με­ται σε βι­βλίο της λο­γο­τε­χνίας, αν ό­χι της υ­ψη­λής, του­λά­χι­στον της ε­λα­φράς. Οπό­τε ο νεό­κο­πος θε­σμός κα­τα­στρα­τη­γή­θη­κε ποι­κι­λο­τρό­πως. Κά­θε χρό­νο δο­κι­μά­στη­κε και έ­νας δια­φο­ρε­τι­κός τρό­πος χει­ρα­γώ­γη­σης, εκ­θέ­το­ντας θε­σμο­θέ­τες και βρα­βευ­μέ­νους, αλ­λά και α­φή­νο­ντας πα­ρα­πο­νε­μέ­νους τους α­γα­πη­μέ­νους των α­να­γνω­στών συγ­γρα­φείς. 
Βε­βαίως, το πρό­βλη­μα πα­ρα­μέ­νει, α­φού δεν δια­θέ­του­με κά­ποια λυ­δία λί­θο της λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τας ε­νός βι­βλίου. Για πα­ρά­δειγ­μα, οι δυο ε­πι­σκο­πή­σεις συ­μπί­πτουν μό­νο σε ε­πτά βι­βλία ε­πί συ­νό­λου 22 της Κοτ­ζιά και 23 του Κούρ­το­βι­κ, αλ­λά και σε αυ­τά α­πέ­χουν στην α­ξιο­λό­γη­σή τους. Εν τέ­λει, συμ­φω­νούν μό­νο σε έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα, το πρό­σφα­το του Θεό­δω­ρου Γρη­γο­ριά­δη, «Το μυ­στι­κό της Έλλης». Εκεί­νο, που βρί­σκου­με εν­δια­φέ­ρον σε αυ­τήν τη μό­νη σύ­μπτω­ση εί­ναι ό­τι ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στο θέ­μα του εν λό­γω βι­βλίου. Το­νί­ζε­ται πό­σο κα­λά “α­φο­μοιώ­θη­κε το θέ­μα της κρί­σης στον ορ­γα­νι­σμό της ι­στο­ρίας”, πό­σο κα­λά πα­ρου­σιά­ζε­ται “ο α­συ­νή­θι­στα αρ­μο­νι­κός έ­ρω­τας μιας πε­νη­ντά­χρο­νης με έ­ναν κα­τά πο­λύ νεό­τε­ρο ά­ντρα στις υ­πο­βαθ­μι­σμέ­νες α­θη­ναϊκές συ­νοι­κίες” ή τέ­λος, ό­τι εί­ναι έ­να “συ­γκι­νη­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα”. Πρό­κει­ται για ε­πι­ση­μάν­σεις χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών, που μπο­ρεί να κα­τα­στή­σουν έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα ευ­πώ­λη­το, ω­στό­σο δεν ε­δραιώ­νουν το λο­γο­τε­χνι­κό του χα­ρα­κτή­ρα. Μή­πως, ό­ταν δί­νου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο βά­ρος στο θέ­μα, ο­λι­σθαί­νου­με στην ε­ξο­μοίω­ση α­να­γνώ­σμα­τος και λο­γο­τε­χνι­κού βι­βλίου;

Δύ­σκο­λη διά­κρι­ση

Πριν προ­χω­ρή­σου­με, να ση­μειώ­σου­με μια βα­σι­κή δια­φο­ρά α­νά­με­σα στις δυο ε­πι­σκο­πή­σεις. Η Κοτ­ζιά θεω­ρεί το σύ­νο­λο της πε­ζο­γρα­φι­κής πα­ρα­γω­γής, δη­λα­δή μυ­θι­στό­ρη­μα και διή­γη­μα, με α­πο­τέ­λε­σμα, στον ε­πί μέ­ρους σχο­λια­σμό, να υ­πει­σέρ­χε­ται, σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις, και η μορ­φή, ε­νώ α­πο­δί­δε­ται φό­ρος τι­μής σε έ­να δυο μά­στο­ρες και “στυ­λί­στες”. Αντι­θέ­τως, ο Κούρ­το­βικ πε­ριο­ρί­ζε­ται στο μυ­θι­στό­ρη­μα, το ο­ποίο, ό­πως έ­χει κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη δη­λώ­σει, θεω­ρεί το κυ­ρίαρ­χο εί­δος. Στην ε­πι­σκό­πη­σή του, μό­νο σε δυο πε­ρι­πτώ­σεις, α­να­φέ­ρε­ται στη μορ­φή, με τις αό­ρι­στες δια­τυ­πώ­σεις, “κα­λο­γραμ­μέ­νο” και “πε­ρί­τε­χνο”. Κα­τά τα άλ­λα, ο σχο­λια­σμός και των δυο κα­τευ­θύ­νε­ται α­πό το θέ­μα, α­φού, ό­μως, προ­η­γου­μέ­νως, έ­χουν προσ­διο­ρί­σει ποια θέ­μα­τα θεω­ρούν α­ξιό­λο­γα. 
Αυ­τή η θε­μα­τι­κή ο­ριο­θέ­τη­ση δεί­χνει α­ντί­στοι­χη με τον πε­ριο­ρι­σμό στα βι­βλία, που μπο­ρούν να εί­ναι υ­πο­ψή­φια για το «Βρα­βείο των Ανα­γνω­στών». Εκεί, κά­ποιος (ε­πι­τρο­πή κρι­τι­κών, Λέ­σχες  Ανά­γνω­σης) α­να­λαμ­βά­νει ρό­λο κη­δε­μό­να του α­να­γνώ­στη, ο­ρί­ζο­ντας το υ­πο­σύ­νο­λο των βι­βλίων α­πό το  ο­ποίο ε­κεί­νος κα­λεί­ται να ε­πι­λέ­ξει. Αντ’ αυ­τού, οι κρι­τι­κοί ο­ρί­ζουν τα ά­ξια μνη­μό­νευ­σης θέ­μα­τα, ό­πως η κρί­ση, οι ι­στο­ρι­κές πε­ρι­πέ­τειες της χώ­ρας, η προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση ή, ως κο­ρω­νί­δα, τα θέ­μα­τα οι­κου­με­νι­κής εμ­βέ­λειας. Έτσι, πα­ρα­με­ρί­ζο­νται τα συ­νή­θη θέ­μα­τα των μπε­στ σέ­λε­ρ, ό­πως ε­ρω­τι­κά,  πε­ρι­πε­τειώ­δη, α­στυ­νο­μι­κά, με σα­σπέ­νς, ε­κτός κι αν ο συγ­γρα­φέ­ας τους φρό­ντι­σε να δέ­σει την ι­στο­ρία του με κά­ποιο μεί­ζον ι­στο­ρι­κό γε­γο­νός. Με­τά έρ­χε­ται η α­ξιο­λό­γη­ση των προ­κρι­νό­με­νων βά­σει του θέ­μα­τος μυ­θι­στο­ρη­μά­των. Μέ­νου­με με την ε­ντύ­πω­ση, πως ε­κτι­μά­ται το ευα­νά­γνω­στο βι­βλίο, που πλη­ροί ο­ρι­σμέ­νες ι­δε­ο­λο­γι­κές προ­δια­γρα­φές, ε­νώ, ως προς τη μορ­φή, δια­θέ­τει τις α­ρε­τές των ευ­πώ­λη­των. Ανε­ξάρ­τη­τα αν, λό­γω θέ­μα­τος, δεν ε­μπί­πτει σε ε­κεί­να με τη με­γά­λη α­να­γνω­σι­μό­τη­τα. Για­τί μπο­ρεί έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα για τους Βαλ­κα­νι­κούς πο­λέ­μους να εί­ναι ευ­κο­λο­α­νά­γνω­στο αλ­λά θε­μα­τι­κά α­διά­φο­ρο για το με­γά­λο  κοι­νό, που θέ­λει να ξε­χα­στεί με “πε­νή­ντα α­πο­χρώ­σεις” πρά­ξεως σπου­δαίας και “τρεις” ή και δε­κα­τρείς “υ­πο­σχέ­σεις”, ι­δίως σε πε­ρίο­δο ι­σχνών α­γε­λά­δων σε ό­λους τους το­μείς, του ε­ρω­τι­κού συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, το σχε­τι­κό με τους Βαλ­κα­νι­κούς μυ­θι­στό­ρη­μα του Γιαν­νιώ­τη Σπύ­ρου Γό­γο­λου εί­ναι σο­δειά 2011, ό­πως και το σχε­τι­κό με την κρί­ση μυ­θι­στό­ρη­μα του Τά­κη Θε­ο­δω­ρό­που­λου. 
Πε­ρί Κρι­τη­ρίων

Επα­να­λαμ­βά­νου­με, μα­κριά α­πό ε­μάς η κρι­τι­κή της κρι­τι­κής, αλ­λά μέ­νει το ε­ρώ­τη­μα: Ο τίτ­λος, που ε­πι­λέ­γει ο Κούρ­το­βι­κ, «Το γά­λα των ι­σχνών α­γε­λά­δων», δεν υ­πό­σχε­ται προ­βο­λή του λο­γο­τε­χνι­κού α­πο­στάγ­μα­τος της χρο­νιάς; Κι ό­μως, ε­κεί­νος το α­πορ­ρί­πτει, ό­που κι αν το βρει. Στο έ­να λό­γω πα­ρω­χη­μέ­νου θέ­μα­τος, στο άλ­λο λό­γω θε­μα­τι­κής ε­πα­νά­λη­ψης, σε έ­να τρί­το για­τί ο συγ­γρα­φέ­ας ε­ξάν­τλη­σε τις πη­γές έ­μπνευ­σής του, που υ­πο­θέ­του­με ό­τι ση­μαί­νει πως κι αυ­τός θε­μα­τι­κά ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται, ε­νώ σε έ­να τέ­ταρ­το βρί­σκει προ­βλη­μα­τι­κή την τε­χνι­κή α­πό­στα­ξης. Τε­λι­κά, κά­νει την έκ­πλη­ξη, προ­τεί­νο­ντας α­ντί για γά­λα κά­τι πιο τερ­ψι­λα­ρύγ­γιο για δια­νοού­με­νους, ε­θι­σμέ­νους στην α­νά­γνω­ση δο­κι­μίων. Κά­τι σαν το φρα­που­τσί­νο, ού­τε γά­λα ού­τε κα­φές, αλ­λά γαρ­γα­λι­στι­κό μίγ­μα. Προ­τεί­νει το μυ­θι­στό­ρη­μα, που κα­ταρ­γεί τα ει­δο­λο­γι­κά στε­γα­νά: “Μυ­θο­πλα­σία, αυ­το­βιο­γρα­φία, δο­κί­μιο, πο­λι­τι­σμι­κή γεω­γρα­φία ή αν­θρω­πο­λο­γία, πο­λι­τι­σμι­κή κρι­τι­κή”, ό­λα σε έ­να. Αυ­τό θεω­ρεί “συ­ναρ­πα­στι­κή προο­πτι­κή για την πε­ζο­γρα­φία μας”. Προο­πτι­κή, ό­χι και τό­σο και­νού­ρια. 
Μπο­ρεί ο κα­θέ­νας να ο­ρί­ζει κρι­τή­ρια και να κά­νει τις ε­πι­λο­γές του, ω­στό­σο ό­λοι και ό­λα ο­ρί­ζο­νται α­πό τη γλώσ­σα. Πριν κο­ντά ε­νά­μι­σι αιώ­να, οι φι­λό­λο­γοι, α­ντί να με­τα­γλωτ­τί­σουν τον λα­τι­νι­κό ό­ρο literatura με τη λέ­ξη γράμ­μα­τα, προ­τί­μη­σαν να πλά­σουν στο πρό­τυ­πο της λέ­ξης καλ­λι­τε­χνία, τον και­νο­φα­νή τό­τε ό­ρο λο­γο­τε­χνία. Εί­ναι, ί­σως, η μό­νη γλώσ­σα που θέ­τει αυ­τόν τον πε­ριο­ρι­σμό, τον ο­ποίο βιά­ζου­με, ό­ταν χρη­σι­μο­ποιού­με τη λέ­ξη λο­γο­τε­χνία α­δια­κρί­τως για ο­ποιο­δή­πο­τε πε­ζό δη­μο­σιεύε­ται. Από την άλ­λη, ας φρο­ντί­σουν βι­βλιο­πα­ρου­σια­στές και κρι­τι­κοί για την προώ­θη­ση του εν­δε­δειγ­μέ­νου ευα­νά­γνω­στου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Μπο­ρούν, μά­λι­στα, να ξε­κι­νή­σουν α­πό τις λί­στες των ευ­πώ­λη­των, κα­ταρ­γώ­ντας τον προσ­διο­ρι­σμό λο­γο­τε­χνία, τό­σο για τα ελ­λη­νι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ό­σο και για τα με­τα­φρα­σμέ­να. Ας α­πο­τολ­μή­σουν να α­πο­φαν­θούν ό­τι η τρι­λο­γία της Λον­δρέ­ζας Ερρί­κας Μή­τσε­λ, γνω­στής με το ψευ­δώ­νυ­μο Ε. Λ. Τζέϊμς, «Πε­νή­ντα α­πο­χρώ­σεις», δεν εί­ναι λο­γο­τε­χνία. Όπως ε­ξο­μο­λο­γεί­ται η ί­δια, εί­ναι οι ε­ρω­τι­κές φα­ντα­σιώ­σεις μιας γυ­ναί­κας, που κλεί­νει ε­φέ­τος τα πε­νή­ντα και έ­χει έ­ναν δε­κα­πε­ντα­ε­τή έγ­γα­μο βίο που συ­νε­χί­ζε­ται και δυο κό­ρες. Εμείς, πά­ντως, προ­τι­μού­με τα α­ντί­στοι­χα βι­κτω­ρια­νά πορ­νο­γρα­φι­κά και στο εί­δος του ε­ρω­τι­κού, δεν θα αλ­λά­ζα­με την Αμε­ρι­κα­νί­δα Μάρ­γκα­ρετ Μή­τσελ και το «Οσα παίρ­νει ο ά­νε­μος» με έ­να Λέ­νας Μα­ντά. Αλλά πε­ρί ο­ρέ­ξεως ου­δείς λό­γος. Ωστό­σο, αν υ­πάρ­ξει και ε­φέ­τος «Βρα­βείο των Ανα­γνω­στών», ας α­φή­σουν οι νέ­οι θε­σμο­θέ­τες ε­λεύ­θε­ρους και ό­χι δια­κρι­τι­κά χει­ρα­γω­γού­με­νους τους α­να­γνώ­στες να δια­λέ­ξουν α­πό ό­λη τη σο­δειά. Ας πα­ρα­δειγ­μα­τι­στούν α­πό τους Βρε­τα­νούς, που α­πέ­νει­μαν το «National Book Award» του 2012 στην Ε. Λ.Τζέϊμς. 

 Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 10/2/2013.

Γύρω από έναν παραμελημένο

$
0
0


Ου­ρα­νία Πο­λυ­καν­δριώ­τη
«Η διά­πλα­ση των Ελλή­νων
Αρι­στο­τέ­λης Π. Κουρ­τί­δης
(1858-1928)»
Ινστι­τού­το Νε­ο­ελ­λη­νι­κών
Σπου­δών Ε.Ι.Ε.
Δε­κέμ­βριος 2011

«Κά­ρο­λος Δί­κε­νς»
Υστε­ρό­γρα­φο Διο­νύ­σης Κα­ψά­λης
Μ.Ι.Ε.Τ.
Δε­κέμ­βριος 2012

Για τα Χρι­στού­γεν­να, το ΜΙΕ­Τ, α­ντί ευ­χη­τή­ριας κάρ­τας, έ­χει κα­θιε­ρώ­σει την α­πο­στο­λή ε­νός βι­βλια­ρίου με πα­λαιά, συ­νή­θως, ά­γνω­στα κεί­με­να, που σχε­τί­ζο­νται με κά­ποια πτυ­χή της πνευ­μα­τι­κής ε­πι­και­ρό­τη­τας. Ήδη, αυ­τά τα βι­βλιά­ρια συ­γκρο­τούν αυ­τό­νο­μη εκ­δο­τι­κή σει­ρά, με τον τίτ­λο, «Αντί ευ­χών». Κα­θώς οι ε­πι­λο­γές κει­μέ­νων και προ­σώ­πων δεν α­κο­λου­θούν τις τρέ­χου­σες μό­δες, α­πο­τε­λούν, κα­τά κα­νό­να, ευ­χά­ρι­στη έκ­πλη­ξη. Ιδιαί­τε­ρα ε­κεί­να, στα ο­ποία α­να­σύ­ρο­νται λό­γιοι, σή­με­ρα πα­ρα­με­ρι­σμέ­νοι, πα­ρό­τι στά­θη­καν θε­με­λιω­τές δια­φο­ρε­τι­κών πλευ­ρών της νε­ο­ελ­λη­νι­κής υ­πό­στα­σης. Πα­ρά­δειγ­μα, ο “Χρο­νο­γρά­φος της Με­γά­λης Εκκλη­σίας, Μα­νουήλ Γε­δεώ­ν”, στον ο­ποίο εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­να δυο ευ­χη­τή­ρια βι­βλιά­ρια, του 2002 και του 2010. Ένα δεύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι ο με­ρι­κά χρό­νια μι­κρό­τε­ρός του, “λό­γιος και παι­δα­γω­γός”, Αρι­στο­τέ­λης Π. Κουρ­τί­δης, τον ο­ποίο πλα­γίως α­να­κα­λεί το βι­βλιά­ριο του 2012. Και αυ­τός Κων­στα­ντι­νου­πο­λί­της και α­πό­φοι­τος της Με­γά­λης του Γέ­νους Σχο­λής ό­πως ο Γε­δεών. Αμφό­τε­ροι χα­ρα­κτη­ρί­στη­καν άν­θρω­ποι συ­ντη­ρη­τι­κών ι­δεών και συ­να­κό­λου­θα, το έρ­γο τους κρί­θη­κε α­διά­φο­ρο για τους με­τα­γε­νέ­στε­ρους. 

Στον ειρ­μό του Δια­φω­τι­σμού

Για το χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο βι­βλιά­ριο του 2012, ο Διο­νύ­σης Κα­ψά­λης ε­πέ­λε­ξε τον Κά­ρο­λο Ντί­κε­νς ε­πί τη λή­ξει του ε­πε­τεια­κού έ­τους για τα 200 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του. Τον συ­γκι­νεί και ως “ο­μο­τρά­πε­ζος”, του­λά­χι­στον στη δι­κή του καρ­διά, του Σαίξ­πη­ρ, κα­θώς οι ι­στο­ρίες του Ντί­κε­νς, α­γα­πη­μέ­να α­να­γνώ­σμα­τα της ε­φη­βείας του, δέ­νο­νται με τα σο­νέ­τα του Σαίξ­πη­ρ, προ­σφι­λές με­τα­φρα­στι­κό έρ­γο αλ­λο­τι­νών η­με­ρών, ό­ταν εί­χε την πο­λυ­τέ­λεια να α­σχο­λεί­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο με την ποίη­ση. Αντί χρι­στου­γεν­νιά­τι­κου διη­γή­μα­τος, προ­τι­μή­θη­κε έ­να κεί­με­νο, ό­που α­νι­στο­ρού­νται τα παι­δι­κά και νε­α­νι­κά χρό­νια του Ντί­κε­νς. Κυ­ρίως, η σκλη­ρή δο­κι­μα­σία που πέ­ρα­σε στα δώ­δε­κα, ό­ταν φυ­λα­κί­στη­κε για χρέη ο πα­τέ­ρας του και ε­κεί­νος α­να­γκά­στη­κε να δου­λέ­ψει σε ερ­γο­στά­σιο. “Αυ­τή η ε­μπει­ρία με έ­κα­νε τον συγ­γρα­φέα που εί­μαι σή­με­ρα”, έ­γρα­φε σε έ­να αυ­το­βιο­γρα­φι­κό του ση­μείω­μα, που α­πο­τέ­λε­σε το έ­ναυ­σμα για το μυ­θι­στό­ρη­μα «Δα­βίδ Κόπ­περ­φηλ­ντ» αλ­λά και για την πρώ­τη βιο­γρα­φία του. Τρί­το­μη αυ­τή, την συ­νέ­τα­ξε ο συ­νο­μή­λι­κος φί­λος του, Τζων Φόρ­στερ. Την ξε­κί­νη­σε δυο χρό­νια με­τά το θά­να­τό του, το 1872, ό­ταν ο Ντί­κε­νς θα έ­κλει­νε τα ε­ξή­ντα, και μό­λις που πρό­λα­βε να την ο­λο­κλη­ρώ­σει, το 1874, δυο χρό­νια πριν το δι­κό του θά­να­το. Το κεί­με­νο του βι­βλια­ρίου συρ­ρά­πτει α­πο­σπά­σμα­τα α­πό τα δυο πρώ­τα κε­φά­λαια της βιο­γρα­φίας, α­να­πλά­θο­ντάς τα και με τις α­να­γκαίες προ­σθή­κες, ώ­στε να πά­ρει τη μορ­φή σύ­ντο­μου βιο­γρα­φι­κού. Δη­μο­σιεύ­τη­κε σε δυο συ­νέ­χειες, 7 και 14 Ιουν. 1881, στο ε­βδο­μα­διαίο πε­ριο­δι­κό «Εστία». Ο συ­ντά­κτης του υ­πο­γρά­φει με τα αρ­χι­κά Α. Κ..
Στο υ­στε­ρό­γρα­φο του βι­βλια­ρίου, με τίτ­λο, «Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κος Ντί­κε­νς», ο Κα­ψά­λης ε­ξο­μο­λο­γεί­ται, πως τον εί­χε γο­η­τεύ­σει η υ­πό­θε­ση το αρ­κτι­κό­λε­ξο της υ­πο­γρα­φής να α­νή­κει στον Κουρ­τί­δη, που, στο ξε­κί­νη­μά του, εί­χε δη­μο­σιεύ­σει ποιή­μα­τα με το ψευ­δώ­νυ­μο Βολ­ταί­ρος. Έτσι, θα υ­πήρ­χε υ­πό­γεια σύν­δε­ση α­νά­με­σα στον Ντί­κε­νς και τον συγ­γρα­φέα του κει­μέ­νου, κα­θώς και οι δυο “θα ε­ναρ­μο­νί­ζο­νταν με τον βα­θύ­τε­ρο ειρ­μό του Δια­φω­τι­σμού”. Τον α­πο­γοή­τευ­σε, ό­μως, η αρ­νη­τι­κή ε­τυ­μη­γο­ρία των με­λε­τη­τών. Η Ου­ρα­νία Πο­λυ­καν­δριώ­τη, στην ερ­γο­γρα­φία του Κουρ­τί­δη, που α­πο­τε­λεί το τέ­ταρ­το και τε­λευ­ταίο μέ­ρος της με­λέ­της της, πα­ρό­λο που α­πο­δελ­τιώ­νει το πε­ριο­δι­κό «Εστία», δεν πε­ρι­λαμ­βά­νει το εν λό­γω δη­μο­σίευ­μα. Ως πρώ­το δη­μο­σίευ­μά του κα­τα­γρά­φει έ­να λί­γο με­τα­γε­νέ­στε­ρο με­τά­φρα­σμα, στο τεύ­χος της 26 Ιουλ. 1881, με την υ­πο­γρα­φή Α. Π. Κ.. Να θυ­μί­σου­με, ω­στό­σο, ό­τι, σε ε­κεί­νο το τεύ­χος, δη­μο­σιεύε­ται και το πρώ­το ποίη­μα στο πε­ριο­δι­κό του Δρο­σί­νη, ο ο­ποίος, στην αυ­το­βιο­γρα­φία του, τα «Σκόρ­πια φύλ­λα της ζωής μου», γρά­φει: “Τον Αρι­στο­τέ­λη Κουρ­τί­δη τον βρή­κα πριν α­πό μέ­να στην Εστία, με­τα­φρα­στή διη­γη­μά­των...” Άρα, υ­πήρ­χε προ­η­γού­με­νο δη­μο­σίευ­μα του Κουρ­τί­δη. Έρχε­ται, ό­μως, ο φι­λο­λο­γι­κός ε­πι­με­λη­τής της έκ­δο­σης, Γιάν­νης Πα­πα­κώ­στας, και ση­μειώ­νει ό­τι δεν μπό­ρε­σε να ε­ντο­πί­σει προ­γε­νέ­στε­ρη ε­πώ­νυ­μη συ­νερ­γα­σία του Κουρ­τί­δη, που ση­μαί­νει ό­τι ού­τε αυ­τός του α­πο­δί­δει τα αρ­χι­κά Α. Κ., τα ο­ποία εμ­φα­νί­ζο­νται για πρώ­τη φο­ρά στο δη­μο­σίευ­μα για τον Ντί­κε­νς, αλ­λά ε­πα­νέρ­χο­νται και σε κα­το­πι­νά τεύ­χη. Σύμ­φω­να, πά­ντως, με τον κα­τά­λο­γο συ­ντα­κτών του πε­ριο­δι­κού ε­κεί­νης της πε­ριό­δου, τα αρ­χι­κά δεν συμ­φω­νούν με το ό­νο­μα κα­νε­νός άλ­λου συ­νερ­γά­τη. Οπό­τε, εί­τε α­νή­κουν στον Κουρ­τί­δη εί­τε υ­πάρ­χει συ­ντά­κτης που δεν  χρη­σι­μο­ποίη­σε ο­λό­κλη­ρο το ό­νο­μά του σε κα­νέ­να δη­μο­σίευ­μα. 
Κα­τά την ε­κτί­μη­σή μας, ο λό­γος, που οι με­λε­τη­τές δεν α­πο­δί­δουν τα αρ­χι­κά στον Κουρ­τί­δη, εί­ναι η γλώσ­σα του πρω­τό­τυ­που. Σε ε­κεί­νη την πρώ­τη πε­ρίο­δο, αυ­τός με­τέ­φρα­ζε α­πο­κλει­στι­κά α­πό τα γαλ­λι­κά και το πρω­τό­τυ­πο ε­δώ φαί­νε­ται να εί­ναι αγ­γλι­κό. Ωστό­σο, η γαλ­λι­κή με­τά­φρα­ση της βιο­γρα­φίας του Ντί­κε­νς, αν δεν σφάλ­λου­με, α­κο­λού­θη­σε ε­ντός της ί­διας δε­κα­ε­τίας. Ύστε­ρα, στο ελ­λη­νι­κό κεί­με­νο υ­πάρ­χουν ί­χνη του πα­ρα­κα­μπτή­ριου, μέ­σω της γαλ­λι­κής, γλωσ­σι­κού διά­πλου. Θα α­πο­γο­η­τεύ­σου­με, ω­στό­σο, εν μέ­ρει τον Κα­ψά­λη ως προς το έ­τε­ρο ψευ­δώ­νυ­μο του Κουρ­τί­δη, το Βολ­ταί­ρος. Τα ποιή­μα­τα με την υ­πο­γρα­φή Βολ­ταί­ρος στην σα­τι­ρι­κή ε­φη­με­ρί­δα «Ρα­μπα­γάς» μπο­ρεί να εί­ναι δι­κά του, α­φού το δια­βε­βαιώ­νει ο Δρο­σί­νης, το ψευ­δώ­νυ­μο, ό­μως, θα πρέ­πει να ο­φεί­λε­ται στο δί­δυ­μο των εκ­δο­τών, τους ο­μή­λι­κους, εκ Κων­στα­ντι­νου­πό­λεως ερ­χό­με­νους, Κλεάν­θη Τρια­ντά­φυλ­λο και Βλά­ση Γα­βριη­λί­δη. Το πι­θα­νό­τε­ρο, στον πρώ­το, κα­θώς ο δεύ­τε­ρος, ό­ταν πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται στην ε­φη­με­ρί­δα το ψευ­δώ­νυ­μο, στις 27 Νο­εμ­βρίου 1879, ή­δη ε­τοί­μα­ζε την δι­κή του ε­φη­με­ρί­δα, το «Μη χά­νε­σαι», που κυ­κλο­φό­ρη­σε στις 14 Ιαν. 1880. Το ψευ­δώ­νυ­μο δεν το ε­μπνέει ο Βολ­ταί­ρος, αλ­λά το υ­πο­βάλ­λει η γαλ­λι­κή ε­φη­με­ρί­δα «Le Voltaire». Στην εν λό­γω γαλ­λι­κή ε­φη­με­ρί­δα και τον «Ρα­μπα­γά» δη­μο­σιευό­ταν ταυ­τό­χρο­να, με δια­φο­ρά ε­νός μη­νός στην εκ­κί­νη­ση, το μυ­θι­στό­ρη­μα του Ζο­λά «Να­νά». Με α­φορ­μή αυ­τό, δη­μο­σιεύ­τη­κε στην πρώ­τη άρ­θρο σχε­τι­κό με την τόλ­μη που χρεια­ζό­ταν μια πα­ρό­μοια δη­μο­σίευ­ση, το ο­ποίο με τις α­να­γκαίες τρο­πο­ποιή­σεις δη­μο­σιεύ­τη­κε και στον «Ρα­μπα­γά» με την υ­πο­γρα­φή Βολ­ταί­ρος. Πά­ντως, και τα 17 σα­τι­ρι­κά-ε­ρω­τι­κά ποιή­μα­τα με την υ­πο­γρα­φή Βολ­ταί­ρος, που δη­μο­σιεύ­τη­καν το πρώ­το ε­ξά­μη­νο του 1880, πε­ρισ­σό­τε­ρο στον Τρια­ντά­φυλ­λο ται­ριά­ζουν. Πι­θα­νό­τε­ρο δεί­χνει ο Κουρ­τί­δης να δα­νεί­στη­κε το ψευ­δώ­νυ­μο μό­νο για το πρω­το­χρο­νιά­τι­κο αρ­θρί­διο του 1882, στο ο­ποίο διεκ­τρα­γω­δού­σε τη φτώ­χεια του, που τον εί­χε φέ­ρει στο ση­μείο να που­λά­ει α­γα­πη­μέ­να του βι­βλία. 
Επι­μέ­νου­με στην πα­τρό­τη­τα του ψευ­δώ­νυ­μου και για έ­ναν ε­πι­πλέ­ον λό­γο. Όπως ει­σα­γω­γι­κά σχο­λιά­ζει η Πο­λυ­καν­δριώ­τη, ο Κουρ­τί­δης, πά­ντα με­τρη­μέ­νος και μάλ­λον κλει­στός ως χα­ρα­κτή­ρας, δεν ά­φη­σε κεί­με­να αυ­το­βιο­γρα­φι­κά. Ού­τε συ­νε­ντεύ­ξεις του υ­πάρ­χουν. Ακό­μη και στη μια, που του ζη­τή­θη­κε με­τά ε­πι­μο­νής α­πό τον Μή­τσο Χατ­ζό­που­λο, τον ε­πο­νο­μα­ζό­με­νο Μποέ­μ, που εί­χε πά­ρει στη σει­ρά ό­λη ε­κεί­νη τη γε­νιά και με­ρι­κούς α­κό­μη, αρ­νή­θη­κε να α­πα­ντή­σει. “Ό,τι ι­δέ­ας έ­χω, θα τας γρά­ψω προ­σε­χώς ο ί­διος. Ό,τι έ­χω να εί­πω θα τα εί­πω ε­κεί τό­τε.” Ήταν η α­πά­ντη­ση που α­πέ­σπα­σε ο δη­μο­σιο­γρά­φος. Υπάρ­χουν, βε­βαίως, οι α­φη­γή­σεις φί­λων και συ­γκαι­ρι­νών, αλ­λά σε αυ­τές α­να­μι­γνύο­νται κά­πο­τε προ­σω­πι­κές δια­μά­χες, οι ο­ποίες δεν εί­ναι πά­ντο­τε γνω­στές στους με­λε­τη­τές, ώ­στε αυ­τοί να σταθ­μί­σουν α­ντι­στοί­χως κα­τά πό­σο οι εν λό­γω α­νι­στο­ρή­σεις α­πο­τε­λούν α­ξιό­πι­στη μαρ­τυ­ρία. Έτσι, τε­λι­κά, για να χρο­νο­λο­γη­θούν οι με­τα­κι­νή­σεις και άλ­λα συμ­βά­ντα του βίου του μέ­νουν τα δη­μο­σιεύ­μα­τά του, τα ε­νυ­πό­γρα­φα και ε­κεί­να με τα α­σφα­λώς ταυ­τι­σμέ­να ψευ­δώ­νυ­μα.

Μια μο­να­δι­κή με­λέ­τη

Όταν α­να­φε­ρό­μα­στε στους με­λε­τη­τές του Κουρ­τί­δη, ι­σχύει το γνω­στό, οι τέσ­σε­ρις Ευαγ­γε­λι­στές ή­ταν τρεις, οι ε­ξής δυο, ο Ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, ως συ­στη­μα­τι­κή με­λε­τή­τριά του προ­βάλ­λει η Πο­λυ­καν­δριώ­τη, η ο­ποία, με­τά δε­κα­πε­ντα­ε­τή ε­να­σχό­λη­ση, ε­ξέ­δω­σε μο­νο­γρα­φία, α­φιε­ρω­μέ­νη σε αυ­τόν και το έρ­γο του. Το έ­ναυ­σμα τής το έ­δω­σε η α­νά­θε­ση α­πό τον Κ. Στερ­γιό­που­λο της συγ­γρα­φής του α­ντί­στοι­χου λήμ­μα­τος για την εν­δε­κά­το­μη σει­ρά «Η πα­λαιό­τε­ρη πε­ζο­γρα­φία μας α­πό τις αρ­χές της ως τον πρώ­το πα­γκό­σμιο πό­λε­μο». Εκ πα­ρα­δρο­μής α­να­φέ­ρει στις “ει­σα­γω­γι­κές ση­μειώ­σεις”, ό­τι η σει­ρά εκ­δό­θη­κε με ε­πι­μέ­λεια του Στερ­γιό­που­λου. Ακρι­βέ­στε­ρα, στη σει­ρά δεν υ­πάρ­χει έ­νας ε­πι­με­λη­τής αλ­λά τέσ­σε­ρις, κα­θώς το με­γά­λο χρο­νι­κό ά­νοιγ­μα των πέ­ντε αιώ­νων κα­τα­νε­μή­θη­κε σε τέσ­σε­ρις ε­νό­τη­τες. Ο Στερ­γιό­που­λος α­νέ­λα­βε τους τρεις τό­μους της ει­κο­σα­ε­τίας 1880-1900, ό­που συ­γκρά­τη­σε 28 συγ­γρα­φείς έ­να­ντι των 26 που ε­πέ­λε­ξε ο Ν. Βα­γε­νάς για την πε­ντη­κο­ντα­ε­τία 1830-1880 και των 24 του Γ. Δάλ­λα για την χρο­νι­κή “ου­ρά” 1900-1914. Εί­ναι α­να­με­νό­με­νο, σε κά­θε πε­ρίο­δο, να υ­πάρ­χει ο α­διαμ­φι­σβή­τη­τος κορ­μός συγ­γρα­φέων, αλ­λά και κά­ποιοι πρό­σθε­τοι, κά­τι σαν πα­ρα­κλά­δια, που α­πο­τε­λούν προ­σω­πι­κό στοί­χη­μα ε­κά­στου ε­πι­με­λη­τή. Στις συ­ζη­τή­σι­μες ε­πι­λο­γές του Στερ­γιό­που­λου, θα το­πο­θε­τού­νταν ο Κ. Με­τα­ξάς-Βο­σπο­ρί­της λό­γω ι­σχνό­τη­τας του γνω­στού έρ­γου του, ο Σ. Πα­γα­νέ­λης χά­ρις στη γλώσ­σα και τον ρο­μα­ντι­σμό του, αλ­λά και ο Κουρ­τί­δης ως μο­να­χι­κός εκ­πρό­σω­πος της παι­δι­κής λο­γο­τε­χνίας στην εν λό­γω Γραμ­μα­το­λο­γία. 
Η μο­νο­γρα­φία χω­ρί­ζε­ται σε τέσ­σε­ρις ε­νό­τη­τες, ό­που, στην πρώ­τη «Η ζωή και το έρ­γο» και την τέ­ταρ­τη «Εργο­γρα­φία», συ­γκε­ντρώ­νο­νται τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα της έ­ρευ­νας. Καί­τοι μα­κρο­χρό­νια, πα­ρα­μέ­νουν κά­ποια κε­νά, τα ο­ποία κα­λύ­πτουν κα­τά προ­σέγ­γι­ση οι σκόρ­πιες α­να­φο­ρές των συ­γκαι­ρι­νών του. Εργα­τι­κός και λι­γο­μί­λη­τος ο Κουρ­τί­δης, φαί­νε­ται ό­τι συ­γκέ­ντρω­νε τη συ­μπά­θεια συ­νο­μή­λι­κων και με­γα­λύ­τε­ρων. Κρί­νο­ντας α­πό μια ση­με­ρι­νή ο­πτι­κή, η μό­νη κα­κο­τυ­χία του ή­ταν η συ­νά­ντη­σή του στην Αθή­να με τον Ξε­νό­που­λο, τό­σο στον ε­παγ­γελ­μα­τι­κό χώ­ρο ως δια­δο­χι­κοί διευ­θυ­ντές της «Διά­πλα­σης των παί­δων» ό­σο και στον οι­κο­γε­νεια­κό, κα­θώς βρέ­θη­καν να εί­ναι εξ αγ­χι­στείας θείος και α­νι­ψιός. Εννιά χρό­νια νεό­τε­ρός του ο Ξε­νό­που­λος, έ­ζη­σε 23 χρό­νια με­τά το δι­κό του θά­να­το, ο­πό­τε εί­χε την ευ­και­ρία και ό­λο το χρό­νο για πολ­λα­πλές α­φη­γή­σεις και εκ­δο­χές. Στις δια­δο­χι­κές ε­πε­ξερ­γα­σίες της αυ­το­βιο­γρα­φίας του, τον α­πο­κα­λεί ζη­λό­φθο­νο και κα­κοή­θη, ε­νώ, στα ε­πε­τεια­κά και άλ­λα δη­μο­σιεύ­μα­τα, ε­ξαν­τλεί την αυ­στη­ρό­τη­τά του, θέ­λο­ντας να πα­ρου­σια­στεί ως α­ντι­κει­με­νι­κός κρι­τής. Όσο α­φο­ρά γε­γο­νό­τα και χρο­νο­λο­γίες, πα­ρέ­χει κα­τά προ­σέγ­γι­ση πλη­ρο­φό­ρη­ση. Σαν μια δεύ­τε­ρη κα­κο­τυ­χία του Κουρ­τί­δη, προ­βάλ­λει η προ­νο­μιού­χος θέ­ση, που δί­νουν οι ση­με­ρι­νοί με­λε­τη­τές στη μαρ­τυ­ρία του Ξε­νό­που­λου.        
Ού­τε καν το έ­τος γέν­νη­σης του Κουρ­τί­δη φαί­νε­ται να εί­ναι σί­γου­ρο. Το ε­πι­κρα­τέ­στε­ρο εί­ναι το 1858, αλ­λά εν­δέ­χε­ται να εί­ναι και το 1856. Πά­ντως, στην α­ναγ­γε­λία του θα­νά­του του, το βρά­δυ της 11ης προς τη 12η Αυγ. 1928, α­να­φέ­ρε­ται ό­τι ή­ταν 70 ε­τών. Κα­τά τα άλ­λα, πα­ρό­τι συ­μπλή­ρω­σε την ε­γκύ­κλια παι­δεία του στη Με­γά­λη του Γέ­νους Σχο­λή, εγ­γε­γραμ­μέ­νος α­πό το 1867 μέ­χρι το 1875, δεν τεκ­μαί­ρε­ται η η­λι­κία που ξε­κί­νη­σε, κα­θώς δεν υ­πάρ­χουν πλη­ρο­φο­ρίες για το πώς βρέ­θη­κε α­πό το χω­ριό του, το Μυ­ριό­φυ­το της Προ­πο­ντί­δας, στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Χά­σμα πλη­ρο­φό­ρη­σης υ­πάρ­χει και για τα χρό­νια με­τά την α­πο­φοί­τη­σή του, που ε­πέ­στρε­ψε στη Θρά­κη. Αγνο­εί­ται το πού υ­πη­ρέ­τη­σε ως δά­σκα­λος και για πό­σο χρό­νο. Τι έ­κα­νε το δε­κά­μη­νο ε­κεί­νου του ρω­σο­τουρ­κι­κού πο­λέ­μου (Απρ. 1877-Μάρ. 1878), που τό­σο δει­νο­πά­θη­σαν οι Έλλη­νες της Ανα­το­λι­κής Θρά­κης. Στη Νο­μι­κή Σχο­λή της Αθή­νας, πά­ντως, γρά­φτη­κε το 1879, αλ­λά στα Μη­τρώα δεν ε­ντο­πί­στη­κε χρό­νος α­πο­φοί­τη­σης α­πό τη Νο­μι­κή ή άλ­λη Σχο­λή.
Πα­ρό­μοια κε­νά υ­πάρ­χουν και για τα τέσ­σε­ρα χρό­νια των σπου­δών του στη Γερ­μα­νία, ό­που α­να­φέ­ρο­νται πε­ρισ­σό­τε­ροι τό­ποι, με μό­νο σί­γου­ρο το Πα­νε­πι­στή­μιο α­πο­φοί­τη­σης, ε­νώ, ως α­ντι­κεί­με­νο των σπου­δών, προσ­διο­ρί­ζε­ται το κά­πως γε­νι­κό­λο­γο, “παι­δα­γω­γι­κή και φι­λο­σο­φία”. Επί­σης, δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται, αν κά­ποια υ­πο­τρο­φία ή άλ­λη οι­κο­νο­μι­κή στή­ρι­ξη του ε­πέ­τρε­ψε αυ­τές τις σπου­δές. Το μό­νο βέ­βαιο εί­ναι ό­τι ξε­κί­νη­σε το α­κα­δη­μαϊκό έ­τος 1888-89, κα­θώς, ό­ταν πέ­θα­νε ο πα­τέ­ρας του, ή­ταν στη Γερ­μα­νία μα­ζί με τη σύ­ζυ­γό του, που εί­ναι γνω­στό ό­τι πα­ρέ­μει­νε ε­κεί μό­νο τον πρώ­το χρό­νο. Ωστό­σο, η Πο­λυ­καν­δριώ­τη, με βά­ση τα δη­μο­σιεύ­μα­τά του στο πε­ριο­δι­κό «Κλειώ» της Λει­ψίας, υ­πο­θέ­τει ό­τι μπο­ρεί να έ­φυ­γε έ­να χρό­νο νω­ρί­τε­ρα. Μάλ­λον πα­ρα­βλέ­πει ό­τι το εν λό­γω πε­ριο­δι­κό στη­ρι­ζό­ταν και σε σταλ­μέ­νες α­πό την Ελλά­δα συ­νερ­γα­σίες, ό­πως, α­κρι­βώς, ε­κεί­νες του Κουρ­τί­δη σε ό­λη τη διάρ­κεια του 1887, που φέ­ρουν τον γε­νι­κό τίτ­λο «Αθη­ναϊκά χρο­νι­κά».

Έλλει­ψη παι­δείας

    Ευ­κρι­νέ­στε­ρη δια­γρά­φε­ται η ε­παγ­γελ­μα­τι­κή του στα­διο­δρο­μία με­τά την ε­πι­στρο­φή του, ως κα­θη­γη­τή στα νεό­τευ­κτα Δι­δα­σκα­λεία, ως τα­κτι­κού συ­νερ­γά­τη σε λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, κα­θώς και ως κα­θη­γη­τή δρα­μα­το­λο­γίας στις πρώ­τες Δρα­μα­τι­κές Σχο­λές του Φι­λο­λο­γι­κού Συλ­λό­γου «Παρ­νασ­σός», του Ωδείου και της Βα­σι­λι­κής Δρα­μα­τι­κής Σχο­λής, στων ο­ποίων την ί­δρυ­ση και για ό­σο κρά­τη­σε η βρα­χύ­βια λει­τουρ­γία τους εί­χε ε­νερ­γό συμ­με­το­χή. “Αυ­το­δί­δα­κτο ει­δι­κό του θεά­τρου”, τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει η Πο­λυ­καν­δριώ­τη. Να ση­μειώ­σου­με, ό­τι, ε­κτός α­πό δά­σκα­λος νέων η­θο­ποιών και πέ­ρα α­πό τους παι­δι­κούς δια­λό­γους που έ­γρα­ψε, συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στους πρώ­τους θε­α­τρι­κούς κρι­τι­κούς. Αμε­τά­θε­τος στό­χος του στά­θη­κε “η διά­πλα­ση των Ελλή­νω­ν”. Όπως εύ­στο­χα πα­ρα­τη­ρεί η με­λε­τή­τρια, για τον Κουρ­τί­δη, η έλ­λει­ψη παι­δείας συ­νι­στά την κύ­ρια αι­τία για έ­ναν πο­λι­τι­σμό χα­μη­λής ποιό­τη­τας. Γι αυ­τό και α­σχο­λή­θη­κε με τα παι­δι­κά α­να­γνώ­σμα­τα, κα­θώς και με την εκ­παί­δευ­ση των θη­λέων, που εί­ναι οι αυ­ρια­νές μη­τέ­ρες. 
Και στους δυο αυ­τούς το­μείς, η με­λε­τή­τρια δεν πα­ρα­λεί­πει να το­νί­σει “τις α­γκυ­λώ­σεις του Κουρ­τί­δη σε πα­ρω­χη­μέ­νες πια α­ντι­λή­ψεις”, σε α­ντί­θε­ση με τις ι­δέες του Ξε­νό­που­λου, που δεν πε­ριο­ρι­ζό­ταν στη βελ­τίω­ση αλ­λά προ­χω­ρού­σε στην αμ­φι­σβή­τη­ση των πα­τρο­πα­ρά­δο­των α­ξιών. Συ­ντη­ρη­τι­κή ή, κα­τά άλ­λους, με­τριο­πα­θή στά­ση κρά­τη­σε ο Κουρ­τί­δης και στο γλωσ­σι­κό. Ού­τε δη­μο­τι­κι­στής ού­τε α­κραιφ­νής κα­θα­ρευου­σιά­νος, δια­τή­ρη­σε μια λό­για και προ­σι­τή γλώσ­σα. Έμει­νε σε α­πό­στα­ση α­πό τον Εκπαι­δευ­τι­κό Όμι­λο, αλ­λά συμ­με­τεί­χε στην εκ­παι­δευ­τι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση του 1917. Ωστό­σο, πο­λύ νω­ρί­τε­ρα, κα­τά το Α΄ Εκπαι­δευ­τι­κό Συ­νέ­δριο του 1904, στην Αθή­να, ήρ­θε σε α­ντί­θε­ση με τους ορ­γα­νω­τές του, Δρο­σί­νη και Βι­κέ­λα, ε­γκα­τα­λεί­πο­ντας στις ο­μι­λίες και τα άρ­θρα του τους χα­μη­λούς τό­νους. Εξέ­φρα­σε τις α­πό­ψεις του Ελλη­νι­κού Δι­δα­σκα­λι­κού Συλ­λό­γου έ­να­ντι ε­κεί­νων των τριών φι­λεκ­παι­δευ­τι­κών συλ­λό­γων, που το διορ­γά­νω­ναν. Κυ­ρίως υ­πε­ρα­σπί­στη­κε τα αι­τή­μα­τα του έ­ξω Ελλη­νι­σμού, που α­πο­σιω­πή­θη­καν, πα­ρά την τι­μη­τι­κή υ­πο­δο­χή των εκ­προ­σώ­πων του. Η Πο­λυ­καν­δριώ­τη χα­ρα­κτη­ρί­ζει ε­μπα­θή την κρι­τι­κή του Κουρ­τί­δη. Ακρι­βή ει­κό­να πα­ρέ­χει η α­πο­κλει­στι­κά α­φιε­ρω­μέ­νη στο Συ­νέ­δριο, πρό­σφα­τη μο­νο­γρα­φία του Γιάν­νη Πα­πα­κώ­στα.
Πα­ρα­δό­ξως, ε­μπά­θεια του α­πο­δί­δει και στην α­ντι­πα­ρά­θε­σή του με τον Κα­μπού­ρο­γλου, που πα­ρου­σιά­ζει ι­διαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον, κα­θώς ο Κα­μπού­ρο­γλους στά­θη­κε ο προ­στά­της του ό­ταν πρω­τοήρ­θε στην Αθή­να. Στη με­λέ­τη α­να­φέ­ρε­ται ως ο μο­να­δι­κός που του συ­μπα­ρα­στά­θη­κε. Σαν να λη­σμο­νεί­ται η βοή­θεια του λί­γο με­γα­λύ­τε­ρού του Γα­βριη­λί­δη. Κι αυ­τός Θρα­κιώ­της, α­πό χω­ριό της Προ­πο­ντί­δας, α­πό­φοι­τος της ί­διας Σχο­λής. Να ση­μειώ­σου­με ό­τι ο Κουρ­τί­δης ξε­κι­νά­ει σχε­δόν ταυ­τό­χρο­να να συ­νερ­γά­ζε­ται με τα πε­ριο­δι­κά «Ρα­μπα­γάς» και «Η Διά­πλα­σις των παί­δων». Κα­τά την Πο­λυ­καν­δριώ­τη, ο Κα­μπού­ρο­γλους τον σύ­στη­σε το 1880 στον εκ­δό­τη του δεύ­τε­ρου, Νι­κό­λαο Πα­πα­δό­που­λο. Σαν πά­λι να πα­ρα­βλέ­πει ό­τι ο Κουρ­τί­δης ή­ταν συ­νο­μή­λι­κος και συμ­φοι­τη­τής με τον Υδραίο Πα­πα­δό­που­λο, που εί­χε ξε­κι­νή­σει το πε­ριο­δι­κό του τον προ­η­γού­με­νο Φε­βρουά­ριο. Πά­ντως, το 1880, πα­ντρεύ­τη­κε την α­δελ­φή του και α­νέ­λα­βε την αρ­χι­συ­ντα­ξία του πε­ριο­δι­κού. Πα­ρό­τι τα θη­λυ­κά της οι­κο­γέ­νειας Πα­πα­δό­που­λου συ­νέ­δε­σαν δύο με­γά­λους της παι­δι­κής λο­γο­τε­χνίας, τον Κουρ­τί­δη και τον Ξε­νό­που­λο, που ε­ρω­τεύ­τη­κε την δε­κα­ε­ξά­χρο­νη α­νι­ψιά του Πα­πα­δό­που­λου, έ­να πλή­ρες λήμ­μα γι’ αυ­τόν λεί­πει.  
Όπως και να έ­χει, η σύ­γκρου­ση Κουρ­τί­δη-Κα­μπού­ρο­γλου πα­ρα­μέ­νει ε­πί­και­ρη, κα­θώς α­φο­ρά τη σχέ­ση κρι­τι­κού και συγ­γρα­φέα. Ο Κουρ­τί­δης εί­χε την ά­πο­ψη πως έ­να κεί­με­νο, α­φού έ­χει πα­ρα­δο­θεί πια στο κοι­νό, α­κο­λου­θεί το δι­κό του δρό­μο, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό τον συγ­γρα­φέα του. Έτσι, ά­σκη­σε αυ­στη­ρή κρι­τι­κή σε θε­α­τρι­κό έρ­γο του φί­λου του. Επει­δή, ό­μως, οι συγ­γρα­φείς, τό­τε ό­πως και σή­με­ρα, αρ­νού­νται, σαν τους φι­λό­στορ­γους γο­νιούς, να α­φή­σουν το πό­νη­μά τους να τα βγά­λει πέ­ρα μό­νο του, ο Κα­μπού­ρο­γλους δεν χει­ρο­δί­κη­σε μεν, αλ­λά υ­πε­ρα­σπί­στη­κε με μα­χη­τι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα το έρ­γο του. Ας συ­γκρα­τή­σου­με α­πό “τον α­μεί­λι­κτο και συ­χνά ι­διαί­τε­ρα καυ­στι­κό κρι­τι­κό” Κουρ­τί­δη, την ε­πω­δό ό­τι “ο συγ­γρα­φέ­ας πρέ­πει να εί­ναι πράγ­μα­τι καλ­λι­τέ­χνης και ό­χι εισ­πρά­κτωρ πο­σο­στώ­ν”.
Τε­λι­κά, ο Κουρ­τί­δης α­πέ­κτη­σε μο­νο­γρα­φία, που θα την ζή­λευε α­κό­μη και ο πο­λυ­μνη­μο­νευό­με­νος Ξε­νό­που­λος. Κα­τά τα άλ­λα, εί­ναι μια α­πό τις λι­γο­στές μο­νο­γρα­φίες που προέ­κυ­ψαν με έ­ναυ­σμα λήμ­μα ε­κεί­νης της προ δε­κα­πε­ντα­ε­τίας ο­λο­κλη­ρω­θεί­σης Γραμ­μα­το­λο­γίας Σοκ­κό­λη.

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 17/2/2013.

Μια ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία

$
0
0

«Εντευ­κτή­ριο», Δί­μη­νο καλ­λι­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό,
Οκτώ­βριος 1987, τεύ­χος 1,
Διεύ­θυν­ση: Γιώρ­γος Κορ­δο­με­νί­δης,
Γ. Σε­φέ­ρη 15, Σταυ­ρού­πο­λη, Θεσ­σα­λο­νί­κη.

Ζω­γρα­φιά
του Μι­χά­λη
Μα­νου­σά­κη
α­πό την
ει­κο­νο­γρά­φη­ση
του τεύ­χους.








Αυ­τή εί­ναι η ταυ­τό­τη­τα του πρώ­του τεύ­χους του πε­ριο­δι­κού. Πα­ρό­τι πρώ­το, δεν υ­πάρ­χει προοί­μιο για το τι εί­ναι, σε τι α­κρι­βώς στο­χεύει ή, τε­λο­σπά­ντων, κά­τι σαν δια­κή­ρυ­ξη αρ­χών. Στις τε­λευ­ταίες σε­λί­δες, κα­τα­χω­ρού­νται τα βιο­ερ­γο­γρα­φι­κά “των συ­νερ­γα­τώ­ν/συγ­γρα­φέων του τεύ­χους”. Εκεί πα­ρου­σιά­ζε­ται, κα­τά αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά, και ο ά­γνω­στος, τό­τε, σε Αθη­ναίους και λοι­πούς Πα­λαιο­ελ­λα­δί­τες, διευ­θυ­ντής του πε­ριο­δι­κού, με έ­να σύ­ντο­μο βιο­γρα­φι­κό. Μα­θαί­νου­με ό­τι υ­πήρ­ξε συ­νερ­γά­της κα­τά την προ­η­γού­με­νη επτα­ε­τία (1979-1986) της ΕΡ­Τ-2 Θεσ­σα­λο­νί­κης ως πα­ρα­γω­γός εκ­πο­μπών και ό­τι έ­χει μια με­λέ­τη στο ε­νερ­γη­τι­κό του, με τίτ­λο, «Τα μου­σεία της Θεσ­σα­λο­νί­κης». Η συ­νε­χής α­να­γνω­στι­κή συ­νά­φεια, ε­πί έ­να τέ­ταρ­το του αιώ­να, με το πε­ριο­δι­κό του, δι­καίω­σε την πρώ­τη ε­ντύ­πω­ση ε­νός αν­θρώ­που χα­μη­λών τό­νων, που α­πο­δεί­χτη­κε ό­τι διέ­θε­τε ο­ρι­σμέ­νες πρό­σθε­τες ι­διό­τη­τες, ό­πως δη­μιουρ­γι­κός, ε­πί­μο­νος, α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός.
Το πρώ­το τεύ­χος, ω­στό­σο, συ­νο­δευό­ταν α­πό δι­πλό δελ­τίο Τύ­που. Το έ­να πα­ρου­σία­ζε τα πε­ριε­χό­με­να του τεύ­χους και το άλ­λο, το εγ­χεί­ρη­μα της έκ­δο­σης. Αντι­γρά­φου­με ε­πι­λε­κτι­κά α­πό αυ­τό το δεύ­τε­ρο, που, ό­ντας έ­να δελ­τίο Τύ­που, μπο­ρεί και να μην δια­σώ­θη­κε. “Εί­ναι έ­νας έ­ντυ­πος χώ­ρος ό­που συ­να­ντώ­νται πρό­σω­πα και κεί­με­να... Δεν εί­ναι στε­νά λο­γο­τε­χνι­κό... φι­λο­δο­ξεί να γί­νει πε­ριο­δι­κό γε­νι­κής παι­δείας και πνευ­μα­τι­κού προ­βλη­μα­τι­σμού... Δεν εί­ναι το­πι­κό πε­ριο­δι­κό. Ού­τε η θε­μα­το­γρα­φία του, ού­τε οι συ­νερ­γά­τες του πε­ριο­ρί­ζο­νται στο χώ­ρο της Θεσ­σα­λο­νί­κης... φι­λο­δο­ξεί να δια­βά­ζε­ται με το ί­διο εν­δια­φέ­ρον σε ό­λη την Ελλά­δα...” Ευ­σε­βείς πό­θοι, θα έ­λε­γε κα­νείς, οι ο­ποίοι, ό­μως, φαί­νε­ται ό­τι, λί­γο πο­λύ, ευο­δώ­θη­καν.
Ο διευ­θυ­ντής του πε­ριο­δι­κού, ή­δη α­πό το πρώ­το τεύ­χος, εί­χε προ­τι­μή­σει, α­ντί α­φιε­ρω­μα­τι­κών τευ­χών, να πα­ρα­χω­ρεί πε­ρισ­σό­τε­ρες ή λι­γό­τε­ρες σε­λί­δες σε έ­να θέ­μα. Ως προς αυ­τό, ε­κεί­νο το πρώ­το τεύ­χος διεκ­δι­κεί μια μο­να­δι­κό­τη­τα. Δεν πι­στεύου­με να υ­πήρ­ξε πο­τέ άλ­λο λο­γο­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό, που να ξε­κί­νη­σε το πρώ­το τεύ­χος του με σε­λί­δες α­φιε­ρω­μέ­νες στις συν­θή­κες που ε­πι­κρα­τούν στις φυ­λα­κές. Βε­βαίως, πρό­κει­ται για έ­να θεσ­σα­λο­νι­κιώ­τι­κο πε­ριο­δι­κό, ό­που το Γε­ντί Κου­λέ α­πο­τε­λεί έ­να α­πό τα ση­μεία α­να­φο­ράς της πό­λης. Όπως και να έ­χει, το τεύ­χος α­νοί­γει με “Σε­λί­δες για τη φυ­λα­κή”. Έναυ­σμα στά­θη­κε ο θό­ρυ­βος που εί­χε προ­κα­λέ­σει, στα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του ’80, η έκ­θε­ση της ει­σαγ­γε­λέως Χρυ­σού­λας Για­τα­γά­να για τις συν­θή­κες στη Δι­κα­στι­κή Φυ­λα­κή Επτα­πυρ­γίου. Στο πρώ­το κεί­με­νο, ο Ντί­νος Χρι­στια­νό­που­λος πα­ρου­σιά­ζει έ­να βι­βλίο του 1921, «Από τον τά­φο των ζω­ντα­νών», του Γεωρ­γίου Ιορ­δά­νου. Κά­τι σαν χρο­νι­κό ή α­πο­μνη­μό­νευ­μα α­πό το Γε­ντί Κου­λέ του 1918. Για της φυ­λα­κής τα σί­δε­ρα γρά­φουν α­κό­μη, οι Ηλίας Πε­τρό­που­λος και Κώ­στας Τα­χτσής.

«Εντευ­κτή­ριο», Λο­γο­τε­χνι­κό και καλ­λι­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό, Αύ­γου­στος - Οκτώ­βριος 2012, τεύ­χος 98, Εκδό­της - Διευ­θυ­ντής Γιώρ­γος Κορ­δο­με­νί­δης, Underground Εντευ­κτή­ριο, Δε­σπε­ραί 9. 

Αυ­τή εί­ναι η ταυ­τό­τη­τα του τρέ­χο­ντος τεύ­χους. Εί­ναι το τρί­το στη σει­ρά, που θυ­μί­ζει στο ε­ξώ­φυλ­λό του τη συ­μπλή­ρω­ση 25 χρό­νων συ­νε­χούς πα­ρου­σίας, χω­ρίς πε­ρίο­δο α­γρα­νά­παυ­σης ή ά­τα­κτης έκ­δο­σης. Ση­μά­δι ό­τι έ­χει κά­τι να πει και πως ο χαλ­κέ­ντε­ρος  εκ­δό­της του ού­τε κου­ρά­στη­κε ού­τε, το βα­σι­κό­τε­ρο, κού­ρα­σε. Όπως ση­μειώ­νε­ται ει­σα­γω­γι­κά, το πε­ριο­δι­κό άρ­χι­σε να ε­πι­χο­ρη­γεί­ται α­πό το Ίδρυ­μα Ου­ρά­νη. Αυ­τή η χο­ρη­γία θα μπο­ρού­σε να στα­θεί α­φορ­μή για κά­ποιες σε­λί­δες α­φιε­ρω­μέ­νες στην πα­λαιό­τε­ρη πε­ζο­γρα­φία, που α­πο­τε­λεί το α­πο­κλει­στι­κό α­ντι­κεί­με­νο των εκ­δό­σεων του Ιδρύ­μα­τος. Δε­δο­μέ­νου ό­τι, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, οι άλ­λοι εκ­δο­τι­κοί φο­ρείς την έ­χουν σχε­δόν ο­λο­σχε­ρώς ε­γκα­τα­λεί­ψει, ε­νώ το «Εντευ­κτή­ριο» πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρά ε­πι­κε­ντρω­μέ­νο στο πα­ρόν, έ­να με­γά­λο τμή­μα του α­να­γνω­στι­κού κοι­νού α­γνο­εί τις σχε­τι­κές εκ­δό­σεις. Γι’ αυ­τό, πι­στεύου­με ό­τι θα ή­ταν κα­λή ι­δέα να κα­τα­χω­ρού­νται οι εκ­δό­σεις του Ιδρύ­μα­τος στις σε­λί­δες του πε­ριο­δι­κού. Λ.χ., α­νοί­γο­ντας το τεύ­χος, ο α­να­γνώ­στης να α­ντι­κρί­ζει δυο, πι­θα­νώς, ά­γνω­στους σε αυ­τόν, αλ­λά κα­θό­λου τυ­χαίους, ό­πως ο Κων­στα­ντί­νος Σά­θας και ο Εμίλ Λε­γκράν, και η δια­φη­μι­στι­κή προ­βο­λή να κε­ντρί­ζει την πε­ριέρ­γειά του για την Αλλη­λο­γρα­φία τους, μια πρό­σφα­τη έκ­δο­ση του Ιδρύ­μα­τος, που δεν βρή­κε την α­ντί­στοι­χη α­ντα­πό­κρι­ση.   

Τα γε­νέ­θλιά του, πά­ντως, δη­λα­δή τη συ­μπλή­ρω­ση της ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τίας, το πε­ριο­δι­κό τα ε­ορ­τά­ζει με αυ­τό το τεύ­χος. Του Οκτω­βρίου 2012. Να πα­ρα­τη­ρή­σου­με, ό­τι στην ταυ­τό­τη­τα δεν α­να­φέ­ρε­ται η πό­λη. Ποιος, α­λή­θεια, γνω­ρί­ζει πλην Θεσ­σα­λο­νι­κέων, την ο­δό Δε­σπε­ραί κι ας εί­ναι πα­ράλ­λη­λος της Αγγε­λά­κη, έ­να βή­μα α­πό τον Λευ­κό Πύρ­γο. Κά­ποιοι, ό­μως, θα πρέ­πει να έ­χουν α­κου­στά τον στρα­τη­γό Φραν­σαί Δε­σπε­ραί, που θριάμ­βευ­σε στο Μα­κε­δο­νι­κό Μέ­τω­πο τον Σε­πτέμ­βριο του 1918. Αυ­τό, σε συ­σχε­τι­σμό, με τις σε­λί­δες του τεύ­χους τις α­φιε­ρω­μέ­νες στην Γερ­τρού­δη Στάϊν και το διή­γη­μα του γάλ­λου πε­ζο­γρά­φου Ερβέ Λε Τε­λιέ, δί­νει στο τεύ­χος γαλ­λι­κό ά­ρω­μα. Ίσως, α­κρι­βέ­στε­ρα, πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νο, κα­θώς δη­μο­σιεύο­νται, ε­πί­σης, πε­ζά Αμε­ρι­κα­νί­δας, Ούγ­γρου, Ισπα­νού, ποιή­μα­τα Τούρ­κων και φω­το­γρα­φίες Ελβε­τί­δας. Ύστε­ρα, στους συ­νερ­γά­τες υ­περ­τε­ρούν σα­φώς οι Αθη­ναίοι. Και δη, η α­φρό­κρε­μα του πνευ­μα­τι­κού μας χώ­ρου. Ο διευ­θυ­ντής φαί­νε­ται να ε­τοί­μα­σε με ι­διαί­τε­ρη μέ­ρι­μνα τη συ­νά­ντη­ση προ­σώ­πων και κει­μέ­νων για το γε­νέ­θλιο τεύ­χος.  

Το τεύ­χος α­νοί­γει με έ­να διή­γη­μα. Όχι ι­στο­ρία, διή­γη­μα. Ο τίτ­λος κυ­ριο­λε­κτεί ως προς τη μορ­φή. «Τρί­πτυ­χο». Απο­τε­λεί­ται α­πό τρεις μυ­θο­πλα­στι­κές συν­θέ­σεις, που συν­δέ­ο­νται με­τα­ξύ τους δια μέ­σου του το­πι­κού τους στίγ­μα­τος. “Ένα με­γά­λο μπαλ­κό­νι”, που προ­βάλ­λει προ­στα­τευ­τι­κό ως μη­τρι­κός κόλ­πος. Οι δυο α­κραίες “ει­κό­νες” σαν να δι­πλώ­νο­νται προς αυ­τήν που βρί­σκε­ται στο κέ­ντρο και να την κα­λύ­πτουν. Υπο­θε­τι­κός τίτ­λος αυ­τού του ε­πί μέ­ρους δί­πτυ­χου, “θη­λυ­κή πρό­κλη­ση”. Πε­ρι­γρά­φε­ται σε ό­λο της το με­γα­λείο η χά­ρις του αι­λου­ρο­ει­δούς. “Η ορ­θω­μέ­νη ου­ρά”, “τα μπρά­τσα και οι γά­μπες μαυ­ρι­σμέ­να α­πό τη θά­λασ­σα”. Μια α­λα­νιά­ρα γά­τα, έ­να θη­λυ­κό που δεν εν­δί­δει εύ­κο­λα. Συ­γκοι­νω­νού­ντα δο­χεία αι­σθη­σια­σμού. Τα αι­λου­ρο­ει­δή, α­νε­ξαρ­τή­τως εί­δους και ε­θνι­κό­τη­τας, δια­τη­ρούν “την α­ξιο­πρέ­πειά τους” και ε­πι­δει­κνύουν ε­ξαι­ρε­τι­κή α­ντο­χή. Ού­τε μια πε­ριτ­τή λέ­ξη, ού­τε αι­σθη­μα­το­λο­γι­κές ή άλ­λες πα­ρεκ­βά­σεις. “Η μνή­μη των σω­μά­τω­ν”, η μνή­μη των τό­πων. Τον Ευ­ρώ­τα θυ­μά­ται ο α­φη­γη­τής, την Άνω Τζου­μα­γιά η Βουλ­γά­ρα της με­σαίας “ει­κό­νας” του τρί­πτυ­χου, που “έρ­χε­ται κά­θε Τε­τάρ­τη”. 
Υπο­γείως ε­πε­τεια­κό το διή­γη­μα. Οι μά­χες Κρέσ­νας- Σι­μιτ­λή-Τζου­μα­γιάς, 11-15 Ιου­λίου 1913. “Δια της α­λώ­σεως των στε­νών της Κρέσ­νας, ο ελ­λη­νι­κός στρα­τός ή­το ε­λεύ­θε­ρος να βα­δί­ση προς την Τζου­μα­γιάν... ε­στα­μά­τη­σεν εις τεσ­σά­ρων χι­λιο­μέ­τρων α­πό­στα­σιν και την εί­δε καιό­με­νη...”, κα­τά πα­λαιά χρο­νο­γρα­φι­κή κα­τα­γρα­φή. Η Συν­θή­κη του Βου­κου­ρε­στίου τρά­βη­ξε την ο­ριο­θε­τι­κή γραμ­μή και η Άνω Τζου­μα­γιά πή­ρε το ό­νο­μα του Ντι­μι­τάρ Μπλα­γκό­εφ α­πό τη Ζα­γο­ρί­τσα­νη Κα­στο­ριάς. Ορα­μα­τι­στής κο­μου­νι­στής, ας ό­ψε­ται κι αυ­τός, που η Βουλ­γά­ρα ξε­νο­δου­λεύει στο Πα­γκρά­τι. Αυ­τά πί­σω α­πό τις γραμ­μές. Κα­τά τα άλ­λα, κυ­ρίαρ­χη κα­τα­λη­κτι­κή ε­ντύ­πω­ση, η α­πό­λαυ­ση της συ­νεύ­ρε­σης, ό­ταν του δι­ψα­σμέ­νου “μαρ­τυ­ρού­νε τα γό­να­τά του” για να φτά­σει τη δυσ­πρό­σι­τη πη­γή. Το διή­γη­μα α­ρι­στεύει α­πό μό­νο του, δεν χρειά­ζε­ται να το σπρώ­ξει το ό­νο­μα του συγ­γρα­φέα. Έτσι κι αλ­λιώς, το βα­ρύ­γδου­πο, στις η­μέ­ρες μας, ό­νο­μα του συγ­γρα­φέα του θα χα­λού­σε τους χα­μη­λούς τό­νους στο Εντευ­κτή­ριο. Άλλω­στε, το τεύ­χος κλεί­νει με πα­ρου­σία­ση του τε­λευ­ταίου βι­βλίου τού εν λό­γω μη ο­νο­μα­σθέ­ντος συγ­γρα­φέα, ό­που ορ­γιά­ζουν τα θαυ­μα­στι­κά ε­πί­θε­τα σε βαθ­μό α­νοι­κο­νό­μη­το.
Στη συ­νά­ντη­ση προ­σώ­πων και κει­μέ­νων, ο Τί­τος Πα­τρί­κιος και η Κι­κή Δη­μου­λά συ­νο­μι­λούν με τον Λευ­τέ­ρη Ξαν­θό­που­λο. Ο Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας γρά­φει κά­τι σαν η­με­ρο­λό­γιο για τον ε­ορ­τα­σμό των πε­νή­ντα χρό­νων πα­ρου­σίας του στα γράμ­μα­τα. Το κεί­με­νό του α­κο­λου­θεί, δί­κην συ­μπλη­ρώ­μα­τος, η ο­μι­λία της Αντι­γό­νης Βλα­βια­νού στην ε­πε­τεια­κή εκ­δή­λω­ση, που έ­λα­βε χώ­ρα στο Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής Αθη­νών. Η με­λε­τή­τρια εκ­κι­νεί να “προ­σμε­τρά” πλεί­στα ό­σα, σε­νά­ριο, θε­α­τρι­κό, με­τα­φρά­σεις, δο­κι­μια­κά βι­βλία (έ­τσι α­πο­κα­λεί τις τρεις συ­να­γω­γές προ­σω­πι­κών κει­μέ­νων), για να συλ­λά­βει το συ­νο­λι­κό έρ­γο του. Κά­νει, μά­λι­στα, και μια πο­λύ πρω­τό­τυ­πη πα­ρα­τή­ρη­ση: “Ένα έρ­γο με­γά­λο, α­κό­μη κι αν πε­ριο­ρι­στού­με στα α­κραιφ­νώς λο­γο­τε­χνι­κά του κεί­με­να...” Δη­λα­δή, αν δια­βά­ζου­με σω­στά, την εκ­πλήσ­σει, έ­να έρ­γο λο­γο­τέ­χνη να εί­ναι με­γά­λο μό­νο με τα λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να. Όπως και να έ­χει, α­να­φέ­ρο­ντας α­πό τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα μό­νο το μπε­στ σέ­λε­ρ, «Η φα­νέ­λα με το εν­νιά», και τα υ­πό­λοι­πα σω­ρευ­τι­κά μέ­σα α­πό αποφθεγματικές απο­φάνσεις και κρί­σεις Ευ­ρω­παίων και γη­γε­νών, πο­λύ φο­βό­μα­στε ό­τι ο λο­γο­τε­χνι­κός Κου­μα­ντα­ρέ­ας δια­φεύ­γει.         
Στη συ­νά­ντη­ση προ­σέρ­χο­νται με πε­ζά πέ­ντε συγ­γρα­φείς (Γ. Ευ­στα­θιά­δης, Μα­ρία Κου­γιουμτ­ζή, Κ. Χα­ρί­τος, Κ. Αρκου­δέ­ας, Μα­ρία Στα­σι­νο­πού­λου, κα­τά σει­ρά πα­ρά­τα­ξης). Και με ποιή­μα­τα, άλ­λοι πέ­ντε (Α. Μα­ρω­νί­τη, Βα­σί­λης Πα­πάς, Κ. Συ­φιλτ­ζό­γλου, Σω­τή­ρης Πα­στά­κας, Ν. Κυ­ρια­κί­δης). Σε αυ­τά προ­στί­θε­νται με­τα­φρά­σεις, θέ­α­τρο, κρι­τι­κή και το φω­το­γρα­φι­κό έν­θε­το «Camera Obscura». Η ζω­γρα­φι­κή του Μι­χά­λη Μα­νου­σά­κη συ­μπλη­ρώ­νει ει­κο­νο­γρα­φι­κά τη συ­νά­ντη­ση. 
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, υ­πάρ­χει έ­νας μο­να­δι­κός συ­νερ­γά­της του πρώ­του  τεύ­χους, που εμ­φα­νί­ζε­ται και στο γε­νέ­θλιο 98ο. Συμ­με­τέ­χει και τις δυο φο­ρές με πε­ζό, ό­που δια­κρί­νε­ται η ί­δια ευαι­σθη­σία, αλ­λά και η ε­ξέ­λι­ξη της γρα­φής. Ας α­φή­σου­με τα γνω­στά ο­νό­μα­τα σαν γρί­φο για τους φα­να­τι­κούς του Εντευ­κτη­ρίου. Ευ­χό­μα­στε μια δεύ­τε­ρη, ε­ξί­σου γό­νι­μη, ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία. Εί­θε, στο τέ­λος της, ο εκ­δό­της του πε­ριο­δι­κού, που θα έ­χει φθά­σει τα χρό­νια του μέ­ντο­ρά του, να δια­τη­ρεί το δι­κό του σφρί­γος. 

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου



Το ίζημα

Tου Βασίλη Παπά

Βράχοι πελεκημένοι τραβερτίνης
τα τείχη που προστάτεψαν την πόλη.
Βούρκωνε, όμως, το έδαφος απ’ τα νερά
που χρόνια γλείφανε τις πέτρες
στο τέλος τις διαλύσανε.
Το ίζημα παχύ, πυκνό
κάθισε πάνω από τους δρόμους
και τα σπίτια
με τα σαγόνια της να τα μασήσει
η υγρασία σιωπηλά.
Καθώς όμως τα σκέπασε
κατέληξε στο τέλος να τα συντηρήσει.
Το ίζημα των στάσιμων νερών
όπως το ίζημα του χρόνου
όταν αρχίζει να λιμνάζει
στις επιφάνειες των πεπραγμένων
και η ζωή αποκτά κάποια στιγμή
το αρχαιολογικό δικό της πάρκο
και ξεκινούν άτακτες, τότε,
σωστικές ανασκαφές
μ’ ευρήματα, συνήθως, χρηστικά
ρουτίνας περισσότερο
με συλημένα όλα τα σπουδαία της σημεία
που γίνανε αιθέρας κι εξατμίστηκαν
έχοντας μόνο να αποδώσει πια
τα ανελαστικά και ογκώδη ερείπια
μιας καθημερινότητας.


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/2/2013.

Το περιοδικό του Μάνου Χατζιδάκι

$
0
0


Τά­κης Θε­ο­δω­ρό­που­λος
«ΤΟ ΤΕ­ΛΕΥ­ΤΑΙΟ ΤΕ­ΤΑΡ­ΤΟ
Ένα ελ­λη­νι­κό χρο­νι­κό»
Εκδό­σεις Πό­λις
Οκτώ­βριος 2012

 Το τελευταίο τεύχος
υπό την διεύθυνση
του Μάνου Χατζιδάκι.











Μό­λις τέσ­σε­ρις μή­νες με­τά την πα­ρου­σία­ση  του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Τά­κη Θε­ο­δω­ρό­που­λου, «Η ε­πι­δη­μία», έκ­δο­ση του 2011, ε­πα­νερ­χό­μα­στε με α­φορ­μή το και­νού­ριο του βι­βλίο. Τε­λι­κά, ά­δι­κοι οι φό­βοι μας. Ως ά­ψο­γος ε­παγ­γελ­μα­τίας συγ­γρα­φέ­ας, δεν α­θέ­τη­σε ού­τε ε­φέ­τος το ο­κτω­βρια­νό ρα­ντε­βού του με τους α­να­γνώ­στες. Απλώς, το βι­βλίο του διέ­λα­θε α­πό τους “100 νέ­ους τίτ­λους του φθι­νο­πώ­ρου”, κα­θώς δεν υ­πά­γε­ται στη συ­νή­θη δυα­δι­κή τα­ξι­νό­μη­ση μυ­θι­στο­ρή­μα­τα-δο­κί­μια. Πα­ρά τα μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κά του στοι­χεία και τη δο­κι­μια­κή του χροιά, κα­τά την ε­κτί­μη­σή μας, δεν ε­ντάσ­σε­ται σε κα­μία α­πό τις δυο κα­τη­γο­ρίες. Αλλά και σε πεί­σμα του υ­πό­τιτ­λου, ού­τε στα χρο­νι­κά μπο­ρεί να συ­μπε­ρι­λη­φθεί, α­φού πόρ­ρω α­πέ­χει μιας λε­πτο­με­ρούς ε­ξι­στό­ρη­σης γε­γο­νό­των σε κά­ποια χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά. Ήδη, α­πό τις πρώ­τες σε­λί­δες, κα­θί­στα­ται εμ­φα­νές ό­τι της εύ­τα­κτης α­νά­πτυ­ξης υ­πε­ρι­σχύει η συ­νειρ­μι­κή α­να­δρο­μή, ε­νώ η ε­ξι­στό­ρη­ση ε­στιά­ζε­ται στο ε­πί μέ­ρους, φω­τί­ζο­ντας πλα­γίως τη συ­νο­λι­κή ει­κό­να. Και τα δυο αυ­τά συ­νι­στούν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μάλ­λον μυ­θι­στο­ρή­μα­τος πα­ρά χρο­νι­κού. Πλην, ό­μως, ό­πως προσ­διο­ρί­ζει ο υ­πό­τιτ­λος, ε­δώ πρό­κει­ται για “έ­να ελ­λη­νι­κό χρο­νι­κό”, που, με τη ση­με­ρι­νή χρή­ση της λέ­ξης ελ­λη­νι­κός α­πό τους λοι­πούς Ευ­ρω­παίους, μπο­ρεί να ση­μαί­νει και τρε­λό, με την έν­νοια του πα­ρά­λο­γου, που ε­νυ­πάρ­χει κά­πο­τε στις μυ­θο­πλα­σίες.
Στον πρό­λο­γο, πά­ντως, ο συγ­γρα­φέ­ας δη­λώ­νει ό­τι πρό­θε­σή του ή­ταν “να γρά­ψει το χρο­νι­κό της πε­ρι­πέ­τειας του «Τέ­ταρ­του»”, την ο­ποία το­πο­θε­τεί στο τε­λευ­ταίο έ­τος της πρώ­της δια­κυ­βέρ­νη­σης ΠΑ­ΣΟΚ και στο ξε­κί­νη­μα της δεύ­τε­ρης. Κα­τά τα άλ­λα, λαμ­βά­νει ως δε­δο­μέ­νο, ό­τι ό­σοι α­νοί­ξουν το βι­βλίο γνω­ρί­ζουν τι εί­ναι αυ­τό το «Τέ­ταρ­το». Ο ί­διος το α­να­φέ­ρει σαν έ­να πε­ριο­δι­κό, που “δεν έ­γρα­ψε Ιστο­ρία”, ού­τε “ση­μά­δε­ψε τα πνευ­μα­τι­κά πράγ­μα­τα του τό­που”. Προ­χω­ρά­ει, ω­στό­σο, και δι­καιο­λο­γεί την πρό­θε­σή του. Όταν α­να­φέ­ρε­ται στην “πε­ρι­πέ­τεια του πε­ριο­δι­κού”, δεν εν­νο­εί αυ­τό κα­θ’ αυ­τό το πε­ριο­δι­κό, ως έ­να πε­ριο­δι­κό υ­ψη­λής στάθ­μης, α­φού, ό­πως ι­σχυ­ρί­ζε­ται, ού­τε καν κοί­τα­ξε τα τεύ­χη, αλ­λά το πώς αυ­τό προέ­κυ­ψε και μπή­κε σε εκ­δο­τι­κή πο­ρεία. Κι αυ­τό, για­τί τον εν­δια­φέ­ρουν τα πρό­σω­πα και οι κα­τα­στά­σεις, με ε­πί­κε­ντρο τη σύ­γκρι­ση τού τό­τε με το σή­με­ρα. Τον εν­δια­φέ­ρουν, κυ­ρίως, οι δυο βα­σι­κοί ε­μπλε­κό­με­νοι στην “πε­ρι­πέ­τεια του πε­ριο­δι­κού”. Ο διευ­θυ­ντής του, Μά­νος Χατ­ζι­δά­κις και ο εκ­δό­της του, Γιώρ­γος Κο­σκω­τάς. Και πά­λι, ό­μως, ό­χι σαν α­το­μι­κές πε­ρι­πτώ­σεις, αλ­λά σαν εκ­πρό­σω­ποι δυο εκ δια­μέ­τρου α­ντί­θε­των α­ντι­λή­ψεων. Κα­τά τον συγ­γρα­φέα, έ­κα­στος α­πο­τέ­λε­σε κά­τι σαν σή­μα κα­τα­τε­θέν μιας ο­ρι­σμέ­νης νοο­τρο­πίας. 

Ακρι­βώς μια γε­νιά

Ο Θε­ο­δω­ρό­που­λος χρη­σι­μο­ποιεί τη λέ­ξη νοο­τρο­πία, η ο­ποία ε­στιά­ζε­ται στον τρό­πο του σκέ­πτε­σθαι, α­πο­φεύ­γο­ντας τη λέ­ξη η­θι­κή, που εί­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη με τους κα­νό­νες συ­μπε­ρι­φο­ράς. Κι ό­μως, ε­πι­διώ­κει να θέ­σει τον δά­κτυ­λο εις τον τύ­πον των ή­λων, ζη­τώ­ντας τα συ­μπτώ­μα­τα της ελ­λη­νι­κής “με­τάλ­λα­ξης”, που έ­λα­βε χώ­ρα στη διάρ­κεια μιας γε­νιάς. Αν ε­μείς, κά­πως αυ­θαί­ρε­τα, με­τρή­σου­με τη γε­νιά α­πό την 1η Ια­νουα­ρίου 1981, την η­με­ρο­μη­νία ε­πί­ση­μης έ­ντα­ξης της Ελλά­δας στην Ευ­ρω­παϊκή Κοι­νό­τη­τα, και την ε­πε­κτεί­νου­με στο κο­ντι­νό μέλ­λον, μέ­χρι την αρ­χή του 2014, ο­πό­ταν ο­ρι­σμέ­νοι προ­φή­τες κα­κών το­πο­θε­τούν την κα­τάρ­ρευ­ση, θα έ­χου­με μια α­κέ­ραια γε­νιά, 33 ε­τών. Έτσι, πι­θα­νώς και να α­να­δει­κνύε­ται πλη­ρέ­στε­ρα το κοι­νω­νι­κό φαι­νό­με­νο, που ό­λοι βιώ­νου­με και για το ο­ποίο οι ει­δι­κοί ε­πι­στρα­τεύουν αυ­τόν τον δά­νειο α­πό τη βιο­λο­γία ό­ρο. Ωστό­σο, ό­ποιος κά­νει λό­γο για “με­τάλ­λα­ξη”, δη­λα­δή  τρο­πο­ποίη­ση της κλη­ρο­νο­μι­κής σύ­στα­σης ε­νός κυτ­τά­ρου, που κα­τα­λή­γει σε γε­νε­τι­κή αλ­λα­γή του ορ­γα­νι­σμού, α­πο­δέ­χε­ται πως το εν λό­γω κοι­νω­νι­κό φαι­νό­με­νο έ­χει δυο βα­σι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά.
Πρώ­τον, ό­τι, κα­τά την εκ­κί­νη­ση, υ­πε­ρί­σχυε, ως κλη­ρο­νο­μι­κή ι­διο­συ­στα­σία, η α­το­μι­κή η­θι­κή και αν πρό­κει­ται για πνευ­μα­τι­κούς δη­μιουρ­γούς, η ευαι­σθη­σία, η ο­ποία και κυ­ρίως εκ­φρα­ζό­ταν με την καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μιουρ­γία. Και δεύ­τε­ρον, ό­τι, στην τε­λι­κή φά­ση, έ­χει πα­ρα­με­ρι­στεί η προ­σω­πι­κή ευ­θύ­νη και έ­χει α­πο­κα­τα­στα­θεί η δη­μο­κρα­τία των μέ­σων ό­ρων ή και “μα­ζι­κή δη­μο­κρα­τία”. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, ε­στιά­ζο­ντας στο χώ­ρο του πο­λι­τι­σμού, αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι, για το τι συ­νι­στά έρ­γο τέ­χνης, μπο­ρεί να α­πο­φαί­νε­ται ο κα­θέ­νας. Γεν­νά­ται, ω­στό­σο, το ε­ρώ­τη­μα κα­τά πό­σο συμ­φω­νεί ο συγ­γρα­φέ­ας ό­τι αυ­τό το δεύ­τε­ρο στοι­χείο α­πο­τε­λεί ση­μείο κα­τά­πτω­σης του ση­με­ρι­νού κοι­νω­νι­κού σώ­μα­τος. Από την ε­πι­φυλ­λι­δο­γρα­φία του, ό­πως, λ.χ., σχε­τι­κά με τα χρυ­σαυ­γί­τι­κα στο Χυ­τή­ριο, κά­τι τέ­τοιο δεν εί­ναι σα­φές. Κά­πο­τε, φαί­νε­ται να πα­ρα­σύ­ρε­ται α­πό τις α­πό­ψεις των πε­πτω­κό­των δια­νοού­με­νων, ό­πως ο ί­διος ο­ρί­ζει εύ­στο­χα τους “κουλ­του­ριά­ρη­δες”. Στο βι­βλίο, πά­ντως, ο α­φη­γη­τής υ­πεκ­φεύ­γει.

Ρη­ξι­κέ­λευ­θες ι­δέες

Πέ­ραν του προ­λό­γου και των συγ­γρα­φι­κών προ­θέ­σεων, το βι­βλίο θα ι­κα­νο­ποιή­σει ό­σους γνω­ρί­ζουν μέ­σες ά­κρες “την πε­ρι­πέ­τεια του «Τέ­ταρ­του»”, αλ­λά και ό­σους δεν το έ­χουν ού­τε α­κου­στά. Τους πρώ­τους, α­φού τους δί­νει την ευ­και­ρία να ρί­ξουν μια μα­τιά στο πα­ρα­σκή­νιο, α­νε­ξάρ­τη­τα αν, ξε­κι­νώ­ντας την α­νά­γνω­ση, πι­θα­νώς να ήλ­πι­ζαν σε πε­ρισ­σό­τε­ρα. Τους δεύ­τε­ρους, για­τί θα πά­ρουν μια γεύ­ση για το πώς λει­τουρ­γού­σε ο εκ­δο­τι­κός χώ­ρος πριν κο­ντά τώ­ρα τριά­ντα χρό­νια. Άλλω­στε, α­κό­μη και να θέ­λουν να ε­ξα­κρι­βώ­σουν την α­λή­θεια ή το α­νυ­πό­στα­το ό­σων ε­ξι­στο­ρού­νται, τα ί­χνη του πε­ριο­δι­κού έ­χουν σχε­δόν α­πα­λει­φθεί. Στις δυο πρό­σφα­τες δε­κα­ε­τίες, κα­τά το γύ­ρι­σμα του αιώ­να, υ­πο­τι­μή­θη­κε το πα­ρελ­θόν έ­να­ντι του πα­ρό­ντος και κυ­ρίως, του μέλ­λο­ντος. Ποιος θα α­σχο­λη­θεί με τον Τύ­πο α­πό την Με­τα­πο­λί­τευ­ση και ε­δώ­θε. Όσο για το Δια­δί­κτυο, που α­πο­τε­λεί την κυ­ρίαρ­χη πλέ­ον πη­γή ε­νη­μέ­ρω­σης, στο ε­ρώ­τη­μα, πε­ριο­δι­κό «Τέ­ταρ­το», δί­νει πλη­ρο­φο­ρίες για το πα­τρι­νό free press «Τέ­ταρ­το».
Το πλέ­ον εν­δια­φέ­ρον στοι­χείο του βι­βλίου βρί­σκε­ται μάλ­λον στο ά­τυ­πο α­πο­μνη­μό­νευ­μα πα­ρά στο τεκ­μη­ριω­μέ­νο δο­κί­μιο. Άλλω­στε, τον χα­ρα­κτή­ρα του “memoir”, ό­πως το α­πο­κά­λε­σε ευ­ρω­παΐζων κρι­τι­κός, προ­δί­δουν και τα α­πο­κα­λού­με­να πε­ρι­κει­με­νι­κά στοι­χεία, με πρώ­το τη φω­το­γρα­φία ε­ξω­φύλ­λου. Πρό­κει­ται για λε­πτο­μέ­ρεια φω­το­γρα­φίας δη­μο­σιευ­μέ­νης στο τεύ­χος του Ιου­νίου 1985, το ο­ποίο θα πρέ­πει να κυ­κλο­φό­ρη­σε με­τά τις ε­κλο­γές της 2ας Ιου­νίου, που έ­φε­ραν έ­να ΠΑ­ΣΟΚ του 46%, μείον μό­λις δυο μο­νά­δες α­πό την θριαμ­βι­κή εί­σο­δό του δυό­μι­σι και κά­τι χρό­νια νω­ρί­τε­ρα. Αυ­τό προ­δί­δει το “editorial” του Χατ­ζι­δά­κι, με τίτ­λο, «Μια μωβ σκιά Μαΐου». Μπο­ρεί το πε­ριε­χό­με­νο του να μην α­να­φέ­ρε­ται στην πο­λι­τι­κή ε­πι­και­ρό­τη­τα, ω­στό­σο κα­τα­λή­γει με “την μωβ σκιά” της ε­κλο­γι­κής νί­κης. Η μα­σκα­ρι­σμέ­νη φω­το­γρα­φία συ­γκρα­τεί δυο μό­νο πρό­σω­πα, τους πρω­τα­γω­νι­στές του “memoir”. Τον συγ­γρα­φέα και τον Χατ­ζι­δά­κι, σε μια κά­πως πα­ρά­ξε­νη στά­ση. Με­τω­πι­κά, χα­μο­γε­λα­στούς, με σταυ­ρω­μέ­να στο στή­θος τα χέ­ρια, σαν έ­τοι­μους για κά­ποια α­να­μέ­τρη­ση. Πρό­κει­ται για την τυ­πο­ποιη­μέ­νη φω­το­γρα­φι­κή πό­ζα πο­δο­σφαι­ρι­κής ο­μά­δας πριν τον α­γώ­να. 
Η φω­το­γρα­φία εί­ναι α­πό την ει­κο­νο­γρά­φη­ση του «Φα­ντα­στι­κού κα­φε­νείου» ε­κεί­νου του τεύ­χους, που ή­ταν α­φιε­ρω­μέ­νο στο πο­δό­σφαι­ρο. Η εν λό­γω ρου­μπρί­κα ή­ταν μια α­πό τις πρω­τό­τυ­πες ή και ρη­ξι­κέ­λευ­θες ι­δέες του Χατ­ζι­δά­κι. Εκεί­νος ό­ρι­ζε το θέ­μα, ε­πέ­λε­γε τους συ­νο­μι­λη­τές και συμ­με­τεί­χε ως κο­ρυ­φαίος, προ­σπα­θώ­ντας να στή­σει “κα­φε­νεια­κή κου­βέ­ντα”. Ως σύλ­λη­ψη στό­χευε να εί­ναι ο α­ντί­λο­γος της νεό­κο­πης α­κό­μη τό­τε τη­λε­ο­πτι­κής “στρογ­γυ­λής τρά­πε­ζας”. Στην πρά­ξη, ό­μως, η ι­δέα θα πρέ­πει να α­πο­δείχ­θη­κε ου­το­πι­κή, α­φού πραγ­μα­το­ποιή­θη­καν μό­λις πέ­ντε πα­ρό­μοιες συ­ζη­τή­σεις. Αλλά και ο­λό­κλη­ρο το «Τέ­ταρ­το» του Χατ­ζι­δά­κι, με μό­λις έ­ντε­κα τεύ­χη, μή­πως δεν α­πο­δείχ­θη­κε ου­το­πι­κό. Το ρη­το­ρι­κό ε­ρώ­τη­μα, που θέ­τει ο συγ­γρα­φέ­ας στο ε­πι­λο­γι­κό κε­φά­λαιο, κα­τά πό­σο “ή­ταν κα­λό πε­ριο­δι­κό”, δεν εί­ναι το πιο πρό­σφο­ρο. Το πε­ριο­δι­κό έ­μει­νε ως μύ­θος στο χώ­ρο του πο­λι­τι­σμού. Κά­τι σαν τον συγ­γρα­φέα του ε­νός αλ­λά ση­μα­δια­κού βι­βλίου. Ως α­νά­μνη­ση της ε­πο­χής πριν την “με­τάλ­λα­ξη”, ό­ταν η ποιό­τη­τα α­πο­τε­λού­σε α­κό­μη το κρι­τή­ριο ε­πι­λο­γών και πρά­ξεων.

Με την ο­πτι­κή του α­φη­γη­τή

Στα αυ­το­βιο­γρα­φι­κού χα­ρα­κτή­ρα βι­βλία, συ­νη­θί­ζε­ται τε­λευ­ταία ο συγ­γρα­φέ­ας να ει­κο­νί­ζε­ται στο ε­ξώ­φυλ­λο. Εδώ, ω­στό­σο. ο α­φη­γη­τής πα­ρου­σιά­ζε­ται ως έ­να δια­φο­ρε­τι­κό πρό­σω­πο, με κά­ποιες γο­η­τευ­τι­κά α­ντι­φα­τι­κές ι­διό­τη­τες. Το δια­φο­ρε­τι­κό ι­σχύει και σε σχέ­ση με τους α­φη­γη­τές των μυ­θο­πλα­στι­κών και λοι­πών βι­βλίων του Θε­ο­δω­ρό­που­λου. “Νο­μάς” αλ­λά και “ερ­γα­σιο­μα­νής”, μπλα­ζέ και “παι­δί του Δια­φω­τι­σμού”, αρ­χαιο­λά­τρης δια της γαλ­λι­κής καλ­λιέρ­γειας πα­ρα­κα­μπτη­ρίου, αν και κά­πο­τε χω­ρίς την αί­σθη­ση του μέ­τρου, πα­ρορ­μη­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας ως Βαλ­κά­νιος και συ­νά­μα, σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις, α­πρό­σμε­να φλεγ­μα­τι­κός. Ενδια­φέ­ρει ι­διαί­τε­ρα ως πρό­σω­πο, ό­πως άλ­λω­στε ό­λοι οι α­φη­γη­τές, α­φού τους άλ­λους ε­μπλε­κό­με­νους “στην πε­ρι­πέ­τεια του πε­ριο­δι­κού” τους γνω­ρί­ζου­με μέ­σα α­πό τη δι­κή του “υ­πο­κει­με­νι­κώς α­ντι­κει­με­νι­κή” σκια­γρά­φη­ση.
Σε αυ­τόν, εμ­μέ­σως, πι­θα­νώς και να α­να­φέ­ρε­ται ο τίτ­λος. Όταν Χατ­ζι­δά­κις, Γκά­τσος και Θε­ο­δω­ρό­που­λος α­να­ζη­τού­σαν τίτ­λο για το πε­ριο­δι­κό, ο Χατ­ζι­δά­κις πρό­τει­νε «Το τε­λευ­ταίο τέ­ταρ­το του ει­κο­στού», α­φού αυ­τό διή­νυαν. Ο Γκά­τσος α­πέρ­ρι­ψε τον τίτ­λο ως μα­κρι­νά­ρι. Σύμ­φω­να με τον α­φη­γη­τή, χά­ρις στην πα­ρέμ­βα­ση του τρί­του της πα­ρέ­ας, συ­ντο­μεύ­τη­κε στον τίτ­λο, «Το Τέ­ταρ­το», ώ­στε το πε­ριο­δι­κό να δεί­χνει ως δια­δο­χή του ε­πι­τυ­χη­μέ­νου ρα­διο­φω­νι­κού προ­γράμ­μα­τος, «Το Τρί­το», του Χατ­ζι­δά­κι. Κα­τά τα άλ­λα, ό­μως, ε­κεί­νο το τέ­ταρ­το του αιώ­να ή­ταν το τέ­ταρ­το του βίου του Γκά­τσου, το τρί­το του Χατ­ζι­δά­κι, γεν­νη­μέ­νου το 1925, και το δεύ­τε­ρο του α­φη­γη­τή. Οι δυο με­γα­λύ­τε­ροι δεν το έ­ζη­σαν μέ­χρι τέ­λους (1991 α­να­χώ­ρη­σε ο πρώ­τος, 1994 ο δεύ­τε­ρος). 
Σή­με­ρα, ο μι­κρό­τε­ρος πλη­σιά­ζει στην η­λι­κία, που εί­χε ο Χατ­ζι­δά­κις του «Τέ­ταρ­του», και ή­δη άγ­χε­ται α­πό το φό­βο του μοι­ραίου. Απο­κα­λύ­πτο­ντας μια συ­ναι­σθη­μα­τι­κή πτυ­χή, α­φιε­ρώ­νει έ­να κε­φά­λαιο στο θά­να­το του πα­τέ­ρα του σε πα­ρα­πλή­σια η­λι­κία. Κά­που αλ­λού, ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ό­τι του “α­ρέ­σει να γρά­φει υ­πό πίε­ση χρό­νου”. Κα­τά μια εκ­δο­χή, στο δι­κό του τε­λευ­ταίο τέ­ταρ­το α­να­φέ­ρε­ται ο τίτ­λος. Εξ ου και το αυ­το­βιο­γρα­φι­κό ά­νοιγ­μα. Πι­θα­νόν, η αί­σθη­ση ό­τι “ο χρό­νος τον πιέ­ζει” να α­πο­βεί και πε­ραι­τέ­ρω γο­νι­μο­ποιός. Να ση­μειώ­σου­με, ό­τι το βι­βλίο το α­φιε­ρώ­νει στην κό­ρη του, που προ­βάλ­λει μέ­σα α­πό την α­φή­γη­ση σαν το μο­να­δι­κό στα­θε­ρό ση­μείο του νο­μα­δι­κού του βίου και η ο­ποία γεν­νή­θη­κε στο ξε­κί­νη­μα “της πε­ρι­πέ­τειας του «Τέ­ταρ­του»”, Μάρ­τιο 1984. 

Προ­ξε­νη­τής

Στην εν λό­γω “πε­ρι­πέ­τεια”, ο α­φη­γη­τής εμ­φα­νί­ζε­ται ως ο “εν­διά­με­σος” στη συ­νερ­γα­σία ή και ως προ­ξε­νη­τής στον εκ­δο­τι­κό “γά­μο”, Χατ­ζι­δά­κι-Κο­σκω­τά. Αφή­νο­ντας η­μι­τε­λές έ­να δι­δα­κτο­ρι­κό γύ­ρω α­πό τη γυ­ναί­κα και τη νό­σο στην ελ­λη­νι­κή τρα­γω­δία, νο­σού­ντος του ι­δίου α­πό έ­ρω­τα, α­κο­λου­θεί τη γυ­ναί­κα. Τε­λι­κά, ε­γκα­τα­λεί­πο­ντας Πα­ρί­σι, Νέα Υόρ­κη και γυ­ναί­κα, ε­πι­στρέ­φει και δη­μο­σιο­γρα­φεί σε πε­ριο­δι­κό ποι­κί­λης ύ­λης, που διευ­θύ­νει ε­πί τριε­τία ο Παύ­λος Μπα­κο­γιάν­νης, ο ο­ποίος, ε­πί­σης, έ­χει ε­γκα­τα­λεί­ψει Μό­να­χο και Ρα­διο­φω­νία, α­κο­λου­θώ­ντας μια γυ­ναί­κα. Ο δεύ­τε­ρος, ό­μως, για κα­κό του κε­φα­λιού του, δεν α­πα­γκι­στρώ­νε­ται α­πό τη γυ­ναί­κα, λό­γος για τον ο­ποίο και α­πο­λύε­ται α­πό το πε­ριο­δι­κό. Κά­πως έ­τσι, ο α­φη­γη­τής βρί­σκε­ται με α­φε­ντι­κό τον Κο­σκω­τά. Επί Μπα­κο­γιάν­νη α­κό­μη, Πρω­το­χρο­νιά 1984, έ­χει γνω­ρί­σει τον Χατ­ζι­δά­κι ως σε­νε­ντευ­ξια­στής του. Εκεί­νος φαί­νε­ται ό­τι εξ αρ­χής έ­χει ε­κτι­μή­σει τις ι­κα­νό­τη­τές του και του προ­τεί­νει συ­νερ­γα­σία στο πε­ριο­δι­κό, που έ­χει κα­τά νου να εκ­δώ­σει. Στη συ­νέ­χεια, δεν ε­πα­νέρ­χε­ται.
Αρχές κα­λο­και­ριού, ο α­φη­γη­τής εί­ναι έ­τοι­μος να ε­γκα­τα­λεί­ψει τη δη­μο­σιο­γρα­φία για την με­γά­λη ε­ρω­μέ­νη, τη συγ­γρα­φή, που έ­χει κο­ντά μια δε­κα­ε­τία πα­ρα­με­λή­σει. Τό­τε, εμ­φα­νί­ζε­ται ο Κο­σκω­τάς, που ε­τοι­μά­ζε­ται να ει­σέλ­θει και στο χώ­ρο του Τύ­που με πε­ριο­δι­κό. Κι αυ­τός έ­χει ε­κτι­μή­σει τις ι­κα­νό­τη­τές του και του προ­τεί­νει να το α­να­λά­βει. Ο ί­διος, ω­στό­σο, καί­τοι γαλ­λο­τρα­φείς δια­νοού­με­νος, που ε­κεί­να του­λά­χι­στον τα χρό­νια σή­μαι­νε διά­νος φου­σκω­μέ­νος, δια­θέ­τει αυ­το­γνω­σία και ε­φαρ­μό­ζει το “στρί­βειν δια του αρ­ρα­βώ­νος”, ό­πως θα λέ­γα­με άλ­λο­τε. Μέ­σα σε λι­γό­τε­ρο α­πό ε­ξά­μη­νο, Πρω­το­χρο­νιά 1985, συμ­βάλ­λει στο να κλεί­σει η συμ­φω­νία  των δυο ε­πί­δο­ξων ερ­γο­δο­τών του για “μη­νιαίο πε­ριο­δι­κό πο­λι­τι­κής και τέ­χνης”. Η τέως εκ­δο­τι­κή ε­ται­ρεία Μπα­κο­γιάν­νη και ή­δη Κο­σκω­τά εί­ναι ο ι­διο­κτή­της, εκ­δό­της - διευ­θυ­ντής α­να­λαμ­βά­νει ο Χατ­ζι­δά­κις και ο “εν­διά­με­σος” εμ­φα­νί­ζε­ται ως “διευ­θυ­ντής σύ­ντα­ξης”.
Πέ­ντε τεύ­χη πα­ρέ­μει­νε στην ταυ­τό­τη­τα του πε­ριο­δι­κού (Μάιο-Σε­πτ. 1985), για τα ε­πό­με­να έ­ξι του Χατ­ζι­δά­κι, “διευ­θυ­ντής σύ­ντα­ξης” δεν υ­πάρ­χει, με­τά τη θέ­ση αμ­φο­τέ­ρων κα­λύ­πτει πο­λυ­με­λής συ­ντα­κτι­κή ε­πι­τρο­πή, α­πό την ο­ποία, α­πό έ­να ση­μείο και ύ­στε­ρα, προ­κύ­πτει “υ­πεύ­θυ­νος για την έκ­δο­ση”. Τέσ­σε­ρα τα “σχό­λια της σύ­ντα­ξης” που υ­πο­γρά­φει, τα ο­ποία θα πρέ­πει να α­πο­τε­λούν το ε­ναρ­κτή­ριο λά­κτι­σμα του με­τέ­πει­τα ε­πι­φυλ­λι­δο­γρά­φου. Η α­φή­γη­ση γί­νε­ται α­πό μνή­μης, ού­τε καν η­με­ρο­λο­για­κές ση­μειώ­σεις δεν ε­πι­κα­λεί­ται. Κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη, ο α­φη­γη­τής ι­σχυ­ρί­ζε­ται ό­τι δεν θυ­μά­ται τίτ­λους πε­ριο­δι­κών και η­με­ρο­μη­νίες. Όσο για τα πρό­σω­πα, α­κο­λου­θεί την αρ­χή “ο­νό­μα­τα δεν λέ­με, οι­κο­γέ­νειες δεν θί­γου­με”. Μπο­ρεί, ό­μως, και να υιο­θε­τεί την ε­πι­κρα­τού­σα ά­πο­ψη, ό­τι η Ιστο­ρία δεν γρά­φε­ται με ο­νό­μα­τα. Μό­νο δυο συ­νερ­γά­τες του πε­ριο­δι­κού α­να­φέ­ρο­νται, κι αυ­τοί με ψευ­δώ­νυ­μα, τα ο­ποία, ό­μως, ο α­φη­γη­τής ε­πι­λέ­γει αρ­κού­ντως διά­φα­να για τους Ιε­ρο­σο­λυ­μί­τες. Πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον ό­τι ο μο­να­δι­κός α­πό το χώ­ρο του Τύ­που και των Γραμ­μά­των, που κα­το­νο­μά­ζε­ται, εί­ναι έ­νας κρι­τι­κός λο­γο­τε­χνίας. Σε αυ­τό το ση­μείο, υ­πε­ρι­σχύει η συγ­γρα­φι­κή ψυ­χο­σύν­θε­ση, που, α­δυ­να­τώ­ντας να α­πο­δεχ­θεί τις τυ­χόν ε­πι­κρί­σεις του κρι­τι­κού, φα­ντα­σιώ­νε­ται πλεί­στους ό­σους ε­ξω­λο­γο­τε­χνι­κούς λό­γους. Κα­τά την ε­μπει­ρία μας, αυ­τή η συγ­γρα­φι­κή α­γκύ­λω­ση δεν βελ­τιώ­νε­ται ού­τε με την η­λι­κία ού­τε με την καλ­λιέρ­γεια. 
Στην πε­ρι­γρα­φή των προ­σώ­πων, ο α­φη­γη­τής προ­σπα­θεί να α­να­συ­στή­σει τις πρώ­τες ε­ντυ­πώ­σεις ε­κεί­νης της ε­πο­χής, α­πο­φεύ­γο­ντας το ρε­του­σά­ρι­σμα ή την α­μαύ­ρω­ση α­πό τον χρό­νο και την με­τέ­πει­τα πεί­ρα. Από το πώς πε­ρι­γρά­φει τα πρό­σω­πα, λ.χ. τον Χατ­ζι­δά­κι έ­να­ντι του Γκά­τσου, συ­μπλη­ρώ­νε­ται το δι­κό του προ­φίλ. Συ­νο­ψί­ζο­ντας, θα προ­τι­μού­σα­με λι­γό­τε­ρη δο­κι­μια­κή χροιά στο πρώ­το και το τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο του βι­βλίου. Ο λό­γος της τρέ­χου­σας δια­νό­η­σης, που κα­ταγ­γέλ­λει ό­σα συμ­βαί­νουν σαν η ί­δια να μην συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στους κα­τοί­κους της χώ­ρας, α­πο­μα­κρύ­νει τον α­να­γνώ­στη. Έτσι κι αλ­λιώς, τα κα­λύ­τε­ρα γρά­φο­νται ε­ρή­μην των συγ­γρα­φι­κών προ­θέ­σεων. Εδώ, υ­πάρ­χει η α­φή­γη­ση, που κι­νεί­ται σε τε­θλα­σμέ­νη γραμ­μή και διαν­θί­ζε­ται με ο­ξείς συ­γκρί­σεις του τό­τε και του σή­με­ρα, αιφ­νι­διά­ζο­ντας με εύ­στο­χες πα­ρα­τη­ρή­σεις για κα­τα­στά­σεις και πρω­τό­τυ­πες χα­ρα­κτη­ρο­λο­γι­κές α­πο­χρώ­σεις στις σκια­γρα­φή­σεις ε­πι­φα­νών.

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου      

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 3/3/2013.

Πολλαπλό αφηγηματικό αρχιτεκτόνημα

$
0
0


Δή­μη­τρα Κολ­λιά­κου
«Το πρό­σω­πο του ου­ρα­νού»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Φε­βρουά­ριος 2013

Στην πε­ζο­γρα­φι­κή σο­δειά της περ­σι­νής χρο­νιάς, στα­θε­ρό στοι­χείο της υ­πό­θε­σης ε­κτε­νέ­στε­ρων και συ­ντο­μό­τε­ρων έρ­γων α­πο­τε­λεί η τρέ­χου­σα κρί­ση. Σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις, προ­βάλ­λει ως το κυ­ρίως θέ­μα, συ­χνό­τε­ρα α­να­φέ­ρε­ται δευ­τε­ρευό­ντως, ως πα­ρά­γων, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο, κα­θο­ρι­στι­κός στη ζωή των η­ρώων. Γε­νι­κό­τε­ρα, φαί­νε­ται να ο­ρί­ζει το φό­ντο, στο ο­ποίο ε­κτυ­λίσ­σο­νται ό­σα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και διη­γή­μα­τα το­πο­θε­τού­νται σε πα­ρο­ντι­κό χρό­νο. Πα­ρου­σιά­ζε­ται σαν το α­να­πό­φευ­κτο πλαί­σιο, μέ­σα α­πό τη στε­ρεό­τυ­πη μορ­φή, που της έ­χουν δώ­σει ο Τύ­πος και η τη­λεό­ρα­ση, με την έμ­φα­ση στις οι­κο­νο­μι­κές ε­πι­πτώ­σεις. Η Δή­μη­τρα Κολ­λιά­κου, χω­ρίς να βιά­ζε­ται, δια­τη­ρώ­ντας τους συγ­γρα­φι­κούς της ρυθ­μούς, έ­να βι­βλίο πε­ρί­που α­νά τριε­τία, έ­γρα­ψε και αυ­τή έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα συ­νυ­φα­σμέ­νο με την κρί­ση. Μό­νο που, στο δι­κό της βι­βλίο, η κρί­ση δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στις ελ­λη­νι­κές της δια­στά­σεις. Το κέ­ντρο του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού της χώ­ρου μέ­νει το­πο­θε­τη­μέ­νο στην Αγγλία, ει­δι­κό­τε­ρα, ό­πως και στις προ­η­γού­με­νες ι­στο­ρίες της, στη βο­ρειο­α­να­το­λι­κή πλευ­ρά της χώ­ρας. Εκεί ε­γκα­τα­στά­θη­κε πριν δώ­δε­κα χρό­νια η η­ρωί­δα της για σπου­δές και ε­κεί πα­ρα­μέ­νει. Αλλά­ζει μό­νο η πό­λη, κα­θώς η κα­τοι­κία με­τα­φέ­ρε­ται λί­γο νο­τιό­τε­ρα, α­πό το Εδιμ­βούρ­γο στις δί­δυ­μες πό­λεις, Νιού­κασλ και Σά­ντερ­λα­ντ. Η μυ­θο­πλα­σία, ω­στό­σο, δεν ε­μπλου­τί­ζε­ται α­πό τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των βρε­τα­νι­κών πό­λεων, που ε­πι­λέ­γο­νται. Για πα­ρά­δειγ­μα, οι συ­γκε­κρι­μέ­νες δυο πό­λεις φαί­νε­ται να προ­τι­μώ­νται για τις α­νά­γκες της πλο­κής, λό­γω της γειτ­νία­σής τους, και ό­χι για την ι­στο­ρία και τη φυ­σιο­γνω­μία τους, ό­πως η α­να­με­τα­ξύ τους δια­μά­χη, που κρα­τά­ει α­πό τον 16ο αιώ­να, με­ταλ­λασ­σό­με­νη στο εν­διά­με­σο α­πό οι­κο­νο­μι­κή σε πο­δο­σφαι­ρι­κή. 
Το βα­σι­κό στοι­χείο, που προ­σελ­κύει το εν­δια­φέ­ρον στα βι­βλία της Κολ­λιά­κου, εί­ναι η η­ρωί­δα της. Πι­θα­νώς να συ­νι­στά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των ε­φή­βων να δια­λέ­γουν τα α­γα­πη­μέ­να τους α­να­γνώ­σμα­τα με βά­ση τους ή­ρωές τους και να μέ­νουν προ­σκολ­λη­μέ­νοι σε αυ­τά, α­νυ­πο­μο­νώ­ντας να δια­βά­σουν τις και­νού­ριες πε­ρι­πέ­τειες του πρω­τα­γω­νι­στή, ι­διαί­τε­ρα ό­ταν ο συγ­γρα­φέ­ας τον πα­ρα­κο­λου­θεί να με­γα­λώ­νει και να με­τα­βάλ­λο­νται τα προ­βλή­μα­τα και οι κα­τα­στά­σεις που α­ντι­με­τω­πί­ζει. Κά­πο­τε, ό­μως, ι­σχύει το ί­διο και για τους ε­νή­λι­κες, του­λά­χι­στον ό­σους έ­χουν τά­ση ταύ­τι­σης με χα­ρα­κτή­ρες συ­γκε­κρι­μέ­νου τύ­που. Ακρι­βο­λο­γώ­ντας, η εν λό­γω η­ρωί­δα δεν πα­ρα­μέ­νει η ί­δια. Αλλά­ζει ό­νο­μα, κα­θώς και άλ­λα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, αν και γε­νι­κώς, ε­λά­χι­στες ή και α­νύ­παρ­κτες εί­ναι οι πλη­ρο­φο­ρίες για την ε­ξω­τε­ρι­κή της εμ­φά­νι­ση. Εκεί­νο, που πα­ρα­μέ­νει α­με­τά­βλη­το και α­πλώς, ε­μπλου­τί­ζε­ται με πε­ρισ­σό­τε­ρες λε­πτο­μέ­ρειες, ώ­στε να προ­βάλ­λει ευ­κρι­νέ­στε­ρα η ι­διαι­τε­ρό­τη­τά του, εί­ναι ο χα­ρα­κτή­ρας της. Ευ­θύς εξ αρ­χής, πα­ρου­σιά­ζε­ται συ­ναι­σθη­μα­τι­κά α­να­σφα­λής, με ό­λα τα συ­να­κό­λου­θα στους τρό­πους συ­μπε­ρι­φο­ράς, τα ο­ποία, ό­μως, φα­νε­ρώ­νο­νται, σι­γά σι­γά, μέ­σα α­πό τις νέες δυ­σκο­λίες, που πα­ρου­σιά­ζο­νται, οι­κο­δο­μώ­ντας αρ­τιό­τε­ρα έ­ναν α­να­γνω­ρί­σι­μο τύ­πο. Η η­ρωί­δα της Κολ­λιά­κου μη­ρυ­κά­ζει συ­νε­χώς ό­σα της συμ­βαί­νουν, διυ­λί­ζο­ντας συ­μπε­ρι­φο­ρές προς α­να­ζή­τη­ση κι­νή­τρων και προ­θέ­σεων. Με μειω­μέ­νη αυ­το­ε­κτί­μη­ση, ε­ξαρ­τά­ται σχε­δόν πα­θο­λο­γι­κά α­πό τη γνώ­μη των άλ­λων, ε­πι­ζη­τώ­ντας ε­πι­βε­βαίω­ση και τρέ­μο­ντας την α­πόρ­ρι­ψη. Κά­πως έ­τσι κα­τα­λή­γει να χά­νει την προ­σω­πι­κό­τη­τά της, ε­τε­ρο­προσ­διο­ρι­ζό­με­νη α­πό τον σύ­ζυ­γο, τον ε­ρα­στή ή και κά­ποιο φι­λι­κό πρό­σω­πο. Κι αν πρώ­τη αυ­τή τορ­πι­λί­ζει τη συ­ζυ­γι­κή σχέ­ση με την εύ­ρε­ση ε­ρα­στή, ο τρό­πος που συ­γκα­λύ­πτει την πα­ρα­σπον­δία της δεν εί­ναι πα­ρά μια ε­πι­πλέ­ον έν­δει­ξη της α­νω­ρι­μό­τη­τάς της.
Για μια πα­ρό­μοια η­ρωί­δα, η καλ­λιέρ­γεια νέων σχέ­σεων αλ­λά και η δια­τή­ρη­ση, κυ­ρίως η δια­κο­πή, των πα­λαιών δε­σμών προσ­λαμ­βά­νουν δια­στά­σεις πε­ρι­πέ­τειας, με ε­κεί­νη με­τέω­ρη α­νά­με­σα σε α­κραίες συ­μπε­ρι­φο­ρές εν­δο­τι­κό­τη­τας και ε­πι­θε­τι­κό­τη­τας ή, η­πιό­τε­ρα, κα­χυ­πο­ψίας. Στο και­νού­ριο μυ­θι­στό­ρη­μα, η η­ρωί­δα έ­χει φθά­σει αι­σίως τα τριά­ντα ο­κτώ και οι προ­βλη­μα­τι­κές κα­τα­στά­σεις, που α­ντι­με­τω­πί­ζει, συμ­βα­δί­ζουν με την η­λι­κία της. Υπάρ­χει και πά­λι σύ­ζυ­γος, Άγγλος. Μό­νο που, με­τά δε­κα­πε­ντα­ε­τή συμ­βίω­ση, με­τρώ­ντας και την προ­γα­μιαία στην Αθή­να, ό­που και εί­χαν γνω­ρι­στεί, η σχέ­ση κλυ­δω­νί­ζε­ται. Εκεί­νος ε­γκα­θί­στα­ται προ­σω­ρι­νά σε άλ­λο τό­πο, ε­νώ ε­πι­κρέ­μα­ται η α­πει­λή του ο­ρι­στι­κού χω­ρι­σμού. Εδώ, ό­μως, οι νέες πε­ρι­πέ­τειες ο­φεί­λο­νται, κυ­ρίως, στο δε­κα­ε­τή γιο. Σχέ­ση, έ­τσι κι αλ­λιώς, προ­βλη­μα­τι­κή λό­γω της η­λι­κίας του, που γί­νε­ται α­κό­μη δυ­σκο­λό­τε­ρη για μια φύ­σει ε­νο­χι­κή μη­τέ­ρα, η ο­ποία νιώ­θει δυ­σά­ρε­στα με την πα­ρα­μι­κρή πρω­το­βου­λία. Σε αυ­τήν την πυ­ρη­νι­κή οι­κο­γέ­νεια, προ­στί­θε­ται και πά­λι η μη­τέ­ρα της η­ρωί­δας, ό­που, ό­μως, σκια­γρα­φεί­ται έ­νας κά­πως δια­φο­ρε­τι­κός τύ­πος. Για τις α­νά­γκες της μυ­θο­πλα­σίας, δια­κα­τέ­χε­ται α­πό “κα­το­χι­κά σύν­δρο­μα”, κα­τα­λή­γο­ντας πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­στα­τευ­τι­κή ό­σο και κα­τα­πιε­στι­κή, με μό­νι­μο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό το σχε­δόν α­δύ­να­το της συ­νεν­νό­η­σης κό­ρης και μη­τέ­ρας. Σε α­ντί­θε­ση, με τον γε­μά­το κα­τα­νό­η­ση πα­τέ­ρα, α­πο­θα­νό­ντα στο πα­ρόν της α­φή­γη­σης, ό­πως και τα πε­θε­ρι­κά της, για τους ο­ποίους ε­πι­νο­εί­ται έ­να τρα­γι­κό ι­στο­ρι­κό. Από ψυ­χο­λο­γι­κής ά­πο­ψης, πι­θα­νώς και α­να­γκαίο, για να αι­τιο­λο­γη­θεί ο α­κα­τα­στά­λα­κτος, κα­τα­πιε­σμέ­νος, αλ­λά και συ­ναι­σθη­μα­τι­κά α­να­σφα­λής, σύ­ζυ­γος.
Σε τρί­το πρό­σω­πο ο κυ­ρίως κορ­μός της α­φή­γη­σης, μοι­ρά­ζε­ται στον εν­διά­θε­το λό­γο των δυο ε­σω­στρε­φών συ­ζύ­γων, ό­που φα­νε­ρώ­νε­ται η ε­κα­τέ­ρω­θεν αλ­λη­λο­ε­ξάρ­τη­ση, χω­ρίς να δί­νε­ται ο­ρι­στι­κή λύ­ση στην α­να­με­τα­ξύ τους συ­ναι­σθη­μα­τι­κή εκ­κρε­μό­τη­τα. Αυ­τό το α­νοι­χτό τέ­λος, που η συγ­γρα­φέ­ας προ­τι­μά στις ι­στο­ρίες της, α­φαι­ρεί την έκ­πλη­ξη της α­να­τρο­πής. Ίσως, ό­μως, και να μην χρειά­ζε­ται σε έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα με τό­σα θε­μα­τι­κά ευ­ρή­μα­τα. Κα­τ’ αρ­χάς, μια υ­πό­θε­ση, που στρέ­φε­ται ποι­κι­λο­τρό­πως γύ­ρω α­πό τα σύν­νε­φα, ξε­κι­νώ­ντας α­πό το ό­νο­μα της η­ρωί­δας. Μια Νε­φέ­λη, που μπο­ρεί μεν να μην έ­τε­κε, ό­πως η μυ­θο­λο­γι­κή, Κέ­νταυ­ρους, αλ­λά ο γιος της δεν α­πέ­χει και πο­λύ α­πό έ­να τε­ρα­τά­κι τύ­που Χά­ρι Πό­τερ. Μια Νε­φέ­λη, που συ­νή­θι­σε να ζει κά­τω α­πό έ­ναν μο­νί­μως νε­φε­λώ­δη ου­ρα­νό, ε­νώ α­πει­λη­τι­κά σύν­νε­φα πλη­θαί­νουν στη ζωή της. Αυ­τά, ό­σο α­φο­ρά το στε­νά υ­παρ­ξια­κού και κοι­νω­νι­κού χα­ρα­κτή­ρα πλαί­σιο. Το μυ­θι­στό­ρη­μα, ό­μως, εμ­φα­νί­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο φι­λό­δο­ξο, κα­θώς α­να­μι­γνύει στο μύ­θο σύγ­χρο­νους ε­φιάλ­τες. Ξε­κι­νώ­ντας α­πό τα σύν­νε­φα, μέ­ρος της μυ­θο­πλα­σίας α­να­φέ­ρε­ται στις ε­πεμ­βά­σεις, που ε­πι­χει­ρού­νται στα και­ρι­κά φαι­νό­με­να, τό­σο για κα­λούς ό­σο και για δό­λιους σκο­πούς, ό­πως ο ψε­κα­σμός των νε­φών με δη­λη­τη­ριώ­δη χη­μι­κά για την εκ­κα­θά­ρι­ση α­νε­πι­θύ­μη­των πλη­θυ­σμών.
Αυ­τήν την οι­κου­με­νι­κή προ­βο­λή την ε­πι­τυγ­χά­νει με την πα­ρεμ­βο­λή, ε­ναλ­λάξ με τα κε­φά­λαια του κυ­ρίως κορ­μού, κε­φα­λαίων α­πό το μυ­θι­στό­ρη­μα, που συγ­γρά­φει ο πα­νε­πι­στη­μια­κός σύ­ζυ­γος της Νε­φέ­λης, ό­ταν τον α­πο­λύουν. Συ­νο­λι­κά δέ­κα ε­φτά, τα δέ­κα τέσ­σε­ρα με τίτ­λους, τα υ­πό­λοι­πα τρία εν­σω­μα­τω­μέ­να στη διή­γη­σή του, πα­ρου­σιά­ζο­νται να έ­χουν ως πρό­τυ­πο τη μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή ά­λυ­σο του «Χά­ρι Πό­τερ». Από ε­κεί δα­νεί­ζε­ται ο ε­πί­δο­ξος συγ­γρα­φέ­ας τα ο­νό­μα­τα των η­ρώων του, και σε μια προ­σπά­θεια συ­νο­μι­λίας με τα α­να­γνώ­σμα­τα του γιου του. Τε­λι­κά, ω­στό­σο, αυ­τό το μί­νι μυ­θι­στό­ρη­μα πα­ρα­πέ­μπει  πε­ρισ­σό­τε­ρο στους α­διέ­ξο­δους κό­σμους του Όργουε­λ, λει­τουρ­γώ­ντας σαν μια δυ­στο­πία ε­νός ό­χι και τό­σο μα­κρι­νού  μέλ­λο­ντος. 
Όσο για τα σύν­νε­φα ως έ­να α­πό τα κε­ντρι­κά μο­τί­βα του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, δεν α­πο­κλείε­ται η συγ­γρα­φέ­ας να πή­ρε την ι­δέα α­πό το προ ε­ξα­ε­τίας αγ­γλι­κό μπε­στ σέ­λερ «The cloudspotter’s guide». Το βι­βλίο με­τα­φρά­στη­κε στα ελ­λη­νι­κά, αλ­λά δεν μπή­κε στα ευ­πώ­λη­τα, πα­ρά την πα­ραλ­λα­γή στην α­πό­δο­ση του τίτ­λου, «Οδη­γός του α­νέ­με­λου πα­ρα­τη­ρη­τή των νε­φών», σε μια α­πό­πει­ρα να δο­θεί έ­νας α­νά­λα­φρος τό­νος στον ο­νο­μα­το­λο­γι­κό φόρ­το. Της συγ­γρα­φέως, πά­ντως, δεν θα της χρειά­στη­κε έ­νας τό­σο διε­ξο­δι­κός ο­δη­γός ού­τε για το ε­γκι­βω­τι­σμέ­νο ού­τε για το κυ­ρίως μυ­θι­στό­ρη­μα. Στο πρώ­το, για­τί το βά­ρος δί­νε­ται στις πρα­κτι­κές δυ­σκο­λίες των χει­ρι­στών ε­νός α­νε­μό­πτε­ρου βομ­βαρ­δι­στι­κού νε­φών και λι­γό­τε­ρο στις συ­ναι­σθη­μα­τι­κές τους με­τα­πτώ­σεις, ό­ταν α­ντι­κρί­ζουν τις ποι­κι­λίες νε­φών. Και στο δεύ­τε­ρο, για­τί τα νέ­φη γί­νο­νται μεν θέ­μα συ­ζή­τη­σης, με α­φορ­μή τον γιο, που γρά­φει εκ­θέ­σεις α­ντι­γρά­φο­ντας τον πα­τέ­ρα του, κα­θώς και χά­ρις σε έ­ναν πρό­σθε­το ή­ρωα, κα­νέ­νας, ό­μως, δεν πεί­θει για πα­θια­σμέ­νος πα­ρα­τη­ρη­τής νε­φών. 
Στα βι­βλία της, η Κολ­λιά­κου ε­πα­να­λαμ­βά­νει ο­ρι­σμέ­νες σκη­νές, ό­πως, λ.χ., οι κω­μι­κο­τρα­γι­κές σε ο­δο­ντια­τρείο, κα­θώς και κά­ποια μυ­θο­πλα­στι­κά τε­χνά­σμα­τα. Ένα α­πό αυ­τά εί­ναι η ε­μπλο­κή στην υ­πό­θε­ση μιας η­ρωί­δας ε­κτός οι­κο­γε­νεια­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος, που λει­τουρ­γεί ως κα­τα­λύ­της στις ό­ποιες ε­ξε­λί­ξεις. Στη νου­βέ­λα «Λώ­ρος» του προ­η­γού­με­νου βι­βλίου, ε­πρό­κει­το για μια δυ­να­μι­κή γυ­ναί­κα, που συμ­βιώ­νει με τη σύ­ντρο­φό της και α­να­λαμ­βά­νει το ρό­λο του πα­τέ­ρα κα­τά την ε­γκυ­μο­σύ­νη της. Εδώ, εί­ναι μια ε­ξί­σου αυ­τάρ­κης και δυ­να­μι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα, που πα­ρου­σιά­ζε­ται ως “συλ­λέκ­τρια νε­φώ­ν”. Αυ­τό ση­μαί­νει, ό­πως ε­ξη­γεί, ό­τι φω­το­γρα­φί­ζει σύν­νε­φα και κα­τα­γρά­φει ποια εί­δη βλέ­πει. Κα­μία ο­μοιό­τη­τα, ω­στό­σο, με τον Για­πω­νέ­ζο ή­ρωα του γαλ­λι­κού μπε­στ σέ­λε­ρ, «La theorie des nuages», με τον ο­ποίο έ­σπευ­σε να την συ­γκρί­νει βι­βλιο­πα­ρου­σια­στής. Κι αυ­τό, ό­χι για­τί δεν συλ­λέ­γει και ε­κεί­νη ο­τι­δή­πο­τε έ­χει σχέ­ση με την πα­ρα­τή­ρη­ση των νε­φών, αλ­λά για­τί την συγ­γρα­φέα δεν φαί­νε­ται να την α­πα­σχο­λεί το πλά­σι­μο ε­νός ι­διαί­τε­ρου ή­ρωα, ό­πως ο έμ­μο­νος, ί­σως και ρο­μα­ντι­κός, χα­ρα­κτή­ρας ε­νός πα­ρό­μοιου πα­ρα­τη­ρη­τή και φω­το­γρά­φου νε­φών. Αρκεί­ται σε μια κά­πως πα­ρά­ξε­νη πα­ρου­σία, με την ο­ποία γε­φυ­ρώ­νει τα τρία τμή­μα­τα του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού της αρ­χι­τε­κτο­νή­μα­τος. Το κυ­ρίως σώ­μα, το μί­νι μυ­θι­στό­ρη­μα ε­πι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σίας και έ­να τρί­το, ε­γκι­βω­τι­σμέ­νο υ­πό τη μορ­φή ε­νός ε­κτε­νούς κε­φα­λαίου. Κα­τά κά­ποιο τρό­πο, αυ­τό το τε­λευ­ταίο εμ­φα­νί­ζε­ται συμ­με­τρι­κό προς το έ­τε­ρο ε­γκι­βω­τι­σμέ­νο, κα­θώς α­να­φέ­ρε­ται στο πα­ρελ­θόν. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στη Μά­χη της Κρή­της. Πρό­κει­ται για μια α­κό­μη ε­ξι­στό­ρη­ση, αλ­λά, κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη πε­νή­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα α­πό Βρε­τα­νό στρα­τιώ­τη, που φω­τί­ζει τη λι­γό­τε­ρο γνω­στή πτυ­χή για την  εκ­κέ­νω­ση της νή­σου α­πό τα βρε­τα­νι­κά στρα­τεύ­μα­τα. 
Πα­ρά την προ­σπά­θεια σύν­δε­σης των τριών ε­πι­μέ­ρους μυ­θο­πλα­σιών, το μυ­θι­στό­ρη­μα δια­τη­ρεί α­πο­σπα­σμα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα, ε­νώ ο κυ­ρίως κορ­μός μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σει και αυ­το­τε­λώς. Σε αυ­τόν σκια­γρα­φεί­ται η πε­ρίο­δος της κρί­σης. Ξε­κι­νώ­ντας η συγ­γρα­φέ­ας α­πό την πε­ρι­γρα­φή της ση­με­ρι­νής τά­ξης πραγ­μά­των στην Αγγλία, της ο­ποίας κά­ποιες πλευ­ρές α­πο­τυ­πώ­νο­νται και στο προ­η­γού­με­νο βι­βλίο της, δί­νει μια ει­κό­να για το πώς βιώ­νει τις συ­νέ­πειες της κρί­σης ο πα­νε­πι­στη­μια­κός χώ­ρος. Πε­ρι­γρά­φει δο­μι­κές αλ­λα­γές και νο­ση­ρές με­ταλ­λά­ξεις στις νοο­τρο­πίες διευ­θυ­ντι­κών στε­λε­χών και δι­δα­σκό­ντων. Όσο για την ελ­λα­δι­κή κρί­ση, η ει­κό­να α­πο­βαί­νει στε­ρεό­τυ­πη, κα­θώς σκια­γρα­φεί­ται μέ­σα α­πό τις οι­κο­νο­μι­κές δυ­σκο­λίες της συ­ντα­ξιού­χου μη­τέ­ρας και τον α­πα­ξιω­τι­κό τρό­πο α­ντι­με­τώ­πι­σης των Ελλή­νων στην γη­ραιά Αλβιώ­να. Πέ­ραν της κρί­σης, με­γα­λύ­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζουν οι προ­σπά­θειες του συ­ζύ­γου της Νε­φέ­λης για την έκ­δο­ση του βι­βλίου του, κα­θώς ό­λα αυ­τά γύ­ρω α­πό τους λο­γο­τε­χνι­κούς ατ­ζέ­ντη­δες και τα κρι­τή­ρια ε­πι­λο­γής των προς έκ­δο­ση βι­βλίων, αρ­γά ή γρή­γο­ρα, θα έρ­θουν και σε ε­μάς. Ή, μή­πως, έ­χουν ή­δη έρ­θει; Όπως και να έ­χει, συ­γκρα­τού­με μια φρά­ση, μάλ­λον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή, για τον τρό­πο, που γί­νε­ται ευ­ρύ­τε­ρα α­ντι­λη­πτή η συγ­γρα­φή ε­νός μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Ο ε­πί­δο­ξος συγ­γρα­φέ­ας δια­λο­γί­ζε­ται: “Κα­λό και σκό­πι­μο ή­ταν να βά­λει α­πό μό­νος του μια προ­θε­σμία λή­ξης – το χα­σο­μέ­ρι ού­τε στο γρά­ψι­μο έ­κα­νε κα­λό.”     
Τέ­λος, τα σύν­νε­φα ε­νέ­πνευ­σαν στην Κολ­λιά­κου τον τέ­ταρ­το πρω­τό­τυ­πο τίτ­λο της, κα­θώς αυ­τά δεν εί­ναι πα­ρά “μια έκ­φρα­ση στο πρό­σω­πο του ου­ρα­νού”. Από την άλ­λη, έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα ε­μπνευ­σμέ­νο α­πό αυ­τά πρό­σφε­ρε μια ευ­και­ρία να δεί­ξει τη διτ­τή της ι­διό­τη­τα, της γλωσ­σο­λό­γου και της πε­ζο­γρά­φου. Τα τρία δια­φο­ρε­τι­κά μυ­θο­πλα­στι­κά πλαί­σια ε­πέ­βα­λαν, έ­στω και στοι­χειω­δώς, δια­κρι­τές με­τα­ξύ τους γλωσ­σι­κές δια­φο­ρές. Αλλά κά­τι τέ­τοιο θα χρεια­ζό­ταν χα­σο­μέ­ρι στο γρά­ψι­μο, που έ­νας ε­παγ­γελ­μα­τίας δεν θεω­ρεί ού­τε κα­λό ού­τε σκό­πι­μο, ό­πως θα α­ντέ­τει­νε το πα­νε­πι­στη­μια­κό alter ego της Κολ­λιά­κου. Θα μπο­ρού­σε, πά­ντως, να α­φε­θεί, κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, να την συ­ναρ­πά­σουν τα σύν­νε­φα, ό­πως ε­ξο­μο­λο­γεί­ται σε συ­νέ­ντευ­ξή της πώς της συ­νέ­βη πο­δη­λα­τώ­ντας στην αγ­γλι­κή ε­ξο­χή.  
Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου  

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 17/3/2013.

Viewing all 176 articles
Browse latest View live