Quantcast
Channel: EX LIBRIS
Viewing all 176 articles
Browse latest View live

Συνδηλώσεις, υποδηλώσεις και πύκνωση

$
0
0
Θα­νά­σης Βαλ­τι­νός
«Επεί­γου­σα α­νά­γκη ε­λέ­ου»
Εκδ. Εστία
Δεκ. 2015

Μέ­σα στο κλί­μα της κρί­σης και συ­να­κό­λου­θα, της θάλ­λου­σας “πε­ζο­γρα­φίας της κρί­σης”, η πρώ­τη ε­ντύ­πω­ση, που δη­μιουρ­γεί ο τίτ­λος του και­νού­ριου βι­βλίου του Θα­νά­ση Βαλ­τι­νού, εί­ναι ό­τι πα­ρα­πέ­μπει –το πι­θα­νό­τε­ρο με ει­ρω­νι­κή διά­θε­ση– στην έκ­κλη­ση βο­η­θείας, που α­πευ­θύ­νει κά­θε τό­σο η χώ­ρα προς τις ποι­κι­λώ­νυ­μες έ­ξω­θεν δυ­νά­μεις. Η κα­τα­φυ­γή στον αρ­χαίο τύ­πο της λέ­ξης, αρ­σε­νι­κού γέ­νους δευ­τε­ρό­κλι­του, ου­δό­λως ξε­νί­ζει, αν πρό­κει­ται για α­να­γνώ­στες του ε­πι­πέ­δου που προϋπο­θέ­τουν τα βι­βλία του, οι ο­ποίοι, το πρώ­το, που α­να­κα­λούν, εί­ναι το α­ρι­στο­τέ­λειο “δι’ ε­λέ­ου και φό­βου”, και ό­χι βε­βαίως, “τις α­δελ­φές του ε­λέ­ους”. Και με άλ­φα γιώ­τα, ό­μως, να ή­ταν γραμ­μέ­νη η λέ­ξη, και πά­λι, στα δει­νά της χώ­ρας πα­ρα­πέ­μπει το πρώ­το ά­κου­σμα αυ­τής της πα­ρα­κλη­τι­κής αί­τη­σης για έ­λε­ος ή και για έ­λαιο. Του­λά­χι­στον έ­τσι, το πι­θα­νό­τε­ρο να το ε­κλά­βουν πρε­σβύ­τες με κα­το­χι­κές μνή­μες ή και νεό­τε­ροι σι­νε­φί­λ, ως αυ­το­α­πο­κα­λού­νται, που θυ­μού­νται την η­μί­γυ­μνη, α­κό­μη έ­φη­βη, εκ­πορ­νευό­με­νη Χρυ­σό­θε­μη του αγ­γε­λο­πο­λι­κού «Θιά­σου», με “τα στή­θη της σαν μι­σά κα­ρύ­δια”, να ε­κλι­πα­ρεί τον μαυ­ρα­γο­ρί­τη λα­δέ­μπο­ρο για λί­γο λα­δά­κι.

Δεν πρό­κει­ται, ω­στό­σο, για ε­φεύ­ρη­μα του συγ­γρα­φέα κα­τά την ε­πο­χή της κρί­σης, α­φού εί­ναι τίτ­λος διη­γή­μα­τος δη­μο­σιευ­μέ­νου το 2007. Εξαρ­χής, ό­χι πρω­τό­τυ­πος, αλ­λά δά­νειος α­πό μία μαρ­τυ­ρία διά­σω­σης πο­λυ­με­λούς οι­κο­γέ­νειας της Εβραϊκής Κοι­νό­τη­τας Θεσ­σα­λο­νί­κης, Απρ. 1943, ό­ταν εί­χε αρ­χί­σει η α­πέ­λα­σή τους στα γερ­μα­νι­κά στρα­τό­πε­δα. Σώ­ζε­ται στα Αρχεία, με α­κέ­ραια τα πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία και τα ο­νό­μα­τα. Μό­νο που οι αρ­χειο­θε­τη­μέ­νες μαρ­τυ­ρίες πα­ρέ­χουν στα­τι­στι­κή ει­κό­να του συ­νό­λου, α­φή­νο­ντας τον μι­κρό­κο­σμο της κά­θε οι­κο­γέ­νειας σε χα­ο­τι­κή θέ­ση. Όχι με την κα­τά Ησίο­δο μυ­θο­λο­γι­κή ση­μα­σία της λέ­ξης, αλ­λά με ε­κεί­νη της Φυ­σι­κής, του “μη προ­βλέ­ψι­μου” και της α­τα­ξίας.

“Το χά­ος που σκε­πά­ζουν οι λέ­ξεις”, σύμ­φω­να με το μό­το του βι­βλίου. Εί­ναι οι λέ­ξεις, που δί­νουν μορ­φή στην ι­στο­ρία τριών οι­κο­γε­νειών, μέ­σω της α­φή­γη­σης μιας κό­ρης της δεύ­τε­ρης γε­νιάς, που συ­νι­στά το ση­μείο σύ­ζευ­ξής τους: ό­ντας εκ πα­τρός Λεών, εκ μη­τρός Μόλ­χο και εκ συ­ζύ­γου Καμ­χή. Ο τίτ­λος του διη­γή­μα­τος εί­ναι η φρά­ση του τη­λε­γρα­φή­μα­τος, που έ­στει­λε “ο δια­νοού­με­νος της οι­κο­γέ­νειας” και κε­φα­λή της Ζακ Λεών. Εκεί­νος, ευ­τυ­χώς, δεν σταύ­ρω­σε τα χέ­ρια, το έ­σκα­σε α­πό το γκέ­το και ε­ξέ­πεμ­ψε ι­κε­σία βο­η­θείας. “Διά­βα­ζε τις γρα­φές”, γνώ­ρι­ζε το “ε­λέω Θε­ού”, αλ­λά το α­ντι­λαμ­βα­νό­ταν στην αρ­σε­νι­κή, την ε­νερ­γη­τι­κή, και ό­χι την ου­δέ­τε­ρη, εκ­δο­χή του. Αυ­τό το πα­λαιό­τε­ρο διή­γη­μα το­πο­θε­τεί­ται ως το “ε­ξό­διο” της συλ­λο­γής.

Σε συμ­με­τρία με το “ει­σό­διο”, «Φου­ρα­ντάν», που, ε­πί­σης, ε­στιά­ζει στην οι­κο­γέ­νεια, και πά­λι, με κε­ντρι­κό πρό­σω­πο την κε­φα­λή της. Μία πε­νη­ντά­ρα, κο­ντά εί­κο­σι χρό­νια χή­ρα, με τρεις θυ­γα­τέ­ρες και τον “μι­κρό γιο”, η ο­ποία και αυ­τή, με τον τρό­πο της, δια­φυ­λάσ­σει την οι­κο­γε­νεια­κή συ­νο­χή, που, στη δι­κή της πε­ρί­πτω­ση, ταυ­τί­ζε­ται με την τι­μή των κο­ρι­τσιών. Ακό­μη έ­νας τίτ­λος, που ξε­νί­ζει. Πρό­κει­ται, ω­στό­σο, για γνω­στό ε­ντο­μο­κτό­νο, με ι­σχυ­ρή το­ξι­κή δρά­ση, που μπο­ρεί να ε­πι­φέ­ρει τη δη­λη­τη­ρία­ση οι­κό­σι­των ζώων. Σε α­γρο­τι­κές πε­ριο­χές, χρη­σι­μο­ποιεί­ται συ­χνά προς ε­πί­λυ­ση των δια­φο­ρών, που αυ­τά δη­μιουρ­γούν, στέλ­νο­ντας τον θύ­τη στα δι­κα­στή­ρια. Στη δια­δι­κα­σία της α­νά­κρι­σης, θυ­μώ­δεις τύ­ποι ε­ξε­γεί­ρο­νται. Αντι­θέ­τως, η μη­τέ­ρα της α­τι­μα­σμέ­νης κό­ρης, με­τά το θά­να­τό της α­πό φα­κές λα­δω­μέ­νες με ι­κα­νή πο­σό­τη­τα α­πό το εν λό­γω χη­μι­κό πα­ρα­σκεύα­σμα, δια­τη­ρεί την ψυ­χραι­μία της, ό­πως υ­πο­δη­λώ­νουν οι α­πα­ντή­σεις της. Στα­ρά­τες κου­βέ­ντες, δια­φω­τι­στι­κές, που α­πο­κα­θι­στούν την τά­ξη στο χά­ος των πα­θών. Ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πι­λέ­γει το χω­ριό να εί­ναι κο­ντά στον Πύρ­γο Ηλείας, υιο­θε­τώ­ντας το κλι­σέ του ρέ­πο­ντα προς την αι­μο­μι­ξία Πυρ­γιώ­τη, κα­θό­σον δια­κο­ρευ­τής εί­ναι ο κου­νιά­δος της.  

Ο Βαλ­τι­νός παί­ζει με τη δι­ση­μία λέ­ξεων και φρά­σεων, α­δια­φο­ρώ­ντας για την κα­τα­γω­γή τους και κρα­τώ­ντας, ως μό­νο γνώ­μο­να, τα ευ­τυ­χή πα­ντρέ­μα­τα σε τίτ­λους, μό­το και θέ­μα­τα. Για αυ­τήν την τρί­τη συλ­λο­γή, ε­πι­λέ­γει τίτ­λο με υ­πο­ψία θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας, ό­πως αυ­τός της πρώ­της του 1992, «Θα βρεί­τε τα ο­στά μου υ­πό βρο­χήν», ε­κεί­νη με δώ­δε­κα διη­γή­μα­τα, δη­μο­σιευ­μέ­να κα­τά την πρό­τε­ρη 32ε­τία. Αλλά και με κα­θα­ρευου­σιά­νι­κη υ­φή, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τε­λι­κά την διη­γη­μα­τι­κή του τριά­δα, ό­που η εν­διά­με­ση συλ­λο­γή, αυ­τή του 2003, «Εθι­σμός στη νι­κο­τί­νη», με ε­πί­σης δώ­δε­κα διη­γή­μα­τα, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, το ο­μό­τιτ­λο, δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1979.


Το αρ­χι­τε­κτό­νη­μα


Στην πρό­σφα­τη συλ­λο­γή, δί­νει ι­διαί­τε­ρη προ­σο­χή στη δο­μή. Αυ­τό γί­νε­ται, ως έ­να βαθ­μό, εμ­φα­νές στον τρό­πο, με τον ο­ποίο ο­μα­δο­ποιεί και πα­ρα­τάσ­σει τα διη­γή­μα­τα, εν­θέ­το­ντας εν­δια­μέ­σως, ως ει­σα­γω­γι­κά στις ε­πι­μέ­ρους ε­νό­τη­τες διη­γη­μά­των, ποι­κί­λα μό­το. Μέ­χρι και α­φιε­ρώ­σεις προ­σθέ­τει στα δη­μο­σιευ­μέ­να διη­γή­μα­τα, κρυ­πτι­κές, σε α­ντί­θε­ση με τους νεό­τε­ρους, που δί­νουν ο­νο­μα­τε­πώ­νυ­μο μην και χα­θεί ο πα­ρα­λή­πτης. Όλο αυ­τό συ­νι­στά έ­να συγ­γρα­φι­κό παι­χνί­δι, πο­λύ πιο εν­δια­φέ­ρον α­πό τη χρή­ση της δια­κει­με­νι­κό­τη­τας, που έ­χει κα­τα­λή­ξει μη­χα­νι­στι­κή. Μό­νο που, κρί­νο­ντας α­πό τις πα­ρου­σιά­σεις του βι­βλίου, μάλ­λον δεν ε­κτι­μά­ται α­ντί­στοι­χα. Ωστό­σο, το πώς συ­ντέ­θη­κε το κει­με­νι­κό αρ­χι­τε­κτό­νη­μα προϊδεά­ζει για την ποιό­τη­τά του.

Προ τε­τρα­ε­τίας, ο Βαλ­τι­νός εί­χε δη­μο­σιεύ­σει έ­να διή­γη­μα, με τον τίτ­λο «Τρί­πτυ­χο», που α­πο­τε­λεί­το α­πό τρεις μυ­θο­πλα­στι­κές συν­θέ­σεις, με κα­τά σει­ρά τίτ­λους: «Ει­δύλ­λιο», «Βε­νέ­τα Σλά­βε­βα Στοΐλκο­βα», «Η μνή­μη των σω­μά­των». Διή­γη­μα, εν­δια­φέ­ρον ως σύν­θε­ση, που, εν­δε­χο­μέ­νως, έ­δω­σε την ι­δέα για τον τρό­πο δό­μη­σης της συλ­λο­γής α­πό τα δέ­κα ε­πτά δη­μο­σιευ­μέ­να διη­γή­μα­τα, μα­ζί με τέσ­σε­ρα, που γρά­φτη­καν ε­ντός της τε­λευ­ταίας διε­τίας. Με­τά το “ει­σό­διο” διή­γη­μα, πα­ρα­τάσ­σο­νται πέ­ντε Τρί­πτυ­χα διη­γη­μά­των, ό­που το κα­θέ­να συ­μπλη­ρώ­νε­ται με έ­να τέ­ταρ­το διή­γη­μα με­γα­λύ­τε­ρης έ­κτα­σης. Τα διη­γή­μα­τα των Τρι­πτύ­χων εί­ναι σύ­ντο­μα, το πο­λύ δυο σε­λί­δες, που ση­μαί­νει πως δεν υ­περ­βαί­νουν τις 300 λέ­ξεις, ε­νώ τα “ε­ξό­δια” κυ­μαί­νο­νται α­πό τρεις μέ­χρι και δε­κα­πέ­ντε σε­λί­δες. Με άλ­λα λό­για, οι ι­δε­α­τές δια­στά­σεις και α­να­λο­γίες, ώ­στε να λαν­σα­ρι­στούν, τα μεν, ως τα μπον­σάι του Βαλ­τι­νού, τα δε, ως τα βαλ­τί­νια κα­τά Ρέι­μο­ντ Κάρ­βερ. Αυ­τά τα δεύ­τε­ρα, λί­γο χα­ρι­στι­κά, κα­θώς του Βαλ­τι­νού υ­πο­λεί­πο­νται. Εννοού­με, βε­βαίως, ως προς το μή­κος. Άλλω­στε, την σή­με­ρον, αυ­τό συ­νι­στά το κυ­ρίως κρι­τή­ριο των ό­ποιων, κα­τά κα­νό­να, α­τυ­χών συ­γκρί­σεων, ό­πως η εν λό­γω με­τα­ξύ ελ­λη­νι­κής και αγ­γλό­γλωσ­σης εκ­δο­χής του λο­γο­τε­χνι­κού εί­δους του διη­γή­μα­τος.


Θη­λυ­κή πρό­κλη­ση


Όπως και να έ­χει, για τη δό­μη­ση των Τρι­πτύ­χων, δια­λύ­θη­κε  το αρ­χι­κό «Τρί­πτυ­χο» εις τα εξ ων συ­νε­τέ­θη. Τα τρία μέ­ρη του α­πο­τέ­λε­σαν τμή­μα­τα τριών Τρι­πτύ­χω­ν: το πρώ­το και το τρί­το ε­ντά­χθη­καν, α­ντι­στοί­χως, στο Τρί­πτυ­χο Γ΄ και Τρί­πτυ­χο Α΄, ε­νώ το με­σαίο, στο Τρί­πτυ­χο Δ΄. Κα­τά την α­να­σύν­θε­ση, ο συγ­γρα­φέ­ας έ­φε­ρε μό­νο δυο φρα­στι­κές αλ­λα­γές στα δυο πρώ­τα. Σχο­λιά­ζο­ντας προ και­ρού το αρ­χι­κό διή­γη­μα, εί­χα­με προ­τεί­νει, για το πρώ­το και το τρί­το, ως κοι­νό τίτ­λο, το “θη­λυ­κή πρό­κλη­ση”. Αυ­τός ο τίτ­λος θα ταί­ρια­ζε στο «Τρί­πτυ­χο Γ΄», με πρώ­το διή­γη­μα το «Ει­δύλ­λιο». Η πρό­κλη­ση του θη­λυ­κού, με ή χω­ρίς ου­ρά, εγ­χώ­ριας ή βρε­τα­νι­κής προέ­λευ­σης, α­πο­τε­λεί ε­δώ το ε­νο­ποιη­τι­κό στοι­χείο. Το πρώ­το διή­γη­μα πε­ρι­γρά­φει τη χά­ρη του αι­λου­ρο­ει­δούς, ό­που οι προ­δο­τι­κοί του εί­δους προσ­διο­ρι­σμοί, “με την ου­ρά ορ­θω­μέ­νη” ή “με την ου­ρά ψη­λά”, έ­χουν υ­πο­κα­τα­στα­θεί με το “φερ­μά­ρο­ντας”. Εύ­στο­χη ε­πι­λο­γή, κα­θώς, προ­ση­λώ­νο­ντας το βλέμ­μα σε κά­ποιον σαν αυ­τός να εί­ναι ο μο­να­δι­κός, συ­νι­στά την τα­κτι­κή ό­λων των θη­λυ­κών, ό­ταν ε­πι­διώ­κουν να προσ­δώ­σουν με­γα­λύ­τε­ρη έ­ντα­ση στο ξε­κί­νη­μα ε­νός ει­δύλ­λιου.

Δεύ­τε­ρο διή­γη­μα το «Φρει­δε­ρί­κος Γιό­χαν Δάι­νερ», ό­που ο τίτ­λος εί­ναι το ό­νο­μα του κε­ντρι­κού προ­σώ­που, ε­νός λε­βα­ντί­νου ρο­λο­γά, με κα­τά­στη­μα σε γνω­στό δρό­μο του άλ­λο­τε Δυ­τι­κού Βε­ρο­λί­νου. Επι­νο­η­μέ­νο, υ­πάρ­χουν, πά­ντως, του­λά­χι­στον δυο υ­παρ­κτά πρό­σω­πα με αυ­τό το ε­πί­θε­το: ο Ιωάν­νης Δάι­νε­ρ, που με­τέ­φρα­σε το βι­βλίο του Μπόυερ­μαν για την Τρί­πο­λη, και ο Φρει­δε­ρί­κος Δάι­νε­ρ, με χρη­σι­μό­τα­το την σή­με­ρον ε­πάγ­γελ­μα. Το βα­σι­κό, ό­μως, εί­ναι το ά­νοιγ­μα του διη­γή­μα­τος, με την πρό­κλη­ση της ά­γου­ρης έ­φη­βης. Πα­ρο­μοίως, το τρί­το διή­γη­μα, «Λι­γνή μα­κρυ­πό­δα­ρη Έβε­λυν», έ­χει κύ­ριο θέ­μα το γε­φύ­ρι της Πλά­κας, που “ζευ­γνύει τον Άρα­χθο” και ά­ντε­ξε την υ­πο­γρα­φή της ο­μώ­νυ­μης ι­στο­ρι­κής συμ­φω­νίας στις 29 Φεβ. 1944, της πλά­κας, ό­πως α­πο­δεί­χτη­κε, αλ­λά το ο­ποίο ε­νέ­δω­σε στις περ­σι­νές πλημ­μύ­ρες. Ωστό­σο, το ψα­χνό του διη­γή­μα­τος βρί­σκε­ται στο κλεί­σι­μο, με την “έ­κρη­ξη”, ό­χι α­πό την α­να­τί­να­ξη του γε­φυ­ριού, που σχε­δία­ζαν οι Γερ­μα­νοί, ού­τε του Κρις Γου­ντχά­ου­ζ, ε­γκέ­φα­λου της ναυα­γι­σμέ­νης συμ­φω­νίας, αλ­λά την σφο­δρό­τε­ρη, του­λά­χι­στον για την α­νε­ξοι­κείω­τη, κι αυ­τή εκ Με­γά­λης Βρε­τα­νίας, Έβε­λυν. Σε αυ­τά, προ­στί­θε­ται το “ε­ξό­διο” και ε­κτε­νέ­στε­ρο, «Κά­σια Φρά­γκου», που α­πλώ­νει το φά­σμα της θη­λυ­κής πρό­κλη­σης ως την αυ­το­χει­ρία.


Αι­σθη­σια­σμός


Ο τίτ­λος του τρί­του διη­γή­μα­τος του δια­με­λι­σθέ­ντος «Τρι­πτύ­χου», «Η μνή­μη των σω­μά­των», α­πο­δί­δει το ε­νο­ποιη­τι­κό στοι­χείο του νέ­ου Τρι­πτύ­χου Α΄, ό­που το­πο­θε­τεί­ται τρί­το στη σει­ρά. Σε αυ­τό, εί­ναι η μνή­μη του α­φη­γη­τή, που συ­γκρα­τεί μια συ­νεύ­ρε­ση στον δι­κό του ι­διω­τι­κό χώ­ρο, “ψη­λά έ­να με­γά­λο μπαλ­κό­νι”, με έ­να δύ­σκο­λο θη­λυ­κό. Αντί­στοι­χα, στο πρώ­το διή­γη­μα, η μνή­μη “του θείου του Ζα­χα­ρία”, ε­νώ, στο δεύ­τε­ρο, η μνή­μη ε­ρα­σι­τέ­χνη φω­το­γρά­φου, που “ι­διαί­τε­ρα του α­ρέ­σει να φω­το­γρα­φί­ζει γυ­ναί­κες”. Με τίτ­λο το μο­ντέ­λο της μη­χα­νής, του 1984, ο α­φη­γη­τής α­να­φέ­ρε­ται σε “σει­ρά φω­το­γρα­φιώ­ν”, χω­ρίς πε­ραι­τέ­ρω διευ­κρί­νι­ση για ποια “σει­ρά” πρό­κει­ται. Υπάρ­χει, ω­στό­σο, το ει­σα­γω­γι­κό μό­το στο Τρί­πτυ­χο, που συ­νι­στά ε­τε­ρο­χρο­νι­σμέ­νη πα­ρα­πο­μπή στο διή­γη­μα της προ­η­γού­με­νης συλ­λο­γής, «Agnes: Τριά­ντα κα­ρέ». Τέ­λος, στο “ε­ξό­διο” του εν λό­γω Τρι­πτύ­χου, ξε­δι­πλώ­νε­ται η μνή­μη μιας ο­γδο­ντά­ρας α­πό τους έ­ρω­τες της “ά­τα­κτης” ζωής της.

Από το αρ­χι­κό «Τρί­πτυ­χο» α­πο­μέ­νει το με­σαίο διή­γη­μα, με τίτ­λο, το ό­νο­μα της Βουλ­γά­ρας πα­ρα­δου­λεύ­τρας, κι αυ­τό τρι­με­λές ό­πως του ρο­λο­γά, πρώ­το του Τρι­πτύ­χου Δ΄. Σε αυ­τό, έ­να εμ­φα­νές ε­νο­ποιη­τι­κό στοι­χείο εί­ναι, πως πρό­κει­ται για αν­θρώ­πους, που βρί­σκο­νται μα­κριά α­πό τον τό­πο τους. Οι δυο α­πό αυ­τούς, η Βουλ­γά­ρα α­πό την “πρώην Τζου­μα­γιά” και ο ναυ­τι­κός, έ­χουν την έ­γνοιά τους σε ε­κεί­νους που ά­φη­σαν πί­σω, εγ­γό­νια, μη­τέ­ρα. Ενδια­μέ­σως, το­πο­θε­τεί­ται το α­νέκ­δο­το ε­ρω­τι­κό, «Από ροζ γρα­νί­τη», με μια τρι­με­λή συ­ντρο­φιά, το γνω­στό ι­ψε­νι­κό τρί­γω­νο και πα­λαιό­τε­ρων βι­βλίων, σε τα­ξί­δι α­να­ψυ­χής στην Αί­γυ­πτο. Το διή­γη­μα ε­στιά­ζει σε μία σκη­νή διά­χυ­του αι­σθη­σια­σμού, στο πρό­τυ­πο ε­κεί­νης στο διή­γη­μα «Η μνή­μη των σω­μά­των». Εδώ, ό­μως, εί­ναι ε­ντο­νό­τε­ρη η λα­γνεία, κα­θώς η τολ­μη­ρή πε­ρί­πτυ­ξη το­πο­θε­τεί­ται σε πα­ρο­ντι­κό χρό­νο και δη­μό­σιο χώ­ρο. Η πε­ρι­γρα­φή, και πά­λι α­να­κό­πτε­ται στο ό­ριο του πορ­νι­κού. Μό­νο που το “cut” δεν το ε­πι­τε­λεί η μνή­μη, αλ­λά α­νε­πι­θύ­μη­τοι ει­σβο­λείς.

Στο “ε­ξό­διο” του Τρι­πτύ­χου ξε­δι­πλώ­νε­ται η ι­στο­ρία μιας ζωής, ό­χι μο­να­χι­κής, ό­πως σε ε­κεί­να των δυο προ­η­γού­με­νων, αλ­λά του βίου ε­νός ζευ­γα­ριού, που α­ντέ­χει μι­σό αιώ­να, χω­ρώ­ντας, για τον νο­μι­μό­φρο­να Τρι­πο­λι­τσιώ­τη σύ­ζυ­γο, α­πό το κυ­νη­γη­τό του Περ­κε­ζέ μέ­χρι την πα­λιν­νό­στη­σή του α­πό την Αμε­ρι­κή στα τέ­λη της πλού­σιας σε ε­λέη δε­κα­ε­τίας του ’90. Ενα­πο­μέ­νουν δυο Τρί­πτυ­χα: Το «Τρί­πτυ­χο Β΄», που συ­ντί­θε­ται με μία δη­μο­σιευ­μέ­νη τρι­πλέ­τα διη­γη­μά­των, ό­που, και στα τρία συν το “ε­ξό­διο”, προ­βάλ­λει η οι­κο­γέ­νεια, ως γα­μή­λια ή και μα­ταιω­μέ­νη προο­πτι­κή. Και το «Τρί­πτυ­χο Ε΄», με τρία α­νέκ­δο­τα, που έ­χει ως μο­τί­βο, κρύ­φιους έ­ρω­τες και στα­νι­κές πα­ντρειές.


Αυ­τή η γυ­ναί­κα


Τα μό­το, έ­να για κά­θε Τρί­πτυ­χο και χω­ρι­στά, έ­να δεύ­τε­ρο, για κά­θε “ε­ξό­διο”, εί­ναι σύ­ντο­μες η­με­ρο­λο­για­κές ση­μειώ­σεις, των δυο σει­ρών, α­πο­φθεγ­μα­τι­κές, ό­πως ο­ρι­σμέ­νες σκόρ­πιες στο προ 15ε­τίας βι­βλίο του, «Ημε­ρο­λό­γιο 1836-2011». Σε αυ­τές, πα­ρει­σφρέ­ουν έ­νας ευαγ­γε­λι­κός λό­γος ή μία φρά­ση α­πό ψαλ­μό του Δα­βί­δ, ποι­κίλ­μα­τα ται­ρια­στά στα συμ­φρα­ζό­με­να των διη­γη­μά­των, ό­πως και οι μυ­θο­λο­γι­κής υ­φής πα­ρεκ­βά­σεις της α­φή­γη­σης. Συ­νο­ψί­ζο­ντας, α­να­γκα­στι­κά λό­γω χώ­ρου, πα­ρό­τι α­πέ­μει­ναν πλεί­στα ό­σα ε­ρε­θί­σμα­τα για πε­ραι­τέ­ρω σχο­λια­σμό, πρό­κει­ται για μία συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, σχε­δόν α­πο­κλει­στι­κά ε­ρω­τι­κή. Με ε­λά­χι­στες σκόρ­πιες α­να­φο­ρές σε “κλα­ρί­τες”, ό­πως οι λή­σταρ­χοι “Μπα­μπα­λή­δες Πά­ντος και Λεω­νί­δας”, ή και σε πο­λέ­μαρ­χους του ’40, ως υ­πό­μνη­ση της στα­θε­ρά με­τα-α­να­θεω­ρη­τι­κής ο­πτι­κής του συγ­γρα­φέα.

Ένας τίτ­λος, ό­χι ω­ραίος ως τίτ­λος, ό­πως αυ­τοί, που ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πέ­λε­ξε για τις συλ­λο­γές, αλ­λά συ­να­φής με το πε­ριε­χό­με­νo της πρό­σφα­της, θα ή­ταν, «Αυ­τή η γυ­ναί­κα», σε α­ντι­στοι­χία με  τον τίτ­λο του πρώ­του διη­γή­μα­τος στο Τρί­πτυ­χο Α΄, «Αυ­τή η Γαλ­λί­δα». Σε ε­κεί­νο, εκ­φρά­ζει την ει­κό­να που εί­χε ο πε­λο­πον­νή­σιος, αλ­λά και ευ­ρύ­τε­ρα ελ­λη­νι­κός, πε­ρί­γυ­ρος, για τη Γαλ­λί­δα. Ένα άλ­λο διή­γη­μα, με τίτ­λο, «Ένα κόκ­κι­νο τρια­ντά­φυλ­λο», θα μπο­ρού­σε να ε­πι­γρά­φε­ται «Αυ­τή η Γερ­μα­νί­δα», κα­θώς δί­νει, μέ­σω της στι­χο­μυ­θίας με τον α­φη­γη­τή, την ε­σω­τε­ρι­κή αί­σθη­ση της γυ­ναι­κείας υ­πό­στα­σης, ει­δι­κό­τε­ρα, μιας σκλη­ρής, και με τον ε­αυ­τό της, Γερ­μα­νί­δας.

Στα υ­πό­λοι­πα, εί­ναι η Ελλη­νί­δα, ως τρί­πτυ­χο: “ά­ψο­γη σύ­ζυ­γος”, “πε­νή­ντα έ­ξι χρό­νια χή­ρα με τις δυο βέ­ρες στον δε­ξή πα­ρά­με­σο”, “η φω­τιά” στο χάι­δε­μα. Μέ­σα, ό­μως, α­πό αυ­τό, βγαί­νει ο α­φη­γη­τής. Αυ­τός, με την αλ­λο­τι­νή έν­νοια, σή­με­ρα πα­ρε­ξη­γη­μέ­νη έως και κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή, εί­ναι ο Έλλη­νας αρ­σε­νι­κός. Κτη­τι­κός, λα­τρεύει τη γυ­ναί­κα, την κα­λή στο σεξ. Αν και η συ­χνή ε­στία­ση σε πα­ρελ­θο­ντι­κές σχέ­σεις, κα­τά κα­νό­να, κρυ­φές και φευ­γα­λέες, α­κό­μη, ο τρό­πος που πε­ρι­γρά­φει τη φθο­ρά σω­μά­των και αι­σθη­μά­των, δί­νει στο βι­βλίο πνοή με­λαγ­χο­λίας. Όμοια με την κα­βα­φι­κή «Με­λαγ­χο­λία του Ιά­σω­νος Κλεάν­δρου..», που μνη­μο­νεύε­ται σε έ­να α­πό τα διη­γή­μα­τα. Ωστό­σο, οι πρώ­τοι στί­χοι (“Το γή­ρα­σμα του σώ­μα­τος και της μορ­φής μου.” “Πλη­γή α­πό φρι­κτό μα­χαί­ρι.”), χω­νε­μέ­νοι σαν πρε­λού­διο στο διή­γη­μα, υ­πο­δη­λώ­νουν τη θή­λεια “βιο­λο­γι­κή α­πα­ξίω­ση”. Σε α­ντί­θε­ση με τον α­φη­γη­τή, που μέ­νει “Μά­στο­ρας”, λά­γνος και λα­τρε­μέ­νος.

 Τε­λι­κά, η δυ­στυ­χία του Βαλ­τι­νού δεν εί­ναι που γεν­νή­θη­κε Έλλη­νας και δεν πή­ρε α­κό­μη το Νό­μπελ. Το πρό­βλη­μα, με πιο στε­νή έν­νοια, βρί­σκε­ται αλ­λού. Πα­ρά τα θαυ­μα­στι­κά και βα­ρύ­γδου­πα που του γρά­φουν, δεν κρί­θη­κε ως σή­με­ρα ά­ξιος του Κρα­τι­κού Βρα­βείου Διη­γή­μα­τος. Ει­ρω­νεία ή σύ­μπτω­ση; Μάλ­λον το δεύ­τε­ρο. Η μορ­φή πά­ντως, ό­σο και η α­φη­γη­μα­τι­κή τε­χνι­κή πύ­κνω­σης  του Βαλ­τι­νού, έ­χουν αγ­γί­ξει την κο­ρύ­φω­ση. Χω­ρίς αμ­φι­βο­λία κρα­τά­ει ε­νερ­γά την η­γε­μο­νία στη διη­γη­μα­το­γρα­φία. Ασυ­γκρά­τη­τος ό­μως, να δού­με στην ε­πό­με­νη συλ­λο­γή προς τα πού θα γεί­ρει και τι νέα “α­φη­γη­μα­τι­κά κόλ­πα”  φυ­λά­ει στην κω­λό­τσε­πη.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 6/3/2016.
Φωτογραφία: Η κατά Βαλτινό κρυφοκρέατη Ευρώπη σε μωσαϊκή απεικόνιση.

Ρομαντικός αμφισβητίας

$
0
0
Roderick Beaton
«Ο πό­λε­μος του Μπάι­ρον.
Ρο­μα­ντι­κή ε­ξέ­γερ­ση,
ελ­λη­νι­κή Επα­νά­στα­ση»
Μετ. Κα­τε­ρί­να Σχι­νά
Εκδ. Πα­τά­κη, Δεκ. 2015


Η και­νού­ρια βιο­γρα­φία του Λόρ­δου Μπάι­ρον α­πό τον Ρό­ντρικ Μπή­τον εκ­δό­θη­κε στα αγ­γλι­κά έ­γκαι­ρα, αρ­χές 2013, για τον ε­ορ­τα­σμό της 90ης ε­πε­τείου α­πό τον θά­να­τό του, στις 7 Απρ. 1824. “Λή­ρος ε­πήλ­θεν, εί­τα λή­θαρ­γος, και το α­πό­γευ­μα της Δευ­τέ­ρας του Πά­σχα (7/19 Απρι­λίου), εν ώ­ρα φο­βε­ράς κα­ται­γί­δος με­τά βρο­ντών, ο Βύ­ρων ε­ξέ­πνευ­σε!”, πε­ρι­γρά­φει ο Σκώ­τος στρα­τη­γός σερ Τό­μας Γκόρ­ντον (σε α­πό­δο­ση Πα­πα­δια­μά­ντη), ο ο­ποίος βρι­σκό­ταν τό­τε στην Αγγλία και στη­ρί­χτη­κε σε μαρ­τυ­ρίες, στο βι­βλίο του, «Ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής Επα­να­στά­σεως», που ε­ξέ­δω­σε το 1832. “Το βρά­δυ της Κυ­ρια­κής του Πά­σχα ο Μπάι­ρον βυ­θί­στη­κε σε κώ­μα, α­πό το ο­ποίο πο­τέ δεν συ­νήλ­θε.”, γρά­φει ο Μπή­τον, με βά­ση τις α­να­μνή­σεις δυο πα­ρό­ντων, που τις ε­ξέ­δω­σαν λί­γους μή­νες αρ­γό­τε­ρα, το 1825, του έ­μπι­στου του Μπάι­ρον,  “πυ­ρο­τε­χνουρ­γού” Ουίλ­λιαμ Πάρ­ρυ και του νε­α­ρού γραμ­μα­τέα του Πιέ­τρο Γκά­μπα. Ο ι­στο­ρι­κός Τζωρτζ Φίν­λεϋ, και αυ­τός Σκώ­τος, που, μό­λις α­πο­φοί­τη­σε, Οκτ. 1823, α­φί­χθη στην Κε­φαλ­λο­νιά, για να συ­να­ντή­σει τον Μπάι­ρον, δεν ή­ταν πα­ρών. Εί­χε φύ­γει το πρωί της Κυ­ρια­κής των Βαΐων, α­πε­σταλ­μέ­νος του στην Αθή­να. Άλλω­στε, στην «Ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής Επα­να­στά­σεως» (και αυ­τή σε α­πό­δο­ση Πα­πα­δια­μά­ντη), που ε­ξέ­δω­σε το 1861, “κρά­τη­σε το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των προ­σω­πι­κών α­να­μνή­σεών του για τον ε­αυ­τό του”.
“Υπάρ­χουν ή­δη πε­ρισ­σό­τε­ρες α­πό δια­κό­σιες βιο­γρα­φίες του Μπάι­ρο­ν”, σχο­λιά­ζει ο Μπή­τον. Ενδει­κτι­κά, στο λήμ­μα Γεώρ­γιος Γόρ­δων Βύ­ρων της «Με­γά­λης Ελλη­νι­κής Εγκυ­κλο­παι­δείας, συ­νταγ­μέ­νο α­πό τον Α΄ Γραμ­μα­τέα της Αγγλι­κής Πρε­σβείας Σ. Κ. Άτσλεϋ, στην πα­ρα­τι­θέ­με­νη βι­βλιο­γρα­φία, που συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει μό­νο “τα πρό­σφα­τα και ση­μα­ντι­κό­τε­ρα έρ­γα”, α­να­φέ­ρο­νται δέ­κα εκ­δό­σεις του 1924, για την ε­πέ­τειο των ε­κα­τό χρό­νων α­πό τον θά­να­τό του. Με­τα­ξύ αυ­τών, το βι­βλίο του σερ Χά­ρολ­ντ Νί­κολ­σον, «Το τε­λευ­ταίο τα­ξί­δι». Από τό­τε, “σχε­δόν κά­θε πλευ­ρά της ζωής και του έρ­γου του έ­χει ξε­σκο­νι­στεί... η ελ­λη­νι­κή πε­ρι­πέ­τεια δεν εί­ναι ε­ξαί­ρε­ση.”, προ­σθέ­τει ο Μπή­τον. Τό­τε, για­τί μία α­κό­μη βιο­γρα­φία του και δη, της στερ­νής διε­τίας, για την ο­ποία, “ση­μα­ντι­κές με­λέ­τες που δη­μο­σιεύ­τη­καν τα τε­λευ­ταία σα­ρά­ντα χρό­νια έ­χουν ει­σφέ­ρει πολ­λές σύγ­χρο­νες ερ­μη­νείες”; Ερώ­τη­μα, που ο βιο­γρά­φος σπεύ­δει προ­λο­γι­κά να α­πα­ντή­σει.
Με τις α­παρ­χές της πα­γκο­σμιο­ποίη­σης, φά­νη­κε α­να­γκαία η ε­ναρ­μό­νι­ση των ε­θνι­κών Ιστο­ριών, που προϋπέ­θε­τε την α­να­θεώ­ρη­σή τους με δια­φο­ρε­τι­κά κρι­τή­ρια. Σε αυ­τήν, βοή­θη­σε το ά­νοιγ­μα κρα­τι­κών και ι­διω­τι­κών αρ­χείων, κα­θι­στώ­ντας προ­σβά­σι­μο το πρω­το­γε­νές υ­λι­κό. Η Επα­νά­στα­ση του 1821 ή­ταν η δεύ­τε­ρη ι­στο­ρι­κή πε­ρίο­δος, με­τά τον Εμφύ­λιο, με την ο­ποία α­σχο­λή­θη­καν οι Έλλη­νες ι­στο­ρι­κοί, α­να­θεω­ρώ­ντας, με­τα­ξύ άλ­λων, προ­γε­νέ­στε­ρες α­πό­ψεις για το ρό­λο πο­λι­τι­κών και ο­πλαρ­χη­γών. Κα­τά τα τε­λευ­ταία δέ­κα χρό­νια, έ­χουν α­να­τρα­πεί πολ­λά στε­ρεό­τυ­πα, ό­πως η θεω­ρία ό­τι “ο Μπάι­ρον και άλ­λοι Φι­λέλ­λη­νες ήρ­θαν στην Ελλά­δα ως ε­χθρι­κοί πρά­κτο­ρες ξέ­νων δυ­νά­μεω­ν”, υ­πο­στη­ρί­ζει ο Μπή­τον. Ωστό­σο, ό­πως προ­σθέ­τει, “ο ί­διος ο Μπάι­ρον δεν έ­χει γί­νει α­ντι­κεί­με­νο αυ­τής της α­να­θεω­ρη­τι­κής α­ντι­με­τώ­πι­σης ό­πως θα του ά­ξι­ζε.” Αυ­τή, λοι­πόν, ε­πε­δίω­ξε να εί­ναι η “τα­πει­νή συ­νει­σφο­ρά” της δι­κής του βιο­γρα­φίας.
Στην ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση, προ­τάσ­σει έ­ναν α­κό­μη πρό­λο­γο, ό­που θέ­τει έ­να δια­φο­ρε­τι­κό ε­ρώ­τη­μα, που του  υ­πέ­βα­λε η ελ­λη­νι­κή κρί­ση κα­τά την πε­ρίο­δο έ­ρευ­νας και γρα­φής του βι­βλίου στην Αθή­να (2009-2012). Όταν ο Μπάι­ρον πα­ρέμ­βει στα ελ­λη­νι­κά πράγ­μα­τα, μαι­νό­ταν σύ­γκρου­ση με­τα­ξύ ο­πλαρ­χη­γών και πο­λι­τι­κών αν­δρών. Οι πρώ­τοι ε­πε­δίω­καν “αυ­τάρ­κεια”, οι δεύ­τε­ροι, οι α­πο­κα­λού­με­νοι α­πό τους α­να­θεω­ρη­τές ι­στο­ρι­κούς “εκ­συγ­χρο­νι­στές”, κα­τέ­βαλ­λαν προ­σπά­θειες “να διε­θνο­ποιή­σουν τον α­γώ­να”. Κα­τά την ε­κτί­μη­ση του Μπή­τον, “το ό­νει­ρο των εκ­συγ­χρο­νι­στών ό­πως ο Αλέ­ξαν­δρος Μαυ­ρο­κορ­δά­τος, ο Ιωάν­νης Κω­λέτ­της, ο Ιωάν­νης Κα­πο­δί­στριας, οι κα­ρα­βο­κύ­ρη­δες της Ύδρας, των Σπε­τσών και των Ψα­ρών και ό­σοι τους στή­ρι­ζα­ν” ή­ταν “η δη­μιουρ­γία ε­νός ε­ντε­λώς νέ­ου εί­δους πο­λι­τεύ­μα­τος στην Ευ­ρώ­πη του 19ου αιώ­να”, ό­που “οι πα­λιές μο­ναρ­χι­κές αυ­το­κρα­το­ρίες πα­ρέ­παια­ν” και νε­ο­σύ­στα­τα έ­θνη α­να­δύο­νταν. Η άλ­λη πλευ­ρά υ­πο­στή­ρι­ζε, πως αυ­τό “θα μπο­ρού­σε να ε­πι­τευ­χθεί μό­νο έ­να­ντι τι­μή­μα­τος”. Και πράγ­μα­τι, “η πραγ­μα­το­ποίη­ση του ο­νεί­ρου προϋπέ­θε­τε μια δια­δρο­μή μέ­σα α­πό τη διε­θνή δι­πλω­μα­τία και, μοι­ραία ό­πως α­πο­δεί­χθη­κε, μέ­σα α­πό δά­νεια α­πό το ε­ξω­τε­ρι­κό”.
Στην πε­ρί­πτω­ση, που το βι­βλίο γρα­φό­ταν νω­ρί­τε­ρα, το πι­θα­νό­τε­ρο, να μην έ­θε­τε καν το ε­ρώ­τη­μα, ή, και αν το έ­θε­τε, να έ­παιρ­νε θέ­ση, χω­ρίς εν­δοια­σμούς, με την πλευ­ρά με την πλευ­ρά των “εκ­συγ­χρο­νι­στώ­ν”. Ωστό­σο, οι ση­με­ρι­νές συν­θή­κες τον ω­θούν σε μία αμ­φιρ­ρέ­που­σα α­πό­φαν­ση: “Όταν πέ­θα­νε ο Μπάι­ρον, το δά­νειο εί­χε ε­ξα­σφα­λι­στεί... η Ελλά­δα εί­χε μπει στον δρό­μο που θα ο­δη­γού­σε στην α­νε­ξαρ­τη­σία της ως έ­θνος, σε μια πε­ρή­φα­νη σύγ­χρο­νη ι­στο­ρία, σε πολ­λά ε­πι­τεύγ­μα­τα στους το­μείς της τέ­χνης, σε διά­λο­γο με ό,τι κα­λύ­τε­ρο πα­ρα­γό­ταν στην Ευ­ρώ­πη και... στο μνη­μό­νιο.”   
Ο πρώ­τος Άγγλος βιο­γρά­φος του Μπάι­ρον, που ε­ξε­ρεύ­νη­σε τα ελ­λη­νι­κά ι­στο­ρι­κά αρ­χεία, ή­ταν ο Στί­βεν Μί­ντα, ο ο­ποίος και δη­μο­σίευ­σε δυο άρ­θρα για τη σχέ­ση του Μπάι­ρον με τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το, το 2006, και για ε­κεί­νη με το Με­σο­λόγ­γι, το 2007, ε­νώ έ­να τρί­το δη­μο­σιεύ­θη­κε σε συλ­λο­γι­κό τό­μο του 2011. Σε αυ­τά, ε­ξαί­ρε­ται ο ρό­λος του Μαυ­ρο­κορ­δά­του στη με­τα­μόρ­φω­ση του Μπάι­ρον α­πό “δον­ζουά­ν” σε “πο­λι­τι­κό ζώο” και ως α­ντί­λο­γος, σε πρό­σφα­τη τό­τε, βιο­γρα­φία της Φιό­να Μα­κάρ­θυ, που μέ­νει προ­σκολ­λη­μέ­νη στην πα­ρα­δο­σια­κή ει­κό­να για τις τε­λευ­ταίες η­μέ­ρες του, ε­νός Μπάι­ρον πο­λι­τι­κά α­συ­νε­πή και πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά πο­τέ εν συγ­χύ­σει. Κα­θη­γη­τής στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Γιόρκ ο Μί­ντα, με πα­ρα­πλή­σια εν­δια­φέ­ρο­ντα με ε­κεί­να του Μπή­τον, ό­πως δεί­χνει το πα­λαιό­τε­ρο βι­βλίο του, «Ερω­τι­κή ποίη­ση στον 16ο αιώ­να», εί­χε εκ­δώ­σει το 1998 βιο­γρα­φία, «Ο Μπάι­ρον στην Ελλά­δα», ό­που α­να­δει­κνύει “την α­γνή πλευ­ρά ε­νός σο­βα­ρού ά­ντρα”. Πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον η φρά­ση, που στα­χυο­λο­γεί α­πό τις ση­μειώ­σεις του Μπάι­ρον στο «Προ­σκύ­νη­μα του Τσάιλ­ντ Χά­ρολ­ντ»: “Όμοια με τους Κα­θο­λι­κούς της Ιρλαν­δίας και τους α­νά τον κό­σμο Εβραίους, οι Έλλη­νες υ­φί­στα­νται ό­λα τα η­θι­κά και σω­μα­τι­κά δει­νά, που η αν­θρω­πό­τη­τα μπο­ρεί να προ­ξε­νή­σει.” Για να υ­πο­γραμ­μί­σει, με πό­ση ε­κτί­μη­ση, ε­κεί­νος έ­βλε­πε τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το, α­να­φέ­ρει ό­τι τον θεω­ρού­σε τον μο­να­δι­κό Έλλη­να του εί­δους του Τζωρτζ Ουά­σιν­γκτον, ό­ντας γνω­στή η ε­κτί­μη­σή του για “τη δη­μο­κρα­τία της Αμε­ρι­κής” και ι­διαί­τε­ρα, ο θαυ­μα­σμός του για “τον Πα­τέ­ρα της Χώ­ρας”, πρώ­το α­με­ρι­κα­νό πρό­ε­δρο.
Η βιο­γρα­φία του Μπή­τον εί­ναι πο­λύ πιο φι­λό­δο­ξη α­πό την σχε­τι­κά σύ­ντο­μη και χρο­νι­κά ε­στια­σμέ­νη του Μί­ντα. Δεν ξε­κι­νά­ει την α­φή­γη­ση της “ελ­λη­νι­κής πε­ρι­πέ­τειας”, ό­πως ο Νί­κολ­σον, α­πό “το τε­λευ­ταίο τα­ξί­δι” στην Ελλά­δα. Αυ­τό το α­φή­νει για το δεύ­τε­ρο μέ­ρος του βι­βλίου του. Ού­τε, με τον πρω­τό­τυ­πο τίτ­λο του, “ο πό­λε­μος του Μπάι­ρο­ν”, εν­νο­εί πε­ριο­ρι­στι­κά την συμ­βο­λή του στην Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση. “Ο πό­λε­μος του Μπάι­ρον, στην αρ­χή, ή­ταν ε­νά­ντια στην θνη­τό­τη­τα”, ό­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­τη­ρεί. Από αυ­τόν εκ­κι­νεί το πρώ­το μέ­ρος, με το πρώ­το τα­ξί­δι, 2 Ιουλ. 1809-14 Ιουλ. 1811 (με το νέο η­με­ρο­λό­γιο). Δεν σκια­γρα­φού­νται μό­νο οι υ­παρ­ξια­κές α­γω­νίες του και η πά­λη του με την γρα­φή, αλ­λά α­να­θεω­ρεί­ται γε­νι­κό­τε­ρα η ει­κό­να του. Πρώ­τον, ως προς το πα­ρου­σια­στι­κό του, με έμ­φα­ση, ό­χι στην γο­η­τευ­τι­κή του εμ­φά­νι­ση, αλ­λά στην χω­λό­τη­τά του. Η μη­τέ­ρα του, που “τον με­γά­λω­νε μό­νη της ως μο­να­χο­παί­δι ε­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο α­πό τον πα­τέ­ρα του, τον μά­λω­νε α­πο­κα­λώ­ντας τον κου­τσό πα­λιό­παι­δο.” Στην ε­πι­στρο­φή α­πό το τα­ξί­δι, ο ί­διος ση­μείω­νε: “Ένας άν­δρας χω­λός α­πό το έ­να πό­δι βρί­σκε­ται σε κα­τά­στα­ση σω­μα­τι­κής κα­τω­τε­ρό­τη­τας.”
Κυ­ρίως, ό­μως, α­να­θεω­ρεί­ται η ει­κό­να της ε­ρω­τι­κής του ζωής. Του­λά­χι­στον για τον Έλλη­να α­να­γνώ­στη, που έ­χει μεί­νει με τον σφο­δρό έ­ρω­τα του Λόρ­δου για την “δω­δε­κά­χρο­νη” Τε­ρέ­ζα Μα­κρή. Έναν έ­ρω­τα πλα­τω­νι­κό, που ε­νέ­πνευ­σε το ποίη­μα «Η κό­ρη των Αθη­νών», ό­που η κά­θε του στρο­φή τε­λειώ­νει με τη φρά­ση, “Ζωή μου σ’ α­γα­πώ”. Αυ­τή η πα­ρα­μυ­θι­τι­κή α­τμό­σφαι­ρα α­πό τα Χρι­στού­γεν­να του 1809 δια­λύε­ται με τα γνω­στά υ­πο­τι­μη­τι­κά σχό­λια για την οι­κο­γέ­νεια Μα­κρή. Ενώ, γε­νι­κό­τε­ρα, οι έ­ρω­τες του Λόρ­δου με το άλ­λο φύλ­λο α­πο­μυ­θο­ποιού­νται. Εκεί­νοι με τις πα­ντρε­μέ­νες γυ­ναί­κες, που τον α­πο­κα­λού­σαν “τρε­λό, κα­κό και ε­πι­κίν­δυ­νο να τον γνω­ρί­ζεις”. Ή, “ο με­γά­λος έ­ρω­τας της ζωής του με την ε­τε­ρο­θα­λή α­δελ­φή του” και η, μό­λις ε­νός έ­τους, συμ­βίω­ση με την “αυ­στη­ρών αρ­χώ­ν” σύ­ζυ­γό του, που δια­τει­νό­ταν πως “δεν υ­πήρ­ξε δια­στρο­φή, με την ο­ποία να μην προ­σπά­θη­σε να την ε­ξοι­κειώ­σει”.
Αντι­θέ­τως, α­πλώ­νε­ται η α­φή­γη­ση των “ο­μο­ε­ρω­τι­κών βιω­μά­τω­ν”, που εί­χαν ξε­κι­νή­σει με τους φί­λους του Κέ­μπριτζ. Σε α­να­μο­νή για τον α­πό­πλου προς α­να­το­λάς, “διε­γει­ρό­ταν προ­κα­τα­βο­λι­κά α­πό την πα­ρου­σία των νε­α­ρών ναυ­τώ­ν”. Εν ε­κτά­σει, α­να­φέ­ρο­νται δυο ει­δύλ­λια με νε­α­ρούς, έ­ναν Άγγλο και έ­ναν Έλλη­να. Αν και την πρώ­τη, ο­μο­φυ­λό­φι­λη ε­μπει­ρία την έ­χει με τον δε­κα­πε­ντα­ε­τή Γάλ­λο φοι­τη­τή Νι­κο­λό, που γνω­ρί­ζει στο μο­να­στή­ρι των Κα­που­τσί­νων, στη ση­με­ρι­νή πλα­τεία Λυ­σι­κρά­τους, ό­που θα μεί­νει με­τά την οι­κία Μα­κρή. “Η πρώ­τη πλή­ρης και καλ­λί­στη συ­νου­σία συ­νέ­βη στο μο­να­στή­ρι της Πε­ντέ­λης.” Με αυ­τόν τον “ευει­δή νεό­τε­ρό του άν­δρα”, με τον ο­ποίο “βίω­σε την σε­ξουα­λι­κή α­πε­λευ­θέ­ρω­ση”, “μοι­ρά­στη­κε και άλ­λα κρε­βά­τια”.  Αν και αρ­γό­τε­ρα, θα γεν­νη­θεί έ­νας με­γά­λος έ­ρω­τας με μια 19χρο­νη, μό­λις νεό­νυμ­φη, Ιτα­λί­δα, την  Τε­ρέ­ζα, που γνω­ρί­ζει στο δεύ­τε­ρο χερ­σαίο τα­ξί­δι του στην Ευ­ρώ­πη, αρ­χές του 1816, α­φού εί­χε υ­πο­γρά­ψει φεύ­γο­ντας τα χαρ­τιά για το δια­ζύ­γιο. Θα την συ­να­ντή­σει τρια­ντά­ρης και α­πο­γο­η­τευ­μέ­νος, Απρ. 1819, στη Βε­νε­τία. Το ει­δύλ­λιό τους, καί­τοι σύ­ντο­μο με α­τυ­χή κα­τά­λη­ξη, θα του ε­μπνεύ­σει τις δε­καέ­ξι στρο­φές, που αρ­χί­ζουν με τους “πα­ρά­φο­ρους λυ­ρι­κούς στί­χους”, “Ω νη­σιά της Ελλά­δας...” στο τρί­το Άσμα του «Δον Ζουάν». Αμφί­ση­μοι στί­χοι, α­πο­τέ­λε­σμα πο­λυ­συλ­λε­κτι­κής φα­ντα­σίας, γραμ­μέ­νοι με ε­ρω­τι­κή ορ­μή, θα ε­κλη­φθούν σαν ε­πα­να­στα­τι­κό ε­γερ­τή­ριο, τον Αύγ. του 1821, που θα δη­μο­σιευ­τούν, ό­ταν το ξέ­σπα­σμα της Ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης έ­χει γί­νει πρω­το­σέ­λι­δο στις ευ­ρω­παϊκές ε­φη­με­ρί­δες.
Ενα α­πό τα βα­σι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της βιο­γρα­φίας του Μπή­τον εί­ναι ο τρό­πος που ψυ­χο­γρα­φεί τον Μπάι­ρον, σχο­λιά­ζο­ντας τις διι­στά­με­νες πτυ­χές της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του. “Ρο­μα­ντι­κός αμ­φι­σβη­τίας”, ε­ξε­γερ­μέ­νος, ό­πως α­ντα­να­κλά­ται στον “βυ­ρω­νι­κό ή­ρωά” του και ταυ­τό­χρο­να, συ­ντη­ρη­τι­κός ρι­ζο­σπά­στης, “ε­πι­φυ­λα­κτι­κός α­πέ­να­ντι στα κί­νη­τρα των Καρ­μπο­νά­ρω­ν”, ό­πως και α­πέ­να­ντι στη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση, δια­χω­ρί­ζο­ντας τους “με­τριο­πα­θείς με­ταρ­ρυθ­μι­στές” α­πό τα “κα­θάρ­μα­τα”, τύ­που Ρο­βε­σπιέ­ρου και Μα­ρά. Με εν­δε­λέ­χεια, δί­νε­ται η ερ­μη­νεία των ποιη­μά­των, συν­δυά­ζο­ντας τα φα­ντα­στι­κά και μυ­θο­λο­γι­κά στοι­χεία με τα πραγ­μα­το­λο­γι­κά δε­δο­μέ­να, στις ποι­κί­λες και συ­χνά α­ντι­κρουό­με­νες εκ­δο­χές τους.
Από τα πιο εν­δια­φέ­ρο­ντα κε­φά­λαια της βιο­γρα­φίας, εί­ναι ε­κεί­να που α­φιε­ρώ­νο­νται στον ρο­μα­ντι­κό λυ­ρι­κό ποιη­τή Πέρ­συ Σέλ­λεϋ, τον α­τυ­χή πνιγ­μό του, κλεί­νο­ντας τα τριά­ντα, Ιούλ. 1822, και τον κα­τά ε­νά­μι­σι χρό­νο με­γα­λύ­τε­ρό  του, Μαυ­ρο­κορ­δά­το. Σε αυ­τά, πα­ρου­σιά­ζε­ται ως α­πα­ραί­τη­το συ­μπλή­ρω­μα, η δεύ­τε­ρη νε­α­ρά ύ­παρ­ξη, που ο λε­πταί­σθη­τος Σέλ­λεϋ ε­ρω­τεύ­τη­κε, α­πή­γα­γε και νυμ­φεύ­θη­κε, η Μαί­ρη Σέλ­λεϋ, συγ­γρα­φέ­ας του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος «Φραν­κεν­στάιν ή ο σύγ­χρο­νος Προ­μη­θέ­ας», την ο­ποία η­ρά­σθη και ο Μαυ­ρο­κορ­δά­τος. Όπως φαί­νε­ται, οι ε­ξω­γα­μιαίες πε­ρι­πέ­τειες, τό­σο του Πέρ­συ ό­σο και της Μαί­ρης, πα­ρέ­μει­ναν πλα­τω­νι­κές. Στις 25 Μαΐ. 1816, ο Μπάι­ρον πρω­το­συ­να­ντά­ει στη Γε­νεύη το ζεύ­γος Σέλ­λεϋ, ο­πό­τε και αρ­χί­ζει ο μέ­χρι τό­τε α­δια­μόρ­φω­τος “πό­λε­μός του ε­νά­ντια στην αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση στο σύ­νο­λό της” να παίρ­νει τη μορ­φή μιας στρά­τευ­σης σε συ­γκε­κρι­μέ­νο σκο­πό. Η γνω­ρι­μία του με τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το θα αρ­γή­σει. Η πρώ­τη τους συ­νά­ντη­ση γί­νε­ται στη σκιά του Σέλ­λεϋ, έ­να γε­να­ριά­τι­κο πρωι­νό του 1824, στο Με­σο­λόγ­γι. Να ση­μειώ­σου­με, πως η γνω­ρι­μία του Μαυ­ρο­κορ­δά­του με τους Σέλ­λεϋ εί­χε γί­νει τρία χρό­νια νω­ρί­τε­ρα. Στα τέ­λη του 1820, “στο σπί­τι τους στην Πί­ζα, μια τυ­χαία γνω­ρι­μία εί­χε φέ­ρει τον πιο προι­κι­σμέ­νο πνευ­μα­τι­κά α­πό τους μέλ­λο­ντες πο­λι­τι­κούς η­γέ­τες της ελ­λη­νι­κής Επα­νά­στα­σης”.
Με αυ­τήν τη θαυ­μα­στι­κή φρά­ση, ει­σα­γά­γει ο Μπή­τον τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το, που έ­φε­ρε τίτ­λο ευ­γε­νείας πρί­γκι­πα α­πό τον θείο του Ιωάν­νη Κα­ρατ­ζά, τρι­σέγ­γο­νο του Αλέ­ξαν­δρου του εξ α­πορ­ρή­των, που μι­λού­σε ά­πται­στα ε­πτά γλώσ­σες και μία α­κό­μη, τα αγ­γλι­κά, χά­ρη στη Μαί­ρη. Η α­φή­γη­ση, ω­στό­σο, στη συ­νέ­χεια, θα κα­τε­βά­σει τους τό­νους, σκια­γρα­φώ­ντας τα αι­σθή­μα­τα του Μπάι­ρον. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εί­ναι η φρά­ση: “Έπει­τα α­πό τη συ­νά­ντη­σή του με τον Έλλη­να πο­λι­τι­κό, ο Μπάι­ρον δεν ε­πα­νέ­λα­βε πο­τέ τη σύ­γκρι­ση με τον Τζορτζ Ουά­σιν­γκτον.”
Ο Φίν­λεϋ σχο­λιά­ζει (δια χει­ρός Πα­πα­δια­μά­ντη): “και προς τον Μαυ­ρο­κορ­δά­τον η κοι­νω­νία του δεν ή­το στε­νή. Μό­νον υ­πο­θέ­σεις και δια­τυ­πώ­σεις τους έ­φε­ρον ε­πί το αυ­τό. Τα κοι­νω­νι­κά και δια­νο­η­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των δεν ή­σαν τοιαύ­της φύ­σεως ώ­στε να πα­ρα­γά­γω­σιν α­μοι­βαίαν ε­μπι­στο­σύ­νην, και δεν έ­τρε­φον ε­κτί­μη­σιν προς αλ­λή­λους.” Σύμ­φω­να με τον Αιδ. H. F. Tozer, ε­πι­με­λη­τή της οξ­φορ­δια­νής έκ­δο­σης του 1877 (δυο χρό­νια με­τά τον θά­να­το του Φίν­λεϋ) α­πό την ο­ποία με­τέ­φρα­ζε ο Πα­πα­δια­μά­ντης, “ε­πί δυο μή­νας κα­θ’ ους ο κ. Φίν­λαιϋ διέ­μει­νεν εν Με­σο­λογ­γίω πε­ρί τον χρό­νον τού­τον, διήρ­χε­το σχε­δόν πά­σαν ε­σπέ­ραν εν συ­να­να­στρο­φή του Λορδ Μπάϋρων.” Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, το εν λό­γω χω­ρίο ο Μπή­τον το παίρ­νει α­πό τη βιο­γρα­φία του Μί­ντα. Κι ό­μως, θα ά­ξι­ζε να δια­βά­σει τον Φίν­λεϋ του Πα­πα­δια­μά­ντη, τον ο­ποίο στην Ιστο­ρία του τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει, ως έ­ναν α­πό τους πρώ­τους των μο­ντέρ­νων Ελλή­νων μυ­θι­στο­ριο­γρά­φων.  
Εν συ­νό­ψει, η μυ­θο­πλα­στι­κή ύ­φαν­ση της α­φή­γη­σης και ταυ­τό­χρο­να, η πι­στό­τη­τα στις πρω­το­γε­νείς πη­γές, χω­ρίς βε­βια­σμέ­νη προ­σπά­θεια να ε­ναρ­μο­νι­στούν τα δε­δο­μέ­να με τις α­να­θεω­ρη­τι­κές προσ­δο­κίες, γνω­στή πα­γί­δα της με­τα­νε­ο­τε­ρι­κής νοο­τρο­πίας, κα­θι­στούν τη βιο­γρα­φία του Σκώ­του Κα­θη­γη­τή της Έδρας Κο­ραή πο­λύ­τι­μη. Συμ­βάλ­λει η ελ­λη­νι­κή α­πό­δο­ση. Οι δυο Σκώ­τοι ι­στο­ρι­κοί της Επα­νά­στα­σης εί­χαν, αρ­χές 20ου, τον Πα­πα­δια­μά­ντη, ο Μπή­τον, αρ­χές 21ου, ευ­τύ­χη­σε με την Σχι­νά.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
 
Υ.Γ. Το Ex Libris ε­πα­νέρ­χε­ται με­τά α­που­σία τεσ­σά­ρων ε­βδο­μά­δων, λό­γω ο­δι­κού α­τυ­χή­μα­τος, το ο­ποίο εί­χε ως ε­πα­κό­λου­θο δυ­σά­ρε­στο τραυ­μα­τι­σμό, εί­θε, πλή­ρως α­να­τά­ξι­μο. Αυ­τό προς λύ­ση τυ­χόν α­πο­ριών.

Φίνα και ποιητικά

$
0
0
Σω­τή­ρης Δη­μη­τρίου
«Τα ό­νει­ρα μού δέ­λουν»
Εκδ. Πα­τά­κη
Δεκ. 2015


Πα­ρα­μο­νές Χρι­στου­γέν­νων κυ­κλο­φό­ρη­σε το και­νού­ριο βι­βλίο του Σω­τή­ρη Δη­μη­τρίου. Πρό­κει­ται για το 14ο βι­βλίο, το 13ο πε­ζο­γρα­φι­κό, την 7η συλ­λο­γή διη­γη­μά­των. Εκδό­θη­κε 30 χρό­νια με­τά το πρώ­το, που εί­ναι και το μο­να­δι­κό ποιη­τι­κό. Συ­να­θροί­ζο­ντας τα 22 νέα διη­γή­μα­τα, συ­μπλη­ρώ­νο­νται συ­νο­λι­κά 145. Με έ­ναν εκ­δο­τι­κό ρυθ­μό, που συ­νε­χώς ε­ντεί­νε­ται, έ­χο­ντας φθά­σει το έ­να βι­βλίο κά­θε χρό­νο, το πο­λύ κά­θε δύο χρό­νια, και μά­λι­στα, την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία, με στα­θε­ρό μή­να κυ­κλο­φο­ρίας, Νοέμ­βριο ή Δε­κέμ­βριο, το πρώ­το που μας έρ­χε­ται στο νου εί­ναι η τα­κτι­κό­τη­τα της τε­λευ­ταίας κο­ρυ­φαίας στο χώ­ρο των μπε­στ-σέ­λε­ρ, Λέ­νας Μα­ντά, που εκ­δί­δει βι­βλίο κά­θε Μάιο. Ο τύ­πος των μυ­θι­στο­ρη­μά­των της Μα­ντά ε­πι­τρέ­πει, με ερ­γα­τι­κό­τη­τα και πει­θαρ­χία, πα­ρό­μοιους εκ­δο­τι­κούς ρυθ­μούς. Ισχύει, ό­μως, το ί­διο για το διή­γη­μα; Από την άλ­λη, για πα­ρά­δειγ­μα, ο Πα­πα­δια­μά­ντης, στα 30 χρό­νια εκ­δο­τι­κής πα­ρου­σίας, έ­φθα­σε, μπο­ρεί και να ξε­πέ­ρα­σε, τα 170. Άρα, το μία α­πό τα ί­δια, που θα ερ­χό­ταν στο νου ε­νός τε­λειο­μα­νούς, που μπο­ρεί να πα­λεύει έ­να πε­ζό για χρό­νια, θέ­λει προ­σο­χή.
Ύστε­ρα, θα πρέ­πει να λά­βου­με υ­πό­ψη, πως ο Δη­μη­τρίου α­πο­τε­λεί ι­διό­τυ­πη πε­ρί­πτω­ση της γε­νιάς του ’80, ξε­χω­ρι­στή, α­κό­μη κι αν ε­πε­κτεί­νου­με τη γε­νιά, στην α­κε­ραία, της τε­λευ­ταίας τρια­κο­ντα­ε­τίας. Για να εί­μα­στε, ω­στό­σο, προ­σε­κτι­κοί, κα­θώς τα φαι­νό­με­να συ­χνά α­πα­τούν, έ­να εί­ναι σί­γου­ρο: έ­χει δη­μιουρ­γή­σει, ε­κών ά­κων, έ­να ι­διό­μορ­φο προ­φίλ. Τριά­ντα τό­σα χρό­νια στην Αθή­να, αυ­τός πα­ρα­μέ­νει ή έ­στω εκ­φρά­ζε­ται, αλ­λά και δεί­χνει να νιώ­θει, σαν ερ­χό­με­νος α­πό την ε­παρ­χία. Με­σή­λι­κας πλέ­ον, και δια­τη­ρεί το πο­νη­ρό μα­τά­κι και το πλα­τύ χα­μό­γε­λο της νεό­τη­τας. Κα­τοι­κεί μεν σε δια­μέ­ρι­σμα κα­λής συ­νοι­κίας της Αθή­νας, δια­τεί­νε­ται, ό­μως, α­κό­μη και σε πρό­σφα­τη συ­νέ­ντευ­ξή του, ό­τι δεν έ­χει βι­βλιο­θή­κη, που, έ­στω και ως βι­τρί­να, α­πο­τε­λεί α­πα­ραί­τη­το συ­μπλή­ρω­μα της α­θη­ναϊκής ε­πί­πλω­σης.
Αλλά ο Δη­μη­τρίου, σε πα­λαιό­τε­ρες ε­ξο­μο­λο­γή­σεις, γι­νό­ταν α­κό­μη πιο α­κραίος, ι­σχυ­ρι­ζό­με­νος πως δια­θέ­τει μό­νο τα στοι­χειώ­δη έ­πι­πλα, του­τέ­στιν κρε­βά­τι, κα­ρέ­κλα, τρα­πέ­ζι. Κι ό­μως, α­πό την εμ­φά­νι­σή του, ό­σο α­φο­ρά έν­δυ­ση και κόμ­μω­ση, θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν συ­ντη­ρη­τι­κός. Ού­τε ί­χνος στο πα­ρου­σια­στι­κό, αλ­λά και στον τρό­πο δια­βίω­σης, α­πό ό,τι α­πο­κα­λού­με τύ­πος sui generis. Πώς, λοι­πόν, θα μπο­ρού­σε πο­τέ κα­νείς, α­κό­μη και να δια­νο­η­θεί, να του α­πο­δώ­σει τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό του “κα­τα­ρα­μέ­νου”. Κι ό­μως, με τη με­τα­στρο­φή της εγ­χώ­ριας πε­ζο­γρα­φίας προς τολ­μη­ρά, κυ­ρίως, α­πο­κλί­νο­ντα ε­ρω­τι­κά θέ­μα­τα, τα διη­γή­μα­τα της και­νού­ριας συλ­λο­γής του διεκ­δι­κούν πρώ­τη θέ­ση. Αν, μά­λι­στα, τα συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με με ο­ρι­σμέ­να, σκόρ­πια σε προ­η­γού­με­νες συλ­λο­γές, ο ί­διος, α­ντί­στοι­χα, θα ή­ταν ο πρώ­τος, σε το­πι­κή κλί­μα­κα, των “κα­τα­ρα­μέ­νω­ν” στην ε­πο­χή της με­τα­νεω­τε­ρι­κό­τη­τας.
Όλα τα πα­ρά­δο­ξα, ω­στό­σο, φω­τί­ζο­νται με προ­σε­κτι­κό­τε­ρη ε­ξέ­τα­ση. Κα­τ’ αρ­χήν, να ε­πι­ση­μά­νου­με έ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της συγ­γρα­φι­κής του τα­κτι­κής, ό­σο α­φο­ρά τις θε­μα­τι­κές ε­πι­λο­γές. Ανε­ξάρ­τη­τα α­πό τις προ­σω­πι­κές του ρο­πές, τον α­πα­σχο­λεί το τρέ­χον, κά­θε φο­ρά, “πο­λι­τι­κώς ορ­θό”. “Όλη η α­γω­γή μας στη­ρί­ζε­ται στο τι θα πει ο άλ­λος”, ό­πως υ­πο­στη­ρί­ζει. Άπο­ψη, που ε­ξέ­φρα­ζε, του­λά­χι­στον μέ­χρι πρό­τι­νος, τον κορ­μό του ελ­λη­νι­κού κοι­νω­νι­κού σώ­μα­τος, τη με­σαία τά­ξη, κυ­ρίως το τμή­μα της, με κα­τα­γω­γή α­πό την ε­παρ­χία. Γι’ αυ­τό και ο Δη­μη­τρίου έ­χει τε­ντω­μέ­νες τις κε­ραίες του στις “στρο­φές”  της ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας. Τον εν­δια­φέ­ρουν τα α­νοίγ­μα­τα, που αυ­τές δη­μιουρ­γούν, σε α­να­θεω­ρή­σεις του γε­νι­κό­τε­ρα α­πο­δε­κτού. Αυ­τό του­λά­χι­στον συ­νά­γε­ται α­πό το γε­γο­νός ό­τι τα εκ­με­ταλ­λεύε­ται μυ­θο­πλα­στι­κά, έ­στω και με χρο­νι­κή κα­θυ­στέ­ρη­ση.
Για πα­ρά­δειγ­μα, την πρώ­τη “στρο­φή”, ε­κεί­νη της με­τα­νεω­τε­ρι­κής ε­πα­νε­κτί­μη­σης των “κα­λώ­ν” και των “κα­κώ­ν” της δε­κα­ε­τίας του ’40, δεν την α­κο­λού­θη­σε στο πρώ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα, «Ν’ α­κούω κα­λά τ’ ό­νο­μά σου», που ε­ξέ­δω­σε το 1993, αλ­λά στο τρί­το, «Σαν το λί­γο το νε­ρό», δε­κα­πέ­ντε χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Κι ό­μως, στο πρώ­το, ό­σα συ­νέ­βη­σαν τό­τε στο χω­ριό του, την Πό­βλα, ση­με­ρι­νό Αμπε­λώ­να, στις πλα­γιές της Μουρ­γκά­νας, α­πο­τε­λούν το κυ­ρίως θέ­μα. Αντι­θέ­τως, στο τρί­το, περ­νά ως ε­πι­μέ­ρους α­φή­γη­ση η μαρ­τυ­ρία των γυ­ναι­κών, και αυ­τή συ­ντο­μευ­μέ­νη. “Και πά­λι λί­γα λέ­γο­νται”, κα­τά την ά­πο­ψη του συγ­γρα­φέα. “Λό­γω λο­γο­τε­χνι­κής οι­κο­νο­μίας”, ό­πως το θέ­τει στις συ­νε­ντεύ­ξεις του. Δεν α­πο­κλείε­ται, ω­στό­σο, να συμ­βάλ­λει η στε­νή σχέ­ση, που δια­τη­ρεί με τον τό­πο του. Μία μαρ­τυ­ρία α­πό καρ­διάς, χω­ρίς μα­ση­μέ­να λό­για, “των γυ­ναι­κών που τό­τε εί­χαν συ­ντα­χθεί με την α­ντι­κομ­μου­νι­στι­κή Δε­ξιά”, θα εί­χε α­ντί­χτυ­πο α­πό τον Αμπε­λώ­να μέ­χρι την Ηγου­με­νί­τσα, ό­πως το μυ­θι­στό­ρη­μα του Βαλ­τι­νού, «Ορθο­κω­στά». Πι­θα­νώς, και με την ί­δια έν­στα­ση ή και πα­ρά­πο­νο, την μο­νο­μέ­ρεια στην πα­ρά­θε­ση των μαρ­τυ­ριών. “Δά­σκα­λο και μα­θη­τή” χα­ρα­κτή­ρι­σαν τη δυά­δα Βαλ­τι­νός-Δη­μη­τρίου, και οι δυο τολ­μούν λο­γο­τε­χνι­κά α­νοίγ­μα­τα, μό­νο που οι εμ­μο­νές τους δεν ταυ­τί­ζο­νται στην ε­στία­ση, μάλ­λον παί­ζουν στο δί­πο­λο ι­στο­ρι­κό-ε­ρω­τι­κό.
Στη δεύ­τε­ρη “στρο­φή” της πε­ζο­γρα­φίας, την ε­να­σχό­λη­σή της με την κρί­ση, κα­θώς δεν ε­μπλέ­κει κοι­νω­νι­κά και η­θι­κά τα­μπού, ο Δη­μη­τρίου α­ντα­πο­κρί­θη­κε με μι­κρό­τε­ρη κα­θυ­στέ­ρη­ση. Και πά­λι, α­πό μία ά­πο­ψη, άρ­γη­σε. Θα α­να­με­νό­ταν να εί­ναι α­πό τους πρώ­τους, που θα έ­γρα­φαν ι­στο­ρίες για τους νέ­ους “α­θλίους των Αθη­νώ­ν”, κα­θώς η κρί­ση δι­καίω­σε την δρι­μεία α­πο­δο­κι­μα­σία, που α­νέ­κα­θεν ε­ξέ­φρα­ζε για τον κα­τα­να­λω­τι­κό τρό­πο δια­βίω­σης. Στο πέ­μπτο μυ­θι­στό­ρη­μα, «Κο­ντά στην κοι­λιά», που ε­ξέ­δω­σε το 2014, α­πο­πει­ρά­ται μία κοι­νω­νι­κή σά­τι­ρα της κρί­σης. Και ε­δώ, ό­μως, κρα­τά συ­ντη­ρη­τι­κή στά­ση. Τους “Συ­νέλ­λη­νές” του δεν τους θω­πεύει, αλ­λά και δεν τους πα­τά­ει τον κά­λο. Από τα τό­σα α­πω­θη­τι­κά χού­γιά τους, μέ­σω της δια­κω­μώ­δη­σης, μό­νο για πα­θη­τι­κό­τη­τα τους μέμ­φε­ται. Ίσως, και να μην δια­θέ­τει την α­παι­τού­με­νη σα­τι­ρι­κή γρα­φί­δα, ού­τε, κυ­ρίως, το πι­κρό­χο­λο τα­μπε­ρα­μέ­ντο μυ­κτη­ρι­στή.
Εί­ναι η τρί­τη “στρο­φή” προς τα ε­ρω­τι­κά, αυ­τή που τον βρή­κε “σαν έ­τοι­μο α­πό και­ρό”. Όπως φαί­νε­ται, λει­τούρ­γη­σε σχε­δόν λυ­τρω­τι­κά, κα­θώς ε­λευ­θε­ριά­ζου­σες θε­μα­τι­κές ε­πι­λο­γές υ­πάρ­χουν και σε διη­γή­μα­τα πα­λαιό­τε­ρων συλ­λο­γών του. Προ ε­ξα­ε­τίας, με α­φορ­μή την πέ­μπτη συλ­λο­γή, «Τα ζύ­για του προ­σώ­που», ό­που τέσ­σε­ρα διη­γή­μα­τα ε­στία­ζαν σε ό,τι κο­σμίως α­πο­κα­λεί­ται “α­πο­κλί­νων ε­ρω­τι­σμός”, ο Δη­μη­τρίου α­πε­κά­λυ­πτε  πως ή­θε­λε να γρά­ψει “πορ­νο­γρα­φι­κή λο­γο­τε­χνία, ό­σο πιο ω­μή, τό­σο πιο ποιη­τι­κή”, φέρ­νο­ντας πα­ρά­δειγ­μα τον Απο­λι­ναίρ και τη νου­βέ­λα του, «Οι έ­ντε­κα χι­λιά­δες βέρ­γες». Όπως ε­ξο­μο­λο­γεί­το, “ή­θε­λε να α­πε­λευ­θε­ρω­θεί και να κά­νει κα­θα­ρή πορ­νο­γρα­φία”. Μία α­κό­μη φρά­ση, στην ο­ποία, και πά­λι, λαν­θά­νει το πε­ριρ­ρέ­ον κοι­νω­νι­κώς ε­πι­τρε­πτό.
Τε­λι­κά, την α­πό­στα­ση των πα­λαιό­τε­ρων διη­γη­μά­των, α­κό­μη και των θε­μα­τι­κά πε­ρισ­σό­τε­ρο τολ­μη­ρών της πέ­μπτης συλ­λο­γής, α­πό ό,τι θα μπο­ρού­σε να α­πο­κλη­θεί “πορ­νο­γρα­φι­κή λο­γο­τε­χνία” την κα­θο­ρί­ζει ο α­φη­γη­τής και α­κρι­βέ­στε­ρα, ο τρό­πος που αυ­τός πε­ρι­γρά­φει τη συ­μπε­ρι­φο­ρά των η­ρώων. Σε ε­κεί­να τα πα­λαιό­τε­ρα, με­τέ­χει συ­ναι­σθη­μα­τι­κά, ε­ξο­μοιώ­νε­ται με το λε­κτι­κό τους, για να εκ­φρά­σει συ­μπό­νια, που αυ­τή συ­χνά γέρ­νει προς τρυ­φε­ρό­τη­τα συμ­μέ­το­χου. Στις δυο πιο πρό­σφα­τες συλ­λο­γές, «Το κου­μπί και το φό­ρε­μα» του 2012 και την τε­λευ­ταία, ο α­φη­γη­τής δεί­χνει να με­ταλ­λάσ­σε­ται. Αυ­τό δεν ι­σχύει μό­νο για τα ε­ρω­τι­κά διη­γή­μα­τα των συλ­λο­γών, αλ­λά για ο­λό­κλη­ρες τις συλ­λο­γές. Δεν εί­ναι ο πει­θαρ­χι­κός στην οι­κο­νο­μία του λο­γο­τε­χνι­κού εί­δους, που ο­ρί­ζε­ται ως διή­γη­μα, αλ­λά ο α­φη­γη­τής, ως συγ­γρα­φι­κό alter ego, που α­πλώ­νε­ται σε πα­ρεκ­βά­σεις και ε­πε­ξη­γή­σεις. Στην πρό­σφα­τη, ω­στό­σο, ε­πα­νέρ­χε­ται σε μία πιο πει­θαρ­χη­μέ­νη μορ­φή, κά­τι σαν συμ­βι­βα­σμό με­τα­ξύ βρα­χύ­λο­γου και λα­λί­στα­του ή και με­τα­ξύ, συ­μπο­νε­τι­κού και κυ­νι­κού. Η δια­φο­ρά δια­κρί­νε­ται και στον α­συ­νή­θι­στα με­γά­λο α­ριθ­μό διη­γη­μά­των της προ­η­γού­με­νης συλ­λο­γής (32 διη­γή­μα­τα, ό­ταν ο μέ­σος ό­ρος για τις συλ­λο­γές του εί­ναι τα 20) και την έ­κτα­σή τους, έ­χο­ντας, πά­ντο­τε, κα­τά νου, τα μέ­τρα και σταθ­μά των βι­βλίων του.
Ει­δι­κό­τε­ρα, στα ε­ρω­τι­κά, α­ντί της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής ευαι­σθη­σίας, ε­πι­κρα­τεί ά­γριος σε­ξουα­λι­σμός, με ω­μές πε­ρι­γρα­φές των ε­ρω­τι­κών ορ­μών. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό το διή­γη­μα της προ­η­γού­με­νης συλ­λο­γής, «Το μέ­νος των σω­μά­των», σύ­ντο­μο ως ε­ξι­στό­ρη­ση της κυο­φο­ρίας μιας ο­μο­φυ­λό­φι­λης σχέ­σης, δια­κρί­νε­ται στο πλαί­σιο της “γκέι λο­γο­τε­χνίας”, με την κα­τα­λη­κτι­κή σκη­νή. Υπάρ­χει, ω­στό­σο, έ­να διή­γη­μα αν­δρι­κής ο­μο­φυ­λο­φι­λίας και στην δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή του 1989, «Το α­γκά­λια­σμα». Μό­νο που ε­κεί­νο εί­ναι ελ­λει­πτι­κό, με υ­πε­ρι­σχύου­σα την τρυ­φε­ρό­τη­τα, ε­νώ το πρό­σφα­το, ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στο πά­θος.
Το ί­διο πα­ρα­τη­ρού­με και με άλ­λους α­πο­κλί­νο­ντες έ­ρω­τες, που ε­πα­νέρ­χο­νται σε δυο ή και πε­ρισ­σό­τε­ρες εκ­δο­χές. Όπως το σε­ξουα­λι­κό α­γκά­λια­σμα μη­τέ­ρας και γιου σε δυο διη­γή­μα­τα: στη συλ­λο­γή του 2009, το «Στο χέ­ρι του Θε­ού», και στην πρό­σφα­τη, το «Σύγ­χυ­ση ταυ­τό­τη­τας». Στο πα­λαιό­τε­ρο, ο γιος εί­ναι “κα­θυ­στε­ρη­μέ­νος”, κα­τά­στα­ση που δί­νει στη μη­τέ­ρα το άλ­λο­θι της συ­μπό­νιας, χω­ρίς, ω­στό­σο, η α­φή­γη­ση να α­πο­κρύ­βει πως πρό­κει­ται για συ­γκά­λυ­ψη των δι­κών της ορ­μών. Στο πρό­σφα­το, πα­ρά την ο­μο­φυ­λο­φι­λία του γιου, τον ε­πι­θε­τι­κό ρό­λο τον έ­χει και πά­λι η μη­τέ­ρα, ό­πως δεί­χνουν οι σχε­δόν πορ­νι­κές πε­ρι­γρα­φές. Αι­μο­μι­κτι­κά ή μη, πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο α­πο­κλί­νο­ντα του φυ­σιο­λο­γι­κού, στην πρό­σφα­τη συλ­λο­γή, ο α­φη­γη­τής ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στο γυ­ναι­κείο ορ­μέμ­φυ­το, ως η­δυ­πα­θές και α­κό­λα­στο. Σε δυο διη­γή­μα­τα, α­πο­δί­δει “φί­να και ποιη­τι­κά”, κα­τά δι­κό του χα­ρα­κτη­ρι­σμό, την ε­ρω­το­μα­νία των η­ρωί­δων του, τις ο­ποίες πλά­θει ως αι­σχρές Λο­λί­τες. Στο «Άτα­κτα φι­λιά», πρό­κει­ται για πα­τέ­ρα με θυ­γα­τέ­ρα, στο «Η νύ­χτα του θριάμ­βου», για τσο­λιά του Άγνω­στου Στρα­τιώ­τη, με προ­κλη­τι­κά ντυ­μέ­νο κο­ρι­τσό­που­λο, κα­τά την ώ­ρα της σκο­πιάς. Σε αμ­φό­τε­ρες, η σε­ξουα­λι­κή πα­ρε­νό­χλη­ση φτά­νει στα ό­ρια του βια­σμού, προ­φα­νώς του αρ­σε­νι­κού.
Προ­σφι­λής μύ­θος του Δη­μη­τρίου, στον ο­ποίο έ­χει δώ­σει ποι­κί­λες εκ­δο­χές, του­λά­χι­στον τρεις στην πρό­σφα­τη συλ­λο­γή, εί­ναι το θη­λυ­κό, που α­σκεί “θνη­σι­γε­νή έλ­ξη” ή φτά­νει και μέ­χρι την αν­δρο­φο­νία. Στο ο­μό­τιτ­λο της συλ­λο­γής, πλέ­ον ευ­φά­ντα­στα, πρό­κει­ται για υ­περ­βα­τι­κό χά­ρι­σμα, που πα­ρου­σιά­ζε­ται ως διά­στρο­φη πε­ρί­πτω­ση ό­σων βλέ­πουν προ­φη­τι­κά ό­νει­ρα. Κα­τά τα άλ­λα, υ­πάρ­χουν και διη­γή­μα­τα, με δά­νειο τον α­φη­γη­τή α­πό το μπε­στ-σέ­λερ του, που έ­γι­νε και ται­νία, «Τα ο­πω­ρο­φό­ρα της Αθή­νας», ως έμ­μο­νο το­πο­πα­ρα­τη­ρη­τή της α­θη­ναϊκής κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Εί­ναι προ­φα­νές, πως ο Δη­μη­τρίου εί­χε το υ­λι­κό για μια συλ­λο­γή διη­γη­μά­των με μο­να­δι­κό ά­ξο­να τον ε­ρω­τι­κό, σε ε­νιαίο φά­σμα, α­πό τον κα­θη­με­ρι­νό μέ­χρι τον πλέ­ον ε­ξε­ζη­τη­μέ­νο σε­ξουα­λι­σμό, ό­πως αυ­τός θέ­λει προ­κύ­ψει, και ό­χι ε­τε­ρο­κα­θο­ρι­ζό­με­νος α­πό την ευ­πρέ­πεια και την η­θι­κή. Το γε­γο­νός ό­τι κα­τήρ­τι­σε μία συλ­λο­γή, α­να­μι­γνύο­ντας τα ε­ρω­τι­κά με διη­γή­μα­τα κοι­νω­νι­κού σχο­λια­σμού, φαί­νε­ται να εί­ναι και θέ­μα στρα­τη­γι­κής του συγ­γρα­φέα.     
Να πα­ρα­τη­ρή­σου­με α­κό­μη, πως ό­χι μό­νο ο ί­διος, αλ­λά και τα βι­βλία του, πα­ρου­σιά­ζουν ο­ρι­σμέ­να ι­διαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, κα­θώς δεν α­κο­λου­θούν τις τρέ­χου­σες συγ­γρα­φι­κές συ­νή­θειες. Δεν έ­χουν α­φιε­ρώ­σεις και μό­το, δεν δια­κρί­νε­ται ί­χνος δια­κει­με­νι­κό­τη­τας, τα ε­ξώ­φυλ­λα βα­σί­ζο­νται σε πί­να­κες α­πο­κλει­στι­κά Ελλή­νων ζω­γρά­φων, το βιο­γρα­φι­κό στο αυ­τά­κι εί­ναι των ο­κτώ λέ­ξεων - ό­νο­μα, έ­τος γέν­νη­σης και τό­πος. Αυ­τός ο τε­λευ­ταίος δεν κα­το­νο­μά­ζε­ται, α­να­φέ­ρε­ται μό­νο ο νο­μός, στον ο­ποίο α­νή­κει. Πά­λι κα­λά, για­τί, στο πρώ­το του βι­βλίο, δή­λω­νε μό­νο το ό­ρος, στο ο­ποίο κεί­ται η γε­νέ­τει­ρά του. Επί­σης, το κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου, συ­νο­πτι­κό και α­κρι­βό­λο­γο, δεν θη­ρεύει ε­ντυ­πω­σια­σμό. Ποιη­τι­κοί οι τίτ­λοι των συλ­λο­γών, με προ­φο­ρι­κό­τη­τα, χω­ρίς δια­νοου­με­νί­στι­κα στοι­χεία, προ­κύ­πτουν α­πό διή­γη­μα της συλ­λο­γής. Στην κα­θο­μι­λου­μέ­νη, πλην δυο τίτ­λων, της πρώ­της συλ­λο­γής διη­γη­μά­των και του πρό­σφα­του. Ο πρώ­τος έ­χει μία λέ­ξη στ’ αρ­βα­νί­τι­κα, που μέ­νει χω­ρίς ερ­μη­νευ­τι­κό σχό­λιο. Ο πρό­σφα­τος, μία λέ­ξη που συ­νι­στά ο­μη­ρι­κό κα­τά­λοι­πο στο ι­διό­λε­κτο του χω­ριού του, ό­πως σχο­λιά­ζε­ται στο ο­πι­σθό­φυλ­λο. Ανα­γκαία η ε­πε­ξή­γη­ση, κα­θώς το “δέ­λου­ν” εί­ναι τό­σο κο­ντά στο δη­λούν, αλ­λά και το θέ­λουν, που κιν­δυ­νεύει να ε­κλη­φθεί ως τυ­πο­γρα­φι­κό λά­θος.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 10/4/20.16.

Αθησαύριστες εκπλήξεις

$
0
0
Γιάν­νης Ρί­τσος
Μέλ­πω Αξιώ­τη
«Κα­τα­ρα­μέ­να
κι ευ­λο­γη­μέ­να χαρ­τιά.
Σπα­ράγ­μα­τα Αλλη­λο­γρα­φίας
(1960-1966)»
Επιμ. Μαί­ρη Μι­κέ
Εκδ. Άγρα, Δεκ. 2015


Στο ε­ξώ­φυλ­λο του βι­βλίου, προ­βάλ­λουν δυο γνω­στά ο­νό­μα­τα. Ποιος δεν έ­χει α­κου­στά τον Ρί­τσο; Υπάρ­χει κά­ποιος, που να μην έ­χει σι­γο­τρα­γου­δή­σει έ­στω και έ­να στί­χο του; Αν δεν κα­τέ­χει πρω­τεία ως ποιη­τής, α­φού έ­μει­νε με το Βρα­βείο Λέ­νιν, τα διεκ­δι­κεί ως με­λο­ποίη­ση, ι­διαί­τε­ρα στα πρώ­τα χρό­νια της Με­τα­πο­λί­τευ­σης. Λι­γό­τε­ρο γνω­στή στο ευ­ρύ κοι­νό η Αξιώ­τη, πά­ντως, ση­μα­ντι­κό υ­πο­σύ­νο­λο ό­σων γνω­ρί­ζουν τον Ρί­τσο, θα έ­χουν του­λά­χι­στον α­κου­στά και ε­κεί­νη. Το πε­ριο­ρι­σμέ­νο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, με λο­γο­τε­χνι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα, θα γνω­ρί­ζει την πε­ζο­γρά­φο. Το ό­τι υ­πάρ­χει και η ποιή­τρια, κά­ποιοι πι­θα­νόν και να το μά­θουν α­πό το εν λό­γω βι­βλίο. Δύο συγ­γρα­φείς, που κα­τέ­χουν τα ά­κρα ως προς την πα­ρα­γω­γή συγ­γρα­φι­κού έρ­γου. Σί­γου­ρα ο Ρί­τσος διεκ­δι­κεί σκή­πτρα πο­λυ­γρα­φίας. Όσο για την Αξιώ­τη, α­νή­κει στους συγ­γρά­ψα­ντες ο­λί­γα α­μι­γώς λο­γο­τε­χνι­κά. Ει­δι­κό­τε­ρα, στην ποιή­τρια, πα­ρό­τι έ­χει τη δι­κή της αυ­το­τε­λή θέ­ση στους “νεω­τε­ρι­κούς ποιη­τές του Με­σο­πο­λέ­μου”,  μάλ­λον α­ντι­στοι­χεί πρω­το­κα­θε­δρία ο­λι­γο­γρα­φίας, με τρεις συλ­λο­γές, που δεν φτά­νουν, α­θροι­ζό­με­νες, τις 100 σε­λί­δες, μα­ζί με τα ο­κτώ, ό­λα κι ό­λα, ποιή­μα­τα στη γαλ­λι­κή.
Άρα­γε γι’ αυ­τό προ­τάσ­σε­ται στην Αλλη­λο­γρα­φία τους το ό­νο­μα του Ρί­τσου, κα­τά πα­ρά­βα­ση της αλ­φα­βη­τι­κής σει­ράς και των πα­λαιών κα­νό­νων ευ­γε­νείας; Πι­θα­νό­τε­ρο δεί­χνει, η σει­ρά να α­πο­φα­σί­στη­κε με βά­ση τα ε­πι­στο­λι­κά τεκ­μή­ρια. Τα σω­ζό­με­να του Ρί­τσου εί­ναι 65 (49 ε­πι­στο­λές, 11 καρ­τ-πο­στά­λ, 5 τη­λε­γρα­φή­μα­τα), ε­νώ της Αξιώ­τη 18 (16 ε­πι­στο­λές, 2 καρ­τ-πο­στάλ). Επί­σης, κα­τά πα­ρά­βα­ση της η­λι­κια­κής σει­ράς. Πό­σοι, ό­μως, εί­ναι ε­κεί­νοι, που γνω­ρί­ζουν η­λι­κία και λοι­πά βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία των δυο αλ­λη­λο­γρά­φων; Εί­θι­σται, στα “αυ­τά­κια” βι­βλίων με αλ­λη­λο­γρα­φίες, να πα­ρα­τί­θε­νται τα δυο βιο­γρα­φι­κά. Εδώ, “αυ­τά­κια” και ο­πι­σθό­φυλ­λο κα­λύ­πτο­νται με α­πο­σπά­σμα­τα ε­πι­στο­λών.
Η Αξιώ­τη, και ως προς την η­λι­κία, προ­η­γεί­ται. Πρω­το­μα­γιά 1909 γεν­νη­μέ­νος ο Ρί­τσος, 15 Ιουλ. 1905 ή­ταν, μέ­χρι πρό­τι­νος, κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη ε­κεί­νη σε ό­λες τις βι­βλια­κές πη­γές: στα ο­κτά­το­μα Άπα­ντά της, σε γραμ­μα­το­λο­γίες, λε­ξι­κά και ε­γκυ­κλο­παί­δειες.  Δη­μο­σιευ­μέ­νο τεκ­μή­ριο α­πο­τε­λεί το δια­βα­τή­ριο, με το ο­ποίο α­να­χώ­ρη­σε για το Πα­ρί­σι, στις 22 Μαρ. 1947. Μό­λις το 1997, στο «Γράμ­μα­τα στη Μέλ­πω α­πό τον α­δελ­φό της Πα­νά­γο Αξιώ­τη», ο ε­πι­με­λη­τής Παν. Κου­σα­θα­νάς με­τα­θέ­τει το χρό­νο γέν­νη­σης στο 1903. Βα­σί­ζε­ται στο “κι­νη­τό λη­ξιαρ­χείο” της οι­κο­γέ­νειας, ό­πως α­πο­κα­λεί την Ελέ­νη Γρυ­πά­ρη, α­νι­ψιά του πο­λι­τι­κού και δι­πλω­μά­τη Ιωάν­νη Γρυ­πά­ρη και συ­να­κό­λου­θα, πρώ­τη ε­ξα­δέλ­φη της κό­ρης του, της Μα­ρου­λί­νας, που έ­μελ­λε να γί­νει η δεύ­τε­ρη σύ­ζυ­γος του Γιώρ­γου Αξιώ­τη. Ωστό­σο, μέ­χρι τη μυ­κο­νιά­τι­κη Διη­με­ρί­δα για την Αξιώ­τη του 2011, σύμ­φω­να με την ο­μι­λία του, δεν εί­χε κα­τορ­θώ­σει να ο­ρι­στι­κο­ποιή­σει την χρο­νο­λο­γία, προ­σκο­μί­ζο­ντας τα α­να­γκαία τεκ­μή­ρια α­πό το Λη­ξιαρ­χείο του Δή­μου Αθη­ναίων, ό­που θα πρέ­πει η Αξιώ­τη να εί­ναι εγ­γε­γραμ­μέ­νη, α­φού γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να. Η οι­κο­γέ­νεια πε­ρί­με­νε να σα­ρα­ντί­σει πριν α­να­χω­ρή­σει για Μύ­κο­νο.  Τη δια­φο­ρά των δυο ε­τών, ο Κου­σα­θα­νάς την α­πο­δί­δει σε φι­λα­ρέ­σκεια της ί­διας. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, τεκ­μή­ρια για το έ­τος γέν­νη­σης θα μπο­ρού­σαν να εί­χαν δια­σω­θεί στο Σχο­λαρ­χείο της Μυ­κό­νου και στη Σχο­λή Ουρ­σου­λί­νων Τή­νου, ό­που φοί­τη­σε την πε­ρίο­δο 1918-1922.
Ενδια­μέ­σως, το 1999, εκ­δό­θη­κε το «Δια­δρο­μές της Μέλ­πως Αξιώ­τη 1947-1955», με στοι­χεία α­πό τον Φά­κε­λο της Αξιώ­τη, κα­ταρ­τι­σμέ­νο α­πό το ΚΚΕ, συ­γκε­κρι­μέ­να την Επι­τρο­πή Δια­φώ­τι­σης της Κε­ντρι­κής Επι­τρο­πής. Σε αυ­τό, ε­πα­νέρ­χε­ται ως έ­τος γέν­νη­σης το 1905. Από την άλ­λη, στο Κόμ­μα, ως μέ­λος, εγ­γρά­φε­ται το 1936. Σε αυ­τήν την η­λι­κία, για­τί να μην κρύ­ψει “δυο χρο­νά­κια”. Τον περ­σι­νό Οκτ., εκ­δό­θη­κε το πε­ζο­γρά­φη­μά της, «Η Κάδ­μω». Στην έκ­δο­ση των Απά­ντων της, που ξε­κί­νη­σε το 1981, με τον ό­γδοο τό­μο να κυ­κλο­φο­ρεί το 1986 και τον έ­βδο­μο, με τα «Ποιή­μα­τα», το 2001, α­να­γρά­φε­ται, στα “αυ­τά­κια” των ο­πι­σθό­φυλ­λων, το εν λό­γω πε­ζο­γρά­φη­μα, ως έ­να­τος και τε­λευ­ταίος τό­μος. Στους ε­πτά αρ­χι­κούς τό­μους, η φι­λο­λο­γι­κή ε­πι­μέ­λεια εί­ναι των Μ. Δού­κα και Β. Λα­μπρό­που­λου, στα «Ποιή­μα­τα» της Μαί­ρης Μι­κέ και στον πρό­σφα­το, της Μα­ρίας Κα­κα­βού­λια. Σε αυ­τόν τον τε­λευ­ταίο, αλ­λά­ζει το έ­τος γέν­νη­σης, α­πό 1905 σε 1903. Να ση­μειώ­σου­με, πως μό­νο στον τό­μο των «Ποιη­μά­των» α­που­σιά­ζει βιο­γρα­φι­κό ση­μείω­μα. Επί­σης, η Μι­κέ, στον τό­μο με τα με­λε­τή­μα­τά της για την Αξιώ­τη, που κα­λύ­πτει δε­κα­πε­ντα­ε­τή ε­να­σχό­λη­ση και εκ­δό­θη­κε το 1996, δεν προσ­διο­ρί­ζει έ­τος γέν­νη­σης.
Με την πρό­σφα­τη έκ­δο­ση, ε­πι­κρά­τη­σε η ε­ντύ­πω­ση πως α­πο­κα­θί­στα­ται γραμ­μα­το­λο­γι­κώς η εκ­κρε­μού­σα χρο­νο­λο­γία, πα­ρό­τι και πά­λι δεν προ­σκο­μί­ζο­νται τα α­να­γκαία τεκ­μή­ρια. Εκτός, ό­μως, αυ­τού, πα­ρα­κά­μπτε­ται η α­πο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νη στην Αλλη­λο­γρα­φία τεκ­μη­ρίω­ση. Ένας κα­τ’ ε­ξο­χήν α­ξιό­πι­στος μάρ­τυ­ρας, η ί­δια η Αξιώ­τη, φαί­νε­ται να δια­φω­νεί. Στις 6 Ιουλ. 1960, γρά­φει στον Ρί­τσο: “στη Νεά­πο­λη εί­χα ου­σια­στι­κά γεν­νη­θεί, (αν και στην Αθή­να βγή­κα απ’ την κοι­λιά) ό­που ο πα­τέ­ρας μου σπού­δα­ζε μου­σι­κή”. Σύμ­φω­να με την υ­πο­σε­λί­δια ση­μείω­ση, συ­ντε­ταγ­μέ­νη με τα γνω­στά, α­πό δια­φο­ρε­τι­κές πη­γές, βιο­γρα­φι­κά του συν­θέ­τη Γιώρ­γου Αξιώ­τη, αυ­τός σπού­δα­σε μου­σι­κή στο Ωδείο San Pietro a Majella της Νεά­πο­λης α­πό το 1895 μέ­χρι το 1901. Άρα, προ­κύ­πτει ως τρί­το ε­ναλ­λα­κτι­κό το 1902, που συμ­φω­νεί και με τα λε­γό­με­να της ε­τε­ρο­θα­λούς α­δελ­φής της Αξιώ­τη, Φρό­σως, α­πό το δεύ­τε­ρο γά­μο του πα­τέ­ρα τους.
Αξί­ζουν, ό­μως, δυο ή έ­στω τρία “χρο­νά­κια” τον κό­πο της τεκ­μη­ρίω­σης; Ίσως, ό­χι. Εμάς, πά­ντως,  μας γο­η­τεύει η ι­δέα του δι­πλού ε­πε­τεια­κού έ­τους Μέλ­πως Αξιώ­τη, κα­θώς, μά­λι­στα, ο ε­ορ­τα­σμός του θα συ­μπί­πτει με το δι­πλό έ­τος Κα­βά­φη. Και οι δυο, α­πο­θα­νό­ντες στα 70. Πα­ρά δυο μή­νες η Αξιώ­τη, που α­πε­βίω­σε 22 Μαΐ. 1973. Στο έ­τος θα­νά­του του Κα­βά­φη, η τρια­ντά­χρο­νη τό­τε Αξιώ­τη δη­μο­σιεύει το πρώ­το της διή­γη­μα (31 Δεκ. 1933, στο πρώ­το φύλ­λο της ε­φη­με­ρί­δας «Μυ­κο­νιά­τι­κα Χρο­νι­κά»). Να ση­μειώ­σου­με, πως, στο Επί­με­τρο της πρό­σφα­της έκ­δο­σης του πε­ζο­γρα­φή­μα­τος «Η Κάδ­μω», α­να­φέ­ρο­νται οι χρο­νο­λο­γίες του δια­ζυ­γίου (1908) και των δεύ­τε­ρων γά­μων, πα­τρός (1908) και μη­τρός (1910). Δεν μνη­μο­νεύε­ται, ω­στό­σο, η χρο­νο­λο­γία του γά­μου τους. Ού­τε σε προ­γε­νέ­στε­ρα χρο­νο­λό­για υ­πάρ­χει. Επί­σης, με βά­ση την Αλλη­λο­γρα­φία, στα βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του Επί­με­τρου, θα α­να­με­νό­ταν να γί­νουν ο­ρι­σμέ­νες διορ­θώ­σεις. Λ.χ., για τη δεύ­τε­ρη ποιη­τι­κή συλ­λο­γή, το «Κο­ντρα­μπά­ντο», δί­νο­νται οι πα­λαιό­τε­ρες χρο­νο­λο­γή­σεις της πρώ­της δη­μο­σίευ­σης στον πε­ριο­δι­κό Τύ­πο και της έκ­δο­σης. Ή, α­κό­μη, για τη σχέ­ση της Αξιώ­τη με τις εκ­δό­σεις Κέ­δρος, η ε­ντύ­πω­ση που δη­μιουρ­γεί­ται, ό­σο α­φο­ρά την πρώ­τη προ­σέγ­γι­ση και το χρο­νι­κό έκ­δο­σης των δυο πρώ­των βι­βλίων της, δεν συμ­φω­νεί με τα στοι­χεία που δί­νο­νται στην Αλλη­λο­γρα­φία.
  Στην έκ­δο­ση της Αλλη­λο­γρα­φίας, ε­κτός α­πό τη σει­ρά των ο­νο­μά­των, αρ­χι­κά ξε­νί­ζει και ο τίτ­λος, δά­νειο α­πό φρά­ση σε ε­πι­στο­λή του Ρί­τσου. Τε­λι­κά, ό­μως, α­να­γνώ­στες μιας κά­ποιας η­λι­κίας θα τον θεω­ρή­σουν μάλ­λον εύ­στο­χο. Πα­λαιό­τε­ρα, α­κό­μη μέ­χρι και τα τέ­λη της δε­κα­ε­τίας του ’80, η α­νταλ­λα­γή ε­πι­στο­λών με έ­ναν ξε­νι­τε­μέ­νο θα μπο­ρού­σε να λο­γα­ρια­στεί ως “κα­τά­ρα”, α­φού συμ­βό­λι­ζε τον χω­ρι­σμό, αλ­λά και “ευ­λο­γία”, κα­θώς συ­νι­στού­σε, του­λά­χι­στον για τα φτω­χά βα­λά­ντια, τον μο­να­δι­κό τρό­πο ε­πι­κοι­νω­νίας. Δι­πλή ευ­λο­γία, στις πε­ρι­πτώ­σεις, που δεν πα­ρε­νέ­βαι­νε η λο­γο­κρι­σία. Από τα 83 ε­πι­στο­λι­κά τεκ­μή­ρια, τα 61, ό­που συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται ό­λες οι ε­πι­στο­λές της Αξιώ­τη, εί­ναι της πε­ριό­δου 1960-1962, που υ­πήρ­χε α­κό­μη έ­λεγ­χος στην αλ­λη­λο­γρα­φία με πρό­σω­πα στην υ­πε­ρο­ρία. Οπό­τε θα α­να­με­νό­ταν οι αλ­λη­λο­γρά­φοι να βρί­σκο­νται σε ε­γρή­γορ­ση. Το “συ­γκρα­τη­μέ­νο” ύ­φος της Αξιώ­τη θα μπο­ρού­σε να α­πο­τε­λεί έν­δει­ξη. Πά­ντως, στην Ει­σα­γω­γή, δεν υ­πάρ­χει μνεία πα­ρό­μοιου πε­ριο­ρι­στι­κού ε­λέγ­χου. Μία τε­λευ­ταία α­πο­ρία μας α­φο­ρά τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό, “σπα­ράγ­μα­τα αλ­λη­λο­γρα­φίας”, α­φού ει­κά­ζε­ται πως πρό­κει­ται για το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των ε­πι­στο­λών, που α­νταλ­λά­χτη­καν. Οι α­πω­λε­σθεί­σες της Αξιώ­τη θα πρέ­πει να εί­ναι ο­λι­γά­ριθ­μες και το πι­θα­νό­τε­ρο, διεκ­πε­ραιω­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Από την άλ­λη, βε­βαίως, μία ε­πι­στο­λή, ό­ταν α­ντι­στοι­χεί σε “λό­γο α­που­σίας”, ε­νέ­χει υ­πό­στα­ση “σπα­ράγ­μα­τος” και με τις δυο ση­μα­σίες της λέ­ξης.
Κα­τά τα άλ­λα, η Ει­σα­γω­γή α­να­φέ­ρε­ται ε­κτε­νώς στο σώ­μα των ε­πι­στο­λών. Ίσως και πε­ρισ­σό­τε­ρο λε­πτο­με­ρεια­κά α­πό ό­σο χρειά­ζε­ται, α­φού ο α­να­γνώ­στης κρα­τά­ει στα χέ­ρια του τις ε­πι­στο­λές και θεω­ρη­τι­κά του­λά­χι­στον, προ­τί­θε­ται να τις δια­βά­σει. Ως προς τι, η πλη­ρο­φό­ρη­ση για τό­πους γρα­φής και πα­ρα­λα­βής ή, α­κό­μη, η πα­ρά­θε­ση πε­ρι­κο­πών και η α­νά­πτυ­ξη της θε­μα­το­λο­γίας τους; Στό­χος των ει­σα­γω­γι­κών κει­μέ­νων εί­ναι η ε­νη­με­ρω­τι­κή προ­ε­τοι­μα­σία του α­να­γνώ­στη, ε­νώ των ση­μειώ­σεων, η δια­σά­φη­ση τυ­χόν σκο­τει­νών ση­μείων. Στις Αλλη­λο­γρα­φίες, οι ει­σα­γω­γές συ­νή­θως συ­στή­νουν τα πρό­σω­πα και φω­τί­ζουν το πα­ρελ­θόν της σχέ­σης τους. Εδώ, αυ­τό το πα­ρελ­θόν, ε­νώ α­να­φέ­ρε­ται κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη, δεν πα­ρέ­χε­ται η πα­ρα­μι­κρή συ­γκε­κρι­μέ­νη πλη­ρο­φο­ρία. Πό­τε γνω­ρί­στη­καν η Αξιώ­τη και ο Ρί­τσος; Σε ποια συ­ντρο­φιά ή πε­ρί­στα­ση; Μέ­σα στο κομ­μα­τι­κό πλαί­σιο; Μέ­λη και οι δυο. Από το 1934, ο Ρί­τσος. Από το 1936, η Αξιώ­τη. Ή, μή­πως, ως συ­νερ­γά­τες σε κά­ποιο πε­ριο­δι­κό; Με τό­σα στοι­χεία, που έ­χουν συ­γκε­ντρω­θεί για τον κα­θέ­να χω­ρι­στά, α­πο­κλείε­ται μέ­σω δια­σταύ­ρω­σης να μην προ­κύ­πτουν κά­ποιες πλη­ρο­φο­ρίες. 
Δε­δο­μέ­νου, ό­μως, ό­τι οι Αλλη­λο­γρα­φίες α­πο­λαμ­βά­νουν μι­κρής α­να­γνω­σι­μό­τη­τας, η συ­γκε­κρι­μέ­νη Ει­σα­γω­γή, που βαί­νει πα­ρα­λή­λως με τις ε­πι­στο­λές, συ­νο­ψί­ζο­ντας αλ­λά και ε­πι­ση­μαί­νο­ντας τα ση­μεία εν­δια­φέ­ρο­ντος, προ­σφέ­ρει ε­ρε­θί­σμα­τα α­νά­γνω­σης. Ανα­γκαία, κα­θώς πρό­κει­ται για μία Αλλη­λο­γρα­φία, θε­μα­τι­κά ε­στια­σμέ­νη στα εκ­δο­τι­κά και άλ­λα προ­βλή­μα­τα, ό­πως η α­πο­στο­λή βι­βλίων, ε­νός εκ­πα­τρι­σμέ­νου συγ­γρα­φέα. Ένας με­γά­λος α­ριθ­μός Αλλη­λο­γρα­φιών α­νή­κει σε αυ­τήν την κα­τη­γο­ρία, ό­που, ο συ­νή­θως νεό­τε­ρος και λι­γό­τε­ρο γνω­στός ο­μό­τε­χνος, ε­πω­μί­ζε­ται με­τά χα­ράς το έρ­γο. Εδώ, οι ό­ροι εί­ναι α­ντε­στραμ­μέ­νοι. Ο Ρί­τσος α­ντα­πο­κρί­νε­ται με τό­σο εν­θου­σια­σμό, που φτά­νει η τα­χύ­τη­τα διεκ­πε­ραίω­σης του αι­τή­μα­τος σχε­δόν να στε­νο­χω­ρεί την Αξιώ­τη, κα­θώς δεν προ­λα­βαί­νει να α­ντα­πο­κρι­θεί.
Το ζη­τού­με­νο εκ μέ­ρους της, ό­πως φα­νε­ρώ­νε­ται ή­δη α­πό την πρώ­τη ε­πι­στο­λή, στις 6 Απρ. 1960, εί­ναι να τυ­πω­θεί το ποίη­μα, που του στέλ­νει, σε μια “πλα­κέ­τα” με τ’ ό­νο­μά της. Πρό­κει­ται για το «Κο­ντρα­μπά­ντο», που φέ­ρει ως προσ­διο­ρι­σμό γρα­φής, “Βε­ρο­λί­νο 1959”. Δυό­μι­σι φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρο α­πό το προ­η­γού­με­νο, «Σύ­μπτω­ση», “Αθή­να 1939”. Ο Ρί­τσος το ε­μπι­στεύε­ται στον Γιάν­νη Γου­δέ­λη, ε­ξα­σφα­λί­ζο­ντας δη­μο­σίευ­ση στο πε­ριο­δι­κό του «Και­νού­ρια Επο­χή» και “πλα­κέ­τα” στις εκ­δό­σεις του, «Δί­φρος». Τε­λι­κά, δη­μο­σιεύ­τη­κε στο τεύ­χος της Άνοι­ξης 1960, που κυ­κλο­φό­ρη­σε Ιούν. 1960. Σε 100 α­ντί­τυ­πα η “πλα­κέ­τα”, α­κρι­βώς έ­να δε­κα­ε­ξα­σέ­λι­δο, με τις α­πα­ραί­τη­τες λευ­κές σε­λί­δες, ή­ταν έ­τοι­μη στις 20 Ιουλ. 1960. Η χρο­νο­λο­γία 1959 στο ε­ξώ­φυλ­λο ή­ταν τέ­χνα­σμα του Ρί­τσου, ώ­στε η Αξιώ­τη να μπο­ρεί να βγά­λει και δεύ­τε­ρο βι­βλίο το 1960. Μέ­σα α­πό τις ε­πι­στο­λές, συ­μπλη­ρώ­νε­ται ο κα­τά­λο­γος με τους πα­ρα­λή­πτες, που η Αξιώ­τη υ­πο­δεί­κνυε και στους ο­ποίους, ο Ρί­τσος πρό­σθε­τε κά­ποιους, που πί­στευε πως θα δεί­ξουν εν­δια­φέ­ρον, ό­πως, λ.χ., τον Αλέξ. Αργυ­ρίου.
Στις ε­πι­στο­λές, που α­κο­λου­θούν, με την πίε­ση του Ρί­τσου για με­γα­λύ­τε­ρη ε­ξω­στρέ­φεια εκ μέ­ρους της, το­νώ­νε­ται η φι­λι­κή α­τμό­σφαι­ρα και α­πλώ­νο­νται οι πε­ρί τέ­χνης και λο­γο­τε­χνίας σχο­λια­σμοί. Στις 23 Ιαν. 1961, η Αξιώ­τη “γρά­φει τα «Θα­λασ­σι­νά» της κι ας σιω­πούν οι κρι­τι­κοί για το «Κο­ντρα­μπά­ντο»”. Εκτός του Άλκη Θρύ­λου, που δη­μο­σιεύε­ται στο ί­διο πε­ριο­δι­κό και η ο­ποία θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν α­πο­καρ­διω­τι­κά αρ­νη­τι­κή. Στις 18 Μαΐ. 1961, ο Ρί­τσος έ­χει λά­βει τα «Θα­λασ­σι­νά», που ζη­τούν τον χρό­νο του για την προώ­θη­σή τους προς έκ­δο­ση. Μό­νο που αυ­τός νιώ­θει ε­ξαν­τλη­μέ­νος: “σκέ­ψου: 6 βι­βλία μέ­σα σε 5 μή­νες – χώ­ρια οι α­φιε­ρώ­σεις, τα τα­χυ­δρο­μεία, οι α­πο­στο­λές”, της γρά­φει. Έτσι, η ει­κό­να του πο­λυ­γρά­φου Ρί­τσου συ­μπλη­ρώ­νε­ται, με ε­κεί­νη ε­νός συγ­γρα­φέα, που φρο­ντί­ζει αυ­το­προ­σώ­πως τα γρα­πτά του, μέ­χρι και τον α­πό­πλου τους, υ­πό τη μορ­φή κα­λαί­σθη­των εκ­δό­σεων.
Στις 2 Σεπ. 1961, της υ­πό­σχε­ται: “Μέ­σα σε τού­το το χρό­νο, τα «Θα­λασ­σι­νά» σου θα βγου­ν”. Τε­λι­κά, πεί­στη­κε ο Γου­δέ­λης και τα τέσ­σε­ρα με­γά­λα ποιή­μα­τα αυ­τής της τε­λευ­ταίας συλ­λο­γής της Αξιώ­τη δη­μο­σιεύ­θη­καν ό­λα μα­ζί στο ί­διο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού (κα­λο­καί­ρι 1961). Στις 4 Δεκ. 1961, κυ­κλο­φο­ρεί το «Κο­ντρα­μπά­ντο» στα γερ­μα­νι­κά. Στις 18 Ιαν. 1962, και α­φού έ­κα­νε και τις τρεις διορ­θώ­σεις ο Ρί­τσος, ε­νώ α­γκο­μα­χά­ει για τις δι­κές του εκ­δό­σεις, τα «Θα­λασ­σι­νά», σε “πλα­κέ­τα”, τα­ξι­δεύουν για το Ανα­το­λι­κό Βε­ρο­λί­νο. Στις 13 Φε­βρ., η Αξιώ­τη τα έ­χει λά­βει: “Όλα κα­λά και πε­ρί­κα­λα – κοτ­ζάμ βι­βλίο κα­τα­στή­θη­κε κι ό­μορ­φο...”  Το πα­ρά­πο­νο, ό­μως, μέ­νει: “τού­τη τη φο­ρά, μή­τε έ­νας δε μού­γρα­ψε πρά­μα...” Ο Ρί­τσος την πα­ρη­γο­ρεί: “Ο Πα­πατ­ζώ­νης μου ζή­τη­σε την α­ντρέσ­σα σου ... εί­ναι κα­λός ποιη­τής και δια­θέ­τει μια α­λη­θι­νή στό­χα­ση...” Η Αξιώ­τη ζη­τά εκ­δό­τη και για τις με­τα­φρά­σεις της, του Τσέ­χωφ.
Τό­τε, 30 Ιαν. 1962, ο Ρί­τσος μνη­μο­νεύει για πρώ­τη φο­ρά τις Εκδό­σεις Κέ­δρος. Ού­τε ο ί­διος α­να­φέ­ρει στην ε­πι­στο­λή του, ού­τε στις ση­μειώ­σεις μνη­μο­νεύε­ται, το ό­νο­μα του εκ­δό­τη ή του προ­σώ­που, με το ο­ποίο γί­νο­νται οι ε­πα­φές. Μό­νο αό­ρι­στα: “έ­κα­να κρού­ση και φά­νη­καν πρό­θυ­μοι...” Στις 12 Οκτ. 1962, με­τά τα ποιή­μα­τα και τις με­τα­φρά­σεις, ο Ρί­τσος πα­ρα­λαμ­βά­νει το πρώ­το πε­ζό της Αξιώ­τη. Εί­ναι το «Δύ­σκο­λες νύ­χτες», που εί­χε μεί­νει στην πρώ­τη έκ­δο­ση του 1938. Υπό­σχε­ται ο εκ­δό­της ό­τι “θα βγουν ο­πωσ­δή­πο­τε μέ­σα στο 63 – με το ό­νο­μά σου – ό­πως εί­ναι αυ­το­νό­η­το”. Ήδη, στις 5 Ιουλ. 1963, έ­χει βρε­θεί ο διορ­θω­τής, που εί­ναι και θαυ­μα­στής της. Πρό­κει­ται για τον Νι­κη­φό­ρο Πα­παν­δρέ­ου, που ο Ρί­τσος συ­στή­νει ως “προ­σε­χτι­κό, καλ­λιερ­γη­μέ­νο, φι­λό­λο­γο και φι­λό­τε­χνο”. Αυ­τό το βι­βλίο θα α­πο­τε­λέ­σει τον πρώ­το τό­μο των με­τέ­πει­τα Απά­ντων της. “Για τα «υ­πό έκ­δο­σιν» βι­βλία σου, - ποιός σού­πε, κυ­ρά, ό­τι δεν α­ρέ­σα­νε; Εί­ναι εν­θου­σια­σμέ­νοι... Αλλά, το βι­βλίο περ­νά­ει με­γά­λη κρί­ση...” Πό­τε α­κρι­βώς κυ­κλο­φο­ρεί αυ­τή η δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση του βι­βλίου, πό­τε την πιά­νει στα χέ­ρια της, δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται. Στις 15 Ιουλ. 1964, πά­ντως, ο Ρί­τσος το χα­ρα­κτη­ρί­ζει “έ­ξο­χο. Αγέ­ρα­στο βι­βλίο...”
   Η συ­νέ­χεια με την νεόδ­μη­τη «Κάδ­μω». Συ­νο­ψί­ζο­ντας, προ­σώ­ρας, μέ­νει η ε­ντύ­πω­ση, πως οι δυο εκ­δό­σεις του 2015 δεν α­ξιο­ποιή­θη­καν ως πη­γές πρό­σθε­των πλη­ρο­φο­ριών για τα, έ­τσι κι αλ­λιώς, ελ­λι­πή βιο­γρα­φι­κά της Αξιώ­τη. Ευ­χής έρ­γο θα ή­ταν  να συ­ντα­χθεί κά­πο­τε α­πό κά­ποιον φι­λέ­ρευ­νο “χαρ­το­πό­ντι­κα” και Βι­βλιο­γρα­φία της Αξιώ­τη.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 17/4/2016.

Αθυρόστομα του 14ου αι.

$
0
0
Στέ­φα­νος Σα­χλί­κης
«Τα ποιή­μα­τα»
Εκδό­σεις Μ.Ι.Ε.Τ.
Οκτ. 2015

 
Ο Στέ­φα­νος Σα­χλί­κης, ποιη­τής, Κρη­τι­κός την κα­τα­γω­γή, άλ­λο­τε πο­τέ α­πο­κα­λού­με­νος στι­χο­πλό­κος, φά­νη­κε τυ­χε­ρός μέ­σα στην α­τυ­χία του. Κα­τ’ αρ­χήν, με­τα­θα­να­τίως τυ­χε­ρός, να α­πο­κτή­σει “χρη­στι­κή” έκ­δο­ση α­πά­ντων των ευ­ρι­σκο­μέ­νων ποιη­μά­των του σε έ­ναν κομ­ψό τό­μο, με χα­ρα­κτι­κό στο ε­ξώ­φυλ­λο του Δη­μή­τρη Γα­λά­νη, φτιαγ­μέ­νο το 1920, που δεί­χνει σαν ε­μπνευ­σμέ­νο α­πό το δι­κό του δί­στι­χο: “Η Δί­λο­γος ε­πέ­σω­σε την λέ­γου­σιν Φουρ­νά­ρα­ν/ με άρ­μα­τα κι ε­κά­θε­τον εις ά­λο­γον, μιάν φά­ρα­ν”. Εί­ναι ο δεύ­τε­ρος τό­μος μίας νέ­ας σει­ράς, δί­πλα στον πρώ­το των Απά­ντων Τέλ­λου Άγρα. Αμφό­τε­ροι, με τον ί­διο αό­ρι­στο τίτ­λο, σαν να σβή­νουν την α­πό­στα­ση των πε­ντέ­μι­συ αιώ­νων με­τα­ξύ των δυο ποιη­τών.
Αλλά και ε­ξαρ­χής, ο Σα­χλί­κης στά­θη­κε τυ­χε­ρός μέ­σα στην α­τυ­χία του, α­φού ποιη­τής έ­γι­νε στη φυ­λα­κή, ό­που τον ο­δή­γη­σαν τα “νυ­κτο­γυ­ρί­σμα­τα”, τα “α­ζά­ρια” και οι “πο­λι­τι­κές”, του­τέ­στιν οι πόρ­νες του Κά­στρου της Κρή­της (εί­τε πρό­κει­ται για την Κρη­τι­κή Κυ­δω­νία, ό­πως εί­κα­ζε ο Κο­ραής, εί­τε για το Μέ­γα Κά­στρο του Χάν­δα­κα, ό­πως έ­δει­ξε η αρ­χεια­κή έ­ρευ­να). Μια “πο­μπε­μέ­νη χή­ρα” τον με­τα­μόρ­φω­σε α­πό παι­δά­ριο, α­κό­μη στα δε­κα­τέσ­σε­ρα, σε χα­ρο­κό­πο. Ει­δάλ­λως πώς, αυ­τός έ­νας ευ­πα­τρί­δης, α­πό σόι φε­ου­δαρ­χών, θα γνώ­ρι­ζε τον υ­πό­κο­σμο της Κρή­της και “του Κά­τω Κό­σμου” το “Πουρ­γα­τό­ριο­ν”, κα­τα­πώς “σου­σου­μιά­ζει” τη φυ­λα­κή. Διέ­θε­τε, βε­βαίως, το τα­λέ­ντο και πέ­ραν του εκ γε­νε­τής χα­ρί­σμα­τος, κά­τε­χε τη δη­μώ­δη γλώσ­σα, με ό­λο τον πλού­το του κρη­τι­κού ι­διό­λε­κτου, για να γρά­ψει, α­λά Πέ­τρος Πι­κρός, μέ­σα στης φυ­λα­κής τα σί­δε­ρα, το δι­κό του προ­δρο­μι­κό “του­μπε­κί”, έ­να διαυ­γές α­ντι­κα­θρέ­φτι­σμα α­πό το αυ­ταρ­χι­κό πρό­σω­πο της Ενε­το­κρα­τίας. Ακό­μη, α­πό ι­διο­συ­γκρα­σία, θα πρέ­πει να ή­ταν α­χα­λι­να­γώ­γη­τος, λά­βρος στις εκ­δη­λώ­σεις του, ό­πως ο ί­διος πα­ρου­σιά­ζει ε­αυ­τόν στην ε­ναρ­κτή­ρια “α­φή­γη­σιν πα­ρά­ξε­νο­ν”. Φύ­σει α­θυ­ρό­στο­μος και σα­τι­ρι­στής, με ορ­γιά­ζου­σα φα­ντα­σία, για να στή­σει μία α­λά Αρι­στο­φά­νη συ­γκέ­ντρω­ση γυ­ναι­κών ε­λευ­θε­ρίων η­θών. Από τα πλέ­ον α­πο­λαυ­στι­κά στοι­χεία της έμ­με­τρης α­φή­γη­σης α­πο­βαί­νει ο λαν­θά­νων πα­ραλ­λη­λι­σμός,  μέ­σω του παι­γνιώ­δους λε­κτι­κού, της “πο­λι­τι­κής” και των “πο­λι­τι­κώ­ν” της, του­τέ­στιν των α­κό­λα­στων πρά­ξεων της, με έ­ναν πο­λι­τι­κό και τις δι­κές του πο­λι­τι­κές.      
Δυο φο­ρές τυ­χε­ρός, με­τα­θα­να­τίως και πά­λι, ο Σα­χλί­κης, α­φού δεν υ­πάρ­χει ε­γκυ­κλο­παί­δεια ού­τε ι­στο­ρία της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, που να μην τον μνη­μο­νεύει. Αλλά συ­νά­μα και ά­τυ­χος, α­φού, γι’ αυ­τόν και τα ποιή­μα­τά του, κα­τά τους πα­λαιό­τε­ρους στι­χουρ­γή­μα­τα, γρά­φτη­καν τα μύ­ρια ό­σα και κα­τά κα­νό­να, ό­χι τα ευ­με­νέ­στε­ρα. Σε αυ­τήν την α­πα­ξιω­τι­κή α­ντι­με­τώ­πι­ση, συ­νέ­βα­λε η α­θυ­ρο­στο­μία της ποίη­σής του, που ή­δη α­να­φέ­ρα­με, χω­ρίς να λη­φθεί υ­πό­ψη η υ­ψη­λή ποιό­τη­τά της, μη υ­στε­ρώ­ντας ού­τε προ του «Με­γά­λου Ανα­το­λι­κού». Μία μό­νο α­κα­λαί­σθη­τη λέ­ξη, δυ­στυ­χώς ε­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νη, ε­ντο­πί­σα­με, το “ψω­λο­πό­θα”,  ως ε­ναλ­λα­κτι­κή  μιας λέ­ξης ε­μπει­ρί­κιας χά­ρι­τος, ό­πως η “πο­θοτ­ζου­στου­νιά”. Ού­τε στα ει­σα­γω­γι­κά κεί­με­να ού­τε στο γλωσ­σά­ρι διευ­κρι­νί­ζε­ται σα­φώς κα­τά πό­σο αυ­τή α­νή­κει ή ό­χι στον ποιη­τή. Αν, βε­βαίως, αρ­κε­στού­με στον χα­ρα­κτη­ρι­σμό της α­θυ­ρο­στο­μίας και δεν την θεω­ρή­σου­με “ά­με­τρο βω­μο­λο­χία”, κα­τά την δια­τύ­πω­ση του Κο­ραή, που α­πο­φαί­νε­ται πως ο Σα­χλί­κης κά­νει “αι­σχρό­τε­ρα τα αι­σχρά”. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, ο Κο­ραής, που πρώ­τος ε­ξέ­δω­σε στί­χους του Σα­χλί­κη, πα­ρέ­θε­σε 22 και ό­χι 12 στί­χους, ό­πως α­να­φέ­ρε­ται στον πρό­λο­γο, τους ο­ποίους αν­θο­λο­γεί σκόρ­πιους α­πό το πρω­τό­τυ­πο και προς α­πο­φυ­γή της α­θυ­ρο­στο­μίας του ποιη­τή.
Δυο εί­ναι τα κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της ποίη­σης του Σα­χλί­κη, που βά­ρυ­ναν κα­τά την με­λέ­τη του: η α­σε­μνο­λο­γία στα ό­ρια της αι­σχρό­τη­τας (σε συ­νάρ­τη­ση πά­ντα και με την ε­πο­χή) και η “ο­μοιο­τέ­λευ­τος (rimee) στι­χουρ­γία”. Έστω και αν οι στί­χοι του χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται “α­τά­κτως” ο­μοιο­κα­τά­λη­κτοι, πά­ντως, εί­ναι ο­μοιο­κα­τά­λη­κτοι. Αρχι­κά, δεν υ­πήρ­χαν μαρ­τυ­ρίες για τον βίο και την πο­λι­τεία του, ε­κτός α­πό τις αν­τλού­με­νες α­πό τα ποιή­μα­τά του, ό­που ε­ντο­πί­ζο­νται και έ­να δύο αό­ρι­στες α­να­φο­ρές σε μεί­ζο­να θλι­βε­ρά συμ­βά­ντα, χω­ρίς να δια­σα­φη­νί­ζε­ται για ποια α­κρι­βώς πρό­κει­ται. Κα­τ’ ου­σία, το μό­νο κρι­τή­ριο, που έ­με­νε για την χρο­νο­λό­γη­σή του ή­ταν η ρί­μα. Αλλά, με βά­ση τις μέ­χρι τό­τε χρο­νο­λο­γή­σεις του σώ­μα­τος της βυ­ζα­ντι­νής λο­γο­τε­χνίας, “η ρί­μα δεν α­πο­κρυ­σταλ­λώ­θη­κε πριν α­πό το δεύ­τε­ρο μι­σό του 15ου αιώ­να”, ό­πως σχο­λιά­ζει ο Χα­νς-Γκέ­ορ­γκ Μπεκ στην «Ιστο­ρία της Βυ­ζα­ντι­νής Δη­μώ­δους Λο­γο­τε­χνίας». Οπό­τε, ε­τί­θε­το το δί­λημ­μα: Ήταν ο Σα­χλί­κης ο πρώ­τος που χρη­σι­μο­ποιεί την ο­μοιο­κα­τα­λη­ξία, ά­ρα μπο­ρεί να έ­ζη­σε και πριν την Άλω­ση, ή α­νή­κε στην ο­μά­δα ποιη­τών του 15ου αιώ­να;

Η πρώ­τη εκ­δο­χή θα σή­μαι­νε, ό­πως το εκ­φρά­ζει ο Τά­σος Κα­πλά­νης, με τη σι­γου­ριά που προ­σφέ­ρει σή­με­ρα η α­κρι­βής πλέ­ον γνώ­ση των βιο­γρα­φι­κών στοι­χείων του Σα­χλί­κη, πως αυ­τός εί­ναι “ο πα­τέ­ρας της κρη­τι­κής λο­γο­τε­χνίας”, μέ­χρι και “ο πρώ­τος ε­πώ­νυ­μος συγ­γρα­φέ­ας της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας”. Πα­ρό­μοιες α­πο­φάν­σεις μπο­ρεί να δια­τυ­πώ­νο­νται το 2010, θα φαί­νο­νταν ό­μως α­πί­θα­νες στους πα­λαιό­τε­ρους με­λε­τη­τές. Κι αυ­τό, λό­γω του έ­κλυ­του βίου του ποιη­τή, αλ­λά και του σο­γιού του. Οι Σα­χλί­κες και οι Γυα­λι­νά­δες α­πό την πλευ­ρά της μη­τέ­ρας του, εί­ναι α­νά­με­σα στις με­τρη­μέ­νες γη­γε­νείς οι­κο­γέ­νειες, που συ­νερ­γά­στη­καν με τους Ενε­τούς, εξ ου και φε­ου­δάρ­χες. Πι­θα­νώς και κα­θο­λι­κοί – σί­γου­ρα η μη­τρι­κή γε­νιά, που ε­πέ­ζη­σε ως το τέ­λος της Ενε­το­κρα­τίας και ί­σως, κλά­δος της να με­τα­κι­νή­θη­κε στα Επτά­νη­σα. Πρω­τί­στως, ό­μως, λό­γω της θε­μα­τι­κής της ποίη­σής του και της λαϊκής γλώσ­σας ε­κεί­νου του ύ­στε­ρου βυ­ζα­ντι­νού πε­ρι­θω­ρίου. Όλα αυ­τά συ­νυ­πο­λο­γι­ζό­με­να, τον α­πέ­κλειαν α­πό την τι­μή της πρω­το­κα­θε­δρίας. Ακό­μη μέ­χρι σή­με­ρα, οι με­λε­τη­τές, που α­να­ζη­τούν τον πρώ­το συγ­γρα­φέα της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, έ­χουν κα­τά νου έ­ναν συ­γκε­κρι­μέ­νο τύ­πο λο­γίου και κυ­ρίως, μια ο­ρι­σμέ­νη θε­μα­τι­κή της ποίη­σής του. Δεν εί­ναι τυ­χαίο ο­τι προ­τά­θη­κε ο Νι­κό­λα­ος Σο­φια­νός, μία ε­ξέ­χου­σα προ­σω­πι­κό­τη­τα λο­γίου, με δη­λω­μέ­νη συ­νεί­δη­ση Ρω­μιού, και ε­πι­προ­σθέ­τως, συγ­γρα­φέ­ας της πρώ­της Γραμ­μα­τι­κής. Ή, άλ­λοι, που εμ­μέ­νουν στον Μπερ­γα­δή και τον «Από­κο­πό» του.
Το α­πο­τέ­λε­σμα ή­ταν η αρ­χι­κή το­πο­θέ­τη­ση του Σα­χλί­κη στους ποιη­τές του 15ου αιώ­να και ε­ντός αυ­τών, η α­ξιο­λό­γη­σή  του ως έ­ναν α­πό τους ε­λάσ­σο­νες. Όταν, τε­λι­κά, α­πο­δεί­χτη­κε πως ε­πρό­κει­το για πρώι­μη πε­ρί­πτω­ση, με τον βίο του να κα­λύ­πτει με­τά βε­βαιό­τη­τας τα δυο τρί­τα του 14ου αιώ­να, κλέ­βο­ντας και δυο τρία χρό­νια α­πό τον ε­πό­με­νο, οι με­λε­τη­τές, ό­σοι του­λά­χι­στον ε­ξαρ­χής υιο­θέ­τη­σαν τα νέα δε­δο­μέ­να, άρ­χι­σαν να ευ­πρε­πί­ζουν συ­στη­μα­τι­κά την ποίη­σή του, ψα­λι­δί­ζο­ντας στί­χους. Για πα­ρά­δειγ­μα, στην Εγκυ­κλο­παί­δεια Ελευ­θε­ρου­δά­κη, που φέ­ρε­ται “ακ­μά­σας κα­τά το πρώ­τον ή­μι­συ του 15ου αιώ­να”, ο λημ­μα­το­γρά­φος Νί­κος Α. Βέ­ης χα­ρα­κτη­ρί­ζει τα ποιή­μα­τα “α­ξιό­λο­γα γλωσ­σι­κά και ι­στο­ρι­κά μνη­μεία”, αν και “πορ­νο­λο­γή­μα­τα”. Στου Δραν­δά­κη, ό­που φέ­ρε­ται “ζη­σας κα­τά το δεύ­τε­ρον ή­μι­συ του 15ου”, ο νε­α­ρός Θε­ο­φύ­λα­κτος Πα­πα­κων­στα­ντί­νου  α­πο­φαί­νε­ται πως “έ­γρα­ψε διά­φο­ρα ποιή­μα­τα εις ά­ξε­στον δη­μώ­δη γλώσ­σα­ν”, τα ο­ποία “στε­ρού­νται ποιη­τι­κής α­ξίας”. Ενδει­κτι­κή και η Ιστο­ρία του Ηλία Βου­τιε­ρί­δη, ό­που  γί­νε­ται α­να­φο­ρά “στην προ­στυ­χιά και την α­χρειο­λο­γία της φρά­σης και της σά­τι­ρας”.
Αντι­θέ­τως, ο Κ. Θ .Δη­μα­ράς, το­πο­θε­τώ­ντας τον με­τα­ξύ Λε­ο­νάρ­δου Ντε­λα­πόρ­τα και Μπερ­γα­δή, τον δι­καιο­λο­γεί: “α­μαρ­τω­λός ο ί­διος, για τους α­μαρ­τω­λούς και τις α­μαρ­τω­λές μας μι­λεί”. Ξα­κρί­ζο­ντας, δί­κην πα­ρα­δείγ­μα­τος, α­πό έ­να ο­κτά­στι­χο, πέ­ντε κό­σμιους στί­χους, α­πα­λεί­φο­ντας έ­ναν, με ρη­τή α­να­φο­ρά στις “πο­λι­τι­κές”, και συ­νε­νώ­νο­ντας τους δυο άλ­λους σε έ­ναν, υ­πο­στη­ρί­ζει: “Έγρα­ψε με σκο­πούς η­θο­πλα­στι­κούς, στι­χουρ­γή­μα­τα που έ­χουν ζω­ντά­νια και γρα­φι­κό­τη­τα.” Το ί­διο α­πο­κα­θαρ­μέ­νο ε­ξά­στι­χο δα­νεί­ζε­ται ως πα­ρά­δειγ­μα και ο Γ. Κορ­δά­τος, γε­γο­νός που α­φή­νει α­νοι­χτό το εν­δε­χό­με­νο, η ε­πί το κο­σμιό­τε­ρο πα­ραλ­λα­γή να ο­φεί­λε­ται στην προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση, που πα­ρεμ­βάλ­λε­ται με­τα­ξύ του πρω­τό­τυ­που και των τριών ευ­ρε­θέ­ντων χει­ρο­γρά­φων, στα ο­ποία στη­ρί­χτη­κε η πρό­σφα­τη έκ­δο­ση.
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, ξε­νί­ζει η α­να­φο­ρά του Κορ­δά­του στον Σα­χλί­κη. Θα πρέ­πει μάλ­λον να την α­πο­δώ­σου­με στον Θεσ­σα­λο­νι­κιό λό­γιο Συ­νό­δη Πα­πα­δη­μη­τρίου, ο ο­ποίος, προς τα τέ­λη του 19ου, στα­διο­δρό­μη­σε στη Ρω­σία, προ­στα­τευό­με­νος του Πα­τριαρ­χείου. Ως κα­θη­γη­τής στην Οδησ­σό ο Πα­πα­δη­μη­τρίου, ε­ξέ­δω­σε ποιή­μα­τα του Σα­χλί­κη, που έ­τσι βρέ­θη­κε στη Με­γά­λη Σο­βιε­τι­κή Εγκυ­κλο­παί­δεια, αλ­λά και στις, κα­τά κα­νό­να, λι­γο­στές πο­λι­τι­στι­κές σε­λί­δες του «Ρι­ζο­σπά­στη», ή­δη α­πό το 2000, χά­ρις και στον ε­νη­με­ρω­μέ­νο συ­ντά­κτη Γρηγ. Τραγ­γα­νί­δα. Όσο α­φο­ρά το η­θι­κο­δι­δα­κτι­κό μέ­ρος, ο Μά­ριο Βίτ­τι το βρί­σκει βα­ρε­τό, προ­τι­μώ­ντας τις ρε­α­λι­στι­κές πε­ρι­γρα­φές. Πα­ρό­λο που ζη­τά να δώ­σει πα­ρά­δειγ­μα δια­σκε­δα­στι­κό, α­πο­φεύ­γει κι αυ­τός να πα­ρα­θέ­σει στί­χους, που α­να­φέ­ρο­νται στις “πο­λι­τι­κές”. Εκεί­νος, πά­ντως, που α­νεν­δοία­στα τον κα­λο­συ­στή­νει εί­ναι ο Λί­νος Πο­λί­της: Τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει “μια πο­λύ εν­δια­φέ­ρου­σα προ­σω­πι­κό­τη­τα” και θεω­ρεί πως “ο στί­χος του έ­χει νεύ­ρο και χιού­μο­ρ”.   
Όπως α­να­φέ­ρα­με, η πρώ­τη χρο­νο­λό­γη­ση δεν στη­ρί­χτη­κε μό­νο στην ο­μοιο­κα­τα­λη­ξία, αλ­λά και σε κά­ποια πλα­γίως α­να­φε­ρό­με­να συμ­βά­ντα ή και σε ο­ρι­σμέ­να άλ­λα, που, ε­νώ ε­μπί­πτουν στα χρό­νια που ε­κεί­νος έ­ζη­σε, πα­ρα­λεί­πο­νται. Με βά­ση αυ­τά, ο Κο­ραής τον το­πο­θε­τεί στην ε­νε­το­κρα­τού­με­νη Κρή­τη, ε­νώ ο Σά­θας, στον 15ο, αλ­λά, με­τά την Άλω­ση. Γι’ αυ­τό και η α­σθέ­νεια, που α­να­φέ­ρει στο δί­στι­χο: “Και με­ρι­κοί λε­πριά­ζου­σιν και με­ρι­κοί λω­βιά­ζουν / κι εκ την λω­βά­δαν την πολ­λήν την νεό­την τους δια­βά­ζου­ν”, ταυ­τί­στη­κε με την σύ­φι­λη, που έ­φε­ρε ο Κο­λόμ­βος, ε­πι­στρέ­φο­ντας το 1493. Δη­λα­δή, τον τα­ξι­νό­μη­σαν δί­πλα στον Ρό­διο στι­χουρ­γό Εμμα­νουήλ Λει­μω­νί­τη ή και Γεωρ­γιλ­λά και τον θρή­νο του, «Το θα­να­τι­κόν της Ρό­δου». Αντι­θέ­τως, για την ιε­ράρ­χη­σή του μέ­σα στον 14ο αιώ­να, λει­τούρ­γη­σαν α­πο­τρε­πτι­κά, η μη α­να­φο­ρά της ε­πι­δη­μίας της πα­νού­κλας το 1348 και της ε­πα­νά­στα­σης του Αγίου Τί­του, πε­ρί το 1365.
Η χρο­νο­λό­γη­ση με βά­ση το αρ­χεια­κό υ­λι­κό έ­γι­νε α­πό τον Ολλαν­δό (νυμ­φευ­μέ­νο με Ελλη­νί­δα) Άρνολ­ντ Βαν Χέ­μερ­τ, που βρέ­θη­κε συ­μπτω­μα­τι­κά υ­πό  την σκέ­πη, δια­δο­χι­κά, δυο κα­θο­δη­γη­τών. Με διε­τή υ­πο­τρο­φία, το 1966, στο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης, ό­που ο Πο­λί­της τον έ­στρε­ψε στην Κρη­τι­κή Ανα­γέν­νη­ση, προ­τρέ­πο­ντάς τον να α­σχο­λη­θεί με τον Μα­ρί­νο Φα­λιέ­ρο. Και τον Μα­νού­σο Μα­νού­σα­κα, που α­πό το 1966 διηύ­θυ­νε το Ινστι­τού­το της Βε­νε­τίας και εί­χε α­πό νω­ρί­τε­ρα εκ­φρά­σει την γνώ­μη πως ο Σα­χλί­κης μπο­ρεί να α­νή­κει σε πα­λαιό­τε­ρη ε­πο­χή. Ο Χέ­μερτ α­νέ­τρε­ξε στα ε­νε­τι­κά αρ­χεία, πρώ­τα, για την ορ­θή χρο­νο­λό­γη­ση του Φα­λιέ­ρου, που α­πο­τέ­λε­σε το α­ντι­κεί­με­νο της δι­δα­κτο­ρι­κής του δια­τρι­βής (Μα­ρί­νου Φα­λιέ­ρου, «Ερω­τι­κά ό­νει­ρα», κρι­τι­κή έκ­δο­ση, με ει­σα­γω­γή, σχό­λια και λε­ξι­λό­γιο Arnold Van Gemert, ΜΙΕ­Τ, 2006) και με­τά του Σα­χλί­κη.
Ωστό­σο, πα­ρά τα  τεκ­μή­ρια των Αρχείων, που πα­ρου­σία­σαν, α­πό κοι­νού, Χέ­μερτ και Μα­νού­σα­κας, το 1976, ο Στ. Αλε­ξίου, ί­σως και κά­ποιοι άλ­λοι, δεν πεί­στη­καν, δί­νο­ντας βά­ρος στα α­πο­κα­λού­με­να “ε­σω­τε­ρι­κά στοι­χεία” των ποιη­μά­των του Σα­χλί­κη. Το 1990, ο Μα­νού­σα­κας έ­δει­ξε πως δυο α­πό αυ­τά, η“ λω­βά­δα” στο πα­ρα­πά­νω  δί­στι­χο, κα­θώς και  ο στί­χος, “μαν­δά­τον θλι­βε­ρόν α­πό την Ρω­μα­νία­ν”, πα­ρερ­μη­νεύ­θη­καν, υ­πο­δει­κνύο­ντας πι­θα­νές δια­φο­ρε­τι­κές ση­μα­σίες. Ο Αλε­ξίου, πά­ντως, α­κό­μη και στην τε­λι­κή μορ­φή της Ιστο­ρίας του, Σεπ. 2010, εμ­μέ­νει στις αμ­φι­βο­λίες του, α­φή­νο­ντας α­νοι­χτό το εν­δε­χό­με­νο ο ποιη­τής Στέ­φα­νος Σα­χλί­κης να ταυ­τί­ζε­ται με κά­ποιον ο­μώ­νυ­μό του.
Οι πρώ­τες εκ­δό­σεις των ποιη­μά­των του Σα­χλί­κη έ­γι­ναν στις τρεις τε­λευ­ταίες δε­κα­ε­τίες του 19ου αιώ­να: το 1871 α­πό τον Αι­μί­λιο Λε­γκράν, το 1874 α­πό τον Βίλ­χελμ Βά­γκνερ (και ό­χι Γου­λιέλ­μο κα­τά τον ε­κλα­τι­νι­σμέ­νο τύ­πο του ο­νό­μα­τος, που α­πα­ντά­ται μό­νο στην προ­με­τω­πί­δα της έκ­δο­σης των ποιη­μά­των του Σα­χλί­κη, δε­δο­μέ­νου ό­τι ο τίτ­λος δί­νε­ται λα­τι­νι­στί, «Carmina  graeca medii aevi». Αυ­τό, προς α­πο­φυ­γή σύγ­χυ­σης στη Βι­βλιο­γρα­φία, ό­που κα­τα­γρά­φε­ται, άλ­λο­τε ως W. Wagner και άλ­λο­τε ως G. Wagner. Όταν το Βά­γκνερ στη Γερ­μα­νία εί­ναι σαν το δι­κό μας Πα­πα­δό­που­λος.) και το 1896 α­πό τον Πα­πα­δη­μη­τρίου. Στην πρό­σφα­τη έκ­δο­ση, προ­τάσ­σο­νται πρό­λο­γος του κα­θη­γη­τή στα Ιωάν­νι­να Γ. Μαυ­ρο­μά­τη, ο ο­ποίος εί­ναι ο ε­πι­με­λη­τής του τό­μου, και ει­σα­γω­γή του Νί­κου Πα­να­γιω­τά­κη, που α­πε­βίω­σε Σεπ. 1997, ως διευ­θυ­ντής του Ινστι­τού­του Βε­νε­τίας, α­φού εί­χε α­πο­χω­ρή­σει α­πό τη θέ­ση του στο Πα­νε­πι­στή­μιο Ιωαν­νί­νων. Τι­μής έ­νε­κεν, α­φού ε­κεί­νος εί­χε για χρό­νια α­σχο­λη­θεί με τον Σα­χλί­κη και ε­τοί­μα­ζε έκ­δο­ση των ποιη­μά­των του, α­ντί ε­νός εκ­συγ­χρο­νι­σμέ­νου κει­μέ­νου, συρ­ρά­πτο­νται τμή­μα­τα α­πό τα σε­μι­νά­ρια, που εί­χε δώ­σει στο πα­νε­πι­στή­μιο Ιωαν­νί­νων, κα­τά το α­κα­δη­μαϊκό έ­τος 1985-1986.
Αυ­τή η ε­πι­λο­γή του ε­πι­με­λη­τή εί­ναι μάλ­λον μία α­κό­μη α­τυ­χία για τον Σα­χλί­κη μέ­σα στην ευ­τυ­χία της έκ­δο­σης. Κα­τ’ αρ­χήν, τό­τε, ο Πα­να­γιω­τά­κης, ό­πως ο ί­διος σχο­λιά­ζει, “δια­τη­ρού­σε α­κό­μη με­ρι­κές ε­λά­χι­στες, ε­πι­φυ­λά­ξεις, σχε­τι­κά με τα βιο­γρα­φι­κά του Σα­χλί­κη”. Πα­ρό­λο που “ο­μο­λο­γεί ό­τι ό­σο περ­νά ο και­ρός ε­ξα­σθε­νού­ν”, ε­πι­μέ­νει στην σχε­τι­κά ε­κτε­τα­μέ­νη α­να­φο­ρά του πα­λαιό­τε­ρου σκε­πτι­κού. Επί­σης, α­πο­ρία προ­κα­λεί η α­ξιο­λο­γι­κή α­να­φο­ρά στους ε­μπλε­κό­με­νους ε­ρευ­νη­τές, ό­πως η τη­λε­γρα­φι­κή στον Χέ­μερ­τ, χω­ρίς πα­ρα­πο­μπή στην χρο­νο­λό­γη­ση του Φα­λιέ­ρου και της α­κό­λου­θης έκ­δο­σης των ποιη­μά­των του, κα­θώς και η πα­ρά­λει­ψη μνείας της συμ­βο­λής του Πο­λί­τη.
   Ακό­μη με­γα­λύ­τε­ρη, ό­μως, α­πο­ρία γεν­νά­ει η μη­δε­νι­στι­κή α­να­φο­ρά στη έκ­δο­ση Λε­γκράν και μά­λι­στα, σε συ­γκρι­τι­κή βά­ση με τον Βά­γκνερ. Ει­κο­σιεν­νιά­χρο­νος α­να­φέ­ρε­ται εμ­φα­τι­κά ο πρώ­τος σαν έν­δει­ξη πως δεν εί­ναι στο ύ­ψος του έρ­γου, έ­να­ντι του Βά­γκνε­ρ, που ε­παι­νεί­ται, χω­ρίς α­να­φο­ρά πως εί­ναι δυο χρό­νια νεό­τε­ρος. Βε­βαίως, ο δεύ­τε­ρος εί­ναι ή­δη “εν Hamburg κα­θη­γη­τής”, ό­πως τον α­πο­κα­λεί ο Κων­στα­ντί­νος Σά­θας, που αλ­λη­λο­γρα­φεί και με τους δυο, τρο­φο­δο­τώ­ντας τους με α­ντι­γρα­φές κει­μέ­νων και με­τα­φρά­σεις. Αυ­τός, ού­τε καν που α­να­φέ­ρε­ται α­πό τον Πα­να­γιω­τά­κη στο, έ­τσι κι αλ­λιώς, ά­νι­σο μοί­ρα­σμα ε­γκω­μίων α­νά­με­σα σε γη­γε­νείς και αλ­λο­δα­πούς. Αλλά ό­χι και ο Λε­γκραν “μι­κροϋπάλ­λη­λος του γαλ­λι­κού δη­μο­σίου”. Να θυ­μί­σου­με, πως “το 1871 του α­να­τέ­θη­κε η δι­δα­σκα­λία της νε­ο­ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας στη Σχο­λή Ανα­το­λι­κών Γλωσ­σών του Πα­ρι­σιού”, ε­νώ, λί­γο αρ­γό­τε­ρα, έ­γι­νε κα­θη­γη­τής, σύμ­φω­να και με την ε­μπε­ρι­στα­τω­μέ­νη Ει­σα­γω­γή του Γ. Πα­πα­κώ­στα στην Αρχεια­κή Με­λέ­τη «Ο Emile Legrand και η Ελλη­νι­κή Βι­βλιο­γρα­φία».
    Τέ­λος, να ση­μειώ­σου­με, πως η α­να­φο­ρά του Πα­να­γιω­τά­κη στον Ηλία Πε­τρό­που­λο εί­ναι α­να­κρι­βής. Κα­τ’ αρ­χήν, ο τίτ­λος του βι­βλίου του, στο ο­ποίο α­να­φέ­ρει τον Σα­χλί­κη, εί­ναι «Το μπουρ­δέ­λο» και ό­χι το «Μπορ­ντέ­λο». Ο Πε­τρό­που­λος, την γαλ­λι­στί πα­ρα­φθο­ρά, θα την θεω­ρού­σε μέ­γα λά­θος. Από τις τρεις συ­νο­λι­κά πα­ρα­πο­μπές  σε αυ­τόν που πα­ρα­θέ­τει, μία μό­νο προ­σεγ­γί­ζει α­κου­στι­κά στί­χο του. Συ­γκε­κρι­μέ­νους στί­χους δεν στα­χυο­λο­γεί. Το πι­θα­νό­τε­ρο, γρά­φει α­πό μνή­μης. Τον πα­ρου­σιά­ζει, μά­λι­στα, α­κό­μη αι­σχρό­τε­ρο, α­πό ό­σο ή­ταν, κα­θώς τον θέ­λει να κα­τη­γο­ρεί τις “πο­λι­τι­κές” μέ­χρι και για κτη­νο­βα­σία.
  Κα­τά τα άλ­λα, η “χρη­στι­κή” έκ­δο­ση Σα­χλί­κη α­να­μέ­νει, μάλ­λον εις μά­την, το α­να­γνω­στι­κό κοι­νό να την α­να­κα­λύ­ψει. Μή­πως θα βο­η­θού­σε, ει­σα­γω­γές και πρό­λο­γοι να α­κο­λου­θούν α­ντί να προ­τάσ­σο­νται; Ένα πιά­το νό­στι­μο, πρώ­τα θα δώ­σεις να το δο­κι­μά­σει ο άλ­λος κι αν του α­ρέ­σει, του δί­νεις και την συ­ντα­γή. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Φωτογραφία: Χαρακτικό του Δημ. Γαλάνη.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 15/5/2016.

Αλέξ. Αργυρίου

$
0
0
Σαν σή­με­ρα, ό­πως γρά­φουν συ­νή­θως οι δη­μο­σιο­γρά­φοι, ό­ταν α­να­κα­λούν α­πο­θα­νό­ντες, α­πε­βίω­σε ο Αλέ­ξαν­δρος Αργυ­ρίου. Αν και εί­θι­σται η εν­θύ­μη­ση να γί­νε­ται σε στρογ­γυ­λές χρο­νι­κές α­πο­στά­σεις α­πό την α­να­χώ­ρη­σή τους, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, δεν έ­χει συ­μπλη­ρω­θεί η δε­κα­ε­τία. Αλλά και ο α­ριθ­μός ε­πτά, δεν εί­ναι τυ­χαίος. Τον έ­χουν πολ­λα­πλώς φορ­τί­σει ως συμ­βο­λι­κό, μυ­στη­ρια­κής σχέ­σης με τα συμ­βά­ντα. Σαν σή­με­ρα, λοι­πόν, πριν ε­πτά χρό­νια, 22 Μαΐ. 2009, “έ­σβη­σε” ο Αργυ­ρίου. Τό­τε ή­ταν η­μέ­ρα Πα­ρα­σκευή. Με έ­να δί­σε­κτο έ­τος εν­δια­μέ­σως, κα­τά το ε­πί­σης δί­σε­κτο 2016, η ε­πέ­τειος πέ­φτει η­μέ­ρα Κυ­ρια­κή. Ποι­κι­λό­τρο­πα φορ­τι­σμέ­να τα δί­σε­κτα έ­τη, ό­πως και ο α­ριθ­μός ε­πτά, θεω­ρού­νται έ­τη δυ­σοίω­να. Ακα­τάλ­λη­λα για γά­μους και άλ­λες μα­κρο­χρό­νιας πνοής εκ­δη­λώ­σεις, ται­ριά­ζουν μό­νο σε νο­ση­ρής φύ­σεως α­πο­λο­γι­σμούς. “Το μοι­ραίο”, ό­πως εί­θι­σται να λέ­γε­ται, ε­πήλ­θε στις 5.15 μ.μ., ε­κεί­νη την Πα­ρα­σκευή, η­μέ­ρα α­πο­φρά­δα για την ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία, σύμ­φω­να του­λά­χι­στον με ό­σα η­χη­ρά εί­χαν τό­τε γρα­φεί. Αν και τα πε­ρισ­σό­τε­ρα - κα­τά κά­ποιο τρό­πο, το κυ­ρίως θέ­μα των δη­μο­σιευ­μά­των, α­πό το δη­μο­σιο­γρα­φι­κό ρε­πορ­τά­ζ, τις ε­πι­φυλ­λί­δες, μέ­χρι τα ε­κτε­νέ­στε­ρα κεί­με­να - δεν α­φο­ρού­σαν τον Αργυ­ρίου, πλην ί­σως α­πό “τα με­γά­λα λό­για” των νε­κρο­λο­γιών.
Στο τέ­λος αυ­τού του κει­μέ­νου πα­ρα­θέ­του­με με σχό­λια την υ­πο­δο­χή του θα­νά­του του Αργυ­ρίου α­πό τον Τύ­πο, α­πό την ο­ποία συ­νά­γε­ται πως το ε­παι­νε­τό υ­πέρ πα­ντός άλ­λου κα­τόρ­θω­μά του ή­ταν το με­γά­λο έρ­γο με το ο­ποίο κα­τα­πιά­στη­κε, η ο­κτά­το­μη «Ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής Λο­γο­τε­χνίας». Μέ­χρι που να α­πο­ρεί κα­νείς, ποιος θα ή­ταν ο Αργυ­ρίου, αν δεν εί­χε πα­ρα­δώ­σει αυ­τό “το πο­λύ­τι­μο ερ­γα­λείο” στο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, προ­πά­ντων στους νε­ο­ελ­λη­νι­στές, που πα­ρα­δέ­χο­νται πως “ο πλού­τος των πλη­ρο­φο­ριών άλ­λα­ξε το πε­δίο των γνώ­σεών τους”. Αν και η χο­ρεία  των “ε­πι­γό­νω­ν”, χο­ρο­πη­δώ­ντας πά­νω στην και­νού­ρια “Βι­βλιο­γρα­φι­κή βά­ση δε­δο­μέ­νω­ν”, που τους χά­ρι­σε, προ­χω­ρούν ο­λο­τα­χώς προς τα ε­μπρός.
Το Συ­νέ­δριο, που διορ­γα­νώ­θη­κε στη μνή­μη του, ε­πε­τεια­κά, στις 20-22 Μαΐ. 2011, με τη συ­μπλή­ρω­ση 90 ε­τών α­πό τη γέν­νη­σή του, α­νέ­δει­ξε τα έρ­γα “ο­ρι­σμέ­νων α­πό τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους νε­ο­ελ­λη­νι­στές της Ελλά­δας και της Ευ­ρώ­πης”, που εί­χαν προ­σκλη­θεί. Απώ­τε­ρος, ό­μως, στό­χος ή­ταν το πώς θα με­τα­τρα­πεί η κλη­ρο­νο­μιά του Αργυ­ρίου σε “δυ­να­μι­κό ερ­γα­λείο”. Τώ­ρα, βε­βαίως, θα α­να­λο­γι­στεί κα­νείς, μπο­ρεί κά­τι τις να εί­ναι “πο­λύ­τι­μο ερ­γα­λείο” και να υ­στε­ρεί σε δυ­να­μι­κή; Για­τί ό­χι. Πρώ­το και κα­λύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα συ­νι­στά η μνή­μη του υ­πο­λο­γι­στή. Μέ­χρι που πε­τάς ή έ­στω βά­ζεις στο ρά­φι, την ο­κτά­το­μη Ιστο­ρία Αργυ­ρίου και ερ­γά­ζε­σαι με τον σκλη­ρό δί­σκο του υ­πο­λο­γι­στή του. Κα­τά την α­κρι­βή δια­τύ­πω­ση, το η­λεκ­τρο­νι­κό αρ­χείο του, με την πα­ρου­σία­ση του ο­ποίου και έ­κλει­σε το Συ­νέ­δριο. Δυ­στυ­χώς, η “Βι­βλιο­γρα­φι­κή βά­ση Αργυ­ρίου”, φαί­νε­ται πως πα­ρου­σία­ζε πολ­λές α­δυ­να­μίες. Κα­τά την πα­ρου­σία­ση, πά­ντως, τα προ­βλη­μα­τι­κά ση­μεία δι­καιο­λο­γή­θη­καν, α­φού πρό­κει­ται για το “η­λεκ­τρο­νι­κό ση­μειω­μα­τά­ριο” του κα­τό­χου.   Άλλω­στε, ό­ποιοι α­νέ­λα­βαν το έρ­γο, το έ­χουν ή­δη φρο­ντί­σει φι­λο­λο­γι­κά και εκ­συγ­χρο­νί­σει, ό­πως δια­βε­βαίω­σαν. Κα­τό­πιν αυ­τών, οι “ε­πί­γο­νοι” του Με­γά­λου Αλε­ξάν­δρου θα δη­μιουρ­γή­σουν την “ε­ναλ­λα­κτι­κή, πο­λυ­πρι­σμα­τι­κή, πο­λυ­θε­μα­τι­κή θεώ­ρη­ση της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας”.
Οπό­τε η έ­ντυ­πη εκ­δο­χή της Ιστο­ρίας, ή­δη α­πό πε­ντα­ε­τίας, α­πο­βαί­νει πε­ριτ­τό βά­ρος. Ίσως και γι’ αυ­τό, ο Αργυ­ρίου ε­λά­χι­στα μνη­μο­νεύ­θη­κε στο Συ­νέ­δριο, που διορ­γά­νω­σαν “στη μνή­μη του”. Μό­νο, σε υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις ή στη ρύ­μη του λό­γου δυο τριών φι­λι­κά δια­κεί­με­νων ο­μι­λιών. Οι βα­σι­κές α­να­φο­ρές ε­πι­κε­ντρώ­θη­καν στην Ιστο­ρία, ό­που και ε­πι­ση­μάν­θη­καν οι πα­ρα­λή­ψεις αυ­τού του “πο­λύ­τι­μου ερ­γα­λείου”. Ση­μα­ντι­κή η κρι­τι­κή της Έρης Σταυ­ρο­πού­λου, που σχο­λιά­ζει “την πα­ρου­σία των γυ­ναι­κών συγ­γρα­φέων στις ι­στο­ρίες της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας”, κα­θώς α­πο­κα­λύ­πτει πό­σο α­πα­τη­λή ει­κό­να προ­σφέ­ρει η Ιστο­ρία Αργυ­ρίου, με την πλη­θώ­ρα των κα­τα­γε­γραμ­μέ­νων ο­νο­μά­των, που, ό­μως, “συ­σκο­τί­ζει την ποιο­τι­κή έ­κτα­ση της πα­ρου­σίας τους”. Και βε­βαίως, ο τε­λευ­ταίος ο­μι­λη­τής, ο Γιάν­νης Πα­πα­θε­ο­δώ­ρου, που α­νέ­λα­βε να πα­ρου­σιά­σει κρι­τι­κά την Ιστο­ρία, πα­ρα­θέ­το­ντας σει­ρά ε­ρω­τη­μά­των, ως προς τα ο­ποία θεω­ρεί ό­τι πα­ρα­μέ­νει “έκ­θε­τη η ι­στο­ρι­κή σύλ­λη­ψη του Αργυ­ρίου”. Ωστό­σο, πα­ρά τα ό­ποια κου­σού­ριά της, τα ο­ποία και θα διορ­θώ­σει η συλ­λο­γι­κή Ιστο­ρία των “ε­πι­γό­νω­ν”, α­να­γνώ­ρι­σε, με τη συ­νή­θη με­γα­λο­ψυ­χία που δεί­χνουν οι νεό­τε­ροι για τα έρ­γα των “υ­πε­ρη­λί­κω­ν”, πως συ­νι­στά του­λά­χι­στον “έ­να κά­λε­σμα σε διά­λο­γο”.
Όπως και να έ­χει, ε­πτά χρό­νια με­τά τις νε­κρο­λο­γίες, πέ­ντε με­τά το Συ­νέ­δριο, μέ­νει ζη­τού­με­νη η α­πο­τί­μη­ση. Πά­ντως, έ­να βα­σι­κό ση­μείο, στο ο­ποίο οι α­πό­ψεις δι­χά­ζο­νται - τό­τε, εν­δια­μέ­σως, μέ­χρι και σή­με­ρα - εί­ναι το κα­τά πό­σο πρό­φτα­σε ο Αργυ­ρίου και ο­λο­κλή­ρω­σε την Ιστο­ρία του. Λ.χ., στον Ρι­ζο­σπά­στη της Τρί­της, 26 Μαΐ 2009, ό­που πα­ρα­δό­ξως, σε α­νυ­πό­γρα­φο ση­μείω­μα, α­να­φέ­ρε­ται ο θά­να­τός του, ό­που χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως “πλή­ρης η­με­ρώ­ν”, με πρω­ταρ­χι­κό κρι­τή­ριο α­κρι­βώς το γε­γο­νός πως εί­χε πε­ρα­τώ­σει την Ιστο­ρία του. Στο άλ­λο ά­κρο, κι­νή­θη­καν οι πιο οι­κείοι, συγ­γε­νείς και φί­λοι. Σε αυ­τό, πι­θα­νός συ­ναί­τιος να εί­ναι ο ί­διος ο Αργυ­ρίου. Εν α­γα­θό­τη­τα  και ό­χι α­πό δο­λιό­τη­τα, πα­ρέ­σερ­νε το στε­νό του κύ­κλο, καλ­λιερ­γώ­ντας λαν­θα­σμέ­νες ε­ντυ­πώ­σεις. Φύ­σει α­να­σφα­λής και μη ό­ντας σί­γου­ρος πως θα κα­τόρ­θω­νε να πραγ­μα­τώ­σει αυ­τήν την Ιστο­ρία, ό­πως την εί­χε αρ­χι­κά συλ­λά­βει, προς με­τρια­σμό του άγ­χους, εί­χε με­τα­τρέ­ψει έ­να πρό­βλη­μα δυ­να­το­τή­των σε χρο­νι­κό. Αδιά­κο­πα με­τρού­σε το χρό­νο, που χρειά­ζε­ται έ­να έ­κα­στο τμή­μα του εγ­χει­ρή­μα­τος.
Πριν την κη­δεία, στε­νός συγ­γε­νής του, ε­νη­μέ­ρω­νε δη­μο­σιο­γρά­φο, πως ο Αργυ­ρίου “λί­γο πριν μπει στο νο­σο­κο­μείο ο­λο­κλή­ρω­νε τον έ­να­το τό­μο, ό­που θα έ­κα­νε μια προ­σω­πι­κή α­πο­τί­μη­ση των σύγ­χρο­νων λο­γο­τε­χνών.” Επί­σης, πως “εί­χε αρ­χί­σει να γρά­φει την αυ­το­βιο­γρα­φία του.” Φί­λοι δια­τεί­νο­νταν πως τους έ­λε­γε ό­τι χρεια­ζό­ταν α­κό­μη δυο χρό­νια. Δη­λα­δή, πα­τώ­ντας τα 90, θα εί­χε και ε­πι­λο­γι­κό τό­μο και αυ­το­βιο­γρα­φία. Εκεί­νος, α­πλώς, ε­πα­να­λάμ­βα­νε το πα­λιό του κόλ­πο, με το ο­ποίο τα εί­χε άλ­λο­τε κα­τα­φέ­ρει. Τό­τε α­να­κοί­νω­νε στη συ­ντρο­φιά, τέ­λη της δε­κα­ε­τίας του ’80, ό­τι σκό­πευε να γρά­ψει μια ε­κτε­νή Ιστο­ρία νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Αρχι­κά, λο­γά­ρια­ζε να αρ­χί­σει α­πό το 1880, με  τη Γε­νιά  του Πα­λα­μά. Με­τά χα­μή­λω­σε τον πή­χυ.  Έθε­σε α­φε­τη­ρία “τα χρό­νια του Με­σο­πο­λέ­μου”, υ­πο­σχό­με­νος εν­δο­μύ­χως να ε­πα­νέλ­θει. Τό­τε, α­πο­χώ­ρη­σε α­πό το αρ­χι­τε­κτο­νι­κό γρα­φείο. Τό­τε, χώ­ρι­σε την Σε­ραϊνώ, ό­χι για μια Λε­λού­δα, ό­πως ο άλ­λος Κου­μπής στο «Γά­μο του Κα­ραχ­μέ­τη» του Πα­πα­δια­μά­ντη, αλ­λά για να ε­ξοι­κο­νο­μή­σει χρό­νο. Η σχέ­ση του με τον χρό­νο ή­ταν ί­δια με ε­κεί­νη του Σάι­λωκ με το χρυ­σά­φι.
Τό­τε, ό­μως, στην πα­ρέα, εί­χε α­πέ­να­ντί του έ­ναν άν­θρω­πο με χιού­μο­ρ, που, αν και λί­γο νεό­τε­ρος, ή­ξε­ρε να τον κου­μα­ντά­ρει προς τη σω­στή κα­τεύ­θυν­ση. Χω­ρίς την ψυ­χο­λο­γι­κή υ­πο­στή­ρι­ξη του Μ. Ανα­γνω­στά­κη και της Άντειας Χατ­ζι­δά­κη, ο Αργυ­ρίου δεν θα τα κα­τά­φερ­νε. Πα­ρο­μοίως, το 2009, α­κό­μη κι αν μα­κρο­η­μέ­ρευε, ό­πως α­να­λο­γού­σε στην κα­θα­ρό­τη­τα του νου του και στην ζω­τι­κό­τη­τά του, ού­τε ε­πι­λο­γι­κό τό­μο ού­τε αυ­το­βιο­γρα­φία θα ξε­κι­νού­σε. Το κα­θέ­να, για δια­φο­ρε­τι­κούς λό­γους. Πέ­ραν, ό­μως, των ό­ποιων εν­δό­μυ­χων προ­θέ­σεων του ί­διου, για ε­μάς τους άλ­λους, τους α­να­γνώ­στες του,  έ­νας ε­πι­λο­γι­κός τό­μος εί­ναι τε­λείως πε­ριτ­τός. Την προ­σω­πι­κή του α­πο­τί­μη­ση την έ­κα­νε ο Αργυ­ρίου σε ο­κτώ τό­μους. Μό­νο που την υ­πέ­βα­λε - δεν την κραύ­γα­σε. Και κα­λά η συγ­γε­νής να ελ­πί­ζει πως θα βρει κά­τι χει­ρο­πια­στό στο μαύ­ρο κου­τί που κλη­ρο­νό­μη­σε. Κά­τι προ­σι­τό στο ευ­ρύ κοι­νό. Αλλά ο φί­λος; Εί­ναι δυ­να­τόν να γρά­φει και μά­λι­στα, σε κεί­με­νο που ε­πέ­χει θέ­ση νε­κρο­λο­γίας, πως “ο Αργυ­ρίου δεν πρό­λα­βε να δει τε­λειω­μέ­νο το έρ­γο του”; Πως αυ­τό “δια­κό­πη­κε στο πιο κρί­σι­μο ση­μείο του, στο ση­μείο της ο­λο­κλή­ρω­σής του”; Και στη συ­νέ­χεια να δια­βε­βαιώ­νει ό­τι ο Αργυ­ρίου “εί­χε αρ­χί­σει να γρά­φει τον έ­να­το, τον τε­λευ­ταίο και ση­μα­ντι­κό­τε­ρο τό­μο του, που θα α­πο­τε­λού­σε το κρι­τι­κό ε­ξα­γό­με­νο των γραμ­μα­το­λο­γι­κών γε­γο­νό­των που α­φη­γεί­ται στους ο­κτώ πρώ­τους τό­μους”;
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, για τον Αργυ­ρίου, ο με­τα­νε­ο­τε­ρι­κός νε­ο­λο­γι­σμός “α­φη­γεί­ται” εί­ναι πέ­ρα για πέ­ρα α­δό­κι­μος και ά­στο­χος. Άλλο α­φη­γού­μαι και άλ­λο γρά­φω Ιστο­ρία. Ύστε­ρα, πώς εί­ναι δυ­να­τόν να α­πο­φαί­νε­ται κά­ποιος πως το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο τμή­μα ε­νός έρ­γου εί­ναι μια πι­θα­νή συ­νέ­χεια, που δεν υ­λο­ποιή­θη­κε; Μό­νο το χει­ρο­πια­στό α­πο­τι­μά­ται. Ει­δάλ­λως, πρό­κει­ται για έμ­με­σο τρό­πο ε­λα­χι­στο­ποίη­σης της α­ξίας του έρ­γου. Όσο για το ε­ξα­γό­με­νο, ό­ποιος έ­χει δια­βά­σει και μό­νο τις ει­σα­γω­γές του σε αν­θο­λο­γίες και γραμ­μα­το­λο­γίες μίας 60ντα­ε­τίας, ό­χι μό­νο 40ντα­ε­τίας, το γνω­ρί­ζει.


Τέτοια μέρα, πριν επτά χρόνια


Κα­κή τύ­χη να περ­νάς στους κε­κοι­μη­μέ­νους η­μέ­ρα Πα­ρα­σκευή και μά­λι­στα α­πό­γευ­μα,  ό­ταν έ­χουν πλέ­ον κλεί­σει τα φύλ­λα του Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κου. Στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, η πρώ­τη μνεία στον Τύ­πο γί­νε­ται Δευ­τέ­ρα, ο­πό­τε, κα­τά κα­νό­να, καί­τοι λαν­θα­σμέ­νος, χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως χρο­νι­κός προσ­διο­ρι­σμός το προ­χθές. Πολ­λές φο­ρές, η κα­τα­χώ­ρη­ση του θα­νά­του συν­δυά­ζε­ται με ε­κεί­νη της κή­δευ­σης, σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, α­να­βάλ­λε­ται για την Τρί­τη, πα­ρα­μέ­νει, ω­στό­σο, το προ­χθές, συ­σκο­τί­ζο­ντας α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τις βι­βλιο­γρα­φι­κές κα­τα­γρα­φές. Στην πε­ρί­πτω­ση του Αλέ­ξαν­δρου Αργυ­ρίου, μό­νο στο «Έθνος», στο φύλ­λο της Δευ­τέ­ρας, 25 Μαΐ 2009, υ­πάρ­χει η α­κρι­βής α­να­φο­ρά: “Έφυ­γε την Πα­ρα­σκευή σε η­λι­κία 88 ε­τών ο ι­στο­ριο­γρά­φος της σύγ­χρο­νης Ελλη­νι­κής Λο­γο­τε­χνίας.” Ακο­λου­θεί η πα­ρά­θε­ση βιο­γρα­φι­κού, α­να­πλα­σμέ­νου  κα­τά τον γνω­στό στομ­φώ­δη τρό­πο σύ­ντα­ξης των νε­κρο­λο­γιών. Το δη­μο­σίευ­μα κλεί­νει με δή­λω­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, που συν­δυά­ζε­ται με αγ­γε­λία της κη­δείας για την ε­πο­μέ­νη, στις 3 μ.μ., στο Α΄ Νε­κρο­τα­φείο, δη­μο­σία δα­πά­νη. Ήταν πα­ρα­μο­νές ε­κλο­γών. 7 Ιουν. οι Ευ­ρωε­κλο­γές, 10 Οκτ. οι Βου­λευ­τι­κές. Πέ­μπτο κόμ­μα ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, 4,16% και 5,ο4% α­ντι­στοί­χως. Στα “κοι­νω­νι­κά” του φύλ­λου δεν υ­πάρ­χει κα­τα­χώ­ρη­ση της κη­δείας.
Μό­νο στην ε­φη­με­ρί­δα «Τα Νέ­α», στο φύλ­λο της Δευ­τέ­ρας, βρί­σκε­ται ο ερ­γέ­νης Αργυ­ρίου με υιό, α­δελ­φό, βα­φτι­στή­ρα, α­νί­ψια και λοι­πούς συγ­γε­νείς. Εδώ, αλ­λά­ζουν οι προ­τε­ραιό­τη­τες σε ό­νο­μα και σε ε­παγ­γελ­μα­τι­κές α­σχο­λίες. Κη­δεύου­με τον Αλέ­ξαν­δρο Στα­μα­τίου Κου­μπή. Από κά­τω, ε­ντός πα­ρεν­θέ­σεως, με μι­κρό­τε­ρα τυ­πο­γρα­φι­κά στοι­χεία, το Αλέ­ξαν­δρος Αργυ­ρίου. Επό­με­νη α­ρά­δα, πά­ντα με ψι­λά: Πο­λι­τι­κός Μη­χα­νι­κός – Με­λε­τη­τής Λο­γο­τε­χνίας. Πρό­κει­ται για υ­πο­βάθ­μι­ση ε­νός εύη­χου ό­σο και πα­νέ­ξυ­πνου ψευ­δώ­νυ­μου, που συ­μπλή­ρω­νε τό­τε 62 έ­τη α­πο­κλει­στι­κής χρή­σης. Σε πό­σα, ά­ρα­γε, δη­μο­σιεύ­μα­τα εμ­φα­νί­στη­κε; Απί­θα­νο να υ­πάρ­ξει Βι­βλιο­γρα­φία Αργυ­ρίου. Να ή­ταν ποιη­τής ή μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος, κά­τι θα γι­νό­ταν. Ο ί­διος, το 1993, εί­χε ξε­κι­νή­σει μία πρώ­τη βι­βλιο­γρα­φι­κή εγ­γρα­φή, πε­ρι­συλ­λέ­γο­ντας πε­ρί τα 300 κεί­με­να. Το βά­πτι­σμα του πυ­ρός του Αργυ­ρίου, ως ψευ­δώ­νυ­μο κρι­τι­κού, έ­γι­νε στο με­τα­πο­λε­μι­κό πε­ριο­δι­κό του Δημ. Φω­τιά­δη, τα «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα». Όχι την πρώ­τη πε­ρίο­δο, τη διε­τία 1945-1947, αλ­λά την δεύ­τε­ρη, ό­ταν τα πράγ­μα­τα εί­χαν αρ­χί­σει να α­γριεύουν. Στο πέ­μπτο φύλ­λο της δεύ­τε­ρης πε­ριό­δου, 15 Νοε. 1947, σα­ρά­ντα μέ­ρες αρ­γό­τε­ρα, προέ­κυ­ψε η λε­γό­με­νη Κυ­βέρ­νη­ση του Βου­νού, προ­σω­ρι­νή την εί­χαν ο­νει­ρευ­τεί, με πο­θη­τή έ­δρα την Κό­νι­τσα. Τε­λι­κά, έ­μει­νε, ό­σο κρά­τη­σε, πε­ρι­πλα­νώ­με­νη στα βό­ρεια της Πίν­δου.
Δεν ή­ταν δυ­να­τόν, ο 26χρο­νος Κου­μπής, φρέ­σκος α­πό­φοι­τος του Ε­ΜΠ, με το στρα­τιω­τι­κό σε εκ­κρε­μό­τη­τα, να φι­γου­ρά­ρει σε α­ρι­στε­ρά έ­ντυ­πα. “Πε­ριο­δι­κό της ζω­ντα­νής σκέ­ψης”, ή­ταν ο υ­πό­τιτ­λος, ή­τοι πε­ριο­δι­κό της Αρι­στε­ράς. Πά­ντως, τα δι­κά του κεί­με­να το μό­νο που α­νέ­τρε­παν ή­ταν τα κρι­τι­κά ή­θη. Την πρώ­τη κρι­τι­κή του, ο κρι­νό­με­νος συγ­γρα­φέ­ας την ε­ξέ­λα­βε ως δυ­σμε­νή. Ήταν ο Γιώρ­γος Δέ­λιος, Θεσ­σα­λο­νι­κιός γα­ρ, του έ­στει­λε ευ­χα­ρι­στή­ριο δελ­τά­ριο. Ο Αργυ­ρίου πί­στευε πως τον εί­χε πε­ρά­σει για τον Αυ­γέ­ρη, που ή­ταν α­πό τους βα­σι­κούς συ­νερ­γά­τες του πε­ριο­δι­κού. Ήταν για το τρί­το βι­βλίο του Δέ­λιου, τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των «Μου­σι­κή δω­μα­τίου», με­τά δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Σε ει­ρη­νι­κούς και­ρούς, άλ­λο ψευ­δώ­νυ­μο δεν προέ­κυ­ψε. Ωστό­σο, πριν το Αργυ­ρίου, αλ­λά και πα­ράλ­λη­λα, σε φοι­τη­τι­κό έ­ντυ­πο της Αρι­στε­ράς, εί­χε δο­κι­μά­σει έ­να άλ­λο, ε­λά­χι­στα ευ­φά­ντα­στο, Αλέ­κος Ευ­στα­θίου, κα­τα­γε­γραμ­μέ­νο α­πό τον Κ. Ντε­λό­που­λο.
Ο θά­να­τος του Αργυ­ρίου, σε ε­κεί­νο το δευ­τε­ριά­τι­κο φύλ­λο των «Νέων», κα­τα­χω­ρεί­ται και στα πε­ριε­χό­με­να του πο­λι­τι­στι­κού έν­θε­του. Το δη­μο­σίευ­μα εκ­κι­νεί με η­χη­ρό τίτ­λο, «Η ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία έ­χα­σε τον κρι­τι­κό της» και α­ντί­στοι­χο πλα­γιό­τιτ­λο: “Κο­ρυ­φαίος με­λε­τη­τής της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Ο α­κα­τα­πό­νη­τος Αλέ­ξαν­δρος Αργυ­ρίου πέ­θα­νε στα 88 του χρό­νια α­φή­νο­ντας πί­σω του μο­να­δι­κό έρ­γο.” Σύ­ντο­μο και α­νυ­πό­γρα­φο το δη­μο­σίευ­μα στον «Ελεύ­θε­ρο Τύ­πο», ση­μειώ­νει: “Υπήρ­ξε για πολ­λούς ο τε­λευ­ταίος κρι­τι­κός με ευ­ρύ­τα­τη γνώ­ση της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, που ε­πη­ρέ­α­σε κα­θο­ρι­στι­κά την ε­ξέ­λι­ξή της.” Με την α­πού­σα, ό­μως, σε άλ­λες ε­φη­με­ρί­δες πλη­ρο­φο­ρία, ό­τι “ερ­γά­στη­κε κά­νο­ντας με­λέ­τες για το ο­πλι­σμέ­νο και προ­ε­ντε­τα­μέ­νο σκυ­ρό­δε­μα.” Ένα α­κό­μη συ­ντο­μό­τε­ρο ση­μείω­μα δη­μο­σιεύε­ται στην «Απο­γευ­μα­τι­νή». Ενυ­πό­γρα­φο, κα­τα­χω­ρεί­ται στο κά­τω μέ­ρος της σε­λί­δας «Ωραία Ζωή». Εί­χε, ά­ρα­γε, μία ω­ραία ζωή ο Αργυ­ρίου;
Στην «Ελευ­θε­ρο­τυ­πία», το δη­μο­σίευ­μα ξε­κι­νά με την α­πό­φαν­ση:  “Σπου­δαίος δια­νο­η­τής. Αυ­θε­ντία στη με­λέ­τη και κρι­τι­κή της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας που πο­τέ, ό­μως, δεν λει­τούρ­γη­σε ως τέ­τοια. Μια νη­φά­λια α­ρι­στε­ρή φω­νή που, ό­μως, δεν έ­φε­ρε τον ναρ­κισ­σι­σμό της ι­δε­ο­λο­γίας και της γνώ­σης της.” Προ­φα­νώς, ο συ­ντά­κτης το α­να­φέ­ρει ως προ­σόν. Στην πε­ρί­πτω­ση, ό­μως, του Αργυ­ρίου, λι­γό­τε­ρη α­να­σφά­λεια  θα του ο­μόρ­φαι­νε τη ζωή. Η «Κα­θη­με­ρι­νή», εί­ναι η δεύ­τε­ρη ε­φη­με­ρί­δα, που κα­τα­χω­ρεί την κη­δεία στα “κοι­νω­νι­κά”. Η δη­μο­σιο­γρα­φι­κή κά­λυ­ψη, στο κά­τω μέ­ρος της σε­λί­δας, αλ­λά γεν­ναιό­δω­ρη. Ο τίτ­λος, «Αλέ­κος Αργυ­ρίου: ο “μη­χα­νι­κός” της λο­γο­τε­χνίας», ε­πι­τρέ­πει έ­να α­φη­γη­μα­τι­κό ξε­κί­νη­μα: “Ήταν για ό­λους «ο Αλέ­κος». Και αυ­τή η οι­κεία προ­σφώ­νη­ση εί­χε α­πε­ριό­ρι­στο σε­βα­σμό, διαρ­κές νοιά­ξι­μο και α­διαμ­φι­σβή­τη­τη α­να­γνώ­ρι­ση της πο­ρείας και της α­ξίας του Αλέ­κου Αργυ­ρίου στον χώ­ρο της κρι­τι­κής και της ι­στο­ρίας της λο­γο­τε­χνίας για πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό 60 χρό­νια.” Ο συ­ντά­κτης μάλ­λον     ω­ραιο­ποιεί, κα­θώς η πρώ­τη βρά­βευ­ση, με Κρα­τι­κό Βρα­βείο Δο­κι­μίου, ήρ­θε μό­λις το 1984. Και μια δεύ­τε­ρη,  το Με­γά­λο Βρα­βείο Γραμ­μά­των, το 1998. Το Αρι­στείο δεν του δό­θη­κε πο­τέ. Μπή­κε στη ζυ­γα­ριά το βά­ρος των υ­πο­ψη­φίων, ό­που οι τό­μοι της Ιστο­ρίας του δεν κα­τόρ­θω­σαν να υ­πε­ρι­σχύ­σουν του ση­μα­ντι­κού ε­κτο­πί­σμα­τος του συ­νυ­πο­ψή­φιου. 
Κα­τά τα άλ­λα, “δεν έ­σβη­σε στον Ευαγ­γε­λι­σμό”, αλ­λά στην ι­διω­τι­κή κλι­νι­κή Απολ­λώ­νειο, ό­που τον πή­γαν με την εμ­φά­νι­ση των πρώ­των πε­ρι­πλο­κών μιας πνευ­μο­νίας, που δεν εί­χε έ­γκαι­ρα α­ντι­με­τω­πι­σθεί. Ο ί­διος δεν ή­θε­λε το συ­γκε­κρι­μέ­νο νο­σο­κο­μείο. Εκεί εί­χε α­πο­βιώ­σει η συ­νά­δελ­φος, πρώην σύ­ζυ­γος και ε­σα­εί σύ­ντρο­φος  Άντεια Χατ­ζι­δά­κη. Φροϋδι­κώς, μια σχέ­ση, που πρό­σφε­ρε μη­τρι­κή προ­στα­σία. Αν ε­κεί­νη δεν εί­χε φύ­γει, θα προ­λά­βαι­νε τις πε­ρι­πλο­κές. Μό­νος του, “δεν μπό­ρε­σε να ξε­πε­ρά­σει αυ­τό το κα­ζί­κι.” “Νο­ση­λευό­ταν δυο μή­νες”.  “Λί­γος ο κό­σμος που βρέ­θη­κε στο Α΄ Νε­κρο­τα­φείο. Πε­ρισ­σό­τε­ροι αρ­χι­τέ­κτο­νες, μη­χα­νι­κοί, πο­λε­ο­δό­μοι. Οι άν­θρω­ποι της λο­γο­τε­χνίας ή­ταν φα­νε­ρά λι­γό­τε­ροι. Ήταν ό­μως ό­λοι βα­θιά θλιμ­μέ­νοι.” Αυ­τοί, που α­νέ­λα­βαν τους δη­μό­σιους α­πο­χαι­ρε­τι­σμούς, εί­χαν ε­τοι­μά­σει τα με­γά­λα λό­για: “Ο πιο ση­μα­ντι­κός δρα­μα­το­λό­γος του δεύ­τε­ρου μι­σού του 20ου αιώ­να”, “ο άν­θρω­πος με το κα­θα­ρό μυα­λό, την ι­διαί­τε­ρη ι­στο­ρι­κή ο­ξύ­νοια, την ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη η­θι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα”. Και μία με­γά­λη α­λή­θεια: “Ζού­σε και α­νέ­πνεε ως μέ­ρος της λο­γο­τε­χνίας, προ­σέ­φε­ρε τη ζωή του, θυ­σιά­ζο­ντας με γεν­ναιό­τη­τα και αυ­τα­πάρ­νη­ση τις χα­ρές του βίου του.” Εί­ναι η πολ­λο­στή α­να­φο­ρά στην Ιστο­ρία του. Ου­σια­στι­κά, αυ­τή α­πο­τε­λεί τον πυ­ρή­να ό­λων των δη­μο­σιευ­μά­των, δη­μο­σιο­γρα­φι­κών και μη.
Για τον ί­διο, ε­πι­ση­μαί­νο­νται ι­διό­τη­τες, ό­πως “φυ­σι­κή ευ­γέ­νεια”, αυ­το­δί­δα­κτος, ε­ρα­σι­τέ­χνης, “ο δι­κός μας άν­θρω­πος που καλ­λιέρ­γη­σε α­πο­κλει­στι­κά το χω­ρα­φά­κι της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας και λο­γο­τε­χνίας”, “ο άν­θρω­πος μιας γε­νιάς που διέ­θε­τε λε­βε­ντιά” ή, α­κό­μη, “ζω­ντα­νή ι­στο­ρία της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας”. Και άλ­λους οι­στρή­λα­τους ε­παί­νους. Στις νε­κρο­λο­γίες, φί­λοι και ο­μό­τε­χνοι συ­χνά αυ­το­προ­βάλ­λο­νται, διαν­θί­ζο­ντας με αρ­κε­τές α­να­κρί­βειες τις α­να­φο­ρές τους σε γε­γο­νό­τα ή και κου­βέ­ντες του α­πο­θα­νό­ντος. Άβου­λος ε­κεί­νος, θέ­λο­ντας και μη τα α­πο­δέ­χε­ται.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 22/5/2016.

Πέραν της διηγηματογραφίας

$
0
0
Η. Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος
«Υπο­κεί­με­να»
Εκδ. Γα­βριη­λί­δης
Δεκ. 2014


Ο Η. Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος, ο ε­πι­λε­γό­με­νος “ο­λι­γο­γρά­φος”, ε­κτός διη­γη­μα­τι­κών «Απά­ντων» και ε­κτός τριών τό­μων με “α­να­φο­ρές” σε συ­γκε­κρι­μέ­νους πε­ζο­γρά­φους (Νί­κος Κα­χτί­τσης, Πα­πα­δια­μά­ντης, Ανδρέ­ας Καρ­κα­βί­τσας), συ­μπλή­ρω­σε τρεις ε­πι­πλέ­ον τό­μους, κα­τά μέ­σο ό­ρο των 300 σε­λί­δων έ­κα­στος.    Τρεις τό­μοι, χω­ρίς προ­λό­γους, ού­τε ε­πι­λο­γι­κά ση­μειώ­μα­τα, μό­νο με έ­να σύ­ντο­μο κεί­με­νο, που τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Αντί προ­λό­γου» και στο ο­ποίο δί­νε­ται προσ­διο­ρι­σμός, έ­κτα­σης μίας μό­λις προ­τά­σεως, των συ­γκε­ντρω­μέ­νων κει­μέ­νω­ν: “Στο βι­βλίο πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται κρι­τι­κά, δο­κι­μια­κά και άλ­λα, ποι­κί­λα κεί­με­να, ό­πως δη­μο­σιεύ­τη­καν κα­τά και­ρούς σε ε­φη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά.” Από αυ­τήν την βρα­χύ­λο­γη δια­τύ­πω­ση, ε­πι­λέ­γε­ται το υ­πο­κεί­με­νο, δη­λα­δή η λέ­ξη “κεί­με­να”, με την ο­ποία συ­ντί­θε­νται οι τρεις τίτ­λοι, δια ε­πι­λο­γής, ως πρώ­του συν­θε­τι­κού, μιας πρό­θε­σης. Πρώ­τη ε­πι­λο­γή, η πρό­θε­ση “πα­ρά”, η ο­ποία δί­νει τον τίτ­λο, «Πα­ρα­κεί­με­να», που, καί­τοι προ­φα­νής ε­πι­λο­γή, ως δη­λω­τι­κός της ύ­παρ­ξης ε­νός αρ­χι­κού κει­μέ­νου α­να­φο­ράς, χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε “ευ­ρη­μα­τι­κός”, και δι­καίως, α­φού, πα­ρά το πλή­θος πα­ρό­μοιων κει­με­νι­κών συ­να­γω­γών, δεν εί­χε χρη­σι­μο­ποιη­θεί πριν το 1983, ο­πό­τε και κα­το­χυ­ρώ­θη­κε στον Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λο. Ως τίτ­λος πρω­τό­τυ­πος, θα μπο­ρού­σε να χρη­σι­μο­ποιη­θεί και για τους ε­πό­με­νους τό­μους, δια της προ­σθή­κης αύ­ξο­ντος α­ριθ­μού, ως εί­θι­σται.
    Εκεί­νος, ω­στό­σο, προ­τί­μη­σε την αλ­λα­γή τίτ­λου, ε­πι­λέ­γο­ντας για τον δεύ­τε­ρο τό­μο την πρό­θε­ση “α­πό”, που κα­τα­λή­γει στην τιτ­λο­φό­ρη­ση, «Απο­κεί­με­να». Μάλ­λον α­τυ­χής πρό­κρι­ση, δε­δο­μέ­νου ό­τι πρό­κει­ται για νεό­πλα­στη λέ­ξη, η ο­ποία, ως πρώ­τη έν­νοια δη­λώ­νει κεί­με­νο μα­κράν ευ­ρι­σκο­μέ­νου ε­κεί­νου στο ο­ποίο α­να­φέ­ρε­ται, αλ­λά και δευ­τε­ρευό­ντως, το πα­ρα­γκω­νι­σμέ­νο κεί­με­νο. Όπως και να έ­χει, με αυ­τές τις δυο ε­πι­λο­γές, ε­ξαν­τλή­θη­καν οι έ­ξι κύ­ριες προ­θέ­σεις της “κοι­νής νε­ο­ελ­λη­νι­κής”, α­φού οι λοι­πές τέσ­σε­ρις, ως συν­θε­τι­κά τίτ­λου, δεν α­πέ­δι­δαν συ­να­φές νό­η­μα.  Εξ ου, για τον τρί­το τό­μο, στά­θη­κε α­να­γκαία η κα­τα­φυ­γή στην Αρχαία Ελλη­νι­κή, με τις 18 δια­θέ­σι­μες κύ­ριες προ­θέ­σεις. Η ε­πι­λο­γή της πρό­θε­σης “υ­πό” ο­δή­γη­σε στον τίτ­λο  «Υπο­κεί­με­να». Πο­λύ­ση­μος μεν, αλ­λά, κα­τά μία πρώ­τη έν­νοια ευ­στα­θεί, κα­θώς δη­λώ­νει το θέ­μα του λό­γου. Ταυ­τό­χρο­να, ό­μως,  ση­μαί­νει κεί­με­νο ε­ξαρ­τη­μέ­νο α­πό το α­να­φε­ρό­με­νο και δη, σε σχέ­ση υ­πο­τα­κτι­κή. Ανε­ξάρ­τη­τα αν τα κεί­με­να του Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου, το συ­χνό­τε­ρο δεν πα­ρα­μέ­νουν υ­πό του σχο­λια­ζο­μέ­νου, αλ­λά το πο­λιορ­κούν, κα­τά τέ­τοιο τρό­πο, ώ­στε να α­πο­κα­λυ­φθούν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μη εμ­φα­νή στον τυ­χό­ντα βι­βλιο­πα­ρου­σια­στή. Άλλω­στε, έ­τσι κι αλ­λιώς, α­πο­μέ­νει μό­λις μία α­κό­μη πρό­σφο­ρη πρό­θε­ση, το “πε­ρί”, που, ό­μως, ο­δη­γεί στον τίτ­λο, “πε­ρι­κεί­με­να”, ο ο­ποίος φέ­ρει την βα­ριά σκιά του συ­νο­μή­λι­κού του συγ­γρα­φέα, γάλ­λου θεω­ρη­τι­κού Ζε­ράρ Ζε­νέτ.
   Πέ­ραν της νο­η­μα­το­δο­τή­σεως των κει­μέ­νων μέ­σω της τιτ­λο­φό­ρη­σης των τό­μων, ο μό­νος πε­ραι­τέ­ρω σχο­λια­σμός, που υ­πάρ­χει σε αυ­τά τα “α­ντί προ­λό­γου” ση­μειώ­μα­τα, εί­ναι το χρο­νο­λο­γι­κό ά­νοιγ­μα των τριών συ­να­γω­γώ­ν: “1962-1983”, “1984-2000”, “α­πό το 2000 μέ­χρι και το 2013”. Από το ο­ποίο, ο συγ­γρα­φέ­ας τους ε­ξά­γει το συ­μπέ­ρα­σμα: “Και, ε­πο­μέ­νως, η συ­νο­λι­κή συ­γκο­μι­δή και των τριών βι­βλίων πε­ρι­λαμ­βά­νει έρ­γα 51 ε­τών.” Καί­τοι δυο οι ε­πι­με­λη­τές του βι­βλίου, το lapsus calami διέ­φυ­γε. Κα­τ’ αρ­χήν, ο δεύ­τε­ρος τό­μος κα­λύ­πτει την πε­ρίο­δο 1984-1999. Και το κυ­ριό­τε­ρο, το ά­θροι­σμα των ε­τών εί­ναι, προ­φα­νώς, 52. Το πρώ­το έ­τος εί­ναι το 1962, κα­τά το ο­ποίο έ­γι­νε η πρώ­τη εμ­φά­νι­ση του συγ­γρα­φέα, στο δεύ­τε­ρο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Αργώ» της Κα­βά­λας, με το κεί­με­νο, «Για τον ελ­λη­νι­κό κι­νη­μα­το­γρά­φο». Στο ί­διο τεύ­χος, δη­μο­σιεύε­ται και κρι­τι­κή θε­α­τρι­κής πα­ρά­στα­σης, που ο συγ­γρα­φέ­ας δεν έ­κρι­νε ά­ξια α­να­δη­μο­σίευ­σης. Όπως ε­ξαι­ρεί και μία βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση, δη­μο­σιευ­μέ­νη στο τρι­πλό και τε­λευ­ταίο τεύ­χος αυ­τού του μη­νιαίου πε­ριο­δι­κού, στο ο­ποίο, πα­ρό­τι υ­πήρ­ξε ο­λι­γό­ζωο, διάρ­κειας μό­λις έ­ξι μη­νών, ο Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος πρό­λα­βε να κά­νει και την πρώ­τη του εμ­φά­νι­ση ως διη­γη­μα­το­γρά­φος. Αυ­τήν, ψευ­δω­νύ­μως. Σε α­ντί­θε­ση με άλ­λους συγ­γρα­φείς, αυ­τός έ­χει χρη­σι­μο­ποιή­σει έ­να και μο­να­δι­κό ψευ­δώ­νυ­μο, το Χι­λιώ­της, με δυο πα­ραλ­λα­γές μι­κρού ο­νό­μα­τος, Θα­νά­σης και Ηλίας, στα δυο πε­ριο­δι­κά της Κα­βά­λας και το «Αντί». Και αυ­τά, κα­τά την πρώ­τη πε­ρίο­δο, μάλ­λον εξ α­νά­γκης. 
    Εδώ, ας α­να­φέ­ρου­με τις χρο­νο­λο­γίες έκ­δο­σης των τό­μων. Ο πρώ­τος κυ­κλο­φό­ρη­σε προς τα τέ­λη του 1983, πά­ντως, με­τά τις 2 Ιου­λίου, η­μέ­ρα της πα­ραί­τη­σής του α­πό το στρά­τευ­μα, ό­που υ­πη­ρέ­τη­σε ως μό­νι­μος στρα­τιω­τι­κός για­τρός. Ο δεύ­τε­ρος, το 2000. Ο τρί­τος, Δεκ. 2014. Η κα­τα­μέ­τρη­σή τους α­πο­φέ­ρει: πρώ­τος τό­μος, 37 κεί­με­να, δεύ­τε­ρος τό­μος, 59 (ό­που συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται έ­να δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1966, έ­να α­δη­μο­σίευ­το και ο­μι­λίες), τρί­τος, 79 (κα­θώς συ­γκε­ντρώ­νο­νται και πα­λαιό­τε­ρα κεί­με­να, που δεν εί­χαν συ­μπε­ρι­λη­φθεί στους δυο πρώ­τους τό­μους, ε­πί­σης, να ση­μειώ­σου­με, πως, σε έ­να κεί­με­νο, «Μπο­στ: μία ε­πι­στο­λή», έ­χει πα­ρα­λη­φθεί η πα­ρα­πο­μπή δη­μο­σίευ­σης, που εί­ναι στο Λεύ­κω­μα Μπο­στ, 1996).         
    Τα κεί­με­να συ­γκε­ντρώ­νο­νται σε ε­νό­τη­τες, διαι­ρού­με­νες σε κε­φά­λαια, ό­που οι τίτ­λοι τους δια­φο­ρο­ποιού­νται στους τρεις τό­μους, α­ντι­κα­το­πτρί­ζο­ντας τα θε­μα­τι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα της κά­θε πε­ριό­δου. Εκτός α­πό τον χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας, στους δυο πρώ­τους τό­μους, υ­πάρ­χει η ε­νό­τη­τα “κι­νη­μα­το­γρά­φος”, ε­πί­σης, στον πρώ­το, “τα λη­στρι­κά” και “γλώσ­σα”, ε­νώ, στον δεύ­τε­ρο, “τυ­πο­γρα­φία” και “στρα­τιω­τι­κός βίος”. Πά­ντως, ή­δη α­πό τον δεύ­τε­ρο τό­μο, πα­ρα­τη­ρεί­ται με­γα­λύ­τε­ρη μέ­ρι­μνα για τις ο­μα­δο­ποιή­σεις, ό­πως δεί­χνει και η κά­ποια εκ­ζή­τη­ση στην τιτ­λο­φό­ρη­σή τους. Η πρώ­τη ε­νό­τη­τα, η λο­γο­τε­χνι­κή, τιτ­λο­φο­ρεί­ται στα­θε­ρά “συγ­γρα­φείς και κεί­με­να”, πι­θα­νώς ε­πη­ρε­α­ζό­με­νος ο συγ­γρα­φέ­ας α­πό τον γε­νι­κό τίτ­λο της με­τα­θα­νά­τιας έκ­δο­σης των τό­μων με κρι­τι­κές του Βά­σου Βα­ρί­κα, ό­που ο πρώ­τος τό­μος κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1975, τέσ­σε­ρα χρό­νια με­τά τον θά­να­τό του. Εδώ, τα ε­πι­μέ­ρους κε­φά­λαια πα­ραλ­λάσ­σου­ν: “πε­ζο­γρά­φοι”, “ποιη­τές”, που ου­σια­στι­κά ση­μαί­νει τους δυο συ­μπο­λί­τες, ε­πι­στή­θιους φί­λους του, Τά­κη Σι­νό­που­λο – Γιώρ­γη Παυ­λό­που­λο, και “σύ­ντο­μες α­να­φο­ρές”. Ενώ, για ο­ρι­σμέ­νους προ­σφι­λείς του συγ­γρα­φείς, προ­βλέ­πο­νται ι­διαί­τε­ρες ε­νό­τη­τες. Στον δεύ­τε­ρο τό­μο: “Πε­ντζί­κης και Σκα­ρί­μπας”, “ο άλ­λος Αλέ­ξαν­δρος”. Στον τρί­το, κά­τω α­πό τον τίτ­λο, «Οδο­δεί­κτες»: Πα­πα­δια­μά­ντης, Καρ­κα­βί­τσας, Σκα­ρί­μπας, Πε­ντζί­κης. Η δεύ­τε­ρη ε­νό­τη­τα φέ­ρει βυ­ζα­ντι­νό τίτ­λο, δά­νειο α­πό το «Μέ­γα Ετυ­μο­λο­γι­κόν», “υ­πο­φυλ­λί­δες”, α­ντί του κοι­νό­το­που “ε­πι­φυλ­λί­δες”. Ενώ, στον τρί­το τό­μο, η κα­τα­λη­κτι­κή ε­νό­τη­τα, με τα σύ­ντο­μα δη­μο­σιεύ­μα­τα, τιτ­λο­φο­ρεί­ται με τον τε­χνι­κό ό­ρο, “πα­ρέ­κτα­μα”. Κα­τά τα άλ­λα, σε κά­θε ε­πι­μέ­ρους κε­φά­λαιο, η πα­ρά­τα­ξη των κει­μέ­νων α­κο­λου­θεί τη χρο­νο­λο­γι­κή τά­ξη της δη­μο­σίευ­σής τους.
   Μπο­ρεί ο σχο­λια­σμός των τίτ­λων, που ε­πι­χει­ρού­με, να δη­μιουρ­γεί ε­ντύ­πω­ση φι­λο­λο­γι­σμού, ω­στό­σο, στό­χος μας εί­ναι να φα­νεί η ι­διαί­τε­ρη φρο­ντί­δα του συγ­γρα­φέα για τα ε­κτός διη­γη­μα­το­γρα­φίας κεί­με­νά του. Αν και με ση­με­ρι­νούς ό­ρους, α­πα­ξά­πα­ντα, α­πό κρι­τι­κές μέ­χρι ε­πι­στο­λές προς ε­φη­με­ρί­δες και ση­μειώ­μα­τα, συ­νι­στούν α­φη­γή­σεις. Λ.χ., την ε­πι­στο­λή, με τίτ­λο «Δαι­μο­νι­κά», έ­νας νεό­τε­ρος συγ­γρα­φέ­ας, αν πο­τέ πε­τύ­χαι­νε στην α­φή­γη­σή του πα­ρό­μοιο λε­κτι­κό και υ­φο­λο­γι­κό τέ­μπο, θα την α­πο­κα­λού­σε “μπον­σάι” διή­γη­μα. Αυ­τές τις α­φη­γή­σεις, ο Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος τις δια­φο­ρο­ποιεί υ­φο­λο­γι­κά, α­νά­λο­γα με το τι θέ­λει να α­πο­δώ­σει.
    Με την πά­ρο­δο του χρό­νου, πά­ντως, το διή­γη­μά του γί­νε­ται πιο α­φη­γη­μα­τι­κό, α­φή­νο­ντας με­γα­λύ­τε­ρα πε­ρι­θώ­ρια σε μία πλέ­ον συ­γκι­νη­σια­κή εκ­φρα­στι­κή. Ενώ, ο κρι­τι­κής φύ­σεως σχο­λια­σμός πα­ρα­μέ­νει μεν πε­ριε­κτι­κός, κα­θί­στα­ται, ό­μως, πιο γεν­ναιό­δω­ρος ως προς το κο­σμη­τι­κό ε­πί­θε­το. Και στα δυο εί­δη λό­γου, ο συγ­γρα­φέ­ας δεί­χνει –ί­σως α­κρι­βέ­στε­ρα, ε­πι­τρέ­πει εις ε­αυ­τόν να εμ­φα­νί­ζε­ται– πιο ε­ξο­μο­λο­γη­τι­κός. Για πα­ρά­δειγ­μα, στις “σύ­ντο­μες α­να­φο­ρές” του τρί­του τό­μου, το «Δη­μο­τι­κό και αλ­φα­βή­τα», α­πο­τε­λεί έ­να κε­φά­λαιο αυ­το­βιο­γρα­φίας, η ο­ποία, αν πο­τέ γρα­φό­ταν, πα­ρα­μέ­νο­ντας πι­στή στο ι­διό­μορ­φο αρ­μο­λό­γη­μα μνή­μης και πραγ­μα­το­λο­γι­κών στοι­χείων, που κα­τορ­θώ­νει, α­πό μιας αρ­χής, ο συγ­γρα­φέ­ας, θα συ­νι­στού­σε έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα, που θα μπο­ρού­σε να ι­κα­νο­ποιή­σει το γού­στο του λο­γο­τε­χνι­κά ευαί­σθη­του, αλ­λά και να συ­ναρ­πά­σει τον έ­χο­ντα πε­ριο­ρι­σμέ­νη αι­σθη­τι­κή ε­μπει­ρία.
    Ο Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος, ω­στό­σο, μάλ­λον δεν θα γρά­ψει αυ­το­βιο­γρα­φία, κα­θώς δεν έ­χει εκ­δη­λώ­σει την πρό­θε­ση να πε­ρι­συλ­λέ­ξει, του­λά­χι­στον κα­τά συ­στη­μα­τι­κό τρό­πο, α­να­μνή­σεις. Ού­τε καν για έκ­δο­ση κά­ποιων τμη­μά­των α­πό την πο­λυ­πρό­σω­πη αλ­λη­λο­γρα­φία του φαί­νε­ται δια­τε­θει­μέ­νος να φρο­ντί­σει. Όχι λό­γω ελ­λεί­ψεως χρό­νου, αλ­λά για­τί γί­νε­ται μάλ­λον  προ­φα­νές, α­κό­μη και α­πό αυ­τήν την τό­σο προ­σεγ­μέ­νη συ­να­γω­γή κει­μέ­νων, πως του λεί­πει η διά­θε­ση. Το 2000, στον δεύ­τε­ρο τό­μο, το «Αντί προ­λό­γου», έ­κλει­νε με τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό χαι­ρε­τι­σμό των ε­πι­στο­λι­κών του κει­μέ­νων, το ε­λα­φρώς ει­ρω­νι­κό, “έρ­ρω­σθε”. “Έρρω­σθε και ευ­δαι­μο­νεί­τε”, “έρ­ρω­σθε και γρη­γο­ρεί­τε”, γε­νι­κώς, “έρ­ρω­σθε”. Στον τρί­το, μέ­νουν ως υ­πο­γρα­φή, τα αρ­χι­κά του. Και στην δε­ξιά σε­λί­δα, που προ­η­γεί­ται, ό­που α­να­γρά­φο­νται, στους άλ­λους τό­μους, οι α­φιε­ρώ­σεις (στον πρώ­το “Στη μνή­μη του πα­τέ­ρα μου, Χα­ρά­λα­μπου Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου – του Λα­μπά­κη”, στον δεύ­τε­ρο, “Μνή­μη Βαρ­βά­ρας και Λα­μπά­κη Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου”), πα­ρα­τί­θε­ται μία σε­λί­δα, με 109 μι­κρά ο­νό­μα­τα, που εκ­κι­νεί με τα Χα­ρά­λα­μπος, Βαρ­βά­ρα και κα­τα­λή­γει στο Ναυ­σι­κά. Συ­γκρα­τεί το μά­τι, τα Δαί­δα­λος, Επα­μει­νώ­ντας, Δα­νιή­λ, Ράλ­λης. Ο τίτ­λος της σε­λί­δας εί­ναι «Νε­κράν­θε­μα στη μνή­μη τους».
     Δια­βά­ζο­ντας την κρι­τι­κο­γρα­φία για τον Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λο, πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι ε­πα­νέρ­χο­νται δυο χα­ρα­κτη­ρι­σμοί. Για τον ί­διο, το “μά­στο­ρας”, για τα κεί­με­νά του, α­νε­ξαρ­τή­του εί­δους, η ε­παί­νε­ση, “κομ­ψο­τέ­χνη­μα”. Κα­τά μία ά­πο­ψη, δεν εί­ναι ά­στο­χοι. Ωστό­σο, στον πρώ­το υ­φέρ­πει η έν­νοια μιας ε­παγ­γελ­μα­τι­κής δε­ξιό­τη­τας, ε­νώ, στον δεύ­τε­ρο, υ­πε­ρι­σχύει η λε­πτο­τε­χνία ως δια­κο­σμη­τι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό. Σε αμ­φο­τέ­ρους, έ­να, κα­τ’ ε­μάς, κυ­ρίαρ­χο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του αν­θρώ­που και κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση, του συγ­γρα­φέα Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου  α­πο­μειού­ται. Εί­ναι αυ­τό, που δη­λώ­νε­ται α­πό τις εν θερ­μώ α­ντι­δρά­σεις του σε κοι­νω­νι­κά και κυ­ρίως λο­γο­τε­χνι­κά ε­ρε­θί­σμα­τα. Ίδιον με­σο­γεια­κού τα­μπε­ρα­μέ­ντου, μάλ­λον τρο­χι­σμέ­νου πα­ρά τι­θα­σευ­μέ­νου κα­τά την στρα­τιω­τι­κή θη­τεία. Ένας τρό­πος α­ντι­με­τώ­πι­σης, που μορ­φο­ποιεί­ται σε δη­μιουρ­γι­κή ορ­μή.
   Για να πε­ριο­ρι­στού­με στον σχο­λιο­γρά­φο, ο Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος ε­πι­λέ­γει συγ­γρα­φείς και κεί­με­να, για­τί τον εν­θου­σιά­ζουν συ­γκε­κρι­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τους. Αυ­τό α­πο­κα­λύ­πτει η ε­κλε­κτι­κό­τη­τα της θε­μα­τι­κής του. Πα­θιά­ζε­ται, λ.χ., με τη μα­κριά πο­λι­τι­στι­κή πα­ρά­δο­ση του τό­που. Δεν μπο­ρείς, ω­στό­σο, να του προ­σά­ψεις το­πι­κι­σμό, α­φού δεν πρό­κει­ται πε­ρί ε­νός τό­που. Αλλά, πε­ρί του τό­που ως ο­ντό­τη­τα και φο­ρέα λαϊκού πο­λι­τι­σμού. Στις βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις, προ­ε­ξάρ­χει η μνη­μό­νευ­ση του τό­που, φτά­νο­ντας να ε­πι­σκιά­ζει τη θε­μα­τι­κή. Σε σύ­νο­λο 22 κει­μέ­νων,  σε ε­πτά γί­νε­ται α­να­φο­ρά σε τό­πους της Μα­κε­δο­νίας, σε τρία της Ηπεί­ρου, σε πέ­ντε της Πε­λο­πον­νή­σου και α­κό­μη, ει­δι­κό­τε­ρα, σε Άρτα και Κέρ­κυ­ρα. Επί­σης, γί­νε­ται λό­γος για “τα­ξί­δια σε ό­λα τα πλά­τη και τα μή­κη της γης”, με α­φορ­μή βι­βλίο του συ­νο­μή­λι­κού του, Νί­κου Πα­πα­νά­στου, α­πό το Μου­ζά­κι της η­μιο­ρει­νής Ηλείας, που ή­ταν για χρό­νια μαρ­κό­νης σε πο­ντο­πό­ρα πλοία. Τέ­λος, υ­πάρ­χει το κεί­με­νο, «Σπου­δή Θα­νά­του», για τους ελ­λη­νι­κούς ορ­θό­δο­ξους τά­φους, ό­πως τους κα­τέ­γρα­ψε ο Ηλίας Πε­τρό­που­λος στο “Βι­βλίο των 2.400 φω­το­γρα­φιώ­ν”, «Ελλά­δος Κο­μη­τή­ρια».
     Όταν το α­γρο­τι­κό το­πίο πνέει τα λοί­σθια, ε­κεί­νος ε­ξυ­μνεί τον μυ­θι­κό χώ­ρο αυ­τού, που, στην βο­ρειο­δυ­τι­κή Πε­λο­πόν­νη­σο, άλ­λο­τε πο­τέ α­πο­κα­λού­σαν “χτή­μα”. Και μά­λι­στα, κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη, φέρ­νο­ντας δά­κρυα στα μά­τια ευαί­σθη­των ψυ­χών, ό­ταν α­φη­γεί­ται για “ε­κεί­να τα μι­κρά, ευώ­δη χα­μαι­κέ­ρα­σα, που ο πα­τέ­ρας του καλ­λιερ­γού­σε σε χρό­νους προ­πο­λε­μι­κούς στο χτή­μα τους”. Και ό­λα αυ­τά, σε μία κρί­σι­μη φά­ση γε­νι­κό­τε­ρης α­πώ­λειας. Από μία ά­πο­ψη, ε­κεί­νο, που α­κρι­βώς ε­πι­διώ­κει να πε­ρι­γρά­ψει ο Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος, εί­ναι ό­λα ό­σα ε­ξα­φα­νί­ζο­νται μέ­σω μιας νο­ση­ρής με­τάλ­λα­ξης, πο­λύ πιο ε­πώ­δυ­νης α­πό το ο­ρι­στι­κό τέ­λος. Όπως, λ.χ., το διή­γη­μα, που “ευ­δο­κι­μεί σε κλει­στό χώ­ρο και λει­τουρ­γεί υ­πό συν­θή­κες α­κραίας λι­τό­τη­τας και με­γί­στης συ­μπύ­κνω­σης”, για το ο­ποίο το κεί­με­νό του, «Διη­γη­μά­των βά­σα­νος». Τον συγ­γρα­φέα με “το πά­θος της λο­γο­τε­χνίας”, που αι­σθη­το­ποιεί μέ­σω της τό­σο α­γα­πη­τής σε αυ­τόν πε­ρί­πτω­σης του  Αλέ­ξαν­δρου Κοτ­ζιά. Ή, α­κό­μη, τον διη­γη­μα­το­γρά­φο, με το “έ­να το­μί­διο των 122 λέ­ξεω­ν”, που υ­πήρ­ξε ο Κώ­στας Καρ­κα­βί­τσας, ό­που “με­γα­λειώ­δεις οι πε­ρι­γρα­φές του κά­μπου...και στο βά­θος μα­κριά, η θά­λασ­σα να συν­δέει τον κά­μπο και τους αν­θρώ­πους του με τον πα­ρά­ξε­νο κό­σμο...” Αλλά και πέ­ραν της λο­γο­τε­χνίας, το εί­δος, που, μια φο­ρά και έ­ναν και­ρό, α­πο­κα­λού­σαν ε­φη­με­ρί­δα,  σε κεί­με­νο πε­ρί “την δευ­τέ­ρα αρ­χαιο­τέ­ρα”, του­τέ­στιν  “την κα­θη­με­ρι­νή ε­φη­με­ρί­δα «Πα­τρίς» Πύρ­γου (1902)”. Επί­σης, την α­δια­νό­η­τη για τον ε­σμό των ε­πο­χού­με­νων, πε­ζο­πο­ρία, ό­πως την α­ντι­λαμ­βα­νό­ταν ο πα­τρι­νός ια­τρο­φι­λό­σο­φος Χρί­στος Πο­λυ­βίου Κο­ρύλ­λος, ο ο­ποίος υ­πήρ­ξε “έ­νας φα­να­τι­κός ο­δοι­πό­ρος” και ε­ξέ­δω­σε τρία βι­βλία: «Πε­ζο­πο­ρία α­πό Πα­τρών εις Σπάρ­την», «Πε­ζο­πο­ρία α­πό Πα­τρών εις Τρί­πο­λιν», «Πε­ζο­πο­ρία α­πό Πα­τρών εις Κα­λά­μας».
   Τι κρί­μα, πα­ρό­μοια βι­βλία να μην φτά­νουν “στον α­να­γνώ­στη, τον πα­ρα­παίο­ντα στο εκ­δο­τι­κό μας πέ­λα­γος”.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 29/5/2016.

Φιλολογική βιογραφία

$
0
0
Αθη­νά Βο­γιατ­ζό­γλου
«Ποίη­ση και πο­λε­μι­κή.
Μια βιο­γρα­φία του Γιώρ­γου Κοτ­ζιού­λα»
Επί­με­τρο – Γλωσ­σά­ρι
Νί­κος Σα­ρα­ντά­κος
Εκδ. Κί­χλη, Δεκ. 2015


Εφέ­τος συ­μπλη­ρώ­νο­νται 60 χρό­νια α­πό τον θά­να­το του Γιώρ­γου Κοτ­ζιού­λα. Συν­δυά­ζο­ντας τις ση­μα­ντι­κές η­με­ρο­μη­νίες της ζωής του με τα ι­στο­ρι­κά συμ­βά­ντα, ό­πως το συ­νη­θί­ζουν οι βιο­γρα­φίες, χω­ρίς πά­ντο­τε να α­κρι­βο­λο­γούν, προ­κύ­πτουν τα ε­ξής:  Απε­βίω­σε στις 29 Αυγ. 1956, τριά­ντα χρό­νια με­τά τον ερ­χο­μό του στην Αθή­να, 22 Αυγ. 1926 (τη νύ­χτα 21 προς 22 Αυγ., ο Κον­δύ­λης α­να­τρέ­πει τον Πά­γκα­λο), α­συ­μπλή­ρω­τα τα 17, γεν­νη­μέ­νος στις 23 Απρ. 1909 (τη νύ­χτα 14 προς 15 Αυγ. 1909 εκ­δη­λώ­νε­ται το στρα­τιω­τι­κό κί­νη­μα στο Γου­δί). Για με­γα­λύ­τε­ρη α­κρι­βο­λο­γία σχε­τι­κά με τον γε­νέ­θλιο τό­πο του, να προ­σθέ­σου­με, πως το χω­ριό του, η Πλα­τα­νούσ­σα, α­νή­κει στα Τζου­μερ­κο­χώ­ρια της δυ­τι­κής ό­χθης του Άρα­χθου και ει­δι­κό­τε­ρα, στα Κα­τσα­νο­χώ­ρια. Βρί­σκε­ται πλη­σιέ­στε­ρα στην Άρτα, ω­στό­σο, με­τά την Απε­λευ­θέ­ρω­ση ε­ντά­χθη­κε στο Νο­μό Ιωαν­νί­νων. Γι’ αυ­τό και ο δε­κά­χρο­νος Κοτ­ζιού­λας πή­γε Σχο­λαρ­χείο στο Κα­λέ­ντζι, έ­δρα του Δή­μου Κα­τσα­νο­χω­ρίων, το ο­ποίο δεν εί­ναι κο­ντά στα Ιωάν­νι­να, αλ­λά σε μία α­πό­στα­ση πε­ρί τα 30 χλμ., ό­ση Πλα­τα­νούσ­σα-Άρτα, ό­που έ­κα­νε το Γυ­μνά­σιο. Όταν ε­κεί­νος γεν­νή­θη­κε, το χω­ριό κρα­τού­σε α­κό­μη την πα­λαιά του,  βυ­ζα­ντι­νών κα­τα­βο­λών,  ο­νο­μα­σία: Ρα­ψί­στα. Ένα χρό­νο α­φό­του ε­κεί­νος έ­φυ­γε για Αθή­να, έ­γι­νε η με­το­νο­μα­σία σε Πλα­τα­νούσ­σα, κα­τά την πα­λαιά γρα­φή, με δυο σίγ­μα. Στην πλα­τεία του χω­ριού, υ­πάρ­χει προ­το­μή του, στη­μέ­νη α­πό τον Σύλ­λο­γο Πλα­τα­νούσ­σας.
Λε­πτο­μέ­ρειες, αλ­λά, ό­ταν πρό­κει­ται για έ­ναν συγ­γρα­φέα ό­πως ο Κοτ­ζιού­λας, που ο τό­πος του α­πο­τέ­λε­σε πρω­ταρ­χι­κή πη­γή έ­μπνευ­σης, αυ­τές α­πο­κτούν δια­φο­ρε­τι­κή βα­ρύ­τη­τα. Άλλω­στε, την ό­ποια υ­στε­ρο­φη­μία του, σε με­γά­λο μέ­ρος την ο­φεί­λει στην ε­ντο­πιό­τη­τα. Από τα τρί­το­μα Άπα­ντά του (1956-1959) μέ­χρι την πρό­σφα­τη βιο­γρα­φία του. Μπο­ρεί η βιο­γρά­φος του, Αθη­νά Βο­γιατ­ζό­γλου, να μην εί­ναι Ηπει­ρώ­τισ­σα και ως με­λε­τή­τρια, α­πό τη δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή της και του­λά­χι­στον για μία δε­κα­πε­ντα­ε­τία, να α­σχο­λή­θη­κε με τον Σι­κε­λια­νό, ω­στό­σο την α­φορ­μή για να στρα­φεί στο έρ­γο του Κοτ­ζιού­λα την έ­δω­σε η ε­κλο­γή της στο Πα­νε­πι­στή­μιο Ιωαν­νί­νων, το 2001. Τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, πα­ρα­χω­ρή­θη­κε στο Πα­νε­πι­στή­μιο το Αρχείο Κοτ­ζιού­λα για μία δε­κα­ε­τία. Αν και στην πε­ρί­πτω­ση του Κοτ­ζιού­λα, ε­κτός α­πό τους Ηπει­ρώ­τες, συ­νέ­βα­λαν ο­μοϊδεά­τες συγ­γρα­φείς και η α­ντί­στοι­χη με­ρί­δα του Τύ­που. Η Βο­γιατ­ζό­γλου θυ­μί­ζει, για πα­ρά­δειγ­μα, την ε­κτε­νή α­να­φο­ρά στον Κοτ­ζιού­λα που κά­νει ο Γιάν­νης Κορ­δά­τος στην Ιστο­ρία του.
Γε­νι­κό­τε­ρα, πά­ντως, οι Ιστο­ρίες νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας τον πα­ρα­κά­μπτουν. Πε­ριέρ­γως, τον α­να­φέ­ρει στην Ιστο­ρία του ο Δ. Τσά­κω­νας και μά­λι­στα, τον κα­λο­συ­στή­νει, κι ας υ­πήρ­ξε “α­ντάρ­της της Άκρας Αρι­στε­ράς”, κα­τά τη δια­τύ­πω­σή του. Σχε­τι­κή μνεία υ­πάρ­χει και σε ε­κεί­νη του Μιχ. Με­ρα­κλή, κα­θώς και στην συ­μπλη­ρω­μέ­νη α­πό τον Ηπει­ρώ­τη Δ. Γιά­κο, Ιστο­ρία του Ηλία Βου­τιε­ρί­δη, ό­που ο Κοτ­ζιού­λας α­να­φέ­ρε­ται με­τα­ξύ των τε­λευ­ταίων στον μα­κρύ κα­τά­λο­γο “των πα­ρα­δο­σια­κών με τά­ση α­να­νέω­σης”. Στο πέ­μπτο και τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο της βιο­γρα­φίας, ό­που σχο­λιά­ζε­ται η υ­στε­ρο­φη­μία του Κοτ­ζιού­λα, δί­νε­ται με­γα­λύ­τε­ρη έ­κτα­ση στα δη­μο­σιεύ­μα­τα νεό­τε­ρων με­λε­τη­τών και γε­νι­κό­τε­ρα, σχο­λιά­ζο­νται οι μνη­μο­νεύ­σεις. Δεν γί­νε­ται α­να­φο­ρά στην α­που­σία του α­πό γραμ­μα­το­λο­γίες και αν­θο­λο­γίες, ό­πως και στην α­δια­φο­ρία των α­θη­ναϊκών λο­γο­τε­χνι­κών πε­ριο­δι­κών για κά­ποιο ε­πε­τεια­κό α­φιέ­ρω­μα. Αν η βιο­γρά­φος εί­χε προ­βλέ­ψει ευ­ρε­τή­ριο πε­ριο­δι­κών, θα υ­πήρ­χε ευ­κρι­νέ­στε­ρη ει­κό­να του πα­ρα­γκω­νι­σμού του.
Ανα­φέ­ρου­με την α­που­σία ε­πί μέ­ρους ευ­ρε­τη­ριά­σεων, κα­θώς δεν πρό­κει­ται για μία βιο­γρα­φία, προο­ρι­σμέ­νη για το ευ­ρύ κοι­νό, το ο­ποίο ο Κοτ­ζιού­λας εί­χε πά­ντο­τε κα­τά νου. Άλλω­στε, η προ­σω­πι­κό­τη­τα, τό­σο του λο­γο­τέ­χνη ό­σο και “του ι­δε­ο­λό­γου α­γω­νι­στή”, προ­σφε­ρό­ταν για μία πα­ρό­μοια α­ντι­με­τώ­πι­ση. Η Βο­γιατ­ζό­γλου, ω­στό­σο, ευ­θύς ε­ξαρ­χής, διευ­κρι­νί­ζει, πως ή­θε­λε να με­λε­τή­σει “πτυ­χές της ποίη­σης και της κρι­τι­κής του”, γι’ αυ­τό και τε­λι­κά θεώ­ρη­σε προ­σφο­ρό­τε­ρη “μία φι­λο­λο­γι­κή βιο­γρα­φι­κή α­φή­γη­ση”.  Πρό­κει­ται για μία βιο­γρα­φία πα­ρα­πλή­σιας σύλ­λη­ψης με τις ε­κτε­νείς ει­σα­γω­γές της Χρ. Νου­νιά στα δί­το­μα Άπα­ντα Μα­ρίας Πο­λυ­δού­ρη. Κα­τά κα­νό­να, οι βιο­γρα­φίες α­πό πα­νε­πι­στη­μια­κούς ε­ντάσ­σο­νται σε αυ­τήν την κα­τη­γο­ρία, ό­που κυ­ρίως σχο­λιά­ζε­ται, σε χρο­νο­λο­γι­κή τά­ξη, το έρ­γο του βιο­γρα­φού­με­νου. Ο στό­χος πα­ρό­μοιων μο­νο­γρα­φιών εί­ναι η ε­πα­νε­ξέ­τα­ση ε­νός λο­γο­τέ­χνη, που συ­νή­θως συ­νί­στα­ται, εί­τε στην α­να­βάθ­μι­σή του, αν έ­χει υ­πο­τι­μη­θεί α­πό τους πα­λαιό­τε­ρους, εί­τε η αυ­στη­ρό­τε­ρη α­ντι­με­τώ­πι­σή του, στις πε­ρι­πτώ­σεις των  υ­περ­τι­μη­μέ­νων.   
Κα­τά τα άλ­λα, μία φι­λο­λο­γι­κή α­φή­γη­ση μπο­ρεί να συ­ντο­μεύει τις βιο­γρα­φι­κές α­να­φο­ρές, αλ­λά α­να­μέ­νε­ται να εί­ναι διε­ξο­δι­κή σε ό­σα σχο­λιά­ζει. Για πα­ρά­δειγ­μα, τα πα­ρα­τι­θέ­με­να α­πο­σπά­σμα­τα α­πό τα κεί­με­να του βιο­γρα­φού­με­νου, ε­κτός α­πό τη βι­βλιο­γρα­φι­κή πη­γή, συ­χνά ε­πι­βάλ­λουν και τα ί­δια υ­πο­μνη­μα­τι­σμό. Ανα­φέ­ρει, λ.χ., ο Κοτ­ζιού­λας τα πε­ζο­τρά­γου­δα κά­ποιας Φι­φί­κας Μυ­λω­νά και α­να­ρω­τιέ­ται για τον συμ­μα­θη­τή που του τα εί­χε δεί­ξει, “ποιος ξέ­ρει πού στο διά­ο­λο την εί­χε ξε­τρυ­πώ­σει”. Εδώ, θα μπο­ρού­σε να α­να­φερ­θεί, πως πρό­κει­ται για αρ­τι­νή ποιή­τρια, που δεν πρώ­τευ­σε στη στι­χο­πλο­κή, αλ­λά, σε πα­νελ­λή­νιο δια­γω­νι­σμό καλ­λο­νών της ε­παρ­χίας, ως η ω­ραιο­τέ­ρα της πό­λης της. Άλλες, ό­μως, εί­ναι οι ση­μα­ντι­κές πα­ρα­λή­ψεις. Στις 23 Αυγ. 1928, ο Κα­βά­φης, κο­λα­κευ­μέ­νος α­πό την έν­θερ­μη ε­πι­στο­λή Κοτ­ζιού­λα, του στέλ­νει ε­πι­στο­λή, που μέ­νει α­δη­μο­σίευ­τη. Πώς και δεν α­ξιο­λο­γή­θη­κε η πα­ρου­σία­σή της;
Επί­σης, μία μο­νο­γρα­φία θα πρέ­πει να συ­μπλη­ρώ­νει ή να α­να­σκευά­ζει τα ή­δη γνω­στά. Λ.χ., εί­θι­σται σε έ­ναν συγ­γρα­φέα να α­να­φέ­ρε­ται πό­τε, με ποιο έρ­γο και σε ποιο έ­ντυ­πο  πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε. Για τον Κοτ­ζιού­λα, α­να­φέ­ρε­ται το 1926, με ποίη­μα, στο οι­κο­γε­νεια­κό πε­ριο­δι­κό «Μπου­κέ­το», με την πρό­σθε­τη πλη­ρο­φο­ρία, ό­τι εί­χαν προ­η­γη­θεί, έ­να χρό­νο πριν, στο ί­διο πε­ριο­δι­κό, με­τα­φρά­σεις ποιη­μά­των εκ του γαλ­λι­κού. Από τη βιο­γρά­φο α­να­με­νό­ταν να προ­σθέ­σει τίτ­λο του ποιή­μα­τος και η­με­ρο­μη­νία. Αντ’ αυ­τών, υ­πάρ­χει η γε­νι­κό­λο­γη δια­τύ­πω­ση: “Τα πρώ­τα ποιή­μα­τά του στον α­θη­ναϊκό τύ­πο, δη­μο­σιευ­μέ­να κυ­ρίως στο «Μπου­κέ­το» α­πό το 1926 ως το 1929.” Να συ­μπλη­ρώ­σου­με, πως δεν πρό­κει­ται για έ­να ποίη­μα αλ­λά για δυο, «Ανά­μνη­ση» και «Ο θά­να­τος του ποιη­τή», δη­μο­σιευ­μέ­να στις 14 Φεβ. 1926, στη στή­λη της αλ­λη­λο­γρα­φίας, ό­πως και οι με­τα­φρά­σεις του. Εκεί­νες με την υ­πο­γρα­φή Γ.Κ., τα ποιή­μα­τα με ο­λό­κλη­ρο το ε­πί­θε­το.
Βα­σι­κή πη­γή για τα βιο­γρα­φι­κά του Κοτ­ζιού­λα πα­ρα­μέ­νει η Γραμ­μα­το­λο­γία Σο­κό­λη, κα­θώς και το ε­κτε­νές λήμ­μα της Πά­πυ­ρος-Λα­ρούς-Μπρι­τάν­νι­κα, αμ­φό­τε­ρα συ­νταγ­μέ­να α­πό τον Κώ­στα Στερ­γιό­που­λο. Η Βο­γιατ­ζό­γλου δια­τυ­πώ­νει κά­ποιες α­ντιρ­ρή­σεις για τις ε­πι­λο­γές του. Εξά­το­μη η Γραμ­μα­το­λο­γία, ο Κοτ­ζιού­λας ε­ντάσ­σε­ται στην τέ­ταρ­τη ο­μά­δα του γ΄τό­μου. Ο δ΄τό­μος, σε ε­πι­μέ­λεια Αλέξ. Αργυ­ρίου, που προ­η­γή­θη­κε εκ­δο­τι­κά, πε­ρι­λαμ­βά­νει τους νεω­τε­ρι­κούς ποιη­τές του με­σο­πο­λέ­μου. Όσο αυ­τός εί­ναι σα­φώς ε­στια­σμέ­νος χρο­νι­κά, τό­σο ο προ­η­γού­με­νος α­να­γκα­στι­κά α­πλώ­νε­ται. Η Βο­γιατ­ζό­γλου θεω­ρεί “α­μή­χα­νο” τον τίτ­λο του, «Η α­να­νεω­μέ­νη πα­ρά­δο­ση». Κι ό­μως, δη­λώ­νει την “προώ­θη­ση α­πό την πα­ρά­δο­ση στη νέα ποίη­ση”, που πά­τη­σε στην πα­ρά­δο­ση, αμ­φι­σβή­τη­σε τους πα­λιούς τρό­πους, τους χα­λά­ρω­σε, πε­ρι­στα­σια­κά τους έ­σπα­σε, αλ­λά δεν α­πε­λευ­θε­ρώ­θη­κε  α­πό αυ­τούς.
Στον γ΄ τό­μο, ε­ξαι­ρου­μέ­νου του Κα­βά­φη, το χρο­νι­κό ά­νοιγ­μα εί­ναι 40 έ­τη, τό­σο των γεν­νή­σεων (1880-1918), ό­σο και των πρώ­των εμ­φα­νί­σεων (1900-1940). Με­τά το “νέο αί­μα στην πα­ρά­δο­ση”, ό­πως α­πο­κα­λεί­ται η πε­ντά­δα Με­λα­χρι­νός-Σι­κε­λια­νός-Κα­ζα­ντζά­κης-Βάρ­να­λης-Αυ­γέ­ρης, τους Αλε­ξαν­δρι­νούς και τους νε­ο­ρο­μα­ντι­κούς-νε­ο­συμ­βο­λι­στές, έρ­χο­νται οι “εν­διά­με­σοι και ε­πί­γο­νοι”, ό­ρο που η Βο­γιατ­ζό­γλου δεν θεω­ρεί “εύ­στο­χο”. Ασχέ­τως αν στους “ε­πι­γό­νους” μέ­νει μό­νο ο Κοτ­ζιού­λας,  με τις ε­πι­μέ­ρους δια­κρί­σεις του Στερ­γιό­που­λου, αυ­τό αι­τιο­λο­γεί­ται. Όσο για τη διά­κρι­ση της ποίη­σης και γε­νι­κό­τε­ρα, του έρ­γου του Κοτ­ζιού­λα, σε πριν και με­τά την πε­ρίο­δο της α­ντι­στα­σια­κής δρά­σης, αυ­τή εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη. Πρέ­πει, ό­μως, στην α­ξιο­λό­γη­ση της ύ­στε­ρης πε­ριό­δου, ό­που η βιο­γρά­φος δια­φω­νεί με τους πα­λαιό­τε­ρους, να λη­φθούν υ­πό­ψη οι ι­δε­ο­λο­γι­κές α­πο­κλί­σεις ή και α­να­προ­σα­να­το­λι­σμοί, που συ­χνά α­να­στα­τώ­νουν τα αι­σθη­τι­κά κρι­τή­ρια. 
Ένα α­πό τα πιο εν­δια­φέ­ρο­ντα τμή­μα­τα του Αρχείου Κοτ­ζιού­λα εί­ναι το ε­πι­στο­λι­κό. “Η αλ­λη­λο­γρα­φία Κοτ­ζιού­λα α­νέρ­χε­ται σε αρ­κε­τές ε­κα­το­ντά­δες”, σύμ­φω­να με την Ν. Μπαλ­τά, ε­πι­με­λή­τρια του μο­να­δι­κού τό­μου, με 114 ε­πι­στο­λές, που εκ­δό­θη­κε, το 1994. Με α­φορ­μή τις ε­πι­στο­λές του προς Μυ­ρι­βή­λη α­πό την Νί­κη Λυ­κούρ­γου, σχο­λιά­ζα­με την τά­ση των πα­νε­πι­στη­μια­κών να πα­ρου­σιά­ζουν στα­θε­ρά αρ­μο­νι­κές τις σχέ­σεις των προ­σώ­πων, μό­λις προϊδεά­ζο­ντας για τα ό­ποια με­λα­νά ση­μεία και τις αλ­λα­γές που φέρ­νει ο χρό­νος. Σε ο­ρι­σμέ­νες ση­μα­ντι­κές πε­ρι­πτώ­σεις, η Βο­γιατ­ζό­γλου α­κο­λου­θεί την ί­δια τα­κτι­κή. Πα­ρα­θέ­τει α­πο­σπά­σμα­τα α­πό κρι­τι­κά κεί­με­να του Κοτ­ζιού­λα και των ο­μό­γνω­μών του, ό­πως, λ.χ., τα ε­πι­θε­τι­κά ε­να­ντίον του Κα­ρα­ντώ­νη ή και τα αυ­στη­ρά για τον Σε­φέ­ρη, ό­μως τα αι­σθή­μα­τα ε­κεί­νων, ό­πως τα έ­χουν εκ­φρά­σει κυ­ρίως στις ε­πι­στο­λές τους, μό­λις που τα μνη­μο­νεύει, συ­νο­πτι­κά, στις ση­μειώ­σεις. Αυ­τές, ό­μως, κα­τα­χω­ρη­μέ­νες στο τέ­λος του βι­βλίου, α­νά κε­φά­λαιο, με α­ρίθ­μη­ση α­ντί α­να­φο­ρά σε­λί­δας, κα­τα­λή­γουν α­πρό­σφο­ρες.
Οσο α­φο­ρά την βιο­γρα­φία ως συμ­βο­λή στην κα­λύ­τε­ρη γνω­ρι­μία με τον Κοτ­ζιού­λα και το έρ­γο του, θα συμ­φω­νού­σα­με με την συγ­γρα­φέα της. Για έ­να πρό­σω­πο, μπο­ρούν να υ­πάρ­ξουν πε­ρισ­σό­τε­ρες της μίας εκ­δο­χές βιο­γρα­φίας. Εξαρ­τά­ται α­πό το πρό­σω­πο και κυ­ρίως, α­πό τα εν­δια­φέ­ρο­ντα και τις δυ­να­τό­τη­τες του βιο­γρά­φου. Η δι­κή της α­να­δει­κνύει τη λο­γο­τε­χνι­κή πλευ­ρά, χω­ρίς, ω­στό­σο, να πα­ρα­με­λεί τη βιο­γρα­φι­κή. Χω­ρί­ζε­ται σε πέ­ντε χρο­νι­κές πε­ριό­δους: “τα παι­δι­κά και ε­φη­βι­κά χρό­νια”, “τα χρό­νια της α­να­γνώ­ρι­σης (1927-1942)”, “τα χρό­νια του η­ρωι­σμού (1943-1945)”, “τα α­ντιη­ρωι­κά χρό­νια (1946-1956)”, “η με­τα­θα­νά­τια τύ­χη (1956-2015)”. Ως ε­πί­με­τρο, υ­πάρ­χει κεί­με­νο και γλωσ­σά­ρι του Ν. Σα­ρα­ντά­κου. Πα­ρα­λή­φθη­κε, ω­στό­σο, έ­να χρο­νο­λό­γιο Κοτ­ζιού­λα, το ο­ποίο ου­δέ­πο­τε συ­ντά­χθη­κε.
Η βα­σι­κή συμ­βο­λή της βιο­γρα­φίας εί­ναι το δεύ­τε­ρο και το τέ­ταρ­το κε­φά­λαιο. Σε σύ­γκρι­ση με τα χρό­νια του βου­νού, ό­που η α­φή­γη­ση στη­ρί­ζε­ται στα δυο βι­βλία, «Όταν ή­μουν με τον Άρη» και το «Θέ­α­τρο στο βου­νό», που έ­γρα­ψε ο ί­διος. Να ση­μειώ­σου­με πως και σε αυ­τήν την εν­διά­με­ση πε­ρίο­δο, ο Κοτ­ζιού­λας εμ­φα­νί­ζε­ται στον πε­ριο­δι­κό Τύ­πο, ό­πως, λ.χ., με το ποίη­μα «Τέ­λος της ε­πο­χής» στο α­θη­ναϊκό πε­ριο­δι­κό «Επαρ­χια­κά γράμ­μα­τα», που φέ­ρε­ται ως α­νέκ­δο­το, ή στα «Ευ­βοϊκά γράμ­μα­τα» και «Ηπει­ρω­τι­κά  γράμ­μα­τα», ό­που φί­λοι δια­κι­νούν τις συ­νερ­γα­σίες του, σύμ­φω­να με τη με­λέ­τη της Αλ. Μπου­φέα, η ο­ποία βι­βλιο­γρα­φεί­ται αλ­λά δεν α­ξιο­ποιεί­ται στη συγ­γρα­φή της βιο­γρα­φίας. Όπως και να έ­χει, η Βο­γιατ­ζό­γλου, με α­πο­σπά­σμα­τα α­πό τα βι­βλία του, ε­κτε­νή α­να­φο­ρά στην κρι­τι­κή υ­πο­δο­χή, ό­που προ­τάσ­σει κά­θε φο­ρά τη δι­κή της κρι­τι­κή α­ξιο­λό­γη­ση, προ­σφέ­ρει μία ευ­κρι­νή, αν και κά­πως υ­πο­κει­με­νι­κή, ει­κό­να του έρ­γου του, ποιη­τι­κό, πε­ζο­γρα­φι­κό, με­τα­φρα­στι­κό, αλ­λά και κρι­τι­κό.
Επι­προ­σθέ­τως, πα­ρα­θέ­τει α­πο­σπά­σμα­τα α­πό ε­πι­στο­λές του. Αυ­τές,  α­πό μία ά­πο­ψη, α­πο­τε­λούν δο­μι­κό συ­μπλή­ρω­μα του έρ­γου του, κα­θώς ο ε­πι­στο­λι­κός διά­λο­γος με ο­μό­τε­χνους α­πο­τέ­λε­σε τμή­μα της μο­να­χι­κής ζωής του στα με­γά­λα ή μι­κρό­τε­ρα δια­στή­μα­τα ε­κτός Αθη­νών και στα ύ­στε­ρα χρό­νια, στα κο­ντι­νά βου­νά της Αττι­κής, λό­γω α­σθέ­νειας  ή και δυσ­πρα­γίας. Στο κε­φά­λαιο των τε­λευ­ταίων χρό­νων, η α­φή­γη­ση α­ντα­να­κλά το πεί­σμα του α­γω­νι­στή, που α­πο­δεί­χθη­κε με­γα­λύ­τε­ρο στις μη ε­μπό­λε­μες, αλ­λά δύ­σκο­λες συν­θή­κες. Πα­ράλ­λη­λα σχο­λιά­ζο­νται οι αλ­λα­γές στην ποίη­σή του, που γί­νε­ται αρ­χι­κά κα­ταγ­γελ­τι­κή και τε­λι­κά, στρέ­φε­ται α­κό­μη και στα μοι­ρο­λό­για, πα­λεύο­ντας με το στί­χο την κοι­νω­νι­κή α­δι­κία. Αυ­τά τα χρό­νια, ο Κοτ­ζιού­λας έ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά πο­τέ έ­ντο­νη την αί­σθη­ση του χρέ­ους προς το σύ­νο­λο και της κοι­νω­νι­κής του α­πο­στο­λής. Ίσως και σε βά­ρος της ποίη­σης. Άλλω­στε, α­πό το 1937, στο άρ­θρο του, «Συγ­χρο­νι­σμέ­νη ποίη­ση», το α­ντι­μο­ντερ­νί­στι­κο μα­νι­φέ­στο, ό­πως το α­πο­κα­λεί η βιο­γρά­φος του, ε­κεί­να που τον εν­δια­φέ­ρουν να τρα­γου­δή­σει εί­ναι “τα βά­σα­να και τις λα­χτά­ρες των έ­ξι ε­κα­τομ­μυ­ρίων Ελλή­νω­ν”.
Το θέ­μα εί­ναι τώ­ρα τι λες για τον Κοτ­ζιού­λα. Συμ­φω­νεί κα­νείς με την κα­τα­λη­κτι­κή α­πό­φαν­ση της Βο­γιατ­ζό­γλου: “Ση­μα­ντι­κός ποιη­τής και νευ­ρώ­δης πε­ζο­γρά­φος, ευαί­σθη­τος κρι­τι­κός και χαλ­κέ­ντε­ρος με­τα­φρα­στής, έ­νας α­συμ­βί­βα­στος ι­δε­ο­λό­γος της ζωής και της τέ­χνης”; Μάλ­λον ό­χι, κα­θώς οι συ­γκε­κρι­μέ­νοι ε­πι­θε­τι­κοί προσ­διο­ρι­σμοί τεί­νουν προς την υ­περ­βο­λή. Υπάρ­χουν, ό­μως, ο­ρι­σμέ­να βα­σι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, που θα πρέ­πει να ε­πι­ση­μαν­θούν  ή, αν θέ­λε­τε, να συ­νυ­φαν­θούν με τα προ­η­γού­με­να: Ανι­διο­τε­λής,  κα­λός γνώ­στης της ελ­λη­νι­κής, ά­νε­ση πα­ρα­μυ­θά α­φη­γη­τή, α­κλό­νη­τος σε ι­δε­ο­λο­γι­κές αρ­χές κοι­νω­νι­κής έμ­φα­σης. Όσο για το ση­μα­ντι­κός, συ­νι­στά α­πό­φαν­ση μα­κρο­χρό­νιων ζυ­μώ­σεων με την ε­πε­νέρ­γεια πε­ρισ­σό­τε­ρων α­πό­ψεων. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 5/6/2016.

Εκλεκτική θέαση

$
0
0

Roderick Beaton
«Η ι­δέα του έ­θνους
 στην ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία.
Από το Βυ­ζά­ντιο
στη σύγ­χρο­νη Ελλά­δα»
Παν. Εκδό­σεις Κρή­της
Οκτ. 2015   

Σε μια ε­πο­χή ό­πως η ση­με­ρι­νή, με ση­μα­ντι­κές  αλ­λα­γές, συ­χνά ρι­ζι­κές, σε ι­δρύ­μα­τα και θε­σμούς, μία α­να­δρο­μή  δι­καιο­λο­γεί­ται, α­κό­μη κι αν θυ­μί­ζει γνω­στά γε­γο­νό­τα και κα­τα­στά­σεις.
Πριν, λοι­πόν, α­πό 190 χρό­νια,  πε­ρίο­δο κυο­φο­ρίας και α­παρ­χές συ­γκρό­τη­σης του νέ­ου ελ­λη­νι­κού κρά­τους, το κί­νη­μα του φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού έ­φε­ρε, στο άλ­λο ά­κρο της Ευ­ρώ­πης, τη δη­μιουρ­γία Πα­νε­πι­στη­μίου του Λον­δί­νου. Συ­γκε­κρι­μέ­να, το 1827, το υ­πάρ­χον τό­τε Πα­νε­πι­στη­μια­κό Κολ­λέ­γιο του Λον­δί­νου υ­πέ­βα­λε αί­τη­ση για βα­σι­λι­κή έ­γκρι­ση της α­να­βάθ­μι­σής του, αλ­λά αυ­τή α­πορ­ρί­φθη­κε, με το αι­τιο­λο­γι­κό ό­τι δε­χό­ταν κα­θο­λι­κούς, Εβραίους και λοι­πούς μη Αγγλι­κα­νούς. Το 1831, η Αγγλι­κα­νι­κή Εκκλη­σία υ­πο­στή­ρι­ξε την ί­δρυ­ση του Κιν­γκς Κόλ­λετ­ζ, αλ­λά ού­τε αυ­τό έ­λα­βε βα­σι­λι­κή έ­γκρι­ση, λό­γω α­ντί­δρα­σης των Σχι­σμα­τι­κών. Ο συμ­βι­βα­σμός ε­πι­τεύ­χθη­κε με την  λει­τουρ­γία του Πα­νε­πι­στη­μίου του Λον­δί­νου, χω­ρίς Σχο­λές, ως κέ­ντρο ε­ξε­τά­σεων και χο­ρη­γίας πτυ­χίων στους σπου­δα­στές των δυο Κολ­λε­γίων. Μό­λις το 1900, κα­τόρ­θω­σε να α­πο­κτή­σει αυ­το­τε­λή υ­πό­στα­ση ως Πα­νε­πι­στή­μιο. Σή­με­ρα, α­πο­τε­λεί­ται α­πό αυ­τό­νο­μα κολ­λέ­για και ιν­στι­τού­τα, ό­που, στα πρώ­τα, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται τα δυο αρ­χι­κά, γνω­στά ως U.C.L. και Κιν­γκς Κόλ­λετζ.
Από το 1831, που το Κιν­γκς Κόλ­λετζ ά­νοι­ξε τις πύ­λες του, οι κλα­σι­κές σπου­δές α­πο­τε­λούν κύ­ριο γνω­στι­κό α­ντι­κεί­με­νο, με τη δη­μιουρ­γία Έδρας κλα­σι­κής λο­γο­τε­χνίας. Πρώ­τος κά­το­χος της Έδρας, ο 22χρο­νος Ζό­σεφ Αντίς, που τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα πα­ραι­τή­θη­κε για λό­γους υ­γείας και στα 28 του, το 1836, α­πε­βίω­σε. Με­τά το 1946 δη­μιουρ­γή­θη­καν δυο χω­ρι­στές Έδρες, ελ­λη­νι­κής και λα­τι­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Ενδια­μέ­σως, ω­στό­σο, το 1919, ε­γκαι­νιά­στη­κε η Έδρα Κο­ραή. Κύ­ριοι συ­ντε­λε­στές στά­θη­καν, ο πρε­σβευ­τής, για κο­ντά 45 χρό­νια  της Ελλά­δος στο Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο, Ιωάν­νης Γεν­νά­διος και ο πρύ­τα­νης του Κιν­γκς Κόλ­λετζ α­πό το 1913, Ρό­ναλ­ντ Μό­ντα­γκιου Μπέ­ροουζ. Πε­ρί τον έ­ναν αιώ­να αρ­γό­τε­ρα, στις αρ­χές του 2016, ο Βρε­τα­νός πρε­σβευ­τής στην Αθή­να, Τζων Κίτ­τμερ έ­δω­σε την ε­τή­σια διά­λε­ξη του Συλ­λό­γου Φί­λων της Γεν­να­δείου Βι­βλιο­θή­κης, την α­φιε­ρω­μέ­νη στη μνή­μη του Γεν­νά­διου, που ε­φέ­τος εί­χε τίτ­λο «Ο Γεν­νά­διος, η Έδρα Κο­ραή και η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των νε­ο­ελ­λη­νι­κών σπου­δών στη Βρε­τα­νία».
Τη στά­ση του δι­πλω­μά­τη και λο­γίου Γεν­νά­διου την συ­νό­ψι­σε, θυ­μί­ζο­ντας μία δι­κή του ρή­ση: “Εν βλέμ­μα ε­πί του χάρ­του  και ε­πί της Ιστο­ρίας αρ­κεί να πεί­σει πά­ντας, ό­τι η Αγγλία εί­ναι η μό­νη φυ­σι­κή σύμ­μα­χος του ελ­λη­νι­σμού”. Στο Λον­δί­νο, το 1913, με την ί­δρυ­ση του Αγγλο­ελ­λη­νι­κού Συν­δέ­σμου, προ­τά­θη­κε, για πρώ­τη φο­ρά σε αγ­γλι­κό πα­νε­πι­στή­μιο, η δη­μιουρ­γία Έδρας Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Γραμ­μα­τείας, την ο­ποία υιο­θέ­τη­σε α­σμέ­νως ο Πρύ­τα­νης. Στο συ­γκε­κρι­μέ­νο κοι­νό, ο ο­μι­λη­τής δεν χρεια­ζό­ταν να θυ­μί­σει, πως ο Μπέ­ροουζ ή­ταν ο αρ­χαιο­λό­γος, που, το 1895-96, τρια­ντά­ρης τό­τε, διε­νήρ­γη­σε τις α­να­σκα­φές σε Πύ­λο και Σφα­κτη­ρία. Και αρ­γό­τε­ρα, ως έ­μπι­στος του Βε­νι­ζέ­λου και α­νε­πί­ση­μος α­ντι­πρό­σω­πος της προ­σω­ρι­νής κυ­βέρ­νη­σης του 1916 στο Λον­δί­νο, έ­παι­ξε κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο στην εί­σο­δο της Ελλά­δος στον πό­λε­μο με το πλευ­ρό της Αντά­ντ.
Εύ­κο­λα πεί­στη­κε ο Βε­νι­ζέ­λος, α­πο­φα­σί­ζο­ντας ε­τή­σια χο­ρη­γία, ύ­ψους 300 στερ­λί­νων και διάρ­κειας ε­πτά ε­τών, για την ί­δρυ­ση Έδρας Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Γραμ­μα­τείας και Ιστο­ρίας. Από την πλευ­ρά του, ο Μπέ­ροουζ συ­γκέ­ντρω­σε, α­πό τέσ­σε­ρις ελ­λη­νι­κές κοι­νό­τη­τες της Αγγλίας, 16.000 στερ­λί­νες. Το σύ­νο­λο ε­πέ­τρε­πε την ί­δρυ­ση Έδρας και τη δη­μιουρ­γία μίας θέ­σης Λέ­κτο­ρα. Ονο­μά­στη­κε Έδρα Κο­ραή, για­τί υ­πε­ρεί­χαν κα­τά πο­λύ οι Χιώ­τες δω­ρη­τές. Η πλή­ρης ο­νο­μα­σία της ή­ταν Έδρα Κο­ραή της Βυ­ζα­ντι­νής και Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Ιστο­ρίας, Γλώσ­σας και Λο­γο­τε­χνίας. Στις 7 Οκτ. 1919, ο νε­ο­ε­κλε­γείς πρώ­τος κά­το­χος της Έδρας, ο τρια­ντά­χρο­νος ι­στο­ρι­κός Άρνολ­ντ Τόυν­μπη έ­δω­σε την ε­ναρ­κτή­ρια διά­λε­ξη, πα­ρου­σία του Βε­νι­ζέ­λου, του Γεν­νά­διου και προ­φα­νώς, του πρύ­τα­νη. Ο Μπέ­ροουζ α­πε­βίω­σε λί­γους μή­νες αρ­γό­τε­ρα (14 Μαΐ. 1920), ε­νώ ο Τόυν­μπη, το 1924, α­να­γκά­στη­κε να πα­ραι­τη­θεί λό­γω της α­γα­νά­κτη­σης που προ­κά­λε­σαν οι φι­λο­τουρ­κι­κές α­πό­ψεις του, ό­πως τις δια­τύ­πω­σε, στο βι­βλίο του, «Το Δυ­τι­κόν Ζή­τη­μα στην Ελλά­δα και την Τουρ­κία», που εκ­δό­θη­κε το 1922, αλ­λά και νω­ρί­τε­ρα, στις α­ντα­πο­κρί­σεις του α­πό το Μι­κρα­σια­τι­κό Μέ­τω­πο στην εφ.  «Μά­ντσε­στερ Γκάρ­ντιαν».
Η Έδρα Κο­ραή και η Σχο­λή Βυ­ζα­ντι­νής και Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Ιστο­ρίας, Γλώσ­σας και Λο­γο­τε­χνίας, ως αυ­τό­νο­μο δί­δυ­μο σπου­δής και έ­ρευ­νας της ελ­λη­νι­κής γραμ­μα­τείας, ε­πι­βίω­σε ε­πί μα­κρόν, α­πο­τε­λώ­ντας “έ­να α­πό τα κο­ρυ­φαία κέ­ντρα ελ­λη­νι­κών σπου­δών στο ε­ξω­τε­ρι­κό”. Με τη λή­ξη του Β΄Πα­γκο­σμίου πο­λέ­μου, η στε­νή ε­μπλο­κή της Αγγλίας στα ελ­λη­νι­κά πράγ­μα­τα ο­δή­γη­σε στην άν­θι­ση  της Έδρας. Το 1946, α­νέ­λα­βε την Έδρα Κο­ραή ο βυ­ζα­ντι­νο­λό­γος Ρο­μι­γύ Τζέν­κι­νς, ο ο­ποίος και πα­ρέ­μει­νε μέ­χρι το 1960. Ακο­λού­θη­σαν ο Σύ­ριλ Μάν­γκο 1963-1968 και ο Ντό­ναλ­ντ Νί­κολ 1970-1988. Στα χρό­νια της Απρι­λια­νής δι­κτα­το­ρίας, α­να­νεώ­θη­κε το φι­λελ­λη­νι­κό εν­δια­φέ­ρον, που έ­φε­ρε την πλή­ρη α­νά­πτυ­ξη της Σχο­λής, με ο­λο­κλη­ρω­μέ­νες σπου­δές, προ­πτυ­χια­κές και με­τα­πτυ­χια­κές, ο­δη­γώ­ντας σε δι­πλώ­μα­τα ό­λων των βαθ­μί­δων μέ­χρι και δι­δα­κτο­ρι­κά. Αυ­τή η ευ­φο­ρία σκό­ντα­ψε στη χα­λε­πή οι­κο­νο­μι­κή κα­τά­στα­ση της Έδρας, που προ­κά­λε­σε ο μι­κρός α­ριθ­μός φοι­τη­τών με­τά και την έ­ντα­ξη, το 2004, της Κύ­πρου στην Ευ­ρω­παϊκή Ένω­ση.
Το 2009, ε­ορ­τά­στη­κε η ε­πέ­τειος των 90 χρό­νων λει­τουρ­γίας της Σχο­λής. Αυ­τός ή­ταν και ο τε­λευ­ταίος ε­ορ­τα­σμός, ως αυ­το­κέ­φα­λης σχο­λής, κα­θώς, Σεπ. 2010, ε­ντά­χθη­κε στην πά­ντο­τε αν­θη­ρή Σχο­λή Κλα­σι­κών Σπου­δών, κα­θώς η κλα­σι­κή αρ­χαιό­τη­τα εί­ναι γε­νι­κό­τε­ρα α­πο­δε­κτό, ό­τι α­πο­τε­λεί μέ­ρος της πο­λι­τι­σμι­κής κλη­ρο­νο­μιάς του Δυ­τι­κού κό­σμου. Εκεί­νο, που δεν ε­κλαμ­βά­νε­ται ως δε­δο­μέ­νο, εί­ναι το πό­σο προ­νο­μια­κός κλη­ρο­νό­μος εν μέ­σω των άλ­λων, εί­ναι η σύγ­χρο­νη Ελλά­δα, με α­τού τη γλώσ­σα και την γεω­πο­λι­τι­κή της θέ­ση. Ενδια­μέ­σως, πά­ντως, το 1989, εί­χε δη­μιουρ­γη­θεί το Κέ­ντρο Ελλη­νι­κών Σπου­δών, με στό­χο να ε­νω­θεί η με­λέ­τη του με­τα-κλα­σι­κού ελ­λη­νι­κού κό­σμου με ε­κεί­νη των αρ­χαίων πο­λι­τι­σμών Ελλά­δος και Ρώ­μης, που βρί­σκο­νται στη δι­καιο­δο­σία της Σχο­λής Κλα­σι­κών Σπου­δών. Το 2014, το Κέ­ντρο εόρ­τα­σε την 25ε­τη­ρί­δα του και α­μέ­σως με­τά, στις 30 Οκτ., α­να­κοι­νώ­θη­κε, πως και αυ­τό θα υ­πα­χθεί α­πό τον Σεπ. του 2015, ως προς τη δι­δα­σκα­λία και την έ­ρευ­να, στη Σχο­λή Κλα­σι­κών Σπου­δών. Όπως και έ­γι­νε, πα­ρα­μέ­νο­ντας, ω­στό­σο, τμή­μα του Ινστι­τού­του Ερευ­νών Τε­χνών και Κλα­σι­κών Σπου­δών.
Σή­με­ρα, υ­πάρ­χει α­πο­γυ­μνω­μέ­νη η Έδρα Κο­ραή, α­φού αυ­τή πο­τέ δεν α­πει­λή­θη­κε, ό­πως οι πά­ντες ι­σχυ­ρί­ζο­νται. Σύμ­φω­να με τον ε­πι­κε­φα­λής της Σχο­λής Κλα­σι­κών Σπου­δών, Χιού Μπόου­ντεν, μπο­ρεί οι βυ­ζα­ντι­νές και νε­ο­ελ­λη­νι­κές σπου­δές να έ­χουν χά­σει την αυ­το­τέ­λειά τους, συ­νι­στούν, ό­μως, α­πα­ραί­τη­το συ­μπλή­ρω­μα των κλα­σι­κών σπου­δών. Προ­γραμ­μα­τί­ζε­ται, μά­λι­στα, ο ε­ορ­τα­σμός της ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δας της Έδρας το 2018. Ωστό­σο, ο Βρε­τα­νός πρε­σβευ­τής, στη διά­λε­ξη που προ­α­να­φέ­ρα­με, α­φού τό­νι­σε πως “η Έδρα Κο­ραή συ­νι­στά τον πυ­ρή­να του πο­λύ δρα­στή­ριου Κέ­ντρου Ελλη­νι­κών Σπου­δώ­ν”, θύ­μι­σε πως πρό­κει­ται για ά­πο­ρη κό­ρη. Το αρ­χι­κό κλη­ρο­δό­τη­μα μειώ­θη­κε στις 100000 στερ­λί­νες, ό­ταν μία Έδρα, με τα ση­με­ρι­νά πα­νε­πι­στη­μια­κά δε­δο­μέ­να του Λον­δί­νου, α­παι­τεί 3.5 ε­κατ. στερ­λί­νες. Πλη­ρο­φό­ρη­σε τους πα­ρευ­ρι­σκό­με­νους, πως διορ­γα­νώ­νε­ται “εκ­στρα­τεία συ­γκέ­ντρω­σης πό­ρων προς ε­νί­σχυ­ση του κλη­ρο­δο­τή­μα­τος” και υ­πέρ της άν­θι­σης των νε­ο­ελ­λη­νι­κών σπου­δών στο Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο.
Πρω­τα­γω­νι­στής, μέ­σα σε αυ­τό το σκη­νι­κό, ε­πί μία τρια­κο­ντα­ε­τία, στά­θη­κε ο Ρό­ντρικ Μπή­τον. Από το 1988, κά­το­χος της Έδρας Κο­ραή, κα­θώς και διευ­θυ­ντής της Σχο­λής Βυ­ζα­ντι­νών και Νε­ο­ελ­λη­νι­κών Σπου­δών Ιστο­ρίας, Γλώσ­σας και Λο­γο­τε­χνίας μέ­χρι κα­τάρ­γη­σής της. Επί­σης, διευ­θυ­ντής του Κέ­ντρου Ελλη­νι­κών Σπου­δών α­πό ι­δρύ­σεώς του. Με δε­δο­μέ­νο ό­τι τα πρό­σω­πα δια­δρα­μα­τί­ζουν κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο, ο Μπή­τον, για την Ελλά­δα,  δεν εί­ναι α­πλώς έ­νας ση­μα­ντι­κός νε­ο­ελ­λη­νι­στής, στον ο­ποίο ο­φεί­λε­ται η μο­να­δι­κή υ­πάρ­χου­σα βιο­γρα­φία Σε­φέ­ρη, ό­πως και μία «Ει­σα­γω­γή στη νεό­τε­ρη ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία», στα αγ­γλι­κά και τα ελ­λη­νι­κά. Αλλά, στο πό­στο που κα­τέ­χει, ο έ­νας και μο­να­δι­κός. Δεν γνω­ρί­ζου­με μό­νο, κα­τά πό­σο το η­λι­κια­κό με­ταίχ­μιο στο ο­ποίο βρί­σκε­ται, του ε­πι­τρέ­πει ε­νερ­γό διευ­θυ­ντι­κό ρό­λο. 
Σκω­τσέ­ζος, γέν­νη­μα θρέμ­μα του Εδιμ­βούρ­γου, ό­που και η πρώ­τη μα­θη­τεία του σε λα­τι­νι­κά και αρ­χαία ελ­λη­νι­κά, κά­το­χος πτυ­χίου αγ­γλι­κής λο­γο­τε­χνίας και δι­δα­κτο­ρι­κού νέ­ας ελ­λη­νι­κής φι­λο­λο­γίας α­πό το πα­λαιό­τε­ρο Κολ­λέ­γιο του Κέι­μπριτ­ζ, το μι­κρό αλ­λά πε­ριώ­νυ­μο Πέ­τερ­χα­ου­ζ, υ­πό­τρο­φος του Πα­νε­πι­στη­μίου του Μπέρ­μιγ­χα­μ, στα τριά­ντα του, το 1981, ξε­κί­νη­σε την πα­νε­πι­στη­μια­κή του στα­διο­δρο­μία ως λέ­κτο­ρας νε­ο­ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας και λο­γο­τε­χνίας στο Κιν­γκς Κόλ­λετζ και την συ­νέ­χι­σε, ε­πί 28 συ­να­πτά έ­τη, ως κα­θη­γη­τής της Έδρας Κο­ραή. Με αυ­τήν την ο­πτι­κή, η συ­να­γω­γή με­λε­τη­μά­των, που ε­ξέ­δω­σε πρό­σφα­τα, α­πο­κτά δια­φο­ρε­τι­κή α­ξία, α­νε­ξάρ­τη­τη α­πό το εν­δια­φέ­ρον του θέ­μα­τος, που ο ί­διος ε­πέ­λε­ξε να προ­βάλ­λει ως συν­δε­τι­κό ι­στό τους.
Τα συ­νο­λι­κά 24 με­λε­τή­μα­τα α­ντα­να­κλούν τις πα­λιές, κα­λές η­μέ­ρες ε­ντρύ­φη­σης στη βυ­ζα­ντι­νή και τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή γραμ­μα­τεία. Αλλά και τις πα­λιές, κα­λές η­μέ­ρες της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας, που σή­με­ρα κιν­δυ­νεύει πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό την Έδρα Κο­ραή. Η τρέ­χου­σα με­τάλ­λα­ξή της δεν συ­νι­στά α­ντι­κεί­με­νο ι­στο­ρι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος, ό­πως η πο­λι­τι­σμι­κή συ­νέ­χεια ή α­συ­νέ­χεια του ελ­λη­νι­κού έ­θνους, αλ­λά ζέ­ου­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ό­που ό­λες οι ε­ξου­σίες και οι θε­σμι­κοί φο­ρείς συ­νερ­γούν ή, στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, α­δια­φο­ρούν. Όσο για τους χρή­στες της γλώσ­σας, α­νε­ξάρ­τη­τα κα­τα­γω­γής και σχε­τι­κής κα­τάρ­τι­σης, εί­ναι α­θώοι του ε­γκλή­μα­τος, ως μη έ­χο­ντες ε­πί­γνω­ση της με­τα­βο­λής που ε­πι­φέ­ρουν στη φύ­ση της, δε­δο­μέ­νου ό­τι λει­τουρ­γούν ως μά­ζα, σε α­πό­λυ­τη ε­ξάρ­τη­ση α­πό το φυ­σι­κό και τε­χνι­κό πε­ρι­βάλ­λον τους. Ο πρό­λο­γος του βι­βλίου εκ­κι­νεί με το ε­ρώ­τη­μα: “Ποια εί­ναι η θέ­ση της λο­γο­τε­χνίας στη συ­γκρό­τη­ση της ε­θνι­κής ταυ­τό­τη­τας;” Αναμ­φι­βό­λως, ε­ρώ­τη­μα με­γά­λου ι­στο­ρι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος, αλ­λά το ο­ποίο, στο ε­ξής, θα πρέ­πει να συ­μπο­ρεύε­ται με τον προ­βλη­μα­τι­σμό για τη συμ­βο­λή της  ση­με­ρι­νής νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας  στην πα­ρο­ντι­κή με­τάλ­λα­ξη της γλώσ­σας, το μο­να­δι­κό στοι­χείο που α­πέ­μει­νε για τη συ­γκρό­τη­ση της ό­ποιας συλ­λο­γι­κής ταυ­τό­τη­τας.
Στον πρό­λο­γο, ο Μπή­τον α­να­φέ­ρε­ται στον τίτ­λο του βι­βλίου του. Σχο­λιά­ζει πως ό­λος ο προ­βλη­μα­τι­σμός του συ­νο­ψί­ζε­ται σε φρά­ση ε­νός ή­ρωα του πρώ­του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Θε­ο­το­κά, την «Αργώ». Πρό­κει­ται για έ­ναν φοι­τη­τή α­πό τα Κα­λά­βρυ­τα, “α­πλοϊκό και κα­λό ε­παρ­χιώ­τη, που αρ­νιό­τα­νε με α­διαλ­λα­ξία τις ι­δέες και τα ή­θη των συμ­φοι­τη­τών του”. Αντι­μέ­τω­πος με τα ε­πι­χει­ρή­μα­τα “του αρ­χη­γού της κο­μου­νι­στι­κής πα­ρά­τα­ξης του φοι­τη­τι­κού συλ­λό­γου”, ε­πα­να­λάμ­βα­νε: “Εγώ, κύ­ριοι, πι­στεύω στην ι­δέα του έ­θνους”. Όσο για τη στά­ση του Θε­ο­το­κά “α­πέ­να­ντι στον μοι­ραίο ε­παρ­χιώ­τη”, δεν φαί­νε­ται μό­νο ει­ρω­νι­κή, ό­πως την ε­κλαμ­βά­νει ο Μπή­τον, αλ­λά σχε­δόν χλευα­στι­κή, τασ­σό­με­νος με την πλευ­ρά του νεό­κο­που “μαρ­ξι­στή”.
Η συ­να­γω­γή α­παρ­τί­ζε­ται α­πό ει­σα­γω­γι­κό κε­φά­λαιο και τρία μέ­ρη: Στο πρώ­το, ο­κτώ με­λε­τή­μα­τα έ­χουν ως ε­πί­κε­ντρο τις α­παρ­χές της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Στο δεύ­τε­ρο, ε­πτά, την ε­μπέ­δω­ση της ε­θνι­κής συ­νεί­δη­σης κα­τά τον πρώ­το αιώ­να με­τά τη συ­γκρό­τη­ση του έ­θνους-κρά­τους. Στο τρί­το, και πά­λι ε­πτά με­λε­τή­μα­τα στρέ­φο­νται γύ­ρω α­πό τον προ­βλη­μα­τι­σμό πέ­ντε λο­γο­τε­χνών πά­νω στο κε­ντρι­κό θέ­μα του βι­βλίου (Κα­βά­φη, τρία Σε­φέ­ρη, Κα­ζα­ντζά­κη, Ρί­τσου, Εμπει­ρί­κου), ε­νώ έ­να ό­γδοο, το μό­νο σε πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση, α­φο­ρά τη μυ­θι­στο­ριο­γρα­φία της Ρέ­ας Γα­λα­νά­κη. Ως τίτ­λο αυ­τής της τε­λευ­ταίας ε­νό­τη­τας, δα­νεί­ζε­ται τον τίτ­λο μυ­θι­στο­ρή­μα­τός της, συγ­γε­νι­κού με το μο­να­δι­κό δι­κό του «Τα παι­διά της Αριάδ­νης», συ­γκε­κρι­μέ­να του τέ­ταρ­του, «Ο αιώ­νας των λα­βυ­ρίν­θων». Τίτ­λος, που ε­πι­λέ­χτη­κε α­πό την Γα­λα­νά­κη σε α­ντί­στι­ξη με τον “αιώ­να των Φώ­τω­ν”. Εκτός α­πό δυο με­λε­τή­μα­τα, δη­μο­σιευ­μέ­να την πρώ­τη διε­τία της πα­νε­πι­στη­μια­κής του θη­τείας, α­μέ­σως με­τά την έκ­δο­ση της δι­δα­κτο­ρι­κής του δια­τρι­βής, «Folk poetry of Modern Greece» (1981, το πε­ρί κα­βα­φι­κής ει­ρω­νείας, 1982, το α­να­φε­ρό­με­νο στη σχέ­ση της πα­λαιό­τε­ρης ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας με το σύ­μπλεγ­μα η­θο­γρα­φία-λα­ο­γρα­φία-ρε­α­λι­σμός), τα υ­πό­λοι­πα δη­μο­σιεύο­νται κα­τά την ει­κο­σα­ε­τία 1988-2007, σε αγ­γλι­κά και ελ­λη­νι­κά ε­πι­στη­μο­νι­κά πε­ριο­δι­κά, συλ­λο­γι­κούς τό­μους και πρα­κτι­κά συ­νε­δρίων.
Με το πρώ­το κε­φά­λαιο του δεύ­τε­ρου βι­βλίου του, «The Medieval Greek Romance» του  1989, α­νοί­γει το πρώ­το μέ­ρος του πρό­σφα­του βι­βλίου. Κα­τά μία ά­πο­ψη, εί­ναι το πιο εν­δια­φέ­ρον, για­τί ει­σα­γά­γει σε έ­να ε­λά­χι­στα γνω­στό τμή­μα της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, που κα­τα­χω­ρεί­ται τό­σο στη βυ­ζα­ντι­νή γραμ­μα­τεία ως ου­ρά του “αρ­χαίου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος”, ό­σο και στις α­παρ­χές της νε­ο­ελ­λη­νι­κής. Κα­τ’ αρ­χήν, ο Μπή­τον σκια­γρα­φεί “το πο­λι­τι­σμι­κό υ­πό­βα­θρο” της λε­γό­με­νης “Βυ­ζα­ντι­νής Ανα­γέν­νη­σης”, κα­τά τον 12ο αι., με­τά “την ήτ­τα του Μα­ντζι­κέρ­τ”, ό­ταν η δυ­να­στεία των Κο­μνη­νών κυ­βέρ­νη­σε, ε­πί έ­ναν αιώ­να, μία κο­λο­βω­μέ­νη Βυ­ζα­ντι­νή Αυ­το­κρα­το­ρία, α­πό α­να­το­λάς χω­ρίς την κε­ντρι­κή Μι­κρά Ασία και α­πό δυ­σμάς χω­ρίς τις δυ­τι­κο­ευ­ρω­παϊκές ε­παρ­χίες. Πα­ρό­τι, ω­στό­σο, η μά­χη στην Ανα­το­λία χά­θη­κε, “η κλη­ρο­νο­μιά της ή­ταν η δη­μιουρ­γία ε­νός εν πολ­λοίς ελ­λη­νι­κού κρά­τους, που προέ­κυ­ψε α­πό την άλ­λο­τε πο­λύ­γλωσ­ση Αυ­το­κρα­το­ρία”, ό­που καλ­λιερ­γή­θη­κε η ελ­λη­νι­κή, σε δυο εκ­δο­χές, την υ­πε­ρατ­τι­κί­ζου­σα και τη δη­μώ­δη.
Στη συ­νέ­χεια, σχο­λιά­ζει “δυο α­νώ­νυ­μες λο­γο­τε­χνι­κές α­φη­γή­σεις” του 12ου αι., με ή­ρωες, “τον θαυ­μα­στό Καπ­πα­δό­κα Βα­σί­λειο Ακρί­τη” και τον Τι­μα­ρίω­να “Καπ­πα­δό­κη εκ της υ­πε­ρο­ρίου”. Η δεύ­τε­ρη, κα­τά μία ει­κα­σία, εί­ναι έρ­γο του Θεό­δω­ρου Πρό­δρο­μου ή και Πτω­χο­πρό­δρο­μου, στον ο­ποίο, κυ­ρίως στις σά­τι­ρές του, α­φιε­ρώ­νο­νται δυο με­λε­τή­μα­τα. Με­τά α­να­φέ­ρε­ται στις τέσ­σε­ρις ε­πώ­νυ­μες μυ­θι­στο­ρίες του 12ου αι., που οι συγ­γρα­φείς τους έ­χουν ως πρό­τυ­πα τα δυο α­πό τα σω­ζό­με­να ελ­λη­νι­στι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, ε­κεί­να των Αχιλ­λέα Τά­τιου και Ηλιό­δω­ρου. Ο μό­νος σχε­τι­κά γνω­στός α­πό τους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς εί­ναι ο Πτω­χο­πρό­δρο­μος και η έμ­με­τρη μυ­θι­στο­ρία του «Τα κα­τά Ρο­δάν­θην και Δο­σι­κλέ­α», η ο­ποία, μό­νο μία φο­ρά, προ ει­κο­σα­ε­τίας, α­πο­δό­θη­κε στη νέα ελ­λη­νι­κή, αλ­λά σε πε­ζό, α­πό τον Κώ­στα Πού­λο.
Οι ε­πό­με­νες σω­ζό­με­νες μυ­θι­στο­ρίες σε δη­μώ­δη ελ­λη­νι­κή α­νή­κουν στον 14ο αιώ­να και εί­ναι μό­λις πέ­ντε. Όσο για τη συ­νέ­χεια, αυ­τή αρ­γεί. Έρχε­ται με­τά την Άλω­ση της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, με τον «Ερω­τό­κρι­το». Ένα βα­σι­κό ό­σο και εν­δια­φέ­ρον θέ­μα, που ο Μπή­τον σχο­λιά­ζει σε αυ­τό το πρώ­το μέ­ρος, εί­ναι η πα­ραλ­λη­λία της λο­γο­τε­χνι­κής συγ­γρα­φής σε Βυ­ζά­ντιο και Δύ­ση. Επι­ση­μαί­νει α­να­λο­γίες και δια­φο­ρές στους τύ­πους των η­ρώων και την πλο­κή. Ανά­λο­γα με την χρο­νι­κή πε­ρίο­δο, δί­νει μία ει­κό­να της α­μοι­βαίας ή της μο­νο­με­ρούς δια­πί­δυ­σης που πα­ρα­τη­ρεί­ται, με τη διείσ­δυ­ση μο­τί­βων και προ­τύ­πων. Αυ­τός ο χώ­ρος α­πο­τε­λεί πε­δίο έ­ρευ­νας, α­πό το ο­ποίο η Ελλά­δα φαί­νε­ται, ου­σια­στι­κά, να α­πέ­χει. Μάλ­λον δεν υ­πάρ­χει εν­δια­φέ­ρον ού­τε καν για ε­παρ­κή ε­νη­μέ­ρω­ση μέ­σω με­τα­φρά­σεων και προ­σι­τών σε ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό φι­λο­λο­γι­κών δη­μο­σιευ­μά­των.
Βε­βαίως, κύ­ριος κορ­μός του βι­βλίου, σύμ­φω­να και με τον τίτ­λο του, θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν το δεύ­τε­ρο μέ­ρος, που ε­στιά­ζει “στη συ­γκρό­τη­ση του ελ­λη­νι­κού έ­θνους-κρά­τους”. Ξε­κι­νώ­ντας α­πό τις α­πό­ψεις του Κο­ραή πως “α­ξί­ζει στους Έλλη­νες μια ξε­χω­ρι­στή θέ­ση α­νά­με­σα στα έ­θνη του σύγ­χρο­νου κό­σμου”, χά­ρις στην κλη­ρο­νο­μιά τους, α­να­φέ­ρε­ται στον “ελ­λη­νι­κό ρο­μα­ντι­σμό” και τα με­ρί­δια  της α­πο­κα­λού­με­νης Πα­λαιάς Αθη­ναϊκής Σχο­λής σε σχέ­ση με ε­κεί­να των με­γά­λων ποιη­τών Σο­λω­μού-Κάλ­βου-Πα­λα­μά. Με ε­πι­μέ­ρους με­λε­τή­μα­τα, κα­λύ­πτει συ­νο­πτι­κά ό­λα τα μεί­ζο­να θέ­μα­τα μιας Ιστο­ρίας νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, φω­τί­ζο­ντας ι­διαί­τε­ρες πτυ­χές. Με­τα­ξύ άλ­λων, μνη­μο­νεύε­ται και η ά­μιλ­λα για τα πρω­τεία στη συγ­γρα­φή ε­θνι­κής μυ­θι­στο­ρίας με­τα­ξύ α­δελ­φών Σού­τσων και Ιά­κω­βου Πιτ­ζι­πίου. Μό­νο ο Γρη­γό­ριος Πα­λαιο­λό­γος α­που­σιά­ζει.
Κα­τά τη γνώ­μη μας, και με βά­ση τις μέ­χρι τώ­ρα κρι­τι­κές πα­ρου­σιά­σεις του βι­βλίου, το ει­σα­γω­γι­κό κε­φά­λαιο, ε­πι­κε­ντρω­μέ­νο στις ι­δε­ο­λο­γι­κές α­ντι­πα­ρα­θέ­σεις και α­πό­ψεις πε­ρί ελ­λη­νι­κού έ­θνους της τε­λευ­ταίας 25ε­τίας, ό­που η ει­δι­κή πε­ρί­πτω­ση της Ελλά­δος ο­μα­δο­ποιεί­ται και ε­ξε­τά­ζε­ται στο γε­νι­κευ­μέ­νο πλαί­σιο, κυ­ρίως αγ­γλό­γλωσ­σων θεω­ριών και μο­ντέ­λων πε­ρί ε­θνι­κι­σμού, καλ­λιερ­γεί ε­σφαλ­μέ­νη ε­ντύ­πω­ση για το πε­ριε­χό­με­νο και, συ­να­κό­λου­θα, α­πω­θεί έ­να ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό. 


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 12/6/2016.

Μυθοπλασία και πραγματικότητα

$
0
0
Τά­κης Θε­ο­δω­ρό­που­λος
«Βε­ρο­νάλ»
Εκδ. Με­ταίχ­μιο
Νοέμ. 2015
Τα τε­λευ­ταία χρό­νια, οι συγ­γρα­φείς έ­χουν ε­θι­στεί σε ο­ρι­σμέ­νες ευ­κο­λίες, ό­ταν κα­τα­πιά­νο­νται με την μυ­θι­στο­ριο­γρα­φία. Εί­ναι έ­να α­πό τα ε­πα­κό­λου­θα της γε­νι­κό­τε­ρης ρευ­στό­τη­τας, που έ­φε­ρε η με­τα­νε­ο­τε­ρι­κό­τη­τα, με ά­με­σο α­ντί­κτυ­πο στη σχέ­ση μυ­θο­πλα­σίας και πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ι­δίως στις πε­ρι­πτώ­σεις που ε­μπλέ­κο­νται υ­παρ­κτά πρό­σω­πα. Αυ­τό πα­ρα­τη­ρεί­ται ό­λο και συ­χνό­τε­ρα, κα­θώς η ε­πο­χή μας, ά­κρως ρε­α­λι­στι­κή, δι­ψά για γε­γο­νό­τα. Κά­πως έ­τσι έ­χει προ­κύ­ψει έ­να πε­ρι­θώ­ριο με­γα­λύ­τε­ρης συγ­γρα­φι­κής βού­λη­σης. Ευ­κταίο, ό­μως, εί­ναι να μην γί­νε­ται κα­τά­χρη­ση. Ένα πρώ­το βή­μα προς αυ­τήν την κα­τεύ­θυν­ση θα ή­ταν ο συγ­γρα­φέ­ας να δί­νει ι­διαί­τε­ρη προ­σο­χή, ό­ταν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ει­δο­λο­γι­κά το έρ­γο του.  Ώστε ο α­να­γνώ­στης να μην χά­νει τον μπού­σου­λα σχε­τι­κά με ό­σα δια­βά­ζει. Δη­λα­δή να γνω­ρί­ζει, κα­τά πό­σο τέρ­πε­ται α­πό τις πε­ρι­πέ­τειες προ­σώ­πων, ε­πι­νο­η­μέ­νων α­πό τη συγ­γρα­φι­κή φα­ντα­σία, ή, αν μα­θαί­νει και­νού­ρια πράγ­μα­τα για το ή­δη γνω­στό πρό­σω­πο, που α­να­φέ­ρε­ται στον τίτ­λο, ή, στα λοι­πά στοι­χεία του ε­ξω­φύλ­λου, χά­ρις στο ο­ποίο, το πι­θα­νό­τε­ρο, α­γό­ρα­σε το βι­βλίο.
Η πα­ρα­τή­ρη­ση α­φορ­μά­ται α­πό το και­νού­ριο βι­βλίο του Τά­κη Θε­ο­δω­ρό­που­λου. Στο «Υστε­ρό­γρα­φο» του βι­βλίου, ι­σχυ­ρί­ζε­ται ό­τι “α­κο­λού­θη­σε την ί­δια α­φη­γη­μα­τι­κή γραμ­μή που εί­χε α­κο­λου­θή­σει” σε τρία βι­βλία α­πό αυ­τά της τε­λευ­ταίας δε­κα­ε­τίας. Τα δυο πλέ­κο­νται γύ­ρω α­πό ι­στο­ρι­κά πρό­σω­πα, τον Σω­κρά­τη και τον Ξε­νο­φώ­ντα, ε­νώ το τρί­το ε­στιά­ζει στις πε­ρι­πέ­τειες της Αφρο­δί­της της Μή­λου. Εκεί­να, ό­μως, πρώ­τον, τα χα­ρα­κτή­ρι­ζε “μυ­θι­στο­ρή­μα­τα”, και ύ­στε­ρα, α­φο­ρού­σαν μα­κρι­νές ε­πο­χές. Μέ­νο­ντας έ­τσι στο α­πυ­ρό­βλη­το της με­τα­μυ­θο­πλα­σίας, εί­χε την ά­νε­ση να α­να­πλά­θει τα πρό­σω­πα μέ­χρι κα­ρι­κα­τού­ρας, δια­κω­μω­δώ­ντας κα­τα­στά­σεις. Με άλ­λα λό­για, να προ­σθέ­τει ψευ­δοϊστο­ρι­κά πρό­σω­πα και γε­γο­νό­τα, α­δια­φο­ρώ­ντας κα­τά πό­σο εί­ναι ι­στο­ρι­κο­φα­νή.
Ωστό­σο, για το πρό­σφα­το, χρη­σι­μο­ποιεί έ­ναν α­σα­φή ό­ρο, προ­βλη­μα­τι­κό στη χρή­ση του, “α­φή­γη­μα”, που ε­νέ­χει τη ση­μα­σία ε­ξι­στό­ρη­σης, γέρ­νο­ντας μάλ­λον προς την έκ­θε­ση πραγ­μα­τι­κών πα­ρά κα­τά φα­ντα­σία γε­γο­νό­των. Γι’ αυ­τό και εί­θι­σται να συ­νο­δεύε­ται α­πό τον ε­πι­θε­τι­κό προσ­διο­ρι­σμό φα­ντα­στι­κό, ό­ταν πρό­κει­ται για μυ­θο­λό­γη­μα. Ήδη, α­πό τις πρώ­τες γραμ­μές στο «Υστε­ρό­γρα­φο», ο συγ­γρα­φέ­ας δη­λώ­νει την πρό­θε­σή του: “Το πα­ρόν α­φή­γη­μα εί­ναι προϊόν σύν­θε­σης Ιστο­ρίας και μυ­θο­πλα­σίας. Πα­ρα­θέ­τω γε­γο­νό­τα που συ­νέ­βη­σαν και άλ­λα υ­πο­θε­τι­κά. Κι αυ­τά ό­μως συ­νά­γο­νται, α­κό­μα και συ­νειρ­μι­κά, α­πό τα πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα.” Όπως, ό­μως, γνω­ρί­ζει κα­λύ­τε­ρα α­πό ε­μάς, αυ­τό το “συ­νειρ­μι­κά”, που ε­πι­κα­λεί­ται, εί­ναι ά­με­σα συ­σχε­τι­σμέ­νο με τις συ­νει­δη­σια­κές δια­δι­κα­σίες του προ­σώ­που που α­να­κα­λεί το γε­γο­νός, δη­λα­δή, με τον δι­κό του ψυ­χι­σμό. Πώς εί­ναι πο­τέ δυ­να­τόν, με υ­πο­θε­τι­κά γε­γο­νό­τα συγ­γρα­φι­κής ε­πι­νό­η­σης αλ­λά και ευαι­σθη­σίας, “να α­να­πτύ­ξει τη δυ­να­μι­κή του χα­ρα­κτή­ρα” του ι­στο­ρι­κού προ­σώ­που, που τον α­πα­σχο­λεί; Όταν μά­λι­στα, ε­πι­λέ­γει, με­τά τον τρι­το­κλα­σά­το εκ­πρό­σω­πο του Δω­δε­κά­θε­ου στο μυ­θι­στό­ρη­μα «Η ε­πι­δη­μία» (2011), τον Μά­νο Χατ­ζι­δά­κι στο “ελ­λη­νι­κό χρο­νι­κό” «Το τε­λευ­ταίο τέ­ταρ­το» (2012), τον Ιωάν­νη Συ­κου­τρή. Πρό­σω­πο, με “μο­να­χι­κό λό­γο”, ό­πως ο Ξε­νο­φώ­ντας, κι αυ­τός στο με­ταίχ­μιο ε­ντά­ξεων και κα­τα­τά­ξεων, ό­ταν πρό­κει­ται για τους συ­νή­θεις, α­πό­λυ­του τύ­που, ι­δε­ο­λο­γι­κούς δια­χω­ρι­σμούς. Εί­ναι ά­ξιο α­πο­ρίας, το πώς ο συγ­γρα­φέ­ας κα­τόρ­θω­σε, με πλή­θος ψευ­δοϊστο­ρι­κά πα­ρα­γε­μί­σμα­τα, να ε­πι­τε­λέ­σει “τα­ξί­δι στο κέ­ντρο της ψυ­χής του Ιωάν­νη Συ­κου­τρή”, ή “να φω­τί­σει την υ­παρ­ξια­κή βά­ση των ι­δεών του”, ό­πως α­να­φέ­ρουν σχο­λια­στές του βι­βλίου.
Στο «Υστε­ρό­γρα­φο», ο Θε­ο­δω­ρό­που­λος πα­ρα­πέ­μπει στην πιο πρό­σφα­τη Βιο­γρα­φία του Συ­κου­τρή (Δ. Αλι­κα­νιώ­της, Κά­κτος, 2008), την ο­ποία χα­ρα­κτη­ρί­ζει “πλη­ρέ­στα­τη”, προ­σθέ­το­ντας πως α­πο­τε­λεί τη βα­σι­κή πη­γή για το α­φή­γη­μά του. Όσο α­φο­ρά τα βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία, δεν δί­νει πα­ρα­πο­μπή σε άλ­λη πη­γή, ού­τε δι­κή του έ­ρευ­να α­να­φέ­ρει. Ωστό­σο, εί­ναι εμ­φα­νές, πως κά­ποια τα στα­χυο­λο­γεί ως έ­χουν, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα τα πα­ρα­κά­μπτει ή τα α­να­σκευά­ζει και ο­ρι­σμέ­να τα ε­πι­νο­εί, χω­ρίς, βε­βαίως, προ­ει­δο­ποιη­τι­κό σχο­λια­σμό. Όσα βιο­γρα­φι­κά παίρ­νει αυ­τού­σια, τα με­γα­λύ­νει σε δια­στά­σεις και συ­νέ­πειες, κυ­ρίως δια της ε­πα­να­λή­ψεως, με προ­σθή­κες, εμ­φα­τι­κές φρά­σεις του τύ­που, “παι­δί χω­ρίς παι­δι­κή η­λι­κία”, “έ­φη­βος χω­ρίς ε­φη­βεία”. Λ.χ., στην σω­μα­τι­κή μειο­νε­ξία και την φτώ­χια της οι­κο­γέ­νειας Συ­κου­τρή, ε­πα­νέρ­χε­ται με ό­λο και πιο με­λα­νές α­πο­χρώ­σεις. Πε­ρι­γρά­φει έ­να α­ξιο­θρή­νη­το πα­ρου­σια­στι­κό, στο ο­ποίο προ­σθέ­τει, πως “γεν­νή­θη­κε με το έ­να μά­τι νε­κρό”, εξ ου η δια βίου “ε­λα­φριά κλί­ση της κε­φα­λής του προς τα α­ρι­στε­ρά”. “Τα κου­ρε­μέ­να σύρ­ρι­ζα μαλ­λιά” α­πο­δί­δο­νται ως έ­να “κε­φά­λι ξυ­ρι­σμέ­νο γου­λί”, ε­νώ τα φτω­χι­κά ρού­χα ε­παυ­ξά­νο­νται με “μπα­λώ­μα­τα”. Με αυ­τήν τη διεκ­τρα­γώ­δη­ση, υ­πο­τί­θε­ται πως καλ­λιερ­γεί­ται ο πα­ραλ­λη­λι­σμός του ή­ρωα με την “φτω­χή Ελλά­δα”, ώ­στε να προ­κύ­ψει το ση­μείο ταύ­τι­σης: η κλα­σι­κή αρ­χαιό­τη­τα ως “πυ­λώ­νας” του Συ­κου­τρή, μέ­σω της φι­λο­λο­γι­κής του ε­να­σχό­λη­σης, αλ­λά και “του κρα­τι­δίου που ε­μπνεύ­σθη­καν κά­ποιοι ρο­μα­ντι­κοί”, ό­πως, ε­πί­σης, και της νε­ο­ελ­λη­νι­κής αυ­το­συ­νει­δη­σίας.
Μία α­πό τις προ­σθή­κες α­φο­ρά τη σχέ­ση με τον πα­τέ­ρα. Η μο­να­δι­κή πλη­ρο­φο­ρία της Βιο­γρα­φίας εί­ναι, ό­τι “του έ­μα­θε νή­πιο α­κό­μη τα πρώ­τα γράμ­μα­τα”. Αντ’ αυ­τού, στο βι­βλίο, α­να­φέ­ρε­ται πως “κά­θε φθι­νό­πω­ρο χτυ­πιό­ταν για να τον ξα­να­γρά­ψουν στο σχο­λείο”. Επί­σης, ό­ταν ο πα­τέ­ρας “πε­θαί­νει στα Τάγ­μα­τα Εργα­σίας του τουρ­κι­κού στρα­τού το 1917”, προ­στί­θε­ται, πως ε­κεί­νος α­δια­φο­ρεί, νιώ­θο­ντας “α­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νος”. Το κα­τ’ ε­ξο­χήν, ό­μως, πε­δίο, που ελ­κύει τον Θε­ο­δω­ρό­που­λο, με σα­ρά­ντα χρό­νια θη­τεία στη μυ­θι­στο­ριο­γρα­φία, εί­ναι το ε­ρω­τι­κό. Σε αυ­τό, η φα­ντα­σία του καλ­πά­ζει. Στο δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο, α­πό μία φή­μη, την ο­ποία ο βιο­γρά­φος φρο­ντί­ζει να α­να­σκευά­σει, ε­κεί­νος πλά­θει έ­ναν πρώ­το ε­φη­βι­κό έ­ρω­τα με ε­ξα­δέλ­φη του. Με την γνω­στή α­δυ­να­μία του στα μυ­θο­λο­γι­κά ζεύ­γη, προ­σθέ­τει ως τρα­γι­κό κρε­σέ­ντο, τον α­να­πά­ντε­χο θά­να­το της α­γα­πη­μέ­νης, και έ­τσι δη­μιουρ­γεί έ­ναν Ορφέα, που θα ψά­χνει μια ζωή την χα­μέ­νη Ευ­ρυ­δί­κη.
Τε­λι­κά, ού­τε έ­ναν, ού­τε δυο, αλ­λά τέσ­σε­ρις έ­ρω­τες σκη­νο­θε­τεί για τον ή­ρωά του, που φτά­νουν τους πέ­ντε, αν συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με μια Σα­μιώ­τισ­σα συ­ντα­ξι­διώ­τισ­σα. Στο τρί­το κε­φά­λαιο, στή­νει έ­να α­στρα­πιαίο, αλ­λά ό­χι γι’ αυ­τό λι­γό­τε­ρο ρο­μα­ντι­κό, ει­δύλ­λιο με Ελλη­νοϊτα­λί­δα, πι­θα­νώς κα­τά­σκο­πο, που εμ­φα­νί­ζε­ται, Μάιο 1919, μα­ζί με την α­πό­βα­ση στη Σμύρ­νη των ελ­λη­νι­κών στρα­τευ­μά­των. Το κυ­ρίως ει­δύλ­λιο, ω­στό­σο, το­πο­θε­τεί­ται δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα με μα­θή­τριά του. Πρό­κει­ται για μία α­πό τις τέσ­σε­ρις αλ­λη­λο­γρά­φους του στον τό­μο «Γράμ­μα­τα του Ιωάν­νη Συ­κου­τρή στις μα­θή­τριές του (1933-1937)» (ΜΙΕ­Τ, 2014). Και αυ­τό, πα­ρό­τι ο βιο­γρά­φος την κα­ταρ­ρί­πτει ως μη ευ­στα­θού­σα φή­μη. Στο “α­φή­γη­μα”, ω­στό­σο, α­πο­τε­λεί βα­σι­κό ά­ξο­να των τε­λευ­ταίων κε­φα­λαίων, που έρ­χε­ται να δια­σκε­δά­σει έ­ναν “γά­μο συμ­φέ­ρο­ντος”, με τη σύ­ζυ­γο να α­να­φέ­ρε­ται μό­νο ως κό­ρη πο­λι­τευ­τή του Βε­νι­ζέ­λου.
Ο Θε­ο­δω­ρό­που­λος πα­ρα­κά­μπτει ό­σα σχε­τι­κά σχο­λιά­ζο­νται στη Βιο­γρα­φία, κα­θώς και την α­να­φο­ρά του φί­λου του Συ­κου­τρή, Βα­σί­λη Τα­τά­κη στη δι­κή του Αυ­το­βιο­γρα­φία, ό­που πε­ρι­γρά­φε­ται ως συ­να­κό­λου­θο μίας φι­λίας α­πό τα πα­νε­πι­στη­μια­κά έ­δρα­να, που με­τα­μορ­φώ­θη­κε σε σχέ­ση ζωής. Τε­λευ­ταία ε­ρω­τι­κή φί­λη, “μία μη­τρι­κή μορ­φή α­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νης σου­φρα­ζέ­τας”. Αυ­τή εί­ναι η Τζού­λια Τε­ρέ­ντσιο, που ε­λά­χι­στα προ­σφέ­ρε­ται γι’ αυ­τό το ρό­λο. Στά­θη­κε ο “ορ­γα­νω­τι­κός νους” του Συλ­λό­γου «Ασκραίος», του ο­ποίου την ί­δρυ­ση, ο Θε­ο­δω­ρό­που­λος πα­ρου­σιά­ζει σαν προ­σω­πι­κό ά­θλο του Συ­κου­τρή. Στό­χος να δο­θεί α­κό­μη έ­νας μυ­θο­λο­γι­κός χα­ρα­κτη­ρι­σμός στον ή­ρωα, Ορφέ­ας αλ­λά και Προ­μη­θέ­ας.
Τα ε­ρω­τι­κά του Συ­κου­τρή, ο Θε­ο­δω­ρό­που­λος τα συ­μπλη­ρώ­νει, συ­νο­ψί­ζο­ντας ό,τι α­πο­κα­λεί “α­στι­κούς μύ­θους της υ­στε­ρο­φη­μίας” του ή­ρωά του: “Ερω­τι­κή α­νι­κα­νό­τη­τα.” “Εί­τε το σώ­μα του τον πρό­δι­δε, εί­τε ε­ντέ­λει κρι­τής της ε­ρω­τι­κής του συ­μπε­ρι­φο­ράς ή­ταν η α­πω­θη­μέ­νη ο­μο­φυ­λο­φι­λία του. Τό­σο α­πω­θη­μέ­νη και τό­σο κα­λά κρυμ­μέ­νη, ό­σο η ποίη­σή του, α­φού δεν κά­νει που­θε­νά την εμ­φά­νι­σή της.” Για να κα­τα­λή­ξει: “Και για­τί ό­χι ο κλα­σι­κός συν­δυα­σμός κα­τα­νά­λω­σης α­γο­ραίου έ­ρω­τα, με την κα­τά­θλι­ψη που συ­νε­πά­γε­ται, και ε­ξι­δα­νι­κευ­μέ­νης «ρω­μα­ντι­κής» σχέ­σης;” Ο Συ­κου­τρής του Θε­ο­δω­ρό­που­λου δεν εί­ναι ο Συ­κου­τρής της Βιο­γρα­φίας, ού­τε των δυο τό­μων της δη­μο­σιο­ποιη­μέ­νης ε­πι­στο­λο­γρα­φίας του, ού­τε καν των γρα­πτών του. Αυ­τό εί­ναι προ­φα­νές α­πό τις ε­λά­χι­στες πε­ρι­κο­πές α­πό τα δη­μο­σιεύ­μα­τά του, που πα­ρα­θέ­τει, ό­λες α­πό τις πρώ­τες σε­λί­δες στα «Επι­λε­γό­με­να εις το έρ­γον τού Th. Zielinski. Ημείς και οι Αρχαίοι». Κα­μία, λ.χ., α­πό το «Εκλο­γή έρ­γων», το ο­ποίο ε­σφαλ­μέ­να α­να­φέ­ρε­ται ως ε­ξαν­τλη­μέ­νο. Εί­ναι μάλ­λον προ­φα­νές πως ο συγ­γρα­φέ­ας το αρ­χέ­τυ­πο, που τον γο­η­τεύει, το εί­χε έ­τοι­μο, το κα­τάλ­λη­λο πρό­σω­πο α­να­ζη­τού­σε. Ο Συ­κου­τρής προ­σφε­ρό­ταν. Αρκεί να ε­πι­λε­γούν α­πό τον μυ­θι­στο­ριο­γρά­φο-συγ­γρα­φέα οι κα­τάλ­λη­λες ψη­φί­δες. Κά­πως έ­τσι πλά­θε­ται ο “μι­κρός Έλλη­νας”, δει­νός ρή­το­ρας, με το πα­ρω­νύ­μιο Αντι­φών, που, με “τη δύ­να­μη της φω­νής του”, έρ­χε­ται α­ντι­μέ­τω­πος με τους Με­γά­λους. Κά­τι σαν τον “μι­κρό ή­ρωα”, που θα πά­ρει με την αυ­το­χει­ρία του δια­στά­σεις τρα­γι­κού ή­ρωα.
Γι’ αυ­τό και στο “α­φή­γη­μα” πα­ρα­λεί­πο­νται ση­μα­ντι­κές βιο­γρα­φι­κές συ­νι­στώ­σες. Για πα­ρά­δειγ­μα, χά­ριν “α­φη­γη­μα­τι­κής οι­κο­νο­μίας”, ό­πως δια­τεί­νε­ται ο Θε­ο­δω­ρό­που­λος, α­ντι­πα­ρέρ­χε­ται την διε­τή πα­ρα­μο­νή του Συ­κου­τρή στην Κύ­προ και την πε­ντα­ε­τή στην Γερ­μα­νία, τό­σο ση­μα­ντι­κές, ι­δίως η δεύ­τε­ρη, στην ι­δε­ο­λο­γι­κή του δια­μόρ­φω­ση. Γε­νι­κό­τε­ρα, κα­θώς ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πι­ζη­τά να δεί­ξει την η­ρωι­κή μοί­ρα ε­νός α­πό­βλη­του, πα­ρα­κά­μπτει τις πα­ρέες, ό­πως την φοι­τη­τι­κή εκ­δρο­μι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Σύμ­φω­να με τον Τα­τά­κη, ω­στό­σο, η στά­ση ε­κεί­νης της πα­ρέ­ας α­πε­λευ­θέ­ρω­σε τον Συ­κου­τρή α­πό τον γλωσ­σι­κό του δογ­μα­τι­σμό. Από “α­δυ­σώ­πη­το ο­πα­δό του Κό­ντου, ά­ρα φα­να­τι­κό κα­θα­ρευου­σιά­νο”, και υ­πο­στη­ρι­κτή της ά­πο­ψης, πως “η δη­μιουρ­γι­κή δύ­να­μη του ελ­λη­νι­κού πνεύ­μα­τος στα­μά­τη­σε στον 4ο π.Χ. αιώ­να”, τον έ­στρε­ψε στους βυ­ζα­ντι­νούς χρό­νους και τον νε­ο­ελ­λη­νι­κό πο­λι­τι­σμό. Αντι­θέ­τως, στο βι­βλίο του Θε­ο­δω­ρό­που­λου, προς συ­μπλή­ρω­ση του προ­φίλ ε­νός α­πό­βλη­του, ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται ο ε­θι­σμός στα βαρ­βι­του­ρι­κά. Δύο ή­ταν τό­τε τα γνω­στά, το λου­μι­νάλ και το βε­ρο­νάλ.
Ο τίτ­λος του “α­φή­γη­μα­τος” δεί­χνει, πως πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό το πρό­σω­πο τον εν­δια­φέ­ρει η αυ­το­κτο­νία του, ό­πως άλ­λω­στε το δη­λώ­νει. Ο τίτ­λος του δέ­κα­του και τε­λευ­ταίου κε­φα­λαίου εί­ναι “Για­τί αυ­το­κτό­νη­σε ο Ιωάν­νης Συ­κου­τρής;” Ωστό­σο, ού­τε αυ­τός, ού­τε ο Βιο­γρά­φος δί­νουν πα­ρα­πο­μπή του πό­τε και α­πό ποιον δη­μο­σιεύ­θη­κε η πλη­ρο­φο­ρία ό­τι ο θά­να­τος δεν ο­φει­λό­ταν σε α­να­κο­πή, αλ­λά ό­τι ε­πρό­κει­το για αυ­το­κτο­νία με ι­σχυ­ρή δό­ση βε­ρο­νάλ. Το α­να­φέ­ρου­με και ως πα­ρά­δειγ­μα των ελ­λεί­ψεων της Βιο­γρα­φίας, κα­θώς ο Αλι­κα­νιώ­της, ό­πως διευ­κρι­νί­ζει στον Πρό­λο­γο της Βιο­γρα­φίας, πα­ρα­θέ­τει και φα­ντα­στι­κά στοι­χεία. Ένα α­πό αυ­τά, η ε­πι­στο­λή του 1918, την ο­ποία υ­πο­τί­θε­ται πως έ­στει­λε ο Συ­κου­τρής α­πό τα Καρ­δά­μυ­λα στη Σμύρ­νη, στον εκ­δό­τη του πε­ριο­δι­κού «Αμάλ­θεια», Σω­κρά­τη Σο­λω­μο­νί­δη, ε­ξι­στο­ρώ­ντας το θά­να­το της ε­ξα­δέρ­φης του. Απο­σπά­σμα­τα της ε­πι­στο­λής πα­ρα­θέ­τει ο Θε­ο­δω­ρό­που­λος στο κε­φά­λαιο που α­φιε­ρώ­νει στο ει­δύλ­λιο. Παί­ζει με δά­νειο ψευ­δοϊστο­ρι­κό στοι­χείο ή το ε­κλαμ­βά­νει, εκ πα­ρα­δρο­μής, για πραγ­μα­τι­κό;
Το “α­φή­γη­μα”, κα­θώς συμ­βαί­νει και σε άλ­λα βι­βλία του Θε­ο­δω­ρό­που­λου, συ­νι­στά μια πλά­για έκ­θε­ση της δι­κής του ι­δε­ο­πο­λι­τι­κής θέ­α­σης του 20ου αι. Γι’ αυ­τό, α­κο­λου­θεί τον τρό­πο, που κα­ταρ­τί­ζο­νται τα α­να­πε­πτα­μέ­να χρο­νο­λό­για, ό­που, πα­ράλ­λη­λα με τις χρο­νο­λο­γίες του κυ­ρίως θέ­μα­τος, δί­νο­νται οι α­ντί­στοι­χες γε­νι­κό­τε­ρες ι­στο­ρι­κές συ­ντε­ταγ­μέ­νες. Το “α­φή­γη­μα” προ­βάλ­λει κά­θε πε­ρίο­δο του βίου του Συ­κου­τρή στο ελ­λη­νι­κό και ευ­ρω­παϊκό φό­ντο. Να ση­μειώ­σου­με, πως, σε αυ­τά τα τμή­μα­τα του “α­φη­γή­μα­τος”, ε­πι­δει­κνύει μεν με­τα-α­να­θεω­ρη­τι­κή στά­ση, η ο­ποία, ό­μως, σε σύ­γκρι­ση με ε­κεί­νη άλ­λων ο­μό­τε­χνών του, θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν με­τριο­πα­θής. Δε­δο­μέ­νης και της αρ­χαιο­γνω­σίας του Θε­ο­δω­ρό­που­λου, θα μπο­ρού­σε να μεί­νει πι­στό­τε­ρος στο πρό­σω­πο, που θα σή­μαι­νε να α­πο­δε­χθεί ως ή­ρωα έ­ναν πιο αν­θρώ­πι­νο, λι­γό­τε­ρο α­γλαϊσμέ­νο Συ­κου­τρή. Με άλ­λα λό­για, να μην εν­δώ­σει ως αυ­τόν το βαθ­μό στις συγ­γρα­φι­κές του ευ­κο­λίες.   

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 18/6/2016.

Περί Κάδμως

$
0
0
Μέλπω Αξιώτη
«Η Κάδμω»
Φιλολογική επιμ. - Επίμετρο - Σχόλια
Μαρία Κακαβούλια
Εκδ. Κέδρος, Οκτ. 2015


Στο πε­ριο­δι­κό «Η Συ­νέ­χεια», Απρί­λιο 1973, ο Αλέξ. Αργυ­ρίου έ­γρα­φε για το τε­λευ­ταίο βι­βλίο της Μέλ­πως Αξιώ­τη «Η Κάδ­μω»: “Κα­τα­χρη­στι­κά μπο­ρεί να ο­νο­μα­στεί αυ­το­βιο­γρα­φία, για­τί α­που­σιά­ζουν οι ε­ξω­τε­ρι­κές πε­ρι­γρα­φές, και οι σχέ­σεις με υ­παρ­κτά πρό­σω­πα εί­ναι α­σή­μα­ντες...” Πράγ­μα­τι, στα Σχό­λια, πέ­ραν των λο­γο­τε­χνι­κών α­να­φο­ρών, τα υ­παρ­κτά πρό­σω­πα εί­ναι μό­λις δυο. Η Μαί­ρη Μι­κέ, σε ο­μι­λία της, φθι­νό­πω­ρο 1991, σχο­λία­ζε: “Η δο­μή και ε­ξαι­τίας της α­που­σίας μιας ορ­θο­λο­γι­κής ορ­γά­νω­σης της πλο­κής, πα­ρου­σιά­ζε­ται θρυμ­μα­τι­σμέ­νη έ­τσι και το κεί­με­νο πα­ρου­σιά­ζε­ται δια­σπα­σμέ­νο, συ­νε­χές και ε­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νο.” Μή­πως, ό­μως, αν γνω­ρί­ζα­με τα βιο­γρα­φι­κά της Αξιώ­τη πλη­ρέ­στε­ρα, α­νι­χνεύα­με τη “δο­μή”  αυ­τής της λαν­θά­νου­σας “αυ­το­βιο­γρα­φίας”; Ή, έ­στω, δια­βλέ­πα­με τις στα­θε­ρές ε­νός πραγ­μα­το­λο­γι­κού πλαι­σίου;

Η α­φή­γη­ση, σε δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο, α­πο­δί­δει τον εν­διά­θε­το λό­γο, που πυ­κνώ­νει. Η γρα­φή εί­ναι συ­νειρ­μι­κή, ω­στό­σο, στον τρό­πο που α­να­κα­λού­νται οι πα­ρα­στά­σεις δια­φαί­νε­ται η ε­πι­θυ­μία, α­φε­νός μεν, πα­ρου­σία­σης συ­γκε­κρι­μέ­νου αυ­το­βιο­γρα­φι­κού υ­λι­κού και α­φε­τέ­ρου, ο­ρι­σμέ­νης α­φη­γη­μα­τι­κής δό­μη­σης αυ­τού του υ­λι­κού. Άρα, υ­πάρ­χει τό­ση πλο­κή, ό­ση ε­πι­τρέ­πει η μνη­μο­νι­κή πε­ρι­χα­ρά­κω­ση. Όπως, δη­λα­δή, ο προ­φο­ρι­κός λό­γος σε μία ο­μι­λία, ό­ταν δεν μέ­νει τε­λείως ε­λεύ­θε­ρος, αλ­λά πε­ριο­ρί­ζε­ται α­πό έ­να προ­σχε­δία­σμα. Αυ­τό γί­νε­ται δυσ­διά­κρι­το, ό­ταν πρό­κει­ται για χα­ρι­σμα­τι­κό ο­μι­λη­τή ή, σω­στό­τε­ρα, α­φη­γη­τή,  που ε­ξα­πλώ­νε­ται σε χυ­μώ­δεις πα­ρεκ­βά­σεις χω­ρίς να χά­νει το υ­φά­δι. Ή, στην πε­ρί­πτω­ση του μο­ντερ­νί­στι­κου γρα­πτού λό­γου, στον ο­ποίο μία πα­ρά­στα­ση συ­μπα­ρα­σύ­ρει ά­λυ­σο συ­να­φών και στη συ­νέ­χεια, πα­ρα­τάσ­σε­ται δί­πλα στην ε­πό­με­νη, χω­ρίς υ­πο­ψία χα­σμω­δίας.

Κα­τ’ αρ­χήν, προς διευ­κό­λυν­ση, χρειά­ζε­ται ει­δο­λο­γι­κός προσ­διο­ρι­σμός, τον ο­ποίο η συγ­γρα­φέ­ας, ει­κά­ζου­με, α­φού δεν μνη­μο­νεύε­ται, πως δεν εί­χε δώ­σει. Στην πρό­σφα­τη έκ­δο­ση, α­να­φέ­ρε­ται ως “κεί­με­νο”, ό­πως στην πρώ­τη κρι­τι­κή του Αλέξ. Κοτ­ζιά, που δη­μο­σιεύ­τη­κε 8 Ιουλ. 1972, για την πρώ­τη, και μέ­χρι πρό­τι­νος μο­να­δι­κή, έκ­δο­ση, που εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει Ιούν. 1972. Στα χρο­νο­λό­για, φέ­ρε­ται ως “διή­γη­ση”, στα “αυ­τά­κια”  των Απά­ντων ως “νου­βέ­λα”, στη Γραμ­μα­το­λο­γία Σο­κό­λη, ο Τά­κης Καρ­βέ­λης το χα­ρα­κτη­ρί­ζει “πε­ζο­γρά­φη­μα”, η Μι­κέ το α­να­φέ­ρει ως “α­φή­γη­μα”, ε­νώ ο Αργυ­ρίου το χα­ρα­κτη­ρί­ζει α­νεν­δοία­στα “το πέ­μπτο μυ­θι­στό­ρη­μά της”. Και πράγ­μα­τι, ε­φό­σον υ­πάρ­χει η πα­ρα­δο­χή του μυ­θο­πλα­στι­κά ορ­γα­νω­μέ­νου κει­μέ­νου, η ε­πι­λο­γή πε­ριο­ρί­ζε­ται σε νου­βέ­λα ή μυ­θι­στό­ρη­μα. Από την άλ­λη, κα­τά τη γνώ­μη μας, στην ό­ποια πλο­κή δια­κρί­νε­ται, στα πρό­σω­πα που σκια­γρα­φού­νται στο πε­ρί­τε­χνο της α­πό­κρυ­ψης ως σε μα­γι­κή ει­κό­να, δεν ται­ριά­ζει ο ό­ρος νου­βέ­λα. 

Μυ­θι­στό­ρη­μα, λοι­πόν. Μό­νο που σή­με­ρα, οι μυ­θι­στο­ριο­γρά­φοι δο­μούν με φρά­σεις, ό­χι με λέ­ξεις. Η Αξιώ­τη, αυ­τό το τε­λευ­ταίο της βι­βλίο, το “χτί­ζει” με λέ­ξεις. Οι λέ­ξεις, που ο­νο­μα­τί­ζουν τα πράγ­μα­τα, αυ­τές που πρώ­τες μα­θαί­νου­με, κι αυ­τές που πρώ­τες ξε­χνού­με, ό­ταν η τρο­πή του βίου μάς με­τα­φυ­τεύει σε άλ­λο τό­πο. “Πρέ­πει να συ­νη­θί­σεις τη λέ­ξη μέ­σα στη φρά­ση, να ε­φαρ­μό­ζει κα­λά, ό­πως το δέρ­μα”, ή­ταν η έ­γνοιά της, Άνοι­ξη 1972, που γρά­φει τις κα­τα­λη­κτι­κές σε­λί­δες του βι­βλίου. Τις στερ­νές για τη νε­κρή α­γα­πη­μέ­νη γυ­ναί­κα “ή για την γα­ζία που ξε­περ­νού­σε τον τοί­χο ε­κεί­νης της αυ­λής”. Ποιας γυ­ναί­κας; Ποιας αυ­λής; Την α­πά­ντη­ση την δί­νουν οι λέ­ξεις. Αλλά ποιος σή­με­ρα, δια­βά­ζο­ντας, προ­σέ­χει τη λέ­ξη;  

Με­τά έρ­χε­ται ο τίτ­λος. Σύμ­φω­να με το ε­κτε­νές (μό­λις δέ­κα σε­λί­δες υ­πο­λει­πό­με­νο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος) Επί­με­τρο της Μα­ρίας Κα­κα­βού­λια, το ό­νο­μα Κάδ­μω “προέρ­χε­ται α­πό τον ή­ρωα Κάδ­μο, πι­θα­νόν λό­γω του αρ­χαίου μύ­θου για την ι­στο­ρία της γρα­φής που συν­δέε­ται με το ό­νο­μά του, ί­σως και λό­γω των πε­ρι­πλα­νή­σεών του προς α­να­ζή­τη­ση της α­δελ­φής του Ευ­ρώ­πης”. Δε­δο­μέ­νου ό­τι η Κάδ­μω εμ­φα­νί­ζε­ται ως alter ego της συγ­γρα­φέως, αν δε­χτού­με την πρώ­τη εκ­δο­χή, α­πο­δί­δου­με έ­παρ­ση στην Αξιώ­τη, πως φα­ντα­σιώ­νε­ται ε­αυ­τόν ως φέ­ρου­σα τα γράμ­μα­τα. Όσο για την δεύ­τε­ρη, δεν α­ντι­στοι­χεί στα δε­δο­μέ­να του βίου της. Εκεί­νη δεν α­να­ζή­τη­σε την Ευ­ρώ­πη. Από τα πά­τρια ε­δά­φη εκ­διώ­χθη­κε, κι ό­μως, προς αυ­τά έ­μει­νε στραμ­μέ­νη. Πα­ρα­δό­ξως, ε­πι­λέ­γει ό­νο­μα άρ­ρε­νος ή­ρωα, ε­νώ πλεί­στα ό­σα θή­λεια της μυ­θο­λο­γίας εί­ναι “φω­νο­λο­γι­κά σύμ­με­τρα του ο­νό­μα­τος Μέλ­πω”, αν δε­χτού­με πως αυ­τό βά­ρυ­νε στην ε­πι­λο­γή, κα­τά τον ι­σχυ­ρι­σμό της ε­πι­με­λή­τριας. Να ση­μειώ­σου­με πως το θη­λυ­κό ό­νο­μα πλά­θε­ται α­πό τη δο­τι­κή πτώ­ση του αρ­σε­νι­κού: τω Κάδ­μω, που θυ­μί­ζου­με πως ε­τυ­μο­λο­γεί­ται και ως “ο εξ Ανα­το­λών άν­θρω­πος”.  

Το μυ­θο­πλα­στι­κό πρό­σω­πο της Κάδ­μως πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται στο προ­η­γού­με­νο βι­βλίο της Αξιώ­τη, «Το σπί­τι μου». Του­λά­χι­στον στην τε­λι­κή του μορ­φή, που εκ­δί­δε­ται το 1965. Για­τί η κυο­φο­ρία του εί­χε ξε­κι­νή­σει πο­λύ νω­ρί­τε­ρα, με την ε­γκα­τά­στα­σή της στο Ανα­το­λι­κό Βε­ρο­λί­νο, Φθι­νό­πω­ρο 1958. Ήδη, ά­νοι­ξη 1959, η συγ­γρα­φέ­ας εί­χε στεί­λει στην «Επι­θεώ­ρη­ση Τέ­χνης» το δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο, ως έ­να δεύ­τε­ρο μυ­κο­νιά­τι­κο διή­γη­μα, με­τά το πρώ­το που εί­χε δη­μο­σιευ­θεί, Χει­μώ­να 1957. Με τον τίτ­λο, «Και­νή Δια­θή­κη», ως α­δη­μο­σίευ­το η­μι­τε­λές μυ­θι­στό­ρη­μα, το α­να­φέ­ρει ο Ρί­τσος στις ε­πι­στο­λές του,  την πε­ρίο­δο της αλ­λη­λο­γρα­φίας τους, Δεκ 1962 - Ιούλ. 1964. Την πα­ρα­κι­νού­σε συ­νε­χώς να το συ­νε­χί­σει. Στην τε­λευ­ταία ε­πι­στο­λή, μά­λι­στα, εύ­χε­ται να το τε­λειώ­σει με την προσ­δο­κώ­με­νη τό­τε ως ε­πι­κεί­με­νη ε­πι­στρο­φή της στην Ελλά­δα. 

Ει­κά­ζου­με πως το «Και­νή Δια­θή­κη», που φέρ­νει μα­ζί της, εί­ναι τα τρία πρώ­τα κε­φά­λαια, και πι­θα­νώς, με­ρι­κά α­κό­μη α­πό τα υ­πό­λοι­πα 12, χω­ρίς, ό­μως, τα ει­σα­γω­γι­κά τους, πλα­γιο­γράμ­μα­τα τμή­μα­τα, στα ο­ποία εμ­φα­νί­ζε­ται ως κε­ντρι­κό πρό­σω­πο η Κάδ­μω. Δη­λα­δή, έ­να μι­κρό­τε­ρο ή με­γα­λύ­τε­ρο κομ­μά­τι α­πό τις μυ­κο­νιά­τι­κες διη­γή­σεις. Στην εκ­δο­χή του βι­βλίου, η συγ­γρα­φέ­ας αυ­τών των διη­γή­σεων βρί­σκε­ται στην υ­πε­ρο­ρία, αλ­λά­ζο­ντας τό­πους κα­τοι­κίας, Πα­ρί­σι – Βε­ρο­λί­νο – Βαρ­σο­βία. Στο τε­λι­κό, 16ο κε­φά­λαιο, υ­πάρ­χει μό­νο αυ­τή, με τον έν­δον λό­γο σε τρί­το πρό­σω­πο και πλα­γιο­γράμ­μα­τη γρα­φή. Δεκ. 1964: “Η Κάδ­μω πε­τά... Ανά­με­σα γης και ου­ρα­νού... Τώ­ρα μοι­ρά­ζο­νται στο α­ε­ρο­πλά­νο τα χαρ­τιά της ε­ξό­δου: ό­νο­μα του ε­πι­βά­τη, κα­τοι­κία, πα­τρί­δα. Αυ­τό το τε­λευ­ταίο συλ­λο­γί­ζε­ται η Κάδ­μω... Βα­σι­λι­κή υ­πο­γρα­φή της το εί­χε α­φαι­ρέ­σει... Η ώ­ρα τώ­ρα εί­ναι 7.20΄βρα­δυ­νή...τα πρώ­τα φώ­τα της πό­λης...” 

Το προ­η­γού­με­νο βι­βλίο, «Το σπί­τι μου», ε­κτυ­λίσ­σε­ται σε δυο χρο­νι­κές πε­ριό­δους, κα­θώς οι μνή­μες α­πό τη γε­νέ­τει­ρα α­να­κα­λού­νται στα χρό­νια της α­που­σίας. Επί­σης, το βι­βλίο της Κάδ­μως μοι­ρά­ζε­ται σε δυο χρό­νους, με κα­τα­λη­κτι­κό ση­μείο τον χρό­νο του “γυ­ρι­σμού”, ό­πως και τιτ­λο­φο­ρεί­ται το τε­λευ­ταίο, 13ο κε­φά­λαιο. Σε αυ­τό, το “τό­τε” το­πο­θε­τεί­ται, στα­θε­ρά ως ε­πω­δός, ο χρο­νι­κός προσ­διο­ρι­σμός, “πριν τριά­ντα χρό­νια”, το “τώ­ρα”, ό­μως, με­τα­κι­νεί­ται με­τα­ξύ του χρό­νου του “γυ­ρι­σμού” και ε­κεί­νου της γρα­φής, ε­νώ ο αλ­λο­τι­νός τό­πος, εί­ναι η Αθή­να. Οι μνή­μες α­πό έ­να τμή­μα της α­θη­ναϊκής πε­ριό­δου, ό­ταν κα­τοι­κεί σε παν­σιόν, α­φού έ­χει ε­γκα­τα­λεί­ψει τα οι­κο­γε­νεια­κά σπί­τια της ξα­να­πα­ντρε­μέ­νης μη­τέ­ρας της και της χή­ρας μη­τριάς της, α­πο­τε­λούν το θέ­μα του τέ­ταρ­του και τε­λευ­ταίου κε­φα­λαίου στο πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μά της «Δύ­σκο­λες νύ­χτες». Εκεί, πα­ρου­σιά­ζο­νται ως πα­ρο­ντι­κός χρό­νος. Στο βι­βλίο της Κάδ­μως, η συ­νέ­χεια ξε­δι­πλώ­νε­ται σε πα­ρελ­θο­ντι­κό χρό­νο. Αφο­ρά την α­θη­ναϊκή πε­ρίο­δο, που ξε­κι­νά­ει α­πό τό­τε που κα­τοί­κη­σε για πρώ­τη φο­ρά μό­νη της στην πρω­τεύου­σα μέ­χρι το 1947, που α­να­χώ­ρη­σε για Πα­ρί­σι. 

Αν και ό­ταν α­να­φέ­ρει στα τε­λευ­ταία κε­φά­λαια “την πε­ριο­χή της Λα­γκό­ρς”, “το λι­μά­νι της Albissola” ή και τη Γέ­νο­βα, με τις πα­λαιό­τε­ρες μνή­μες α­να­κα­τώ­νο­νται ε­ντυ­πώ­σεις α­πό το τε­λευ­ταίο της τα­ξί­δι, κα­λο­καί­ρι 1966. Από τα του­ρι­στι­κά μέ­ρη, συ­γκρα­τεί τα ε­ρεί­πια ε­νός χω­ριού, το “κου­φά­ρι” α­πό το σπί­τι της Γαλ­λί­δας, το πο­λε­μι­κό κα­ρά­βι α­πό σί­δε­ρο που το νί­κη­σε το κύ­μα, την Ακρό­πο­λη που την ε­ξευ­τέ­λι­ζαν χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το ό­νο­μα ως τίτ­λο “τρα­το­ρίας”. Δεν πρό­κει­ται για ε­τε­ρό­κλη­τες μνή­μες. Το θέ­μα της εί­ναι οι θά­να­τοι, ό­λοι οι θά­να­τοι, πραγ­μά­των και αν­θρώ­πων. Ένας α­πό αυ­τούς και ο χω­ρι­σμός α­πό την πα­τρί­δα. Σε αυ­τούς λαν­θά­νει, κι ας μνη­μο­νεύε­ται κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη, ο θά­να­τος ε­νός α­γα­πη­μέ­νου προ­σώ­που, το ο­ποίο α­πο­κρύ­πτε­ται, ό­πως και τα αι­σθή­μα­τα της  Κάδ­μως α­πέ­να­ντί του.

Επει­δή ο χώ­ρος της σε­λί­δας πε­ριο­ρι­σμέ­νος, συ­νέ­χεια και τέ­λος Πε­ρί Κάδ­μως την ε­πό­με­νη Κυ­ρια­κή.

Μ. Θεοδοσοπούλου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 26/6/2016.

1η φωτογραφία: Η Μέλπω Αξιώτη κατά την περίοδο του επαναπατρισμού.
2η φωτογραφία: Οπίσθια όψη κάρτ-ποστάλ του Γιάννη Ρίτσου προς την Αξιώτη, στο Βερολίνο, με ημερομηνία 5.VII.63. Φωτ. από τον τόμο: Γιάννης Ρίτσος, Μέλπω Αξιώτη, «Καταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά. Σπαράγματα αλληλογραφίας (1960-1966)», επιμέλ. Μαίρη Μικέ, Άγρα, Δεκ. 2015. Σχόλια στον τόμο έχουν δημοσιευθεί στο φύλλο της Εποχής: 17/4/2016.

Περί Κάδμως II

$
0
0
Συ­νέ­χεια χω­ρίς συν­δε­τι­κό σχό­λιο α­πό το φύλ­λο της προ­η­γού­με­νης Κυ­ρια­κής.

Το βι­βλίο της Κάδ­μως α­πο­τε­λεί­ται α­πό 13 κε­φά­λαια ά­νι­σα σε έ­κτα­ση, με τίτ­λους που προϊδεά­ζουν για το πε­ριε­χό­με­νο. Το κα­θέ­να, με λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­γκε­κρι­μέ­νο χρο­νο­λο­γι­κό στίγ­μα ως προς την κύ­ρια α­να­κα­λού­με­νη πα­ρά­στα­ση, με α­πο­τέ­λε­σμα η χρο­νο­λο­γι­κή πα­ρά­τα­ξη των κε­φα­λαίων να μην εί­ναι πά­ντο­τε εμ­φα­νής. Από τα βι­βλία της, α­να­κα­λού­νται οι θή­λειες υ­πάρ­ξεις, που πλά­στη­καν ως α­ντι­κα­το­πτρι­σμός των δι­κών της α­γα­πη­μέ­νων. “Όσα ε­σύ ε­κα­τα­σκεύα­σες ι­δίως πλή­θος γυ­ναί­κες, για­τί η γυ­ναί­κα προ­πα­ντός εί­ναι πλά­σμα πα­ρα­μυ­θέ­νιο”, λέει εις ε­αυ­τόν. Και ό­ταν μια φο­ρά, ό­λη κι ό­λη, α­νά­με­σα στις λέ­ξεις που δη­λώ­νουν θά­να­το, προ­βάλ­λει η λέ­ξη έ­ρω­τας, συ­νο­δεύε­ται α­πό την ει­κό­να “κά­ποιων γυ­ναι­κών που πάλ­λο­νται τα στή­θη τους α­πό την η­δο­νή”. 

Το πρώ­το κε­φά­λαιο, με τίτ­λο «Τα πράγ­μα­τα», α­να­φέ­ρε­ται σε πε­ρίο­δο της δε­κα­ε­τίας του ’30. Ξε­κι­νά­ει α­πό την πρώ­τη της κα­τοι­κία, “το η­μιυ­πό­γειο στην ο­δό Αρι­στο­τέ­λους”, ό­που βρέ­θη­κε κα­θι­σμέ­νη στο τρα­πέ­ζι με μια κό­λα ρι­γω­τό χαρ­τί μπρο­στά της, χω­ρίς ση­μειώ­σεις, και φτά­νει μέ­χρι την η­μέ­ρα, που “άρ­πα­ξε η μη­χα­νή” το πρώ­το γρα­φτό και το έ­κα­νε βι­βλίο, που ση­μαί­νει κά­τι τε­λε­σί­δι­κο, με τις λέ­ξεις “ά­σβη­στες”, μό­νο του να “τρέ­χει στο δρό­μο”. Αυ­τή εί­ναι η μία ση­μα­το­δό­τη­ση, με βά­ση το γρά­ψι­μο. “Σπου­δαία υ­πό­θε­ση το γρά­ψι­μο”, ό­πως ο έ­ρω­τας. Και στα δυο “πε­ρι­μέ­νεις να σου έρ­θει πρώ­τα η ε­πι­θυ­μία”. Μια ε­ρω­τι­κή θή­λεια ύ­παρ­ξη δί­νει τη δεύ­τε­ρη ση­μα­το­δό­τη­ση. Από τό­τε που “η Μπί­λιω έ­γει­ρε πά­νω στα μα­στι­χιά μα­ξι­λά­ρια” μέ­χρι τον πρόω­ρο θά­να­τό της, “μια μνή­μη κα­κή”. Στο ξε­κί­νη­μα του βι­βλίου, μέ­νει ζη­τού­με­νο, αν η Μπί­λιω α­νή­κει στΙς γυ­ναί­κες που έ­πλα­σε, ή σε ε­κεί­νες που α­γά­πη­σε. 

Το δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο, με τίτ­λο «Επι­στρά­τευ­ση», φέ­ρει το ευ­κρι­νέ­στε­ρο ό­λων χρο­νο­λο­γι­κό στίγ­μα, ί­σως για­τί ρό­λο α­φη­γη­τή α­να­λαμ­βά­νει έ­να ρο­λόι. “Ένα τε­ρά­στιο σι­δε­ρέ­νιο ρο­λόι, ο­λο­στρόγ­γυ­λο σαν το φεγ­γά­ρι, με δυο ψι­λού­τσι­κα πο­δα­ρά­κια”. Το ά­φη­ναν α­κούρ­δι­στο, α­φού υ­πήρ­χαν στο σπί­τι άλ­λα δυο, με­τα­γε­νέ­στε­ρης τε­χνι­κής: το έ­να “έ­βγαι­νε στο δρό­μο, στε­ρεω­μέ­νο πά­νω στο χέ­ρι της σπι­το­νοι­κο­κυ­ράς”, το άλ­λο, “πά­ντα δί­πλα της τη νύ­χτα, α­κου­μπι­σμέ­νο πά­νω στο μι­κρό τρα­πε­ζά­κι”. Χα­λά­ει το πρώ­το, παίρ­νει ε­κεί­νη το δεύ­τε­ρο, το χώ­νει στη τσά­ντα της. Κά­πο­τε, το δα­νεί­ζει σε μια κο­πέ­λα, “για τα πα­ρά­νο­μα ρα­ντε­βού, που δί­χως ρο­λόι, εί­ναι πράγ­μα α­δύ­να­το”. Τό­τε, κουρ­δί­ζει το τε­ρά­στιο ρο­λόι και μια Κυ­ρια­κή το βγά­ζει βόλ­τα “χω­μέ­νο μέ­σα σ’ έ­να τα­γά­ρι”. Ήταν χει­μώ­νας 1941, ό­ταν ε­κεί­νη, “ψη­λή, ξε­ρα­κια­νή, φο­ρώ­ντας έ­να χο­ντρό α­ντρι­κό παλ­τό, με κρε­μα­σμέ­νο στον ώ­μο της έ­να τε­ρά­στιο τα­γά­ρι”, χτύ­πη­σε το κου­δού­νι στο σπί­τι της οι­κο­γέ­νειας Ζέη. Ακο­λού­θη­σαν άλ­λες τρεις. “Κά­θε τέ­ταρ­το και α­πό μία”: Καί­τη Ζεύ­γου, Μα­ρία Σβώ­λου, Ηλέκ­τρα Απο­στό­λου, ό­πως συ­μπλη­ρώ­νει η Άλκη Ζέη, στην πρό­σφα­τη Αυ­το­βιο­γρα­φία της. 

Το τρί­το εί­ναι έ­να σύ­ντο­μο κε­φά­λαιο, με τίτ­λο «Συ­νά­ντη­ση». Η α­φη­γή­τρια α­να­ζη­τά­ει το πα­ρελ­θόν στα αλ­λο­τι­νά βι­βλία της. Όταν βρι­σκό­ταν σε “τό­πους που δεν τους βλέ­πει πια η συ­νή­θεια”, τα εί­χε ξε­χά­σει. Στο σή­με­ρα, που γρά­φει, άρ­χι­σε και πά­λι να τα θυ­μά­ται. Ήρθαν οι η­ρωί­δες των βι­βλίων της να την συ­να­ντή­σουν. Για πρώ­τη φο­ρά, α­να­φέ­ρει την τε­τρά­δα, Άννα, Μα­ρία, Ισμή­νη, Κάδ­μω, που ε­πα­νέρ­χε­ται στην α­φή­γη­ση, ση­μα­το­δο­τώ­ντας τον μυ­θο­πλα­στι­κό κό­σμο της. Μέ­ρος του και “οι Μι­χα­λί­νες που συ­ντρό­φια­σε, ή την συ­ντρό­φια­σα­ν”. 

Στα ε­πό­με­να κε­φά­λαια, τα σπί­τια και οι θά­να­τοι δη­λώ­νουν το χρό­νο. Ως στα­θε­ρή α­να­φο­ρά, πα­ρα­μέ­νει το σπί­τι της Κάδ­μως. Μνη­μο­νεύο­νται δυο μό­νο έ­πι­πλα, τα ο­ποία α­ντι­στοι­χούν σε δυο στά­σεις της ί­διας. Το τρί­κλι­νο  τρα­πέ­ζι, ό­που κά­θε­ται και γρά­φει, και το κρε­βά­τι, ό­που, πά­λι κα­θι­στή, με τη ρά­χη α­κου­μπι­σμέ­νη στο μα­ξι­λά­ρι, θυ­μά­ται. Το τέ­ταρ­το κε­φά­λαιο, για τα μέ­τρα και σταθ­μά του βι­βλίου, ε­κτε­νές, με τον αό­ρι­στο τίτ­λο «Διά­φο­ρα», πη­γαι­νοέρ­χε­ται στο χρό­νο. Ανα­φέ­ρο­νται κα­τοι­κίες της και θά­να­τοι. Προσ­διο­ρι­στι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της κα­τοι­κίας μό­νο  το ο­νο­μα­το­λό­γιο των δρό­μω­ν: Αρι­στο­τέ­λους, Τι­μο­λέ­ο­ντος στο Α΄ Νε­κρο­τα­φείο, Κε­φαλ­λη­νίας, Γκου­φιέ στο Κου­κά­κι. Μια α­πο­θή­κη της ο­δού Μπε­νά­κη έ­γι­νε, με την α­να­χώ­ρη­σή της, η κα­τοι­κία των βι­βλίων της. Δύο οι θά­να­τοι, και οι δυο α­πό καρ­διά: του Πορ­φύ­ρη, που “έ­σπα­σε η καρ­διά του” στο δρό­μο και πέ­θα­νε στο νο­σο­κο­μείο, χω­ρίς να μά­θει πως ήρ­θε ο φα­σι­σμός. Προ­φα­νώς, ο Πορ­φύ­ρης Κο­νί­δης, ο Κ. Πορ­φύ­ρης της «Επι­θεώ­ρη­σης Τέ­χνης», που πέ­θα­νε στις 14 Μαΐ 1967. Και ο θά­να­τος της Λου­κίας, 28 χρό­νια νω­ρί­τε­ρα. Της Λου­κίας Φω­το­πού­λου, σύμ­φω­να με το σχό­λιο της ε­πι­με­λή­τριας. Που, ό­μως, συ­σκο­τί­ζει ο­ρι­σμέ­να ση­μεία. 

Σε ό­λο το βι­βλίο, οι πε­ρι­γρα­φές του γε­ρά­σμα­τος, φθά­νο­ντας μέ­χρι τη στα­δια­κή με­τα­μόρ­φω­ση του η­λι­κιω­μέ­νου σε α­ντι­κεί­με­νο, βαί­νουν σε πα­ραλ­λη­λία με τη φθο­ρά των α­ντι­κει­μέ­νων, κα­θώς προ­χω­ρά­ει έως την α­πο­σύν­θε­ση. Μέ­χρι και ο τρό­πος, που α­να­φέ­ρε­ται στην τύ­χη των κα­τά­λοι­πων ε­νός α­πο­θα­νό­ντος σε συγ­γε­νι­κά χέ­ρια, προ­κα­λεί με την κυ­νι­κή του γυ­μνό­τη­τα. Στο πέ­μπτο κε­φά­λαιο, με τίτ­λο «Πα­ρα­δείγ­μα­τα», α­να­μη­ρυ­κά­ζει τους τό­πους της ε­ξο­ρίας της, πε­ρι­γρά­φο­ντας δυο συ­να­πα­ντή­μα­τα με ε­ξό­ρι­στους. Το έ­να στο Βε­ρο­λί­νο, με “τον πρώ­το γραμ­μα­τέα του ι­σπα­νι­κού κόμ­μα­τος”, και το δεύ­τε­ρο, με έ­ναν Βούλ­γα­ρο, που α­νή­κει στη δι­κή της μι­κροϊστο­ρία. 

Στο έ­κτο κε­φά­λαιο, με τίτ­λο «Μνή­μη», εμ­φα­νί­ζε­ται έ­να ί­χνος α­πό το σύν­δρο­μο της Ηλέκ­τρας, ο πα­τέ­ρας, τα κομ­μά­τια μου­σι­κής σε χο­ντρό χαρ­τί, που οι γυ­ναί­κες του σπι­τιού χρη­σι­μο­ποιούν για χαρ­τί πε­ρι­τυ­λίγ­μα­τος. Δεν αρ­πά­ζε­ται α­πό την πα­ρη­γο­ριά της μνή­μης, α­ντί­θε­τα, κα­τα­λή­γει στη μα­ταιό­τη­τα κά­θε προ­σπά­θειας, φθά­νο­ντας στο δι­κό της θά­να­το. Η μνή­μη έ­χει τους δι­κούς της κα­νό­νες. Το κο­ντι­νό και το μα­κρι­νό δεν εί­ναι μό­νο συ­νάρ­τη­ση του χρό­νου, αλ­λά και του τρό­που που τα έ­ζη­σες. Στο ε­πό­με­νο κε­φά­λαιο, με τίτ­λο «Ει­κό­νες», το Βε­ρο­λί­νο εί­ναι ο τό­πος που “πριν τριά­ντα χρό­νια” εν­θου­σια­ζό­ταν ό­ταν το βομ­βάρ­δι­ζαν, αλ­λά και ο τό­πος κα­τοι­κίας της για χρό­νια. Στο τώ­ρα της Αθή­νας, νο­σταλ­γεί “Πα­ρί­σι, Βε­ρο­λί­νο, Βαρ­σο­βία”. Η α­φή­γη­ση αι­σθη­το­ποιεί τη γνω­στή ε­πω­δό, και “τό­τε χά­νεις την αί­σθη­ση του χρό­νου, την αί­σθη­ση του τό­που”.

Πα­ρό­τι το ε­πό­με­νο κε­φά­λαιο έ­χει τίτ­λο «Πο­λι­τείες», η κυ­ρίαρ­χη πα­ρά­στα­ση εί­ναι τα σπί­τια. Αλλά­ζει ο μέ­τοι­κος τό­πο, αλ­λά­ζει σπί­τι, αλ­λά δεν έ­χει που­θε­νά έ­να σπί­τι, που για τους πολ­λούς ση­μαί­νει ι­διο­κτη­σία. Η Αξιώ­τη, γε­νι­κό­τε­ρα ο α­ρι­στε­ρός πα­λαιό­τε­ρων και­ρών, δεν εί­χε έ­ντο­νο το αί­σθη­μα της ι­διο­κτη­σίας. Εδώ, “πο­λι­τείες” εί­ναι τα μυ­κο­νιά­τι­κα σπί­τια των παπ­πού­δων και ε­κεί­νο το α­θη­ναϊκό της ο­δού Με­νάν­δρου, ό­που “γεν­νή­θη­κε, πα­ντρεύ­τη­κε, πέ­θα­νε η μη­τέ­ρα”, “το κολ­λη­τό με το Εθνι­κό Θέ­α­τρο”. Το κε­φά­λαιο, ό­που ζω­ντα­νεύει την τό­τε και την νυν γει­το­νιά ε­κεί­νου του σπι­τιού, το τιτ­λο­φο­ρεί «Στρο­φή», πι­θα­νώς για­τί δεί­χνει την με­ταλ­λα­γή στά­σεως των αλ­λο­τι­νών και των ση­με­ρι­νών κα­τοί­κων του. Το βα­σι­κό, ό­μως, που άλ­λα­ξε, εί­ναι ο ρυθ­μός του χρό­νου, “τό­τε στα­θε­ρός, τώ­ρα κου­τρου­βα­λά”. Ακό­μη και στο ε­πό­με­νο κε­φά­λαιο, με τίτ­λο «Επι­στρο­φή», κυ­ρίαρ­χη πα­ρά­στα­ση στην α­φη­γη­μα­τι­κή τα­ξι­νό­μη­ση έ­χουν τα σπί­τια, α­πό τα α­θη­ναϊκά μέ­χρι “τα τρο­μα­κτι­κά κτί­ρια” του Βε­ρο­λί­νου.

Και στα 13 κε­φά­λαια, σαν ε­κλάμ­ψεις σύλ­λη­ψης, που ση­μα­το­δο­τούν το χρό­νο, ε­πα­νέρ­χο­νται οι αλ­λη­γο­ρι­κές με­τα­μορ­φώ­σεις του α­φη­γη­μα­τι­κού Εγώ. “Ήσουν έ­να φυ­τό... Ήσουν έ­να πη­γά­δι... Ήσουν έ­να η­φαί­στειο... οι ψυ­χές των πε­θα­μέ­νων σε κα­τοι­κού­νε”. Εκεί­νων που πε­ρισ­σό­τε­ρο α­γά­πη­σες. Ανα­φέ­ρε­ται ο ερ­γο­στα­σιάρ­χης ε­ρα­στής, που έ­κα­ψε το δέ­μα με τα ε­ρω­τι­κά γράμ­μα­τα που του έ­στελ­νες, ό­ταν ε­σύ ε­πι­στρα­τεύ­τη­κες ι­δε­ο­λο­γι­κά. Ακό­μη ο Αλέ­ξαν­δρος α­πό τις «Δύ­σκο­λες νύ­χτες», αλ­λά με το α­λη­θι­νό του ό­νο­μα. Όλο το πα­ρελ­θόν, πραγ­μα­τι­κά πρό­σω­πα αλ­λά και οι μυ­θο­πλα­στι­κοί τους α­ντι­κα­το­πτρι­σμοί. Το βι­βλίο της Κάδ­μως, ό­μως, α­νοί­γει και κλεί­νει με την Μπί­λιω. Ποιο εί­ναι το α­λη­θι­νό ό­νο­μά της;  

Υπάρ­χει η Μπί­λιω του Μα­λα­κά­ση: “Η κό­ρη ε­νός θα­λασ­σι­νού κ’ ε­νός λι­μνιώ­τη η α­δερ­φή, / Κ’ η μο­σκο­θυ­γα­τέ­ρα, / ...Της Κυ­ρ’ Αννιώ η Μπί­λιω, / Πρώ­τη μου α­γά­πη...” Έτσι αρ­χί­ζει «Το Με­σο­λογ­γί­τι­κο», που ο ποιη­τής δη­μο­σίευ­σε το 1914. Ο εκ πα­τρός παπ­πούς, ο Πα­νά­γος Αξιώ­της, 25 χρό­νια πρε­σβύ­τε­ρος του ποιη­τή, τον εί­χε τα­κτι­κό προ­σκε­κλη­μέ­νο στο σπί­τι του στην Αθή­να, πι­θα­νώς να τον εί­χε φι­λο­ξε­νή­σει και στο νη­σί. Τον γνώ­ρι­ζε η εγ­γο­νή του. Η Κάδ­μω θυ­μά­ται: “«Και να με­τράς», μας εί­πε μια φο­ρά ο Μα­λα­κά­σης, «και νά ’ναι η Μπί­λιω τριά­ντα χρό­νια μες στη γη»”. Αν, α­ντί για 30 βά­λου­με 33, έ­χου­με το δί­στι­χο με το ο­ποίο κλεί­νει το γνω­στό­τε­ρο ποίη­μα του Μα­λα­κά­ση «Ο Τά­κη-Πλού­μας», μό­νο που ε­κεί­νος εί­ναι πλά­σμα της φα­ντα­σίας του ποιη­τή. Όχι, ό­μως, και η Μπί­λιώ του.

Υπάρ­χει και η Μπί­λιω του Σε­φέ­ρη: “Αργά μι­λού­σες μπρος στον ή­λιο / και τώ­ρα εί­ναι σκο­τά­δι / κι ή­σουν της μοί­ρας μου υ­φά­δι / συ, που θα λέ­γαν Μπί­λιω”.  Έτσι αρ­χί­ζει το δεύ­τε­ρο ποίη­μα, «Αργά μι­λού­σες», της πρώ­της συλ­λο­γής του, «Στρο­φή», που ε­ξέ­δω­σε το 1931. Αργό­τε­ρα, φα­νε­ρώ­θη­κε η Μπί­λιω του σε­φε­ρι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, «Έξι νύ­χτες στην Ακρό­πο­λη», που εκ­δό­θη­κε το 1974, με­τά τον θά­να­το και του ποιη­τή και της Αξιώ­τη. Η Μπί­λιω της Κάδ­μως “εί­χε αρ­χί­σει να γρά­φει έ­να πε­λώ­ριο πι­θα­νόν βι­βλίο”, αλ­λά “πέ­θα­νε πο­λύ πρόω­ρα”, α­πό ε­κεί­νο το γρα­φτό έ­μει­νε μό­νο μια φρά­ση. Σε τρία κε­φά­λαια, μνη­μο­νεύε­ται ο θά­να­τός της. Σε τρία άλ­λα, ο θά­να­τος της Λου­κίας. Σύμ­φω­να με την α­φή­γη­ση, το σε­φε­ρι­κό «Άρνη­ση», με τους τό­σο γνω­στούς στί­χους, “Στο πε­ρι­γιά­λι το κρυ­φό κι άσ­προ σαν πε­ρι­στέ­ρι...” , γρά­φτη­κε για την Λου­κία. Τη Λου ή και Σα­λώ­μη ή και Μπί­λιω του Σε­φέ­ρη. Την Λου­κία Φω­το­πού­λου, δεύ­τε­ρη ε­ξα­δέλ­φη της Αξιώ­τη εκ μη­τρός. 

“Στο σπί­τι της ο­δού Καρ­νεά­δου, απ’ ό­που βγά­λα­νε τη Λου­κία νε­κρή”. Πράγ­μα­τι, Ιούλ. 1939, που πε­θαί­νει η Φω­το­πού­λου, κα­τοι­κού­σε με τη μη­τέ­ρα και την κό­ρη της στην ο­δό Καρ­νεά­δου, έ­χο­ντας ε­γκα­τα­λεί­ψει α­πό χρό­νια τη συ­ζυ­γι­κή στέ­γη του ζω­γρά­φου και α­γιο­γρά­φου Ανα­στά­σιου Λου­κί­δη. Πού πέ­θα­νε η Λου­κία; Σύμ­φω­να με το σχό­λιο, που συμ­φω­νεί με την πε­ρι­γρα­φή της α­φή­γη­σης, στους Δελ­φούς. Σύμ­φω­να με άλ­λη πη­γή, στην Ύδρα. Το σί­γου­ρο εί­ναι πως η Λου­κία της Κάδ­μως “μπή­κε νε­κρή μέ­σα στην πο­λι­τεία, πά­νω στα γό­να­τα του ζω­ντα­νού αν­θρώ­που που την συ­νο­δεύει.” “Δεν άν­θε­ξε η καρ­διά της”. Η συγ­γρα­φέ­ας δεν θέ­λει να μι­λή­σει για τους ε­ρα­στές, ού­τε της Λου­κίας, ού­τε της Μπί­λιως. Δεν την εν­δια­φέ­ρει, ποιος εί­ναι ο “ζω­ντα­νός άν­θρω­πος” που τε­λευ­ταίος την α­γκά­λια­σε. Ποιη­τής; Ζω­γρά­φος; Και τα δυο; Αυ­τά στο βι­βλίο της Μπί­λιως,  που δεν γρά­φτη­κε, αλ­λά που, πι­θα­νώς, αν γρα­φό­ταν, να ή­ταν ε­λευ­θε­ριά­ζον, ό­πως ε­κεί­νο που η Κάδ­μω θυ­μά­ται πως πο­λύ ά­ρε­σε στις αρ­χές της δε­κα­ε­τίας του ’30. Να εί­χε ά­ρα­γε δια­βά­σει η Αξιώ­τη το “ρω­μά­ντσο” της Ντό­ρας Ρω­ζέτ­τη «Η ε­ρω­μέ­νη της»; Λί­ζα ο­νο­μά­ζει τη φί­λη της α­φη­γή­τριας στις «Δύ­σκο­λες νύ­χτες», και αυ­τή ά­τα­κτη, ό­χι ό­μως στον ί­διο βαθ­μό με τη Λί­ζα της Ρω­ζέτ­τη. Ωστό­σο, μια κά­ποια ε­ρω­τι­κή α­τμό­σφαι­ρα πλα­νά­ται στη σχέ­ση των δυο κο­ρι­τσιών. Σύ­μπτω­ση; 

Έχου­με την ε­ντύ­πω­ση, αν ό­χι τη βε­βαιό­τη­τα, ό­τι η «Κάδ­μω» εί­ναι το πιο βα­σα­νι­στι­κά α­πο­σταγ­μέ­νο βι­βλίο της Αξιώ­τη. Μέ­σα ό­μως στην α­πό­στα­ξη, ε­κεί­νη κι­νεί­ται, πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τα προ­γε­νέ­στε­ρα βι­βλία της, σαν δυσ­διά­κρι­τη σκιά. Εύ­στο­χα ή ά­στο­χα, πά­ντως α­νί­χνευ­ση αυ­τής της σκιάς ε­πι­χει­ρή­σα­με. Συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά, ό­χι ό­μως ά­σχε­τα, να ση­μειώ­σου­με ό­τι ε­κεί­νο που α­που­σιά­ζει και στην πε­ρί­πτω­ση της Αξιώ­τη, εί­ναι μια εν­δε­λε­χής βι­βλιο­γρα­φία.
Μ. Θεοδοσοπούλου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 3/7/2016.

Φωτο: Η Αξιώτη σε σκίτσο του Αντώνη Πρωτοπάτση, γνωστού και με την γαλλόγλωσση συγκοπή Pazzi.

Η παρέα του Λουμίδη

$
0
0
Σε έ­να το­μί­διο για τον Αλέ­ξαν­δρο Αργυ­ρίου, το δεύ­τε­ρο στη νεό­τευ­κτη σει­ρά, «Τι­μής έ­νε­κεν», της Βι­βλιο­θή­κης του Μου­σείου Μπε­νά­κη, η ο­ποία συ­νι­στά το έ­ντυ­πο ί­χνος α­ντί­στοι­χων εκ­δη­λώ­σεων (το πρώ­το το­μί­διο ή­ταν α­φιε­ρω­μέ­νο στον Χα­ρά­λα­μπο Μπού­ρα), δη­μο­σιεύο­νται οι ε­πτά ο­μι­λίες της εκ­δή­λω­σης και συ­νο­πτι­κά τα βιο­ερ­γο­γρα­φι­κά του. Και τα δυο το­μί­δια εί­ναι εκ­δό­σεις του 2009, με τις εκ­δη­λώ­σεις ε­ντός του 2008. Αρχι­τέ­κτο­νας ο Μπού­ρας, πο­λι­τι­κός μη­χα­νι­κός ο Αργυ­ρίου, αλ­λά τι­μή­θη­κε ως λο­γο­τε­χνι­κός κρι­τι­κός. Για­τί, α­λή­θεια, το 1939, ο Αλέ­κος Κου­μπής, χω­ρίς πα­τρι­κή πίε­ση, α­φού ο κα­πε­τά­νιος Στα­μά­της Κου­μπής εί­χε α­να­χω­ρή­σει νω­ρίς, ε­πέ­λε­ξε το Ε­ΜΠ; Στην  τι­μη­τι­κή εκ­δή­λω­ση πά­ντως, στις 11 Μαρ. 2008, τε­λείω­σε τον σύ­ντο­μο χαι­ρε­τι­σμό του με έ­να πε­ρι­στα­τι­κό του 1931. Δε­κα­ε­τής τό­τε, τον α­νέ­βα­σε ο πα­τέ­ρας του στην Ακρό­πο­λη, για μία πρώ­τη ε­πί­σκε­ψη, κα­θώς την ί­δια χρο­νιά εί­χαν με­τοι­κή­σει α­πό τον Πει­ραιά στην Αθή­να. Ο πα­τέ­ρας του, σε στιγ­μή έ­ξα­ψης, εί­χε α­νε­βεί σε έ­να μάρ­μα­ρο και α­πήγ­γελ­λε στί­χους του Σπυ­ρί­δω­νος Βα­σι­λειά­δη. Αυ­τό ε­ντυ­πώ­θη­κε στην παι­δι­κή μνή­μη και  υ­πό μία έν­νοια, μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί α­φε­τη­ρια­κό συμ­βάν μύη­σης στη λο­γο­τε­χνία. 
Ο Αλέξ. Αργυ­ρίου, ξε­κι­νώ­ντας με κα­θυ­στέ­ρη­ση και συ­νε­χί­ζο­ντας με αρ­γούς ρυθ­μούς τη συ­γκέ­ντρω­ση των ο­μοιο­γε­νών κει­μέ­νων του, δη­μο­σιευ­μέ­νων α­πό το 1947, έ­φθα­σε τα εν­νέα βι­βλία, με πρώ­το το 1983 και τε­λευ­ταίο το 2009, δί­πλα στους ο­κτώ τό­μους της Ιστο­ρίας του 2001-2007,  και τους άλ­λους ο­κτώ, με δι­κές του ει­σα­γω­γές. Η πρώ­τη ει­σα­γω­γή ε­ντο­πί­ζε­ται σε αν­θο­λο­γία του 1957. Σε τρεις α­πό αυ­τές α­να­λαμ­βά­νει και την αν­θο­λό­γη­ση προ­σώ­πων και ποιη­μά­των. Στην τε­λευ­ταία, το 2000, στη σει­ρά «Ανθο­λό­γος Ερμής», ε­πι­λέ­γει να πα­ρου­σιά­σει τον Δημ. Πα­παρ­ρη­γό­που­λο, φί­λο του Βα­σι­λειά­δη και το άλ­λο μι­σό του ρο­μα­ντι­κού δι­δύ­μου της  πρώ­της Αθη­ναϊκής Σχο­λής.    
Σχε­τι­κά μι­κρή η συ­γκο­μι­δή, λό­γω της ε­στία­σης κα­τά την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία στη συγ­γρα­φή της Ιστο­ρίας. Αντι­στοί­χως, δεν α­πή­λαυ­σε και πολ­λές δια­κρί­σεις. Μό­λις το 1999 α­να­γο­ρεύ­θη­κε ε­πί­τι­μος δι­δά­κτο­ρας της Φι­λο­σο­φι­κής Σχο­λής του Αρι­στο­τε­λείου Πα­νε­πι­στη­μίου. Με­τρη­μέ­νες και οι βρα­βεύ­σεις, το 1984, Α΄ Κρα­τι­κό Βρα­βείο Δο­κι­μίου και το 1998, Με­γά­λο Κρα­τι­κό Βρα­βείο. Δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, θα τρί­τω­ναν οι βρα­βεύ­σεις, εάν η Ακα­δη­μία Αθη­νών του α­πέ­νει­με το Εθνι­κό Αρι­στείο. Έναν αιώ­να τώ­ρα, α­πό το 1926 που ι­δρύ­θη­κε η Ακα­δη­μία, το Εθνι­κόν Αρι­στείον, πρώην Βα­σι­λι­κόν Με­τάλ­λιον των Γραμ­μά­των και των Κα­λών Τε­χνών, δί­νε­ται α­πό αυ­τήν α­νά τε­τρα­ε­τία: θε­τι­κές  ε­πι­στή­μες, γράμ­μα­τα, ι­στο­ρι­κές και κοι­νω­νι­κές ε­πι­στή­μες, κα­λές τέ­χνες. Οι βρα­βεύ­σεις των Γραμ­μά­των συ­μπί­πτουν με τα δί­σε­κτα έ­τη. Ως εί­θι­σται, ε­φέ­τος, κα­τά την πα­νη­γυ­ρι­κή συ­νε­δρία της 25ης Μαρ­τίου, προ­κη­ρύ­χτη­κε το ε­πό­με­νο Αρι­στείο, που θα α­πο­νε­μη­θεί την 25η Μαρ­τίου 2017. Ο Αργυ­ρίου προ­τά­θη­κε το δί­σε­κτο 2008 και αν εί­χε προ­κρι­θεί, μό­λις που θα προ­λά­βαι­νε την α­πο­νο­μή. Κρί­μα, για­τί ο συ­νυ­πο­ψή­φιος, 16 χρό­νια μι­κρό­τε­ρος, εί­χε ό­λο το χρό­νο μπρο­στά του, αλ­λά και λι­γό­τε­ρο έρ­γο στον α­μι­γή χώ­ρο των Γραμ­μά­των.
Όπως και να έ­χει, αυ­τός ο συ­νυ­πο­ψή­φιος για το Αρι­στείο 2008, το ο­ποίο τε­λι­κά δεν α­πο­νε­μή­θη­κε, ή­ταν ο μό­νος με αρ­κε­τά μα­κριά μνή­μη, ώ­στε να θυ­μη­θεί, νε­κρο­λο­γώ­ντας τον Αργυ­ρίου, “την πο­λύ­τι­μη Ανθο­λο­γία των Με­τα­πο­λε­μι­κών Ποιη­τών των Γεν­να­τά-Γεωρ­γού­δη, στην ο­ποία ο Αργυ­ρίου εί­χε γρά­ψει προ­δρο­μι­κό ε­μπε­ρί­στα­το πρό­λο­γο – τον πρώ­το γι’ αυ­τή τη γε­νιά”. Αυ­τά, σύμ­φω­να με τον δι­κό του σχο­λια­σμό, ό­που συ­μπλή­ρω­νε: “Έχουν πε­ρά­σει ή­δη, φευ, 55 χρό­νια.” Όσο για τη νε­κρο­λο­γία, την κλεί­νει με στί­χο Κάλ­βου. Με­τα­θα­να­τίως, η γεν­ναιο­δω­ρία πε­ρισ­σεύει, ό­πως και οι πα­ρα­δρο­μές της μνή­μης. Δεν ή­ταν πριν 55 χρό­νια, αλ­λά το 1957, και αν­θο­λό­γοι ή­ταν οι Γιωρ­γού­δης - Γεν­να­τάς. Ερχό­με­νος, ό­μως, α­πό το χώ­ρο του θεά­τρου ο συ­νυ­πο­ψή­φιος, πρό­τα­ξε τον η­θο­ποιό Κώ­στα Γεν­να­τά, πα­τέ­ρα του η­θο­ποιού Γε­ρά­σι­μου Γεν­να­τά. Ο έ­τε­ρος εί­ναι Ντί­νος Γιωρ­γού­δης και ό­χι Γεωρ­γού­δης.
Οι κρι­τι­κοί λο­γο­τε­χνίας, συ­νή­θως, προ­κύ­πτουν υ­πό ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­στά­σεις και α­πό αυ­τές, στη συ­νέ­χεια της πο­ρείας τους, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται. Έτσι υ­πάρ­χουν πα­νε­πι­στη­μια­κοί κρι­τι­κοί ή και λο­γο­τέ­χνες κρι­τι­κοί, ό­που, και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, με την κρι­τι­κο­γρα­φία ε­πι­ζη­τούν να διευ­ρύ­νουν το κύ­ρος τους. Ακό­μη, κρι­τι­κοί ταυ­τι­σμέ­νοι με έ­ναν συγ­γρα­φέα, κα­θώς  το με­γα­λύ­τε­ρο τμή­μα του έρ­γου τους ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται σε αυ­τόν. Κα­τά κα­νό­να, πρό­κει­ται για κά­ποιον πρε­σβύ­τε­ρο, του ο­ποίου ε­πω­μί­στη­καν τη φρο­ντί­δα των κα­τά­λοι­πών του, ό­πως, λ.χ., ο Κ. Στερ­γιό­που­λος του Τέλ­λου Άγρα. Επί­σης, μπο­ρεί ε­ξαρ­χής να έ­χουν συν­δε­θεί με έ­να έ­ντυ­πο, εί­τε ε­παγ­γελ­μα­τι­κά με μία ε­φη­με­ρί­δα εί­τε στο ξε­κί­νη­μά τους με έ­να λο­γο­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό, που ση­μαί­νει κυο­φο­ρία στο λε­γό­με­νο πα­λαιό­τε­ρα, φυ­τώ­ριο του πε­ριο­δι­κού. Κρι­τι­κός που να προέ­κυ­ψε α­πό μια συ­ντρο­φιά, άλ­λος α­πό τον Αλέξ. Αργυ­ρίου δεν μας έρ­χε­ται στο νου. Πι­θα­νώς, για­τί μία πα­ρέα έ­χει χα­λα­ρό χα­ρα­κτή­ρα, χω­ρίς συ­γκε­κρι­μέ­νο στό­χο. 
Η πα­ρέα, ό­μως, α­πό την ο­ποία ξε­κί­νη­σε ο Αργυ­ρίου εί­χε δια­φο­ρε­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Δεν συ­γκε­ντρώ­νο­νταν στο  στέ­κι ε­νός γνω­στού προ­σώ­που, συ­μπα­ρα­σύ­ρο­ντας ο φί­λος τον φί­λο, ό­πως συ­νέ­βαι­νε με κα­φε­νεία και τα­βέρ­νες τα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νια. Τό­τε, στα φοι­τη­τι­κά χρό­νια του Αργυ­ρίου, μέ­σα δε­κα­ε­τίας του ’40, υ­πήρ­χαν οι νε­ο­λαίες των πο­λι­τι­κών πα­ρα­τά­ξεων, που έ­παιρ­ναν πα­ρό­μοιες πρω­το­βου­λίες. Βέ­βαια, οι πλέ­ον δρα­στή­ριες και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές, ι­διαί­τε­ρα στους πα­νε­πι­στη­μια­κούς χώ­ρους, ή­ταν ε­κεί­νες της Αρι­στε­ράς. Επρό­κει­το για τα­κτι­κή διεύ­ρυν­σης του κύ­κλου ε­πιρ­ροής τους, η ο­ποία συ­νε­χί­στη­κε στις με­τέ­πει­τα ει­ρη­νι­κές πε­ριό­δους, πι­θα­νώς πιο συ­στη­μα­τι­κά αλ­λά με μι­κρό­τε­ρο ζή­λο. 
Σε μία, φαι­νο­με­νι­κά του­λά­χι­στον, αυ­το­σχέ­δια φοι­τη­τι­κή λέ­σχη, δη­λα­δή ο­μά­δα φοι­τη­τών, με λο­γο­τε­χνι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα ή και α­πλώς φι­λο­δο­ξίες, α­ρι­στε­ρής ι­δε­ο­λο­γίας ή και μό­νο, λό­γω ε­πο­χής, ευε­πί­φο­ροι μιας κο­μου­νι­στι­κής πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κής προ­πα­γάν­δας, ο, έ­τσι και αλ­λιώς, φα­να­τι­κός της α­νά­γνω­σης φοι­τη­τής του Ε­ΜΠ Αλέ­κος Κου­μπής εκ­δή­λω­σε την έ­φε­σή του στο γρά­ψι­μο  και κυ­ρίως, την κρι­τι­κή του διά­θε­ση. Οι πιο μα­νιώ­δεις πε­ρί τη λο­γο­τε­χνία ε­κεί­νης της ο­μά­δας συ­νέ­πτυ­ξαν μία στε­νό­τε­ρη πα­ρέα, που κυ­κλο­φό­ρη­σε ι­δίοις α­να­λώ­μα­σιν κά­ποια έ­ντυ­πα, τα ο­ποία μνη­μο­νεύο­νται ως πε­ριο­δι­κά του ε­νός, το πο­λύ δυο τευ­χών. Στην Ιστο­ρία του, ο Αργυ­ρίου α­να­φέ­ρει ά­τυ­πες ο­μά­δες σε Αθή­να και Θεσ­σα­λο­νί­κη “νέων λο­γο­τε­χνών της Αρι­στε­ράς, που κρα­τού­σαν α­πο­στά­σεις α­πό τον σο­σια­λι­στι­κό ρε­α­λι­σμό”. Ανά­με­σα σε αυ­τούς ο Κου­μπής, που με­τα­φυ­τεύ­θη­κε α­πό τους πρώ­τους στο φοι­τη­τι­κό πε­ριο­δι­κό, το ο­ποίο έ­στη­σε η ο­μά­δα. Επρό­κει­το για την ε­βδο­μα­διαία «Φοι­τη­τι­κή Φω­νή», συ­νω­μο­τι­κά «Φι­φή», που ξε­κί­νη­σε μέ­σα στο 1945 και συ­νε­χί­στη­κε μέ­χρι το 1948. Πα­ρό­λο που ε­πρό­κει­το για έ­ντυ­πο της Αρι­στε­ράς, ό­πως, λ.χ., τα «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα», δεν εί­χε κομ­μα­τι­κές ε­ξαρ­τή­σεις, με α­πο­τέ­λε­σμα να μην ι­σχύ­σει γι’ αυ­τό η α­πα­γό­ρευ­ση κυ­κλο­φο­ρίας, με την ο­ποία έ­κλει­σαν, 19 Οκτ. 1947, τις ε­φη­με­ρί­δες «Ρι­ζο­σπά­στη» και «Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα».
Όντας ο Κου­μπής, ή­δη α­πό δευ­τε­ρο­ε­τής φοι­τη­τής ορ­γα­νω­μέ­νος στη νε­ο­λαία, τον τε­λευ­ταίο χρό­νο της «Φι­φής», α­νέ­λα­βε υ­πεύ­θυ­νος των λο­γο­τε­χνι­κών σε­λί­δων. Από τα δι­κά του κρι­τι­κά ση­μειώ­μα­τα, με την υ­πο­γρα­φή Αλέ­κος Ευ­στα­θίου, στην Ιστο­ρία του  α­να­φέ­ρει μό­νο δυο, για τον Βρετ­τά­κο (7/2/1947) και τον Ανα­γνω­στά­κη (5/5/1947). Από ε­κεί, στα χρό­νια του Εμφυ­λίου, πέ­ρα­σε ως Αλέξ. Αργυ­ρίου, στα πε­ριο­δι­κά «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα» (1947-1950) και «Ποιη­τι­κή Τέ­χνη» του Φρί­ξου Ηλιά­δη (15/12/1948-1/4/1949).  Όσο α­φο­ρά την ε­φη­με­ρι­δο­γρα­φία του κρι­τι­κού Αργυ­ρίου, εί­χε την τύ­χη του κά­θε α­ρι­στε­ρού συ­νερ­γά­τη, συ­νέ­πα­σχε με τα δει­νά της ε­φη­με­ρί­δας: Στον «Δη­μο­κρα­τι­κό Τύ­πο», αρ­χές 1950-αρ­χές 1952, στην βρα­χύ­βια «Δη­μο­κρα­τι­κή» το 1951, και α­κό­μη, στην «Ημέ­ρα» του Σο­φο­κλή Βε­νι­ζέ­λου, το 1952. 
Ωστό­σο, το 1953-54 θα βρε­θεί κρι­τι­κός στην «Αγγλο­ελ­λη­νι­κή Επι­θεώ­ρη­ση», τρι­μη­νιαία κα­τά τη δεύ­τε­ρη πε­ρίο­δο, ό­ταν διευ­θυ­ντής ή­ταν ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης, Όπως ο ί­διος σχο­λιά­ζει: Η συ­νερ­γα­σία του με το εν λό­γω έ­ντυ­πο θεω­ρή­θη­κε προ­σχώ­ρη­ση στον ε­χθρό. Το 1956-1957, συ­νερ­γά­στη­κε με την ε­πί­σης τρι­μη­νιαία «Και­νού­ρια Επο­χή» του Γιάν­νη Γου­δέ­λη. Το τε­λευ­ταίο δη­μο­σίευ­μά του σε αυ­τό το πε­ριο­δι­κό, χει­μώ­να 1957, «Διά­γραμ­μα ει­σα­γω­γής στην ποίη­ση του Γ. Σε­φέ­ρη», με αν­θο­λό­γη­ση ποιη­μά­των α­πό κοι­νού με τον  Σαβ­βί­δη, κυ­κλο­φό­ρη­σε και σε α­νά­τυ­πο των 100 α­ντι­τύ­πων. Αυ­τό α­πο­τέ­λε­σε και το πρώ­το του “αυ­το­τε­λές δη­μο­σίευ­μα”. 
Εντός του ί­διου έ­τους προέ­κυ­ψε και έ­να δεύ­τε­ρο “αυ­το­τε­λές δη­μο­σίευ­μα”. Πρό­κει­ται για την πρώ­τη ει­σα­γω­γή σε αν­θο­λο­γία, την ο­ποία μνη­μο­νεύ­σα­με ή­δη. Η ε­πό­με­νη εί­ναι γραμ­μέ­νη με­τά 20 χρό­νια, για την αν­θο­λο­γία - γραμ­μα­το­λο­γία «Νεω­τε­ρι­κοί ποιη­τές του Με­σο­πο­λέ­μου», που κυ­κλο­φό­ρη­σε α­πό τις εκ­δό­σεις Σο­κό­λη το 1979. Ακο­λού­θη­σε, στην ί­δια γραμ­μα­το­λο­γία, η ει­σα­γω­γή για την «Πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά», που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1982. Σε αυ­τές τις δυο εί­ναι και αν­θο­λό­γος, ε­νώ στην πρώ­τη, ε­κεί­νη του 1957, οι αν­θο­λο­γού­με­νοι εί­ναι δε­δο­μέ­νοι. Πρό­κει­ται για μία αν­θο­λο­γία αρ­κε­τά πρω­τό­τυ­πη στη σύλ­λη­ψή της, κα­θώς προ­κύ­πτει α­πό μια ο­μά­δα συγ­γρα­φέων της Αρι­στε­ράς ή έ­στω φί­λα κεί­με­νους προς αυ­τήν, με συν­δε­τι­κό στοι­χείο, ό­τι εί­ναι θα­μώ­νες συ­γκε­κρι­μέ­νου κα­φε­νείου, που έ­γι­νε τό­σο γνω­στό στέ­κι, ώ­στε να α­να­φέ­ρε­ται και σε α­να­μνη­στι­κό λεύ­κω­μα. “Το 1938, ε­γκαι­νιά­στη­κε το κα­τά­στη­μα Λου­μί­δη στην ο­δό Στα­δίου, δί­πλα στο Βι­βλιο­πω­λείον της «Εστίας». Εκτός α­πό τον χώ­ρο του ι­σο­γείου, ό­που μπο­ρού­σε κά­ποιος να πιει τον κα­φέ του και να φά­ει κά­τι ε­λα­φρύ, υ­πήρ­χε και το γνω­στό σε ό­λους «Πα­τά­ρι του Λου­μί­δη».” Ο Αργυ­ρίου σχο­λιά­ζει πως “οι ε­πι­με­λη­τές της έκ­δο­σης πε­ριέ­λα­βαν σχε­δόν χω­ρίς α­πο­κλει­σμούς ό­λους τους ποιη­τές που κυ­κλο­φο­ρού­σαν κου­βε­ντιά­ζο­ντας στα βι­βλιο­πω­λεία (της Εστίας) και τα πα­τά­ρια των κα­φε­νείων (του Λου­μί­δη).”
Κα­τά τον Λεω­νί­δα Χρη­στά­κη: “Στα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του 1950 με­ρι­κοί θα­μώ­νες ξε­κί­νη­σαν μέ­σα στο cafe Λου­μί­δη να συλ­λέ­ξουν αρ­κε­τά ποιή­μα­τα, με σκο­πό να κά­νουν μια Ανθο­λο­γία Με­τα­πο­λε­μι­κών Ποιη­τών. Τα πρό­σω­πα, κι αυ­τοί θα­μώ­νες του πα­τα­ριού του Λου­μί­δη, που μά­ζε­ψαν τα ποιή­μα­τα, ή­σαν ο φι­λό­λο­γος εξ Αι­γύ­πτου Ντί­νος Γιωρ­γού­δης και ο η­θο­ποιός Κώ­στας Γεν­να­τάς. Οι συμ­με­τέ­χο­ντες ποιη­τές εί­χαν δι­καίω­μα συμ­με­το­χής τεσ­σά­ρων σε­λί­δων α­πο­κλει­στι­κά με στί­χους κι ε­νός σύ­ντο­μου βιο­γρα­φι­κού. Η προ­σπά­θεια στα­μά­τη­σε και μό­νο με την δι­κή μου οι­κο­νο­μι­κή συμ­βο­λή ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε. Συ­μπε­ρι­λάμ­βα­νε ε­ξή­ντα έ­ναν (61) ποιη­τές ό­λους θα­μώ­νες α­πο­κλει­στι­κά του πα­τα­ριού.” 
“Τυ­πώ­θη­κε σε 800 α­ντί­τυ­πα” και “κα­τά το συμ­φω­νη­τι­κό, ο κα­θο­ρι­σμός της ύ­λης θα γι­νό­ταν α­πό τους ί­διους τους ποιη­τές.” Ο Αργυ­ρίου την χα­ρα­κτη­ρί­ζει “ερ­γα­σία ψευ­δε­πί­γρα­φη”, κα­θώς, στους 61 ποιη­τές, υ­πήρ­χαν και 6 με­σο­πο­λε­μι­κοί, που, ω­στό­σο, το ώ­ρι­μο έρ­γο τους  εκ­δό­θη­κε με­τα­πο­λε­μι­κά. Ενό­σω η αν­θο­λο­γία τυ­πω­νό­ταν, με τους ποιη­τές σε αλ­φα­βη­τι­κή τά­ξη και πρό­λο­γο του Γιωρ­γού­δη, στο πε­ριο­δι­κό του Γου­δέ­λη, στο κα­λο­και­ρι­νό τεύ­χος του 1956, ο Αργυ­ρίου, πα­ρου­σιά­ζο­ντας τις πρό­σφα­τες ποιη­τι­κές συλ­λο­γές των Μ. Δη­μά­κη, Α. Δι­κταίου και Τ. Σι­νό­που­λου, πρό­τασ­σε έ­να κεί­με­νο γε­νι­κό­τε­ρης α­ξιο­λό­γη­σης των με­τα­πο­λε­μι­κών ποιη­τών. Αυ­τό α­γα­νά­κτη­σε, μπο­ρεί και να φό­βι­σε, κά­ποιους α­πό τους “ποιη­τές του πα­τα­ριού” που συμ­με­τεί­χαν στην Ανθο­λο­γία, για­τί, κα­τ’ αυ­τούς, πα­ρα­βια­ζό­ταν ο βα­σι­κός ό­ρος της σύμ­βα­σης, που ή­ταν η ι­σό­τι­μη πα­ρου­σία­ση.
Όπως και να έ­χει, ο Αργυ­ρίου, στην ει­σα­γω­γή του, α­ντι­με­τώ­πι­σε μό­νο τους πρε­σβύ­τε­ρους α­να­λυ­τι­κά και κρι­τι­κά, ε­νώ, στους με­τα­πο­λε­μι­κούς, αρ­κέ­στη­κε να προσ­διο­ρί­σει τον χα­ρα­κτή­ρα της ποίη­σης ε­νός ε­κά­στου. Αυ­τή η δια­φο­ρε­τι­κή α­ντι­με­τώ­πι­ση σχο­λιά­στη­κε δυ­σμε­νώς α­πό τον Βά­σο Βα­ρί­κα στην πα­ρου­σία­ση της αν­θο­λο­γίας. Ο Γιωρ­γού­δης, ω­στό­σο, στον πρό­λο­γο, το­νί­ζει πως “η ό­λη έκ­δο­ση προ­σπά­θη­σε να α­πο­φύ­γει έ­να φι­λο­λο­γι­κό και γραμ­μα­το­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα.” Αυ­τή η πρώ­τη ει­σα­γω­γή στην με­τα­πο­λε­μι­κή ποίη­ση, ό­πως τιτ­λο­φο­ρεί­ται, εκ­κι­νεί α­πό το 1933, που ο Αργυ­ρίου το πα­ρου­σιά­ζει ως έ­τος σταθ­μό. Εδώ, συν­δυά­ζει δυο λο­γο­τε­χνι­κά συμ­βά­ντα. Έναν θά­να­το, του Κα­βά­φη, και μία έκ­δο­ση ποιη­τι­κής συλ­λο­γής, με τίτ­λο «Ποιή­μα­τα», ε­νός πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου, του Νι­κό­λα­ου Κα­λα­μά­ρη, που υ­πέ­γρα­φε με το ψευ­δώ­νυ­μο Νι­κή­τας Ρά­ντος. Ο Αργυ­ρίου θεω­ρεί ό­τι εί­ναι η πρώ­τη υ­περ­ρε­α­λι­στι­κή ποιη­τι­κή συλ­λο­γή, που εκ­δί­δε­ται στην Ελλά­δα. Επί­σης, ό­τι ο θά­να­τος του Κα­βά­φη α­πο­τε­λού­σε και τον θά­να­το της πα­ρά­δο­σης. Με αυ­τήν την α­πό­φαν­ση και ιε­ραρ­χι­κά, α­να­φέ­ρε­ται στην “ευ­ρύ­τε­ρης α­πή­χη­σης” τριά­δα, Σι­κε­λια­νό - Κα­ρυω­τά­κη - Βάρ­να­λη και στην ο­μά­δα “πε­ριο­ρι­σμέ­νης ε­πιρ­ροής”, Με­λα­χρι­νό - Γρυ­πά­ρη - Πορ­φύ­ρα - Μα­λα­κά­ση - Ου­ρά­νη - Άγρα. Με­τά ε­πα­νέρ­χε­ται στον Ρά­ντο, για να κα­τα­θέ­σει τις ε­κτι­μή­σεις του για τον Σε­φέ­ρη και τους υ­περ­ρε­α­λι­στές, Εμπει­ρί­κο - Εγγο­νό­που­λο - Ελύ­τη, συ­νε­χί­ζο­ντας με ι­διαί­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις, ό­πως των Σα­ρα­ντά­ρη, Δρί­βα, Αντω­νίου, Γκά­τσου, Αξιώ­τη, Οι­κο­νό­μου. Αντι­δια­στέλ­λει τον Ρί­τσο α­πό τον Βρετ­τά­κο, ως δυο ποιη­τές με έρ­γο δια­φο­ρε­τι­κής υ­φής. Και κα­τα­λή­γει αυ­τόν τον, τρό­πο τι­νά, πρό­λο­γο, μνη­μο­νεύο­ντας Με­λισ­σάν­θη, Βα­φό­που­λο και ι­διαί­τε­ρα, την με­ταιχ­μια­κή πε­ρί­πτω­ση του Πα­πατ­ζώ­νη. Αυ­τούς τους 15 και άλ­λους 13 θα συ­γκε­ντρώ­σει στην αν­θο­λο­γία των νεω­τε­ρι­κών του Με­σο­πο­λέ­μου.
Πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον πως το κυ­ρίως θέ­μα του, “τους ποιη­τές, που εμ­φα­νί­ζο­νται με­τά την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση”, τους χω­ρί­ζει σε τρεις ο­μά­δες, τις ο­ποίες α­ντι­στοι­χεί σε τρία πε­ριο­δι­κά: τον «Κο­χλία» με τη σχο­λή Θεσ­σα­λο­νί­κης (Πε­ντζί­κη, Κα­ρέλ­λη, Θέ­με­λη, Στο­γιαν­νί­δη), το «Τε­τρά­διο», ως συ­νέ­χεια των «Νέων Γραμ­μά­των» και των νεω­τε­ρι­κών ποιη­τών, και τα «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα», ό­που εμ­φα­νί­ζε­ται ο “κύ­κλος των α­ντι­στα­σια­κών ποιη­τώ­ν”. Η ει­σα­γω­γή, ε­ξαι­ρε­τι­κά σύ­ντο­μη, ό­πως ο ί­διος πα­ρα­τη­ρεί, κα­τα­λή­γει με τους με­τα­πο­λε­μι­κούς αν­θο­λο­γού­με­νους, που πα­ρα­μέ­νουν προ­σκολ­λη­μέ­νοι, ως προς τη φόρ­μα, στους πα­λαιούς εκ­φρα­στι­κούς τρό­πους. 
Όταν, στο τέ­λος της δε­κα­ε­τίας του ’70, θα κα­ταρ­τί­σει τις δυο αν­θο­λο­γίες Σο­κό­λη, θα συ­μπε­ρι­λά­βει 47 ποιη­τές στην πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά, ό­που οι 27 εί­ναι α­πό τους 61 ποιη­τές του “πα­τα­ριού του Λου­μί­δη”. Να ση­μειώ­σου­με πως στους 61 συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται και οι πέ­ντε πα­λαιό­τε­ροι, οι τέσ­σε­ρις του «Κο­χλία» και η Με­λισ­σάν­θη. Επί­σης, τρεις της δεύ­τε­ρης με­τα­πο­λε­μι­κής γε­νιάς (Χρι­στια­νό­που­λος, Ασλά­νο­γλου, Ζε­νά­κος).  Οπό­τε, οι με­τα­πο­λε­μι­κοί των δυο αν­θο­λο­γιών, του 1957 και του 1982, έ­χουν έ­να κοι­νό σώ­μα 27 ποιη­τών, στο ο­ποίο η πρώ­τη αν­θο­λό­γη­ση προ­σθέ­τει 25 και η δεύ­τε­ρη 20. Σε αυ­τούς τους 25, βρί­σκου­με ό­λες τις ποιή­τριες, με ε­ξαί­ρε­ση την Ε. Βα­κα­λό. Άλλη μία έν­δει­ξη πως, ε­ξαρ­χής, τον α­πω­θεί η συ­ναι­σθη­μα­τι­κό­τη­τα της γυ­ναι­κείας ποίη­σης. Απου­σιά­ζουν, ό­μως, και α­πό τις δυο αν­θο­λο­γή­σεις, οι Γ. Κα­φτα­ντζής, Θαν. Φω­τιά­δης, Γ. Λί­κος, Κ. Κου­λου­φά­κος.
Ιδιαί­τε­ρα εν­δια­φέ­ρου­σα εί­ναι μία κα­τα­λη­κτι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση στην Ανθο­λο­γία του 1982: “Αν ή­θε­λα να μεί­νω στην αυ­στη­ρά προ­σω­πι­κή μου ε­κτί­μη­ση, ο α­ριθ­μός των 47 θα πε­ριο­ρι­ζό­ταν σε 20. Που ση­μαί­νει ό­τι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό 25 θα μπο­ρού­σαν να πα­ρα­λει­φθούν, χω­ρίς με­γά­λη α­πώ­λεια του α­πο­τε­λέ­σμα­τος ή να α­ντι­κα­τα­στα­θούν α­πό άλ­λους 25. Αν πρό­σθε­σα τε­λι­κά τους συ­γκε­κρι­μέ­νους εί­ναι για­τί για το έρ­γο τους έ­χο­με πε­ρισ­σό­τε­ρες κρί­σεις.”
Και πράγ­μα­τι, ο Αργυ­ρίου ε­λά­χι­στα μό­νο φαί­νε­ται να με­τα­το­πί­ζε­ται. Ίσως με τα χρό­νια να γί­νε­ται πιο α­νοι­χτός στις κρί­σεις των άλ­λων και αυ­τό ι­σχύει α­πό το ι­δε­ο­λο­γι­κό μέ­χρι το λο­γο­τε­χνι­κό πε­δίο. Γε­νι­κό­τε­ρα, ο Αργυ­ρίου, ό­ταν πα­ρα­με­ρί­ζει τους φό­βους του για το πώς θα α­ντι­δρά­σουν οι άλ­λοι, εί­τε ο κρι­νό­με­νος συγ­γρα­φέ­ας εί­τε ο φι­λι­κός χώ­ρος στις ε­πι­λο­γές του, προ­τάσ­σει τη φόρ­μα, πα­ρά­δειγ­μα η πε­ρί­πτω­ση Πα­πατ­ζώ­νη.  Με άλ­λα λό­για, πα­ρα­μέ­νει ε­ξαρ­χής θια­σώ­της των νέων εκ­φρα­στι­κών τρό­πων, πα­ρά­δειγ­μα η α­να­φο­ρά ως ο­ρια­κό έ­τος το 1933. Θε­μα­τι­κά πά­λι, μέ­νει προ­ση­λω­μέ­νος στους λε­γό­με­νους κοι­νω­νι­κούς ποιη­τές. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 10/7/2016.

Το διπλό βιβλίο

$
0
0
«Δυο πρί­γκι­πες 
στην Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση»
«Επι­στο­λές αυ­τό­πτη μά­ρ­τυ­ρα
και έ­να υ­πό­μνη­μα του πρί­γκι­πα
Γεω­ρ­γίου Κα­ντα­κου­ζη­νού
για την Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση»
Χά­λ­λη της Σα­ξο­νία 1824
Με­τά­φρα­ση: Χρί­στος Μ. Οι­κο­νό­μου
Ει­σα­γω­γή - σχό­λια – ε­πι­μέ­λεια
Βα­σί­λης Πα­να­γιω­τό­που­λος 
Ινστι­τού­το Ιστο­ρι­κών Ερευ­νών
Εκδ. Ασί­νη, 2015

Ορι­σμέ­νοι δί­νουν ι­διαί­τε­ρο βά­ρος στις συ­μπτώ­σεις, προ πά­ντων ε­κεί­νες που κα­θο­ρί­ζουν ευαί­σθη­τες κα­τα­στά­σεις ή ο­δη­γούν σε μεί­ζο­νος ση­μα­σίας συ­μ­βά­ντα. Οι πε­ρι­σ­σό­τε­ροι, βε­βαίως, τις προ­σπε­ρ­νούν, χω­ρίς να δια­βλέ­πουν σε αυ­τές τί­πο­τα πε­ρι­σ­σό­τε­ρο α­πό τον τυ­χαίο χα­ρα­κτή­ρα τους. Να ό­μως, δί­κην πα­ρα­δεί­γ­μα­τος, που μία, προ δε­κα­ε­τιών, σύ­μπτω­ση δια­μο­ρ­φώ­νει, κα­τά τα φαι­νό­με­να, το ε­πι­κρα­τέ­στε­ρο σή­με­ρα ι­στο­ριο­γρα­φι­κό πρί­σμα για την Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση. Στο πρώ­το ή­μι­συ της δε­κα­ε­τίας του ’30, γε­ν­νή­θη­καν τέ­σ­σε­ρις χα­ρι­σμα­τι­κοί ά­ν­θρω­ποι που ε­πέ­λε­ξαν το ί­διο α­ντι­κεί­με­νο σπου­δών και ε­πι­στη­μο­νι­κής ε­να­σχό­λη­σης, την Ιστο­ρία και α­κο­λού­θη­σαν, εν πο­λ­λοίς,  συ­μπί­πτου­σες βιο­γρα­φι­κές τρο­χιές. Ένας κα­τ’ έ­τος, γε­ν­νή­θη­καν οι τέ­σ­σε­ρις ι­στο­ρι­κοί που θα πρω­το­στα­τού­σαν στην μο­ντέ­ρ­να ε­πα­να­ξιο­λό­γη­ση ή κα­τ’ ο­ρι­σμέ­νους, με­τα­μο­ντέ­ρ­να α­ξιο­λό­γη­ση, προς κα­θα­ρ­μό α­πό τους ε­θνι­κο­θρη­σκευ­τι­κούς μύ­θους. Κα­τά χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά: 1931 Φί­λι­π­πος Ηλιού, 1932 Βα­σί­λης Πα­να­γιω­τό­που­λος, 1933 Σπύ­ρος Ασδρα­χάς, 1935 Βα­σί­λης Κρε­μ­μυ­δάς. 
Δυο α­πό αυ­τούς, συ­μπτω­μα­τι­κά οι μέ­χρι σή­με­ρα πρω­το­στα­τού­ντες, δεν εί­ναι μό­νο Πε­λο­πο­ν­νή­σιοι α­λ­λά και α­πό την ί­δια πό­λη, την Με­σ­σή­νη της Με­σ­ση­νίας: ο Πα­να­γιω­τό­που­λος κι ο Κρε­μ­μυ­δάς. Η υ­πό­λοι­πη η­πει­ρω­τι­κή χώ­ρα δεν ε­κ­προ­σω­πεί­ται, ε­νώ οι δυο νη­σιώ­τες α­πο­χώ­ρη­σαν νω­ρίς α­πό το ε­ρευ­νη­τι­κό πε­δίο, ό­ταν ά­ρ­χι­σε να μο­ρ­φο­ποιεί­ται η ση­με­ρι­νή ε­πα­νε­κτί­μη­ση. Το 2004, ο Ηλιού α­πε­βίω­σε, και την ί­δια ε­πο­χή, ο Ασδρα­χάς α­πο­σύ­ρ­θη­κε α­πό την ε­νε­ρ­γό έ­ρευ­να. Εφέ­τος, την 25η Μα­ρ­τίου 2016, που θεω­ρή­θη­κε πως μπαί­νου­με “στην τε­λι­κή ευ­θεία για τον ε­ο­ρ­τα­σμό της δεύ­τε­ρης ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δας α­πό την Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση”, στις σε­λί­δες και τα έ­ν­θε­τα βι­βλίου των ε­φη­με­ρί­δων έ­γι­νε λό­γος για “σει­ρά νέων βι­βλίω­ν”, που α­ντι­κα­το­πτρί­ζουν τις α­πό­ψεις της πα­νε­πι­στη­μια­κής κοι­νό­τη­τας των ι­στο­ρι­κών, η ο­ποία ο­μο­νο­εί ως προς τις α­ξιο­λο­γή­σεις της. Πρό­κει­ται, ω­στό­σο, για μια ο­μά­δα νεό­τε­ρων ι­στο­ρι­κών, που, λί­γο πο­λύ, συ­μπα­ρα­τά­χθη­καν ε­ξα­ρ­χής με τους εν λό­γω πρε­σβύ­τε­ρους. Πι­θα­νώς και για­τί, ή­δη α­πό τα πα­νε­πι­στη­μια­κά έ­δρα­να, ε­ντά­χθη­καν στα ε­ρευ­νη­τι­κά προ­γρά­μ­μα­τα ε­κεί­νων. Αυ­τό εί­χε ως α­πο­τέ­λε­σμα να δη­μιου­ρ­γη­θεί μία α­ρ­ρα­γής ο­μά­δα, της ο­ποίας οι θέ­σεις και οι α­πό­ψεις χαί­ρουν με­γα­λύ­τε­ρης α­πή­χη­σης α­πό ε­κεί­νης των υ­πο­λοί­πων, με­μο­νω­μέ­νων ε­ρευ­νη­τών. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δει­γ­μα συ­νι­στά η σχέ­ση Πα­να­γιω­τό­που­λου και Δημ. Δη­μη­τρό­που­λου, ό­πως δια­φαί­νε­ται μέ­σα α­πό την έ­κ­δο­ση ε­νός α­πό “τα νέα βι­βλία” της ε­φε­τι­νής 25ης Μα­ρ­τίου.
Εφέ­τος, ε­αν ε­ξαι­ρέ­σου­με δυο τρεις ι­στο­ρι­κούς, που προ­βλή­θη­καν στον Τύ­πο, χά­ρις στις διοι­κη­τι­κής φύ­σεως θέ­σεις, που α­πέ­κτη­σαν στην τρέ­χου­σα πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση, και οι ο­ποίοι φρό­ντι­σαν να προω­θή­σουν “τα νέα βι­βλία” συ­γ­γε­νών και μα­θη­τών, κα­τά τα ά­λ­λα, το δη­μο­σιο­γρα­φι­κό ε­ν­δια­φέ­ρον ε­πι­κε­ντρώ­θη­κε “στα νέα βι­βλία” των δύο Με­σ­σή­νιων. Αμφό­τε­ροι, ε­πω­φε­λού­με­νοι α­πό το κύ­ρος του “ο­μό­τι­μου” που α­πο­λα­μ­βά­νουν, πρω­το­τύ­πη­σαν, α­πο­τυ­πώ­νο­ντας στα βι­βλία τους τα πο­ρί­σμα­τα και τους προ­βλη­μα­τι­σμούς   τρέ­χου­σας ε­ρευ­νη­τι­κής ε­ρ­γα­σίας. Από τον Πα­να­γιω­τό­που­λο, α­να­με­νό­ταν, ό­πως του ζη­τή­θη­κε, ο σχο­λια­σμός ε­νός ε­πι­στο­λι­κού ντο­κου­μέ­ντου. Συ­γκε­κρι­μέ­να, ε­νός βι­βλίου σε α­ρ­χαϊζου­σα γε­ρ­μα­νι­κή και γο­τ­θι­κή γρα­φή, που ε­κ­δό­θη­κε το 1824 στη Χά­λ­λη της Σα­ξο­νίας. Και ε­κεί­νος, α­ντί να προ­σ­διο­ρί­σει την κά­πως αι­νι­γ­μα­τι­κή ταυ­τό­τη­τα του βι­βλίου και πρω­τί­στως, να α­να­ζη­τή­σει τον ε­πι­στο­λο­γρά­φο, δη­λα­δή τον “αυ­τό­πτη μά­ρ­τυ­ρα” των ε­πι­στο­λών, ι­σχυ­ρί­ζε­ται “α­φο­ρι­στι­κά και δο­γ­μα­τι­κά”, πως δεν πρό­κει­ται για πρα­γ­μα­τι­κές ε­πι­στο­λές, α­λ­λά πε­ρί ε­νός ε­πι­στο­λι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. 
Εμπνεό­με­νος, μά­λι­στα, α­πό την διεί­σ­δυ­ση της λο­γο­τε­χνίας στην Ιστο­ρία, που τό­σο ε­ν­θου­σιά­ζει τους ι­στο­ρι­κούς, ό­χι μό­νο προ­τεί­νει συ­γκε­κρι­μέ­νο συ­γ­γρα­φέα, α­λ­λά α­πο­τι­μά και το εν λό­γω έ­ρ­γο του ως “μέ­τριο” και “πρώι­μο ση­μά­δι του ε­λ­λη­νι­κού Ρο­μα­ντι­σμού”, υ­πο­δει­κνύο­ντας σαν πι­θα­νό πρό­τυ­πο το νε­α­νι­κό του Ού­γου Φώ­σκο­λου «Τε­λευ­ταίες ε­πι­στο­λές του Γιά­κο­πο Όρτις». Όσο για τον τυ­χό­ντα “φι­λο­λο­γι­κό ή ι­στο­ριο­δι­φι­κό” φω­τι­σμό, που ή­θε­λε προ­κύ­ψει α­πό ά­λ­λους ε­ρευ­νη­τές, τον θεω­ρεί ευ­πρό­σ­δε­κτο μεν, α­λ­λά, εκ προοι­μίου, α­διά­φο­ρο ό­σο α­φο­ρά την ι­σχύ των δι­κών του πο­ρι­σμά­των. Πά­λι κα­λά, που, με­τά τη λέ­ξη δο­γ­μα­τι­κά, ε­ντός πα­ρε­ν­θέ­σεως, βά­ζει θαυ­μα­στι­κό. Αυ­τό δεί­χνει, πως, πι­θα­νώς, να έ­χει ε­πί­γνω­ση, ό­τι ρέ­πει και ο ί­διος προς την μυ­θο­πλα­σία, πα­ρό­λο που η μέ­χρι σή­με­ρα ι­στο­ριο­γρα­φία του δεν προϊδέ­α­ζε για πα­ρό­μοιο α­ντι­συ­μ­βα­τι­κό χει­ρι­σμό. 
Αντι­θέ­τως, α­πό τον Κρε­μ­μυ­δά, με­τά α­πό τρία τέ­σ­σε­ρα πα­ρα­μύ­θια, έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα, που ε­ξέ­δω­σε ψευ­δω­νύ­μως, και σει­ρά  ι­στο­ρι­κών συ­γ­γρα­μ­μά­των για α­γω­νι­στές και πο­λι­τι­κούς ά­ντρες του Ει­κο­σιέ­να, ό­πως ο Σπυ­ρο­μί­λιος και ο Κω­λέ­τ­της, ό­που, ό­μως, χω­ρά­νε και Αρκά­δες το­κο­γλύ­φοι και “τρα­πε­ζί­τες”, πε­ρί­με­νε κα­νείς ε­κ­πλή­ξεις. Τε­λι­κά, πα­ρα­μέ­νο­ντας πι­στός στην ε­ρευ­νη­τι­κή του δια­δρο­μή, που, ή­δη α­πό τις α­ρ­χι­κές δια­τρι­βές του για δι­δα­κτο­ρι­κό και υ­φη­γε­σία, εί­χε  ως στα­θε­ρό ση­μείο, την “προ­ε­πα­να­στα­τι­κή Πε­λο­πό­ν­νη­σο και τις οι­κο­νο­μι­κές της συ­να­λ­λα­γές”, δια­τεί­νε­ται πως γρά­φει το “α­φή­γη­μα της Ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης”, ε­στιά­ζο­ντας, ό­πως και ο Πα­να­γιω­τό­που­λος, στους θρη­σκευ­τι­κούς και το­πι­κι­στι­κούς μύ­θους. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, η Επα­νά­στα­ση στη Με­σ­ση­νία ξε­κί­νη­σε δυο μέ­ρες νω­ρί­τε­ρα α­πό την φη­μο­λο­γού­με­νη η­με­ρο­μη­νία στην Αγία Λαύ­ρα. Το πρωί της 23ης Μα­ρ­τίου, ο Αγάς πα­ρέ­δω­σε την Κα­λα­μά­τα στους ε­πα­να­στά­τες. Ωστό­σο, αν οι δυο ι­στο­ρι­κοί ζη­τού­σαν να α­λ­λά­ξει η η­μέ­ρα του ε­ο­ρ­τα­σμού, προ­φα­νώς δεν θα τους πα­ρα­κι­νού­σαν το­πι­κι­στι­κοί λό­γοι. Στό­χος γε­νι­κό­τε­ρος εί­ναι η μη σύ­μπτω­ση του ε­ο­ρ­τα­σμού της Επα­νά­στα­σης με ε­κεί­νον του Ευα­γ­γε­λι­σμού της Θε­ο­τό­κου. Το Λά­βα­ρο της Επα­νά­στα­σης να θρια­μ­βεύει ως ε­θνι­κό σύ­μ­βο­λο και ό­χι ως Λά­βα­ρο της Αγίας Λαύ­ρας, με τις ευ­λο­γίες του Πα­λαιών Πα­τρών Γε­ρ­μα­νού.  
Ξε­κι­νά­με α­πό το βι­βλίο του πρε­σβύ­τε­ρου Με­σ­σή­νιου. Το βι­βλίο του Πα­να­γιω­τό­που­λου θα μπο­ρού­σε να α­πο­κλη­θεί, «Δι­πλό βι­βλίο», κα­θώς έ­χει δυο τί­τ­λους και ου­σια­στι­κά, δυο συ­γ­γρα­φείς, αν το δά­νειο α­πό τον Δη­μή­τρη Χα­τ­ζή ως τί­τ­λο δεν τον εί­χε χρη­σι­μο­ποιή­σει, το 2003, η Τα­σού­λα Βε­ρ­βε­νιώ­τη, συ­στε­γά­ζο­ντας έ­να ντο­κου­μέ­ντο, “την α­φή­γη­ση της Στα­μα­τίας Μπα­ρ­μπά­τση”, με τη δι­κή της “ι­στο­ρι­κή α­νά­γνω­ση”. Πα­ρα­τη­ρού­με, μά­λι­στα, πως η α­ντι­με­τώ­πι­ση α­πό τον Τύ­πο, τό­τε και τώ­ρα, εί­ναι πα­ρα­πλή­σια. Στην πα­ρου­σία­ση του βι­βλίου του Πα­να­γιω­τό­που­λου, πα­ρα­κά­μπτε­ται η ε­σω­τε­ρι­κή σε­λί­δα τί­τ­λου, ό­που προ­τά­σ­σο­νται τα στοι­χεία του ντο­κου­μέ­ντου, με α­να­φο­ρά στον με­τα­φρα­στή α­πό την γε­ρ­μα­νι­κή, και μό­νο στο κά­τω μέ­ρος της σε­λί­δας μνη­μό­νευ­ση του ε­πι­με­λη­τή και συ­ντά­κτη ει­σα­γω­γής και σχο­λίων. Αντ’ αυ­τών, η θέ­ση του συ­γ­γρα­φέα πα­ρα­χω­ρεί­ται στον ε­πι­με­λη­τή, ε­νώ τί­τ­λος του ντο­κου­μέ­ντου και με­τα­φρα­στής α­πα­λεί­φο­νται α­πό την ταυ­τό­τη­τα του βι­βλίου. Τον τί­τ­λο του βι­βλίου τον δί­νει ο ε­πι­με­λη­τής. Έτσι συ­νέ­βη και στην πε­ρί­πτω­ση της Βε­ρ­βε­νιώ­τη, στην ο­ποία, ως ε­πι­με­λή­τρια και σχο­λια­στής της μα­ρ­τυ­ρίας της Μπα­ρ­μπά­τση, α­πο­νε­μή­θη­κε το Βρα­βείο Χρο­νι­κού-Μα­ρ­τυ­ρία. Επαι­νέ­θη­κε, μά­λι­στα, η χει­ρο­νο­μία της να μοι­ρα­στεί το χρη­μα­τι­κό έ­πα­θλο με την νο­ση­λευό­με­νη τό­τε συ­γ­γρα­φέα της μα­ρ­τυ­ρίας.    
Ένας πα­ρό­μοιος τί­τ­λος, ό­μως, θα α­δι­κού­σε τη συ­γ­γρα­φι­κή σύ­λ­λη­ψη του Πα­να­γιω­τό­που­λου. Για­τί μά­λ­λον πρό­κει­ται για έ­να βι­βλίο δι­κής του έ­μπνευ­σης, πα­ρά τον ι­σχυ­ρι­σμό, στον «Πρό­λο­γο του ε­πι­με­λη­τή», πως πρό­θυ­μα δέ­χτη­κε την πρό­τα­ση του Δη­μη­τρό­που­λου για μια σχο­λια­σμέ­νη έ­κ­δο­ση του εν λό­γω ντο­κου­μέ­ντου. Μπο­ρεί σή­με­ρα ο Δη­μη­τρό­που­λος να κα­τέ­χει τη θέ­ση του “διευ­θυ­ντή” και ο Πα­να­γιω­τό­που­λος του “ο­μό­τι­μου διευ­θυ­ντή”, η σχέ­ση, ό­μως, δά­σκα­λου και μα­θη­τή πα­ρα­μέ­νει. Από­φοι­τος του Ιστο­ρι­κού Τμή­μα­τος της Φι­λο­σο­φι­κής Αθη­νών ο δεύ­τε­ρος, τριά­ντα έ­τη με­τά τον Δά­σκα­λο, συ­μπί­πτει να ξε­κι­νά­ει τις με­τα­πτυ­χια­κές του σπου­δές, ό­ταν ε­κεί­νος ε­πα­νέ­ρ­χε­ται α­πό το Πα­ρί­σι και α­να­λα­μ­βά­νει ε­πι­κε­φα­λής του Ινστι­τού­του Νε­ο­ε­λ­λη­νι­κών Ερευ­νών. Ως στε­νός συ­νε­ρ­γά­της, συ­μ­με­τέ­χει και στα τρία μεί­ζο­να ε­ρευ­νη­τι­κά προ­γρά­μ­μα­τα του Πα­να­γιω­τό­που­λου: «Ιστο­ρία των Οι­κι­σμών της Ελλά­δος 15ος-20ος αι.», ό­που ε­ντά­σ­σε­ται και η δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή του, το συ­λ­λο­γι­κό έ­ρ­γο «Ιστο­ρία του Νέ­ου Ελλη­νι­σμού 1770-2000», με την συ­νο­δευ­τι­κή σει­ρά βιο­γρα­φιών προ­σώ­πων του Αγώ­να, ό­που ε­κεί­νος α­να­λα­μ­βά­νει τον Κο­λο­κο­τρώ­νη, και πρό­σφα­τα, την έ­κ­δο­ση του Αρχείου του Αλή Πα­σά. 
Σε αυ­τές τις βιο­γρα­φι­κές διευ­κρι­νί­σεις, στη­ρί­ζου­με την ει­κα­σία, πως τα τρία τέ­τα­ρ­τα του βι­βλίου, δη­λα­δή το βι­βλίο του Πα­να­γιω­τό­που­λου, ως “α­φή­γη­μα” α­πο­σπα­σμα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα, ε­πι­κε­ντρω­μέ­νου σε ε­πι­μέ­ρους θε­μα­τι­κές ε­νό­τη­τες, χω­ρίς να κα­τα­λή­γει σε κά­ποιο ε­ρ­μη­νευ­τι­κό μο­ντέ­λο, θα πρέ­πει να προϋπή­ρ­ξε του ε­ναύ­σμα­τος της έ­κ­δο­σης, που στά­θη­κε το ντο­κου­μέ­ντο και το ο­ποίο ε­πέ­βα­λε την α­λ­λα­γή της δο­μής του συ­γκε­ντρω­μέ­νου ε­ρευ­νη­τι­κού υ­λι­κού. Αντί ε­νός “δι­πλού βι­βλίου”, το ντο­κου­μέ­ντο, δη­λα­δή το βι­βλίο του 1824, με τί­τ­λο, «Επι­στο­λές αυ­τό­πτη μά­ρ­τυ­ρα και έ­να υ­πό­μνη­μα...» α­πο­τε­λεί το Μέ­ρος Β΄, ε­νώ  δυο ει­σα­γω­γές, α­ντί­στοι­χες προς τον δι­με­ρή χα­ρα­κτή­ρα του, α­πο­τε­λούν το Μέ­ρος Α΄ και δυο ε­νό­τη­τες σχο­λίων, το Μέ­ρος Γ΄. Ανα­λα­μ­βά­νο­ντας ο Πα­να­γιω­τό­που­λος να συ­γ­γρά­ψει τα δυο Μέ­ρη, συν τις σε­λί­δες που α­ντι­στοι­χούν στον ε­πι­με­λη­τή, δη­λα­δή α­πό τις 414 του τό­μου τις 290, μέ­νουν μό­λις 124 σε­λί­δες, α­ραιής τυ­πο­γρα­φι­κής μο­ρ­φής, για το ντο­κου­μέ­ντο. 
Με αυ­τήν τη διευ­θέ­τη­ση, τό­σο το “α­φή­γη­μα”, που, έ­στω και η­μι­τε­λές, πα­ρου­σιά­ζει ε­ν­δια­φέ­ρον, ό­σο και το ντο­κου­μέ­ντο, ό­χι μό­νο α­δι­κού­νται, α­λ­λά, σε ο­ρι­σμέ­να ση­μεία, η συ­στέ­γα­σή τους δη­μιου­ρ­γεί σύ­γ­χυ­ση. Πα­ρά­δει­γ­μα, οι συ­νε­χείς α­να­φο­ρές του ε­πι­με­λη­τή στον μυ­θο­πλα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα του ντο­κου­μέ­ντου, που μέ­νουν α­στή­ρι­κτες. Κά­πο­τε, μέ­χρι και λα­ν­θα­σμέ­νες, ό­πως η δια­βε­βαίω­ση, ή­δη στον «Πρό­λο­γο του ε­πι­με­λη­τή», πως δεν α­να­φέ­ρε­ται ε­κ­δό­της του ντο­κου­μέ­ντου. Κι ό­μως, α­κό­μη κι αν α­γνοή­σου­με, ως μυ­θο­πλα­στι­κό τέ­χνα­σμα, τον «Πρό­λο­γο του ε­κ­δό­τη» στο Μέ­ρος Β΄, υ­πά­ρ­χει το ε­ξώ­φυ­λ­λο ε­κεί­νου του βι­βλίου, του ο­ποίου η φω­το­γρα­φι­κή α­να­τύ­πω­ση πα­ρα­τί­θε­ται ει­σα­γω­γι­κά, ό­που κα­τα­λη­κτι­κά α­να­φέ­ρε­ται ο ε­κ­δο­τι­κός οί­κος, “die Rengerschen Verlagsbuchhandlung”. Μέ­χρι τον κα­τά­λο­γο των βι­βλίων, που ο εν λό­γω ε­κ­δο­τι­κός οί­κος ε­ξέ­δω­σε το 1824, γνω­ρί­ζου­με. Στοι­χείο βο­η­θη­τι­κό στην έ­ρευ­να για την ταυ­τό­τη­τα του βι­βλίου.
Όπως και να έ­χει, ο τί­τ­λος αυ­τού του “δι­πλού βι­βλίου” α­να­φέ­ρε­ται στους πρω­τα­γω­νι­στές του ντο­κου­μέ­ντου, τους δυο α­δε­λ­φούς Κα­ντα­κου­ζη­νούς, Αλέ­ξα­ν­δρο και Γεώ­ρ­γιο. Όπου, κα­τά την ε­κ­δο­χή του Πα­να­γιω­τό­που­λου, ο πρώ­τος εί­ναι ο συ­γ­γρα­φέ­ας του ε­πι­στο­λι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ε­νώ ο δεύ­τε­ρος, ως συ­γ­γρα­φέ­ας του υ­πο­μνή­μα­τος, δεν δη­μιου­ρ­γεί προ­βλή­μα­τα φι­λο­λο­γι­κά, ό­πως πα­ρα­τη­ρεί, πλην της γλώ­σ­σας στην ο­ποία γρά­φτη­κε. Για την πλη­ρο­φο­ρία, ό­τι γρά­φτη­κε στα γα­λ­λι­κά και πως το γε­ρ­μα­νι­κό κεί­με­νο α­πο­τε­λεί συ­μπυ­κνω­μέ­νη μο­ρ­φή του πρω­τό­τυ­που, πα­ρα­πέ­μπει στις α­ρ­χεια­κές έ­ρευ­νες του ρώ­σου ι­στο­ρι­κού Γρι­γκό­ρι Αρς. Το τε­λευ­ταίο βι­βλίο του, που ε­κ­δό­θη­κε στα ε­λ­λη­νι­κά, «Ο Ιωά­ν­νης Κα­πο­δί­στριας στη Ρω­σία», με πρό­λο­γο του Πα­να­γιώ­τα­που­λου και α­πό τον ί­διο ε­κ­δό­τη, συ­γκα­τα­λέ­χτη­κε στα νέα βι­βλία της ε­φε­τι­νής 25ης Μα­ρ­τίου.
Στο βι­βλίο, πα­ρα­τί­θε­ται ε­κτε­νής βι­βλιο­γρα­φία του Αρς, ό­που α­που­σιά­ζει η α­νέ­κ­δο­τη α­λ­λη­λο­γρα­φία του Αλέξ. Υψη­λά­ντη (1816-1828), έ­κ­δο­ση του 1999, α­πό κοι­νού με τον Κων. Σβο­λό­που­λο. Επί­σης, δεν μνη­μο­νεύε­ται η α­να­γό­ρευ­ση του Αρς, προ δε­κα­ε­τίας (15/12/2005), σε ε­πί­τι­μο δι­δά­κτο­ρα του Πα­νε­πι­στη­μίου Αθη­νών, στην ο­ποία, το έ­ρ­γο του τι­μώ­με­νου εί­χε πα­ρου­σιά­σει ο Σβο­λό­που­λος. Στον πρό­λο­γό του, ω­στό­σο, α­να­φέ­ρει  “την τε­λευ­ταία ι­σο­ρ­ρο­πη­μέ­νη βιο­γρα­φία του Κα­πο­δί­στρια” α­πό τον Χρ. Λού­κο, στη δι­κή του σει­ρά βιο­γρα­φιών για πρό­σω­πα της Ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης. Οι τρό­ποι, που πα­νε­πι­στη­μια­κοί, α­κα­δη­μαϊκοί και ά­λ­λοι ε­ξέ­χο­ντες α­λ­λη­λου­πο­νο­μεύο­νται και α­λ­λη­λοϋπο­στη­ρί­ζο­νται, θα μπο­ρού­σαν να α­πο­τε­λέ­σουν μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό υ­λι­κό. 
Θα ε­πα­νέ­λ­θου­με την ε­πό­με­νη Κυ­ρια­κή.

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 17/7/2016.

Καντακουζηνοί

$
0
0
«Δυο πρί­γκι­πες 
στην Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση
«Επι­στο­λές αυ­τό­πτη
μάρ­τυ­ρα και έ­να υ­πό­μνη­μα
του πρί­γκι­πα
Γεωρ­γίου Κα­ντα­κου­ζη­νού
για την Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση»
Χάλ­λη της Σα­ξο­νία 1824
Με­τά­φρα­ση: Χρί­στος
Μ. Οι­κο­νό­μου
Ει­σα­γω­γή - σχό­λια – ε­πι­μέ­λεια
Βα­σί­λης Πα­να­γιω­τό­που­λος 
Ινστι­τού­το Ιστο­ρι­κών Ερευ­νών
Εκδ. Ασί­νη, 2015

Η συ­νέ­χεια α­πό την προ­η­γού­με­νη Κυ­ρια­κή, με τον τίτ­λο του βι­βλίου του Βα­σί­λη Πα­να­γιω­τό­που­λου. Να θυ­μί­σου­με, πως η Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση έ­χει ή­δη δυο γνω­στούς πρί­γκι­πες, τους Υψη­λά­ντη­δες, Αλέ­ξαν­δρο και Δη­μή­τριο. Δε­δο­μέ­νου, μά­λι­στα, ό­τι οι εν λό­γω Κα­ντα­κου­ζη­νοί α­νή­κουν, το πι­θα­νό­τε­ρο, σε κλά­δο της οι­κο­γέ­νειας των Κα­ντα­κου­ζη­νών, που α­πα­ντά­ται κα­τά τον 16ο αι. στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, μέ­λη του ο­ποίου κα­τέ­λα­βαν η­γε­τι­κές  θέ­σεις σε Βλα­χία και Μολ­δα­βία, θα ή­ταν προ­τι­μό­τε­ρο, ο γερ­μα­νι­κός τίτ­λος furst”, με umlaut στο φω­νήεν, να α­πο­δο­θεί ως η­γε­μό­νας, που, στα συμ­φρα­ζό­με­να της ε­πο­χής, εί­ναι ο υ­ψη­λό­τε­ρος τίτ­λος στη Μολ­δο­βλα­χία. Οι συ­γκε­κρι­μέ­νοι, κα­θώς και ό­σοι ε­πι­λέ­γο­νταν να ε­παν­δρώ­σουν τις α­νώ­τα­τες στρα­τιω­τι­κές και διοι­κη­τι­κές θέ­σεις, έρ­χο­νταν α­πό την τά­ξη των βο­γιά­ρων. Όπως α­να­φέ­ρει ο Πα­να­γιω­τό­που­λος, στην πρώ­το μέ­ρος της “ει­σα­γω­γής στις ε­πι­στο­λές”, οι α­δελ­φοί Κα­ντα­κου­ζη­νοί εί­ναι υιοί του Ματ­θαίου Ιωάν­νου Κα­ντα­κου­ζη­νού, βο­γιά­ρου, και της Ραλ­λούς Καλ­λι­μά­χη του Γρη­γο­ρίου. Πα­ρα­λεί­πει την πλη­ρο­φο­ρία πως ο Ματ­θαίος Ιωάν­νου Κα­ντα­κου­ζη­νός εί­χε τον τίτ­λο του Μέ­γα Βορ­νί­κου, τον ο­ποίο ό­φει­λε στην τά­ξη του, ό­πως και ό­τι το γέ­νος εκ μη­τρός της Ραλ­λούς ή­ταν Μαυ­ρο­κορ­δά­του. 
Ενώ, φαί­νε­ται να κά­νει μια ε­πί τρο­χά­δην βι­βλιο­γρα­φι­κή ε­νη­μέ­ρω­ση, κα­τά την α­να­διά­τα­ξη των δι­κών του στοι­χείων, ο­ρί­ζει ως κά­πως με­γα­λύ­τε­ρο σε η­λι­κία τον Αλέ­ξαν­δρο, με έ­τος γεν­νή­σεως το 1781, χω­ρίς να α­να­φέ­ρει χρο­νο­λο­γία γέν­νη­σης του Γεωρ­γίου. Κι ό­μως, τα βιο­γρα­φι­κά της Familia Cantacuzino εί­ναι γνω­στά. Κα­τά τους λημ­μα­το­γρά­φους των πα­λαιών ε­γκυ­κλο­παι­δειών, αλ­λά και τους νεό­τε­ρους συγ­γρα­φείς ξε­νό­γλωσ­σων συγ­γραμ­μά­των, με­γα­λύ­τε­ρος εί­ναι ο Γεώρ­γιος, που α­να­φέ­ρε­ται ως Egor, με έ­να έ­τος δια­φο­ρά α­πό τον Αλέ­ξαν­δρο. Γεν­νη­θέ­ντες, α­ντί­στοι­χα, το 1786 και το 1787, και α­πο­θα­νό­ντες, ο πρε­σβύ­τε­ρος στην Οδησ­σό το 1841 και ο νεό­τε­ρος στο Κισ­νό­βι το 1857 και ό­χι το 1851. Κα­τά τα άλ­λα, δε­δο­μέ­νης της δο­μής που ε­πέ­λε­ξε ο Πα­να­γιω­τό­που­λος για το βι­βλίο του, προ­η­γεί­ται η πε­ρι­γρα­φή του ντο­κου­μέ­ντου. 

Το ντο­κου­μέ­ντο

Σύμ­φω­να με τον εκ­δό­τη του γερ­μα­νι­κού βι­βλίου, οι ε­πι­στο­λές “γρά­φτη­καν α­πό έ­ναν κα­λά πλη­ρο­φο­ρη­μέ­νο Έλλη­να ως α­πά­ντη­ση ε­νός ε­μπο­ρι­κού φί­λου στη Γερ­μα­νία και φτά­σα­νε, α­πό μία ευ­τυ­χή σύ­μπτω­ση, ως ε­μπι­στευ­τι­κές πλη­ρο­φο­ρίες στα χέ­ρια ε­νός τρί­του. Αυ­τός ξαφ­νιά­στη­κε ευ­χά­ρι­στα α­πό τον α­ναμ­φι­σβή­τη­το χα­ρα­κτή­ρα της α­λή­θειας και της α­ξιο­πι­στίας στην πε­ρι­γρα­φή των κα­τα­στά­σεων και των γε­γο­νό­των, για τα ο­ποία το γερ­μα­νι­κό κοι­νό ή­ταν, μέ­χρι τώ­ρα, εί­τε πο­λύ λί­γο ή κα­θό­λου ε­νη­με­ρω­μέ­νο, ώ­στε να τους ή­τα­νε πο­λύ ευ­πρόσ­δε­κτη μια ε­πί­ση­μη πλη­ρο­φό­ρη­ση.” Πρό­κει­ται για 33 ε­πι­στο­λές, ό­που ο α­πο­στο­λέ­ας,  στην πρώ­τη ε­πι­στο­λή του, πα­ρα­θέ­τει πλη­ρο­φο­ρίες “για ό,τι προ­η­γή­θη­κε πριν α­πό την ί­δρυ­ση της Εται­ρείας”. Συ­γκε­κρι­μέ­να, α­πό “το αρ­χι­κό σχέ­διο της Εται­ρείας που ή­ταν αυ­τό του Ρή­γα”, δια­ψεύ­δο­ντας την ά­πο­ψη “ό­τι η Εται­ρεία έ­χει δε­σμό με τον Τε­κτο­νι­σμό, τον Καρ­μπο­να­ρι­σμό ή με ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λη μυ­στι­κή Εται­ρεία.” Στη δεύ­τε­ρη ε­πι­στο­λή, ε­ξι­στο­ρεί το τρα­γι­κό τέ­λος του Ρή­γα, ε­πι­κρί­νο­ντας τη Ρω­σία, που, στους πο­λέ­μους ε­να­ντίον της Τουρ­κίας, εκ­με­ταλ­λευό­ταν τον ζή­λο των Ελλή­νων και με­τά τους ε­γκα­τέ­λει­πε. Στην τρί­τη ε­πι­στο­λή, α­να­φέ­ρε­ται στην ει­κο­σα­ε­τία με­τά τον θά­να­το του Ρή­γα, 1757 – 1815, ό­ταν οι Έλλη­νες ε­πε­κτεί­νουν το ε­μπό­ριο προς τη Δύ­ση, α­πο­κτούν πλοία, διευ­ρύ­νουν ση­μα­ντι­κά την πε­ριου­σια­κή τους κα­τά­στα­ση και φρο­ντί­ζουν για τη μόρ­φω­ση του λα­ού. 
Στη συ­νέ­χεια, α­πο­κα­λύ­πτει έ­να πρώ­το δι­κό του ί­χνος: “Μό­λις το έ­τος 1815 σκέ­φτη­καν με­ρι­κοί Έλλη­νες, που ζού­σαν στη Ρω­σία, να ι­δρύ­σουν την Εται­ρεία. Εφτά απ’ αυ­τούς, με­τα­ξύ των ο­ποίων και ε­γώ... μα­ζεύ­τη­καν στη Μό­σχα... έ­βα­λαν τα πρώ­τα θε­μέ­λια και α­φού ό­ρι­σαν και κά­ποιους Κα­νο­νι­σμούς, τα­ξί­δε­ψαν στην Οδησ­σό” Ονο­μα­στι­κά α­να­φέ­ρει μό­νο τους δυο α­πο­θα­νό­ντες, τον Σκου­φά (1818) και τον Γα­λά­τη (1819), α­νι­στο­ρώ­ντας τη δρά­ση του δεύ­τε­ρου, που κα­τέ­λη­ξε στη δο­λο­φο­νία του. Τέ­λος, συ­νο­ψί­ζει: “Οι υ­πό­λοι­ποι έ­ξι Έλλη­νες, με­τά α­πό  σύ­ντο­μη πα­ρα­μο­νή στην Οδησ­σό, χώ­ρι­σαν και τα­ξί­δε­ψαν προς διά­φο­ρες κα­τευ­θύν­σεις...”  
Στην ε­πό­με­νη ε­πι­στο­λή, α­να­φέ­ρε­ται στην Εται­ρεία, τη δο­μή και τον Κα­νο­νι­σμό της. Μό­νο, στην τε­λευ­ταία πα­ρά­γρα­φο, μνη­μο­νεύει για πρώ­τη φο­ρά, τον Αλέ­ξαν­δρο Κα­ντα­κου­ζη­νό, τον, κα­τά Πα­να­γιω­τό­που­λο, συγ­γρα­φέα των ε­πι­στο­λώ­ν: “Αφού πέ­ρα­σε α­πό τη Βιέν­νη και την Τερ­γέ­στη τον Απρί­λιο του 1821, ο Πρί­γκι­πας Αλέ­ξαν­δρος Κα­ντα­κου­ζη­νός, έ­μα­θαν οι Έλλη­νες αυ­τής της χώ­ρας, που εί­χαν ή­δη πά­ρει α­πό τον Αλέ­ξαν­δρο Υψη­λά­ντη τα πρώ­τα μη­νύ­μα­τα, τι α­κρι­βώς συ­νέ­βαι­νε.” Στην ε­πό­με­νη ε­πι­στο­λή, δί­νει πλη­ρο­φο­ρίες για την ε­κλο­γή του Πρί­γκι­πα Υψη­λά­ντη... στην κο­ρυ­φή της ε­πι­χει­ρή­σεως. Εδώ, μνη­μο­νεύει και τον Γεώρ­γιο Κα­ντα­κου­ζη­νό: “Στα­μα­τώ ε­δώ τη συ­νέ­χεια της διη­γή­σεώς μου, για­τί ο Πρί­γκι­πας Γεώρ­γιος Κα­ντα­κου­ζι­νός γρά­φει στο Υπό­μνη­μά του για τους λό­γους που ο­δή­γη­σαν τον Υψη­λά­ντη να α­πο­δε­χτεί την πρό­τα­ση και α­να­φέ­ρει προ­η­γου­μέ­νως τα γε­γο­νό­τα που συ­νέ­βη­σαν τον ί­διο και­ρό στη Μολ­δα­βία και την Βλα­χία. Έτσι θα σας α­να­φέ­ρω μό­νο τα γε­γο­νό­τα ε­κεί­να που, σύμ­φω­να με τις δι­κές μου πλη­ρο­φο­ρίες, του διέ­φυ­γαν. Προ­πα­ντός ό­μως δια­βά­στε το Υπό­μνη­μά του. Σας το στέλ­νω μα­ζί και σας δί­νω τη βε­βαιό­τη­τα ό­τι ό­λα ό­σα γρά­φει α­ντα­πο­κρί­νο­νται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα”.
Αυ­τό και πράτ­τει, ό­πως δεί­χνει η ε­πό­με­νη ε­πι­στο­λή: “Αφού, χω­ρίς αμ­φι­βο­λία, θα έ­χε­τε δια­βά­σει το Υπό­μνη­μα... ε­γώ συ­νε­χί­ζω α­πό ε­κεί τη διή­γη­σή μου.”  Τον Γεώρ­γιο Κα­ντα­κου­ζη­νό τον α­να­φέ­ρει εν πα­ρό­δω σε δυο α­κό­μη ε­πι­στο­λές. Στην έ­βδο­μη, ό­που ο­νο­μα­τί­ζει τη συ­νο­δεία του Αλέ­ξαν­δρου Υψη­λά­ντη, ό­ταν πέ­ρα­σε τον Πρού­θο και έ­φτα­σε στις 22 Φε­βρ. στο Ιά­σιο, και στην ε­νά­τη, ό­που πα­ρα­πέ­μπει στο Υπό­μνη­μά του για ό­σα συ­νέ­βη­σαν στις δυο τε­λευ­ταίες μά­χες στο Σκου­λέ­νι της Μολ­δα­βίας. Σε αυ­τήν την ε­πι­στο­λή, φτά­νει μέ­χρι την 1η Αυγ., ο­λο­κλη­ρώ­νο­ντας την ε­ξι­στό­ρη­ση της ε­πι­χεί­ρη­σης του Αλέ­ξαν­δρου Υψη­λά­ντη στη Μολ­δα­βία και τη Βλα­χία, την ο­ποία, ευ­θύς εξ αρ­χής, χα­ρα­κτη­ρί­ζει ως ά­και­ρη.
Αντι­θέ­τως, πολ­λα­πλώς α­να­φέ­ρε­ται στον Αλέ­ξαν­δρο Κα­ντα­κου­ζη­νό, κα­θώς, α­πό την δε­κά­τη ε­πι­στο­λή και ύ­στε­ρα, α­φη­γεί­ται την κά­θο­δό του στον Μο­ριά, ό­που προ­η­γή­θη­κε του Δη­μή­τρη Υψη­λά­ντη. Εδώ, η α­φή­γη­ση γί­νε­ται αυ­το­βιο­γρα­φι­κή, α­φού ο ε­πι­στο­λο­γρά­φος πλη­ρο­φο­ρεί πως συ­νό­δευε τον Κα­ντα­κου­ζη­νό σε Μο­νεμ­βα­σιά και Τρι­πο­λι­τσά. Στην 29η ε­πι­στο­λή, φαί­νε­ται πως οι δρό­μοι Υψη­λά­ντη-Κα­ντα­κου­ζη­νού χώ­ρι­σαν, με τον ε­πι­στο­λο­γρά­φο να α­κο­λου­θεί τον Κα­ντα­κου­ζη­νό: “Ο Πρί­γκι­πας ε­γκα­τέ­λει­ψε την Τρί­πο­λη στις 2 (14) Σε­πτεμ­βρίου, με συ­νο­δεία Μαυ­ρο­κορ­δά­το... ”. “Στις 8 (20) Σε­πτεμ­βρίου φτά­σα­με στα Σά­λω­να..”. Ο Κα­ντα­κου­ζη­νός και ο Μαυ­ρο­κορ­δά­τος θα πή­γαι­ναν στο Βρα­χώ­ρι ή το Πέ­τα... Σύμ­φω­να με την 31η ε­πι­στο­λή: “Πή­ρα­με το δρό­μο για το Με­σο­λόγ­γι...δια­σχί­σα­με την ο­ρο­σει­ρά της Πίν­δου...” Σύμ­φω­να με την 32η ε­πι­στο­λή: “Από την ώ­ρα που ήρ­θα­με στο Με­σο­λόγ­γι α­σχο­λού­μα­στε με το να ο­χυ­ρώ­σου­με την πό­λη... ”
Μα­κρη­γο­ρή­σα­με με τα αυ­το­βιο­γρα­φι­κά ί­χνη στην α­φή­γη­ση, για­τί δη­μιουρ­γούν την ε­ντύ­πω­ση πως  θα μπο­ρού­σε να α­πο­κρυ­πτο­γρα­φη­θεί η ταυ­τό­τη­τα του ε­πι­στο­λέα. Ή και το α­ντί­θε­το, να α­πο­κλει­σθεί η ύ­παρ­ξη ε­νός πα­ρό­μοιου προ­σώ­που, ο­πό­τε θα α­πο­κτού­σε βά­ση η μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή εκ­δο­χή του Πα­να­γιω­τό­που­λου. Εκεί­νος, ό­μως, ε­λέγ­χει ως μη ευ­στα­θού­σα μό­νο την ει­κα­σία, ο ε­πι­στο­λο­γρά­φος να εί­ναι ο Κερ­κυ­ραίος γραμ­μα­τέ­ας του Κα­πο­δί­στρια Κων­στα­ντί­νος Κα­ντιώ­της,  ε­κτί­μη­ση την ο­ποία εί­χε δια­τυ­πώ­σει ο Ευ­βοέ­ας ε­ρευ­νη­τής Γεώρ­γιος Λάιος, ο πρώ­τος που α­σχο­λή­θη­κε με το ντο­κου­μέ­ντο. 

Οι τύ­χες του ντο­κου­μέ­ντου

Ο Πα­να­γιω­τό­που­λος πλη­ρο­φο­ρεί πως το εν λό­γω βι­βλίο πα­ρέ­μει­νε στη βι­βλιο­γρα­φία α­πό το 1834, έ­τος έκ­δο­σής του, α­νώ­νυ­μο, και σχε­δόν α­ζή­τη­το, ως το 1958, που το α­νέ­συ­ρε ο Λάιος. Προ­φα­νώς, εν­νο­εί 1824, ό­σο για το 1958, τό­τε, ο Λάιος μό­λις εί­χε ε­πι­στρέ­ψει α­πό τη Βιέν­νη, ό­που για χρό­νια ε­ρευ­νού­σε σε αρ­χεία και βι­βλιο­θή­κες. Για την α­να­ζή­τη­ση της ταυ­τό­τη­τας του ε­πι­στο­λο­γρά­φου, στη­ρί­χτη­κε σε δι­κή του με­τά­φρα­ση του βι­βλίου. Άλλη με­τά­φρα­ση του βι­βλίου, σύμ­φω­να πά­ντο­τε με τον Πα­να­γιω­τό­που­λο, πα­ρήγ­γει­λε ο Βλα­χο­γιάν­νης. Ο ί­διος δεν ε­ρεύ­νη­σε σε ποιόν, ού­τε την πι­θα­νή χρή­ση της. Την ί­δια έλ­λει­ψη εν­δια­φέ­ρο­ντος δεί­χνει για τις σχε­τι­κές έ­ρευ­νες των δια­δό­χων του Βλα­χο­γιάν­νη στα ΓΑΚ. Το μό­νο που βρί­σκει ά­ξιο μνη­μό­νευ­σης εί­ναι, ό­τι, α­φού ε­κεί­νοι το χρη­σι­μο­ποίη­σαν, δεν το  ε­πα­να­το­πο­θέ­τη­σαν. Την ί­δια ε­πί τρο­χά­δην α­να­φο­ρά ε­πι­φυ­λάσ­σει στον με­τα­φρα­στή, του ο­ποίου τα βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία πα­ρα­τί­θε­νται ως υ­πο­σε­λί­δια ση­μείω­ση στο ση­μείω­μα του με­τα­φρα­στή, που ε­πέ­χει θέ­ση προ­λό­γου της με­τά­φρα­σης, στο Μέ­ρος Β΄. Τό­σο συ­νο­πτι­κά, που κα­τα­λή­γουν α­σα­φή. Κα­τά τα άλ­λα, πλη­ρο­φο­ρεί πως ο με­τα­φρα­στής εί­χε προ­σω­πι­κή ά­πο­ψη για τον τρό­πο έκ­δο­σης, αλ­λά δέ­χτη­κε ευ­γε­νι­κά την πρό­τα­ση Δη­μη­τρό­που­λου-Πα­να­γιω­τό­που­λου.
Με­τα­φρα­στής εί­ναι ο Χρί­στος Μ. Οι­κο­νό­μου, ό­που το μι­κρό ό­νο­μα με γιώ­τα και αρ­χι­κό πα­τρώ­νυ­μου, ώ­στε να μην δη­μιουρ­γη­θεί σύγ­χυ­ση με τον συ­νο­νό­μα­τό του νεό­τε­ρο πε­ζο­γρά­φο, με τον ο­ποίο συ­μπί­πτει να έ­χουν αμ­φό­τε­ροι τρία βι­βλία στο ε­νερ­γη­τι­κό τους, ό­που τα δυο τε­λευ­ταία, με τα ο­ποία έ­γι­ναν ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στοί, κυ­κλο­φό­ρη­σαν τις ί­διες χρο­νιές 2010, 2014-2015. Ο με­τα­φρα­στής Οι­κο­νό­μου εί­ναι πο­λι­τι­κός μη­χα­νι­κός, α­πό­φοι­τος του Ε­ΜΠ, με με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές στη Ζυ­ρί­χη, κα­θη­γη­τής στο Δη­μο­κρί­τειο Πα­νε­πι­στή­μιο Θρά­κης. Εξ ου η κα­λή γνώ­ση της αρ­χαΐζου­σας  γερ­μα­νι­κής και της γοτ­θι­κής γρα­φής, ναι μεν σή­με­ρα εν α­χρη­σία αλ­λά σε έ­να ό­χι και τό­σο μα­κρι­νό πα­ρελ­θόν η ε­πί­ση­μη. Με την α­πο­δέ­σμευ­ση α­πό τις δι­δα­κτι­κές υ­πο­χρεώ­σεις του, ε­γκα­τα­λεί­πει την τε­χνο­λο­γία για την Ιστο­ρία. Ως “ε­θε­λο­ντή της φι­λελ­λη­νι­κής ι­δέ­ας” τον συ­στή­νει ο Ι. Κ. Μα­ζα­ρά­κης-Αι­νιάν, στον πρό­λο­γο του δεύ­τε­ρου βι­βλίου του, «Το τάγ­μα των Φι­λελ­λή­νων, η ί­δρυ­ση, η εκ­στρα­τεία και η κα­τα­στρο­φή του, α­πό το η­με­ρο­λό­γιο του Johann Daniel Elster τέως ια­τρού-συ­νταγ­μα­τάρ­χη του τάγ­μα­τος», γερ­μα­νι­κή έκ­δο­ση του 1828, που εκ­δό­θη­κε στα ελ­λη­νι­κά το 2010. 
Εί­χε  προ­η­γη­θεί το 2008, «Τρα­γού­δια για την Ελλά­δα και τους Έλλη­νες» του γνω­στού φι­λέλ­λη­να Γου­λιέλ­μου Μίλ­λερ. Γεν­νη­θείς το 1794 ο Μίλ­λε­ρ, α­πε­βίω­σε 33 ε­τών, μη προ­λα­βαί­νο­ντας να έρ­θει στην Ελλά­δα, αλ­λά έ­χο­ντας δη­μο­σιεύ­σει πε­ρί τα 77 “griechenlieder”. Ο Οι­κο­νό­μου, πι­στεύο­ντας πως η α­ξία τους εί­ναι κα­τά βά­ση ι­στο­ρι­κή, τα με­τέ­φρα­σε σε πε­ζό λό­γο και για πρώ­τη φο­ρά, στο σύ­νο­λό τους, ό­πως ι­σχυ­ρί­ζε­ται, με πρό­λο­γο ε­πί­σης του Μα­ζα­ρά­κη πε­ρί γερ­μα­νι­κού φι­λελ­λη­νι­σμού. Το τρί­το με­τά­φρα­σμά του εί­ναι και αυ­τό έ­να η­με­ρο­λό­γιο, “Ημε­ρο­λό­γιο α­πό το τα­ξί­δι μου στην Ελλά­δα, Τουρ­κία, Αί­γυ­πτο και Συ­ρία κα­τά τα έ­τη 1834-1835 του dr Jacob Roeser, Συμ­βού­λου και προ­σω­πι­κού ια­τρού Γερ­μα­νών η­γε­μό­νων», το 2015. Ως για­τρός εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­στός ο α­δελ­φός του, κα­θό­σον προ­σω­πι­κός θε­ρά­πων του Όθω­να. 
Σχό­λια για το δεύ­τε­ρο βι­βλίο δη­μο­σίευ­σε ο Δη­μη­τρό­που­λος. Αφού πα­ρου­σιά­ζει τους φι­λέλ­λη­νες, που βρή­καν “στέ­γη στον Αγώ­να των Ελλή­νω­ν”, και το τάγ­μα που συ­γκρό­τη­σαν τον Μάιο του 1822, ε­ξι­στο­ρεί τον βίο και την πο­λι­τεία του Έλστε­ρ, υ­πο­γραμ­μί­ζο­ντας  την α­ξία του Ημε­ρο­λο­γίου του. Το εν­δια­φέ­ρον εί­ναι η κα­τά­λη­ξη της κρι­τι­κής του: “Όπως ση­μειώ­νει ο με­τα­φρα­στής του βι­βλίου Χρ. Οι­κο­νό­μου, το κεί­με­νο, λό­γω γλώσ­σας και τυ­πο­γρα­φι­κών στοι­χείων, πα­ρου­σία­ζε δυ­σκο­λίες α­νά­γνω­σης α­κό­μη και για τον ει­δι­κό που θα το α­να­ζη­τού­σε σε κά­ποια βι­βλιο­θή­κη. Ίσως αυ­τός ή­ταν και ο κύ­ριος λό­γος για τον ο­ποίο εί­χε πα­ρα­με­λη­θεί α­πό την ελ­λη­νι­κή ι­στο­ριο­γρα­φία.” 
Ει­κά­ζου­με πως, κά­πως έ­τσι προέ­κυ­ψε η ι­δέα της με­τά­φρα­σης του πα­ρό­ντος ντο­κου­μέ­ντου, χρο­νι­κά συ­νο­μή­λι­κου και γλωσ­σι­κά το ί­διο δυσ­πρό­σι­του. Όσο για την ά­πο­ψη του Οι­κο­νό­μου σχε­τι­κά με την έκ­δο­ση, με βά­ση τα τρία βι­βλία που κα­τήρ­τι­σε, εί­ναι μάλ­λον προ­φα­νής. Να α­να­δεί­ξει την ι­στο­ρι­κή του α­ξία. Μία πα­ρό­μοια έκ­δο­ση ε­ξα­κο­λου­θεί να εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη, κα­θώς το ντο­κου­μέ­ντο, έ­τσι ό­πως χω­νεύε­ται στο βι­βλίο του Πα­να­γιω­τό­που­λου, α­πο­λύει, α­κρι­βώς αυ­τό, την ι­στο­ρι­κή του α­ξία. Ύστε­ρα, ο ί­διος ο Πα­να­γιω­τό­που­λος μι­λά­ει α­νοι­χτά για “φω­το­γρα­φι­κή α­πο­τύ­πω­ση της έ­ρευ­νας αυ­τή τη στιγ­μή, η ο­ποία α­να­πό­φευ­κτα θα α­να­τρα­πεί”. Ενώ, η ι­στο­ρι­κή α­ξία του ντο­κου­μέ­ντου πα­ρα­μέ­νει δε­δο­μέ­νη. Ο Πα­να­γιω­τό­που­λος κα­λεί τους νεό­τε­ρους ε­ρευ­νη­τές να ε­ντρυ­φή­σουν πε­ραι­τέ­ρω. Αυ­τός, έ­τσι κι αλ­λιώς, έ­κα­νε το με­ρά­κι του.    

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 24/7/2016.

Σαν μακρινό απείκασμα

$
0
0
Μα­ρι­λέ­να Πα­παϊωάν­νου
«Κα­τε­βαί­νει ο Κα­μου­ζάς στους Φούρ­νους»
Εκδό­σεις Εστίας
Φε­βρ. 2016

Τα χα­λε­πά χρό­νια της κρί­σης, κά­νουν την παρ­θε­νι­κή τους εμ­φά­νι­ση στο εκ­δο­τι­κό πε­δίο συγ­γρα­φείς γεν­νη­μέ­νοι κα­τά την πρώ­τη πα­σο­κι­κή πε­ρίο­δο, που συ­νι­στά με­τα­πο­λε­μι­κά την κα­τ'ε­ξο­χήν πε­ρίο­δο των πα­χιών α­γε­λά­δων. Συ­μπτω­μα­τι­κά, και η ο­μά­δα των συγ­γρα­φέων, που πρω­το­εμ­φα­νί­ζο­νται πριν 100 χρό­νια, τη δύ­σκο­λη, ε­μπό­λε­μη πε­ρίο­δο, Βαλ­κα­νι­κών Πο­λέ­μων – Α΄ Πα­γκο­σμίου Πο­λέ­μου, εί­χαν γεν­νη­θεί ε­πί Χα­ρι­λά­ου Τρι­κού­πη, δη­λα­δή σε χρό­νια εκ­συγ­χρο­νι­στι­κής άν­θη­σης. Εκεί­νων, ό­μως, τα βι­βλία δεί­χνουν θε­μα­τι­κά ε­πι­κε­ντρω­μέ­να, σε α­ντί­θε­ση με τον πο­λυε­στια­κό χα­ρα­κτή­ρα των ση­με­ρι­νών. Ίσως, για­τί, τό­τε, λει­τουρ­γού­σαν ως κα­τευ­θυ­ντή­ριες δυ­νά­μεις οι ι­δε­ο­λο­γι­κο-κοι­νω­νι­κές τά­σεις, που, σή­με­ρα, έ­χουν υ­πο­κα­τα­στα­θεί α­πό κυ­ρίαρ­χες μό­δες. Τό­σο οι πα­λαιό­τε­ροι ό­σο και οι νεό­τε­ροι ε­πι­δί­δο­νται στο διή­γη­μα. Μό­νο που ε­κεί­νοι οι πρώ­τοι α­πο­τέ­λε­σαν μία ο­μά­δα μάλ­λον πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νων διη­γη­μα­το­γρά­φων, έ­να­ντι της πρό­σφα­της, εμ­φα­νώς υ­περ­τι­μη­μέ­νης α­πό το ξε­κί­νη­μά της. Γε­γο­νός,  που θα μπο­ρού­σε να ο­φεί­λε­ται, του­λά­χι­στον εν μέ­ρει, στην τά­ση φι­λο­νεϊσμού των τε­λευ­ταίων χρό­νων, αλ­λά και στην θε­τι­κής  προ­διά­θε­σης κρι­τι­κή α­ντι­με­τώ­πι­ση, που έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει.
Η νε­ο­πα­γής ο­μά­δα των γεν­νη­θέ­ντων μέ­σα στη δε­κα­ε­τία του  1980 δια­τη­ρεί την ο­μοιο­γε­νή μορ­φω­τι­κή φυ­σιο­γνω­μία των παι­διών της  με­τα­πο­λί­τευ­σης, ό­που οι θε­τι­κές ε­πι­στή­μες τεί­νουν να ε­κτο­πί­σουν τις φι­λο­λο­γι­κές, ε­νώ, κα­τά κα­νό­να,  συ­μπλη­ρώ­νο­νται με με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές σε πα­νε­πι­στή­μια του ε­ξω­τε­ρι­κού. Αντί­στοι­χου ε­πι­πέ­δου εί­ναι η ε­παγ­γελ­μα­τι­κή πο­ρεία τους, ό­που η ε­να­σχό­λη­ση με την λο­γο­τε­χνία έρ­χε­ται ως διάν­θι­σμα. Ξε­κι­νώ­ντας αυ­τοί με έ­να πρω­το­κλα­σά­το, σύμ­φω­να με τα ε­πι­κρα­τού­ντα μέ­τρα και σταθ­μά, βιο­γρα­φι­κό, την τρέ­χου­σα κρί­ση, εί­τε την πα­ρα­βλέ­πουν εί­τε την α­ντι­με­τω­πί­ζουν, οι λί­γοι, που κα­τα­πιά­νο­νται με αυ­τήν, ως πα­ρα­τη­ρη­τές εξ α­πο­στά­σεως. Τα θέ­μα­τα, που προ­τι­μούν, εί­ναι ευ­ρύ­τε­ρου εν­δια­φέ­ρο­ντος, υ­παρ­ξια­κά και κοι­νω­νι­κά, το­πο­θε­τη­μέ­να σε έ­να πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νο, πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό πλαί­σιο.
Με βά­ση τις προ­σώ­ρας εμ­φα­νί­σεις, το δί­δυ­μο των ο­μη­λί­κων (γ. 1982), Δημ. Πα­πα­μάρ­κου – Μα­ρι­λέ­νας Πα­παϊωάν­νου, με τα δυο βι­βλία, που έ­κα­στος εκ­δί­δει σε μι­κρή α­πό­στα­ση δυο - τριών ε­τών α­να­με­τα­ξύ τους, συ­νι­στά ε­ξαί­ρε­ση, κα­θώς στρέ­φε­ται στο πε­δίο της Ιστο­ρίας. Και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, σε δυο κομ­βι­κά ση­μεία του 20ου αιώ­να, το  '22 και την ε­μπό­λε­μη δε­κα­ε­τία του '40, που α­πα­σχο­λούν τις τε­λευ­ταίες δε­κα­ε­τίες τους ι­στο­ρι­κούς, κα­θώς και ση­μα­ντι­κούς συγ­γρα­φείς πα­λαιό­τε­ρων γε­νιών. Ο Πα­πα­μάρ­κου ε­ντάσ­σε­ται στο ί­διο με ε­κεί­νους με­τα­νε­ο­τε­ρι­κό πνεύ­μα α­να­θεώ­ρη­σης του τρό­που α­ντι­με­τώ­πι­σης των ι­στο­ρι­κών συμ­βά­ντων. Αντι­θέ­τως, η Πα­παϊωάν­νου πα­ρα­μέ­νει σε έ­να μάλ­λον γε­νι­κό­λο­γο ι­δε­ο­λο­γι­κό πλαί­σιο, δα­νει­ζό­με­νη σκη­νές και δια­λό­γους α­πό την πλη­θώ­ρα μαρ­τυ­ριών, που εκ­δό­θη­καν στην πρώ­τη με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή πε­ρίο­δο. Μό­νο που δια­σκε­δά­ζει τη βα­ριά α­τμό­σφαι­ρα ε­κεί­νων με έ­ναν πα­ρα­μυ­θι­κής υ­φής η­ρωι­σμό, δί­νο­ντας πα­ράλ­λη­λα έμ­φα­ση στο ε­ρω­τι­κό στοι­χείο, ό­που η ι­δε­ο­λο­γι­κή φόρ­τι­ση των πα­λαιό­τε­ρων μαρ­τυ­ριών, που στη­ρί­ζο­νταν σε προ­σω­πι­κές ε­μπει­ρίες, α­ντι­κα­θί­στα­ται α­πό την μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή   συ­γκί­νη­ση. Όπως και να έ­χει, αμ­φό­τε­ροι έ­τυ­χαν ι­διαί­τε­ρα ευ­με­νούς α­ντι­με­τώ­πι­σης α­πό την κρι­τι­κή, προ­βο­λή α­πό τον Τύ­πο, α­πο­σπώ­ντας βρα­βεύ­σεις στο χώ­ρο της διη­γη­μα­το­γρα­φίας.
Στην τε­λευ­ταία δε­ξιά σε­λί­δα του δεύ­τε­ρου βι­βλίου της Πα­παϊωάν­νου, πριν ε­κεί­νης του κο­λο­φώ­να, υ­πάρ­χει ση­μείω­μα της συγ­γρα­φέως, που προσ­διο­ρί­ζει τα ό­ρια με­τα­ξύ πραγ­μα­τι­κού και μυ­θο­πλα­σίας. Σε αυ­τό, ε­πι­ση­μαί­νει, πως “το βι­βλίο βα­σί­στη­κε σε έ­να συμ­βάν, που δια­δρα­μα­τί­στη­κε στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στην Ασφά­λεια Θεσ­σα­λο­νί­κης”. Ενώ, η ό­λη α­φη­γη­μα­τι­κή σκη­νο­θε­σία λαμ­βά­νει χώ­ρα στον πε­ρί­κλει­στο, ή σω­στό­τε­ρα, α­σφυ­κτι­κό χώ­ρο των φυ­λα­κών των Βούρ­λων του Πει­ραιά. Κι αυ­τό προς ε­ξυ­πη­ρέ­τη­ση  της α­φη­γη­μα­τι­κής πλο­κής, χω­ρίς να την α­πα­σχο­λεί η δια­φο­ρά των συν­θη­κών κρά­τη­σης στους δυο τό­πους ε­γκλει­σμού. Μάλ­λον θεω­ρεί, πως ο α­να­γνώ­στης θα  α­ντι­λη­φθεί για ποιο α­πό τα μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κά συμ­βά­ντα πρό­κει­ται. Ωστό­σο, η πλο­κή ε­πι­στρα­τεύει του­λά­χι­στον δυο ευ­ρη­μα­τι­κά συμ­βά­ντα, που γέρ­νουν μάλ­λον σε η­ρωι­κές πε­ρι­πέ­τειες τύ­που “Μι­κρού ή­ρωα” πα­ρά σε μαρ­τυ­ρίες. Το πρώ­το πα­ρα­μέ­νει στα ό­ρια του πι­θα­νού:   Η συγ­γρα­φέ­ας πλά­θει ως κε­ντρι­κό ή­ρωα έ­ναν δε­σμο­φύ­λα­κα, που βο­η­θά­ει συ­νω­μο­τι­κά τους φυ­λα­κι­σμέ­νους. Αρχι­κά, πε­ρι­γρά­φε­ται βά­ναυ­σος, δια­πνεό­με­νος α­πό σφο­δρό α­ντι­κομ­μου­νι­στι­κό μέ­νος. Ο πρω­το­πρό­σω­πος υ­βρι­στι­κός λό­γος του θυ­μί­ζει μαρ­τυ­ρίες σει­ράς βι­βλίων, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, την «Αχτί­να Θ΄» του Βα­σί­λη Νε­φε­λού­δη ή το «.. Κα­λά, ε­σύ σκο­τώ­θη­κες νω­ρίς» του Χρό­νη Μίσ­σιου. Σε τρία α­πό τα συ­νο­λι­κά 24 κε­φά­λαια, πε­ρι­γρά­φε­ται ο τρό­πος που ε­κεί­νος συ­νεν­νο­εί­ται μα­ζί τους με ρα­βα­σά­κια δι­πλω­μέ­να σε έ­να χα­λί­κι, το ο­ποίο ρί­χνει α­πό τον αυ­λό­γυ­ρο στο κε­λί τους την ώ­ρα που τους τρο­φο­δο­τεί με φρέ­σκο νε­ρό. Ήδη, α­πό το πρώ­το κε­φά­λαιο, α­πο­κα­λύ­πτε­ται, πως πρό­κει­ται για βα­σα­νι­στή-μαϊμού, ε­νώ θα μπο­ρού­σε η α­φή­γη­ση να κω­λυ­σιερ­γή­σει, καλ­λιερ­γώ­ντας σα­σπέ­νς γύ­ρω α­πό την ταυ­τό­τη­τά του.
Το δεύ­τε­ρο συμ­βάν δεί­χνει ά­κρως ευ­φά­ντα­στο:Τον εν λό­γω δε­σμο­φύ­λα­κα, στη διάρ­κεια α­σθέ­νειάς του, τον α­ντι­κα­θι­στά η κό­ρη του, χω­ρίς κα­νείς α­πό το λοι­πό προ­σω­πι­κό της φυ­λα­κής να το α­ντι­λη­φθεί. Σε δυο άλ­λα κε­φά­λαια, ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται η ί­δια σκη­νή, αυ­τή τη φο­ρά, με την με­ταμ­φιε­σμέ­νη κό­ρη, ό­που τις αλ­λα­γές σε φω­νή και περ­πά­τη­μα φαί­νε­ται να τις α­ντι­λαμ­βά­νο­νται μό­νο οι φυ­λα­κι­σμέ­νοι. Όπως και να έ­χει, στο τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, η σκη­νή α­πο­γειώ­νε­ται με τη θυ­σία της κό­ρης, ω­θη­μέ­νη α­πό έ­ρω­τα και ό­χι α­πό την α­ρι­στε­ρή της ι­δε­ο­λο­γία. Βε­βαίως, ο ρο­μα­ντι­κός έ­ρω­τας για τον άρ­ρω­στο, φθι­σι­κό, που κα­τα­γρά­φει τις ι­δέες του στα χαρ­τά­κια, που ε­κεί­νη και ο πα­τέ­ρας της του προ­μη­θεύουν, ο­φεί­λε­ται εν πολ­λοίς στο η­ρωι­κό προ­φίλ του σχε­δόν ε­τοι­μο­θά­να­του κομ­μου­νι­στή. Υψη­λή η συ­γκι­νη­σια­κή φόρ­τι­ση α­πο­μα­κρύ­νε­ται α­πό τις μαρ­τυ­ρίες, θυ­μί­ζο­ντας α­τμό­σφαι­ρα α­πό ται­νίες τύ­που «Υπο­λο­χα­γός Να­τά­σα». Άλλω­στε, ο τίτ­λος «Δε­σμο­φύ­λα­κας Λευ­κή» θα έ­δι­νε πο­λύ πιο α­κρι­βή ει­κό­να. Ανε­ξάρ­τη­τα αν θα δη­μιουρ­γού­σε α­νε­πι­θύ­μη­τες πα­ρα­λο­γο­τε­χνι­κές προϊδεά­σεις.  Πά­ντως, η η­ρωί­δα της Πα­παϊωάν­νου πε­ρι­γρά­φε­ται  ά­σχη­μη και α­σου­λού­πω­τη για να φέρ­νει του πα­τρός της και να γί­νε­ται πει­στι­κό­τε­ρη η υ­πο­κα­τά­στα­ση. Εί­ναι η τολ­μη­ρή στά­ση της, που κερ­δί­ζει την καρ­διά του φυ­λα­κι­σμέ­νου, ο ο­ποίος και α­πο­δει­κνύε­ται το ί­διο με ε­κεί­νη ρο­μα­ντι­κός. Χω­ρίς να την έ­χει καν α­ντι­κρί­σει, δη­λώ­νει στους συ­ντρό­φους του, πως ό­ταν κά­πο­τε τε­λειώ­σουν τα βά­σα­νά τους, “θα της ζη­τή­σει να γί­νει γυ­ναί­κα του”. Μέ­νει η α­πο­ρία, κα­τά πό­σο υ­πάρ­χει αλ­λη­γο­ρι­κή στό­χευ­ση στην ε­πι­λο­γή των ο­νο­μά­τω­ν: Λευ­κή η κό­ρη, Άρης ο πα­τέ­ρας. Επί­σης, μέ­νει ζη­τού­με­νο, σε ποιο βαθ­μό, το πραγ­μα­τι­κό συμ­βάν, το α­να­φε­ρό­με­νο στη ση­μείω­ση, έ­χει προ­σαρ­μο­στεί στη μυ­θο­πλα­σία. Υπό ι­στο­ρι­κό πρί­σμα, πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον, ε­νώ, υ­πό λο­γο­τε­χνι­κό, εί­ναι α­διά­φο­ρο. 
Στα υ­πό­λοι­πα κε­φά­λαια, πα­ρου­σιά­ζε­ται έ­τε­ρος δε­σμο­φύ­λα­κας, με το πα­ρω­νύ­μιο γο­ρί­λας, που πε­ρι­γρά­φε­ται ως έ­νας γνή­σιος βα­σα­νι­στής. Έτσι του­λά­χι­στον α­φή­νε­ται να εν­νο­η­θεί, κα­θώς η α­φή­γη­ση μέ­νει μα­κράν πα­ρό­μοιων πε­ρι­γρα­φών. Μό­νο, δυο – τρεις φο­ρές, γί­νε­ται λό­γος για σο­βα­ρές σω­μα­τι­κές κα­κώ­σεις, που θα μπο­ρού­σαν να σπρώ­ξουν σε δή­λω­ση με­τα­νοίας. Αν και το κυ­ρίως θέ­μα των συ­ζη­τή­σεων, α­πό το έ­κτο κε­φά­λαιο και ύ­στε­ρα, ό­πως προοιω­νί­ζε­ται και α­πό τον τίτ­λο του βι­βλίου, α­πο­τε­λεί η φή­μη, που κυ­κλο­φο­ρεί, ό­τι κα­τε­βαί­νει ο Κα­μου­ζάς στους Φούρ­νους. Όπως ε­ξη­γεί ο πιο η­λι­κιω­μέ­νος της ο­μά­δας, δη­λα­δή μίας δω­δε­κά­δας στο έ­να κε­λί, και τριών του δι­πλα­νού, που α­να­φέ­ρο­νται ο­νο­μα­στι­κά, εί­ναι μάλ­λον πα­ρω­νύ­μιο “του πρώην Επι­θεω­ρη­τή Χω­ρο­φυ­λα­κής Κυ­κλά­δων, που έρ­χε­ται να α­να­λά­βει διευ­θυ­ντής Στρα­τιω­τι­κών Φυ­λα­κών Αθή­νας”. Ο α­φη­γη­τής δια­βε­βαιώ­νει για την σκλη­ρό­τη­τά του, κα­θώς και για α­κραίες νοο­τρο­πίες και πρα­κτι­κές. Όλα αυ­τά δη­λώ­νο­νται, τί­πο­τα δεν δεί­χνε­ται. Το ί­διο ι­σχύει και για τις φυ­λα­κές, που α­πο­κα­λού­νται Φούρ­νοι και πα­ρο­μοιά­ζο­νται με το χει­ρό­τε­ρο Κο­λα­στή­ριο. Ενώ, η δια­βίω­ση της ο­μά­δας δεί­χνει σχε­δόν ά­νε­τη. Ο ε­πι­κε­φα­λής, που α­πο­κα­λεί­ται Δά­σκα­λος, τους κρα­τά­ει σε κα­λή πνευ­μα­τι­κή και σω­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση, με γυ­μνα­στι­κή και μα­θή­μα­τα. Όπως και να έ­χει, το εύ­ρη­μα του τίτ­λου θα μπο­ρού­σε να εί­ναι μία τρί­τη εκ­δο­χή για το α­να­φε­ρό­με­νο συμ­βάν της κα­τα­λη­κτι­κής ση­μείω­σης. Και α­λη­θο­φα­νές και συ­χνά α­πα­ντά­ται στις μαρ­τυ­ρίες, ό­ταν ση­μειώ­νο­νται τά­σεις α­πει­θαρ­χίας και διά­θε­ση α­ντί­στα­σης. 
Εκτός α­πό τον Δά­σκα­λο, α­κο­λου­θώ­ντας τις μαρ­τυ­ρίες, υ­πάρ­χει ο για­τρός, ο κα­θη­γη­τής Φι­λο­σο­φίας, αλ­λά και οι πιο σκλη­ροί, τα “βρω­μο­κομ­μού­νια”, ό­πως τους α­πο­κα­λούν, που θα με­τα­φερ­θούν σε άλ­λες αυ­στη­ρό­τε­ρες φυ­λα­κές, ό­πως ε­κεί­νες του Επτα­πυρ­γίου. Όλοι τους, μό­λις που σκια­γρα­φού­νται. Στις σχε­τι­κές α­να­δρο­μι­κές μνείες, δεν α­να­φέ­ρε­ται η δρά­ση τους, πα­ρά μό­νο οι συ­ναι­σθη­μα­τι­κές σχέ­σεις τους, με α­γα­πη­μέ­νες γυ­ναί­κες - μη­τέ­ρα, α­δελ­φή, κά­ποιον έ­ρω­τα, τη σύ­ζυ­γο - ή και τέ­κνα που γνώ­ρι­σαν μό­νο α­πό φω­το­γρα­φία. Επί­σης, τα μα­θή­μα­τα συ­νί­στα­νται σε α­νά­γνω­ση πε­ρι­κο­πών α­πό τον Ερω­τό­κρι­το, γύ­ρω, κυ­ρίως, α­πό τον α­κα­τα­νί­κη­του έ­ρω­τα  της Αρε­τού­σας, και λί­γους στί­χους Κάλ­βου, τους πλέ­ον γνω­στούς, χά­ρις στη με­λο­ποίη­ση Θε­ο­δω­ρά­κη. Ου­δε­μία ι­δε­ο­λο­γι­κή ή κομ­μα­τι­κή ή έ­στω πο­λι­τι­κή νύ­ξη υ­πάρ­χει στις συ­ζη­τή­σεις τους. Ού­τε α­να­φο­ρές σε κά­ποια πο­λε­μι­κή ε­μπλο­κή ή άλ­λη α­ντι­στα­σια­κή ε­νέρ­γεια. Ακό­μη και ο ι­δε­ο­λό­γος φυ­λα­κι­σμέ­νος, που γρά­φει τις ι­δέες του, τις ο­ποίες και θα εκ­δώ­σει ο Τά­σος Βουρ­νάς, ό­πως του υ­πό­σχε­ται  η Λευ­κή ξε­ψυ­χώ­ντας, ι­στο­ρίες γρά­φει. Η μία που τους δια­βά­ζει, δεί­χνει σαν πα­ρα­μυ­θι­κή α­φή­γη­ση, υ­περ­ρε­α­λί­ζο­ντα χα­ρα­κτή­ρα, πλεγ­μέ­νη με γνω­στά μο­τί­βα α­πό Οδύσ­σεια και Πα­λαιά Δια­θή­κη, ό­που το ο­ποίο αλ­λη­γο­ρι­κό πε­ριε­χό­με­νο, εάν αυ­τό υ­πάρ­χει, πα­ρα­μέ­νει θο­λό. Μό­νο ο φε­ρό­με­νος ως για­τρός δη­λώ­νει ο­δύ­νη για  το αί­μα που συ­νε­χί­ζει να κυ­λά­ει, για χρό­νια, α­τε­λείω­το, και για σκο­τω­μό α­δελ­φι­κό. Τό­σο αό­ρι­στα και α­κρο­θι­γώς. 
Αν στη­ρι­χτού­με στην πλη­ρο­φο­ρία πως τις ι­στο­ρίες του Φώ­τη θα τις εκ­δώ­σει ο Βουρ­νάς,  ο ο­ποίος συ­νερ­γα­ζό­ταν με τις εκ­δό­σεις του Ρι­ζο­σπά­στη, που έ­κλει­σε τέ­λος 1947, έ­χουν α­πό τό­τε πα­ρέλ­θει ε­βδο­μή­ντα χρό­νια. Στο βι­βλίο, ο Εμφύ­λιος πα­ρου­σιά­ζε­ται α­πο­λε­πι­σμέ­νος α­πό ί­χνη ε­ντο­πιό­τη­τας, ό­πως τον α­ντι­λαμ­βά­νο­νται οι νέ­οι ι­στο­ρι­κοί υ­πό το πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νο θεω­ρη­τι­κό τους πρί­σμα. Δεν υ­πάρ­χουν, θύ­μα­τα και θύ­τες, ού­τε νι­κη­τές και ητ­τη­μέ­νοι, σύμ­φω­να με τη γραμ­μή της άλ­λο­τε ε­θνι­κής συμ­φι­λίω­σης. Ωστό­σο, προ­βάλ­λε­ται ο κα­λός βα­σα­νι­στής, που τον ώ­θη­σε η κα­λο­σύ­νη του, ό­πως ει­κά­ζουν οι φυ­λα­κι­σμέ­νοι, οι ο­ποίοι και δη­λώ­νουν πως α­γνοούν τα κί­νη­τρά του. Πά­ντως, ού­τε στιγ­μή δεν υ­πο­ψιά­ζο­νται πι­θα­νούς εκ­βια­σμούς ή άλ­λες ί­ντρι­γκες. Εκεί­νο, ό­μως, που, κυ­ρίως, προ­βάλ­λε­ται, εί­ναι το πνεύ­μα ητ­το­πά­θειας των φυ­λα­κι­σμέ­νων. Οι στί­χοι του Κάλ­βου δεν τους ε­γκαρ­διώ­νουν. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Δά­σκα­λος νιώ­θει “βα­ρύ το τί­μη­μα της ε­λευ­θε­ρίας”. Αυ­τά στον Εμφύ­λιο, που ε­κεί­νοι ο­μο­λο­γούν, ό­τι χά­θη­κε η συ­ντρο­φι­κό­τη­τα της Αντί­στα­σης. Δεν υ­πο­γρά­φουν μεν, αλ­λά συλ­λο­γί­ζο­νται κα­τά πό­σο α­ξί­ζει τον κό­πο. “Η ε­λευ­θε­ρία εί­ναι για τους ζω­ντα­νούς, ό­χι για τους πε­θα­μέ­νους”, α­πο­φαί­νο­νται. Στη γε­νιά του 21ου, το καλ­βι­κό, “Αφ'υ­ψη­λά ό­μως έ­πε­σε, και α­πέ­θα­νεν ε­λεύ­θε­ρος”, έ­χα­σε κά­θε α­πή­χη­ση, ο­μού με τα συλ­λο­γι­κά ο­ρά­μα­τα, α­φή­νο­ντας θέ­ση  στον α­το­μι­κι­σμό.         
Τέ­λος, ό­σο α­φο­ρά τη γλωσ­σι­κή διεκ­πε­ραίω­ση, ο τρι­το­πρό­σω­πος λό­γος του α­φη­γη­τή πα­ρα­παίει με­τα­ξύ λαϊκό­τρο­πων και λο­γίων εκ­φρά­σεων, με α­δό­κι­μα εκ­φρα­στι­κά σχή­μα­τα, ε­πα­να­λή­ψεις εμ­φα­τι­κών λέ­ξεων και πλη­θώ­ρα θαυ­μα­στι­κών. Τό­σο τα λε­κτι­κά, ό­σο και τα ι­δε­ο­λο­γι­κά στοι­χεία του βι­βλίου α­ντα­να­κλούν αι­σθη­τι­κές και ι­δε­ο­λο­γι­κές πτυ­χές του πα­ρό­ντος. Ο Εμφύ­λιος φαί­νε­ται να μοιά­ζει σαν μα­κρι­νό α­πεί­κα­σμα.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

ΣΗ­ΜΕΙΩ­ΣΗ: Η ε­πι­με­λού­με­νη και γρά­φου­σα την πα­ρού­σα λο­γο­τε­χνι­κή σε­λί­δα α­πό το 1990 ε­γκα­τέ­λει­ψε α­δό­κη­τα τα ε­γκό­σμια, την Τρί­τη, 9 Αυ­γού­στου. Σε­λί­δα Ex Libris ΤΕ­ΛΟΣ.

ΛΕ­ΖΑ­ΝΤΑ: Εξω­τε­ρι­κή ό­ψη της ει­σό­δου στις φυ­λα­κές Βούρ­λων. Έγι­ναν πα­σί­γνω­στες για την με­γά­λη α­πό­δρα­ση 27 πο­λι­τι­κών κρα­του­μέ­νων, Κυ­ρια­κή, 17 Ιού­λιου 1955. Εκτός α­πό τον με­γά­λο α­ριθ­μό, ε­ντυ­πω­σια­κός, σω­στό­τε­ρα μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός, στά­θη­κε και ο τρό­πος ορ­γά­νω­σης της α­πό­δρα­σης. 

Viewing all 176 articles
Browse latest View live