Quantcast
Channel: EX LIBRIS
Viewing all 176 articles
Browse latest View live

Υπό μεταμοντέρνο πρίσμα

$
0
0
Ιω­άν­να Πα­ρα­σκευο­πού­λου
«Το Α΄ Νε­κρο­τα­φείο της Αθή­νας.
Ιστο­ρι­κά ορά­μα­τα 1834-2013»
Εκ­δό­σεις Πό­λις
Μάιος 2015

Ισως, μία με­λέ­τη με θέ­μα ένα νε­κρο­τα­φείο να μην απο­τε­λεί την κα­λύ­τε­ρη ιδέα για την Κυ­ρια­κή των εκλο­γών. Πι­θα­νόν, να μην εί­ναι ού­τε καν κα­τάλ­λη­λη επι­λο­γή, κα­θώς μπο­ρεί να πα­ρερ­μη­νευ­θεί και να εκλη­φθεί ότι εκ­φρά­ζει πνεύ­μα ητ­το­πά­θειας ως προς το εκλο­γι­κό απο­τέ­λε­σμα σε συν­δυα­σμό με τη δυ­σχε­ρή μελ­λο­ντι­κή πο­ρεία της χώ­ρας. Γε­νι­κό­τε­ρα, ο λό­γος πε­ρί νε­κρο­τα­φεί­ων δεί­χνει πα­ρά­ται­ρος μία ημέ­ρα, που θε­ω­ρεί­ται “εορ­τή της δη­μο­κρα­τί­ας”. Ωστό­σο, το κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό αυ­τής της όλως ιδιαί­τε­ρης Κυ­ρια­κής εί­ναι η με­γά­λη συ­γκι­νη­σια­κή φόρ­τι­ση, με κυ­ρί­αρ­χα συ­ναι­σθή­μα­τα την αγω­νία, κά­πο­τε το φό­βο, σί­γου­ρα την ανα­σφά­λεια. Ένα ση­μα­ντι­κό μέ­ρος του πλη­θυ­σμού θα πρέ­πει να πνί­γε­ται από το άγ­χος. Πα­ρά την έλ­λει­ψη σχε­τι­κών στα­τι­στι­κών με­τρή­σε­ων, αυ­τή η ψυ­χο­λο­γι­κή κα­τά­στα­ση, εν­δε­χο­μέ­νως να αυ­ξά­νει τις πι­θα­νό­τη­τες να επέλ­θει το μοι­ραίο, αδό­κη­τα και πρό­ω­ρα, ιδί­ως σε επιρ­ρε­πείς ηλι­κί­ες, όπως εκεί­νες των μά­χι­μων ενη­λί­κων, προ πα­ντός αν­δρών. Φι­λο­σο­φώ­ντας προς κα­τευ­να­σμό του εκνευ­ρι­σμού, ποιος δεν ανα­κα­λεί τη ρή­ση του Ευαγ­γε­λι­στή, “μα­ταιό­της μα­ταιο­τή­των, τα πά­ντα μα­ταιό­της”. Οπό­τε, σχε­δόν ανα­πό­φευ­κτα, η συ­νειρ­μι­κή αλ­λη­λου­χία οδη­γεί στο χώ­ρο του νε­κρο­τα­φεί­ου. Για την τό­σο πο­θη­τή, σε ημέ­ρα έντα­σης, ψυ­χι­κή γα­λή­νη, προ­βάλ­λει ως τό­πος ανα­παύ­σε­ως. Φω­τει­νός, χλο­ε­ρός, δρο­σι­στι­κός, του­τέ­στιν, πραϋ­ντι­κός.
Ας μην λη­σμο­νού­με, πως, με­τά τον εκ­χρι­στια­νι­σμό, κυ­ρί­αρ­χη πί­στη απο­τέ­λε­σε ο λό­γος του Ιω­άν­νη του Χρυ­σο­στό­μου, που ορί­ζει πως “ο τό­πος κο­μη­τή­ριον ωνό­μα­σται, ίνα μά­θης ότι οι τε­τε­λευ­τη­κό­τες και ενταύ­θα κεί­με­νοι ου τε­θνή­κα­σι, αλ­λά κοι­μώ­νται”. Η χρι­στια­νι­κή πα­ρα­μυ­θία πα­ρα­μέ­ρι­σε το αρ­χαίο νε­κρο­τά­φιον και στη θέ­ση του πρό­κρι­νε το κοι­μη­τή­ριο. Λέ­ξη γλυ­κό­η­χη, πρό­σφο­ρη για το πλέ­ξι­μο στί­χων. “Σε κοι­μη­τή­ριο εί­ναι στη­μέ­να / δυο κυ­πα­ρίσ­σια / αδελ­φω­μέ­να / που πρα­σι­νί­ζου­νε μες στους σταυ­ρούς”, γρά­φει ο Σο­λω­μός. Μέ­χρι ο αντι­συμ­βα­τι­κός Ηλί­ας Πε­τρό­που­λος, στους στερ­νούς του μή­νες, όταν συ­νταί­ρια­ζε κα­τα­γρα­φές πε­ρι­δια­βά­σε­ων σε νε­κρο­τα­φεία, προ­σθέ­το­ντας ενα­γώ­νιες ση­μειώ­σεις, το «Ελ­λά­δος κοι­μη­τή­ρια» επέ­λε­ξε ως τί­τλο γι’ αυ­τό που απο­κα­λού­σε “το βι­βλίο της ζω­ής του”.
Πα­ρα­δό­ξως, στο θέ­μα του θα­νά­του, πι­θα­νώς και σε άλ­λα πα­ρεμ­φε­ρούς ευαι­σθη­σί­ας, ο επι­χει­ρού­με­νος σή­με­ρα απο­χρι­στια­νι­σμός βρα­δυ­πο­ρεί, αυ­τός μά­λι­στα της γλώσ­σας πε­ρισ­σό­τε­ρο από τον ιδε­ο­λο­γι­κό. Όταν το ζεύ­γος Γιά­λομ, ο Ίρ­βιν και η Μέρ­λιν, ετοί­μα­σε την αντί­στοι­χη κα­τα­γρα­φή για τις ΗΠΑ, αντί­στοι­χο τί­τλο πρό­κρι­νε: «The american resting places: Four hundred years of History through our cemeteries and burial grounds». Πα­ρεμ­βαί­νει, όμως, ο Έλ­λη­νας με­τα­φρα­στής και απο­δί­δει τους τό­πους ανα­παύ­σε­ως ως νε­κρο­τα­φεία. Η χρι­στια­νι­κή Ευ­ρώ­πη προ­τί­μη­σε τη λέ­ξη κοι­μη­τή­ριο για την ονο­μα­το­δο­σία “του τό­που αιω­νί­ας ανα­παύ­σε­ως”. Από το coemeterium λα­τι­νι­στί, προ­έ­κυ­ψαν, κα­τά την αγ­γλι­κή, γαλ­λι­κή, ιτα­λι­κή φω­νη­τι­κή προ­σαρ­μο­γή, αντι­στοί­χως, τα cemetery, cimetiere, cimitero. Μό­νο οι Γερ­μα­νοί, αντί για το ελ­λη­νι­κό δά­νειο, προ­τί­μη­σαν να πλά­σουν δι­κή τους λέ­ξη, προ­τάσ­σο­ντας την ει­ρή­νη της κοι­μή­σε­ως: friedhof. Πα­ρο­μοί­ως, η αντί­στοι­χη εβραϊ­κή λέ­ξη, αν δεν σφάλ­λου­με, ση­μαί­νει “το σπί­τι του επό­με­νου κό­σμου”. Η ονο­μα­σία “το σπί­τι των τά­φων” εί­ναι με­τα­γε­νέ­στε­ρη, όπως το begrabnisplatz ή το graveyard, και αντι­στοι­χεί στη λέ­ξη νε­κρο­τα­φείο, που μαρ­τυ­ρεί­ται από το 1833. Ένα χρό­νο αρ­γό­τε­ρα, 1834, το­πο­θε­τεί την ίδρυ­ση του Α΄ Νε­κρο­τα­φεί­ου Αθη­νών η Ιω­άν­να Πα­ρα­σκευο­πού­λου, γεν­νη­μέ­νη με­τά ενά­μι­ση αιώ­να, το 1984.
“Ενά­μι­ση χρό­νο επι­σκε­πτό­ταν μνή­μα­τα και διά­βα­ζε, έγρα­φε και σκε­φτό­ταν μό­νο για τά­φους και θα­νά­τους. Η επι­στη­μο­νι­κή της ηθι­κή εί­χε εξα­ντλη­θεί.” Όμως, ο επι­βλέ­πων κα­θη­γη­τής, Γιώρ­γος Κρη­τι­κός της ζη­τά να γρά­ψει τα συ­μπε­ρά­σμα­τα από όσα διά­βα­σε. Επί λέ­ξει, της εί­πε, “εί­σαι το χό­μπιτ με το δα­χτυ­λί­δι, έχεις φτά­σει στο βου­νό και πρέ­πει να πας στην κο­ρυ­φή, μην τα πα­ρα­τάς”. Και εκεί­νη θυ­μή­θη­κε το αν­θρω­ποει­δές από το «Χό­μπιτ» και τη συ­νέ­χειά του, τον «Άρ­χο­ντα των Δα­χτυ­λι­διών», “αδια­φό­ρη­σε για το βά­ρος της κα­τά­θλι­ψης και έγρα­ψε αφ’ υψη­λού τα συ­μπε­ρά­σμα­τα”. Αυ­τά εξο­μο­λο­γεί­ται στο προ­λο­γι­κό κε­φά­λαιο με τις “ευ­χα­ρι­στί­ες”. Άλ­λη λο­γο­τε­χνι­κή ανα­φο­ρά στη με­λέ­τη της δεν υπάρ­χει. Όποιος ανα­μέ­νει μνεία στον Δη­μή­τριο Πα­παρ­ρη­γό­που­λο και την βρα­βευ­μέ­νη ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή «Στό­νοι» ή πα­ρά­θε­ση πει­σι­θά­να­των στί­χων από τον «Φα­νό του Κοι­μη­τη­ρί­ου Αθη­νών», θα απο­γοη­τευ­τεί. Αλ­λά, ακρι­βώς, στη μνεία του Τόλ­κιν αντί του υιού Πα­παρ­ρη­γό­που­λου, και γε­νι­κό­τε­ρα στην ευ­ρω­παϊ­κή οπτι­κή αντί της ελ­λη­νο­κε­ντρι­κής, έγκει­ται το εν­δια­φέ­ρον της με­λέ­της. Άλ­λω­στε, τό­σο ο επι­βλέ­πων κα­θη­γη­τής όσο και η αντι­πρύ­τα­νης του Χα­ρο­κό­πειου Ευαγ­γε­λία Γε­ωρ­γι­τσο­γιάν­νη, που την εν­θάρ­ρυ­νε να ασχο­λη­θεί με τη θε­μα­τι­κή των νε­κρο­τα­φεί­ων, ολο­κλή­ρω­σαν με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές, αντι­στοί­χως, σε Αγ­γλία και Γαλ­λία. Η δεύ­τε­ρη, μά­λι­στα, προ­σέγ­γι­σε σε ευ­ρω­παϊ­κό επί­πε­δο τα νε­κρο­τα­φεία, όταν ερεύ­νη­σε τα γλυ­πτά μνη­μεία της ελ­λη­νι­κής κοι­νό­τη­τας στο Σου­λι­νά της Ρου­μα­νί­ας. Πα­ρο­μοί­ως, η Πα­ρα­σκευο­πού­λου, στο βιο­γρα­φι­κό της, απο­κα­λύ­πτει ότι ετοι­μά­ζει τις βα­λί­τσες της για με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές στην Αγ­γλία, όπου θα ερευ­νή­σει “τον θε­σμό των νε­κρο­τα­φεί­ων στην Ευ­ρώ­πη”.
Μέ­σα σε αυ­τό το πλαί­σιο, οι πα­ρα­τη­ρή­σεις της απο­κτούν δια­φο­ρε­τι­κή αξία. Εκ πρώ­της όψε­ως, ορι­σμέ­νες λε­κτι­κές επι­λο­γές της ξε­νί­ζουν. Φρο­ντί­ζει, ωστό­σο, να διευ­κρι­νί­σει το πώς τις αντι­λαμ­βά­νε­ται, με­τά μία ανα­νοη­μα­το­δό­τη­ση σύμ­φω­νη με το τρέ­χον εκ­συγ­χρο­νι­στι­κό πνεύ­μα. Όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, ο τί­τλος του πρώ­του κε­φα­λαί­ου, «Το μο­ντέρ­νο νε­κρο­τα­φείο», όπου και ει­σά­γει στο θέ­μα της με­λέ­της της. Πι­θα­νώς, νε­ω­τε­ρί­ζον, έστω και νε­ω­τε­ρι­κό, αλ­λά μο­ντέρ­νο δεν θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν το Α΄ Νε­κρο­τα­φείο Αθη­νών. Μάλ­λον εν­νο­εί συγ­χρο­νι­κό της επο­χής του. Επί­σης, ο υπό­τι­τλος της με­λέ­της, “ιστο­ρι­κά ορά­μα­τα” δεν φαί­νε­ται να ται­ριά­ζει στο ρο­μα­ντι­κό-κλα­σι­κι­στι­κό πνεύ­μα των Βαυα­ρών, αλ­λά ού­τε στους σχε­δια­σμούς των εκά­στο­τε δη­μάρ­χων, εί­τε πραγ­μα­το­ποιού­νται εί­τε μέ­νουν σκέ­τες προ­θέ­σεις. Ορά­μα­τα ή και ορα­μα­τι­σμοί ενέ­χουν την έν­νοια του ιδα­νι­κού, εκτός κι αν στε­νέ­ψουν νοη­μα­τι­κά, όπως συμ­βαί­νει στον λό­γο των πο­λι­τι­κών, όπου εκ­φρά­ζουν το αγ­γλι­κό vision, που δη­λώ­νει διο­ρα­τι­κή ικα­νό­τη­τα. Όπως και να έχει, τα γλυ­πτά του Α΄ Νε­κρο­τα­φεί­ου Αθη­νών, από τα πλέ­ον αρ­χαιο­πρε­πή μέ­χρι τα εξι­δα­νι­κευ­μέ­να ρε­α­λι­στι­κά, γε­νι­κό­τε­ρα, η απο­θε­ω­τι­κή πα­ρου­σία των νε­κρών στη μαρ­μά­ρι­νη νε­κρό­πο­λη, μάλ­λον δεν δεί­χνουν “ιδε­ο­λο­γι­κό θρί­αμ­βο του ορ­θο­λο­γι­σμού επί της με­τα­φυ­σι­κής”, που, κα­τά τη με­λε­τή­τρια, χα­ρα­κτη­ρί­ζει “το μο­ντέρ­νο νε­κρο­τα­φείο”.
Το αντι­κεί­με­νο της με­λέ­της εί­ναι συ­γκε­κρι­μέ­νο. Αφο­ρά το αρ­χεια­κό υλι­κό και το θε­σμι­κό πλαί­σιο, το οποίο και συ­γκε­ντρώ­νε­ται με επι­μέ­λεια. Απο­δελ­τιώ­νο­νται οι Πρά­ξεις Δη­μο­τι­κού Συμ­βου­λί­ου Αθη­νών σε χρο­νι­κό βά­θος 172 ετών. Αυ­τό ση­μαί­νει 111 Συ­νε­δριά­σεις, κα­τα­νε­μη­μέ­νες στους τρεις αιώ­νες ύπαρ­ξης του Νε­κρο­τα­φεί­ου: 1841-1899, 23. Ει­κο­στός, 69. 2000-2012, 19. Λαν­θά­νουν τα πρώ­τα χρό­νια, από τις 5 Μαΐ. 1834, όταν δη­μο­σιεύ­τη­κε στην Εφη­με­ρί­δα της Κυ­βερ­νή­σε­ως το Βα­σι­λι­κό Διά­ταγ­μα, που απα­γό­ρευε τα­φές στις εκ­κλη­σί­ες και στους πέ­ριξ αυ­τών χώ­ρους. Κα­τά τον Δη­μή­τριο Κα­μπού­ρο­γλου, η τε­λευ­ταία τα­φή, που έγι­νε μέ­σα σε εκ­κλη­σία, ήταν μί­ας μαί­ας στην πα­ρι­λισ­σία Αγία Φω­τει­νή. Πά­ντως, στα Γε­νι­κά Αρ­χεία του Κρά­τους, σώ­ζε­ται έγ­γρα­φο της Γραμ­μα­τεί­ας των Στρα­τιω­τι­κών, της 8ης Απρ. 1835, με το οποίο ενη­με­ρώ­νε­ται ο Όθω­νας, ότι απα­γο­ρεύ­τη­καν οι εντα­φια­σμοί πε­ρί την Πη­γή Καλ­λι­ρόη, λό­γω ακα­ταλ­λη­λό­τη­τας του τό­που. Ενώ, έτε­ρο έγ­γρα­φο, από τον Δεκ. του 1837, ανα­φέ­ρε­ται στην πε­ρι­τεί­χι­ση του Νε­κρο­τα­φεί­ου. Εν­δια­μέ­σως, το 1835, νο­μο­θε­τή­θη­κε ο θε­σμός των Δη­μάρ­χων. Επί­σης, στα τέ­λη του 1835 αλ­λά­ζει ο Βαυα­ρός υπεύ­θυ­νος του Δή­μου για το κτη­μα­το­λό­γιο και την το­πο­γρα­φι­κή απο­τύ­πω­ση. Απο­χω­ρεί ο αρ­χι­τέ­κτων υπο­λο­χα­γός Γου­λιέλ­μος Βάι­λερ και ανα­λαμ­βά­νει ο Φρει­δε­ρί­κος Στά­ου­φερτ, που εί­ναι και ο πρώ­τος υπεύ­θυ­νος μη­χα­νι­κός για το Νε­κρο­τα­φείο.   
Ίσως, να μην ήταν πε­ριτ­τή μία ανα­ζή­τη­ση της με­λε­τή­τριας και στα Γε­νι­κά Αρ­χεία του Κρά­τους, προς πε­ραι­τέ­ρω εξα­κρί­βω­ση του έτους ή και της ημε­ρο­μη­νί­ας ίδρυ­σης. Πα­ρα­τη­ρεί­ται, πά­ντως, με­γα­λύ­τε­ρη ερευ­νη­τι­κή προ­σπά­θεια για τα δυο αλ­λό­θρη­σκα τμή­μα­τά του, το προ­τε­στα­ντι­κό και το εβραϊ­κό. Στη Βι­βλιο­γρα­φία της με­λέ­της χω­λαί­νουν οι ελ­λη­νι­κές πη­γές, όπου υπάρ­χουν κυ­ρί­ως βι­βλία γε­νι­κό­τε­ρου εγκυ­κλο­παι­δι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος και ελά­χι­στα επί του συ­γκε­κρι­μέ­νου θέ­μα­τος της με­λέ­της. Ακό­μη και στα πρώ­τα, κά­πο­τε δί­νε­ται αντί του πρω­τό­τυ­που πα­ρα­πο­μπή στην αγ­γλι­κή με­τά­φρα­ση, όπως στην «Ιστο­ρία της ελ­λη­νι­κής φω­το­γρα­φί­ας. 1839-1970» του Άλ­κη Ξαν­θά­κη.
Δεν το ανα­φέ­ρου­με για να υπο­δεί­ξου­με πα­ρα­λή­ψεις της με­λέ­της, αλ­λά, ακρι­βώς, για­τί πι­στεύ­ου­με ότι δεν εκ­φρά­ζουν αμέ­λεια. Η Πα­ρα­σκευο­πού­λου ανα­πτύσ­σει από­ψεις και αξιο­λο­γή­σεις, που γί­νο­νται ευ­κρι­νέ­στε­ρες στην συ­γκρι­τι­κή αντι­με­τώ­πι­ση του κυ­ρί­ως Νε­κρο­τα­φεί­ου και των δυο αλ­λό­θρη­σκων τμη­μά­των του, στα οποία αφιε­ρώ­νει το δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο, εξ ημι­σεί­ας. Σε αυ­τό, οι προ­θέ­σεις της δη­λώ­νο­νται ήδη με τους τί­τλους: το προ­τε­στα­ντι­κό τμή­μα τι­τλο­φο­ρεί­ται «Μια φι­λε­λεύ­θε­ρη νε­κρό­πο­λη», το εβραϊ­κό «Μια ρο­μα­ντι­κή νε­κρό­πο­λη». Σε κα­θέ­να, ανα­φέ­ρε­ται συ­νο­πτι­κά στο θρή­σκευ­μα, εξαί­ρο­ντας τους πρω­το­στά­τες, όπου και ανα­πτύσ­σει το πώς αντι­λαμ­βά­νε­ται τους δυο χα­ρα­κτη­ρι­σμούς, φι­λε­λεύ­θε­ρος και ρο­μα­ντι­κός. Σε αντι­στοι­χία, ασκεί αυ­στη­ρή κρι­τι­κή στις ελ­λα­δι­κές αρ­χές, κρα­τι­κές και δη­μο­τι­κές. Δεν αρ­κεί­ται στην πα­ρά­θε­ση γε­γο­νό­των, αλ­λά προ­χω­ρά­ει σε ιδε­ο­λο­γι­κές ερ­μη­νεί­ες, δια­τυ­πω­μέ­νες από κα­θέ­δρας, σε ει­ρω­νι­κούς, συ­χνά εμ­φα­τι­κούς, τό­νους.
Μάλ­λον θα αγ­γί­ξει τις λε­πτές χορ­δές ορι­σμέ­νων ανα­γνω­στών η άπο­ψη, πως το εβραϊ­κό εί­ναι το πιο “φι­λο­λο­γι­κό” τμή­μα μέ­σα στο Α΄ Νε­κρο­τα­φείο Αθη­νών. Η με­λε­τή­τρια, πά­ντως, την αι­τιο­λο­γεί: “τα επι­τύμ­βια επι­γράμ­μα­τα αφη­γού­νται διαρ­κώς πό­σο ση­μα­ντι­κοί εί­ναι οι νε­κροί, ως άν­θρω­ποι και μό­νο, μι­λώ­ντας για πη­γαία κα­θο­λι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά”. Πα­ρα­πέ­μπει στο Επί­με­τρο, όπου πα­ρα­τί­θε­νται επι­λε­κτι­κά κά­ποια από τα τα­φι­κά Επι­γράμ­μα­τα. Μό­νο που αυ­τή η πα­ρα­πο­μπή απου­σιά­ζει. Το πι­θα­νό­τε­ρο, ο Δαί­μων του Τυ­πο­γρα­φεί­ου πα­ρε­νέ­βη, θε­ω­ρώ­ντας πως, σε με­λέ­τη ελ­λη­νι­κού νε­κρο­τα­φεί­ου, τό­ση έκτα­ση στο αλ­λό­θρη­σκο στοι­χείο συ­νι­στά έλ­λει­ψη του μέ­τρου. Πέ­ραν της φι­λο­λο­γι­κής ανω­τε­ρό­τη­τας του εβραϊ­κού τμή­μα­τος, αυ­τό, πά­ντα κα­τά την με­λε­τή­τρια, υπερ­τε­ρεί και ως προς τον ρο­μα­ντι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Ως κα­τα­κλεί­δα έρ­χε­ται η από­φαν­ση: “Το Εβραϊ­κό Νε­κρο­τα­φείο, όχι μό­νο αι­σθη­τι­κά, αλ­λά και φι­λο­σο­φι­κά, απο­τε­λεί το πιο ρο­μα­ντι­κό ή, για την ακρί­βεια, τον μο­να­δι­κό πραγ­μα­τι­κά ρο­μα­ντι­κό χώ­ρο του Α΄ Νε­κρο­τα­φεί­ου.”
Εί­θι­σται, φι­λο­λο­γι­κό να απο­κα­λεί­ται το νε­κρο­τα­φείο μί­ας πό­λης, όπου βρί­σκο­νται εντα­φια­σμέ­νοι οι επι­φα­νέ­στε­ροι των λο­γί­ων. Πα­ρά­δειγ­μα, το Περ Λα­σαίζ του Πα­ρι­σιού, όπου ο τά­φος και του Μπαλ­ζάκ. Αν και το λί­γο πα­λαιό­τε­ρο, του Μον­παρ­νάς, διεκ­δι­κεί με­ρί­διο, όπου έχει τα­φεί και το ζευ­γος Σαρτρ-Μπο­βουάρ. Εκεί, εντα­φιά­στη­κε ο Αδα­μά­ντιος Κο­ρα­ής, που, από το 1877, συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στους επι­φα­νείς του Α΄ Νε­κρο­τα­φεί­ου Αθη­νών. Κά­τι που δια­φεύ­γει πα­ντε­λώς μί­ας με­λέ­της δέ­σμιας συ­γκε­κρι­μέ­νου αρ­χεια­κού υλι­κού, από το οποίο απου­σιά­ζουν, για πα­ρά­δειγ­μα, τα αρ­χεία των εφη­με­ρί­δων, και το οποίο σχε­τί­ζε­ται άμε­σα με τον τό­πο, εί­ναι ο πάν­δη­μος χα­ρα­κτή­ρας τα­φής ορι­σμέ­νων επι­φα­νών προ­σώ­πων. Η τα­φή του Πα­λα­μά, την 28η Φεβ. 1943, με την πα­τριω­τι­κή έξαρ­ση και το μνη­μειώ­δες, “Ηχή­στε σάλ­πιγ­γες” του Σι­κε­λια­νού ή, επί­σης, η εκ­φο­ρά και τα­φή του Σε­φέ­ρη στις 22 Σεπ. 1971, λαϊ­κό προ­σκύ­νη­μα και αντι­δι­κτα­το­ρι­κή δια­δή­λω­ση, συ­νι­στούν αμ­φό­τε­ρα ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα, ταυ­τι­ζό­με­να ευ­θέ­ως με το Α΄ Νε­κρο­τα­φείο Αθη­νών.
Τέ­λος, όσο αφο­ρά το ρο­μα­ντι­σμό του χώ­ρου, σώ­ζε­ται μό­νο ως μαρ­τυ­ρία ποι­η­τών, εν πολ­λοίς λη­σμο­νη­μέ­νων, Δρί­βας, Πα­πα­τσώ­νης, Αν­θί­ας και άλ­λοι “κα­τα­ρα­μέ­νοι” του Με­σο­πο­λέ­μου. Αι­σθα­ντι­κές ψυ­χές, που η με­λαγ­χο­λία τα βρά­δια τους έφερ­νε στο Νε­κρο­τα­φείο. Τα εξο­μο­λο­γεί­ται  ένας από αυ­τούς, ο Νί­κος Βέλ­μος, στο πε­ριο­δι­κό του, το «Φρα­γκέ­λιο». Αλ­λά πως να φτά­σει αυ­τός ο ρο­μα­ντι­σμός, υπό μία έν­νοια ακραί­ος, στους νε­ό­τε­ρους δά­σκα­λους και φοι­τη­τές, όταν τα λη­σμο­νούν οι πα­λαιό­τε­ροι, που, σή­με­ρα, κα­ταρ­τί­ζουν εγκυ­κλο­παί­δειες, λε­ξι­κά και γραμ­μα­το­λο­γί­ες. Πα­ρό­λα αυ­τά, ως χώ­ρος έχει εδώ και και­ρό εντα­χθεί στους Του­ρι­στι­κούς Πε­ρι­πά­τους του αθη­ναϊ­κού κέ­ντρου.  
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 19/9/2015.

Το κοίτασμα της γενέτειρας

$
0
0
Ηλίας Λ. Πα­πα­μό­σχος
«Η α­λε­πού της σκά­λας
και άλ­λες ι­στο­ρίες»
Εκδό­σεις Κί­χλη
Ιού­νιος 2015
 
Αι­σίως, τα ε­κα­τό­στι­σε ο Ηλίας Πα­πα­μό­σχος, με ά­κλει­στα τα πε­νή­ντα και πα­ρό­τι ξε­κί­νη­σε σχε­τι­κά αρ­γά, κο­ντά σα­ρα­ντά­ρης. Ανα­φε­ρό­μα­στε, προ­φα­νώς, στα διη­γή­μα­τά του, ει­δι­κό­τε­ρα, τα δη­μο­σιευ­μέ­να σε βι­βλίο, κα­θώς, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, με τα μπλο­γκ και τις λοι­πές η­λεκ­τρο­νι­κές α­ναρ­τή­σεις, τα δη­μο­σιο­ποιη­μέ­να μπο­ρεί να εί­ναι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα. Καί­τοι μό­νι­μος κά­τοι­κος Κα­στο­ριάς, ε­δώ και σχε­δόν μία ει­κο­σα­ε­τία, κα­τόρ­θω­σε να σπά­σει το φράγ­μα του 0λύ­μπου, που αρ­κε­τούς Βο­ρειο­ελ­λα­δί­τες συγ­γρα­φείς, ι­δίως διη­γη­μα­το­γρά­φους, εί­χε α­να­κό­ψει στο πα­ρελ­θόν, και να εκ­δώ­σει πέ­ντε συλ­λο­γές διη­γη­μά­των, μέ­σα σε έ­ντε­κα χρό­νια, σε τρεις εκ­δο­τι­κούς οί­κους, α­θη­ναϊκούς, δυο με­γά­λους και τον τρί­το, προ­σώ­ρας μι­κρό, αλ­λά με τη φή­μη ε­πί­λε­κτων εκ­δό­σεων. Η πρό­σφα­τη συλ­λο­γή εί­ναι η πιο ο­λι­γο­σέ­λι­δη, αν και με­τρά 23 διη­γή­μα­τα. Όταν, προ τε­τρα­ε­τίας, σχο­λιά­ζα­με την τέ­ταρ­τη συλ­λο­γή, α­θροί­ζα­με λαν­θα­σμέ­να το σύ­νο­λο του τό­τε έρ­γου του σε 76 διη­γή­μα­τα, ε­νώ α­νερ­χό­ταν σε 77.
Η α­βλε­ψία εί­χε προ­κύ­ψει, για­τί στη­ρι­ζό­μα­στε στις σε­λί­δες των πε­ριε­χο­μέ­νων, ό­που, στο πρώ­το βι­βλίο, κα­τα­γρά­φο­νται 15 διη­γή­μα­τα α­ντί 16, κα­θώς πα­ρα­λεί­πε­ται το τε­λευ­ταίο, με τίτ­λο «Νό­στος». Σε αυ­τό, ο συγ­γρα­φέ­ας δη­λώ­νει ευ­θέως τον αυ­το­βιο­γρα­φι­κό χα­ρα­κτή­ρα των γρα­πτών του, ε­ξο­μο­λο­γού­με­νος τον δι­κό του νό­στο. “Γύ­ρι­σα στο γε­νέ­θλιο το­πίο, το διαυ­γές και γεν­ναιό­δω­ρο, που υ­πο­μο­νε­τι­κά τό­σα χρό­νια με πε­ρί­με­νε, φυ­λά­γο­ντας στο χώ­μα του τους πό­θους που δεν κάρ­πι­σαν αλ­λού...” Κα­τα­λη­κτι­κά, προ­σθέ­τει, “Την ευ­τυ­χία μου μη­ρυ­κά­ζω και πί­σω δεν κοι­τώ...” Υπερ­βάλ­λει ως προς την διάρ­κεια και το ε­πώ­δυ­νο της α­πο­δη­μίας του, κα­τα­πώς κά­νουν συ­νή­θως οι μυ­θο­πλά­στες. Μό­λις δώ­δε­κα χρό­νια κρά­τη­σε ο ξε­νι­τε­μός του, συ­νυ­πο­λο­γι­ζο­μέ­νων των σπου­δών. Κι ό­μως, σε συ­νέ­ντευ­ξη, προ τριε­τίας, εμ­μέ­νει: “Στην Αθή­να δη­μιούρ­γη­σα συν­θή­κες α­σφυ­ξίας. Ήξε­ρα πως το κοί­τα­σμα βρι­σκό­ταν στη γε­νέ­τει­ρα.”   

Γεω­λό­γος σπού­δα­σε ο Πα­πα­μό­σχος, πα­ρά τις εν­διά­με­σες αλ­λό­τριες α­πα­σχο­λή­σεις του, σε ε­πι­χει­ρή­σεις βι­βλίων και δερ­μά­των, θα θυ­μά­ται πως η συσ­σώ­ρευ­ση ο­ρυ­κτών κα­τάλ­λη­λων προς εκ­με­τάλ­λευ­ση πε­ριο­ρί­ζε­ται σε ο­ρι­σμέ­να μό­νο στρώ­μα­τα γης. Του­τέ­στιν “το κοί­τα­σμα” κά­πο­τε σώ­ζε­ται. Εξαρ­χής, έ­τυ­χε ευ­νοϊκής κρι­τι­κής υ­πο­δο­χής, που κα­τέ­λη­ξε ε­γκω­μια­στι­κή, κα­θώς πα­λαιό­τε­ροι μά­στο­ρες διη­γη­μα­το­γρά­φοι τού έ­δω­σαν το χρί­σμα, ο­πό­τε και οι νεό­τε­ροι βι­βλιο­πα­ρου­σια­στές α­νε­βά­ζουν τους τό­νους. Αυ­τή η ευ­θυ­νό­φο­βη τα­κτι­κή εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή της λο­γο­τε­χνι­κής κρι­τι­κής, ι­δίως τα τε­λευ­ταία χρό­νια, και δεί­χνει τον ε­τε­ρό­φω­το τρό­πο που γρά­φε­ται. Αυ­τό μπο­ρεί να το εκ­με­ταλ­λευ­θεί έ­νας συγ­γρα­φέ­ας, που διαι­σθά­νε­ται πως η έ­μπνευ­σή του στραγ­γί­ζει. Όντας σί­γου­ρος πως δεν θα γί­νει α­ντι­λη­πτό, νο­θεύει ε­λα­φρώς την πρα­μά­τειά του με ό,τι του βρί­σκε­ται.
Ένας, ό­μως, που δια­θέ­τει λο­γο­τε­χνι­κή συ­νεί­δη­ση, δεν πρέ­πει να ε­φη­συ­χά­ζει, κα­θώς ο κίν­δυ­νος έκ­πτω­σης κα­ρα­δο­κεί, ι­δίως ό­ταν προ­σεγ­γί­ζει τα μο­λυ­σμέ­να α­θη­ναϊκά ύ­δα­τα. Με αυ­τό το σκε­πτι­κό, μέ­νει ε­ρώ­τη­μα, κα­τά πό­σο ο Πα­πα­μό­σχος τα ε­κα­τό­στι­σε τα διη­γή­μα­τά του. Ή μή­πως η και­νού­ρια συλ­λο­γή α­πο­τε­λεί­ται μεν α­πό 23 σύ­ντο­μα πε­ζά, αλ­λά πο­λύ λι­γό­τε­ρα εί­ναι τα αν­τλη­μέ­να α­πό “το κοί­τα­σμα”. Προς κα­θη­σύ­χα­ση, ο συγ­γρα­φέ­ας πρό­σθε­σε το σύ­ντο­μο κεί­με­νο του ο­πι­σθό­φυλ­λου: “Αν κά­τι δέ­νει τις ι­στο­ρίες αυ­τού του βι­βλίου, σ’ έ­να βα­θύ­τε­ρο ε­πί­πε­δο, αυ­τό εί­ναι ο τό­πος... ” Μα ο τό­πος δέ­νει τις ι­στο­ρίες και των τεσ­σά­ρων προ­η­γού­με­νων βι­βλίων του. Για­τί, σε αυ­τό ει­δι­κά, υ­ψώ­νει ση­μαία την ε­ντο­πιό­τη­τα. Μας θυ­μί­ζει τους ι­διο­κτή­τες αυ­θαι­ρέ­των οι­κο­δο­μη­μά­των, που σπεύ­δουν, τε­λειώ­νο­ντας την κα­τα­πά­τη­ση, να α­ναρ­τή­σουν την γα­λα­νό­λευ­κη. Κα­τά τα άλ­λα, ο Πα­πα­μό­σχος φαί­νε­ται να θεω­ρεί, πως η γλώσ­σα, κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση και το ύ­φος, αρ­κούν για να χα­ρα­κτη­ρι­στεί το πε­ζό, διή­γη­μα. Κι ό­μως, το διή­γη­μα εί­ναι κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο. Αλλά οι σχοι­νο­τε­νείς ι­στο­ρίες, α­πό την μία, που σερ­βί­ρο­νται δί­κην διη­γή­μα­τος, και στο άλ­λο ά­κρο, το βά­φτι­σμα του οιου­δή­πο­τε σύ­ντο­μου πε­ζού, μέ­χρι και της μίας φρά­σης, σε μπον­ζάι διή­γη­μα, ό­που, πα­ρε­μπι­πτό­ντως, αμ­φό­τε­ρα μπο­ρεί να δια­θέ­τουν ύ­φος, μάλ­λον έ­χουν θο­λώ­σει  την πε­ρί διη­γή­μα­τος α­ντί­λη­ψη. Όπως και να έ­χει, αυ­τήν τη φο­ρά, δεν α­να­φέ­ρε­ται στο ο­πι­σθό­φυλ­λο ως τό­πος η Κα­στο­ριά, αλ­λά πιο αό­ρι­στα, πως “η πυ­ξί­δα των ι­στο­ριών ση­μα­δεύει τον βορ­ρά.”
Από τα πε­ζά της πρό­σφα­της συλ­λο­γής, που πι­στεύου­με ό­τι δια­φο­ρο­ποιού­νται, εί­ναι και τα 13 που εί­χαν πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση σε έ­ντυ­πο. Και στις προ­η­γού­με­νες συλ­λο­γές, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται ο­ρι­σμέ­νες ι­στο­ρίες, που έ­χουν πρώ­τες δη­μο­σιεύ­σεις. Ξε­κι­νούν α­πό την ε­φη­με­ρί­δα «Οδός» της Κα­στο­ριάς, ε­νώ, α­πό την τρί­τη συλ­λο­γή, προ­στί­θε­νται δη­μο­σιεύ­σεις σε έ­να θεσ­σα­λο­νι­κιώ­τι­κο πε­ριο­δι­κό και τρία α­θη­ναϊκά. Στην πρό­σφα­τη, υ­πάρ­χουν δη­μο­σιεύ­σεις, ε­πι­προ­σθέ­τως, σε δυο α­θη­ναϊκές ε­φη­με­ρί­δες. Αυ­τές έ­χουν τον δια­φο­ρε­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα ε­νός κα­τά πα­ραγ­γε­λία κει­μέ­νου. Λ.χ., το κα­τα­λη­κτι­κό διή­γη­μα δη­μο­σιεύ­θη­κε σε ει­δι­κή έκ­δο­ση ε­φη­με­ρί­δας για το Δε­κα­πε­νταύ­γου­στο του 2013, η ο­ποία έ­χει τον τίτ­λο, «Μή­τηρ Θε­ού, μη­τέ­ρα των αν­θρώ­πων». Οκτώ άλ­λα δη­μο­σιεύ­τη­καν στη στή­λη με “πρω­τό­τυ­πα σύ­ντο­μα κεί­με­να” που κρα­τού­σε ο συγ­γρα­φέ­ας το 2011 σε έν­θε­το έ­τε­ρης ε­φη­με­ρί­δας. Σε αυ­τά, ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πα­νέρ­χε­ται στα θέ­μα­τα των διη­γη­μά­των του, ό­πως τα κυ­νή­για ή τα πά­θη της για­γιάς. Δια­φέ­ρει, ό­μως, η α­φή­γη­ση. Λεί­πει το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πει­σι­θά­να­το κλί­μα, που α­πο­τε­λεί α­να­γνω­ρι­στι­κό στοι­χείο των διη­γη­μά­των του. Σαν να γί­νο­νται πα­ρα­χω­ρή­σεις μην και χα­λά­σει η διά­θε­ση του α­να­γνώ­στη ε­φη­με­ρί­δας. Επι­πλέ­ον, ε­κεί­να της μό­νι­μης στή­λης συ­χνά ε­πι­διώ­κουν κά­ποιον ε­πι­και­ρι­κό χα­ρα­κτή­ρα, ε­νώ προσ­δί­δουν δι­δα­κτι­κή χροιά στο δέ­σι­μο του μύ­θου, ε­πι­στρα­τεύο­ντας, προς έμ­φα­ση, α­πο­φθεγ­μα­τι­κές φρά­σεις.
Ει­δι­κά, το ε­πε­τεια­κό του Δε­κα­πε­νταύ­γου­στου τεί­νει προς μια “πρό­ζα που πά­ει να χο­ρέ­ψει”, μα­κράν “της πυ­κνό­τη­τας του ποιη­τι­κού λό­γου”.  Αλλά και με­ρι­κά α­πό τα α­νέκ­δο­τα, ό­πως το ο­μό­τιτ­λο, που, σε έ­να κρε­σέ­ντο ζωο­φι­λίας, προ­σθέ­τει έ­ναν α­κό­μη τίτ­λο με α­λε­πού­δες, αυ­τή “στη σκά­λα”, ε­νώ η προ­η­γού­με­νη, του Ιά­κω­βου Ανυ­φα­ντά­κη, εί­ναι “στην πλα­γιά”. “Ο Σε­φέ­ρης εί­ναι για μέ­να σχο­λείο. Εί­ναι έ­να χει­ρουρ­γείο της γλώσ­σας”, έ­χει δη­λώ­σει ο συγ­γρα­φέ­ας σε συ­νέ­ντευ­ξή του. Ο Σε­φέ­ρης, λοι­πόν, έ­χει α­πο­φαν­θεί, πως πα­ρό­μοια πρό­ζα εί­ναι “κα­κή πρό­ζα”. Μπο­ρεί να έ­χει δί­κιο ο ποιη­τής, ται­ριά­ζει, ω­στό­σο, σε έ­να κεί­με­νο α­φιε­ρω­μέ­νο στην Κοί­μη­ση της Θε­ο­τό­κου, ή στη νε­κρο­λο­γία α­γα­πη­τής φί­λης, που τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Κο­τσύ­φι» και εί­ναι το έ­να α­πό τα δυο κεί­με­να τα δη­μο­σιευ­μέ­να στην κα­στο­ρια­νή ε­φη­με­ρί­δα. Σε αυ­τό, ο α­φη­γη­τής, κα­θώς προ­σπα­θεί να συ­νται­ριά­σει τις ρο­διές με τον μύ­θο της Περ­σε­φό­νης, πα­ραλ­λάσ­σο­ντας και συ­μπλη­ρώ­νο­ντας τον μύ­θο του κό­τσυ­φα, φαί­νε­ται σαν να δο­κι­μά­ζε­ται α­φη­γη­μα­τι­κά. Κά­τι, που γί­νε­ται εμ­φα­νέ­στε­ρο στην κα­τα­κλεί­δα του διη­γή­μα­τος, ό­που και δυ­σκο­λεύε­ται να δέ­σει τα πα­ρά­ται­ρα ευ­ρή­μα­τα. Η ο­πτι­κή αλ­λά­ζει, με την α­φιέ­ρω­ση του κει­μέ­νου, “στη Νέ­νη Τσα­δή­λα”, και την η­με­ρο­μη­νία δη­μο­σίευ­σης, 5/2/2015. Σχε­δόν συ­νο­μή­λι­κη του συγ­γρα­φέα η Ελέ­νη Τσα­δή­λα, η­θο­ποιός, σκη­νο­θέ­τις, κυ­ρίως  δη­μιουρ­γός του Πο­λι­τι­στι­κού Συλ­λό­γου «Το σπα­σμέ­νο ρό­δι», α­πε­βίω­σε, μό­λις συ­μπλη­ρω­μέ­να τα πε­νή­ντα, στις 15/1/2015.
Ο Πα­πα­μό­σχος συ­νη­θί­ζει α­φιε­ρώ­σεις και μό­το. Μέ­χρι που υ­πάρ­χει και μό­νι­μος, σε κά­θε συλ­λο­γή, α­πο­δέ­κτης α­φιε­ρω­μα­τι­κού διη­γή­μα­τος. Στην πρό­σφα­τη συλ­λο­γή, αν δεν σφάλ­λου­με, οι α­φιε­ρώ­σεις δεί­χνουν προς Κα­στο­ρια­νούς. Για τα μό­το, προ­τι­μά ξέ­νους συγ­γρα­φείς και α­πό Έλλη­νες, μό­νο ποιη­τές. Στην πρό­σφα­τη, τα δυο μό­το, με στί­χους α­πό το «ΥΓ.» του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη, ση­μα­το­δο­τούν εμ­μέ­σως ως σκη­νι­κό χώ­ρο των διη­γη­μά­των την Θεσ­σα­λο­νί­κη, ε­νώ ο κυ­ρίως κορ­μός μέ­νει ε­ντός της γε­νέ­θλιας πε­ρι­μέ­τρου. Κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, προ­βλέ­πε­ται μό­το για ο­λό­κλη­ρη τη συλ­λο­γή, αλ­λά ό­χι κά­τι η­χη­ρό, ό­πως το α­πό­φθεγ­μα α­πό την “βί­βλο” των Τα­οϊστών του πρώ­του βι­βλίου, ού­τε ε­μπει­ρί­κειο, ό­πως στο τρί­το. Πρό­κει­ται για δά­νεια φρά­ση α­πό διή­γη­μα Κα­στο­ρια­νού, του Γιώρ­γου Γκο­λο­μπία. Στο σχο­λια­σμό της προ­η­γού­με­νης συλ­λο­γής, με α­φορ­μή το ο­μό­τιτ­λο διή­γη­μα, «Ο μυς της καρ­διάς», που έ­χει ως θέ­μα τον ο­δυ­νη­ρό θά­να­το “του φί­λου του Γιώρ­γου”, πα­ρα­τη­ρού­σα­με πως θα α­να­με­νό­ταν να τον ο­νο­μα­τί­ζει. Εί­χε προ­η­γη­θεί, στην τρί­τη συλ­λο­γή, έ­να α­φιε­ρω­μέ­νο σε ε­κεί­νον διή­γη­μα, «Τούρ­τα τάρ­τα», α­πό ε­κεί­να τα λι­γο­στά εύ­θυ­μα, με τις μι­κρο­α­πο­λαύ­σεις, τα χού­για και τα πά­θη για­γιά­δων και παπ­πού­δων.
Με το μό­το της πρό­σφα­της συλ­λο­γής, ε­ξο­φλεί τα δά­νεια α­πό το φί­λο του, ό­πως, με­τα­ξύ άλ­λων, οι γε­ρό­ντισ­σες, αλ­λά και η βα­ριά, λι­μναία α­τμό­σφαι­ρα. Τα ε­ξο­φλεί ή μή­πως, τα δι­καιο­λο­γεί, κα­θώς, με το μό­το, φαί­νε­ται να διεκ­δι­κεί με­ρί­διο: “Μπο­ρεί ό­μως κι α­πό μό­νος μου να ή­ξε­ρα την ι­στο­ρία.” Αυ­τό, πά­ντως, θα ή­ταν πλη­ρέ­στε­ρο, με α­να­φο­ρά του συ­γκε­κρι­μέ­νου διη­γή­μα­τος, «Το άρ­ρω­στο σπί­τι», α­πό το ο­ποίο έ­χει αν­τλη­θεί. Εί­ναι έ­να α­πό τα ε­πτά διη­γή­μα­τα της μίας και μο­να­δι­κής, με­τα­θα­νά­τιας συλ­λο­γής, που α­πέ­κτη­σε ο Γκο­λο­μπίας, με τίτ­λο, «Ψά­χνο­ντας το χρυ­σά­φι». Εκεί, θα πρέ­πει να το διά­βα­σε ο Πα­πα­μό­σχος. Αν και η πρώ­τη δη­μο­σίευ­σή του εί­ναι στο δεύ­τε­ρο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Το Πα­ρα­μι­λη­τό», χει­μώ­νας 1988-89. Μό­λις πέ­ντε χρό­νια δια­φο­ρά η­λι­κίας έ­χουν ο Γκο­λο­μπίας και ο Πα­πα­μό­σχος, ό­μως υ­πάρ­χει αι­σθη­τή δια­φο­ρά. Εί­ναι εν­δει­κτι­κό, πως ο Γκο­λο­μπίας και δυο-τρεις φί­λοι της γε­νιάς του ’80, για να εκ­φρα­στούν, έ­φτια­ξαν «Το Πα­ρα­μι­λη­τό», ε­νώ ο Πα­πα­μό­σχος, ο Πέ­τρος Κου­τσια­μπα­σά­κος και τέσ­σε­ρις α­κό­μη, ό­λοι πρω­το­εμ­φα­νι­σθέ­ντες μέ­σα στη πρώ­τη δε­κα­ε­τία του 21ου συ­γκρό­τη­σαν “μια κλει­στή η­λεκ­τρο­νι­κή πα­ρέα σε έ­να μπλο­γκ”.
Στον Κου­τσια­μπα­σά­κο, ό­μως, θα ε­πα­νέλ­θου­με. Σε α­πό­στα­ση η­με­ρών, εί­χαν εκ­δώ­σει την πρώ­τη συλ­λο­γή τους ο Κου­τσια­μπα­σά­κος και ο Πα­πα­μό­σχος, Φεβ.-Μάρ. 2004, σε μι­κρή α­πό­στα­ση και την τε­λευ­ταία, Μάρ.-Ιούν. 2015. Μό­νο που για τον πρώ­το, ή­ταν με­τα­θα­νά­τια έκ­δο­ση, φρο­ντί­δα δυο φί­λων, ό­πως και ε­κεί­νη του Γκο­λο­μπία. Κα­τά σύ­μπτω­ση, με ε­πτά διη­γή­μα­τα την εί­χε ο­ρί­σει ο Κου­τσια­μπα­σά­κος, πριν την σώ­σει σε “φά­κε­λο”. Και σε αυ­τόν α­φιε­ρώ­νει διή­γη­μα ο Πα­πα­μό­σχος, το συ­ντο­μό­τε­ρο της συλ­λο­γής, μό­λις έ­ντε­κα σει­ρές, με τίτ­λο, «Η ζωή εί­ναι». Κρυ­πτι­κό: στο γρα­φείο των χει­ρούρ­γων, σε γυά­λα μια έ­κτο­πη κύη­ση, στον μαυ­ρο­πί­να­κα, σχε­δια­σμέ­νη μια μή­τρα με τη συ­νο­δευ­τι­κή  φρά­ση, “η ζωή εί­ναι ο ψαλ­μός 129”, δη­λα­δή η «Ωδή των α­να­βαθ­μών», “…ήλ­πι­σεν η ψυ­χή μου ε­πί τον Κύ­ριον α­πό φυ­λα­κής πρωίας μέ­χρι νυ­κτός...” Έμμε­ση μνεία της πε­ρι­πέ­τειας, που πέ­ρα­σαν και οι δυο σε νο­σο­κο­μείο, α­πό ό­που μό­νο ο έ­νας ε­ξήλ­θε.
Μπο­ρεί το διή­γη­μα να χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται μπον­ζάι, πά­ντως, εί­ναι έ­να α­πό τα κα­λύ­τε­ρα της πρό­σφα­της συλ­λο­γής, ό­που ξε­χω­ρί­ζουν πε­ρί τα δέ­κα, που πο­λιορ­κούν το ί­διο πά­ντο­τε θέ­μα, το τρί­πτυ­χο, αρ­ρώ­στια-θά­να­τος-πέν­θος. Ο συγ­γρα­φέ­ας σκια­γρα­φεί πρό­σω­πα, με μέ­λη­μα να πε­ρι­γρά­ψει, μέ­σα α­πό τη δι­κή τους  ο­δύ­νη, τον πα­νι­κό “που του ορ­γώ­νει την κοι­λιά”. Μό­νο για την α­σθέ­νεια και τον θά­να­το της Νέ­νης Τσα­δή­λα, κα­τα­φεύ­γει στους μύ­θους. Πι­θα­νώς να συμ­βάλ­λει η δη­μο­σίευ­ση του κει­μέ­νου στην ε­φη­με­ρί­δα του τό­που τους.
Θα μπο­ρού­σε, ω­στό­σο, να ε­μπνευ­στεί μία ι­στο­ρία για το συ­να­πά­ντη­μά της με τον Γκο­λο­μπία. Δι­κή της ι­δέα ή­ταν η με­τα­μόρ­φω­ση ε­νός διη­γή­μα­τος του Γκο­λο­μπία σε θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση. Χά­ρις σε ε­κεί­νη το διή­γη­μα, «Ο ά­γιος Ζα­μπλα­κάς», που εί­χε πα­ρα­λη­φθεί στη συλ­λο­γή, βγή­κε α­πό το πε­ρι­θώ­ριο, το χά­ρη­καν οι Κα­στο­ρια­νοί σε πα­ρά­στα­ση και με­τά, σε βι­βλιά­ριο. Ήταν ε­κεί­νοι οι δυο πρόω­ρα α­πο­χω­ρή­σα­ντες, που εί­χαν εκ­φρά­σει την α­ντι­συμ­βα­τι­κό­τη­τά τους και με αυ­τό το “ά­τα­κτο” διή­γη­μα, πλα­σμέ­νο “α­πό πα­ρα­μύ­θι του λα­ού”. Πιο κομ­φορ­μι­στές οι ε­πι­ζώ­ντες, μέ­νουν στους κα­τη­χη­τι­κούς μύ­θους. Στο βι­βλίο του Πα­πα­μό­σχου, μό­νο “πε­τει­νοί λα­λί­στα­τοι” ζευ­γα­ρώ­νουν, μό­νο “λι­βε­λού­λες” φτά­νουν στον “ε­ρω­τι­κό πα­ρο­ξυ­σμό”. Εί­θε, μέ­χρι να τα ε­κα­το­στί­σει, ο­λί­γον να τα αρ­τύ­σει κι ας α­μαρ­τή­σει.
 
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
 
Φωτογραφία: Λιβελούλες σε στιγμή συνεύρεσης.
 
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 27/9/2015.

Ύστατο απόθεμα γραφής

$
0
0
Πέ­τρος Κου­τσια­μπα­σά­κος
«Δρό­μοι»
Εκδό­σεις Πα­τά­κης
Μάιος 2015
Ο Πέ­τρος Κου­τσια­μπα­σά­κος, στην πρό­σφα­τα εκ­δο­θεί­σα, δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του, δο­κι­μά­ζει δια­φο­ρε­τι­κούς α­φη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους. Δεν φαί­νε­ται να στο­χεύει στην ε­ξά­σκη­ση προς τε­λειο­ποίη­ση της τε­χνι­κής του, ού­τε στην ε­πί­δει­ξη μέ­ρι­μνας πε­ρί τη μορ­φή. Πρό­θε­σή του εί­ναι μάλ­λον να α­να­δεί­ξει το θέ­μα του, που, κα­τά μία ά­πο­ψη, πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρό στα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής. Αν και ως προς αυ­τό, δεν υ­πάρ­χει ο­μο­φω­νία. Κα­τ’ ε­μάς, ο κυ­ρίως θε­μα­τι­κός καμ­βάς, πά­νω στον ο­ποίο υ­φαί­νε­ται ο ι­στός των ι­στο­ριών, α­νή­κει στο πε­δίο της κοι­νω­νι­κής ψυ­χο­λο­γίας. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, α­φο­ρά την ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση, α­πό δυ­σά­ρε­στη μέ­χρι και δρα­μα­τι­κή, που βρί­σκε­ται κά­ποιος, ε­πει­δή κου­βα­λά ελ­λι­πή πρόσ­λη­ψη της ε­ξω­τε­ρι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Οι Άλλοι, που τον πε­ρι­βάλ­λουν, δί­νουν ως σή­μα­τα της διά­θε­σης και των προ­θέ­σεών τους, κι­νή­σεις, πρά­ξεις, λό­για. Με αυ­τά, ό­μως, μό­νο πλα­σμα­τι­κές εκ­δο­χές μπο­ρεί ε­κεί­νος να φα­ντα­σιώ­σει για ό­σα δια­δρα­μα­τί­ζο­νται γύ­ρω του. Εί­ναι έ­νας πρω­τα­γω­νι­στής, που στη­ρί­ζει το πλά­σι­μο του ρό­λου του, δη­λα­δή τις δι­κές του κι­νή­σεις α­ντα­πό­κρι­σης, πρά­ξεις και α­πα­ντή­σεις, σε α­μι­γώς υ­πο­κει­με­νι­κές ερ­μη­νείες και συ­χνά στρε­βλές α­ντι­λή­ψεις.
Με άλ­λα λό­για, το θέ­μα εί­ναι οι δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις, ό­πως δια­μορ­φώ­νο­νται και ε­πη­ρεά­ζουν την αν­θρώ­πι­νη συ­μπε­ρι­φο­ρά. Ένα α­ντι­κεί­με­νο, για το ο­ποίο έ­χουν δια­τυ­πω­θεί πλεί­στες ό­σες κοι­νω­νιο-ψυ­χο­λο­γι­κές θεω­ρίες, σε συν­δυα­σμό με έ­ρευ­νες, που ε­στιά­ζουν στην κα­θη­με­ρι­νή ε­μπει­ρία του α­στι­κού χώ­ρου. Μό­νο, ό­μως,  μέ­σα α­πό μία α­φή­γη­ση ε­σω­τε­ρι­κής ε­στία­σης, η ε­πι­κοι­νω­νία με τον Άλλο α­να­δει­κνύε­ται σε δια­νο­η­τι­κή και συ­ναι­σθη­μα­τι­κή δο­κι­μα­σία, αλ­λά και πε­ρι­πέ­τεια. Το πό­σο ε­πώ­δυ­νη μπο­ρεί αυ­τή να α­πο­βεί, ε­ξαρ­τά­ται α­πό το ε­γώ της δρά­σης. Γι’ αυ­τό και η α­φή­γη­ση πο­λιορ­κεί το σκε­πτό­με­νο ε­γώ σε πρώ­το πρό­σω­πο και σε ε­νε­στω­τι­κό χρό­νο. Για το πα­ρελ­θόν του δί­νο­νται - σε ό­σες ι­στο­ρίες δί­νο­νται - λι­γο­στές και ως ε­πί το πλεί­στον, έμ­με­σες πλη­ρο­φο­ρίες. Το πρό­σω­πο πα­ρα­μέ­νει ε­σκεμ­μέ­να αό­ρι­στο, κα­θώς εν­δια­φέ­ρει η α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό­τη­τα ε­νός συ­γκε­κρι­μέ­νου αν­θρώ­πι­νου τύ­που και ό­χι, η φροϋδι­κή σκια­γρά­φη­ση μίας ψυ­χο­σύ­στα­σης.
Στη γε­νι­κό­τη­τά του, το θέ­μα στε­ρεί­ται πρω­το­τυ­πίας. Τον Κου­τσια­μπα­σά­κο, ό­μως, τον α­πα­σχο­λεί συ­γκε­κρι­μέ­νος χα­ρα­κτή­ρας, που κι αυ­τός δεν δεί­χνει ε­ξαι­ρε­τι­κός, κα­θώς α­νή­κει στην με­γά­λη ο­μά­δα, ε­κεί­νων που δυ­σκο­λεύο­νται στις κοι­νω­νι­κές ε­πα­φές. Τον πο­λιορ­κεί συ­στη­μα­τι­κά, σε ό­λο το φά­σμα των συ­να­να­στρο­φών του, ε­παγ­γελ­μα­τι­κές, φι­λι­κές, ε­ρω­τι­κές. Στη συλ­λο­γή, υ­πάρ­χουν διη­γή­μα­τα για κα­θε­μία α­πό αυ­τές τις πτυ­χές κοι­νω­νι­κό­τη­τας. Εναλ­λάσ­σε­ται το πρό­σω­πο, αλ­λά μό­νο γραμ­μα­τι­κά, κα­θώς ο συγ­γρα­φέ­ας δο­κι­μά­ζει τη δια­φο­ρε­τι­κή αί­σθη­ση, μιας κά­ποιας α­πο­στα­σιο­ποίη­σης, έ­στω και σχη­μα­τι­κής, που καλ­λιερ­γεί το τρί­το έ­να­ντι του πρώ­του προ­σώ­που. Σκια­γρα­φεί έ­ναν τύ­πο, που δεν δια­κρί­νε­ται στις πα­ρέες. Αυ­τόν που μι­λά­ει λί­γο και, κα­τά κα­νό­να, συμ­φω­νεί με τη γνώ­μη του Άλλου. Συ­χνά την ε­πι­κρο­τεί με εν­θου­σια­σμό, σαν να ε­πι­διώ­κει να ε­ξα­σφα­λί­σει έ­τσι με­γα­λύ­τε­ρη συμ­με­το­χή. Τις πιο εν­δια­φέ­ρου­σες σκέ­ψεις του δεν τις εκ­στο­μί­ζει, μό­νο τις α­να­κυ­κλώ­νει εν­δο­μύ­χως.
Από την πλευ­ρά της πρόσ­λη­ψης, δυ­σκο­λεύε­ται να α­πο­δε­χτεί φι­λι­κές χει­ρο­νο­μίες, α­κό­μη κι ό­ταν δεί­χνουν αυ­θόρ­μη­τες. Στις συ­μπε­ρι­φο­ρές των Άλλων, υ­πο­ψιά­ζε­ται σκο­τει­νά κί­νη­τρα και συ­νω­μο­σίες. Ακό­μη και στην πε­ρί­πτω­ση ε­νός ζη­τιά­νου στο συρ­μό του Ηλεκ­τρι­κού, δεν εν­δί­δει σε φι­λαν­θρω­πι­κά αι­σθή­μα­τα, αλ­λά δυ­σπι­στεί, υ­πο­ψια­ζό­με­νος πως πρό­κει­ται για ε­παγ­γελ­μα­τία του εί­δους. Αντί, πά­ντως, της ε­πί­θε­σης ή έ­στω της ε­πι­θε­τι­κής ά­μυ­νας, λ.χ., στην ορ­γα­νω­μέ­νη γλωσ­σο­φα­γιά των συ­να­δέλ­φων του, ε­πι­λέ­γει τη  φυ­γή α­πό τις πα­ρέες και τέ­λος, α­κό­μη και α­πό τη θέ­ση ερ­γα­σίας του. Εί­ναι γνω­στό πως μο­να­δι­κή λύ­ση του α­να­σφα­λούς α­πο­μέ­νει η πα­ραί­τη­ση. Η α­να­σύν­θε­ση των συ­νειρ­μών, έ­τσι ό­πως α­να­κα­λούν σω­ρευ­τι­κά πα­ρα­πλή­σια συμ­βά­ντα, συ­νο­ψί­ζο­ντας τα αι­σθή­μα­τα που αυ­τά γεν­νούν, α­ντι­κα­το­πτρί­ζουν τη βά­σα­νο του πνευ­μα­τι­κού λε­πτο­λο­γή­μα­τος, ως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό συ­να­κό­λου­θο της ε­σω­στρέ­φειας. Το πώς αυ­τή η ε­σω­στρε­φής τά­ση προσ­λαμ­βά­νε­ται διαι­σθη­τι­κά α­πό τον Άλλο και τον τρέ­πει σε φυ­γή, το δεί­χνει ε­πι­γραμ­μα­τι­κά σε μία ι­στο­ρία η έκ­βα­ση της ε­ρω­τι­κής προ­σέγ­γι­σης που ο ή­ρωας για χρό­νια ε­πι­θυ­μού­σε. “Το πρωί, δεν εί­παν να ξα­να­βρε­θούν. Και οι δυο το εί­δαν ό­ταν ξύ­πνη­σαν ό,τι συ­νέ­βη, συ­νέ­βη για ε­κεί­νο το βρά­δυ.” Ένας πα­ρό­μοιος τύ­πος μπο­ρεί να αι­σθαν­θεί ά­νε­τα μό­νο μέ­σα σε μία ο­μά­δα κοι­νω­νι­κά μειο­νε­κτού­ντων. Στο διή­γη­μα, ε­πι­λέ­γο­νται οι με­τα­νά­στες, αλ­λά θα μπο­ρού­σε να εί­ναι και ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λη.
Σε αυ­τήν την ι­στο­ρία, ο χα­ρα­κτή­ρας φω­τί­ζε­ται σε σχε­τι­κά με­γά­λη κλί­μα­κα χρό­νου, κα­λύ­πτο­ντας τα πρώ­τα χρό­νια του ε­παγ­γελ­μα­τι­κού του βίου. Σαν α­πο­τέ­λε­σμα, η ε­σω­τε­ρι­κή α­σφυ­ξία ε­νός γρα­φείου σε Τρά­πε­ζα α­πο­τυ­πώ­νε­ται με πα­ρα­στά­σεις, που δη­μιουρ­γού­νται με ε­πάλ­λη­λες συ­νει­δη­σια­κές ζυ­μώ­σεις. Σε α­ντί­θε­ση, με το ε­πό­με­νο, ό­που ο χρό­νος ε­κτεί­νε­ται σε έ­να πρωι­νό. Εύ­στο­χα η α­φή­γη­ση εκ­κι­νεί α­πό το πρωι­νό ξύ­πνη­μα, ό­ταν η έ­ντα­ση μιας αγ­χώ­δους νεύ­ρω­σης εί­ναι υ­ψη­λή, κα­θώς τρο­φο­δο­τεί­ται πα­ρα­σι­τι­κά α­πό τις ζωο­γό­νες δυ­νά­μεις του ύ­πνου. Μό­νη λύ­ση α­πο­βαί­νει η κί­νη­ση. Στην ά­φω­νη α­πο­μό­νω­ση της κα­τ’ ι­δίαν συ­νο­μι­λίας, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εί­ναι το ξε­κί­νη­μα του μο­νό­λο­γου. Μία προ­στα­κτι­κή α­πό­τα­ση προς ε­αυ­τόν, που ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται: “Το θέ­μα εί­ναι το κε­φά­λι να μέ­νει ψη­λά...Οι σκέ­ψεις να μην το βα­ραί­νουν...Το βλέμ­μα να στε­νεύει, κά­θε­το να γυ­ρί­ζει σε σέ­να...Το έ­να πό­δι μπρο­στά, το άλ­λο πί­σω. Το άλ­λο μπρο­στά, το έ­να πί­σω...” Πε­ρί­πα­τος στο κέ­ντρο της πό­λης, με εμ­φα­νή προ­σπά­θεια, η ροή των ε­ντυ­πώ­σεων α­πό την ε­ξω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα να ε­ξο­στρα­κί­ζει την  ε­φιαλ­τι­κά ε­πι­τα­χυ­νό­με­νη δί­νη των σκέ­ψεων. “Το βλέμ­μα κρέ­με­ται σε πρό­σω­πα.” Σχε­δόν α­συ­ναί­σθη­τα α­να­λο­γί­ζε­ται: “Γε­νι­κά η ευ­δαι­μο­νία δεν με κα­θη­συ­χά­ζει... Προ­τι­μώ τα στε­νά...” Τό­σο πλα­γίως, ο συγ­γρα­φέ­ας συ­στή­νει τον α­γο­ρα­φο­βι­κό ή­ρωά του.
Επτά τα διη­γή­μα­τα αυ­τής της συλ­λο­γής, ε­πτά και της πρώ­της, εκ­δο­μέ­νης πριν δέ­κα χρό­νια. Για την α­κρί­βεια, στην πρώ­τη ή­ταν ο­κτώ, μό­νο που στο τε­λευ­ταίο, «Αδεια­νή κα­ρέ­κλα», ο συγ­γρα­φέ­ας α­πο­πει­ρά­ται να συν­δέ­σει χα­λα­ρά τα διη­γή­μα­τα α­να­με­τα­ξύ τους, με κά­ποιους ή­ρωες να ε­πα­νεμ­φα­νί­ζο­νται, ε­νώ α­φη­γη­τής εί­ναι έ­νας συγ­γρα­φέ­ας που α­να­ζη­τεί θέ­μα για το βι­βλίο του. Κα­τά τα άλ­λα, ε­κτός α­πό την πε­ρι­γρα­φι­κή δει­νό­τη­τα, που πα­ρα­μέ­νει κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του Κου­τσια­μπα­σά­κου, τα δυο βι­βλία δια­φέ­ρουν ου­σια­στι­κά. Στο πρώ­το, υ­πήρ­χαν οι τό­ποι –η ο­μί­χλη στη λί­μνη της Κα­στο­ριάς, το πε­τρώ­δες και ε­ρη­μι­κό της Πίν­δου– α­κό­μη, η τρυ­φε­ρό­τη­τα του έ­ρω­τα, εί­τε μα­ταιω­μέ­νου εί­τε με αί­σια κα­τά­λη­ξη, κυ­ρίως, η νο­σταλ­γία. Στη δεύ­τε­ρη, η α­φή­γη­ση ποι­κίλ­λει, με στα­θε­ρή πα­ρά­με­τρο την α­πο­στα­σιο­ποίη­ση. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό το δεύ­τε­ρο διή­γη­μα, «Ψ συν Χ», γραμ­μέ­νο σαν σε μορ­φή σε­να­ρίου. Το θέ­μα εί­ναι η ψυ­χο­γρά­φη­ση μίας ε­ρω­τι­κής σχέ­σης και μέ­σω αυ­τής δυο διι­στά­με­νων χα­ρα­κτή­ρων. Σε τρί­το πρό­σω­πο η α­φή­γη­ση, ε­στιά­ζει στη γυ­ναί­κα. Με δυ­σκο­λία στις ε­ρω­τι­κές της σχέ­σεις, ό­ταν δη­μιουρ­γεί έ­ναν δε­σμό, α­φο­σιώ­νε­ται εξ ο­λο­κλή­ρου. Αδυ­να­τεί να συλ­λά­βει τον ψυ­χι­σμό ε­κεί­νου και το συ­ναι­σθη­μα­τι­κό του μοί­ρα­σμα α­νά­με­σα στην ί­δια και την πρώην, ό­πως αυ­τό εκ­δη­λώ­νε­ται με α­φορ­μή την εμ­φά­νι­ση καρ­κί­νου, που λει­τουρ­γεί ως προ­αγ­γε­λία θα­νά­του. Χω­ρίς κα­τα­φυ­γές στον θείο Φρόυ­ντ, η α­φή­γη­ση, μάλ­λον λα­κω­νι­κή, το δεί­χνει με ε­νάρ­γεια. Μό­νο που σε αυ­τό το διή­γη­μα η πα­ραί­τη­ση της γυ­ναί­κας φτά­νει μέ­χρι τα ό­ρια της αυ­το­χει­ρίας.
Δύο α­πό τα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής εί­ναι μι­κρής έ­κτα­σης και φαι­νο­με­νι­κά, δια­φο­ρο­ποιού­νται θε­μα­τι­κά. Από μία ά­πο­ψη, ο κε­ντρι­κός ή­ρωας θα μπο­ρού­σε να ε­ξει­κο­νί­ζει η­λι­κια­κά το πριν και το με­τά ε­κεί­νου των διη­γη­μά­των, που α­πο­τε­λούν τον κυ­ρίως κορ­μό της συλ­λο­γής. Στο έ­να, πε­ρι­γρά­φε­ται μία έ­ξο­δος α­πό την Παι­δό­πο­λη ε­νός α­γο­ριού, που έ­χει ε­κεί με­γα­λώ­σει. Αφορ­μή μία Πρω­το­χρο­νιά και η φι­λο­ξε­νία, που του προ­σφέ­ρει έ­να ζευ­γά­ρι, το πι­θα­νό­τε­ρο ως συμ­με­το­χή σε φι­λαν­θρω­πι­κή χει­ρο­νο­μία, αλ­λά και δι­κής του α­νά­γκης, κα­θό­σον ά­κλη­ρο με στο­μω­μέ­να τα αι­σθή­μα­τα, ι­δίως τα μη­τρι­κά της γυ­ναί­κας. Το διή­γη­μα αν­τλεί­ται α­πό το ί­διο βιω­μα­τι­κό υ­λι­κό με το μυ­θι­στό­ρη­μα του Κου­τσια­μπα­σά­κου, «Πό­λη παι­διών». Υπαι­νι­κτι­κό, πα­ρα­κο­λου­θεί την ο­πτι­κή του παι­διού, κα­τορ­θώ­νο­ντας να α­πο­δώ­σει την αμ­φι­θυ­μία του α­πέ­να­ντι στους δυο τό­σο δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους δια­βίω­σης: τον ι­δρυ­μα­τι­κό και τον οι­κο­γε­νεια­κό. Στο δεύ­τε­ρο σύ­ντο­μο διή­γη­μα, ο συγ­γρα­φέ­ας κι­νεί­ται σε έ­να με­τα­φυ­σι­κό πε­δίο, πο­λιορ­κώ­ντας την ι­δέα μίας ε­νύ­πνιας ε­πί­σκε­ψης του Χά­ρο­ντα. Δεν εί­ναι πα­ρά ε­φιάλ­της, που θα μπο­ρού­σε να ξε­κι­νά­ει α­πό πα­λαιές ε­μπει­ρίες βίαιης α­πο­μά­κρυν­σης α­πό την οι­κο­γε­νεια­κή του ε­στία. Πρό­κει­ται για α­φη­γη­μα­τι­κή α­πό­πει­ρα, που θα χρεια­ζό­ταν ε­πι­πλέ­ον ε­πε­ξερ­γα­σία. Το ί­διο και σε κά­ποια άλ­λα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής. Εκεί, ο­ρι­σμέ­νες λε­κτι­κές ε­πι­λο­γές μοιά­ζουν ά­στο­χες, ε­νώ κά­ποια  με­τα­φο­ρι­κά σχή­μα­τα φαί­νε­ται να πά­σχουν νο­η­μα­τι­κά. Αυ­τά, κα­τα­πώς προϊδεά­ζουν τα δυο προ­η­γού­με­να βι­βλία του, ο Κου­τσια­μπα­σά­κος θα τα ε­πι­με­λεί­το δεό­ντως.
Μό­νο που, α­πό αυ­τήν τη δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, δεν γεύ­τη­κε την ευ­χα­ρί­στη­ση της έκ­δο­σης. Όχι, για­τί την α­πέρ­ρι­ψαν οι εκ­δό­τες, αλ­λά για­τί δεν πρό­λα­βε να την υ­πο­βάλ­λει στην κρί­ση τους. Εκδό­θη­κε έ­να χρό­νο με­τά τον θά­να­τό του (8/1/2014), με πρω­το­βου­λία φί­λων του, που ε­ντό­πι­σαν τα ε­πτά διη­γή­μα­τα σε έ­ντυ­πη και η­λεκ­τρο­νι­κή μορ­φή. Βρί­σκο­νταν ε­ντός φα­κέ­λου, ό­που στην έ­ντυ­πη υ­πήρ­χε σε­λί­δα με τους τίτ­λους των διη­γη­μά­των, ε­νώ στην η­λεκ­τρο­νι­κή, ο τίτ­λος του συ­νό­λου, «Δρό­μοι». Οι ε­πι­με­λη­τές της έκ­δο­σης δεν δί­νουν πλη­ρο­φο­ρίες για τις πρώ­τες δη­μο­σιεύ­σεις, ού­τε για το πό­τε γρά­φτη­καν τα διη­γή­μα­τα. Ο συγ­γρα­φέ­ας, πά­ντως, σε συ­νέ­ντευ­ξή του (27/4/2013), δη­λώ­νει πως, ε­κεί­νον τον και­ρό, δεν έ­γρα­φε τί­πο­τα, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας ε­πι­γραμ­μα­τι­κά, “Αγρα­νά­παυ­ση”. Τον Οκτ. του 2012 εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει το μυ­θι­στό­ρη­μά του. Πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον, ό­χι μό­νο φι­λο­λο­γι­κό, αν τα διη­γή­μα­τα γρά­φτη­καν πα­ράλ­λη­λα. Ας πλη­ρο­φο­ρού­σαν, του­λά­χι­στον, για την η­με­ρο­μη­νία που φέ­ρει ο η­λεκ­τρο­νι­κός φά­κε­λος. Αντ’ αυ­τού, παίρ­νουν ο­ρι­σμέ­νες πρω­το­βου­λίες, που πι­στεύου­με πως προ­δί­δουν το συγ­γρα­φι­κό ύ­φος και ή­θος.
Προ­σθέ­τουν Πα­ράρ­τη­μα με δέ­κα κεί­με­να του Κου­τσια­μπα­σά­κου. Σύμ­φω­να με το Επί­με­τρο του Κώ­στα Κα­βα­νό­ζη, που ε­πέ­χει θέ­ση ει­σα­γω­γής στο Πα­ράρ­τη­μα, τα ο­κτώ ε­πι­λέ­γο­νται α­πό το η­λεκ­τρο­νι­κό μπλο­γκ μιας ε­ξα­με­λούς πα­ρέ­ας συ­νο­μη­λί­κων, με πρε­σβύ­τε­ρο τον Κου­τσια­μπα­σά­κο, γεν­νη­μέ­νο το 1965, και νεό­τε­ρο, τον Σπύ­ρο Γιαν­να­ρά, το 1972. Ενώ, δυο κεί­με­να εμ­φα­νί­ζο­νται ως συρ­ρα­φές. Φαί­νε­ται να τα έ­γρα­ψαν οι ε­πι­ζώ­ντες, α­να­κα­λώ­ντας κου­βέ­ντες του α­πο­θα­νό­ντος στις δια ζώ­σης συ­να­ντή­σεις της ο­μά­δας. Δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται, ποια εί­ναι αυ­τά τα δυο. Πά­ντως, το προ­τασ­σό­με­νο, με τίτ­λο «Το κω­λα­ρά­κι», αλ­λά και το δεύ­τε­ρο στη σει­ρά, δεί­χνουν ε­κτός του δι­κού του α­φη­γη­μα­τι­κού κλί­μα­τος. Όπως και να έ­χει, τα κεί­με­να α­ξιο­λο­γού­νται α­πό τους ε­πι­με­λη­τές ως ε­φά­μιλ­λα των διη­γη­μά­των. Υπό­σχο­νται, μά­λι­στα, έκ­δο­ση του συ­νό­λου. Αν την πραγ­μα­το­ποιή­σουν, του­λά­χι­στον, ας προσ­διο­ρί­σουν ποια εί­ναι του Κου­τσια­μπα­σά­κου.
Με­γα­λύ­τε­ρη α­πο­ρία προ­κα­λεί η ει­σα­γω­γή του Σπύ­ρου Γιαν­να­ρά. Κα­τ’ αρ­χήν, οι λαν­θα­σμέ­νες α­να­φο­ρές, ό­πως ό­τι τα κεί­με­να του Πα­ραρ­τή­μα­τος εί­ναι εν­νέα α­ντί για δέ­κα ή ό­τι ο Κου­τσια­μπα­σά­κος πέ­θα­νε σα­ρα­ντα­ε­πτά­χρο­νος α­ντί σα­ρα­ντα­εν­νιά­χρο­νος ή έ­στω σα­ρα­ντα­ο­χτά­χρο­νος, α­να­λό­γως με την η­με­ρο­μη­νία γεν­νή­σεως. Με­τά ο τρό­πος, που α­να­φέ­ρε­ται στους ο­μό­τε­χνούς του, δί­νει ε­ντύ­πω­ση α­φ’ υ­ψη­λού, σαν ο ί­διος να μην α­νή­κει στο σι­νά­φι τους. Επί­σης, ο τρό­πος, με τον ο­ποίο πα­ρου­σιά­ζει τον α­πο­βιώ­σα­ντα, ό­σο και να εί­ναι ει­λι­κρι­νής, λε­κτι­κά δεί­χνει υ­περ­βο­λι­κός. Έχου­με την ε­ντύ­πω­ση, πως με­τα­θα­νά­τιες εκ­δό­σεις, ό­πως αυ­τή του Κου­τσια­μπα­σά­κου, ε­πι­βάλ­λουν πιο δια­κρι­τι­κή με­τα­χεί­ρι­ση. Κο­χλά­ζο­ντα συ­ναι­σθή­μα­τα και α­νε­ξέ­λε­γκτοι εν­θου­σια­σμοί η­θι­κού χρέ­ους πρέ­πει να φιλ­τρά­ρο­νται ε­πι­με­λώς. Σε α­ντί­θε­τη πε­ρί­πτω­ση, κα­τα­λή­γουν ζη­μιο­γό­να. 
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 4/10/2015.

Μολυβδο - Κονδυλοφόρος

$
0
0
«Κον­δυ­λο­φό­ρος»
Tό­μος 13. 2014
University Studio Press
Ιού­λιος 2015
 
 Στα­θε­ρά ε­τε­ρο­χρο­νι­σμέ­νη, αλ­λά χω­ρίς να α­θε­τεί το ε­τή­σιο ρα­ντε­βού της, κυ­κλο­φό­ρη­σε και ε­φέ­τος αυ­τή η μο­να­δι­κή, αν δεν σφάλ­λου­με, “έκ­δο­ση νεό­τε­ρης ελ­λη­νι­κής φι­λο­λο­γίας”. Η ί­δια τα­κτι­κό­τη­τα χα­ρα­κτη­ρί­ζει και τη δο­μή κά­θε τεύ­χους: το κυ­ρίως σώ­μα, με σχε­δόν στα­θε­ρό α­ριθ­μό με­λε­τη­μά­των, των ο­ποίων προ­τάσ­σο­νται νε­κρο­λο­γίες, η ε­νό­τη­τα «Μο­νο­κο­ντυ­λιές» με συ­ντο­μό­τε­ρα κεί­με­να, μία δεύ­τε­ρη, μι­κρό­τε­ρη σε έ­κτα­ση, ε­νό­τη­τα, το «Με­λα­νο­δο­χείο», με βι­βλιο­κρι­σίες, που, κα­τά κα­νό­να, πε­ριο­ρί­ζε­ται στην πα­ρου­σία­ση μίας μό­νο έκ­δο­σης, και την α­κρο­τε­λεύ­τια νεό­τευ­κτη ε­νό­τη­τα, την βι­βλιο­γρα­φι­κή. Συ­στα­τι­κά στοι­χεία των συ­νερ­γα­τών του τεύ­χους δεν δί­νο­νται, ε­κτός α­πό την α­να­γρα­φή στο τέ­λος κά­θε κει­μέ­νου της πα­νε­πι­στη­μια­κής έ­δρας του συγ­γρα­φέα.
Ξε­κι­νού­με με την τε­λευ­ταία πο­λύ­τι­μη ε­νό­τη­τα, κα­θώς η βι­βλιο­γρά­φη­ση δεν θεω­ρεί­ται α­πό τους φι­λο­λό­γους ως α­πα­ραί­τη­το έρ­γο, προ­τασ­σό­με­νο θεω­ρη­τι­κών δια­νοί­ξεων. Στο πρό­σφα­το τεύ­χος, βι­βλιο­γρα­φεί­ται α­πό την Χρ. Ηλιά­δου το τρι­μη­νιαίο πε­ριο­δι­κό «Αργώ», έ­να α­πό τα τρία λο­γο­τε­χνι­κά με αυ­τήν τη μυ­θο­λο­γι­κή ο­νο­μα­σία. Πρό­κει­ται για το πρώ­το, το α­λε­ξαν­δρι­νό, και το μα­κρο­βιό­τε­ρο, α­φού έ­φτα­σε τα 19 τεύ­χη σε μία πε­ρίο­δο τεσ­σε­ρά­μι­σι ε­τών (Απρ. 1923-Δεκ. 1927). Ενώ, η πει­ραϊκή «Αργώ», δε­κα­εν­νιά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, εκ­κι­νώ­ντας τον χει­μώ­να της με­γά­λης πεί­νας, δε­κα­πεν­θή­με­ρη, έ­μει­νε στα 12 τεύ­χη σε 14 μή­νες. Όσο, για την κα­βα­λιώ­τι­κη, εί­κο­σι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στην “κου­τσή ά­νοι­ξη” της δε­κα­ε­τίας του ’60, μη­νιαία, μό­λις που συ­μπλή­ρω­σε έ­ξι τεύ­χη μέ­χρι Σεπ. 1962. Πα­ρα­δό­ξως, και οι τρεις ά­φη­σαν το ί­χνος τους, εν μέ­ρει, χά­ρις και στους ψευ­δώ­νυ­μους συ­νερ­γά­τες τους.
Η με­τα­πο­λε­μι­κή με τον Θα­νά­ση Χι­λιώ­τη, η κα­το­χι­κή με τον Σω­τή­ρη Λεω­νι­δά­κη, τον ο­ποίον δεν α­να­φέ­ρει η συ­ντάκ­τρια του Λήμ­μα­τος της πρό­σφα­της «Εγκυ­κλο­παί­δειας του ελ­λη­νι­κού τύ­που», προ­φα­νώς α­γνοώ­ντας σε ποιόν α­νή­κει το ψευ­δώ­νυ­μο, και τέ­λος, η α­λε­ξαν­δρι­νή, χά­ρις στην “δρά­κα των νέων Αλε­ξα­ντρι­νώ­ν”, που την δη­μιούρ­γη­σαν. Κα­τ’ α­νά­γκη, ψευ­δώ­νυ­μοι, πει­θαρ­χού­ντες στην συ­ντη­ρη­τι­κή α­λε­ξαν­δρι­νή κοι­νω­νία της ε­πο­χής. Σύμ­φω­να με μαρ­τυ­ρία ε­νός α­πό αυ­τούς (δεν α­πο­κλείου­με να πρό­κει­ται για τον α­ταύ­τι­στο Άλκη, που συ­ντάσ­σει τη μό­νι­μη στή­λη των «Ση­μειω­μά­των»), δύο α­πό αυ­τούς, με το πρώ­το τεύ­χος α­να χεί­ρας, πή­ραν το θάρ­ρος και ε­πι­σκέ­φτη­καν τον Κα­βά­φη, που ή­ταν ή­δη ε­νή­με­ρος για την έκ­δο­ση του νέ­ου πε­ριο­δι­κού α­πό σχε­τι­κή κα­τα­χώ­ρη­ση στη «Νέα Ζωή», το μο­να­δι­κό λο­γο­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό, Απρ. 1923. Γλα­φυ­ρή η πε­ρι­γρα­φή του ει­κο­σα­ε­τούς συ­ντά­κτη, ευ­φρα­δής ο ί­διος, φαί­νε­ται πως τον έ­πει­σαν. Άνοι­ξε το συρ­τά­ρι και τους έ­δω­σε δυο ποιή­μα­τα σε πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση. Και κα­λά το “ι­στο­ριο­γε­νές” «Άννα Κο­μνη­νή», που φύ­λα­γε κο­ντά πε­ντα­ε­τία, αλ­λά τους πα­ρέ­δω­σε και το “η­δο­νι­κό” «Να μεί­νει».   
Αν το πρό­σφα­το τεύ­χος του «Κον­δυ­λο­φό­ρου» κλεί­νει με την Βι­βλιο­γρα­φία ε­νός α­λε­ξαν­δρι­νού πε­ριο­δι­κού, α­νοί­γει με τη μνη­μό­νευ­ση δυο θα­νό­ντων ε­ντός του έ­τους, μη Θεσ­σα­λο­νι­κέων, οι ο­ποίοι, ό­μως, έ­ζη­σαν και δί­δα­ξαν στην πό­λη. Του Εμμα­νουήλ Κρια­ρά και του Δη­μή­τρη Σπά­θη. Το έρ­γο α­να­λαμ­βά­νουν, α­ντι­στοί­χως, η φι­λό­λο­γος Κ. Δ. Πη­δώ­νια, πρώ­τη τη τά­ξει συ­νερ­γά­τρια του Κρια­ρά, που συ­ντάσ­σει μία γλα­φυ­ρά στρογ­γυ­λε­μέ­νη νε­κρο­λο­γία, και η θε­α­τρο­λό­γος Δηώ Καγ­γε­λά­ρη, που δη­μο­σιεύει έ­ναν υ­φο­λο­γι­κά ε­πι­με­λη­μέ­νο ε­πι­κή­δειο λό­γο. Γεν­νη­θείς ο Κρια­ράς στις 28 Νοε. 1906, στον Πει­ραιά, με κα­τα­γω­γή α­πό τα Σφα­κιά Κρή­της, α­πε­βίω­σε α­πό α­να­κο­πή καρ­διάς, στο σπί­τι του, αρ­γά το βρά­δυ, Πα­ρα­σκευή, 22 Αυγ. 2014. Νεό­τε­ρος ο Σπά­θης, γεν­νη­θείς στις 11 Νοε. 1925, στο Κάι­ρο, α­πε­βίω­σε α­πό ο­ξύ πνευ­μο­νι­κό οί­δη­μα, σε α­θη­ναϊκό νο­σο­κο­μείο, πρωί Δευ­τέ­ρας, 29 Δεκ. 2014. Πα­ρό­μοιες πλη­ρο­φο­ρίες δεν δί­νο­νται α­πό τις δυο “μα­θή­τριές” τους. Δεν δι­καιού­νται, ό­μως, οι τε­θνεώ­τες, ως μία ύ­στα­τη έν­δει­ξη σε­βα­σμού, την α­κρι­βο­λό­γο α­να­φο­ρά της α­να­χώ­ρη­σής τους, α­ντί ε­κεί­νου του στε­ρού­με­νου νοή­μα­τος, “πλή­ρης η­με­ρώ­ν”, που κα­λύ­πτει η­λι­κια­κό φά­σμα του­λά­χι­στον ει­κο­σα­ε­τίας; Ή, για τους μη συ­μπλη­ρώ­σα­ντες την η­λι­κια­κή πλη­ρό­τη­τα, της α­να­φο­ράς δυο η­λι­κιών, κα­θώς ο γρά­φων δεν α­να­τρέ­χει σε ε­ξα­κρί­βω­ση της η­με­ρο­μη­νίας γεν­νή­σεως; Ύστε­ρα, σε ό­ποια η­λι­κία κι αν βρί­σκε­ται κά­ποιος, α­πό κά­τι πη­γαί­νει, και έ­χει ση­μα­σία, αν βρι­σκό­ταν στο κρε­βά­τι του και αν εί­χε κά­ποιο δι­κό του δί­πλα, ή, λό­γω η­λι­κίας, του πα­ρά­στε­κε μό­νο η αλ­λο­δα­πή οι­κια­κή βο­η­θός.
Βε­βαίως, οι νε­κρο­λο­γίες ε­στιά­ζουν και ορ­θά στον άν­θρω­πο και το έρ­γο. Ού­τε, ό­μως, ως προς αυ­τό φαί­νε­ται να α­κρι­βο­λο­γούν, κα­θώς δεν α­να­φέ­ρο­νται στις ι­διό­τη­τες του προ­σώ­που, αλ­λά ε­ξαί­ρουν τις α­ρε­τές του. Πα­ρο­μοίως, δεν δί­νουν τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του έρ­γου του, αλ­λά το εκ­θειά­ζουν. Αυ­τή η α­δυ­να­μία πρό­τα­ξης μίας στοι­χειώ­δους α­ντι­κει­με­νι­κής α­να­φο­ράς δεν ε­πι­δει­κνύε­ται μό­νο στις νε­κρο­λο­γίες, αλ­λά α­πλώ­νε­ται σε ο­λό­κλη­ρο το φά­σμα κρι­τι­κού λό­γου. Από νε­κρο­λο­γίες μέ­χρι βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο τεύ­χος, ο Γ. Πα­πα­θε­ο­δώ­ρου πα­ρου­σιά­ζει τη μο­νο­γρα­φία της Έ. Φι­λο­κύ­πρου για “την ποιη­τι­κή πε­ρι­πέ­τεια του Τά­σου Λει­βα­δί­τη”, που εκ­δό­θη­κε το 2013, με τη συ­μπλή­ρω­ση 25ε­τίας α­πό το θά­να­τό του. Σχο­λια­σμός α­μι­γώς ε­παι­νε­τι­κός, τό­σο στα ε­πί μέ­ρους ό­σο και ε­πί του συ­νό­λου. Πα­νε­πι­στη­μια­κός πα­νε­πι­στη­μια­κού μό­νο κα­λό λό­γο χρω­στά­ει. Με αυ­τήν, ό­μως, την τα­κτι­κή, δεν καλ­λιερ­γεί­ται διά­λο­γος γύ­ρω α­πό τα κεί­με­να, που θα μπο­ρού­σε να α­πο­βεί χρή­σι­μος για τους συγ­γρα­φείς, αλ­λά και για την συ­ντα­κτι­κή ο­μά­δα του πε­ριο­δι­κού κα­τά την α­ξιο­λό­γη­ση του τεύ­χους και κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση, των συ­νερ­γα­τών.
Ενίο­τε, ω­στό­σο, πα­νε­πι­στη­μια­κός πα­νε­πι­στη­μια­κού μά­τι βγά­ζει. Στα 26 χρό­νια ύ­παρ­ξης του πε­ριο­δι­κού, α­πό το 1989 μέ­χρι το 2000, με τον τίτ­λο «Μο­λυ­βδο­κον­δυ­λο­πε­λε­κη­τής» για τους πρώ­τους ε­πτά τό­μους, και α­πό το 2002 μέ­χρι σή­με­ρα, με τον τίτ­λο «Κον­δυ­λο­φό­ρος» για τους 13 ε­πό­με­νους, δεν υ­πήρ­ξε κα­μία α­πο­τί­μη­ση του εγ­χει­ρή­μα­τος. Του­λά­χι­στον σε έ­ντυ­πο ευ­ρύ­τε­ρης κυ­κλο­φο­ρίας, προ­σι­τό σε κά­ποιον, ό­πως ε­μείς, που δεν α­νή­κει στην πα­νε­πι­στη­μια­κή κοι­νό­τη­τα, ού­τε καν στον φι­λο­λο­γι­κό χώ­ρο. Εξαι­ρεί­ται μία πρό­σφα­τη, συ­νο­πτι­κή, σε ο­μι­λία, που εκ­φω­νή­θη­κε σε βρα­διά α­φιε­ρω­μέ­νη στον ι­δρυ­τή του πε­ριο­δι­κού, Γ. Π. Σαβ­βί­δη, με τη συ­μπλή­ρω­ση ει­κο­σα­ε­τίας α­πό τον θά­να­τό του. Δεν θα την χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με λι­βε­λο­γρα­φι­κή, κα­θώς ο λί­βε­λος στρέ­φε­ται ε­μπα­θώς ε­να­ντίον ε­νός προ­σώ­που ή ο­μά­δας προ­σώ­πων, χω­ρίς α­να­γκα­στι­κά να στρε­βλώ­νει τα δε­δο­μέ­να. Γι’ αυ­τό και εί­ναι κα­λή ι­δέα, οι λί­βε­λοι να μέ­νουν χω­ρίς α­πά­ντη­ση. Η συ­γκε­κρι­μέ­νη, ό­μως, α­να­φο­ρά δεν α­κρι­βο­λο­γεί. Επι­προ­σθέ­τως, η ε­σφαλ­μέ­νη ει­κό­να που δη­μιουρ­γεί­ται, θί­γει τον α­πο­θα­νό­ντα τι­μώ­με­νο. Πα­ρα­δό­ξως, δεν υ­πήρ­ξε α­πά­ντη­ση, διορ­θω­τι­κή των δε­δο­μέ­νων, ό­ταν η εν λό­γω ο­μι­λία δη­μο­σιεύ­τη­κε, μα­ζί με τις άλ­λες δυο ε­κεί­νης της τι­μη­τι­κής βρα­διάς, σε “Πε­ριο­δι­κό των βι­βλίω­ν”, ευ­ρείας κυ­κλο­φο­ρίας.
Η σε­λί­δα του Ex Libris, ό­που έ­χου­με πα­ρου­σιά­σει αρ­κε­τά τεύ­χη του πε­ριο­δι­κού, δεν έ­χει ού­τε το έ­να χι­λιο­στό της α­να­γνω­σι­μό­τη­τας του “Πε­ριο­δι­κού των βι­βλίω­ν”, ω­στό­σο, για να εί­μα­στε συ­νε­πείς στο δι­κό μας με­τρη­μέ­νο κοι­νό, ση­μειώ­νου­με τα α­κρι­βή δε­δο­μέ­να σχε­τι­κά με το πε­ριο­δι­κό του Σαβ­βί­δη και της με­τα­θα­νά­τιας συ­νέ­χι­σής του. Δυ­σκο­λίες ως προς την ε­ξεύ­ρε­ση εκ­δό­τη εί­χε ο Σαβ­βί­δης, ή­δη α­πό τον τέ­ταρ­το τό­μο, του 1992, ό­ταν δια­κό­πη­κε η σχέ­ση με τις εκ­δό­σεις Νε­φέ­λη. Με κα­θυ­στέ­ρη­ση, ο τέ­ταρ­τος τό­μος εκ­δό­θη­κε το 1993 α­πό την Βι­κε­λαία Δη­μο­τι­κή Βι­βλιο­θή­κη και την έν­δει­ξη Β΄ Πε­ρίο­δος. Να ση­μειώ­σου­με, πως ο Σαβ­βί­δης εί­χε ε­πι­λέ­ξει για τον ε­αυ­τό του τον τίτ­λο “Διευ­θυ­ντής Συ­ντά­ξεως”. Στον 4ο τό­μο, προ­στί­θε­ται ως “Συν­διευ­θύ­ντρια συ­ντά­ξεως” η Μ. Μη­τσού, που α­να­λαμ­βά­νει και την ε­πι­μέ­λεια έκ­δο­σης. Ακο­λου­θεί ο πέ­μπτος, δι­πλός 1995-6, με­τά τον θά­να­τό του, με “Υπεύ­θυ­νη συ­ντά­ξεως” την Μη­τσού. Με τον θά­να­το, 23 Μαρ. 1998, του διευ­θυ­ντή της Βι­κε­λαίας, Νί­κου Γιαν­να­δά­κη, α­να­ζη­τεί­ται και πά­λι εκ­δό­της. Οι δυο ε­πό­με­νοι τό­μοι, ο έ­κτος, δι­πλός 1998-9, και ο έ­βδο­μος του 2000, εκ­δί­δο­νται α­πό το Σπου­δα­στή­ριο Νέ­ου Ελλη­νι­σμού και την έν­δει­ξη Γ΄ Πε­ρίο­δος. Πα­ρα­μέ­νει η ί­δια “Υπεύ­θυ­νη συ­ντά­ξεως”, ε­νώ κα­ταρ­τί­ζε­ται ε­πτα­με­λής Συ­ντα­κτι­κή ε­πι­τρο­πή (Ν. Βα­γε­νάς, D. Haas, Χ. Λ. Κα­ρά­ο­γλου, R. Lavagnini, P. Mackidge, Μ. Πιε­ρής, Α. Πο­λί­της). Με την α­νά­λη­ψη, το 1999, της Μη­τσού θέ­σης κα­θη­γη­τή στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Μο­νά­χου και την εκ­πε­φρα­σμέ­νη ε­πι­θυ­μία του Διευ­θυ­ντή του Σπου­δα­στη­ρίου, Μα­νό­λη Σαβ­βί­δη, να χρη­σι­μο­ποιή­σει τον τίτ­λο σε πα­ρεμ­φε­ρή έκ­δο­ση, η Συ­ντα­κτι­κή ε­πι­τρο­πή ε­ξα­σφα­λί­ζει, μέ­σω του ε­νός Θεσ­σα­λο­νι­κιού μέ­λους της, εκ­δό­τη στη συ­μπρω­τεύου­σα, και με­τα­κο­μί­ζει την έ­δρα του πε­ριο­δι­κού ε­κεί. Η Συ­ντα­κτι­κή ε­πι­τρο­πή γί­νε­ται ο­κτα­με­λής, κα­θώς προ­στί­θε­ται η Μη­τσού, ε­νώ την “Γραμ­μα­τεία σύ­ντα­ξης” α­να­λαμ­βά­νει ο Κα­ρά­ο­γλου. Από τό­τε, το σχή­μα μέ­νει στα­θε­ρό, μό­νο, στον 10ο τό­μο, α­πο­χω­ρεί ο Πιε­ρής και α­να­λαμ­βά­νει η Ν. Δε­λη­γιαν­νά­κη. Όσο για την α­να­γκαία αλ­λα­γή τίτ­λου, τι­μώ­ντας τη μνή­μη του ι­δρυ­τή, ε­λά­χι­στα τον δια­φο­ρο­ποίη­σαν. Ο “παι­χνι­διά­ρι­κος” χα­ρα­κτή­ρας του θυ­σιά­στη­κε, ό­μως το πε­ριο­δι­κό πα­ρέ­μει­νε το ί­διο. Πι­στό στις θε­μα­τι­κές εμ­μο­νές του ι­δρυ­τή του, ό­πως δεί­χνουν τα Ευ­ρε­τή­ρια, που κα­τήρ­τι­σε η Μ. Σα­κελ­λα­ρίου και δη­μο­σιεύ­θη­καν στον 11ο τό­μο.
Στο πε­ριο­δι­κό της πρώ­της πε­ριό­δου, υ­πάρ­χει ως μό­το η “α­θη­σαύ­ρι­στη πα­ραλ­λα­γή”, που εί­χε ε­μπνεύ­σει τον τίτ­λο: “Εκκλη­σιά πε­λε­κη­τή,/ ποίος σε πε­λέ­κη­σε,/ -Ο γιός του πε­λε­κη­τή.  –Νά ’χα ε­γώ τα σύ­νερ­γα του γιού του πε­λε­κη­τή,/ θα σε πε­λε­κού­σα,/ πο­λύ κα­λύ­τε­ρ’ α­πό το γιό του πε­λε­κη­τή.” Μή­πως, τε­λι­κά, πε­λε­κη­τής πε­λε­κη­τή έ­βγα­λε το μά­τι, α­πό θαυ­μα­σμό για την Εκκλη­σιά, την κον­δυ­λο­πε­λε­κη­τή; Όπως και να έ­χει, έ­να πε­ριο­δι­κό δεν κρί­νε­ται α­πό τον “πα­λιο­μο­δί­τι­κο” ή μο­ντέρ­νο τίτ­λο του, για­τί τό­τε σύ­μπα­σα η φι­λο­λο­γι­κή κοι­νό­τη­τα θα έ­πρε­πε να α­γκα­λιά­σει τα πε­ριο­δι­κά με­γά­λου σχή­μα­τος, με τους μο­δά­τους αγ­γλι­στί τίτ­λους. Κά­ποια, ω­στό­σο, μέ­λη της εν­δί­δουν, αλ­λά, κα­τά το ρη­τό, “τον πλού­το πολ­λοί ε­μί­ση­σαν, την δό­ξαν (διά­βα­ζε: α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τα, λό­γω και α­ναρ­τή­σεως στα πε­ρί­πτε­ρα) ου­δείς”. Εμείς, πά­ντως, πι­θα­νώς “πα­λιο­μο­δί­τι­κα”, ε­πι­μέ­νου­με, πως έ­να πε­ριο­δι­κό κρί­νε­ται μό­νο εκ των κει­μέ­νων.
Στο τρέ­χον τεύ­χος, δη­μο­σιεύο­νται εν­νέα με­λε­τή­μα­τα, σε χρο­νο­λο­γι­κή πα­ρά­τα­ξη σύμ­φω­νη με το θέ­μα. Προ­τάσ­σο­νται δυο κεί­με­να για τον «Από­κο­πο» του Μπερ­γα­δή και α­κο­λου­θούν δυο για Κα­βά­φη. Η συ­νέ­χεια με ποιη­τές του 20ου: η γε­νιά του ’30, με κεί­με­να για Σε­φέ­ρη και Βρετ­τά­κο, η πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή, με Ανα­γνω­στά­κη,  η δεύ­τε­ρη, με τον Κύ­πριο Θε­ο­δό­ση Νι­κο­λά­ου, δέ­κα χρό­νια α­πό το θά­να­τό του. Το τε­λευ­ταίο κεί­με­νο, του Γ. Μι­χα­η­λί­δη α­πό το Πα­νε­πι­στή­μιο του Μο­νά­χου, έ­χει ως θέ­μα την «Άνθι­ση και κρί­ση του βι­βλίου στην Ελλά­δα του Με­σο­πο­λέ­μου», ε­στιά­ζο­ντας στην, “ευ­ρω­παϊκού χα­ρα­κτή­ρα”, κρί­ση των ε­τών 1930-31. Όπου δί­νο­νται σχε­τι­κά πε­ριο­ρι­σμέ­να στοι­χεία για την ελ­λη­νι­κή πε­ρί­πτω­ση, ε­νώ η πα­ρα­τή­ρη­ση, πως θα πρέ­πει να δια­χω­ρι­στεί η κρί­ση των εκ­δο­τι­κών οί­κων α­πό την κρί­ση του ελ­λη­νι­κού λο­γο­τε­χνι­κού βι­βλίου και την κρί­ση της α­νά­γνω­σης εί­ναι γε­νι­κό­τε­ρης ι­σχύος και για να συ­ζη­τη­θεί θα πρέ­πει να ο­ρι­στεί το πως νοού­νται οι δυο τε­λευ­ταίες κρί­σεις.
Αφε­νός μεν η στε­νό­τη­τα χώ­ρου, αλ­λά, κυ­ρίως, η α­ναρ­μο­διό­τη­τά μας, ό­ταν, μά­λι­στα, τα εν λό­γω φι­λο­λο­γι­κά με­λε­τή­μα­τα κα­λύ­πτουν τό­σο ευ­ρύ θε­μα­τι­κό φά­σμα, βά­ζουν φρα­γή στην πε­ραι­τέ­ρω κρί­ση της Εκκλη­σιάς της κον­δυ­λο­πε­λε­κη­τής. Μό­νο μία πα­ρα­τή­ρη­ση: Αφο­ρά τρία με­λε­τή­μα­τα, ό­που, αν δι­νό­ταν στο δια­θέ­σι­μο ε­ρευ­νη­τι­κό υ­λι­κό μία πιο συ­ντο­μευ­μέ­νη μορ­φή, η ει­κό­να πι­στεύου­με πως θα ή­ταν ευ­κρι­νέ­στε­ρη. Στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, που οι συγ­γρα­φείς βρί­σκο­νται στις αρ­χές της πα­νε­πι­στη­μια­κής τους πο­ρείας, αυ­τή η υ­στέ­ρη­ση ως προς την οι­κο­νο­μία του κει­μέ­νου, μπο­ρεί να κα­τα­νο­η­θεί. Μέ­νουν προς σχο­λια­σμό δυο με­λε­τή­μα­τα, που ε­μείς του­λά­χι­στον κρί­νου­με ως ση­μα­ντι­κά, το έ­να α­πό τα δυο κα­βα­φι­κά και ε­κεί­νο για τον Σε­φέ­ρη. Εν α­να­μο­νή του ε­πό­με­νου τό­μου, του 2015, ει­κά­ζου­με α­φιε­ρω­μέ­νου στον ι­δρυ­τή του πε­ριο­δι­κού. Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, ευ­κταίο θα ή­ταν, να μην κυ­κλο­φο­ρή­σει ε­τε­ρο­χρο­νι­σμέ­να.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 11/10/2015.
 
Φωτογραφία: Ο θεατρολόγος Δημήτρης Σπάθης, για τον οποίο δημοσιεύεται νεκρολογία στον τόμο.

Εκδοχές σ’ ένα θέμα

$
0
0
Σπύ­ρος Γιαν­να­ράς
«Ο βα­σι­λιάς έρ­χε­ται
ό­πο­τε του κα­πνί­σει»
Εκδό­σεις Άγρα
Μάιος 2015
 
“Ο βα­σι­λιάς έρ­χε­ται ό­πο­τε του κα­πνί­σει” εί­ναι ο τίτ­λος της τρί­της συλ­λο­γής διη­γη­μά­των του Σπύ­ρου Γιαν­να­ρά. Όπου, ο συγ­γρα­φέ­ας σπεύ­δει, στο κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου, να ε­πε­ξη­γή­σει την προ­σω­πο­ποίη­ση: “Ο έ­ρω­τας έρ­χε­ται ό­πο­τε του κα­πνί­σει”. Άρι­στα πράτ­τει, κα­θώς οι υ­πο­ψή­φιοι α­γο­ρα­στές του βι­βλίου, το πι­θα­νό­τε­ρο α­να­γνώ­στες των δυο προ­η­γού­με­νων συλ­λο­γών, το σύ­νο­λο τρία συν έ­ξι διη­γή­μα­τα, μό­νο στον έ­ρω­τα δεν θα τους πά­ει ο νους. Μάλ­λον ως σαρ­κα­στι­κή α­να­φο­ρά στον θά­να­το θα την ε­κλά­βουν. Διή­γη­μα και θά­να­τος, το πή­γαι­νε ο Γιαν­να­ράς. Ποι­κί­λους θα­νά­τους έ­χει ε­μπνευ­στεί για τα διη­γή­μα­τά του, με μο­να­δι­κή ε­ξαί­ρε­ση το προ­τασ­σό­με­νο της δεύ­τε­ρης συλ­λο­γής, που έ­χει ε­ρω­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο. Αλλά και α­πό αυ­τό α­που­σιά­ζει ο έ­ρω­τας, κα­θώς ε­μπλέ­κο­νται μό­νο δον­ζουάν και κε­ρα­σφό­ροι σύ­ντρο­φοι. Οπό­τε, μία συλ­λο­γή και μά­λι­στα, αυ­τήν τη φο­ρά, έ­ντε­κα διη­γη­μά­των, με σχε­δόν α­πο­κλει­στι­κό θέ­μα τον έ­ρω­τα - μό­νο σε έ­να διή­γη­μα α­που­σιά­ζει - α­πο­τε­λεί έκ­πλη­ξη.
Ο συγ­γρα­φέ­ας α­πο­ποιεί­ται την αρ­χαία προ­σω­πο­ποίη­ση του έ­ρω­τα θε­ού, ό­πως α­πο­κλείει και τις προ­σω­πο­ποιή­σεις του έ­ρω­τα ως ί­με­ρου και πό­θου. Εννέα ι­στο­ρίες και ού­τε μία σκη­νή κλι­νο­πά­λης, ού­τε καν “γυ­μνός γυ­μνή συ­γκα­τα­κλι­νείς”. Για να α­κρι­βο­λο­γού­με, υ­πάρ­χει μια σκη­νή, που θα μπο­ρού­σε κά­πως έ­τσι να συ­νο­ψι­στεί, αλ­λά, πα­ρό­λο που α­να­φέ­ρε­ται σε πρωι­νό ξύ­πνη­μα ε­ρω­τευ­μέ­νων, στε­ρεί­ται της πα­ρα­μι­κρής ε­ρω­τι­κής δρά­σης. Ο “δεύ­τε­ρος πα­τέ­ρας” του, ό­πως ο Γιαν­να­ράς α­πο­κα­λεί τον Κω­στή Πα­πα­γιώρ­γη, θα του τρα­βού­σε το αυ­τί. Μαύ­ρο το φό­ντο των ι­στο­ριών, ού­τε καν “μπλε βα­θύ σχε­δόν μαύ­ρο”, προς συμ­φω­νία με τον α­γα­πη­μέ­νο του συγ­γρα­φέα Θα­νά­ση Βαλ­τι­νό.
Αν και ε­φέ­τος, πρό­σθε­σε στην ο­μά­δα “των ε­ξαί­ρε­των Ελλή­νων διη­γη­μα­το­γρά­φω­ν”, που, μέ­χρι πρό­τι­νος, α­νέ­φε­ρε σε συ­νε­ντεύ­ξεις και δη­μο­σιεύ­μα­τα, τον Γιώρ­γο Ιωάν­νου, χρί­ζο­ντας αυ­τόν “το με­γά­λο σχο­λείο γρα­φής”. Μάλ­λον συ­νέ­βα­λε ο ε­ορ­τα­σμός της ε­πε­τείου των τριά­ντα χρό­νων α­πό τον θά­να­τό του. Το  μό­το του τε­λευ­ταίου, σύ­ντο­μου διη­γή­μα­τος της πρό­σφα­της συλ­λο­γής του, το αν­τλεί α­πό το πε­ζο­γρά­φη­μα του Ιωάν­νου, «Ομί­χλη», της συλ­λο­γής «Η μό­νη κλη­ρο­νο­μιά». Βι­βλίο του 1974. Ίσως, το συ­γκε­κρι­μέ­νο διή­γη­μα και κά­ποια άλ­λα της νέ­ας συλ­λο­γής, να γέρ­νουν προς το πε­ζο­γρά­φη­μα. Ο τρό­πος γρα­φής του Γιαν­να­ρά, πά­ντως, εί­ναι ξέ­νος προς ε­κεί­νον του Θεσ­σα­λο­νι­κιού πε­ζο­γρά­φου.
Ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο εί­δος έ­ρω­τα πο­λιορ­κεί με τα ε­ρω­τι­κά του ο Γιαν­να­ράς, τον α­πο­κα­λού­με­νο κε­ραυ­νο­βό­λο, που εκ­δη­λώ­νε­ται στη θέα και μό­νο του άλ­λου. Όταν ο ε­γκέ­φα­λος ση­μαί­νει συ­να­γερ­μό και αρ­χί­ζει να εκ­κρί­νει κά­θε εί­δους ορ­μό­νες, δη­μιουρ­γώ­ντας την αί­σθη­ση μίας α­κα­τα­νί­κη­της έλ­ξης για έ­να ά­γνω­στο πρό­σω­πο. Ωστό­σο, ο συγ­γρα­φέ­ας αμ­φιρ­ρέ­πει με­τα­ξύ του έ­ρω­τα κα­τά Πλά­τω­να και κα­τά Φρόυ­ντ. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο έ­ρω­τας του α­φη­γη­τή, σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­κο­πές του ο­μό­τιτ­λου διη­γή­μα­τος, με­ταγ­γί­ζει κά­τι τις α­πό “θεία τρέ­λα”. Εκεί­νο το πα­ρα­λή­ρη­μα, το ε­μπνευ­σμέ­νο α­πό τον θεό, για το ο­ποίο ρη­το­ρεύει η Διο­τί­μα. Από την άλ­λη, έ­τε­ρος α­φη­γη­τής, α­να­κα­λώ­ντας την πρώ­τη συ­νά­ντη­ση με τον με­γά­λο του έ­ρω­τα, συ­μπτω­μα­τι­κά σε έ­να ε­στια­τό­ριο με την ο­νο­μα­σία Duende, μνη­μο­νεύει το λορ­κι­κό ντουέ­ντε, που εί­χε προ­κα­λέ­σει στην πο­θη­τή γυ­ναί­κα, κα­τα­πώς του ε­ξο­μο­λο­γή­θη­κε με­τά την ι­κα­νο­ποίη­ση των σε­ξουα­λι­κών τους ε­νορ­μή­σεων, η θέα α­πό το κα­τά­σαρ­κα φο­ρε­μέ­νο σκού­ρο φα­νε­λά­κι του. Όσο για την ψυ­χα­νά­λυ­ση ε­πι­μέ­νει, πως ε­ρω­τευό­μα­στε ό­ταν οι συ­γκυ­ρίες μας ε­τοι­μά­ζουν για αλ­λα­γή.
Δεν θα βά­λου­με, βε­βαίως, τον συγ­γρα­φέα στο ψυ­χα­να­λυ­τι­κό α­νά­κλι­ντρο. Άλλω­στε, μας προ­λαμ­βά­νει, δια­βε­βαιώ­νο­ντας σε συ­νέ­ντευ­ξή του με α­φορ­μή το πρό­σφα­το βι­βλίο του, πως, σε αυ­τό, το αυ­το­βιο­γρα­φι­κό στοι­χείο εί­ναι μι­κρό. Ωστό­σο, κα­θώς έ­χει τά­ση στις ε­ξο­μο­λο­γή­σεις των προ­σω­πι­κών του, ο α­να­γνώ­στης, του­λά­χι­στον ο υ­πο­ψια­σμέ­νος, σε κά­ποια διη­γή­μα­τα, θα δια­κρί­νει ταυ­τί­σεις με τα βιώ­μα­τα του α­φη­γη­τή. Λ.χ., στο πα­λαιό­τε­ρο διή­γη­μα της συλ­λο­γής, το «Υπο­ψή­φια για α­πο­χώ­ρη­ση», δη­μο­σιευ­μέ­νο πριν την έκ­δο­ση της προ­η­γού­με­νης συλ­λο­γής, ο συγ­γρα­φέ­ας στή­νει την υ­πό­θε­ση, α­να­μι­γνύο­ντας τη στε­νο­χώ­ρια α­πό μία ερ­γα­σια­κή α­πό­λυ­ση με την α­νη­συ­χία για έ­ναν καρ­κί­νο, βιώ­μα­τα α­κό­μη τό­τε νω­πά για τον ί­διο. Αυ­τό, βε­βαίως, δεν ση­μαί­νει, ό­τι ταυ­τί­ζε­ται με τον α­φη­γη­τή, που εί­χε προ πε­ντα­ε­τίας στέ­κι το ε­στια­τό­ριο Duende, ού­τε πως τό­τε που έ­χα­σε τη μη­τέ­ρα του, ή­ταν που ε­ρω­τεύ­τη­κε μία γυ­ναί­κα στο μη­τρι­κό πρό­τυ­πο, ό­πως ψυ­χα­να­λυ­τι­κά προ­βλέ­πε­ται, αλ­λά και ό­πως συ­νέ­βη σε α­φη­γη­τή του, τρε­λά ε­ρω­τευ­μέ­νο με μία γυ­ναί­κα, την ο­ποία προι­κί­ζει με μη­τρι­κής υ­φής ι­διό­τη­τες και ταυ­τό­χρο­να, με “τρυ­φε­ρή ψυ­χή παι­δί­σκης”.
Ο Γιαν­να­ράς, η­θε­λη­μέ­να ή ό­χι, ε­ξε­ρε­θί­ζει με την πλη­θώ­ρα των πε­ρι­κει­με­νι­κών στοι­χείων την πε­ριέρ­γεια του α­να­γνώ­στη. Ει­δι­κό­τε­ρα, με τις ε­κτε­τα­μέ­νες α­να­φο­ρές στους ε­πώ­νυ­μους που έ­χει γνω­ρί­σει και σε ε­κεί­νους που, κα­τά και­ρούς, συ­να­να­στρέ­φε­ται, ό­πως ε­πί­σης, με τις α­φιε­ρώ­σεις και τα μό­το κά­θε κει­μέ­νου, αλ­λά και τις συ­νο­μι­λίες με τα κεί­με­να άλ­λων συγ­γρα­φέων και τα συ­να­κό­λου­θα δά­νεια, εμ­φα­νή ή λαν­θά­νο­ντα, ω­θεί τον βι­βλιο­πα­ρου­σια­στή στον βιο­γρα­φι­σμό. Από την άλ­λη, τον κά­νει να δι­στά­ζει στη δια­τύ­πω­ση α­δυ­να­μιών, κα­θώς ο ί­διος συ­στή­νει ε­αυ­τόν ως κρι­τι­κό λο­γο­τε­χνίας και τε­λευ­ταία, ως με­λε­τη­τή. Και μά­λι­στα, με θεω­ρη­τι­κή σκευή κα­θό­λου α­με­λη­τέα, ό­πως δεί­χνει η ε­κτε­τα­μέ­νη δια­κει­με­νι­κό­τη­τα, κα­θώς και το πε­ρί διη­γή­μα­τος δο­κί­μιο, που εν­σω­μα­τώ­νει στη συλ­λο­γή με τίτ­λο, «Αντί προ­λό­γου: ε­πί­λο­γος».
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, μία συλ­λο­γή διη­γη­μά­των ζώ­ντος συγ­γρα­φέα, εκ­δι­δό­με­νη με πρω­το­βου­λία του ι­δίου, α­πό πού κι ως πού χρή­ζει “προ­λό­γου”; Αλλά α­πο­ρία προ­κα­λεί και ο τρό­πος, με τον ο­ποίο εί­ναι γραμ­μέ­νος αυ­τός ο, εν τέ­λει, “ε­πί­λο­γος”. Έτσι, ό­πως α­πο­φαί­νε­ται κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά πε­ρί ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας και ελ­λη­νι­κού διη­γή­μα­τος, α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, οι υ­περ­θε­τι­κοί χα­ρα­κτη­ρι­σμοί με­γα­λύν­σεως, που χρη­σι­μο­ποιεί για τα διη­γή­μα­τα πα­λαιό­τε­ρων και νεό­τε­ρων, κα­θώς και οι α­νε­πι­φύ­λα­κτες ιε­ραρ­χή­σεις και α­πο­κλει­σμοί που α­πο­κα­θι­στά. Συ­γκρα­τού­με, ω­στό­σο, την ε­πι­σή­μαν­σή του, πως οι διη­γη­μα­το­γρά­φοι α­πο­τε­λούν μειο­ψη­φία α­νά­με­σα στους συγ­γρα­φείς ι­στο­ριών. Μειο­ψη­φία, στην ο­ποία το­πο­θε­τεί τον ε­αυ­τό του, πα­ρό­λο που ει­σα­γω­γι­κά πα­ρα­τη­ρεί: “Το κα­τά πό­σο, βέ­βαια, κα­τα­φέρ­νω να γρά­ψω διή­γη­μα, και δη με τους ό­ρους που θα το ε­πι­θυ­μού­σα, εί­ναι αλ­λου­νού πα­πά ευαγ­γέ­λιο”. Μάλ­λον, ό­μως, πρό­κει­ται για ρη­το­ρι­σμό, α­φού δη­λώ­νε­ται πολ­λα­πλώς η βε­βαιό­τη­τά του, του­λά­χι­στον ως προς το πρώ­το σκέ­λος.
Όπως και να έ­χει, αυ­τός “ο άλ­λος πα­πάς” θα α­να­με­νό­ταν να εί­ναι ο κρι­τι­κός των βι­βλίων του. Δια­βά­ζο­ντας, ω­στό­σο, το σώ­μα των μέ­χρι σή­με­ρα κρι­τι­κών για τις τρεις συλ­λο­γές διη­γη­μά­των του, πα­ρό­μοιας φύ­σεως πα­ρα­τη­ρή­σεις δεν γί­νο­νται. Κυ­ριαρ­χεί ευ­με­νής στά­ση, που, με την τρί­τη συλ­λο­γή, κα­τα­λή­γει α­νε­πι­φύ­λα­κτα ε­παι­νε­τι­κή. Σε α­ντί­θε­ση, ε­μείς πι­στεύου­με, πως ό­σο ο­ρι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της γρα­φής του ε­παυ­ξά­νο­νται, τό­σο α­πο­μα­κρύ­νε­ται α­πό τις α­ρε­τές του πρώ­του, προ ε­πτα­ε­τίας, βι­βλίου του και α­ντί­στοι­χα, α­πό ε­κεί­νες του διη­γή­μα­τος. Ήδη, στην προ­η­γού­με­νη συλ­λο­γή, χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με δυ­σα­νά­λο­γη τη χρή­ση των πα­ρο­μοιώ­σεων, κά­πο­τε και ά­στο­χη. Έγκρι­τη, πά­ντως, κρι­τι­κός θεω­ρού­σε τις πα­ρο­μοιώ­σεις “ευ­στο­χό­τα­τες, ευ­ρη­μα­τι­κές και λει­τουρ­γι­κές”. Στην πρό­σφα­τη, οι ε­πιρ­ρη­μα­τι­κοί προσ­διο­ρι­σμοί σύ­γκρι­σης, ό­πως και σαν, τεί­νουν να ε­κλά­βουν συ­χνό­τη­τα συ­μπλε­κτι­κού συν­δέ­σμου. Η ε­ντύ­πω­ση υ­περ­βο­λής, που καλ­λιερ­γεί­ται, ε­ντεί­νε­ται α­πό την ε­κτε­τα­μέ­νη χρή­ση της με­τα­φο­ράς.
Εμμέ­νο­ντας στα κα­λο­λο­γι­κά στοι­χεία, με τα ο­ποία ε­πι­ζη­τεί ο συγ­γρα­φέ­ας να χτί­σει “το π῾῾ρο­σω­πι­κό του ύ­φος”, πα­ρα­τη­ρού­με να πλη­θαί­νουν τα ε­πί­θε­τα, ι­δίως τα σύν­θε­τα και ε­πί­λε­κτα. Ένας οί­στρος, α­πό τον ο­ποίο συ­χνά προ­κύ­πτουν α­δό­κι­μες εκ­φρά­σεις. Σε αυ­τό το ε­πι­διω­κό­με­νο “προ­σω­πι­κό ύ­φος”, προ­βάλ­λει ως βα­σι­κή συ­νι­στώ­σα η δια­κει­με­νι­κό­τη­τα. Μό­νο που και αυ­τή πυ­κνώ­νει. Όταν, μά­λι­στα, γί­νε­ται υ­πό τη μορ­φή πα­ρα­πο­μπής, φαί­νε­ται να ε­πι­διώ­κε­ται βι­βλιο­γρα­φι­κή πλη­ρό­τη­τα δο­κι­μίου. Σαν ο α­φη­γη­τής να δί­νει ε­ξε­τά­σεις λο­γιό­τη­τας.
Δο­κι­μια­κού τύ­που προ­σέγ­γι­ση στο θέ­μα του έ­ρω­τα δεί­χνει και ο πε­ρι­πτω­σιο­λο­γι­κός τρό­πος, με τον ο­ποίο εί­ναι δο­μη­μέ­νη η συλ­λο­γή. Ακρι­βέ­στε­ρα, α­να­δει­κνύο­νται πτυ­χές της ε­ρω­τι­κής σχέ­σης α­πό την ο­πτι­κή του ί­διου πά­ντο­τε σκέ­λους, που, σε ό­λες τις ι­στο­ρίες, πλην μίας πα­ρά­ται­ρης, νε­ο­η­θο­γρα­φι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου, εί­ναι ο άν­δρας. Ενά­ντια στους μέ­σους ό­ρους, αυ­τός πα­ρου­σιά­ζε­ται ως ο πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­ρω­τευ­μέ­νος, ε­πί­μο­να και ρο­μα­ντι­κά, ο­πό­τε και κα­θί­στα­ται ο πιο ευά­λω­τος α­νά­με­σα στους δύο πό­λους. Ή, ί­σως α­κρι­βέ­στε­ρα, πα­ρου­σιά­ζε­ται ως έ­νας μα­ζο­χι­στι­κός χα­ρα­κτή­ρας, που α­πο­λαμ­βά­νει τα­πει­νώ­σεις και ε­γκα­τα­λεί­ψεις. Με εν­νέα ι­στο­ρίες κα­λύ­πτε­ται σει­ρά πε­ρι­πτώ­σεων, που μπο­ρούν να πα­ρα­τα­χθούν στον ά­ξο­να του χρό­νου, σύμ­φω­να με τη διάρ­κεια της σχέ­σης: Το μπι­γκ μπαν­γκ ε­νός έ­ρω­τα, ό­ταν το γυ­ναι­κείο βλέμ­μα “δια­περ­νά σαν βέ­λος” τον ά­ντρα. Ού­τε βδο­μά­δας ζευ­γά­ρι, γέν­νη­μα κε­ραυ­νο­βό­λου έ­ρω­τα, που α­να­κα­λύ­πτει α­συμ­φω­νία α­πό­ψεων. Έτε­ρο ζεύ­γος, με δε­σμό ε­τών, που φι­λο­νι­κεί για την α­πό­κτη­ση τέ­κνου, κα­θώς ε­κεί­νη δια­καώς το ε­πι­θυ­μεί. Τρί­το ζεύ­γος, με σο­βα­ρό δε­σμό και ε­κεί­νον να φα­ντα­σιώ­νει πρό­τα­ση γά­μου στο σε­λη­νό­φως, που, αίφ­νης, συ­νει­δη­το­ποιεί α­συμ­φω­νία χα­ρα­κτή­ρων. Τέ­ταρ­το, με χα­λα­ρό πε­ντα­ε­τή δε­σμό και ε­κεί­νη, εν δια­στά­σει και με δυο κό­ρες, να του κά­νει γυ­μνά­σια. Ένα άλ­λο, προ­σφά­τως χω­ρι­σμέ­νο, με ε­κεί­νον σε φά­ση ο­δυ­νη­ρής α­πε­ξάρ­τη­σης. Ακό­μη, ζεύ­γος δια­ζευγ­μέ­νων, προ τριών ε­τών, που δια­πλη­κτί­ζε­ται για το μοί­ρα­σμα του χρό­νου ε­πο­πτείας της κό­ρης τους, με ε­κεί­νη να  τον δυ­σκο­λεύει στα πα­τρι­κά του κα­θή­κο­ντα. Μέ­νουν δυο σύ­ντο­μα πε­ζά, διαν­θι­σμέ­να με σκέ­ψεις γύ­ρω α­πό τις ε­ρω­τι­κές σχέ­σεις και τον βα­σα­νι­σμό τους.  
Από ι­στο­ρία σε ι­στο­ρία, δια­φο­ρο­ποιεί­ται ο σκη­νι­κός χώ­ρος. Σο­φά ο συγ­γρα­φέ­ας, την α­να­κά­λυ­ψη α­συμ­φω­νίας α­πό­ψεων και χα­ρα­κτή­ρων, αλ­λά και τα γυ­ναι­κεία κα­μώ­μα­τα, τα το­πο­θε­τεί στο χρό­νο δια­κο­πών, σε νη­σί. “Κά­ποιο κο­ντι­νό”, Αστυ­πά­λαια ή και Κύ­θη­ρα, που ε­πα­νέρ­χο­νται. Κα­τά τα άλ­λα, μπο­ρεί η α­φή­γη­ση να πλέ­κε­ται γύ­ρω α­πό την ε­ρω­τι­κή α­πελ­πι­σία ε­κεί­νου, ό­μως το ζη­τού­με­νο του ε­ρω­τευ­μέ­νου και ά­ρα, το κυ­ρίως θέ­μα, εί­ναι η γυ­ναί­κα, ως πο­θη­τή ύ­παρ­ξη αλ­λά και πρό­τυ­πο. Σε τέσ­σε­ρις ι­στο­ρίες, η δο­μή στη­ρί­ζε­ται στην α­ντί­στι­ξη της σύγ­χρο­νης γυ­ναί­κας, στις τρέ­χου­σες πα­ραλ­λα­γές, με την γυ­ναί­κα σε πα­λαιό­τε­ρα χρό­νια. Αυ­τήν τη δεύ­τε­ρη την εμ­φα­νί­ζει σαν τη βα­σα­νι­σμέ­νη Ρω­μιά του Πα­πα­δια­μά­ντη. Πι­θα­νώς, ως μυ­στι­κή συ­νο­μι­λία με τις «Ρω­μιές» του “Δά­σκα­λου” Λο­ρε­ντζά­του. Η α­ντί­στι­ξη δεν ευ­τυ­χεί πά­ντα α­φη­γη­μα­τι­κά. Λ.χ., στο δια­δρα­μα­τι­ζό­με­νο «Εντός του συρ­μού», με την ό­μορ­φη κο­πέ­λα και το ε­ξα­θλιω­μέ­νο η­λι­κιω­μέ­νο ζευ­γά­ρι, ε­ξαί­ρε­ται μό­νο η α­ντί­θε­ση στην εμ­φά­νι­σή τους, ε­νώ οι συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­νες σκέ­ψεις του α­φη­γη­τή, α­ντί να λει­τουρ­γούν συν­δυα­στι­κά, δί­νουν στο πε­ζό χρο­νο­γρα­φι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Αντι­θέ­τως, ευ­τυ­χούν «Το ξό­δι», με Κυ­θή­ριο γέ­ρο­ντα, προ­σκολ­λη­μέ­νο στη γυ­ναί­κα που του α­ντι­στοι­χεί, και «Το μαύ­ρο ά­λο­γο», με τη νη­σιώ­τισ­σα Ρω­μιά γραία.
Τέ­λος, να ση­μειώ­σου­με, πως το α­κρο­τε­λεύ­τιο σύ­ντο­μο πε­ζό της συλ­λο­γής, με τίτ­λο, «Βα­σα­νί­ζο­μαι», παίρ­νει έ­μπνευ­ση –χω­ρίς να α­πο­κλείε­ται η σύ­μπτω­ση– α­πό το τε­λευ­ταίο α­φή­γη­μα, «Κο­ντά στην κοι­λιά», του Σω­τή­ρη Δη­μη­τρίου, που ξε­κι­νά­ει με την ί­δια μο­νο­λε­κτι­κή έκ­φρα­ση πό­νου. Πρό­κει­ται για έ­να γκρά­φι­τι, που φτά­νει να “πιά­νει δυο ο­ρό­φους πο­λυ­κα­τοι­κίας”, ως δια­κό­σμη­ση των τοί­χων της Αθή­νας στα χρό­νια της κρί­σης. Οι α­φη­γη­τές των δυο συγ­γρα­φέων το βρί­σκουν συ­νε­χώς μπρο­στά τους. Του Δη­μη­τρίου, το θεω­ρεί σή­μα κα­τα­τε­θέν της κρί­σης, του Γιαν­να­ρά, του έ­ρω­τα. Όπως και να έ­χει, ο Δη­μη­τρίου δεν α­να­φέ­ρε­ται στον κα­τά Γιαν­να­ρά λο­γο­τε­χνι­κό κα­νό­να του Επι­λό­γου.
 
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 18/10/2015.

Κρυμμένη σελήνη ή Φάκα dei Greci

$
0
0
Αντί σχο­λια­σμού της έκ­θε­σης «Η Αθή­να ε­λεύ­θε­ρη», ι­στο­ρι­κής έκ­θε­σης, ό­πως χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε, μια και ση­μα­το­δο­τεί τη νέα α­ντί­λη­ψη των ση­με­ρι­νών ι­στο­ρι­κών για ό­σα δια­δρα­μα­τί­στη­καν τό­τε, ε­μείς ε­πα­νερ­χό­μα­στε στο τρέ­χον τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Κον­δυ­λο­φό­ρος» και ει­δι­κό­τε­ρα, στο με­λέ­τη­μα του Μι­χαήλ Πα­σχά­λη για τον Σε­φέ­ρη. Ο τίτ­λος εί­ναι «Σιω­πές α­γα­πη­μέ­νες της σε­λή­νης», με πλα­γιο­γρά­φη­ση, κα­θώς πρό­κει­ται για στί­χο ποιή­μα­τος, το ο­ποίο προσ­διο­ρί­ζει ο υ­πό­τιτ­λός, “Ζη­τή­μα­τα δια­κει­με­νι­κό­τη­τας στον «Τε­λευ­ταίο σταθ­μό» του Γιώρ­γου Σε­φέ­ρη»”.
Η μα­κρο­χρό­νια ε­να­σχό­λη­ση του Πα­σχά­λη με “τον δια­κει­με­νι­κό διά­λο­γο ελ­λη­νι­κής και ι­τα­λι­κής λο­γο­τε­χνίας”, σε με­γά­λο βά­θος χρό­νου, α­πό ε­κεί­νον της ελ­λη­νι­στι­κής πε­ριό­δου με την λα­τι­νι­κή γραμ­μα­τεία, τον κα­θι­στά ει­δή­μο­να ε­πί του θέ­μα­τος. Από μία ά­πο­ψη, εί­ναι έ­νας ε­πί­φο­βος μαι­τρ σε αυ­τόν τον ι­διά­ζο­ντα το­μέα “δια­κει­με­νι­κό­τη­τας”. Εί­ναι γε­γο­νός, πως πολ­λούς ελ­κύουν οι “δια­κει­με­νι­κοί διά­λο­γοι”, προ­τι­μούν, ό­μως, πε­ρισ­σό­τε­ρο βα­τά “δια­κεί­με­να”, ό­πως η αγ­γλό­γλωσ­ση, κα­τά κα­νό­να σύγ­χρο­νη, λο­γο­τε­χνία. Αυ­τοί, ό­μως, δεν βά­ζουν σε δο­κι­μα­σία τη γη­γε­νή λο­γο­τε­χνία, α­φού, στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, να α­πο­δεί­ξουν ξε­νι­κές ε­πι­δρά­σεις στο έρ­γο του άλ­φα ή του βή­τα Έλλη­να συγ­γρα­φέα. Ενώ, ο Πα­σχά­λης, α­σχο­λού­με­νος συ­στη­μα­τι­κά με τους κο­ρυ­φαίους της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, τεί­νει να την α­πορ­φα­νί­σει. Και κα­λά, οι δυο Ζα­κύν­θιοι, Κάλ­βος-Σο­λω­μός, αλ­λά ο Σε­φέ­ρης; Μέ­χρι προ­χτές βαλ­λό­ταν για ελ­λη­νο­κε­ντρι­σμό, και τώ­ρα να χρειά­ζε­ται υ­πε­ρά­σπι­ση για δυ­τι­κό­φι­λη “δια­κει­με­νι­κό­τη­τα”;    
Πα­ρό­μοια συ­νη­γο­ρία συ­νι­στά δύ­σκο­λο έρ­γο, ό­ταν η εν λό­γω διά­γνω­ση έρ­χε­ται α­πό έ­ναν βρα­βευ­μέ­νο κλα­σι­κό φι­λό­λο­γο. Δε­δο­μέ­νου, ό­μως, ό­τι πα­ρα­μέ­νου­με στην ε­πο­χή του α­να­γνώ­στη, ως δη­μιουρ­γι­κού παρ­τε­ναί­ρ, μα­κράν του πα­θη­τι­κού α­πο­δέ­κτη, που α­ντι­λαμ­βα­νό­ταν η γε­νιά του ’30, θα εκ­θέ­σου­με ευ­θαρ­σώς τις α­πο­ρίες μας. 
Μία πρώ­τη α­πο­ρία γεν­νά το ι­διαί­τε­ρα με­γά­λο βά­ρος, που ο με­λε­τη­τής α­πο­δί­δει στα “πα­ρα­κει­με­νι­κά στοι­χεία” έ­να­ντι των κει­με­νι­κών, δη­λα­δή του ι­δίου του ποιή­μα­τος. Συ­γκε­κρι­μέ­να, α­να­φέ­ρε­ται στον τίτ­λο, τους χρο­νο­λο­γι­κούς προσ­διο­ρι­σμούς και τις συ­νο­δευ­τι­κές ση­μειώ­σεις. Επί­σης, στις αλ­λα­γές τους κα­τά τις δια­δο­χι­κές εκ­δό­σεις, κα­θώς και, λό­γω ύ­παρ­ξης στην πε­ρί­πτω­ση Σε­φέ­ρη αρ­χεια­κού υ­λι­κού, σε δια­φο­ρο­ποιή­σεις στα χει­ρό­γρα­φα “σχε­διά­σμα­τα”. Εκ προοι­μίου, ε­ξαί­ρει το ρό­λο τους ως “ερ­μη­νευ­τι­κό ερ­γα­λείο”. Στη συ­νέ­χεια, δια­χω­ρί­ζει έ­να “πα­ρα­κει­με­νι­κό στοι­χείο”, συ­γκε­κρι­μέ­να, μία α­πό τις ση­μειώ­σεις, ό­που ως πρό­τυ­πο ε­νός στί­χου του ποιή­μα­τος, ε­κεί­νου που ε­πι­λέ­γει και ως τίτ­λο του με­λε­τή­μα­τός του, “σιω­πές α­γα­πη­μέ­νες της σε­λή­νης”, υ­πο­δει­κνύε­ται η­μι­στί­χιο α­πό την «Αι­νειά­δα» του Βιρ­γί­λιου, “amica silentia lunae”. Στό­χος του να δεί­ξει πως το εν λό­γω η­μι­στί­χιο, ο­μού με­τά των συμ­φρα­ζο­μέ­νων του, “α­πο­τε­λούν δο­μι­κό στοι­χείο της σκη­νο­θε­σίας του «Τε­λευ­ταίου σταθ­μού»”, ά­ρα “το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο δια­κεί­με­νο του ποιή­μα­τος”. Σε α­ντί­θε­ση, το πρω­το­γε­νές κει­με­νι­κό στοι­χείο, τον στί­χο του ποιή­μα­τος, τον σχο­λιά­ζει υ­πο­βο­η­θη­τι­κά προς το τέ­λος του κει­μέ­νου του.
Ο με­λε­τη­τής α­πο­πει­ρά­ται ερ­μη­νεία του ποιή­μα­τος και δη, μέ­σω ε­πι­σφα­λούς “δια­κει­με­νι­κό­τη­τας”: “Ο καμ­βάς πά­νω στον ο­ποίο στή­νε­ται ο «Τε­λευ­ταίος σταθ­μός» εί­ναι η δια­κει­με­νι­κή σκη­νο­θε­σία που προ­ε­τοι­μά­ζει την ά­λω­ση της Τροίας στην «Αι­νειά­δα» του Βιρ­γι­λίου.” Με άλ­λα λό­για, αν πα­ρα­κο­λου­θού­με την “δια­κει­με­νι­κού” τύ­που συλ­λο­γι­στι­κή, εν­σφη­νώ­νο­ντας στο ποίη­μα τον εν λό­γω στί­χο, α­να­κα­λεί­ται η σκη­νή με τον στό­λο των Αχαιών να ξε­κι­νά­ει α­πό την Τέ­νε­δο για την α­φρού­ρη­τη, χά­ρις στον “αρ­χε­τυ­πι­κό δό­λο” του Δού­ρειου Ίππου, στο έ­λεός τους, Τροία. Αυ­τό υ­πο­τί­θε­ται πως ε­πέ­χει θέ­ση προ­φη­τείας στο σε­φε­ρι­κό ποίη­μα  για ό­σα πρό­κει­ται να συμ­βούν με­τά την Απε­λευ­θέ­ρω­ση της Αθή­νας απ’ τις ορ­δές της Βέρ­μα­χτ.
“Κά­θε ε­ξή­γη­ση ποιή­μα­τος εί­ναι, μου φαί­νε­ται, ε­ξω­φρε­νι­κή...”, δια­τεί­νε­ται ο Σε­φέ­ρης το 1949, ό­ταν η Τζού­λια Κρί­στε­βα ή­ταν παι­δά­κι στην Βουλ­γα­ρία και ο Ζε­ράρ Ζε­νέ­τ, πρω­το­ε­τής της φι­λο­λο­γίας. Τό­τε, η λε­γό­με­νη “transtextualite” υ­πήρ­χε μό­νο σαν “πε­τρο­κα­λα­μή­θρα που κυ­βερ­νά τον ποιη­τή, έ­να έν­στι­κτο που ξέ­ρει, πριν απ’ ό­λα, να φέ­ρει στο φως και να βυ­θί­ζει στο μού­χρω­μα της συ­νεί­δη­σης τα πράγ­μα­τα...” Για το ποίη­μα «Τε­λευ­ταίος σταθ­μός», ο Σε­φέ­ρης ε­ξη­γού­σε σε νεό­τε­ρο κρι­τι­κό: “Εί­ναι έ­να ποίη­μα που α­πορ­ρό­φη­σε κά­μπο­ση πεί­ρα και πί­κρα μιας ε­πο­χής της ζωής μου που δε γνώ­ρι­σες, α­φού εί­ταν σκη­νο­θε­τη­μέ­νη έ­ξω α­πό την πα­τρί­δα...”. Ενώ, σε προ­σφι­λή του, ο­μή­λι­κο φί­λο, γί­νε­ται α­να­λυ­τι­κό­τε­ρος: “Αφού μας χρειά­ζε­ται, α­διά­φο­ρο αν α­ξί­ζει τον κό­πο, μια κλω­στή της Αριάδ­νης, βρί­σκω πως δεν εί­ναι κα­κή αυ­τή που μας δα­νεί­ζει η πε­ρι­κο­πή της Οδύσ­σειας με το ε­πει­σό­διο της Κίρ­κης και τη Νε­κυο­μα­ντεία... ποιος ξέ­ρει, μπο­ρεί να υ­πήρ­χε και να ε­νερ­γού­σε αό­ρα­τος μέ­σα μου ο ειρ­μός αυ­τός, ό­ταν κα­τα­πιά­στη­κα να συ­ναρ­μο­λο­γή­σω ε­μπει­ρίες που εί­χα δο­κι­μά­σει, και κά­πο­τε ση­μειώ­σει, α­πό τον Οχτώ­βρη του ’44 που γύ­ρι­σα στην Ελλά­δα α­πό τη Μέ­ση Ανα­το­λή και την Ιτα­λία. Το βίω­μα, κα­θώς λέ­νε, της «Κί­χλης» αρ­χί­ζει ε­κεί που τε­λειώ­νει το «Ημε­ρο­λό­γιο κα­τα­στρώ­μα­τος β΄», με τον «Τε­λευ­ταίο σταθ­μό»”. 
Βε­βαίως, η α­να­ζή­τη­ση ι­τα­λι­κού “δια­κεί­με­νου” δεν ξε­νί­ζει, α­φού ο Σε­φέ­ρης, στην Ιτα­λία, ξε­κί­νη­σε να γρά­φει το ποίη­μα. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στην Cava dei Tirreni, “έ­να χω­ριου­δά­κι πά­νω α­πό το Σα­λέρ­νο”, την έ­δρα των βρε­τα­νι­κών στρα­τιω­τι­κών δυ­νά­μεων. Στο ξε­νο­δο­χείο του, μέ­νει “σύσ­σω­μο το Υπουρ­γείο Εξω­τε­ρι­κών. Ψη­λό­τε­ρα δυο βί­λες δε­σπό­ζουν, της Αγγλι­κής Πρε­σβείας και του Έλλη­να πρω­θυ­πουρ­γού”. Στη Βίλ­λα Ricciardi, φι­λο­ξε­νή­θη­κε ο Γεώρ­γιος Πα­παν­δρέ­ου. Στην πα­ρα­κεί­με­νη πό­λη της Κα­ζέρ­τας, έ­δρα του αγ­γλι­κού αρ­χη­γείου, δέ­κα μέ­ρες με­τά την ά­φι­ξή του, 26 Σεπ. 1944, υ­πο­γρά­φτη­κε η πε­ριώ­νυ­μη Συμ­φω­νία, που ό­ρι­ζε αρ­χι­στρά­τη­γο αγ­γλι­κών και ελ­λη­νι­κών δυ­νά­μεων τον Σκό­μπυ. Αυ­τό κα­θό­λου τυ­χαία. Πρό­κει­ται για υ­ψη­λό­βαθ­μο α­ξιω­μα­τι­κό με μό­νι­μη θη­τεία στις βρε­τα­νι­κές α­ποι­κίες. Την 1η Οκτ., ο Σε­φέ­ρης ση­μειώ­νει στο Ημε­ρο­λό­γιό του: “Ο στρα­τη­γός – βά­φτι­σε την Cava dei Tirreni, Φά­κα dei Greci.” Στην ο­ρι­στι­κή έκ­δο­ση του ποιή­μα­τος, υ­πάρ­χει η η­με­ρο­μη­νία, “5 Οκτω­βρίου ’44”. Στην πρώ­τη δη­μο­σίευ­σή του, Μάρ. του 1947, η  η­με­ρο­μη­νία εί­ναι “15 Οκτω­βρίου 1944”. Στα Ημε­ρο­λό­για, αυ­τές οι η­με­ρο­μη­νίες δεν έ­χουν εγ­γρα­φές, μό­νο τη “Δευ­τέ­ρα, 16 Οκτώ­βρη”: “Χτες ό­λο το α­πό­γε­μα δο­κί­μα­σα να συ­νε­χί­σω έ­να ποίη­μα που άρ­χι­σα ε­δώ και λί­γες μέ­ρες («Τε­λευ­ταίος σταθ­μός»). Ανα­γκά­στη­κα να το α­φή­σω· βα­ρύς το βρά­δυ.” Άλλο η­με­ρο­λο­για­κό ί­χνος των χει­ρο­γρά­φων του ποιή­μα­τος, μέ­χρι τη δη­μο­σίευ­σή του, δη­λα­δή σε έ­να μα­κρύ διά­στη­μα δυο χρό­νων και τριών μη­νών, δεν υ­πάρ­χει. Άρα­γε, σώ­θη­καν αυ­τά τα δυο πρώ­τα “σχε­διά­σμα­τα”; Με πρό­σβα­ση στο Αρχείο ο Πα­σχά­λης, δεν πλη­ρο­φο­ρεί σχε­τι­κά. Ανα­φέ­ρει μό­νο, πως υ­πάρ­χει “σχε­δία­σμα” με έν­δει­ξη, “5.15 Οκτ. 44, Ιούλ. 46”.   
Για το ποίη­μα, ω­στό­σο, έ­χουν δια­σω­θεί “σχε­διά­σμα­τα” μέ­χρι “τυ­πο­γρα­φι­κά δο­κί­μια”, που δεί­χνουν ση­μα­ντι­κές αλ­λα­γές. Οπό­τε, θα α­να­με­νό­ταν να δο­θούν α­να­λυ­τι­κά οι δια­δο­χι­κές με­τα­μορ­φώ­σεις του ε­πί­μα­χου στί­χου. Αντ’ αυ­τού, α­να­φέ­ρε­ται πως “στα σχε­διά­σμα­τα του ποιή­μα­τος δεν υ­πάρ­χει ο στί­χος”, χω­ρίς να προσ­διο­ρί­ζε­ται ποιο εί­ναι αυ­τό το σύ­νο­λο “σχε­δια­σμά­τω­ν” χω­ρίς τον στί­χο. Αμέ­σως με­τά προ­σθέ­τει, πως “σε έ­να σχε­δία­σμα δεν υ­πάρ­χει τί­πο­τα”, ε­νώ “σε άλ­λο σχε­δία­σμα εμ­φα­νί­ζε­ται” ο στί­χος με δια­φο­ρε­τι­κή α­πό­δο­ση του λα­τι­νι­κού προ­τύ­που, το­πο­θε­τη­μέ­νος σε δια­φο­ρε­τι­κή θέ­ση ε­ντός του ποιή­μα­τος. Ού­τε κά­ποια, έ­στω και κα­τ’ ει­κα­σία, χρο­νο­λό­γη­ση αυ­τών των δυο σχε­δια­σμά­των, ού­τε σχο­λια­σμός της ση­μα­σίας πα­ρό­μοιων δε­δο­μέ­νων. Οπό­τε, γεν­νά­ται το εύ­λο­γο ε­ρώ­τη­μα πως μπο­ρεί να έ­χει τό­ση βα­ρύ­τη­τα για τη σύλ­λη­ψη ε­νός ποιή­μα­τος, για­τί ει­κά­ζου­με πως αυ­τό εν­νο­εί­ται ως “σκη­νο­θε­σία”, έ­νας στί­χος που σε κά­ποια –έ­να, δυο, πε­ρισ­σό­τε­ρα;– δεν υ­πάρ­χει καν, ε­νώ, καί­τοι δο­μι­κό στοι­χείο του ποιη­τι­κού χώ­ρου και χρό­νου, με­τα­το­πί­ζε­ται α­πό σχε­δία­σμα σε σχε­δία­σμα ως δευ­τε­ρεύον στοι­χείο δια­κο­σμη­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Αν, ό­μως, οι με­τα­βο­λές των κει­με­νι­κών στοι­χείων δεν σχο­λιά­ζο­νται, ά­ρα δεν κρί­νο­νται βα­ρύ­νου­σες στη “σκη­νο­θε­σία”, πως εί­ναι δυ­να­τόν να α­πο­βαί­νει ση­μα­ντι­κή η ση­μείω­ση για αυ­τό το ε­λά­χι­στα ση­μα­ντι­κό κει­με­νι­κό στοι­χείο;
Ως α­ντι­στάθ­μι­σμα, θα ή­ταν χρή­σι­μη σύ­ντο­μη πα­ρου­σία­ση των αλ­λα­γών στο κεί­με­νο του ποιή­μα­τος, ό­πως διε­ξο­δι­κά τις σχο­λιά­ζει ο Ξε­νο­φών Κο­κό­λης στο βι­βλίο του «Σε­φε­ρι­κά μιας ει­κο­σα­ε­τίας» (1993). Όσο α­φο­ρά το κύ­ριο “πα­ρα­κει­με­νι­κό στοι­χείο”, που εί­ναι ο τίτ­λος του ποιή­μα­τος, μέ­νει η ε­ντύ­πω­ση πως έ­γι­νε μια μό­νο αλ­λα­γή, α­πό τον αρ­χι­κό με το ι­τα­λι­κό το­πω­νύ­μιο στον ο­ρι­στι­κό, ε­νώ πρό­κει­ται για τρι­πλή ή και πολ­λα­πλή αλ­λα­γή (αρ­χι­κά, στις 5/10/1944, το το­πω­νύ­μιο ι­τα­λι­στί, στις 15/10/1944 ο ο­ρι­στι­κός, εν­δια­μέ­σως, σε “σχε­διά­σμα­τα”, ε­πα­νέρ­χε­ται το το­πω­νύ­μιο, για να διορ­θω­θεί δεύ­τε­ρη φο­ρά “πά­νω στο μάρ­μα­ρο του τυ­πο­γρα­φείου”). 
Αλλά οι πε­ρισ­σό­τε­ρες α­πο­ρίες α­να­κύ­πτουν α­πό τις α­πο­φάν­σεις του με­λε­τη­τή σχε­τι­κά με τις προ­θέ­σεις του Σε­φέ­ρη και τη λα­τι­νο­μά­θειά του. Κα­τ’ αρ­χήν, υ­πο­στη­ρί­ζει πως ο ποιη­τής δια­τή­ρη­σε την πρώι­μη χρο­νο­λό­γη­ση για να προσ­δώ­σει στο ποίη­μά του προ­φη­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Επι­στρα­τεύει και τον ι­στο­ριο­γρα­φι­κό ό­ρο “προ­φη­τεία ex eventu”, για να α­πο­φύ­γει φορ­τι­σμέ­νες εκ­φρά­σεις, ό­πως, λ.χ., δο­λίως πα­ρα­πλα­νη­τι­κή “σκη­νο­θε­σία”. Δεν λαμ­βά­νει μάλ­λον υ­πό­ψη, ό­τι το ποίη­μα, στην πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση, φέ­ρει τον υ­πό­τιτ­λο, “Συ­μπλή­ρω­μα στο «Ημε­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος, Β΄»” και ό­τι, στην ο­ρι­στι­κή έκ­δο­ση, το­πο­θε­τεί­ται πριν την «Κί­χλη», που φέ­ρει η­με­ρο­μη­νία “31 του Οχτώ­βρη 1946”. Όχι μό­νο εί­ναι α­πό­λυ­τος στα συ­μπε­ρά­σμα­τά του, αλ­λά προ­χω­ρά και σε σε­νά­ρια σχε­τι­κά με το πώς λει­τούρ­γη­σε ο ποιη­τής, δα­νει­ζό­με­νος το η­μι­στί­χιο α­πό την «Αι­νειά­δα».
Σχο­λιά­ζει πως “η λα­τι­νο­μά­θεια του ή­ταν ε­ξαι­ρε­τι­κά πε­ριο­ρι­σμέ­νη”, για να κα­τα­λή­ξει πως “η φρά­ση ή­ταν ο­λο­φά­νε­ρα γνω­στή στον Σε­φέ­ρη, εί­τε α­πό τον Hugo εί­τε α­πό τον Gide εί­τε α­πό τον Yeats εί­τε α­πό πε­ρισ­σό­τε­ρες α­πό μία πη­γές.” Δη­λα­δή, ο Σε­φέ­ρης, α­πό­φοι­τος του Προ­τύ­που Γυ­μνα­σίου της Αθή­νας, δεν εί­χε δια­βά­σει με­τα­φρά­σεις της «Αι­νειά­δας», δεν εί­χε α­κού­σει τις διι­στά­με­νες α­πό­ψεις σχε­τι­κά με αυ­τό το προ­βλη­μα­τι­κό η­μι­στί­χιο στο Δεύ­τε­ρο Βι­βλίο της. Προ­βλη­μα­τι­κό, κα­θώς μπο­ρεί να ε­κλη­φθεί ό­τι ση­μαί­νει εί­τε “φεγ­γα­ρό­φω­το” εί­τε “κρυμ­μέ­νη σε­λή­νη”. Ο Πα­σχά­λης α­πο­φαί­νε­ται: “Το βέ­βαιο εί­ναι ό­τι στον «Τε­λευ­ταίο σταθ­μό» οι σιω­πές της σε­λή­νης δεν έ­χουν να κά­νουν με το σκο­τά­δι.” Μή­πως, ό­μως, κοι­τά­ζει τον Σε­φέ­ρη με σύγ­χρο­να μα­το­γυά­λια; Ο Δά­ντης και ο Μίλ­των, αλ­λά και οι πα­λαιό­τε­ροι με­τα­φρα­στές της «Αι­νειά­δας» στα ελ­λη­νι­κά, τις “σιω­πές της σε­λή­νης” τις ερ­μή­νευαν ως σκό­τος. Ακό­μη, ο κο­ρυ­φαίος ου­μα­νι­στής Angelo Poliziano. Την ά­πο­ψη του τε­λευ­ταίου την α­ντι­κρούει ο Πα­σχά­λης, πα­ρα­πέ­μπο­ντας στη σύγ­χρο­νη α­με­ρι­κα­νι­κή φι­λο­λο­γία γύ­ρω α­πό το θέ­μα. Αυ­τή στη­ρί­ζε­ται σε με­τα­γε­νέ­στε­ρους ου­μα­νι­στές, του 16ου αιώ­να, που άν­τλη­σαν την ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία τους α­πό την «Μι­κρή Ιλιά­δα» και άλ­λα έρ­γα των “κύ­κλιων ε­πι­κών ποιη­τώ­ν”, που θέ­λη­σαν να συ­μπλη­ρώ­σουν την ο­μη­ρι­κή Ιλιά­δα. Για­τί, ό­μως, πα­ρό­μοια ε­πι­χει­ρή­μα­τα να δί­νουν τε­λε­σί­δι­κη α­πά­ντη­ση;
Οι δυο με­τα­φρα­στι­κές εκ­δο­χές του Σε­φέ­ρη, στο “σχε­δία­σμα” και στο ο­ρι­στι­κό, θα μπο­ρού­σαν να ο­φεί­λο­νται, ό­πως σχο­λιά­ζει ο ί­διος με α­φορ­μή την «Κί­χλη» που γρά­φτη­κε στον Πό­ρο, στην έλ­λει­ψη βο­η­θη­μά­των, ό­ντας και τό­τε ε­κτός έ­δρας. Όσο για τον πλη­θυ­ντι­κό “σιω­πές”, ό­πως και στο λα­τι­νι­κό πρω­τό­τυ­πο, οι πλη­θυ­ντι­κοί ται­ριά­ζουν στην ποίη­ση. Για το φι­λι­κός, που έ­γι­νε α­γα­πη­μέ­νος, δη­λα­δή α­πό ε­πι­θε­τι­κός προσ­διο­ρι­σμός μιας προ­σω­πο­ποιη­μέ­νης σε­λή­νης με­τα­βλή­θη­κε σε διά­θε­ση του ποιη­τή, πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι, σύμ­φω­να με τις ση­μειώ­σεις, σε ό­λες τις πε­ρι­πτώ­σεις, δα­νεί­ζε­ται συ­ναι­σθη­μα­τι­κές κα­τα­στά­σεις για το ποιη­τι­κό υ­πο­κεί­με­νο, τον α­φη­γη­τή. Στο ό­τι ση­μαί­νει σκό­τος και ό­χι φεγ­γα­ρό­φω­το, συ­νη­γο­ρεί και η πρώ­τη θέ­ση που έ­χει ο στί­χος στο “σχε­δία­σμα”, με­τά το στί­χο 10, ό­που γί­νε­ται λό­γος, πρώ­τον για φεγ­γά­ρι “στη χά­ση” (στ8) και στη συ­νέ­χεια, για α­δύ­να­μα “φεγ­γα­ρό­φω­τα σε πο­λι­τείες του βο­ριά”. Στον 12ο στί­χο, υ­πάρ­χει ο χρο­νι­κός προσ­διο­ρι­σμός: “Χτες βρά­δυ... στην ά­κρη /μιας φθι­νο­πω­ρι­νής μπό­ρας, το φεγ­γά­ρι /ξε­πέ­ρα­σε τα σύν­νε­φα”. Στο τώ­ρα της α­φή­γη­σης, την ε­πο­μέ­νη, το α­πό­γε­μα της 15ης Οκτ., εί­ναι “βρο­χε­ρό φθι­νό­πω­ρο σ’ αυ­τή γού­βα”.
Τέ­λος, ο με­λε­τη­τής με­τα­φρά­ζει ο ί­διος το ε­πί­μα­χο η­μι­στί­χιο, “ tacitae per amica silentia lunae” ως “κά­τω α­πό τη φι­λι­κή σι­γή της σιω­πη­λής σε­λή­νης” ή, κα­τά λέ­ξη, “κά­τω α­πό τις φι­λι­κές σιω­πές της βου­βής σε­λή­νης”. Θεω­ρεί πως η σιω­πή “μνη­μο­νεύε­ται εμ­φα­τι­κά με δυο ό­ρους (tacitae, silentia)”. Δεν θα μπο­ρού­σε, ό­μως, το ε­πί­θε­το “tacitus” να α­πο­δο­θεί και ως κρύ­φιος, κε­κρυμ­μέ­νος; Άρα, της κρυμ­μέ­νης σε­λή­νης; 

Μ. Θε­οδ­σο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 1/11/2015.
Φωτο:  Φωτογραφία από την τρέχουσα έκθεση «Η Αθήνα ελεύθερη».

Οδοιπορίες αναστοχασμού

$
0
0
Ιωάν­να Κα­ρυ­στιά­νη
«Το φα­ράγ­γι»
Εκδ. Κα­στα­νιώ­τη
Οκτ. 2015

Η σχέ­ση συγ­γρα­φέ­α-κρι­τι­κού, ι­δίως α­πό την ο­πτι­κή γω­νία, ό­χι του πρω­τα­γω­νι­στή, αλ­λά του κο­μπάρ­σου, που εί­ναι ο κρι­τι­κός, και ως δια­με­σο­λα­βη­τής, ό­χι πά­ντο­τε α­πα­ραί­τη­τος, συ­χνά και α­νε­πι­θύ­μη­τος, πα­ρα­μέ­νει α­φα­νής. Ου­σια­στι­κά, τον μό­νον, που εν­δια­φέ­ρει αυ­τή η σχέ­ση, εί­ναι τον ί­διο. Μπο­ρεί, ό­μως, και αυ­τόν να τον κα­τα­λά­βει κα­μιά φο­ρά ε­ξο­μο­λο­γη­τι­κή διά­θε­ση. Το νο­σταλ­γείν αν­θρώ­πι­νον.
Ήταν στο μέ­σον της δε­κα­ε­τίας του ’90, συ­γκε­κρι­μέ­να ά­νοι­ξη 1995, το Ex Libris μό­λις εί­χε σκά­σει μύ­τη στο χώ­ρο της ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας και α­να­ζη­τού­σε κα­λούς ή και φε­ρέλ­πι­δες διη­γη­μα­το­γρά­φους. Από τις εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη, που στά­θη­καν α­πό τους πρώ­τους τρο­φο­δό­τες μας, ήρ­θε τό­τε το πρώ­το βι­βλίο της Ιωάν­νας Κα­ρυ­στιά­νη, «Η κυ­ρία Κα­τά­κη». Την γνω­ρί­ζα­με ως σκι­τσο­γρά­φο, με υ­πο­γρα­φή το βα­πτι­στι­κό Ιωάν­να. Οι ι­στο­ρίες της μας ά­ρε­σαν, πε­ρισ­σό­τε­ρο οι ή­ρωες που έ­πλα­θε. Τε­λι­κά, δεν σχο­λιά­σα­με το βι­βλίο. Κά­ποιος, μάλ­λον για να μας πα­ρα­κι­νή­σει να γρά­ψου­με, μας πλη­ρο­φό­ρη­σε, α­κρι­βές ή ό­χι, ό­τι έ­πα­σχε α­πό καρ­κί­νο. Η εί­δη­ση μας α­πέ­τρε­ψε. Ανέ­κα­θεν πι­στεύα­με πως έ­νας α­σθε­νής συγ­γρα­φέ­ας ε­πη­ρεά­ζει συ­ναι­σθη­μα­τι­κά α­νά­γνω­ση και κρί­ση.
Έτσι χά­σα­με την ευ­και­ρία να εί­μα­στε α­νά­με­σα στους πρώ­τους, που θα εί­χαν πα­ρου­σιά­σει μία α­πό τις πιο πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νες μυ­θι­στο­ριο­γρά­φους της ει­κο­σα­ε­τίας. Την α­φορ­μή, για να θυ­μη­θού­με αυ­τήν την πα­λιά ι­στο­ρία, μας την έ­δω­σαν δυο άλ­λοι καρ­κί­νοι. Της ζω­γρά­φου Άννας Πα­λιε­ρά­κη, που οι πί­να­κές της α­πο­τε­λούν δια­κρι­τι­κό στοι­χείο των βι­βλίων της Κα­ρυ­στιά­νη. Από το πρώ­το, με το εξ­πρε­σιο­νι­στι­κό πορ­τρέ­το της “κυ­ρίας Κα­τά­κη”, μέ­χρι το πρό­σφα­το, με πί­να­κα του ’94. Ανθρω­πο­κε­ντρι­κή ζω­γρά­φος, εί­χε πει­θαρ­χή­σει στη θε­μα­τι­κή γκά­μα των μυ­θι­στο­ρη­μά­των της νεό­τε­ρής της συ­ντο­πί­τισ­σας. Εκεί­νος ο καρ­κί­νος στά­θη­κε τε­λε­σί­δι­κος, η Πα­λιε­ρά­κη α­πε­βίω­σε τον περ­σι­νό Απρί­λιο. Ο δεύ­τε­ρος, σε συγ­γρα­φέα μία ει­κο­σα­ε­τία νεό­τε­ρη της Πα­λιε­ρά­κη, ητ­τή­θη­κε και έ­γι­νε μυ­θι­στό­ρη­μα, που κυ­κλο­φό­ρη­σε ταυ­τό­χρο­να με το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα της Κα­ρυ­στιά­νη, δια­φη­μι­ζό­με­νο στον Τύ­πο σε πα­ρά­πλευ­ρες σε­λί­δες Βι­βλίου. Σε ε­μάς, το εν λό­γω μυ­θι­στό­ρη­μα, γέν­νη­σε έ­να διτ­τό ε­ρώ­τη­μα. Πρώ­τα, για τον βαλ­λό­με­νο, ποια εί­ναι η κα­λύ­τε­ρη, α­πό ψυ­χο­λο­γι­κή ά­πο­ψη, α­ντι­με­τώ­πι­ση, η πα­λαιό­τε­ρη, εν κρυ­πτώ και πα­ρα­βύ­στω, ή η ση­με­ρι­νή, “κοι­νω­νι­κά δι­κτυω­μέ­νος”; Και ύ­στε­ρα, για τον άλ­λον, πό­σο βο­η­θά­ει “το χρο­νι­κό του καρ­κί­νου” στο ξέ­νο στή­θος ή μή­πως, μό­νο ε­παυ­ξά­νει τον τρό­μο; Ιδιαί­τε­ρα, του ά­νερ­γου ή και ό­λου “του κό­σμου των τα­πει­νώ­ν”, που δεν έ­χει τη δυ­να­τό­τη­τα της ά­με­σης και κα­τά κα­νό­να, α­πο­τε­λε­σμα­τι­κής ια­τρι­κής πα­ρέμ­βα­σης.
Η Κα­ρυ­στιά­νη, με α­φορ­μή το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μά της, ε­πα­νέ­φε­ρε το θέ­μα των α­νέρ­γων, αλ­λά και την έν­νοια της αν­θρω­πιάς, που τεί­νει προς ο­λι­κή ε­ξα­φά­νι­ση, ε­νώ α­νε­μί­ζουν ση­μαίες οι ρη­το­ρείες αλ­λη­λεγ­γύης. Μπο­ρεί να μην έ­γι­νε η πρώ­τη γυ­ναί­κα πρό­ε­δρος της ελ­λη­νι­κής δη­μο­κρα­τίας, ό­πως συ­ζη­τιό­ταν πριν την ε­κλο­γή προέ­δρου, αρ­χές Φε­βρ., αλ­λά με­τά τις πρό­σφα­τες ε­κλο­γές, της 20ης Σεπ., στις αρ­χές Οκτ., πή­ρε στις ε­φη­με­ρί­δες τη με­ρί­δα του λέ­ο­ντος α­πό τις σε­λί­δες με συ­νε­ντεύ­ξεις δια­ση­μο­τή­των, ε­πι­σκιά­ζο­ντας σχε­δόν ά­πα­ντες τους ε­κλεγ­μέ­νους. Όταν, βε­βαίως, πρό­κει­ται για συγ­γρα­φέα, που μό­λις ε­ξέ­δω­σε βι­βλίο, το πο­λύ ε­γκώ­μιο βλά­πτει σο­βα­ρά την υ­γεία, κυ­ρίως του πο­νή­μα­τός της. Ωστό­σο, στην πε­ρί­πτω­ση της Κα­ρυ­στιά­νη, ό­πως και σε ε­κεί­νες της Μα­ρώς Δού­κα ή της Ρέ­ας Γα­λα­νά­κη, που οι συγ­γρα­φείς εκ­φρά­ζο­νται, πέ­ραν του βι­βλίου, για την γε­νι­κό­τε­ρη κα­τά­στα­ση, οι συ­νε­ντεύ­ξεις υ­πο­κα­θι­στούν έ­ναν ελ­λεί­πο­ντα διά­λο­γο. Γε­γο­νός που ε­λά­χι­στα φαί­νε­ται να το έ­χουν ε­πί­γνω­ση οι συ­νε­ντευ­ξια­στές, δια­φο­ρε­τι­κά δεν θα συ­γκέ­ντρω­ναν τα δη­μο­σιεύ­μα­τα σε έ­να τριή­με­ρο, σαν χά­πε­νιν­γκ συ­να­κό­λου­θο της έκ­δο­σης.
Κα­τά τα άλ­λα, η συ­μπα­ρά­τα­ξη α­πό τους βι­βλιο­πα­ρου­σια­στές των τριών κρη­τι­κής κα­τα­γω­γής συγ­γρα­φέων και ο συ­νυ­πο­λο­γι­σμός των πρό­σφα­των μυ­θι­στο­ρη­μά­των τους δεί­χνει μη­χα­νι­στι­κός. Συ­νο­μή­λι­κες οι δυο πρώ­τες, α­πό­φοι­τες του Ιστο­ρι­κού της Φι­λο­σο­φι­κής, εμ­φα­νί­ζο­νται αρ­χές της με­τα­πο­λί­τευ­σης στα 27-28, με λο­γο­τε­χνι­κούς τρό­πους της γε­νιάς του ’70 και θε­μα­τι­κό ά­νοιγ­μα προς τους ι­στο­ρι­κούς χρό­νους. Με­ρι­κά χρό­νια νεό­τε­ρη η Κα­ρυ­στιά­νη, εμ­φα­νί­ζε­ται, μέ­σα δε­κα­ε­τίας ’90, κα­βα­ντζα­ρι­σμέ­να τα 40, με τους α­φη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους των πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νων μυ­θι­στο­ριο­γρά­φων ε­κεί­νων των χρό­νων, αλ­λά με δια­φο­ρε­τι­κές θε­μα­τι­κές ε­στιά­σεις. Βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της εί­ναι το προ­φο­ρι­κό στοι­χείο της α­φή­γη­σης, ε­νώ κυ­ρίαρ­χο θέ­μα το ε­κά­στο­τε πα­ρόν ε­νός τμή­μα­τος της νε­ο­ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νίας. Ει­δι­κό­τε­ρα, αυ­τό που α­πο­κα­λεί­ται, λαϊκά στρώ­μα­τα, του­τέ­στιν χα­μη­λό ει­σό­δη­μα, ελ­λι­πής μόρ­φω­ση.
Επί μία ει­κο­σα­ε­τία δεν αλ­λά­ζει ού­τε τα λε­γό­με­να “πα­ρα­κει­με­νι­κά στοι­χεία” των βι­βλίων της, ού­τε τους ή­ρωές της. Ο ί­διος εκ­δό­της, η ί­δια ει­κο­νο­γρά­φος, α­πό την ί­δια κοι­νω­νι­κή τά­ξη οι ή­ρωές της. Εν ο­λί­γοις, δεν εν­δί­δει στις μό­δες. Πι­στή στους Έλλη­νες, δεν α­γιο­ποιεί τον με­τα­νά­στη. Πι­στή στον α­νώ­νυ­μο του πλή­θους, δεν α­να­ζη­τά­ει τους ή­ρωές της στα ι­στο­ρι­κά πρό­σω­πα, ού­τε τους πλά­θει κα­τ’ ει­κό­να και ο­μοίω­ση ε­πω­νύ­μων. Ακό­μη, αν­θί­στα­ται στη νε­ο­λα­τρεία της ε­πο­χής μας, δια­φο­ρε­τι­κή α­πό τη νε­ο­λα­τρεία του 20ου αιώ­να, που χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε α­πό τους ι­στο­ρι­κούς “ο μα­κρύς αιώ­νας των νέω­ν”.  Πρό­κει­ται μάλ­λον για μία με­τα­νε­ο­τε­ρι­κή εκ­δο­χή, που συν­δυά­ζει τον οι­κο­νο­μι­κό μι­σο­νεϊσμό με την πο­λι­τι­κή έως και πο­λι­τι­στι­κή νε­ο­κρα­τία. Κά­τι α­ντί­στοι­χο, με το “σκο­τώ­νουν τ’ ά­λο­γα ό­ταν γε­ρά­σου­ν”, που ή­ταν ε­μπνευ­σμέ­νο α­πό το οι­κο­νο­μι­κό κραχ του 1929. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, αυ­τή η και­νο­φα­νής νε­ο­λα­τρεία έ­χει πλή­ξει και τον χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας. Μά­στο­ροι πε­ζο­γρά­φοι α­πο­κα­λού­νται πλέ­ον οι κά­τω των σα­ρά­ντα. Κα­λύ­τε­ροι πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νοι χρί­ζο­νται οι γυ­μνα­σιό­παι­δες. Ενώ η τά­ξη των  βι­βλιο­πα­ρου­σια­στών συ­νε­χώς α­να­νεώ­νε­ται. Πρώ­τα θύ­μα­τα εί­ναι οι συγ­γρα­φείς, κα­θώς οι αό­ρι­στες α­να­φο­ρές στο έρ­γο τους συ­χνά φλου­τά­ρουν την ο­λι­κή ει­κό­να, αλ­λά ε­κεί­νοι μέ­νουν ευ­χα­ρι­στη­μέ­νοι, α­φού τα πο­νή­μα­τά τους ε­γκω­μιά­ζο­νται δεό­ντως.
Όπως και να έ­χει, και μό­νο το γε­γο­νός πως η Κα­ρυ­στιά­νη πά­ει α­να­πό­τα­μα στις τρέ­χου­σες μό­δες, α­ξί­ζει ε­παί­νου. Μι­μη­τι­κές οι πε­ρισ­σό­τε­ρες α­πό αυ­τές τις τά­σεις, ε­ντός και ε­κτός λο­γο­τε­χνίας, γί­νο­νται προς ευ­θυ­γράμ­μι­ση με τον υ­πό­λοι­πο α­με­ρι­κα­νο­ει­δή κό­σμο. Εκεί­νη, στη νε­ο­λα­τρεία α­πα­ντά με ή­ρωες μέ­σης η­λι­κίας και προς τα πά­νω. Σε δυο συλ­λο­γές διη­γη­μά­των, α­πό εν­νέα ι­στο­ρίες η κά­θε μία, και ε­πτά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, ο δι­κός τους έν­δον λό­γος ξε­δι­πλώ­νε­ται. Εμείς, μάλ­λον αυ­θαί­ρε­τα, δια­κρί­νου­με τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά της στα “σκλη­ρά” και τα “ή­πια”, ό­που, στα πρώ­τα υ­πε­ρι­σχύουν οι νο­ση­ρές σχέ­σεις και η μο­να­ξιά, στα δεύ­τε­ρα οι πά­σης φύ­σεως έ­ρω­τες, ευ­λο­γη­μέ­νοι με το δε­σμό του γά­μου, πα­ρά­νο­μοι ή και κοι­νω­νι­κά α­πο­διο­πο­μπαίοι. Θα ο­μο­λο­γή­σου­με πως, α­πό μιας αρ­χής, ε­κεί­νο που μας στε­νο­χω­ρού­σε στα βι­βλία της ή­ταν η έλ­λει­ψη μέ­τρου. Στα “σκλη­ρά” μέ­να­με με την ε­ντύ­πω­ση πως υ­πε­ρέ­βα­λε σε τρα­χύ­τη­τα, ε­νώ, στα ε­ρω­τι­κά ή και νο­σταλ­γι­κά, σε τρυ­φε­ρό­τη­τα. Μάλ­λον, ό­μως, η συγ­γρα­φέ­ας εκ­φρά­ζει το γού­στο ε­νός κοι­νού με με­γα­λύ­τε­ρες α­ντο­χές στη συ­γκι­νη­σια­κή φόρ­τι­ση. 
Οπως ή­ταν α­να­με­νό­με­νο, και την πο­λύ­πλευ­ρη κρί­ση της τε­λευ­ταίας πε­ντα­ε­τίας, μέ­σα α­πό την ο­πτι­κή γω­νία αυ­τής της η­λι­κια­κής ζώ­νης την σχο­λιά­ζει σε δυο βι­βλία της, που θα τα ε­ντάσ­σα­με στα “τρυ­φε­ρά”. Στη δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, «Και­ρός σκε­πτι­κός», που κυ­κλο­φό­ρη­σε Οκτ. 2011, με εν­νέα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κες ι­στο­ρίες α­πό τα πρώ­τα Χρι­στού­γεν­να εν και­ρώ κρί­σης, του 2010, ό­που συ­ντα­ξιού­χος η­ρωί­δα της, α­ντί για έ­λα­το, στό­λι­σε “τον χει­μω­νι­κό βα­σι­λι­κό” ή, αλ­λιώς, α­γιο­ρεί­τι­κο. Και στο πρό­σφα­το, έ­βδο­μο μυ­θι­στό­ρη­μα, ό­που ε­πτά α­δέλ­φια, η­λι­κίας α­πό 52 έως 72 ε­τών, την Κυ­ρια­κή 11 Μαΐ. 2014, διορ­γα­νώ­νουν πε­ζο­πο­ρι­κή ε­ξόρ­μη­ση στο φα­ράγ­γι της Ασφέ­ντου του δή­μου Σφα­κίων.
Στα πε­ζά, διη­γή­μα­τα και μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, που α­να­φέ­ρο­νται στην πε­ρίο­δο της κρί­σης, έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει να ε­πι­λέ­γε­ται ως πα­ρο­ντι­κός χρό­νος, η­μέ­ρες συν­δε­δε­μέ­νες με κά­ποια ση­μα­ντι­κά συμ­βά­ντα, ό­πως δια­δη­λώ­σεις ή ε­κλο­γές. Η εκ­δρο­μή των ε­πτά το­πο­θε­τεί­ται μία ε­βδο­μά­δα πριν τις πρό­σφα­τες Δη­μο­τι­κές ε­κλο­γές και δυο πριν α­πό ε­κεί­νες της Ευ­ρω­βου­λής. Η συ­γκε­κρι­μέ­νη Κυ­ρια­κή δεν α­πο­τε­λεί μέ­ρος της μυ­θο­πλα­σίας. Οποια­δή­πο­τε Κυ­ρια­κή του 2014 κι αν ε­πι­λε­γό­ταν, οι πα­ράλ­λη­λες α­να­δρο­μές των ε­πτά στα πα­ρελ­θο­ντι­κά πά­θη τους δεν θα άλ­λα­ζαν. Η ε­πι­λο­γή μπο­ρεί να ε­κλη­φθεί μάλ­λον σαν μια αλ­λη­γο­ρία για το δύ­σκο­λο πέ­ρα­σμα, που ση­μα­το­δο­τεί για τη χώ­ρα μία ε­κλο­γι­κή α­να­μέ­τρη­ση, με τις δυο ό­ψεις, της μι­κρής το­πι­κής κλί­μα­κας και της υ­πε­ρε­θνι­κής.
Συ­μπτω­μα­τι­κά ε­πτά κόμ­μα­τα συμ­με­τέ­χουν στη Βου­λή, που προέ­κυ­ψε α­πό τις πρό­σφα­τες ε­κλο­γές. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα, το κα­θέ­να α­πό τα ε­πτά α­δέλ­φια προ­γραμ­μά­τι­ζε, με την ευ­και­ρία της συ­νο­δοι­πο­ρίας, ε­ξο­μο­λο­γή­σεις και ξο­μπλιά­σμα­τα. Τε­λι­κά, ό­μως, συ­νει­δη­το­ποιούν, κα­θώς α­να­στο­χά­ζο­νται κα­τά μό­νας τα δει­νά τους, πως αυ­τό δεν θα ω­φε­λού­σε. Για το γε­νι­κό­τε­ρο κα­λό, των ί­διων, των συ­ντρό­φων τους, συν των παι­διών και των εγ­γο­νιών τους, ο­μο­νοούν. Μή­πως τα ε­πτά κόμ­μα­τα της Βου­λής θα πρέ­πει να α­κο­λου­θή­σουν το πα­ρά­δειγ­μά τους κυ­ρίως για το κα­λό “του κό­σμου των τα­πει­νώ­ν”; Κα­τά τα άλ­λα, μπο­ρεί τα κόμ­μα­τα της Βου­λής να μην ε­πι­δέ­χο­νται συμ­βο­λι­κές προ­ε­κτά­σεις σχε­τι­κά με το τι μπο­ρεί το κα­θέ­να να εκ­φρά­ζει, ό­μως οι μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κοί ή­ρωες προ­σφέ­ρο­νται.
Όπως ο α­ριθ­μός ε­πτά α­να­λύε­ται συμ­βο­λι­κά σε ά­θροι­σμα του τρία για τα πνευ­μα­τι­κά πράγ­μα­τα και του τέσ­σε­ρα για τα υ­λι­κά, έ­τσι και τα α­δέλ­φια μοι­ρά­ζο­νται στα δυο φύ­λα. Τρία εί­ναι τα θη­λυ­κά, τέσ­σε­ρα τα αρ­σε­νι­κά. Στο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό κό­σμο της Κα­ρυ­στιά­νη, οι γυ­ναί­κες εκ­φρά­ζουν τα με­γά­λα αι­σθή­μα­τα. Κα­τά η­λι­κια­κή πα­ρά­τα­ξη, μια χή­ρα εκ­προ­σω­πεί το α­πό­λυ­το του έ­ρω­τα, μια ζω­ντο­χή­ρα τη νο­σταλ­γία για τον πα­ρά­δει­σο της παι­δι­κής η­λι­κίας και μια γε­ρο­ντο­κό­ρη το με­τα­φυ­σι­κό δέ­ος του θα­νά­του. Αυ­τή η τε­λευ­ταία, η πιο βα­σα­νι­σμέ­νη α­δελ­φή, εί­ναι ζω­γρά­φος, ο­νό­μα­τι Θεώ­νη, έ­νας ρο­μα­ντι­κός χα­ρα­κτή­ρας, ό­πως η ζω­γρά­φος Θε­ο­νύμ­φη στην «Άκρα τα­πεί­νω­ση» της Γα­λα­νά­κη. Αυ­τή γέρ­νει προς το τρα­γι­κό, της Γα­λα­νά­κη δια­σκε­δά­ζε­ται με κω­μι­κές νό­τες.
Στην υ­λι­κή τε­τρά­δα –γη, φω­τιά, νε­ρό, αέ­ρας– θα μπο­ρού­σε α­ντί­στοι­χα να πα­ρα­τα­χθού­ν: Ο πρε­σβύ­τε­ρος α­πό­λυ­τα γήι­νος, φούρ­να­ρης το ε­πάγ­γελ­μα, εί­ναι ο φα­να­τι­κός πε­ζο­πό­ρος των ο­ρέων της δυ­τι­κής Κρή­της και λά­τρης των φα­ραγ­γιών της. Ο δευ­τε­ρό­το­κος, άν­θρω­πος της ε­πα­να­στα­τι­κής φω­τιάς, καί­τοι ι­δε­ο­λό­γος α­ρι­στε­ρός, α­πο­μέ­νει με ε­λά­χι­στα ψι­χία α­ξιο­πρέ­πειας. Ο βε­νια­μίν, δέ­σμιος α­πό τα 23 του με τον ε­φιάλ­τη του νε­ρού, δεν μί­λη­σε πο­τέ για τον λευ­κό καρ­χα­ρία, που σαν άλ­λος Μό­μπι Ντικ κα­τέ­στρε­ψε τη δι­κή του ζωή. Για τον αέ­ρα, ται­ριά­ζει ο “α­χα­μνός” τρι­τό­το­κος, που φέ­ρει το ό­νο­μα του προ­φή­τη Ελι­σαίου, και για­τί ό­χι, α­φού στά­θη­κε υ­πε­ρα­σπι­στής, ό­χι της θρη­σκευ­τι­κής, αλ­λά της ε­ρω­τι­κής του αυ­το­διά­θε­σης.
Μό­νο έ­νας, ε­κτός οι­κο­γέ­νειας, αυ­το­κτο­νεί. Η μυ­θο­πλα­σία α­φή­νει με­τέω­ρη τη δι­καίω­ση της πρά­ξης του με κί­νη­τρο τη διά­σω­ση της α­ξιο­πρέ­πειάς του, ό­πως και την ευό­δω­ση της α­νά­γκης, που οι ή­ρωες εκ­δη­λώ­νουν πλα­γίως, για αν­θρω­πιά. Μή­πως, και στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, οι δυο αυ­τές έν­νοιες σαν με­τέω­ρες δεν μοιά­ζουν; Το αί­σιο, πά­ντως, τέ­λος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, που ε­πι­λέ­γει η Κα­ρυ­στιά­νη, εκ­φρά­ζει ή, σω­στό­τε­ρα, υ­πο­δη­λώ­νει, συ­γκε­κρι­μέ­νη τά­ση της κι­νη­μα­τι­κής δια­νό­η­σης. Εί­ναι το ί­διο, με ε­κεί­νο της τε­λευ­ταίας χρι­στου­γεν­νιά­τι­κης ι­στο­ρίας του 2010. Στην ι­στο­ρία, πρό­κει­ται για το τρα­πέ­ζω­μα, που κά­νει το ο­μο­φυ­λό­φι­λο ζευ­γά­ρι των η­ρώων, με­τά συμ­βίω­ση μιας τρια­κο­ντα­ε­τίας, στις δυο μα­νά­δες τους. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα, η α­φή­γη­ση τε­λειώ­νει με τις προ­ε­τοι­μα­σίες της οι­κο­γε­νεια­κής συ­νε­στία­σης, τις ο­ποίες κά­νει ο Ιτα­λός σύ­ντρο­φος του Ελι­σαίου, για την υ­πο­δο­χή των πε­ζο­πό­ρων στο ε­ξο­χι­κό, που του ά­φη­σε η κρη­τι­κιά μη­τέ­ρα του κα­λού του. Σε αμ­φό­τε­ρες τις πε­ρι­πτώ­σεις, η πε­ρι­γρα­φή υ­περ­χει­λί­ζει τρυ­φε­ρό­τη­τας. Αυ­τή η ει­κό­να, η πιο φω­τει­νή του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού κό­σμου της Κα­ρυ­στιά­νη, ό­ταν το­πο­θε­τεί­ται στην καρ­διά της Κρή­της - της λε­γό­με­νης άλ­λο­τε και “λε­βε­ντο­γέν­νας” - θέ­λει κό­τσια. Σί­γου­ρα πιο γε­ρά, α­πό ό­σο η υ­πε­ρά­σπι­ση της ση­με­ρι­νής κυ­βέρ­νη­σης, που α­πο­πει­ρά­ται η συγ­γρα­φέ­ας στις πρό­σφα­τες  συ­νε­ντεύ­ξεις της. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 8/11/2015.

Αμφιταλάντευση ή στροφή της γραφής

$
0
0
Ηρώ Νι­κο­πού­λου
«Ασφα­λής πό­λη»
Εκδ. Γα­βριη­λί­δης
Ιούν. 2015
 
Η Ηρώ Νι­κο­πού­λου συ­νι­στά μία δύ­σκο­λα τα­ξι­νο­μού­με­νη πε­ρί­πτω­ση συγ­γρα­φέα. Αυ­τό, βέ­βαια, δεν ο­φεί­λε­ται στο ό­τι ξε­κί­νη­σε με σπου­δές στην Σχο­λή Κα­λών Τε­χνών α­ντί κά­ποιου τμή­μα­τος της Φι­λο­σο­φι­κής. Ού­τε ό­τι α­σχο­λεί­ται ταυ­τό­χρο­να με τη ζω­γρα­φι­κή. Άλλω­στε, ή­δη α­πό την ε­φη­βεία, ό­πως ε­ξο­μο­λο­γεί­ται, έ­γρα­φε στί­χους και ζω­γρά­φι­ζε. Με μι­κρή χρο­νι­κή δια­φο­ρά έ­κα­νε την πρώ­τη της ε­πί­ση­μη εμ­φά­νι­ση στους δυο χώ­ρους. Στα δέ­κα ο­κτώ ε­ξέ­δω­σε την πρώ­τη ποιη­τι­κή της συλ­λο­γή, «Ο μύ­θος του ο­δοι­πό­ρου», στα εί­κο­σι συμ­με­τεί­χε, για πρώ­τη φο­ρά, σε ο­μα­δι­κή έκ­θε­ση. Το πρό­βλη­μα ε­νός πι­θα­νού γραμ­μα­το­λό­γου, που α­κό­μη δεν μας έ­χει προ­κύ­ψει, θα βρί­σκε­ται στις με­τα­στρο­φές, που η Νι­κο­πού­λου, κα­τά και­ρούς, α­πο­πει­ρά­ται και στους δυο χώ­ρους, ι­διαί­τε­ρα σε αυ­τόν της λο­γο­τε­χνίας.
Λέ­γο­ντας με­τα­στρο­φές στη λο­γο­τε­χνία, δεν α­να­φε­ρό­μα­στε στο πέ­ρα­σμα α­πό την ποίη­ση στην πε­ζο­γρα­φία, που, έ­τσι κι αλ­λιώς, δεν έ­χει πά­ρει ο­ρι­στι­κή μορ­φή, α­φού συ­νε­χί­ζει να εκ­δί­δει ποιη­τι­κές συλ­λο­γές. Ού­τε στις με­τα­το­πί­σεις ε­ντός του πε­ζο­γρα­φι­κού πε­δίου, για τις ο­ποίες συ­χνά δί­νε­ται α­πό τους σχο­λια­στές του πε­ζο­γρα­φι­κού της έρ­γου α­να­κρι­βής ει­κό­να. Λ.χ., στις σε­λί­δες για την Νι­κο­πού­λου, που α­φιε­ρώ­νει το πε­ριο­δι­κό, «Ο Σί­συ­φος», α­να­φέ­ρε­ται πως “υ­πήρ­ξε στα­δια­κή ε­γκα­τά­λει­ψη της με­γά­λης φόρ­μας και σχε­δόν ο­λο­κλη­ρω­τι­κή προ­σχώ­ρη­σή της στην μι­κρή φόρ­μα του διη­γή­μα­τος”. Όταν η σχέ­ση της Νι­κο­πού­λου με τη με­γά­λη φόρ­μα αρ­χί­ζει και τε­λειώ­νει με το πρώ­το πε­ζο­γρα­φι­κό της βι­βλίο. Πρό­κει­ται για το μυ­θι­στό­ρη­μα, «Σαν σε κα­θρέ­φτη», που ε­ξέ­δω­σε το 2003. Φτά­νει τις 215 σε­λί­δες, ω­στό­σο, α­πό την κρι­τι­κή έ­χει χα­ρα­κτη­ρι­στεί νου­βέ­λα.
Οι ου­σια­στι­κές με­τα­στρο­φές θεω­ρού­με πως α­φο­ρούν τον τρό­πο γρα­φής. Το 2007, για την πρώ­τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των της, «Ομε­λέ­τα με μα­νι­τά­ρια», ξε­χω­ρί­ζα­με ως πιο εν­δια­φέ­ρο­ντα διη­γή­μα­τα, αυ­τά με “φευ­γά­τους” ή­ρωες, στα ο­ποία υ­πε­ρι­σχύει της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας το υ­πε­ραι­σθη­τό στοι­χείο. Σε α­ντι­δια­στο­λή με ό­σα ορ­γα­νώ­νο­νται ορ­θο­λο­γι­στι­κά, σε αυ­τά τα πε­ρι­γράμ­μα­τα μό­λις που σχε­διά­ζο­νται, ε­νώ η έμ­φα­ση δί­νε­ται στα συ­ναι­σθή­μα­τα. Αυ­τήν την α­φη­γη­μα­τι­κή α­φαί­ρε­ση την α­πο­δί­δα­με τό­τε στη μα­τιά της ζω­γρά­φου. Με­ρι­κά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, η ι­σορ­ρο­πία φαί­νε­ται να αλ­λά­ζει, κα­θώς εί­ναι η ρε­α­λι­στι­κή ο­πτι­κή της πε­ζο­γρά­φου, που πα­ρεμ­βαί­νει στις λι­τές ζω­γρα­φι­κές συν­θέ­σεις, ει­σά­γο­ντας ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρα πα­ρα­στα­τι­κά στοι­χεία. Η ί­δια η συγ­γρα­φέ­ας θεω­ρεί ό­τι “η στρο­φή στη γρα­φή της” ξε­κι­νά­ει πο­λύ νω­ρί­τε­ρα. Το 1999, με την τρί­τη ποιη­τι­κή συλ­λο­γή «Ανέ­μου». Ενδιά­με­σα, υ­πάρ­χει μία δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή, το 1993, «Χει­με­ρι­νοί μορ­φα­σμοί». Έτσι κι αλ­λιώς, ό­μως, η δε­κα­ε­τία του ’90, εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νη στη ζω­γρα­φι­κή.
Αυ­τή “η στρο­φή στη γρα­φή της” ε­ξαρ­τά­ται, ως έ­να βαθ­μό, α­πό τις ε­πι­δρά­σεις που, κά­θε φο­ρά, δέ­χε­ται. Σε συ­νέ­ντευ­ξή της, α­να­φέ­ρει τον Νά­σο Νι­κό­που­λο, ως τον πρώ­το που την μύη­σε στην ποίη­ση. Ποιη­τής της πρώ­της με­τα­πο­λε­μι­κής γε­νιάς ο Νι­κό­που­λος, γεν­νη­μέ­νος το 1926, α­πε­βίω­σε σχε­τι­κά νω­ρίς, το 1991. Πα­ρά τις δώ­δε­κα ποιη­τι­κές συλ­λο­γές, που ε­ξέ­δω­σε σε διά­στη­μα τρια­κο­ντα­ε­τίας, πα­ρα­μέ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­στός ως θεω­ρη­τι­κός και κρι­τι­κός του θεά­τρου. Σε αυ­τό συμ­βάλ­λει η θη­τεία του, κα­τά την πρώ­τη με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή δε­κα­ε­τία, στην ε­φη­με­ρί­δα, «Αυ­γή», ό­που, μα­ζί με τον νεό­τε­ρό του, Λέ­αν­δρο Πο­λε­νά­κη, κά­λυ­πταν τη κρι­τι­κή θεά­τρου. Την πρώ­τη συλ­λο­γή του, «Έξο­δος α­πό τη νη­νε­μία», την ε­ξέ­δω­σε, ό­ταν η Νι­κο­πού­λου ή­ταν μω­ρό, ε­νώ την προ­τε­λευ­ταία, «Έαρ το ερ­χό­με­νον», την ί­δια χρο­νιά με τη δι­κή της πρώ­τη συλ­λο­γή. Εκεί­νος, κοι­νω­νι­κός ποιη­τής, με “τα τραύ­μα­τα της ήτ­τας”, δεν ε­νέ­δω­σε στην α­πο­θάρ­ρυν­ση και την αμ­φι­σβή­τη­ση. Εκεί­νης οι πρώ­τες δυο συλ­λο­γές, σύμ­φω­να με πα­λαιό­τε­ρη α­πο­τί­μη­ση, που την τα­ξι­νο­μού­σε στη γε­νιά της δε­κα­ε­τίας του ’80, με­τα­φέ­ρουν “την προ­σω­πι­κή της α­γω­νία και α­βε­βαιό­τη­τα μέ­σα σ’ έ­να κλί­μα πε­σι­μι­σμού, ό­που ο θά­να­τος εί­ναι συ­νε­χώς πα­ρό­ν”.
Θα πα­ρου­σία­ζε εν­δια­φέ­ρον η σύ­γκρι­ση των δυο πρώ­των συλ­λο­γών της με τις δυο ε­πό­με­νες, αυ­τές, σε α­πό­στα­ση δε­κα­ε­τίας με­τα­ξύ τους: το 1999, «Ανέ­μου», το 2009, «Μη με ψά­χνε­τε ε­δώ». Όπως και να έ­χει, στο γύ­ρι­σμα του αιώ­να, θα μπο­ρού­σε να το­πο­θε­τη­θεί η αλ­λα­γή του λο­γο­τε­χνι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος α­πό το ο­ποίο δέ­χε­ται ε­πι­δρά­σεις στην πε­ραι­τέ­ρω δια­μόρ­φω­ση της γρα­φής της. Από την πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή  γε­νιά περ­νά στη γε­νιά της αμ­φι­σβή­τη­σης, ό­που, και πά­λι, βρί­σκε­ται σε σχέ­ση μα­θη­τείας. Αυ­τήν τη φο­ρά, η η­λι­κια­κή α­πό­στα­ση με τον μέ­ντο­ρα εί­ναι μι­κρό­τε­ρη, υ­πάρ­χει, ό­μως, με­τα­ξύ τους δια­φο­ρά συγ­γρα­φι­κής ω­ρί­μαν­σης κο­ντά ει­κο­σα­ε­τίας. Και αυ­τός ο δεύ­τε­ρος, εί­ναι μύ­στης της ποίη­σης, δια­πνέε­ται, ό­μως, α­πό ι­διά­ζου­σα “διά­θε­ση α­να­τρο­πής και αυ­τοϋπο­νό­μευ­σης”. Τα τε­λευ­ταία χρό­νια, με τις Σχο­λές Δη­μιουρ­γι­κής Γρα­φής, σχο­λιά­ζε­ται η ε­πιρ­ροή του δι­δά­σκο­ντα στον μα­θη­τή, κα­θώς πα­ρα­τη­ρού­νται υ­φο­λο­γι­κές ε­πιρ­ροές, ε­νώ οι ό­ποιες εν­δοοι­κο­γε­νεια­κές συγ­γρα­φι­κές συ­μπτώ­σεις ε­λά­χι­στα α­πα­σχο­λούν. Πι­θα­νώς, για­τί λαν­θά­νει η ά­πο­ψη πως μπο­ρεί να θι­γεί το νεό­τε­ρο μέ­λος, αν δια­γνω­στούν ε­πι­δρά­σεις στο έρ­γο του, α­κό­μη και ό­ταν αυ­τές στέ­κο­νται ε­ποι­κο­δο­μη­τι­κές. 
Στο α­φιέ­ρω­μα του πε­ριο­δι­κού στην Νι­κο­πού­λου, που προ­α­να­φέ­ρα­με, ο σχο­λια­σμός του πε­ζο­γρα­φι­κού της έρ­γου ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται με την πα­ρα­τή­ρη­ση, πως, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, την α­πα­σχο­λεί “η πο­λύ μι­κρή φόρ­μα, το μι­κρο­διή­γη­μα”. Δεν γνω­ρί­ζου­με στις πό­σες λέ­ξεις ή σε­λί­δες οι θεω­ρη­τι­κοί του εί­δους τρα­βά­νε τη δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή, ω­στό­σο, εί­μα­στε της γνώ­μης, ό­τι πα­ρό­μοιες δια­κρί­σεις δεί­χνουν προ­κρού­στειες. Ήδη, πά­ντως, α­πο­τε­λούν ι­διαί­τε­ρο μά­θη­μα σε κά­ποιες Σχο­λές Δη­μιουρ­γι­κής Γρα­φής, με τον ει­σα­γό­με­νο τίτ­λο “μπον­ζάι-ι­στο­ρίες”. Ακό­μη μία α­με­ρι­κα­νι­κή ε­πι­νό­η­ση, του­λά­χι­στον στη μορ­φή που καλ­λιερ­γεί­ται στα κα­θ’ η­μάς, για την ο­ποία έ­να τμή­μα του γη­γε­νούς λο­γο­τε­χνι­κού χώ­ρου ε­πι­δει­κνύει μάλ­λον με­γα­λύ­τε­ρο φα­να­τι­σμό α­πό τους ί­διους τους ε­πι­νο­η­τές της.
Στην πε­ρί­πτω­ση της Νι­κο­πού­λου, ε­μείς θα πα­ρα­με­ρί­ζα­με πα­ρό­μοιους δια­χω­ρι­σμούς. Άλλω­στε, δεν εί­ναι ευ­κρι­νές εκ του α­πο­τε­λέ­σμα­τος, κα­τά πό­σο οι προ­σπά­θειες να γρά­ψει διή­γη­μα μι­κρής έ­κτα­σης συ­νι­στούν α­πόρ­ροια του λο­γο­τε­χνι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντός της ή δι­κή της α­νά­γκη έκ­φρα­σης. Αν κρί­νου­με α­πό την “μπον­ζάι-ι­στο­ρία” της πρό­σφα­της συλ­λο­γής, «Τα γε­νέ­θλια», η πλά­στιγ­γα κλί­νει υ­πέρ της πρώ­της εκ­δο­χής. Θα ή­ταν προ­τι­μό­τε­ρο, πά­ντως, η διη­γη­μα­τι­κή της σο­δειά να α­ντι­με­τω­πι­στεί ως σύ­νο­λο: τρεις συλ­λο­γές διη­γη­μά­των, σε λι­γό­τε­ρο α­πό δε­κα­ε­τία. Συ­νο­λι­κά 60 διη­γή­μα­τα, ό­που, ό­σο α­φο­ρά την έ­κτα­σή τους, ση­μειώ­νου­με, ως μία πρώ­τη έν­δει­ξη, σε­λί­δες έ­να­ντι α­ριθ­μού διη­γη­μά­τω­ν: 130 σε­λί­δες η πρώ­τη, με 18 διη­γή­μα­τα, γύ­ρω στις 175, αλ­λά μι­κρό­τε­ρου σχή­μα­τος, οι δυο άλ­λες, με 20 και 22 διη­γή­μα­τα, α­ντι­στοί­χως. Θα δια­χω­ρί­ζα­με τις δυο τε­λευ­ταίες, ε­κεί­νη του 2013, με τίτ­λο, «Ελλη­νι­στί: ο γρί­φος (σχέ­σεις αί­μα­τος)», και την πρό­σφα­τη, κα­θώς θε­μα­τι­κά και μορ­φι­κά δεν δια­φο­ρο­ποιού­νται, α­ντι­θέ­τως δεί­χνουν ως μία ε­νό­τη­τα. Άλλω­στε, έ­χουν εκ­δο­θεί ε­ντός μιας τριε­τίας, πα­ρέ­χο­ντας το ση­με­ρι­νό στίγ­μα της πε­ζο­γρά­φου.
Τα τε­λευ­ταία χρό­νια, ό­λο και συ­χνό­τε­ρα, πι­θα­νώς ως α­μυ­ντι­κή τα­κτι­κή α­πέ­να­ντι στο μυ­θι­στό­ρη­μα, οι συγ­γρα­φείς ε­πι­διώ­κουν στα διη­γή­μα­τα μίας συλ­λο­γής θε­μα­τι­κή ε­νό­τη­τα, α­κό­μη και βε­βια­σμέ­νη. Αυ­τήν την ε­νό­τη­τα προ­σπα­θούν να την προ­βάλ­λουν με τα “πα­ρα­κει­με­νι­κά στοι­χεία”: τίτ­λο, υ­πό­τιτ­λο, α­φιε­ρώ­σεις και κυ­ρίως, το κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου. Σε έ­να δο­κί­μιο, ε­πι­διώ­κε­ται η ε­στία­ση σε έ­να θέ­μα και η σφαι­ρι­κή ε­ξάν­τλη­σή του. Σε μία συ­γκέ­ντρω­ση διη­γη­μά­των, ό­μως, πα­ρό­μοια τα­κτι­κή προσ­δί­δει προ­γραμ­μα­τι­κό, συ­χνά και μη­χα­νι­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα, λει­τουρ­γώ­ντας δε­σμευ­τι­κά, ό­πως πε­ρί­που ο πε­ριο­ρι­σμός του α­ριθ­μού των λέ­ξεων στη συγ­γρα­φή ε­νός διη­γή­μα­τος. Στις συλ­λο­γές της Νι­κο­πού­λου, ω­στό­σο, η θε­μα­τι­κή ε­νό­τη­τα προ­κύ­πτει α­πό εν­δια­φέ­ρον για τις δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις. Ήδη, α­πό τις πρώ­τες α­φη­γη­μα­τι­κές της α­πό­πει­ρες, προ­σπα­θεί να συλ­λά­βει ψυ­χι­κές δια­θέ­σεις και τραυ­μα­τι­κές ε­μπει­ρίες, σκια­γρα­φώ­ντας, α­κό­μη και ε­λά­χι­στες, φευ­γα­λέες σω­μα­τι­κές εκ­δη­λώ­σεις.
Ο υ­πό­τιτ­λος της δεύ­τε­ρης συλ­λο­γής, “σχέ­σεις αί­μα­τος”, δη­λω­τι­κός της εξ αί­μα­τος συγ­γέ­νειας, δεί­χνει να πα­ρα­πέ­μπει στην οι­κο­γέ­νεια ως “στύ­λο” της νε­ο­ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νίας. Εδώ, ό­μως, πρό­κει­ται για την οι­κο­γέ­νεια στην α­στι­κή μορ­φή της, την α­πο­κα­λού­με­νη πυ­ρη­νι­κή, γο­νείς και τέ­κνα. Τα διη­γή­μα­τα ε­πι­κε­ντρώ­νο­νται, σχε­δόν α­πο­κλει­στι­κά, σε εν­δοοι­κο­γε­νεια­κές σχέ­σεις, που α­πο­βαί­νουν τραυ­μα­τι­κές. Κυ­ρίως με­τα­ξύ γο­νέα και τέ­κνου, κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση μό­νο α­φο­ρούν και τις εξ αγ­χι­στείας σχέ­σεις με­τα­ξύ δυο συ­ζύ­γων. Συ­νή­θως, ο άλ­λος γο­νέ­ας εί­ναι τό­σο α­δύ­να­μος, ώ­στε η πα­ρου­σία του να α­πο­βαί­νει σκιώ­δης. Έτσι μέ­νει μία δι­πο­λι­κή σχέ­ση, σα­δι­στι­κή, κά­πο­τε, έως σα­δο­μα­ζο­χι­στι­κή. Από το πρώ­το διή­γη­μα της πρώ­της συλ­λο­γής μέ­χρι το τε­λευ­ταίο της πρό­σφα­της, η Νι­κο­πού­λου ε­πα­νέρ­χε­ται στη σχέ­ση μη­τέ­ρας-κό­ρης. Προ­βάλ­λει ως μία σχέ­ση κα­τα­πίε­σης, α­ντα­γω­νι­σμού, α­δια­φο­ρίας, κα­τά κα­νό­να συ­γκρου­σια­κή, σχε­δόν πο­τέ τρυ­φε­ρή, κα­θώς την πε­ρι­γρά­φει α­πό την ο­πτι­κή γω­νία του παι­διού, της έ­φη­βης, της με­τέ­πει­τα ψυ­χι­κά προ­βλη­μα­τι­κής.
Τε­λι­κά, πρό­κει­ται για έ­ναν υ­πό­τιτ­λο ει­ρω­νι­κό. Το ί­διο ι­σχύει για τον τίτ­λο της πρό­σφα­της, τρί­της συλ­λο­γής, “α­σφα­λής πό­λη”, ό­που οι νο­ση­ρές σχέ­σεις δεν πε­ριο­ρί­ζο­νται στην οι­κο­γέ­νεια, αλ­λά ε­πε­κτεί­νο­νται στους κα­τοί­κους της πό­λης. Κα­τά το ο­πι­σθό­φυλ­λο, δεν πρω­τα­γω­νι­στούν οι ψυ­χι­κά α­σθε­νείς αλ­λά οι “α­να­σφα­λείς”,  που προ­σβλέ­πουν στο μελ­λο­ντι­κό ό­ρα­μα μίας “άλ­λης πό­λης”. Μό­νο που ο σκλη­ρός κό­σμος των ι­στο­ριών δεν α­φή­νει την πα­ρα­μι­κρή χα­ρα­μά­δα για πα­ρό­μοια αι­σιο­δο­ξία. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, αυ­τό το κλί­μα α­παν­θρω­πιάς α­πα­ντά­ται ό­λο και συ­χνό­τε­ρα στις ι­στο­ρίες νεό­τε­ρων συγ­γρα­φέων. Στην πρό­σφα­τη συλ­λο­γή, ε­κτός α­πό τις ι­στο­ρίες, που ε­στιά­ζουν σε κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις, υ­πάρ­χουν και με­ρι­κές γύ­ρω α­πό ε­πα­φές και τυ­χαία συ­να­πα­ντή­μα­τα μέ­σα στο πλή­θος. Ιστο­ρίες, με ε­φα­ψίες σε συ­νω­στι­σμέ­να με­τα­φο­ρι­κά μέ­σα, με­τα­νά­στες θύ­μα­τα της εγ­χώ­ριας βίας, νοή­μο­να σκυ­λιά. Αυ­τές συγ­γε­νεύουν με πα­λαιό­τε­ρα διη­γή­μα­τα συγ­γρα­φέων της γε­νιάς του ’80.
Στα και­νού­ρια διη­γή­μα­τα, πα­ρα­μέ­νει κυ­ρίαρ­χη η σχέ­ση με το γο­νέα, σπρωγ­μέ­νη πε­ραι­τέ­ρω σε ό­ρια α­ντι­ζη­λίας, μί­σους αλ­λά και ε­ξάρ­τη­σης. Ενώ, α­πα­σχο­λεί και η σχέ­ση δυο γυ­ναι­κών, ό­που, στο κέ­λυ­φος της φι­λίας, βλα­σταί­νει αρ­πα­κτι­κή διά­θε­ση. Ερω­τι­κές σχέ­σεις, ου­σια­στι­κά, δεν υ­πάρ­χουν, α­φού, και ό­ταν πα­ρει­σφρέ­ουν, κα­τα­κλύ­ζο­νται α­πό τον γυ­ναι­κείο ε­γω­κε­ντρι­σμό. Ενδια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει η ψυ­χο­γρά­φη­ση της σχέ­σης κα­θη­γη­τή-μα­θη­τή, με τον έρ­πο­ντα ε­ρω­τι­σμό, που κα­τα­λή­γει σε α­προ­κά­λυ­πτα σα­δο­μα­ζο­χι­στι­κές εκ­δη­λώ­σεις. Κα­τά τα άλ­λα, η Νι­κο­πού­λου, με α­πο­κα­θη­λω­τι­κή διά­θε­ση, βάλ­λει και τον έ­τε­ρο “στύ­λο” της νε­ο­ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νίας, την εκ­κλη­σία. Γε­νι­κό­τε­ρα, στα ι­σχυ­ρά ση­μεία των διη­γη­μά­των της Νι­κο­πού­λου, εί­ναι η ε­πι­λο­γή του τίτ­λου και η κα­τα­λη­κτι­κή α­να­τρο­πή των προσ­δο­κιών. Στο διή­γη­μα, «Συ­σκη­νία», γύ­ρω α­πό το α­νίε­ρο πά­θος ε­νός κλη­ρι­κού, συν­δυά­ζο­ντας την λε­κτι­κή αμ­φι­ση­μία με την αμ­φι­θυ­μία των αι­σθη­μά­των, κα­τορ­θώ­νει έ­να ει­ρω­νι­κό διή­γη­μα. Στα κα­λύ­τε­ρα της συλ­λο­γής, αλ­λά και της συ­νο­λι­κής διη­γη­μα­τι­κής σο­δειάς της κα­τά την ε­πο­χή της κρί­σης, θα ε­ντάσ­σα­με το «Η Κα­τά­λΥψη», που θα πρέ­πει να συ­μπε­ρι­λη­φθεί α­πό τα πρώ­τα στην αν­θο­λο­γία με διη­γή­μα­τα του Πο­λυ­τε­χνείου, που κά­πο­τε θα κα­ταρ­τι­στεί. Ακό­μη, το α­κρο­τε­λεύ­τιο διή­γη­μα, «Ικο­νίου 22», για τον τρό­πο, που αι­σθη­το­ποιεί α­φη­γη­μα­τι­κά τη βου­βή θλί­ψη του κο­ρι­τσιού και τα κρα­τή­μα­τα της ψυ­χής του, ό­ταν αυ­τό έρ­χε­ται α­ντι­μέ­τω­πο με την μη­τρι­κή βία.
Τέ­λος, να ση­μειώ­σου­με, ό­τι ε­κεί­νο που μας ώ­θη­σε σε α­να­ζή­τη­ση της συγ­γρα­φι­κής πο­ρείας της Νι­κο­πού­λου, πα­ρό­τι δεν δια­θέ­του­με κα­λή ε­πο­πτεία του αμ­φί­πλευ­ρου έρ­γου της, εί­ναι η ποιο­τι­κή δια­φο­ρά με­τα­ξύ των διη­γη­μά­των της πρό­σφα­της συλ­λο­γής. Σχε­τι­κά με­γά­λη, σαν να μά­χο­νται κα­τά τη σύλ­λη­ψη και γρα­φή τους α­ντίρ­ρο­πες προ­αι­ρέ­σεις.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 15/11/2015.
Φωτογραφία:  Η έτερη επίδοση της Νικοπούλου. Αυτή στη ζωγραφική.

Ο Καβάφης του Παλαμά

$
0
0
Το βρά­δυ της Πα­ρα­σκευής, στον Φι­λο­λο­γι­κό Σύλ­λο­γο Παρ­νασ­σός, για τον ε­ορ­τα­σμό των 150 χρό­νων λει­τουρ­γίας, πραγ­μα­το­ποιή­θη­κε εκ­δή­λω­ση προς τι­μή του Κω­στή Πα­λα­μά. Ο Γε­ρά­σι­μος Ζώ­ρας α­να­φέρ­θη­κε στη σχέ­ση του ποιη­τή με τον Σύλ­λο­γο και η Δέ­σποι­να Δού­κα στην ε­πι­στο­λι­κή σχέ­ση του με την Λι­λή Πα­τρι­κίου-Ια­κω­βί­δη. Εμείς, και ως α­ντί­στι­ξη σε αυ­τές τις δυο στε­νές σχέ­σεις, θα σχο­λιά­σου­με τη σχέ­ση του με τον Κ. Π. Κα­βά­φη. Πρό­κει­ται για μία σχέ­ση, που δεν υ­πήρ­ξε ού­τε προ­σω­πι­κή ού­τε ε­πι­στο­λι­κή, για την ο­ποία υ­πάρ­χουν στοι­χεία α­πό α­νο­μοιο­γε­νή δη­μο­σιεύ­μα­τα στη διάρ­κεια μίας 15ε­τίας. Συ­γκρο­τού­νται α­πό άρ­θρα, δύο συ­νε­ντεύ­ξεις και ε­πι­στο­λές προς τρί­τους του Πα­λα­μά. Αντί­στοι­χα, του Κα­βά­φη, μία συ­νέ­ντευ­ξη και ε­πι­στο­λές προς τον Μά­ριο Βαϊά­νο. Επί­σης, δη­μο­σιεύ­μα­τα τρί­των. Πα­ρό­τι η σχέ­ση τους έ­χει α­πα­σχο­λή­σει, δεν έ­χει πα­ρου­σια­στεί συ­στη­μα­τι­κά. Ση­μειώ­νου­με δυο σχε­τι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα των Μ. Για­λου­ρά­κη και Θ. Σου­λο­γιάν­νη, στα κα­βα­φι­κά α­φιε­ρώ­μα­τα των πε­ριο­δι­κών «Νέα Εστία» (1963) και «Δια­βά­ζω» (1983), που α­να­φέ­ρο­νται σε “χρο­νι­κό δια­μά­χης”. Λό­γω στε­νό­τη­τας χώ­ρου, θα δώ­σου­με μία συ­ντο­μευ­μέ­νη α­να­σύν­θε­σή της, η ο­ποία, ως έ­να βαθ­μό, δια­φο­ρο­ποιεί την ε­πι­κρα­τού­σα ά­πο­ψη, που εί­ναι φι­λο­πα­λα­μι­κή, αλ­λά ό­χι α­ντι­κα­βα­φι­κή, ρί­χνο­ντας το βά­ρος της α­ντι­πα­ρά­θε­σής τους στην α­διαλ­λα­ξία των θια­σω­τών τους.
Με αυ­τόν τον τρό­πο, την δια­τύ­πω­σε ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης, σε ε­πε­τεια­κή ε­πι­φυλ­λί­δα στο «Βή­μα» (28 Απρ. 1973): “Ανά­με­σα σε ε­κεί­νους που πρώ­τοι διέ­γνω­σαν την ι­διο­φυΐα του Κα­βά­φη, δι­καίως μνη­μο­νεύο­νται ξε­χω­ρι­στά ο Γρη­γό­ριος Ξε­νό­που­λος και ο Μόρ­γκαν Φόρ­στερ.” Προ­σθέ­το­ντας: “Η γραμ­μα­το­λο­γι­κή δι­καιο­σύ­νη α­παι­τεί, σε τού­τα τα δυο τι­μη­μέ­να ο­νό­μα­τα, να προ­στε­θεί έ­να τρί­το: του με­γά­λου μας ποιη­τή-κρι­τι­κού, που – ά­σχε­το αν αρ­γό­τε­ρα με­ρι­κοί ά­τσα­λοι ο­πα­δοί του κα­βα­φι­κού θιά­σου (ό­πως και κά­ποιοι δι­κοί του, άλ­λω­στε) τον έσ­πρω­ξαν σε ά­χα­ρο πε­τρο­πό­λε­μο με τον Αλε­ξαν­δρι­νό – πρώ­τος διέ­κρι­νε και δια­τύ­πω­σε, ε­ναρ­γέ­στε­ρα και α­πό τους δυο προ­η­γού­με­νους, την βα­σι­κή δο­μή του κα­βα­φι­κού έρ­γου. Ο τρί­τος αυ­τός άν­θρω­πος... ή­ταν βέ­βαια ο Πα­λα­μάς.” Ως καί­ριο θεω­ρεί πα­ρά­θε­μα α­πό ε­πι­φυλ­λί­δα του Πα­λα­μά στην εφ. «Ελεύ­θε­ρος Λό­γος» (30 Ιουν. 1924), το ο­ποίο και α­να­δη­μο­σιεύει. Ήταν η δεύ­τε­ρη α­να­φο­ρά του Πα­λα­μά στον Κα­βά­φη. Ο Σαβ­βί­δης δεν ε­πα­νήλ­θε στη σχέ­ση των δυο ποιη­τών.
Τριά­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, και πά­λι με α­φορ­μή κα­βα­φι­κή ε­πέ­τειο, ο Δ. Δα­σκα­λό­που­λος σχο­λία­σε τη σχέ­ση των δυο ποιη­τών στο ί­διο πνεύ­μα με τον Σαβ­βί­δη, φέ­ρο­ντας ως τεκ­μή­ριο για την έ­γκαι­ρη ε­πι­σή­μαν­ση α­πό τον Πα­λα­μά “της ι­διο­τυ­πίας του Αλε­ξαν­δρι­νού”, φρά­ση α­πό βι­βλιο­κρι­σία του στην εφ. «Εμπρός» (4 Δεκ. 1921): Στην Αλε­ξάν­δρεια “υ­πάρ­χει εις ποιη­τής ω­μο­λο­γη­μέ­νης πρω­το­τυ­πίας, ο Κα­βά­φης, ε­ξαι­ρέ­τως τι­μώ­με­νος υ­πό των νέων ε­κεί.” Μάλ­λον χω­ρίς ε­πι­με­λή αυ­το­ψία, α­κο­λου­θώ­ντας ε­σφαλ­μέ­νη α­να­φο­ρά στην συ­μπλη­ρω­μα­τι­κή βι­βλιο­γρα­φία Πα­λα­μά του Κ. Γ. Κα­σί­νη, την θεω­ρεί ως κα­τα­κλεί­δια κο­ρω­νί­δα.
Στην α­να­σύν­θε­ση της λο­γο­τε­χνι­κής σχέ­σης δύο συγ­γρα­φέων, εί­ναι μάλ­λον α­να­γκαία η α­πο­στα­σιο­ποίη­ση α­πό τα πρό­σω­πα. Ο Σαβ­βί­δης ή­ταν μεν κα­βα­φι­στής, αλ­λά εκ πε­ποι­θή­σεως και εξ α­ντα­να­κλά­σεως μέ­σω Γ. Κ. Κα­τσί­μπα­λη, πα­λα­μι­στής. Ο Δα­σκα­λό­που­λος, ε­πί­σης, εί­ναι κα­βα­φι­στής, αλ­λά μάλ­λον πα­ρέ­μει­νε και εξ α­ντα­να­κλά­σεως μέ­σω Σαβ­βί­δη, πα­λα­μι­στής. Ση­μειώ­νου­με πως, στην ί­δια ερ­μη­νευ­τι­κή γραμ­μή, κι­νεί­ται και ο Χ. Λ. Κα­ρά­ο­γλου στην ε­μπε­ρι­στα­τω­μέ­νη με­λέ­τη του, «Η α­θη­ναϊκή κρι­τι­κή και ο Κα­βά­φης (1918-1924)», 1985.   
Η πρώ­τη ψη­φί­δα της σχέ­σης τους εί­ναι η εν λό­γω βι­βλιο­κρι­σία, σε στή­λη που κρα­τού­σε τό­τε ο Πα­λα­μάς, υ­πο­γρά­φο­ντας ως W. Με τίτ­λο το ό­νο­μα της κρι­νό­με­νης συγ­γρα­φέως, Μα­ρία Βόλ­του, α­φο­ρά το δεύ­τε­ρο βι­βλίο της, «Λε­βα­ντι­νι­σμοί!», έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα τα­ξι­διω­τι­κού τύ­που. Ο Πα­λα­μάς πα­ρα­τη­ρεί: “Φαί­νε­ται ως να ε­γρά­φη πο­λύ βια­στι­κά”,  “η γλώσ­σα του εί­ναι α­τη­μέ­λη­τος”. Πιο κα­λο­γραμ­μέ­νο θεω­ρεί το πρώ­το βι­βλίο της, “έ­να τό­μον ποιη­τι­κών και στο­χα­στι­κών πε­ζο­γρα­φη­μά­των υ­πό τον τίτ­λον «Δια­βαί­νο­ντας...» με το ψευ­δώ­νυ­μον Άργα Πη­λεία”, που εί­χε εκ­δώ­σει δυο χρό­νια νω­ρί­τε­ρα. Εκ προοι­μίου, προ­λαμ­βά­νει την α­πο­ρία, για­τί κρί­νει ά­ξια α­να­φο­ράς την Βόλ­του και κρι­τι­κής πα­ρου­σία­σης το δεύ­τε­ρο βι­βλίο της: Εί­ναι “κό­ρη της Αλε­ξαν­δρείας, κα­θώς μαν­θά­νω, νε­α­ρω­τά­τη θε­ρά­παι­να των Μου­σώ­ν· φέ­ρει ό­νο­μα τα μέ­γι­στα τι­μώ­με­νον εις τον ε­μπο­ρι­κόν κό­σμον της Αι­γύ­πτου, εν­θυ­μί­ζον την λα­μπρο­τά­την κλη­ρο­νο­μίαν, η ο­ποία κα­τά το πα­ρελ­θόν έ­τος, διε­τέ­θη υ­πέρ του Εθνι­κού Πα­νε­πι­στη­μίου· κλη­ρο­νο­μίαν, η ο­ποία τον δια­θέ­την Ηρα­κλή Βόλ­τον αρ­κεί δια να συ­γκα­τα­λέ­ξη με­τα­ξύ των ε­πι­ση­μο­τά­των ε­θνι­κών ευερ­γε­τών.”
Από τη Ζα­γο­ρά Πη­λίου η οι­κο­γέ­νεια Βόλ­του, οι δυο α­δελ­φοί, ο Αλέ­ξαν­δρος και ο Ηρα­κλής, α­σχο­λή­θη­καν με το ε­μπό­ριο βαμ­βα­κιού. Ο Ηρα­κλής α­πε­βίω­σε το 1920, α­φή­νο­ντας ό­λη την πε­ριου­σία του στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών. Τον Αλέ­ξαν­δρο, ως ι­δρυ­τι­κό μέ­λος του Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου της Αι­γύ­πτου, τον α­να­ζη­τεί ο Σαβ­βί­δης στους “κα­τα­λό­γους δια­νο­μής συλ­λο­γώ­ν” του Κα­βά­φη. Αντ’ αυ­τού, ε­ντο­πί­ζει τε­τρά­κις το ό­νο­μα Βόλ­του, ως Δε­σπ. Βόλ­του, το 1917, ως Μα­ρί­κα Βόλ­του, το 1918, και δις, ως Κα Βόλ­του, το 1926. Φαί­νε­ται πως ο Κα­βά­φης προ­τί­μη­σε να στέλ­νει τα φυλ­λά­διά του στο νεό­τε­ρο μέ­λος της οι­κο­γέ­νειας Βόλ­του, τη Μα­ρία, κό­ρη του ε­τε­ρο­θα­λούς α­δελ­φού τους Πα­να­γιώ­τη, γνω­ρί­ζο­ντας τις συγ­γρα­φι­κές της α­νη­συ­χίες. “Μέ­σον Α. Σε­γκό­που­λου” ση­μειώ­νει, πως θα λά­βει η Μα­ρία το πρώ­το τεύ­χος. Συ­ντο­πί­της της, α­πό την Μιτ­ζέ­λα Αλμυ­ρού Βό­λου, ο Σε­γκό­που­λος, γεν­νη­θείς το 1898, ή­ταν λί­γα μό­νο χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρός της. Η α­νά­γνω­ση του δεύ­τε­ρου βι­βλίου της, που βρέ­θη­κε στη Βι­βλιο­θή­κη Κα­βά­φη, προ­σε­χτι­κή, ό­πως δη­λώ­νουν οι υ­πο­γραμ­μί­σεις, το πι­θα­νό­τε­ρο να πα­ρα­κι­νή­θη­κε α­πό το άρ­θρο Πα­λα­μά. 
Η βι­βλιο­κρι­σία δεν κλεί­νει, αλ­λά α­νοί­γει με την μνεία του Κα­βά­φη. Επί­σης, δεν α­πο­τε­λεί με­μο­νω­μέ­νη α­να­φο­ρά, αλ­λά μέ­ρος πε­ρι­γρα­φής της λο­γο­τε­χνι­κής κί­νη­σης στην Αλε­ξάν­δρεια: “Πε­ριο­δι­κά κυ­κλο­φο­ρούν, τα ω­ρί­μου η­λι­κίας «Γράμ­μα­τα», η νε­ο­θα­λής «Σκέ­ψη», βι­βλία εκ­δί­δο­νται, υ­πάρ­χει είς ποιη­τής ω­μο­λο­γη­μέ­νης πρω­το­τυ­πίας, ο Κα­βά­φης, ε­ξαι­ρέ­τως τι­μώ­με­νος υ­πό των νέων ε­κεί, και είς ευ­γε­νής ζη­λω­τής και υ­πο­στη­ρι­κτής των ω­ραίων γραμ­μά­των, ως α­κούω, ο Στέ­φα­νος Πάρ­γας.” Πό­σο, ό­μως, κα­λά γνω­ρί­ζει ο Με­σο­λογ­γί­της το έρ­γο του Αλε­ξαν­δρι­νού; Εξαρ­χής τα ποιή­μα­τά τους γει­το­νεύουν σε α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα, α­πό το «Αττι­κόν Μου­σείο» μέ­χρι το Ημε­ρο­λό­γιο του Σκό­κου. Ύστε­ρα, η τι­μη­τι­κή μνεία στα «Γράμ­μα­τα» και τον εκ­δό­τη τους, Πάρ­γα, δεί­χνει πως έ­χει δια­βά­σει τα ε­κεί δη­μο­σιευ­μέ­να κα­βα­φι­κά ποιή­μα­τα, αν ό­χι τα πρώ­τα, του 1911, σί­γου­ρα ε­κεί­να της τριε­τίας 1917-1919. Ακό­μη, τα ποιή­μα­τα στα τέσ­σε­ρα τεύ­χη του δι­μη­νιαίου περ. «Σκέ­ψη» του Αντώ­νη Κό­μη. Οπό­τε γεν­νιέ­ται το ε­ρώ­τη­μα, για­τί α­πο­φα­σί­ζει τό­τε να μνη­μο­νεύ­σει τον Κα­βά­φη και μά­λι­στα, κα­τά τρό­πο, τι­μη­τι­κό; 
Η ε­πι­σή­μαν­ση α­πό τον Δα­σκα­λό­που­λο του πε­ριο­ρι­στι­κού προσ­διο­ρι­σμού “τι­μώ­με­νος υ­πό των νέων ε­κεί” εί­ναι εύ­στο­χη. Πι­θα­νώς, με την α­να­φο­ρά του ζη­τά­ει να ο­ριο­θε­τή­σει την α­πή­χη­ση Κα­βά­φη μα­κράν του δι­κού του χρό­νου και χώ­ρου. Απο­φεύ­γει, πά­ντως, να δια­τυ­πώ­σει δι­κή του ά­πο­ψη, υιο­θε­τώ­ντας την κύ­ρια ε­πι­σή­μαν­ση του Ξε­νό­που­λου για τον πρω­τό­τυ­πο χα­ρα­κτή­ρα της ποίη­σής του. Δεν πι­στεύου­με, ω­στό­σο, πως εί­ναι το άρ­θρο του Ξε­νό­που­λου, πριν κο­ντά μία ει­κο­σα­ε­τία, που τον πα­ρα­κί­νη­σε, αλ­λά, το πι­θα­νό­τε­ρο, η διά­λε­ξη για τον Κα­βά­φη του Τέλ­λου Άγρα, στις 30 Μαρ. 1921. Το κεί­με­νο της ο­μι­λίας δη­μο­σιεύ­τη­κε πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, στον 10ο τό­μο του «Δελ­τίου του Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου, Αύγ. 1923. Ο Πα­λα­μάς δεν θα την πα­ρα­κο­λού­θη­σε στην αί­θου­σα του Ελλη­νι­κού Ωδείου. Ωστό­σο η ε­πι­τυ­χία της βρα­διάς εί­χε γί­νει ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στή.
Σύμ­φω­να με τον Ξε­νό­που­λο: “Η φι­λο­λο­γι­κή σά­λα γέ­μι­σε α­σφυ­κτι­κά... μια νέα κο­πέ­λα α­πάγ­γει­λε τα κυ­ριώ­τε­ρα κομ­μά­τια του ποιη­τή μας... Βα­θιά τα αι­σθάν­θη­κε ο κό­σμος και τα κα­τα­χει­ρο­κρό­τη­σε ό­λα. Ένα πλή­θος μά­λι­στα νέ­οι δεν τ’ ά­κου­γαν πρώ­τη φο­ρά. Τα ή­ξε­ραν α­πέ­ξω. Και φεύ­γο­ντας γο­η­τευ­μέ­νοι... έ­λε­γεν ο έ­νας στον άλ­λο: «Ο Κα­βά­φης!... α, τι ποιη­τής!»” Αυ­τοί οι εν­θου­σιώ­δεις θαυ­μα­στές του Κα­βά­φη ή­ταν οι ε­δώ νέ­οι, ό­χι οι ε­κεί. Και δεν ή­ταν μό­νο οι νέ­οι. Δυο α­θη­ναϊκές ε­φη­με­ρί­δες α­πό τις με­γα­λύ­τε­ρες, ο «Ελεύ­θε­ρος Τύ­πος» και η «Πα­τρίς», εί­χαν δη­μο­σιεύ­σει σει­ρά ποιη­μά­των του. Η πρώ­τη ε­πί μία ε­βδο­μά­δα (Μάρ. 1921), η δεύ­τε­ρη, κα­λο­καί­ρι 1921. Τέ­λος, ο Πα­λα­μάς θα εί­χε δια­βά­σει, Νοέ. 1921, στο πε­ριο­δι­κό της Ευ­γε­νίας Ζω­γρά­φου, «Ελλη­νι­κή Επι­θεώ­ρη­σις», τη με­λέ­τη του συ­νο­μή­λι­κου και φί­λου του Άγρα, Από­στο­λου Δρί­βα, γραμ­μέ­νη έ­να χρό­νο νω­ρί­τε­ρα.
Η δεύ­τε­ρη, σε χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά, ψη­φί­δα της σχέ­σης τους, που μνη­μο­νεύει ο Σαβ­βί­δης, α­φο­ρά σει­ρά πέ­ντε ε­βδο­μα­διαίων ε­πι­φυλ­λί­δων (16 Ιουν. - 21 Ιουλ. 1924) του Πα­λα­μά, με τον γε­νι­κό, φροϋδι­κής έ­μπνευ­σης, τίτ­λο «Libido». Ο Πα­λα­μάς ε­στιά­ζει στο θέ­μα του γυ­μνού, εκ­κι­νώ­ντας με ά­πο­ψη πε­ρί του γυ­μνού στη ζω­γρα­φι­κή του α­με­ρι­κα­νού φι­λό­σο­φου και ποιη­τή Ραλφ Γουόλ­ντο Έμερ­σον, κύ­ριου εκ­προ­σώ­που του υ­περ­βα­τι­σμού στη Νέα Αγγλία, κα­τά τον 19ο αι. Σε αυ­τήν, α­ντι­πα­ρα­θέ­τει “τη γύ­μνια των πορ­νο­γρά­φων και των ω­μών πραγ­μα­τι­στώ­ν”. Με­τά α­να­φέ­ρε­ται στη δι­κή του ποίη­ση, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει φι­λο­σο­φι­κή, για να έρ­θει στο θέ­μα του, που εί­ναι η η­δο­νι­κή ποίη­ση του Κα­βά­φη. Επι­λέ­γει, ό­πως σχο­λιά­ζει ο Σαβ­βί­δης, “έ­να α­πό τα πιο σκαν­δα­λώ­δη ε­ρω­τι­κά ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη”. Το ποίη­μα «Να μεί­νει», με χρο­νο­λο­γία γρα­φής Μάρ. 1918 και πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση Απρ. 1924 στο περ. της Αλε­ξάν­δρειας «Αργώ». Ανα­δη­μο­σιεύ­τη­κε στο «Ελεύ­θε­ρον Βή­μα» (9 Ιουν. 1924) και τρεις μέ­ρες αρ­γό­τε­ρα, στο «Έθνος», σε α­ντι­κα­βα­φι­κό δη­μο­σίευ­μα του Π. Τα­γκό­που­λου. Εί­ναι το πέ­μπτο ε­ρω­τι­κό ποίη­μα δη­μο­σιευ­μέ­νο σε α­θη­ναϊκό έ­ντυ­πο, αλ­λά το πρώ­το σε ε­φη­με­ρί­δα. Επί­σης, το πρώ­το α­πό τα δη­μο­σιευ­μέ­να ε­ρω­τι­κά, με “σάρ­κας γύ­μνω­μα”. Αυ­τές οι πρω­τιές εν­δέ­χε­ται να ερ­μη­νεύουν την ε­πι­λο­γή του και συ­να­κό­λου­θα, την ε­κλο­γή του θέ­μα­τος των ε­πι­φυλ­λί­δων.
Για δεύ­τε­ρη φο­ρά, ο Πα­λα­μάς πε­ριο­ρί­ζει το θέ­μα του Κα­βά­φη “στους νέ­ους ε­κεί” (= Αλε­ξάν­δρεια). Πα­ρα­κά­μπτει, δη­λα­δή, τις α­θη­ναϊκές δη­μο­σιεύ­σεις του ποιή­μα­τος, α­να­σύ­ρο­ντας το α­λε­ξαν­δρι­νό πε­ριο­δι­κό μιας δρά­κας νέων. Έχει, ό­μως προ­τά­ξει τα τεύ­χη δυο άλ­λων ελ­λα­δι­κών νε­α­νι­κών πε­ριο­δι­κών. Στην πρώ­τη ε­πι­φυλ­λί­δα, α­να­φέ­ρει τα «Μα­κε­δο­νι­κά Γράμ­μα­τα» της Θεσ­σα­λο­νί­κης, συ­γκε­κρι­μέ­να, το τεύ­χος Απρ. 1923, ό­που δη­μο­σιεύε­ται η δεύ­τε­ρη συ­νέ­χεια του με­λε­τή­μα­τος του Γ. Βα­φό­που­λου για τον Κα­βά­φη. Αυ­τό, ού­τε καν το μνη­μο­νεύει. Σχο­λιά­ζει σο­νέ­το με τίτ­λο «Πόρ­νη», χω­ρίς να α­να­φέ­ρει ό­νο­μα ποιη­τή, μό­νο πως εί­ναι έρ­γο “αν­θρώ­που γυ­μνα­σμέ­νου στο στί­χο.” Πρό­κει­ται για τον νε­α­ρό τό­τε η­θο­ποιό Κώ­στα Μου­σού­ρη, που ε­πι­δι­δό­ταν και στην ποίη­ση. Στη δεύ­τε­ρη ε­πι­φυλ­λί­δα, πα­ρου­σιά­ζει τεύ­χος (Φεβ.-Μαρ. 1924) της «Μη­νιαίας Επι­θεώ­ρη­σης» του Φι­λο­τε­χνι­κού Ομί­λου Νέων στη Σά­μο. Ανα­δη­μο­σιεύει το ποίη­μα «Από­γευ­μα», και πά­λι χω­ρίς ό­νο­μα ποιη­τή, με “την πα­ρά­κλη­ση προς τους σε­μνούς να τον συγ­χω­ρή­σου­ν”. “Στι­χορ­ρά­πτη” α­πο­κα­λεί τον ποιη­τή του, ε­νώ τον προ­η­γού­με­νο, “στι­χο­πλέ­χτη”, πα­ρα­τη­ρώ­ντας πως “και οι δυο α­να­γαλ­λιά­ζουν μέ­σα στη γύ­μνια”.
Σε αυ­τήν τη νε­α­νι­κή συ­ντρο­φιά, ως τρί­τον, προ­σθέ­τει τον ε­ξη­κο­ντού­τη Κα­βά­φη. Προ­η­γου­μέ­νως, ό­μως, σαν κα­τα­κλεί­δα στα ό­σα έ­γρα­ψε για τα δυο άλ­λα πε­ριο­δι­κά, σχο­λιά­ζει: “Μυ­ρί­ζει κα­βα­φί­λας. Η ό­σφρη­ση ξα­νοί­γει την ό­ρα­ση.” Κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή η συ­γκε­κρι­μέ­νη πα­ρα­γω­γι­κή κα­τά­λη­ξη θη­λυ­κών ου­σια­στι­κών, εκ­φρά­ζει γε­νι­κώς α­πώ­θη­ση, με­τα­ξύ άλ­λων, δυ­σο­σμία. Εδώ, πι­θα­νώς α­πό πα­πού­τσι δεύ­τε­ρης ποιό­τη­τας, αν λαν­θά­νει λο­γο­παί­γνιο με το ε­πί­θε­το του Κα­βά­φη. Το τρί­το πε­ριο­δι­κό εί­ναι το «Αργώ», ό­που πα­ρα­θέ­τει το ποίη­μα χω­ρίς α­να­φο­ρά του τίτ­λου. Μία ει­κα­σία θα ή­ταν πως θέ­λει να α­πο­φύ­γει πα­ρα­πο­μπή στις α­θη­ναϊκές α­να­δη­μο­σιεύ­σεις, αλ­λά και τον α­ντι­κα­βα­φι­κό σχο­λια­σμό του Τα­γκό­που­λου, που εμ­μέ­σως α­πορ­ρί­πτει. Ο δι­κός του, αν δια­βα­στεί με­μο­νω­μέ­νος, ό­πως τον πα­ρα­θέ­τει ο Σαβ­βί­δης, φαί­νε­ται ευ­νοϊκός. Δεί­χνει, μά­λι­στα, με πό­ση προ­σο­χή πα­ρα­κο­λου­θεί τις δη­μο­σιεύ­σεις κα­βα­φι­κών ποιη­μά­των, κα­θώς σχο­λιά­ζει το «Να μεί­νει» σε πα­ραλ­λη­λία με το «Νό­η­σις», δη­μο­σιευ­μέ­νο σε τεύ­χος των «Γραμ­μά­των» του 1917. 
Απο­πει­ρά­ται φροϋδι­κού τύ­που εμ­βά­θυν­ση, α­πο­δί­δο­ντας στον ποιη­τή “κά­ποια ντρο­πή και κά­ποιο σα­ρά­κι για πε­ρι­στα­τι­κά της ζωής του”. Αργο­πο­ρεί την ευ­θεία α­να­φο­ρά στον Κα­βά­φη, κα­τα­λή­γο­ντας πως “το ό­νο­μα του κ. Κα­βά­φη και τα προ­βλή­μα­τα που τυ­χόν γεν­νά ο λό­γος του και ο στί­χος του” τον α­να­γκά­ζουν να συ­νε­χί­σει στην ε­πό­με­νη ε­πι­φυλ­λί­δα. Εκεί, ό­μως, α­να­φέ­ρε­ται στα «Άνθη του Κα­κού» του Μπων­τλέ­ρ, ε­στιά­ζο­ντας στο ποίη­μα «Μια νύ­χτα». Σχε­τι­κά με αυ­τό, υ­πάρ­χει μία πα­ρα­τή­ρη­ση, που πλα­γίως δεί­χνει και τον Κα­βά­φη: “ποίη­μα με θέ­μα ω­μό μας θυ­μί­ζει την «Πόρ­νη» του σον­νε­τί­στα των «Μα­κε­δο­νι­κών Γραμ­μά­των» και ό­λων των ο­μό­τε­χνών του, νεώ­τε­ρων και πρε­σβύ­τε­ρων, θε­ρα­πευ­τών του η­δο­νι­σμού”. Συ­νε­χί­ζει στις ε­πό­με­νες δυο ε­πι­φυλ­λί­δες, με πα­ρα­δείγ­μα­τα και άλ­λων Ευ­ρω­παίων ποιη­τών, το­νί­ζο­ντας το α­να­γκαίο πά­ντρε­μα “η­δο­νι­σμού και ι­δα­νι­σμού”, που, πλα­γίως και χω­ρίς πε­ραι­τέ­ρω α­να­φο­ρά, κα­τα­γρά­φει ως προ­βλη­μα­τι­κό έλ­λειμ­μα της κα­βα­φι­κής ποίη­σης.
Εί­ναι μάλ­λον προ­φα­νής η στρα­τη­γι­κή του Πα­λα­μά και στα δυο δη­μο­σιεύ­μα­τα. Δη­μιουρ­γεί την ε­ντύ­πω­ση της εν πα­ρό­δω α­να­φο­ράς στην ποίη­ση του Κα­βά­φη, με μία μό­λις φρά­ση στην πρώ­τη και με σύ­ντο­μη πε­ρι­κο­πή στη δεύ­τε­ρη μό­νο ε­πι­φυλ­λί­δα, ε­νώ, εν μέ­ρει η βι­βλιο­κρι­σία και ο­λό­κλη­ρη η σει­ρά των ε­πι­φυλ­λί­δων πα­ρα­κι­νού­νται α­πό την πρό­θε­σή του να ε­πι­ση­μά­νει την πα­ρου­σία του Κα­βά­φη κα­τά έ­ναν συ­γκε­κρι­μέ­νο τρό­πο.
Πα­ρά τις συ­ντο­μεύ­σεις, η α­να­σύν­θε­ση της σχέ­σης Πα­λα­μάς-Κα­βά­φης θα χρεια­στεί συ­νέ­χεια. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 22/11/2015.

Παρτίδα σκακιού

$
0
0
Επα­νερ­χό­μα­στε στην α­να­σύν­θε­ση της λο­γο­τε­χνι­κής σχέ­σης Πα­λα­μάς-Κα­βά­φης. Ει­σα­γω­γι­κά, στη σει­ρά των πέ­ντε ε­πι­φυλ­λί­δων στην εφ. «Ελεύ­θε­ρος Λό­γος» του 1924, ο Πα­λα­μάς α­να­φέ­ρει πως δεν πα­ρα­κο­λου­θεί “την κί­νη­ση στα γράμ­μα­τα”. Πα­ρα­πο­νεί­ται πως και “οι άλ­λοι αρ­χί­ζουν να τον λη­σμο­νούν, να τον πα­ρα­με­ρί­ζουν, να τον ξε­γρά­φου­ν”. Πα­ρό­μοια σχό­λια θα μπο­ρού­σαν να ερ­μη­νευ­θούν ως ο α­ντί­χτυ­πος της αυ­ξα­νό­με­νης πα­ρου­σίας του Κα­βά­φη στα α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα. Ήδη, α­πό τον Μάι. του 1922, δη­μο­σιεύει στο περ. «Μού­σα», αλ­λά και σε ε­φη­με­ρί­δες, α­πό τον Ιούλ. του 1923 στο νεό­τευ­κτο «Ελεύ­θε­ρον Βή­μα» και  α­πό τον Δεκ., στον «Ελεύ­θε­ρο Λό­γο». Τέ­λη 1923, αρ­χί­ζει η αλ­λη­λο­γρα­φία του Κα­βά­φη με  τον Μά­ριο Βαϊά­νο. Ιαν. 1924, κυ­κλο­φο­ρεί το πρώ­το τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού του Βαϊά­νου, «Νέα Τέ­χνη». Εξαρ­χής ταγ­μέ­νο να με­γα­λύ­νει τον Αλε­ξαν­δρι­νό, α­ναγ­γέλ­λει για τον Απρί­λιο α­φιε­ρω­μα­τι­κό τεύ­χος.
“Αυ­τή εί­ναι μια με­γά­λη χρο­νιά για τον Κα­βά­φη και το έρ­γο του”, σχο­λιά­ζει ο Τσίρ­κας, ει­σα­γω­γι­κά, για το 1924. Αν ό­χι λο­γο­τε­χνι­κά με­γά­λη, σί­γου­ρα πά­ντως, εί­ναι η χρο­νιά που ο Κα­βά­φης κα­θί­στα­ται πρό­σω­πο της ε­πι­και­ρό­τη­τας. Στις 18 Μαρ., δη­μο­σιεύε­ται στον α­λε­ξαν­δρι­νό Τύ­πο “Δια­μαρ­τυ­ρία δια­νοου­μέ­νων. Οι φί­λοι του κ. Κων­στα­ντί­νου Κα­βά­φη”, για υ­βρι­στι­κή ε­πί­θε­ση ε­να­ντίον του, με 37 υ­πο­γρά­φο­ντες. Στις 11 Απρ., δεύ­τε­ρη “δια­μαρ­τυ­ρία λο­γίων και θαυ­μα­στώ­ν” δη­μο­σιεύε­ται, αυ­τήν τη φο­ρά, στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο, με 32 υ­πο­γρα­φές γη­γε­νών. Αυ­τά τα κεί­με­να δια­μαρ­τυ­ρίας κα­τα­λή­γουν κεί­με­να προ­βο­λής, δη­μιουρ­γώ­ντας τους πρώ­τους κα­βα­φι­κούς πυ­ρή­νες, που, στη συ­νέ­χεια, θα συμ­βάλ­λουν στη δη­μιουρ­γία α­ντί­στοι­χων πα­λα­μι­κών.
Σχε­τι­κά, ω­στό­σο, με τις πέ­ντε ε­πι­φυλ­λί­δες, μέ­νει η α­πο­ρία, ποια στά­θη­κε η α­φορ­μή, το 1924, για να α­σχο­λη­θεί ο Πα­λα­μάς και πά­λι με τον Κα­βά­φη, με­τριά­ζο­ντας την ευ­νοϊκή ε­ντύ­πω­ση του πρώ­του, προ τριε­τίας, άρ­θρου του. Για να α­πα­ντη­θεί, α­παι­τεί­ται η χρο­νο­λο­γι­κή πα­ρά­τα­ξη των ψη­φί­δων της σχέ­σης τους. Αν και μό­νο υ­πο­θέ­σεις ε­πι­τρέ­πο­νται, κα­θώς η συ­σχέ­τι­ση αι­τίου-αι­τια­τού πα­ρα­μέ­νει πά­ντο­τε ε­πι­σφα­λής. Στις 3 Απρ. 1924, δη­μο­σιεύ­τη­κε στην εφ. της Αλε­ξάν­δρειας «Τα­χυ­δρό­μος», συ­νέ­ντευ­ξη του Κα­βά­φη στον Ν. Γιο­κα­ρί­νη. Στο τέ­λος, ο Αθη­ναίος δη­μο­σιο­γρά­φος του θέ­τει την ε­ρώ­τη­ση, που μάλ­λον εί­χε ε­ξαρ­χής κα­τά νου, αν δεν ή­ταν αυ­τή που πυ­ρο­δό­τη­σε τη συ­νέ­ντευ­ξη: “Κύ­ριε Κα­βά­φη. Μού εί­παν ό­τι ο κ. Πα­λα­μάς, ως ποιη­τής, δεν έ­χει την ε­κτί­μη­σίν σας.” “Ο κ. Πα­λα­μάς, φί­λε, εί­νε με­γά­λος λυ­ρι­κός ποιη­τής... μα, του Κα­βά­φη δεν του α­ρέ­σει η λυ­ρι­κή ποίη­σις. Η πολ­λή λυ­ρι­κή, η εν­θου­σιώ­δης ποίη­σις δεν με ελ­κύει. Ο Πα­λα­μάς έ­χει πολ­λάς ε­ξάρ­σεις.”  Ήταν η α­πά­ντη­ση του Κα­βά­φη, που θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ει­λι­κρι­νής, κα­θώς α­ντι­κα­θρε­φτί­ζει την αι­σθη­τι­κή του πε­ρί ποίη­σης. Ανε­ξάρ­τη­τα αν οι ευ­θέως δια­τυ­πω­μέ­νες κρί­σεις με­τα­ξύ ο­μό­τε­χνων α­νέ­κα­θεν δεν συ­νη­θί­ζο­νταν. Κα­τά την εκ­δο­χή του Τί­μου Μα­λά­νου, πά­ντως, εί­χε προ­λά­βει ο Βαϊά­νος να ζη­τή­σει α­πό τον Πα­λα­μά, για το α­φιε­ρω­μα­τι­κό τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού του, τη γνώ­μη του για τον Κα­βά­φη, ε­κεί­νος εί­χε αρ­νη­θεί να α­πα­ντή­σει και αυ­τό το εί­χε ή­δη μά­θει ο Κα­βά­φης.
Όσο για την πα­ρά­πλευ­ρη α­πο­ρία, σχε­τι­κά με το τι με­σο­λά­βη­σε με­τα­ξύ 2ης και 3ης ε­πι­φυλ­λί­δας, αρ­χές Ιουλ., και πα­ρα­κάμ­φθη­κε η πε­ραι­τέ­ρω ευ­θεία α­να­φο­ρά στον Κα­βά­φη, μία πα­ρα­κιν­δυ­νευ­μέ­νη υ­πό­θε­ση θα ή­ταν η α­να­δη­μο­σίευ­ση στον α­λε­ξαν­δρι­νό Τύ­πο μέ­ρους της 2ης ε­πι­φυλ­λί­δας του, με τίτ­λο, «Ο Κω­στής Πα­λα­μάς πε­ρί της ποιή­σεως των σύγ­χρο­νων η­δο­νι­στών. Μυ­ρί­ζει Κα­βα­φί­λας». Θα μπο­ρού­σε, ό­μως, να τον α­πέ­τρε­ψαν και μό­νο οι συ­ζη­τή­σεις γύ­ρω α­πό την προ­ε­τοι­μα­σία του εν λό­γω α­φιε­ρω­μα­τι­κού τεύ­χους. Αυ­τό το τεύ­χος της αρ­χι­κά μη­νιαίας «Νέ­ας Τέ­χνης» θα βγει τε­τρα­πλό, Ιούλ.-Οκτ. 1924 και θα κυ­κλο­φο­ρή­σει στο τέ­λος Δεκ. Στις 29 Δεκ. 1924 και 23 Φεβ. 1925, ο Πα­λα­μάς θα δη­μο­σιεύ­σει στον «Ελεύ­θε­ρο Λό­γο» δυο α­κό­μη ε­πι­φυλ­λί­δες, ό­που α­να­φέ­ρε­ται, εν συ­ντο­μία, στον Κα­βά­φη. Σε αυ­τές, η διά­θε­ση εί­ναι ευ­θέως α­πορ­ρι­πτι­κή.
Στην πρώ­τη, μία βι­βλιο­κρι­σία για την τρί­τη ποιη­τι­κή συλ­λο­γή, «Στο γύ­ρι­σμα της ρί­μας», του Ρή­γα Γκόλ­φη, έκ­δο­ση ε­κεί­νης της χρο­νιάς, ό­ταν φτά­νει στο θέ­μα της στι­χουρ­γίας, α­πο­κα­λεί τον Γκόλ­φη “α­ρι­στο­τέ­χνη του πα­τρο­πα­ρά­δο­του στί­χου”, του δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βου. Σε α­ντι­δια­στο­λή, το­νί­ζει “το ύ­που­λο ξε­κάρ­φω­μα του ε­θνι­κού μας στί­χου στα ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη”, τον ο­ποίο α­να­φέ­ρει ως “τον πρω­το­τυ­πό­τε­ρο α­νά­με­σα στη νέα γε­νιά ερ­γά­τη”. Χα­ρα­κτη­ρι­σμό, που ο Χ. Λ. Κα­ρά­ο­γλου α­ντι­λαμ­βά­νε­ται ως θε­τι­κό. Μάλ­λον ει­ρω­νι­κός δεί­χνει, κα­θώς ε­ντάσ­σει και πά­λι τον Κα­βά­φη στη νέα γε­νιά. Αντι­θέ­τως, τις στι­χουρ­γι­κές πα­ρεκ­κλί­σεις του νε­α­ρού Ήβου Δέλ­του, ο Πα­λα­μάς τις α­πο­δέ­χε­ται, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντάς τον “προι­κι­σμέ­νο μυ­στα­γω­γό”. Πρό­κει­ται για τον Κων. Τσά­τσο, 25ε­τή, με τον ο­ποίο εί­χε α­να­πτύ­ξει σχέ­ση δα­σκά­λου-μα­θη­τή, και μά­λι­στα, πο­λύ θερ­μή, σύμ­φω­να με τις α­να­φο­ρές του Τσά­τσου στην αυ­το­βιο­γρα­φία του. Στη δεύ­τε­ρη, για τον «Οδυσ­σέ­α» του Α. Γε­ρά­νη, ψευ­δώ­νυ­μο του Κα­ζα­ντζά­κη, ε­γκω­μιά­ζο­ντας τον “ε­ντε­κα­σύλ­λα­βο στί­χο στη λύ­ρα του Γε­ρά­νη”, κά­νει λό­γο για “τα ζυ­μα­ρι­κά της Σχο­λής των Κα­βά­φη­δω­ν”.
Κα­τά μία εκ­δο­χή, το κα­βα­φι­κό τεύ­χος της «Νέ­ας Τέ­χνης» έ­φε­ρε το α­φιέ­ρω­μα στον Πα­λα­μά του α­λε­ξαν­δρι­νού περ. «Νέα Ζωή» (7 Απρ. 1926). Η συ­σχέ­τι­ση δεν στε­ρεί­ται υ­πό­στα­σης, κα­θώς ή­ταν και γι’ αυ­τόν το πρώ­το α­φιε­ρω­μα­τι­κό τεύ­χος. Φί­λα κεί­με­νος στον Πα­λα­μά ο Φι­λο­λο­γι­κός Σύλ­λο­γος του πε­ριο­δι­κού, εί­χε διορ­γα­νώ­σει τον Ιαν., ο­μι­λίες για τη συ­μπλή­ρω­ση πε­νή­ντα χρό­νων α­πό την πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση ποιή­μα­τός του, «Το γιού­λι», στο «Αττι­κόν Ημε­ρο­λό­γιο» του Ει­ρη­ναίου Ασώ­πιου. Ενώ, στην Αθή­να, τα   50χρο­να του έρ­γου του ε­ορ­τά­στη­καν δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, με α­φορ­μή την έκ­δο­ση της πρώ­της ποιη­τι­κής του συλ­λο­γής, «Τρα­γού­δια της πα­τρί­δας μου». Στην ε­ναρ­κτή­ρια βρα­διά των ε­ορ­τα­σμών, στην αί­θου­σα του Ελλη­νι­κού Σω­μα­τείου «Αι­σχύ­λος-Αρίων», πα­ρευ­ρέ­θη­κε ο Κα­βά­φης, αλ­λά το ό­νο­μά του πα­ρα­λεί­φθη­κε στον κα­τά­λο­γο που δη­μο­σιεύ­τη­κε στο α­φιε­ρω­μα­τι­κό τεύ­χος. Αυ­τό κα­τήγ­γει­λε σε δη­μο­σίευ­μά του στο περ. της Αλε­ξάν­δρειας «’Ισις» (1 Μαΐ. 1926) ο Α. Γ. Συ­μεω­νί­δης, ο πρώ­τος εκ­δό­της, μα­ζί με την Ρί­κα Σε­γκο­πού­λου, του κα­βα­φι­κού πε­ριο­δι­κού «Αλε­ξαν­δρι­νή Τέ­χνη». Εί­χε προ­η­γη­θεί στο ί­διο πε­ριο­δι­κό, δη­μο­σίευ­μα της Σε­γκο­πού­λου, ό­που μέμ­φε­ται ο­μι­λη­τή ε­κεί­νης της βρα­διάς, για­τί εί­χε α­πο­κα­λέ­σει τον Πα­λα­μά κο­ρυ­φαίο των Ελλή­νων ποιη­τών. Αβι­βλιο­γρά­φη­το το δη­μο­σίευ­μα, α­να­φέ­ρε­ται α­πό τους Μ. Για­λου­ρά­κη και Θ. Σου­λο­γιάν­νη, χω­ρίς να κα­το­νο­μά­ζε­ται ο “πα­λα­μο­λά­τρης” ο­μι­λη­τής.
Εδώ, πα­ρεμ­βάλ­λε­ται μία ψη­φί­δα της σχέ­σης τους, ελ­λι­πώς κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη, αλ­λά ι­διαί­τε­ρα εν­δια­φέ­ρου­σα, κα­θώς α­να­φέ­ρε­ται σε μία δεύ­τε­ρη φο­ρά, που ο Κα­βά­φης δια­τύ­πω­σε ά­πο­ψη για τον Πα­λα­μά. Δεν πρό­κει­ται για συ­νέ­ντευ­ξη, αλ­λά για προ­φο­ρι­κό σχό­λιο, για το ο­ποίο υ­πάρ­χουν του­λά­χι­στον δυο δη­μο­σιο­ποιη­μέ­νες μαρ­τυ­ρίες, που λαν­θά­νουν της Βι­βλιο­γρα­φίας Κα­βά­φη. Ωστό­σο, κα­τα­γρά­φο­νται α­να­φο­ρές τρί­των σε αυ­τές. Στις 18 Φεβ. 1926, στον «Τα­χυ­δρό­μο» της Αλε­ξάν­δρειας, εί­χε δη­μο­σιευ­τεί ε­πι­στο­λή, με την υ­πο­γρα­φή Α. Γ. Σ., ό­που α­να­φέ­ρε­ται διά­λο­γος  Κα­βά­φη-Μα­λά­νου, στο ε­ντευ­κτή­ριο του περ. «Γράμ­μα­τα». Διά­φο­ρα φέ­ρε­ται να ει­πώ­θη­καν ε­κεί πε­ρί Πα­λα­μά, τα ο­ποία, την ε­πο­μέ­νη, με ε­πι­στο­λή στην ε­φη­με­ρί­δα, διέ­ψευ­σε ο εκ­δό­της του πε­ριο­δι­κού, Στέ­φα­νος Πάρ­γας. Συμ­φώ­νη­σε, ω­στό­σο, ό­τι ο Κα­βά­φης εί­πε ό­τι “θεω­ρεί τον Γρυ­πά­ρη και τον Μα­λα­κά­ση ποιη­τάς α­νω­τέ­ρους απ’ τον Πα­λα­μά”.  
Αυ­τή η α­κρι­το­μυ­θία Κα­βά­φη θα μπο­ρού­σε να εί­χε συμ­βάλ­λει στις α­πό­ψεις πε­ρί Κα­βά­φη, που ο Πα­λα­μάς δια­τύ­πω­σε σε συ­νέ­ντευ­ξή του, Ιούλ. 1926, στον κύ­πριο ποιη­τή Λου­κά Χρι­στο­φί­δη. Δη­μο­σιεύ­τη­κε στο περ. της Αλε­ξάν­δρειας «Οθό­νη», 16 Οκτ. 1926. Ο συ­νε­ντευ­ξια­στής υ­πήρ­ξε πιε­στι­κός, στην προ­σπά­θειά του να εκ­μαιεύ­σει την α­πόρ­ρι­ψη του ποιη­τή Κα­βά­φη. Λέ­γε­ται, πως ή­θε­λε να εκ­δι­κη­θεί τον Κα­βά­φη για την πε­ρι­φρό­νη­ση που ε­κεί­νος εί­χε ε­πι­δεί­ξει δη­μο­σίως στο πρό­σω­πό του. Αρχι­κά, ο Πα­λα­μάς υ­πεκ­φεύ­γει την ε­ρώ­τη­ση, κα­τά πό­σο εί­ναι ο Κα­βά­φης ποιη­τής. Τε­λι­κά, ό­μως, α­πο­δέ­χε­ται την αμ­φι­σβή­τη­ση, με την ευ­θύ­βο­λη πα­ρα­τή­ρη­ση: “Μάλ­λον για ρε­πορ­τά­ζ, μοιά­ζουν τα γρα­φτά του, λες και φρο­ντί­ζει να μας δώ­σει Ρε­πορ­τάζ α­πό τους αιώ­νες...” Και συ­νε­χί­ζει, δί­νο­ντας τη δι­κή του αι­σθη­τι­κή πε­ρί ποίη­σης: “Εί­ναι με­ρι­κά α­πό τα ση­μειώ­μα­τά του αυ­τά που παν να μοιά­σουν σκί­τσα ι­δεών, που πρό­κει­ται να γί­νουν κα­λά τρα­γού­δια. Μα που ο ερ­γά­της των τ’ α­φί­νει μό­νο σε σχέ­δια...” 
Σε αυ­τήν την ά­πο­ψη, πα­ρα­μέ­νει, ό­πως δεί­χνει μία δεύ­τε­ρη συ­νέ­ντευ­ξή του, τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα (7 Μαΐ. 1930), στον Γ. Πιε­ρί­δη, δη­μο­σιευ­μέ­νη στην εφ. της Αλε­ξάν­δρειας «Τα­χυ­δρό­μος -Ομό­νοια». Επα­να­λαμ­βά­νει την ε­ντύ­πω­ση πως “μοιά­ζουν σχε­διά­σμα­τα που πά­νε να γί­νουν ποίη­μα.” Κά­τι σαν “κομ­μά­τια α­πό δια­βά­σμα­τα”. Το ί­διο, στην “ει­κό­να της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας”, που σκια­γρα­φεί για τη γαλ­λι­κή ε­φη­με­ρί­δα «Φι­γκα­ρώ», έ­να χρό­νο πριν, 10 Φε­βρ. 1929. Αλλά και σε πο­λύ κα­το­πι­νές ε­πι­στο­λές του: στον Ηρα­κλή Απο­στο­λί­δη (14 Σεπ. 1933) και στον Γλαύ­κο Αλι­θέρ­ση (1 Ιαν. 1935). Ενδια­μέ­σως, στο με­λέ­τη­μά του, που δη­μο­σιεύει σε τρεις συ­νέ­χειες στο «Ελεύ­θε­ρον Βή­μα» (11, 25 Νοε., 13 Δεκ. 1926), ως λό­γο υ­πε­ρα­σπι­στι­κό του στί­χου του κα­νο­νι­κού έ­να­ντι του ε­λεύ­θε­ρου, α­να­φέ­ρει τον Κα­βά­φη δεύ­τε­ρο με­τά τον Σι­κε­λια­νό ως έ­ναν α­πό ε­κεί­νους που καλ­λιέρ­γη­σαν τον ε­λεύ­θε­ρο στί­χο. Μό­νο που ο Σι­κε­λια­νός “γύ­ρι­σε ύ­στε­ρα στις με­λω­δι­κές αρ­μο­νίες”, ε­νώ ο Κα­βά­φης “έ­κα­νε νό­μο την α­ξέ­γνοια­στην α­μορ­φία του στί­χου”.
Από την πλευ­ρά του, ο Κα­βά­φης α­να­φέ­ρει γρα­πτώς το ό­νο­μα Πα­λα­μά μό­νο σε τέσ­σε­ρις ε­πι­στο­λές του προς τον Βαϊά­νο. Με τον βρα­χύ­λο­γο τρό­πο, που υιο­θε­τεί σε ό­λες τις ε­πι­στο­λές του, τον πλη­ρο­φο­ρεί ό­τι εί­δε στα δυο φύλ­λα του «Ελεύ­θε­ρου Λό­γου», “την πα­ρα­τή­ρη­σιν του Πα­λα­μά πε­ρί της στι­χουρ­γι­κής του (εν άρ­θρω πε­ρί του Ρή­γα Γκόλ­φη)”, και ό­τι “ο Πα­λα­μάς κά­μνει μνείαν του ο­νό­μα­τος του”. Τό­σο ου­δέ­τε­ρα, ό­ταν ο Με­σο­λογ­γί­της κά­νει λό­γο, α­ντι­στοί­χως, για “ξε­κάρ­φω­μα του κα­βα­φι­κού στί­χου” και “ζυ­μα­ρι­κά της Σχο­λής των Κα­βά­φη­δω­ν”. Επί­σης, ό­τι εί­δε τα υ­πο­στη­ρι­κτι­κά γράμ­μα­τα του Κλέω­νος Πα­ρά­σχου και της Άλκη Θρύ­λου στο περ. της Αλε­ξάν­δρειας «Ίσις» (6 και 13 Νοε. 1926), αλ­λά και “την πο­λύ πα­ρά­ξε­νη ε­πι­στο­λή του Πα­λα­μά”, στο «Έθνος» (13 Απρ. 1928), σχε­τι­κά με τον ελ­λη­νο­γάλ­λο συγ­γρα­φέα Κων­στ. Φω­τιά­δη και την συ­νέ­ντευ­ξη ε­κεί­νου στον Σπύ­ρο Με­λά.
Αυ­τή η ε­πι­στο­λή του Πα­λα­μά εί­ναι, χρο­νι­κά, η πρώ­τη α­πό τις ε­πτά ε­πι­στο­λές, στις ο­ποίες α­να­φέ­ρει τον Κα­βά­φη. Το ύ­φος ό­λων, α­νε­ξαρ­τή­τως πα­ρα­λή­πτη, εί­ναι συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­νο. Στην ε­πι­στο­λή προς τον διευ­θυ­ντή του «Έθνους», δεν α­γα­να­κτεί τό­σο για την α­πορ­ρι­πτι­κή ά­πο­ψη, που ο Φω­τιά­δης, πα­ρα­κι­νη­μέ­νος α­πό τον Με­λά, εκ­φρά­ζει για τον ί­διο, ού­τε για την ε­πι­γραμ­μα­τι­κή ε­τυ­μη­γο­ρία του: “Εί­ναι ποιη­τής ο Κα­βά­φης, α­λη­θι­νός ποιη­τής.” Αλλά για την πε­ρι­φρο­νη­τι­κή α­να­φο­ρά στους κο­ρυ­φαίους της ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας: “Μα δε μι­λά­με γι’ αυ­τούς τους αιώ­νιους χω­ριά­τες με τις φου­στα­νέ­λες και τη στοι­χειώ­δη ψυ­χο­λο­γία, που εί­ναι συ­νή­θως τό­σο πτω­χή.”
Την ί­δια χρο­νιά (3 Ιουλ. 1928), σε ε­πι­στο­λή προς τον Ξε­νό­που­λο, γί­νε­ται ει­ρω­νι­κός: “Όσο και αν εί­σαι, πο­λύ σω­στά για την πνευ­μα­τι­κή σου α­νε­ξαρ­τη­σία και το προς τους νέ­ους λύ­γι­σμά σου, εν­θου­σια­σμέ­νος και ε­σύ με τον Κα­βά­φη... θα ι­δής πως έ­να μπου­κέ­το με­νε­ξέ­δες εί­ναι γο­η­τευ­τι­κό για το ά­ρω­μά του και ό­χι για το μο­ντέρ­νο ύ­φος του.” Αφορ­μή του σχο­λίου στά­θη­κε η πρό­σφα­τη τό­τε ποιη­τι­κή συλ­λο­γή του συμ­βο­λι­στή Γάλ­λου ποιη­τή Χέν­ρυ ντε Ρε­νιέ, «Flamma tenax», συ­νο­μή­λι­κου του Κα­βά­φη. Η ε­πό­με­νη ε­πι­στο­λή προς Ξε­νό­που­λο, με α­να­φο­ρά στον Κα­βά­φη (24 Φεβ. 1930), γί­νε­ται με α­φορ­μή την α­πά­ντη­ση του Ρο­μαίν Ρο­λάν σε σχε­τι­κή ε­ρώ­τη­ση γαλ­λι­κού πε­ριο­δι­κού ό­τι “ο Κω­στής Πα­λα­μάς εί­ναι ο με­γα­λύ­τε­ρος α­πό τους ζω­ντα­νούς ποιη­τές της Ευ­ρώ­πης”. Ο Πα­λα­μάς φαί­νε­ται να φέ­ρει πο­λύ βα­ρέως την α­δια­φο­ρία των γη­γε­νών λο­γο­τε­χνι­κών κύ­κλων για την με­τά­φρα­ση δι­κών του ποιη­μά­των. Ανα­φέ­ρε­ται “στα κο­ντύ­λια των Άλκη­δων Θρύ­λων και των Πέ­τρων Χά­ρη­δω­ν”, που υ­πο­στή­ρι­ζαν πως “μό­νο τα ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη, ό­ταν θα με­τα­φρα­στούν, θα συ­ναρ­πά­σουν την Ευ­ρώ­πη”.
Η τε­λευ­ταία α­ντί­θε­ση στη σχέ­ση τους προέ­κυ­ψε και πά­λι με α­φορ­μή α­φιε­ρω­μα­τι­κά τεύ­χη πε­ριο­δι­κών. Το δεύ­τε­ρο α­φιέ­ρω­μα αμ­φο­τέ­ρων εί­ναι α­πό το ί­διο αι­γυ­πτιώ­τι­κο γαλ­λό­φω­νο πε­ριο­δι­κό, το «Semaine Egyptienne». Και πά­λι, προ­η­γή­θη­κε του Κα­βά­φη (25 Απρ. 1929) και έ­να χρό­νο αρ­γό­τε­ρα (15 Απρ. 1930), δη­μο­σιεύ­θη­κε του Πα­λα­μά. Ενδια­μέ­σως, δυο ε­πι­στο­λές του Πα­λα­μά δεί­χνουν, πλα­γίως, η πρώ­τη προς τον Γεν. Πρό­ξε­νο  στο Κάι­ρο, Ξε­νο­φώ­ντα Στελ­λά­κη, ευ­θέως, η δεύ­τε­ρη προς τον Γιώρ­γο Κα­τσί­μπα­λη, τον γιο του α­γα­πη­μέ­νου του φί­λου Κων­στα­ντί­νου, πό­σο του στοι­χί­ζει ο πα­ρα­γκω­νι­σμός του. Σε αυ­τήν την πε­ρίο­δο της ζωής του, ο Πα­λα­μάς στε­νο­χω­ριέ­ται, αλ­λά και χαί­ρε­ται σαν μι­κρό παι­δί. Τον εν­θου­σια­σμό του για το δι­κό του α­φιέ­ρω­μα τον δεί­χνει με μία δεύ­τε­ρη ε­πι­στο­λή προς τον Κα­τσί­μπα­λη (23 Απρ. 1930) και την ευ­χα­ρι­στή­ρια προς τον εκ­δό­τη του πε­ριο­δι­κού, Νί­κο Σταυ­ρι­νό (17 Μαΐ. 1930).
Πρό­θε­σή μας στην α­να­σύν­θε­ση της ι­διό­τυ­πης δια­μά­χης Πα­λα­μά-Κα­βά­φη ή­ταν να δεί­ξου­με, πως η ε­πι­κρα­τού­σα ά­πο­ψη δεν συμ­βα­δί­ζει με τα στοι­χεία που δια­θέ­του­με. Συ­νο­ψί­ζο­ντας, ο Πα­λα­μάς ή­ταν αυ­τός, που πρώ­τος α­νη­σύ­χη­σε,   συ­νει­δη­το­ποιώ­ντας, στην αρ­χή της δε­κα­ε­τίας του ’20, την α­πή­χη­ση του Κα­βά­φη στην Αθή­να. Όσο μά­λι­στα,  αυ­τή η α­πή­χη­ση στους κύ­κλους των δια­νοου­μέ­νων της ε­πο­χής με­γά­λω­νε, τό­σο ε­κεί­νος περ­νού­σε α­πό την ά­μυ­να στην ε­πί­θε­ση. Πά­ντο­τε, ό­μως, α­πό τη θέ­ση του κρι­τι­κού, πα­ρα­μέ­νο­ντας φει­δω­λός στο δη­μό­σιο λό­γο του. Από την πλευ­ρά του, ο Κα­βά­φης, α­πηλ­λαγ­μέ­νος α­πό τις υ­παλ­λη­λι­κές του υ­πο­χρεώ­σεις στην Υπη­ρε­σία Αρδεύ­σεων α­πό τις 31 Μαρ. 1922, έ­να μή­να πριν συ­μπλη­ρώ­σει τα 59, διεκ­δι­κεί με τον τρό­πο του ε­δραίω­ση στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο. Αυ­τό, χω­ρίς συ­νε­ντεύ­ξεις ή αρ­θρο­γρα­φία. Το δι­κό του με­γά­λο α­τού εί­ναι αυ­τό που σή­με­ρα α­πο­κα­λού­με δη­μό­σιες σχέ­σεις. Στην πε­ρί­πτω­σή του, σή­μαι­νε δια­προ­σω­πι­κές ε­πα­φές, ε­πω­φε­λού­με­νος α­πό την ει­κό­να του ι­διόρ­ρυθ­μου α­λε­ξαν­δρι­νού ε­λι­τί­στα, που εί­χε καλ­λιερ­γή­σει. Τε­λι­κά, η α­ντι­πα­ρά­θε­ση Πα­λα­μά-Κα­βά­φη μοιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο με παρ­τί­δα σκα­κιού πα­ρά με πε­τρο­πό­λε­μο. Βρί­σκο­νται α­ντι­μέ­τω­ποι δυο γκραν με­τρ, ο πα­ρορ­μη­τι­κός Με­σο­λογ­γί­της ε­να­ντίον του συ­γκρα­τη­μέ­νου, αγ­γλι­στί cool, Αλε­ξαν­δρι­νού.
 
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 29/11/2015.

Μεταθανάτιος Κουμανταρέας

$
0
0
Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας
«Η σει­ρή­να της ε­ρή­μου»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Νοέμ­βριος 2015


Σαν σή­με­ρα, του Αγίου Νι­κο­λά­ου, πριν έ­να χρό­νο, σχο­λία­ζαν οι ε­φη­με­ρί­δες “το τρα­γι­κό τέ­λος του Μέ­νη Κου­μα­ντα­ρέ­α”. Εί­χε α­πο­χω­ρή­σει βιαίως πε­ρί την 11η μ.μ. της Πα­ρα­σκευής, 5 Δεκ. 2014. Ο Τύ­πος, εν­δια­μέ­σως, μάλ­λον λη­σμό­νη­σε την εν λό­γω υ­πό­θε­ση, για την ο­ποία τό­σος θό­ρυ­βος εί­χε γί­νει. “Οι δί­κες στην Ελλά­δα αρ­γούν, τρε­νά­ρου­ν”, ό­πως σχο­λιά­ζει έ­νας α­πό τους ή­ρωες του και­νού­ριου βι­βλίου του. Κυ­κλο­φό­ρη­σε αρ­χές Νο­εμ. 2015 και πα­ρου­σιά­στη­κε στις 12 του ι­δίου μη­νός. Πέ­ρυ­σι, στις 10 Νο­εμ. 2014, εί­χε πα­ρου­σια­στεί το μυ­θι­στό­ρη­μά του, «Ο θη­σαυ­ρός του χρό­νου», τυ­πω­μέ­νο Οκτ., ε­κεί­νο σε 6000 α­ντί­τυ­πα. Ενώ, στις 3 Δεκ. 2014, έ­γι­νε η πα­ρου­σία­ση της πρώ­της, α­πό τις αλ­λη­λο­γρα­φίες του, που εκ­δι­δό­ταν, της «Νε­α­νι­κής αλ­λη­λο­γρα­φίας 1954-1960», με τον Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κό. Στις πα­ρου­σιά­σεις και των δυο βι­βλίων, ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας ή­ταν α­νά­με­σα στους ο­μι­λη­τές. Στη δεύ­τε­ρη, α­να­φέρ­θη­κε σε α­πο­θα­νό­ντες και ζώ­ντες φί­λους, για πα­ρελ­θο­ντι­κές κα­τα­στά­σεις, με­ρι­κές ή­δη γνω­στές α­πό ψι­θυ­ρι­στές, σε εκ­δο­χές, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο, πα­ραλ­λαγ­μέ­νες. Οι πα­ρό­ντες δεν σκαν­δα­λί­στη­καν, για­τί ή­ταν ο στε­νός κύ­κλος των α­πο­κα­λού­με­νων πνευ­μα­τι­κών αν­θρώ­πων. Έτσι κι αλ­λιώς, οι δια­νοού­με­νοι α­ρέ­σκο­νται να εμ­φα­νί­ζο­νται ως άν­θρω­ποι με α­νοι­χτό μυα­λό. Κά­ποιοι α­πό αυ­τούς, ω­στό­σο, πα­ρα­ξε­νεύ­τη­καν. Τι ώ­θη­σε τον Κου­μα­ντα­ρέα να ξα­νοι­χτεί σε προ­σω­πι­κές ι­στο­ρίες; Διαί­σθη­ση, ή­ταν η εκ των υ­στέ­ρων α­πά­ντη­ση. Πα­ρο­μοίως, για το προ­η­γού­με­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του, που σχο­λιά­στη­κε ου­σια­στι­κά με­τά τον θά­να­τό του, οι βι­βλιο­πα­ρου­σια­στές, πολ­λά μυ­θο­πλα­στι­κά συμ­βά­ντα και πρό­σω­πα, τα ε­ξέ­λα­βαν α­μι­γώς αυ­το­βιο­γρα­φι­κά, α­πο­δί­δο­ντας την α­πο­κά­λυ­ψή τους σε διαί­σθη­ση ε­πι­κεί­με­νου κιν­δύ­νου.
“Δεν ζη­τού­σα τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό το να προ­σπα­θώ να ζω σύμ­φω­να με ό,τι πιο α­λη­θι­νό ή­θε­λε να βγει α­πό μέ­σα μου.” Γρά­φει ο Χέρ­μαν Έσσε, στον πρό­λο­γο του αυ­το­βιο­γρα­φι­κού «Ντέ­μιαν», το πρώ­το βι­βλίο, που με­τέ­φρα­σε ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας. Η με­τά­φρα­ση κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1961, έ­να χρό­νο πριν το θά­να­το του Έσσε, που συ­νέ­πε­σε με το πε­ζο­γρα­φι­κό ξε­κί­νη­μα του με­τα­φρα­στή. Το 1962, εκ­δό­θη­κε η πρώ­τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του, «Τα μη­χα­νά­κια». Εξαρ­χής, α­πο­τέ­λε­σε α­ναμ­φι­σβή­τη­το γε­γο­νός ό­τι “ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας εί­χε το χά­ρι­σμα του α­φη­γη­τή”, α­πο­φαί­νο­νται οι γραμ­μα­το­λό­γοι. Στα 54 έ­τη, που έ­δω­σε το συγ­γρα­φι­κό πα­ρών, του φε­τι­νού συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου, με­τρού­με 24 βι­βλία. Ας μην κά­νου­με, ό­μως, το λά­θος, να α­πο­κα­λέ­σου­με το και­νού­ριο βι­βλίο “το κύ­κνειο ά­σμα” του, ό­πως α­να­γρά­φε­ται στο ο­πι­σθό­φυλ­λο και ό­πως ο­ρι­σμέ­νοι βι­βλιο­πα­ρου­σια­στές εί­χαν χαι­ρε­τή­σει το προ­η­γού­με­νο. Διό­λου α­πί­θα­νο, να υ­πάρ­ξει του­λά­χι­στον έ­να α­κό­μη. Το 25ο, που, αν εκ­δο­θεί ε­ντός του ε­πό­με­νου έ­τους, η συγ­γρα­φι­κή πα­ρου­σία του Κου­μα­ντα­ρέα θα στρογ­γυ­λέ­ψει στα 55 χρό­νια. Αυ­τό θα έ­χει πρό­δη­λο αυ­το­βιο­γρα­φι­κό χα­ρα­κτή­ρα, α­φού θα προ­κύ­ψει κα­τό­πιν συρ­ρα­φής ση­μειώ­σεων α­πό η­με­ρο­λό­για και ό­νει­ρα. Στο και­νού­ριο βι­βλίο, η α­φή­γη­ση εν­σω­μα­τώ­νει πολ­λές ε­νύ­πνιες σκη­νές, ε­ρω­τι­κής έκ­στα­σης και α­γω­νιώ­δους κα­τα­δίω­ξης. Στην συ­στη­μα­τι­κή κα­τα­γρα­φή ο­νεί­ρων, τον εί­χε πα­ρο­τρύ­νει φί­λη του ψυ­χα­να­λύ­τρια, ο­πό­τε, πι­θα­νώς να υ­πάρ­χουν πρα­κτι­κά συ­νε­δριών. Όλα αυ­τά θα μπο­ρού­σαν να α­πο­τε­λέ­σουν έ­να αυ­το­βιο­γρα­φι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, προ­κλη­τι­κό, μα­κράν, ό­μως, του σκαν­δα­λο­θη­ρι­κού, δί­πλα σε ε­κεί­νο «Το φο­βε­ρό βή­μα» του Κώ­στα Τα­χτσή.
Στην πλειά­δα των με­τα­πο­λε­μι­κών λο­γο­τε­χνών, ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας, ί­σως να εί­χε τον πλέ­ον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό βίο. Μπο­ρεί ο Τα­χτσής να βρί­σκε­ται πλη­σιέ­στε­ρα στην ει­κό­να του “κα­τα­ρα­μέ­νου συγ­γρα­φέ­α”, αλ­λά σε ε­κεί­νον α­που­σιά­ζει ο δυϊσμός, τύ­που “Δό­κτωρ Τζέ­κι­λ-Μί­στερ Χάυ­ντ”.  Δη­λα­δή, το δί­πο­λο, καλ­λιερ­γη­μέ­νος α­στός - “κα­τα­ρα­μέ­νος συγ­γρα­φέ­ας”. Στο και­νού­ριο βι­βλίο, ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας έ­χει δώ­σει μορ­φι­κά ι­κα­νο­ποιη­τι­κή λύ­ση στον α­ντι­κα­το­πτρι­σμό α­νά­με­σα σε αυ­τές τις δυο περ­σό­νες. Ο μύ­θος, ω­στό­σο, μέ­νει σαν έ­να με­τέω­ρο βή­μα μπρο­στά σε ό­σα, α­κό­μη σή­με­ρα, α­πο­τε­λούν σκάν­δα­λο. Πι­θα­νώς, φο­βή­θη­κε την ο­λο­κλή­ρω­σή του, ή, και α­πλώς, δεν του προέ­κυ­ψε, έ­τσι ό­πως μοι­ρα­ζό­ταν α­νά­με­σα στα δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Όπως και να έ­χει, “το φο­βε­ρό βή­μα” του Κου­μα­ντα­ρέα δεν προέ­κυ­ψε α­κό­μη. Ίσως, να υ­περ­βαί­νει σε σε­λί­δες ε­κεί­νο του Τα­χτσή, που πλη­σιά­ζει τις 400.
Ανά­λο­γα με το βά­θος χρό­νου των σω­ζό­με­νων η­με­ρο­λο­γίων του, το αυ­το­βιο­γρα­φι­κό βι­βλίο του θα εί­χε το πρό­σθε­το εν­δια­φέ­ρον της α­φη­γη­μα­τι­κής α­πει­κό­νι­σης μιας συγ­γρα­φι­κής πα­ρέ­ας. Προ­σώ­ρας, μέ­νει στα λο­γο­τε­χνι­κά α­πό­κρυ­φα ο βίος και η πο­λι­τεία της πα­ρέ­ας “του γα­λα­κτο­πω­λείου της Ομο­νοίας”. Άλλοι έ­φυ­γαν νω­ρίς α­πό την ε­πά­ρα­το και άλ­λοι βιαίως, άλ­λοι α­μέ­λη­σαν τα α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τά τους και άλ­λων α­πω­λέ­σθη­σαν ή και λαν­θά­νουν. Τε­λευ­ταία, άρ­χι­σαν να α­σθε­νούν και κά­ποιοι νεό­τε­ροί  τους, που τους α­γά­πη­σαν και θα μπο­ρού­σαν να φρο­ντί­σουν τα κα­τά­λοι­πά τους. Για πα­ρό­μοιες συν­θε­τι­κές α­να­δι­φή­σεις, οι κλη­ρο­νό­μοι εί­ναι α­νε­παρ­κείς. Πά­ντως, “τις νυ­χτε­ρι­νές του πε­ρι­δια­βά­σεις στην πλα­τεία της Ομο­νοίας”, τον, άλ­λο­τε πο­τέ, “ομ­φα­λό της Αθή­νας”, ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας τις έ­χει α­φη­γη­θεί σε πα­λαιό­τε­ρο κεί­με­νό του, δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1979.
“Ξέ­ρω, ό­τι οι ψυ­χές των δι­κών μου υ­πάρ­χουν κά­που, σαν έ­να νε­φέ­λω­μα, το ο­ποίο εί­ναι μία πα­ρα­κα­τα­θή­κη. Και νο­μί­ζω το πράγ­μα που πρέ­πει να έ­χου­με πά­ρα πο­λύ ι­σχυ­ρό στη ζωή εί­ναι η μνή­μη, για­τί αυ­τό κρα­τά­ει ό­λο τον κό­σμο ζω­ντα­νό...” Αυ­τά έ­λε­γε χρό­νια πριν σε έ­ναν μι­κρό­τε­ρο ε­κεί­νης της πα­ρέ­ας. Τό­τε, που, για να γρά­ψεις α­κό­μη και μία βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση, χρεια­ζό­ταν μνή­μη. Πριν την ε­ξο­βε­λί­σει η μνή­μη του υ­πο­λο­γι­στή, ό­που πα­τάς έ­να κου­μπί και ό,τι βγαί­νει, ε­σύ το γρά­φεις. “Προ­τού μας σα­ρώ­σουν οι ά­νε­μοι της τρί­της χι­λιε­τίας”, για να δα­νει­στού­με έ­να δι­κό του μό­το. Εί­ναι α­πό τη δεύ­τε­ρη συ­να­γω­γή κει­μέ­νων του, «Η μέ­ρα για τα γρα­πτά κι η νύ­χτα για το σώ­μα», που εί­χε τυ­πω­θεί, Μάρ. 1999, στον προ­η­γού­με­νο εκ­δό­τη του. Στο και­νού­ριο μυ­θι­στό­ρη­μα, α­να­φέ­ρε­ται έ­να εκ­δο­τι­κό δί­πο­λο: ο «Πρε­βε­ζά­νος» και ο «Πα­ρα­γιός». Δη­λα­δή, ό­πως ε­πε­ξη­γεί ο ή­ρωάς του, “ο σο­βα­ρός εκ­δο­τι­κός οί­κος και ο άλ­λος, που εκ­δί­δει ό­λες αυ­τές τις ζα­βλα­κω­μέ­νες που νο­μί­ζουν ό­τι εί­ναι συγ­γρα­φείς”. Στην ο­νο­μα­σία του δεύ­τε­ρου, η α­κου­στι­κή πα­ρή­χη­ση δεί­χνει προς συ­γκε­κρι­μέ­νη κα­τεύ­θυν­ση, κα­θώς ο συ­χνά καυ­στι­κός σχο­λια­σμός της τρέ­χου­σας ε­πι­και­ρό­τη­τας υ­πο­φώ­σκει ε­ντέ­χνως σε ο­λό­κλη­ρο το βι­βλίο. Σε α­ντί­θε­ση, η ο­νο­μα­σία του πρώ­του εκ­δο­τι­κού οί­κου α­πο­δί­δε­ται στην α­γά­πη προς τον Κα­ρυω­τά­κη του εκ­δό­τη, ο ο­ποίος και ε­μπλέ­κε­ται στη μυ­θο­πλα­σία. Να θυ­μί­σου­με πως η τε­λευ­ταία συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση Κα­ρυω­τά­κη εί­ναι του «Πα­τά­κη».  Όσο για τον Κου­μα­ντα­ρέα, τα 24 βι­βλία του πα­ρου­σιά­στη­καν σε πρώ­τη έκ­δο­ση α­πό πέ­ντε εκ­δό­τες. Τα 17 στον Κέ­δρο, ε­νώ τα τρία τε­λευ­ταία πή­ραν θέ­ση δί­πλα στα ά­πα­ντα Κα­ρυω­τά­κη.     
Προέ­χει, ό­μως, ο σχο­λια­σμός του και­νού­ριου βι­βλίου, το ο­ποίο ο συγ­γρα­φέ­ας δεν χα­ρα­κτη­ρί­ζει μυ­θι­στό­ρη­μα. Πι­θα­νώς, για­τί δεν έ­γι­νε το τε­λι­κό φι­νί­ρι­σμα. Δεν α­πο­κλείε­ται, ό­μως, να ή­θε­λε να καλ­λιερ­γή­σει αί­σθη­ση αυ­το­βιο­γρα­φίας “στις σω­στές δό­σεις”, ό­πως το­νί­ζει ο ή­ρωάς του, ε­πί­δο­ξος συγ­γρα­φέ­ας. Άλλω­στε, ού­τε το προ­η­γού­με­νο φέ­ρει τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό μυ­θι­στό­ρη­μα. Βε­βαίως, το κα­θη­λώ­νει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το ε­ξώ­φυλ­λο, που ο ί­διος εί­χε υιο­θε­τή­σει και το ο­ποίο τον ει­κο­νί­ζει μα­ζί με την σύ­ζυ­γό του, Λι­λή, δια χει­ρός της α­νι­ψιάς της, Αντι­γό­νης Πα­σί­δη. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, μέ­νει η α­πο­ρία, κα­τά πό­σο θα ά­ρε­σε στην Λι­λή Κου­μα­ντα­ρέα η ε­μπλο­κή της στη μυ­θο­πλα­σία, ό­ταν, μά­λι­στα, δη­λώ­νε­ται ευ­θέως με το ε­ξώ­φυλ­λο. Όσο για το και­νού­ριο βι­βλίο, αυ­τό βρέ­θη­κε, ε­πι­προ­σθέ­τως, και α­τιτ­λο­φό­ρη­το. “Σει­ρή­να της ε­ρή­μου”, α­πο­κα­λεί ο ή­ρωας “την πιο καλ­λί­φω­νη και ω­ραία” α­πό “τις γυ­ναί­κες – ο­πτα­σίες”, τις “τσί­τσι­δες” στους α­ντι­κα­το­πτρι­σμούς της ε­ρή­μου, κά­που στην Βό­ρεια Αφρι­κή. Μέ­χρι την τε­λευ­ταία σε­λί­δα του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, που γρά­φει ο ε­πί­δο­ξος συγ­γρα­φέ­ας, ή­ρωάς του, ε­κεί­νος α­να­ζη­τά­ει τον τίτ­λο. Το υ­πο­γρά­φει με ψευ­δώ­νυ­μο, που προ­κύ­πτει α­πό τον α­να­γραμ­μα­τι­σμό του Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας, ε­νώ α­κούει «Ντον Τζιο­βά­νι». Πι­θα­νόν, το ί­διο να ά­κου­γε και ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας, α­να­ζη­τώ­ντας έ­ναν α­κό­μη εύ­στο­χο και πα­ρα­πλα­νη­τι­κό τίτ­λο.
Από μία ά­πο­ψη, ο συ­γκε­κρι­μέ­νος εί­ναι πα­ρα­πλα­νη­τι­κός. Η λέ­ξη σει­ρή­να εμ­φα­νί­ζε­ται συ­χνά σε τίτ­λο μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, που εί­ναι, σχε­δόν πά­ντο­τε, έ­να ε­ρω­τι­κό ρο­μά­ντσο. Για να α­κρι­βο­λο­γού­με, α­πό “τα ροζ ρο­μά­ντσα” των εκ­δό­σεων «Πα­ρα­γιός», που α­να­φέ­ρο­νται σε ε­τε­ρο­φυ­λό­φι­λους έ­ρω­τες. Εδώ, ό­μως, ο έ­ρω­τας εί­ναι ο­μο­φυ­λό­φι­λος, α­πο­γέρ­νο­ντας, ό­πως και στο προ­η­γού­με­νο βι­βλίο, προς “την παι­δο­φι­λία”, κα­τά τα λε­γό­με­να του ί­διου πά­ντο­τε ή­ρωα. Δεν πρό­κει­ται για “γκέι ζευ­γά­ρια”, ό­πως “τα δυο εγ­γλε­ζά­κια”, που συμ­με­τέ­χουν στην α­πο­στο­λή της α­φρι­κά­νι­κης ε­ρή­μου, αλ­λά για τον έ­ρω­τα με­σή­λι­κων προς ε­φή­βους. Κα­θώς, μά­λι­στα, το­πο­θε­τεί­ται στα χρό­νια της πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κής Αθή­νας, αυ­τοί εί­ναι με­λα­ψοί. Ένας μαύ­ρος Άδω­νις, σε α­ντι­στοι­χία με τη μαύ­ρη Αφρο­δί­τη, α­να­δύε­ται α­πό τις αι­σθη­σια­κές πε­ρι­γρα­φές των μυών και μό­νο του α­γο­ριού. Αυ­τές, ό­μως, ε­ξαν­τλού­νται στο κάλ­λος του σώ­μα­τος, ε­νώ η α­φή­γη­ση α­να­δι­πλώ­νε­ται ως προς την η­λι­κία. Δεν πρό­κει­ται πε­ρί ε­φή­βου, α­πλώς, ο νε­α­ρός μι­κρό­δει­χνε. Αντι­θέ­τως, οι πε­ρι­γρα­φές α­πό κρυ­φο­κοί­ταγ­μα στα α­πό­κρυ­φα ση­μεία της “Σει­ρή­νας της ε­ρή­μου” δια­πο­τί­ζο­νται α­πό γνή­σιο ε­ρω­τι­σμό, που σπα­νί­ζει στην γη­γε­νή πε­ζο­γρα­φία, σο­βα­ρή ή ροζ.
Από το 1982, με το μυ­θι­στό­ρη­μα, «Ο ω­ραίος λο­χα­γός», εμ­φα­νί­ζε­ται στην πε­ζο­γρα­φία του Κου­μα­ντα­ρέα η ο­μο­φυ­λο­φι­λία. Μά­λι­στα, εί­κο­σι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στο «Νώε», συ­νται­ριά­ζε­ται, ό­πως και στο πρό­σφα­το, η α­να­ζή­τη­ση της σε­ξουα­λι­κής ταυ­τό­τη­τας με ε­κεί­νη της συγ­γρα­φι­κής. Μό­νο που ε­κεί, τα φα­ντα­στι­κά στοι­χεία του μύ­θου πε­ριο­ρί­ζουν την σε­ξουα­λι­κή α­να­ζή­τη­ση. Αντι­θέ­τως, το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα ε­μπλου­τί­ζε­ται με έ­ναν ε­πί­και­ρο σχο­λια­σμό γύ­ρω α­πό τα ε­ρω­τι­κά, ό­που και συ­νο­μι­λεί με πε­ζά νεό­τε­ρων. Θε­μα­τι­κά πλη­σιέ­στε­ρο εί­ναι το τε­λευ­ταίο βι­βλίο του Χρή­στου Βού­που­ρα, «7 θυ­μοί». Στα δυο βι­βλία, η πα­ρα­πλή­σια πε­ρι­γρα­φή της μου­σουλ­μα­νι­κής η­θι­κής, ό­που το­νί­ζε­ται το στε­νό οι­κο­γε­νεια­κό δέ­σι­μο, αλ­λά και η ρο­πή του νε­α­ρού στην κλο­πή πο­λύ­τι­μου α­ντι­κει­μέ­νου α­πό τον προ­στά­τη του, που τον φι­λο­ξε­νεί, α­πο­κτά υ­πό­στα­ση μαρ­τυ­ρίας για αυ­τήν την ο­μά­δα νεό­κο­πων με­τα­να­στών.
Σε α­ντί­θε­ση με τον με­λαγ­χο­λι­κό τό­νο του προ­η­γού­με­νου βι­βλίου, αυ­τό δια­θέ­τει ι­λα­ρό χα­ρα­κτή­ρα, α­πο­τε­λώ­ντας ε­ξαί­ρε­ση στα βι­βλία του Κου­μα­ντα­ρέα, α­πό ό­που, κα­τά κα­νό­να, λεί­πουν οι α­νά­λα­φρες νό­τες. Σε αυ­τό, συμ­βάλ­λουν οι α­να­φο­ρές ο­νο­μά­των υ­παρ­κτών προ­σώ­πων. Πα­ρά­δειγ­μα, δευ­τε­ρα­γω­νι­στής ή­ρωας, ο­νό­μα­τι “Νιάρ­χος, το α­ει­κί­νη­το”. Επί­σης, ι­διαί­τε­ρα ε­πι­τυ­χη­μέ­να εί­ναι τα γε­λοιο­γρα­φι­κά πορ­τρέ­τα του Εβραίου εκ­δό­τη Αβραάμ και του μπον βι­βέρ Θα­νά­ση Θα­να­σού­λη, που το κε­φά­λι του θυ­μί­ζει Ίψεν, αλ­λά, λό­γω ο­νό­μα­τος, γέρ­νει και προς Θα­νά­ση Βέγ­γο. Στις δέλ­τους του ελ­λη­νι­κού κι­νη­μα­το­γρά­φου, έ­μει­νε το alter ego του Βέγ­γου, ο πο­λυ­τε­χνί­της ή­ρωας, που ά­κου­γε στο ό­νο­μα Θα­νά­σης Θα­να­σού­λας, πρω­τα­γω­νι­στής κω­μι­κής σει­ράς ται­νιών, που ε­ξα­κο­λου­θούν να προ­βάλ­λο­νται. Εύ­στο­χες εί­ναι οι πα­ρα­τη­ρή­σεις του Κου­μα­ντα­ρέα για την ση­με­ρι­νή Αθή­να, “λί­κνο θεών και δι­κή του κού­νια”, αλ­λά και οι σκέ­ψεις του γύ­ρω α­πό “το με­γά­λο κύ­μα νε­ο­λα­τρείας” ή “τα γύ­ναια”, έ­τσι που ε­πι­δει­κνύο­νται. Όπως σχο­λιά­ζει ο α­φη­γη­τής, “δεν εί­ναι πα­ρά­ξε­νο, ύ­στε­ρα α­πό έ­να τέ­τοιο θέ­α­μα, που οι ά­ντρες γί­νο­νται αρ­σε­νο­κοί­τες.” Η στο­χα­στι­κή του διά­θε­ση διο­χε­τεύε­ται σε α­τά­κες και ζωη­ρές στι­χο­μυ­θίες. Αλλά και πα­ρα­τη­ρή­σεις, ό­πως ε­κεί­νη για τις σχο­λές δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής, που “και μό­νο ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός δη­μιουρ­γι­κή προ­δί­δει τον φι­λο­λο­γι­κό ε­ρα­σι­τε­χνι­σμό”.
Στον γρή­γο­ρο ρυθ­μό του βι­βλίου, συμ­βάλ­λει η μορ­φή: 26 κε­φά­λαια μοι­ρα­σμέ­να σε δυο α­φη­γη­τές, ε­ναλ­λά­ξ, μο­νά ο έ­νας, ζυ­γά ο άλ­λος. Alter ego ο έ­νας του άλ­λου, αμ­φό­τε­ροι του συγ­γρα­φέα. “Και οι δυο εί­χαν ξε­κι­νή­σει να γί­νουν συγ­γρα­φείς.” Ο έ­νας κα­τέ­λη­ξε “χαρ­το­πό­ντι­κας, το πρωί σε εκ­δο­τι­κό οί­κο και το α­πό­γευ­μα σε ε­φη­με­ρί­δα”. Ο άλ­λος, “διερ­μη­νέ­ας στην έ­ρη­μο” με­τα­ξύ Άγγλων και ντό­πιων, “free lance σε ε­φη­με­ρί­δα και ρα­διό­φω­νο”, εί­χε την πο­λυ­τέ­λεια να χα­ζεύει. Ο πρώ­τος α­γω­νιά να α­κο­λου­θή­σει  τον δεύ­τε­ρο στο πε­δίο της συγ­γρα­φής, τε­λι­κά, ό­μως, το σα­σπέ­νς κο­ρυ­φώ­νε­ται με το κυ­νη­γη­τό τους σε γνω­στά στέ­κια της Αθή­νας, στο δί­πο­λο: Κο­λω­νά­κι – Φω­κίω­νος Νέ­γρη.
Σε α­ντί­θε­ση με το βι­βλίο, το “ει­σα­γω­γι­κό ση­μείω­μα” της Αλε­ξάν­δρας Τρά­ντα, ε­πί­σης α­νι­ψιάς της Λι­λής Κου­μα­ντα­ρέα, με τον πέν­θι­μο τό­νο του, προ­δια­θέ­τει, α­ντί­στοι­χα, τον α­να­γνώ­στη. Αν το “ση­μείω­μα” κρι­νό­ταν α­να­γκαίο ως “χρο­νι­κό” της έκ­δο­σης, θα μπο­ρού­σε να πά­ρει ε­πι­λο­γι­κή θέ­ση. Όπως και να έ­χει, και μό­νο το τέ­ταρ­το κε­φά­λαιο, με την α­φρι­κα­νι­κή α­νε­μο­θύελ­λα, τους “κοκ­κι­νό­κω­λους” Άγγλους και τις σει­ρή­νες της ε­ρή­μου, δί­νει σα­φή αί­σθη­ση του κα­λού α­φη­γη­τή, που βρι­σκό­ταν σε με­γά­λη φόρ­μα, πέ­ρυ­σι τέ­τοιο και­ρό.  

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
 Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 6/12/2015.

Δεινά γυναικών

$
0
0
Μαί­ρη Μι­κέ
«Κόκ­κι­νες ου­λές»
Εκδ. Ίκα­ρος
Οκτ. 2015

Πλή­θος οι α­πο­χρώ­σεις του μαύ­ρου στο πρώ­το πε­ζο­γρα­φι­κό βι­βλίο της Μαί­ρης Μι­κέ. Από το μαύ­ρο του α­πό­λυ­του σκο­τα­διού έως “το ε­κτυ­φλω­τι­κό μαύ­ρο” της “α­φέγ­γα­ρης νύ­χτας”. Ού­τε καν α­πο­χρώ­σεις του γκρι, που βρί­σκε­ται μεν κο­ντά στο μαύ­ρο, αλ­λά δια­σκε­δά­ζε­ται με ι­σχνή α­πό­χρω­ση λευ­κού. Επι­στρα­τεύου­με την πρό­σφο­ρη, σε με­τα­φο­ρι­κές χρή­σεις, ση­μειο­λο­γία των χρω­μά­των, κα­θώς, α­νέ­κα­θεν, ση­μα­το­δο­τεί ψυ­χο­λο­γι­κές κα­τα­στά­σεις ή και ευ­ρύ­τε­ρα, πα­ρα­πέ­μπει σε φυ­σι­κά και οι­κο­νο­μι­κο-κοι­νω­νι­κά  φαι­νό­με­να. Ει­δάλ­λως, χω­ρίς τη βοή­θεια των χρω­μά­των, πως να χα­ρα­κτη­ρί­σου­με τις α­ντι­δρά­σεις, που προ­κα­λεί μία πρώ­τη α­νά­γνω­ση των ι­στο­ριών της. Εκτός και αν κα­τα­φύ­γου­με στον πρό­σφα­το νε­ο­λο­γι­σμό της ο­μή­λι­κης συ­να­δέλ­φου της στα πα­νε­πι­στη­μια­κά έ­δρα­να του Αρι­στο­τε­λείου, Βε­νε­τίας Απο­στο­λί­δου, το “μη α­πό­λαυ­ση”, ό­που η σύ­ντα­ξη του αρ­νη­τι­κού μο­ρίου με ο­νο­μα­στι­κό τύ­πο α­ντι­στρέ­φει την έν­νοια της λέ­ξης, δη­λώ­νο­ντας την άρ­νη­σή της. Απηλ­λαγ­μέ­νη, ό­μως, α­πό ποιο­τι­κές συν­δη­λώ­σεις, τις ο­ποίες με­τα­φέ­ρουν τα υ­πάρ­χο­ντα ου­σια­στι­κά, ό­πως, λ.χ., η δυ­σα­ρέ­σκεια. Δε­δο­μέ­νου ό­τι δεν θέ­λου­με, εκ προοι­μίου, να α­πο­φαν­θού­με για το εν­δια­φέ­ρον του συγ­γρα­φι­κού εγ­χει­ρή­μα­τος, πα­ρά μό­νο να το­νί­σου­με το αί­σθη­μα δυ­σφο­ρίας ή και συ­ναι­σθη­μα­τι­κής πίε­σης, που μας κυ­ρίευ­σε στη δο­κι­μα­σία της πρώ­της α­νά­γνω­σης.
Αλλά, πα­ρά τα ό­ποια στε­νό­χω­ρα συ­ναι­σθή­μα­τα, συ­νε­χί­σα­με την α­νά­γνω­ση. Δη­λα­δή, ε­μπί­πτου­με στην πε­ρί­πτω­ση, που η Απο­στο­λί­δου ε­ξε­τά­ζει στο πρό­σφα­το δο­κί­μιό της, «Ζη­τή­μα­τα α­νά­γνω­σης», “ο α­να­γνώ­στης να συ­νε­χί­ζει, διό­τι υ­πάρ­χει κά­ποιος λό­γος, έ­χει κί­νη­τρο”. Μό­νο που ε­κεί­νη, κα­τά την α­νά­πτυ­ξη του θέ­μα­τος, δεν ε­ξαί­ρει την ε­πι­και­ρό­τη­τά του. Πι­θα­νώς να μην πα­ρα­κο­λου­θεί συ­στη­μα­τι­κά την λε­γό­με­νη πε­ζο­γρα­φία της κρί­σης, ο­πό­τε και της δια­φεύ­γει ο ζό­φος που κυ­ριαρ­χεί στις σε­λί­δες της. Αυ­τό το βα­θύ σκο­τά­δι της πα­ντε­λούς ελ­λεί­ψεως αι­σιό­δο­ξων προο­πτι­κών, που έ­χει κα­τα­στή­σει για τον ε­παγ­γελ­μα­τία βι­βλιο­πα­ρου­σια­στή την “μη α­πό­λαυ­ση” της α­νά­γνω­σης κα­νό­να. Ανα­γκαίο, ό­μως, εί­ναι να αι­τιο­λο­γή­σου­με την δι­κή μας ε­πι­μο­νή, ώ­στε να μην μας α­πο­δο­θεί ως κί­νη­τρο η συγ­γρα­φή μίας α­κό­μη βι­βλιο­πα­ρου­σία­σης. Αν ή­ταν θέ­μα συ­νέ­πειας σε μία ε­βδο­μα­διαία ε­να­σχό­λη­ση, θα εί­χαν σει­ρά ουκ ο­λί­γα βι­βλία, που εκ­δο­τι­κά προ­η­γή­θη­καν και τα ο­ποία έ­χου­με ε­γκα­τα­λεί­ψει σε στά­διο η­μι­τε­λούς α­νά­γνω­σης.
Η α­παι­σιο­δο­ξία μπο­ρεί να ται­ριά­ζει και στο βι­βλίο της Μι­κέ, αλ­λά, σε αυ­τό, ο λό­γος εί­ναι ε­ντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κός. Δεν πρό­κει­ται για “μι­κρές κα­θη­με­ρι­νές ι­στο­ρίες”, ό­πως συ­στή­νε­ται στο κεί­με­νο του ο­πι­σθό­φυλ­λου. Οι δι­κές της μαύ­ρες ι­στο­ρίες ε­ξει­κο­νί­ζουν τα αι­σθή­μα­τα και τη ζωή γυ­ναι­κών πα­λαιό­τε­ρων και­ρών. Αν και α­πο­φεύ­γο­νται “α­κρι­βείς χρο­νι­κοί και χω­ρι­κοί προσ­διο­ρι­σμοί”, το βά­θος χρό­νου ο­ρί­ζε­ται πλα­γίως σε ε­κεί­νο της ε­βδο­μη­κο­ντα­ε­τίας, ξε­κι­νώ­ντας α­πό την ε­μπό­λε­μη δε­κα­ε­τία του ’40. Ενώ, ο τό­πος δεί­χνει προς τη Βό­ρεια Ελλά­δα, με εμ­φα­νέ­στε­ρο ση­μείο τη γε­νέ­τει­ρα της συγ­γρα­φέως, την Κα­βά­λα. Το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο, ό­μως, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ό­λων των ι­στο­ριών εί­ναι, ό­τι στρέ­φο­νται γύ­ρω α­πό γυ­ναι­κεία πά­θη. Στο κεί­με­νο του ο­πι­σθό­φυλ­λου, η α­πο­κλει­στι­κή ε­στία­ση στη γυ­ναί­κα α­πο­σιω­πά­ται. Αντ’ αυ­τής, ως κέ­ντρο του εν­δια­φέ­ρο­ντος των ι­στο­ριών, προσ­διο­ρί­ζε­ται “το πά­σχον σώ­μα”. Μό­νο που το σώ­μα, ως δη­λω­τι­κό της έν­σαρ­κης   υ­πό­στα­σης του αν­θρώ­που, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει και τα δυο φύ­λα. Θα α­πο­τε­λού­σε φυ­λε­τι­κή διά­κρι­ση το μο­νο­πώ­λιο ε­νός “πά­σχο­ντος σώ­μα­τος” α­πό το θή­λυ, έ­στω και αν η γυ­ναί­κα, σε άλ­λες ε­πο­χές, ή και σή­με­ρα, σε άλ­λα ση­μεία του πλα­νή­τη, συ­νι­στά δι­πλά “πά­σχον σώ­μα”, κα­θώς, ε­πι­προ­σθέ­τως, υ­φί­στα­ται την αν­δρι­κή ε­ξου­σία.
Όσο α­φο­ρά τις ι­στο­ρίες του βι­βλίου, το γε­γο­νός ό­τι ε­πι­κε­ντρώ­νο­νται στη γυ­ναί­κα μάλ­λον λει­τουρ­γεί σε βά­ρος της α­φη­γη­μα­τι­κής οι­κο­νο­μίας. Σχε­δόν ω­θεί­ται στο άλ­λο ά­κρο, έ­τσι ό­πως ε­ξα­λεί­φει τον άν­δρα α­κό­μη και α­πό ρό­λους δευ­τε­ρα­γω­νι­στή. Ανδρι­κοί χα­ρα­κτή­ρες δεν πλά­θο­νται, σε ο­ρι­σμέ­νες ι­στο­ρίες μό­λις που σκια­γρα­φού­νται, και ε­κεί σχη­μα­τι­κά, α­κο­λου­θώ­ντας  μάλ­λον  τυ­πο­ποιη­μέ­να κοι­νω­νι­κά πρό­τυ­πα,  ό­πως  του άν­δρα δυ­νά­στη ή και βα­σα­νι­στή. Τε­λι­κά, ό­μως, το πό­σο αι­σθη­τή γί­νε­ται αυ­τή η αν­δρι­κή α­που­σία, ε­ξαρ­τά­ται α­πό την ε­πι­λε­χθεί­σα μορ­φή. Αλλιώς λει­τουρ­γεί σε μία ρε­α­λι­στι­κή α­φή­γη­ση κι αλ­λιώς στην α­πο­τύ­πω­ση ε­νός ε­νύ­πνιου ε­φιάλ­τη. Πα­ρά­δειγ­μα, έ­να α­πό τα κα­λύ­τε­ρα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής, «Η μη­λί­τσα», ό­που η α­φή­γη­ση κε­ντιέ­ται με στί­χους α­πό το ο­μό­τιτ­λο δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι και μά­λι­στα, στα­χυο­λο­γεί α­πό δυο γνω­στές πα­ρα­λο­γές του, την λευ­κα­δί­τι­κη και την μα­κε­δο­νί­τι­κη. Η συγ­γρα­φέ­ας με­τα­πλά­θει τους στί­χους σε πε­ζό λό­γο, με ε­ξαί­ρε­ση έ­ναν στί­χο που χω­νεύει α­κέ­ραιο, κρα­τώ­ντας α­πό το ά­σμα το κου­βέ­ντια­σμα με “τη μη­λιά, μη­λί­τσα, που ’ναι στο γκρε­μό, τα μή­λα φορ­τω­μέ­νη”. Ακό­μη, συ­μπλη­ρώ­νει τα τρα­γου­δι­σμέ­να δρώ­με­να, με νε­κρό­δει­πνο “στα σα­ρά­ντα μνή­μα­τα με α­δέρ­φια και ξα­δέρ­φια”, ε­νώ, πα­ρα­δί­πλα, “το πα­ρά­μνη­μα βα­ρια­να­στε­νά­ζει”. Έτσι, α­πό “την τρε­λή μη­λιά” συν­θέ­τει μία ε­φιαλ­τι­κή κα­τά­βα­ση “στο μαύ­ρο πο­τά­μι του πα­ρελ­θό­ντος”.
Την ί­δια δε­ξιό­τη­τα, α­πρό­σμε­νη για πρω­τό­πει­ρο διη­γη­μα­το­γρά­φο, ε­πι­δει­κνύει στην προ­τασ­σό­με­νη ι­στο­ρία, «Εξό­ρι­στοι ρό­λοι». Όχι μπλε, σω­στό­τε­ρα μαύ­ρος, θα πρέ­πει να ή­ταν ο ο­ρί­ζο­ντας, τέ­λη Γε­νά­ρη ’50, που με­τέ­φε­ραν τις τε­λευ­ταίες ε­ξό­ρι­στες α­πό το Τρί­κε­ρι στην Μα­κρό­νη­σο. Από αυ­τό το χρο­νι­κό ση­μείο, ξε­κι­νά­ει η πρώ­τη ι­στο­ρία, που ση­μα­το­δο­τεί και το πιο μα­κρι­νό ση­μείο “του μαύ­ρου πα­ρελ­θό­ντος”, με “το νη­σί, γυ­μνό φα­λα­κρό”, μό­νο “φρυγ­μέ­νο χώ­μα” και α­ντί για πο­τά­μι, “χεί­μαρ­ρος”, που πλημ­μυ­ρί­ζει, πα­ρα­σέρ­νο­ντας τα πά­ντα, α­κό­μη και τις «Τρωά­δες», την πα­ρά­στα­ση που οι ε­ξό­ρι­στες μο­χθού­σαν να α­νε­βά­σουν. Έτοι­μα τα πρό­σω­πα, Εκά­βη, Ανδρο­μά­χη, Κασ­σάν­δρα, με τα πά­θη τους δρα­μα­το­ποιη­μέ­να α­πό τον Ευ­ρι­πί­δη. Η α­φή­γη­ση τα φέρ­νει στα μέ­τρα των σκο­τω­μών και των μαρ­τυ­ρίων της δε­κα­ε­τίας του ’40.
Στην ε­πό­με­νη ι­στο­ρία, που α­πο­τυ­πώ­νει τη μοί­ρα των γυ­ναι­κών στην με­τεμ­φυ­λια­κή πε­ρίο­δο, ο μύ­θος συ­γκε­ντρώ­νει στο ί­διο πρό­σω­πο πε­ρισ­σό­τε­ρες της μίας κα­κο­τυ­χίες. Όλες χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές της ε­πο­χής, ό­πως της ψυ­χο­κό­ρης, του στα­νι­κού γά­μου, της α­πο­μά­κρυν­σης α­πό τα γε­νέ­θλια χώ­μα­τα. Αυ­τή η τε­λευ­ταία, μά­λι­στα, πα­ρου­σιά­ζε­ται πιο ε­πώ­δυ­νη, κα­θώς η γυ­ναί­κα α­πό κα­μπί­σια, με την α­πο­ξή­ραν­ση α­πό τα έ­λη των Φι­λίπ­πων, βρέ­θη­κε στο α­νοί­κειο θα­λασ­σι­νό πε­ρι­βάλ­λον της Κα­βά­λας, με έ­ναν ξέ­νο άν­δρα. Εύ­στο­χος ο τίτ­λος, «Στε­κά­με­να νε­ρά», α­πο­δί­δει τη ζωή της πα­ντρε­μέ­νης και μη­τέ­ρας. Αν, ό­μως, δι­νό­ταν πνοή στον σύ­ζυ­γο, θα ε­ξι­σορ­ρο­πεί­το κά­πως η κα­θ’ υ­περ­βο­λήν δρα­μα­το­ποιη­μέ­νη α­φή­γη­ση. Αυ­τός συ­στή­νε­ται ως “κα­λο­βαλ­μέ­νος υ­γειο­νο­μι­κός υ­πάλ­λη­λος”, που ε­ρω­τεύ­τη­κε κε­ραυ­νο­βό­λα την δε­κα­ε­πτά­χρο­νη και την πή­ρε με το φου­στά­νι που φο­ρού­σε, ό­πως έ­λε­γαν οι πα­λαιό­τε­ροι. Ανά­με­σα στις με­τρη­μέ­νες κα­λές ψυ­χές στο αρ­σε­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον του βι­βλίου, του α­ντι­στοι­χού­σε πιο ε­νερ­γή συμ­με­το­χή στο μύ­θο, που θα κα­θά­ρι­ζε και τη γρι­φώ­δη κα­τά­λη­ξη.
Κά­ποια δει­νά των γυ­ναι­κών ε­πα­νέρ­χο­νται ως μο­τί­βα ή και κυ­ρίως θέ­μα­τα σε πε­ρισ­σό­τε­ρες ι­στο­ρίες. Σε αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις, η α­φή­γη­ση σε υ­ψη­λούς τό­νους, χω­ρίς τις δια­κυ­μάν­σεις που κά­θε φο­ρά α­ντι­στοι­χούν στο μέ­γε­θος των τα­λαι­πω­ριών, έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι α­δυ­να­τί­ζει την πει­στι­κό­τη­τά της. Ταυ­τό­χρο­να, α­φαι­ρεί την α­ξία της ως ντο­κου­μέ­ντο μίας ε­πο­χής, που το γυ­ναι­κείο “σώ­μα ή­ταν ε­γκλω­βι­σμέ­νο και πει­θή­νιο σε τε­χνο­λο­γίες ε­ξου­σίας”,  κα­τά τη δο­κι­μια­κής υ­φής φρα­σε­ο­λο­γία στο κεί­με­νο του ο­πι­σθό­φυλ­λου. Για πα­ρά­δειγ­μα, δια­φο­ρε­τι­κή η στε­νο­χώ­ρια της γα­μή­λιας α­να­χώ­ρη­σης α­πό ε­κεί­νη της με­τα­νά­στευ­σης στη Γερ­μα­νία. Όπως στην ι­στο­ρία της κο­πέ­λας α­πό το α­πο­μα­κρυ­σμέ­νο χω­ριό, που εί­χε τα­λέ­ντο στο σχέ­διο και η πα­τρι­κή ε­ξου­σία φά­νη­κε ευ­νοϊκή. Το δι­κό της δρά­μα έ­γκει­ται στην α­πώ­λεια της έ­μπνευ­σης, κα­θώς “η μα­νία της έκ­φρα­σης” ε­ξα­νε­μί­στη­κε στα μο­λυ­βέ­νια σχε­δόν μαύ­ρα βό­ρεια το­πία.
Στη σχε­τι­κά με­γά­λη γκά­μα πε­ρι­πτώ­σεων, που ε­πι­ζη­τά να κα­λύ­ψει η συγ­γρα­φέ­ας, υ­πάρ­χει και ε­κεί­νη της κό­ρης, που πε­τυ­χαί­νει στις σπου­δές, “με έ­ρευ­νες, δια­τρι­βές και δη­μο­σιεύ­σεις”. Της “ώ­ρι­μης ε­πι­στη­μό­νισ­σας”, ό­πως αυ­το­χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται, που α­φη­γεί­ται α­πό τη δι­κή της ο­πτι­κή, αν­τλώ­ντας α­πό το φροϋδι­κό ο­πλο­στά­σιο, τη μη­τρι­κή κα­τα­πίε­ση, που ευ­νου­χί­ζει τον έ­ναν α­δελ­φό, τρέ­πο­ντας σε φυ­γή τον άλ­λο, μέ­χρι τη δι­κή της εκ­γύ­μνα­ση στην πει­θαρ­χία. Η α­φή­γη­ση ζω­ντα­νεύει την α­πο­πνι­κτι­κή οι­κο­γε­νεια­κή α­τμό­σφαι­ρα, με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές λε­πτο­μέ­ρειες, χω­ρίς πλα­τεια­σμούς. Μό­νο που οι θε­μα­τι­κοί πυ­ρή­νες εί­ναι τό­σο χρη­σι­μο­ποιη­μέ­νοι, ώ­στε μία α­κό­μη ρε­α­λι­στι­κή α­νά­πτυ­ξή τους να μην κε­ντρί­ζει το εν­δια­φέ­ρον.
Ύστε­ρα, ό­λες οι με­τα­να­στεύ­σεις στη Γερ­μα­νία δεν ή­ταν το ί­διο ο­δυ­νη­ρές. Λ.χ., άλ­λος ο πό­νος του χω­ρι­σμού της κό­ρης που πά­ει για σπου­δές και άλ­λος της Βο­ρειο­ελ­λα­δί­τισ­σας, που α­φή­νει πί­σω σύ­ζυ­γο και παι­διά, για να πά­ει γα­ζώ­τρια σε γερ­μα­νι­κή βιο­μη­χα­νία και να βγά­λει τον ε­πιού­σιο της οι­κο­γέ­νειας. Στη δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, η α­φή­γη­ση πρέ­πει να κά­νει α­φαί­μα­ξη της συ­γκι­νη­σια­κής φόρ­τι­σης και ό­χι να την ε­πι­τεί­νει α­κό­μη και με τον τίτ­λο, «Ακρω­τη­ρια­σμοί». Αλλά και η θε­μα­τι­κά συμ­με­τρι­κή ι­στο­ρία, της γυ­ναί­κας, που μέ­νει “σε ρη­μαγ­μέ­νες ε­παρ­χίες”, τέ­λη δε­κα­ε­τίας του ’50, για­τρο­πο­ρεύο­ντας τον άρ­ρω­στο ά­ντρα της, “βα­στα­δό­ρο στα κα­πνά”, και α­να­σταί­νο­ντας τα παι­διά τους,  εί­ναι και αυ­τή α­πό τη φύ­ση της τρα­γι­κή. Η ε­πι­πλέ­ον μυ­θο­πλα­στι­κή πλο­κή, με την βιαιο­πρα­γία του Βουλ­γά­ρου στην ε­φη­βεία της γυ­ναί­κας, την ο­ποία ε­ξο­μο­λο­γεί­ται ε­τοι­μο­θά­να­τη στην κό­ρη της, ο­πό­τε ε­κεί­νη, που έ­χει στα­διο­δρο­μή­σει “στα έν­δο­ξα πα­νε­πι­στη­μια­κά ι­δρύ­μα­τα της Εσπε­ρίας”, με “βου­βό κλά­μα” κα­τα­νό­η­σης σβή­νει τη μη­τρι­κή α­μαρ­τία και φέρ­νει την α­νά­στα­ση, δεί­χνει μεν ευ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα, προ­σθέ­τει, ό­μως, με­λο­δρα­μα­τι­κές νό­τες.
Οπως και να έ­χει, ο Εμφύ­λιος και τα με­τεμ­φυ­λια­κά χρό­νια κα­λύ­πτο­νται με ι­στο­ρίες ά­με­σα συ­νυ­φα­σμέ­νες με το ι­στο­ρι­κό πλαί­σιο, ε­νώ η ι­στο­ρία για τα χρό­νια της δι­κτα­το­ρίας, με τη γυ­ναί­κα δε­σμώ­τη στο ε­χθρι­κό σόι του συ­ζύ­γου, που ε­ξει­κο­νί­ζε­ται με το τυ­πι­κό δί­δυ­μο πε­θε­ράς-κου­νιά­δας, θα μπο­ρού­σε να συμ­βαί­νει σε ο­ποιο­δή­πο­τε χρό­νο, αρ­κεί ο σύ­ζυ­γος να ή­ταν σε θέ­ση να ε­πι­βάλ­λει πα­ρό­μοιες, της α­ρε­σκείας του, συ­νυ­πάρ­ξεις. Εκεί­νο, ω­στό­σο, που δια­κρί­νει την εν λό­γω ι­στο­ρία, εί­ναι η ευ­φά­ντα­στη κα­τά­λη­ξη, για την ο­ποία προϊδεά­ζει ο τίτ­λος, «Γλυ­κά ζα­χα­ρο­πλα­στείου». Πα­ρα­πλή­σιες κα­τα­λη­κτι­κές ε­πω­δοί υ­πάρ­χουν και σε άλ­λες ι­στο­ρίες. Πρό­κει­ται για αυ­το­χει­ρια­σμούς, που δεί­χνουν γό­νι­μη φα­ντα­σία, κα­θώς η συγ­γρα­φέ­ας ε­πι­νο­εί υ­περ­ρε­α­λί­ζου­σες α­πο­δρά­σεις α­πό τα ε­γκό­σμια, δί­νο­ντας πνοή σε θε­μα­τι­κά μο­νό­τρο­πες ι­στο­ρίες, ό­που μι­κρές κοι­νω­νίες κα­τα­δι­κά­ζουν πα­ρά­νο­μους ε­ρω­τι­κούς δε­σμούς ή τη συ­ζυ­γι­κή στει­ρό­τη­τα, ε­νώ α­ναι­δείς πι­τσι­ρι­κά­δες χλευά­ζουν αν­θρώ­πους α­νά­πη­ρους, σα­κά­τη­δες και τρε­λούς. Και σε ό­λες τις πε­ρι­πτώ­σεις, το μέ­νος στρέ­φε­ται ε­νά­ντια στη γυ­ναί­κα, ε­κεί­νη εί­ναι η στεί­ρα, η με­γα­λο­κο­πέ­λα, η α­νή­θι­κη, η τρε­λή. Ενώ, για ε­κεί­νον, υ­πάρ­χουν πά­ντο­τε ε­λα­φρυ­ντι­κά.
Όσο για τις ι­στο­ρίες, που ε­κτυ­λίσ­σο­νται σε έ­ναν πα­ρο­ντι­κό χρό­νο, εί­τε πρό­κει­ται για γη­γε­νή “σκο­τει­νά α­ντι­κεί­με­να του πό­θου” και ο­ρο­θε­τι­κές εκ­δι­δό­με­νες εί­τε για ει­σα­γό­με­να α­πό το βορ­ρά κο­ρί­τσια, και πά­λι τα στε­ρεό­τυ­πα σχή­μα­τα α­πο­δυ­να­μώ­νουν άρ­τια στρω­μέ­νες και α­φη­γη­μέ­νες ι­στο­ρίες. Προ­βλέ­πε­ται, ω­στό­σο, μία α­κρο­τε­λεύ­τια, 17η ι­στο­ρία, με τον δη­λω­τι­κό τίτ­λο, «Μυ­στι­κός νε­κρό­δει­πνος»,  που κα­τα­λή­γει, προς α­να­γνω­στι­κή α­πό­λαυ­ση, σε παν­δαι­σία χρω­μά­των. Στο δεί­πνο, γί­νε­ται α­νά­κλη­ση στη μνή­μη ό­λων των η­ρωί­δων, αυ­το­χεί­ρων και μη. Συ­νο­λι­κά εί­κο­σι, α­φού η μα­κρο­νη­σιώ­τι­κη ι­στο­ρία με­τρά­ει τις τρεις ευ­ρι­πί­δειες και η τε­λευ­ταία, τη συγ­γρα­φέα. Παίρ­νο­ντας αυ­τή τη σκυ­τά­λη α­πό τον μα­κρι­νό πρό­γο­νο, τον Κρη­τι­κό Μπερ­γα­δή, ε­πι­χει­ρεί την κά­θο­δο στον Άδη, πι­στεύο­ντας, ό­πως και ε­κεί­νος, ό­τι η λή­θη των νε­κρών εί­ναι έ­νας άλ­λος θά­να­τος. Η Μι­κέ, με μό­το, που προ­δί­δει τη φι­λο­λο­γι­κή της κα­τα­γω­γή, αι­τιο­λο­γεί την πε­ζο­γρα­φι­κή της δο­κι­μή. Να α­φη­γη­θεί ή­θε­λε, το “πώς τα φάρ­μα­κα της γρα­φής μπο­ρούν την τα­χύ­τη­τα της λή­θης να α­να­κό­ψου­ν”. 
Μέ­νει, ω­στό­σο, ζη­τού­με­νο, κα­τά πό­σο πρό­κει­ται για έ­να νέο ξε­κί­νη­μα ή για δια­φο­ρε­τι­κής μορ­φής εκ­δή­λω­ση του εν­δια­φέ­ρο­ντος της συγ­γρα­φέως για τα έμ­φυ­λα και φυ­λε­τι­κά προ­βλή­μα­τα, που την α­πα­σχο­λούν α­πό το ξε­κί­νη­μα της πα­νε­πι­στη­μια­κής πο­ρείας της. Από ε­κεί­νο το συ­νέ­δριο του 1991 για τη γυ­ναι­κεία γρα­φή μέ­χρι τα πρό­σφα­τα μα­θή­μα­τα στις Σπου­δές φύ­λου. Δί­νου­με πε­ρισ­σό­τε­ρες πι­θα­νό­τη­τες στο πρώ­το. Γι’ αυ­τό, α­κρι­βώς, θεω­ρή­σα­με α­πα­ραί­τη­το τον σχο­λια­σμό, με α­πο­κλει­στι­κές α­να­φο­ρές  σε ι­σχυ­ρά και α­δύ­να­μα ση­μεία των διη­γη­μά­των
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 13/12/2015
Φωτ. Κ. Μπαλάφα

Γεύση μιας επετείου

$
0
0
Νά­σος Βα­γε­νάς
«Η Πα­ρα­μόρ­φω­ση
του Κα­ρυω­τά­κη»
Εκδ. Μι­κρή Άρκτος
Νοέ. 2015

 
Το 2016, με­τα­ξύ άλ­λων ε­πε­τείων, πα­ρα­τάσ­σο­νται και δυο ση­μα­ντι­κών λο­γο­τε­χνώ­ν· ε­νός της πε­ζο­γρα­φίας και ε­νός της ποίη­σης. Ως ε­πέ­τειος, βα­ραί­νει αυ­τή του Μι­χαήλ Μη­τσά­κη, κα­θώς πρό­κει­ται για ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δα α­πό τον θά­να­τό του. Ως λο­γο­τε­χνι­κό ό­νο­μα, ό­μως, μάλ­λον κερ­δί­ζει ο Κώ­στας Κα­ρυω­τά­κης, με τη συ­μπλή­ρω­ση 120 ε­τών α­πό τη γέν­νη­σή του. Συ­μπτω­μα­τι­κά, σε αυ­τούς τους δυο, σταυ­ρώ­νο­νται οι γεν­νή­σεις με τους θα­νά­τους τους. Το 2018, θα συ­μπλη­ρώ­νο­νται ε­νά­μι­σι αιώ­νας α­πό τη γέν­νη­ση του Μη­τσά­κη (αν δε­χτού­με, ό­πως έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει, το 1868 ως έ­τος γέν­νη­σης και ό­χι το 1863) και 90 έ­τη α­πό την αυ­το­χει­ρία του Κα­ρυω­τά­κη. Κα­τά τα άλ­λα, το 1896, η γέν­νη­ση του Κα­ρυω­τά­κη συ­μπί­πτει με τον “δια­νο­η­τι­κό θά­να­το” του Μη­τσά­κη, τον ο­ποίο ση­μα­το­δο­τεί ο ε­γκλει­σμός του στο Δρο­μο­καΐτειο, στις 17 Απρ. 1896. Υπό μία έν­νοια ό­μως, θα μπο­ρού­σε να εί­χε κι αυ­τός εγ­γρα­φεί στους αυ­τό­χει­ρες της λο­γο­τε­χνίας. Αρκεί, το 1894, η πι­στο­λιά της Πά­τρας να εί­χε συ­ντε­λε­σθεί. Μη έ­χο­ντας, ό­μως, ο Μη­τσά­κης την α­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα του αυ­τό­χει­ρα της Πρέ­βε­ζας, συ­νέ­χι­σε το τα­ξί­δι του για την Κέρ­κυ­ρα, έ­γρα­ψε τον «Αυ­τό­χει­ρα» και ε­πέ­στρε­ψε στην Αθή­να. Αυ­τός έ­στει­λε τον «Αυ­τό­χει­ρα» στην ε­φημ. «Ακρό­πο­λη» προς δη­μο­σίευ­ση και οι δι­κοί του τον ί­διο πί­σω στο Άσυ­λο της Κέρ­κυ­ρας.   
Το 1986, ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης, σε α­να­κοί­νω­σή του στο Επι­στη­μο­νι­κό Συ­μπό­σιο για τον Κα­ρυω­τά­κη, αυ­το­σαρ­κα­ζό­με­νος, α­πο­κα­λεί ε­αυ­τόν “φι­λο­λο­γι­κό χα­φιέ”, σχο­λιά­ζο­ντας: “Τρια­ντά­χρο­νος ο Κα­ρυω­τά­κης, έ­μει­νε α­νύ­πα­ντρος διό­τι ή­ταν συ­φι­λι­δι­κός - ό­πως ο Βι­ζυη­νός ή ο Μη­τσά­κης ή ο Φι­λύ­ρας, οι ο­ποίοι πέ­θα­ναν τρε­λοί.” Πα­ρά μία σφαί­ρα, λοι­πόν, ο έ­νας έ­μει­νε στους τρε­λούς και ο άλ­λος στους αυ­τό­χει­ρες. Κα­τά τα άλ­λα, πέ­ρα­σαν α­πό τα ί­δια μέ­ρη - στα έ­δρα­να της Νο­μι­κής του Αθή­νη­σι, στην Πά­τρα - αλ­λά, με η­λι­κια­κή δια­φο­ρά μίας γε­νιάς, δεν συ­να­ντή­θη­καν. Συ­μπτω­μα­τι­κά, ο Κα­ρυω­τά­κης, και τις δυο φο­ρές, που βρέ­θη­κε στην Πά­τρα - στα 13 και τα 32 του – α­σχο­λεί­το με τον πε­ζό λό­γο. Θα μπο­ρού­σε ά­ρα­γε να εί­χε δια­βά­σει Μη­τσά­κη; Η δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή του Κώ­στα Στερ­γιό­που­λου, «Οι ε­πι­δρά­σεις στο έρ­γο του Κα­ρυω­τά­κη», πε­ριο­ρί­ζε­ται στον ποιη­τή. Πιο ε­πί­και­ρη εί­ναι η α­πο­ρία, κα­τά πό­σο, το 2016, θα μνη­μο­νευ­θούν οι συ­γκε­κρι­μέ­νες ε­πέ­τειοι. Με τα Ιδρύ­μα­τα να υ­πο­λει­τουρ­γούν, διό­λου α­πί­θα­νο να μην μνη­μο­νευ­θεί κα­μία ε­πέ­τειος. Για τις συ­γκε­κρι­μέ­νες, πι­θα­νόν να υ­πάρ­ξουν με­μο­νω­μέ­νες δη­μο­σιεύ­σεις, ί­σως και κά­ποιο α­φιέ­ρω­μα πε­ριο­δι­κού. Κι αυ­τό, αν έ­χει α­πο­μεί­νει σε φι­λό­λο­γους και συγ­γρα­φείς έ­στω και λί­γη α­πό την διά­θε­ση, που εί­χαν ε­πι­δεί­ξει προς τα τέ­λη του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να και τα πρώ­τα χρό­νια του τρέ­χο­ντος, για ξα­να­κοί­ταγ­μα και α­να­θεώ­ρη­ση α­πό­ψεων.
Προ ει­κο­σα­ε­τίας, Δεκ. 1996, στο α­φιε­ρω­μα­τι­κό τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Αντί» για τα ε­κα­τό χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση του Κα­ρυω­τά­κη, α­να­φέ­ρε­ται, ει­σα­γω­γι­κά, το πό­σο ε­πί­και­ρη εί­ναι η ε­πα­να­νά­γνω­σή του, δε­δο­μέ­νου “του ε­ρευ­νη­τι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος και των ε­πιρ­ροών του στη σύγ­χρο­νη ελ­λη­νι­κή ποίη­ση”. Τό­τε, σε άλ­λο α­φιέ­ρω­μα, ο Αλέ­ξαν­δρος Αργυ­ρίου εί­χε δη­μο­σιεύ­σει «Μία συλ­λο­γή βι­βλιο­γρα­φίας του Κ. Γ. Κα­ρυω­τά­κη», προς υ­πο­γράμ­μι­ση, ό­πως σχο­λιά­ζει, “της α­δι­καιο­λό­γη­της έλ­λει­ψης α­νά­λο­γης ερ­γα­σίας για έ­ναν ποιη­τή που δεν έ­πα­ψε να με­λε­τά­ται α­πό τις πρώ­τες εμ­φα­νί­σεις του.” Ο Αργυ­ρίου τα­ξι­νο­μεί­ται στους κρι­τι­κούς, για τους ο­ποίους η βι­βλιο­γρα­φι­κή κα­τα­γρα­φή εί­ναι α­να­γκαία για να δο­μή­σουν τη συλ­λο­γι­στι­κή τους. Σε έ­να α­πό τα πα­λαιό­τε­ρα κεί­με­νά του για τον Κα­ρυω­τά­κη πα­ρα­τη­ρεί: “Δυ­στυ­χώς δεν έ­χο­με βι­βλιο­γρα­φία α­πό τον Γιώρ­γο Κα­τσί­μπα­λη για να α­πο­κο­μί­σου­με μια κα­θα­ρή ει­κό­να της πο­ρείας της κρι­τι­κής σκέ­ψης γι’ αυ­τόν.”

Στο ί­διο ση­μείο βρι­σκό­μα­στε και σή­με­ρα, χω­ρίς κα­θα­ρή ει­κό­να ού­τε της πο­ρείας ού­τε του τρέ­χο­ντος στίγ­μα­τος της κρι­τι­κής σκέ­ψης. Εξα­κο­λου­θεί ό­μως και σε ποια έ­κτα­ση να α­πα­σχο­λεί το φαι­νό­με­νο Κα­ρυω­τά­κη; Ισχύει το πα­ρά­δο­ξο του Κα­ρυω­τά­κη, ό­πως το ό­ρι­ζε, προ ει­κο­σα­ε­τίας, ο Νά­σος Βα­γε­νάς, δη­λα­δή το πώς η ώ­ρι­μη ποίη­σή του, με την τε­χνο­τρο­πία της πα­λαιάς, της πριν τη νε­ο­τε­ρι­κή ποίη­σης, κα­τορ­θώ­νει και δί­νει την αί­σθη­ση του και­νούρ­γιου; Μή­πως η κα­τά Βα­γε­νά ι­διο­τυ­πία της ποίη­σής του, “η γεύ­ση να υ­περ­βαί­νει την τε­χνο­τρο­πία”, α­πα­λεί­φο­ντας την πα­λαιό­τη­τά της, α­ντί να ερ­μη­νευ­θεί, πα­ρα­κάμ­φθη­κε με την γε­νι­κό­τε­ρη ε­πί­τα­ση της γεύ­σης; Πα­ρά­δειγ­μα, τα ε­ρω­τι­κά του Κα­βά­φη, που ιε­ραρ­χού­νται βά­ση της ε­λευ­θε­ριό­τη­τας της γεύ­σης, δη­λα­δή του αι­σθή­μα­τος α­πό την ε­μπει­ρία της α­νά­γνω­σης, και ό­χι της ό­ποιας στι­χουρ­γι­κής τους, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­λευ­θε­ρω­μέ­νης. 
Προ­σώ­ρας, α­να­μέ­νο­ντας η ε­πέ­τειος να α­πο­τε­λέ­σει κί­νη­τρο “ε­πα­νεκ­κί­νη­σης”, που θα ξε­θο­λώ­σει το το­πίο, στο 56ο Φε­στι­βάλ Κι­νη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης, προ­βλή­θη­κε η ται­νία του Κύ­πριου σκη­νο­θέ­τη και σε­να­ριο­γρά­φου Κύ­ρου Πα­πα­βα­σι­λείου, «Οι ε­ντυ­πώ­σεις ε­νός πνιγ­μέ­νου», ε­νώ, στο χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας, που κυ­ρίως εν­δια­φέ­ρει, η με­λέ­τη του Βα­γε­νά, «Η πα­ρα­μόρ­φω­ση του Κα­ρυω­τά­κη», κυ­κλο­φό­ρη­σε σε ε­παυ­ξη­μέ­νη (με την προ­σθή­κη δυο με­λε­τών, που σχε­δόν δι­πλα­σιά­ζουν τις σε­λί­δες)  δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση α­πό άλ­λον εκ­δό­τη. Η πρώ­τη, προ δε­κα­ε­τίας, δεν α­πο­τέ­λε­σε έ­ναυ­σμα για συ­ζη­τή­σεις γύ­ρω α­πό την ει­κό­να του Κα­ρυω­τά­κη. Πα­ρό­λο που, τό­τε α­κό­μη, δη­μο­σιεύο­νταν κά­ποιες α­νταλ­λα­γές α­πό­ψεων. Αν και γε­νι­κό­τε­ρα, ι­σχύει η πα­ρα­τή­ρη­ση του Τί­μου Μα­λά­νου: “Δυό ρω­μιοί που, κα­τ’ αρ­χήν, δε συμ­φω­νούν πά­νω σ’ έ­να ζή­τη­μα, εί­ναι μοι­ραίο να μη συμ­φω­νή­σουν πο­τέ, ό­σο και αν συ­νε­χί­σουν τη συ­ζή­τη­σή τους.” Αλλά και μό­νο η συ­ζή­τη­ση, γεν­νά πρό­σθε­τα ε­πι­χει­ρή­μα­τα, που λει­τουρ­γούν δια­φω­τι­στι­κά. Τα κεί­με­να του Βα­γε­νά, μά­λι­στα, ε­κτός α­πό το εν­δια­φέ­ρον των θε­μά­των, που ε­πι­ση­μαί­νουν ή και α­να­κι­νούν, προ­κα­λούν, και μό­νο με τον α­ντιρ­ρη­τι­κό τους τό­νο, συ­ζή­τη­ση.  

Μία δι­κή μας α­πο­ρία, με­τέω­ρη α­πό την πρώ­τη έκ­δο­ση, α­φο­ρά τον τίτ­λο, κα­θώς έ­χου­με την ε­ντύ­πω­ση, ό­τι λει­τουρ­γεί πα­ρα­πλα­νη­τι­κά. Καλ­λιερ­γεί λαν­θα­σμέ­νες προσ­δο­κίες, δε­δο­μέ­νου ό­τι η πα­ρα­μόρ­φω­ση ως πρώ­τη και κυ­ρίαρ­χη έν­νοια, μο­να­δι­κή, μά­λι­στα, σε έ­να λε­ξι­κό της δη­μο­τι­κής ό­πως του Κρια­ρά, έ­χει την αλ­λα­γή προς το χει­ρό­τε­ρο. Ωστό­σο, η ε­πι­χει­ρού­με­νη α­να­θεώ­ρη­ση της ει­κό­νας του Κα­ρυω­τά­κη ή α­κρι­βέ­στε­ρα, της ποίη­σής του, στην ο­ποία ο Βα­γε­νάς α­να­φέ­ρε­ται, δεν με­τα­βάλ­λει ε­πί τα χεί­ρω το πρό­σω­πο του ποιη­τή, αλ­λά, α­ντι­θέ­τως, το με­γα­λύ­νει. Οι εν λό­γω α­να­θεω­ρη­τι­κοί δεν α­σκούν αρ­νη­τι­κή κρι­τι­κή, αλ­λά θε­τι­κή, α­νε­ξάρ­τη­τα αν οι ε­πι­ση­μάν­σεις τους μπο­ρεί να α­πο­δει­χθούν με­ρι­κώς ή και εν ό­λω λαν­θα­σμέ­νες. Βε­βαίως, χα­ρα­κτη­ρι­σμοί της μορ­φής θε­τι­κός-αρ­νη­τι­κός εί­ναι συ­νάρ­τη­ση της ε­πο­χής που εκ­φέ­ρο­νται. Όπως, άλ­λω­στε, και ε­κεί­νοι που α­πο­δί­δο­νται στον Κα­ρυω­τά­κη: πο­λι­τι­κός ποιη­τής, α­ρι­στε­ρός, “α­ντιελ­λη­νο­κε­ντρι­κός”. Από την ε­πο­χή του Κα­ρυω­τά­κη και για κο­ντά μι­σό αιώ­να α­πό τον θά­να­τό του, το μεν ελ­λη­νο­κε­ντρι­κός συ­νι­στού­σε έ­παι­νο, το δε α­ρι­στε­ρός ψό­γο. Για να φτά­σου­με σή­με­ρα, που η με­λέ­τη του Βα­γε­νά ε­πα­νεκ­δί­δε­ται, οι έν­νοιες να τρα­μπα­λί­ζο­νται ε­πι­σφα­λώς.

Το 2003, ο Βα­γε­νάς ε­πέ­λε­ξε τον τίτ­λο για μία διά­λε­ξη στο Ίδρυ­μα Τά­κη Σι­νό­που­λου, ε­νταγ­μέ­νη στον δεύ­τε­ρο θε­μα­τι­κό κύ­κλο 2002-2003, με τίτ­λο, «Μα­τιές στη Νεώ­τε­ρη Ελλη­νι­κή Ποίη­ση (1930-1960)», τον ο­ποίο διορ­γά­νω­νε το νεό­τευ­κτο τό­τε Σπου­δα­στή­ριο Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Ποίη­σης, που εί­χε δη­μιουρ­γη­θεί υ­πό τη σκέ­πη του Ιδρύ­μα­τος. Το ε­πό­με­νο έ­τος, η διά­λε­ξη πή­ρε τη μορ­φή σει­ράς ο­κτώ ε­πι­φυλ­λί­δων και το με­θε­πό­με­νο, βι­βλίου. Σε ό­λες αυ­τές τις με­τα­μορ­φώ­σεις, μέ­χρι και την πρό­σφα­τη, ο τίτ­λος πα­ρα­μέ­νει. Ως μό­το του βι­βλίου ε­πι­λέ­γε­ται στί­χος α­πό ε­ρω­τι­κό σαιξ­πη­ρι­κό σο­νέ­το, στο ο­ποίο ο ε­ρω­τευ­μέ­νος ε­κλι­πα­ρεί την κα­λή του, που τον α­πα­τά: O, call me not to justify the wrong. Η με­τα­φο­ρά του στί­χου α­πό τον ε­ρω­τευ­μέ­νο στον με­λε­τη­τή μοιά­ζει δί­ση­μη: τι δεν μπο­ρεί να α­πο­δε­χθεί ο με­λε­τη­τής, την α­δι­κία που γί­νε­ται στον ποιη­τή ή το σφάλ­μα;  Ήδη, ό­μως, α­πό το 1992, που ο Βα­γε­νάς χρη­σι­μο­ποιεί για πρώ­τη φο­ρά τη λέ­ξη πα­ρα­μόρ­φω­ση για έ­ναν ποιη­τή, τό­τε τον Κάλ­βο, έ­χει δώ­σει την α­πά­ντη­ση. Δεν υ­πο­φέ­ρει τη στρέ­βλω­ση της α­λή­θειας, ό­πως αυ­τός την τεκ­μη­ριώ­νει, κα­θώς σε αμ­φό­τε­ρες τις πε­ρι­πτώ­σεις, τό­σο στον Κάλ­βο ό­σο και στον Κα­ρυω­τά­κη, με ό,τι α­πο­κα­λεί πα­ρα­μόρ­φω­ση, α­πό μία ά­πο­ψη, το πρό­σω­πο του ποιη­τή φω­τί­ζε­ται. Στην πε­ρί­πτω­ση του Κάλ­βου, ως ελ­λη­νο­κε­ντρι­κού ποιη­τή, με α­γνό­η­ση των ι­τα­λι­κών έρ­γων του. Αντι­στρό­φως, σε ε­κεί­νη του Κα­ρυω­τά­κη, ως υ­πε­ρε­θνι­κού.

Η διά­λε­ξη του Βα­γε­νά εκ­κι­νεί α­πό τον Σε­φέ­ρη και τη δι­κή του πα­ρα­μόρ­φω­ση α­πό ό­σους “προ­βαί­νουν σε πα­ρα­νά­γνω­ση του έρ­γου του”, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντάς το ελ­λη­νο­κε­ντρι­κό. Το πρώ­το κε­φά­λαιο κα­τα­λή­γει με την προς α­πό­δει­ξη θέ­ση, ό­τι η πα­ρα­νά­γνω­ση του Σε­φέ­ρη φέ­ρει ως “πα­ρά­πλευ­ρες”, τις α­ντί­στοι­χης φύ­σεως πα­ρα­να­γνώ­σεις Κα­βά­φη και Κα­ρυω­τά­κη. Στην πα­ρα­νά­γνω­ση του πρώ­του α­φιε­ρώ­νει το δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο του Πα­ραρ­τή­μα­τος, ε­νώ σε ε­κεί­νη του δεύ­τε­ρου, το δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο του βι­βλίου, συ­νε­ξε­τά­ζο­ντας ε­κεί την πε­ρί­πτω­ση Εγγο­νό­που­λου. Τε­λι­κά, ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί πως πρό­κει­ται για τρεις ελ­λη­νο­κε­ντρι­κούς ποιη­τές. Δια­φέ­ρει, ω­στό­σο, η έμ­φα­ση με την ο­ποία α­πο­δί­δε­ται ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός. Ο Κα­βά­φης εί­ναι “πραγ­μα­τι­κά ελ­λη­νο­κε­ντρι­κός”, ό­πως και ο Εγγο­νό­που­λος, κα­τά δι­κή του πα­ρα­δο­χή.

Δια­φο­ρο­ποιεί­ται η πε­ρί­πτω­ση του Κα­ρυω­τά­κη, που ε­ξε­τά­ζε­ται πλα­γίως σε δυο συμ­με­τρι­κά κε­φά­λαια, με α­ντί­στοι­χα συμ­με­τρι­κούς τίτ­λους («Μια άλ­λη α­νά­γνω­ση του Κα­ρυω­τά­κη» και «Μια άλ­λη του Σε­φέ­ρη»), ό­που η ποίη­ση ε­νός ε­κά­στου α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται με τον τρό­πο, που οι α­να­θεω­ρη­τι­κοί κρι­τι­κοί διά­βα­σαν την ποίη­ση του άλ­λου. Σε αυ­τά, ο Βα­γε­νάς ε­πι­ση­μαί­νει, σε στί­χους και βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία, του μεν πρώ­του πα­τριω­τι­κά και α­ντι­δρα­στι­κά ί­χνη, του δε δεύ­τε­ρου τον “βα­θύ πο­λι­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα”. Κα­τα­λή­γει με τη δια­πί­στω­ση, πως η λο­γο­τε­χνι­κή κρι­τι­κή του έρ­γου του Κα­ρυω­τά­κη πε­ριο­ρί­ζε­ται “στη δια­τύ­πω­ση α­ντι­σε­φε­ρι­κών αι­σθη­μά­τω­ν”. Ενώ, στο ε­πό­με­νο κε­φά­λαιο «Ο Κα­ρυω­τά­κης και η γε­νιά του ’30», αμ­φι­σβη­τεί “την κυ­ρίαρ­χη κρι­τι­κή βε­βαιό­τη­τα ό­τι η γε­νιά του ’30 υ­πήρ­ξε ε­χθρι­κή προς την ποίη­ση του Κα­ρυω­τά­κη”. Το εν­δια­φέ­ρον, ό­μως, ε­δώ, δεν έ­γκει­ται τό­σο στα προ­σκο­μι­ζό­με­να τεκ­μή­ρια, ό­σο στην εκ προοι­μίου α­πό­φαν­ση, που ου­σια­στι­κά ε­πα­να­λαμ­βά­νει ε­κεί­νη του προ­η­γού­με­νου κε­φα­λαίου, ό­τι “ο μύ­θος αυ­τός εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πα­ρά­γω­γο της ψυ­χο­λο­γι­κής α­νά­γκης για α­να­κού­φι­ση ό­σων αι­σθά­νο­νται βα­ρειά τη σκιά του Σε­φέ­ρη.”

Ακό­μη και τον ε­κτο­πι­σμό του Τά­κη Πα­πα­τσώ­νη α­πό “τον ρό­λο του ως του πρώ­του Έλλη­να μο­ντερ­νι­στή”, ο Βα­γε­νάς τον α­πο­δί­δει στην αί­γλη που α­πο­λάμ­βα­νε ο Σε­φέ­ρης και η ο­ποία ε­νο­χλού­σε τους α­να­θεω­ρη­τές. Αυ­τοί, στα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του ’80, ό­ταν αρ­χί­ζουν να αλ­λά­ζουν τα κρι­τή­ρια α­ξιο­λό­γη­σης και να προ­τάσ­σο­νται στοι­χεία πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τας και ε­τε­ρό­τη­τας, διέ­γρα­ψαν τον Πα­πα­τσώ­νη και πρό­βα­λαν τον Κα­ρυω­τά­κη. Όχι, ό­μως, σαν αυ­τα­ξία, αλ­λά ως πλέ­ον κα­τάλ­λη­λο να α­πο­τε­λέ­σει “το α­ντί­πα­λο δέ­ος του Σε­φέ­ρη”. Προς α­πό­δει­ξη αυ­τής της στρε­βλω­τι­κής υ­πο­κα­τά­στα­σης, προ­στέ­θη­καν τα δυο με­λε­τή­μα­τα της ε­παυ­ξη­μέ­νης έκ­δο­σης του βι­βλίου. Το συ­ντο­μό­τε­ρο «Ο Κα­ρυω­τά­κης και ο δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βος», χω­ρίς α­να­φο­ρά πρώ­της δη­μο­σίευ­σης, και το ε­κτε­νές «Ο Τ. Κ. Πα­πα­τσώ­νης και η πρω­το­πο­ρια­κό­τη­τα».

Ο λό­γος του Βα­γε­νά εί­ναι διαυ­γής και αυ­στη­ρά δο­μη­μέ­νος. Πα­ρα­τάσ­σει σει­ρά συλ­λο­γι­σμών, ε­πα­κρι­βώς τεκ­μη­ριω­μέ­νων, με ε­παρ­κώς αι­τιο­λο­γη­μέ­να τα εν­διά­με­σα στά­δια, μη δια­φεύ­γο­ντας ού­τε στιγ­μή α­πό το κοι­νώς α­πο­δε­κτό ως α­λη­θές. Προ­τε­ρή­μα­τα, που τα βρί­σκου­με και στο λό­γο του Αργυ­ρίου. Δια­φέ­ρουν, ω­στό­σο, σε δυο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, κα­τα­γω­γι­κά της παι­δείας τους, τα ο­ποία δια­φο­ρο­ποιούν την πει­στι­κό­τη­τα των λό­γων τους και ως συ­νάρ­τη­ση του α­πο­δέ­κτη. Ο Αργυ­ρίου δί­νει σχε­δόν μα­θη­μα­τι­κή δο­μή στη δια­λε­κτι­κή δια­δι­κα­σία της πο­λιορ­κίας ε­νός θέ­μα­τος, με α­πο­τέ­λε­σμα να ει­σχω­ρεί και σε πιο κρυ­φές πτυ­χές. Γε­γο­νός που μπο­ρεί να ε­κτι­μη­θεί α­πό έ­να πιο ει­δι­κό ε­πί του θέ­μα­τος κοι­νό. Ταυ­τό­χρο­να, ό­μως, ως κρι­τι­κός, έ­φε­ρε δια βίου ως μειο­νε­ξία την α­που­σία πα­νε­πι­στη­μια­κού ε­πι­πέ­δου φι­λο­λο­γι­κών σπου­δών. Αυ­τό, συ­χνά, τον ο­δη­γεί σε α­πο­λο­γη­τι­κές αυ­το­α­να­φο­ρές, που λει­τουρ­γούν πα­ρελ­κυ­στι­κά, συ­σκο­τί­ζο­ντας τις α­πο­φάν­σεις. Αντί­θε­τα, ο λό­γος του Βα­γε­νά, χαί­ρει την α­πό κα­θέ­δρας ι­σχύ, σε συν­δυα­σμό με την ά­νε­ση της τρι­βής του δα­σκά­λου. Άρα, εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρης εμ­βέ­λειας. Και ε­πει­δή το ύ­φος εί­ναι ο άν­θρω­πος, η ει­ρω­νεία τους δια­φέ­ρει. Του Αργυ­ρίου κρα­τά τη δια­κρι­τι­κή αιχ­μη­ρό­τη­τα του Αλε­ξαν­δρι­νού των πρώ­των δε­κα­ε­τιών του 20ου. Του Βα­γε­νά, δια­τη­ρεί την ευ­θύ­τη­τα του μη πρω­τευου­σιά­νου και λί­γο α­πό το φι­λο­πό­λε­μο του πο­δο­σφαι­ρι­στή, που έρ­χε­ται α­πό την “πο­δο­σφαι­ρο­μά­να Δρά­μα” της δε­κα­ε­τίας του ’50.

Αυ­τά α­πορ­ρέ­ουν α­πό τα κεί­με­να, ό­πως δεί­χνει, λ.χ., η συ­να­νά­γνω­ση δυο βι­βλίων τους: του Αργυ­ρίου για τον Πα­πα­τσώ­νη (το στερ­νό του, έκ­δο­ση Απρ. 2009, θά­να­τος 22 Μαί. 2009) και το πρό­σφα­το του Βα­γε­νά για τον Κα­ρυω­τά­κη. Συ­μπτω­μα­τι­κά, έ­χουν ως κοι­νό ση­μείο, ό­τι εκ­κι­νούν α­πό δια­λέ­ξεις. Μία α­πο­κλει­στι­κή βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση για το δεύ­τε­ρο θα μπο­ρού­σε να ξε­κι­νή­σει, πα­ρα­φρά­ζο­ντας τον στί­χο του Σι­νό­που­λου: “Εί­μαι έ­νας άν­θρω­πος που έρ­χε­ται συ­νε­χώς α­πό τον Πύρ­γο.” Ο Βα­γε­νάς εί­ναι έ­νας με­λε­τη­τής που έρ­χε­ται συ­νε­χώς α­πό τον Σε­φέ­ρη. Ήδη, στη δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή του, το 1979, “η εκ­φρα­στι­κή τόλ­μη του Σε­φέ­ρη σε ποιή­μα­τα της πρώ­της συλ­λο­γής του” ε­κτι­μά­ται “ρι­ζο­σπα­στι­κό­τε­ρη α­πό ε­κεί­νη του Κα­ρυω­τά­κη”, ξε­χω­ρί­ζο­ντας, “α­πό την πρώ­τη κιό­λας στιγ­μή, τον ποιη­τή της γε­νιάς του ’30 α­πό τον ποιη­τή της γε­νιάς του ’20”. Ενώ, το πρό­σφα­το βι­βλίο δεί­χνει ως λό­γος υ­πε­ρα­σπι­στι­κός του Σε­φέ­ρη.  Λ.χ., ι­σχυ­ρί­ζε­ται πως οι ποιη­τές της γε­νιάς του ’30 ό­σες φο­ρές μί­λη­σαν για τον Κα­ρυω­τά­κη ή­ταν “α­πό ε­παι­νε­τι­κοί έως υ­μνη­τι­κοί”, ε­ντο­πί­ζο­ντας στον Σε­φέ­ρη έ­ξι α­να­φο­ρές, “που ό­λες εκ­φρά­ζουν θαυ­μα­σμό”.
Ωστό­σο, ό­πως συμ­βαί­νει σε πα­ρό­μοιες πε­ρι­πτώ­σεις, το συ­μπέ­ρα­σμα ε­ξαρ­τά­ται α­πό την φρά­ση που ε­πι­λέ­γε­ται. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Σε­φέ­ρης, στην α­λε­ξαν­δρι­νή ο­μι­λία του, 10 Ιουν. 1941, χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον Κα­ρυω­τά­κη “ποιη­τή με ε­ξαι­ρε­τι­κή ευαι­σθη­σία και με έρ­γο που λο­γα­ριά­ζει ω­σάν σταθ­μός στη λο­γο­τε­χνία μας”. Αλλά, λί­γο πιο κά­τω, προ­σθέ­τει, “ο Κα­ρυω­τά­κης τρα­γού­δη­σε, με τη χο­ρευ­τι­κή φα­ντα­σία του, τους τρα­γι­κούς γύ­ψους της κά­μα­ράς του”, ό­που εί­ναι ευ­διά­κρι­τος έ­νας τό­νος ει­ρω­νείας, που γνέ­φει προς “μία ποίη­ση χω­ρίς ο­ρί­ζο­ντα”, ό­πως ε­κεί­νη που α­πο­δί­δει στους “κα­ρυω­τα­κι­κούς ποιη­τές”. Ύστε­ρα, υ­πάρ­χουν και α­να­φο­ρές του Σε­φέ­ρη στον Κα­ρυω­τά­κη, ι­διω­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα, ό­πως οι ε­πι­στο­λι­κές, αρ­κού­ντως α­πορ­ρι­πτι­κές. Στα­χυο­λο­γού­με τη γνώ­μη του για το ποίη­μα του Κα­ρυω­τά­κη, «Εις Ανδρέ­αν Κάλ­βον», που “δια­βά­ζουν το 1931 ε­πει­δή εί­ναι γραμ­μέ­νο σε μια βα­βυ­λω­νι­κή κα­θα­ρεύου­σα και το βρί­σκουν νό­στι­μο. Η νο­στι­μιά ό­μως εί­ναι το με­γα­λύ­τε­ρο ψε­γά­δι στην τέ­χνη”. Αλλά και τη σω­ρευ­τι­κή για ό­λους τους στί­χους του Κα­ρυω­τά­κη, που τους βρί­σκει κα­τώ­τε­ρους α­πό το ποίη­μα «Πε­λε­γρί­νος ή το τρα­γού­δι του δει­λι­νού» του α­φα­νούς σή­με­ρα, Κα­λύ­μνιου ποιη­τή, Γιάν­νη Ζερ­βού. Τε­λι­κά, εί­ναι α­πο­ρίας ά­ξιο, για­τί δεν έ­χουν συ­γκε­ντρω­θεί σε βι­βλίο τα με­λε­τή­μα­τα του Βα­γε­νά για την πα­ρα­μόρ­φω­ση του Σε­φέ­ρη, ό­που ο τίτ­λος θα κρα­τού­σε τη δυ­να­μι­κή του. Ένα πα­ρό­μοιο βι­βλίο λεί­πει.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 27/12/2015.

Τύχες Παπατσώνη

$
0
0
Αλέ­ξαν­δρος Αργυ­ρίου
«Τά­κης Πα­πα­τσώ­νης»
Εκδ. Γα­βριη­λί­δης
Απρ. 2009

Εφέ­τος, στις 26 Ιου­λίου, συ­μπλη­ρώ­νο­νται 40 χρό­νια α­πό τον θά­να­το του Τά­κη Πα­πα­τσώ­νη. Λη­σμο­νη­μέ­νος την πρώ­τη 25ε­τία, τα τε­λευ­ταία χρό­νια ό­λο και κά­ποιοι τον θυ­μού­νται. Αν και ό­χι συ­στη­μα­τι­κά, δεί­χνουν μάλ­λον ως με­μο­νω­μέ­νες πρω­το­βου­λίες. Ενδει­κτι­κά α­να­φέ­ρου­με, ό­τι οι βα­σι­κές τρεις συ­να­γω­γές των δο­κι­μίων του, το δί­το­μο «Ο τε­τρα­πέ­ρα­τος κό­σμος» (1966 & 1976) και το «Όπου ην κή­πος» (1972), εί­ναι ε­δώ και χρό­νια ε­ξαν­τλη­μέ­νες. Οι δυο εκ­δο­τι­κοί οί­κοι, στους ο­ποίους στε­γά­ζε­ται το έρ­γο του, φαί­νε­ται να μην έ­χουν α­ντί­λη­ψη του κε­νού, που αυ­τή η α­μέ­λεια δη­μιουρ­γεί στην προ­σέγ­γι­ση του έρ­γου του. Δο­θέ­ντος, βε­βαίως, ό­τι ζού­με σε μία χώ­ρα, που το εί­δος δα­νει­στι­κή βι­βλιο­θή­κη έ­χει προ πολ­λού ε­κλεί­ψει για τους πλη­βείους των γραμ­μά­των. Στα βι­βλιο­πω­λεία δια­τί­θε­νται ο τό­μος με την ποίη­σή του και τα τα­ξι­διω­τι­κά του.
Δη­μο­σιεύο­νται, πά­ντως, α­φιε­ρώ­μα­τα πε­ριο­δι­κών. Ο Πα­πα­τσώ­νης, εν ζωή και πα­ρά την μα­κρο­η­μέ­ρευ­σή του, χά­ρη­κε μό­λις δυο, κι αυ­τά την στερ­νή του τε­τρα­ε­τία, κο­ντά ο­γδο­ντά­χρο­νος, ό­ντας α­κα­δη­μαϊκός. Το πρώ­το α­φιέ­ρω­μα, μά­λι­στα, το 1973, εί­ναι α­πό το κυ­πρια­κό πε­ριο­δι­κό «Πνευ­μα­τι­κή Κύ­προς» του Κύ­πρου Χρυ­σάν­θη. Έγι­νε με κυ­πρια­κή πρω­το­βου­λία, πα­ρό­τι ο κο­σμο­γυ­ρι­σμέ­νος Πα­πα­τσώ­νης την Κύ­προ δεν την εί­χε ε­πι­σκε­φθεί, ε­κεί­νη τον τί­μη­σε, ό­πως γρά­φει συ­γκι­νη­μέ­νος στον Χρυ­σάν­θη. Να ση­μειώ­σου­με πως τα πρώ­τα α­φιε­ρώ­μα­τα στον Κα­βά­φη και τον Πα­λα­μά εί­ναι ε­πί­σης α­πό κυ­πρια­κά πε­ριο­δι­κά. Αυ­τή η φρο­ντί­δα των Κυ­πρίων για την ελ­λα­δι­κή λο­γο­τε­χνία δεν έ­χει α­ντί­στοι­χα ε­πι­ση­μαν­θεί και ε­κτι­μη­θεί. Αντί­θε­τα, η ελ­λα­δι­κή αυ­τα­ρέ­σκεια καλ­λιερ­γεί την ε­ντύ­πω­ση, πως ο λο­γο­τε­χνι­κός χώ­ρος της Μη­τρό­πο­λης στη­ρί­ζει την κυ­πρια­κή λο­γο­τε­χνία.
Εντός της τε­λευ­ταίας πε­ντα­ε­τίας, ω­στό­σο, τρία λο­γο­τε­χνι­κά έ­ντυ­πα α­ξιο­λό­γη­σαν α­φιέ­ρω­μα στον Πα­πα­τσώ­νη: α) Ιούλ. 2011 το περ. «Μα­νι­φέ­στο», β) Ιούν. 2013 η «Αθη­ναϊκή ε­πι­θεώ­ρη­ση του βι­βλίου» και  γ) Φεβ. 2015 το περ. «Κου­κού­τσι». Ενώ, Ιούν. 2015, ε­πα­να­κυ­κλο­φό­ρη­σε αυ­τό­νο­μο το πρώ­το, ως α­φιέ­ρω­μα στα “120 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση του Πα­πα­τσώ­νη”. Αθροί­ζο­νται συ­νο­λι­κά 20 συ­νερ­γά­τες, με τρεις α­πό αυ­τούς να συμ­με­τέ­χουν σε δυο α­φιε­ρώ­μα­τα. Κυ­ριαρ­χούν οι ποιη­τές, με­τρη­μέ­νοι οι με­λε­τη­τές, εάν μεί­νου­με στην κύ­ρια ι­διό­τη­τα του κα­θε­νός. Πέ­ντε-έ­ξι της γε­νιάς του ’70, α­που­σιά­ζει η γε­νιά του ’80, κυ­ριαρ­χούν οι με­τα­γε­νέ­στε­ροι, γεν­νη­μέ­νοι στην 25ε­τία, 1960-1985.
Τα τρία α­φιε­ρώ­μα­τα δια­κρί­νο­νται α­πό το  διτ­τό εν­δια­φέ­ρον που α­νέ­κα­θεν προ­κα­λού­σε το έρ­γο του Πα­πα­τσώ­νη, με τους πρω­το­στα­τού­ντες να παίρ­νουν τη σκυ­τά­λη α­πό τους πα­λαιό­τε­ρους. Της «Επι­θεώ­ρη­σης του βι­βλίου» ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στη νεω­τε­ρι­κό­τη­τα της στι­χουρ­γι­κής του, ε­νώ, των δυο πε­ριο­δι­κών, στη θε­ο­λο­γι­κή διά­στα­ση του έρ­γου του. Στο θέ­μα της στι­χουρ­γι­κής, ο Νά­σος Βα­γε­νάς συ­νε­χί­ζει στη γραμ­μή του Αλέξ. Αργυ­ρίου, που, α­πό τη θέ­ση του γραμ­μα­το­λό­γου, το­πο­θέ­τη­σε τον Πα­πα­τσώ­νη χρο­νο­λο­γι­κά πρώ­το στους νεω­τε­ρι­κούς ποιη­τές του Με­σο­πο­λέ­μου. Από τη θέ­ση του κα­θη­γη­τή, ω­θεί νεό­τε­ρους στην εκ­πό­νη­ση σχε­τι­κών δι­δα­κτο­ρι­κών δια­τρι­βών, ό­πως τους δυο συ­νερ­γά­τες στο α­φιέ­ρω­μα, Δ. Ελευ­θε­ρά­κη και Β. Ρούσ­σου.
Τα δυο άλ­λα έρ­χο­νται ως συ­νέ­χεια του α­φιε­ρω­μέ­νου στον Πα­πα­τσώ­νη πρώ­του «Τε­τρά­διου Ευ­θύ­νης», που κυ­κλο­φό­ρη­σε Μάι. 1976 και το ο­ποίο, ο ί­διος, μό­λις που πρό­λα­βε να χα­ρεί και να ευ­χα­ρι­στή­σει τον φί­λο και εκ­δό­τη του, Κώ­στα Τσι­ρό­που­λο. Φί­λοι του Τσι­ρό­που­λου και συ­νε­χι­στές  του πε­ριο­δι­κού του, οι δυο Δη­μή­τρη­δες, Κο­σμό­που­λος και Αγγε­λής, που, συ­νερ­γά­τες α­κό­μη το 2011, στή­νουν το α­φιέ­ρω­μα του περ. «Μα­νι­φέ­στο», ό­που ο δεύ­τε­ρος κα­ταρ­τί­ζει το Χρο­νο­λό­γιο. Στο έ­τε­ρο α­φιέ­ρω­μα, η ε­πι­λο­γή κει­μέ­νων εί­ναι του Λα­μιώ­τη ποιη­τή Κώ­στα Ρι­ζά­κη.
Στην ι­σχνή βι­βλιο­γρα­φία Πα­πα­τσώ­νη, το 2008 προ­στέ­θη­κε και έ­να βι­βλίο. Ο Αργυ­ρίου συ­γκέ­ντρω­σε τα κεί­με­νά του για τον Πα­πα­τσώ­νη: δυο πα­λαιό­τε­ρα (1964, 1973) και, ως κυ­ρίως σώ­μα, έ­να α­δη­μο­σίευ­το, που προέ­κυ­ψε α­πό τέσ­σε­ρεις ο­μι­λίες-μα­θή­μα­τα του 1984, ό­ταν συ­μπλη­ρώ­νο­νταν 50 χρό­νια α­πό την πρώ­τη έκ­δο­ση της πρώ­της ποιη­τι­κής συλ­λο­γής του, «Εκλο­γή, Α΄». Πα­ρό­τι τα κεί­με­να δεν υ­πο­βλή­θη­καν σε ε­πι­πλέ­ον βά­σα­νο με την προο­πτι­κή της έκ­δο­σης, ο α­φη­γη­μα­τι­κός τρό­πος τους α­πο­κα­θι­στά τη συ­νέ­χεια. Ο Αργυ­ρίου πα­ρου­σιά­ζει τον Πα­πα­τσώ­νη σε α­ντι­πα­ρα­βο­λή με τους Κα­ρυω­τά­κη και Σε­φέ­ρη. Με αυ­τόν τον τρό­πο, σχη­μα­τί­ζει μία τριαν­δρία της νεω­τε­ρι­κής πρω­το­πο­ρίας, την ο­ποία δια­χω­ρί­ζει α­πό τους α­μέ­σως προ­η­γού­με­νους, “της α­να­νεω­μέ­νης πα­ρά­δο­σης”, τους ο­ποίους α­φή­νει ως βά­θος πε­δίου στο ξε­τύ­λιγ­μα της συλ­λο­γι­στι­κής του: “Τρεις ποιη­τές που γεν­νή­θη­καν μέ­σα σε μια ε­ξα­ε­τία 1895-1900, δη­λα­δή σε έ­να πε­ρι­βάλ­λον χω­ρίς αι­σθη­τές με­τα­βο­λές τό­σο στο κοι­νω­νι­κό ό­σο και στο καλ­λι­τε­χνι­κό πε­δίο, φαί­νε­ται πε­ρίερ­γο να πα­ρου­σιά­ζουν τό­σες δια­φο­ρές στο έρ­γο τους.”
Το δυ­σε­ξή­γη­το προ­κύ­πτει, του­λά­χι­στον εν μέ­ρει, α­πό τον μη συ­νυ­πο­λο­γι­σμό του οι­κο­γε­νεια­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος. Απο­φεύ­ξι­μος μεν ο βιο­γρα­φι­σμός, αλ­λά η δια­κρι­τι­κή χρή­ση του συ­χνά φω­τί­ζει κα­τα­στά­σεις. Ανε­ξάρ­τη­τα α­πό τα ό­ποια τα­λέ­ντα τους, οι δυο α­πό αυ­τούς βρή­καν το δρό­μο α­νοι­χτό μπρο­στά τους. Εκτός α­πό τη σχε­τι­κά μι­κρή η­λι­κια­κή δια­φο­ρά, έ­να άλ­λο κοι­νό ση­μείο εί­ναι ό­τι και οι τρεις σπου­δά­ζουν νο­μι­κά. Οι δυο με­γα­λύ­τε­ροι, Μω­ραΐτες στην κα­τα­γω­γή, στο Αθή­νη­σι και μά­λι­στα, πα­ρά τη δια­φο­ρά η­λι­κίας, κο­ντά δυο χρό­νια, εγ­γρά­φο­νται την ί­δια χρο­νιά στο Πα­νε­πι­στή­μιο, Σεπ. 1913. Ο Μι­κρα­σιά­της Σε­φέ­ρης στο Πα­ρί­σι, που ση­μαί­νει ευ­θύς ε­ξαρ­χής δια­φο­ρε­τι­κό πο­λι­τι­στι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Εκεί α­πο­κτά τον δια βίου φί­λο, έως και με­τα­θα­νά­τιο α­ρω­γό, Γιώρ­γο Κα­τσί­μπα­λη. Σε α­ντί­στοι­χο ρό­λο, ο Κα­ρυω­τά­κης, τον Χα­ρί­λαο Σα­κελ­λα­ριά­δη. Έχουν προ­η­γη­θεί οι γυ­μνα­σια­κές σπου­δές, ό­που οι τύ­χες των τριών στά­θη­καν τε­λείως δια­φο­ρε­τι­κές. Σχο­λή Σαι­ντ Ζο­ζέφ ο Πα­πα­τσώ­νης, ε­νώ οι δυο άλ­λοι αλ­λά­ζουν σχο­λεία· γυ­μνά­σια της ε­παρ­χίας ο Κα­ρυω­τά­κης, πρό­τυ­πα σε Σμύρ­νη και Αθή­να ο Σε­φέ­ρης.
Κοι­νό ση­μείο, η εκ­μά­θη­ση ξέ­νων γλωσ­σών. Οι δυο πρε­σβύ­τε­ροι φέ­ρε­ται να την ο­φεί­λουν σε μη­τέ­ρες, που κρα­τούν α­πό αρ­χο­ντι­κές οι­κο­γέ­νειες. Άλλο, βε­βαίως, ευ­γε­νείς της Ανκό­να και άλ­λο, Τρι­πο­λι­τσιώ­τες άρ­χο­ντες. Όπως και να έ­χει, ο Πα­πα­τσώ­νης α­πο­φοι­τά το 1917 και το 1918 προσ­λαμ­βά­νε­ται στο Υπουρ­γείο Οι­κο­νο­μι­κών. Ο Κα­ρυω­τά­κης παίρ­νει την ά­δεια δι­κη­γό­ρου Ιαν. 1919 και Οκτ. διο­ρί­ζε­ται στη Νο­μαρ­χία Θεσ­σα­λο­νί­κης. Στα 18 του φέ­ρε­ται να έ­χει βλέ­ψεις για στα­διο­δρο­μία δι­πλω­μά­τη. Αυ­τήν την ε­ξα­σφά­λι­σε ο Σε­φέ­ρης, γιος κα­θη­γη­τή Πα­νε­πι­στη­μίου. Και του Κα­ρυω­τά­κη ή­ταν ε­πι­στή­μο­νας, αλ­λά νο­μο­μη­χα­νι­κός. Το ε­πάγ­γελ­μα του πα­τρός Πα­πα­τσώ­νη λεί­πει στα χρο­νο­λό­για, ω­στό­σο εί­ναι γό­νος Μεσ­σή­νιων προ­ε­στών, που αν­δρα­γά­θη­σαν στην Επα­νά­στα­ση, με ε­ξέ­χου­σες θέ­σεις με­τε­πα­να­στα­τι­κά.            
Στα προ­γο­νι­κά του Πα­πα­τσώ­νη, ο Αργυ­ρίου συγ­χέει τον βίο του παπ­πού του, Πα­να­γιώ­τη Πα­πα­τσώ­νη, με ε­κεί­νους των δυο α­δελ­φών του. Ο με­γα­λύ­τε­ρος, ο Δη­μή­τρης, ή­ταν αυ­τός που πο­λέ­μη­σε δί­πλα στον Κο­λο­κο­τρώ­νη, φυ­λα­κί­στη­κε μα­ζί του και σκο­τώ­θη­κε μα­χό­με­νος κα­τά του Ιμπραή­μ, το 1825. Ενώ, υ­πα­σπι­στής του Όθω­να χρη­μά­τι­σε ο μι­κρό­τε­ρος α­δελ­φός, ο Ιωάν­νης. Ο Πα­να­γιώ­της δια­δέ­χθη­κε τον α­δελ­φό του στην αρ­χη­γία πο­λυά­ριθ­μου έ­νο­πλου σώ­μα­τος. Με­τε­πα­να­στα­τι­κά ε­ξε­λέ­γη κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη δή­μαρ­χος. Το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο, ά­φη­σε α­πο­μνη­μό­νευ­μα για τους α­γώ­νες της οι­κο­γέ­νειας και την οι­κο­νο­μι­κή βοή­θεια, που αυ­τή πρό­σφε­ρε στον Αγώ­να. Για­τί ο προ­πάπ­πος, Ανα­γνώ­στης Πα­πα­τσώ­νης, προ­ε­στός, με την εύ­νοια Σουλ­τά­νου και ντό­πιου Πα­σά, δια­τη­ρού­σε την ε­πι­καρ­πία α­πό τσι­φλί­κι 40-45 χω­ριών, ο­λό­κλη­ρη ε­παρ­χία, αυ­τήν του Εμβλα­κίου Μεσ­ση­νίας, ση­με­ρι­νής Εύας. Να ση­μειώ­σου­με, πως η οι­κο­γέ­νεια Πα­πα­τσώ­νη συγ­γε­νεύει με τον Κα­νέλ­λο Δε­λη­γιάν­νη, αλ­λά και τον Τέλ­λο Άγρα, τον Μα­κε­δο­νο­μά­χο.
Ο Αργυ­ρίου α­πο­πει­ρά­ται α­να­σύ­στα­ση του βίου του, ό­σο του ε­πι­τρέ­πουν τα βιο­γρα­φι­κά δε­δο­μέ­να, που ε­ξα­κο­λου­θούν να πα­ρου­σιά­ζουν κε­νά. Ση­μειώ­νει την έλ­λει­ψη στοι­χείων “για την κα­τα­γω­γή του που θα μπο­ρού­σαν εν­δε­χο­μέ­νως να ε­ξη­γή­σουν και τον κα­θο­λι­κι­σμό του”, σχε­τι­κά με τον ο­ποίο προ­χω­ρά σε υ­πο­θέ­σεις. Οπωσ­δή­πο­τε εύ­λο­γες, αλ­λά α­παι­τούν τεκ­μη­ρίω­ση. Ο Κί­μων Φράιερ τον α­να­φέ­ρει, χω­ρίς σχε­τι­κή πα­ρα­πο­μπή, ως “κα­τευ­θείαν α­πό­γο­νο της Μαρ­κη­σίας di Bartoli di Ancona, πα­λαιάς οι­κο­γέ­νειας κα­θο­λι­κών, που α­νέ­δει­ξε πολ­λούς σπου­δαίους κλη­ρι­κούς”.  Ως πλη­ρο­φο­ρία ε­λά­χι­στα δια­φω­τί­ζει την θρη­σκευ­τι­κή ταυ­τό­τη­τα και στά­ση ζωής του ποιη­τή. Όσο για τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό nobilissimus, ο Πα­πα­τσώ­νης μπο­ρεί να τον ε­πι­στρα­τεύει ως δη­λω­τι­κό “υ­πε­ρο­χής”, μάλ­λον, ό­μως, ως τίτ­λος τι­μής, α­νή­κει στην οι­κο­γέ­νεια. Αλλά και πά­λι, ό­χι ως “κα­τα­γό­με­νης α­πό τη βυ­ζα­ντι­νή αυ­το­κρα­το­ρι­κή οι­κο­γέ­νεια των Κο­μνη­νώ­ν”. Το νω­βε­λίσ­σι­μος, ο ευ­γε­νέ­στα­τος, εί­ναι τι­μη­τι­κός τίτ­λος της βυ­ζα­ντι­νής αυ­λι­κής ιε­ραρ­χίας, που, μέ­χρι τους Κο­μνη­νούς, δι­νό­ταν μό­νο σε μέ­λη της αυ­το­κρα­το­ρι­κής οι­κο­γέ­νειας, ε­νώ, με­τέ­πει­τα, πα­ρα­χω­ρεί­το και ως προ­νό­μιο.
Σχε­τι­κά με τα βιο­γρα­φι­κά κε­νά, ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης, σε άρ­θρο, που ε­πέ­χει θέ­ση νε­κρο­λο­γίας, σχο­λιά­ζει: “Προϋπό­θε­ση για ο­ποια­δή­πο­τε σο­βα­ρή με­λέ­τη πά­νω στον ποιη­τή και το έρ­γο, εί­ναι η συ­στη­μα­τι­κή έ­ρευ­να του αρ­χείου του... Η έ­ρευ­να αυ­τή θα βο­η­θού­σε ση­μα­ντι­κά να συ­ντα­χθούν με κά­ποια ε­πάρ­κεια δυο βα­σι­κά όρ­γα­να με­λέ­της: η Βι­βλιο­γρα­φία... και το χρο­νο­λό­γιο των έρ­γων και η­με­ρών, τό­σο του δη­μό­σιου ά­ντρα ό­σο και του λο­γο­τέ­χνη.” Ωστό­σο, με το θά­να­το της συ­ζύ­γου του Πα­πα­τσώ­νη, θα πρέ­πει να α­ντι­λή­φθη­κε το α­νέ­φι­κτο πα­ρό­μοιων σχε­δια­σμών. Εκεί­νη ε­τοί­μα­ζε την έκ­δο­ση τρί­του τό­μου, μία στα­χυο­λό­γη­ση α­πό τα ευ­ρι­σκό­με­να, ως «Εκλο­γή, Γ΄», με τη βοή­θεια του Τσι­ρό­που­λου. Η κό­ρη του, Μα­ρία, μο­να­δι­κή πλέ­ον κλη­ρο­νό­μος, μα­ταίω­σε την έκ­δο­ση, α­να­κοι­νώ­νο­ντας πως δεν θα προ­βεί ού­τε θα ε­πι­τρέ­ψει κα­μία δη­μο­σίευ­ση και έκ­δο­ση έρ­γου του ή ι­διω­τι­κών εγ­γρά­φων του, ό­πως ε­πι­στο­λές. Για το α­λη­θές του λό­γου, οι ε­πι­στο­λές του προς Γιο­λά­ντα Πέ­γκλη, που εκ­δό­θη­καν σε βι­βλίο το 1994, α­πο­σύρ­θη­καν.
Ο Σαβ­βί­δης ή­θε­λε να “α­ντα­πο­κρι­θεί στο χρέ­ος που το έρ­γο του Πα­πα­τσώ­νη α­παι­τεί για λο­γα­ρια­σμό των ου­σια­στι­κών πνευ­μα­τι­κών του κλη­ρο­νό­μων, δη­λα­δή για το πλα­τύ και ο­λοέ­να α­να­νε­ού­με­νο κοι­νό α­να­γνω­στών της με­γά­λης ποίη­σης.” Αλλά και η κό­ρη, νυμ­φευό­με­νη τον δι­πλω­μά­τη και με­τέ­πει­τα πρέ­σβη Αλέ­ξαν­δρο Κου­ντου­ριώ­τη, γιο του ε­πί­σης πρέ­σβη Ανδρέα Κου­ντου­ριώ­τη, μάλ­λον ο­χυ­ρω­νό­ταν α­πέ­να­ντι στην ε­ρευ­νη­τι­κή πε­ριέρ­γεια, που θα προ­κα­λού­σαν οι θη­σαυ­ροί του αρ­χείου του, ό­πως τους πε­ρι­γρά­φει ο Σαβ­βί­δης, γνω­ρί­ζο­ντάς τον προ­σω­πι­κά. Κι ό­μως, σα­ρά­ντα χρό­νια με­τά, ο α­πο­κλει­σμός έκ­δο­σης, του­λά­χι­στον του έρ­γου, φαί­νε­ται υ­περ­βο­λι­κός. Μέ­χρι και ά­δι­κος α­πέ­να­ντι σε έ­ναν δη­μιουρ­γό, που κου­βα­λού­σε την πι­κρία του α­δι­κη­μέ­νου.  
Επα­νερ­χό­με­νοι στην τριαν­δρία, ο Αργυ­ρίου σκια­γρα­φεί τη σχέ­ση Σε­φέ­ρη-Πα­πα­τσώ­νη. Ο Βα­γε­νάς στο βι­βλίο του «Η πα­ρα­μόρ­φω­ση του Κα­ρυω­τά­κη» συ­γκε­ντρώ­νει τα βι­βλιο­γρα­φι­κά δε­δο­μέ­να αυ­τής της σχέ­σης, υ­πο­στη­ρί­ζο­ντας πως η φι­λία τους δια­τα­ρά­χτη­κε μεν το 1931, με την έκ­δο­ση της πρώ­της συλ­λο­γής του Σε­φέ­ρη και του βι­βλίου για τον Σε­φέ­ρη του Ανδρέα Κα­ρα­ντώ­νη, αλ­λά ε­πα­νήλ­θε. Ο Αργυ­ρίου δεί­χνει ε­πι­φυ­λα­κτι­κός, του­λά­χι­στον ως προς τα αι­σθή­μα­τα του Πα­πα­τσώ­νη. Αμφό­τε­ροι, πά­ντως, α­πο­δέ­χο­νται τον φι­λέ­ται­ρο και μα­κρό­θυ­μο Σε­φέ­ρη.
Ωστό­σο, η αλ­λη­λο­γρα­φία Κα­τσί­μπα­λη-Σε­φέ­ρη δί­νει μάλ­λον δια­φο­ρε­τι­κή ει­κό­να για τη σχέ­ση τους. Λ.χ., η αλ­λη­λο­ε­κτί­μη­ση πριν το 1931 δεν δεί­χνει δε­δο­μέ­νη, ό­ταν ο Σε­φέ­ρης, το 1932, τον α­πο­κα­λεί “υ­στε­ρι­κή πά­πισ­σα”. Επί­σης, τη μη δη­μο­σίευ­ση της α­πα­ντη­τι­κής ε­πι­στο­λής του στην ε­πί­θε­ση Πα­πα­τσώ­νη δεν την α­πο­φά­σι­σε ο ί­διος. Ο Κα­τσί­μπα­λης την συμ­βού­λευ­σε, για­τί την εύ­ρι­σκε “α­δύ­να­τη”, δη­λα­δή ό­χι αρ­κε­τά πει­στι­κή, ο­πό­τε και θεω­ρού­σε πως “θα τον έ­βλα­πτε”. Πα­ρό­τι ο Κα­τσί­μπα­λης ή­ταν συ­νο­μή­λι­κός του, λει­τουρ­γού­σε ως φύ­λα­κας άγ­γε­λος της δη­μό­σιας ει­κό­νας του. Αντί­θε­τα, η συ­ζυ­γι­κή αλ­λη­λο­γρα­φία Σε­φέ­ρη, στην ο­ποία ο Βα­γε­νάς πα­ρα­πέ­μπει, στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό τις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις Μα­ρώς-“Πα­πα­τσώ­νη­δω­ν” και ε­λά­χι­στα προ­σφέ­ρε­ται ως μαρ­τυ­ρία αι­σθη­μά­των. Όπως και να έ­χει, το ε­πι­στέ­γα­σμα των ε­ξαρ­χής σε α­πό­κλι­ση συγ­γρα­φι­κών κα­τευ­θύν­σεων έρ­χε­ται το 1963, ό­ταν, στον Σε­φέ­ρη, α­πο­νέ­με­ται το βρα­βείο Νό­μπελ και στον Πα­πα­τσώ­νη, το Α΄ Κρα­τι­κό Βρα­βείο Ποίη­σης.
Όσο για το κυ­ρίως θέ­μα, τον σχο­λια­σμό του ποιη­τι­κού και δο­κι­μια­κού έρ­γου του Πα­πα­τσώ­νη, μάλ­λον δεν εν­δια­φέ­ρει τον α­να­γνώ­στη, που αυ­τές τις “ά­γιες η­μέ­ρες” α­νυ­πο­μο­νεί να ε­νη­με­ρω­θεί α­πό τους ει­δή­μο­νες για τις γιορ­τα­στι­κές προ­τά­σεις τους. Άλλω­στε κά­θε ε­φη­με­ρί­δα έ­χει το α­να­γνω­στι­κό της κοι­νό.  Αυ­τό της δι­κής μας, πι­θα­νόν να έ­δει­χνε κά­ποιο εν­δια­φέ­ρον για το μο­να­δι­κό βι­βλίο του, που ε­πα­νεκ­δό­θη­κε στον τρέ­χο­ντα αιώ­να. Πρό­κει­ται για το ο­δοι­πο­ρι­κό «Άσκη­ση στον Άθω». Αυ­τό λοι­πόν, προέ­κυ­ψε το 1927 ύ­στε­ρα α­πό πε­ντά­μη­νη ε­κεί δια­μο­νή, εκ­δό­θη­κε το 1963 και το 2011, που η πλη­γή της κρί­σης άρ­χι­σε να κα­κο­φορ­μί­ζει, έ­γι­νε η ε­πα­νέκ­δο­ση. Στα υ­πό­λοι­πα, ό­σα του­λά­χι­στον α­που­σιά­ζουν, προ­βλέ­πε­ται ε­πα­νέκ­δο­ση... του α­γίου πο­τέ. Με άλ­λα λό­για, αυ­τές εί­ναι οι τύ­χες σε ι­διό­τυ­πες πε­ρι­πτώ­σεις, ό­πως αυ­τή του Τά­κη Πα­πα­τσώ­νη.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 3/1/2016.

Διακειμενικές συνομιλίες

$
0
0
Έλενα Μαρούτσου
«Οι χυδαίες ορχιδέες»
Εκδ. Κίχλη
Οκτ. 2015

Τη φα­ντα­σία, την πλέ­ον προ­νο­μιού­χο λει­τουρ­γία του ε­γκε­φά­λου, εί­θι­σται να την δια­κρί­νου­με σε α­να­πα­ρα­γω­γι­κή, κοι­νώς μνη­μο­νι­κή, δη­μιουρ­γι­κή και ε­πι­νο­η­τι­κή. Μό­νο που αυ­τή η ει­δο­λο­γι­κή τα­ξι­νό­μη­ση δεν εί­ναι ε­παρ­κής στην πε­ρί­πτω­ση της συγ­γρα­φι­κής φα­ντα­σίας. Από το γύ­ρι­σμα του αιώ­να, μά­λι­στα, και ό­σο προ­χω­ρού­με στις δε­κα­ε­τίες του 21ου, γί­νε­ται ό­λο και α­νε­παρ­κέ­στε­ρη, κα­θώς κερ­δί­ζει έ­δα­φος έ­να τέ­ταρ­το εί­δος φα­ντα­σίας, που θα μπο­ρού­σε να ο­νο­μα­στεί δια­κει­με­νι­κή. Μάλ­λον λό­γω μι­μη­τι­κής διά­θε­σης, που συ­νι­στά μία άλ­λη ε­δραία αν­θρώ­πι­νη λει­τουρ­γία, πα­ρά α­νε­πάρ­κειας, ο συγ­γρα­φέ­ας της με­τα­μο­ντέρ­νας ε­πο­χής αν­τλεί, ό­λο και συ­χνό­τε­ρα, ή­ρωες, συμ­βά­ντα και κα­τα­στά­σεις α­πό τα κεί­με­να άλ­λων συγ­γρα­φέων. Αυ­τού του εί­δους η πνευ­μα­τι­κή λει­τουρ­γία, πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­γκε­φα­λι­κή πα­ρά ψυ­χι­κή, θα μπο­ρού­σε να θεω­ρη­θεί πα­ρα­κλά­δι της ε­πι­νο­η­τι­κής φα­ντα­σίας, κα­θώς ου­σια­στι­κά ε­πε­ξερ­γά­ζε­ται τις αλ­λό­τριες πα­ρα­στά­σεις, προ­σπα­θώ­ντας να βρει νέ­ους μυ­θο­πλα­στι­κούς συν­δυα­σμούς. Εδώ, το μέ­τρο γο­νι­μό­τη­τας έ­γκει­ται στο βαθ­μό και την έ­κτα­ση α­νά­πλα­σης του δα­νείου. Δη­λα­δή, πό­σο δη­μιουρ­γι­κός α­πο­δει­κνύε­ται ο συγ­γρα­φέ­ας, που οι­κειο­ποιεί­ται α­πό έ­να α­γα­πη­μέ­νο του βι­βλίο τον έ­τοι­μο ή­ρωα ή την ξέ­νη ε­μπει­ρία και τα συν­δυά­ζει με δι­κά του βιώ­μα­τα ή και νέες νο­η­τι­κές κα­τα­σκευές.

Ως ο­ρια­κή πε­ρί­πτω­ση δια­κει­με­νι­κής “συ­νο­μι­λίας”, θα μπο­ρού­σε να θεω­ρη­θεί η δια­σκευή, ό­που ο συγ­γρα­φέ­ας κα­τα­πιά­νε­ται με ο­λό­κλη­ρο το ξέ­νο έρ­γο, ε­πι­φέ­ρο­ντας τρο­πο­ποιή­σεις έ­τσι ώ­στε να ι­κα­νο­ποιεί το δι­κό του γού­στο. Αν και σή­με­ρα δεν ελ­κύει η δια­σκευή, που πε­ριο­ρί­ζε­ται στον εκ­μο­ντερ­νι­σμό ε­νός κλα­σι­κού έρ­γου, δη­λα­δή την αλ­λα­γή του τό­που και του χρό­νου, που το συ­νταυ­τί­ζει με τη σύγ­χρο­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Εκεί­νο, που κυ­ρίως  κε­ντρί­ζει  τη φα­ντα­σία του ση­με­ρι­νού δια­σκευα­στή, εί­ναι συ­νή­θως η α­να­τρο­πή του τέ­λους ή και λί­γο πιο συ­ντη­ρη­τι­κά, η συ­μπλή­ρω­σή του. Το κα­θο­ρι­στι­κό στοι­χείο εί­ναι ο στό­χος του ε­πί­δο­ξου συγ­γρα­φέα. Τι ε­ζή­λω­σε α­πό το κλα­σι­κό έρ­γο, την υ­ψη­λή του α­να­γνω­σι­μό­τη­τα ή την λο­γο­τε­χνι­κή του α­ξία. Άλλες οι βλέ­ψεις ε­κεί­νου που θα ε­να­σχο­λη­θεί με την ε­πέ­κτα­ση του «Όσα παίρ­νει ο ά­νε­μος» κι άλ­λες του α­να­και­νι­στή ε­νός έρ­γου ό­πως «Ο φύ­λα­κας στη σί­κα­λη». Υπάρ­χουν, ω­στό­σο, και κλα­σι­κά βι­βλία, που ε­πι­δέ­χο­νται και τις δυο προ­σεγ­γί­σεις, α­νά­λο­γα με τη διά­θε­ση και τη σκευή του συγ­γρα­φέα. Ένα πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι το τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα του Ντ. Χ. Λώ­ρε­νς, «Ο ε­ρα­στής της λαί­δης Τσά­τερ­λι», που ε­νέ­πνευ­σε πρό­σφα­τα δυο δια­φο­ρε­τι­κές εκ­δο­χές: την α­με­ρι­κα­νι­κή δια­σκευή «Δε­σποι­νίς Τσά­τερ­λι» και τις συ­μπλη­ρω­μα­τι­κές α­να­με­τα­ξύ τους πα­ραλ­λα­γές δυο ελ­λη­νι­κών διη­γη­μά­των, «Οι χυ­δαίες ορ­χι­δέες» και «Για­τί ή­ταν πριν γε­φύ­ρια».

Πρό­κει­ται για δυο α­πό τις έ­ντε­κα ι­στο­ρίες του πέ­μπτου βι­βλίου και της τρί­της συλ­λο­γής διη­γη­μά­των της Έλε­νας Μα­ρού­τσου, που κυ­κλο­φό­ρη­σε, αλ­λά­ζο­ντας, για α­κό­μη μία φο­ρά, εκ­δο­τι­κό οί­κο, τον τέ­ταρ­το στη σει­ρά. Η Μα­ρού­τσου εί­ναι α­πό τις ό­ψι­μες εμ­φα­νί­σεις της τε­λευ­ταίας συγ­γρα­φι­κής ο­μά­δας του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να. Αυ­τήν που έ­χου­με πα­λαιό­τε­ρα α­πο­κα­λέ­σει και γε­νιά του «Να έ­να μή­λο», α­πό τον τίτ­λο του πε­ριο­δι­κού, που φι­λο­ξέ­νη­σε τους πρώ­τους εμ­φα­νι­σθέ­ντες και σή­με­ρα, γνω­στό­τε­ρους εκ­προ­σώ­πους της. Η Μα­ρού­τσου δεν α­νή­κει σε αυ­τούς, κα­θώς η α­να­γνώ­ρι­ση του τα­λέ­ντου της δεν έ­γι­νε πά­ραυ­τα, με το πρώ­το βι­βλίο, ό­πως στην πε­ρί­πτω­ση του Χρ. Χω­με­νί­δη ή της Αμ. Μι­χα­λο­πού­λου. Ου­σια­στι­κά, δια­κρί­θη­κε με το τρί­το της βι­βλίο, «Με­τα­ξύ συρ­μού και α­πο­βά­θρας», που ή­ταν το πρώ­το της μυ­θι­στό­ρη­μα και το ο­ποίο εκ­δό­θη­κε το 2008, δέ­κα χρό­νια με­τά την πρώ­τη της εμ­φά­νι­ση. Σε αυ­τό ε­πέ­δει­ξε γό­νι­μη φα­ντα­σία, ε­μπλου­τί­ζο­ντας την ει­κο­νο­πλα­σία με ει­κα­στι­κά ε­ρε­θί­σμα­τα, α­πό το πα­ρά­πλευ­ρο πε­δίο του “κολ­λά­ζ”. Την ι­κα­νό­τη­τά της, ω­στό­σο, στη δια­κει­με­νι­κή “συ­νο­μι­λία”, την α­πο­κά­λυ­ψε στο ε­πό­με­νο βι­βλίο της. Μία νου­βέ­λα, «Το νό­η­μα», γραμ­μέ­νη κα­τά πα­ραγ­γε­λία, ώ­στε να ε­ντα­χθεί σε σει­ρά βι­βλίων συ­γκε­κρι­μέ­νης θε­μα­τι­κής.

Στο πρό­σφα­το βι­βλίο, το ε­ρέ­θι­σμα στά­θη­κε και πά­λι μία πα­ραγ­γε­λία. Αυ­τήν τη φο­ρά για διή­γη­μα, που θα πε­ρι­λαμ­βα­νό­ταν σε θε­μα­τι­κή αν­θο­λο­γία, γι’ αυ­τό και προ­βλε­πό­ταν, ως προς την έ­κτα­ση, ό­ριο λέ­ξεων. Τα τε­λευ­ταία χρό­νια, που πλη­θαί­νουν τα κα­τά πα­ραγ­γε­λία πε­ζά, ό­πως και οι θε­μα­τι­κές αν­θο­λο­γίες, συμ­βαί­νει, σε ο­ρι­σμέ­νες ευ­τυ­χείς πε­ρι­πτώ­σεις, η πα­ρα­βία­ση των πε­ριο­ρι­σμών να κα­τα­λή­γει σε αυ­το­τε­λή βι­βλία. Το συ­νη­θέ­στε­ρο, πρό­κει­ται για νου­βέ­λες, ό­πως το προ­η­γού­με­νο βι­βλίο του Ηλία Μα­γκλί­νη, «Η α­νά­κρι­ση». Κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, κά­πο­τε, προ­κύ­πτει και μυ­θι­στό­ρη­μα, αν τύ­χει πα­λαί­μα­χος συγ­γρα­φέ­ας, που γνω­ρί­ζει το πώς να α­πλώ­νει την μυ­θο­πλα­στι­κή πά­στα. Πα­ρά­δειγ­μα, το τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα του Κώ­στα Μουρ­σε­λά, «Στην ά­κρη της νύ­χτας», το ο­ποίο ξε­κί­νη­σε ως διή­γη­μα, που θα πα­ράλ­λασ­σε το τέ­λος του πα­πα­δια­μα­ντι­κού «Όνει­ρο στο κύ­μα», αλ­λά, μια και ε­ορ­τα­ζό­ταν το ε­πε­τεια­κό για τον Σκια­θί­τη 2011, με­τα­μορ­φώ­θη­κε σε μυ­θι­στό­ρη­μα.

Η Μα­ρού­τσου, το κα­τά πα­ραγ­γε­λία διή­γη­μα, που προέ­κυ­ψε πο­λύ πέ­ραν των προ­κα­θο­ρι­σμέ­νων ο­ρίων μα­κρο­σκε­λές, δεν το με­τα­μόρ­φω­σε ού­τε σε νου­βέ­λα ού­τε σε μυ­θι­στό­ρη­μα. Έκα­νε κά­τι πιο πρω­τό­τυ­πο. Το πρό­τα­ξε σε έ­να βι­βλίο, ο­μό­τιτ­λο μεν, αλ­λά ο­κτα­πλά­σιας έ­κτα­σης. Αυ­τό το κα­τόρ­θω­σε χά­ρις στην ε­ξημ­μέ­νη δια­κει­με­νι­κή της φα­ντα­σία. Εμπνεύ­στη­κε έ­ντε­κα συ­νο­λι­κά διη­γή­μα­τα, ό­που το κα­θέ­να “συ­νο­μι­λεί” με γνω­στό ξέ­νο λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο, ε­κτός του τε­λευ­ταίου, που “συ­νο­μι­λεί” με το γνω­στό­τα­το ελ­λη­νι­κό διή­γη­μα, «Ο έ­ρω­τας στα χιό­νια» του Πα­πα­δια­μά­ντη. Αν ο Μουρ­σε­λάς τόλ­μη­σε να πλά­σει μία “ά­τα­κτη” Μο­σχού­λα, η Μα­ρού­τσου δεν δι­στά­ζει, στο ε­ρω­τι­κώς ε­λευ­θε­ριά­ζον βι­βλίο της, ό­χι μό­νο να πά­ρει ως ει­σα­γω­γι­κό μό­το φρά­ση α­πό το εν λό­γω διή­γη­μα, αλ­λά και να τιτ­λο­φο­ρή­σει το σύ­ντο­μο διή­γη­μα, που “συ­νο­μι­λεί” με το πα­πα­δια­μα­ντι­κό, «Η μο­να­δι­κή α­πό­χρω­ση του λευ­κού». Το α­πο­τέ­λε­σμα εί­ναι ο Σκια­θί­της να βρε­θεί συ­νο­μι­λη­τής, έ­στω μέ­σω δια­με­σο­λα­βη­τή, με την Ε. Λ. Τζέι­μς και το πε­ρι­βό­η­το μπε­στ σέ­λερ της, «Πε­νή­ντα α­πο­χρώ­σεις του γκρι».

Στη συλ­λο­γή υ­πάρ­χει και έ­να δεύ­τε­ρο διή­γη­μα με πα­ρα­πλή­σιο τίτ­λο, «Η μο­να­δι­κή α­πό­χρω­ση του μαύ­ρου». Αυ­τό ε­κτε­νέ­στε­ρο και με τολ­μη­ρές πε­ρι­γρα­φές, συ­νι­στά ου­σια­στι­κό­τε­ρη “συ­νο­μι­λία” με το βρε­τα­νι­κό μπε­στ σέ­λερ. Αρκε­τά, πά­ντως, α­πό τα διη­γή­μα­τα “συ­νο­μι­λού­ν” με πε­ρισ­σό­τε­ρα του ε­νός γνω­στά έρ­γα. Στο συ­γκε­κρι­μέ­νο διή­γη­μα, λ.χ., α­να­μι­γνύο­νται στην υ­πό­θε­ση, η «Σα­λώ­μη» του Όσκαρ Ουάιλ­ντ, η «Μαύ­ρη ντά­λια», μέ­χρι και «Η Αλί­κη στη χώ­ρα των θαυ­μά­των», που συ­νι­στού­σε το δια­κεί­με­νο του προ­η­γού­με­νου βι­βλίου της. Η Μα­ρού­τσου, πά­ντο­τε ευ­ρη­μα­τι­κή, δεν αρ­κεί­ται στις δια­κει­με­νι­κές “συ­νο­μι­λίες” των ι­στο­ριών, αλ­λά α­πο­κα­θι­στά ε­πι­προ­σθέ­τως, α­να­με­τα­ξύ τους, μυ­θο­πλα­στι­κούς δε­σμούς. Με στό­χο να δη­μιουρ­γή­σει έ­να πιο στέ­ρεο πλαί­σιο, φρο­ντί­ζει η συλ­λο­γή της να έ­χει σπον­δυ­λω­τό χα­ρα­κτή­ρα. Δη­λα­δή, ο­ρι­σμέ­νοι ή­ρωες να εμ­φα­νί­ζο­νται, ή και α­πλώς να α­να­φέ­ρο­νται στην α­φη­γη­μα­τι­κή ροή, σε δυο ή και τρεις ι­στο­ρίες. Σε δυο διη­γή­μα­τα, μά­λι­στα, ελ­λεί­ψει ή­ρωα κα­τάλ­λη­λου να λει­τουρ­γή­σει ως γε­φυ­ρο­ποιός, ε­πι­στρα­τεύε­ται το βι­βλίο «Σα­λώ­μη», που πα­ρα­χω­μέ­νο στην άμ­μο ρο­δί­τι­κης πα­ρα­λίας αλ­λά­ζει χέ­ρια, ο­πό­τε μνη­μο­νεύε­ται σε αμ­φό­τε­ρα.

Στο μυ­θο­πλα­στι­κό “κολ­λά­ζ” της Μα­ρού­τσου, α­πό ό­λα τα ε­ρω­το­γρα­φή­μα­τα, με τα ο­ποία “συ­νο­μι­λού­ν” οι ι­στο­ρίες της, το μό­νο που ε­μπνέει αι­σθη­σια­κές πε­ρι­γρα­φές εί­ναι το λο­γο­κρι­μέ­νο το 1932 ως πορ­νο­γρά­φη­μα μυ­θι­στό­ρη­μα του Λώ­ρε­νς, «Ο ε­ρα­στής της λαί­δης Τσά­τερ­λι», και ό­χι, ό­πως πι­θα­νώς θα α­να­με­νό­ταν, το σύγ­χρο­νο της Τζαίη­μς. Όσο, ό­μως, α­φο­ρά τις δια­φο­ρε­τι­κές εκ­δο­χές της σε­ξουα­λι­κό­τη­τας, με τις ο­ποίες η συγ­γρα­φέ­ας α­πο­πει­ρά­ται να υ­φά­νει τις ι­στο­ρίες της, ο λε­σβια­κός έ­ρω­τας εί­ναι αυ­τός που α­πο­δί­δει συ­νε­κτι­κές, αυ­τάρ­κεις ι­στο­ρίες. Τρεις τον α­ριθ­μό, α­να­δει­κνύουν πτυ­χές, συ­νυ­φα­σμέ­νες συ­νή­θως με τη γυ­ναι­κεία ι­διο­συ­γκρα­σία, ό­πως οι υ­περ­βάλ­λου­σες συ­ναι­σθη­μα­τι­κές εκ­δη­λώ­σεις, σε ό­λη τη γκά­μα, α­πό την τρυ­φε­ρό­τη­τα μέ­χρι την ε­ξου­σια­στι­κή σκλη­ρό­τη­τα. Μό­νο που αυ­τές οι ι­στο­ρίες, πα­ρα­δό­ξως, υ­στε­ρούν σε ε­ρω­τι­σμό. Ενώ, άλ­λες ι­στο­ρίες, με δια­φο­ρε­τι­κές σε­ξουα­λι­κές εμ­μο­νές, κα­τα­κλύ­ζο­νται α­πό δια­κει­με­νι­κά ευ­ρή­μα­τα, με α­πο­τέ­λε­σμα ο αι­σθη­σια­σμός των ε­ρω­τι­κών σκη­νών, ό­ταν υ­πάρ­χει, να αρ­δεύε­ται α­πό το πρω­τό­τυ­πο.

Ισως, να εί­μα­στε υ­περ­βο­λι­κά α­παι­τη­τι­κοί α­πό μία συλ­λο­γή ε­ρω­τι­κών ι­στο­ριών. Γι’ αυ­τό, ό­μως, ας ό­ψε­ται η συγ­γρα­φέ­ας, που, με την αρ­χι­κή νου­βέ­λα, «Οι χυ­δαίες ορ­χι­δέες», έ­βα­λε ψη­λά τον πή­χυ των προσ­δο­κιών. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, για νου­βέ­λα πρό­κει­ται, ή έ­στω ι­στο­ρία. Διή­γη­μα, πά­ντως, δεν θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν το εν λό­γω πε­ζό. Αλλά και τις ι­στο­ρίες της Αλίς Μουν­ρό διη­γή­μα­τα δεν τις α­πο­κα­λού­με; Όπως και να έ­χει, αν εκ­δι­δό­ταν αυ­το­τε­λώς, θα συ­νι­στού­σε έ­να α­πό τα πιο εν­δια­φέ­ρο­ντα πε­ζά στο πε­δίο της ε­ρω­τι­κής λο­γο­τε­χνίας.

Σε αυ­τό, η Μα­ρού­τσου α­πλώ­νει χρο­νι­κά το μυ­θι­στό­ρη­μα του Λώ­ρε­νς, με κε­ντρι­κή η­ρωί­δα την εγ­γο­νή της Λαί­δης Τσά­τερ­λι και του δα­σο­φύ­λα­κα Μέλ­λο­ρς. Η εγ­γο­νή ζει έ­ναν έ­ρω­τα α­ντί­στοι­χο με ε­κεί­νον της για­γιάς της. Δη­λα­δή, η ι­στο­ρία ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται, ταυ­τό­χρο­να, ό­μως, δί­νε­ται μία εκ­συ­χρο­νι­στι­κή εκ­δο­χή, ό­πως στην πρό­σφα­τη α­με­ρι­κα­νι­κή δια­σκευή. Η εγ­γο­νή της Λαί­δης δια­τη­ρεί μα­ζί με τον σύ­ζυ­γό της φυ­τώ­ριο κα­κτο­ει­δών. Οπό­τε, α­ντί του δα­σο­φύ­λα­κα, μπαί­νει στην οι­κο­γε­νεια­κή ε­στία κη­που­ρός. Για να δια­τη­ρη­θεί, ό­μως, η κοι­νω­νι­κή δια­φο­ρά του πα­ρεί­σα­κτου με το ζεύ­γος, εί­ναι έ­νας νέ­γρος, με­τα­νά­στης α­πό τη Νι­γη­ρία. Αυ­τή η ε­πι­λο­γή το­νί­ζει τον σαρ­κι­κό και μό­νο έ­ρω­τα, που νιώ­θει γι’ αυ­τόν η στε­ρη­μέ­νη εγ­γο­νή. Για­τί μπο­ρεί ο Άγγλος σύ­ζυ­γος να μην εί­ναι α­νά­πη­ρος ό­πως ο Λόρ­δος Τσά­τερ­λι, πα­ρου­σιά­ζε­ται, ό­μως, ως “α­γα­θός γί­γα­ντας”, ε­λά­χι­στα ε­ρω­τι­κός. Όπως και στην  α­με­ρι­κα­νι­κή εκ­δο­χή, μό­νο που ε­κεί πρό­κει­ται για έ­ναν α­διά­φο­ρο γιά­πη. Αμφό­τε­ροι, πά­ντως, πε­ρι­γρά­φο­νται βο­λι­κοί ως σύ­ζυ­γοι, που ση­μαί­νει πως, εί­τε δεν α­ντι­λαμ­βά­νο­νται το ο­λί­σθη­μα της συ­ζύ­γου εί­τε το συγ­χω­ρούν.

Ο Λώ­ρε­νς, α­ντι­θέ­τως, α­φή­νει α­νοι­χτό το τέ­λος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Όταν η Λαί­δη Τσά­τερ­λι κα­τα­λα­βαί­νει ό­τι πε­ρι­μέ­νει παι­δί, ε­γκα­τα­λεί­πει το συ­ζυ­γι­κό μέ­γα­ρο, το ί­διο και ο δα­σο­φύ­λα­κας. Εκεί­νη κα­τα­φεύ­γει στην α­δελ­φή της, ε­κεί­νος πιά­νει δου­λειά σε α­γρό­κτη­μα, αμ­φό­τε­ροι σε α­να­μο­νή των δια­ζυ­γίων της, ελ­πί­ζο­ντας πως θα ξα­να­σμί­ξουν. Την κα­τά­λη­ξη του έ­ρω­τά τους την φα­ντα­σιώ­νε­ται η Μα­ρού­τσου. Τη Λαί­δη, στα 77 της, τη σκο­τώ­νει ο ε­ρα­στής της, σύ­ζυ­γός της πλέ­ον, και με­τά αυ­το­κτο­νεί. Έτσι εί­χαν συμ­φω­νή­σει να “φύ­γου­ν”, ό­ταν πλέ­ον δεν θα ε­παρ­κού­σαν σω­μα­τι­κά για ε­ρω­τι­κές συ­νευ­ρέ­σεις. Κά­πως με­λό, ό­πως δρα­μα­τι­κός πλά­θε­ται και ο βίος της κό­ρης τους, που πρω­τα­γω­νι­στεί στο προ­τε­λευ­ταίο διή­γη­μα της συλ­λο­γής, το ο­ποίο συ­νι­στά α­ντιε­ρω­τι­κό πό­λο στο «Χυ­δαία ορ­χι­δέ­α», πα­ρά την κοι­νή τους μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή πη­γή. Κα­τά τα άλ­λα, η δια­κει­με­νι­κή “συ­νο­μι­λία” με το μυ­θι­στό­ρη­μα του Λώ­ρε­νς α­ντι­πα­ρέρ­χε­ται την κρι­τι­κή του για την κοι­νω­νι­κή κα­τά­στα­ση της ε­πο­χής του και την πί­στη του, πως έ­να νέο κα­θε­στώς σχέ­σεων των δυο φύ­λων θα διόρ­θω­νε τα τρω­τά. Ανα­με­νό­με­νο, α­φού τα ό­ποια τρω­τά του πο­λι­τι­σμού, σή­με­ρα πλέ­ον, ε­λά­χι­στα ε­πη­ρεά­ζο­νται α­πό τις σχέ­σεις των δυο φύ­λων. Άλλω­στε, ποια­νών φύ­λων;  

Εκεί­νο, πά­ντως, που θα ζή­λευε α­κό­μη και έ­νας Ντ. Χ. Λώ­ρε­νς στη νου­βέ­λα της Μα­ρού­τσου, εί­ναι η διάν­θι­ση των ε­ρω­τι­κών πε­ρι­γρα­φών με ποι­κι­λία α­πό ορ­χι­δέες, δι­κής της ο­νο­μα­το­θε­σίας, ξε­κι­νώ­ντας α­πό την “χυ­δαία” ορ­χι­δέα του τίτ­λου. Πράγ­μα­τι, η ορ­χι­δέα, αυ­τή κα­θαυ­τή, προ­σφέ­ρε­ται για ι­στο­ρίες με σε­ξουα­λι­κές συν­δη­λώ­σεις. Ωστό­σο, συ­νή­θως, ως τίτ­λος μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ο συμ­βο­λι­σμός α­φο­ρά άλ­λες ι­διό­τη­τές της, ό­πως η α­ντο­χή της στις ε­ξω­τε­ρι­κές συν­θή­κες στο πα­λαιό­τε­ρο μυ­θι­στό­ρη­μα της Καί­της Οι­κο­νό­μου, «Λευ­κή ορ­χι­δέ­α». Κι ό­μως, η όρ­χις η άρ­ρην εί­ναι έ­να προ­κλη­τι­κά αμ­φί­φυ­λο φυ­τό, ό­που η μεν ο­νο­μα­σία ο­φεί­λε­ται στους δυο ρι­ζι­κούς κον­δύ­λους, αλ­λά το άν­θος, με τη διά­τα­ξη σέ­πα­λων και πε­τά­λων, προ­σο­μοιά­ζει με αι­δοίο.

Για ε­ξώ­φυλ­λο, ε­πι­λέ­χθη­κε ο πί­να­κας της α­με­ρι­κα­νί­δας ζω­γρά­φου Τζώρτ­ζιας Ο’Κη­φ, συ­νο­μή­λι­κης του Ντ. Χ. Λώ­ρε­νς, «Μαύ­ρη Ίρις ΙΙ», έρ­γο του 1936. Ενώ, ο προ­η­γού­με­νος, «Μαύ­ρη Ίρις Ι», εί­ναι της ί­διας ε­πο­χής με το μυ­θι­στό­ρη­μα του Λώ­ρε­νς. Λε­σβία η Ο’Κη­φ, στους πιο εν­δια­φέ­ρο­ντες πί­να­κές της, ει­κο­νί­ζει με­γε­θυ­μέ­να άν­θη και όρ­γα­να φυ­τών, που ε­πι­δέ­χο­νται συμ­βο­λι­κές ερ­μη­νείες. Με­τα­ξύ άλ­λων, φι­λο­τε­χνεί πί­να­κες με ορ­χι­δέες και ί­ρι­δες, σε­ξουα­λι­κώς τολ­μη­ρούς, με τα άν­θη σύμ­φυ­τα θη­λυ­κά. Ποια ά­ρα­γε α­πό τις τρεις γυ­ναί­κες συ­νερ­γούς στην έκ­δο­ση – συγ­γρα­φέα, εκ­δό­τρια, σχε­διά­στρια ε­ξω­φύλ­λου – εί­χε την ι­δέα να ταυ­τί­σει την «Μαύ­ρη Ίρι­δα» με την «Χυ­δαία ορ­χι­δέ­α»;

Μ. Θεοδοσοπούλου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 10/1/2016.

Παρισινός Καβάφης

$
0
0
Έρση Σω­τη­ρο­πού­λου
«Τι μέ­νει α­πό τη νύ­χτα»
Εκδ. Πα­τά­κη
Νοέ. 2015

Οι­κου­με­νι­κός α­πο­κα­λεί­ται ο Κα­βά­φης, αλ­λά μία βιο­γρα­φία Κα­βά­φη α­ντί­στοι­χου α­ντι­κρί­σμα­τος δεν υ­πάρ­χει. Ανε­ξάρ­τη­τα αν η κυ­ριαρ­χού­σα ε­ντύ­πω­ση εί­ναι πως γνω­ρί­ζου­με τα πά­ντα για τον βίο και το έρ­γο του. Ου­δέν κα­κόν α­μι­γές κα­λού. Αν έ­νας συγ­γρα­φέ­ας, εί­τε για­τί εί­ναι θια­σώ­της του Κα­βά­φη εί­τε για­τί τον ελ­κύει η πα­γκο­σμιό­τη­τα που ε­κεί­νος α­πο­λαμ­βά­νει, ε­πι­χει­ρή­σει μία μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία, η ε­λευ­θε­ρία κι­νή­σεων, δη­λα­δή μυ­θο­πλα­στι­κών ε­πι­νοή­σεων, εί­ναι με­γά­λη. Κι ό­μως, με ε­ξαί­ρε­ση τον «Αμαρ­τω­λό» του Μι­χαήλ Πε­ράν­θη, που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1953, στον ε­πό­με­νο μι­σό αιώ­να, άλ­λο μυ­θι­στό­ρη­μα για τον Αλε­ξαν­δρι­νό δεν προέ­κυ­ψε. Ο Πε­ράν­θης εί­χε α­πο­κτή­σει ευ­χέ­ρεια στη συγ­γρα­φή μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κών βιο­γρα­φιών. Πριν τον «Αμαρ­τω­λό», εί­χε εκ­δώ­σει τον «Τσέ­λι­γκα» (Κρυ­στάλ­λη) και τον «Κο­σμο­κα­λό­γε­ρο» (Πα­πα­δια­μά­ντη). Επί­σης, εί­χε τρι­βή με την ι­στο­ρι­κή έ­ρευ­να γύ­ρω α­πό πρό­σω­πα της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, ό­πως δεί­χνουν οι γραμ­μα­το­λο­γι­κές αν­θο­λο­γή­σεις, που ε­ξέ­δω­σε. Σε α­ντί­θε­ση, με τον ά­πρα­γο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό βιο­γρά­φο του Κα­βά­φη, που προέ­κυ­ψε στα με­θεόρ­τια του ε­πε­τεια­κού του έ­τους. Όταν, ό­μως, πρό­κει­ται για την Έρση Σω­τη­ρο­πού­λου, το πράγ­μα αλ­λά­ζει. Από μιας αρ­χής, στη συγ­γρα­φι­κή της πο­ρεία, στά­θη­κε τολ­μη­τίας, ρι­ψο­κιν­δυ­νεύο­ντας κά­θε φο­ρά πλεύ­σης ε­κτός χω­ρι­κών υ­δά­των.
Κα­θα­ρό­αι­μη μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος ε­ξαρ­χής, πρώ­τη φο­ρά κα­τα­πιά­νε­ται με ι­στο­ρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα και μά­λι­στα, με κε­ντρι­κό ή­ρωα πρό­σω­πο υ­παρ­κτό. Όντας α­πό γε­νέ­σεως συγ­γρα­φέ­ας ε­ρω­τι­κή, ε­πι­κε­ντρώ­νει την α­φή­γη­ση στην πλευ­ρά, που εί­χε ελ­κύ­σει και τον Πε­ράν­θη. Μό­νο που, σή­με­ρα πλέ­ον, ό­ποιου α­πο­κα­λέ­σει την ο­μο­φυ­λο­φι­λία α­μαρ­τία του βά­ζου­με πι­πέ­ρι στο στό­μα. Με έ­ναν γρι­φώ­δη τίτ­λο, κι­νεί­ται στις πα­ρυ­φές των βιο­γρα­φι­κών δε­δο­μέ­νων, σκια­γρα­φώ­ντας με με­τα­μο­ντέρ­να ο­πτι­κή τον “α­μαρ­τω­λό” Κα­βά­φη. Στις συ­νε­ντεύ­ξεις της, δεν δη­λώ­νει θια­σώ­της του. Δια­τεί­νε­ται πως την εν­διέ­φε­ρε η πε­ρί­πτω­ση Κα­βά­φη, που “ξε­κι­νά ως ποιη­τής, μέ­τριος, α­δέ­ξιος, κα­τα­πιε­σμέ­νος στην προ­σω­πι­κή του ζωή”, ο ο­ποίος κα­τορ­θώ­νει να κά­νει “το μα­γι­κό άλ­μα”. Σαν να γνω­ρί­ζει α­πό πρώ­το χέ­ρι, κά­νει λό­γο για “ε­πώ­δυ­νη πο­ρεία, που α­παι­τεί θυ­σίες και παίρ­νει πά­ρα πο­λύ χρό­νο, ά­χα­ρο χρό­νο”.
Το πρώ­το κεί­με­νό της για τον Κα­βά­φη χρο­νο­λο­γεί­ται α­πό το 1984. Εί­ναι έ­να σύ­ντο­μο ει­σα­γω­γι­κό, που συ­νέ­τα­ξε ως μορ­φω­τι­κή α­κό­λου­θος στη Ρώ­μη, υ­πεύ­θυ­νη για την ε­πε­τεια­κή έκ­θε­ση, στον τό­μο που εκ­δό­θη­κε με το φω­το­γρα­φι­κό υ­λι­κό και ση­μα­ντι­κά κεί­με­να, ό­πως ε­κεί­νο του Γ. Π. Σαβ­βί­δη, ό­που α­πα­ριθ­μού­νται ό­λα τα α­νε­ξε­ρεύ­νη­τα ε­ρω­τή­μα­τα γύ­ρω α­πό τη σχέ­ση Κα­βά­φη και Ιτα­λίας. Ού­τε η Σω­τη­ρο­πού­λου α­να­φέ­ρε­ται στη σχέ­ση του με την Ιτα­λία, άλ­λω­στε το δι­κό της μυ­θι­στό­ρη­μα, για την κο­ντά δε­κα­ε­τία που έ­ζη­σε ε­κεί, μάλ­λον δεν το έ­χει α­κό­μη ξε­κι­νή­σει. Προ­σώ­ρας, μέ­σω Κα­βά­φη, γρά­φει έ­να “μυ­θι­στό­ρη­μα ε­πο­χής” για το Πα­ρί­σι. Αυ­τόν τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό τον κερ­δί­ζει ε­πά­ξια, χά­ρις στην διε­ξο­δι­κή α­να­φο­ρά σε πα­λαιά κα­φέ, ε­στια­τό­ρια, κέ­ντρα δια­σκέ­δα­σης, με μνεία στους συγ­γρα­φείς και καλ­λι­τέ­χνες που σύ­χνα­ζαν σε αυ­τά. Επί­σης, με τις ε­κτε­νείς πε­ρι­γρα­φές ι­στο­ρι­κών γε­γο­νό­των, ό­πως η πυρ­κα­γιά του Bazar de la Charite, η καρ­να­βα­λι­κή πα­ρέ­λα­ση καλ­λι­τε­χνών της Μον­μάρ­της, γνω­στής ως  Promenade de la Vache, ή και οι  ιπ­πο­δρο­μίες στο Δά­σος της Βου­λώ­νης. Βε­βαίως, με τις δια­θέ­σι­μες σή­με­ρα πη­γές, βι­βλιο­γρα­φι­κές και λο­γο­τε­χνι­κές, οι  πλη­ρο­φο­ρίες για τη ει­κό­να του Πα­ρι­σιού στα τέ­λη του 19ου αιώ­να α­φθο­νούν. Εκεί­νη, ό­μως, κα­τορ­θώ­νει να δώ­σει αί­σθη­ση μιας πει­στι­κής α­τμό­σφαι­ρας.
Η “μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία” που φτιά­χνει εί­ναι σε χρο­νι­κή έ­κτα­ση το ή­μι­συ της κα­νο­νι­κής, α­φού ο ή­ρωάς της βρί­σκε­ται με­σο­στρα­τίς του βίου του, στα 34. Οπό­τε, το χρεια­ζού­με­νο βιο­γρα­φι­κό υ­λι­κό για το μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό πα­ρόν και τις α­να­δρο­μές εί­ναι μι­κρό. Και μά­λι­στα, α­να­ντί­στοι­χα μι­κρό ως προς την η­λι­κία του, α­φού έ­χει δη­μο­σιεύ­σει μό­νο ο­κτώ ποιή­μα­τα σε μό­λις τρία α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα, ό­λα α­πό τα με­τέ­πει­τα α­πο­κη­ρυγ­μέ­να, πέ­ραν κά­ποιων αι­γυ­πτιώ­τι­κων δη­μο­σιεύ­σεων,  και αυ­τών με­τρη­μέ­νων. (Αν και έ­να α­φη­γη­μα­τι­κό lapsus δη­μιουρ­γεί την ε­ντύ­πω­ση πως ή­ταν πολ­λά τα πε­ριο­δι­κά, στα ο­ποία εί­χαν δη­μο­σιευ­τεί ποιή­μα­τά του.) Εί­ναι έ­νας Κα­βά­φης, δι­πλά κα­τα­πιε­σμέ­νος, κα­θώς συ­γκα­τοι­κεί με την μη­τέ­ρα του και τους δυο α­δελ­φούς του, τον Παύ­λο και τον Τζων, τρία και δυο χρό­νια α­ντί­στοι­χα με­γα­λύ­τε­ρούς του. Έχει μό­λις συ­μπλη­ρώ­σει πέ­ντε χρό­νια ως δη­μό­σιος υ­πάλ­λη­λος και στις 6 Μαρ. 1897 ζη­τά την πρώ­τη κα­νο­νι­κή ά­δεια για τα­ξί­δι στο ε­ξω­τε­ρι­κό.
Από αυ­τόν τον Κα­βά­φη ξε­κι­νά­ει το πλά­σι­μο του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού. Με ι­σχνά βιο­γρα­φι­κά δε­δο­μέ­να, α­να­συ­στή­νο­νται μό­λις τρεις η­μέ­ρες α­πό το πρώ­το τα­ξί­δι α­να­ψυ­χής στην Ευ­ρώ­πη, που κά­νει μα­ζί με τον Τζων. Το τα­ξί­δι διήρ­κε­σε 53 η­μέ­ρες, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων ε­κεί­νων των δια­δρο­μών Πει­ραιάς-Μασ­σα­λία-Πα­ρί­σι-Λον­δί­νο, με­τά­βα­ση και ε­πι­στρο­φή, α­πό τις 7 Μαΐ. μέ­χρι τις 28 Ιουν. Επι­λέ­γε­ται, ως πλέ­ον πρό­σφο­ρο, το τριή­με­ρο πα­ρα­μο­νής τους στο Πα­ρί­σι κα­τά την ε­πι­στρο­φή, που σχο­λιά­ζε­ται μό­νο στην αγ­γλι­κή βιο­γρα­φία του Ρ. Λί­ντε­λ, με την πλη­ρο­φο­ρία ό­τι πή­γαν στις ιπ­πο­δρο­μίες και εί­δαν τον «Οι­δί­πο­δα Τύ­ραν­νο», που δεν χώ­ρε­σε στο μυ­θι­στό­ρη­μα. Άλλω­στε, η α­να­φο­ρά σε ο­λό­κλη­ρο το εν λό­γω τα­ξί­δι στις βιο­γρα­φίες με­τά βίας κα­λύ­πτει μία πε­ρι­κο­πή. Με αυ­τήν την χρο­νι­κή ε­πι­λο­γή, πα­ρα­με­ρί­ζε­ται η πε­ρι­γρα­φή του­ρι­στι­κού τύ­που για τα πα­ρι­σι­νά α­ξιο­θέ­α­τα και δί­νε­ται η έμ­φα­ση στην α­να­κά­λυ­ψη του κο­σμο­πο­λί­τι­κου Πα­ρι­σιού της γη­γε­νούς ε­λί­τ, πλού­σιας ό­σο και “ά­τα­κτης”.
Προς τού­το, ό­μως, α­παι­τεί­ται έ­νας ξε­να­γός των δυο α­δελ­φών, πα­ρα­τρε­χά­με­νος της κα­λής κοι­νω­νίας, αλ­λά και σχε­τι­κός με το χώ­ρο της λο­γο­τε­χνίας, ώ­στε να ευ­νοού­νται α­ντί­στοι­χες συ­ζη­τή­σεις. Για αυ­τόν το σκο­πό, ε­πι­νο­εί­ται έ­νας Έλλη­νας γραμ­μα­τέ­ας του Ζαν Μω­ρεάς, “ά­μι­σθος” και “φαν­φα­ρό­νος”. Αν και φαί­νε­ται πα­ρά­δο­ξο, ο Μω­ρεάς να ε­μπι­στεύε­ται σε έ­να πα­ρό­μοιο πρό­σω­πο την αλ­λη­λο­γρα­φία του και δη, για μία πρώ­τη α­ξιο­λό­γη­ση δειγ­μά­των γρα­φής που του α­πο­στέλ­λουν φε­ρέλ­πι­δες συγ­γρα­φείς. Θα μπο­ρού­σε να ε­κλη­φθεί ως μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­στο­χία, συ­να­κό­λου­θη της πλο­κής. Δεν α­πο­κλείε­ται, ό­μως, και με αυ­τό, να συ­μπλη­ρώ­νε­ται πλα­γίως η με­τα­μο­ντέρ­να ει­κό­να ε­νός προ­σώ­που, που α­γλαΐζουν οι πα­λαιό­τε­ρες κα­τα­γρα­φές.
Όπως και να έ­χει, ο σα­ρα­ντά­χρο­νος τό­τε Μω­ρεάς –ι­διό­τυ­πος εκ­γαλ­λι­σμός του Ιωάν­νης Πα­πα­δια­μα­ντό­που­λος– α­πο­τε­λεί το τρί­το υ­παρ­κτό πρό­σω­πο, στο ο­ποίο στη­ρί­ζε­ται η πλο­κή. Κα­θό­λου τυ­χαία, κα­θώς εί­ναι ή­δη προ­σω­πι­κό­τη­τα των γαλ­λι­κών γραμ­μά­των, ε­φό­σον φέ­ρε­ται ως ει­ση­γη­τής του συμ­βο­λι­σμού και α­πό το 1891, ι­δρυ­τής της Ρο­μα­νι­κής Σχο­λής. Δεν υ­πάρ­χει πά­ντως, μαρ­τυ­ρία ό­τι ο Κα­βά­φης έ­στει­λε πο­τέ ποιή­μα­τά του σε Έλλη­να ή ξέ­νο συγ­γρα­φέα, πα­ρά μό­νο υ­πό τη μορ­φή των γνω­στών φυλ­λα­δίων. Μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­δεία, ω­στό­σο, στέλ­νει στον Μω­ρεάς, τον Απρ. του 1897 και α­φού έ­χει α­πο­φα­σι­στεί το τα­ξί­δι, δυο ποιή­μα­τα, γραμ­μέ­να τον προ­η­γού­με­νο χρό­νο, το «Δέ­η­σις» και «Τα ά­λο­γα του Αχιλ­λέως». Όταν συ­να­ντούν τον γραμ­μα­τέα του, έ­χει αρ­χί­σει να α­νυ­πο­μο­νεί για την α­πά­ντη­ση. Εκεί­νος τους πλη­ρο­φο­ρεί πως ο Μω­ρεάς βρί­σκε­ται α­πό τον Απρ. στην Ελλά­δα και τους ο­δη­γεί στο δια­μέ­ρι­σμά του, προς ε­πί­δει­ξη της “ε­ξαι­ρε­τι­κής βι­βλιο­θή­κης του”.
Πι­στεύου­με πως υ­πάρ­χουν ο­ρι­σμέ­να πραγ­μα­το­λο­γι­κά δε­δο­μέ­να, που μία μυ­θο­πλα­σία μπο­ρεί να πα­ρα­κάμ­ψει, ε­πι­θυ­μη­τό, ό­μως, εί­ναι να μην τα δια­στρέ­ψει. Βε­βαίως, οι με­τα­μο­ντέρ­νες μυ­θι­στο­ρίες, σε μία α­να­θεω­ρη­τι­κή στά­ση της Ιστο­ρίας, αλ­λά και ε­πι­διώ­κο­ντας να α­ντι­κα­το­πτρί­σουν ση­με­ρι­νές α­πό­ψεις δεν θέ­τουν πα­ρό­μοιους πε­ριο­ρι­σμούς. Μό­νο που ο α­νυ­πο­ψία­στος α­πό πα­ρό­μοια μυ­θο­πλα­στι­κά τε­χνά­σμα­τα α­να­γνώ­στης α­πο­κο­μί­ζει έ­να συ­νον­θύ­λευ­μα α­πό πραγ­μα­τι­κά και ε­πι­νο­η­μέ­να στοι­χεία, δη­μιουρ­γώ­ντας κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση ε­σφαλ­μέ­νη ε­ντύ­πω­ση για τα ι­στο­ρι­κά πρό­σω­πα. Η Σω­τη­ρο­πού­λου θέ­λει τον ή­ρωά της έ­να ο­ξυ­μέ­νο κρι­τι­κό πνεύ­μα, γι’ αυ­τό και προ­βάλ­λει στο λό­γο του ση­με­ρι­νές προσ­λαμ­βά­νου­σες. Σε συ­ζή­τη­ση, που γί­νε­ται στις 20 Ιουν. 1897, δη­λα­δή, με το πα­λαιό η­με­ρο­λό­γιο, που ί­σχυε στην Ελλά­δα, 7 Ιουν., ο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός Τζων α­πο­κα­λεί τον πό­λε­μο του 1897, που εί­ναι α­κό­μη α­νοι­κτός, “α­τυ­χή” και ο Κα­βά­φης “βλα­κώ­δη”. Στη συ­νέ­χεια της συ­ζή­τη­σης, ε­κεί­νος α­πο­φαί­νε­ται και για τους πρώ­τους Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες του 1896, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντάς τους “μία ω­ραία μα­σκα­ρά­τα. Το μό­νο που έ­λει­πε α­πό το τα­λαί­πω­ρο ελ­λη­νι­κό κρά­τος”, ό­πως συ­μπλη­ρώ­νει. Μό­νο που πα­ρό­μοιοι χα­ρα­κτη­ρι­σμοί για τον ελ­λη­νο­τουρ­κι­κό πό­λε­μο του 1897 εί­ναι με­τα­γε­νέ­στε­ροι. Όσο για την α­πό­δο­ση ση­με­ρι­νών σχο­λίων για τους Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες του 2004 σε συ­γκαι­ρι­νούς ε­κεί­νων του 1896, δεί­χνει α­μέ­λεια α­πέ­να­ντι στις ε­κά­στο­τε ε­πι­κρα­τού­σες α­ντι­λή­ψεις. Κα­νείς πο­τέ, ού­τε τό­τε ού­τε καν σή­με­ρα, πό­σο μάλ­λον έ­νας Αλε­ξαν­δρι­νός της ε­πο­χής, δεν στά­θη­κε ε­πι­κρι­τι­κός για την α­να­βίω­ση των Αγώ­νων.
Ύστε­ρα, υ­πάρ­χει η ει­κα­σία του Τσίρ­κα, πως το τα­ξί­δι στην Ευ­ρώ­πη α­πο­φα­σί­στη­κε α­πό την Χα­ρί­κλεια και τους γιους της,  με στό­χο να α­πο­τρέ­ψουν τον Κων­στα­ντί­νο να α­κο­λου­θή­σει τους φί­λους του στην Ελλά­δα, ό­που εί­χαν πά­ει προς κα­τά­τα­ξη σε εκ­στρα­τευ­τι­κά σώ­μα­τα ε­θε­λο­ντών, ό­πως ε­κεί­να των Γα­ρι­βαλ­δι­νών. Πα­ρό­τι άλ­λοι βιο­γρά­φοι την θεω­ρούν πα­ρά­λο­γη, δί­νει μία ε­ξή­γη­ση για την κα­θυ­στέ­ρη­ση της α­να­χώ­ρη­σης των δυο α­δελ­φών, ε­νώ η υ­πη­ρε­σια­κή ά­δεια εί­χε ε­γκρι­θεί α­πό τις 30 Μαρ. Για να κα­τα­τα­γεί εί­χε πά­ει στην Ελλά­δα και ο Μω­ρεάς. Ήταν το πρώ­το του τα­ξί­δι ύ­στε­ρα α­πό 19 χρό­νια  α­που­σίας. Τη θλί­ψη του για τα πο­λε­μι­κά α­τυ­χή­μα­τα της χώ­ρας, την πε­ρι­γρά­φει με γλα­φυ­ρό­τη­τα ο Μα­λα­κά­σης. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα, η φι­λο­πα­τρία του α­πό­ντος συ­ζη­τεί­ται και μά­λι­στα, με α­πα­ξιω­τι­κή χροιά. Οι με­τέ­χο­ντες, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του γραμ­μα­τέα του, δεί­χνουν να α­γνοούν τις α­ντα­πο­κρί­σεις του για τον ελ­λη­νο­τουρ­κι­κό πό­λε­μο, δη­μο­σιευ­μέ­νες Ιούν. 1897, στο πα­ρι­σι­νό πε­ριο­δι­κό «Κο­σμό­πο­λις», που έ­γι­ναν ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στές στους Γάλ­λους δια­νοού­με­νους. 
Σε αυ­τό το τα­ξί­δι, ο Κα­βά­φης δεν κρα­τού­σε η­με­ρο­λό­γιο. Μό­νο με­ρι­κές “βρα­χυ­γρα­φη­μέ­νες” αγ­γλι­στί ση­μειώ­σεις την πε­ρίο­δο προ­ε­τοι­μα­σίας και με­τά την ε­πι­στρο­φή. Κα­θώς εί­ναι α­πο­κλει­στι­κά ε­στια­σμέ­νες στο ε­ρω­τι­κό του πά­θος, προ­σφέ­ρο­νται για το πλά­σι­μο του κα­τα­πιε­σμέ­νου ο­μο­φυ­λό­φι­λου ή­ρωα. Η α­φή­γη­ση εί­ναι σε τρί­το πρό­σω­πο, δια­τη­ρώ­ντας στα­θε­ρή την ε­σω­τε­ρι­κή ε­στία­ση. Σχε­τι­κά με­γά­λη έ­κτα­ση δί­νε­ται στην α­νά­κλη­ση ε­νυ­πνίων, μι­κρό­τε­ρη στις μνη­μο­νι­κές α­να­δρο­μές στα χρό­νια της ε­φη­βείας στην Αγγλία και σε ε­κεί­να της νεό­τη­τας στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, με α­ντι­κεί­με­νο σκόρ­πιες ε­ρω­τι­κές α­να­μνή­σεις. Μνη­μο­νεύε­ται ο ε­ξά­δελ­φος,  πε­ρισ­σό­τε­ρο “ο πα­ρα­γιός στο σι­δε­ρά­δι­κο του Γε­νί­κιοϊ”, για να το­νι­στεί η φη­μο­λο­γού­με­νη έλ­ξη του Κα­βά­φη προς τον λαϊκό ά­ντρα.
Εκεί­νο που πλέ­κει με δε­ξιό­τη­τα η Σω­τη­ρο­πού­λου εί­ναι το συ­νειρ­μι­κό κομ­φού­ζιο συγ­γρα­φι­κής α­γω­νίας και ε­ρω­τι­κής διέ­γερ­σης. Ανα­κα­λεί δια­βά­σμα­τα του Κα­βά­φη, ό­πως ο Τολ­στόι και ο Μπων­τλέ­ρ, συ­μπλη­ρω­μέ­να με δι­κά της. Η φι­γού­ρα του “γέ­ρου” της κα­βα­φι­κής ποίη­σης έρ­χε­ται κα­τά την πε­ρι­πλά­νη­ση του ή­ρωα, χα­μέ­νου στο ά­γνω­στο γι’ αυ­τόν Πα­ρί­σι, με πε­ρι­γρα­φές που α­ντι­κα­το­πτρί­ζουν “τον άν­θρω­πο του πλή­θους” του Πόε, μέ­σω της κα­τά Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν με­λέ­της του Μπων­τλέρ στο Πα­ρί­σι της Δεύ­τε­ρης Αυ­το­κρα­το­ρίας και του σο­νέ­του του «A une passante».
Αρχι­κά, στην πε­ρι­γρα­φή των νυ­κτε­ρι­νών “κα­τά μό­νας η­δο­νώ­ν”, μέ­νει πι­στή στις ση­μειώ­σεις του Κα­βά­φη. Μέ­χρις ό­του εμ­φα­νί­ζε­ται έ­να πα­ρο­ντι­κό α­ντι­κεί­με­νο πό­θου, έ­νας νε­α­ρός Ρώ­σος, μέ­λος ο­μά­δας χο­ρευ­τών, που μέ­νουν στο ί­διο ξε­νο­δο­χείο και κυ­κλο­φο­ρούν στα Κα­φέ με τον ι­μπρε­σά­ριό τους. Το ό­λο σκη­νι­κό και η εξ α­πο­στά­σεως λα­γνεία φέ­ρει α­ντα­να­κλά­σεις α­πό τον «Θά­να­το στη Βε­νε­τία». Η Σω­τη­ρο­πού­λου γρά­φει τις κα­λύ­τε­ρες ε­ρω­τι­κές της σε­λί­δες, πε­ρι­γρά­φο­ντας τον αυ­να­νι­σμό του ποιη­τή, κα­θι­σμέ­νο α­κί­νη­το στο Κα­φέ του ξε­νο­δο­χείου, κοι­τά­ζο­ντας τον νε­α­ρό και σκα­λί­ζο­ντας με το δά­χτυ­λο α­πε­γνω­σμέ­να την ε­πέν­δυ­ση της πο­λυ­θρό­νας. Στη συ­νέ­χεια, η ε­πα­νά­λη­ψη της διέ­γερ­σης σε ε­πό­με­να συ­να­πα­ντή­μα­τα, με την κα­τα­φυ­γή στο δω­μά­τιο προς ε­κτό­νω­ση, δεί­χνει μάλ­λον μη­χα­νι­στι­κή.
Υπάρ­χει, ω­στό­σο, εν κα­τα­κλεί­δι, η νο­ε­ρή συ­νεύ­ρε­ση με τον χο­ρευ­τή ως α­πο­τέ­λε­σμα η­δο­νο­βλε­πτι­κής μα­τιάς στην κλει­δα­ρό­τρυ­πα. “Η α­πο­γείω­ση της η­δο­νής” ε­πι­τε­λεί­ται, ό­ταν “το χέ­ρι του έ­κα­νε κα­μπύ­λη, έ­τσι ώ­στε οι ά­κρες των δα­χτύ­λων του πα­σπά­τευαν τη κε­φα­λή του πέ­ους ε­νώ οι όρ­χεις του νε­α­ρού α­κου­μπού­σαν στην πα­λά­μη του και τρί­βο­νταν ε­λα­φρά, υ­πήρ­χε λοι­πόν μια τρι­χού­λα...” Αυ­τή εί­ναι η α­πά­ντη­ση στον γρι­φώ­δη τίτ­λο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Μια τρι­χού­λα έ­μει­νε α­πό τη νύ­χτα. Κι ό­μως, ό­χι α­κρι­βώς. Κα­θώς δεν έ­βρι­σκε τη δύ­να­μη να την α­πο­χω­ρι­στεί, “εί­πε μέ­σα του, α­πο­λεί­πειν, μια λέ­ξη α­πό τον Πλού­ταρ­χο, πώς βρί­σκεις τη δύ­να­μη να ε­γκα­τα­λεί­ψεις ό,τι σου εί­ναι πιο α­γα­πη­τό...” Έμει­νε και μία λέ­ξη. Στο τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, το μο­να­δι­κό με τίτ­λο, «Ύμνος στην τρι­χού­λα», ο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός Κα­βά­φης, με έ­τοι­μες τις βα­λί­τσες για το τα­ξί­δι της ε­πι­στρο­φής, α­να­λο­γί­ζε­ται: “Μι­σή ώ­ρα α­κό­μη... Μι­σή ώ­ρα. Δεν θα ή­ταν ά­σχη­μος τίτ­λος για έ­να ποίη­μα.” Ο Κα­βά­φης έ­γρα­ψε,  εί­κο­σι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ποίη­μα με αυ­τόν τον τίτ­λο και συ­να­φές πε­ριε­χό­με­νο, που έ­μει­νε στα “κρυμ­μέ­να”. Το «Απο­λεί­πειν ο θεός Αντώ­νιον» το έ­γρα­ψε Νοέ. 1910. Τον ε­πό­με­νο χρό­νο το δη­μο­σίευ­σε και ε­πί έ­ναν αιώ­να σχο­λιά­ζε­ται το αλ­λη­γο­ρι­κό του βά­θος. Μία με­τα­μο­ντέρ­να α­πο­μυ­θο­ποίη­ση ή­ταν το δί­χως άλ­λο α­να­γκαία. 
Προς το τέ­λος, η συγ­γρα­φέ­ας κα­τα­λαμ­βά­νε­ται α­πό βου­λι­μι­κή διά­θε­ση να μην α­φή­σει κα­νέ­να στοι­χείο α­νεκ­με­τάλ­λευ­το. Εμπλέ­κει πνευ­μα­τι­στές, α­ντι­μα­σό­νους, τις «τρε­λές της Salpetriere» και τον ι­δρυ­τή της νευ­ρο­ψυ­χια­τρι­κής Σαρ­κό, μέ­χρι τη θεω­ρία πε­ρί α­ντι­μί­μη­σης του Όσκαρ Ουάιλ­ντ. Θα α­να­με­νό­ταν να τον α­να­φέ­ρει σε συν­δυα­σμό με την α­πο­φυ­λά­κι­σή του, που συ­νέ­πε­σε με την πα­ρα­μο­νή τους στο Λον­δί­νο. Αντ’ αυ­τού τον θέ­λει θα­μώ­να ε­νός κα­κό­φη­μου κέ­ντρου σε υ­πο­βι­βα­σμέ­νη συ­νοι­κία του Πα­ρι­σιού, κρη­σφύ­γε­το του υ­πό­κο­σμου. Με αυ­τό το “ά­ντρο α­κο­λα­σίας” ε­πι­τυγ­χά­νει έ­να ε­ντυ­πω­σια­κό τέ­λος, που το προοι­κο­νο­μεί α­πό τα πρώ­τα κε­φά­λαια, πλά­θο­ντας έ­να μύ­θο γύ­ρω α­πό αυ­τό. Θα­μώ­νες του εί­ναι ό­λοι ό­σοι σκαν­δά­λι­ζαν το Πα­ρί­σι στα τέ­λη του 19ου αι., α­πό τον Ουάιλ­ντ μέ­χρι το ζεύ­γος των βι­κτω­ρια­νών τρα­βε­στί, γνω­στών ως το θε­α­τρι­κό ντουέ­το Στέλ­λα, που δι­κά­στη­καν με την κα­τη­γο­ρία του ποι­νι­κά διώ­ξι­μο τό­τε πρω­κτι­κού σε­ξ, αλ­λά α­θωώ­θη­καν, κα­θώς α­πο­δεί­χθη­καν έ­νο­χοι μό­νο πα­ρεν­δυ­σίας, που δεν εί­χε ποι­νι­κο­ποιη­θεί.
Το κρε­σέ­ντο εί­ναι το δεί­πνο στις αν­δρι­κές τουα­λέ­τες, που συ­νί­στα­ται σε μία ε­πί τό­που “κα­του­ρη­μέ­νη μπα­γκέ­τα”. Ο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός Κα­βά­φης δεν συμ­με­τέ­χει μεν, αλ­λά διε­γεί­ρε­ται, ε­νώ α­να­κα­λεί το κα­τά Πλού­ταρ­χο «Συ­μπό­σιο των ε­πτά σο­φών». Και ό­χι μό­νο αυ­τό, κα­θώς, και πά­λι, κρυ­φο­κοι­τά­ζει, του έρ­χε­ται και πά­λι, στο νου, ως ορ­γα­σμι­κό υ­πο­κα­τά­στα­το, μία λέ­ξη. “Ερδέω­ν”, α­φη­γη­μα­τι­κός σο­λοι­κι­σμός, που α­να­γά­γει την πρά­ξη σε ιε­ρο­τε­λε­στία. Δεν χρειά­ζε­ται να έ­χεις μπάρ­μπα στην Κο­ρώ­νη – στην πε­ρί­πτω­ση της Σω­τη­ρο­πού­λου φί­λο ελ­λη­νο­α­με­ρι­κα­νό ποιη­τή, που ή­ταν φί­λος α­με­ρι­κα­νού συγ­γρα­φέα, φί­λου του Ζαν Ζε­νέ – για να έ­χεις α­κου­στά την εν λό­γω δια­στρο­φή, το γαλ­λι­κό “souper”, του­τέ­στιν δεί­πνο, μάλ­λον δει­πνη­τής, που α­πο­δί­δε­ται υ­βρι­στι­κά σε α­νί­κα­νους ή και πα­θη­τι­κούς ο­μο­φυ­λό­φι­λους. Όπως φαί­νε­ται, τώ­ρα που η ο­μο­φυ­λο­φι­λία τεί­νει να γί­νει α­πο­δε­κτή α­πό ό­λο και ευ­ρύ­τε­ρα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα, χρεια­ζό­μα­στε να ε­πα­να­κτή­σου­με έ­ναν “α­μαρ­τω­λό” Κα­βά­φη. Αυ­τός δεν μπο­ρεί να εί­ναι έ­νας “στρέι­τ” ο­μο­φυ­λό­φι­λος. Απαι­τεί­ται μία σε­ξουα­λι­κή δια­στρο­φή, που να τον δια­κρί­νει μέ­σα στο Ιμπέ­ριουμ ο­μό­φυ­λων και ο­μό­γλωσ­σων. Για α­κό­μη μια φο­ρά, η λο­γο­τε­χνία προ­η­γεί­ται της Ιστο­ρίας.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 17/1/2016.

Ίσκιοι, φοβίες και μυστήρια

$
0
0
Στά­θης Κο­ψα­χεί­λης
«Η Δρα­κο­ντιά»
Εκδ, Με­λά­νι
Οκτ. 2015
Αν δια­βά­ζε­τε βι­βλιο­κρι­τι­κές, θα έ­χε­τε πα­ρα­τη­ρή­σει ό­τι εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο δια­φω­τι­στι­κές, ό­ταν α­φο­ρούν μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ή και ι­στο­ρίες. Αντι­θέ­τως, ό­ταν ει­σέρ­χο­νται στην πε­ριο­χή του διη­γή­μα­τος, προ­σφεύ­γουν σε αό­ρι­στες δια­τυ­πώ­σεις, υ­πο­κει­με­νι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Για πα­ρά­δειγ­μα, σε έ­να διή­γη­μα, που θέ­λουν να προσ­δώ­σουν λο­γο­τε­χνι­κές α­ρε­τές, α­να­φέ­ρο­νται στις αι­σθη­τι­κές ε­ντυ­πώ­σεις που δη­μιουρ­γεί, προ­σο­μοιά­ζο­ντάς τες με ε­κεί­νες ποιη­μά­των. Ανε­ξάρ­τη­τα αν στις κρι­τι­κές ποιη­τι­κών συλ­λο­γών χω­λαί­νουν α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. Επί­σης, ε­πι­στρα­τεύουν χα­ρα­κτη­ρι­σμούς, που έ­χουν κα­θιε­ρω­θεί ως ε­παι­νε­τι­κοί μέ­σα α­πό τη χρή­ση τους για τους α­πο­κα­λού­με­νους με­γά­λους ξέ­νους συγ­γρα­φείς. Κα­τά προ­τί­μη­ση, α­πο­τε­λού­με­νους α­πό ό­ρους α­σα­φώς προσ­διο­ρι­σμέ­νους, ώ­στε να α­φή­νουν πε­ρι­θώ­ρια αμ­φι­ση­μίας. Ένας άλ­λος τρό­πος δια­φυ­γής, εί­ναι η ε­κτε­νής α­να­φο­ρά σε προ­η­γού­με­να βι­βλία του ί­διου συγ­γρα­φέα, για τα ο­ποία έ­χουν ή­δη δια­τυ­πω­θεί κά­ποιες κρί­σεις, ο­πό­τε πα­τούν σε πιο στέ­ρεο έ­δα­φος. Ακό­μη, σε πε­ρι­πτώ­σεις νέων συγ­γρα­φέων, κά­νουν ει­κα­σίες για την μελ­λο­ντι­κή τους πο­ρεία. Ενώ δεν έ­χει στε­γνώ­σει το με­λά­νι του τυ­πο­γρα­φείου, α­να­ρω­τιού­νται προς τα πού θα γεί­ρει το ε­πό­με­νο.
Γε­νι­κό­τε­ρα, στις βι­βλιο­κρι­σίες, ε­πι­κρα­τεί μία με­ρο­λη­πτι­κή α­ντι­με­τώ­πι­ση των λέ­ξεων, κα­θώς ευ­νοού­νται οι με­τα­γλωτ­τί­σεις ό­ρων της αγ­γλό­γλωσ­σης κρι­τι­κής, ε­νώ οι λι­γο­στοί α­μι­γώς ελ­λη­νι­κοί κα­τα­χω­ρού­νται στους κα­κό­ση­μους και α­πευ­κταίους, συ­χνά πα­ρα­κά­μπτο­ντας το εν­νοιο­λο­γι­κό τους πε­ριε­χό­με­νο. Πα­ρά­δειγ­μα, η λέ­ξη η­θο­γρα­φία, που ό­χι μό­νο ε­γκα­τα­λεί­φθη­κε, αλ­λά, στις πε­ρι­πτώ­σεις ε­νός πε­ζού, που το­πο­θε­τεί­ται σε χω­ριό, γε­νι­κό­τε­ρα σε μη α­στι­κή πε­ριο­χή, και σε πα­λαιό­τε­ρους χρό­νους, θεω­ρεί­ται α­πα­ραί­τη­το να διευ­κρι­νι­σθεί πως δεν πρό­κει­ται για η­θο­γρα­φία. Αυ­τό γί­νε­ται πλα­γίως, κα­τα­φεύ­γο­ντας σε με­τα­φο­ρι­κές εκ­φρά­σεις, που α­πά­δουν μεν του δο­κι­μια­κού λό­γου, αλ­λά προ­σφέ­ρουν κα­λύ­τε­ρη κά­λυ­ψη. Όπως μία αρ­κού­ντως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή, που δια­βά­σα­με πρό­σφα­τα: “κλεί­νει το μά­τι στην η­θο­γρα­φία αλ­λά συ­νο­μι­λεί και με νεω­τε­ρι­κές α­φη­γή­σεις”. Από την πλευ­ρά τους, οι συγ­γρα­φείς, κου­βα­λώ­ντας τα δι­κά τους σύν­δρο­μα μειο­νε­ξίας, σπεύ­δουν να διευ­κρι­νί­σουν, πως “προ­σέ­χουν να μην πέ­σουν στην πα­γί­δα της η­θο­γρα­φίας”.
Κο­ντός ψαλ­μός αλ­λη­λούια για έ­να βι­βλίο, που θα θέ­λα­με να σχο­λιά­σου­με, αλ­λά συ­νει­δη­το­ποιού­με πως δεν δια­θέ­του­με το εν­δε­δειγ­μέ­νο λε­ξι­λό­γιο. Οι άλ­λο­τε πο­τέ εύ­φη­μες λέ­ξεις φαί­νε­ται πως, σή­με­ρα πλέ­ον, α­νή­κουν σε ε­κεί­νες που θεω­ρού­νται πα­ρω­χη­μέ­νες ή και αρ­νη­τι­κής χροιάς, ε­νώ οι α­πο­δε­κτές ως κα­τάλ­λη­λες, μάλ­λον δεν συ­νται­ριά­ζουν εν­νοιο­λο­γι­κά. Ο λό­γος για τη δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του Στά­θη Κο­ψα­χεί­λη, η ο­ποία α­να­σταί­νει μια δα­ψι­λή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και έ­να βά­θος ζωής, που συ­νι­στού­σαν άλ­λο­τε τον κα­θη­με­ρι­νό βίο. Στο κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου, γί­νε­ται λό­γος για μα­γι­κό ρε­α­λι­σμό. Χα­ρα­κτη­ρι­σμό, που οι βι­βλιο­κρι­σίες ε­πι­φυ­λάσ­σουν για τα κα­λύ­τε­ρα α­πό τα μη ρε­α­λι­στι­κά βι­βλία. Μό­νο που, εις μά­την, α­να­ζη­τή­σα­με, σύμ­φω­να με τον ο­ρι­σμό του εν λό­γω ό­ρου, μη ρε­α­λι­στι­κά στοι­χεία στο δε­δο­μέ­νο ρε­α­λι­στι­κό χω­ρο­χρο­νι­κό πλαί­σιο των διη­γη­μά­των του βι­βλίου. Σε ο­ρι­σμέ­να α­πό τα δε­καέ­ξι διη­γή­μα­τα της προ­η­γού­με­νης, πρώ­της συλ­λο­γής του, «Πα­ρα­μι­λη­τά», υ­πήρ­χαν πράγ­μα­τι μη ρε­α­λι­στι­κά στοι­χεία. Ανε­ξάρ­τη­τα αν ε­μείς δεν θα τα χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με ε­ξω­πραγ­μα­τι­κά. Για πα­ρά­δειγ­μα, η συ­να­να­στρο­φή με φά­σμα­τα νε­κρών και τα φα­νε­ρώ­μα­τα α­γίων, ή α­κό­μη και τα συ­να­πα­ντή­μα­τα με τον κα­βα­λά­ρη Χά­ρο­ντα, μπο­ρεί μεν να κα­τα­τάσ­σο­νται στα υ­περ­βα­τι­κά ή και τα φα­ντα­στι­κά στοι­χεία, αλ­λά, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των αν­θρώ­πων πα­λαιό­τε­ρων και­ρών, συ­νι­στού­σαν βιώ­μα­τα του δι­κού τους μι­κρό­κο­σμου.
Μία πα­ρό­μοια ι­στο­ρία συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται και στην και­νού­ρια δω­δε­κά­δα. Τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Πριν σα­ρα­ντί­σει» και δεν α­να­φέ­ρε­ται σε το­κε­τό, αλ­λά σε θά­να­το, στις 40 η­μέ­ρες, που η ψυ­χή πε­ρι­φέ­ρε­ται στο σπί­τι και τους οι­κείους της χώ­ρους. Μία πί­στη, σε πα­λαιό­τε­ρους και­ρούς, τό­σο βα­θιά και ευ­ρέως δια­δε­δο­μέ­νη, που ο­ποιο­δή­πο­τε κά­πως πα­ρά­ται­ρο ση­μείο – μία πε­τα­λού­δα ι­πτά­με­νη πε­ρί την νε­κρι­κή κα­ντή­λα ή μία λά­μπα που φέγ­γει σε ά­δειο σπί­τι – να ε­κλαμ­βά­νε­ται σαν φα­νέ­ρω­μα της ψυ­χής. Αρκεί ο συγ­γρα­φέ­ας να έ­χει την ι­κα­νό­τη­τα να καλ­λιερ­γή­σει την α­νά­λο­γη μυ­στη­ρια­κή α­τμό­σφαι­ρα. Κα­τά τα άλ­λα, ό­σο το πα­πα­δια­μα­ντι­κό «Μια ψυ­χή» εί­ναι μα­γι­κός ρε­α­λι­σμός, άλ­λο τό­σο εί­ναι και το διή­γη­μα του Κο­ψα­χεί­λη.
Και α­πό μία δεύ­τε­ρη ι­στο­ρία, την ο­μό­τιτ­λη της συλ­λο­γής, έ­νας νεό­τε­ρος α­να­γνώ­στης μπο­ρεί να θεω­ρή­σει πως α­να­δύε­ται μα­γι­κός ρε­α­λι­σμός. Πρώ­τον, για­τί α­γνο­εί το δρα­κό­ντιο ή δρα­κο­ντιά, κι ας α­πα­ντά­ται σε Ιππο­κρά­τη και Διο­σκου­ρί­δη, ό­χι ό­μως στον χρη­στι­κό Μπα­μπι­νιώ­τη. Δεύ­τε­ρον, για­τί δεν έ­χει την πα­ρα­μι­κρή ε­ξοι­κείω­ση με τον μυ­στη­ρια­κό κό­σμο των φυ­τών. Ού­τε με τον πο­λυ­τε­χνί­τη πρα­κτι­κό για­τρό, που έ­χει βα­θιά πί­στη στις θε­ρα­πευ­τι­κές τους ι­διό­τη­τες και ο ο­ποίος α­να­πλά­θε­ται μέ­σα α­πό την πε­ρι­γρα­φή των ε­πι­νο­η­τι­κών ε­να­σχο­λή­σεών του. Ωστό­σο, ο Κο­ψα­χεί­λης, σε αυ­τήν την ι­στο­ρία, έ­χα­σε την ευ­και­ρία να στή­σει έ­να μο­να­δι­κό διή­γη­μα, τύ­που “μπον­σάι”, κα­τά το τρέ­χον ι­διό­λε­κτο. Αρκεί να α­φαι­ρού­σε την πα­ρελ­θο­ντι­κή α­να­δρο­μή, κρα­τώ­ντας την πρώ­τη μα­κριά πα­ρά­γρα­φο και τη συ­νέ­χειά της, στο τε­λευ­ταίο τμή­μα, που ε­πέ­χει θέ­ση ε­πί­λο­γου. Αυ­τό θα μπο­ρού­σε να έ­χει έ­ναν αι­σώ­πειο τίτ­λο, ό­πως «Ο κά­βου­ρας και το φι­δό­χορ­το» και ως πα­ραλ­λα­γή στο γνω­στό μύ­θο, «Ο κά­βου­ρας και το φί­δι». Ο συγ­γρα­φέ­ας, ό­μως, μάλ­λον φο­βή­θη­κε, πως, χω­ρίς την ε­γκι­βω­τι­σμέ­νη ι­στο­ρία του πα­ρά­ξε­νου αν­θρώ­που της φύ­σης, θα γι­νό­ταν υ­περ­βο­λι­κά ελ­λει­πτι­κός.
Στην πρό­σφα­τη συλ­λο­γή, ο Κο­ψα­χεί­λης κι­νεί­ται συ­χνά σε δυο δια­φο­ρε­τι­κά χρο­νι­κά ε­πί­πε­δα, προ­τάσ­σο­ντας έ­να πρό­σφα­το συμ­βάν, που έ­τυ­χε στον α­φη­γη­τή, το ο­ποίο δέ­νει έ­ντε­χνα με μία α­να­δρο­μι­κή διή­γη­ση. Με αυ­τόν τον τρό­πο, η ι­στο­ρία στρογ­γυ­λεύε­ται, ω­στό­σο το α­πο­τέ­λε­σμα θα εί­χε δια­φο­ρε­τι­κή έ­ντα­ση, αν η πα­ρελ­θο­ντι­κή α­φή­γη­ση αυ­το­νο­μεί­το, με το ξε­κί­νη­μα “in media res”. Πα­ρά­δειγ­μα, το «Σφα­χτό», ό­που το ει­σα­γω­γι­κό τμή­μα προοι­κο­νο­μεί, ό­πως λέ­γε­ται σή­με­ρα, την ε­ξέ­λι­ξη, αλ­λά με­τριά­ζει την έκ­πλη­ξη του α­προσ­δό­κη­του. Πό­σον μάλ­λον, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, ό­που, μέ­σα α­πό τη δρα­μα­τι­κή πα­ρου­σία­ση της πα­ρά­κρου­σης ε­νός ψυ­χα­σθε­νούς, α­να­δει­κνύο­νται οι συ­νέ­πειες μιας πα­λαιάς ι­στο­ρίας αλ­λά και μιας ε­πο­χής, τό­σο κα­θο­ρι­στι­κής ό­σο ε­κεί­νη της Κα­το­χής.
Ένα άλ­λο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των “κα­λώ­ν” διη­γη­μα­το­γρά­φων, που α­πο­δί­δε­ται με­τ’ ε­πι­μο­νής σε διη­γη­μα­το­γρά­φους, που κι­νού­νται θε­μα­τι­κά στην πε­ριο­χή του Κο­ψα­χεί­λη, εί­ναι το “χα­μη­λό­φω­νος”. Κι ό­μως, υ­πάρ­χουν στις συλ­λο­γές του διη­γή­μα­τα σκλη­ρού ρε­α­λι­σμού, ό­που ο τό­νος δεν μπο­ρεί πα­ρά να έ­χει έ­ντα­ση. Την ε­πι­τάσ­σει μία τρα­χύ­τη­τα, σύμ­φυ­τη των αλ­λο­τι­νών και­ρών, ό­ταν, στις μι­κρές κοι­νω­νίες της υ­παί­θρου, τα ή­θη και οι αρ­χέ­γο­νες πρα­κτι­κές συ­νι­στού­σαν α­να­γκαίο ό­ρο ε­πι­βίω­σης. Πώς, αλ­λιώς, μπο­ρείς να α­φη­γη­θείς το θά­ψι­μο ε­νός βρέ­φους ή το πώς “χά­θη­κε η κλή­ρα” ε­νός “βαρ­βά­του γάι­δα­ρου”; Το ό­τι το πρώ­το συ­νι­στά α­πό­δο­ση ε­θι­μι­κού δι­καίου και το δεύ­τε­ρο α­να­γκαία ε­πέμ­βα­ση για τη χρη­σι­μο­ποίη­ση του ζω­ντα­νού και συ­να­κό­λου­θα τον βιο­πο­ρι­σμό του ι­διο­κτή­τη του, δεν με­τριά­ζουν την σκλη­ρό­τη­τα, που ε­νέ­χει η ε­νέρ­γεια. Όλη η τέ­χνη της α­φή­γη­σης βρί­σκε­ται στην α­φαί­ρε­ση των ψι­μυ­θίων, ω­στό­σο η κα­τ’ α­κρι­βο­λο­γίαν α­να­φο­ρά δεν μπο­ρεί πα­ρά να έ­χει υ­ψη­λούς τό­νους. Πά­ντως, το «Πί­στο­μα» του Θε­ο­τό­κη το ε­ντάσ­σουν στην “α­γρο­τι­κή η­θο­γρα­φία”.
Η βα­σι­κή δια­φο­ρά της και­νού­ριας συλ­λο­γής του Κο­ψα­χεί­λη α­πό την πρώ­τη του έ­γκει­ται στη θε­μα­τι­κή με­τα­τό­πι­ση προς αυ­τό, που έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει να α­πο­κα­λούν “με­τα­μνή­μη”. Νεω­τε­ρι­κός ό­ρος, που χρη­σι­μο­ποιεί­ται κυ­ρίως για το ι­στο­ρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα της πο­λε­μο­χα­ρούς δε­κα­ε­τίας του ’40. Ση­μα­το­δο­τεί τη μνή­μη α­πό δεύ­τε­ρο χέ­ρι ή και τη δια­με­σο­λα­βη­μέ­νη, που α­να­φέ­ρε­ται στα τραυ­μα­τι­κά βιώ­μα­τα των ε­πι­ζώ­ντων α­πό ε­κεί­να τα χρό­νια, ό­πως αυ­τά περ­νούν στη μνή­μη των ε­πι­γό­νων τους. Αν μπο­ρεί να γί­νει λό­γος για “με­τα­μνή­μη” στα διη­γή­μα­τα του Κο­ψα­χεί­λη, εί­ναι λό­γω του α­φη­γη­μα­τι­κού τρό­που, που ε­πι­λέ­γει. Όπως εί­χε υ­πο­σχε­θεί σε συ­νέ­ντευ­ξή του, σε αυ­τό το δεύ­τε­ρο βι­βλίο, “γί­νε­ται η δια­σταύ­ρω­ση με τη Με­γά­λη Ιστο­ρία” του μι­κρό­κο­σμου των αν­θρώ­πων της το­πι­κής κοι­νω­νίας. Αυ­τήν τη δια­σταύ­ρω­ση την ε­πι­χει­ρεί μέ­σω του α­φη­γη­τή, συν­δέ­ο­ντας α­φη­γη­μα­τι­κά τη δι­κή του κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα με ό­σα του έ­χουν παι­διό­θεν ε­ντυ­πω­θεί α­πό διη­γή­σεις, ει­κό­νες ή και συ­μπε­ρι­φο­ρές των με­γά­λων στο σπί­τι ή και των η­λι­κιω­μέ­νων του χω­ριού. 
Πα­ρεν­θε­τι­κά να πα­ρα­τη­ρή­σου­με πως η ελ­λη­νι­κή με­τα­γλώτ­τι­ση, “με­τα­μνή­μη”, του αγ­γλι­κού ό­ρου postmemory δη­μιουρ­γεί σύγ­χυ­ση, κα­θώς, στην αγ­γλι­κή, υ­πάρ­χει και ο ό­ρος  metamemory, με τε­λείως δια­φο­ρε­τι­κή έν­νοια. Αυ­τός ο δεύ­τε­ρος ε­πι­νοή­θη­κε το 1971 στο πλαί­σιο των σπου­δών συ­μπε­ρι­φο­ράς α­πό α­με­ρι­κα­νό ψυ­χο­λό­γο, που ή­θε­λε να α­να­φερ­θεί στη συ­νει­δη­το­ποίη­ση α­πό τον άν­θρω­πο της ύ­παρ­ξης μνή­μης ως αυ­θυ­πό­στα­της λει­τουρ­γίας. Εί­κο­σι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, προέ­κυ­ψε ο δεύ­τε­ρος, ό­ταν εί­χε αρ­χί­σει να με­γα­λώ­νει το εν­δια­φέ­ρον για το Ολο­καύ­τω­μα και το φορ­τίο που κλη­ρο­δό­τη­σε στη διά­δο­χη γε­νιά. Δε­κα­πέ­ντε χρό­νια με­τά, το 2006, ό­ταν ξε­κί­νη­σε και στην Ελλά­δα η με­λέ­τη της μνή­μης κυ­ρίως α­πό τον Εμφύ­λιο, ήρ­θε στο ε­πί­κε­ντρο του ε­ρευ­νη­τι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος και η μνή­μη των παι­διών, που με­τα­κι­νή­θη­καν α­πό τον Δη­μο­κρα­τι­κό Στρα­τό στις Ανα­το­λι­κές χώ­ρες. Η Ρί­κη Βαν Μπού­σχο­τεν ή­ταν η πρώ­τη, που έ­κα­νε λό­γο για “με­τα-μνή­μη”, ως α­πό­δο­ση του postmemory, πι­θα­νώς και α­γνοώ­ντας το metamemory, που α­πα­σχο­λεί πε­ρισ­σό­τε­ρο τους εκ­παι­δευ­τι­κούς. Ει­δάλ­λως, η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα εί­ναι πρό­σφο­ρη, ό­χι μό­νο για δά­νεια, αλ­λά και για ε­πι­νοή­σεις. Λ.χ., το postmemory θα μπο­ρού­σε να α­πο­δο­θεί και ως υ­στε­ρο­γε­νής μνή­μη.
Όσο για τις ι­στο­ρίες του Κο­ψα­χεί­λη,  μάλ­λον δεν “δια­σταυ­ρώ­νο­νται με την Ιστο­ρία”. Ακρι­βέ­στε­ρα, μπαί­νουν στη σκιά της Ιστο­ρίας, χω­ρίς σε κα­μία να γί­νε­ται ο­λι­κή έ­κλει­ψη του το­πι­κού μι­κρό­κο­σμου. Εί­ναι προ­φα­νές πως η κε­ντρι­κή ι­δέα πα­ρα­μέ­νει η ί­δια, να α­να­δει­χθούν οι χα­ρα­κτή­ρες και ό­χι πρό­σω­πα και γε­γο­νό­τα, που κα­τέ­γρα­ψε η Ιστο­ρία. Μό­νο σε μία ι­στο­ρία, «Το αυ­γό», α­που­σιά­ζει το α­φη­γη­μα­τι­κό πλαί­σιο, ως μορ­φή γείω­σης στο πα­ρόν. Το 1942, έ­νας ε­ξη­ντά­χρο­νος, στην κα­λύ­βα του, πο­λε­μά­ει την α­σι­τία με κλη­μα­τσί­δες και έ­να αυ­γό κά­θε δυο τρεις μέ­ρες α­πό τις δυο κό­τες, που α­πό­μει­ναν στο κο­τέ­τσι, μέ­χρις ό­του εμ­φα­νί­ζε­ται μια ο­χιά που το διεκ­δι­κεί. Από το πλή­θος των σχε­τι­κών διη­γή­σεων, ο συγ­γρα­φέ­ας πλά­θει μία, α­πο­κα­θαρ­μέ­νη βιο­γρα­φι­κών λε­πτο­με­ρειών, δεί­χνο­ντας τις ψυ­χι­κές α­ντο­χές, που α­παι­τού­σε στην Κα­το­χή το κρά­τη­μα στη ζωή.
“Όλες αυ­τές οι ι­στο­ρίες πυρ­πο­λού­σαν την παι­δι­κή μου φα­ντα­σία, κά­νο­ντάς με να ξα­γρυ­πνώ... πα­λεύο­ντας με τους ί­σκιους, τις φο­βίες και τα μυ­στή­ρια”, α­να­λο­γί­ζε­ται ο α­φη­γη­τής σε έ­να διή­γη­μα. Αυ­τήν την έ­ντα­ση δια­τη­ρεί η α­φή­γη­ση, κα­θώς χω­νεύει στο ξε­τύ­λιγ­μά της ξέ­νες και προ­σω­πι­κές ε­μπει­ρίες. Ο συγ­γρα­φέ­ας βρή­κε έ­ναν τρό­πο να α­να­στή­σει το πα­ρελ­θόν, α­να­ζη­τώ­ντας σε αυ­τό τον ε­αυ­τό του. Από τα γε­γο­νό­τα σε Κα­το­χή και Εμφύ­λιο συ­γκρα­τού­νται τα το­πω­νύ­μια, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό χω­ριά του Κά­τω Ολύ­μπου, κά­ποιες ση­μα­δια­κές η­με­ρο­μη­νίες, 8 Ιουν. 1942 ή 31 Μαρ. 1946, ο­νό­μα­τα προ­σώ­πων και ορ­γα­νώ­σεων, για ό­σους α­πό­η­χους ό­λα αυ­τά μπο­ρεί να φέρ­νουν. Κα­τά τα άλ­λα, ού­τε βίοι ού­τε συμ­βά­ντα α­νι­στο­ρού­νται. Απο­μέ­νουν και κά­ποιες λέ­ξεις να ε­πι­πλέ­ουν σε ά­σμα­τα. Όπως ε­κεί­νο το “μπου­ρα­ντά­δες”, που “εί­πε ψι­θυ­ρι­στά μέ­σα απ’ τα δό­ντια του ο πα­τέ­ρας” και το παι­δί θυ­μή­θη­κε το ά­σμα που του εί­χε μά­θει: “Ήρθ’ έ­να βρά­δυ ο Ντου­σμά­νος / ο σύν­δε­σμος του Μπου­ρα­ντά, / κι εί­πε πως θα γί­νει γλέ­ντι, / θα έ­χει και βιο­λιά.” Ή, το “τσου­τσου­λιά­νος”, ό­πως λέ­νε τους κο­ρυ­δαλ­λούς στα μέ­ρη του α­φη­γη­τή, αλ­λά και τους Ελα­σί­τες οι ΠΑ­Οτζή­δες: “Σκό­τω­σα έ­ναν τσου­τσου­λιά­νο, μπρε, / γιό­μ’σαν τα χα­ντά­κια αί­μα, μπρε,...” Ας μην μπερ­δευ­τούν οι νεό­τε­ροι, τα αρ­χι­κά δεν α­να­φέ­ρο­νται στον Πα­να­θη­ναϊκό Αθλη­τι­κό Όμι­λο αλ­λά στη με­τα­γε­νέ­στε­ρη, Πα­νελ­λή­νια Απε­λευ­θε­ρω­τι­κή Οργά­νω­ση, που ι­δρύ­θη­κε ά­νοι­ξη του 1943, προς “τή­ρη­σιν της τά­ξεως και της ε­θνι­κής συ­νο­χής”.
Στους χα­ρα­κτή­ρες που προ­βάλ­λουν τα διη­γή­μα­τα, οι α­ντάρ­τες υ­περ­τε­ρούν. Ωστό­σο, ο πιο ε­ντυ­πω­σια­κός εί­ναι ο α­πο­κα­λού­με­νος Κό­ρα­κας, κα­θώς “α­πό την ε­πο­χή του Με­τα­ξά φο­ρού­σε συ­νε­χώς μαύ­ρα ρού­χα”, α­πό κλή­ρα α­πο­βρα­σμά­των, “φό­βος και τρό­μος των χω­ρια­νώ­ν”. Ο τίτ­λος του διη­γή­μα­τος, «Κό­ρα­κας κο­ρά­κου...», που α­πο­δί­δει την κε­ντρι­κή ι­δέα για ε­κεί­νους τους και­ρούς, προϊδεά­ζει και για την ευ­ρη­μα­τι­κή κα­τά­λη­ξη. Στο διή­γη­μα, ό­πως και στα πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό ε­κεί­να που δια­σταυ­ρώ­νο­νται με την Ιστο­ρία, λαν­θά­νει πι­κρή ει­ρω­νεία, που την συ­μπλη­ρώ­νει, αν α­πο­κρυ­πτο­γρα­φού­με σω­στά, τον μι­κρό­κο­σμο του α­φη­γη­τή, το α­φιε­ρω­μα­τι­κό μό­το, “Στους Δη­μη­τρά­κη και Γιάν­νη Τσι­τσι­λί­κα”. Το πα­λι­κά­ρι, με το ψευ­δώ­νυ­μο  Λα­ο­κρά­της, που σκό­τω­σαν στην Πλά­κα Ολύ­μπου, το 1947, και ο Κό­ρα­κας έ­φτυ­νε και κλό­τσα­γε το κου­φά­ρι του, ή­ταν ο ταγ­μα­τάρ­χης του Δη­μο­κρα­τι­κού Στρα­τού Δη­μή­τρης Τσι­τσι­λί­κας.
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, το διή­γη­μα «Φο­βία για τα μα­νι­τά­ρια» μας θύ­μι­σε το μυ­θι­στό­ρη­μα του Παύ­λου Με­θε­νί­τη «Αμα­νί­τα Μου­σκά­ρια». Δια­φο­ρε­τι­κοί οι τό­ποι, αλ­λά αμ­φό­τε­ρα δια­δρα­μα­τί­ζο­νται σε πυ­κνό δά­σος, δια­φο­ρε­τι­κοί πι­θα­νώς και οι χρό­νοι, πά­ντως, μέ­σα στη δε­κα­ε­τία του ’40, μια ο­μά­δα ε­γκλω­βι­σμέ­νων α­νταρ­τών δο­κι­μά­ζει “τα ζουρ­λο­μα­νί­τα­ρα”. Τέ­λος, να πα­ρα­τη­ρή­σου­με, πως, ο Κο­ψα­χεί­λης, ε­κτός α­πό την ά­ρι­στη “με­τα­μνή­μη” που δια­σώ­ζει, ε­πι­δει­κνύει ευ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα στο γε­φύ­ρω­μα των ε­πι­μέ­ρους χρο­νι­κών ε­πι­πέ­δων, κα­τορ­θώ­νο­ντας α­προσ­δό­κη­τες εκ­πλή­ξεις και σε ο­ρι­σμέ­να, ευ­φρό­συ­νες ή έ­στω κα­θη­συ­χα­στι­κές, κα­τα­λη­κτι­κές α­να­τρο­πές της διά­θε­σης. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 24/1/2016.

Συζεύξεις, συμβιώσεις, μεταστροφές

$
0
0
Οι στρο­φές της εγ­χώ­ριας πε­ζο­γρα­φίας προς συ­γκε­κρι­μέ­να θέ­μα­τα δεν εί­ναι και­νούρ­γιο φαι­νό­με­νο. Εμφα­νί­ζε­ται μάλ­λον ως ε­πα­κό­λου­θο κοι­νω­νι­κών τά­σεων, κυ­ρίως, ι­δε­ο­λο­γι­κών και οι­κο­νο­μι­κών. Με το γύ­ρι­σμα του αιώ­να, ω­στό­σο, αυ­τές οι με­τα­στρο­φές εν­δια­φέ­ρο­ντος έ­γι­ναν συ­χνό­τε­ρες. Συμ­βάλ­λει, πι­θα­νώς, η αύ­ξη­ση του εκ­δο­τι­κού ρυθ­μού των συγ­γρα­φέων και ταυ­τό­χρο­να, η πλή­θυν­σή τους, με την πα­ρα­τη­ρού­με­νη συρ­ροή νέων. Εντεί­νε­ται έ­τσι η α­να­ζή­τη­ση θε­μα­το­γρα­φίας, ε­πι­και­ρι­κού χα­ρα­κτή­ρα, ελ­κυ­στι­κής για έ­να ό­σο το δυ­να­τόν ευ­ρύ­τε­ρο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό. Πα­ράλ­λη­λα, ε­πε­κτεί­νε­ται η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση με­τα­ξύ συγ­γρα­φέων, που μπο­ρεί, ό­χι σπά­νια, να πά­ρει και λαν­θά­νου­σα μορ­φή δια­γκω­νι­σμού. Αυ­τό το λαν­θά­νον στοι­χείο κα­τα­γρά­φε­ται στην τρέ­χου­σα πε­ζο­γρα­φία ως μία ε­ντό­πια και συγ­χρο­νι­κή δια­κει­με­νι­κό­τη­τα. Κα­θώς, μά­λι­στα, τα εν λό­γω δά­νεια συ­χνά α­φο­ρούν με­ρι­κούς δια­κρι­τούς έως και ε­ντυ­πω­τι­κούς, θε­μα­τι­κούς πυ­ρή­νες, ελ­κύουν την προ­σο­χή α­κό­μη και του πε­ρι­στα­σια­κού α­να­γνώ­στη, α­νε­ξάρ­τη­τα αν πα­ρα­κά­μπτο­νται α­πό την κρι­τι­κή, μάλ­λον λό­γω δια­κρι­τι­κό­τη­τας.
  Μία πα­ρό­μοια στρο­φή, που α­πο­δεί­χτη­κε μα­κρο­χρό­νια και α­πέ­κτη­σε πο­λυά­ριθ­μους θια­σώ­τες, ή­ταν η μυ­θο­πλα­στι­κή εκ­με­τάλ­λευ­ση της δε­κα­ε­τίας του ’40, με κυ­ρίαρ­χη την πε­ρίο­δο του Εμφυ­λίου. Εί­κο­σι χρό­νια με­τά τα πρώ­τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, που υιο­θέ­τη­σαν τη με­τα­νεω­τε­ρι­κή –ή μή­πως με­τα-α­να­θεω­ρη­τι­κή;–ο­πτι­κή ε­πά­νω σ’ ε­κεί­νη την τραυ­μα­τι­κή σε ε­θνι­κό ε­πί­πε­δο ε­μπει­ρία, η συ­γκε­κρι­μέ­νη ε­μπό­λε­μη δε­κα­ε­τία ε­ξα­κο­λου­θεί, ί­σως πλέ­ον σε μι­κρό­τε­ρο βαθ­μό, να τρο­φο­δο­τεί την πε­ζο­γρα­φία. Αν και ε­κεί­νο, που κυ­ρίως έ­μει­νε α­πό αυ­τήν την μυ­θο­πλα­στι­κή τά­ση, εί­ναι η με­τα­νεω­τε­ρι­κή ο­πτι­κή, που ε­πε­κτά­θη­κε σε ό­λο το εύ­ρος των κο­ντά 200 ε­τών νε­ο­ελ­λη­νι­κής ι­στο­ρίας, ξα­κρί­ζο­ντας για μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­να­θεώ­ρη­ση, α­πό τα πρό­σω­πα και τα συμ­βά­ντα, τις κο­ρυ­φώ­σεις. Χρειά­στη­κε να έρ­θει και δη, να στρογ­γυ­λο­κα­θί­σει, η κρί­ση, με το ε­ντυ­πω­σια­κά α­να­πε­πτα­μέ­νο θε­μα­τι­κό φά­σμα, α­πό τα ζω­τι­κά της ε­πι­βίω­σης μέ­χρι τις ι­δε­ο­λο­γι­κές α­να­ψη­λα­φή­σεις, για να πα­ρα­με­ρι­στούν οι με­τα­νεω­τε­ρι­κές α­πο­μυ­θο­ποιή­σεις. Κα­θο­ρι­στι­κός πρέ­πει να στά­θη­κε ο ρό­λος του α­να­γνω­στι­κού κοι­νού, που ζη­τού­σε “ζω­ντα­νές” ι­στο­ρίες, ως συ­μπλή­ρω­μα α­να­ψυ­χής στην φύ­σει τε­ρα­το­λό­γο τη­λε­ο­πτι­κή ε­νη­μέ­ρω­ση.
Η πε­ζο­γρα­φία της κρί­σης, ό­πως την έ­χουν ή­δη βα­φτί­σει, πα­ρα­κο­λου­θεί την κρί­ση α­πό το ξε­κί­νη­μά της. Αν θεω­ρη­θεί ως α­φε­τη­ρία η α­να­κοί­νω­ση της έ­ντα­ξης της χώ­ρας στο ΔΝΤ α­πό τον τό­τε πρω­θυ­πουρ­γό, στις 23 Απρ. 2010, α­πό το α­κρι­τι­κό Κα­στε­λό­ρι­ζο, τό­τε, ως πρώ­το βι­βλίο της εν λό­γω κα­τη­γο­ρίας, θα πρέ­πει να εγ­γρα­φεί η νου­βέ­λα του Γιάν­νη Μα­κρι­δά­κη, «Λα­γού μαλ­λί». Κα­θώς η κρί­ση, α­ντί να υ­πο­χω­ρή­σει, δυ­νά­μω­νε και ε­πε­κτει­νό­ταν, άρ­χι­σαν να πλη­θαί­νουν τα σχε­τι­κά πε­ζά. Ορι­σμέ­να ε­πι­κε­ντρώ­νο­νταν σε κά­ποια α­πό τα ε­πι­μέ­ρους συμ­βά­ντα, κο­ντά ό­μως σε αυ­τά, πολ­λά πε­ζά με δια­φο­ρε­τι­κή ε­στία­ση, ε­πέ­λε­γαν το σκη­νι­κό της κρί­σης ως φό­ντο. Η φαι­νο­με­νι­κή ευ­κο­λία ε­νός θέ­μα­τος, που πα­ρέ­με­νε στο κέ­ντρο της ε­πι­και­ρό­τη­τας, προ­σέλ­κυ­σε αρ­χι­κά τους νεό­τε­ρους συγ­γρα­φείς, πα­ρα­κι­νώ­ντας και αρ­κε­τούς πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­κό­μη στα “θρα­νία” των σε­μι­να­ρίων δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής. Στη συ­νέ­χεια, προέ­κυ­ψαν διη­γή­μα­τα, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, μέ­χρι συλ­λο­γές ι­στο­ριών και συ­να­γω­γές διη­γη­μά­των πε­ρισ­σό­τε­ρων συγ­γρα­φέων. Με τα πρό­σφα­τα μπε­στ-σέ­λερ της Ρέ­ας Γα­λα­νά­κη, «Η ά­κρα τα­πεί­νω­ση», ε­στια­σμέ­νο στην κρί­ση, και της Ιωάν­νας Κα­ρυ­στιά­νη, «Το φα­ράγ­γι», πλα­γίως συ­σχε­τι­σμέ­νο, ό­λα δεί­χνουν πως η πε­ζο­γρα­φία της κρί­σης δεν έ­χει κλεί­σει τον κύ­κλο της.  Αντι­θέ­τως,  συ­νε­χί­ζε­ται.
Στην πρό­σφα­τη σο­δειά, ω­στό­σο, αρ­χί­ζει να δια­κρί­νε­ται ευ­κρι­νέ­στε­ρα, μία α­πό ε­δώ και αρ­κε­τό και­ρό εκ­κο­λα­πτό­με­νη τά­ση, που συν­δυά­ζε­ται με αλ­λα­γή ο­πτι­κής, αυ­τή τη φο­ρά, ό­χι σε ε­πί­πε­δο ι­δε­ο­λο­γίας, ό­πως στην πε­ρί­πτω­ση των α­να­σκευα­σμέ­νων ι­στο­ρι­κών μυ­θι­στο­ρη­μά­των, αλ­λά στο χώ­ρο των η­θών. Εί­ναι μία στρο­φή της πε­ζο­γρα­φίας, αν, βε­βαίως, ε­ξε­λι­χθεί σε στρο­φή, προς τον ε­ρω­τι­κό το­μέα. Όπως φαί­νε­ται, ως α­ντι­στάθ­μι­σμα στην γε­νι­κό­τε­ρη ψυ­χο­συ­ναι­σθη­μα­τι­κή και δια­νο­η­τι­κή κα­τα­πό­νη­ση α­πό την κρί­ση, δεν προ­σέλ­κυ­σε το πρό­τυ­πο των ρο­μά­ντσων, αλ­λά η σε­ξουα­λι­κή ό­ψη των αι­σθη­μα­τι­κών ι­στο­ριών. Πρό­κει­ται, ό­μως, για πα­ρε­πό­με­νο της κρί­σης, α­ντί­στοι­χο με ε­κεί­νο της κα­τά­κλυ­σης των α­στι­κών κέ­ντρων α­πό χώ­ρους πό­σης και ε­στία­σης; Ή, εί­ναι και ε­πα­κό­λου­θο των κοι­νω­νι­κών αλ­λα­γών σε θέ­μα­τα ε­πα­να­προσ­διο­ρι­σμού του φυ­σιο­λο­γι­κού στις σε­ξουα­λι­κές πρά­ξεις και ορ­μές; Αυ­τό το δεύ­τε­ρο ε­ρώ­τη­μα προ­κύ­πτει ως πι­θα­νό, δε­δο­μέ­νου ό­τι ο θό­ρυ­βος, που προ­κα­λεί το «Σύμ­φω­νο συμ­βίω­σης ο­μο­φύ­λων», ε­πι­σκία­σε ή μάλ­λον δια­σκέ­δα­σε την α­φό­ρη­τη ε­πι­και­ρό­τη­τα της κρί­σης. Κά­πως έ­τσι, πλή­θυ­ναν και στην πε­ζο­γρα­φία οι ο­μο­φυ­λό­φι­λοι έ­ρω­τες, κα­θώς και άλ­λες  σε­ξουα­λι­κές α­πο­κλί­σεις. Ως γνω­στόν, ό,τι α­πα­σχο­λεί τα ΜΜΕ, ε­πη­ρεά­ζει έ­να ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό και βε­βαίως, τους συγ­γρα­φείς. Κα­θώς έ­χουν τις κε­ραίες τους τε­ντω­μέ­νες, α­ντι­λή­φθη­καν τά­χι­στα πως έ­χουν πλέ­ον το ε­λεύ­θε­ρο να πλά­θουν “βι­τσιό­ζους” ή­ρωες και να πε­ρι­γρά­φουν τις λε­γό­με­νες άλ­λο­τε “α­νω­μα­λίες”, χω­ρίς να φο­βού­νται πως τα βι­βλία τους θα α­πε­μπο­λη­θούν α­πό τα σχο­λι­κά εγ­χει­ρί­δια. 
Άλλω­στε, πριν α­πό τους συγ­γρα­φείς, πρώ­τοι οι νεό­τε­ροι λε­ξι­κο­γρά­φοι φρό­ντι­σαν να α­πο­κα­θά­ρουν τους ο­ρι­σμούς ο­ρι­σμέ­νων λέ­ξεων, με πρώ­τον αυ­τόν της ο­μο­φυ­λο­φι­λίας, α­πό σπι­λω­τι­κές συν­δη­λώ­σεις, ώ­στε να συμ­βα­δί­ζουν με το ση­με­ρι­νό πο­λι­τι­κώς ορ­θό. Λ.χ., το «Λε­ξι­κό της Πρωίας», του 1933, ο­ρί­ζει την ο­μο­φυ­λο­φι­λία ως γε­νε­τή­σιο δια­στρο­φή. Το «Μέ­γα λε­ξι­κόν της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σης» του Δ. Δη­μη­τρά­κου, που εκ­δί­δει τον πρώ­το τό­μο το 1936 και τον έ­να­το το 1950, στον έ­κτο τό­μο, υιο­θε­τεί για την ο­μο­φυ­λο­φι­λία τον ί­διο α­κρι­βώς ο­ρι­σμό. Ού­τε το «Λε­ξι­κόν της νέ­ας ελ­λη­νι­κής γλώσ­σης» του Ιωαν. Στα­μα­τά­κου, έκ­δο­ση του 1971, δια­φο­ρο­ποιεί­ται. Ωστό­σο, τα δυο «Λε­ξι­κά της κοι­νής νε­ο­ελ­λη­νι­κής», του Ιδρύ­μα­τος Μ. Τρια­ντα­φυλ­λί­δη και του Γ. Μπα­μπι­νιώ­τη, εκ­δό­σεις του 1998, πα­ρα­κά­μπτουν τα πε­ρί δια­στρο­φής, με τον πε­ρι­γρα­φι­κό ο­ρι­σμό, που πα­ρα­τί­θε­ται ε­πε­ξη­γη­μα­τι­κά και στα πα­λαιό­τε­ρα λε­ξι­κά: “σε­ξουα­λι­κή σχέ­ση α­τό­μου προς ά­το­μο του ι­δίου φύ­λου”. Δια­τη­ρούν, πά­ντως, για άλ­λες πα­ρεκ­κλί­σεις, ό­πως, λ.χ., για την κο­προ­λα­γνεία (στου Τρια­ντα­φυλ­λί­δη με ει, κα­θώς η λα­τι­νι­κή εκ­δο­χή coprolagnea ε­τυ­μο­λο­γεί­ται ως δά­νειο της ελ­λη­νι­κής, στου Μπα­μπι­νιώ­τη, με ι, ε­τυ­μο­λο­γώ­ντας τη λέ­ξη α­πό την αγ­γλι­κή, coprolagnia), τη λέ­ξη δια­στρο­φή. Με ει α­πα­ντά­ται η λέ­ξη και στην ε­γκυ­κλο­παί­δεια Πά­πυ­ρος-Λα­ρούς-Μπρι­τάν­νι­κα. Εκεί, ό­μως, ο­ρί­ζε­ται ως σε­ξουα­λι­κή α­πό­κλι­ση, ε­νώ, για την ο­μο­φυ­λο­φι­λία ε­πι­λέ­γε­ται η πε­ρι­γρα­φι­κή α­πό­δο­ση.  Στου Μπα­μπι­νιώ­τη, κα­τα­χω­ρεί­ται, για πρώ­τη φο­ρά σε ελ­λη­νι­κό λε­ξι­κό ή και ε­γκυ­κλο­παί­δεια, η λέ­ξη ου­ρο­λα­γνία, ε­πί­σης με ι ως αγ­γλι­κό δά­νειο.
Μην βια­στεί­τε να πε­ρι­γε­λά­σε­τε την λε­ξι­κο­γρα­φι­κή μας ε­ντρύ­φη­ση. Αν την συμ­με­ρί­ζο­νταν οι συ­ντά­κτες του πε­ρι­βό­η­του Συμ­φώ­νου, και βε­βαίως οι πο­λι­τι­κοί, κα­θώς και οι εκ­κλη­σια­στι­κοί πα­ρά­γο­ντες, δεν θα διέ­πρατ­ταν αυ­τήν τη με­γά­λη α­δι­κία α­πέ­να­ντι σε μία μειο­ψη­φία, που μό­νη της α­μαρ­τία στά­θη­κε η μη α­νο­χή άλ­λου κά­τω α­πό την ί­δια στέ­γη. Να θυ­μί­σου­με πως η πρω­ταρ­χι­κή υ­πο­χρέω­ση των έγ­γα­μων εί­ναι η συ­γκα­τοί­κη­ση. Αυ­στη­ρό το οι­κο­γε­νεια­κό δί­κιο, α­να­γνω­ρί­ζει ως αυ­το­τε­λή, ό­πως λέ­γε­ται, λό­γο δια­ζυ­γίου την ε­γκα­τά­λει­ψη της συ­ζυ­γι­κής στέ­γης. Αυ­τή η δέ­σμευ­ση, με το πε­ρι­βό­η­το Σύμ­φω­νο, ε­πε­κτεί­νε­ται σε ό­λες τις συ­γκα­τοι­κή­σεις δύο α­τό­μων, που πλη­ρούν του­λά­χι­στον το έ­να α­πό τα ε­ξής δυο: να εί­ναι του αυ­τού βιο­λο­γι­κού φύ­λου ή ο­μο­ε­θνείς. Για πα­ρά­δειγ­μα, δεν προ­στα­τεύε­ται α­πό το Σύμ­φω­νο η συμ­βίω­ση Έλλη­να με αλ­λο­δα­πή, αλ­λά αυ­τοί έ­χουν τον πο­λι­τι­κό γά­μο. Δεν θα αρ­γή­σει κά­ποιος μο­νή­ρης να κα­τα­φύ­γει στο Ευ­ρω­παϊκό Δι­κα­στή­ριο, ο­πό­τε θα γί­νει με­γα­λύ­τε­ρος θό­ρυ­βος και βε­βαίως, θα προ­κύ­ψουν νέα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Προς το πα­ρόν, ας δού­με, με βά­ση το τρέ­χον πο­λι­τι­κώς ορ­θό, τι δεν θεω­ρεί­ται πλέ­ον “δια­στρο­φή”, για να γνω­ρί­ζουν και οι συγ­γρα­φείς τις κόκ­κι­νες γραμ­μές των σχο­λι­κών βι­βλίων. Κά­πο­τε, εί­θε ό­σο το δυ­να­τόν αρ­γό­τε­ρα, θα φύ­γει η γαλ­λι­κή φι­νέ­τσα α­πό το ΥΠ­ΠΟ και μπο­ρεί να ε­πα­νέλ­θει τρι­πο­λι­τσιώ­τι­κη μα­γκού­ρα.
Οπως και να έ­χει, η στρο­φή της πε­ζο­γρα­φίας προς τα ε­ρω­τι­κά δεν συ­νά­ντη­σε α­ντι­δρά­σεις, ό­πως η πα­λαιό­τε­ρη στα χω­ρία της Ιστο­ρίας. Οι συγ­γρα­φείς, με­τά τα πρώ­τα α­νοίγ­μα­τα, μάλ­λον διε­ρευ­νη­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα, προς μία ε­λευ­θε­ριά­ζου­σα ο­πτι­κή, ε­γκα­τέ­λει­ψαν την ε­πι­φυ­λα­κτι­κό­τη­τα του υ­παι­νι­κτι­κού και ελ­λει­πτι­κού λό­γου. Οι υ­πο­θέ­σεις των πε­ζών τους έ­γι­ναν τολ­μη­ρό­τε­ρες, οι πε­ρι­γρα­φές ω­μό­τε­ρες, ο ρε­α­λι­σμός σκλη­ρό­τε­ρος. Ως θέ­μα η αν­δρι­κή ο­μο­φυ­λο­φι­λία, που ή­ταν για χρό­νια η πιο συ­χνά α­πα­ντώ­με­νη μορ­φή ο­μο­φυ­λο­φι­λίας, έ­χει υ­πο­χω­ρή­σει, πα­ρα­χω­ρώ­ντας την πρώ­τη θέ­ση στον λε­σβια­σμό. Στην πε­ζο­γρα­φι­κή σο­δειά του 2015, κα­τα­γρά­φου­με τον λε­σβια­κό έ­ρω­τα στο μυ­θι­στό­ρη­μα, «Η Αλε­ξάν­δρα», του Ανδρέα Μή­τσου, που θα ή­ταν μάλ­λον ε­ντε­λέ­στε­ρο χω­ρίς αυ­τόν. Άλλη σκευή α­παι­τεί η πε­ρι­γρα­φή του α­φη­γη­τή να παίρ­νει μά­τι, ό­πως σε έ­να α­πό τα πρώ­τα του διη­γή­μα­τα, και άλ­λη το πλά­σι­μο γυ­ναι­κείου ο­μο­φυ­λό­φι­λου χα­ρα­κτή­ρα. Επί­σης, τα λε­σβια­κά διη­γή­μα­τα της Έλ. Μα­ρού­τσου, στη συλ­λο­γή, «Οι χυ­δαίες ορ­χι­δέες», και ως διάν­θι­σμα, την μο­νό­πλευ­ρη ε­ρω­τι­κή έλ­ξη προς τη φί­λη της, στο μυ­θι­στό­ρη­μα, «Ήμι­συ του πα­ντός» της Δ. Κολ­λιά­κου.
Στην τρέ­χου­σα πα­ρα­γω­γή, ω­στό­σο, η πιο α­ρε­στή μορ­φή ο­μο­φυ­λο­φι­λίας εί­ναι η ρέ­που­σα προς την παι­δε­ρα­στία, ό­που, συ­χνό­τε­ρα, πρό­κει­ται για ά­το­μο στην ε­φη­βεία. Θυ­μί­ζου­με α­πό την σο­δειά του 2014, το  μυ­θι­στό­ρη­μα, «7 θυ­μοί», του Χρή­στου Βού­που­ρα. Και βε­βαίως, το πρό­σφα­το του Μέ­νη Κου­μα­ντα­ρέα, «Η σει­ρή­να της ε­ρή­μου». Πα­ρα­μέ­νο­ντας στην σε­ξουα­λι­κή α­πό­κλι­ση της ο­μο­φυ­λο­φι­λίας, έ­να άλ­λο ση­μείο, που δεν φαί­νε­ται δευ­τε­ρεύον, στο ο­ποίο δια­φο­ρο­ποιεί­ται η πρό­σφα­τη πε­ζο­γρα­φι­κή τά­ση α­πό την α­πο­κα­λού­με­νη “γκέι λο­γο­τε­χνία”, εί­ναι η σε­ξουα­λι­κή ταυ­τό­τη­τα του συγ­γρα­φέα. Πα­λαιό­τε­ρα, που ο βιο­γρα­φι­σμός α­πο­τε­λού­σε μέ­ρος της κρι­τι­κής προ­σέγ­γι­σης, ή­ταν γνω­στό πως η ο­μο­φυ­λό­φι­λη λο­γο­τε­χνία γρα­φό­ταν, κυ­ρίως, με βά­ση προ­σω­πι­κές ε­μπει­ρίες. Στα ση­με­ρι­νά πε­ζά, α­πό ό­σο γνω­ρί­ζου­με και λό­γω του ό­τι η ο­μο­φυ­λό­φι­λη ταυ­τό­τη­τα δεν α­πο­κρύ­βε­ται πλέ­ον, αυ­τός ο κα­νό­νας δεν ι­σχύει. Άλλω­στε, τα α­νοίγ­μα­τα των συγ­γρα­φέων προς σε­ξουα­λι­κές α­πο­κλί­σεις, που ε­ξα­κο­λου­θούν, του­λά­χι­στον λε­ξι­κο­γρα­φι­κά, να α­πο­δί­δο­νται ως στρε­βλώ­σεις του σε­ξουα­λι­κού εν­στί­κτου ή και ψυ­χο­πα­θο­λο­γι­κές δια­στρο­φές, δεί­χνουν πως θα πρέ­πει να πρό­κει­ται για α­να­ζη­τή­σεις, μα­κράν του βιω­μα­τι­κού πε­δίου.
Έδα­φος κερ­δί­ζει και η αι­μο­μι­ξία, που ξε­κί­νη­σε α­πό θείους και α­νί­ψια, ως τρυ­φε­ρές ο­μο­φυ­λό­φι­λες ε­πα­φές ή και α­σελ­γείς ε­τε­ρο­φυ­λό­φι­λες. Συν τω χρό­νω, το εν­δια­φέ­ρον των συγ­γρα­φέων στρά­φη­κε στις σε­ξουα­λι­κές σχέ­σεις με­τα­ξύ εξ αί­μα­τος συγ­γε­νών πρώ­του βαθ­μού, του­τέ­στιν γο­νέων με­τά τέ­κνων. Από τους τέσ­σε­ρις συν­δυα­σμούς, στην πρό­σφα­τη πε­ζο­γρα­φία κα­τα­γρά­φο­νται οι τρεις. Μέ­νει τα­μπού η σχέ­ση πα­τή­ρ-υιός, που πέ­ρα­σε στον κι­νη­μα­το­γρά­φο, στην εκ­δο­χή, ο υιός τρα­βε­στί-ο πα­τήρ εν α­γνοία της ταυ­τό­τη­τας του ε­ρω­τι­κού συ­ντρό­φου του. Στην εν λό­γω α­πό­κλι­ση, θα ε­πα­νέλ­θου­με με α­φορ­μή τη συλ­λο­γή, «Τα ό­νει­ρα μού δέ­λουν», του Σω­τή­ρη Δη­μη­τρίου. Για να ο­λο­κλη­ρώ­σου­με, ό­μως, με τις πιο σκαν­δα­λιά­ρι­κες πε­ρι­πτώ­σεις της πρό­σφα­της ε­ρω­τι­κής στρο­φής, κα­τα­γρά­φου­με στα  και­νο­φα­νή, του­λά­χι­στον στα κα­θ’ η­μάς, την ου­ρο­λα­γνία ή και ου­ρο­φι­λία, ό­που, σύμ­φω­να με τον ο­ρι­σμό, η σε­ξουα­λι­κή διέ­γερ­ση προ­κα­λεί­ται α­πό τη θέα, την ό­σφρη­ση ή και την κα­τά­πο­ση ού­ρων, συ­χνό­τε­ρα, πρό­κει­ται για υ­γρά προ­σφι­λούς προ­σώ­που. Σε δυο πρό­σφα­τα βι­βλία, το μυ­θι­στό­ρη­μα της Ε. Σω­τη­ρο­πού­λου, «Τι μέ­νει α­πό τη νύ­χτα», και τα διη­γή­μα­τα του Δη­μη­τρίου, πε­ρι­γρά­φο­νται πε­ρι­στα­τι­κά βρώ­σης τρο­φί­μου ή πι­πι­λί­σμα­τος πράγ­μα­τος, ε­μπο­τι­σμέ­νου στα σω­μα­τι­κά υ­γρά.
Όταν α­νοί­γεις το πα­ρά­θυ­ρο σε νέ­ους α­νέ­μους, κά­ποιες πρώ­τες ε­πι­ση­μάν­σεις με κρι­τι­κή διά­θε­ση εί­ναι μάλ­λον α­να­γκαίες. Βε­βαίως, μό­νο α­πό αι­σθη­τι­κής πλευ­ράς, κα­θώς οι θε­μα­τι­κές ε­πι­λο­γές α­νή­κουν πλέ­ον στο α­πυ­ρό­βλη­το. Ου­δείς κρι­τι­κός κα­τα­φεύ­γει σή­με­ρα στη χρή­ση του ξε­χα­σμέ­νου ό­ρου “α­σε­μνο­λο­γία”. Αυ­τός βρί­σκε­ται βα­θιά θαμ­μέ­νος στα νε­κρο­τα­φεία των λε­ξι­κών. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 7/2/2016.

Φωτο:  Ένα από τα 12 σχέδια του Νταίηβιντ Χώκνεϋ για 14 ερωτικά ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη, σε αγγλική μετάφραση του 1967.

Ένα όνομα, ένας στίχος, μία συγγραφέας - Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου

$
0
0
Ολι­γά­ριθ­μες εί­ναι οι “γρά­φου­σες” Ελλη­νί­δες, που συ­γκρα­τούν οι Ιστο­ρίες της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Λο­γο­τε­χνίας. Ανά­με­σα σε αυ­τές, με­τριού­νται στα δά­χτυ­λα ό­σες ε­πέ­λε­ξαν να εμ­φα­νι­στούν στα γράμ­μα­τα με δι­πλό ε­πί­θε­το. Οι πα­λαιό­τε­ρες εί­ναι ι­σά­ριθ­μες με τους α­ντί­στοι­χους άρ­ρε­νες “γρά­φο­ντες”, που φέ­ρουν δι­πλά ε­πί­θε­τα. Εκεί­νοι τι­μού­σαν τους δυο πα­τρο­γο­νι­κούς τους κλά­δους, ε­κεί­νες, τον πα­τρι­κό και τον γα­μή­λιο. Δί­κην πα­ρα­δείγ­μα­τος, στους 183 πε­ζο­γρά­φους, α­πό ι­δρύ­σεως του ελ­λη­νι­κού κρά­τους μέ­χρι την α­πρι­λια­νή δι­κτα­το­ρία, α­πα­ντώ­νται 25 “γρά­φου­σες”, ό­που μό­νο μία δια­τη­ρεί δι­πλό ό­νο­μα έ­να­ντι τριών αν­δρών. Αντι­στοί­χως, στην ποίη­ση, στους 169, α­πό την ε­πο­χή του Πα­λα­μά μέ­χρι και την πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά, συ­γκρα­τού­νται μό­λις 15, πέ­ντε εξ αυ­τών με δι­πλό ό­νο­μα έ­να­ντι ε­νός αν­δρός.
Κα­τά κα­νό­να, για τις ύ­παν­δρες, το ό­νο­μα το κα­θο­ρί­ζει η σχέ­ση με­τα­ξύ του χρό­νου νύμ­φευ­σης και ε­κεί­νου της πρώ­της συγ­γρα­φι­κής εμ­φά­νι­σης. Ανά­λο­γα, ποιο α­πό τα δυο προ­κύ­πτει πρώ­το. Σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις, ω­στό­σο, πα­ρεμ­βαί­νει κα­θο­ρι­στι­κά η προ­σω­πι­κό­τη­τα της “γρά­φου­σας” σε σχέ­ση με ε­κεί­νη του ε­κλε­κτού της. Λ.χ., η Γα­λά­τεια Κα­ζα­ντζά­κη ξε­κι­νά ως Αλε­ξίου, ε­πί­σης η Ρί­τα Μπού­μη-Πα­πά, ως Μπού­μη, με­τά το γά­μο, ό­μως, η μεν πρώ­τη δια­γρά­φει το πα­τρι­κό, ε­νώ, η δεύ­τε­ρη το δια­τη­ρεί, προ­σθέ­το­ντας το συ­ζυ­γι­κό. Ως έ­να βαθ­μό, παί­ζει ρό­λο και η ε­πο­χή. Άλλο ο γά­μος το 1911 και άλ­λο το 1936. Όπως δεί­χνει και η πε­ρί­πτω­ση της Τα­τιά­νας Γκρί­τση-Μιλ­λιέ­ξ, που πρω­το­δη­μο­σιεύει συ­ζευγ­μέ­νη, έ­χο­ντας δια­τη­ρή­σει το δι­πλό ε­πώ­νυ­μο.

Ένα ό­νο­μα

Αλλά έ­τσι κι αλ­λιώς, με μο­νό ή δι­πλό ό­νο­μα, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες α­πό τις “γρά­φου­σες”, α­κό­μη και ε­κεί­νες, που το ό­νο­μά τους γρά­φτη­κε στις δέλ­τους της Ιστο­ρίας, σπα­νίως α­να­φέ­ρο­νται. Κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, μία “γρά­φου­σα” με δι­πλό ό­νο­μα, α­πό τις πολ­λές που έ­μει­ναν στα ψι­λά γράμ­μα­τα της Ιστο­ρίας, κά­θε τό­σο, ό­λο και κά­ποιος την μνη­μο­νεύει. Αφορ­μή δεν στέ­κε­ται η ί­δια, ού­τε το έρ­γο της. Πρό­κει­ται για την Κλε­α­ρέ­τη Δί­πλα-Μα­λά­μου, που α­πα­ντά­ται και ως Κλε­α­ρέ­τη Μα­λά­μου-Δί­πλα, αλ­λά η πρώ­τη εκ­δο­χή εί­ναι ε­κεί­νη που προ­κα­λεί το εν­δια­φέ­ρον. Την ύ­στε­ρη φή­μη της, κυ­ρίως με­τα­πο­λε­μι­κά, την ο­φεί­λει στον Κ. Γ. Κα­ρυω­τά­κη, που με­τα­μόρ­φω­σε το ο­νο­μα­τε­πώ­νυ­μό της σε στί­χο. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, στον στί­χο του, το Κλε­α­ρέ­τη Δί­πλα-Μα­λά­μου, εί­ναι γραμ­μέ­νο ε­ντός ει­σα­γω­γι­κών ω­σάν τίτ­λος. Μα­ζί με τον στί­χο, που α­κο­λου­θεί, “και δί­πλα σ’ αυ­τό τ’ ό­νο­μά μου”, α­πο­τε­λεί το τρί­το α­πό τα εν­νέα δί­στι­χα, που α­παρ­τί­ζουν το ποίη­μα, «Στα­διο­δρο­μία», α­πό το τρί­το μέ­ρος, «Σά­τι­ρες», της τρί­της ποιη­τι­κής συλ­λο­γής του, «Ελε­γείες και σά­τι­ρες».
Το τε­λευ­ταίο αυ­τό βι­βλίο του Κα­ρυω­τά­κη κυ­κλο­φό­ρη­σε μέ­σα στο τρί­το δε­καή­με­ρο Δεκ. 1927. Ωστό­σο, το συ­γκε­κρι­μέ­νο ποίη­μα μα­ζί με το α­κρι­βώς προ­η­γού­με­νό του στην πα­ρά­τα­ξη του βι­βλίου, «Μι­κρή α­συμ­φω­νία εις α μεί­ζον», έ­τυ­χαν προ­δη­μο­σίευ­σης (σε α­ντί­στρο­φη σει­ρά) προς δια­φή­μι­ση της έκ­δο­σης, στη φι­λο­λο­γι­κή «Κυ­ρια­κή» της εφ. «Ελεύ­θε­ρον Βή­μα», στις 20 Νοε. Το πρώ­το ποίη­μα, γνω­στό­τε­ρο με τον πρώ­το στί­χο του, “Α! κύ­ριε, κύ­ριε Μα­λα­κά­ση,”, συ­νο­δευό­ταν α­πό την υ­πο­ση­μείω­ση: “Οι στί­χοι αυ­τοί α­πευ­θύ­νο­νται στον κο­σμι­κό κύ­ριο, και ό­χι στον ποιη­τή Μα­λα­κά­ση, του ο­ποίου δε θα μπο­ρού­σε να πα­ρα­γνω­ρί­σει κα­νείς το ση­μα­ντι­κό έρ­γο.” Το δεύ­τε­ρο, κα­θώς ο ποιη­τής το δη­μο­σίευ­σε χω­ρίς ε­πε­ξη­γη­μα­τι­κή υ­πο­ση­μείω­ση, καλ­λιέρ­γη­σε σε με­τα­γε­νέ­στε­ρους, που α­γνοού­σαν την “γρά­φου­σα”, έ­ναν γρί­φο γύ­ρω α­πό τον συ­γκε­κρι­μέ­νο στί­χο.
Τι ε­πι­ζη­τού­σε ο Κα­ρυω­τά­κης να δεί­ξει; Ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης, στη σχο­λια­σμέ­νη έκ­δο­ση των Απά­ντων Κα­ρυω­τά­κη του 1992, α­φή­νει την πι­θα­νό­τη­τα ο δεύ­τε­ρος στί­χος του δί­στι­χου να ε­νέ­χει “τυ­πο­γρα­φι­κή α­βλε­ψία της ε­φη­με­ρί­δας”, προ­τεί­νο­ντας ως σω­στό­τε­ρη την πα­ραλ­λα­γή “και δί­πλα σ’ αυ­τήν τ’ ό­νο­μά μου”. Στην ε­πό­με­νη ει­κο­σα­ε­τία, ο προ­βλη­μα­τι­σμός γύ­ρω α­πό τον γρί­φο του εν λό­γω δί­στι­χου έ­μει­νε με­τέω­ρος  α­νά­με­σα στο πρω­τό­τυ­πο και την διορ­θω­τι­κή ει­κα­σία του Σαβ­βί­δη. Ο Απ. Μπε­νά­τσης, το 2004, στη με­λέ­τη του για τον Κα­ρυω­τά­κη, σχο­λιά­ζει: “Το ποιη­τι­κό υ­πο­κεί­με­νο δεν α­να­φέ­ρει το δι­κό του ό­νο­μα, ε­νώ πα­ρα­θέ­τει ο­λό­κλη­ρο το ε­πώ­νυ­μο της συ­να­δέλ­φου του. Δη­λώ­νει με τρό­πο αυ­τό ό­τι αυ­τή εί­ναι γνω­στή, ε­νώ αυ­τός πα­ρα­μέ­νει ά­γνω­στος... Δια­πι­στώ­νου­με ό­τι το «αυ­τό» α­να­φέ­ρε­ται σε μία γυ­ναί­κα... μι­λά­ει για την Κλε­α­ρέ­τη σαν να μην ή­ταν πρό­σω­πο, αλ­λά πράγ­μα”. Ο Τ. Κα­για­λής σπεύ­δει να τον διορ­θώ­σει, υ­πο­δει­κνύο­ντας πως το ό­νο­μα βρί­σκε­ται ε­ντός ει­σα­γω­γι­κών, ο­πό­τε το ου­δέ­τε­ρο γέ­νος της α­ντω­νυ­μίας εί­ναι ορ­θό. Και συ­νε­χί­ζει, ερ­μη­νεύο­ντας τις προ­θέ­σεις του ποιη­τή: “Εκεί­νο, που φα­ντά­ζε­ται με α­πο­τρο­πια­σμό δί­πλα στο ό­νο­μά του, δεν εί­ναι η συγ­γρα­φέ­ας αυ­το­προ­σώ­πως, αλ­λά το εμ­βλη­μα­τι­κό ο­νο­μα­τε­πώ­νυ­μό της.”
Ο Μπε­νά­τσης συ­νε­χί­ζει, ε­πι­ση­μαί­νο­ντας τη “δια­κει­με­νι­κή σχέ­ση”, που υ­πάρ­χει με­τα­ξύ δί­στι­χου και ποιή­μα­τος του Εγγο­νό­που­λου, με τίτ­λο, «Κλε­α­ρέ­τη Δί­πλα-Μα­λά­μου», α­πό τη συλ­λο­γή «Στην κοι­λά­δα με τους ρο­δώ­νες», που έ­χει ως μό­το: “... Κλε­α­ρέ­τη Δί­πλα-Μα­λά­μου, / και δί­πλα σ’ αυ­τή τ’ ό­νο­μά μου. / Κ. Κα­ρυω­τά­κης”. Ει­κά­ζει α­ντι­πα­ρά­θε­ση του νεό­τε­ρου προς τον πρε­σβύ­τε­ρο ποιη­τή: Ο Εγγο­νό­που­λος “α­πο­κα­θι­στά την Κλε­α­ρέ­τη ως πρό­σω­πο”, ε­νώ το κα­ρυω­τα­κι­κό “αυ­τό” εί­χε “υ­πο­τι­μη­τι­κή ση­μα­σία”. Ο Κα­για­λής ε­πι­μέ­νει: “Όχι μό­νο δεν α­πο­κα­θι­στά τη συγ­γρα­φέα, αλ­λά με­τα­τρέ­πει μια σκω­πτι­κή α­να­φο­ρά στο ό­νο­μά της σε ά­κομ­ψο λί­βε­λο (τον ο­ποίο χρεώ­νει στον Κα­ρυω­τά­κη, η υ­πο­γρα­φή του ο­ποίου εμ­φα­νί­ζε­ται φαρ­διά πλα­τιά κά­τω α­πό τον πα­ραλ­λαγ­μέ­νο στί­χο).”
Σχε­τι­κά με το ποίη­μα του Εγγο­νό­που­λου, υ­πάρ­χει και η πα­λαιό­τε­ρη ερ­μη­νεία του Κ. Βούλ­γα­ρη. Στο βι­βλίο του για τον Κα­ρυω­τά­κη, το 1989, σχο­λιά­ζει τη σχέ­ση των δυο ποιη­τώ­ν: “Η α­γω­νιώ­δης αι­σιο­δο­ξία του Εγγο­νό­που­λου για την α­τέρ­μο­νο ζωή του Κα­ρυω­τά­κη... τον κά­νει να του στέλ­νει καρ­τ-πο­στάλ της Πρέ­βε­ζας με το ποίη­μα «Κλε­α­ρέ­τη Δί­πλα-Μα­λά­μου»”. Αυ­τή η αλ­λη­γο­ρι­κή ερ­μη­νεία βρί­σκε­ται μάλ­λον πλη­σιέ­στε­ρα στα αι­σθή­μα­τα του Εγγο­νό­που­λου, κα­θώς συμ­φω­νεί και με την α­πό­φαν­σή του, “στο Με­σο­πό­λε­μο οι πραγ­μα­τι­κά Με­γά­λοι ή­ταν... αυ­τοί μό­νοι οι τρεις: Κα­ρυω­τά­κης, Παρ­θέ­νης και Κό­ντο­γλους”. Άλλω­στε, το μό­το, με τις πα­ραλ­λα­γές που ε­πι­φέ­ρει στο δί­στι­χο και την υ­πο­γρα­φή του Κα­ρυω­τά­κη χω­ρίς το αρ­χι­κό του πα­τρώ­νυ­μου, έ­χει ά­τυ­πο χα­ρα­κτή­ρα ε­πι­στο­λής. Ένα ποίη­μα δί­κην ε­πι­στο­λής, με την ει­κό­να της Πρέ­βε­ζας, που εί­δε αυ­τός δί­πλα σε ε­κεί­νη με τις “κάρ­γες” ή και τις “κου­ρού­νες” του Αυ­τό­χει­ρα. Ένα ποίη­μα, που το­πο­θε­τεί τον Τρι­πο­λι­τσιώ­τη α­νά­με­σα σε δυο Πρε­βε­ζά­νους, την Δί­πλα-Μα­λά­μου και τον προ­σφι­λή του ή­ρωα, Οδυσ­σέα Ανδρού­τσο, τον “Μου­τσα­νά”, γιο του προ­ε­πα­να­στα­τι­κού Ανδρέα Βρού­τση, γνω­στού και ως Μου­τσα­νά.
Να προ­σθέ­σου­με και μία πτυ­χή του ποιή­μα­τος, που πι­θα­νόν δια­φεύ­γει των ση­με­ρι­νών με­λε­τη­τών. Για τον Εγγο­νό­που­λο, το Δί­πλα-Μα­λά­μου θα πρέ­πει να ή­ταν πράγ­μα­τι εμ­βλη­μα­τι­κό, κα­θώς πά­ντρευε τον Ευ­ρυ­τά­να κλε­φταρ­μα­τω­λό Βα­σί­λη Δί­πλα, νου­νό του Κα­τσα­ντώ­νη, με την Σου­λιώ­τι­κη οι­κο­γέ­νεια των Μα­λα­μαίων. Έτσι, στο ποίη­μα, υ­πάρ­χει συμ­με­τρία α­νά­με­σα σε δυο ζεύ­γη η­ρωι­κώς πε­σό­ντων προ και κα­τά τη διάρ­κεια της Ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης. Δεν α­πο­κλείε­ται, μά­λι­στα, ο Εγγο­νό­που­λος, με την υ­περ­ρε­α­λι­στι­κή του προ­σέγ­γι­ση, να α­κούει στις κα­ρυω­τα­κι­κές “κάρ­γιες” το στί­χο του δη­μο­τι­κού ά­σμα­τος: “πολ­λή τουρ­κιά μας πλά­κω­σε μαύ­ρη σαν κα­λια­κού­δι”.
Ο Σάβ­βας Παύ­λου, το 2011, στο βι­βλίο του, «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κά και άλ­λα», σχο­λιά­ζει με τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τρό­πο του, με­τα­ξύ ει­ρω­νείας και ρο­μα­ντι­σμού: “Πρέ­πει να λο­γι­στού­με ό­λοι μας την πί­κρα της ευ­γε­νούς δέ­σποι­νας, ποιή­τριας και πε­ζο­γρά­φου Κλε­α­ρέ­της Δί­πλα-Μα­λά­μου, ό­ταν συ­νει­δη­το­ποίη­σε...πως δεν ή­ταν πα­ρά ο στί­χος του Κα­ρυω­τά­κη.” Κι ό­μως, ε­κεί­νη δεν θα πρέ­πει να πι­κρά­θη­κε, δε­δο­μέ­νου πως, για τους συ­γκαι­ρι­νούς της, ή­ταν μία γνω­στή συγ­γρα­φέ­ας. Το 1929, μά­λι­στα, το δεύ­τε­ρο βι­βλίο της εί­ναι το πρώ­το βι­βλίο “γρά­φου­σας”, που τι­μά­ται με βρα­βείο της Ακα­δη­μίας Αθη­νών.

Ένας στί­χος

Η πρώ­τη ποιη­τι­κή συλ­λο­γή της, «Στο διά­βα μου», εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει αρ­χές 1922. Η δεύ­τε­ρη του Κα­ρυω­τά­κη, «Νη­πεν­θή», Αύγ. 1921. Για το δι­κό της βι­βλίο εί­χαν δη­μο­σιευ­τεί του­λά­χι­στον τρεις κρι­τι­κές, με­τα­ξύ των ο­ποίων μία ευ­νοϊκή του Ξε­νό­που­λου, ε­νώ, για του Κα­ρυω­τά­κη έ­ξι. Αμφό­τε­ρα εί­χαν πα­ρου­σια­στεί στο πε­ριο­δι­κό «Ο Νου­μάς», αλ­λά α­πό δια­φο­ρε­τι­κούς κρι­τι­κούς. Σε έ­να πε­ριο­δι­κό, ό­μως, ο κα­θ’ ύ­λην αρ­μό­διος εί­χε γρά­ψει και για τα δυο βι­βλία. Ήταν ο Μ. Εσπε­ρι­νός στο ε­τή­σιο «Δελ­τίο του Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου». Πι­στεύου­με πως ο κα­ρυω­τα­κι­κός στί­χος ορ­μά­ται α­πό αυ­τές τις δυο κρι­τι­κές, που δη­μο­σιεύ­τη­καν στον 10ο τό­μο του 1922 και ο ο­ποίος κυ­κλο­φό­ρη­σε Αύγ. 1923. Αυ­τές ή­ταν και οι τε­λευ­ταίες κρί­σεις για τα ποιη­τι­κά τους βι­βλία. Δη­μο­σιεύ­τη­καν εν πα­ρα­τά­ξει μα­ζί με άλ­λες ε­πτά, συ­γκε­ντρω­μέ­νες στο τέ­λος του τό­μου, με κοι­νό τίτ­λο, «Βι­βλιο­κρι­σίες», και κοι­νή υ­πο­γρα­φή. Τέ­ταρ­τη στη σει­ρά του Κα­ρυω­τά­κη, ό­γδοη της Δί­πλα-Μα­λά­μου. Ο κρι­τι­κός εί­χε στα­θεί αυ­στη­ρός και για τις δυο, πε­ρισ­σό­τε­ρο για ε­κεί­νη του Κα­ρυω­τά­κη. Οπό­ταν θα ταί­ρια­ζε σε αμ­φό­τε­ρες ως συ­μπέ­ρα­σμα, ο πρώ­τος στί­χος α­πό το δεύ­τε­ρο δί­στι­χο του ποιή­μα­τος «Στα­διο­δρο­μία»: “«Οι στί­χοι πα­ρέ­χουν ελ­πί­δες»”. Αυ­τός ο στί­χος ζευ­γα­ρώ­νει με τον στί­χο, “θα γρά­ψουν οι ε­φη­με­ρί­δες.” και προ­η­γεί­ται του δί­στι­χου της Κλε­α­ρέ­της Δί­πλα-Μα­λά­μου.
Ει­κά­ζου­με πως ο Κα­ρυω­τά­κης, με αυ­τό το ποίη­μα, σαρ­κά­ζει την μελ­λο­ντι­κή τύ­χη της τρί­της συλ­λο­γής του, κα­θώς φα­ντα­σιώ­νε­ται πως θα εί­ναι ό­μοια με της προ­η­γού­με­νης. Εκκι­νεί α­πό τον πρώ­το στί­χο του πρώ­του ποιή­μα­τος της δεύ­τε­ρης συλ­λο­γής του, “Δι­κά μου οι Στί­χοι, απ’ το αί­μα μου, παι­διά.”, πα­ραλ­λάσ­σο­ντάς τον, “Τη σάρ­κα, το αί­μα θα βά­λω / σε σχή­μα βι­βλίου με­γά­λο.” Συ­νε­χί­ζει, στο ε­πό­με­νο δί­στι­χο, με την ε­τυ­μη­γο­ρία των κρι­τι­κών. Και κα­τα­λή­γει με την ει­κό­να α­πό τις σε­λί­δες του ε­ντύ­που που φι­λο­ξέ­νη­σε την τε­λευ­ταία κρι­τι­κή πα­ρου­σία­ση του βι­βλίου του, την ο­ποία δια­δέ­χθη­κε σιω­πή και, πι­θα­νώς, α­πού­λη­τα α­ντί­τυ­πα, πα­ρα­κα­τα­θή­κη στο Βι­βλιο­πω­λείο του Βα­σι­λείου, “το στέ­κι του”.  Για­τί, ό­μως, ε­πι­λέ­γει την Δί­πλα-Μα­λά­μου και ό­χι κά­ποιον άλ­λο α­πό τους κρι­νό­με­νους; Συμ­βάλ­λει, σί­γου­ρα, η ο­μοιο­κα­τα­λη­ξία, ε­πι­προ­σθέ­τως, ό­μως, εί­ναι και η πιο α­δύ­να­μη πε­ρί­πτω­ση. Όχι ό­σο α­φο­ρά το βι­βλίο της, που, το πι­θα­νό­τε­ρο, ο Κα­ρυω­τά­κης α­γνο­εί, αλ­λά ε­πει­δή εί­ναι “γρά­φου­σα” και δη πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη. 
Όσο για τον υ­παί­τιο κρι­τι­κό αυ­τής της κει­με­νι­κής ει­κό­νας, εί­ναι ψευ­δώ­νυ­μος. Άνοι­ξη 1924, ο Κα­ρυω­τά­κης γνω­ρί­στη­κε με τον Ε. Ιωάν­νου, γνω­στό ή­δη ως Τέλ­λο Άγρα. Τό­τε, ί­σως και ευ­θύς ε­ξαρ­χής, ή­ξε­ρε πως ε­κεί­νος κρύ­βε­ται πί­σω α­πό το ψευ­δώ­νυ­μο Μ. Εσπε­ρι­νός, που ο Άγρας χρη­σι­μο­ποίη­σε μό­νο σε αυ­τήν τη δη­μο­σίευ­ση.  Πα­ρα­μέ­νει ζη­τού­με­νο το κα­τά πό­σο το γνώ­ρι­ζε η Δί­πλα-Μα­λά­μου. Ο Άγρας δη­μο­σίευ­σε κρι­τι­κές για δυο α­κό­μη βι­βλία της, αυ­τά πε­ζο­γρα­φι­κά, το 1929, υ­πο­γρά­φο­ντας με τα αρ­χι­κά του, και το 1935, ο­λο­γρά­φως. Πέ­ραν αυ­τών, συ­ντάσ­σει και το α­ντί­στοι­χο λήμ­μα της Με­γά­λης Ελλη­νι­κής Εγκυ­κλο­παι­δείας, με­τα­ξύ πλεί­στων άλ­λων, γραμ­μέ­νων την πε­ρίο­δο κα­τάρ­τι­σής της (1926-1934). Το συ­γκε­κρι­μέ­νο θα πρέ­πει να γρά­φτη­κε λί­γο με­τά την βρά­βευ­σή της α­πό την Ακα­δη­μία, το 1930.
Το λήμ­μα δη­μιούρ­γη­σε έ­ναν α­κό­μη γρί­φο, αυ­τήν τη φο­ρά, γύ­ρω α­πό την η­λι­κία της. Οι σχε­τι­κές α­να­φο­ρές κυ­μαί­νο­νται μέ­σα σε μία δε­κα­τριε­τία, 1886-1898. Ο Νί­κος Σα­ρα­ντά­κος, στη δια­δι­κτυα­κή συ­νο­μι­λία του με τον Παύ­λου, εκ­φρά­ζει την α­πο­ρία του: “Όλες οι πη­γές που συμ­βου­λεύ­τη­κα, δια­δι­κτυα­κές και χάρ­τι­νες, λέ­νε πως γεν­νή­θη­κε το 1897. Σε έ­να βι­βλίο, ω­στό­σο, του 2007, έκ­δο­ση της Εται­ρείας Λευ­κα­δι­κών Με­λε­τών, δί­νε­ται το 1886.” Να ση­μειώ­σου­με πως, στην εν λό­γω έκ­δο­ση, δεν δη­μο­σιεύε­ται η­με­ρο­λό­γιό της, ό­πως α­να­φέ­ρει, αλ­λά οι ο­μι­λίες α­πό εκ­δή­λω­ση, ό­που δί­νο­νται πε­ρι­κο­πές α­πό το η­με­ρο­λό­γιο, που πα­ρα­μέ­νει α­νέκ­δο­το. Πα­ρό­τι στην προ­με­τω­πί­δα, αλ­λά και σε ό­λες τις α­να­φο­ρές του βι­βλίου, α­να­φέ­ρε­ται το 1886, στην πρό­σκλη­ση της εκ­δή­λω­σης, που α­να­πα­ρά­γε­ται στο βι­βλίο, δί­νε­ται το 1897. 

Μία συγ­γρα­φέ­ας

Πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον η δια­κύ­μαν­ση του έ­τους γέν­νη­σής της, α­νά­λο­γα και με την πα­λαιό­τη­τα του ε­ντύ­που. Θα ή­ταν, πά­ντως, ά­δι­κο να το α­πο­δώ­σου­με σε δι­κή της πρό­θε­ση προς α­πό­κρυ­ψη της η­λι­κίας της, κα­θώς δη­μο­σιεύει α­πό πο­λύ νω­ρίς. Στο λήμ­μα του Άγρα, φέ­ρε­ται γεν­νη­θεί­σα το 1894. Την κα­τα­χω­ρεί ως Μα­λά­μου-Δί­πλα, με τό­πο γέν­νη­σης την Λευ­κά­δα, α­ντί της Πρέ­βε­ζας. Στα λοι­πά στοι­χεία, τα πά­ει κα­λύ­τε­ρα, αν και α­να­φέ­ρει ε­σφαλ­μέ­να το πε­ριο­δι­κό και το χρό­νο πρώ­της εμ­φά­νι­σης.  Γεν­νη­μέ­νος ο ί­διος το 1899, μάλ­λον στη­ρί­ζε­ται σε προ­γε­νέ­στε­ρες πη­γές. Το 1894, δί­νε­ται και στο σύ­ντο­μο α­νυ­πό­γρα­φο λήμ­μα της Εγκυ­κλο­παί­δειας Ελευ­θε­ρου­δά­κη. Ενώ, ο Νί­κος Σφυ­ρό­ε­ρας, στη συ­νέ­ντευ­ξη, που της παίρ­νει το 1938, δί­νει χρο­νο­λο­γία γέν­νη­σης το 1898.
Στην ε­γκυ­κλο­παί­δεια Πά­πυ­ρος-Λα­ρούς-Μπρι­τά­νι­κα, ο Δημ. Στα­μέ­λος δί­νει το 1897, που υιο­θε­τεί και ο Σαβ­βί­δης στα Άπα­ντα Κα­ρυω­τά­κη. Προ­η­γή­θη­καν η Αθη­νά Ταρ­σού­λη, στο «Ελλη­νί­δες ποιή­τριες» (1951), με χρο­νο­λο­γία το 1897, ο Γ. Κορ­δά­τος, στην «Ιστο­ρία νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας» (1962), το 1898, και ο Μιχ. Πε­ράν­θης, στην πε­ντά­το­μη «Ελλη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία» (1967), που, α­πό τυ­πο­γρα­φι­κή α­βλε­ψία, δί­νει 1897 και 1898. Δυο α­κό­μη  πα­λαιό­τε­ρες Ιστο­ρίες την α­να­φέ­ρουν, του Βου­τιε­ρί­δη, χω­ρίς βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία, και του Νί­κου Παπ­πά, με χρο­νο­λο­γία το 1888. Στο έ­κτο μέ­ρος της Ιστο­ρίας του, «Η γυ­ναι­κεία λο­γο­τε­χνία στην Ελλά­δα», ό­που πα­ρα­τάσ­σει τις συγ­γρα­φείς α­νά γε­νιά, την το­πο­θε­τεί σε ε­κεί­νη του 1900-1910, μα­ζί με την Ταρ­σού­λη και την Κα­ζα­ντζά­κη. Ενώ, την Πο­λυ­δού­ρη, στην ε­πό­με­νη, του 1920.
Το 2016, με­τά τη διευ­θέ­τη­ση του έ­τους γέν­νη­σης της Δί­πλα-Μα­λά­μου, χά­ρις στα βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία, που συ­γκε­ντρώ­νει η Λευ­κα­δί­τισ­σα Να­τα­λία Κα­τη­φό­ρη, ξα­να­συ­να­ντιού­νται ο Κα­ρυω­τά­κης και αυ­τή. Επε­τεια­κό έ­τος για αμ­φο­τέ­ρους, κα­θώς συ­μπλη­ρώ­νο­νται 120 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση του πρώ­του και 130 α­πό ε­κεί­νης. Η ε­πέ­τειος δί­νει μια ευ­και­ρία προς ε­πα­νε­ξέ­τα­ση της ποιή­τριας ό­σο, βέ­βαια, και της πε­ζο­γρά­φου Κλε­α­ρέ­της Δί­πλα-Μα­λά­μου. Την αρ­χή έ­κα­νε η Μά­ρα Ψάλ­τη, με την ε­κτε­νή κρι­τι­κή πα­ρου­σία­ση της ποιή­τριας, ε­στιά­ζο­ντας στην ε­ρω­τι­κή πτυ­χή.  Θα ε­πα­νέλ­θου­με.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 14/2/2016.

Φωτογραφία:  Προτομή της συγγραφέως στο Δημοτικό Κήπο της πόλης της Λευκάδας.

Απωθημένες μνήμες

$
0
0
Δή­μη­τρα Κολ­λιά­κου
«Ήμι­συ του πα­ντός»
Εκδ. Πα­τά­κη
Νοέ. 2015

 
Η Δή­μη­τρα Κολ­λιά­κου, με­τά δε­κα­ε­πτά­χρο­νη συγ­γρα­φι­κή πο­ρεία, με το και­νού­ριο της βι­βλίο φαί­νε­ται να αλ­λά­ζει γραμ­μή πλεύ­σης. Με βά­ση τα βιο­γρα­φι­κά, ε­παυ­ξη­μέ­να με πλη­ρο­φο­ρίες που δί­νει κα­τά και­ρούς σε συ­νε­ντεύ­ξεις, τα  προ­η­γού­με­να θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν, πα­ρό­τι ποι­κίλ­λουν οι υ­πο­θέ­σεις τους, σε με­γά­λο βαθ­μό αυ­το­βιο­γρα­φι­κά. Βα­σι­κό­τε­ρο στοι­χείο, σε αυ­τήν τη λαν­θά­νου­σα έκ­θε­ση προ­σω­πι­κών ε­μπει­ριών, εί­ναι ο τό­πος, στον ο­ποίο ε­κτυ­λίσ­σο­νται οι ι­στο­ρίες. Ήδη, α­πό το πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μα, «Το μα­γείο» (1999), η η­ρωί­δα της, Αθη­ναία, α­πό εύ­πο­ρη οι­κο­γέ­νεια, ταυ­τι­ζό­με­νη με τα συγ­γρα­φι­κά ί­χνη, βρί­σκε­ται στο Εδιμ­βούρ­γο, ό­που εκ­πο­νεί δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή στη γλωσ­σο­λο­γία. Εκεί ε­ρω­τεύε­ται έ­ναν συμ­φοι­τη­τή της. Το δεύ­τε­ρο μυ­θι­στό­ρη­μα, «Θερ­μο­κρα­σία δω­μα­τίου» (2006), το­πο­θε­τεί­ται στα Ιε­ρο­σό­λυ­μα, τον τό­πο του α­γα­πη­μέ­νου της, στον ο­ποίο ε­κεί­νος κα­τά­φε­ρε να διο­ρι­στεί. Εκεί­νη τον α­κο­λου­θεί, πα­ρά τη θέ­ση που έ­χει ε­ξα­σφα­λί­σει στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Χρό­νιν­γκεν. Στο εν λό­γω Πα­νε­πι­στή­μιο, η Κολ­λιά­κου εί­χε πά­ρει υ­πο­τρο­φία για με­τα­δι­δα­κτο­ρι­κό, το ο­ποίο και ο­λο­κλή­ρω­σε.
Πα­ρό­λο που έ­μει­νε στην Ολλαν­δία ε­νά­μι­σι χρό­νο, μυ­θι­στό­ρη­μα που να δια­δρα­μα­τί­ζε­ται σε αυ­τό το ι­στο­ρι­κό ευ­ρω­παϊκό πα­νε­πι­στή­μιο δεν προέ­κυ­ψε, ού­τε καν νου­βέ­λα. Εκεί, ό­μως, γρά­φτη­κε το πρώ­το της μυ­θι­στό­ρη­μα. Στο Νιού­κα­στλ, ό­που διο­ρί­στη­κε στο Πα­νε­πι­στή­μιο και πα­ρέ­μει­νε κο­ντά μία δε­κα­πε­ντα­ε­τία, θα πρέ­πει να γρά­φτη­κε το δεύ­τε­ρο. Πά­ντως, πριν ε­γκα­τα­λεί­ψει τη θέ­ση της και την Αγγλία, το 2009, ε­ξέ­δω­σε το τρί­το της βι­βλίο. Μία συλ­λο­γή τεσ­σά­ρων ι­στο­ριών, «Η αρ­ρώ­στια των βου­νών», που το­πο­θε­τού­νται στην Αγγλία, με ε­ξαί­ρε­ση μία μυ­θο­πλα­στι­κή πα­ρέκ­βα­ση στο εί­δος του τα­ξι­διω­τι­κού, που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στην Ινδία. Οι ι­στο­ρίες, σε έ­κτα­ση νου­βέ­λας, θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν ο­μό­κε­ντρες, αν λά­βου­με ως κέ­ντρο την η­ρωί­δα, α­φού, α­κό­μη και στη μία, ό­που το κύ­ριο πρό­σω­πο εί­ναι ο ε­ρα­στής, το βιο­γρα­φι­κό του πλά­θε­ται α­πό ε­κεί­νο της συγ­γρα­φέως και του μυ­θο­πλα­στι­κού της alter ego.
Αυ­τές οι θε­μα­τι­κά  με­τα­χρο­νι­σμέ­νες μυ­θο­πλα­σίες δεί­χνουν πως η Κολ­λιά­κου δεν γρά­φει εν θερ­μώ, αλ­λά, εκ των υ­στέ­ρων, και μό­νο για τους τό­πους με τους ο­ποίους δέ­θη­κε συ­ναι­σθη­μα­τι­κά. Χώ­ρα τής μέ­χρι σή­με­ρα αυ­το­βιο­γρα­φι­κής έ­μπνευ­σης στά­θη­κε κυ­ρίως η Αγγλία. Πρώ­τα το Εδιμ­βούρ­γο και με­τά, στο τρί­το μυ­θι­στό­ρη­μά της, «Το πρό­σω­πο του ου­ρα­νού», το Νιού­κα­στλ. Αυ­τό εκ­δό­θη­κε το 2013, γραμ­μέ­νο στο Πα­ρί­σι, ό­πως και το πρό­σφα­το. Κα­τά τα φαι­νό­με­να, το πα­ρι­σι­νό θα πρέ­πει να πε­ρι­μέ­νει την ε­πό­με­νη με­τα­κί­νη­ση της συγ­γρα­φέως σε άλ­λη πό­λη ή και χώ­ρα. Προ­σώ­ρας, κρί­νο­ντας α­πό το πρό­σφα­το, η συγ­γρα­φι­κή έ­μπνευ­ση ξε­κί­νη­σε την οί­κα­δε ε­πι­στρο­φή, α­νε­ξάρ­τη­τα αν οι ση­με­ρι­νοί και­ροί δεν ευ­νοούν τον νό­στο δια­νοου­μέ­νων πα­νε­πι­στη­μια­κού ε­πι­πέ­δου, α­ντι­θέ­τως, ω­θούν σε σχέ­δια με­τα­νά­στευ­σης.
Το πέ­μπτο βι­βλίο της Κολ­λιά­κου εί­ναι το πρώ­το, που ε­κτυ­λίσ­σε­ται εξ ο­λο­κλή­ρου στην Αθή­να. Στον ά­ξο­να Άγιος Στέ­φα­νος, Πλα­τεία Αμε­ρι­κής, Σε­πό­λια, Φι­λο­πάπ­που, Πε­τρά­λω­να, σύμ­φω­να με το πώς ε­πι­λέ­γο­νται οι κα­τοι­κίες των βα­σι­κών προ­σώ­πων. Με τη με­τα­φο­ρά του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού μι­κρό­κο­σμου στον γε­νέ­θλιο τό­πο της, η η­ρωί­δα προσ­γειώ­νε­ται ε­πί γης, ε­γκα­τα­λεί­πο­ντας την πα­ρα­τή­ρη­ση των νε­φών και τις πα­ραλ­λα­γές των σχη­μά­των τους, που χά­ρι­σαν πρω­τό­τυ­πες ει­κό­νες στο προ­η­γού­με­νο. Αντί της πο­δη­λα­σίας στην αγ­γλι­κή ύ­παι­θρο, οι δια­δρο­μές με τον Ηλεκ­τρι­κό α­πο­φέ­ρουν πε­ρι­γρα­φές δυ­σμορ­φίας και κα­κο­σμίας, που αγ­γί­ζουν τα ό­ρια της βδε­λυγ­μίας. Ενώ, ο συγ­χρω­τι­σμός αλ­λο­δα­πών και γη­γε­νών α­πό την τά­ξη των τα­λαί­πω­ρων, πα­ρα­σύ­ρουν σε φυ­λε­τι­κές συ­γκρί­σεις, με έρ­πο­ντα, έ­ναν, μάλ­λον νο­ση­ρό, ε­ρω­τι­σμό.       
Η αλ­λα­γή στη γραμ­μή πλεύ­σης της συγ­γρα­φέως δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στην το­πι­κή με­τά­θε­ση. Ση­μαί­νει, κυ­ρίως, μία δια­φο­ρε­τι­κή η­ρωί­δα, μα­κράν των αυ­το­βιο­γρα­φι­κών προ­δια­γρα­φών. Αθη­ναία και αυ­τή, αλ­λά α­πό τη λαϊκή τά­ξη, ό­πως δη­λώ­νουν ε­ξαρ­χής, η κα­τοί­κη­σή της σε δυ­τι­κή συ­νοι­κία της πρω­τεύου­σας, τα Σε­πό­λια, και η ερ­γα­σία της μη­τέ­ρας της, ως οι­κια­κή βο­η­θός. Δεν ο­νο­μά­ζε­ται Νε­φέ­λη, ό­πως στο προ­η­γού­με­νο, αλ­λά Μαί­ρη, εί­ναι 24 ε­τών, ορ­φα­νή πα­τρός α­πό τα έ­ξι, φοι­τή­τρια αγ­γλι­κής φι­λο­λο­γίας. Αυ­τό το τε­λευ­ταίο δεν αλ­λά­ζει, ό­πως ε­λά­χι­στα πα­ραλ­λάσ­σει και ο χα­ρα­κτή­ρας. Μό­νο τό­σο, ό­σο χρειά­ζε­ται, ώ­στε να ε­ναρ­μο­νι­στεί με τις και­νού­ριες βιο­γρα­φι­κές συ­ντε­ταγ­μέ­νες.
Η ι­διο­συ­γκρα­σία της κο­πέ­λας δια­γρά­φε­ται και σε αυ­τό το βι­βλίο, μέ­σα α­πό τον δι­κό της εν­διά­θε­το λό­γο. Η συγ­γρα­φέ­ας δεν α­πο­πει­ρά­ται να δο­κι­μά­σει δια­φο­ρε­τι­κή α­φη­γη­μα­τι­κή μορ­φή. Στο τρί­το πρό­σω­πο, με στα­θε­ρή ο­πτι­κή και έ­σω ε­στία­ση, δί­νει την υ­πό­στα­ση μίας συ­ναι­σθη­μα­τι­κά α­να­σφα­λούς και ε­σω­στρε­φούς νε­α­ρής γυ­ναί­κας, που λέει “ναι, για­τί την δυ­σκο­λεύει το ό­χι”, ε­νώ συ­νει­δη­το­ποιεί πως “α­νή­κει στους αν­θρώ­πους, που α­δυ­να­τούν να εν­σω­μα­τω­θούν σε μία ο­μά­δα, νιώ­θο­ντας πά­ντο­τε ε­κτός”. Οι άλ­λοι συ­νι­στούν γι’ αυ­τήν α­πει­λή, κα­θώς κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη δια­πι­στώ­νει πως βρί­σκε­ται στο έ­λεός τους. “Σαν να μην έ­χει η ί­δια κα­θό­λου σύ­νο­ρα, περ­νά­ει μέ­σα της τη διά­θε­ση που α­πο­πνέει αυ­τός ο ε­κά­στο­τε άλ­λος”, κα­τά τη δι­κή της δια­τύ­πω­ση. Η δε­ξιο­τε­χνία στο πλά­σι­μο του χα­ρα­κτή­ρα έ­γκει­ται στο ό­τι η η­ρωί­δα δεν κα­τα­λή­γει στον “μα­ζι­κό άν­θρω­πο”, το χω­ρίς προ­σω­πι­κό­τη­τα, σύ­νη­θες, μι­μη­τι­κό ον. Αυ­τή, στα δύ­σκο­λα α­ντα­πο­κρί­νε­ται, και μά­λι­στα α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρα, α­πό τον ά­ντρα, προ­στά­τη ή ε­ρα­στή, που έ­χει δί­πλα της.
Εί­ναι ο ι­δεώ­δης τύ­πος, για να α­πο­τε­λέ­σει τον ά­ξο­να και κι­νη­τή­ριο μο­χλό του και­νού­ριου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, το ο­ποίο, ε­κτός α­πό τον γε­νι­κό χα­ρα­κτη­ρι­σμό, κοι­νω­νι­κό-φε­μι­νι­στι­κής α­πό­κλι­σης, ό­πως και τα προ­η­γού­με­να, δια­θέ­τει προς το τέ­λος στοι­χεία ψυ­χο­λο­γι­κού θρί­λε­ρ, ε­νώ δια­τη­ρεί ε­ξαρ­χής το σα­σπέ­νς, πα­ρά τις θε­μα­τι­κά πο­λυ­συλ­λε­κτι­κές πα­ρεκ­βά­σεις, οι ο­ποίες, και σε αυ­τό το μυ­θι­στό­ρη­μα, πλη­θαί­νουν. Χω­ρίς σύν­θε­τη πλο­κή, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα της η­ρωί­δας, καλ­λιερ­γεί­ται η υ­πο­ψία, ό­τι στο πα­ρελ­θόν συ­ντε­λέ­στη­καν στο κο­ντι­νό πε­ρι­βάλ­λον της α­ξιό­ποι­νες πρά­ξεις, και ταυ­τό­χρο­να, υ­φέρ­πει ο φό­βος πως άλ­λες πα­ρα­πλή­σιες θα συμ­βούν στο μέλ­λον. Ωστό­σο, και αυ­τό το μυ­θι­στό­ρη­μα θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί “θερ­μο­κρα­σίας δω­μα­τίου”, α­φού ό­λη η δρά­ση πε­ριο­ρί­ζε­ται στους κλει­στούς χώ­ρους οι­κιών και σε πε­ρι­βάλ­λον οι­κο­γε­νεια­κό. Δεν πρό­κει­ται, ό­μως, για την πυ­ρη­νι­κή οι­κο­γέ­νεια, της ο­ποίας τις σκο­τει­νές πλευ­ρές η συγ­γρα­φέ­ας πο­λιορ­κού­σε στα προ­η­γού­με­να βι­βλία της. Ανε­ξάρ­τη­τα αν οι έ­νο­χες πρά­ξεις πε­ρι­χα­ρα­κώ­νο­νται στην ί­δια στε­νή, οι­κο­γε­νεια­κή ε­στία.
Οι α­κρι­βείς πε­ρι­γρα­φές του χώ­ρου, της έν­δυ­σης, των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών, έ­τσι ό­πως α­πλώ­νο­νται λε­πτο­με­ρεια­κά με σχε­δόν κα­τα­χρη­στι­κή κα­τα­φυ­γή σε πα­ρο­μοιώ­σεις, έ­χουν ως α­πο­τέ­λε­σμα με­γα­λύ­τε­ρη πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τα των σκη­νών, που ε­κτυ­λίσ­σο­νται, καλ­λιερ­γώ­ντας το α­πα­ραί­τη­το κλί­μα για τις ά­νο­μες πρά­ξεις, που υ­παι­νίσ­σο­νται. Όπως οι νύ­ξεις για βίαια συ­μπε­ρι­φο­ρά μέ­χρι σε­ξουα­λι­κά ε­πι­θε­τι­κή α­πό τον πα­τέ­ρα στην μι­κρή κό­ρη, α­πι­στία της συ­ζύ­γου με οι­κο­γε­νεια­κό φί­λο, α­κό­μη, α­μέ­λεια στη φρο­ντί­δα ή και ώ­θη­ση σε αυ­το­χει­ρία του η­λι­κιω­μέ­νου γο­νέα. Η δια­φο­ρά της Κολ­λιά­κου α­πό ο­μή­λι­κες ο­μό­τε­χνές της έ­γκει­ται στην α­πο­φυ­γή της ω­μό­τη­τας, που ο­ρι­σμέ­νες νεό­τε­ρες συ­χνά ε­πι­διώ­κουν, με πι­θα­νό στό­χο την πρό­κλη­ση σκαν­δα­λι­στι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος. Αυ­τή δί­νει βά­ρος στα βα­θιά νε­ρά του φροϋδι­κού α­συ­νεί­δη­του, κα­θώς η η­ρωί­δα της α­διά­κο­πα αυ­το­α­να­λύε­ται και ταυ­τό­χρο­να, διυ­λί­ζει τα λό­για και τις α­ντι­δρά­σεις ε­κεί­νων που βρί­σκο­νται α­πέ­να­ντί της.
Υπο­φέ­ρει α­πό ό,τι θα α­πο­κα­λού­σα­με με­ρι­κή παι­δι­κή α­μνη­σία. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, την βα­σα­νί­ζει μία α­νά­μνη­ση α­πό τον πα­τέ­ρα της, φαι­νο­με­νι­κά α­σή­μα­ντη, που ε­πα­νέρ­χε­ται με ε­ξαι­ρε­τι­κή κα­θα­ρό­τη­τα και εμ­μο­νή. Εί­ναι προ­φα­νές, πως πρό­κει­ται για την α­πο­κα­λού­με­νη α­νά­μνη­ση-προ­κά­λυμ­μα, που δη­μιουρ­γεί­ται α­πό τους α­μυ­ντι­κούς μη­χα­νι­σμούς του Εγώ, προς ε­πι­κά­λυ­ψη α­πω­θη­μέ­νων σε­ξουα­λι­κών ε­μπει­ριών. Ωστό­σο, τον Φρόυ­ντ, που με­λέ­τη­σε πα­ρό­μοιες πε­ρι­πτώ­σεις, τον προ­βλη­μά­τι­σε το δί­λημ­μα, κα­τά πό­σο πρό­κει­ται για γνή­σιες παι­δι­κές α­να­μνή­σεις. Ή μή­πως εκ­φρά­ζουν φα­ντα­σιώ­σεις, που προ­βάλ­λο­νται α­να­δρο­μι­κά, προ­ερ­χό­με­νες α­πό με­τα­γε­νέ­στε­ρα ε­ρε­θί­σμα­τα. Τη δυ­να­τό­τη­τα ε­νός πα­ρό­μοιου ψυ­χα­να­λυ­τι­κού α­νοίγ­μα­τος, η συγ­γρα­φέ­ας ε­λά­χι­στα την εκ­με­ταλ­λεύε­ται.
Σε αυ­τό το βι­βλίο, ο εν­δε­κα­με­λής μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός θία­σος συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει και έ­να πρό­σω­πο με τα­ραγ­μέ­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα. Πρό­κει­ται για έ­ναν η­λι­κιω­μέ­νο, που πα­θαί­νει πα­ρα­κρού­σεις μέ­χρι και κρί­σεις πα­ρά­νοιας, ο­πό­τε γί­νε­ται ε­πι­θε­τι­κός. Δεί­χνει έρ­μαιο πα­λαιών τραυ­μα­τι­κών βιω­μά­των, που ε­πα­νέρ­χο­νται σαν κα­τα­διω­κτι­κά φά­σμα­τα. Αυ­τός ο χα­ρα­κτή­ρας, που εί­ναι ο δυ­σκο­λό­τε­ρος να στη­θεί, έ­χει πει­στι­κά α­πο­δο­θεί. Πα­ρα­στα­τι­κή εί­ναι και η πε­ρι­γρα­φή της χή­ρας μη­τέ­ρας, που α­γω­νί­ζε­ται να δια­σώ­σει την ευ­πρέ­πεια πα­λαιό­τε­ρων και­ρών. Συ­μπο­νά­ει “τα γε­ρό­ντια”, που έ­χει α­να­λά­βει τη φρο­ντί­δα τους, ε­νώ πα­ρα­μέ­νει πι­στή στα αλ­λο­τι­νά κα­θή­κο­ντα της νοι­κο­κυ­ράς. “Φτιά­χνει πρό­σφο­ρα” για την εκ­κλη­σία και “τρεις φο­ρές την ε­βδο­μά­δα α­πα­ραι­τή­τως πά­ει με ό­λα τα χρεια­ζού­με­να και κα­θα­ρί­ζει τον τά­φο” του συ­ζύ­γου. Κι ό­μως, στα χρό­νια της χη­ρείας, ί­σως και νω­ρί­τε­ρα, έ­νας ερ­γέ­νης α­πό την κα­λή κοι­νω­νία, την νοιά­ζε­ται. Την εί­χε προσ­λά­βει να φρο­ντί­ζει τη μη­τέ­ρα του, αλ­λά ο δε­σμός τους συ­νε­χί­στη­κε και με­τά το θά­να­το ε­κεί­νης.
Η Κολ­λιά­κου σκια­γρα­φεί συ­χνά α­πα­ντώ­με­νους τύ­πους, στους ο­ποίους, ό­μως, δί­νει υ­πό­στα­ση, ε­πι­μέ­νο­ντας στις α­να­με­τα­ξύ τους σχέ­σεις, με τις α­ντι­τι­θέ­με­νες ό­ψεις τους να υ­φέρ­πουν δια­βρω­τι­κά. Όπως ο δε­σμός που α­να­πτύσ­σε­ται α­νά­με­σα στον Αθη­ναίο η­λι­κιω­μέ­νο και την Γεωρ­για­νή πα­ρα­δου­λεύ­τρα. Πα­ρα­δό­ξως, αυ­τή η δεύ­τε­ρη, με ό­λα τα σου­σού­μια της, α­πο­δί­δει την ει­κό­να, που έ­χει α­πο­τυ­πω­θεί α­πό την ε­κτε­τα­μέ­νη πα­ρου­σία αυ­τών των γυ­ναι­κών σε α­θη­ναϊκές οι­κίες, ε­νώ η σκια­γρα­φία της Αθη­ναίας ε­πι­στη­μό­νισ­σας, μο­νί­μου κα­τοί­κου Πα­ρι­σίων, που α­πο­κτά έγ­χρω­μη κό­ρη με “μαύ­ρο”, μάλ­λον υ­στε­ρεί. Τέ­λος, η κε­ντρι­κή ε­ρω­τι­κή σχέ­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, της η­ρωί­δας με τον ά­βου­λο, ή ί­σως α­κρι­βέ­στε­ρα, χα­λα­ρό στις α­ντι­δρά­σεις του, γιο της οι­κο­γέ­νειας βο­ρείων προ­α­στίων, ί­σως να χρεια­ζό­ταν έ­να πιο προ­σε­κτι­κό φι­νί­ρι­σμα. Προ­σμε­τρά­ται, πά­ντως, στα μυ­θο­πλα­στι­κά ευ­ρή­μα­τα, η συ­νύ­παρ­ξη της ε­ρω­τι­κής σχέ­σης με την προ­στα­τευ­τι­κή μιας στε­νής φι­λίας. Η “κολ­λη­τή” της α­ντα­να­κλά τη ση­με­ρι­νή εκ­δο­χή της αλ­λο­τι­νής α­ντρο­γυ­ναί­κας, που εν­δια­μέ­σως με­τα­μορ­φώ­θη­κε σε φε­μι­νί­στρια, για να κα­τα­λή­ξει σε μία γυ­ναί­κα, “θαρ­ρα­λέα στο σώ­μα”, ό,τι μπο­ρεί αυ­τό να ση­μαί­νει, που “τα έ­χει ό­λα δο­κι­μά­σει”, σε­ξουα­λι­κώς αμ­φί­φυ­λη, με ε­ρω­τι­κές βλέ­ψεις για τη φί­λη της.                     
Να ση­μειώ­σου­με κά­ποια ι­διαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των βι­βλίων της Κολ­λιά­κου, τα ο­ποία φαί­νε­ται πως μό­νο ε­μάς ε­ντυ­πω­σιά­ζουν. Κα­τ’ αρ­χήν, η ί­δια χα­ρα­κτη­ρί­ζει τη γλώσ­σα, στην ο­ποία γρά­φει, “λι­τή”. Στην α­φή­γη­ση, ω­στό­σο, πα­ρει­σφρέ­ουν δο­κι­μια­κοί ό­ροι, νο­η­μα­τι­κά μεν α­κρι­βείς, αλ­λά α­νοί­κειοι στο τρέ­χον λε­κτι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Λ.χ., η λέ­ξη “ε­πι­το­νι­σμός”, αν­τλη­μέ­νη α­πό το γλωσ­σο­λο­γι­κό α­πό­θε­μα της συγ­γρα­φέως, σε εκ­φρά­σεις του τύ­που, “φώ­να­ξε τ’ ό­νο­μά μου με ε­πι­το­νι­σμό ε­πί­πλη­ξης”. Επί­σης, μάλ­λον πλε­ο­νά­ζουν οι πα­ρά προσ­δο­κία πα­ρο­μοιώ­σεις, ό­πως “το στό­μα του θυ­μί­ζει πα­ρέν­θε­ση που έ­πε­σε μπρού­μυ­τα”. Κα­τά κά­ποιο τρό­πο, αμ­φό­τε­ρα πα­ρα­πέ­μπουν σε μία ε­ξω­λο­γο­τε­χνι­κή δια­κει­με­νι­κό­τη­τα, που, στην πε­ρί­πτω­ση της Κολ­λιά­κου, υ­πο­κα­θι­στά την χω­λαί­νου­σα ε­πα­φή της με την ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ενώ, η τυ­πι­κή δια­κει­με­νι­κό­τη­τα, στο μυ­θι­στό­ρη­μα, πε­ριο­ρί­ζε­ται σε κλα­σι­κούς συγ­γρα­φείς, α­πό ε­κεί­νους που δια­βά­ζο­νται στην ε­φη­βεία, με μία μο­να­δι­κή α­θη­ναϊκή πι­νε­λιά, την α­να­φο­ρά στους δια­νοού­με­νους των κα­φέ της ο­δού Καλ­λι­δρο­μίου, ό­πως ο Χρή­στος Βα­κα­λό­που­λος και ο Κω­στής Πα­πα­γιώρ­γης, που δεν κα­το­νο­μά­ζε­ται.
Στις α­ρε­τές του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος υ­πο­λο­γί­ζου­με, την μη έ­ντα­ξή του στην αν­θού­σα “πε­ζο­γρα­φία της κρί­σης”. Μό­λις που υ­παι­νίσ­σο­νται οι δύ­σκο­λοι και­ροί, ό­πως, λ.χ., με την, α­πό μία ά­πο­ψη, δια­σκε­δα­στι­κή σύ­γκρι­ση της οι­κο­νο­μι­κής κα­τά­στα­σης σε Γεωρ­γία και Ελλά­δα. Συ­νο­ψί­ζο­ντας τις α­να­γνω­στι­κές ε­ντυ­πώ­σεις, μάλ­λον πρό­κει­ται για το πιο εν­δια­φέ­ρον βι­βλίο της Κολ­λιά­κου, αλ­λά με τον πλέ­ον α­τυ­χή τίτ­λο, α­διά­φο­ρο αν προ­σπα­θεί το κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου να του δώ­σει κά­ποιο νό­η­μα σε α­ντι­στοι­χία με το θέ­μα του βι­βλίου. Αντι­θέ­τως, στο ε­ξώ­φυλ­λο, το εξ­πρε­σιο­νι­στι­κό πορ­τρέ­το της μη­τέ­ρας του Νορ­βη­γού ζω­γρά­φου Μουν­κ, με την πεί­σμο­να έκ­φρα­ση και το ε­πί­μο­νο βλέμ­μα, α­πο­δί­δει την α­ντί­στοι­χη προ­σπά­θεια της η­ρωί­δας να δια­πε­ρά­σει το η­μι­δια­φα­νές των φα­ντα­σιώ­σεών της, μή­πως και φα­νε­ρω­θούν τα βιω­μα­τι­κά κα­τά­βα­θα.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή"στις 21/2/2016.
Viewing all 176 articles
Browse latest View live